Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Απριλίου 23, 2014

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ φοβίες τῶν ἀνθρώπων Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Ἰωὴλ

Ἐνέργειες τοῦ φόβου


 
Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὅταν γεννιέται, ἔχει μέσα του (κληρονομοῦνται σ᾿ αὐτὸν) ψυχολογικὲς καὶ σωματικὲς ἀδυναμίες· π.χ. ἡ ἀκόρεστη δίψα γιὰ ζωή, ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἡ φθορὰ τοῦ σώματος, οἱ ποικίλες ἰδιόμορφες καταστάσεις, καχυποψίες γιὰ ἄλλους καὶ πολλὰ ἄλλα. Ὅλα αὐτὰ τοῦ προκαλοῦν φόβο. Ὁ φόβος δὲν τὸν ἀφήνει νὰ τελειοποιηθεῖ στὴν ἀγάπη.

Ὁ Χριστὸς ὅμως ἦλθε νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ τῆς κολάσεως, (Ἑβρ. β´ 14-15). Δὲν μᾶς ἔφερε πνεῦμα δειλίας, ποὺ προκαλεῖ φόβο, ἀλλὰ πνεῦμα υἱοθεσίας (Ῥωμ. η´ 14-15). Ὁ Χριστὸς μᾶς ἐλευθέρωσε.

Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ ἐλευθερώνεται καὶ ὁδηγεῖται στὴν ἀγάπη ποὺ «ἔξω βάλλει τὸν φόβο» (Α´ Ἰω. δ´ 18). Γιὰ νὰ φτάσουμε ὅμως στὴν ἀγάπη, χρειάζεται ἀγώνας καὶ ἄσκηση καὶ φυσικὰ δὲν ζεῖ κάποιος τὴν κατάσταση αὐτὴ διὰ μιᾶς.

Στὰ πρῶτα βήματά του πρὸς τὴν τελείωση, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἔχει φόβο γιὰ μερικὰ πράγματα, ὅπως π.χ. γιὰ τὴν κόλαση, τὴν ἁμαρτία, τὴν γέενα τοῦ πυρός. Νὰ φοβηθεῖ τὴν ἁμαρτία μήπως τὸν χωρίσει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ καταδικασθεῖ.
 
 
 
Γνῶμες τῶν ἁγίων πατέρων ἐπί τῆς ἀπόψεως αὐτῆς


 
•     Ὁ φόβος ποὺ ἔχουμε νὰ μὴν πέσουμε στὴν ἁμαρτία εἶναι ἀρετή. Ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. (Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος)

•     Ὁ φόβος εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ πένθος τῶν ἁμαρτημάτων (Πέτρος ὁ Δαμασκηνός).

•     Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει στὸν Κύριο, φοβεῖται τὴν κόλαση, κι αὐτὸς ποὺ φοβεῖται τὴν κόλαση, τηρεῖ τὶς ἐντολές. Αὐτὸς πάλι ποὺ τηρεῖ τὶς ἐντολές, ὑπομένει τὶς θλίψεις, κι ὅποιος ὑπομένει τὶς θλίψεις, ἀποκτᾶ τὴν ἐλπίδα του στὸν Θεὸ (ὅπ.π.).

•     Ἄλλο πρᾶγμα νὰ φοβεῖσαι τὸν Θεὸ καὶ ἄλλο νὰ ἐφαρμόζεις τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ (Συμεὼν ὁ ν. Θεολόγος).

•     Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς στὴν πνευματική μας ζωὴ προηγεῖται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς κάνει νὰ πενθοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν ὡς καρπός. Ὁ ἔμφυτος φόβος βοηθάει μαζὶ μὲ τὴν πίστη στὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν.

•     Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀναγκάζει νὰ πολεμᾶμε τὴν κακία καὶ ἐνῶ τὴν πολεμᾶμε, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὴν πολεμεῖ (Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής).

•     Ἡ ρίζα τῆς εὐλάβειάς μας πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ ὅπλο γιὰ νὰ πολεμήσουμε τὶς δυσκολίες στὴν πνευματική μας πορεία (Ἰω. ὁ Χρυσόστομος).

•     Παράδειγμα χαρακτηριστικὸ ὁ ληστής. Ὅλοι ξέρουμε τί εἶπε στὸν ἐξ εὐωνύμων τοῦ Χριστοῦ κακοῦργο, πού λοιδοροῦσε τὸν Χριστό: «οὐχὶ σὺ ὁ Χριστός; σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῶ λέγων· οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῶ κρίματι εἶ;» (Λουκ. κγ´ 29). Μπροστὰ στὸν Κύριο ὁ εὐγνώμων ληστὴς αἰσθάνθηκε μεγάλο φόβο γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ εἶπε τὰ περίφημα ἐκεῖνα λόγια· «Ἰησοῦ, μνήσθητί μου ὅταν ἔλθῃς ἐν τὴ βασιλεία σου» (Λουκ. κγ´ 41).
 
 
Πῶς ἐνεργεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο


 
Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος λέγει πὼς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ξυπνάει τὴν ἀνθρώπινη φύση ἐναντίον τῶν πονηρῶν ἐπινοήσεων τοῦ διαβόλου. Ὅπως τὰ Χερουβὶμ ἦσαν ἄγρυπνα μπροστὰ στὴν θύρα τοῦ Παραδείσου, ἔτσι καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγρυπνος φύλακας τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ μὴν πέσει στὴν ἁμαρτία. Αὐτὸν τὸν φόβο χρειάζεται νὰ τὸν διατηρεῖ γιὰ νὰ μὴ βλαβεῖ ἀπὸ τὸν ἐχθρό.
Πράγματι πολλὲς φορὲς συγκρατούμεθα μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, διότι μέσα μας ὑπάρχει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ἀναλογιζόμαστε· «πῶς θὰ τὸ κάνω αὐτό; φοβᾶμαι τὸν Θεό, φοβᾶμαι τὴν κόλαση». Ὁ σωτήριος αὐτὸς φόβος μᾶς κάνει νὰ μισοῦμε τὴν ἀδικία, τὴν ὕβρη καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, τονίζει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Αὐτός, ποὺ ἔχει φόβο Θεοῦ, ἀπομακρύνει εὔκολα τοὺς λογισμοὺς τοῦ διαβόλου, ἀφοῦ δὲν αἰχμαλωτίζεται μὲ τίποτε. Δὲν ἔχει περισπασμοὺς στὸ νοῦ του, διότι περιμένει τὸν Δεσπότη Χριστό. Ἐπιμελεῖται τῶν ἀρετῶν, γιὰ νὰ μὴν καταδικασθεῖ.
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία μήτρα. ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ σπέρμα. κι αὐτὸ ποὺ θὰ γεννηθεῖ, εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ ἔχουμε καθαρὴ ἐλεημοσύνη, δηλ. ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κενοδοξία, φιλαργυρία καὶ ἡδονή, πρέπει νὰ προηγηθεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ νεκρώσει τὰ πάθη αὐτά.
Ὅποιος θέλει νὰ ἀγαπήσει τὸν Θεό, θὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὸν φόβο του. Ἐξαιτίας αὐτοῦ του φόβου προσέχουμε καὶ τὰ λεπτότατα ἁμαρτήματα. Ἕνας ποὺ φοβᾶται τὸν Θεό, λέγει καὶ τὰ πιὸ μικρά του ἁμαρτήματα, διότι ἔχει τὴν ἐντύπωση, πὼς μετὰ θάνατο τὸν περιμένουν πολὺ ἄσχημες καταστάσεις.
Ὅποιος φοβᾶται τὸν Θεό, ἀγαπάει τὴν ἐγκράτεια. Μὲ φόβο πηγαίνει νὰ κοινωνήσει. «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», προσκαλεῖ ὁ λειτουργὸς τοὺς πιστούς. Ὁ φοβούμενος τὸν Κύριο, δὲν φοβεῖται τῶν δαιμόνων τὶς ὁρμές, οὔτε τὶς ἀπειλὲς τῶν ἀνθρώπων.
 
 
Ὁ φόβος διακρίνεται σέ δύο εἴδη


 
Οἱ Πατέρες λένε πὼς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἔχει δύο μορφές. Εἶναι ὁ φόβος τῶν εἰσαγωγικῶν καὶ ὁ φόβος τῶν τελείων.
Ὁ φόβος τῶν εἰσαγωγικῶν ἢ τῶν ἀρχαρίων, ποὺ ὑπάρχει μέσα μας καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ πέσουμε στὴν ἁμαρτία ἐξαιτίας τῆς κολάσεως. «Εἰσαγωγικὸς ἐστὶν ὁ ἀπέχων τῆς κακίας». Αὐτός, ποὺ ἔχει αὐτὸν τὸν φόβο φοβᾶται σὰν δοῦλος τὰ κολαστήρια, τὶς τιμωρίες καὶ τὶς καταδίκες.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ τέλειοι, ποὺ ἔχουν καὶ αὐτοὶ φόβο, ἀλλὰ μὲ ἄλλη μορφή. Φοβοῦνται μήπως παραβοῦν κάποια ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν λυπήσουν. Φοβοῦνται μήπως ὑποστοῦν τροπὴ ἢ ἀλλοίωση στὴν πνευματική τους ζωὴ καὶ πέσουν στὴν ἁμαρτία.
Ὁ φόβος τῶν εἰσαγωγικῶν ἐξαφανίζεται, ὅταν συγχωρηθοῦν τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ὁ δεύτερος, τῶν τελείων, παραμένει συνεχῶς στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἁγιάζει περισσότερο.
Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καταλαβαίνουμε πὼς μποροῦμε νὰ ὠφεληθοῦμε τὰ μέγιστα ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Μία εὐχὴ τῆς θείας Λειτουργίας τὸ τονίζει αὐτὸ ἐμφατικά. «Ἔνθες ἡμῖν καὶ τῶν μακαρίων σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας πάσας καταπατήσαντες, πνευματικὴν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τὰ πρὸς εὐαρέστησιν τὴν σὴν καὶ φρονοῦντες καὶ πράττοντες».
Αὐτὲς τὶς πνευματικὲς καταστάσεις ἂς ἐπιζητοῦμε σταθερά, γιὰ νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
 
 
 
Οἱ ἀνθρώπινες φοβίες


 
Εἴδαμε διεξοδικὰ τί εἶναι ὁ φόβος καὶ ποιὲς εἶναι οἱ ἐνέργειές του. Ἂς δοῦμε τώρα τὶς ἀνθρώπινες φοβίες.
Φοβία, ὀνομάζεται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐπιστήμη, δηλ. τὴν ψυχιατρική, ἡ πάθηση ἐκείνη, ὅπου τὸ ἄτομο κατακλύζεται ἀπὸ φόβο, ἐνῶ δὲν ὑπάρχει πραγματικὴ αἰτία φόβου.

Λέμε ὅτι κάποιος ἔχει κλειστοφοβία, ὅταν δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθει σὲ κλειστοὺς χώρους, π.χ. σὲ ἀνελκυστήρα, ἢ νὰ ταξιδεύσει μὲ ἀεροπλάνο, τρένο κ.λπ., ἐπειδὴ καταλαμβάνεται ἀπὸ μεγάλου βαθμοῦ φόβο. Πλεῖστα πράγματα καὶ καταστάσεις μποροῦν νὰ γίνουν ἀφορμὴ τέτοιας φοβίας. Τὰ συνηθέστερα εἶναι: Πλατεῖες ἢ χῶροι ὅπου ὑπάρχουν πολλοὶ ἄνθρωποι (ἀγοροφοβία), ἡ ἄνοδος σὲ ὑψηλοὺς ὀρόφους κτηρίων (ὑψοφοβία), ζωύφια ἀκίνδυνα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως π.χ. μικρὲς ἀράχνες (ἀραχνοφοβία) κατσαρίδες (κατσαριδοφοβίες) κ.λπ.

Ἐπίσης φόβος τῶν μικροβίων (μικροβιοφοβία), γι᾿ αὐτὸ καὶ πλένουν τὰ χέρια καὶ τὰ ἐνδύματα συχνότατα. Ἀκόμη διάφορες ἀρρώστειες, ὅπως π.χ. ὁ καρκίνος (καρκινοφοβία), μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προσέχουν νὰ μὴν τοὺς ἐγγίσει ἄνθρωπος, ποὺ πάσχει ἀπὸ τὴ νόσο αὐτή, ἢ κάποια ἄλλη.

Ὅσοι ἔχουν μία ἀπὸ τὶς φοβίες αὐτές, δὲ σημαίνει πὼς εἶναι ἄτομα δειλὰ καὶ μὲ μειωμένη προσωπικότητα. Ἀντιθέτως μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπιτυχημένοι ἐπαγγελματίες, σωστοὶ ἐπιστήμονες, ἢ ἀκόμη νὰ ἐπιδίδονται καὶ σὲ τολμηρὲς δραστηριότητες, ὅπως π.χ. τὴν ὀρειβασία.
Ἡ κατάσταση τῆς φοβίας ὀφείλεται σὲ κάποια διαταραχὴ τῆς λειτουργίας τοῦ κεντρικοῦ νευρικοῦ συστήματος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ πάσχει ἀπὸ τὴ φοβία, δὲν ἔχει ἄλλα ψυχοπαθολογικὰ συμπτώματα, τότε ἡ ὀδυνηρὴ αὐτὴ κατάσταση ὀνομάζεται νευρωτικὴ φοβία καὶ τὸ ἄτομο ἔχει πλήρη ἐπίγνωση τοῦ παραλόγου τῆς φοβίας του.

Παρ᾿ ὅλες ὅμως τὶς προσπάθειές του δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπ᾿ αὐτὸ εὔκολα. Ἀκόμη ἡ φοβία μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ συμπτώματα ψυχοπάθειας, ὅπως π.χ. ἡ μελαγχολία κ.λπ. Ἂς ἀναφέρουμε καὶ δύο παραδείγματα.

Ἕνας γιατρὸς μοῦ ἔλεγε πὼς τὸν ἐπισκεπτόταν συχνὰ κάποιος, ποὺ εἶχε τὴ φοβία τοῦ ἐμφράγματος τῆς καρδιᾶς καὶ γενικώτερα τῆς φοβίας τοῦ θανάτου. Εἶχε καχυποψίες γιὰ τοὺς πάντες καὶ ἔτρεμε στὴν ἰδέα πὼς μπορεῖ νὰ πάθει ἔμφραγμα. Κάθε τόσο πήγαινε στὸν γιατρὸ καὶ ἐξέφραζε τὶς ἀνησυχίες του. Ὅταν μετὰ ἀπὸ χρόνια συνέβη νὰ πάθει καρκίνο ἥπατος, ἐπειδὴ ἦταν συνειδητὸς χριστιανός, ἀντιμετώπισε τὴν ἀσθένεια μὲ ἀξιοθαύμαστη καρτερία καὶ ὑπομονὴ καὶ τὸ καταπληκτικὸ ἦταν, πὼς ἥσυχος περίμενε τὸ θάνατο.
Τὸ ἄλλο παράδειγμα. Καπετάνιος ἐμπορικοῦ πλοίου, ποὺ διέπλεε συχνά τούς ταραγμένους ὠκεανοὺς καὶ ἀντιμετώπιζε μὲ ἐπιτυχία τὶς φοβερὲς φουρτοῦνες τῆς θάλασσας, τὸν ἔπιανε μεγάλη φοβία, ὅταν ἔμπαινε στὸ λιμάνι καὶ ἔβλεπε συνωστισμὸ (μποτιλιάρισμα) πλοίων. Νόμιζε πὼς δὲ θὰ τὰ κατάφερνε νὰ μπεῖ μέσα. Δὲν φοβόταν τὰ ἄγρια κύματα τοῦ ὠκεανοῦ καὶ ἔτρεμε τὸν συνωστισμὸ τοῦ ἀσφαλοῦς λιμανιοῦ.
Ἕνας πνευματικὸς τί μπορεῖ νὰ κάνει στὴν προκειμένη περίπτωση; Φυσικὰ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει κατευθύνσεις ποὺ ἔχουν σχέση μὲ φάρμακα καὶ ἰατρικὲς ἀγωγές. Οἱ παρατηρήσεις τοῦ τύπου, πὼς αὐτὸ ποὺ ἔχει ὁ ἀσθενὴς δὲν εἶναι τίποτε, καὶ ἡ προτροπὴ νὰ μὴν πάει στὸ γιατρό, δὲν ἔχουν καλὰ ἀποτελέσματα.

Ἐὰν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἰατρικὴ θεραπεία, θὰ τὸ κρίνει ἕνας καλὸς καὶ δοκιμασμένος γιατρός. Γίνεται πολλὲς φορὲς μὴ πιστευτὸς καὶ μὴ ἔγκυρος ὁ πνευματικὸς ποὺ δίνει τέτοιες συμβουλές. Τὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ στὸ ἐξομολογητήριο εἶναι νὰ φύγει ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ καταφύγει στὴν βοήθειά του καὶ ἔχει φοβίες, μὲ ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ καὶ μὲ ἐλπίδα πὼς στὴ δίνη τοῦ προβλήματός του δὲν θὰ εἶναι ἀποῦσα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Καταπληκτικὴ εἶναι ἡ ἐμπειρικὴ διαπίστωση τῶν ἁγίων Πατέρων πὼς ὅσο καθαρίζεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, τόσο καὶ ἐξαφανίζονται τὰ πάθη του καὶ οἱ ψυχολογικές του ἀνισότητες. Κάποτε ρώτησαν κάποιον ἀπὸ τοὺς Γεροντάδες τί πνευματικὴ ἐργασία κάνει, κι αὐτὸς ἀπάντησε: «Ἡμεῖς νοῦν τηροῦμεν».

Ἡ τήρηση καὶ ἡ καθαρότητα τοῦ νοῦ ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ πολλὲς φοβίες. Ὁ καθαρὸς νοῦς ἡγεμονεύει τῆς κεφαλῆς καὶ ὑποτάσσει ὅλες τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος. Ὁ μέγας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τονίζει, πὼς πάνω ἀπὸ τὴ σπουδὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει «ἄστρων μεγέθη καὶ φύσεων λόγους», δηλ. θὰ λέγαμε σήμερα ἐπιστημονικὲς γνώσεις, προτιμότερο εἶναι «τὸ εἰδέναι τὸν καθ᾿ ἡμᾶς νοῦν τὴν ἑαυτοῦ ἀσθένειαν καὶ ταύτην ἰάσασθαι ζητεῖν», νὰ μπορέσει ὁ νοῦς νὰ γνωρίσει τὴν ἀσθένειά του καὶ νὰ ζητήσει τὴν ἴασή του.

Ἡ καλλιέργεια τοῦ νοῦ μὲ τὴν ἡσυχία, τὴ νηστεία, τὴν προσευχή, τὰ καθαρτικὰ δάκρυα, τὶς ἀκολουθίες, τὴν ἐργασία καὶ μὲ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν πνευματικὸ καὶ ἄλλους πατέρες, καὶ τὴν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ θὰ φέρει θετικὰ ἀποτελέσματα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ θὰ μπορεῖ πιὸ δυναμικὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς βασανιστικὲς φοβίες.

Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν καταλάβει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, καθαρίζει ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ μάλιστα τὴν πιὸ κύρια δύναμη, ποὺ εἶναι ὁ νοῦς. Ἔτσι μποροῦν νὰ θεραπευθοῦν καὶ οἱ φοβίες.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πρακτικὰ πὼς ἡ ἐργασία τοῦ νοῦ μὲ τὴν συνεχῆ μνήμη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἕνα μέσον γιὰ νὰ ἐλέγξουμε τὶς φοβίες μας. Πίσω ἀπὸ τὰ λόγια της σωτήριας εὐχῆς κρύβεται ἡ παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ προσεύχεται λέγοντας «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἔρχεται σὲ ζωντανὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Θεὸ καὶ ζωοποιεῖται. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου γεμίζει ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Ἰησοῦ καὶ ἔτσι ἐγκαταλείπονται οἱ φοβίες. Ἔχω ὑπόψη κάποιον, ποὺ εἶχε διάφορες φοβίες, ποὺ τὸν ἐμπόδιζαν νὰ κοιμηθεῖ, καὶ ὅταν ἄρχισε νὰ λέγει τὴν εὐχὴ καὶ νὰ ἐνεργεῖ μέσα του, πολλὲς ἀπὸ τὶς δύσκολες αὐτὲς καταστάσεις ἐξαφανίσθηκαν.
Ἐπίσης εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ εὐαίσθητοι ἄνθρωποι ὑποφέρουν πάρα πολὺ ἀπὸ τὶς φοβίες. Ὁ μακάριος Γέροντας π. Παΐσιος ἔλεγε πὼς ὁ πονηρὸς βρίσκει διάφορες εὐκαιρίες καὶ τοὺς εὐαίσθητους τοὺς κάνει πιὸ εὐαίσθητους καὶ τοὺς ἀναίσθητους πιὸ ἀναίσθητους. Οἱ εὐαίσθητοι περνοῦν πολλὲς φορὲς μαρτυρικὲς μέρες ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς φοβίας. Διάφορα γεγονότα τοῦ καθημερινοῦ βίου, ἡ ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ καὶ ἐγγενεῖς ψυχολογικὲς καταστάσεις κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑποφέρει πολύ. Τότε χρειάζεται τὴ βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ, νὰ συζητήσει μαζί του, νὰ ἐνισχυθεῖ ἀπὸ τὰ λόγια του, νὰ νοιώσει τὴ θεία παρηγοριά. Ἡ παρουσία τῶν ἀνθρώπων, ποὺ μᾶς ἀγαποῦν ἀνιδιοτελῶς, εἶναι εὐεργετική.
 
Θὰ θέλαμε νὰ θίξουμε κι ἕνα ἄλλο σημεῖο. Ἡ θεραπεία τῆς φοβίας ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὴν ταπείνωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνθυμοῦμαι τὰ λόγια ἑνὸς Γέροντα τοῦ Ἁγίου Ὅρους σὲ κάποιον, ποὺ εἶχε βασανιστικὲς φοβίες. Ἦταν νέος στὴν ἡλικία καὶ φοβόταν νὰ περπατήσει τὴ νύχτα ἢ νὰ περάσει ἀπὸ τοὺς χώρους τῶν κοιμητηρίων, νὰ κοιμηθεῖ μόνος του στὸ δωμάτιο κ.ἄ. Ὁ θεοφώτιστος, λοιπόν, ἐκεῖνος Γέροντας τοῦ εἶπε: «Ὅλα αὐτὰ τὰ παθαίνεις ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό σου καὶ ἐπειδὴ δὲν κοινωνεῖς συχνά». Ἡ ταπείνωση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἡ ζωοποιὸς χάρη τῶν μυστηρίων ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ θεραπεύσουν τὴ φοβία.
Δὲν ἀρκεῖ μόνο τὰ φάρμακα τοῦ ἰατροῦ, ἀλλὰ χρειάζεται καὶ ἡ δύναμη τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, εἴτε ἔρχεται σὲ μᾶς ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε ἀπὸ τὶς διαπροσωπικές μας σχέσεις μὲ τὸ Θεό. Ὅπου χρειάζεται νὰ συνδυάσουμε καὶ τὰ δύο, θὰ τὸ κάνουμε. Ἐὰν οἱ φοβίες ἔχουν τὶς ῥίζες τους σὲ καθαρὰ πνευματικὰ αἴτια (ὅπως π.χ. σὲ ἁμαρτίες), θὰ καταφύγουμε στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἕνα ὡραιότατο τροπάριο τῆς Ἐκκλησίας μας κάνει ἔκκληση στὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴ θλίψη καὶ νὰ τὴν μεταποιήσει σὲ χαρά: «Τὰ λυπηρὰ τοῦ σοῦ δούλου, τοῦ παρόντος κινδύνου, τὴν ζάλην τὴν πολλὴν καὶ χαλεπήν, μεταποίησον νῦν, Δέσποτα, καὶ μετάτρεψον τούτου, τὸ πένθος εἰς χαρὰν διηνεκῆ· ἵνα πίστει καὶ πόθῳ, ἀπαύστως μεγαλύνῃ σε» (Παράκλησις ἐπὶ ἀσθένειαν).
Ἂς δώσει ὁ Θεὸς τὴ λύση αὐτὴ σὲ ὅλους ὅσους ἔχουν προβλήματα καὶ θλίψεις.

Ὁμιλία εἰς τὸν Ἀπόστολον Θωμᾶν

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος



Ἔρχομαι ἐπειγόντως νὰ καταβάλω τὴν ὀφειλή μου. Διότι, ἂν καὶ εἶμαι πτωχός, βιάζομαι νὰ ἀποσπάσω ὁπωσδήποτε τὴν εὐγνωμοσύνη σας. Εἶχα δώσει ὑπόσχεση νὰ φανερώσω τὴν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, καὶ τώρα ἔρχομαι νὰ τὴν ἐκπληρώσω.

Ἡ πρόθεσίς μου εἶναι νὰ ἐξοφλῶ πρῶτα τὶς παλαιότερες ὀφειλές, γιὰ νὰ μὴ μὲ πιέζουν οἱ τόκοι ποὺ συγκεντρώνονται. Συνεργασθεῖτε μαζί μου στὴν καταβολὴ τοῦ χρέους, καὶ ἱκετεύσετε τὸν Θωμᾶ νὰ εὐλογήση τὰ χείλη μου μὲ τὴν ἁγία δεξιά του, μὲ τὴν ὁποίαν ἤγγισε τὴν πλευρὰ τοῦ Δεσπότου, ὥστε νὰ νευρώση τὴν γλώσσα μου, γιὰ νὰ σᾶς ἐξηγήσω αὐτὰ ποὺ ποθεῖτε. Καὶ ἐγώ, ἐνθαρρυνόμενος μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἀποστόλου καὶ μάρτυρος Θωμᾶ, διακηρύττω τὴν ἀρχικὴν ἀμφιβολία καὶ τὴν τελικὴν ὁμολογία του, ἡ ὁποία ἔγινε κρηπὶς καὶ Θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὅταν εἰσῆλθε ὁ Σωτὴρ κεκλεισμένων τῶν θυρῶν ἐκεῖ ὅπου εἶχαν συγκεντρωθῆ οἱ μαθηταί του καὶ ἐξῆλθε πάλι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀπουσίαζε μόνον ὁ Θωμᾶς. Ἦταν κι αὐτὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας, ὥστε ἡ ἀπουσία τοῦ μαθητοῦ νὰ γίνη πρόξενος περισσοτέρας ἀσφαλείας καὶ βεβαιότητος. Διότι, ἐὰν παρευρίσκετο ὁ Θωμᾶς, δὲν θὰ ἀμφέβαλλε. Καὶ ἂν δὲν ἀμφέβαλλε, δὲν Θὰ ζητοῦσε νὰ περιεργασθῆ. Ἐὰν δὲν ζητοῦσε, δὲν θὰ ψηλαφοῦσε. Καὶ ἐὰν δὲν ψηλαφοῦσε, δὲν θὰ ἀνεκήρυττε τὸν Χριστὸ Κύριον καὶ Θεόν. Ἐὰν δὲν τὸν εἶχε ἀποκαλέσει Κύριον καὶ Θεόν, ἐμεῖς δὲν θὰ εἴχαμε διδαχθῆ νὰ τὸν δοξολογοῦμε μὲ τὸν τρόπον αὐτόν. Ὥστε καὶ μὲ τὴν ἀπουσία του ὁ Θωμᾶς μᾶς ποδηγέτησε πρὸς τὴν ἀλήθεια” καὶ μὲ τὴν παρουσία του ὕστερα μᾶς ἐβεβαίωσε περισσότερο στὴν πίστη.

Ἔλεγαν λοιπὸν οἱ μαθηταί, ὅταν ἦλθε ἀργοπορημένος: «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον», εἴδαμε αὐτὸν ποὺ εἶπε: «ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Εἴδαμε αὐτὸν ποὺ εἶπε: «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια». Εἴδαμε τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων νὰ λάμπη μέσα στὰ γεγονότα. Εἴδαμε αὐτὸν ποὺ εἶπε: «μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι», καὶ βλέποντας τὴν ἀνάσταση, ἐπροσκυνήσαμε τὸν ἀναστάντα. Τὸν ἀκούσαμε ποὺ μᾶς εἶπε: «εἰρήνη ὑμῖν», καὶ μεταστρέψαμε τὴν ζάλη τῆς λύπης σὲ γαλήνια εὐφροσύνη. Ἀντικρίσαμε τὰ χέρια του ποὺ ἐδέχθησαν τὶς αἰχμὲς τῶν καρφιῶν, τὰ χέρια ποὺ κατηγοροῦν τὴν λύσσα τῶν θεομάχων θηρίων. Ἀντικρίσαμε τὰ χέρια ποὺ μᾶς ὕφαναν τὴν ἀφθαρσία, ἀντικρίσαμε καὶ τὴν πλευρὰν ποὺ φανερώνει λαμπρότερα ἀπὸ κάθε κήρυκα τὴν εὐσπλαχνία τοῦ πληγωμένου. Αὐτὴν τὴν πλευρὰ τὴν ὁποίαν ὑμνοῦν οἱ ἄγγελοι καὶ εὐλαβοῦνται οἱ πιστοὶ καὶ φρίττουν οἱ δαίμονες. Ὑποδεχθήκαμε καὶ ἐμφύσημα θεῖον ἀπὸ τὸ θεῖον στόμα του, ἐμφύσημα πνευματικόν, ἐμφύσημα ποὺ σκορπίζει κάθε χάρη. Ἐχειροτονηθήκαμε ἀπὸ τὸν Κύριο, κύριοι της ἀφέσεως τῶν πλημμελημάτων. Ἀποκτήσαμε καὶ τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμε τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε αὐτὴν τὴν ἐντολή: «ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς. Ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται». Τέτοια λόγια εἴχαμε τὴν βαθειὰ χαρὰ νὰ ἀκούσωμε ἀπὸ τὸν Σωτήρα, τέτοιες δωρεὲς ἀπολαύσαμε. Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν πλουτήσωμε, ἀφοῦ εὑρήκαμε πλούσιον Δεσπότη. Ἀλλὰ μόνο σὺ ἔμεινες πτωχός, ἀφοῦ ἀπουσίαζες.

Καὶ τί τοὺς εἶπεν ὁ Θωμᾶς; Εἴδατε τὸν Κύριο; Καλῶς. Αὐτὸν λοιπὸν ποὺ εἴδατε, νὰ τὸν σέβεσθε περισσότερο. Αὐτὸν ποὺ παρατηρήσατε, μὴν παύσετε νὰ τὸν κηρύττετε. Ἐγὼ ὅμως «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χείρα μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω». Καὶ σεῖς δὲν θὰ εἴχατε πιστεύσει ἐὰν πρῶτα δὲν ἐβλέπατε. Ἔτσι κι ἐγώ, ἐὰν δὲν ἴδω, δὲν θὰ πιστεύσω.

Μεῖνε, Θωμᾶ, σταθερὸς στὸν πόθο σου αὐτόν, διατήρησε τὸν ζῆλο σου, ὥστε βλέποντας ἐσὺ νὰ βεβαιωθῆ ἡ ψυχή μου. Ζήτησε μὲ ἐπιμονὴ αὐτὸν ποὺ εἶπε: «Ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε». Μὴν παύσης νὰ ἐρευνᾶς εἰλικρινῶς, ἐὰν δὲν εὕρης τὸν θησαυρὸ ποὺ ζητεῖς. Μὴν παύσης νὰ κρούης τὴν θύρα τῆς ἀναντιρρήτου γνώσεως, μέχρι νὰ σοῦ τὴν ἀνοίξη αὐτὸς ποὺ εἶπε: «κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν». Ἀγαπῶ τὸν διχασμὸ τῶν λογισμῶν σου, ἐπειδὴ ἀναιρεῖ κάθε διχασμό. Ἀγαπῶ τὴν φιλομάθειά σου ἐπειδὴ καταλύει κάθε φιλονεικία. Χαίρομαι νὰ σὲ ἀκούω πολλὲς φορὲς νὰ λέγης: «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, οὐ μὴ πιστεύσω». Διότι μὲ τὸ νὰ ἀπιστῆς ἐσύ, ἐγὼ μαθαίνω νὰ πιστεύω. Σκάπτοντας ἐσὺ μὲ τὴν δικέλλα τῆς γλώσσης τὸ θεῖον σῶμα, ἐγὼ ἀκόπως θερίζω τὸν καρπὸ καὶ τὸν συλλέγω γιὰ μένα.


 



Ἐὰν δὲν ἰδῶ μὲ τὰ ἴδιά μου τὰ μάτια τὶς πληγὲς τὶς ὁποῖες ἄνοιξαν οἱ ἀσεβεῖς στὰ ἁγιά του χέρια, δὲν πρόκειται νὰ συγκατατεθῶ στοὺς λόγους σας. Ἐὰν δὲν βάλω τὸ ἴδιο μου τὸ δάκτυλο στὰ κοιλώματα τῶν καρφιῶν, δὲν θὰ δεχθῶ τὴν καλή σας ἀγγελία. Ἐὰν δὲν κρατήσω μὲ τὸ χέρι μου τὸ ἴδιο τὴν πλευρὰ τοῦ εὑρισκομένου πέραν ἀπὸ κάθε ὑποψία μάρτυρος τῆς Ἀναστάσεως, δὲν ἠμπορῶ νὰ πιστεύσω στὸ δόγμα σας. Διότι κάθε λόγος γίνεται ἰσχυρὸς καὶ βέβαιος, ἂν δεχθῆ τὴν συνηγορία ἀπὸ τὰ γεγονότα. Καὶ κάθε λόγος ποὺ στερεῖται τὴν ἀπὸ τὰ ἔργα μαρτυρία, ἐξαφανίζεται στὸν ἀέρα. Ἔχω νὰ κηρύξω στοὺς ἀνθρώπους τὰ θαύματα τοῦ Διδασκάλου. Πῶς λοιπὸν θὰ διηγηθῶ μὲ λόγια ἐκεῖνα ποὺ δὲν παρέλαβα μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου; Πῶς θὰ πείσω τοὺς ἀπίστους νὰ πιστεύσουν αὐτὰ τὰ ὁποῖα οὔτε ἐγὼ ἔχω παρακολουθήσει; Νὰ εἰπῶ στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς Ἕλληνες ὅτι εἶδα τὸν Κύριό μου νὰ σταυρώνεται, δὲν τὸν εἶδα ὅμως ἀναστημένο, παρὰ μόνον ἤκουσα; Καὶ ποῖος δὲν θὰ περιπαίξη τὰ λόγιά μου; Ποῖος δὲν θὰ περιφρονήση τὸ κήρυγμά μου; Ἄλλο εἶναι ἡ ἀπαγγελία λόγων, καὶ ἄλλο ἡ ἐμπειρία τῶν πραγμάτων.

Αὐτοὺς τοὺς ἀμφιβόλους λογισμοὺς εἶχεν ὁ Θωμᾶς, ὅταν μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ἐπαρουσιάσθη πάλιν ὁ Κύριος στοὺς συνηθροισμένους μαθητάς του. Ἄφησε πρῶτα τὸν Θωμᾶ, κατὰ τὶς ἡμέρες ποὺ παρεμβάλλονται, νὰ κατηχηθῆ ἀπὸ τοὺς συμμαθητάς του, παραχωρώντας ἔτσι νὰ ἀναφλεγῆ ἀπὸ τὴν δίψα τῆς συναντήσεώς του. Καὶ ὅταν ἡ ψυχὴ του ἄναψε ἀπὸ τὸν σφοδρὸ πόθο τῆς θέας, τότε, τὴν κατάλληλη στιγμή, ὁ ποθούμενος ἀπεκαλύφθη σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ποθοῦσε. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ μὲ τὸν ἴδιον τρόπον, ὅπως πρίν, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καὶ πάλι, ὅπως τὴν πρώτη φορά, τοὺς εἶπε: «εἰρήνη ὑμῖν», γιὰ νὰ ταυτισθῆ τὸ γεγονὸς μὲ τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ βεβαιώση τὴν ἀναγγελία τῶν Ἀποστόλων καὶ γιὰ νὰ παραστήση τὴν ἀκρίβεια τῆς δευτέρας ἐπισκέψεώς του. «Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾶ. Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου». Ὦ ὕψος ἀπεράντου φιλανθρωπίας! Ὦ πέλαγος ἀμετρήτου συγκαταβάσεως! Δὲν ἐπερίμενε τὴν προσέλευση τοῦ μαθητοῦ, δὲν ἀνέμεινε νὰ προσέλθη αὐτὸς ποὺ εἶχε ἀνάγκη, νὰ παρακαλέση καὶ νὰ ἐπιτύχη αὐτὸ ποὺ ἤθελε. Δὲν τὸν ἐστέρησε οὔτε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐπιθυμίας, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ποθούμενος προσείλκυσε κοντὰ του διὰ τῆς βίας τὸν ἐραστήν, ὁ ἴδιος ἔσυρε μὲ τὴν φωνή, στὴν πληγὴ τὸ δάκτυλο αὐτοῦ ποὺ τὴν ποθοῦσε, ὁ ἴδιος μὲ τὴν Δεσποτική του γλώσσα ἐτράβηξε τὸ δουλικὸ χέρι λέγοντας σ’ αὐτόν: «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου».

Ἤκουσα, Θωμᾶ, ἀπὼν ὡς ἄνθρωπος, παρὼν ὅμως ὡς Θεός, αὐτὰ τὰ ὁποῖα εἶπες στοὺς ἀδελφούς σου. Ἤμουν μαζί σας κατὰ τὴν θεότητα, ἂν καὶ ἀποχωρισμένος κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Θέλεις νὰ σοῦ ὑπενθυμίσω τὰ λόγια σου; Δὲν εἶπες: «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω»; Ἀπὸ τὰ χείλη σου δὲν ἐξῆλθαν τὰ λόγια αὐτά; Αὐτὰ τὰ λόγια δὲν ἐκφράζουν τοὺς λογισμούς σου; Γι’ αὐτὰ λοιπὸν ἦλθα πάλι, γιὰ τὰ ὁποῖα ἀμφιβάλλεις. Γι’ αὐτὸ ἦλθα πάλι κοντά σας, εἶμαι ἐδῶ γι’ αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ ἐπιθυμεῖς.

Γιὰ σὲ τὸν ἕνα ἦλθα καὶ τώρα κοντά σου, ἐγὼ ποὺ κατῆλθα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς γιὰ τὸ πλανώμενο πρόβατο, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψω τοὺς οὐρανούς. Μὴ λοιπὸν διστάσης νὰ μάθης αὐτὰ ποὺ ποθεῖς, μὴν ἐντραπῆς νὰ περιεργασθῆς αὐτὰ ποὺ ἐπιζητεῖς. Μὴν ἀποφύγης νὰ βάλης τὸ δάκτυλό σου ἐπάνω στὰ ἴδιά μου τὰ χέρια. Ἀνέχομαι καὶ τὰ περίεργα δάκτυλα, ὅπως ἀνέχθηκα καὶ τὰ καρφιά. Ὑπομένω τὴν περιέργεια τοῦ φίλου, ὅπως ὑπέμεινα τὴν ἐπίθεση τῶν ἐχθρῶν.

Ὅταν ἐσταυρώθηκα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, δὲν ἠγανάκτησα, καὶ δὲν θὰ ὑποφέρω τὴν δική σου ἔρευνα; «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου», ποὺ ἐτραυματίσθησαν γιὰ σᾶς, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν τὰ τραύματα τῶν ψυχῶν σας. «Ἴδε τὰς χεῖρας μου» καὶ ἀναλογίσου ἂν εἶμαι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἑκουσίως ἐσταυρώθη ἢ μήπως κάποιος ἄλλος; «Ἴδε τὰς χεῖρας μου», ποὺ ἄφησα νὰ διατηρήσουν τὰ σύμβολα τῆς ἰουδαϊκῆς μανίας, ὥστε ὅταν μὲ τὴν συνηθισμένη ἀναίδειά τους οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως, μοῦ εἰποῦν ὅτι ἐμεῖς, Κύριε, δὲν σὲ ἐσταυρώσαμε, τότε θὰ δείξω σ’ αὐτοὺς ποὺ μὲ ἐπολέμησαν τὰ χέρια μου μὲ τὰ ἀποτυπώματα τῶν πληγῶν, καὶ θὰ ἐντροπιάσω τοὺς Ἰουδαίους μόλις μὲ ἀντικρύσουν. Κοίτα τὰ χέρια μου καὶ μὴ νομίσης ὅτι ἡ ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως εἶναι φαντασία. Κράτα τὰ χέρια αὐτὰ ὡς ὁμήρους της ἰδικῆς σας ἀναγεννήσεως. Κράτα τὰ χέρια αὐτὰ ὡς ἄγκυρα ποὺ ἀνειλκύσθη ἀπὸ τὸν βυθὸ τοῦ Ἅδου.

Μὴ φοβηθῆς κανένα βιοτικὸν χειμώνα, καμμία ζάλη κοσμικὴ μὴ σὲ τρομάξη, μὴ φοβηθῆς τοὺς ἀντιθέτους ἀνέμους, μὴ φροντίσης καθόλου γιὰ τὶς καταιγίδες καὶ τοὺς σκοπέλους τῆς θαλάσσης τῶν ἐχθρῶν. Πλεῦσε μὲ θάρρος τὸ πέλαγος τοῦ βίου, πλεῦσε κρατώντας δυνατὰ τὴν ἄγκυρα τοῦ πνεύματος, πλεῦσε προσέχοντας στὸν οὐρανὸ σὰν σὲ λιμάνι, πλεῦσε φοβούμενος μόνο τῆς ἰδικῆς μου ἀρνήσεως τὸ ναυάγιο. Περιγέλασε τὸν θάνατον ὡς νεκρό, περίπαιξε τὴν φθορὰν ὡς ἀνίσχυρη, χαιρέτισε τὸν ὑπὲρ ἐμοῦ θάνατον ὡς ἀρχὴν ἐσωτερικῆς ζωῆς καὶ «φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου…». Ἄντλησε μὲ τὸ χέρι σου ἀπὸ τὴν κρήνην αὐτὴν τῆς ζωῆς τὸ νάμα ποὺ ποθεῖς καὶ παρηγόρησε τὴν δίψα σου. «Φέρε τὴν χαρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου», τοποθέτησε τὸ χέρι σου μέσα στὸ ἰατρεῖο τῆς φύσεως καὶ ἀπόβαλε τὸ δηλητήριο τῆς προαιρέσεώς σου. Ἀνέχομαι ἄγγιγμα χεριοῦ ποὺ μὲ ἀγαπᾶ, ἐγὼ ποὺ ἐδέχθην τὴν πληγὴ τῆς λόγχης.

«Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου», ὥστε νὰ ἠμπορῆς νὰ λέγης σὲ ὅσους ἀντιστέκονται στὴν ἀλήθεια, ὅτι μετὰ τὴν Ἀνάσταση μὲ εἶδες καὶ μὲ ἐξέτασες καὶ μὲ ἐψηλάφησες μὲ ἀκρίβεια. «Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου», διότι γιὰ σὲ τὴν διετήρησα ἔτσι, ἐγὼ ὁ ὁποῖος ἐθεράπευσα τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων, προγνωρίζοντας ὡς Θεὸς ὅτι θὰ θελήσεις νὰ τὴν ἰδῆς σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ὥστε βλέποντας σὺ τὰ ἴχνη τοῦ πάθους τῆς σαρκός μου, νὰ θεραπεύσης τὸ πάθος τῆς ψυχῆς σου. «Φέρε τὴν χεῖρα σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου» τὴν ὁποίαν ἐφύλαξα ἔτσι ὅπως τὴν βλέπεις, ὥστε, ὅταν ἐπανέλθω ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθίσω Κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν, νὰ ἰδοῦν οἱ Ἰουδαῖοι ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τους νὰ φανερώνωνται τὰ ἔργα τῆς κακῆς ἐργασίας τους, καὶ νὰ γίνουν αὐτοκατάκριτοι. «Καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Εἶναι κακὸν ἡ ἀπιστία. Βυθίζει τὸν νοῦν. Ἡ πίστις τὸν ἐξυψώνει στὸν οὐρανό. Ἡ ἀπιστία τυφλώνει τὴν ψυχὴ” ἡ πίστις φωτίζει τοὺς λογισμούς. Ἡ ἀπιστία καὶ τὰ ἀόρατα τὰ βλέπει καθαρά. Ὁ ἄπιστος ἔχει πλήρη ἄγνοια. «Μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Ἀποδίωξε τὸ νέφος τῆς ἀπιστίας καὶ κοίτα τὶς καθαρὲς ἀκτίνες τῆς πίστεως. Πάρε ὅλα τὰ ἐφόδια γιὰ νὰ γίνης ἄξιος Ἀπόστολος τῆς θεότητός μου.

Γίνε ὅπως πρέπει νὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ συνανεστράφη μαζί μου, καὶ εἶχε τὶς ἐμπειρίες ποὺ εἶχες ἐσύ. Ὁμοίως μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους ἐκλήθης, ὁμοίως μὲ αὐτοὺς ἐτιμήθης, ὁμοίως μὲ αὐτοὺς ἐξοπλίσου. Τὰ ἴδια μὲ ἐκείνους εἶδες καὶ σύ, σοῦ ἐνεπιστεύθην σὰν φίλο ὅλο μου τὸ μυστήριο, ὅπως καὶ σ’ αὐτούς. Ὁμοίως μὲ αὐτοὺς κήρυττε τὴν δύναμή μου. Μὴν εἰπῆς πάλι γιὰ δευτέρα φορά: «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, οὐ μὴ πιστεύσω». Ὅσον εἶμαι μαζί σας, ὅπως θέλης ἠμπορεῖς νὰ μὲ περιεργασθῆς. Ὅσον ἔχεις κοντά σου τὸ οὐράνιον κλῆμα, ἐξερεύνησε ὅλους τους κλάδους καὶ τὰ σταφύλια του. Θὰ ἀνεβῶ στοὺς οὐρανοὺς ἀπὸ ὅπου ἦλθα στὴν γῆ, θὰ ἀνέλθω ἐκεῖ ὅπου εἶμαι, θὰ ἀνέλθω ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπίνη μου φύσιν ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου συγκατέβην γιὰ χάρη σας ὡς πρὸς τὴν θεότητα. Θὰ ἀνέλθω μὲ τοῦτο τὸ σῶμα, ἐγὼ ποὺ χωρὶς αὐτὸ ἔχω ἐκδημήσει ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ δὲν ἔπαψα νὰ παραμένω ἐκεῖ. Θὰ ἀνέλθω μὲ τὴν ἰδικὴ σας φύση πρὸς τὸν πατρικὸν κόλπο, ἐγὼ ποὺ εὑρίσκομαι στοὺς κόλπους τοῦ Πατρός. Διότι ἐξεπλήρωσα τὸ ἔργο γιὰ τὸ ὁποῖον ἔκαμα ὅλον αὐτὸν τὸν δρόμο.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Θωμᾶς ἤγγισε τὰ δεσποτικὰ χέρια καὶ τὴν θεία πλευρά, καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ δειλία καὶ χαρὰ μὲ τὴν θέα αὐτῶν ποὺ ἐπεθύμησε, κινεῖ εὐθὺς τὴν γλώσσα πρὸς ὑμνωδίαν ἀναφωνώντας πρὸς τὸν Κύριον: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ Θεός, σὺ εἶσαι καὶ ἄνθρωπος καὶ φιλάνθρωπος, σὺ εἶσαι ἀξιοθαύμαστος καὶ παράδοξος ἰατρὸς τῆς φύσεως. Δὲν ἀποκόπτεις μὲ νυστέρι τὰ παθήματα, δὲν καυτηριάζεις μὲ φωτιὰ τὶς πληγές, δὲν ἀντλεῖς ἀπὸ τὰ βότανα τὴν ἰσχὺ τῶν φαρμάκων, δὲν ἐπιδένεις μὲ ἐπιδέσμους ὁρατοὺς τὰ πάσχοντα τραύματα. Διαθέτεις ἀοράτους ἐπιδέσμους εὐσπλαχνίας, οἱ ὁποῖοι ἀοράτως τονώνουν τὰ καταπονημένα μέλη. Ἔχεις λόγον ὀξύτερον ἀπὸ τὸ μαχαίρι, ἔχεις διδασκαλία πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὴν φωτιά, ἔχεις βλέμμα πιὸ προσιτὸ ἀπὸ βάλσαμο. Ὡς δημιουργός, χωρὶς δαπάνη καὶ ἀντίτιμο, ἁγιάζεις τὸ δημιούργημά σου. Ὡς πλάστης, χωρὶς νὰ κοπιάσης, μεταπλάττεις τὰ πλάσματά σου. Σὺ ἐκαθάρισες λεπροὺς μὲ τὸ θέλημά σου, σὺ ἔκαμες χωλοὺς νὰ τρέχουν, σὺ ἔδωσες στοὺς παραλύτους νὰ σηκώσουν τὰ κρεβάτια τους, σὺ ἐπρόσταξες ἐκ γενετῆς τυφλοὺς νὰ ξεπλύνουν τὸ σκοτεινό τους κάλυμμα, σὺ ἐξώρισες τοὺς δαίμονες ἀπὸ τὰ πλάσματά σου, σὺ συνελήφθης μὲ τὴν θέλησή σου ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, σὺ ἔπαθες τὰ πάντα ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους ἑκουσίως πρὸς χάριν μου. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ἀνεγνώρισα τὸν Δεσπότη μου, ἀνεγνώρισα τὸν ἁλιέα μου καὶ φύλακα, τὸν Βασιλέα καὶ Κύριό μου. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Πιστεύω, Κύριε, στὴν οἰκονομία σου, πιστεύω στὴν συγκατάβασή σου, πιστεύω στὴν πρόσληψη τῆς φύσεώς μου, πιστεύω στὸν προσκυνητὸν Σταυρόν σου, πιστεύω στὰ Πάθη τῆς σαρκός σου, πιστεύω στὸν τριήμερόν σου θάνατο, πιστεύω στὴν Ἀνάστασίν σου. Πλέον δὲν ἐξετάζω. Πιστεύω, δὲν φιλολογῶ. Πιστεύω, δὲν ζυγίζω. Πιστεύω, δὲν περιεργάζομαι. Πιστεύω στοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ στὰ χέρια μου. Αὐτὰ ποὺ εἶδα μὲ ἐδίδαξαν νὰ μὴ φιλολογῶ. Ἔμαθα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐψηλάφησα νὰ προσκυνῶ καὶ ὄχι νὰ συγκρίνω μὲ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ σταθμά. Ἕναν Κύριον καὶ Θεὸν γνωρίζω μόνον, τὸν Δεσπότην Χριστό, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ Κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Δέν φθάνουμε στό ἄπειρο προσθέτοντας ἀριθμούς! π.Δημήτριος Στανιλοάε




Στό λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού διαβάζουμε τή νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, ἀκοῦμε: «Μηδείς θρηνήτω πτωχείαν, ἐφάνη γάρ ἡ κοινή Βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος».

Ὅπως, λοιπόν, πρίν ἀπό τήν Ἀνάσταση ἡ ζωή ὅλων εἶχε ἕνα ἀνολοκλήρωτο νόημα, ἔτσι τώρα ἡ Ἀνάσταση γεμίζει τούς πάντες καί τά πάντα μέ φῶς καί χαρά, γιατί, ὅταν ἕνα μόνο μέρος τοῦ κόσμου ἀποκτᾶ τό πλῆρες νόημά του, αὐτό τό πλῆρες νόημα ἐκπέμπεται στά πάντα.

Μέ τήν Ἀνάσταση μιᾶς μονάχα ὕπαρξης -τοῦ ἀνθρώπου Χριστοῦ- ὁ χρόνος, πού ξετυλίγεται μέσα στά σκοτάδια τῆς ἐπανάληψης τῆς σύνθεσης καί τῆς χωρίς νόημα ἀποσύνθεσης, ἔγινε χρόνος, πού ὁδεύει πρός τήν ἀνάσταση καί τήν αἰώνια ζωή• τό φῶς πού ἔφερε στήν ἀνθρωπότητα ὁ Χριστός δείχνει τό στόχο, πρός τόν ὁποῖο ὁ χρόνος ὁδηγεῖ ὅλα ὅσα ζοῦν μέσα στό χρόνο. Ὁλόκληρος ὁ χρόνος κι ὁλόκληρος ὁ κόσμος δέν φαντάζουν πιά σάν ἀδιάκοπη ροή ἀνάμεσα στίς γεννήσεις καί στούς θανάτους, ἀλλά σάν μιὰ πραγματικότητα φωτισμένη ἀπό νόημα, σάν μιὰ ὁδός πρός τήν ἀνακεφαλαίωση τῶν πάντων μέσα στήν Ἀνάσταση καί τήν αἰώνια καί πλήρη ζωή, σάν παραμονές τῆς μεγάλης δίχως τέλος γιορτῆς.

Ὅλες οἱ μέρες τοῦ χρόνου, τῆς χρονιᾶς ὁλόκληρης ἀποτελοῦν γιορτές ἤ σταθμούς μιᾶς πορείας πού φέρνει προοδευτικά στή μεγάλη γιορτή, τήν τελική καί αἰώνια. Τό φῶς τῆς αἰώνιας γιορτῆς ρίχνει τίς ἀκτίνες του σ’ ὅλες τίς μέρες. Ἤ μ’ ἄλλα λόγια, ὅλες οἱ μέρες τοῦ χρόνου ἀποτελοῦν προεόρτια, πού μᾶς προετοιμάζουν προοδευτικά γιά τήν ἔσχατη Κυριακή, γιά τήν αἰώνια ζωή μέσα στό φῶς, πού ἀποκαλύφθηκε μέ τήν Ἀνάσταση, ἔτσι ὅπως οἱ μέρες τῆς ἑβδομάδας, οἱ μέρες οἱ ἀφιερωμένες στούς ἁγίους, ἀποτελοῦν προπαρασκευαστικές γιορτές γιά τή συνάντηση μέ τό Χριστό, πού συμβολίζει καί προεικονίζει ἡ Κυριακή ἡμέρα.

Ἔτσι, ὅπως ἡ χαρά τῆς Ἀνάστασης ξεπερνᾶ κάθε χαρά καί σκεπάζει κάθε λύπη, τό φῶς της ξεπερνᾶ ὅλα τά φῶτα, πού γεννᾶ ἡ σκέψη καί ἡ φυσική φαντασία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ὅλες οἱ φιλοσοφικές ἐξηγήσεις γιά τήν ὕπαρξη καί ὅλες οἱ ὀμορφιές, πού ἀνακαλύπτει μέσα της ἡ καλλιτεχνική φαντασία. Μά ξεπερνᾶ ἀκόμη καί τά ἀτελῆ φῶτα τῆς Ἀποκάλυψης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στή Παλαιά Διαθήκη μία πύρινη στήλη ὁδηγοῦσε ἀπό τήν ἐπίγεια σκλαβιά σέ μία ἐπίγεια ἐξωτερική ἐλευθερία καί ὁ Μωϋσῆς γνωστοποιοῦσε τίς βουλές τοῦ Θεοῦ, πού ἔμενε κρυμμένος μέσα στό γνόφο. Μέ τήν Ἀνάσταση ὁ ἴδιος ὁ Ἥλιος τῆς ὕπαρξης φανερώθηκε ὁλόλαμπρος καί φώτισε ἄπλετα τή δημιουργία ὁλόκληρη, ὁδηγώντας ἤδη ἀπό τούτη τήν ἐπίγεια ζωή στό ξεπέρασμά της, στήν πληρότητα τῆς ζωῆς. «Ἀντί στύλου πυρός, δικαιοσύνης ἀνέτειλεν Ἥλιος• ἀντί Μωϋσέως Χριστός, ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Θεοτοκίον Κυριακῆς του Πάσχα).

Ἔχει λεχθεῖ σωστά πώς ἡ Καλή Ἀγγελία, τό Εὐαγγέλιο τῶν χριστιανῶν, συμπυκνώνεται στό ἄγγελμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, ὡς τό θεμέλιο τῆς βεβαιότητας ὅτι καί ἐμεῖς θά ἀναστηθοῦμε. Καί μόνο αὐτό νά εἶχε φέρει στόν κόσμο ὁ χριστιανισμός, θά εἶχε προσφέρει ἄπειρα περισσότερα, ἀπ’ ὅλα ὅσα πρόσφεραν στό κόσμο ὅλες οἱ ἀνθρώπινες προσπάθειες σ’ ὅλες τίς ἐποχές. Γι’ αὐτό οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν σάν ἀποστολή τους τή μαρτυρία γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 1,22). Ἀναμφίβολα αὐτό τό ἄγγελμα ὑπῆρξε τό κατ’ ἐξοχήν «καλό» ἄγγελμα. Ὄχι γιατί ἀναγγελλόταν ἡ ἀνάσταση ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου, γιατί δέν θά μποροῦσε νὰ θεμελιωθεῖ ἡ ἐλπίδα ὅλων στό γεγονός τῆς ἀνάστασης ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου. Μία τέτοια ἀνάσταση δέν θά ἦταν μιὰ ἀνάσταση γιά πάντα μέσα στήν πληρότητα τῆς θείας ζωῆς, ἀλλά μιὰ ἐπανάληψη τῆς ζωῆς στήν κατάσταση τοῦ παρόντος, ἤ σέ μιὰ κάπως διαφορετική κατάσταση, ἀλλά ὁπωσδήποτε σχετική. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε τό κατ’ ἐξοχήν καλό Ἄγγελμα, γιατί ἦταν ἡ ἀνάσταση Ἐκείνου πού, ὄντας ἄνθρωπος, ἦταν καί Θεός καί ὡς Θεός μπορεῖ νά μᾶς κάνει μετόχους στήν ἀνάστασή Του. Γιατί ἡ δική μας μελλοντική ἀνάσταση, θεμελιωμένη πάνω στή δική Του, θά εἶναι μετοχή στήν ἀνθρώπινη ζωή Του, ὑψωμένη ὡς τή ζωή τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ἑπομένως στόν ὕψιστο καί ἀπόλυτο βαθμό της.

Οἱ Ἀπόστολοι, μαρτυρώντας τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μαρτυροῦσαν τήν ἀνάσταση τοῦ Θεοῦ πού ἐνανθρώπησε, γιατί μαρτυροῦσαν ὅλα τά σημεῖα καί τούς λόγους, μέ τά ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός φανέρωσε τή θεότητά Του, στή διάστημα τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, ἀφοῦ ἔζησαν κοντά Του «ἐν παντί χρόνῳ ἐν ᾧ εἰσῆλθε καί ἐξῆλθε ἐφ’ ἡμᾶς» (Πράξεις 1,21). Μονάχα αὐτή ἡ ἀνάσταση μποροῦσε νά εἶναι ἡ ἀνάσταση μέσα στήν πληρότητα τῆς ζωῆς καί μονάχα αὐτή θεμελιώνει ἤ ταυτίζεται μέ τή χαρά πού πληροῖ τά πάντα.

Οἱ γυναῖκες φεύγουν ἀπ’ τό μνῆμα ὄχι μόνο γεμάτες χαρά, ἀλλά καί τρέμοντας ἀπό φόβο. Γιατί ἡ χαρά τους συνέχεται ἀπό τήν αἴσθηση τοῦ μυστηρίου, ἀπό τήν αἴσθηση ὅτι μέσα στήν κατάσταση τῆς ὕπαρξής μας, ξεπηδάει μία ἐντελῶς διαφορετική κατάσταση. Ἡ χαρά τους δέν εἶναι μιὰ συνηθισμένη χαρά, μιὰ χαρά πού ἀφήνει τόν ἄνθρωπο μέσα στά ὅρια τῆς συνηθισμένης ζωῆς του. Ὁ Χάιντεγγερ κάνει διάκριση ἀνάμεσα στό «φόβο» (furcht) γιά κάτι πού ἀνήκει στόν κόσμο, καί στόν τρόμο (angst) μπροστά στή θάνατο πού θέτει τέρμα στήν ὕπαρξή μας, μέσα στό κόσμο. Ἡ χαρά πού ἔνιωσαν οἱ γυναῖκες στό ἄγγελμα τῆς ἀνάστασης τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνάμεικτη μ’ ἕνα τέτοιο τρόμο, πού τίς ἔθετε μπροστά σέ μία κατάσταση τῆς ὕπαρξης πέρα ἀπό τά ὅρια τοῦ κόσμου. Ἀλλά αὐτός ὁ τρόμος δέν τίς συνέθλιψε, γιατί δέν προερχόταν ἀπό ἕνα αἴσθημα κενοῦ, χάους, ἀλλά ἦταν τρόμος μέσ’ στή χαρά, γιατί τόν προξενοῦσε ἡ αἴσθηση πώς μιὰ ἄλλη ὕπαρξη ἀναβλύζει, πού ἡ πληρότητά της ξεπερνᾶ τή συνηθισμένη ὕπαρξη. «Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀρχή μιᾶς νέας ἄφθαρτης ζωῆς» ψάλλει ἡ Ἐκκλησία τή Μεγάλη Πέμπτη.

Ἀλλά ἡ ὕπαρξη στήν πληρότητά της δέν κλείνει μέσα της μόνο μιὰ πληρότητα χαρᾶς, ἀλλά καί μιὰ πληρότητα φωτός. Μιὰ ὕπαρξη πού ἔχει ὅρια, περιορίζει τή γνώση τοῦ νοήματός της. Ἐξάλλου, ἕνας τρόπος ὕπαρξης περιορισμένος, δέν μπορεῖ νά ξεπεράσει τά ὅριά του, προοδεύοντας σταδιακά• δέν μπορεῖ ἑπομένως νά φθάσει οὔτε στή γνώση τοῦ πλήρους νοήματός της, οὔτε στό πλῆρες φῶς μέ μιὰ τέτοια πρόοδο. Δέν φθάνει κανείς στό ἄπειρο προσθέτοντας ἀριθμούς. Δέν μποροῦμε νά φθάσουμε τήν πληρότητα ζωῆς καί ἑπομένως τήν πληρότητα χαρᾶς καί φωτός, παρά μόνο μ’ ἕνα ἅλμα, πού ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τό πραγματοποιήσουμε ἀλλά πού τό πραγματοποιεῖ ὁ Θεός, πού κάνει τήν ὕπαρξή μας νά μετέχει διά τῆς χάριτος στή ζωή Του.

Στην Αλαμάνα με μπροστάρη τον Αθανάσιο Διάκο

23 Απριλίου 1821… Οι ελληνικές επαναστατικές δυνάμεις υπό τους Δυοβουνιώτη, Πανουργιά και Διάκο αντιμετωπίζουν στη γέφυρα της Αλαμάνας (περιοχή Θερμοπυλών) τις υπέρτερες οθωμανικές ορδές του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσέ Μεχμέτ και ηττώνται.


.tt/


Μία από τις πρώτες μάχες του Εθνικού Ξεσηκωμού, που δόθηκε στην ξύλινη γέφυρα της Αλαμάνας (Σπερχειού), πλησίον των Θερμοπυλών, στις 23 Απριλίου 1821 και συνδέθηκε με την ηρωική προσπάθεια του Αθανασίου Διάκου να αναχαιτίσει τις Οθωμανικές ορδές του Κιοσέ Μεχμέτ και του Ομέρ Βρυώνη.


Στις αρχές Απριλίου του 1821 η Ανατολική Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα) βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό, όπως και η Δυτική Ρούμελη και ο Μοριάς (Πελοπόννησος). Ο Αθανάσιος Διάκος, που πρωτοστάστησε στην κήρυξη της επανάστασης στην περιοχή αυτή της Ελλάδας, είχε καταλάβει τη Λιβαδειά, τη Θήβα και την Αταλάντη, όχι όμως και το διοικητικό κέντρο της περιοχής, το Ζητούνι (σημερινή Λαμία), καθώς ο τοπικός οπλαρχηγός Μήτσος Κοντογιάννης θεωρούσε πρόωρη την έκρηξη της Επανάστασης και δεν συμμετείχε στον Αγώνα.


.tt/


Τα κακά μαντάτα δεν άργησαν να φθάσουν στον διοικητή της Πελοποννήσου (Μόρα-Βαλεσί) Χουρσίτ Πασά, ο οποίος βρισκόταν στην Ήπειρο, επικεφαλής στρατευμάτων για να τιμωρήσει τον Αλή Πασά, που έδειχνε τάσεις αυτονομίας από τον Σουλτάνο. Ο Χουρσίτ διέταξε τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ να καταστείλουν την Επανάσταση στη Ρούμελη και στη συνέχεια να προχωρήσουν από δύο κατευθύνσεις προς την Πελοπόννησο, για την άρση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς.


Στις 17 Απριλίου οι δυο πασάδες με 8.000 άνδρες στρατοπεδεύουν στο Λιανοκλάδι, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λαμία. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος για τους επαναστατημένους Έλληνες. Οι τοπικοί οπλαρχηγοί συσκέπτονται στο χωριό Καμποτάδες (20 Απριλίου 1821) και αποφασίζουν και υπερασπιστούν όλες τις διαβάσεις του Σπερχειού ποταμού (Αλαμάνας), διαμοιράζοντας τους 1500 άνδρες που διαθέτουν, ώστε να αποκόψουν την πρόσβαση των Τούρκων προς τα Σάλωνα (Άμφισσα) και τη Λιβαδειά.


Το εναλλακτικό σχέδιο του Γιάννη Δυοβουνιώτη για την από κοινού αντιμετώπιση των Τούρκων στον Γοργοπόταμο απορρίπτεται. Έτσι, ο Πανουργιάς Πανουργιάς με 600 άνδρες οχυρώνεται στα υψώματα της Χαλκωμάτας, ο Δυοβουνιώτης καταλαμβάνει τη χαράδρα του Γοργοποτάμου με 400 άνδρες και ο Διάκος με 500 άνδρες θα αντιμετώπιζε τον εχθρό στην ξύλινη γέφυρα της Αλαμάνας (Σπερχειού), πλησίον των Θερμοπυλών.


Το πρωί της 23ης Απριλίου οι Τούρκοι επιτίθενται ταυτόχρονα και στα τρία σώματα των επαναστατών. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης υποχρεώνονται να υποχωρήσουν, προ των υπέρτερων δυνάμεων του Ομέρ Βρυώνη, με συνέπεια ο κύριος όγκος των Οθωμανών υπό τον Κιοσέ Μεχμέτ να επιπέσει επί του Διάκου στην Αλαμάνα. Ο Διάκος αρνείται να φύγει και να σωθεί, όπως τον προέτρεψαν οι συμπολεμιστές του και ως άλλος Λεωνίδας με μόνο 48 άνδρες μένει και πολεμά μέχρις εσχάτων. Κατά τη διάρκεια της μάχης το σπαθί του σπάει κι ένα εχθρικό βόλι τον τραυματίζει στον δεξιό ώμο, στο οποίο κρατούσε το πιστόλι. Πέντε Τουρκαλβανοί ορμούν στο χαράκωμά του και τον συλλαμβάνουν αιχμάλωτο.


Ο επίλογος της μάχης γράφτηκε την επομένη ημέρα. Ο Διάκος μεταφέρθηκε στη Λαμία σιδηροδέσμιος, με ανοιχτές και αιμάσσουσες τις πληγές του και τιμωρήθηκε παραδειγματικά δια ανασκολοπισμού. Ο μαρτυρικός θάνατος του Διάκου ατσάλωσε τους επαναστάτες, παρά την ήττα και την καταστροφή στην Αλαμάνα. Οι δύο πασάδες, παρά τη νίκη τους επί του πεδίου της μάχης, δεν πέτυχαν τους αντικειμενικούς τους στόχους. Η καθυστέρηση στην Αλαμάνα έδωσε τον απαραίτητο χρόνο στον Οδυσσέα Ανδρούτσο να οργανώσει την αντίσταση στο χάνι της Γραβιάς και να εκδικηθεί τη θυσία του Διάκου και των συμπολεμιστών του.


Η μάχη της Αλαμάνας (Θερμοπυλών) (23 Απριλίου 1821)


Ο Χουρσίτ πασάς, που πολιορκούσε στα Ιωάννινα τον Αλή πασά, έστειλε τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη με 8.000 πεζικό και 900 ιππείς να καταπνίξουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και έπειτα να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο, για να ματαιώσουν τα σχέδια του Κολοκοτρώνη για την Τριπολιτσά. Ο κίνδυνος για την επανάσταση ήταν μεγάλος. Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές οπλαρχηγούς Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στα στενά των Θερμοπυλών όπου οι Τούρκοι δεν θα είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν το ιππικό τους και την αριθμητική τους υπεροχή. Μετά από σύσκεψη στο χωριό Κομποτάδες, στις 20 Απριλίου 1821, η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν την γέφυρα του Γοργοποτάμου με 600 άνδρες, ο Πανουργιάς το Μουσταφάμπεη με 500 άνδρες, και ο Διάκος την γέφυρα της Αλαμάνας με 500 άνδρες.


Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους, επιτιθέμενοι αιφνιδιαστικά το πρωί της 23ης Απριλίου, χωρίς να επιτρέψουν στους Έλληνες να οργανωθούν. Η κύρια τούρκικη δύναμη υπό τον ικανότατο στρατηγό Ομέρ Βρυώνη επιτέθηκε στον Διάκο. Ένα άλλο τμήμα Τούρκων υπό τον Χασάν Τομαρίτσα επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση λόγω της αριθμητικής υπεροχής του αντιπάλου, ενώ έτερη δύναμη επιτέθηκε με σφοδρότητα στις θέσεις του Πανουργιά, οι άντρες του οποίου έδωσαν σκληρή μάχη αλλά υποχώρησαν όταν τραυματίστηκε σοβαρά ο αρχηγός τους που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή. Στην μάχη αυτή βρήκε ηρωικό θάνατο ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαίας, καθώς και ο αδερφός του. Μετά τις δύο αυτές πολύ σημαντικές νίκες που απογύμνωσαν τα άκρα της Ελληνικής αμυντικής διάταξης, ο Ομέρ Βρυώνης συγκέντρωσε όλη την επιθετική του ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας.


Ο Διάκος είχε τάξει 200 άνδρες υπό τους οπλαρχηγούς Μπακογιάννη και Καλύβα πάνω στη γέφυρα της Αλαμάνας, ενώ ο ίδιος με 300 άνδρες κατείχε την θέση Ποριά από όπου με αντεπιθέσεις ανακούφιζε τους συμπολεμιστές του στη γέφυρα. Όταν όμως οι δυνάμεις του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη κατέρρευσαν οι Τούρκοι ξεκίνησαν να σφίγγουν τον κλοιό γύρω από τους αμυνόμενους. Ενώ η κατάσταση γινόταν κρισιμότερη σύμφωνα με τον ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη, πρότειναν στον Διάκο να διαφύγει, ενώ ο ψυχογιός του, του έφερε το άλογο του προτρέποντας τον να σωθεί όσο ήταν καιρός. Αυτός όμως απάντησε «ο Διάκος δεν φεύγει» και δεν εγκατέλειψε την θέση του.


Η άνιση μάχη συνεχίζεται κι απ’ τους πρώτους νεκρούς που πέφτουν μπροστά του, είναι ο αδερφός του Κωνσταντίνος Μασαβέτας, τον οποίο ο Διάκος χρησιμοποιεί πλέον σαν ασπίδα στις επιθέσεις που δέχεται. Με μόνο 10 αγωνιστές που του έχουν απομείνει, μεταβαίνει στην εκ φύσεως οχυρή θέση Μανδροστάματα της μονής Δαμάστας, όπου οχυρώνεται και πολεμά εκεί για μια ώρα περίπου.

Τα πυρομαχικά όμως είναι περιορισμένα, ο ένας μετά τον άλλο οι περισσότεροι σύντροφοί του σκοτώνονται και ο ίδιος ο Διάκος συλλαμβάνεται ζωντανός. και οδηγείται ενώπιον του Ομέρ Βρυώνη.


Ο τελικός απολογισμός της μάχης της ημέρας εκείνης, ήταν περίπου 300 Έλληνες κι ελάχιστοι Τούρκοι νεκροί, ενώ αρκετοί ήταν και οι τραυματίες.

πηγή

Πότε πρέπει να είμαστε όρθιοι κατά την Θεία Λειτουργία;

  Κάθε Ορθόδοξη Χριστιανική Οικογένεια, και γενικότερα κάθε πιστός, πρέπει να εκκλησιάζεται και να συμμετέχει ενσυνείδητα, και όχι τυπολατρικά, στην λατρευτική ζωή της Εκκλησίας.
Κάποτε, οι Χριστιανοί ρώτησαν τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος: Πότε καταλαβαίνουμε ότι η ψυχή είναι άρρωστη; Εκείνος απάντησε: Όταν ο άνθρωπος δεν θέλει να εκκλησιάζεται. Είναι δηλαδή σαν να έχουμε δικά μας αγαπημένα πρόσωπα που τα αγαπάμε και μας αγαπούν, και όταν τα βλέπουμε στο δρόμο, ούτε τα χαιρετούμε αλλά και ούτε πάμε σπίτι τους να τα επισκεφθούμε. Τι είδους αγάπη είναι αυτή;




 Στις Εκκλησίες μας, η Κυριακάτικη Λατρεία αρχίζει με τον Όρθρο, ο οποίος διαρκεί 1:20 ώρα περίπου. Αμέσως μετά ξεκινά η Θεία Λειτουργία με την εκφώνηση του Ιερέα “Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων, Αμήν”. Την στιγμή αυτή όλοι οι πιστοί πρέπει να είναι όρθιοι. Μετά μπορούμε αν θέλουμε να καθίσουμε. Καλό θα ήταν αν δεν ξέρουμε πότε να σηκωνόμαστε και πότε να καθόμαστε, να παρακολουθούμε τους συμπροσευχούμενούς αδελφούς μας.
Σε συντομία, πρέπει να είμαστε όρθιοι στα εξής σημεία του Όρθρου και της Θείας Λειτουργίας:
- Όταν διαβάζεται ο Εξάψαλμος
– Όταν ο Ιερέας διαβάζει το Ευαγγέλιο του Όρθρου και εν συνεχεία βγαίνει να το προσκυνήσουμε
- Στον ύμνο της Παναγίας “Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ…”
- Κατά τη Δοξολογία
- Στο “Ευλογημένη η Βασιλεία”…
– Κατά τη Μικρή Είσοδο του Ευαγγελίου από τον Ιερέα
- Κατά το Ευαγγέλιο
- Κατά την Μεγάλη Είσοδο στην οποία ο Ιερέας μεταφέρει τα Τίμια Δώρα
- Κάθε φορά που ο Ιερέας δίνει την ειρήνη του Χριστού και την ευλογία με το “Ειρήνη πάσι” ή μας θυμιατίζει
- Κατά την πιο λεπτή στιγμή της Θείας Λειτουργίας που κατεβαίνει το Άγιο Πνεύμα για να καθαγιάσει τα Τίμια Δώρα, προσφωνώντας εκ του ιερέως “Τα Σα εκ των Σων, Σοι προσφέρομεν…”
- Όταν ακούμε από τον Ιερέα το “Πρόσχωμεν. Τα Άγια τοις αγίοις” όπου υψώνεται ο Αμνός (Χριστός)
- Κατά την απαγγελία του Συμβόλου της Πίστεως “Πιστεύω…”
- Κατά την απαγγελία της Κυριακής Προσευχής “Πάτερ ημών..”
- Στο “Μετά φόβου Θεού, πίστεως, και αγάπης προσέλθετε” διότι τούτη την στιγμή προσφέρεται το Σώμα και το Αίμα του Χριστού για να μεταλάβουμε, και - Στην Απόλυση της Θείας Λειτουργίας που κάνει ο Ιερέας με το “Δι’ευχών των Αγίων Πατέρων ημών..”.

πηγή

Ο Θεάνθρωπος Ιησούς, νικητής του θανάτου

Για μιαν ακόμη χρονιά βιώνουμε το Μυστήριο της απέραντης αγάπης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού προς τον άνθρωπο. Για τη σωτηρία του πλάσματός Του ο «αχώρητος παντί εχωρήθη εν γαστρί» και στη συνέχεια εδέχθη τον φθόνο, την απιστία, τη συκοφαντία, τα ραπίσματα, τους κολαφισμούς, τις ειρωνίες, την άδικη καταδίκη και τον σταυρικό θάνατο. Οι εχθροί του πίστεψαν πως με την ταφόπλακα τέλειωσαν με τον ενοχλητικό. Όμως ο Χριστός, Υιός και Λόγος του Θεού, που τόσο ταπεινώθηκε για τη σωτηρία μας, νίκησε τον θάνατο, τον κατήργησε και βασιλεύει στις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων.

Οι γραμματείς, οι φαρισαίοι, ο όχλος και οι Πιλάτοι δεν έπαυσαν ποτέ να υπάρχουν. Είναι όσοι ζουν μέσα στον εγωκεντρισμό τους, όσοι είναι αιχμάλωτοι της ηδονής και όσοι είναι εγκλωβισμένοι στη θνησιμαία λογική τους και δεν αφήνουν στον εαυτό τους χρόνο να βιώσει το μήνυμα του Χριστού. Όλοι αυτοί είτε είναι απέναντι στον Θεάνθρωπο και δεν πιστεύουν στη θεότητά του, είτε είναι αγνωστικιστές και «νίπτουν τας χείρας των» ενώπιον του υπαρξιακού προβλήματος.



Κάνει εντύπωση ότι τα τελευταία χρόνια συστηματικά τη Μεγάλη Εβδομάδα παρουσιάζονται διάφορα θέματα, υβριστικά και συκοφαντικά για τον Θεάνθρωπο Ιησού. Όλα επιδιώκουν να τον παρουσιάσουν ως ένα κοινό άνθρωπο. Να θυμηθούμε τις μυθιστορίες του Νταν Μπράουν, τα παραμύθια περί της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, τα απόκρυφα ευαγγέλια του Θωμά και άλλων αποστόλων, τις πλάκες που βρίσκονται εδώ κι εκεί. Και η φετινή χρονιά δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Βρέθηκε λέει χειρόγραφο του 6ου αιώνα, που παρουσιάζει τον Θεάνθρωπο με γυναίκα και παιδιά... Όλα αυτά δεν είναι τυχαία. Δεν μπορεί όλες οι επιθέσεις σε βάρος του Χριστού να συμβαίνουν κάθε χρόνο τις ημέρες του Πάσχα. Φέτος τη μόδα των αμερικανών και των συμπολιτών μας Ευρωπαίων αρνητών και υβριστών του Χριστού  ακολούθησε στην Ελλάδα ο 79χρονος επικοινωνιολόγος, ο οποίος προκαλεί θόρυβο γύρω από τον εαυτό του, βάλλοντας κατά του Ιησού και της Εκκλησίας Του, καθώς είναι υποψήφιος για τις Ευρωεκλογές. Είναι και αυτό σημείο των καιρών, να υπάρχουν σήμερα υποψήφιοι, που να διακηρύσσουν την ομοφυλοφιλία τους, ή την αθεΐα τους, πιστεύοντας ότι έτσι αποκομίζουν ψήφους. 

Οι αρνητές του Χριστού δεν καταλαβαίνουν αυτό που τονίζει ο Γιώργος Σαραντάρης,  πως «όποιος δεν κατέχει πίστη είναι σαν να μην κατέχει τίποτε». Ο σημαντικός ποιητής και στοχαστής σημειώνει πως «δεν έχουν  νικήσει το θάνατο εκείνοι που τον λησμόνησαν» και πως μόνο όποιος με την πίστη στον Θεάνθρωπο Χριστό και στην Ανάστασή Του νικήσει το φόβο του θανάτου μπορεί να διδάξει στους άλλους (σ’ ένα άτομο ή σ’ ένα λαό) τη λύση δευτερευόντων προβλημάτων, όπως είναι λ.χ. το λεγόμενο σεξουαλικό ή το οικονομικό πρόβλημα! Φτάνει να υφίστανται αυτιά που ν’ ακούνε». Και προσθέτει ο Γ. Σαραντάρης: « Εκείνοι που ανάγουν το σεξουαλικό ή το οικονομικό πρόβλημα σε προβλήματα συνολικά, μπορούν να χαμογελάσουν. Δεν μιλάω σ’ αυτούς, εφ’ όσον δυστυχώς συναντούν ψυχολογικά εμπόδια να πιστεύουν, εφ’ όσον ένας ψευδοπολιτισμός κατάστρεψε τη διανοητική τους υγεία κ’ εστείρεψε  τις πηγές του αισθήματός τους».  Και ο ψευδοπολιτισμός αυτός προέρχεται από την Ευρώπη της οποίας, όπως πάλι γράφει ο Γ. Σαραντάρης, «η φιλοσοφία της είναι φτωχή και ανεπαρκής για την τωρινή νεότητα, ακριβώς γιατί σα φιλοσοφία δεν νίκησε το φόβο του θανάτου».

Η άποψη που εκφράζεται από τους αρνητές της Θεότητας του Ιησού Χριστού είναι διαστροφή τη πραγματικότητας, υποβάθμιση της ύπαρξης, στρουθοκαμηλισμός ως προς τον θάνατο και έκφραση της υλιστικής σκέψης της Δύσης, της οποίας οι θεμελιωτές, Μοντεσκιέ, Γίββωνας και άλλοι «σύμφρονές τους», όπως γράφει ο Σπ. Ζαμπέλιος στις «Βυζαντινές Μελέτες» του, «ευρίσκουσιν παρ’ ημίν  - Σημ. στους Έλληνες Ορθοδόξους Χριστιανούς - θάνατον αντί ζωής, ευρίσκουσι βασιλείαν τυφλής Ανάγκης, αντί νόμων προόδου και θείας συνεργίας. Τί παράδοξον; Η Ελληνική Αναγέννησις, θυγάτηρ Ορθοδόξου πίστεως, δεν επεφάνη εις αιώνα σεσοφισμένης απιστίας και πυρρωνισμού. Ανέτειλεν εις ημέρας αποκαταστάσεως, ευσεβείας επιστημονικής... Η συγγραφή του Γίββωνος, εκ του οποίου σήμερον η Ευρώπη αντλεί τας περί μεσαιώνος γνώσεις και κρίσεις όζει γαιώδες τι και νεκριμαίον και επιτύμβιον, αναμιμνήσκον την πένθιμον Μούσαν του Τακίτου».

Η διαστροφή της πραγματικότητας και η απολυτοποίηση αυτής της διαστροφής είναι ο λόγος που με τη βία και από τον 11ο αιώνα και μετά οι Παπικοί και οι Δυτικοί γενικώς επιδιώκουν με κάθε μέσο να μας «εκπολιτίσουν», βρίσκοντας κάποιους γραικύλους για βοηθούς. Όμως προς κέντρα λακτίζουν. Ο θριαμβευτής του θανάτου και ζωοδότης Χριστός είναι κυρίαρχος της Ιστορίας, ενώ οι αρνητές Του είτε χάνονται στη λήθη με το θάνατό τους, είτε παραμένουν ως θλιβερά στίγματα στην Ιστορία και παραδείγματα προς αποφυγήν.


Ὁ Χριστός ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ

Α.Χ. (Θεολόγος)

 

Ὁ Χριστός "ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ". Τοιχογραφία Μανουήλ Πανσελήνου στό ναό τοῦ Πρωτάτου (τέλος 13ου αἰ.)
Ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῆ» εἶναι τοιχογραφία τοῦ Μανουήλ Πανσελήνου (τέλος τοῦ 13ου αἰ) στήν κόγχη τῆς Προθέσεως τοῦ ἁγίου Βήματος, τοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Πρωτάτου, «τῆς μητέρας ὅλων τῶν ἁγιορειτικῶν ἐκκλησιῶν», στίς Καρυές, τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τό κεφάλι τοῦ Κυρίου περιβάλλει, μεγάλος φωτοστέφανος ποὺ ἔχει σχῆμα σταυροῦ. Εἶναι μιὰ εἰκόνα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἐντελῶς διαφορετική ἀπό τίς ἄλλες εἰκόνες τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας ποὺ γνωρίζουμε. Πράγματι εἶναι ὁ Κύριος «μέ μιὰ ἄλλη μορφή». Ἡ εἰκόνα παρά τά σημάδια τῆς φθορᾶς εἶναι ἐντυπωσιακή. Ὁ Κύριος παρουσιάζεται μέ πλατύ πρόσωπο, πλούσια περιποιημένα μαλλιά καί μέ ἰδιαίτερα διαπεραστικό βλέμμα, ποὺ μᾶλλον ἐλέγχει τούς δύο μαθητές ποὺ πήγαιναν στούς Ἐμμαούς καί ποὺ ἡ καρδιά τους ἀργοῦσε νά πιστέψει στίς προφητεῖες καί τά μάτια τους ἐμποδίζονταν νά γνωρίσουν τόν Ἰησοῦ. Ὁ Πανσέληνος φωτίζει τό πρόσωπο μέ τό ἔντονο κόκκινο χρῶμα ποὺ ἐξαϋλώνει καί μεταμορφώνει τή μορφή.
Τό βλέμμα εἶναι ὅπως γράφει ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς «βαθύ, μ’ ἕνα βάθος ποὺ δέν μετριέται, οὐράνιο, ὑπερκόσμιο, ἀλλά ἀδιανόητα ζωντανό καί παρόν στήν καρδιά τῆς ζωῆς, μᾶς στηλώνει ἀπό μακριά μ’ ἕνα τρόπο ποὺ δέν μπορεῖ κανείς οὔτε νά τοῦ ἀντισταθεῖ οὔτε νά τόν ἐξηγήσει καί μᾶς μένει, πιστεύω, ἀλησμόνητο γιά πάντα».
Πηγή ἐμπνεύσεως τῆς εἰκόνας ἀποτελοῦν οἱ ἀφηγήσεις γιά τίς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου μετά τήν Ἀνάστασή του. Οἱ εὐαγγελιστές Μάρκος καί Λουκᾶς μᾶς ἀναφέρουν περιστατικά ποὺ ὁ Κύριος ἐμφανίζεται σέ πρόσωπα ὄχι μέ τή γνωστή του μορφή ἀλλά μέ ἄλλη, «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ».
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς περιγράφει τό γεγονός ποὺ συνέβη τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου σέ δύο μαθητές ποὺ ἀνῆκαν στό εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Πηγαίνουν στούς Ἐμμαούς, ἕνα χωριό ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα, «σταδίους ἑξήκοντα», ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Μᾶλλον ἐπιστρέφουν στά σπίτια τους. Λυπημένοι, κατσούφηδες, ἀπελπισμένοι καί ἀπογοητευμένοι. Γιά νά καταπραΰνουν τή μεγάλη τους λύπη ζωντανεύουν στή μνήμη τους τά γεγονότα καί συζητοῦν γιά ὅλα τά συμβάντα. Συζητοῦν γιά τόν Κύριο, γιά τό σταυρικό του θάνατο, γιά τίς πληροφορίες μερικῶν γυναικῶν τοῦ κύκλου τους ποὺ πῆγαν στό τάφο καί δέν βρῆκαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἀλλά εἶδαν ὀπτασία ἀγγέλων ποὺ τούς μίλησαν γιά τήν ἀνάσταση καί γιά τήν ἐπιβεβαίωση αὐτῶν τῶν πληροφοριῶν ἀπό τούς δικούς μας, τόν Πέτρο καί Ἰωάννη. Αὐτοί ὅμως τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δέν τήν εἶχαν πιστέψει. Τή δυσπιστία, ἀπορία, ἀμηχανία καί ἐπιφυλακτικότητα τῶν μαθητῶν καταγράφει ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας (P.G. 123,1113). Τήν δικαιολογεῖ «διά τό τῆς ἀναστάσεως ἐξαίσιον», λόγῳ τοῦ ἐξαιρετικοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως. Ξέχασαν τά λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: « μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά ἀναστηθῶ». Τούς ἀπελπισμένους μαθητές κάποιος τούς πλησιάζει. Τόν κοιτάζουν. Ἕνας ἄγνωστος. Ἦταν ὁ Ἀναστημένος Κύριος. Τά μάτια τους «ἐκρατοῦντο», ἦταν κρατημένα, κάτι τά ἐμπόδιζε γιά νά μήν τόν γνωρίσουν (Λουκ. 24,16). Αὐτό τό θέλησε ὁ Κύριος. Δέν τόν κατάλαβαν γιατί ἐμφανίστηκε μέ ἄλλη μορφή καί ἄλλα χαρακτηριστικά. Τό σῶμα του δέν ὑπάκουε πλέον στούς φυσικούς νόμους ἀλλά στούς πνευματικούς. Γι’ αὐτό καί δέν μποροῦσαν οἱ δύο μαθητές νά τόν ἀναγνωρίσουν. Ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος συμπληρώνει τόν Λουκᾶ γράφοντας: «Κατόπιν ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε μέ διαφορετική μορφή σέ δύο ἀπ’ αὐτούς, καθώς περιπατοῦσαν καί πήγαιναν ἔξω στά χωράφια» (Μάρκ. 16,12).
Ὁ Κύριος μέ αὐτό τό μεταμορφωμένο Σῶμα Του συνταξιδεύει μέ τούς δύο μαθητές στούς Ἐμμαούς. Συζητᾶ μαζί τους καί τούς λέει ὅτι πρέπει νά πιστεύουν ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ καρδία τους, καθώς μιλοῦσε ὁ Κύριος, ἦταν «καιομένη». Ἔνιωθαν μιὰ ἐσωτερική θέρμη. Ἦταν «σφύζουσα, παλλομένη». Χτυποῦσε καθώς ἄκουαν τόν ἄγνωστο νά τούς ἑρμηνεύει τίς Γραφές. Τά λόγια τοῦ Κυρίου ἦταν φλογερά καί θέρμαιναν τίς καρδιές πρός τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος λέει ὅτι αὐτό τό «πῦρ» εἶναι θεῖο καί ἄϋλο, φωτίζει τίς ψυχές, τίς δοκιμάζει καί κατακαίει τήν κακία.
Ὁ Κύριος δέχθηκε μετά τήν παράκλησή τους νά καθίσει στό τραπέζι τοῦ βραδινοῦ φαγητοῦ. Τήν ὥρα ὅμως ποὺ ὁ Κύριος εὐλόγησε τόν ἄρτο, τά μάτια τῶν μαθητῶν ἀνοίχθηκαν καί Τόν ἀναγνώρισαν. Ὅ Κύριος ἐκείνη τή στιγμή ἔγινε ἄφαντος.
Οἱ δύο μαθητές ἄφησαν τό φαγητό καί γύρισαν στήν Ἱερουσαλήμ γιά νά μεταφέρουν τά ὅσα συνέβησαν σ’ αὐτούς. Ἐκεῖ βρῆκαν μαζεμένους τοὺς ἕντεκα μαθητές καί ἄλλους νά συζητοῦν τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί τήν ἐμφάνισή του στόν ἀπ. Πέτρο. Ἀφηγήθηκαν δέ ὅσα συνέβησαν σ’ αὐτούς κατά τήν πορεία πρός Ἐμμαούς καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν τεμάχισε τό ψωμί (Λουκ. 24, 33-35).
Ποιοί ἦσαν οἱ δύο μαθητές, ποὺ πήγαιναν στούς Ἐμμαούς τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως; Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὁ ὁποῖος διηγεῖται τό γεγονός, ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ ἑνός, ποὺ ὀνομαζόταν Κλεόπας. Τό ὄνομα τοῦ ἄλλου τό ἀποσιωπᾶ. Μερικοί λόγῳ τῆς σιωπῆς αὐτῆς νόμισαν, ὅτι ὁ ἄλλος μαθητής ἦταν ὁ Λουκᾶς. Ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής δέν ἀναφέρει ὅτι ἦταν αὐτός.
Μερικοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς θεωροῦν τόν Λουκᾶ ὡς ἕνα ἀπό τούς δύο μαθητές, τό ὄνομά του δέ ἀναφέρεται στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Στό 5ο Ἐξαποστειλάριο, ποὺ σχολιάζει θεολογικά τό ἀντίστοιχο ἑωθινό Εὐαγγέλιο ἀλλά καί στό Δοξαστικό Ἑωθινό του πλ. α΄ ἤχου ἀναφέρεται ὅτι ὁ δεύτερος μαθητής ἦταν ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Ἄλλοι ὅμως ὅπως γράφει ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, Ἐπίσκοπος Ταυρομενίου «ὑποστήριξαν μέ βεβαιότητα ὅτι εἶναι ὁ Ναθαναήλ ὁ Κανανίτης, ἄλλοι ὁ Σίμωνας ( Κύριλλος Ἀλεξανδρείας) καί ἄλλοι ἄλλος. Φαίνεται ὅμως ὡς πιό πιθανό, ὅτι εἶναι ὁ Λουκᾶς…κι ἀπό συστολή ἀπέκρυψε τό ὄνομά του».
 πηγή

ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Τῌ ΚΓ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΑΠΡΙΛΙΟΥ

Μνήμη τ

οῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ τροπαιοφόρου.

Τῇ ΚΓ τοῦ αὐτοῦ μηνός,

Μνήμη
τοῦ Ἁγίου καὶ ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου.

Ἐχθροὺς ὁ τέμνων Γεώργιος ἐν μάχαις,
Ἑκὼν παρ' ἐχθρῶν τέμνεται διὰ ξίφους.
Ἦρε Γεωργίου τρίτῃ εἰκάδι αὐχένα χαλκός.


Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

Μνήμη
τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Οὐαλερίου.

Θείαν κεφαλὴν ἦρεν Οὐαλερίου
Κακὴ κεφαλὴ δήμιος διὰ ξίφους
.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

Μνήμη
 τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀνατολίου καὶ Πρωτολέοντος, Στρατηλατῶν.

Δύσας Ἀνατόλιος ἐκτομῇ κάρας,
Ἑῷον εἶδε φῶς νοητὸν Κυρίου.
Ὁ χριστομάρτυς τέμνεται Πρωτολέων,
Χριστῷ πεποιθώς, ὥσπερ ἀλκαίᾳ λέων.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

Μνήμη
 τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀθανασίου τοῦ ἀπὸ Μάγων.

Ἀθανάσιος φαρμακὸς τομὴν κάρας
Ψυχῆς νοσούσης εὗρε φάρμακον ξένον
.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

Μνήμη τ
οῦ Ἁγίου Μάρτυρος Γλυκερίου τοῦ γεωργοῦ.

Λαιμὸν σὸν ὡς γῆν, ὡς ὕννιν δὲ τὴν σπάθην.
Γεωργὲ Γλυκέριε, προσφόρως κρίνω.


Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

οἱ Ἅγιοι Δονᾶτος καὶ Θερινὸς ξίφει τελειοῦνται.

Ξίφει, Θερινέ, συνθερισθεὶς Δονάτῳ,
Ἄμφω Θεοῦ γίνεσθε δράγματα ξένα.

Ταῖς τῶν Ἁγίων σου πρεσβείαις,

 ὁ Θεός,
ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀμήν.

ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ



ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
 
 
 
20140421-180635.jpg

Το Έθνος στον Ουρανό Ηγέρθη
και εδώ κάτω Εξανέστη.

Ο Άγιος Ραφαήλ ¨δεν πρόκειται να χαρισθεί¨ στο ψευτορωμαίικο, την ορισμένη από τον ΚΥΡΙΟ ώρα θα του ανοίξει την πόρτα , θα το πετάξει έξω… καλώντας μας με το ¨ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ..το Έθνος στον Ουρανό Ηγέρθη και εδώ κάτω Εξανέστη…¨.
Μνήμη δικαίου μετ εγκωμίων…στον πρώτο Οσιομάρτυρα της Ρωμιοσύνης και απλανή οδηγό της Ανάστασης του Έθνους μας.
Της Ιθάκης τον Γόνον και της Λέσβου το καύχημα…
Το καλύτερο δώρο του Ουρανού στις μέρες μας είναι το συναξάρι αυτού
του ΑΓΙΟΥ που έγινε το πιο σπουδαίο κομμάτι της καρδιάς πολλών συνανθρώπων μας που δέχθηκαν την ευεργετική παρουσία ΤΟΥ στις πονεμένες ζωές τους.
Στο Παγκόσμιο στερέωμα πολλοί τον γνωρίζουν και περισσότεροι τον τιμούν με ύμνους και ωδές πνευματικές και αυτό το οφείλουμε ΘΕΙΑ-ΝΕΥΣΗ στους ταπεινούς εκείνους κατοίκους της ΘΕΡΜΗΣ που (ευαγγελίσθηκαν) αυτό το πρότυπο συναξάρι της Άγιας Βιωτής του που δόθηκε δωρεά στην χειμαζόμενη ανθρωπότητα του αιώνα μας.
Γνωστή η ιστορία αυτού του Αγίου, ξακουστά τα θαύματα του και Αληθινή η Αγάπη του για το σημερινό κατασκανδαλισμένο πλάσμα του ΘΕΟΥ.
Αυτός ο Άγιος έζησε μέσα στις τελευταίες αναλαμπές της Παλαιολόγειας ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ και φυσικά μέσα στην οδύνη των χρόνων της Άλωσης, πίνοντας το πικρό ποτήρι όλων των γεγονότων που σημάδεψαν την περίοδο εκείνη. Ευγενής εξ ΙΘΆΚΗΣ τη καταγωγή, σπουδαστής της Ιατρικής επιστήμης και από αγάπη για την Ρωμαίικη πατρίδα του επιστρατεύθηκε και ρίχθηκε στα πεδία των μαχών για να προασπίσει τα τελευταία εναπομείναντα ελεύθερα κομμάτια της φιλτάτης πατρίδας από την μανία των Αγαρηνών Τούρκων. Όμως τελικά τον (κατάπιε) η Φιλανθρωπία του ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΥ γιατί τον ήθελε ολότελα δικό της, γιατί τον ήθελε ΑΓΙΟ, τον ήθελε ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΑ, τον ήθελε για να σηματοδοτήσει την δικιά μας εποχή.
Κοιτάξτε την ευεργεσία του Ουρανού στις ημέρες μας!!! που μας χαρίζει την γνήσια παρουσία ενός Ρωμιού Οσιομάρτυρα που είναι ένας από τους συνδετικούς κρίκους της Ιστορίας του Ορθόδοξου Γένους για να ενώσει τα σπασμένα κομμάτια της Ρωμαίικης ιστορικής συνέχειας και παράδοσης μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Όταν προσκυνήσει κάποιος πάνω σε αυτό το πνευματικό δώρο που λέγεται ΑΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ τρέμει και ανατριχιάζει από το συναίσθημα της ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΥ που την δίνει απλόχερα παρόλο την δική μας αναξιότητα. Ένας άνθρωπος τέτοιος όπως ο ΑΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ που έζησε μέσα στα νάματα της Ρωμιοσύνης στο ιστορικό-πνευματικό περιβάλλον του σύγχρονου του Ιωσήφ Βρυέννιου και του Γεωργίου Σχολάριου, που αντιμετώπισε σθεναρά τις δολοπλοκίες των δυτικών και των φίλων τους ενωτικών (των τότε οικουμενιστών εκείνης της εποχής) και μάλιστα όταν σαν προσοντούχος κληρικός του Πατριαρχείου βρέθηκε ακόμα και στο Παρίσι και το Μορλαί της Γαλλίας για να κάμψει τον αιρετίζοντα φανατισμό τους ώστε να προσέλθουν προς βοήθεια της παραπαίουσας Αυτοκρατορίας την ύστατη στιγμή. Ένας τέτοιος Θεοφόρος άνθρωπος που διέδραμε Ιεραποστολικά και με αυταπάρνηση της ζωής του την Μακεδονική ενδοχώρα και την Θράκη που είχαν γευθεί ήδη πιο πριν από την Πόλη την δαιμονιώδη μανία των Τουρκομάνων, Γαζήδων, Αγαρηνών για να συνδράμει και να επουλώσει πνευματικά τις πρωτοεμφανισμένες πληγές του εξισλαμισμού και του γενιτσαρισμού. Ένας τέτοιος πραγματικά Άνθρωπος της πονεμένης Ρωμιοσύνης που έζησε την προσφυγιά εκείνων των ρημαγμένων χρόνων, και δεν κατέφυγε στην εφησυχάζουσα ασφάλεια της Δύσης, όπως προτίμησαν να κάνουν άλλοι εκκλησιαστικοί της εποχής εκείνης , αλλά επέλεξε να σταθεί ακλόνητος παρηγορητής δίπλα στον κατατρεγμένο Ρωμαίικο λαό
Σαν πρόσφυγας και αυτός μετά την άλωση της ΠΟΛΗΣ βρέθηκε μέσω της θαλάσσης από την περιοχή της σημερινής Αλεξανδρούπολης στο Αγιοτόκο νησί της Λέσβου και στο λιμανάκι της Θερμής και από εκεί στον λόφο των Καρυών για να εγκαταβιώσει στο ήδη αναστηλωμένο εκεί Σταυροπηγιακό Μοναστήρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου για να συνεχίσει να δίνει πάλι την Ορθόδοξη Μαρτυρία του εν μέσω της Γενουάτικης κατοχής του νησιού, μέχρι της τελικής άλωσης του υπό των Τούρκων το 1462.
Όμως ο ΑΓΙΟΣ ΤΡΙΑΔΙΚΟΣ ΘΕΟΣ τον προόριζε για τα ουράνια σκηνώματα και τον έλαβε εκ γης προς Ουρανόν ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΗ ΗΜΕΡΑ. Ο Άγιος Ραφαήλ ο Ηγούμενος και οι συν αυτώ Άγιος Νικόλαος ο διάκονος, η Αγία Παιδομάρτυς Ειρήνη και οι υπόλοιποι μάρτυρες και συνασκητές Ιερομόναχοι της Ιεράς Μονής του Γενεθλιου της ΘΕΟΤΟΚΟΥ στον Ένηπτο λόφο των Καρυών της Θερμής της Λέσβου δοκίμασαν την βαρβαρότητα του γένους των Τούρκων μακελάρηδων Αγαρηνών, αμέσως μετά την ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ της Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής του έτους 1463 με απερίγραπτα βασανιστήρια που τερματίσθηκαν με την αποκοπή της ΑΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ του Οσιομάρτυρα ΑΓΙΟΥ ΡΑΦΑΗΛ λίγα λεπτά πριν εισέλθει η Λαμπροτρίτη ,ενώ δύο εικοσιτετράωρα πριν δηλ το Μεγάλο Σάββατο εκείνης της χρονιάς οι μακελλάρηδες δια πριονισμού απέσπασαν την Κάτω Σιαγώνα του.
Επειδή όταν του πριόνιζαν την κάτω γνάθο τον είχαν κρεμασμένο ανάποδα δεν τρώθηκαν οι καρωτίδες του ΑΓΙΟΥ ώστε να αποφευχθεί προσωρινά η θανάτωση του. Τότε σκέφτηκαν κάτι πιο αποτρόπαιο, τον άφησαν να περιφέρεται αιμόφυρτος και με φρικτούς πόνους ανάμεσα στους υπόλοιπους μάρτυρες για να τον βλέπουν και να εκφοβίζονται αλλά και ο ίδιος να συμπάσχει με τα μαρτυρικά πάθη τους.
Και μόνο αυτήν την περιγραφή δεν μπορεί να την αντέξει ανθρώπινος νους..!!!
Τελικά ο Ηγούμενος του λόφου των Καρυών ήταν αυτός που έκλεισε όλο το Ομολογιακό δράμα που εκτυλίχθηκε στο πυρπολημένο Μοναστήρι της ΠΑΝΑΓΙΑΣ ένα τέταρτο της ώρας πριν μπει η Αναστάσιμη Λαμπροτρίτη εκείνης της χρονιάς με τον αποκεφαλισμό του.
Ήταν εκείνη η στιγμή που γιόμισε ο Ουρανός με Φως γιατί εισήλθαν μέσα στο ΦΩΣ οι πρώτοι Νεομάρτυρες μετά την άλωση της Βασιλεύουσας, ανοίγοντας τον επουράνιο χορό των ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ του Γένους μας μέχρι και την στιγμή της Παλιγγενεσίας του 1821.
Έτσι ο Άγιος Ραφαήλ έγινε ο μπροστάρης και ο πρωτοχορευτής σε χορό πρωτόγνωρο και Άγιο ανάμεσα σε οσιομάρτυρες και μάρτυρες και ομολογητές της αγιοπνευματικής σοδειάς των δίσεκτων χρόνων της Βάρβαρης Τουρκοκρατίας που πρέσβευαν ικετευτικά ενώπιον του Θρόνου του ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΥ για την λευτεριά του Γένους των Ορθοδόξων Ελλήνων Χριστιανών.
Και πράγματι ο ΘΕΟΣ του Κολοκοτρώνη και των κατατρεγμένων Ρωμιών έβαλε την υπογραφή του για ξεκινήσει η πολυπόθητη ΛΕΥΤΕΡΙΑ ανήμερα του ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ της Υπεραγίας Θεοτόκου Μητρός ΤΟΥ με σκοπό να την ολοκληρώσει παράλληλα με τα μεγάλα γεγονότα της εκκλησιαστικής ζωής μας που σηματοδότησαν πολλές φορές την Σταύρωση του Έθνους που προσμένει με λαχτάρα την ΑΝΑΣΤΑΣΗ του.
Δηλαδή η ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΕΞΟΔΟΣ του Αγίου Ραφαήλ σηματοδοτεί και την ΠΑΣΧΑΛΙΟ ΕΙΣΟΔΟ του Έθνους μας στην νεώτερη ιστορία του με την Αναστάσιμη προσδοκία του Ποθούμενου.
Ο Άγιος Ραφαήλ ξεκίνησε τον Γολγοθά του από το Ποθούμενο ( την Βασιλεύουσα- Κωνσταντινούπολη όπου βρέθηκε σαν προσοντούχος κληρικός λίγο πριν την άλωση) , έφτασε στο μαρτύριο του στον Λόφο των Καρυών και από εκεί στην Βασιλεία των Ουρανών για να μεσιτεύει με την ισχυρή παρρησία του στον θρόνο του ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ για τα βάσανα του ίδιου Λαού που και σήμερα υποφέρει τα ίδια από τους ίδιους μάλιστα εχθρούς σε Ανατολή και Δύση, δίχως αυτό να περιορίζει την θαυματουργό παρουσία του στις τέσσερες γωνιές του πλανήτη.
Ο τόπος του μαρτυρίου του Αγίου Ραφαήλ και των συν αυτώ Αγίων Μαρτύρων βρίσκεται στον Αγιασμένο λόφο των Καρυών της Θερμής , το δε γεγονός ότι τα Μαρτύρια τους εν Χριστώ συνέπεσαν με τα ΣΕΠΤΑ ΠΑΘΗ του ΚΥΡΙΟΥ μας και την Λαμπροφόρο ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ, μας υπομιμνήσκουν την ΣΤΑΥΡΟΑΝΑΣΤΑΣΙΜΗ πορεία του ΡΩΜΑΙΙΚΟΥ γένους, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από αυτό.
Οι Νεοφανείς Άγιοι της Λέσβου και το πρωτότυπο ΣΥΝΑΞΑΡΙ περί αυτών, ακριβώς αυτή την πορεία προσδιορίζει. Άλλωστε τα Χαριτόβρυτα Ιερά Λείψανα των ΑΓΙΩΝ ευλογούσαν το χώμα της Λέσβου εδώ και πεντακόσια ολάκερα χρόνια, άγνωστα τότε στους ανθρώπους, γνωστά όμως στην ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ που προνόησε μέσω της ανεύρεσης ΑΥΤΩΝ να νοηματοδοτήσει πνευματικά τους έσχατους χρόνους την ανθρωπότητα με το ελπιδοφόρο μήνυμα της ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ. Και αυτό το μήνυμα κρύβει ακόμα δυο στοιχεία την ΑΝΑΣΤΑΣΗ και την ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ.
Αυτή είναι και η καθημερινότητα του Ρωμιού- Ορθόδοξου- Έλληνα.
Η παρουσία των ΝΕΟΦΑΝΩΝ ΑΓΙΩΝ από την δεκαετία του 60 και μετά με την ανεύρεση των χαριτόβρυτων λειψάνων τους γίνεται ακριβώς την στιγμή που ξεκινάει ο λυσσαλέος και με αγριότητα πόλεμος κατά της ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ και του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ που αποκορυφώνεται στις μέρες μας.
Να λοιπόν σημείο ότι η Ρωμιοσύνη έχει ¨ αντιπυραυλική ασπίδα¨ από αγίους- πνευματικούς ¨δορυφόρους¨.
Απορούσε έκθαμβος ο κυρ Φώτης ο Κόντογλου, ο γνήσιος εκφραστής της καθ ημάς Ανατολής και ο πρωτομάστορας Αγιογράφος της πρώτης εικόνας των ΝΕΟΦΑΝΩΝ ΑΓΙΩΝ της Λέσβου, πως ήταν δυνατόν αρχές της δεκαετίας του 60 και όχι μόνο να εμφανίζονται καθ ύπαρ (ολοζώντανα) οι ΑΓΙΟΙ, να αποκαλύπτουν το συναξάρι τους και σε λίγο η αρχαιολογική σκαπάνη με την ιστορική έρευνα να επιβεβαιώνουν τα λεγόμενα τους;
Μέσα σε αυτό το Συναξάρι όπως καταγράφηκε στην πρώτη κιόλας έκδοση του από τον Φώτη Κόντογλου, μνημειώδης και εύγλωττη είναι η φράση της ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ¨ Εδώ πάνω στις Καρυές μαρτύρησαν για την πίστη στον Χριστό και για την πατρίδα¨
Αυτό το αιματοβαμμένο συναξάρι που περιγράφεται με δύο κορυφαίες φράσεις σαν ¨ΣΗΜΕΙΟΝ ΜΕΓΑ¨ και σαν ¨Η ΖΩΗ ΕΚ ΤΑΦΩΝ¨ είναι και το συναξάρι του Γένους των ΡΩΜΙΩΝ που πορεύεται εδώ και αιώνες και μέχρι τις μέρες μας ανάμεσα σε νοητές συμπληγάδες. ¨Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΕΟΦΑΝΩΝ ΑΓΙΩΝ ΡΑΦΑΗΛ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΣ ¨ συνιστά το απρόσμενο δώρο- συναξάρι της άφατης ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ του ΘΕΟΥ που φρόντισε και μας το χάρισε στους έσχατους αυτούς καιρούς για να περιβλέπουμε το μέσα και το έξω μας, ώστε να θέτουμε πνευματικά σημεία αναφοράς στην προσωπική διαδρομή μας ως υποστάσεις βαπτισμένες και μυρωμένες με την ΘΕΙΑ ΧΑΡΗ, αλλά και να τροχοδρομούμε την Εθνική πορεία του Γένους μας στον ασφαλή διάδρομο του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού και της ΡΩΜIOΣΥΝΗΣ, που δεν πρόκειται ποτέ να χαθούν έστω κι αν χαθεί το πολιτισμικό κακέκτυπο αυτού του κόσμου που σίγουρα εκ των πραγμάτων, όπως παρατηρούμε στις μέρες μας ετοιμάζεται να ¨να φύγει πίσω¨ σύμφωνα και με την προφητική ρήση του ΠΑΤΡΟ- ΚΟΣΜΑ ¨θα έρθει ένα ψευτορωμαίικο μην το πιστέψετε θα φύγει πίσω¨.
Ο Άγιος Ραφαήλ πολέμησε στρατιωτικά και πνευματικά για το ΡΩΜΑΙΙΚΟ και όχι για το ψευτορωμαίικο.
Ο Άγιος Ραφαήλ ¨δεν πρόκειται να χαρισθεί¨ στο ψευτορωμαίικο, την ορισμένη από τον ΚΥΡΙΟ ώρα θα του ανοίξει την πόρτα , θα το πετάξει έξω… καλώντας μας με το ¨ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ..το Έθνος στον Ουρανό Ηγέρθη και εδώ κάτω Εξανέστη¨.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΡΔΑΚΑΣ
ΥΓ. Βλέποντας τα φρικτά μαρτύρια που υφίστανται οι Ορθόδοξοι στην Συρία στις ημέρες μας και στο σχετικό φωτογραφικό υλικό φαίνονται αποκεφαλισμένα κορμιά με το κεφάλι των θυμάτων να βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια τους ,πράξη που ουσιαστικά δηλώνει την ατίμωση του νεκρού.
Αυτή και μόνο η αποτρόπαια εικόνα μας φέρνει στην χρονιά του 1961 σύμφωνα το συναξάρι της αποκάλυψης και της εμφάνισης των Νεοφανών Αγίων .
Στο μαρτυρικό λόφο των Καρυών εκείνη την χρονιά και μετά την ανεύρεση των Ιερών Λειψάνων του ΑΓΙΟΥ ΡΑΦΑΗΛ το έτος 1959( 23 Ιουνίου) ανάμεσα στα υπόλοιπα ευρήματα ξεχώρισε ο τάφος ενός άγνωστου μάρτυρα λαϊκού που δοκιμάσθηκε φρικτά μαζί με τον Άγιο Ραφαήλ και τους υπόλοιπους.
Ο τάφος περιείχε ένα σκελετό που είχε αποκεφαλισθεί και το κεφάλι του βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια του. Ο σκελετός ανήκε στο Δάσκαλο του χωριού της Θερμής της εποχής εκείνης που λεγόταν Θεόδωρος και ήταν φίλος της μονής και είχε πνευματικό καθοδηγητή τον Ηγούμενο της Άγιο Ραφαήλ .
Τι βλέπουμε χριστιανοί;
1463 ΛΟΦΟΣ ΤΩΝ ΚΑΡΥΩΝ- 2014 ΣΥΡΙΑ ακριβώς τις ίδιες εικόνες εδώ και 550 χρόνια
Το φανατικό Ισλάμ δεν άλλαξε σε τίποτα, ακολουθεί την ίδια δαιμονική ιεροτελεστία για να ατιμάζει τα σώματα των Χριστιανών γιατί ποτέ του δεν μπόρεσε να ¨χωνέψει¨ ότι Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ.
πηγή

Εορτή του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου

Εορτή του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου



Γιορτάζουμε σήμερα 23 Απριλίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, του Τροπαιοφόρου.
Ο λαοφιλής Άγιος Γεώργιος ο μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος γεννήθηκε περίπου το 275 μ.Χ. στην Καππαδοκία, από γονείς χριστιανούς. Ο πατέρας του, μάλιστα, πέθανε μαρτυρικά για το Χριστό όταν ο Γεώργιος ήταν δέκα χρονών. Η μητέρα του τότε τον πήρε μαζί της στην πατρίδα της την Παλαιστίνη, όπου είχε και τα κτήματα της.
Όταν έγινε 18 χρονών, στρατεύθηκε στο ρωμαϊκό στρατό. Αν και νέος στην ηλικία, διεκπεραίωνε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις τέλεια. Όλοι τον θαύμαζαν για το παράστημα του.
Γι' αυτό, γρήγορα τον προήγαγαν σε ανώτερα αξιώματα και του έδωσαν τον τίτλο του κόμη και ο Διοκλητιανός τον εκτιμούσε πολύ.
Ομολογητής
Από την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου μέχρι την εποχή που ανέβηκε στον θρόνο ο Διοκλητιανός, το 283 μ.χ., η Χριστιανική Εκκλησία μεγάλωσε πάρα πολύ, γιατί επικρατούσε ειρήνη. Οι Χριστιανοί πήραν πολλές δημόσιες θέσεις, έκτισαν πολλούς και μεγάλους ναούς, διάφορα σχολεία και οργάνωσαν την διοίκηση και τη διαχείριση των εκκλησιών και της φιλανθρωπίας.
Ο Διοκλητιανός αρχικά εργάστηκε για την οργάνωση του κράτους του. Προσέλαβε στρατηγούς για βοηθούς του που τους ονόμασε αυτοκράτορες και Καίσσαρες κι αφού πέτυχε να υποτάξει τους εχθρούς του κράτους και να σταθεροποιήσει τα σύνορα του, στράφηκε στα εσωτερικά ζητήματα. Δυστυχώς, στράφηκε εναντίον της Χριστιανικής Θρησκείας για να ανορθώσει την ειδωλολατρία. Γι' αυτό το λόγο λοιπόν, κάλεσε τους βοηθούς του Καίσσαρες το 303 μ.χ. και τους στρατηγούς στην πρωτεύουσα του ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους σε τρεις γενικές συγκεντρώσεις. Ανάμεσα τους βρισκότανε και ο 28χρονος Γεώργιος, που διακρίθηκε πολλές φορές στους πολέμους.
Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι, για να πάρουν αποφάσεις για την εξόντωση και τον αφανισμό της Χριστιανικής πίστης. Πρώτος μίλησε ο Διοκλητιανός και επέβαλε σε όλους ν' αναλάβουν τον εξοντωτικό αγώνα εναντίον του Χριστιανισμού. Όλοι υποσχέθηκαν ότι θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια, για να εξαλείψουν την Χριστιανική Θρησκεία από το Ρωμαϊκό κράτος. Τότε ο γενναίος Γεώργιος σηκώθηκε και είπε: «Γιατί, βασιλιά και άρχοντες, θέλετε να χυθεί αίμα δίκαιο και άγιο και να εξαναγκάσετε τους Χριστιανούς να προσκυνούν και να λατρεύουν τα είδωλα»; Και διακήρυξε την αλήθεια της Χριστιανικής Θρησκείας και την Θεότητα του Χριστού.
Μόλις τέλειωσε, όλοι συγχυστήκανε μ' αυτή την ομολογία του και προσπάθησαν να τον πείσουν να μετανοήσει για όσα είπε, καταπραΰνοντας έτσι και τον Διοκλητιανό. Αλλά ο Γεώργιος ήταν σταθερός και με θάρρος διακήρυσσε την Χριστιανική του πίστη.
Στη φυλακή
Οργισμένος ο Διοκλητιανός διέταξε να τον κλείσουν στην φυλακή κα να του περισφίγξουν τα πόδια στο ξύλο και αφού τον ξαπλώσουν ανάσκελα, να βάλουν πάνω στο στήθος του μεγάλη και βαριά πέτρα.
Το άλλο πρωί ο Διοκλητιανός διέταξε να του παρουσιάσουν τον Γεώργιο για να τον ανακρίνει . Και πάλι αυτός έμεινε ακλόνητος στην ομολογία του και παρ' όλες τις κολακείες και τις υποσχέσεις του αυτοκράτορα διακήρυττε την πίστη του και μιλούσε για τους ουράνιους θησαυρούς. Ο Διοκλητιανός οργίστηκε από τα λόγια του και διέταξε τους δήμιους να δέσουν τον Άγιο σε ένα μεγάλο τροχό για να κομματιαστεί το σώμα του. Μάλιστα ειρωνεύτηκε την ανδρεία του Αγίου και τον κάλεσε να προσκυνήσει τα είδωλα. Ο Γεώργιος ευχαρίστησε τον Θεό που τον αξίωνε να δοκιμαστεί και δέχτηκε με ευχαρίστησε να υποστεί το φοβερό αυτό μαρτύριο, που χώριζε σε μικρά λεπτά κομμάτια ολόκληρο το σώμα του, επειδή γύρω γύρω από τον τροχό υπήρχαν μπηγμένα κοφτερά σίδερα, που μοιάζανε με μαχαίρια.
Πραγματικά μόλις ο τροχός κινήθηκε τα κοφτερά σίδερα άρχισαν να κόβουν το σώμα του. Τότε ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό που έλεγε : «Μη φοβάσαι, Γεώργιε, γιατί εγώ είμαι μαζί σου» και αμέσως ένας άγγελος ελευθέρωσε τον Άγιο, λύνοντας τον από τον τροχό και θεραπεύτηκε όλο το καταπληγωμένο σώμα του.
Ο Γεώργιος αφού απέκτησε το θαυμάσιο παράστημα του, με όψη αγγελική, παρουσιάστηκε στον Διοκλητιανό που είχε πάει με άλλους να κάνει θυσία. Μόλις τον είδαν έμειναν όλοι έκθαμβοι και απορημένοι. Μερικοί δε ισχυριζόντουσαν ότι είναι κάποιος που του μοιάζει και άλλοι ότι είναι φάντασμα.
Καθώς όμως σχολιάζανε το γεγονός, εμφανίστηκαν μπροστά στον βασιλιά δύο από τους αξιωματικούς του, ο Πρωτολέοντας και ο Ανατόλιος με χίλιους στρατιώτες και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Ο Διοκλητιανός θύμωσε τόσο που έγινε έξαλλος και διέταξε να τους σκοτώσουν, πράγμα που έγινε αμέσως.
Έπειτα διέταξε να γεμίσουν αμέσως ένα λάκκο με ασβέστη και νερό και αφού ρίξουν μέσα τον Γεώργιο, να τον αφήσουν μέσα τρεις μέρες και τρεις νύχτες έτσι που να διαλυθούν και τα κόκκαλα του.
Πραγματικά οι δήμιοι ρίξανε τον Άγιο στον ζεματιστό ασβέστη και κλείσανε το στόμα του λάκκου. Μετά από τρεις μέρες ο Διοκλητιανός έστειλε στρατιώτες να ανοίξουν το λάκκο. Με μεγάλη τους έκπληξη όμως βρήκαν τον Γεώργιο όρθιο, μέσα στον ασβέστη και προσευχόταν. Το γεγονός εντυπωσίασε και προκάλεσε θαυμασμό και ενθουσιασμό στο λαό, που φώναζε: «Ο Θεός του Γεωργίου είναι μεγάλος».
Ο Διοκλητιανός ζήτησε εξηγήσεις από τον Γεώργιο, που έμαθε τις μαντικές τέχνες και πως τις χρησιμοποιεί. Ο Γεώργιος τότε του απάντησε ότι τα γεγονότα ήταν αποτέλεσμα της θείας χάρης και δύναμης και όχι μαγείας και γοητείας.
Ο Διοκλητιανός οργισμένος διέταξε να του φορέσουν πυρακτωμένα παπούτσια με σιδερένια καρφιά και τον εξαναγκάσουν να περπατά. Ο Άγιος προσευχόταν και περπατούσε χωρίς να πάθει τίποτα. Πάλι διέταξε να τον φυλακίσουν και σκέφτηκε να φωνάξει του άρχοντες για να συσκεφτούν τι έπρεπε να κάμουν στον Γεώργιο.
Και αφού τον δείρανε τόσο πολύ με μαστίγια και καταπλήγωσαν ολόκληρο το σώμα του Αγίου, τον παρουσίασαν στον Διοκλητιανό, που έμεινε έκπληκτος βλέποντας τον Γεώργιο να λάμπει σαν Άγγελος. Σκέφτηκε, λοιπόν, ότι το φαινόμενο αυτό οφειλόταν στις μαγικές του ικανότητες. Γι' αυτό κάλεσε τον μάγο Αθανάσιο, για να λύσει τα μάγια του Γεωργίου.
Αβλαβής από το δηλητήριο
Ήλθε, λοιπόν ο μάγος Αθανάσιος, κρατώντας στα χέρια του δύο πήλινα αγγεία, όπου υπήρχε δηλητήριο. Στο πρώτο αγγείο το δηλητήριο προξενούσε τρέλα, ενώ στο δεύτερο τον θάνατο.
Αμέσως οδήγησαν τον Άγιο στον Διοκλητιανό και στον μάγο Αθανάσιο. Ο βασιλιάς διέταξε να του δώσουν να πιει το πρώτο δηλητήριο. Ο Άγιος χωρίς δισταγμό ήπιε το δηλητήριο του πρώτου δοχείου, αφού προηγουμένως προσευχήθηκε , λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο ειπών καν θανάσιμον τι πίωτιν, ου μη αυτούς βλάψει, θαυμάστωσον νυν τα ελέη σου». Και δεν έπαθε απολύτως τίποτα!
Μόλις είδαν ότι δεν έπαθε απολύτως τίποτα, ο βασιλιάς διέταξε να του δώσει ο μάγος και το δεύτερο αγγείο. Το ήπιε και αυτό χωρίς να πάθει το παραμικρό. Τότε όλοι έμειναν έκπληκτοι από αυτό το θαύμα. Ο Διοκλητιανός εξακολουθούσε να επειμένει ότι για να μην πεθάνει ο Γεώργιος είχε δικά του μάγια. Ο μάγος Αθανάσιος που ήξερε πόσο δραστικά ήταν τα δηλητήρια, αφού γονάτισε μπροστά στον μάρτυρα, ομολόγησε την πίστη του στον αληθινό Θεό.
Τότε ο Διοκλητιανός διέταξε και φόνευσαν τον Αθανάσιο αμέσως. Εκείνη την στιγμή έφθασε και η γυναίκα του Διοκλητιανού Αλεξάνδρα, που ομολόγησε την πίστη της στον αληθινό Θεό. Και ο σκληρός και άκαρδος Διοκλητιανός διέταξε να την φυλακίσουν και την επομένη να της κόψουν το κεφάλι. Η Αλεξάνδρα ενώ προσευχόταν στην φυλακή, παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού.
Το μαρτυρικό τέλος του Αγίου
Ο Άγιος Γεώργιος κλείστηκε στην φυλακή και την νύκτα είδε στ' όνειρο του τον Χριστό, που του ανάγγειλε ότι θα πάρει το στεφάνι του μαρτυρίου και θα αξιωθεί της αιωνίου ζωής. Σαν ξημέρωσε διατάχτηκαν οι στρατιώτες από τον ο Διοκλητιανό να παρουσιάσουν μπροστά του τον Άγιο.
Πραγματικά ο Άγιος βάδιζε γεμάτος χαρά προς τον βασιλέα, επειδή προγνώριζε ότι έφτασε το τέλος του. Μόλις λοιπόν τον αντίκρισε ο Διοκλητιανός, του πρότεινε να πάνε στον ναό του Απόλλωνα για να θυσιάσει στο είδωλο του. Όταν μπήκε ο Άγιος στον ναό, σήκωσε το χέρι και αφού έκανε το σημείο του σταυρού διέταξε το είδωλο να πέσει. Αμέσως τούτο έπεσε και έγινε κομμάτια.
Ο ιερέας των ειδώλων και ο λαός τόσο πολύ θύμωσαν, που φώναζαν στον βασιλέα να θανατώσει τον Γεώργιο. Ο Διοκλητιανός έβγαλε διαταγή και του έκοψε το κεφάλι.
Ο πιστός υπηρέτης του Αγίου, Πασικράτης, εκτελώντας την επιθυμία του Αγίου, παρέλαβε το Άγιο λείψανο του Μάρτυρα μαζί με αυτό της μητέρας του Αγίας Πολυχρονίας και το μετέφερε στη Λύδδα της Παλαιστίνης. Από εκεί, όπως βεβαιώνουν οι πηγές, οι Σταυροφόροι πήραν τα ιερά λείψανα της Αγίας Πολυχρονίας και τα μετέφεραν στη Δύση.
Κατά την Εκκλησία μας, ο ένδοξος αυτός μεγαλομάρτυρας είναι ο μαργαρίτης ο πολύτιμος, ο αριστεύς ο θείος, ο λέων ο ένδοξος, ο αστήρ ο πολύφωτος, του Χριστού οπλίτης, της ουρανίου στρατιάς ο συνόμιλος.
Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!
Απολυτίκιο:
Ήχος δ'.
Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής, και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Τα δαιμόνια κυριεύονται από φρίκη όταν βρεθούν μπροστά στο Σώμα και το Αίμα του Κυρίου

Φρίκη, τρόμος και πανικός κυριεύουν τα δαιμόνια, όταν βρεθούν μπροστά στο Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, τη θεία Κοινωνία. Γι' αυτό πάντοτε οι δαιμονισμένοι σπαράζουν και χτυπιούνται ελεεινά, όταν πλησιάσουν στα τίμια Δώρα, πράγμα που δε συμβαίνει πριν από τον καθαγιασμό και τη μεταβολή τους. Είναι και τούτο μια συνεχής και περίτρανη απόδειξη, ότι η θεία Κοινωνία είναι πράγματι Σώμα και Αίμα Χριστού.

Στο βίο του αγίου Ευτυχίου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (6ος αι.), υπάρχει ένα σχετικό περιστατικό.

Στην περιοχή της Αμάσειας, όπου είχε για ένα διάστημα εξοριστεί, βρισκόταν ένα γυναικείο μοναστήρι, που λεγόταν «της Φλαβίας». Μερικές λοιπόν από τις μοναχές έφεραν στον άγιο ένα πεντάχρονο κοριτσάκι, που είχε κυριευθεί από δαιμόνιο, και δεν πλησίαζε καν τη θεία Κοινωνία˙ όταν το πήγαιναν να κοινωνήσει, φώναζε, χτυπιόταν, κλωτσούσε και αποστρεφόταν με αηδία και τρόμο τα άχραντα Μυστήρια.

Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή. Ο άγιος θα λειτουργούσε και θα κοινωνούσε τους πιστούς. Είπε λοιπόν να φέρουν και το κοριτσάκι. Πράγματι, το έφεραν και με πολλή βία το ανάγκασαν να δεχτεί στο στόμα του τη θεία Κοινωνία. Αμέσως όμως έβγαλε μιαν άγρια κραυγή και Την έφτυσε χάμω!

Έφριξαν όλοι. Άφησαν το έξαλλο κοριτσάκι να φύγει, ενώ ο άγιος μάζεψε με το στόμα του από το έδαφος το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Παρήγγειλε, ωστόσο, να του ξαναφέρουν το δαιμονισμένο πλάσμα την άλλη μέρα.

Όταν ήρθε, ο άγιος προσευχήθηκε και έχρισε όλα του τα μέλη με άγιο έλαιο. Ύστερα δοκίμασε να το μεταλάβει πάλι. Το κορίτσι, αφού αναστέναξε βαθιά, κοινώνησε άφοβα και ήρεμα. Μόλις κατάπιε τη θεία Κοινωνία, άφησε μιαν άγρια κραυγή, και αμέσως το πονηρό πνεύμα βγήκε από το στόμα του.

Από τη στιγμή εκείνη το κοριτσάκι θεραπεύθηκε οριστικά, και όλοι δόξαζαν τον Κύριο για τη δύναμη και τη φιλανθρωπία Του.
«Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία»Ι.Μ. Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής
πηγή

Αμβρόσιος προς Πιπιλή: Ντυθείτε σεμνά…



2. Να σέβεσθε το ΣΥΝΤΑΓΜΑ! Υπηρετώντας τη «Δημοκρατία» στο Κοινοβούλιο, εσείς καταδεικνύετε ανοίκεια με τις αρχές της Δημοκρατίας (π.χ. «ελευθερία της εκφράσεως» - πόσο μάλλον της ανεξάρτητης συνειδήσεως και δη πολιτικής) εξοικείωση με φασιστικές διαθέσεις και συμπεριφορές! Το Σύνταγμα μας παρέχει το δικαίωμα να εκφράζουμε ελευθέρως τη γνώμη μας, πόσο μάλλον οι Αρχιερείς που ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας δίδουμε τη νενομισμένη διαβεβαίωση διαφύλαξης του Συντάγματος, άμα τη εκλογή μας. Αν έχετε αντίρρηση, αντί να υποδεικνύετε πρωτίστως εσείς που θα πρεπε να την εγγυάσθε, αντιδημοκρατική συμπεριφορά κατηγορώντας για φασίστες αυτούς με τους οποίους διαφωνείτε αγνοώντας τα ισχύοντα, τεκμηριώστε την άποψή σας με επιχειρήματα, αφού ενημερωθείτε. Ο Δημοκρατικός Διάλογος ακόμη είναι συνταγματικά κατοχυρωμένος και τα εκκλησιαστικά κείμενα, νόμοι και διατάξεις διατίθενται ευρέως στα βιβλιοπωλεία.


3. Προσπαθείστε παρακαλώ να διορθώσετε τον τρόπο συμπεριφοράς των κ.κ. βουλευτών μέσα στο Κοινοβούλιο. Λίγες ημέρες πρίν από πολύ υψηλόβαθμα πρόσωπα της Βουλής ακούσθηκαν χυδαίες ύβρεις! Ντρέπομαι να μεταφέρω εδώ τις λέξεις, που ακούσθηκαν εκεί! Σας παραπέμπω στην εφημερίδα «kontra news» της 1ης Απριλίου.


4. Τέλος, εκτός από τη λεκτική συμπεριφορά, παρακαλούμε να προσέξετε ολίγον και για την αξιοπρεπή εφάμιλλη του αξιώματος που ψηφοφόροι σας εμπιστεύτηκαν, σύνολη παρουσία σας. Διοτι εκτός από τις κακές λέξεις υπάρχουν και κακές εμφανίσεις! Το ντύσιμό σας, όπως παρουσιάζεσθε στην παραπάνω φωτογραφία σας, δεν σας τιμά! Ντυθείτε, λοιπόν, πρώτα σεμνά και με αξιοπρέπεια! Έπειτα ελάτε να διορθώσετε τον τρόπο της εκφράσεώς μου. Τελεία και παύλα οι κουβέντες μου μαζί σας!» καταλήγει η επιστολή τού Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιου.

Τρίτη, Απριλίου 22, 2014

Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος.

υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη, Θεολόγου –Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών για το Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος
Όταν καταπιάνεσαι να γράψεις για τον «γενναότατον Χριστού στρατιώτην και αθλητήν παναληθή του Σωτήρος»[1], Γεώργιον τον Μεγαλομάρτυρα και Τροπαιοφόρον, κινείσαι μεταξύ του μεθορίου της υπερβολής και της ασημότητας. Υπερβολής διότι το σέμνωμα του Αγίου υπερ-βάλλει κάθε κόπον, φόβον, ενδοιασμό προς δόξαν Θεού, ασημότητα γιατί αναγνωρίζοντας ως αδαής το εγχείρημα, προ-γνωρίζεις όσα ημέτερα απέριττα και φτωχά θα καταθέσεις για να τιμήσεις τον Άγιο.

Παρά ταύτα όμως, ορμώμενος εξ αγαθών και μόνο κινήτρων και ποθών διαπύρως να τιμήσω δια της ελαχιστότητός μου την αεισέβαστον μνήμη του, κάμνω το σημείον του Σταυρού, εκζητώ τις θεοειδείς προσευχές του Αγίου και προσθέτω: «Συ μαρμαρυγαίς, ταις της χάριτος, Γεώργιε, καταυγαζόμενος φώτισον, ψυχάς σων δούλων, σκοτισθείσας παραπτώμασι»[2]
Ο Γεώργιος γεννήθηκε μεταξύ των ετών 275-285μ.Χ., πιθανότατα στην περιοχή της Αρμενίας. Οι γονείς του, ο Έλληνας Συγκλητικός Γερόντιος, ιδιαίτερα επιφανής και ένδοξος στρατηλάτης και η μητέρα του Πολυχρονία, χριστιανή με καταγωγή την Λύδδα της Παλαιστίνης. Σε νεαρή ηλικία ο Γεώργιος ορφάνεψε από τον πατέρα του και αναγκάσθηκε να μετοικήσει μετά της μητρός του στη Λύδδα. Σοβαρός, αρρενωπός και ανδροπρεπής, ο Γεώργιος γρήγορα θα καταταχθεί εις την ένδοξη χορεία του Ρωμαϊκού στρατού και θα εξελιχθεί ταχύτατα, φθάνοντας δε έως το αξίωμα και τον τίτλο του ¨Τριβούνου¨, του Δούκα και του Κόμητος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής φρουράς[3].
Ο αρνησίχριστος όμως Διοκλητιανός σύντομα ταράχθηκε από την εκφρασμένη βιωματική ομολογία του Γεωργίου, ότι ήταν χριστιανός και επιθυμούσε ακόμη και την ζωή του να δώσει για τον Κύριο Ιησού Χριστό. Έτσι, αρχικά με δόλιους και κολακευτικούς τρόπους επιχείρησε να δελεάσει τον αθλητήν του Χριστού, γρήγορα όμως, μπροστά στη σταθερή και ακλόνητη πίστη του Γεωργίου, έχασε την υπομονή του, εξαγριώθηκε, διέταξε να φυλακίσουν και να βασανίσουν οικτρά και βάναυσα τον Άγιο, προκειμένου να αποσπάσουν εξ αυτού την - φεύ – αποκήρυξη της πίστεώς του και να τον μυήσουν ολοκληρωτικά εις τα βάθη και μισερά της ειδωλολατρικής ομολογίας.
Δε χωρούν σκέψεις, δε δύναται ανθρώπινη λογοτεχνική γραφίδα να παραθέσει τη σειρά των κακουχιών και βασανιστηρίων στα οποία υπέβαλαν οι ρωμαίοι στρατιώτες τον Γεώργιο. Μεταλλικές ράβδοι, τροχισμένες λόγχες που καταξέσκιζαν τις σάρκες του, πυρακτωμένα δοχεία και πυρωμένα μεταλλικά υποδήματα, εξευτελισμοί, γρονθοκοπήματα, διασυρμοί, λοιδορίες. Και ο Άγιος σταθερός στην αγάπη του Νυμφίου του Χριστού, να υπομένει καρτερικά και να νουθετεί στη φυλακή, να ποδηγετεί στον Χριστό νέες ψυχές , να συνδράμει στην καλλιέργεια και επάνδρωση του Σώματος του Χριστού στον κόσμο: «Ως γενναίον εν Μάρτυσι, αθλοφόρε Γεώργιε, συνελθόντες σήμερον ευφημούμεν σε, ότι τον δρόμον τετέλεκας, την πίστιν τετήρηκας»[4].
Ο Άγιος στρατιώτης του Χριστού μαρτύρησε με αποκεφαλισμό την Παρασκευή 23ην Απριλίου του έτους 307μ.Χ. Η δε μητέρα του, αγία Πολυχρονία, αξιώθηκε και αυτή του ιερού μαρτυρίου την επόμενη, την 24ην και από κοινού, ευσεβείς χριστιανοί ενταφίασαν τα ιερά λείψανα μητέρας και υϊού για να ευφραίνονται αιωνίως εις τον ουράνιον και Μυστικόν Αμπελώνα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Η Ιερά Παράδοση της Αγίας μας Εκκλησίας, θέλει το πολυσέβαστο λείψανο του Αγίου να το παρέλαβε ο πιστός ακόλουθός του Πασικράτης, και αφού το μετέφερε στη Λύδδα της Παλαιστίνης, από εκεί να ταξίδεψε, ¨προνοία¨ των Σταυροφόρων, στη Δύση.
Γύρω από το μαρτυρικό τέλος του Αγίου, συγκροτήθηκε ένας χαρμόσυνος εορτολογικός κύκλος αγίων μαρτύρων που σχετίζονται άμεσα με την επιρροή του Γεωργίου προς αυτούς, πολλοί εκ των οποίων μετεστράφησαν και μαρτύρησαν ένεκα της αγίας υπομονής και βιωτής του αγίου κατά τη διάρκεια των φρικτών βασανιστηρίων του[5].
Η λαογραφία, αναφορικά με τη ζωή του Αγίου προσέλαβε έως σήμερα ουκ ολίγα στοιχεία και παραδόσεις που αναβιώνουν καθ΄ εκάστην της παραμονής και κυριώνυμης ημέρας του μαρτυρίου του αγίου σε όλη την Ελληνική επικράτεια, που πάντοτε, αν η 23η Απριλίου συμπέσει εορτολογικά πριν το Πάσχα, πάντοτε μεταφέρεται τη Δευτέρα της Διακαινησίμου, τη δεύτερη δηλαδή ημέρα του Πάσχα. Αξίζει να τονίσουμε ότι ο Άγιος Γεώργιος , ένεκα της αγάπης του κόσμου προς το πρόσωπό του , είναι άγιος ουχί μόνο των Ορθοδόξων , αλλά και των Αγγλικανών, των Αρμενίων, των Λουθηρανών. «Ω Γεώργιε Μάκαρ, δυσχερείας του βίου, κλυδωνιζόμενον, μηδόλως με παρίδης, αλλ΄ οίκτειρον ευχαίς σου, και διάσωσον ψάλλοντα, ο των Πατέρων ημών Θεός ευλογητός ει»[6].
Παραπομπές:
1.Κανών Παρακλητικός εις τον Άγιον Γεώργιον, στο ¨Θησαυρός Αγίων¨, εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 145.
2.Αυτόθι, σελ. 147.
3.Γενικά για τον Άγιο Γεώργιο(βίος και πολιτεία),βλ. σχ., Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, τόμος δεύτερος, Αθήνησι 1868, σελ. 104-106, Γαλανού Μιχαήλ, Οι βίοι των Αγίων, τόμος 2, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1999, σελ. 83-93, Celder N., Άγιος Γεώργιος εγκωμιαζόμενος, Οι αγιολογικές αντιλήψεις στα εκδεδομένα ελληνικά εγκώμια προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου, Αρμός, Αθήνα 2008, Λέκκα Ευαγγέλου, Άγιος Γεώργιος, ο ένδοξος μεγαλομάρτυς και τροπαιοφόρος, Βίος και παρακλητικός κανών, Αθήνα 2007, Μαυρομάτη Β. Γεωργίου, Ο Άγιος μεγαλομάρτυς Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος, Τέρτιος, 2002, Μηλίτσης Γεώργιος, Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος, Αθήνα 2004.
4.Στιχηρά προσόμοια του Μεγάλου Εσπερινού του Αγίου Γεωργίου.
5.Βλ., Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, σελ. 100-104 και 105-108.
  6.Κανών Παρακλητικός εις τον Άγιον Γεώργιον, στο ¨Θησαυρός Αγίων¨, σελ. 150.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...