Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Απριλίου 03, 2015

Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ του Πρωτ. Θεμιστοκλέους Μουρτζανού





ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ – ΜΕΤΑ ΒΑΪΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΔΩΝ

Μετά βαΐων και κλάδων" η υποδοχή του Χριστού στην πόλη της Ιερουσαλήμ την Κυριακή των Βαΐων. Έτσι όπως υποδέχεται ο κόσμος κάθε ξεχωριστό πρόσωπο. Πανηγυρίζει για τον ερχομό του, δοξάζει το γεγονός, θυμάται, ζητά, κραυγάζει, χαιρετά, ενθουσιάζεται. Κι αυτό συμβαίνει πάντοτε. Η ανθρώπινη ζωή χαρακτηρίζεται από την προσμονή του μεσσία, του σωτήρα. Νιώθουμε την ανεπάρκειά μας, μας φαίνεται κοπιαστικό εμείς να αγωνιστούμε για την σωτηρία μας και προσμένουμε το πρόσωπο, τον χαρισματικό ηγέτη, ο οποίος θα μας τραβήξει μέσα στην ανημπόρια μας και θα μας οδηγήσει εκεί που θέλουμε.
Η μεγαλύτερη δυσκολία στη ζωή μας δεν είναι να είμαστε ελεύθεροι. Είναι το πώς θα διαχειριστούμε την ελευθερία μας. Κι αυτό γιατί θέλει κόπο κι επώδυνο αγώνα. Ταυτόχρονα, είναι πιο εύκολο άλλος να έχει την ευθύνη για τον κόσμο, τη ζωή, την πορεία μας και για τη λύση των προβλημάτων μας. Έτσι, αναζητούμε τους μεσσίες στα πρόσωπα των πολιτικών, των αθλητών, των ηθοποιών, των καλλιτεχνών, και οποιουδήποτε άλλου το κάθε σύστημα προβάλλει, ώστε να έχουμε τον "ένοχο" έτοιμο στην αποτυχία μας ή να μπορούμε να ξεχνούμε τα προβλήματά μας ασχολούμενοι μ' αυτούς, ξεχνώντας τον μοναδικό Μεσσία και Σωτήρα μας.
"Μετά βαΐων και κλάδων" κυλά λοιπόν η ζωή μας. Μα τα προβλήματά μας δεν λύνονται με "κούφιες ρητορείες". Η ελευθερία που αφήνουμε στην άκρη παραμένει πάντοτε ένα μεγάλο ερώτημα. Και τα "ωσαννά" των Βαΐων εύκολα μετατρέπονται στα "Άρον, άρον, σταύρωσον", όταν το σύστημα μας πληροφορεί ότι ο Μεσσίας που επιλέξαμε δεν είναι αυτός που μας λυτρώνει ή όταν εμείς κουραστούμε να αγωνιζόμαστε ή ενοχλούμαστε από την αλήθεια που τα λόγια και η ζωή Του κρύβουν.
Ο Χριστός μπήκε θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα, γνωρίζοντας τις δοξασμένες κραυγές και τα "μετά βαΐων και κλάδων" του λαού. Εκπλήρωσε τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, αφουγκράστηκε τη χαρά των ανθρώπων, αλλά ήξερε καλά μέσα Του πόσο γρήγορα αυτός ο ενθουσιασμός θα περνούσε. Κι αυτό γιατί δεν είχε έρθει για να υποσχεθεί εύκολες λύσεις, δεν μίλησε για την πλατειά, αλλά για την "στενή πύλη", δεν μίλησε για την εξουσία, αλλά για τη διακονία του κόσμου.
Πάνω στο ταπεινό πουλαράκι ο Χριστός φάνταζε βασιλιάς και μεσσίας στα μάτια όσων των ζητωκραύγαζαν, καθώς είχαν μάθει για την Ανάσταση του Λαζάρου. Μα ήρθε τόσο ταπεινά στα Ιεροσόλυμα, βιώνοντας από πριν, όπως και σε όλη Του την ζωή, την ταπείνωση που οι ίδιοι οι δοξαστές Του Τού επεφύλασσαν! Ο Χριστός ήταν ο Μεσσίας, όχι όμως όπως τον φαντάζονταν ο κόσμος, αλλά όπως ο ίδιος δίδασκε: Αυτός που θα πρόσφερε τη Σωτηρία, Αυτός που θα μιλούσε και θα ζούσε την Αγάπη, Αυτός που δεν θα έπαυε ποτέ να παρουσιάζει στους ανθρώπους την Αλήθεια.
"Μετά βαΐων και κλάδων" υποδεχόμαστε κι εμείς το Χριστό, στην αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας, μοιάζοντας περισσότερο με τους ανθρώπους της Ιερουσαλήμ, σαγηνεμένοι από τα θαύματα και μην ακούγοντας το βάθος των λόγων και των έργων Του. Είναι καιρός όμως να ξεφύγουμε από την παρανοημένη εικόνα που έχουμε για το Χριστό και να αναζητήσουμε στην γνήσια κοινωνία με το πρόσωπό Του το Θεό που μας λυτρώνει, μας κάνει υπεύθυνους για τη ζωή και την ελευθερία μας και μας προτείνει την οδό που ξεκινά από το Πάθος, αλλά καταλήγει πάντοτε στην Ανάσταση. Την δική Του και την δική μας...

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ – ΜΙΑ ΑΛΛΙΩΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

 Η Μεγάλη Δευτέρα είναι για την Εκκλησία αφορμή να θυμηθούμε τον πάγκαλο Ιωσήφ. Είναι γνωστή η ιστορία του από την Παλαιά Διαθήκη. Τον πουλάνε τα αδέρφια του δούλο, βρίσκεται στην Αίγυπτο, η γυναίκα του κυρίου του Πετεφρή του επιτίθεται ερωτικά, αυτός την αποπέμπει, κλείνεται στη φυλακή, ερμηνεύει τα όνειρα του Φαραώ για τις παχιές και τις ισχνές αγελάδες, γίνεται στη συνέχεια ουσιαστικά πρωθυπουργός της Αιγύπτου, σώζει τον πατέρα του Ιακώβ, τ' αδέρφια του και όλο το λαό του Ισραήλ.
Στον οίκο του συναξαριού της ημέρας διαβάζουμε για τον Ιωσήφ μια παράξενη φράση: "Τον δουλωθέντα μεν τω σώματι, την ψυχήν δε αδούλωτον συντηρούντα". Ο Ιωσήφ έγινε δούλος εξωτερικά, στην ψυχή του όμως και στην σκέψη του παρέμεινε ελεύθερος. Είναι πολύ σπουδαία η φράση αυτή. Ο άνθρωπος συνήθως ταυτίζει την ελευθερία με την έλλειψη κάθε εξωτερικού καταναγκασμού. Σήμερα, ζούμε ελεύθεροι γιατί δεν έχουμε κάποιον να μας δυναστεύει, γι' αυτό άλλωστε αγωνιστήκαμε, γι' αυτό και η κοινωνία μας είναι δημοκρατική. Κάθε φορά μάλιστα που απειλούνται οι δημοκρατικές ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα του οιουδήποτε, υπάρχει γενική κινητοποίηση. Το ίδιο και όταν απειλείται η ελευθερία της πατρίδας, αλλά και το δημοκρατικό πολίτευμα.
Παρά ταύτα, υπάρχει και μια άλλη μορφή ελευθερίας, η οποία δεν τυγχάνει της προσοχής μας όσο χρειάζεται. Πρόκειται για την ελευθερία της ψυχής. Αυτή δε συνίσταται μόνο στην ελευθερία σκέψης και λόγου, αλλά κυρίως στην ελευθερία της καρδιάς από τα πάθη και τις αμαρτίες. Σήμερα ισχύει σχεδόν αξιωματικά η αντίληψη ότι η προσωπική ηθική δεν πρέπει να υποτάσσεται σε οιεσδήποτε δεσμεύσεις, ότι η θρησκευτικότητα του ανθρώπου είναι δικαίωμα που κανείς μπορεί αν το ασκεί ή όχι και ότι ο άνθρωπος χρειάζεται να απολαμβάνει κάθε στιγμή της ζωής του τα πάντα, χωρίς φραγμούς και περιορισμούς.
Αυτό όμως αποτελεί μια πλάνη, "χείρονα της πρώτης". Διότι υποδουλώνει τον άνθρωπο στις ανάγκες του και τις επιθυμίες του, τον αφήνει δέσμιο των εξαρτήσεών του, δεν του επιτρέπει να σκεφτεί την εσωτερική του ζωή και τον καθιστά τελικά δούλο της αμαρτίας και της κακίας. Ο άνθρωπος που δεν αγωνίζεται για την εσωτερική ελευθερία υποτάσσει τον εαυτό του στο συμφέρον, αντιμετωπίζει τη ζωή μόνο με την οικονομίστικη και τεχνοκρατική λογική, δεν δέχεται να θυσιάσει τίποτα και τελικά, αντιστρέφονται οι χαρακτηρισμοί του συναξαριού: γίνεται "αδούλωτος τω σώματι και δουλωθείς τη ψυχή"!
Η Εκκλησία, προβάλλοντας το υπόδειγμα του παγκάλου Ιωσήφ, μας δείχνει το ήθος της, που δεν είναι άλλο από την προσπάθεια απόκτησης της εσωτερικής ελευθερίας. Ο άνθρωπος που διαπνέεται από την ασκητική προοπτική, στερείται των επιθυμιών του, του εγωισμού του, αφήνει κατά μέρος το συμφέρον, προτιμώντας την αγάπη και την προσφορά, λειτουργεί αρμονικά και ισορροπημένα στη σχέση σώματος και ψυχής, τελικά είναι ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος.
Στην εποχή της κυριαρχίας των Μέσων, όπου η ελευθερία της σκέψης και της κριτικής παραμένει ένα μεγάλο ζητούμενο, ο καθένας έχει πολλά να διδαχθεί από την πορεία στην ελευθερία που μας προτείνει η Μεγάλη Εβδομάδα. Αρκεί να ζητήσει την ελευθερία, να βρει την αλήθεια κοντά στο Χριστό και να μην περιφρονεί αυτή την πραγματικά υπαρξιακή πορεία, ζώντας την δουλεία των παθών και την ψευδαίσθηση της εξουσίας και της ηδονής. Ο Ιωσήφ νίκησε τον εσωτερικό πόλεμο και τελικά δοξάσθηκε, αποδεικνύοντας ότι η αδούλωτη ψυχή είναι αυτό που αξίζει κανείς να θυσιάσει πολλά. Γιατί μόνο τότε, όπως πάλι λέει το συναξάρι, ο Θεός δίνει "στέφος άφθαρτον"...

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ – ΤΑ ΤΑΛΑΝΤΑ

Μεγάλη Τρίτη είναι για την Εκκλησία αφορμή να θυμηθούμε την παραβολή των ταλάντων. Κάποιος άρχοντας πραγματοποιεί ένα μακρινό ταξίδι, και πριν φύγει μοιράζει στους δούλους του τμήματα από την περιουσία του. Στον ένα δίνει πέντε τάλαντα, στον άλλο δύο, στον τρίτο ένα. Μετά την επιστροφή του οι δούλοι του δίνουν λογαριασμό. Αυτός που πήρε πέντε τάλαντα, εργάστηκε και παραδίδει συνολικά δέκα, αυτό που πήρε δύο παραδίδει τέσσερα, ενώ αυτός που πήρε ένα, το επιστρέφει, διότι θεωρεί ότι ο κύριος του είναι σκληρός και θέλει να θερίσει εκεί που δεν έσπειρε. Τότε ο άρχοντας διατάσσει να του πάρουν το τάλαντο και να το δώσουν σ' αυτόν που έχει τα δέκα και να τον τιμωρήσουν, αποκόπτοντάς τον ουσιαστικά από την κοινωνία με τους άλλους!
Στον οίκο του συναξαριού της ημέρας διαβάζουμε μια ενδιαφέρουσα φράση που απευθύνεται στον καθέναν από μας: "Το δοθέν σοι τάλαντον φιλοπόνως έργασαι". Το χάρισμα, γιατί αυτό είναι το τάλαντο, που έχει ο καθένας μας, ας εργαστεί με φιλοπονία, με επιμέλεια και με προθυμία, να το αξιοποιήσει. Τα χαρίσματα είναι πολύτιμα δώρα του Θεού στον κάθε άνθρωπο και υπάρχουν, σ' άλλον περισσότερα και σ' άλλον λιγότερα, αλλά πάντως δίδονται σε όλους. Το ερώτημα είναι κατά πόσον αξιοποιούνται.
Συνήθως, οι άνθρωποι νιώθουν περήφανοι για τις ικανότητές τους. Είναι αλήθεια πως πολλοί αγωνίζονται σκληρά για να πετύχουν στη ζωή τους, όχι μόνο επαγγελματικά. Το καλό όνομα, η αποδοχή και η υπόληψη της κοινωνίας προς τα ανθρώπινα πρόσωπα, εξαιτίας της ηθικής τους συμπεριφοράς και της προσπάθειάς τους να είναι "καλοί καγαθοί", αποτελούν σπουδαία κίνητρα στον αγώνα της ζωής. Ωστόσο, ταυτόχρονα με τις ικανότητες, εμφιλοχωρεί στον κόπο και μια εγωιστική διάθεση, η οποία καθιστά το χάρισμα όχι αφορμή προσφοράς και θυσίας, αλλά αφορμή υπερηφάνειας και μονομέρειας.
Ο πετυχημένος άνθρωπος συχνά θεωρεί τον εαυτό του φορέα τελειότητας. Το χάρισμα δεν γίνεται αφορμή ελευθερίας, προσφοράς, ενδιαφέροντος για τον άλλο, αλλά μόνο ικανοποίησης του συμφέροντος και της φιλοδοξίας, ενώ άλλοτε υπάρχει η αίσθηση της κτητικότητας, ότι το χάρισμα μας ανήκει και μπορούμε να το διαθέσουμε όπως εμείς θέλουμε. Γι' αυτό κι όταν τα χαρίσματα αμφισβητούνται, θιγόμαστε ακόμη περισσότερο.
Η Εκκλησία προτείνει στον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει πως ό,τι ξεχωριστό έχει, του δόθηκε από τον Θεό για να το καλλιεργήσει προς όφελος δικό του, αλλά κυρίως, προς όφελος των άλλων. Γι' αυτό δεν δέχεται ούτε τον εγωιστικό εγκλωβισμό στην αυτάρκεια των χαρισμάτων, ούτε την χρήση τους προς δόξαν του έχοντος, αλλά την λειτουργία του χαρίσματος προς όφελος της κοινότητας, των πολλών, της σύναξης. Η Εκκλησία δεν θέλει τον άνθρωπο εγκλωβισμένο στον ατομισμό, αλλά ζητά από τον καθένα την κοινωνική συνείδηση και προσφορά που θα τον κάνει να ζει για τους άλλους, και τους άλλους να ζουν γι' αυτόν!
Η εποχή μας είτε θεοποιεί τους χαρισματικούς ανθρώπους, εγκλωβίζοντάς τους στον εγωισμό και την κενοδοξία, είτε ισοπεδώνει τα χαρίσματα καθιστώντας τον άνθρωπο αριθμό στην απρόσωπη μάζα. Αν η κοινωνία μας συνειδητοποιήσει πόσο σπουδαίο είναι τα χαρίσματα να ελευθερώνουν τον έχοντα, αλλά και τον κόσμο, μέσα από την σωστή χρήση τους και την προσφορά, αλλά κυρίως μέσα από την αναφορά στο Θεό, τότε μέσα από αυτή την υγιή ταπείνωση της σχέσης με το Θεό το τάλαντο θα αξιοποιηθεί φιλοπόνως. Και τότε πραγματικά, "θα εισέλθουμε εις την χαράν του Κυρίου μας", δηλαδή στην κοινωνία της αγάπης και της προσφοράς, στην κοινωνία της ελευθερίας από την αυτάρκεια και τον εγωισμό...

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ – Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Η Μεγάλη Τετάρτη είναι για την Εκκλησία αφορμή να θυμηθούμε την αμαρτωλή γυναίκα, η οποία αλείφει τα πόδια του Χριστού με μύρο και δάκρυα, τα σκουπίζει με τα μαλλιά της και λαμβάνει από το Θεό την συγχώρεση για τις αμαρτίες της. Στον Όρθρο της ημέρας ψάλουμε το τροπάριο της Κασσιανής, μεγάλης υμνογράφου του 9ου αιώνα μ. Χ., το οποίο αναφέρεται στην "εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσαν γυνήν", αλλά και μια σειρά άλλων ποιητικότατων ύμνων που μαρτυρούν το γεγονός της αγάπης προς τον Χριστό, η οποία ελευθερώνει γνήσια τον άνθρωπο.
Σ' ένα από τα τροπάρια των Αποστίχων του Όρθρου διαβάζουμε μία φράση που πολλά έχει να πει: "Η απεγνωσμένη δια τον βίον και επεγνωσμένη δια τον τρόπον το μύρο βαστάζουσα προσήλθε σοι". Ο βίος είναι αμαρτωλός. Ερωτοτροπούμε και βιώνουμε την αμαρτία σε κάθε στιγμή της ζωής μας, είτε πράττοντας το θέλημά μας και στηριζόμενοι στον εγωισμό μας είτε παραδίδοντας τον εαυτό μας στις αμαρτίες και τις ηδονές είτε απορρίπτοντας την παρουσία του Χριστού από τη ζωή μας. Κι όχι μόνο αυτό. Τις περισσότερες φορές δεν συνειδητοποιούμε το πόσο μας αγαπά ο Χριστός, με αποτέλεσμα να περιφρονούμε την παρουσία Του ολοκληρωτικά, να αρνούμαστε καν να ακούσουμε το μήνυμά Του.
Η αμαρτωλή γυναίκα ήταν απεγνωσμένη, δηλαδή απελπισμένη για τη ζωή της. Όμως ήταν επεγνωσμένη για τον τρόπο, ήξερε πλέον καλά ποιος είναι ο δρόμος για τη σωτηρία. Η αγάπη προς τον Ιησού της έδειχνε την πορεία της αληθινής ελευθερίας. Γιατί η αγάπη μας κάνει ταπεινούς. Η αγάπη μας κάνει να κατανοούμε πως χρειάζεται η λύπη για ό,τι μας χωρίζει από τον Χριστό και η μετάνοια που μας ξαναφέρνει κοντά Του. Η αγάπη μας βοηθά να δούμε ότι δεν μπορούμε να είμαστε αυτάρκεις, αλλά ότι χρειαζόμαστε τον Χριστό. Η αγάπη είναι αυτή που μας κάνει να τολμούμε. Να συγχωρούμε για να συγχωρεθούμε. Να πηγάζει το δάκρυ της ευαισθησίας από την καρδιά μας για όλους, αλλά και για τον εαυτό μας. Να προσπίπτουμε στα πόδια του Λυτρωτή, αναζητώντας μια καινούρια αρχή.
Η εποχή μας έχει ως σημείο αναφοράς την εξουσία και τη δύναμη. Αυτός που αγαπά δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Ακόμα και η αγάπη εγκλωβίζεται στη λογική της αυτάρκειας και της απόλαυσης και γίνεται εγωισμός για δύο ή για πολλούς. Η Εκκλησία μας προτείνει την αγάπη που ελευθερώνει. Την αγάπη του Σταυρού και της Ανάστασης, γιατί ο Χριστός είναι η Αγάπη. Αλλά και όσοι Τον ακολούθησαν, με την αμαρτωλή γυναίκα στο επίκεντρο της ημέρας αυτής, την αγάπη βίωσαν και γεύτηκαν τη χαρά της αληθινής ελευθερίας.
Δεν απελευθερώνουν τον άνθρωπο οι γνώσεις, οι ηδονές, η δύναμη της τεχνολογίας, του χρήματος, η θαλπωρή του σώματος. Ούτε αποτελούν η φιλανθρωπία και η κοινωνική αλληλεγγύη λυτρωτικές δυνάμεις. Συμβάλλουν, αλλά δεν αντιμετωπίζουν αυτή την βαθύτατη υπαρξιακή ανάγκη του καθενός. Μονάχα η γνήσια κοινωνία με τον Χριστό οδηγεί στην επίγνωση του τρόπου της ελευθερίας. Αρκεί ένα δάκρυ, η σιωπή της μετάνοιας, η συγγνώμη, η προσφορά. Και τελικά, η δική Του παρουσία στη ζωή μας...

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ – Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗΣ

Η Μεγάλη Πέμπτη είναι για την Εκκλησία μας αφορμή να θυμηθούμε τον Μυστικό Δείπνο, την παράδοση δηλαδή του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, την προδοσία του Ιούδα, αλλά και την υπερφυή προσευχή του Κυρίου προς τον Πατέρα Του, να μην Τον αφήσει να πιει το ποτήρι του Πάθους, αλλά και την υπακοή Του σ' Αυτόν. Το γεγονός όμως που δίδει διδάγματα στη ζωή μας είναι η ταπείνωση του Χριστού, ο οποίος έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του, πριν φάνε μαζί για τελευταία φορά. Στα καθίσματα του Όρθρου της ημέρας ψάλλουμε χαρακτηριστικά: "Ο λίμνας και πηγάς και θαλάσσας ποιήσας, ταπείνωσιν εκπαιδεύων αρίστην, λεντίω ζωννύμενος μαθητών πόδας ένιψε, ταπεινούμενος υπερβολή ευσπλαχνίας". Ο Δημιουργός του κόσμου ταπεινώνεται από την υπερβολική ευσπλαχνία Του για μας, αλλά και μας διδάσκει την άριστη οδό της ταπείνωσης.
Η βασικότερη αμαρτία του ανθρώπου είναι ο εγωισμός. Αυτός οδηγεί τον άνθρωπο στην εμπάθεια, αυτός δηλητηριάζει τις ανθρώπινες σχέσεις, καθώς δεν επιτρέπει την υποχώρηση και τη θυσία, αυτός οδηγεί στη ρήξη της αγάπης, αυτός βάζει τον άνθρωπο να θεωρεί τον εαυτό του θεό στη θέση του Θεού. Όταν μιλούμε για τον εγωισμό βέβαια, δεν εννοούμε ό,τι διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τους άλλους, την έννοια του "εγώ", της προσωπικότητας. Εννοούμε την υπερτροφική ανάπτυξη αυτού του "εγώ", την άρνηση δηλαδή του ανθρώπου να ισορροπήσει στις σχέσεις του με τους άλλους, να συνειδητοποιήσει ότι η αγάπη είναι αυτή που εξασφαλίζει την αρμονία, ότι αν θυσιάζουμε την δική μας απόλαυση, την δική μας επιβολή στους άλλους, αν μάθουμε να ακούμε τους άλλους, αν μάθουμε να απλώνουμε το χέρι στους άλλους, αν μάθουμε να αφήνουμε το θέλημά μας κατά μέρος, τότε ζούμε την πραγματική ελευθερία.
Κι αυτή η ελευθερία βιώνεται μόνο μέσα από την ταπείνωση. Ταπείνωση σημαίνει υπακοή στο θέλημα του Θεού, γιατί ξέρουμε ότι Αυτός μας αγαπά. Ταπείνωση σημαίνει αναγνώριση της αδυναμίας και της αμαρτωλότητάς μας, μπροστά στην αγαθότητα του Θεού. Ταπείνωση σημαίνει ότι θεωρούμε από αγάπη τον εαυτό μας πιο αδύναμο από τους άλλους, πως όσο κι αν προσπαθούμε, δεν έχουμε αναπτύξει τα χαρίσματα που ο Θεός μας εμπιστεύθηκε, ότι δεν ζούμε για τους άλλους, αλλά μονάχα για τον εαυτό μας. Ταπείνωση σημαίνει κατανόηση στον πόνο, τη δυσκολία και την άρνηση του άλλου να συμπλεύσει με την επιθυμία μας, σημαίνει ανοχή εν αγάπη. Ταπείνωση είναι η γνήσια θυσία και προσφορά στον Άλλο, είναι το να πλύνεις τα πόδια του, να θεραπεύσεις τις ανάγκες του, να διακονήσεις και όχι να διακονηθείς, να συγχωρέσεις, ακόμα και τους εχθρούς σου!
Η εποχή μας έχει ως σημείο αναφοράς την υπερηφάνεια και την υπεροχή έναντι του άλλου, το υπερτροφικό εγώ μας ως κέντρο της ζωής. Προτιμούμε οι άλλοι να υπηρετούν τις ανάγκες μας και αρνούμαστε να δούμε τις δικές τους. Το "δικαίωμα" ως έννοια του πολιτισμένου κόσμου θριαμβεύει. Η Εκκλησία μας προτείνει την ταπείνωση του Χριστού ως τρόπο έκφρασης της υπερβολής της αγάπης, για να ξαναβρούμε την αληθινή ελευθερία. Γιατί ελευθερία σημαίνει να παραιτείσαι από τα δικαιώματά σου, χάριν της αγάπης προς τον άλλο. Κι αυτό δε γίνεται αν ο άλλος δεν είναι μοναδικής και ανυπέρβλητης αξίας για σένα. Δεν γίνεται αν ο Άλλος δεν κατανοηθεί ως Αυτός για τον οποίο ο Χριστός ταπεινώθηκε και σταυρώθηκε, Αυτός που αγαπιέται από τον Χριστό εξίσου με σένα...

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ – Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ

Η Μεγάλη Παρασκευή μας φέρνει ενώπιον των Παθών του Κυρίου μας. Ο Χριστός υποφέρει, σταυρώνεται και πεθαίνει, για να μας οδηγήσει στην σωτηρία, την απαλλαγή από την φθορά και την αμαρτία που διαποτίζει την ύπαρξή μας και να μας δώσει την Ζωή. Στους Μακαρισμούς, που ψάλλουμε μετά την έξοδο του Εσταυρωμένου, διαβάζουμε χαρακτηριστικά: "Εσταυρώθης δι' εμέ, ίνα εμοί πηγάσης την άφεσιν. Εκεντήθης την πλευράν, ίνα κρουνούς ζωής αναβλύσης μοι". Η συγγνώμη του Σταυρού και η ανάβλυση της ζωής μέσα από το Πάθος, μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε ότι αληθινή ελευθερία δεν νοείται χωρίς θυσία.
Σκοπός του κάθε ανθρώπου είναι η επιβίωση. Ο καθένας μας κάνει ό,τι μπορεί για να ζήσει και να ζήσει καλύτερα. Η επιστήμη μπαίνει στην υπηρεσία του ανθρώπου με σκοπό να αντιμετωπίσει τις ασθένειές του, να παρατείνει τη δυνατότητα να χαρεί το φως της ζωής, να τον συνδράμει στην όσο το δυνατόν υπέρβαση του θανάτου. Η παραίτηση από τη ζωή θεωρούνταν και δεν παύει να είναι μια τρέλα! Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να ζει.
Ελάχιστα όμως συνειδητοποιούμε την διαφορά ανάμεσα στην έννοια της επιβίωσης και την έννοια της ζωής. Επιβιώνω σημαίνει τρώω, πίνω, κοιμάμαι, εργάζομαι, βγάζωΧΡΉΜΑΤΑ για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, εκτονώνομαι, αναπαράγομαι, ξεκουράζομαι, χαίρομαι ή λυπάμαι, όπως άλλοι. Ζω σημαίνει ότι όλες αυτές τις βιολογικές και κοινωνικές λειτουργίες τις μεταποιώ σε νόημα και στάση ζωής. Τρώω όσο μου χρειάζεται για την βιολογική μου υπόσταση, στερούμαι εκούσια την τροφή γιατί ξέρω ότι "ουκ επ' άρτω μόνο ζήσεται ο άνθρωπος". Εργάζομαι για να θεραπεύσω τις βιοτικές ανάγκες, αλλά εργάζομαι και το καλό και την αρετή. Συστήνω οικογένεια γιατί είμαι κοινωνικό ον, αλλά αγαπώ τον άλλο περισσότερο από μένα, γιατί μόνο μέσα από την σχέση έχει νόημα η κοινωνικότητα.
Η θυσία του Χριστού στο Γολγοθά ήταν άρνηση της βιολογικής επιβίωσης της ανθρώπινης φύσης, καθώς ο Χριστός ως Θεάνθρωπος και αναμάρτητος μπορούσε να μην πεθάνει. Ήταν όμως η σπουδαιότερη κατάφαση της ζωής, από την ίδια τη Ζωή. Όπως λέει ένα από τα πιο όμορφα εγκώμια της Μ. Παρασκευής, σαν τον πελεκάνο, που, όταν τα παιδιά του δηλητηριάζονται από το τσίμπημα του φιδιού, τρυπά τα πλευρά του και τους μεταγγίζει το αίμα του για να τα σώσει, πεθαίνοντας ο ίδιος, έτσι κι ο Χριστός μας δίνει το αίμα Του, για να σωθούμε από το δηλητήριο της αμαρτίας και του θανάτου και να ξαναβρούμε το αληθινό νόημα της ύπαρξής μας.
Η εποχή μας έχει ως σημείο αναφοράς την ατομική επιβίωση και αυτάρκεια. Η Εκκλησία μας προτείνει την θυσία του Χριστού ως τον τρόπο εκείνο που θα μας καταστήσει αληθινά ελεύθερους. Γιατί μόνο όταν παραιτείται κανείς από την απλή επιβίωση, για να πλημμυρίσει η ύπαρξή του από τη ζωή της πίστης, της σωτηρίας, της αγάπης για το Χριστό και το συνάνθρωπο, όποια συνέπεια κι αν έχει αυτός ο δρόμος, τότε ζει την πραγματική ελευθερία. Κι αυτή η παραίτηση και ζωή της θυσίας, η υπέρβαση του εαυτού μας εξαιτίας της αγάπης, βιώνεται μόνο μέσα στην Εκκλησία, μέσα από την σταύρωση των παθών και την Ανάσταση της αρετής και του τρόπου που ο Χριστός έγινε πρότυπό του...

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ – Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Το Μεγάλο Σάββατο η Εκκλησία μας κείται στην προσδοκία της Ανάστασης. Ο Χριστός βρίσκεται στον Άδη, το σώμα Του έχει ταφεί, χωρίς όμως να γνωρίζει την φθορά που γνωρίζουν όλοι οι νεκροί, καθώς παραμένει ενωμένο με την θεότητα, ενώ η ψυχή του Χριστού βρίσκεται στην κόλαση, στο χώρο του θανάτου, όπου κηρύττει την μετάνοια. Ο Θεάνθρωπος Χριστός ολοκληρώνει το έργο της Θείας Οικονομίας, που είναι η ανάσταση όλης της Δημιουργίας και όλων των ανθρώπων, κι αυτών που ήταν εν ζωή, αλλά και αυτών που είχαν πεθάνει πριν τον ερχομό του Ιησού στον κόσμο. Ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου, ο θάνατος, νικιέται δια του θανάτου του Χριστού, και όλα κινούνται στην προσδοκία της Ανάστασης, της γνήσιας ελευθερίας.
Σ' έναν από τους πιο όμορφους ύμνους, που ολοκληρώνουν την ακολουθία του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, διαβάζουμε τα εξής θαυμάσια λόγια: "Δεύτε ίδωμεν την ζωήν ημών εν τάφω κειμένην, ίνα τους εν τάφοις κειμένους ζωοποιήση. δεύτε σήμερον, τον εξ Ιούδα υπνούντα θεώμενοι, προφητικώς αυτώ εκβοήσωμεν. Αναπεσών κεκοίμησαι ως λέων. τις εγερεί σε, βασιλεύ; αλλ' ανάστηθι αυτεξουσίως, ο δους σεαυτόν υπέρ ημών εκουσίως. Κύριε, δόξα σοι". Το ποιητικό αυτό κείμενο αποτυπώνει το απόσπασμα της Παλαιάς Διαθήκης, που αναφέρεται στον Ιακώβ. Ο Χριστός κοιμάται σαν το λιοντάρι, έτοιμος να ξυπνήσει, να αναστηθεί, να φέρει στον κόσμο την ελπίδα, τη χαρά της νίκης, την συντριβή του θανάτου, να φέρει στην ιστορία το πιο σπουδαίο μήνυμα, που άλλο ανώτερο δεν υπάρχει: ότι πλέον είμαστε ελεύθεροι και από το θάνατο.
Για τους περισσότερους ανθρώπους ο θάνατος είναι η έσχατη απόδειξη δουλείας. Είμαστε ανίσχυροι απέναντί του. Μπορούμε να τον απομακρύνουμε, αλλά όχι να τον υπερβούμε. Για τους περισσότερους ο θάνατος αποτελεί το βιολογικό και οριστικό τέρμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν υπάρχει λογική απόδειξη επιστροφής από το "επέκεινα", το μετά τον θάνατο, με αποτέλεσμα η θλίψη να είναι ανυπέρβλητη. Απέναντι στον θάνατο ο άνθρωπος ζει με τον φόβο ή εκείνη την ελπίδα ότι το τέλος δεν θα έλθει.
Ο Χριστός έζησε τον θάνατο, όχι ως βιολογικό τέρμα ή ως αναπόδραστη κατάσταση, αλλά ως υπακοή στο θέλημα του Πατέρα Του. Έφτασε την φύση Του, που είχε την αθανασία δεδομένη, καθώς δεν είχε αμαρτία, στο κατώφλι του θανάτου και το πέρασε σωματικά, για να μας δείξει ότι ο θάνατος είναι το τέρμα, μόνο όταν συνοδεύεται από τον χωρισμό από το Θεό. Αυτός που ζει το Θεό με υπακοή στο θέλημά Του, αυτός που αγωνίζεται εναντίον της αμαρτίας, η οποία είναι ο θάνατος, ελευθερώνεται ακόμη και από τα δεσμά του θανάτου, γιατί ακολουθεί τον Χριστό.
"Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει. εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρη", μας λέει ο Κύριος. Αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος αποτελεί για μας τους θνητούς την αφορμή, πολύν καρπό να φέρουμε, αν ζούμε με υπακοή στο Θεό. Ο Χριστός μας δίδαξε ότι αυτό είναι κατορθωτό. Αν πεθάνουμε ως προς την αμαρτία, δηλαδή νεκρώσουμε τα πάθη και τις κακίες μας, τότε ουσιαστικά φέρουμε πολύν καρπό, της αγάπης, της αρετής, της πίστης στο Θεό, γιατί αυτό είναι το θέλημά Του για μας. Αν πεθάνει ο εγωισμός μας, με την άσκηση, την προσπάθεια, την ταπείνωση, την θυσία, τότε πολύν καρπό φέρουμε. Τραβάμε την χάρη και το έλεος του Θεού και τότε, ακόμα και ο βιολογικός θάνατος είναι το σημείο εκείνο της ζωής που μας απαλλάσσει από την φθορά και την αμαρτία και μας φέρνει κοντά σ' Αυτόν που πέθανε για μας, τον Χριστό.
Ο Χριστός αναπαύεται στον τάφο σωματικά. Ο Χριστός κηρύττει στον Άδη τη Ζωή. Και θα αναστηθεί ως ο λέων, αυτεξουσίως, και θα τραβήξει μαζί Του όσους τον πίστεψαν, αλλά και όσους τον πιστεύουν, όσους τους αγγίζει το μήνυμα, το πρόσωπο, η κοινωνία μαζί Του. Ελευθερωνόμαστε από το θάνατο, χάρις στον θάνατο του Σωτήρα. Όλα πλέον είναι διαφορετικά. Δεν φοβόμαστε το θάνατο, γιατί θα μας πάει σ' Αυτόν που μας αγαπά και αγαπούμε. Και θα περιμένουμε την Δευτέρα Παρουσία, για να γευτεί και το σώμα μας, αυτή την ανεκλάλητη χαρά. Αυτή την ανεκλάλητη ελευθερία. Αυτή την ανεκλάλητη αιώνια ζωή.
Στο Μεγάλο Σάββατο βρίσκονται τα σώματα των ανθρώπων που έφυγαν από αυτή τη ζωή. Μα όσοι ζούμε την πίστη, όσοι αγαπούμε, όσοι συγχωρούμε, όσοι κοινωνούμε έχουμε μπει ήδη στην ογδόη ημέρα. Την ημέρα της Εκκλησίας. Την Ημέρα της Ανάστασης. Την Κυριακή, την ημέρα του Κυρίου...

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ – Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Η Κυριακή του Πάσχα είναι για την Εκκλησία η αφετηρία της νέας δημιουργίας. Η φθορά και ο θάνατος πλέον δεν έχουν καμία δύναμη στη ζωή του ανθρώπου και της κτίσης, αλλά "τα πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια". Αυτό φαντάζει οξύμωρο για τη νοοτροπία του κόσμου, καθώς όλοι διαπιστώνουμε την συνεχή καταστροφή του περιβάλλοντος, τον θάνατο που κρατά δέσμιο τον κάθε άνθρωπο, αλλά και το γεγονός ότι ο κόσμος μας ελάχιστα έχει αλλάξει, παρά τα μηνύματα και την παρουσία της πίστης στο Χριστό. Αδικίες και πόλεμοι γίνονται, τα συμφέροντα κυριαρχούν, η ζωή είναι πάντοτε απλόχερη για τους λίγους, ενώ οι πολλοί βιώνουν την δυσκολία, η πρόοδος δεν έχει εξασφαλίσει την ευτυχία, αλλά έχει εξοβελίσει το Θεό από την ζωή των πολλών.
Επομένως, το ερώτημα ποια είναι η σημασία της Ανάστασης για τον σημερινό άνθρωπο φαντάζει δυσκολοαπάντητο. Όσο κι αν η γλώσσα της θεολογίας δίνει περιγραφές του γεγονότος και φανερώνει σημεία, στα οποία θα μπορούσε κανείς να σταθεί, η πλειοψηφία των ανθρώπων περιμένει να ακούσει το "Χριστός Ανέστη" και να διασκορπισθεί, όπως περιγράφει ο στίχος: "Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν". Εκτός από την φαινομενική αταραξία του κόσμου και της ζωής, το ίδιο το μήνυμα της Ανάστασης δεν φαίνεται να αλλάζει και τους πολλούς.
Είμαστε όμως τα παιδιά του Αναστημένου Θεού. Ο Χριστός δεν είναι ένα κήρυγμα ηθικής, δεν είναι ένας κοινωνικός αναμορφωτής, δεν είναι ένας απλός επαναστάτης, διαφορετικός από τους άλλους, αλλά πάντως ένας από τους πολλούς που πέρασαν από την ανθρώπινη ιστορία. Ο Χριστός είναι ο Θεός που γίνεται άνθρωπος, κρατώντας τη Θεότητά Του, για να μας κάνει θεούς κατά χάριν, δηλαδή να ζούμε αιώνια, να μας απαλλάξει από τον θάνατο και τη φθορά. Για μας που πιστεύουμε σ' Αυτόν, αλλά και για όλο τον κόσμο, και γι' αυτούς ακόμη που δεν τον πίστεψαν και δεν θα τον πιστέψουν, ο Χριστός έφερε αυτή την καινούρια δημιουργία, την Εκκλησία.
Σ' αυτήν και το τελευταίο φυλλαράκι έχει αξία, καθώς και μέσα απ' αυτό μπορούμε να θαυμάσουμε την ομορφιά της ζωής, που ο Θεός έπλασε. Μπορούμε να θαυμάσουμε το μυστήριο της αγάπης, την μεταμόρφωση του καθενός που πιστεύει κι αγωνίζεται, τη δύναμη της μετάνοιας, την δύναμη της αγιότητας που αγκαλιάζει τον Άλλο και όλο τον κόσμο. Τη δύναμη εκείνη που κάνει την Εκκλησία να προχωρά 20 αιώνες, χωρίς τα λάθη των όσων την απαρτίζουν να την καταστρέφουν, χωρίς το αίμα και οι διωγμοί να αποτρέπουν την πίστη, αλλά να την αυξάνουν. Την δύναμη εκείνη που δίνει ελπίδα και στον τελευταίο άνθρωπο της γης.
Αν τα πάντα γίνονται καινά, αν η φθορά και ο θάνατος καταργούνται, αυτό μπορούμε να το ζήσουμε, μόνο με το να δούμε τον Χριστό ως προσωπικό Θεό μας, ως Σταυρωμένο για μας προσωπικά, ως Αναστημένο για μας προσωπικά, ως ερχόμενο για μας προσωπικά. Στην σχέση βρίσκεται το νόημα της Πίστης, στη σχέση βρίσκεται το νόημα της Ανάστασης, στη σχέση με τον Χριστό επαναποκτούμε ως δωρεά την γνήσια και μοναδική ελευθερία, του να μπορούμε να είμαστε παιδιά Του, παιδιά της Ανάστασης.
Όσοι ζούμε το φως που πλημμυρίζει την κτίση, το φως που ανατέλλει από τον Πανάγιο Τάφο, όσοι ζούμε την Ανάσταση στις καρδιές μας πιστεύοντας, συγχωρώντας, κοινωνώντας με το Χριστό και τον συνάνθρωπο δεν αγνοούμε τον ταραγμένο κόσμο μας. Αγωνιζόμαστε να τον καλυτερέψουμε. Αλλά, η ελπίδα μας είναι η Αναστάσιμη Ελευθερία. Ξεφεύγουμε, ζώντας στον πλημμυρισμένο από το Φως του Χριστού εσωτερικό μας κόσμο, από ό,τι μας θανατώνει. Και γευόμαστε, μένοντας στην αναστάσιμη και σε κάθε Θεία Λειτουργία την μετάληψη του Φωτός, την μετάληψη του Χριστού, ζώντας τη χαρά στο πρόσωπο του αδελφού μας και περιμένοντας την στιγμή εκείνη που ο Αναστημένος Χριστός θα μας αρπάξει στην ουράνια βασιλεία Του, περνώντας με το Πάσχα του θανάτου στην χαρά της άλλης βιοτής, της αιώνιας, της Αναστάσιμης, της μοναδικά ελεύθερης.
Ζούμε την μυστική χαρά σήμερα, έχουμε την Αναστάσιμη φωνή του Χριστού άγκυρα ελπίδας στη ζωή μας. Δεν μένουμε στα λαογραφικά έθιμα, αλλά μετανοημένοι, σταυρωμένοι ως προς τα πάθη μας, πανηγυρίζουμε και γιορτάζουμε "μη εν ζύμη παλαιά, μηδέ εν ζύμη κακίας και πονηρίας, αλλ' εν αζύμοις ειλικρινείας και αληθείας", όπως λέει ο Παύλος. Και ζυμώνουμε ως μικρά ζύμη, όλο το φύραμα, καλώντας όλο τον κόσμο να μετάσχει στη χαρά. Γινόμαστε οι χριστιανοί σήμερα το προζύμι που φτιάχνει τον άρτο της ζωής, την Εκκλησία, την Ελπίδα, την Αλήθεια.
Την Ελευθερία της Ανάστασης...
Πηγή- agiameteora.net
Το είδαμε εδώ

Ἁγιότητα καὶ Θεὸς Anthony Bloom

Κάθε ἁγιότητα εἶναι ἡ ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ μέσα μας: εἶναι μία ἁγιότητα ποὺ σημαίνει συμμετοχὴ καὶ ὑπὸ μία ἔννοια κάτι περισσότερο ἀπὸ αὐτό, ἀφοῦ συμμετέχοντας σ’ ὅ,τι δεχόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό, γινόμαστε μία ἀποκάλυψη ἐκείνου ποὺ μᾶς ξεπερνᾶ. Καθὼς γινόμαστε φῶς περιορισμένο, ἀποκαλύπτουμε τὸ Φῶς. Ὅμως, δὲν θὰ πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι σ’ αὐτὴ τὴ ζωή ἐντός τῆς ὁποίας πασχίζουμε γιὰ ἁγιότητα, ἡ πνευματικότητά μας πρέπει νὰ ὁρίζεται ἀπὸ πολὺ ἀντικειμενικοὺς καὶ συγκεκριμένους ὅρους. Ὅταν διαβάζουμε βιβλία γιὰ τὴν πνευματικότητα ἢ βιβλία ποὺ καταπιάνονται μὲ τὴ μελέτη τοῦ θέματος αὐτοῦ, βλέπουμε πὼς ἡ πνευματικότητα ὁρίζεται πολὺ συχνὰ (εἴτε αὐτὸ λέγεται ρητὰ εἴτε ἁπλῶς ὑπονοεῖται) ὡς μία στάση, μία κατάσταση τῆς ψυχῆς, μία ἐσωτερικὴ συνθήκη, ἕνας τύπος ἐσωτερικότητας κ.ο.κ. Στὴν πραγματικότητα, ἂν ἀναζητήσετε τὴ βαθύτερη σημασία καὶ τὸν ἐσωτερικὸ πυρήνα τῆς πνευματικότητας, θὰ ἀνακαλύψετε ὅτι αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ καταστάσεις τῆς ψυχῆς, οἰκεῖες σέ μᾶς, ἀλλὰ ὅτι ἀποτελεῖ τὴν παρουσία καὶ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν κόσμο, ἐντὸς ἡμῶν, ἐξ ἡμῶν καὶ δι’ ἡμῶν. Κατ’ οὐσίαν δηλαδή, δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα ζήτημα τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο τὴν ἐκφράζουμε.

Ὑπάρχει μία ἀπόλυτη ἀντικειμενικότητα τόσο στὴν ἁγιότητα ὅσο καὶ στὴν πνευματικότητα ποὺ ἐκφράζεται μέσα ἀπ’ αὐτή. Ἡ πνευματικότητα εἶναι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέει ὅτι εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ μᾶς διδάσκει νὰ λέμε: «Ἀββᾶ ὁ πατήρ». Εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ ἴδιος ὁ Θεός, αὐτὸ ποὺ δίνει ἐντὸς μας σχῆμα στὴ θεία γνώση. Κι ἀκόμα, δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἁγιότητα ἀπὸ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ -μόνο ὡς σῶμα Χριστοῦ μποροῦμε νὰ συμμετάσχουμε στὴν ἁγιότητα, μόνο ὡς σῶμα Χριστοῦ μποροῦμε νὰ συμμετάσχουμε στὸν Χριστὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἂν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τότε ἀναδύεται ἕνα ἐρώτημα τεράστιας σημασίας. Στὴν προοπτική τῆς ἀναζήτησής μας γιὰ ἁγιότητα, μέσα στὸ πλαίσιο (εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι) τοῦ κτιστοῦ κόσμου καὶ τοῦ κόσμου τῶν ἀνθρώπων (τοῦ τραγικοῦ καὶ περίπλοκου κόσμου ποὺ ζοῦμε), ἂν εἶναι ἡ παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αὐτὸ ποὺ ἡ ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ ἐκφράζει στὸ πρόσωπο καθενὸς ἀπὸ τὰ μέλη της, τότε ποιὸ εἶναι τὸ ὅριο αὐτῆς τῆς ἀγάπης; Μὲ ἄλλα λόγια, ποῦ βρίσκεται τὸ ὅριο τῆς δικῆς μας αἴσθησης ἀλληλεγγύης καὶ εὐθύνης; Ὑπάρχει ἄραγε κάποια στιγμὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς κάνει νὰ ἀπαγκιστρωθοῦμε καὶ νὰ ποῦμε: «Σὲ ἀφήνω, πάρε τὸν δρόμο σου· ἂν μετανοήσεις, ἂν ἀλλάξεις, θὰ ξαναβρεθοῦμε καὶ πάλι, ἀλλὰ ὅσο εἶσαι ἔτσι ὅπως εἶσαι, δὲν μπορῶ νὰ παραμένω μαζί σου»; Ἢ μήπως δὲν ὑπάρχουν ὅρια, ὄχι μόνο στὴ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ στὴν πελώρια καὶ παθιασμένη ἀλληλεγγύη Του; Ἡ Βίβλος, σὲ περισσότερα ἀπὸ ἕνα ἐδάφια, θέλοντας νὰ μᾶς τοποθετήσει ἐνώπιον τῆς παρουσίας τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «Ἔρως», κάνει δηλαδὴ λόγο γιὰ μιὰ ἀγάπη καὶ μιὰ δέσμευση ἀπόλυτη καὶ παθιασμένη, ποὺ ἐναγκαλίζεται τὰ πάντα, χωρὶς νὰ ἀποκλείει τίποτα.

Θὰ ἤθελα νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας σὲ μιὰ ἀναφορὰ ποὺ σίγουρα δὲν εἶναι βιβλικὴ καὶ δὲν διαθέτει κάποια αὐθεντία ἀπὸ μόνη της, ἀλλὰ ποὺ ὡστόσο μοῦ φαίνεται ἐνδιαφέρουσα. Τὸν δέκατο ἕβδομο αἰώνα, ἕνας Ρῶσος ἱερέας. ἕνας ἄνθρωπος μὲ φλογερὸ φρόνημα, ἔγραψε τὴν αὐτοβιογραφία του. Ἤθελε νὰ καταδείξει πὼς ἕνας ἄνθρωπος πίστης μπορεῖ νὰ παραμείνει ἑδραῖος στὴν πίστη του, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ δολιότητα (ἢ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐξελάμβανε ὡς δολιότητα) τῆς ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Στὸ πρόλογο αὐτῆς τῆς αὐτοβιογραφίας, ὁ συγγραφέας κάνει λόγο γιὰ τὴ θεία Σύνοδο ποὺ προηγήθηκε τῆς κτίσης τοῦ κόσμου καὶ λέει: «Στὸ φῶς ὅσων γνωρίζουμε γιὰ τὸν ἔνσαρκο Θεό, μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς κάποια στιγμὴ ὁ Πατέρας εἶπε στὸν Υἱό: «Υἱέ μου, ἂς ποιήσουμε τὸν ὁρατὸ κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο». Καὶ ὁ Υἱὸς ἀπάντησε: «Πατέρα, ἂς γίνει κατὰ τὸ θέλημά Σου». Καὶ ὁ Πατέρας πρόσθεσε: «Υἱέ μου, γνωρίζεις ἄραγε πὼς ἂν ἐνεργήσω διά Σοῦ, θὰ ἔρθει κάποια μέρα ποὺ ὁ ἄνθρωπος θὰ μᾶς προδώσει καί, προκειμένου νὰ τὸν φέρουμε πάλι κοντά μας, θὰ πρέπει νὰ πεθάνεις;». Καὶ ὁ Υἱὸς ἀπάντησε καὶ πάλι: «‘Ἂς γίνει κατὰ τὸ θέλημά Σου, Πατέρα». Κι ἔτσι πλάστηκε ὁ κόσμος». Αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα δὲν εἶναι ἀπὸ κάποιο ἀπόκρυφο κείμενο, δὲν προσποιεῖται δηλαδὴ ὅτι διατυπώνει κάποια βιβλικὴ πραγματικότητα μὲ ἄλλη ὁρολογία, ἀλλὰ ἐκφράζει μία βαθιὰ ἐσωτερικὴ ἀλήθεια: ὁ Θεός, μέσα στὴν πραγματικότητα τῆς θείας πανσοφίας Του, θέλησε καὶ κάλεσε στὴν ὕπαρξη τὸν κόσμο, ἔχοντας πλήρη συνείδηση τῶν συνεπειῶν ποὺ αὐτὴ ἡ θεία κλήση (ἡ θεία κλήση ποὺ ἔκανε ἕναν ἐλεύθερο κόσμο νὰ ἀναδυθεῖ ἐκ τοῦ μηδενὸς) θὰ εἶχε γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι, θὰ λέγαμε, ἕνας ἀγώνας μεταξὺ Θεοῦ καὶ κόσμου, καὶ ἡ τραγωδία γιὰ τὴν ὁποία τόσο συχνὰ παραπονιόμαστε εἶναι πιὸ τραγικὴ γιὰ τὸν Θεὸ παρὰ γιὰ τὸν κόσμο!


 


Μέσα ἀπὸ τὴν Ἱστορία τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, βλέπουμε πὼς ὁ Θεὸς ἀναλαμβάνει συνεχῶς τὴν πλήρη εὐθύνη τῆς δημιουργικῆς Του ἐνέργειας. Βῆμα-βῆμα ὑποστηρίζει τοὺς προφῆτες, διακηρύσσει τὸ θέλημά Του, ἀποκαλύπτει τὸ βάθος τῆς σκέψης Του. Ὁ Ἀμὼς λέει ὅτι προφήτης εἶναι ἐκεῖνος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς μοιράζεται τὶς σκέψεις Του. Καὶ ὁ Θεὸς διατηρεῖ τὴν πιστότητά του, ὅταν ἡ κτίση γίνεται ἄπιστη -θυμηθεῖτε τὸν Ὠσηὲ καὶ τὶς εἰκόνες ποὺ δίνει γιὰ τὸν πιστὸ σύζυγο, ποὺ ἐγκαταλείπεται ἀπὸ τὴ σύζυγό του. Ἔτσι, πίσω ἀπὸ καθετὶ ὑπάρχει μία μονομερὴς ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποία ὅμως ὁ Θεὸς σηκώνει τὴν πλήρη καὶ ἔσχατη εὐθύνη. Αὐτὸ εἶναι σημαντικό, ἐπειδὴ ἂν εἴμαστε «ἐν Θεῷ», πρέπει νὰ μοιραστοῦμε μαζί Του αὐτὴ τὴ θεία εὐθύνη, ἢ τουλάχιστον νὰ λάβουμε ἀπ’ αὐτὴ τὸ μερίδιό μας. Ἡ ἐπιλογή μας νὰ εἴμαστε Ἐκκλησία δὲν ἀποτελεῖ παραδείσιο προνόμιο. Εἶναι κατ’ οὐσίαν μία ἐπιλογὴ συμμετοχῆς στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ συνάμα καὶ μία ἐπιλογὴ συμμετοχῆς στὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν Ἐνσάρκωση καὶ τὴ θεία οἰκονομία τῆς σωτηρίας. Θέλω ἐδῶ νὰ ἐπιμείνω στὴν ἔνταση αὐτῆς τῆς ἀλληλεγγύης, στρέφοντας ἁπλὰ τὴ σκέψη σας σ’ ἐκεῖνα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, τὰ τελευταῖα Του σχεδὸν λόγια, ποὺ πρόφερε πάνω στὸν σταυρό: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μὲ ἐγκατέλειψες;».

Ὅταν μιλᾶμε γιὰ ἀλληλεγγύη τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα ἀπὸ τὴν Ἐνσάρκωση, ἔχουμε συνεχῶς κατὰ νοῦ τὶς μείζονες καὶ ἐλάσσονες ἐκφράσεις αὐτῆς τῆς ἀντινομίας. Ἔχουμε κατὰ νοῦ τοὺς περιορισμοὺς στοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος ὁ Θεῖος Λόγος ὑπέβαλε τὸν ἑαυτό Του, εἰσερχόμενος στὴν ἱστορία καὶ γενόμενος δέσμιος τοῦ χώρου: πεινᾶ, διψᾶ, κουράζεται. Καὶ σὲ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο: ἀναζητᾶ καὶ ἀποδέχεται τὴ συντροφιὰ τῶν ἁμαρτωλῶν. Ζεῖ καταμεσῆς τοῦ μίσους καὶ ἐν τέλει αὐτὸ τὸ μίσος εἶναι ποὺ Τὸν σκοτώνει. Αὐτὲς οἱ δύο τελευταῖες λέξεις μοῦ φαίνονται πολὺ ἀδύναμες, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀδυναμία τους: «τὸ ἀνθρώπινο μίσος Τὸν σκοτώνει». Αὐτὸ ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ κατανοήσουν τί τὸ ἰδιαίτερο εἶχε ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ. Ἂν εἶναι ζήτημα θανάτου, τότε ὅλοι ὅσοι συμμετέχουν στὴ θνητότητα πεθαίνουν -κι Ἐκεῖνος δὲν ἔκανε τίποτα παραπάνω ἀπ’ ὅ,τι ὅλοι μας κάποτε θὰ κάνουμε. Ἂν εἶναι ζήτημα βασάνων, τότε ὑπάρχουν μυριάδες ἄνθρωποι ποὺ ὑπέφεραν ἀπείρως περισσότερο ἀπ’ ὅσο Ἐκεῖνος στὸν σταυρό. Δύο ληστὲς σταυρωνόντουσαν τὴν ἴδια ὥρα μ’ Ἐκεῖνον – πέθαναν κι ἐκεῖνοι θάνατο ἀνθρώπινο πάνω στὸν σταυρό. Ἂν φέρουμε στὸ νοῦ μας τὸ ἑνδέκατο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς, βλέπουμε ὅτι τὰ ἀνθρώπινα βάσανα, ἡ ἀνθρώπινη φρίκη, ἀκόμα κι ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ἁγιότητας, ἔχουν ξεπεράσει ὅ,τι θὰ μπορούσαμε νὰ φανταστοῦμε γιὰ τὰ σωματικὰ βάσανα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ τραγικότητα τοῦ θανάτου Του δὲν ἀποτελεῖ τὴν ἀπώτατη συμμετοχή Του στὴν ἀνθρώπινη τραγωδία καὶ τὴν ἀνθρώπινη μοίρα.

Ἡ μοναδικὴ ἀνθρώπινη τραγωδία, ἡ μόνη ποὺ μετρᾶ, αὐτὴ ἀπὸ τὴν ὁποία προκύπτουν ὅλες οἱ ἄλλες, εἶναι ἡ θνητότητα, καὶ αὐτὴ ἡ θνητότητα συνδέεται μὲ τὴν ἁμαρτία, μὲ τὸν ἀποχωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ εἶναι σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο ποὺ ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀλληλεγγύη Του μὲ μᾶς περιέχει κάτι πιὸ τρομερὸ ἀπ’ ὅσο μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς λέει στὴ μελέτη του γιὰ τὴν Ἐνσάρκωση: «Εἶναι ἀδιανόητο νὰ λέμε πὼς θὰ μποροῦσε ἡ ἀνθρώπινη σάρκα ποὺ εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴ Θεότητα παντοτινὰ νὰ εἶναι θνητή, ἔστω καὶ ὡς ἀνθρώπινη σάρκα». Νὰ εἶσαι θνητὸς σημαίνει νὰ εἶσαι ἀποχωρισμένος. Καὶ ὁ Μάξιμος ὑπογραμμίζει τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς ἐνσάρκωσης, ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, ἐξαιτίας τῆς συνόδου θεότητας καὶ ἀνθρωπότητας στὸ πρόσωπό Του, ἦταν ἀθάνατος, ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατός Του δὲν εἶναι μόνο μία ἁπλὴ ἀποδοχὴ τῆς ἀνθρώπινης συνθήκης, ἀλλὰ διέπεται ἀπὸ τὴν ἔσχατη ἐμπειρία τῆς ἀνθρώπινης τραγωδίας, ποὺ συνίσταται στὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ θανάτωση ἐξαιτίας αὐτοῦ. Ἐδῶ ἔχουμε κάτι ἐξαιρετικὰ σημαντικό: Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνσάρκωσή Του ἀποδέχτηκε ὄχι μόνο τὰ ὅρια ἀλλὰ καὶ τὸ βάθος τῆς τραγωδίας μας. Ὅπως λέει καὶ τὸ παλιὸ λόγιο, ὅ,τι ὁ Χριστὸς δὲν προσέλαβε, παραμένει ἐκτός τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας. Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε συμμετάσχει στὴ διάρρηξη τῶν σχέσεών μας μὲ τὸν Θεό, στὴν ἀποξένωσή μας ἀπὸ Ἐκεῖνον, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἕνας θεολόγος μας ἀποκάλεσε «ψυχολογικὴ ἔκληψη» καὶ ποὺ Τὸν ἔκανε νὰ ἀπωλέσει τὴ θέα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, τότε δὲν θὰ εἶχε πλήρως συμμετάσχει στὴ θνητότητά μας, καὶ ἡ θνητότητά μας θὰ ἔμενε ἔξω ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς Ἀπολύτρωσης.

Ἑπομένως, βλέπουμε πόσο μακριὰ πηγαίνει ἡ θεία ἀγάπη μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀλληλεγγύη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς: Ὁ Χριστὸς ἀποδέχεται ὄχι μόνο τὸ νὰ εἶναι ὡς ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, ὄχι μόνο νὰ συμμετέχει σὲ καθετὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ νὰ συμμετέχει καὶ σ’ αὐτὴ τὴν ἀποξένωσή μας, στὸ γεγονὸς τῆς ξενιτείας καὶ τῆς ἀπομάκρυνσής μας ἀπὸ τὸν Πατέρα, προκειμένου νὰ συμμετέχει στὴ μοναδικὴ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου: τὸν ἀθεϊσμό.

Ἡ ἴδια ἰδέα ἐκφράζεται καὶ στὸ Ἀποστολικὸ Σύμβολο, ὅταν λέμε «Καταβέβηκεν εἰς τὸν Ἅδη». Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Δάντη σκεφτόμαστε τὸν Ἅδη (τὴν κόλαση) μὲ ὅρους βασανιστηρίων. Ὅμως ὁ Ἅδης γιὰ τὸν ὁποῖο κάνει λόγο ἡ Παλαιὰ Διαθήκη δὲν εἶναι μία κόλαση βασανιστηρίων, ἀλλὰ ὁ Sheol, ὁ τόπος ἐκεῖνος ὅπου ἀποκόπτονταν κάθε ἀνθρώπινη ψυχή, ὁ τόπος ὅπου δὲν ὑπῆρχε ὁ Θεός, ἐπειδὴ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀπολύτρωση τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχε ἕνα χάσμα μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖο μόνο ἡ Ἀπολύτρωση, τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ μποροῦσε νὰ πληρώσει. Κατεβαίνει λοιπὸν στὸν Ἅδη. Ὁ Ἅδης ἀνοίγει διάπλατα γιὰ νὰ ἁρπάξει ἕνα νέο θύμα καὶ νὰ γίνει αὐτὸ σημεῖο τῆς τελειωτικῆς του νίκης ἐπὶ τοῦ Θεοῦ, χωρὶς ὅμως νὰ γνωρίζει ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ δεχόταν. Καὶ μέσα σ’ αὐτὸ τὸν Ἅδη ποὺ δέχεται ἕναν ἄνθρωπο, εἰσέρχεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Πιστεύω πὼς ὑπάρχει ἐδῶ μιὰ μικρολεπτομέρεια ποὺ ἐξηγεῖ τί εἴδους προμήνυμα εἶχε ὁ ψαλμωδός, ὅταν διακήρυττε: «Ποῦ νὰ πάω μακριὰ ἀπὸ τὸ Πρόσωπό Σου; Στὸν οὐρανό; Μὰ ἐκεῖ εἶναι ἡ κατοικία Σου. Στὸν Ἅδη; Μὰ κι ἐκεῖ εἶσαι Ἐσύ». Δὲν ὑπάρχει τίποτα πλέον ἀπὸ τὴ συνθήκη τοῦ κτιστοῦ, τίποτα ἀπὸ τὴ συνθήκη τοῦ ἀνθρώπου (πέρα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία), ποὺ νὰ εἶναι ἐκτός τῆς ἐμπειρίας τοῦ Χριστοῦ, ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τοῦ Χριστοῦ.

Τὰ πάντα περιέχονται σ’ Ἐκεῖνον, καὶ δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ἀθεϊστὴς στὸν κόσμο ποὺ νὰ γνώρισε τὸν ἀθεϊσμό, τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὴ γνώρισε ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ποὺ πέθανε πάνω στὸν σταυρὸ μὲ αὐτὴ τὴν ἀπόλυτη κραυγὴ τῆς ὀδύνης καὶ τῆς ἀγωνίας. Κι ἐδῶ πάλι βλέπουμε τὸ εὖρος τῆς θείας ἀγάπης καὶ τὸ βάθος τῆς ἀποδοχῆς ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ὅλων ἐκείνων ποὺ ἀποτελοῦν τὴν ἀνθρώπινη συνθήκη. «Τίποτα ἀνθρώπινο δὲν μοῦ εἶναι ξένο», λέει ὁ Τερτυλλιανός. Ἴσως δὲν γνώριζε τί ἔκταση εἶχε αὐτὴ ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἀνθρώπινης συνθήκης ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Πέθανε. Πέθανε ἀναμάρτητος. Μὲ τί εἴδους θάνατο πέθανε; Μὲ τὸν δικό μας, μὲ ἕνα θάνατο δανεικό. Αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ θεία κλήση, νὰ παραμένεις ἀναμάρτητος καὶ νὰ πεθαίνεις ἕνα θάνατο δανεικό;
το είδαμε εδώ

Όλοι γελούσαν με την εμφάνιση αυτού του άντρα, δεν γνώριζαν όμως τί έκρυβε μέσα του...

Όλοι γελούσαν με την εμφάνιση αυτού του άντρα, δεν γνώριζαν όμως τί έκρυβε μέσα του...
Μια γυναίκα, ιδιοκτήτρια μιας μικρής επιχείρησης ενοικιαζομένων δωματίων, διηγείται μια ιστορία που της άλλαξε τη ζωή...
«Το σπίτι μας ήταν ακριβώς απέναντι από την είσοδο του Νοσοκομείου Johns Hopkins στη Βαλτιμόρη. Ζούσαμε στον κάτω όροφο και στον πάνω όροφο είχαμε φτιάξει δωμάτια που τα νοικιάζαμε σε ανθρώπους που ήθελαν να επισκεφτούν την κλινική.
Ένα καλοκαιρινό βράδυ, ετοιμάζαμε το τραπέζι για να φάμε όταν χτύπησε ξαφνικά η πόρτα. Όταν την άνοιξα είδα μπροστά μου έναν πραγματικά πολύ παράξενο ηλικιωμένο άνθρωπο. «Είναι τόσο ψηλός όσο ο 8χρονος γιος μου» σκέφτηκα καθώς κοιτούσα το σκυφτό, ζαρωμένο του σώμα. Αλλά το πιο φρικτό πράγμα πάνω του ήταν το πρόσωπό του.
Πρησμένο, κόκκινο και γεμάτο πληγές. Ήταν τρομακτικός αλλά η φωνή του ακούστηκε πολύ ευγενική όταν μου είπε:
«Καλησπέρα σας. Θα ήθελα ένα δωμάτιο για μία μόνο νύχτα. Είχα πάει για θεραπεία το πρωί στο νοσοκομείο αλλά δεν υπάρχει άλλο λεωφορείο σήμερα για να γυρίσω πίσω στην ανατολική ακτή. Έτσι αναγκαστικά πρέπει να βρω κάπου να μείνω για ένα βράδυ.»
Μου είπε ότι από το μεσημέρι προσπαθούσε να νοικιάσει κάποιο δωμάτιο, χωρίς όμως επιτυχία. «Είναι παράξενο αλλά δεν υπήρχε κανένα ελεύθερο. Ίσως να φταίει το πρόσωπο μου» μου είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει. «Ξέρω ότι φαίνεται τρομακτικό αλλά ο γιατρός μου είπε ότι με τις θεραπείες θα γίνω πάλι όπως παλιά.»
Για μια στιγμή δίστασα, αλλά η επόμενη φράση του με έπεισε: «Θα μπορούσα να κοιμηθώ σε αυτή την κουνιστή πολυθρόνα στη βεράντα σας. Το λεωφορείο μου φεύγει πολύ νωρίς το πρωί.»
Του είπα ότι μπορεί να καθίσει για να ξεκουραστεί στην βεράντα μέχρι να του ετοιμάσουμε το δωμάτιο. Μπήκα μέσα για να σερβίρω το δείπνο. Όταν τα είχα όλα έτοιμα βγήκα στην βεράντα και τον ρώτησα αν επιθυμεί να έρθει να φάει μαζί μας. «Όχι, σας ευχαριστώ. Έχω αρκετό φαγητό» ήταν η απάντηση του δείχνοντας μου μια καφέ χάρτινη σακούλα που κρατούσε στο χέρι του.
Όταν έπλυνα τα πιάτα, βγήκα στη βεράντα για να μιλήσω για λίγο μαζί του. Δεν μου πήρε πολύ χρόνο για να καταλάβω ότι αυτός ο ηλικιωμένος έκρυβε μια τεράστια καρδιά μέσα σε αυτό το μικροσκοπικό σώμα.
Μου είπε ότι ήταν ψαράς. Δούλευε όλη μέρα και όλη νύχτα για να ζήσει την κόρη του, τα πέντε παιδιά της και τον σύζυγό της, ο οποίος είχε μείνει ανάπηρος εξαιτίας ενός τραγικού ατυχήματος.
Δεν παραπονέθηκε για τη ζωή του ούτε μια φορά. Το αντίθετο μάλιστα. Σε κάθε πρόταση του έβρισκε ένα λόγο να νιώθει ευτυχισμένος.
Ήταν χαρούμενος γιατί αν και είχε καρκίνο του δέρματος δεν ένιωθε πόνο. Ήταν χαρούμενος γιατί δεν είχε χάσει τις δυνάμεις του και έτσι μπορούσε ακόμη να δουλέψει. Ήταν χαρούμενος γιατί είχε μια όμορφη οικογένεια που τον αγαπούσε πολύ.
Μιλήσαμε για λίγη ώρα ακόμη και στη συνέχεια τον συνόδεψα στο δωμάτιο του για να κοιμηθεί.
Όταν σηκώθηκα το πρωί, τα σεντόνια ήταν τακτοποιημένα, διπλωμένα και ο μικρόσωμος ηλικιωμένος κάθονταν έξω στη βεράντα. Αρνήθηκε να πάρει μαζί μας πρωινό, αλλά λίγο πριν φύγει για το λεωφορείο του, μου είπε διστακτικά:
«Θα μπορούσα σας παρακαλώ να μείνω πάλι σε εσάς την επόμενη φορά που θα έρθω για θεραπεία; Δεν θα σας βάλω σε κόπο. Μπορώ να κοιμηθώ και σε μια καρέκλα. Δεν έχω πρόβλημα.»
Σταμάτησε για μια στιγμή και στη συνέχεια πρόσθεσε:
«Τα παιδιά σας με έκαναν να νιώσω σαν στο σπίτι μου. Συνήθως οι ενήλικες ενοχλούνται από το πρόσωπό μου, αλλά τα παιδιά φαίνεται ότι έχουν πιο καθαρό μυαλό».
Του είπα ότι όποτε θελήσει θα είναι ευπρόσδεκτος να έρθει και πάλι.
Είχαν περάσει αρκετές μέρες μέχρι να τον δούμε και πάλι. Ήρθε λίγο μετά τις 7 το πρωί και έφερε μαζί του και δώρα. Ένα μεγάλο ψάρι και μισό κιλό από τις μεγαλύτερες γαρίδες που είχα δει ποτέ μου.
Μου είπε ότι ήταν φρέσκα γιατί τα είχε βγάλει την νύχτα πριν μπει στο λεωφορείο για να έρθει. Εγώ όμως ήξερα ότι το λεωφορείο του έφυγε στις 4 τα ξημερώματα. Αυτός ο άνθρωπος ή δεν κοιμήθηκε καθόλου ή κοιμήθηκε ελάχιστα. Μόνο και μόνο για να φέρει αυτά τα ψάρια σε μας!
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο ηλικιωμένος ήρθε και έμεινε στο δωμάτιο μας πάρα πολλές φορές. Ποτέ δεν ήρθε όμως με άδεια χέρια. Πάντα έφερνε μαζί του ψάρια, γαρίδες ή λαχανικά από τον κήπο του. Όταν αργούσε να έρθει για θεραπεία, δεν ήθελε να μας αφήσει χωρίς τα δώρα του.
Έτσι μας τα έστελνε σε ειδικά συσκευασμένα πακέτα με το ταχυδρομείο.
Γνωρίζοντας ότι έπρεπε να περπατήσει τρία χιλιόμετρα για να πάει στο ταχυδρομείο αλλά και ότι ήταν σε τρομερά δύσκολη οικονομική κατάσταση, ένιωθα ότι τα δώρα του ήταν για εμάς ακόμη πιο πολύτιμα.
Όταν μου τα έφερναν στην πόρτα μου, πάντα είχα στο μυαλό μου το σχόλιο του γείτονα όταν είδε τον ηλικιωμένο εκείνο το πρώτο βράδυ:
«Μην μου πεις ότι τον κράτησες αυτόν τον απαίσιο άντρα; Εγώ τον έδιωξα. Μπορεί να χάσεις εξαιτίας του, τους πελάτες σου».
Ναι, ίσως και να έχασα ένα πελάτη. Μπορεί και δυο. Αλλά αν ξόδευαν λίγο από τον χρόνο τους για να γνωρίσουν αυτόν τον άνθρωπο, αποκλείεται να έφευγαν εξαιτίας του.
Εγώ ξέρω ότι η οικογένεια μου είναι ευτυχισμένη που τον γνώρισε. Χάρη σε αυτόν μάθαμε πόσο σημαντικό είναι να δέχεσαι τις άσχημες στιγμές που θα σου φέρει η ζωή χωρίς παράπονο.
Μάθαμε να μην απογοητευόμαστε και να μην τα παρατάμε. Να μην κρίνουμε τον άλλον από την εμφάνιση του. Μα πάνω από όλα, αυτός ο άνθρωπος μας δίδαξε πως να είμαστε μια δεμένη οικογένεια. Μια οικογένεια που τα μέλη της θυσιάζονται ο ένας για τον άλλον.
Πρόσφατα είχα πάει επίσκεψη σε ένα φίλο μου, ο οποίος έχει θερμοκήπιο. Όπως μου έδειχνε τα λουλούδια του, φτάσαμε στο πιο όμορφο απ όλα: Ένα μεγάλο χρυσάνθεμο, γεμάτο με άνθη. Αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη, πρόσεξα ότι μεγάλωνε σε ένα παλιό, σκουριασμένο κουβά. Του είπα: «Εάν αυτό το χρυσάνθεμο ήταν δικό μου, θα το έβαζα στην ωραιότερη γλάστρα που είχα.»
Ο φίλος μου όμως μου άλλαξε γνώμη: «Έχω πολύ όμορφες γλάστρες» μου είπε. «Γνωρίζοντας πόσο όμορφο είναι αυτό το λουλούδι σκέφτηκα ότι δεν θα το πείραζε να μεγαλώσει σε ένα παλιό δοχείο. Είναι μόνο για λίγο, μέχρι να το πάω έξω στο κήπο.»
Μάλλον ο φίλος μου αναρωτήθηκε όταν με είδε να γελάω τόσο δυνατά. Γέλασα γιατί σκέφτηκα τον ηλικιωμένο ψαρά. Για λίγο καιρό φύλαγε μια υπέροχη καρδιά σε ένα άσχημο, μικροσκοπικό, καμπουριασμένο σώμα.
Ώσπου κάποιος πήρε την όμορφη καρδιά του για να την φυτέψει στον τεράστιο κήπο του εκεί ψηλά στον ουρανό. Αυτό ακριβώς δηλαδή που ήθελε να κάνει και ο φίλος μου με το χρυσάνθεμο.»
το είδαμε εδώ

Ο παπάς στις ντάπιες



Ο παπάς στις ντάπιες

Ιστορία του Μεσολογγίου
Συχνότατα ήκουσα επαναλαμβανόμενον υπό των γονέων και των συμπολιτών μου, μεταξύ άλλων και το εξής χαρακτηριστικόν επεισόδιον του σεβαστού ημών κλήρου.
«Ο εφημέριος του Αγίου Παντελεήμονος ιερεύς Παπα-Παναγιώτης Μπουγάτσας, εκ Μποχωρίου, από της ενάρξεως της πολιορκίας και άμα ως ήρχισεν ο κανονιοβολισμός και το τουφέκι, μετέβαινεν εις την εκκλησίαν του ελάμβανεν εις χείρας του τα άχραντα μυστήρια και ασκεπής με τον φανόν του υπό την βροχήν των σφαιρών περιήρχετο από προμαχώνος εις προμαχώνα και εκοινώνει τους ψυχορραγούντας παρηγορών αυτούς διά λόγων καταλλήλων και εμψυχών τους μαχομένους διά του παραδείγματός του. Την μετ' αληθούς αυταπαρνήσεως εκπλήρωσιν του ιερού τούτου καθήκοντος, ουδεμίαν ημέραν παρέλειψεν.
Ότε δ' επεσκέφθη ο αείμνηστος Βασιλεύς Όθων κατά πρώτον το Μεσολόγγιον κατά το 1837 και παρουσιάσθη ενώπιόν του ο Παπα-Παναγιώτης έτυχε να παρευρίσκηται εν τοις ανακτόροις και ο στρατηγός Μακρής παρά του οποίου εζήτησε πληροφορίας περί του ιερέως αυτού, ο δε Μακρής απήντησεν ως εξής:
«Μεγαλειότατε! τον παπά αυτόν δίκαιον είναι να τον προσκυνούμεν ως άγιον διά τας μεγάλας του εκδουλεύσεις εις την πατρίδα και τον κόσμον».
«Kαι οπoίαι εισίν αύται, Καπετάν Μακρή;»
«Άκουσε Μεγαλειότατε! από την αρχήν του κλεισμού στο Μεσολόγγι ο παπάς αυτός η μόνη του δουλιά που έκανε ήτανε καθώς επιάνετο το τουφέκι και ήτανε αυτό καθημερινό, είτε μέρα ήτανε είτε νύχτα, έτρεχε στην εκκλησία, έπαιρνε το δισκοπότηρο στα χέρια του και ξεσκούφωτος με το φαναράκι του, επήγαινεν από τάπια σε τάπια και μεταλάβαινε τους ψυχομαχούντας και τους παρηγορούσε με καλά λόγια και εγκαρδίωνε τους άλλους να πολεμούν με όρεξιν και με ψυχήν διά να έχουν την βοήθειαν του Θεού. Σου ορκίζομαι στην πίστη μου, Μεγαλειότατε, ότι δεν πέρασε ημέρα, είτε νύχτα, να μην τον ιδώ εις την τάπια μου επάνω στο τουφέκι καθώς να φέρνη γύρω όλαις ταις άλλαις τάπιες και μέσα εις την χώρα από σπίτι σε σπίτι και στο γιουρoύσι της εξόδου ήτανε μαζί μας και βόλι ή μπάλα δεν τον πείραξε· τότε δεν είναι άγιος ο παπάς αυτός;»
Ο αείμνηστος Όθων ακούσας πάντα ταύτα μετά προσοχής και συγκινήσεως, ηυχαρίστησε τον στρατηγόν Μακρήν δια τας αξιομνημονεύτους και χαρακτηριστικάς αυτάς της εποχής εκείνης πληροφορίας του και ιδιοχείρως προσήρμοσεν εις το στήθος του Παπα-Παναγιώτου το αργυρούν παράσημον του αγώνος ως και εκείνο του Σωτήρος φιλοδωρήσας αυτόν και διά γενναίου χρηματικού ποσού.
Η βασιλική αύτη πράξις λαβούσα χώραν ενώπιον πολλών αγωνιστών, γινωσκόντων τα κατά τον ιερέα τούτον εξ ιδίας αντιλήψεως, κατηυχαρίστησε τους πάντας και επί πολλάς ημέρας ήτο το θέμα της ομιλίας μεταξύ των αγωνιστών, ευλογούντων το όνομα του αειμνήστου Βασιλέως Όθωνος».

Ν.Δ. Μακρή

Οι Άγιοι Νεομάρτυρες Αναστασία και Χριστόδουλος

Μαρτύρησαν στην Πάτρα στις 3 Απριλίου 1821 (Κυριακή των Βαΐων)

Με την έναρξη της επανάστασης του 1821 δημιουργήθηκε και στην Πάτρα έκρυθμη κατάσταση. Μια μητέρα με τις δυο θυγατέρες της και τον γιο της, εύπορη οικογένεια, προσπαθούσαν να καταφύγουν στη Γαλλική Πρεσβεία, για να σωθούν. Δεν το κατόρθωσαν. Συνελήφθησαν από τους Τούρκους και οδηγήθηκαν μπροστά στον Γιουσούφ πασά. Παρακαλούν, γονατίζουν, εκλιπαρούν, ο πασάς είναι ανένδοτος. Η μόνη λύση για να αποφύγουν τον θάνατο είναι η εξώμοση. Κλαίουν, θρηνούν, απειλούνται, τρέμουν τον θάνατο. Τελικά αρνούνται τον Χριστό και εντάσσονται στο χαρέμι του πασά.
Η υπηρέτριά τους, η Αναστασία, μια ταπεινή κοπέλα, προτρέπεται κι αυτή στην άρνηση, ανθίσταται όμως,και στις προτάσεις του πασά απαντά :
- Ο Θεός μου είναι Θεός του ψεύτικου προφήτη σου. Μπορείς ν’ απειλείς, ο κεραυνός του αντηχεί δυνατότερα από τις κραυγές της λύσσας των φρουρών σου. Κοίταξε τον ουρανό, δυστυχή άπιστε, εκεί κατοικεί η Παρθένος. Μου απλώνει τα χέρια. Την βλέπω. Πόσο γλυκό είναι το χαμόγελό της, με προσκαλεί, Έλα, περιστέρα μου. Χαίρε, βασίλισσα των αγγέλων. Χαίρε άστρο της πρωίας. Δέξου την ταπεινή δούλη σου, Αναστασία.
Βαφτίσου, Βεζύρη, αρνήσου την πλάνη. Το αισθάνομαι, ο Σωτήρας μου με καλεί κοντά του…
Λέγοντας αυτά παραδίδει την ψυχή της, πριν προλάβουν οι δήμιοι να την μολύνουν και να την θανατώσουν.
- Μου ξέφυγες! φωνάζει ο Γιουσούφ πασάς και πλησιάζοντας ένα νεαρό παιδί δεκατεσσάρων ετών, γιο ιερέως, τον Χριστόδουλο, του λέει :
Ο προφήτης μου την χτύπησε ήδη, όπως και συ ο ίδιος τα παρατήρησες, αυτή τη δυστυχή που δεν φοβήθηκε να βλαστημήσει το όνομά του. Τρέμε μήπως και εσύ έχεις την ίδια τύχη με αυτή. Λέγε ό,τι λέω κι εγώ « Θεός είναι ο Θεός μου, ο δε Μωάμεθ είναι ο προφήτης του. »
Αντί άλλης απαντήσεως ο παιδομάρτυρας φωνάζει :
- Χριστός Ανέστη!
- Ο Μωάμεθ είναι καλύτερος.
- Μόνο ο Χριστός Ανέστη!
- Θα σε σφάξω σαν τραγί!
- Χριστός Ανέστη! …
Τότε οι παρευρισκόμενοι στρατιώτες όρμησαν με μανία εναντίον του. Ο πασάς διατάζει να τον λυπηθούν, τον καταδικάζει όμως σε ποινή πεντακοσίων ραβδισμών, τους οποίους θα υφίστατο κατανεμημένους στο χρονικό διάστημα των δεκατεσσάρων ημερών. Αμέσως δέχεται τους πρώτους ραβδισμούς, ενώ τον παροτρύνουν να αρνηθεί τον Χριστό αλλά εκείνος δοξάζει τον Χριστό. Το μαρτύριο επαναλαμβάνεται για τις δεκατέσσερις επόμενες ημέρες. Στις προτροπές για άρνηση ο Άγιος επαναλαμβάνει :
- Το σώμα μου ανήκει σε σας αλλά η ψυχή μου στον Θεό, τον οποίο ουδέποτε θα εγκαταλείψω, ούτε και την Παρθένο Μαρία.
Όταν συμπληρώθηκε ο χρόνος και η ποινή ο Γιουσούφ τον έδιωξε με περιφρόνηση λέγοντας στους στρατιώτες του :
- Ο Μωάμεθ δεν τον θέλει αυτόν τον σκύλο τον Χριστιανό. Η αντίστασή του είναι ικανή απόδειξη. Ας τον αφήσουμε να φύγει.
Έφυγε ο μάρτυρας του Χριστού και μετά από λίγο παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του αθλοθέτου Κυρίου Του, για να λάβει της αθλήσεως τον στέφανο.
Τα αιματοβαμμένα και καταξεσκισμένα ρούχα του έγιναν για τους Χριστιανούς πολύτιμα, θαυματουργά φυλακτήρια.
Η μνήμη του εορτάζεται στη Πάτρα την Τρίτη της Διακαινησίμου.

Ο Άγιος Νεομάρτυς Παύλος ο Ρώσσος ο Απελεύθερος

Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη στις 3 Απριλίου 1683
Μικρό παιδί σκλαβώθηκε από τους Τατάρους και από αυτούς τον αγόρασε κάποιος Χριστιανός, ο οποίος,μετά από αρκετά χρόνια, τον απελευθέρωσε.
Νυμφεύθηκε μια Ρωσσίδα, απελεύθερη και αυτή, και ζούσαν ζωή χριστιανική. Κάποια μέρα του παρουσιάστηκε επιληψία είτε από φυσική αιτία είτε από δαιμονική επήρεια. Επειδή η κατάσταση αυτή συνεχιζόταν και ο άνθρωπος έκανε παραφροσύνες, σκέφθηκαν η σύζυγός του και οι γείτονές του να τον πάνε στον ναό της Παναγίας του Μουγλουνίου,όπου πολλοί φρενοβλαβείς προσέτρεχαν και θεραπεύονταν. Καθώς όμως ο Άγιος δεν είχε συναίσθηση της καταστάσεώς του, αντιδρούσε και δεν ήθελε να πάει. Τον πήραν λοιπόν σηκωτό και τον πήγαιναν. Στο δρόμο συνάντησαν κάποιους Τούρκους, οι οποίοι ρώτησαν πού τον πάνε. Εκείνος,έχοντας σαλεμένο τον νου, μόλις τους είδε, άρχισε να ζητάει βοήθεια και να φωνάζει, Τούρκος είμαι, Τούρκος έγινα.
Οι Τούρκοι εκείνη τη στιγμή ούτε μίλησαν, ούτε έκαμαν κάτι και οι Χριστιανοί τον μετέφεραν στον ναό. Μετά από δυο μέρες ωστόσο σκέφτηκαν οι Τούρκοι τα λόγια του μάρτυρα και έλεγαν μεταξύ τους : Πώς εμείς παραβλέψαμε τον αδελφό μας τον μουσουλμάνο, που φώναζε και μας ζητούσε βοήθεια όντας στα χέρια των εχθρών μας; Αυτό που κάναμε είναι απαίσιο για τη θρησκεία μας. Ο ένας μάλιστα, ο πιο ζηλωτής, τους ξεσήκωσε να πάνε την υπόθεση στον Βεζύρη λέγοντας : Είναι δυνατόν σ’ αυτή την πόλη που είναι στην εξουσία της πίστεώς μας να τολμούν και να κάνουν τέτοια οι άπιστοι Ρωμιοί; Εκείνον που έγινε μουσουλμάνος τολμούν να τον πηγαίνουν στην εκκλησία τους και για να μη γίνει μουσουλμάνος λένε πως είναι τρελλός;
Πήγαν λοιπόν και κατήγγειλαν εγγράφως την υπόθεση στον βεζύρη και κείνος οργισμένος διέταξε τον αρχιδήμιο για τον άνθρωπο εκείνο και τους ιερείς της εκκλησίας και όσους Χριστιανούς θα εύρισκε εκεί να τους φέρει δεμένους. Κάποιος έτρεξε και ειδοποίησε όσους βρίσκονταν στην εκκλησία αλλά το μόνο που πρόλαβαν ήταν να βγάλουν τον μάρτυρα έξω, ο οποίος, θαύμα ανέλπιστο, ήρθε αμέσως στα συγκαλά του, και να τον συμβουλέψουν να πει πως δεν πήγε καθόλου στην εκκλησία.
Πράγματι ο αρχιδήμιος με την κουστωδία του τους έδεσε όλους και τους πήγε στον βεζύρη. Τους μεν ιερείς τους έκλεισε στην πιο σκοτεινή και βρώμικη φυλακή, τον δε Άγιο με ήρεμο τρόπο τον ρωτούσε μήπως έγινε μουσουλμάνος.
Ο Άγιος με δυνατή φωνή του απάντησε πως τέτοια ασέβεια δεν την έκανε ποτέ.
Εκείνοι όμως οι Τούρκοι μαρτυρούσαν ότι όταν τον πήγαιναν στην Εκκλησία φώναζε πως είναι μουσουλμάνος.
Ο Άγιος τους απάντησε, είσαστε ψεύτες και από εμπάθεια δημιουργήσατε αυτή την συκοφαντία.
Του λέει τότε ο βεζύρης, για ποιο λόγο οι Χριστιανοί σε πήγαιναν στην εκκλησία;
Ο Άγιος του είπε, όχι δεν με πήγαν στην εκκλησία αλλά επειδή σεληνιαζόμουνα και έκανα αταξίες με πήγαιναν στο σπίτι μου. Χριστιανός ήμουν, είμαι και θα είμαι.
Ο βεζύρης του είπε : Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτών των μουσουλμάνων είπες μόνος σου, με το στόμα σου, είμαι μουσουλμάνος. Πρέπει λοιπόν ή να ομολογήσεις πίστη στο Ισλάμ και να γίνεις Τούρκος ή αμέσως θα διατάξω να θανατωθείς. Σκέψου λοιπόν το γρηγορότερο και διάλεξε από τα δύο ένα. Αν γίνεις Τούρκος θα σε πλουτίσω και θα σε κάνω μέγα, αλλιώς θα θανατωθείς με φρικτό θάνατο.
Πίσω από τον μάρτυρα στεκόταν η ευλογημένη γυναίκα του, μιλώντας στα ρώσικα και λέγοντάς του :
Μη φοβηθείς, άντρα μου, ούτε να δειλιάσεις το θάνατο αλλά,μένε σταθερός στην πίστη του Χριστού. Τίποτα δεν είναι ο θάνατος, ώσπου ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου, αυτό είναι. Ύστερα θα χαίρεσαι και θα αγάλλεσαι με τους μάρτυρες και εγώ θα θεωρούμαι μακαρία ως σύζυγος μάρτυρος.
Ο βεζύρης ρώτησε τι του λέει και κάποιος από τους παριστάμενους τούρκους που ήξερε ρώσσικα του εξήγησε. Διέταξε τότε να δέσουν τη σύζυγο του μάρτυρος σε ένα στύλο της αυλής και να την ραβδίσουν ανηλεώς. Τον δε Άγιο έριξε στη φυλακή. Μετά από τρεις ημέρες διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Άρχισε πάλι με όμορφο τρόπο να προσπαθεί να τον αλλάξει. Ο Άγιος όμως αντιστεκόταν με γενναιότητα και φώναζε συνεχώς, είμαι Χριστιανός.
Τότε ο βεζύρης διέταξε τον αρχιδήμιο να τον αποκεφαλίσει. Τον πήγε στον Ιππόδρομο και τον αποκεφάλισε. Έτσι έλαβε ο μακάριος τον στέφανο του μαρτυρίου. Όσο για τους ιερείς,συγκέντρωσαν οι Χριστιανοί ΧΡΗΜΑΤΑ και τους άφησε ελεύθερους ο Βεζύρης μετά από αρκετές ημέρες.

Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητὴς Ἡγούμενος Μονῆς Μηδικίου


 


Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἔζησε μεταξὺ 8ου καὶ 9ου μ.Χ. αἰῶνα. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Βιθυνίας, καὶ βρέφος ἀκόμα ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ μητέρα. Ἡ γιαγιά τους, ὅμως, ἀνέλαβε ἄγρυπνη φροντίδα γιὰ τὸν ἐγγονό της. Ὁ πατέρας του Φιλάρετος φρόντισε ἀπὸ πολὺ νωρὶς νὰ ἀρχίσει ἡ ἐκπαίδευσή του. Ὁ δάσκαλός του ἦταν κληρικὸς μὲ μεγάλη παιδαγωγικὴ ἱκανότητα.

Ἔτσι, ὁ νεαρὸς Νικήτας προόδευσε γραμματικὰ καὶ πνευματικά. Κατόπιν, πῆγε στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ Μηδικίου. Ἐκεῖ, μὲ τὴν πρόθυμη καὶ ἐνάρετη ζωή του κατέκτησε γρήγορα τὴν ἐκτίμηση τῶν ἀδελφῶν του. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς, Νικηφόρου, σύσσωμη ἡ ἀδελφότητα τὸν ἔκανε ἡγούμενο.

Ἀπὸ τὴν νέα του θέση, ὁ Νικήτας ἔκανε σκληροὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν εἰκονομάχων, ὅταν αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Λέων ὁ Ε´ ὁ Ἀρμένιος, στὸν ὁποῖο μάλιστα ἀπηύθυνε τὰ ἑξῆς θαῤῥαλέα λόγια, ὅταν αὐτὸς τὸν ἀπείλησε μὲ θάνατο: «Γνώριζε καὶ σὺ βασιλεῦ ἀρνησίθεε, ὅτι ἐμμένω εἰς τοὺς προτέρους λογισμούς μου καὶ τὰς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων σέβομαι, καὶ εἰς τὸ ἴδικόν σου θέλημα δὲν ὑπακούω... Διὰ τοῦτο καὶ σέ, ὁ ὁποῖος ἐπιμένεις νὰ ἀθετῇς τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων, καὶ τοὺς ὁμόφρονάς σου ἀναθεματίζω. Κᾶμε δὲ ὅ,τι θέλεις».

Ἡ θαῤῥαλέα αὐτὴ στάση τοῦ Νικήτα ἔγινε ἀφορμὴ νὰ ὑποστεῖ ὁ Ὅσιος πολλὲς φυλακίσεις καὶ ἐξορίες. Τελικά, ἐγκαταστάθηκε σὲ κάποιο μετόχι βόρεια τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀναδείχθηκε ἀπὸ τοὺς περισσότερο πολύαθλους ὁμολογητές.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καί σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Νικήτα σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς νίκης ἐπώνυμος τῶν θεοσδώτων θεσμῶν φρουρὸς ἀπερίτρεπτος καὶ στῦλος ὤφθης στερρός, Νικήτα μακάριε· σὺ γὰρ τῆς ἀπαθείας κοσμηθεὶς ταῖς ἀκτῖσιν αἴγλης ὁμολογίας τὸν σὸν βίον φαιδρύνεις. καὶ νῦν τῶν σοὶ προσιόντων δέχου τὴν αἴνεσιν.

Κοντάκιον 
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἡσυχίας ὑποφήτης, πρακτικώτατος, τῆς ποιμανσίας ὀφθαλμός ὤφθης ἀκοίμητος τῆς Μονῆς καθηγησάμενος Μηδικίου· Ἀλλ᾽ὡς φύλαξ τῶν ἐνθέων παραδόσεων διαρρύθμισον Νικήτα θείῳ Πνεύματι τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.

Κάθισμα 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ηὐλίσθης ἐν ὄρεσι, τῆς ἡσυχίας σοφέ, ἐτράφης ἐν πόλεσι, τῆς ἐγκρατείας σαφῶς, ὑψώθης ἀμφοτέρωθεν, ἔλιπες χαμαιζήλου, ἡδονῆς πολιτείαν, ἔφθασας οὐρανίου, τὴν μονὴν κατοικίας, ἐν ᾗ καθικετεύεις ὑπὲρ ἡμῶν τὸν Θεόν. .

Άγιοι Δίος, Βυθόνιος και Γάλυκος

Εις τον Δίον
Βαλὼν κεράμῳ δυσσεβὴς Δίου κάραν,
Ὡς σκεῦος αὐτὴν συντρίβει κεραμέως.

Εις τον Βυθόνιον
Ὁ Βυθόνιος εἰς βυθὸν βεβλημένος,
Τὴν κλῆσιν εὗρεν εἰς προφητείαν τέλους.

Εις τον Γάλυκον
Δηχθεὶς ὁδοῦσι Γάλυκος τῶν θηρίων.
Θηρὸς νοητοῦ τοὺς ὀδόντας συντρίβει
.

Τα βιογραφικά στοιχεία των Αγίων είναι συγκεχυμένα. Στό Λαυρεωτικό Κώδικα Ι 70 η μνήμη τους συνοδεύεται με αυτή του Μάρτυρα Ίλαρίωνα, ο όποιος άλλου δεν μνημονεύεται. Σύμφωνα λοιπόν με τον Κώδικα αυτό, οι Άγιοι αυτοί, αυθόρμητα παρουσιάστηκαν στον άρχοντα της πόλης τους και του έκαναν δριμύτατη παρατήρηση, διότι θα θυσίαζε στα είδωλα. και συγχρόνως ομολόγησαν ότι είναι χριστιανοί. Ο δε πονηρός άρχοντας τους είπε να έλθουν στη γιορτή των ειδώλων και αφού θυσιάσουν σ' αυτά, θα έκανε ό,τι αυτοί του έλεγαν. Οι Άγιοι προσποιήθηκαν ότι θα πήγαιναν.

Όταν όμως άρχισε η γιορτή και ήλθε η ώρα να θυσιάσουν, οι Άγιοι έριξαν κάτω τα είδωλόθυτα και συνέτριψαν τους ειδωλολατρικούς βωμούς. Τότε οι φτωχοί της πόλης, έτρεξαν και άρπαξαν το χρυσάφι από τους κατεστραμμένους βωμούς και έφαγαν όλα τα είδωλόθυτα.

Όταν το είδε αυτό ο άρχοντας και οι ειδωλολάτρες, το θεώρησαν μεγάλη προσβολή. Τους έδεσαν λοιπόν με σχοινιά και για τρεις ημέρες τους έσερναν μέσα στους δρόμους της πόλης, και τους χτυπούσαν αλύπητα με πέτρες, ξύλα, και τους έκοβαν με τα δόντια τις σάρκες τους. Στο τέλος, αφού τους έδεσαν με ογκόλιθους, τους έριξαν μέσα στη θάλασσα. Αλλά άγγελος Κυρίου τους ανέσυρε σώους και αβλαβείς. Μπροστά σ' αυτό το θαύμα, πολλοί ειδωλολάτρες έγιναν χριστιανοί. Κατόπιν όμως, οι πιο πωρωμένοι άπ' αυτούς, τους αποκεφάλισαν και έτσι έλαβαν τα στεφάνια του μαρτυρίου.

Άλλοι Συναξαριστές όμως γράφουν, ότι ο μεν Βιθόνιος μαρτύρησε αφού τον έριξαν στη θάλασσα, ο δε Γάλυκος αφού τον έριξαν στα θηρία, και ο Δίος μαρτύρησε αφού δέχτηκε μια κεραμίδα στο κεφάλι.

Συναξαριστής της 3ης Απριλίου

Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητὴς Ἡγούμενος Μονῆς Μηδικίου

 


Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἔζησε μεταξὺ 8ου καὶ 9ου μ.Χ. αἰῶνα. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Βιθυνίας, καὶ βρέφος ἀκόμα ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ μητέρα. Ἡ γιαγιά τους, ὅμως, ἀνέλαβε ἄγρυπνη φροντίδα γιὰ τὸν ἐγγονό της. Ὁ πατέρας του Φιλάρετος φρόντισε ἀπὸ πολὺ νωρὶς νὰ ἀρχίσει ἡ ἐκπαίδευσή του. Ὁ δάσκαλός του ἦταν κληρικὸς μὲ μεγάλη παιδαγωγικὴ ἱκανότητα.

Ἔτσι, ὁ νεαρὸς Νικήτας προόδευσε γραμματικὰ καὶ πνευματικά. Κατόπιν, πῆγε στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ Μηδικίου. Ἐκεῖ, μὲ τὴν πρόθυμη καὶ ἐνάρετη ζωή του κατέκτησε γρήγορα τὴν ἐκτίμηση τῶν ἀδελφῶν του. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς, Νικηφόρου, σύσσωμη ἡ ἀδελφότητα τὸν ἔκανε ἡγούμενο.

Ἀπὸ τὴν νέα του θέση, ὁ Νικήτας ἔκανε σκληροὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν εἰκονομάχων, ὅταν αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Λέων ὁ Ε´ ὁ Ἀρμένιος, στὸν ὁποῖο μάλιστα ἀπηύθυνε τὰ ἑξῆς θαῤῥαλέα λόγια, ὅταν αὐτὸς τὸν ἀπείλησε μὲ θάνατο: «Γνώριζε καὶ σὺ βασιλεῦ ἀρνησίθεε, ὅτι ἐμμένω εἰς τοὺς προτέρους λογισμούς μου καὶ τὰς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων σέβομαι, καὶ εἰς τὸ ἴδικόν σου θέλημα δὲν ὑπακούω... Διὰ τοῦτο καὶ σέ, ὁ ὁποῖος ἐπιμένεις νὰ ἀθετῇς τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων, καὶ τοὺς ὁμόφρονάς σου ἀναθεματίζω. Κᾶμε δὲ ὅ,τι θέλεις».

Ἡ θαῤῥαλέα αὐτὴ στάση τοῦ Νικήτα ἔγινε ἀφορμὴ νὰ ὑποστεῖ ὁ Ὅσιος πολλὲς φυλακίσεις καὶ ἐξορίες. Τελικά, ἐγκαταστάθηκε σὲ κάποιο μετόχι βόρεια τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀναδείχθηκε ἀπὸ τοὺς περισσότερο πολύαθλους ὁμολογητές.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καί σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Νικήτα σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς νίκης ἐπώνυμος τῶν θεοσδώτων θεσμῶν φρουρὸς ἀπερίτρεπτος καὶ στῦλος ὤφθης στερρός, Νικήτα μακάριε· σὺ γὰρ τῆς ἀπαθείας κοσμηθεὶς ταῖς ἀκτῖσιν αἴγλης ὁμολογίας τὸν σὸν βίον φαιδρύνεις. καὶ νῦν τῶν σοὶ προσιόντων δέχου τὴν αἴνεσιν.

Κοντάκιον 
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἡσυχίας ὑποφήτης, πρακτικώτατος, τῆς ποιμανσίας ὀφθαλμός ὤφθης ἀκοίμητος τῆς Μονῆς καθηγησάμενος Μηδικίου· Ἀλλ᾽ὡς φύλαξ τῶν ἐνθέων παραδόσεων διαρρύθμισον Νικήτα θείῳ Πνεύματι τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.

Κάθισμα 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ηὐλίσθης ἐν ὄρεσι, τῆς ἡσυχίας σοφέ, ἐτράφης ἐν πόλεσι, τῆς ἐγκρατείας σαφῶς, ὑψώθης ἀμφοτέρωθεν, ἔλιπες χαμαιζήλου, ἡδονῆς πολιτείαν, ἔφθασας οὐρανίου, τὴν μονὴν κατοικίας, ἐν ᾗ καθικετεύεις ὑπὲρ ἡμῶν τὸν Θεόν. .

 
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος

 


Καταγόταν ἀπὸ τὴν Σικελία. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Πλωτῖνος, ἡ δὲ μητέρα του Ἀγάθη, καὶ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὰ διδάγματα καὶ τὸ ζωντανὸ πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρίθηκε γιὰ τὴν προτίμηση ποὺ εἶχε στὰ ἱερὰ γράμματα καὶ τὴν ἀπαγγελία ἱερῶν ὕμνων, ποὺ ἔψαλλε μὲ πολλὴ αἰσθηματικότητα καὶ τέχνη.

Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα καὶ τὴν ἀδελφή του, κατέφυγε στὴν Πελοπόννησο. Ἀπὸ ἐκεῖ ὕστερα στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔγινε μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε ἔπειτα Ἱερέας. Στὴ νέα του ζωὴ διακρίθηκε γιὰ τὸν ἱερὸ ζῆλο του καὶ τὴν ἀσκητικότητα τῶν συνηθειῶν του. Διέπλασε χαρακτῆρα σύμφωνα μὲ τὴν ἀκρίβεια τῶν χριστιανικῶν παραγγελμάτων, ἀναδείχθηκε πρᾶος, ταπεινόφρων καὶ ἄκακος. Ἐκεῖ ἐπίσης, συστηματοποίησε τὴν καλλιγραφικὴ ἀντιγραφὴ καὶ σύνθεση ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων.

Μετὰ ἀπὸ καιρὸ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου γνώρισε τὸ Γρηγόριο τὸ Δεκαπολίτη καὶ συγκατοίκησαν γιὰ λίγο μαζὶ σ᾿ ἕνα κελλί. Ἐπειδὴ ὅμως ἀντέδρασε στὰ διατάγματα τοῦ εἰκονομάχου βασιλιᾶ Λέοντα τοῦ Ε´, ἐξεδιώχθη στὴ Ῥώμη. Στὸ δρόμο τὸν ἀπήγαγαν πειρατὲς στὴν Κρήτη καὶ ἀπὸ κεῖ ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ πέθανε σὲ βαθύ γῆρας τὸ 842. Δικό του ἔργο κατὰ μέγα μέρος, ἀποτελεῖ καὶ ἡ λεγόμενη Παρακλητική.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸ δωδεκάχορδον τοῦ Λόγου ὄργανον, τὴν παναρμόνιον λύραν τῆς χάριτος, τὸ Ὑμνογράφον Ἰωσὴφ τιμήσωμεν ἐπαξίως• οὗτος γὰρ ἀνύμνησε, μελιχροὶς μελωδήμασι, Πνεύματι κινούμενος, τῶν Ἁγίων πᾶν σύστημα. Μεθ' ὧν καὶ ἱκετεύει ἀπαύστως, δοῦναι ἠμὶν πταισμάτων λύσιν.

 
Ὁ Ἅγιος Ἐλπιδηφόρος (ἢ Ἐλπιδοφόρος)

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

 
Οἱ Ἅγιοι Δίος, Βυθόνιος (ἢ Βιθυνίας) καὶ Γάλυκος

Τὰ βιογραφικά τους στοιχεῖα εἶναι συγκεχυμένα. Στὸ Λαυρεωτικὸ Κώδικα 70 ἡ μνήμη τοὺς συνοδεύεται μὲ αὐτὴ τοῦ Μάρτυρα Ἰλαρίωνα, ὁ ὁποῖος ἀλλοῦ δὲν μνημονεύεται. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸν Κώδικα αὐτό, οἱ Ἅγιοι αὐτοί, αὐθόρμητα παρουσιάστηκαν στὸν ἄρχοντα τῆς πόλης τους καὶ τοῦ ἔκαναν δριμύτατη παρατήρηση, διότι θὰ θυσίαζε στὰ εἴδωλα. Καὶ συγχρόνως ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι χριστιανοί.

Ὁ δὲ πονηρὸς ἄρχοντας τοὺς εἶπε νὰ ἔλθουν στὴ γιορτὴ τῶν εἰδώλων καὶ ἀφοῦ θυσιάσουν σ᾿ αὐτά, θὰ ἔκανε ὅ,τι αὐτοὶ τοῦ ἔλεγαν. Οἱ Ἅγιοι προσποιήθηκαν ὅτι θὰ πήγαιναν. Ὅταν ὅμως ἄρχισε ἡ γιορτὴ καὶ ἦλθε ἡ ὥρα νὰ θυσιάσουν, οἱ Ἅγιοι ἔριξαν κάτω τὰ εἰδωλόθυτα καὶ συνέτριψαν τοὺς εἰδωλολατρικοὺς βωμούς. Τότε οἱ φτωχοί της πόλης, ἔτρεξαν καὶ ἅρπαξαν τὸ χρυσάφι ἀπὸ τοὺς κατεστραμμένους βωμοὺς καὶ ἔφαγαν ὅλα τὰ εἰδωλόθυτα. Διότι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὴν πόλη αὐτή, ὑπῆρχε πολλὴ πεῖνα. Ὅταν τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ ἄρχοντας καὶ οἱ εἰδωλολάτρες, τὸ θεώρησαν μεγάλη προσβολή.

Τοὺς ἔδεσαν λοιπὸν μὲ σχοινιὰ καὶ γιὰ τρία 24άωρα τοὺς ἔσερναν μέσα στοὺς δρόμους τῆς πόλης, καὶ τοὺς χτυποῦσαν ἀλύπητα μὲ πέτρες, ξύλα, καὶ τοὺς ἔκοβαν μὲ τὰ δόντια τὶς σάρκες τους. Στὸ τέλος, ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν μὲ ὀγκόλιθους, τοὺς ἔριξαν μέσα στὴ θάλασσα. Ἀλλ᾿ ἄγγελος Κυρίου τοὺς ἀνέσυρε σώους καὶ ἀβλαβεῖς. Μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ θαῦμα, πολλοὶ εἰδωλολάτρες ἔγιναν χριστιανοί. Κατόπιν ὅμως, οἱ πιὸ πωρωμένοι ἀπ᾿ αὐτούς, τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ στεφάνια τοῦ μαρτυρίου. Ἄλλοι Συναξαριστὲς ὅμως γράφουν, ὅτι ὁ μὲν Βιθύνιος μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα, ὁ δὲ Γάλυκος ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στὰ θηρία, καὶ ὁ Δίος μαρτύρησε ἀφοῦ δέχτηκε μία κεραμίδα στὸ κεφάλι.

 
Ὁ Ὅσιος Ἰλλύριος

Ἀσκήτευσε στὸ ὄρος τοῦ Μυρσινῶνος καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ῥῶσος ὁ Ἀπελεύθερος

Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς ἦταν Ῥῶσος στὴν καταγωγὴ καὶ σὲ παιδικὴ ἡλικία αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸν ἀγόρασε κάποιος χριστιανὸς στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸν ἐλευθέρωσε.

Στὴν πόλη αὐτὴ ὁ Παῦλος παντρεύτηκε Ῥωσίδα γυναῖκα, πρώην αἰχμάλωτη, μὲ τὴν ὁποία ζοῦσε ζωὴ εὐσεβή. Κάποτε ὅμως τὸν κατέλαβε ἐπιληψία καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν στὸν Ναὸ τῆς Θεομήτορος, τῆς ἐπονομαζόμενης τοῦ Μογλουνίου.

Στὸ δρόμο συνάντησε Τούρκους καὶ ἄρχισε νὰ ζητάει ἀπ᾿ αὐτοὺς βοήθεια, φωνάζοντας «Ἀγαρηνὸς εἶμαι». Οἱ Τοῦρκοι αὐτοὶ ἀνέφεραν τὸ γεγονὸς στὸν Βεζίρη, ποὺ πρόσταξε τὴν σύλληψη τῶν ἱερέων τοῦ προαναφερθέντος Ναοῦ καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ μάρτυρα.

Ὅταν ὁ Παῦλος, κατὰ τὴν παραμονή του στὸν Ναό, ἔγινε καλά, παρουσιάστηκε στὸν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος τοῦ ζητοῦσε νὰ ὁμολογήσει ἐπίσημα τὸν μουσουλμανισμὸ καὶ θὰ τοῦ ἐξασφάλιζε δόξες καὶ τιμές. Ἐνῷ στὴν ἀντίθετη περίπτωση, τὸν ἀπειλοῦσε μὲ βασανιστήρια καὶ θάνατο.

Ὁ Παῦλος, ἐνδυναμούμενος ἀπὸ τὴν σύζυγό του, ποὺ τὸν συνόδευε, ὁμολογοῦσε μὲ θάῤῥος τὸν Χριστό. Ὁπότε τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ καὶ ὑπέμεινε μὲ καρτερία τὰ βασανιστήρια. Ὅταν καὶ πάλι ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ μπροστὰ στὸ Βεζίρη, ὁδηγήθηκε δέσμιος στὸν Ἱππόδρομο Ἂτ μεϊντάν, ὅπου ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ τὸν ἀποκεφάλισαν.

Ἦταν 3 Ἀπριλίου, Μεγάλη Παρασκευή, τὸ ἔτος 1683. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης.

 
Ἡ Ἁγία Ἀγάπη ἡ Παρθενομάρτυς ἡ μετὰ τῆς Ἁγίας Μαρίνας ἐν Ἀντιοχείᾳ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...