Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 04, 2015

Κυριακή των Βαΐων Ο χαρμόσυνος χαρακτήρας της γιορτής και οι υποχρεώσεις των Χριστιανών.

Κυριακή των Βαΐων 2003
Η Μεγάλη Εβδομάδα χριστιανοί μου έφθασε και για φέτος. Και από σήμερα το βράδυ εισερχόμεθα στο Θείο Δράμα, που ολοκληρώνεται τη Μεγάλη Παρασκευή, αλλά σφραγίζεται με την Ανάσταση την Κυριακή, Κυριακή πρωί.
Η σημερινή Κυριακή των Βαΐων μαζί με την Κυριακή της Πεντηκοστής είναι αυτές και μόνες που δεν έχουν Αναστάσιμο χαρακτήρα. Σήμερα δεν ψάλαμε κανένα τροπάριο αναστάσιμο, ούτε απολυτίκιο, ούτε είπαμε Εωθινό Ευαγγέλιο, ούτε απαγγείλαμε το «Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι».
Η Κυριακή των Βαΐων έχει δικό της ξεχωριστό χαρακτήρα, πανηγυρικό και χαρμόσυνο. Είναι χαρμόσυνος ο χαρακτήρας διότι αποτελεί καθαρό προμήνυμα της Αναστάσεως. Μας το είπε αυτό και η ευχή που διαβάσαμε στα βάγια το πρωί. Αυτά λοιπόν τα βάγια που θα κρατήσουμε στα χέρια μας, αυτό ακριβώς συμβολίζουν. Τη νίκη κατά του θανάτου δια της Αναστάσεως.
Συμβολίζουν όμως και άλλες δύο νίκες, της νίκης κατά του κακού και της αμαρτίας, και δεύτερον της νίκης εναντίον των δαιμόνων, δια της πίστεως προς τον Χριστόν. Άρα μας λένε οι Πατέρες, τα βάγια είναι σύμβολα αρετών και θείων πράξεων, δηλαδή έργων πίστεως.
Αλλά και το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα όσοι το ακούσαμε, έχει και αυτό χαρακτήρα χαρμόσυνο, τον χαρακτήρα της γιορτής.

Δεν διστάζει ο Απόστολος Παύλος μέσα από την φυλακή της Ρώμης, που ήτο φυλακισμένος, να γράψει στους Φιλιππισίους, και να τους προτρέψει «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε», και να συνεχίσει επαναλαμβάνοντας «και πάλιν ερώ χαίρετε». Δηλαδή να χαίρεστε όχι από τις κοσμικές χαρές του κόσμου τούτου της αμαρτίας, αλλά να πλημμυρίζετε από την χαρά που χαρίζει ο Χριστός. Και αυτήν την χαρά να την έχετε πάντοτε.
Αυτό το «πάντοτε» έχει ιδιαιτέρα σημασία για όλους μας, διότι δεν εξαιρεί χρόνους, εποχές και καταστάσεις. Να χαίρεστε όταν σας βάζουν στην φυλακή για την πίστη σας, όπως εμένα, λέγει ο Απόστολος Παύλος, που είμαι αυτή τη στιγμή στη φυλακή, αλλά και όταν είστε ελεύθεροι από πιέσεις και διωγμούς.
Να έχετε την χαρά του Χριστού μέσα σας, όχι μόνο στον πλούτο, αλλά και στην φτώχεια. Χαρά όχι  μόνον στα πολλά αγαθά, αλλά και στις στερήσεις. Όχι μόνον όταν είστε γεροί και υγιείς, αλλά και όταν είστε άρρωστοι. Και στον πόνο, και στις θλίψεις και στην αγωνία, να χαίρεστε πάντοτε εν Κυρίω.
Δύσκολα θα μου πείτε, πολύ δύσκολα. Και είναι πράγματι γιατί και το ομολογούμε όλοι μας. Και όμως σε κάποιο άλλο σημείο της Αγίας Γραφής, ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος στην Επιστολή του, μας προτρέπει λέγοντας τα εξής: «Πάσαν χαράν ηγήσασθε αδελφοί μου, όταν ποικίλοις περιπέσητε πειρασμοίς». Που σημαίνει «να έχετε μεγάλη χαρά, όταν πέσετε σε διάφορες δοκιμασίες και πειρασμούς της ζωής. «Πάσαν χαράν», δηλαδή μεγάλη χαρά. Και τη χαρά αυτή να την έχετε μαζί με το Χριστό. Αυτά μας είπε ο λόγος του Θεού.
Όλα δύσκολα, όλα βουνά, όλα ακατόρθωτα, έτσι μας φαίνονται. Κι όμως αν πέσουμε στην αγκαλιά του Θεού την Πατρική, τότε τον Σταυρόν μας θα τον πάρει Εκείνος, ο Χριστός και θα μας ξελαφρώσει και θα μας χαρίσει την χαρά της Αναστάσεως.
«Τα αδύνατα παρά ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ εστί», μας βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος. Ό,τι λοιπόν μας φαίνεται εμάς αδύνατο, είναι δυνατό για Εκείνο. Ό,τι μας φαίνεται άλυτο, μπορεί να το λύσει ο Θεός. Ό,τι ακατόρθωτο, διά μέσου Εκείνου να γίνει κατορθωτό.
«Και πάλιν ερώ χαίρετε». Σας το επαναλαμβάνω πάλιν και πολλάκις να χαίρεστε αλλά εν Κυρίω. Μαζί με τον Κύριο, μαζί με τον Χριστό.
Και συνεχίζει ο Απόστολος Παύλος στο σημερινό του Αποστολικό του Ανάγνωσμα. «Και πλημμυρισμένοι από τη χαρά του Χριστού να είστε επιεικείς προς όλους τους ανθρώπους, διότι μην το ξεχνάτε, ο Κύριος εγγύς». Αυτό σημαίνει ότι ο Κύριος είναι πολύ κοντά με τον ξαφνικό θάνατό μας, και τότε θα μας κρίνει. Θα έλθει βέβαια και ως δίκαιος Κριτής κατά την Δευτέραν Αυτού Παρουσία, για να κρίνει ζώντας και νεκρούς, αλλά είναι και «ο Κύριος εγγύς» τη στιγμή του θανάτου μας. Οπότε γίνεται και η πρώτη λεγομένη Κρίσις.
Άρα πρέπει να προσαρμόσουμε τη ζωή μας, προς τις βασικές εντολές του Αγίου Θεού, που με το στόμα σήμερα του Αποστόλου Παύλου, μας συνιστούν τα εξής πράγματα.
«Μηδέν μεριμνάτε» λέγει, και συνεχίζει ο ίδιος, «μη πνίγεσθε στις μέριμνες αυτής της πρόσκαιρης ζωής, αλλά όλα σας τα προβλήματα, μαζί με την μετάνοια και την ευγνωμοσύνη σας, να τα αναφέρετε στην καθημερινή σας προσευχήν προς τον Θεόν. Και τότε η ασύλληπτη για τα ανθρώπινα μυαλά, ειρήνη του Θεού, θα περιφρουρήσει τα αισθήματά σας και τη σκέψη σας από το άγχος και την αγωνία και τους πειρασμούς, και θα σας διατηρεί ενωμένους μαζί με τον Χριστό».
Και αμέσως γράφει και συνιστά, συνεχίζει δηλαδή, «το λοιπόν αδελφοί μου, όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα έφημα, ή τις αρετή και ή τις έπαινος, ταύτα λογίζεσθε». Λοιπόν αδελφοί μου, όσα είναι αληθινά, όσα είναι τίμια και σεβαστά, όσα είναι δίκαια ενώπιον του Αγίου Θεού, όσα είναι αμόλυντα και καθαρά, όσα είναι αγαπητά και ευάρεστα στο Θεό, όσα έχουν και δίδουν, καλή φήμη και αγαθή υπόληψη, κάθε αρετή και κάθε καλό που είναι άξιον επαίνου, αυτά και μόνον να σκέπτεσθε. «Ταύτα λογίζεσθε και ταύτα πράσσετε».
Και συνεχίζει, «αυτά που μάθατε και παραλάβατε, και ακούσατε από την προφορική μου διδασκαλία, και αυτά που είδατε σε ολόκληρη την προσωπική μου ζωή», προσέξτε, «σε ολόκληρη την προσωπική μου ζωή και συμπεριφορά, αυτά να κάμνετε». Η διαγωγή μας, η ζωή μας και η συμπεριφορά μας, αυτά διδάσκουν. Και όχι τα παχιά τα λόγια. Και «τότε», καταλήγει, «ο Θεός της ειρήνης, ο Θεός της αγάπης, θα είναι πάντοτε μαζί σας».
Άρα λοιπόν μας ενδιαφέρουν οι δύο εκείνες θαυμάσιες προτάσεις, «ταύτα λογίζεσθε και ταύτα πράσσετε».
Χριστιανοί μου, ζούμε σε έναν κόσμο τελείως διεφθαρμένον, άπιστον, άθεον και κτηνώδη, βρώμικον και τρισάθλιον. Παντού επικρατεί το συμφέρον, η διαβολή, η κακία, η πονηρία, ο πανσεξουαλισμός, η αναρχία, η βλασφημία και μύρια άλλα κακά. Λείπει το παράδειγμα της ζωντανής πίστεως, της αγάπης και της καλοσύνης, και του ταπεινού φρονήματος και της θεοσεβίας, και των άλλων θειοτάτων αρετών από τη ζωή μας. Αυτά λείπουν.
Έτσι δυσκολεύονται οι περισσότεροι από τους χριστιανούς, να εφαρμόσουν τις θεϊκές αυτές προτροπές του Αποστόλου Παύλου. «Ταύτα λογίζετε και ταύτα πράσσετε». Αυτά να σκέπτεσθε και αυτά να κάμνετε. Διότι μόνον αυτά θα μας χαρίσουν και θα εδραιώσουν μέσα μας την ειρήνη.
Και αν δεν έχουμε μέσα μας ειρήνη, ειρήνη στο νου και ειρήνη στην καρδιά, αυτό σημαίνει ότι ο Θεός της ειρήνης και της αγάπης δεν είναι μαζί μας. Στερούμεθα χάριτος και ευλογίας. Απουσιάζει ο Θεός από μέσα μας. Και δεν είναι μέσα μας ο Θεός και το επαναλαμβάνω, διότι δεν σκεπτόμαστε, και δεν εφαρμόζουμε όλα αυτά τα αληθινά, τα σεμνά, τα δίκαια, τα αγνά, τα ενάρετα, τα αξιέπαινα.
Αλλά τι σκεπτόμαστε; Μήπως το αισχρό και το ανήθικο ή το ηθικό; Τι σκεπτόμεθα; Το καλό ή το κακό; Το ψέμα ή την αλήθεια; Το δίκαιο ή το άδικο; Τι σκεπτόμεθα; Την αρετή ή την κακία; Και ο καθένας μας …

Ευλογημένος ο Ερχόμενος. Κυριακή των Βαΐων. Φώτης Κόντογλου

(Εκείνος που έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο τη γη, ο γυιός του Θεού και ο Λόγος του ο συναΐδιος, σήμερα τα­πεινώθηκε και ήρθε στη Βηθανία απάνω σ” ένα που­λάρι. Και τα παιδιά των Εβραίων τον υποδεχθήκανε φωνάζοντας: «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλιάς του Ισραήλ».
Οι πολέμαρχοι του κόσμου, σαν τελειώνανε τον πόλεμο και βάζανε κάτω τους οχ­τρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι και καθί­ζανε απάνω σε χρυσά αμάξια για να μπούνε στην πολιτεία τους.
Μπροστά πηγαίνανε οι σάλπιγγες κι οι σημαίες κ” οι αντρειωμένοι στρατηγοί και πλήθος στρατιώτες σκεπα­σμένοι με σίδερα άγρια και βαστώντας φονικά άρματα γύρω σ” ένα αμάξι φορτωμένο με λογής λογής αρματωσιές και σπαθιά και κοντάρια παρμένα από το νικημένο έθνος.
Όλοι οι πολεμιστές ήτανε σαν άγρια θηρία σιδεροντυμένα, τα κεφάλια τους ήτανε κλει­δωμένα μέσα σε φοβερές περικεφαλαίες, τα χοντρά και μαλλιαρά χέρια τους ήτανε μα­τωμένα από τον πόλεμο, τα γερά ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα και τεντωμέ­να, σαν του λιονταριού που ξέσκισε με τα νύχια του το ζαρκάδι και τανύζεται με μουγκρητά και φοβερίζει τον κόσμο.
Ύστερα ερχότανε το χρυσό τ” αμάξι του πο­λεμάρχου, που καθότανε σ” ένα θρονί πλου­μισμένο μ” ακριβά πετράδια, περήφανος, ακατάδεχτος, φοβερός, που δεν μπορούσε να τον αντικρύσει μάτι δίχως να χαμηλώσει και βα­στούσε το τρομερό σκήπτρο του, που κάθε σάλεμά του ήτανε προσταγή, δίχως ν” ανοίξει τα στόμα του αυτός που το κρατούσε.
Άλο­γα ανήμερα, ήτανε ζεμένα σ” αυτά τ” αμάξι, με λουριά χρυσοκεντημένα με γαϊτάνια και περπατούσανε κι αυτά καμαρωτά και περή­φανα σαν τους ανθρώπους. Ένα κορίτσι έμορ­φο σαν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστούσε ένα χρυσό στεφάνι απάνω από το κεφάλι του νικητή, κι άλλα κορίτσια κι αγόρια ρίχνανε λιβάνια κι άλλα μυρουδικά σε κάποια με­γάλα θυμιατήρια όμοια με μανουάλια.
Από πίσω έρχόντανε οι σκλάβοι άντρες και γυ­ναίκες κι όποιοι ήτανε άρρωστοι και λαβω­μένοι, τους σέρνανε και τους χτυπούσανε οι στρατιώτες. Όση δόξα είχανε αυτοί που πηγαίνανε μπροστά, άλλη τόση καταφρόνε­ση και δυστυχία είχανε όσοι ακολουθούσανε από πίσω.
Αυτοί ήτανε δεμένοι με σκοινιά και μ” αλυσίδες, πολλοί πιστάγκωνα, κουρε­λιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σαν πεθα­μένοι από τα μαρτύρια κι από την αγρύ­πνια. Πολλοί ήτανε μισόγυμνοι κ” οι πλά­τες τους ήτανε μελανιασμένες από το βούνευρο.
Ανάμεσά τους ήτανε γυναίκες, παρθέ­νες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες με αθώα μωρά στην αγκαλιά τους, γρηές που βαστούσανε τα εγγόνια τους από το χέρι, όλες κατατρομαγμένες σαν τα αρνιά που τα πάνε στον μακελάρη. Γύρω ο κόσμος έκανε σαν τρελλός και φώναζε και δόξαζε τον νι­κητή κι από πολλά στόματα τρέχανε αφροί. Αλαλαγμός έβγαινε σαν καπνός απ” όλη την πολιτεία. Αυτή την παράταξη τη λέγανε «θρίαμβο».
Έναν τέτοιον θρίαμβο έκανε κι ο Χρι­στός σήμερα, ο άρχοντας της ειρήνης και της αγάπης. Μα, όπως τα άλλαξε όλα και τα έκανε ανάποδα απ’ ό,τι συνηθίζανε οι άνθρωποι, έτσι κι ο θρίαμβος που έκανε, ήτανε θρίαμβος της φτώχειας και της ταπεί­νωσης.
Ο Ρωμαίος ύπατος ήτανε καθισμένος απάνω σε θρόνο και σε χρυσό αμάξι, μα ο Χριστός ήτανε καβαλικεμένος απάνω σ” ένα πουλάρι, σ” ένα γαϊδουρόπουλο, πούνε το πιο ταπεινό και καταφρονεμένο ανάμεσα στα ζώα.
Κι” ο ίδιος ήτανε ταπεινός, πράος, ήσυχος, φτωχοντυμένος, κατά την  προφητεία που έλεγε: «Είπατε τη θυγατρί Σιών· Ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι πράος και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον, υιόν υποζυ­γίου». Το χέρι του δεν βαστούσε σκήπτρο, αλλά βλογούσε τον κόσμο. Από πόλεμο ερ­χότανε και κείνος, μα έναν πόλεμο πολύ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο καταπάνω στην κα­κία και στην ψευτιά και στην υποκρισία και στη φιλαργυρία.
Και δεν πήγαινε να ξεκου­ραστεί απ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά πήγαινε ν” αρχίσει άλλον, πιο σκληρόν, και να στεφανωθεί μ” αγκαθένιο στεφάνι και να δαρθεί και να περιπαιχθεί και στο τέλος να καρφωθεί απάνω σ” ένα ξύλο σαν κακούρ­γος.
Δεν ήτανε τριγυρισμένος από αγριεμέ­νους υποταχτικούς, αλλά από άκακους ψα­ράδες, καταφρονεμένους σαν και κείνον. Κι ούτε έσερνε από πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, αλλά ανθρώπους που τους ελευ­θέρωσε από τη σκλαβιά του διαβόλου και πεθαμένους που αναστηθήκανε από τη φωνή του.
Σάλπιγγες και τούμπανα δεν φωνάζανε για να τον δοξάσουνε, αλλά παιδιά αθώα που συμβολίζανε την απλότητα που έχουνε οι χριστιανοί και που φωνάζανε «Ευλογη­μένος ο ερχόμενος» και κρατούσανε αντί για σημαίες και για μπαϊράκια κλαδιά πράσινα των δέντρων. Κλαδιά χλωρά και ρούχα στρώνανε χάμω για να πατήσει το γαϊ­δούρι και να περάσει.
Κι αυτό το βλογημένο πήγαινε με σκυμμένο το κεφάλι, ταπεινό, ανήξερο, σηκώνοντας τον Χριστό που καθότανε πρωτύτερα απάνω στα τρομερά εξαφτέρουγα σεραφείμ που είναι από φωτιά. Δεν αξιώθηκε να τον σηκώσει κανένα χρυσό αμάξι, μητε άλογο άκριβοσελωμένο, μητε καμμιά κούνια που να τη βαστάνε αντρειω­μένοι βαστάζοι, αλλά τον σήκωνε το γαϊ­δούρι. Ποιο μάτι δεν δακρύζει άμα συλλο­γιστεί αυτό το μυστήριο!
Ο Χριστός ανα­ποδογύρισε όσα είχε για σωστά και για α­ληθινά ο αμαρτωλός ο άνθρωπος. Ποιος όμως είναι σε θέση να νοιώσει την ελευθερία που μας έφερε και να ακολουθήσει το που­λάρι με το σκοινένιο καπίστρι κι όχι τ” αφρισμένα τάλογα που χλιμιντράνε καμαρω­τά και να μη μπει στη Ρώμη με τα πολλά τα είδωλα, παρά να μπει μαζί με τον βασι­λιά της ειρήνης στην Απάνω Ιερουσαλήμ;
Πολλοί, που είναι σοβαροί άνθρωποι, θα πούνε πως δεν τα καταλαβαίνουνε αυτά και πως τα παιδιά παιδιακίζουνε κ” οι άντρες αντρειεύουνται.
Τα ίδια λέγανε κ” οι αρχιε­ρείς κ” οι σπουδασμένοι. «Ιδόντες δε οι αρχιερείς και γραμματείς τα θαύματα α εποίησε και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας: Ωσαννά τω υιω Δαυίδ, ηγανάκτησαν και είπον αυτώ: Ακούεις τι ούτοι λέγουσιν;
Ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς: Ναι· ουδεποτε ανέγνωτε ότι «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον;» Και καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πό­λεως». Οι αρχιερείς κ” οι γραμματείς διαβάσανε τον ψαλμό του Δαυίδ που έλεγε πως θα προϋπαντήσουνε τον Χριστό τα νήπια και δεν πιστέψανε ωστόσο σ” αυτόν που υμνολογούσανε. Αμή εμείς που διαβάσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο και τον ψαλμό κι αυτά που είπε ο Χριστός στους Εβραίους, δεν θα κριθούμε πιο αυστηρά αν δεν τον πιστέψου­με;
Η ματαιότητα κ” η περηφάνεια μάς κάνουνε να μην καταδεχόμαστε να παμε μαζί με τη φτωχή συνοδεία του, ντρεπόμα­στε να ακολουθήσουμε ένα αρχηγό που πάει καβαλικεμένος απάνω σ” ένα γαϊδούρι. Τα ταπεινά, τα φτωχικά, δεν τα θέλουμε. Μα μπορεί να γίνει χριστιανός όποιος δεν α­γαπά αυτά που αγάπησε ο Χριστός;
Χθες, Σάββατο, ανάστησε έναν πεθαμένο άνθρωπο, τον Λάζαρο. Ποιος ήτανε αυτός ο Λάζαρος; Κανένας επίσημος άνθρωπος, κανένας τρα­νός; Ο Λάζαρος ήτανε φτωχός, χωριάτης, κι όπως λέγει το Ευαγγέλιο, ήτανε φίλος του Χριστού, που είχε φίλους όλους τους ανθρώπους. Έναν φίλο σημειώνει το Ευαγ­γέλιο πως είχε ο Χριστός στον κόσμο, κι αυτός ήτανε φτωχός κι αγράμματος. Μα ποιος από μας αγαπά αυτή την πλούσια φτώχια του Χριστού;
Απ” όπου λείπει ο Χριστός, εκεί είναι η φτώχια η αληθινή, όπως απ’ όπου λείπει ο Χριστός λείπει κ” η ζωή η αληθινή και βασιλεύει ο θάνατος. Αυτό θα το καταλάβεις καλώτατα αν γυρί­σεις και δεις γύρω σου κι ακουμπήσεις το κεφάλι σου και συλλογιστείς. Πού είναι εκείνοι οι Ρωμαίοι κ” οι παντοδύναμοι αφέν­τες που κάνανε τους θριάμβους οπού ιστορήσαμε πρωτύτερα;
Τι γινήκανε κι αυτοί κι οι μυριάδες που τους προσκυνούσανε και που γονατίζανε μπροστά τους σαν τα καλά­μια που τα γέρνει ο βοριάς; Ποιος τους φέρ­νει στον νου του εξόν κάποιοι που γράφουνε τα ιστορικά εκείνου του καιρού; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, άλογα, περηφάνειες, φοβέρες, φωνές,   όλα  πέσανε σ” έναν λάκκο και χαθήκανε και σβύσανε σαν να μη γινήκανε ποτές. Και τι απόμεινε από όλα τούτα στις καρδιές των ανθρώπων; Τί­ποτα κι ακόμα πιο λίγο από τίποτα.
Πλην ο άνθρωπος είναι άπιστος ακόμη και σ” αυτά που βλέπει και  σ” αυτά που πιάνει με τα χέρια του και τραβά τον δρόμο  που τραβή­ξανε και κείνοι  και σέρνει με  ευχαρίστηση το άρμα του Νέρωνα, γιατί  είναι   «νεύρον σιδηρούν ο τράχηλός του». Τ” αυτιά του εί­ναι σφαλιχτά σε Κείνον που λέγει:   «Εγώ ειμί Θεός πρώτος  και εις τα επερχόμενα εγώ ειμί.
Εγώ  βοσκήσω  τα  πρόβατά μου και εγώ αναπαύσω  αυτά».  Εκείνος  που καθότανε απάνω στο γαϊδούρι, εκείνος είναι ζωντανός μέσα στις απλές ψυχές στον αιώνα κ” είναι για δαύτες θροφή, πηγή αθανασίας, χαρά και αγαλλίαση, κατά τον λόγο που λέ­γει : «Ευφρανθήσεται καρδία ζητούντων τον Κύριον».
Ναι, όποιος ένοιωσε τη χαρά του Χριστού, είναι σαν τον πεθαμένο που αναστή­θηκε. Στον κόσμο υπάρχουνε πονεμένοι λογής λογής.   Όσοι πονάνε  στο   κορμί και στην ψυχή κι ο πόνος  τους  καθαρίζει και τους πηγαίνει στον Θεό, αυτοί είναι οι αγα­πημένοι του Χριστού  και  περπατάνε  στη στράτα του με το  φως του  το παρηγορη­τικό. Οι άλλοι υποφέρουνε άγονα.
Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος  γράφει  στους  Κορινθίους:   «Νυν  χαίρω,  ουχ ότι  ελυπήθητε, αλλ” ότι  ελυπήθητε  κατά  Θεόν,   ίνα  εν μηδενί ζημιωθήτε  εξ ημών. Η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν  εις σωτηρίαν  αμεταμέλητον κατεργάζεται·  η  δε  του  κόσμου λύπη  θάνατον   κατεργάζεται».   Γι” αυτούς που ελπίζουνε   στον Θεό,  δεν  μετάλλαξε ο Χριστός τον άγονον ίδρωτά τους  σε ιδρώτα σωτηρίας, «ιδρώτα ιδρώτι», αλλά  θρηνούνε και πονάνε παντοτινά σαν τους  ειδωλολάτρες, σφαζόμενοι με τα μαχαίρι της μοίρας. Γι” αυτούς δεν άλλαξε ο Χριστός τον ιδρώτα της αγωνίας τους σε ιδρώτα της προσευχής και της ελπίδας.
Όποιος δεν πιστεύει στον Χριστό και στο Ευαγγέλιο, είναι πεθαμένος, αφού δεν υπάρχει αληθινή ζωή μέσα του. Γιατί ζωή δεν θα πει να ανασαίνεις και να περπατάς και να τρως  και να πίνεις, αλλά να νοιώθεις τη χάρη της αθανασίας.
Τότε θα μπορείς να ψάλεις μαζί με τον υμνωδό τούτο το εξαίσιο απολυτίκιο: «Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός. Όθεν και ημείς, ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες, σοι τω νικητή του θανάτου βοώμεν. Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυ­ρίου».
ΚΙΒΩΤΟΣ ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ ΕΤΟΣ Β’ ΜΑΡΤΙΟΣ 1953 ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 15

Ο Κύριος ερχόμενος σέ τρείς περιόδους π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου

Ωσαννά! Ευλογημένος ο Ερχόμενος!
Χριστιανοί μου, ο Ιησούς Χριστός, είναι ο Ερχόμενος διότι έτσι Τον αποκαλούσαν οι προφήτες, έτσι Τον απεκάλεσε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, «ο οπίσω μου Ερχόμενος», έτσι Τον ζητωκραύγασαν οι όχλοι σήμερα με τα βαϊα των φοινίκων, λέγοντες και κράζοντες «Ευλογημένος ο Ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
Και τέταρτον και στο βιβλίον της Αποκαλύψεως, στο τέταρτο στίχο του πρώτου κεφαλαίου, μας βεβαιώνεται με το στόμα του Ευαγγελιστού Ιωάννου, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι «ο Ην ο Ων και ο Ερχόμενος».
Ο Ιησούς όμως είναι ερχόμενος σε τρείς χρονικάς περιόδους.
Η πρώτη είναι όταν ήρθε στον κόσμο, γενόμενος εκ γυναικός, εκ της Παρθένου Μαριάμ, της Υπεραγίας Θεοτόκου, και έλαβε σάρκα και οστά, ψυχή και σώμα, την ανθρώπινη φύση, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, γενόμενος τέλειος άνθρωπος, χωρίς να πάψει να είναι και τέλειος Θεός διά την ημών σωτηρίαν.
Η Δευτέρα περίοδος είναι ο πάντοτε Ερχόμενος σε κάθε άνθρωπο που δεν είναι βαπτισμένος, δια μέσου του Ευαγγελίου και της όλης Καινής Διαθήκης, του κηρύγματος και της κατηχήσεως, στη μοναδική αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως.
Άλλωστε «η πίστις εξ ακοής».
Αλλά και σε μας όμως, τους βαπτισμένους Ορθοδόξους Χριστιανούς, είναι ο Χριστός Ερχόμενος, με το όλο αγιαστικό και σωστικό έργο της Εκκλησίας Του, και μάλιστα δια μέσου της Θείας Λατρείας, και ειδικότερα της Θείας Κοινωνίας.
Για τη Θεία Λειτουργία, έχουμε μιλήσει εκατοντάδες φορές, και υπάρχει ολοκληρωμένη ανάλυση στο βιβλίο, «Εμπειρίες κατά τη Θεία Λειτουργία», όπου κανείς τα βρίσκει όλα.
Και η Τρίτη χρονική περίοδος, ως Ερχόμενος ο Κύριος, είναι όταν μελλοντικά θα έλθει με όλη Του τη Δόξα για να κρίνει ζώντας και νεκρούς, κατά την Δευτέραν αυτού φρικτή Παρουσία.
Το ομολογήσαμε και προηγουμένως, όταν απαγγείλαμε όλοι μαζί, το Σύμβολον της Πίστεως, και το πιστεύουμε αυτό που ομολογήσαμε, «και πάλιν Ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς».
Και τότε οι μεν δίκαιοι, εκείνοι δηλαδή που θα σωθούν από μας, θα φωνάξουν με αγαλλίαση και χαρά μεγάλη, «Ωσαννά Ευλογημένος ο Ερχόμενος ο Δίκαιος Κριτής».
Οι δε αμετανόητοι αμαρτωλοί, θα βουβαθούν, μη έχουν τι απολογηθήναι ενώ θα τους καταλαμβάνει μέγας και αιώνιος τρόμος.
Το μόνο που θα μας σώσει είναι η μετάνοια, και η επιστροφή μας στην Εκκλησία, στους κόλπους της Εκκλησίας, στους κόλπους της Ορθοδόξου Ελλαδικής Εκκλησίας.
Δεν είναι οι ναοί μας γεμάτοι, είναι άδειοι.
Διότι από τους εκατό έρχεται ο ένας, οι άλλοι ενενήντα εννιά που;
Ο Χριστός δεν είναι ένα ακίνητος Θεός, σαν τους ψεύτικους Θεούς του Ολύμπου, ακίνητος σαν κολώνα, σαν κι αυτούς τους θεούς τους πέτρινους, τους ξύλινους, τους κέρινους, τους αργυρένιους ή και τους χρυσούς, όπως τους περιγράφει ο προφήτης Δανιήλ.
Όλους αυτούς τους έπλασε κατά καιρούς η ανθρώπινη φαντασία, και θέλουν ξανά στις ημέρες μας να τους ξανασερβίρουν.
Αλλά είναι Θεός αληθινός, που σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος, χωρίς να πάψει να είναι Θεός.
Και που δεν εγκατέλειψε το πλάσμα Του, όταν αυτό έπεσε.
Είναι ο καλός ποιμένας που δεν αδιαφορεί για το απολωλός πρόβατο, το χαμένο το πρόβατο, που πλανήθηκε στα βουνά, στις ερημιές και στα λαγκάδια της αμαρτίας.
Αλλά έψαξε, το βρήκε, το φορτώθηκε στους ώμους Του, και τόφερε πίσω στην μάνδρα της σωτηρίας.
Και το ωμόφορο που φοράει ο επίσκοπος στη Θεία Λειτουργία, αυτό που διπλώνει στο λαιμό, αυτό φανερώνει, το χαμένο το πρόβατο, που το βάζει στον Ναόν του Θεού.
Δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, τόσο αμαρτωλός και βυθισμένος, στο σκοτάδι της απωλείας, από τον οποίο ο Ιησούς Χριστός να μην είναι ο Ερχόμενος.
«Εγώ ήλθον ίνα σώσω τον κόσμον, και όχι να κρίνω τον κόσμο».
Για να μας φθάσει ως Ερχόμενος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, διήνησε μία απόσταση.
Δεν μπορούμε εμείς να την υπολογίσομε αυτήν την απόσταση που είναι απ’ τον ουρανό στη γή, την απόσταση που χωρίζει τη Δόξα Του, από το δικό μας μηδενικό – μηδενικά είμαστε, τι νομίζετε ότι είμαστε, να αυτή τη στιγμή τώρα, μπορεί ένα εγκεφαλικό κύτταρο, να πειράξει τον εγκέφαλο, ή δεν ξέρω τι άλλο από τους πνεύμονας και την καρδιά, και να σωριαστώ μπροστά σας νεκρός, όπως το ίδιο ισχύει και για σας, τι είμαστε, μηδενικά τίποτε άλλο.
Χωρίς τον Θεόν ένα τίποτα είμαστε, τίποτα!
Ο Θεός μας κάνει και μας δίδει αξία, επειδή ακριβώς μας έπλασε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση δική Του.
Και ως Ερχόμενος ήλθε για να βρει όλους εκείνους που ήσαν και που είναι, μακριά από την αλήθεια και μακριά από το φως.
Έψαξε να βρει τους καθημένους εν χώρα και σκιά θανάτου, γιατί Αυτός και μόνον ο Χριστός, είναι το φως και η αλήθεια και η ζωή.
Είναι Ερχόμενος για τον καθέναν από μας χωριστά, για να τον συναντήσει, να συναντήσει και σένα, και σένα και μένα, και να φωτίσει και να οδηγήσει. Που να τον οδηγήσει, στη μετάνοια να τον οδηγήσει.
Και αν τυχόν έχει πέσει κάτω να τον σηκώσει, και αν έχει ματωθεί να τον θεραπεύσει.
«Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν».
Είναι ο Ερχόμενος για να αποκαταστήσει την ενότητά μας, με τον Θεό Πατέρα που διεσπάσθη με την παρακοή και την αμαρτία των Πρωτοπλάστων.
Αλλά και μείς το ίδιο κάνουμε.
Είναι Ερχόμενος ο Κύριος για να μας υπηρετήσει, και να δώσει την ψυχή Του λύτρον αντί πολλών, Θα τα δούμε όλα αυτά στις δραματικές ημέρες που θα ακολουθήσουν.
Και λυτρώνει ποιους; Τους εχθρούς Του.
Λυτρώνει αυτούς που Τον Σταύρωσαν, και Τον Σταυρώνουν κάθε μέρα.
Θα πείτε «Σταυρώνουμε τον Χριστό»; Βεβαίως!
Αν βρίζομε τα θεία τι κάνομε; Δεν Τον Σταυρώνουμε;
Αν κάνομε εκτρώσεις τι κάνομε; Δεν Τον Σταυρώνουμε;
Αλλά ζούμε τα φύλα για να επικρατήσει ομοφυλοφιλία! Δεν Τον Σταυρώνουμε;
Ο Θεός μας έπλασε σε δύο γένη, όχι σε τρία, ούτε σε τέσσερα.
Έτσι λοιπόν είναι ο Ερχόμενος, ο πάντοτε Ερχόμενος, δια να διακονήσει την σωτηρία μας, και όχι δια να διακονηθεί. «Ουκ ήλθον» λέει, «διακονηθείναι αλλά διακονήσαι».
Αλλά αν ο Ιησούς Χριστός σαν Θεός, Ερχόμενος, δεν είναι ακίνητος, άλλο τόσο είναι αλήθεια που δε σώζει και κείνους οι οποίοι είναι ακίνητοι. Δηλαδή δε σώζει τις ακίνητες ψυχές, τις αδιάφορες, τις τεμπέλικες, τις οκνηρές, τις ψυχές εκείνες που τους κρύβουν ακόμα και την πλάτη.
Σώζει ως Ερχόμενος και σώζονται όλοι εκείνοι εκ των ανθρώπων και εκ των χριστιανών, που μπορούν να χαρακτηριστούν ως ερχόμενοι.
Ο Κύριος δεν έκανε το μισό δρόμο για να κάνομε εμείς τον άλλο μισό, ούτε κάναμε εμείς πρώτα τον μισό για κάνει το επόμενο βήμα ο Θεός. Όχι.
Ο Θεός έφθασε μέχρι μπροστά στην καρδιά μας ως Ερχόμενος.
Και κτυπάει εκεί. Ιδού ίσταμαι λέει εκεί επί την θύρα και κρούω, την θύρα της καρδιάς σου κτυπώ.
Εάν μου ανοίξει αυτή η καρδιά, θα μπω μέσα και θα δειπνήσω. Θα δειπνήσω το δείπνον της σωτηρίας και το δείπνον της αιωνιότητος.
Αλλά άμα δεν μου ανοίξει, τότε δεν μπορώ μέσα, δεν εισέρχομαι μέσα!
Δεν μπορώ να μπω μέσα.
Ο Θεός είναι ευγενής.
Σέβεται τη ελευθερία του καθενός.
Σέβεται τις ελευθερίες των κυβερνητών, γι’ αυτό και υποφέρομε.
Και έχομε να τραβήξομε! Ήδη άρχισαν τα δεινά στην πατρίδα μας και σε όλο τον κόσμο και το τι θα ακολουθήσει σε είκοσι τριάντα χρόνια, και μόνον Αυτός ως Παντογνώστης Θεός γνωρίζει.
Και αλίμονόν μας αν δεν είμεθα έτοιμοι κάθε μέρα, να αντικρύσουμε τούτον τον λεγόμενον Κύριον που θα κρίνει ζώντας και νεκρούς.
Ας μην αναπαυόμαστε λοιπόν στο γεγονός ότι ο Χριστός είναι ο Ερχόμενος στον καθένα χωριστά, σαν Σωτήρα μας που έφθασε Αυτός για το χατίρι μας μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού, αλλά πρέπει να μας διακρίνει και η δική μας ευθύνη, και η δική μας ανταπόκριση στο δικό Του το κάλεσμα.
Γι’ αυτό ας τρέξουμε λοιπόν και σήμερα και μείς, να Τον προϋπαντήσομε βαστάζοντες τα βαϊα των φοινίκων στα χέρια της καρδιάς μας, και αποβάλλοντες όπως έκαναν ακούσαμε στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, αποβάλλοντες τα ενδύματα της αμαρτίας του παλαιού ανθρώπου, το λέει και η Γραφή. «Απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον».
Πρέπει λοιπόν να οδεύομε συνεχώς, για να συνατήσουμε Τον Ερχόμενον προς εμάς Χριστόν μέσα στην Εκκλησία.
Μέσα στη Θεία Λατρεία, με τη μετάνοια.
Εκείνος είναι ο Ερχόμενος και ο προσφερόμενος μέσα από το Ποτήριον της Ζωής, το είδατε σήμερα.
Έλαμπε ως ο ήλιος το Ποτήριο της Ζωής.
Ευτυχώς που ο Θεός δε μας τύφλωσε.
Και μεις πορευόμεθα προς τον Χριστόν δια της αληθινής μετανοίας για να μας φυτέψει στο Σώμα Του.
Το καταλαβαίνετε τι είπα τώρα;
Ο Χριστός μας φυτεύει στο Σώμα Του.
Δεν Τον παίρνομε εμείς μονάχα. Εκείνος παίρνει εμάς.
Πως φυτεύουμε ένα δεντράκι στη γη, έτσι λοιπόν μας φυτεύει κι αυτός στο δικό Του το Σώμα, και σκοτώνει την αμαρτία και εξουδετερώνει την εξουσία των δαιμόνων, και καταστρέφει και κατακαίει λογισμούς σαν άχυρα, και εξαφανίζει και απ’ τα πάθη, τα πάντα κάνει, αρκεί να το επιτρέψουμε, να Του το δώσουμε το δεντράκι της ψυχής μας στα χέρια Του και να πάρει εκείνος να το φυτέψει στο Σώμα Του.
Τον επίγειον αμαρτωλόν άνθρωπον που το φυτεύει στο Σώμα Του ο Χριστός, τον καθιστά έτσι, όπως λένε και οι Πατέρες, «επίγειον άγγελον και ουράνιον άνθρωπον» και γίνεται όλος φως και όλος Θεία ομορφιά και κάλλος.
Και αυτό είναι μία αλήθεια της πίστεως που δεν μπορούμε να την αμφισβητήσουμε.
Την αμφισβητούμε επειδή βολεύει πολύ το αμαρτωλό μυαλό μας προς το κακό.
Είπεν και εβεβαίωσαν τα Πανάγια χείλη του Κυρίου μας ότι τον ερχόμενον προς με, ου μη εκβάλλω έξω.
Εμείς απομακρύνουμε τους ανθρώπους από κοντά μας, είτε διότι δεν μας αρέσουν, είτε διότι μας ενοχλούν, είτε διότι δεν τους θέλουμε, είτε διότι μας δυσαρεστούν, είτε διότι μας κάνουν κακό και για πολλούς άλλους λόγους.
Εκείνος όμως όλους δέχεται να τους φυτέψει στο Σώμα Του, ακόμα κι εκείνους που Τον Σταυρώνουν κάθε μέρα.
Πορεύθηκε, να πάρομε δυο μόνο παραδείγματα, γιατί της Αγίας Γραφής είναι πολλά.
Πορεύθηκε στο Σπλαχνικό Πατέρα ποιος; Ο Άσωτος Υιός.
Και βρήκε μια ανοιχτή αγκαλιά, γεμάτη αγάπη, ευσπλαχνία, μακροθυμία, στοργή.
Πορεύθηκε και ο ληστής, από το σταυρό στον άλλο Σταυρό, δίπλα, στο Σταυρωμένο Χριστό.
Και ο Χριστός όταν είδε αυτήν τη μικρή πορεία, τον έκανε πρώτο κάτοικο του Παραδείσου, της Βασιλείας των Ουρανών. Ποιόν; Έναν κακούργο και ένα ληστή πούχε τη δύναμη να ομολογήσει Θεόν αληθινόν, να ελέγξει εκείνον που έβριζε και βλασφημούσε, και τέλος να ζητήσει το έλεός Του με μετάνοια.
Δεν μπορώ να θυμηθώ, ας αφήσουμε γιατί είναι πολλά τα γεγονότα αυτά της επιστροφής των αμαρτωλών.
Χριστιανοί μου, την Τρίτη και τελευταία φορά, θα είναι ο Ερχόμενος ο Χριστός, το είπαμε και προηγουμένως, ο Δίκαιος Κριτής, κατά την Δευτέραν Αυτού Παρουσία.
Μια γεύση αυτής της φοβεράς Παρουσίας, την έχουμε μπροστά στο θάνατο των προσφιλών μας προσώπων.
Και ιδίως όταν πεθαίνουν μπροστά μας, ή πεθαίνουν στην αγκαλιά μας.
Και παρακολουθούμε ακόμα και την τελευταία τους πνοή, πως φεύγει.
Αυτή η γεύσις είναι πικρή.
Και ασυγκρίτως περισσότερον πικρότερη, θα είναι η γεύσις όταν έρθει η στιγμή, η στιγμή του δικού μας προσωπικού θανάτου. Ποιος θα μας βοηθήσει τότε;
Μόνον ο Θεός μπορεί να μας βοηθήσει τότε. Άραγε ετοιμαζόμαστε γι αυτή τη στιγμή;
Κι αλίμονόν μας αν δεν στηριζόμαστε από σήμερα με ελπίδα, στην άπειρη μακροθυμία του Θεού και στο πανάγιον έλεός Του, το οποίον όμως καλλιεργείται με την μετάνοια.
Γι’ αυτό και πρέπει κάθε στιγμή της ζωής μας να κινούμεθα προς τον Χριστόν και την Εκκλησίαν Του, με πόθο και έργα μετανοίας και έργα ζωντανής πίστεως, και έργα ενεργουμένης αγάπης.
Ναι χριστιανοί μου.
Χωρίς μετάνοια και χωρίς ζωντανή πίστη, το μόνο πράγμα που θα προϋπαντήσομε ως ερχόμενον, θα είναι το αιώνιο ψηλαφητό σκοτάδι της κολάσεως.
Αλλά ζει Κύριος, ο φιλάνθρωπος Θεός, ζει.
Διότι εμείς όλοι, που σήμερα συγκεντρωθήκαμε όχι μόνο σ’ αυτόν τον μικρό ναό, αλλά σ’ όλους τους Ορθοδόξους ναούς της πατρίδος μας, οι οποίοι επαναλαμβάνω, δεν αντιπροσωπεύουν το περισσότερο από το ένα ή το δύο τοις εκατό, των κατοίκων, όλοι εμείς, προσπαθούμε να είμεθα σώφρονες.
Και στο κατά δύναμιν πιστοί Ορθόδοξοι χριστιανοί, κάνομε έναν μικρό αγώνα.
Γι’ αυτό, επειδή κάνομε αυτόν τον μικρόν αγώνα, έστω και με την πιο ελάχιστη προσπάθεια μετανοίας, και άλλων αγώνων ψυχικών, ηθικών και σωματικών, γι αυτό και θα προϋπαντήσουμε τον Κύριον, τον πορευόμενον προς το εκούσιον πάθος, ως Σωτήρα μας, ως Λυτρωτήν, ως Αγάπη, και ως Νικητήν του θανάτου.
Ναι χριστιανοί μου, θα τον προϋπαντήσουμε, ως Σωτήρα,
ως Σωτήρα δικό σου,
ως Σωτήρα δικό σου,
ως Σωτήρα δικό μου,
ως Σωτήρα όλων ημών,
Αμήν

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΙΩΝ «Η ΨΥΧΟΛΟΓΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΩΣΕΩΝ»

Σάν πελώρια κύματα τά πλήθη τῆς Ἱερουσαλήμ τρέχουν νά ὑποδεχθοῦν τό Μεσσία. «Ὡσαννά! ὡσαννά!», ξεσποῦν οὐρανομήκεις οἱ ζητωκραυγές. Δόξα καί τιμή στό Σωτήρα πού φθάνει. «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Ὁ Χριστός ὅμως γνωρίζει πόσο θολές εἶναι οἱ πηγές τοῦ ἐνθουσιασμοῦ τοῦ ὄχλου, πόσο ἐπιφανειακά τά αἰσθήματά του. Τά γεγονότα πού ἀκολούθησαν ὑπογράμμισαν μέ ἀφάνταστη τραγικότητα τήν ἀλλοπρόσαλλη καί ἐγωπαθῆ ψυχολογία τῶν μαζῶν. Ὅταν εἷδαν ὅτι τά πράγματα δέν ἐξελίχθηκαν ὅπως περίμεναν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ἀνακηρύχθηκε βασιλιάς, ὁ ἐνθουσιασμός τους μεταβλήθηκε σέ ἀποκαρδίωση καί περιφρόνηση. Οἱ πολλοί τόν ἐγκατέλειψαν, ἀρκετοί δέν δίστασαν νά σμίξουν τίς φωνές τους μέ τούς φανατικούς ἐχθρούς Του μπροστά στόν Πιλάτο:  «Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν». Αὐτή ἡ ψυχολογία τῶν μεταπτώσεων δέν ὑπῆρξε ἀποκλειστικότητα τῶν Ἑβραίων. Χαρακτηρίζει λαούς καί πρόσωπα. Τραγικές  μεταπτώσεις ταλαιπωροῦν τήν ψυχή μας καί σέ πολλές φάσεις τῆς θρησκευτικῆς μας ζωῆς. Ὅταν ἀπό τή μιά μεριά εὐλογοῦμε τό Θεό καί ἔπειτα πάνω στήν ἐργασία μας, καταπατοῦμε τό νόμο Του, δέν βαδίζουμε στά ἴχνη τοῦ ἰουδαϊκοῦ ὄχλου; Ὅταν σήμερα   οἰκογενειακῶς ὑμνοῦμε   τήν ἀγάπη Του καί ἀργότερα, πάνω  στά  θέματα τῆς περιουσίας, τῆς ρυθμίσεως τῶν διαφόρων οἰκογενειακῶν ζητημάτων, ἀφήνουμε νά μᾶς κατευθύνουν οἱ ἐχθροί Του —τό πεῖσμα καί τό μίσος — δέν κάνουμε τό ἴδιο;  Ὅταν αὐτή τήν ἑβδομάδα προσκυνοῦμε τό Σταυρό καί τά Πάθη του, καί τίς ἄλλες ρίχνουμε στό βόρβορο τήν ψυχή μας, πού τήν ἔπλυνε μέ τό τίμιο Αἷμα Του, δέν παρουσιάζουμε  ἀνάλογη   φρικτή εἰκόνα μεταπτώσεων; Ὅταν  σήμερα ὑψώνουμε ἱκετευτικά τά βλέμματά μας στό Νυμφίο, καί ἀργότερα τά ἐκτοξεύουμε γεμάτα φλόγες ὀργῆς ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας, πού εἶναι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, μέλη τοῦ μυστικοῦ Σώματός Του, δέν κάνουμε κατ” οὐσίαν κάτι παρόμοιο; Ὅταν ἀπό τή μία μεριά τό χέρι μᾶς κράτα πανηγυρικά τά βάγια ἤ τή λαμπάδα τῆς Ἀναστάσεως, καί κατόπιν στήν καθημερινή βιοπάλη παίρνει τό ψεύτικο μέτρο, τόν παράνομο τόκο, τήν πέννα τῆς συκοφαντίας γιά νά μουντζουρώση τήν ὑπόληψη τοῦ ἄλλου, δέν μιμούμεθα οὐσιαστικά τήν ἄθλια στάση τῶν ἑβραϊκῶν μαζῶν; Ἤ μήπως νομίζουμε ἀδελφοί, ὅτι περισσότερο στοίχισαν στόν Κύριο ἡ ὀχλοβοή τοῦ μίσους μπροστά στό πραιτώριο, ἀπό τή φοβερή βοή τῶν παθῶν, ποῦ ζητοῦν τή θανάτωσή Του στό χῶρο τῆς καρδίας μας; 
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ  ΞΑΝΘΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΕΩΡΙΟΥ    

ο Κύριος εγγύς...


Αποτέλεσμα εικόνας για βαίων

Η Εκκλησία μας πιστεύει σε έναν Θεό ο Οποίος δεν είναι νοητικό κατασκεύασμα, ούτε περιμένει τον θάνατο για να συναντήσει τον άνθρωπο. Πιστεύει σε έναν Θεό ο οποίος αποκάλυψε τον εαυτό Του τόσο στην Παλαιά Διαθήκη σε κάποια πρόσωπα και σε έναν λαό, τον ιουδαϊκό, όσο και στην Καινή Διαθήκη, σε έναν Θεό ο Οποίος έγινε άνθρωπος και την ίδια στιγμή έδωσε στους ανθρώπους την δυνατότητα να Τον συναντήσουν όχι περιμένοντας από αυτούς να έρθουν σε Εκείνον, αλλά εισερχόμενος ο Ίδιος στις ζωές τους. Δεν περίμενε από τους ανθρώπους να του ζητήσουν την απάντηση στο ερώτημα του θανάτου, αλλά την έδωσε ο Ίδιος με την Ανάσταση. Δεν περίμενε από τους ανθρώπους να Τον αγαπήσουν, αλλά πρώτα αγάπησε ο Ίδιος τους ανθρώπους και έφθασε μέχρι σταυρού και ταφής αυτή την αγάπη, δείχνοντας την θυσία και την διακονία που η αγάπη φέρει. Δεν περίμενε από τους ανθρώπους να απαλλαγούν από τις αμαρτίες τους και να τηρήσουν τις εντολές Του για να τους φανερωθεί, αλλά επέλεξε να δείξει ότι το βαθύτερο νόημα των εντολών είναι η υπακοή στο θέλημα του Πατρός, η οποία φθάνει μέχρι θανάτου.
Γι’ αυτό και όσοι πιστεύουμε στον Κύριό μας Ιησού Χριστό δικαιούμαστε να αναφωνούμε «ο Κύριος εγγύς» (Φιλιπ. 4, 4). Και δεν είναι εγγύς μόνο με την εσχατολογική διάσταση της φράσης, ότι δηλαδή πλησιάζει η στιγμή κατά την οποία ο κόσμος θα γίνει καινός, καινούργιος χάρις στην Ανάσταση των πάντων και την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Η εγγύτητα έχει να κάνει με την συνάντηση την οποία ο Χριστός μας προσφέρει κάθε στιγμή. Είναι δίπλα μας, είναι κοντά μας, μέσα από την πίστη. Μέσα από την μετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και τη ζωή στο σώμα του Χριστού. Είναι εγγύς μας όχι χρονικά μόνο, καθώς με την έξοδό μας από αυτόν τον κόσμο, όποτε και να γίνει αυτή, θα Τον συναντήσουμε αιωνίως εφόσον πιστεύουμε και αγαπούμε και τον Ίδιο και την εικόνα Του που είναι ο κάθε άνθρωπος. Είναι εγγύς και καρδιακά, βιωματικά, διότι όποιος πιστεύει γνωρίζει και βιώνει την υπέρβαση της μοναξιάς του. Έχει ως παράκληση την παρουσία του Χριστού, ο Οποίος καθιστά εφικτή την κοινωνία μαζί μας, γιατί εμείς Τον αφήνουμε να εισέλθει στις καρδιές μας

4 Απριλίου 1821: η άρση του αφορισμού της Επανάστασης από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ (άγνωστα στοιχεία)

…για τον αφορισμό της Επανάστασης μιλάνε πολλoi- ανεξάρτητα από το αν έγινε αναγκαστικά ,για να διασωθούν από γενική σφαγή οι Έλληνες της Πόλης…-για την άρση όμως του αφορισμού, δεν μιλάει κανείς, ούτε για το μαρτύριο του Πατριάρχη, που ακολούθησε…Διαβάστε στην συνέχεια άγνωστα και συγκλονιστικά στοιχεία και, διαδώστε την ΑΛΗΘΕΙΑ! 
4 Απριλίου 1821.—Σε ειδική νυκτερινή μυσταγωγία στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως,Μ.Δευτέρα 4 Απριλίου 1821, με ειδικές προσευχές- ευχές, έγινε άρση του αφορισμού:
«… Θεέ Παντοκράτωρ, συγχώρησον πρῶτον ἡμῖν τοῖς ἡμαρτηκόσι διὰ τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ μονογενοῦς σου υἱοῦ, τοῦ ἐντειλαμένου ἡμῖν “εὔχεσθε καὶ μὴ καταρᾶσθε”, καθὰ δέδωκας ἡμῖν ἐντολήν τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν, καταλύομε τὸν ἀφορισμόν τοῦτον (σ. ΔΗ: 23 Μαρτ.1821), ὅν ἀκουσίως ἀπευθύναμε κατὰ τοῦ Χριστεπωνύμου ποιμνίου σου … ἐπάκουσον ἡμῶν καὶ ἐνίσχυσον καὶ σῶσον αὐτό τῷ βραχίονί σου τῷ ὑψηλῷ…»
και μετά, με την λαμπάδα της αγίας Τραπέζης, ενέπρησε τον αφορισμόν, όστις κατέπεσεν εις σπονδόν προ των ποδών αυτού-εννοείται τον αφορισμόν της Επαναστάσεως, ο οποίος ευρίσκετο επί ενός τρίποδος παρά τη αγία Τραπέζη. (από το Ελληνικό Ημερολόγιο)
Σπάνια εικόνα του Ιερομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριου του Ε΄, δημοσιευθείσα στο περιοδικό “Ελληνικόν” (εκδιδόμενο στην Γερμανία την περίοδο της Επαναστάσεως του 1821).
Την Μεγάλην Δευτέραν του 1821, τρεις ώρας μετά το μεσονύκτιον, εν ω άπαντες οι εν τω Πατριαρχείω εκοιμώντο, ο Πατριάρχης κατήρχετο την κλίμακα, φέρων εις χείρας κλείδα και υπό των αγίων συνοδικών, των Μητροπολιτών Καισαρείας, Δέρκων, Εφέσου, Χαλκηδόνος, Νικομηδείας και Νικαίας ακολουθούμενος. Κατελθών εις την αυλήν του μεγάρου διηυθύνθη προς την θύραν του Πατριαρχικού ναού και ήνοιξεν αυτήν. Αφού δε πάντες εισήλθον, εκλείδωσεν αυτήν ένδοθεν. Θεία γαλήνη εκράτη εν τω ναώ.
Ουδέν άλλο φως έλαμπεν εν αυτώ ειμή το αμυδρόν ακοίμητον της κανδήλας της προ του Εσταυρωμένου και το της όπισθεν του αρτοφορείου της Αγίας Τραπέζης.
.
Η σιγή, το τρέμων φως των δύο κανδήλων, η μαρμαρυγή των αγίων εικόνων, αίτινες εφαίνοντο κινούμενοι υπό το ασθενές των κανδήλων φως, το σοβαρόν και ιεροπρεπές της Εκκλησίας, η παρουσία επτά ρασοφόρων, των επισημοτέρων ποιμένων της Ανατολικής Ποίμνης, παρίστων θέαμα εξαίσιον και απερίγραπτον.
– Άγιοι αδελφοί και συλλειτουργοί, είπε προς αυτούς ο Πατριάρχης, προχωρήσαντας  μέχρι των αγίων θυρών του ιερού βήματος, ένθα συνετάχθησαν εις κύκλον, έχοντες αυτόν εν τω μέσω, ιδού συνήλθομεν, εν τω ναώ του Θεού. Ουδείς άλλος μας βλέπει ειμή ο ακοίμητος αυτού οφθαλμός και ουδέν άλλο ους μας ακούει ειμή το ους το κλίνοντος αυτό εις τας δεήσεις και των δικαίων και των αμαρτωλών. Προ μικρού απηυθύναμεν αφορισμόν ακούσιον κατά των επαναστατών αδελφών ημών χριστιανών, των υπέρ Πίστεως και Πατρίδος υπό την σημαίαν του Σταυρού μαχομένων.
Ο Σωτήρ ημων ενετείλατο ημίν το «εύχεσθαι και μη καταράσθε», ημείς δε κατηράσθημεν έργον άγιον, πράξιν θείου μαρτυρίου, θυμάτων ιερών υπέρ της πίστεως του Χριστού προσφερθέντων εις ολοκαύτωσιν.
.
Κατηράσθημεν τους τον βαρύν ζυγόν της δουλείας απειθήσαντας, ίνα ελευθερώσωσι την Πατρίδα από τους υβριστάς της αγίας ημών πίστεως και τους καταπιεστάς της εθνικότητος ημών. Όθεν ο ακοντιστείς παρ΄ ημών αφορισμός κατ΄ αυτών, ου μόνον επιβαρύνει τον τράχηλον ημών, αλλά και τους αγωνιζομένους κατέθλιψε, καίτοι ακούσιος, δι΄ ο οφείλομεν να άρωμεν αυτόν τη παρακλήσει του παναγίου Πνεύματος.
– Αλλ΄ ημείς, Παναγιώτατε Πατριάρχα, επράξαμεν έργον ακούσιον. Υπετάχθημεν εις την βίαν και εις την ανάγκην ίνα μη ερεθίσωμεν την οθωμανικήν κυβέρνησιν εις μείζονας κατά των χριστιανών κακώσεις, απεκρίθη ο Μητροπολίτης Εφέσου, απομάξας δάκρυ συμπαθείας και μετανοίας.
– Αληθώς επράξαμεν έργον ακούσιον, επανέλαβεν ο Πατριάρχης, και καθ΄ ην στιγμήν υπεγράφομεν τον αφορισμόν ενώπιον της εξουσίας, αι καρδίαι ημών ηύχοντο. Οφείλομεν εν τούτοις να τον λύσωμεν. Ακούσατε αδελφοί.
Το μεσονύκτιον του παρελθόντος Σαββάτου, αφ΄ ου ο διάκονός μου μοι ανέγνωσε το μεσονυκτικόν, επορευόμην εις την κλίνην μου, ότε δ΄ έκλεισα την θύραν του κοιτώνος μου και επλησίασα ολίγα βήματα προς αυτήν, μορφήν φωτεινή ώφθη αίφνης ενώπιόν μου».
«Ετοιμάσου, μοι είπεν εις το μαρτύριον, ευλόγησον ους κατηράσθης και μιμήθητι τον Χριστόν τον υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων αποθανόντα, επί του Σταυρού. Το μαρτύριόν σου έσεται η σωτηρία των πιστών».
Ήτο τοσούτον η φωνή αρμονική και πραεία, ώστε ως ηδύτατον βάλσαμον εισέδυσεν εν τη καρδία μου. Όλην εκείνην την νύκτα διήλθον εν προσευχή και η ψυχή μου επληρώθη αγαλλιάσεως.
Ήδη δε περιμένω το μαρτύριον, μαρτύριον εις σωτηρίαν των χριστιανών.
.
Οι συνοδικοί εθεώρουν εν πλήρει σιγή και κατανύξει τον Πατριάρχην της Ανατολικής Εκκλησίας, με τους οφθαλμούς πλήρεις δακρύων να συγκινήσεως και αγάπης προς το Έθνος των.
Άγομεν, εξηκολούθησεν ο Γενάρχης. Το μαρτύριόν μου θέλει ακολουθήσει και ημείς μετά μικρόν αδελφοί, ίνα γίνη πλήρης η θυσία.
Και στραφείς ο Μητροπολίτης Νικομηδείας :-Συ είσαι ο νεώτερος πάντων ημών, είπε. Άναψε τας λαμπάδας της Αγίας Τραπέζης. Πρόθυμος εκτελεστής της εντολής του αρχηγού ο Ιεράρχης έδραμε προθύμως και λαβών κηρίον το ήναψε, καταβιβάσας την κανδήλα του Σταυρού, και εισήλθεν εις το Άγιον Βήμα, το οποίον εν ακαρεί εγένετο κατάφωτον.
– Ενδυθείτε τας ιερατικάς υμών στολάς, είπεν ο Πατριάρχης, εν ω συγχρόνως ενεδύετο και ούτος διακονούμενος υπό του Νικομηδείας.
Εισήλθον είτα πάντες εις το Ιερόν. Ο Πατριάρχης έστη ενώπιον της Αγίας Τραπέζης και οι Συνοδικοί περιεκύκλωσαν αυτόν πέριξ αυτής ιστάμενοι.
.
Και μετά σύντομον ακολουθίαν, λαβών ο Πατριάρχης τον αφορισμόν έθηκεν αυτόν επί ενός τρίποδος παρά την Αγίαν Τράπεζαν και απήγγειλε την εξής προσευχήν, ακροωμένων των Συνοδικών:«Θεέ Παντοκράτωρ, Συ ο αποστείλας τον Μονογενή σου υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εις τον κόσμον, ίνα λάβη σάρκαν, δια Πνεύματος Αγίου παρά της αειπαρθένου Μαρίας και ν΄ αποθάνη επί του Σταυρού υπέρ υμών, συγχώρησον πρώτον ημίν τοις ημαρτηκόσι σοι δια της παραβάσεως της εντολής του Μονογενούς Σου υιού, του εντειλαμένου ημίν «Εύχεσθε και μη καταράσθε». Είτα καθά δέδωκας ημίν εντολήν του δεσμείν και λύειν, καταλύομεν τον αφορισμόν τούτον, ον ακουσίως απηυθύναμεν κατά του Χριστεπωνύμου ποιμνίου Σου. Ναι Κύριε Βασιλεύ, επάκουσον ημών και ενίσχυσον και σώσον αυτό τω βραχίονί Σου τω υψηλώ ότι δεδοξασμένος υπάρχεις συν τω Μονογενεί Σου Υιώ και τω Παναγίω σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων Αμήν».
.
Και λαβών μία των λαμπάδων της Αγίας Τραπέζης, ενέπρισε τον αφορισμόν, όστις έπεσεν εις σποδόν προ των ποδών αυτού.
Απεξεδύθησαν είτα τα ιερά άμφια οι Ποιμένες, τα φώτα εσβέσθησαν και προπορευομένου του Γρηγορίου εξήλθον του Ναού.
Εξ ημέρας βραδύτερον ο Εθνάρχης εκρεμάτο ως κακούργος εις τα πρόθυρα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, άπνους έχων εστραμμένους τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν τα δε χείλη ημιηνεωγμένα, ως να παρεκάλει τον ουράνιο πατέρα υπέρ της απελευθερώσεως απάσης της Ελληνικής Φυλής.

Η Ανάσταση του Αγίου Λαζάρου

«Την ψυχωφελή, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, και την Αγίαν Εβδομάδα τον πάθους σον, αιτούμεν κατιδείν Φιλάνθρωπε …». Με αυτά τα λόγια του στιχηρού στον εσπερινό της Παρασκευής, πριν την Κυριακή των Βαΐων, τελειώνει η Μεγάλη Σαρακοστή. Μπαίνουμε πια στην «Αγία Εβδομάδα», στην περίοδο του εορτασμού των παθών του Χριστού, του Θανάτου και της Αναστάσεως Του. Περίοδος που αρχίζει από το Σάββατο του Λαζάρου .
Τα γεγονότα της διπλής γιορτής, η ανάσταση του Λαζάρου και η είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, αναφέρονται στα λειτουργικά κείμενα σαν «προοίμιο του Σταυρού»…Έτσι, για να καταλάβουμε καλύτερα αυτά τα γεγονότα, θα πρέπει να τα δούμε μέσα στα πλαίσια της Μεγάλης Εβδομάδας.
Το κοινό απολυτίκιο των δύο αυτών ημερών: «την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός…» μας βεβαιώνει, με κατηγορηματικό τρόπο, για την αλήθεια της κοινής ανάστασης. Είναι πολύ σημαντικό ότι μια από τις μεγάλες γιορτές της Εκκλησίας μας, η θριαμβευτική είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, γίνεται ο οδηγός στην πορεία μας μέσα στο σκοτάδι του Σταυρού. Έτσι το φως και η χαρά λάμπουν όχι μόνο στο τέλος της Μεγάλης Εβδομάδας αλλά και στην αρχή της. Το φως και η χαρά φωτίζουν αυτό το σκοτάδι και αποκαλύπτουν το βαθύ και τελικό νόημα του.
Όλοι όσοι είναι εξοικειωμένοι με την Ορθόδοξη λατρεία γνωρίζουν τον ιδιότυπο, σχεδόν παράδοξο, χαρακτήρα των ακολουθιών του Σαββάτου του Λαζάρου. Είναι, θα λέγαμε, Κυριακή και όχι Σάββατο, δηλαδή έχουμε μέσα στο Σάββατο αναστάσιμη ακολουθία. Ξέρουμε ότι το Σάββατο είναι βασικά αφιερωμένο στους τεθνεώτες και η Θεία Λειτουργία γίνεται στη μνήμη τους. Όμως το Σάββατο του Λαζάρου είναι διαφορετικό. Η χαρά που διαποτίζει τις ακολουθίες αυτής της ημέρας τονίζει ένα κεντρικό θέμα: την επερχόμενη νίκη του Χριστού κατά του Άδη.
Άδης είναι ο βιβλικός όρος που χρησιμοποιείται για να ορίσει το θάνατο με την παγκόσμια δύναμη του, που με τα αδιαπέραστα σκότη και τη φθορά καταπίνει κάθε ζωή και δηλητηριάζει ολόκληρο το σύμπαν. Αλλά τώρα, με την ανάσταση του Λαζάρου, ο «θάνατος αρχίζει να τρέμει». Ακριβώς από δω αρχίζει η αποφασιστική μονομαχία ανάμεσα στη Ζωή και το Θάνατο και μας προσφέρει το κλειδί για μια πλήρη κατανόηση του λειτουργικού μυστηρίου του Πάσχα.
Στην πρώτη Εκκλησία, το Σάββατο του Λαζάρου ονομαζόταν «αναγγελία του Πάσχα». Πραγματικά αυτό το Σάββατο αναγγέλει, προμηνύει, το υπέροχο φως και τη γαλήνη του επομένου Σαββάτου, του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου, που είναι ημέρα του Ζωηφόρου Τάφου.
Το πρώτο μας βήμα ας είναι η προσπάθεια να καταλάβουμε το εξής: ο Λάζαρος, ο φίλος του Ιησού Χριστού, είναι η προσωποποίηση όλου του ανθρωπίνου γένους και φυσικά κάθε ανθρώπου ξεχωριστά . Η Βηθανία, η πατρίδα του Λαζάρου, είναι το σύμβολο όλου του κόσμου, είναι η πατρίδα του καθενός. Ο καθένας από μας δημιουργήθηκε να είναι φίλος του Θεού και κλήθηκε σ’ αυτή τη θεϊκή Φιλία που είναι η γνώση του Θεού, η κοινωνία μαζί Του, η συμμετοχή στη ζωή Του. «Εν αύτω ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιω. 1, 4). Και όμως αυτός ο φίλος (ο άνθρωπος), τον οποίο τόσο αγαπάει ο Θεός και τον οποίο μόνο από αγάπη δημιούργησε , δηλαδή τον έφερε στη ζωή, τώρα καταστρέφεται, εκμηδενίζεται από μια δύναμη που δεν τη δημιούργησε ο Θεός: το θάνατο . Ο Θεός συναντάει μέσα στον κόσμο, που Αυτός δημιούργησε, μια δύναμη που καταστρέφει το έργο Του και εκμηδενίζει το σχέδιο Του. Έτσι ο κόσμος δεν είναι πια παρά θρήνος και πόνος, δάκρυα και θάνατος.
Πώς είναι δυνατόν αυτό; Πως συνέβηκε κάτι τέτοιο; Αυτά είναι ερωτήματα που διαφαίνονται στη λεπτομερή διήγηση που κάνει ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιο του για τον Ιησού Χριστό όταν έφτασε στον τάφο του φίλου Του Λαζάρου. «Που τεθείκατε αυτόν; λέγουσι αυτώ · Κύριε έρχου και ίδε. Εδάκρυσεν ο Ιησούς». (Ιω. 11, 35). Γιατί, αλήθεια, ο Κύριος δακρύζει βλέποντας το νεκρό Λάζαρο αφού γνωρίζει ότι σε λίγα λεπτά ο ίδιος θα του δώσει ζωή; Μερικοί Βυζαντινοί υμνογράφοι βρίσκονται σε αμηχανία σχετικά με το αληθινό νόημα αυτών των δακρύων. Μιλάνε για δάκρυα που χύνει η ανθρώπινη φύση του Χριστού, ενώ η δύναμη της ανάστασης ανήκει στη θεϊκή Του φύση. Η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία μας διδάσκει ότι όλες οι πράξεις του Χριστού ήταν «Θεανδρικές», δηλαδή θεϊκές και ανθρώπινες ταυτόχρονα. Οι πράξεις Του είναι πράξεις ενός και του αυτού Θεού-Ανθρώπου, του σαρκωμένου Υιού του θεού. Αυτός, λοιπόν, που δακρύζει δεν είναι μόνο Άνθρωπος αλλά και Θεός, και Αυτός που καλεί το Λάζαρο να βγει από τον τάφο δεν είναι μόνο Θεός αλλά και Άνθρωπος ταυτόχρονα. Επομένως αυτά τα δάκρυα είναι θεία δάκρυα. Ο Ιησούς κλαίει γιατί βλέπει το θρίαμβο του θανάτου και της καταστροφής στον κόσμο το δημιουργημένο από τον Θεό.
«Κύριε, ήδη όζει…», λέει η Μάρθα και μαζί της oι παρεστώτες Ιουδαίοι, προσπαθώντας να εμποδίσουν τον Ιησού να πλησιάσει το νεκρό. Αυτή η φοβερή προειδοποίηση αφορά ολόκληρο τον κόσμο, όλη τη ζωή. Ο Θεός είναι η ζωή και η πηγή της ζωής. Αυτός κάλεσε τον άνθρωπο να ζήσει μέσα στη θεία πραγματικότητα της ζωής και εκείνος τώρα «όζει» (μυρίζει άσχημα). Ο κόσμος δημιουργήθηκε να αντανακλά και να φανερώνει τη δόξα του Θεού και εκείνος «όζει»…
Στον τάφο του Λαζάρου ο Θεός συναντά το Θάνατο, την πραγματικότητα που είναι αντι-ζωή, που είναι διάλυση και απόγνωση. Ο Θεός συναντά τον εχθρό Του, ο οποίος του απέσπασε τον κόσμο Του και έγινε ο ίδιος «άρχων του κόσμου τούτου». Και όλοι εμείς που ακολουθούμε τον Ιησού Χριστό καθώς πλησιάζει στον τάφο του Λαζάρου, μπαίνουμε μαζί Του στη «δική Του ώρα» («ιδού ήγγικεν η ώρα…») · στην ώρα για την όποια πολύ συχνά είχε μιλήσει και την είχε παρουσιάσει σαν το αποκορύφωμα, το πλήρωμα ολοκλήρου του έργου Του.
Ο Σταυρός, η αναγκαιότητα του και το παγκόσμιο νόημα του αποκαλύπτονται με την πολύ σύντομη φράση του Ευαγγελίου: «και εδάκρυσεν ο Ιησούς…». Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί δάκρυσε : αγαπούσε το φίλο Του Λάζαρο και γι’ αυτό είχε τη δύναμη να τον φέρει πίσω στη ζωή. Η δύναμη της Ανάστασης δεν είναι απλά μια θεϊκή «δύναμη αυτή καθ’ εαυτή», αλλά είναι δύναμη αγάπης, ή μάλλον η αγάπη είναι δύναμη.
Ο Θεός είναι Αγάπη και η Αγάπη είναι Ζωή. Η Αγάπη δημιουργεί Ζωή… Η Αγάπη, λοιπόν, είναι εκείνη που κλαίει μπροστά στον τάφο και η Αγάπη είναι εκείνη που επαναφέρει τη ζωή. Αυτό είναι το νόημα των θεϊκών δακρύων του Ιησού. Μέσα απ’ αυτά η αγάπη ενεργοποιείται και πάλι – αναδημιουργεί, απολυτρώνει, αποκαθιστά τη σκοτεινή ζωή του ανθρώπου: «Λάζαρε, δεύρο έξω!..» Προσταγή απολύτρωσης. Κάλεσμα στο φως. Ακριβώς γι’ αυτό το Σάββατο του Λαζάρου είναι το προοίμιο και του Σταυρού, σαν τη μέγιστη θυσία της αγάπης, και της Ανάστασης, σαν τον τελικό θρίαμβο της αγάπης.
Από το βιβλίο του «Η Μεγάλη Εβδομάδα, Σύντομη λειτουργική εξήγηση των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας», Εκδ. Ακρίτας 1990.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...