Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Απριλίου 07, 2015

Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός – Εἰς τὴν Πόρνην








π. Ἀνανίας Κουστένης
Προοίμιον Ι           
Ὁ πόρνην καλέσας θυγατέραν, Χριστὲ ὁ Θεός, υἱὸν μετανοίας κἀμὲ ἀναδείξας δέομαι καί ῥῦσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
Ἐσύ, Χριστὲ καὶ Θεέ, ποὺ κόρη σου ἀποκάλεσες τὴν πόρνη, κάνε κι ἐμένα γιό σου μὲ τὴ μετάνοια, καὶ, σὲ παρακαλῶ, ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὰ ἔργα μου τὰ ἄσωτα.
Προοίμιον ΙΙ    
Κατέχουσα ἐν κατανύξει ἡ πόρνη τὰ ἴχνη σου ἐβόα σοι ἐν μετανοίᾳ τῷ εἰδότι τὰ κρύφια, Χριστὲ ὁ Θεός, «Πῶς σοι ἀτενίσω τῷ ὄμματι ἡ πάντας ἀπατήσασα τῷ βλέμματι; πῶς σὲ δυσωπήσω τὸν εὔσπλαγχνον ἡ σὲ παροργίσασα τὸν κτίστῃ μου; ἀλλὰ δέξαι τοῦτο τὸ μύρον πρὸς δυσώπησιν, δέσποτα, καὶ δώρησαί μοι ἄφεσιν τῆς αἰσχύνης τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
 Κρατώντας μὲ συγκίνησι τὰ πόδια Σου ἡ πόρνη μετανοιωμένη μίλαγε σὲ Σένα ποὺ τὰ μυστικὰ γνωρίζεις, Χριστὲ καὶ Θεέ· «Μὲ τί μάτια νὰ Σὲ κοιτάξω, ἐγὼ ποὺ ὅλους μὲ βλέμμα μου στὴν ἁμαρτία ἔρριξα; Πῶς νὰ παρακαλέσω, Σπλαχνικέ, ἐγὼ ποὺ στενοχώρησα τὸν Πλάστη μου, Ἐσένα; Μονάχα νὰ δεχτῆς αὐτὸ τὸ μύρο καὶ νὰ μὲ δῇς μὲ καλωσύνη, Κύριε, καὶ συχώρεσε τὴν ἀσωτία μου γιὰ τὴν ὁποία νοιώθω ἐντροπή.                                                                      Οἶκοι              
α´ Τὰ ῥήματα τοῦ Χριστοῦ καθάπερ ἀρώματα ῥαινόμενα πανταχοῦ βλέπων ἡ πόρνη ποτὲ καὶ τοῖς πιστοῖς πᾶσι πνοὴν ζωῆς χορηγοῦντα, τῶν πεπραγμένων αὐτὴ τὸ δυσῶδες ἐμίσησεν, ἐννοοῦσα τὴν αἰσχύνην τὴν ἑαυτῆς  καὶ σκοποῦσα τὴν ὀδύνην τὴν δι᾿ αὐτῶν ἐγγινομένην, πολλὴ γὰρ θλῖψις γίνεται τότε τοῖς πόρνοις ἐκεῖ, ὧν εἷς εἰμι καὶ ἕτοιμος πέλω εἰς μάστιγας, Ἂς πτοειθεῖσα ἡ πόρνη οὐκέτι ἔμεινε πόρνη, ἐγὼ δὲ καὶ πτοούμενος ἐπιμένω τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου.
                           Οἶκοι
α´ Τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια ὅμοια μὲ ἀρώματα ποὺ σκορπίζονται σὲ κάθε μέρος, ἀκούγοντάς τα κάποτε ἡ πόρνη, αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ σὲ κάθε πιστὸ χαρίζουνε ζωὴ πνευματική, ἄφησε γειὰ στὰ ἔργα της τὰ ἀπαράδεχτα, τὴν ἐντροπή της στοχαζόμενη  καὶ σκεφτομένη τὸν πόνο ποὺ τραβὰ κανεὶς ἀπὸ αὐτά.  Κληρονομοῦν δηλ. μεγάλη θλῖψι οἱ πόρνοι ἐκεῖ στὸν ἄλλο βίο. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶμαι κι ἐλόγου μου καὶ  ἑτοιμάζομαι γιὰ βάσανα, τὰ ὁποῖα φοβήθηκεν ἡ πόρνη κι ἄλλαξε ζωή.  Ὅμως ἐγὼ ἂν καὶ τρομάζω ἐπιμένω  στὴν ἀσωτία μου.
β´ Οὐδέποτε τῶν κακῶν ἀποστῆναι βούλομαι, οὐ μνήσκομαι τῶν δεινῶν ὧν ἐκεῖ μέλλω ὁρᾶν, οὐδὲ λογίζομαι τὴν τοῦ Χριστοῦ εὐσπλαγχνίαν,  πῶς περιῆλθε ζητῶν με τὸν γνώμη πλανώμενον, δι᾿ ἐμὲ καὶ Φαρισαίῳ συναριστᾷ ὁ τρέφων πάντας, καὶ δείκνυσι τὴν τράπεζαν θυσιαστήριον ἐν ταύτῃ ἀνακείμενος καὶ χαριζόμενος τὴν ὀφειλὴν τοῖς χρεώσταις, ἵνα θαρρῶν πᾶς χρεώστης προσέλθῃ λέγων: «Δέσποτα, λύτρωσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
β´ Ἐγὼ ποτὲ δὲν θέλω νὰ ἀφήσω τὰ κακά, οὔτε σκέφτομαι τὰ βάσανα ποὺ θὰ βλέπω ἐκεῖ, οὔτε λογαριάζω τοῦ Χριστοῦ τὴν εὐσπλαχνία, τὸ πῶς ἔτρεξε παντοῦ γυρεύοντας μὲ ποὺ θεληματικὰ περιπλανιόμουνα. Γιὰ τὸ χατήρι δηλαδὴ τὸ ἰδικό μου μὲ ἐπιμέλεια ψάχνει κάθε τόπο, γιὰ τὸ χατήρι μου μὲ τὸ Φαρισαῖο γευματίζει ὅλου τοῦ κόσμου ὁ Τροφέας. Καὶ κάνει τὸ κοινὸ τραπέζι Ἅγια Τράπεζα καθὼς σ᾿ αὐτὸ γερμένος ἤτανε καὶ χάριζε στοὺς ὀφειλέτες τὸ χρέος, γιὰ νὰ μπορῇ μὲ θάρρος ὁ καθένας νἄρθη κοντά Του καὶ νὰ λέῃ, «Δῶσε μου, Κύριε, λευτεριὰ ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου.
γ´ Ὑπέπνευσεν ἡ ὀσμὴ τῆς τραπέζης τοῦ Χριστοῦ τὴν πρῴην μὲν ἄσωτον νυνὶ δὲ καρτερικήν, τὴν ἐν ἀρχῇ κύνα καὶ ἐν τῷ τέλει ἀμνάδα, τὴν δούλην καὶ θυγατέρα, τὴν πόρνην καὶ σώφρονα, διὰ τοῦτο λίχνῳ δρόμῳ φθάνει αὐτήν, καὶ λιποῦσα τὰ ψιχία τὰ ὑπ᾿ αὐτὴν τὸν ἄρτον ᾖρε τῆς πάλαι Χανανίτιδος πλεῖον πεινάσασα, ψυχὴν κενὴν ἐχόρτασεν οὕτω πιστεύσασα, ἀλλ᾿ οὐ κραυγὴ ἐλυτρώθη, σιγὴ δὲ μᾶλλον ἐσώθη, κλαυθμῷ γὰρ εἶπε, «Κύριε, ἐγεῖρόν με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
γ´ Ἔφτασε σιγὰ-σιγὰ ἡ εὐχάριστη ὀσμὴ ἀπ᾿ τὸ τραπέζι τοῦ Χριστοῦ στὴν πρώην ἄσωτη γυναῖκα καὶ τώρα ἤδη ἐγκρατημένη, τὴν ἀρχικὰ ἀδιάντροπη καὶ τελευταῖα ἥμερη, τὴ σκλάβα καὶ τὴν κόρη, τὴν πόρνη καὶ τὴ σεμνή. Γι᾿ αὐτὸ κι ἀπὸ δρόμο ἀλλοιώτικο ἡ χάρι Του τὴ φτάνει καὶ ἄφησε τὰ ψίχουλα ποὺ εἶχε κι ἐπῆρε τὸν Ἄρτο. Ἐκείνη ποὺ πιὸ πολὺ ἐπείνασε ἀπ᾿ τὴν παλιὰ Χαναναία, ἐχόρτασε τὴν ἄδεια τῆς ψυχὴ μὲ τέτοια πίστι πούδειξε. Καὶ δὲν ἐλευθερώθηκε μὲ τὰ ξεφωνητά, ἀλλὰ μὲ τὴ σιωπὴ πολὺ καλλίτερα  ἐσώθηκε, γιατί ῾πε μὲ τὸ κλάμα: «Κύριε, σήκωσέ με ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου.
δ´ Τὴν φρένα δὲ τῆς σοφῆς ἐρευνῆσαι ἤθελον καὶ γνῶναι, πῶς ἐν αὐτῇ ἔλαμψεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὡραιότατος καὶ τῶν ὡραίων ἐργάτης, οὗ τὴν ἰδέαν πρὶν ἵδῃ ἡ πόρνη ἐπόθησεν, ὡς ἡ τῶν εὐαγγελίων βίβλος βόα,τοῦ Χριστοῦ ἀνακειμένου ἐν οἰκία τοῦ Φαρισαίου γυνή τις τότε ἤκουσεν ἅμα καὶ ἔσπευσεν ὠθήσασα τὴν ἔννοια πρὸς τὴν μετάνοιαν,«Ἄγε λοιπόν, ὦ ψυχή μου, ἰδοὺ καιρὸς ὃν ἐζήτεις, ἐπέστη ὁ καθαίρων σε, τὶ προσμένεις τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων σου»
δ´ Καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἐξετάσω τὸν νοῦ καὶ τὴ σκέψι τῆς φρόνιμης γυναίκας καὶ νὰ μάθω, πὼς μέσα της φεγγοβόλησεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ Ὡραιότατος καὶ ὁ ἐργάτης κάθε καλοῦ καὶ ὄμορφου, τοῦ Ὁποίου τὴ Μορφὴ λαχτάρησεν ἡ πόρνη προτοῦ ἀκόμα Τὴν ἰδῆ. Ὅπως μᾶς λένε τὰ Εὐαγγέλια: Καθὼς ὁ Χριστὸς εἶχε καθήσει κι ἔτρωγε στὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου, τὸ ἔμαθε κάποια ἁμαρτωλὴ γυναῖκα καὶ ἔτρεξε χωρὶς ἀργοπορία καὶ στὴ μετάνοια ἔφερνε τὴ σκέψι της, «Ἔλα, λοιπόν, ψυχή μου, νὰ ἡ εὐκαιρία ποὺ ζητοῦσες, ἔφτασεν Αὐτὸς ποὺ θὰ σὲ ἐξαγνίσει, γιατὶ ἀκόμα κάθεσαι στὴν ἀσωτία σου»;
ε´Ἀπέρχομαι πρὸς αὐτόν, δι᾿ ἐμὲ γὰρ ἤλυθεν, ἀφίημι τούς ποτε, τὸν γὰρ νῦν πάνυ ποθῶ,καὶ ὡς ποθοῦντα με μυρίζω καὶ κολακεύω, κλαίω, στενάζω καὶ πείθω δικαίων ποθῆσαι με, ἀλλοιοῦμαι πρὸς τὸν πόθο τοῦ ποθητοῦ, καὶ ὡς θέλει φιληθῆναι οὕτως φιλῶ τὸν ἐραστήν μου, πενθῶ καὶ κατακάμπτομαι, τοῦτο γὰρ βούλεται, σιγῶ καὶ περιστέλλομαι, τούτοις γὰρ τέρπεται, ἀναχωρῶ τῶν ἀρχαίων, ἵνα ἀρέσω τῷ νέῳ, συντόμως ἀποτάσσομαι ἐμφυσῶσα τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ε´ Φεύγω καὶ τραβῶ γι᾿ Αὐτόν, ἀφοῦ γιὰ μένα ᾖρθε. Τοὺς παλιοὺς ἀφήνω φίλους, μιᾶς καὶ τὸν Τωρινὸ λαχταρῶ νὰ ἀνταμώσω. Κι ἐπειδὴ πολὺ μὲ ἀγαπάει, μὲ μύρα Τὸν ἀλείφω καὶ Τὸν καλοπιάνω, χύνω δάκρυα, ἀναστενάζω καὶ νὰ Τὸν πείσω προσπαθῶ νὰ κάνει μὲ μένα ἀγάπη καὶ νὰ μὲ συχωρέση. Ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη λειώνω τοῦ Ἀγαπημένου, κι ὅπως θέλει ν᾿ ἀγαπιέται ἔτσι ἀγαπῶ Τὸν ἐραστή μου. Πενθῶ καὶ γονατίζω, γιατὶ αὐτὸ ἐπιθυμεῖ, σιωπῶ καὶ εἶμαι σοβαρή, ἀφοῦ μ᾿ αὐτὰ εὐχαριστιέται. Ἀναχωρῶ ἀπ᾿ τοὺς παλιοὺς γιὰ νὰ ἀρέσω, στὸν νέο. Σύντομα ἀπαρνιέμαι κι ἀπορρίπτω  τὴν ἀσωτία μου.
στ´ Προσέλθω οὖν πρὸς αὐτόν, φωτισθῷ, ὡς γέγραπται, ἐγγίσῳ νῦν τῷ θεῷ καὶ οὐ μὴ καταισχυνθῷ, οὐκ ὀνειδίζει με, οὖ λέγει μοι, «ἕως ἄρτι  ἧς ἐν τῷ σκότει καὶ ᾖλθες ἰδεῖν μὲ τὸν ἥλιον», διὰ τοῦτο μύρον αἴρω καὶ πορευθῶ, φωτιστήριον ποιήσω τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου, ἐκεῖ γὰρ ἀποπλύνομαι τὰς ἁμαρτίας μου, ἐκεῖ καὶ καθαρίζομαι τὰς ἀνομίας μου, κλαυθμῷ, ἐλαίῳ καὶ μύρῳ κεράσομαι κολυμβήθραν καὶ λούομαι καὶ σμήχομαι καὶ ἐκφεύγω τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
στ´ Ἂς πάω λοιπὸν πρὸς Αὐτόν, νὰ πάρω φῶς, κατὰ πῶς λέει ἡ Γραφή, θὰ πλησιάσω τώρα στὸ Θεὸ καὶ δὲν θὰ ντροπιαστῶ. Δὲν μὲ μαλώνει, οὔτε μοῦ λέει: «μέχρι τώρα ἤσουν στὸ σκοτάδι κι ᾖρθες νὰ δῇς τὸν Ἥλιο ἐμένα». Γι᾿ αὐτὸ στὰ χέρια μου τὸ μύρο παίρνω καὶ σ᾿ Ἐκεῖνον πηγαίνω. Βαπτιστήρι θὰ κάνω τοῦ Φαρισαίου τὸ σπίτι, γιατὶ ἐκεῖ θ᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου, ἐκεῖ καὶ θὰ καθαριστῶ ἀπ᾿ τὶς παρανομίες μου. Δάκρυ, λάδι καὶ μύρο θὰ σμίξω μέσ᾿ στὴν κολυμπήθρα καὶ θὰ πλυθῶ καὶ θὰ καθαριστῶ καὶ θὰ γλυτώσω ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου».
ζ´ Ἐδέξατο καὶ Ῥαὰβ κατασκόπους πρότερον καὶ τῆς δοχῆς τὸν μισθὸν ὣς πιστὴ εὗρε ζωήν, τῆς γὰρ ζωῆς τύπος ὁ πέμψας τούτους ὑπῆρχε τοῦ Ἰησοῦ μου βαπτίζων τὸ τίμιον ὄνομα, σωφρονοῦντας τότε πόρνει ξενοδοχεί, νῦν παρθένον ἐκ παρθένου πόρνη ζητεῖ ἀλείψαι μύρῳ, ἐκείνη μὲν ἀπέλυσεν οὕσπερ ἀπέκρυψεν, ἐγὼ δὲ ὃν ἠγάπησα μένω κατέχουσα, οὐχ ὡς κατάσκοπον κλήρων, ἀλλ᾿ ὡς ἐπίσκοπον πάντων κρατῶ καὶ ἐξεγείρομαι τῆς ἰλύος τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου
ζ´ Πιὸ παλιὰ καὶ ἡ πόρνη Ραὰβ ἐφιλοξένησε τοὺς κατασκόπους καὶ κέρδισε ἀληθινὴ ζωὴ σὰν ἀνταμοιβὴ τῆς φιλοξενίας  γιατὶ πίστι ἔμπρακτη ἔδειξε. Μιᾶς κι ἐκεῖνος ποὺ τοὺς  ἔστειλε ἦταν προεικόνισμα καὶ σύμβολο τῆς πηγαίας Ζωῆς, ἀφοῦ ἔφερνε τοῦ Ἰησοῦ μου τὸ ὄνομα τὸ ἀκριβό. Τότε ἡ πόρνη ἐφιλοξένησε τοὺς ἐνάρετους τώρα ἡ πόρνη ζητεῖ ν᾿ ἀλείψει μὲ μύρο τὸν Ἀναμάρτητο Γιὸ τῆς Παρθένου.  Ἐκείνη μὲν ἐλεύθερους ἄφησε νὰ φύγουν αὐτοὺς ποὺ ἔκρυψε στὸ πανδοχεῖο της, ἐγὼ ὅμως Αὐτὸν π᾿ ἀγάπησα μὲ τίποτα δὲν Τὸν ἀφήνω. Δὲν Τὸν κρατάω σὰν κατάσκοπο τῆς κληρονομιᾶς ἀλλὰ σὰν ἄγρυπνο Προστάτη  ὁλωνῶν Τὸν βαστῶ καὶ λευτερώνομαι ἀπ᾿ τὰ κρίματα τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
η´ Ἰδοὺ καιρὸς ἔφθασεν ὃν ἰδεῖν ἐπόθησα, ἡμέρα μοι ἔλαμψε καὶ δεκτὸς ἐνιαυτός, ἐν τοῖς τοῦ Σίμωνος αὐλίζεται ὁ Θεός μου, σπεύσω πρὸς τοῦτον καὶ κλαύσω ὡς Ἄννα τὴν στείρωσιν, κἂν λογίσηται μὲ Σίμων ἐν μεθυσμῷ, ὡς Ἠλὶ τὴν Ἄνναν τότε, μένω κἀγὼ προσευχομένη, σιγὴ βοῶσα, «κύριε, τέκνον οὐκ ᾔτησα, ψυχὴν μονογενῆ ζητῶ ἥνπερ ἀπώλεσα», ὡς Σαμουὴλ τῆς ἀτέκνου, Ἐμμανουὴλ τῆς ἀνάνδρου, τῆς στείρας ᾖρες ὄνειδος, ῥῦσαι πόρνην τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων.
η´ Νὰ ἔφτασε ἡ εὐκαιρία ποὺ ἐλαχτάρησα νὰ δῶ. Μέρα λαμπρὴ ξημέρωσε γιὰ μένα καὶ χρονιὰ καλωσυνάτη. Στὸ σπιτικό του Σίμωνα βρίσκεται ὁ Θεός μου. Κοντά Του θὰ τρέξω καὶ θὰ κλάψω τὴν ἀτεκνία σὰν τὴν Ἄννα. Κι ἂν μὲ περάση ὁ Σίμωνας γιὰ μεθυσμένη, ὅπως τότε ὁ Ἠλὶ τὴν Ἄννα, ἐγὼ θὰ συνεχίσω νὰ προσεύχωμαι, σιωπηλὰ φωνάζοντας, «Κύριε, παιδὶ δὲν σοῦ ἐγύρεψα, τὴν μονάκριβη ψυχή μου ἀναζητάω, τὴν ὁποία ἔχω χάσει». Ὅπως μὲ τὸ Σαμουὴλ τῆς ἄτεκνης, Ἐσὺ Ἐμμανουὴλ τῆς Ἄγαμης, ἀφαίρεσες τῆς στείρας τὴν ντροπή, ἔτσι γλύτωσε τὴν πόρνην ἐμένα ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
θ´ Νευροῦται μὲν ἡ πιστὴ τοῖς τοιούτοις ῥήμασι, ποιεῖται δὲ τὴν σπουδὴν πρὸς τὴν τοῦ μύρου ὠνήν, καὶ παραγίνεται βοῶσα τῷ μυροπράτῃ· «δός μοι, εἰ ἔχεις, ἐπάξιον μύρον τοῦ φίλου μου, τοῦ δικαίως φιλουμένου καὶ καθαρῶς, τοῦ πυρώσαντός μου μέλῃ καὶ τοὺς νεφροὺς καὶ τὴν καρδίαν, μηδὲν περὶ τιμήματος νῦν ἀμφιβάλῃς μοι, κἂν δέοι μέχρι δέρματος καὶ τῶν ὀστέων μου, ἑτοίμως ἔχω τοῦ δοῦναι, ἵν᾿ εὕρῳ τι ἀποδοῦναι τῷ σπεύσαντι καθάραί με ἐκ τῆς ὕλης τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
θ´ Μὲ τέτοια λόγια ἡ πιστὴ γυναῖκα ἐμψυχώνεται  καὶ βιάζεται τὸ μύρο νὰ ἀγοράση, καὶ στὸ μυροπώλη φτάνει λέγοντάς του: «Δός μου, ἂν ἔχῃς, μύρο ἀντάξιό του Ἀγαπημένου μου, ποὺ δίκαια καὶ ἄδολα ἀγαπῶ, Αὐτοῦ ποὺ ἐπυρπόλησε τὰ μέλη μου καὶ τὰ νεφρὰ καὶ τὴν καρδιά μου. Καθόλου μὴ διστάζῃς γιὰ τὴν ἔξοδο. Καὶ τὸ τομάρι μου ἂν χρειαστῆ καὶ τὸ κουφάρι μου, ἕτοιμη εἶμαι νὰ τὸ δώσω ἀρκεῖ κάτι νὰ βρῶ ν᾿ ἀνταποδώσω σ᾿ Αὐτὸν ποὖρθε κοντά μου μὲ ἀγάπη γιὰ νὰ μὲ καθαρίσῃ ἀπὸ τὴ νέκρα τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
ι´ Ὁ δὲ ἱδὼν τῆς σεμνῆς τὸ θερμὸν καὶ πρόθυμον  φησὶν αὐτή, «Λέξον μοι, τίς ἐστιν ὃν ἀγαπᾷς, ὅτι τοσοῦτον σε ἐπέθελξε πρὸς τὸ φίλτρον; ἄρα κἂν ἔχει τι ἄξιον δοῦναι τοῦ μύρου μου;» πάραυτα δὲ ἡ ὁσία ᾖρε φωνὴν καὶ βόα ἐν παρρησίᾳ τῷ σκευαστῇ τῶν ἀρωμάτων· «Ὦ ἄνθρωπε, τὶ λέγεις μοι, «ἔχεις τι ἄξιον»; οὐδὲν αὐτοῦ ἀντάξιον τοῦ ἀξιώματος, οὐκ οὐρανὸς οὔτε γαῖα οὐδ᾿ ὅλος τούτῳ ὁ κόσμος  συγκρίνεται τῷ σπεύσαντι ῥύσασθαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου
ι´ Κι ἐκεῖνος καθὼς διάβασε τῆς μετανοιωμένης γυναίκας τὴν ἐγκάρδια ἀγάπη καὶ τὴν προθυμία τῆς λέει: «Πές μου, Ποιὸς εἶν᾿ Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷς, ποῦ τόσο πολὺ σὲ μάγεψε καὶ στὴν ἀγάπη σ᾿ ἐτράβηξε; Ἔχει ἄραγε κάτι ἀντάξιο τοῦ μύρου μου;» Κι ἀμέσως ἔβγαλε φωνὴ ἡ ἁγιασμένη, καὶ μιλάει θαρρετὰ στὸν ἀρωματοποιό: «Ὦ ἄνθρωπε, γιατί μοῦ λές, «ἔχεις κάτι ἀντάξιο;» Τίποτα δὲν τοῦ παραβγαίνει στὴν ἀξία. Οὔτε ὁ οὐρανὸς οὔτε ἡ γῆ οὔτε ὁ κόσμος ὅλος μπορεῖ νὰ συγκριθῆ μ᾿ Αὐτὸν ποὺ ἔφτασε ὁλοπρόθυμα νὰ μὲ  ἐλευθερώσῃ  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ια´ Υἱός ἐστι τοῦ Δαβίδ, δι᾿ αὐτὸ καὶ εὔοπτος, υἱὸς θεοῦ καὶ θεός, δι᾿ αὐτὸ πάνυ τερπνός, ὃν οὐχ ἑώρακα, ἀλλ᾿ ἤκουσα καὶ ἐτρώθην πρὸς τὴν ἰδέαν τοῦ ἔχοντος φύσιν ἀνείδεον, τὸν Δαβίδ ποτε ἰδοῦσα στέργει Μελχώ, ἐγὼ δὲ μὴ κατιδοῦσα τὸν ἐκ Δαβὶδ ποθῶ καὶ στέργω, ἐκείνη τὰ βασίλεια πάντα κατέλιπε, καὶ τῷ Δαβὶδ πτωχεύοντί ποτε προσέδραμε, κἀγὼ τὸν ἄδικον πλοῦτον ὑπερορῶ καὶ ὠνοῦμαι  τὸ μύρον τῷ καθαίροντι τὴν ψυχήν μου  τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
ια´ Εἶναι Γιὸς τοῦ Δαβίδ, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ὄμορφος. Εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, γι᾿ αὐτὸ πολὺ εὐχάριστος. Καὶ Τοῦτον δὲν ἀντίκρυσα, μὰ ἄκουσα καὶ λαβώθηκα ἀπ᾿ τὴ Μορφὴ Ἐκείνου ποὺ κατὰ τὴ θεότητα εἶναι χωρὶς Μορφή. Τὸν Δαβὶδ κάποτε ἀντίκρυσε ἡ Μελχὼ καὶ τὸν ἀγάπησε. Ὅμως ἐγὼ χωρὶς νὰ δῶ τοῦ Δαβὶδ τὸν ἀπόγονο λαχταρῶ καὶ ἀγαπάω. Ἐκείνη ὅλα τὰ παλάτια ἀπαρνήθηκε καὶ στὸ φτωχὸ Δαβὶδ ἔτρεξε τότε μὲ λαχτάρα. Κι ἐγὼ τ᾿ ἁμαρτωλὰ λεφτὰ ξοδεύω κι ἀγοράζω τὸ μύρο γιὰ Κεῖνον ποὺ μὲ καθαρίζει ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ιβ´Ῥημάτων δὲ τὴν ὁρμὴν σιωπὴ συνέτεμε καὶ ἔλαβεν ἡ τερπνὴ τὸ καλὸν μύρον αὐτῆς, καὶ εἰς τὸν θάλαμον εἰσῆλθε τοῦ Φαρισαίου τρέχουσα ὥσπερ κληθεῖσα μυρίσαι τὸ ἄριστον, ὁ δὲ Σίμων θεωρήσας τοῦτο αὐτό, τὸν δεσπότην καὶ τὴν πόρνην καὶ ἑαυτὸν ἤρξατο ψέγειν, τὸν μὲν ὡς ἀγνοήσαντα τὴν προσεγγίσασαν, τὴν δ᾿ ὡς ἀναισχυντήσασαν καὶ προσκυνήσασαν, καὶ ἑαυτὸν ὡς ἀσκέπτως δεξάμενον τοὺς τοιούτους, καὶ μάλιστα τὴν κράζουσαν, «Ἐξελοῦ με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιβ´ Καὶ ἔκοψε μὲ τὴ σιωπὴ τὸ χείμαρρο τῶν λόγων κι ἐπῆρεν ἡ χαριτωμένη τὸ μύρο τῆς τὸ ἀκριβὸ καὶ μπῆκε στὸ σπιτικό του Φαρισαίου  τρέχοντας λὲς καὶ τὴν ἐκάλεσαν τὸ γεῦμα νὰ ἀρωματίσῃ. Κι ὁ Σίμωνας καθὼς ἀντίκρυσε ἐτοῦτο ἀκριβῶς τὸ θέαμα, τὸν Κύριο καὶ τὴν πόρνη καὶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄρχισε νὰ κατηγορῇ, Αὐτὸν πὼς τάχα ἀγνοοῦσε αὐτὴν ποὺ τὸν πλησίασε, τὴν πόρνη γιατὶ δῆθεν φέρθηκε ξεδιάντροπα ποὺ Τοῦ φανέρωσε λατρεία καὶ σεβασμὸ  καὶ τὸν ἑαυτό του πὼς τάχατες ἀπερίσκεφτα ἐδέχτηκε στὸ σπίτι του τέτοιους ἀνθρώπους, καὶ πρὸ παντὸς αὐτὴν ποὺ ἔλεγε: «Ξεκόλλα με καὶ βγάλε με  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ιγ´ Ὢ ἄγνοια, τί φησι; «Τοῦτο μὲν ἐτέλεσα, ἐκάλεσα Ἰησοῦν ὡς τινα τῶν προφητῶν, καὶ οὐκ ἐνόησεν ἣν ἕκαστος ἡμῶν οἶδεν, οὗτος καὶ οὐκ ἔγνω, εἰ ἦν γὰρ προφήτης ἐγίνωσκεν», ὁ ἐτάζων τὰς καρδίας καὶ τοὺς νεφροὺς θεωρῶν τοῦ Φαρισαίου τοὺς λογισμοὺς σαλευομένους, εὐθέως τούτῳ γίνεται ῥάβδος εὐθύτητος, «Ὢ Σίμων», λέγων, «ἄκουσον τὰ τῆς χρηστότητος τῆς ἐπὶ σὲ γενομένης καὶ ἐπὶ ταύτην, ἣν βλέπεις κλαυθμῷ βοῶσαν, «δέσποτα, ἔγειρόν με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.»
ιγ´ Ὢ ἄγνοια ποὺ τὸν ἔδερνε. Τί λέει; «Ἐγὼ τουλάχιστον ἔκαμα αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, δηλαδὴ ἐκάλεσα στὸ σπίτι μου τὸν Ἰησοῦ μὲ τὴν πεποίθηση πὼς εἶναι ἕνας προφήτης, κι Ἐκεῖνος δὲν ἔνοιωσε ποιὰ ἤτανε αὐτὴ ποὺ ὁ καθένας μας τὴν ξέρει, οὔτε ποὺ τὸ κατάλαβε, ἂν ἦταν ὅμως πράγματι προφήτης ἀσφαλῶς θὰ τὸ ἐγνώριζεν.» Ἐκεῖνος ποὺ διαβάζει τὸ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, καθὼς ἀντίκρυζε τοὺς ταραγμένους λογισμοὺς τοῦ Φαρισαίου, ἀμέσως τὸν ἀνακαλεῖ στὸ δρόμο τὸν σωστό. «Ὢ Σίμωνα», τοῦ λέγει, «νοιῶσε ὅλη τὴν καλωσύνη ποῦ γίνεται σὲ σένα καὶ σ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπεις μὲ τὸ κλάμα νὰ μὲ ἐπικαλεῖται, «Κύριε, ἀπὸ τὸν ὕπνο τὸ θανάσιμο σήκωσέ με τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
ιδ´ Μεμπτέος σοι ἔδοξα, ἐπειδὴ οὐκ ἤλεγξα τὴν σπεύδουσαν ἐκφυγεῖν τῶν αὐτῆς ἀνομιῶν, ἀλλ᾿ οὐ καλῶς, Σίμων, οὐκ εὔλογος ἡ μορφή σου, σύγκρινον τοῦτο ὁ ἔχω εἰπεῖν σοι, καὶ δίκασον, ὀφειλέται δύο ἦσαν τῷ δανειστῇ, ὁ μὲν εἰς πεντακοσίων, ἕτερος δὲ πενήντα μόνον, καὶ τούτοις ἀπορήσασι πρὸς τὴν ἀπόδοσιν ὁ χρήσας ἐχαρίσατο ὅ,τι ἐχρήσατο, τὶς οὖν αὐτὸν ἐκ τῶν δύο ποθήσει πλέον; εἰπέ μοι, τὶς ὤφειλε βοᾷν αὐτῷ, «ἔσωσας μὲ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιδ´ Κατηγορούμενο ἡ γνώμη σου μὲ κήρυξε γιατὶ δὲν μάλωσα αὐτὴν ποὺ νὰ ξεφύγη βιάστηκε ἀπὸ τὰ κρίματά της. Δὲν εἶναι ὅμως, Σίμωνα, σωστὴ καὶ δικαιολογημένη ἡ κατηγορία σου. Σύγκρινε αὐτὸ ποὺ σκέφτηκες μ᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ καὶ δίκασε: δυὸ ἄνθρωποι ἐχρώσταγαν σὲ κάποιο δανειστῆ, ὁ μὲν ἕνας πεντακόσια καὶ ὁ ἄλλος μονάχα πενήντα δηνάρια. Κι ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν εἶχαν νὰ τοῦ τὰ πληρώσουν, ὁ δανειστὴς τοὺς χάρισε αὐτὰ ποὺ τοῦ χρωστούσανε. Ποιὸς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς δυὸ πιὸ πολὺ θὰ Τὸν ἀγαπήση, θἄθελα νὰ μοῦ πῇς. Ποιὸς ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τοῦ φωνάζῃ μὲ χαρά: «μὲ ἔσωσες ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιε´ Ἀκούσας δὲ ὁ σοφὸς Φαρισαῖος ἔφησε· «Διδάσκαλε, ἀληθῶς φανερὸν πᾶσίν ἐστιν ὅτι πλειότερον ὀφείλει τοῦτον ποθῆσαι, ὢ καὶ περισσότερον χρέος ὁ χρήσας κεχάρισται», ὁ δὲ κύριος πρὸς ταῦτα εἶπεν αὐτῷ, «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης, Σίμων, οὕτως ἐστὶ καθάπερ λέγεις, ὃν σὺ γὰρ οὐκ ἐπήλειψας, αὕτη ἐμύρισεν, ὃν ὕδασιν οὐκ ἔνιψας, αὕτη τοῖς δάκρυσιν, ὃν οὐκ ἠσπάσω φιλήσας, καταφιλοῦσα με κράζει, «ἐκράτησα τοὺς πόδας σου, μὴ ἐμπέσω τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ιε´ Καὶ μόλις ἄκουσε τὴν παραβολὴ ὁ ξύπνιος Φαρισαῖος ἀποκρίθηκε: «Δάσκαλε, εἶναι ὁλοφάνερο πὼς πιὸ πολὺ νὰ ἀγαπήσῃ τὸ δανειστὴ ὑποχρεοῦται ἐκεῖνος ποὺ τὸ περισσότερο χρέος του ἐχαρίσθηκε». Κι ὁ Κύριος σὰν ἀπάντησε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦπε: «Πολὺ καλά, ὦ Σίμωνα, ἀπάντησες. Ἔτσι εἶναι ἀκριβῶς ὅπως τὸ λές. Αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ σὺ δὲν ἄλειψες μὲ λάδι, αὐτὴ μὲ μύρα ἄλειψε. Αὐτὸν ποὺ σὺ δὲν ἔπλυνες μὲ νερό, αὐτὴ Τὸν ἔλουσε μὲ δάκρυα. Αὐτὸν ποὺ δὲν καλωσόρισες μὲ φίλημα, ἐκείνη μὲ στοργὴ μ᾿ ἀσπάζεται καὶ  λέει: «Τὰ θεϊκά Σου πόδια ἔπιασα, ἂς μὴν ξανακυλήσω  στὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιστ´ Νῦν, ὅτι σοὶ ἔδειξα τὴν πολὺ ποθοῦσαν με, διδάξω σε, βέλτιστε, τίς ἐστιν ὁ δανειστής, καὶ ὑποδείξω σοι τοὺς τούτου χρεωφειλέτας, ὧν εἰς ὑπάρχεις, καὶ αὕτη ἣν βλέπεις δακρύουσαν,  δανειστὴς δὲ ἀμφοτέρων πέλω ἐγώ, καί οὐ μόνον ἀμφοτέρων ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων πάντων, ἐγὼ γὰρ πᾶσιν ἔχρησα ταῦτα ἃ ἔχουσι, ψυχὴν πνοὴν καὶ αἴσθησιν, σῶμα καὶ κίνησιν, τὸν δανειστὴν οὖν τοῦ κόσμου, ἐν ὅσῳ ἔχεις, ὦ Σίμων, ἱκέτευσον καὶ βόησον, «λύτρωσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιστ´ Τώρα ποὺ σοῦ φανέρωσα αὐτὴν ποὺ μὲ ἀγάπησε πολύ, θὰ σὲ πληροφορήσω, φίλε, ποιὸς στὴν πραγματικότητα εἶναι ὁ δανειστὴς  καὶ θὰ σοῦ κάνω γνωστοὺς τοὺς χρεωφειλέτες του, ποῦ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶσαι κι ἐσὺ καθὼς κι αὐτὴ ποὺ βλέπεις δάκρυα νὰ χύνῃ. Δανειστὴς καὶ τῶν δυό σας εἶμαι πάντοτε ἐγώ, κι ὄχι μόνο ἐσᾶς τῶν δυὸ ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀφοῦ Ἐγὼ σ᾿ ὅλους ἐδάνεισα αὐτὰ ἐκεῖνοι πούχουν, ψυχή, ἀναπνοή, αἰσθήματα, σῶμα καὶ κίνηση. Τὸ Δανειστὴ τοῦ κόσμου, Σίμωνα, ὅσο, λοιπόν, μαζί σου ἔχεις       παρακάλεσε καὶ φώναξε: «λευτέρωσέ με ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιζ´ Οὐ δύνασαι δοῦναί μοι ἅπερ ἐποφείλεις μοι,  κἂν σίγησον, ἵνα σοι χαρισθῇ ἡ ὀφειλή, μὴ καταδίκαζε τὴν καταδεδικασμένην,  μὴ εὐτελίσῃς τὴν εὐτελισμένη, ἡσύχασον, οὗ τῶν σῶν οὐδὲ ταύτης βούλομαί τι,  χρεωλύτης γὰρ τῶν δύο ᾖλθον ἑγὼ ὑμῖν καὶ πᾶσι, νομίμως, Σίμων, ἔζησας, ἀλλ᾿ ἐχρεώστησας,  ἐλθὲ οὖν πρὸς τὴν χάριν μου, ἵν᾿ ἀποδώσης μοι, ἰδὲ τὴν πόρνην ἣν βλέπεις καθάπερ τὴν ἐκκλησίαν βοῶσα, «ἀποτάσσομαι ἐμφυσῶσα τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ιζ´ Δὲν μπορεῖς νὰ μοῦ ξεπληρώσεις αὐτὰ ποὺ μοῦ χρωστᾷς ἀκόμα. Καλλίτερα μὴ μιλᾷς, γιὰ νὰ σοῦ χαρισθῆ ἡ ὀφειλή. Μὴν καταδικάζῃς τὴν καταδικασμένη, μὴν ἐξευτελίσης τὴν ἐξευτελισμένη, ἡσύχασε. Δὲν θέλω τίποτα ἀπ᾿ ὅσα μοῦ χρωστᾷς οὔτε κι ἀπ᾿ αὐτήν, γιατὶ ᾖρθα νὰ χαρίσω τὰ χρέη καὶ τῶν δυὸ καὶ ὅλου τοῦ κόσμου.Ἔζησες, Σίμωνα, σύμφωνα μὲ τὸ Νόμο, μὰ βγῆκες χρεωμένος. Ἔλα, λοιπὸν στὴ Χάρι μου γιὰ νὰ ξεχρεωθῆς. Λογάριασε τὴν πόρνη ποὺ βλέπεις σὰν τὴν Ἐκκλησία νὰ φωνάζῃ: «ἀρνιέμαι καὶ περιφρονῶ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιη´ Ὑπάγετε, τὸ λοιπὸν τῶν χρεῶν ἐλύθητε, πορεύθητε, ἐνοχῆς παρεκτὸς πάσης ἐστέ, ἠλευθερώθητε, μὴ πάλιν ὑποταγῆτε, τοῦ χειρογράφου σχισθέντος μὴ ἄλλο ποιήσετε», τὸ αὐτὸ οὖν, Ἰησοῦ μου, λέξον κἀμοί, ἐπειδὴ σοὶ ἀποδοῦναι ἃ χρεωστῷ οὐκ ἐξισχύω, σὺν τόκῳ γὰρ ἀνήλωσα καὶ τὸ κεφάλαιον, διὸ μὴ ἀπαιτήσῃς με ὅσον παρέσχες μοι, τοῦ τῆς ψυχῆς κεφαλαίου καὶ τῆς σαρκός μου τοῦ τόκου κουφίσας με ὡς εὔσπλαγχνος, ἄνες, ἄφες τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
ιη´ Πηγαίνετε. Ἀπὸ ῾δῶ καὶ πέρα δὲ χρωστᾶτε πιά. Φύγετε. Ἐνοχὴ δὲν ἔχετε καμμιά. Λευτερωθήκατε. Μὴν ξαναπιαστῆτε στὸ κακό. Ἀφοῦ σχίστηκε τὸ χρεώγραφο μὴν φτιάχνετε ἄλλο». Τὸ ἴδιο, λοιπόν, Ἰησοῦ μου, πὲς καὶ γιὰ μένα, ἐπειδὴ νὰ Σοῦ πληρώσω δὲν μπορῶ αὐτὰ ποὺ Σοῦ χρωστάω, ἀφοῦ ξόδεψα μαζὶ μὲ τὸν τόκο καὶ τὸ κεφάλαιο. Γι᾿ αὐτὸ μή μου ζητήσῃς ὅσα μου ἔδωκες. Τῆς ψυχῆς μου τὸ κεφάλαιο καὶ τοῦ σώματός μου τὸν τόκο ἀπὸ τὸ βάρος ἀνακούφισε, Στοργικέ, καὶ χάρισέ μου λευτεριὰ καὶ ἀπολύτρωση  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.

Μεγάλη Τρίτη, Ακολουθία Νυμφίου: απευθείας μετάδοση από Θεσσαλονίκη

Παρακολουθείστε τη Μεγάλη Τρίτη, 7-4-2015, στις 19:00, σε απευθείας μετάδοση από

 τον καθεδρικό Ναό της Του Θεού Σοφίας Θεσσαλονίκης χοροστατούντος του παναγιωτάτου
 Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ.κ. Ανθίμου την Ακολουθία του Νυμφίου -
 Τον μουσικό χόρο που θα αποδώσει το τροπάριο της Κασσιανης
 διευθύνει ο άρχων Πρωτοψάλτης Χαρίλαος Ταλιαδώρος
πηγή

« ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ-ΤΑ ΤΑΛΑΝΤΑ, ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΥ (ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ-ΘΕΟΛΟΓΟΥ ) »


Η Μεγάλη Τρίτη είναι για την Εκκλησία αφορμή να θυμηθούμε την παραβολή των ταλάντων. Κάποιος άρχοντας πραγματοποιεί ένα μακρινό ταξίδι, και πριν φύγει μοιράζει στους δούλους του τμήματα από την περιουσία του. Στον ένα δίνει πέντε τάλαντα, στον άλλο δύο, στον τρίτο ένα. Μετά την επιστροφή του οι δούλοι του δίνουν λογαριασμό. Αυτός που πήρε πέντε τάλαντα, εργάστηκε και παραδίδει συνολικά δέκα, αυτό που πήρε δύο παραδίδει τέσσερα, ενώ αυτός που πήρε ένα, το επιστρέφει, διότι θεωρεί ότι ο κύριος του είναι σκληρός και θέλει να θερίσει εκεί που δεν έσπειρε. Τότε ο άρχοντας διατάσσει να του πάρουν το τάλαντο και να το δώσουν σ' αυτόν που έχει τα δέκα και να τον τιμωρήσουν, αποκόπτοντάς τον ουσιαστικά από την κοινωνία με τους άλλους!
Στον οίκο του συναξαριού της ημέρας διαβάζουμε μια ενδιαφέρουσα φράση που απευθύνεται στον καθέναν από μας: «Το δοθέν σοι τάλαντον φιλοπόνως έργασαι». Το χάρισμα, γιατί αυτό είναι το τάλαντο, που έχει ο καθένας μας, ας εργαστεί με φιλοπονία, με επιμέλεια και με προθυμία, να το αξιοποιήσει. Τα χαρίσματα είναι πολύτιμα δώρα του Θεού στον κάθε άνθρωπο και υπάρχουν, σ' άλλον περισσότερα και σ' άλλον λιγότερα, αλλά πάντως δίδονται σε όλους. Το ερώτημα είναι κατά πόσον αξιοποιούνται.
Συνήθως, οι άνθρωποι νιώθουν περήφανοι για τις ικανότητές τους. Είναι αλήθεια πως πολλοί αγωνίζονται σκληρά για να πετύχουν στη ζωή τους, όχι μόνο επαγγελματικά. Το καλό όνομα, η αποδοχή και η υπόληψη της κοινωνίας προς τα ανθρώπινα πρόσωπα, εξαιτίας της ηθικής τους συμπεριφοράς και της προσπάθειάς τους να είναι «καλοί καγαθοί», αποτελούν σπουδαία κίνητρα στον αγώνα της ζωής. Ωστόσο, ταυτόχρονα με τις ικανότητες, εμφιλοχωρεί στον κόπο και μια εγωϊστική διάθεση, η οποία καθιστά το χάρισμα όχι αφορμή προσφοράς και θυσίας, αλλά αφορμή υπερηφάνειας και μονομέρειας.
Ο πετυχημένος άνθρωπος συχνά θεωρεί τον εαυτό του φορέα τελειότητας. Το χάρισμα δεν γίνεται αφορμή ελευθερίας, προσφοράς, ενδιαφέροντος για τον άλλο, αλλά μόνο ικανοποίησης του συμφέροντος και της φιλοδοξίας, ενώ άλλοτε υπάρχει η αίσθηση της κτητικότητας, ότι το χάρισμα μας ανήκει και μπορούμε να το διαθέσουμε όπως εμείς θέλουμε. Γι' αυτό κι όταν τα χαρίσματα αμφισβητούνται, θιγόμαστε ακόμη περισσότερο.
Η Εκκλησία προτείνει στον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει πως ό,τι ξεχωριστό έχει, του δόθηκε από τον Θεό για να το καλλιεργήσει προς όφελος δικό του, αλλά κυρίως, προς όφελος των άλλων. Γι' αυτό δεν δέχεται ούτε τον εγωϊστικό εγκλωβισμό στην αυτάρκεια των χαρισμάτων, ούτε την χρήση τους προς δόξαν του έχοντος, αλλά την λειτουργία του χαρίσματος προς όφελος της κοινότητας, των πολλών, της σύναξης. Η Εκκλησία δεν θέλει τον άνθρωπο εγκλωβισμένο στον ατομισμό, αλλά ζητά από τον καθένα την κοινωνική συνείδηση και προσφορά που θα τον κάνει να ζει για τους άλλους, και τους άλλους να ζουν γι' αυτόν!
Η εποχή μας είτε θεοποιεί τους χαρισματικούς ανθρώπους, εγκλωβίζοντάς τους στον εγωισμό και την κενοδοξία, είτε ισοπεδώνει τα χαρίσματα καθιστώντας τον άνθρωπο αριθμό στην απρόσωπη μάζα. Αν η κοινωνία μας συνειδητοποιήσει πόσο σπουδαίο είναι τα χαρίσματα να ελευθερώνουν τον έχοντα, αλλά και τον κόσμο, μέσα από την σωστή χρήση τους και την προσφορά, αλλά κυρίως μέσα από την αναφορά στο Θεό, τότε μέσα από αυτή την υγιή ταπείνωση της σχέσης με το Θεό το τάλαντο θα αξιοποιηθεί φιλοπόνως. Και τότε πραγματικά, «θα εισέλθουμε εις την χαράν του Κυρίου μας», δηλαδή στην κοινωνία της αγάπης και της προσφοράς, στην κοινωνία της ελευθερίας από την αυτάρκεια και τον εγωϊσμό..

Μεγάλη Τρίτη βράδυ - «Οίμοι! ότι νύξ μοι υπάρχει…» +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος


Μεγάλη Τρίτη βράδυ - «Οίμοι! ότι νύξ μοι υπάρχει…»

του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Όχι τόσο για προσευχή, για θρήνο, για ψυχική συμμετοχή στο δράμα των δραμάτων, όσο γιατί τους ελκύει το γνωστό τροπάριο. Αυτό γίνεται ο μαγνήτης.
Μερικοί μάλιστα στις μεγάλες πόλεις χρονομετούν πόσο θα διαρκέση.Αλλά τα τροπάρια δεν είνε κοσμικά τραγούδια. Δεν έγιναν για καλλιτεχνικούς σκοπούς, για να τέρψουν μουσικώς τα αυτιά.
Οι ύμνοι της Εκκλησίας έχουν άλλο σκοπό. Ο ναός του Θεού δεν είνε ωδείο. Ο ορθόδοξος ναός, εν αντιθέσει προς τους παπικούς με τα αρμόνια και τους προτε στάντες με την ευρωπαική μουσική και τις άλλες αιρέσεις, ο ορθόδοξος ναός δεν καλλιεργεί την τέρψι των αισθήσεων. Ο ψάλτης δεν είνε τραγουδιστής σαν αυτούς που εμφανίζονται στα κέντρα. Ο ψάλτης πρέπει να αισθάνεται κατάνυξι, να κλαίη. Αν δεν πιστεύη και δεν αισθάνεται αυτά που ψάλλει, να μη γίνεται ψάλτης. Γνώρισα ένα ψάλτη, τον αείμνηστο Σακελλαρίδη, ο οποίος, όταν έψαλλε έκλαιγε και συγκινούσε το εκκλησίασμα. Δεν έγιναν λοιπόν οι ύμνοι για να επιδεικνύωνται οι ψάλτες και να ευφραίνωνται οι εκκλησιαζόμενοι αισθητικώς και μουσικώς. Δεν είνε σκοπός τα τροπάρια, είνε μέσο.
Αυτοί που έφτειαξαν τα τροπάρια, άγιοι θεοκίνητοι άνθρωποι, σκοπό είχαν να κεν τήσουν τη συνείδησι του ενόχου, να εμ πνεύσουν ιδέες μεγάλες και υψηλές, να διεγείρουν αισθήματα άγια και υπέροχα, όπως το «γνώθι σαυτόν», τη συναίσθησι της αμαρτωλότητος και της ματαιότητος των ανθρωπίνων, προ παν τος δε την ελπίδα στο άπειρο έλεος του Θεού για κάθε αμαρτωλό.Εκεί αποβλέπει η ποίησις των ορθοδόξων.Αυτά γενικά για τη θρησκευτική ποίησι.Καί τώρα ας έλθουμε στο συγκεκριμένο ποίημα.Τι είνε το ποίημα αυτό; Είνε ένα διαμάντι που απαστράφτει, ένα από τα σπουδαιότερα δείγματα της ορθοδόξου ποιήσεώς μας. Ποιος είνε ο ποιητής; Υπάρχουν διάφορες γνώμες μεταξύ των φιλολόγων και των θεολόγων.
Οι περισσότερες συγκλίνουν, ότι ποιητής είνε μία υπέροχη γυναίκα του Βυζαντίου, η Κασσιανή. Η δημιουργία του ποιήματος συνδέεται με ένα επεισόδιο της Βυζαντινής ιστορίας.Νοερώς βρισκόμαστε στο 830 μ.Χ., στην πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, στα ανάκτορα της Κωνσταντινουπόλεως. Πόσο φθαρτά και μάταια είνε τα εγκόσμια! Ίσως στο μέρος εκείνο, που ήταν τα ανάκτορα του Βυζαντίου, τώρα να είνε κάποιος τούρκικος καφενές και κάποιος Τούρκος να ρουφά νωχελώς το ναργιλέ του… Εκεί λοιπόν, στο λεγόμενο Τρίκλινον, την περίφημη αίθουσα των ανακτόρων του Βυζαντίου, ένας νεαρός αυτοκράτωρ επάνω στο άνθος και τη λάμψι της νεότητός του, ο Θεόφιλος, περιμένει εναγωνίως.
Περιμένει να εκλέξη τη νύφη, την μέλλουσα σύζυγό του, που θα γινόταν και η μέλλουσα βασίλισσα του κράτους.Στο Τρίκλινο έχει συγκεντρωθή ο,τι εκλεκτό έχει να παρουσιάση ο γυναικείος κόσμος της αυτοκρατορίας νεάνιδες, άνθη – κρίνα της ανοίξεως, αναμένουν τη στιγμή της εκλογής.Τα αισθήματα πάλλουν και οι καρδιές χτυπούν. Ο νεαρός Θεόφιλος κρατάει στα χέρια του ένα χρυσό μήλο, για να το δώση ως βραβείο σ᾽ εκείνην που θα εκλέξη.Απ᾽ όλες τις νέες τα βλέμματά του ελκύει μία έξοχος καλλονή, η Κασσιανή. Την πλησιάζει. Αλλά πριν της δώση το μήλο, της απευθύνει ένα ερώτημα, που περιέχει μεν αλήθεια αλλά θίγει τη γυναικεία αξιοπρεπεία. –«Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα;», από γυναίκα επήγασαν τα κακά; Ο λόγος αυτός υπονοεί την Εύα και θα μπορούσε να θεωρηθή ως έκφρασις μισογυνισμού.
Αλλά η Κασσιανή, ευφυεστάτη και ετοιμόλογος, δεν δέχθηκε το πλήγμα αυτό του Θεοφίλου.Απολογουμένη εκ μέρους του γυναικείου κόσμου και έχοντας υπ᾽ όψιν την ιδεώδη γυναίκα, την υπεραγία Θεοτόκο, απαντά στον Θεόφιλο· «Αλλά και εκ γυναικός ερρύη τα κρείττω», αλλ᾽ από γυναίκα προέρχεται και ο,τι καλύτερο. Αυτός ο διαξιφισμός μεταξύ του ανδρικού εγωισμού και της γυναικείας αξιοπρεπείας διεξήχθη στα ανάκτορα. Αλλά είνε γνωστό, ότι ο άντρας είνε υπερήφανος και θέλει να έχη υποταγμένη τη γυναίκα. Γι᾽ αυτό δεν τον ευχαριστεί να έχη γυναίκα ευφυά· θέλει η γυναίκα του να είνε κατωτέρας διανοήσεως, για να μπορή να την υποτάσση.
Γι᾽ αυτό ο Θεόφιλος, όταν αντιλήφθηκε ότι στο βάθος της ωραίας αυτής γυναίκας υπήρχε σπινθηροβολούσα ευφυία, κοντοστάθηκε· άλλαξε επιλογή και έδωσε το μήλο όχι στην Κασσιανή, αλλά στην Θεοδώρα, που ήταν επίσης ωραία αλλά δεν είχε το σπινθηροβόλο πνεύμα της Κασσιανής.Η σεμνή Θεοδώρα ήταν εκείνη που συνετέλεσε στην αναστήλωσι των ιερών εικόνων και το θρίαμβο της Ορθοδοξίας.Καί η Κασσιανή τι έγινε; Ω κορίτσια, που τρέμετε μήπως χάσετε τον μνηστήρα και κάνετε τα πάντα να τον κατακτήσετε, η Κασσιανή, ιδού το έξοχο υπόδειγμά σας. Δεν είνε σπάνιο στη ζωή ένας ανεύθυνος νέος, αφού τρυγήση τα κάλλη σας, να σας εγκαταλείψη.Καί λοιπόν τι; Νομίζετε, ότι η ζωή πλέον δεν έχει νόημα και είστε για τον κάδο των αχρήστων; Πόσο απατάσθε! Η ευτυχία σας δεν είνε ένας άντρας. Όχι. Όπως και του αντρός η ευτυχία δεν είνε μια γυναίκα.
Η ευτυχία του αντρός η της γυναικός είνε πέρα από τις σαρκικές επιθυμίες, τις ηδονές και τα θέλγητρα, πάνω απ᾽ τη γη, πέρα απ᾽ τα άστρα και τους γαλαξίες, σε έναν απέραντο κόσμο. Καί σ᾽ αυτόν τον αιώνιο κόσμο μας ανοίγει σήμερα τα μάτια η Κασσιανή.Η Κασσιανή μπορεί να απέτυχε στον έρωτα, αλλά πέτυχε στη ζωή. Η αποτυχία του έρωτος υπήρξε γι᾽ αυτήν μία αρίστη επιτυχία στον προορισμό της ζωής της. Διότι τι έκανε;Ούτε δηλητήριο πήρε, ούτε πήγε να πέση από τους βράχους, ούτε να πνιγή στους ποταμούς; Έδειξε μεγαλείο, ψυχικό ηρωισμό. Αποσύρθηκε μακριά από τα ανάκτορα, στην έρημο, κ᾽ εκεί πέρασε την υπόλοιπη ζωή της.
Καί επειδή είχε χάρισμα, έγραψε ύμνους·καρπός του ποιητικού ταλάντου της είνε και το ποίημα αυτό που τόσο μας συγκινεί.Είνε βασισμένο στο περιστατικό της αμαρτωλής γυναίκας, που έκλαψε μπροστά στο Χριστό, του έπλυνε τα πόδια με μύρα και με τα δάκρυά της, και τα σκούπισε με τα πλούσια μαλλιά της. Αυτή τη γυναίκα έχει υπ᾽ όψιν στο ποίημά της η Κασσιανή.Το νόημα του ποιήματος. Κύριε, είμαι μια γυναίκα α μαρτωλή. Έφταιξα πολύ. Σαν την Εύα, που αμάρτησε και μόλις άκουσε τα βήματά σου στον παράδεισο κρύφτηκε από φόβο.Σαν την πόρνη, που ήλθε μπροστά σου και έχυσε τα πολύ τιμα μύρα της. Μοιάζω σαν ένα κουρέλι. Ζω μέσα σ᾽ ένα σκοτάδι, που δεν υπάρχει ήλιος, δεν υπάρχει φεγγάρι, δεν υπάρχει άστρο. «Νυξ μοι υπάρχει, οίστροςακολασίας». Υποφέρω, Κύριε, από την αμαρτία μου. Αλλά δεν απελπίζομαι.
Έρχομαι σ᾽ εσένα. Έρχομαι σαν την μυροφόρο. Έρχομαι σαν τη μετανοημένη αμαρτωλή. Συ, Χριστέ, που έφτειαξες τα ποτάμια, συ που έφτειαξες τους ωκεανούς, συ που έφτειαξες τις πηγές των υδάτων, δος μου ένα δάκρυ να χύσω μπρός στα πόδια σου. Δος μου, Χριστέ, την ελπίδα πως θα με δεχτής στο βασίλειό σου. Καί προς το τέλος λέει αυτό το φιλοσοφικώτατο· «Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;». Ποιός μπορεί να μετρήση τα αμαρτήματά μου; είνε αμέτρητα. Μόνο η άβυσσος των κριμάτων και του ελέους σου μπορεί να τα καλύψη και να μου χαρίση την σωτηρία.Δεν υπάρχουν, αγαπητοί μου, μόνο οι έρωτες της γης.
Θα είμαστε πολύ μικροί, αν περιορισθούμε σ᾽ αυτούς. Υπάρχει και κάτι άλλο.Νέοι! Δεν θα αισθανθήτε το μεγαλείο της ζωής, εάν δεν γευθήτε τον μεγάλο έρωτα των ψυχών, τον έρωτα του Εσταυρωμένου. Εάν αγαπάς το παιδί σου, τη γυναίκα σου, τα γράμματα, την επιστήμη, την ποίησι, τη ζωγραφική, καλά κάνεις· να τα αγαπάς, ο Θεός τα έδωσε. Αλλά περισσότερο και με φλογερή καρδιά να αγαπάς τον Εσταυρωμένο. Το είπε ο ίδιος·«Ήλθα στον κόσμο ν᾽ ανάψω φωτιά» (Λουκ.12,49).Ω ψυχές, αισθανθήτε αυτό τον έρωτα. Κλεί στε μεσ᾽ στην καρδιά σας το Χριστό, για να αισθανθήτε κάθε είδους μεγαλείο.Ο Θεός να δώση να χύσουμε ένα δάκρυ στα πόδια του Χριστού μας και να πούμε κ᾽ εμείς σαν το ληστή·«Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23,42).
(†) επίσκοπος Αυγουστίνος
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, η οποία έγινε στον ι. ναό Αγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης την 21-4-1970 το βράδυ με άλλο τίτλο. «Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;» (Μ. Τετ. δοξ. αποστ. αίν.)Απόψε Μεγάλη Τρίτη. Σε όλους τους ναούς της αγίας μας Ορθοδοξίας παρατηρείται μία εξαιρετική συρροή.

Μεγάλη Τρίτη βράδυ. Το Τραγούδι που ταιριάζει σ΄ όλους μας


«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…»
(δοξ. ἀποστ. αἴν. Μ. Τετάρτης)
 

ΑΠΟΨΕ, εὐσεβὲς ἐκκλησίασμα, σ᾿ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῆς ᾿Ορθοδοξίας μας ψάλλεται τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς. Ὅλοι τρέχουν στοὺς ναοὺς νὰ τ᾽ ἀκούσουν καὶ θαυμάζουν τὸν ψάλτη ποὺ θὰ τὸ παρατείνῃ πε­ρισσότερο. Ἀλλ᾽ ἐὰν τοὺς ρωτήσῃς, τί κατάλαβαν ἀπ᾽ αὐτό, οἱ περισσότεροι δὲν ξέ­ρουν ν᾿ ἀπαντή­σουν. Σὰ νὰ εἶνε κινέζικα. Γι᾿ αὐτὸ θὰ μοῦ ἐ­πιτρέψετε νὰ πῶ λίγα λόγια γιὰ τὸ τροπάριο.
Στὰ παλιὰ εὐλογη­μένα χρόνια, τὸν 9ο μ.Χ. αἰῶνα, στὴν Κωσταντινούπολι, ποὺ εἶνε ἡ πό­λις τῶν ὀνείρων μας, βασιλεὺς τῆς Βυ­ζαντι­νῆς αὐ­τοκρατο­ρίας στέφεται ὁ νεαρὸς Θεό­φιλος (829-842).
Ἦταν ἄ­γαμος. Ἡ καλὴ μητρυιά του, ἡ Εὐφροσύνη, θέλοντας νὰ τὸνπαν­τρέ­ψῃ, κάλεσε ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη τοῦ ἀπεράντου κράτους, σὰν μιὰ ἀνθοδέσμη ἀπὸ λουλούδια τῆς νεότητος, ἐκλεκτὲς κοπέλλες, γιὰ νὰ δια­λέξῃ ἀπ᾽ αὐτὲς τὴν σύζυγό του. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα ἡ Εὐφροσύνη τοῦ ἔδωσε ἕνα χρυσὸ μῆ­λο, γιὰ νὰ τὸ προσ­φέρῃ σ᾿ αὐτὴν ποὺ θὰ διά­λεγε. Ὁ Θεόφιλος στάθηκε μπροστὰ στὴν Κασ­σιανὴ κ᾽ ἦταν ἕ­τοιμος νὰ τῆς τὸ προσ­φέ­ρῃ, ἀλλὰ τῆς εἶπε κά­τι, ποὺ ἡ Κασσιανὴ τὸ θεώ­ρησε προσβλητικὸ γιὰ τὶς γυναῖκες· «Ἐκ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα», ἀπ᾽ τὴ γυναῖκα ἀ­πέρρευσαν τὰ κακά· ἐννοοῦσε τὴν Εὔα. Ἐκείνη, εὐφυὴς καθὼς ἦταν, τοῦ ἀπήν­τησε· «Ναί, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴ γυναῖκα προέρχονται καὶ ὅλα τὰ καλά», καὶ ἐννοοῦσε τὴν Παναγία. Γυναῖκες, ἀκοῦτε; Ἔχετε τεραστία δύναμι. Ἢ Εὖες θὰ γίνετε, ἢ Παναγίες. Ἢ θ᾿ ἀνεβά­σετε τοὺς ἄντρες σας στὸν οὐρανό, ἢ θὰ τοὺς ῥίξετε στὸν ᾅδη· διαλέξτε καὶ πάρτε. Πόσα ἀκούω ἀπὸ ἄντρες! Ἄχ, λένε, δὲν εἶ­σαι παν­τρεμένος, νὰ δῇς τί τρα­βᾶμε. Ἂν ἤ­σουν στὴ θέσι μας, θὰ προτιμοῦσες νὰ πεθά­νῃς παρὰ νά ’χῃς κοντά σου μιὰ κακιὰ γυναῖκα… Ἡ ἀπάντησι τῆς Κασσιανῆς δὲν ἄρεσε στὸν Θεόφιλο. Ἡ εὐφυΐα της ἔθιξε τὸν ἐγωισμό του (ὑπάρχουν γυναῖκες εὐφυέστερες τῶν ἀν­δρῶν). Τὴν ἀπέρριψε λοιπὸν καὶ ἔδωσε τὸ μῆ­­λο στὴν Θεόδωρα, ποὺ ἦταν βέβαια καλλο­νή, ἀλλὰ δὲν εἶχε τὸ σπινθηροβόλο πνεῦμα τῆς Κασσι­ανῆς. Ἡ Κασσιανὴ ἔχασε τὸ θρόνο ἀπὸ μία ἀ­πάντησι! Ἔχασε θρόνο ἐπίγειο, ἀλλὰ κέρδισε τὸν οὐ­­ράνιο βασιλέα, τὸν Κύριο ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Κάθε ψυχὴ εἶνε νύφη καὶ ὁ Χριστὸς εἶ­νε ὁ ὡραῖος Νυμφίος. Τὸ κάλλος του εἶνε ἄφθαρτο, αἰώνιο, ἀληθινό. Δυστυχῶς σήμερα οἱ ἄν­θρωποι δὲν ἐκτιμοῦν τὸ Νυμφίο Χριστό. Ὅ­ποιος ὅμως, εἴτε ἄντρας εἴτε γυναίκα, λά­βει ἰδέα τῆς ὡραιότητός του, δὲ συγ­­κινεῖται πιὰ ἀπὸ κανένα ἄλλο φθαρτὸ ἀν­θρώπινο κάλλος. Μπορεῖ μιὰ γυναίκα νὰ ἔχῃ σωματικὴ ὀ­μορ­φιὰ καὶ νά ’νε ἕνα τέρας στὴν ψυχή, καὶ μιὰ ἄλλη νά ’νε ἄσχημη ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ἐσωτε­ρικὸ μεγαλεῖο, ἠθικὸ κάλλος, νά ’νε ἕ­νας ἄγγελος, κι ὁ ἄντρας της νὰ τὴ θαυ­μάζῃ καὶ νὰ τὴν ἀγα­πᾷ. Τί νὰ τὸ κάνῃς τὸ ἐξωτερι­κὸ κάλλος, ἂν δὲν ὑπάρχῃ ἐσωτερι­κὴ ὀμορφιά; Ἦρθε κά­ποιος στὸ γραφεῖο καὶ ζητοῦσε διαζύγιο. —Πῶς τὴν παν­τρεύ­τη­κες, λέω, καὶ τώρα θέλεις νὰ τὴ χω­ρίσῃς; —Μὲ γέλασε ἡ ὀμορφιά της· τὴν πέ­ρασα γιὰ ἄγγελο, καὶ τώρα κατάλαβα ὅτι εἶχα νὰ κάνω μ᾿ ἕνα διάβολο… ᾿Αλλὰ τὸ κάλλος τοῦ Χριστοῦ δὲν συγ­κρί­νεται μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη τῶν ἀνθρώπων. Πόσο μάταιος εἶνε ὁ κόσμος, ποὺ γίνεται ἐραστὴς τοῦ ταπεινοῦ κάλλους! Μιὰ νέα ἀγαποῦσε κά­ποιον ἔξοχο ἐπιστήμονα καὶ τὸν ρώτησε· —Τί ἰ­δέα ἔχεις γιὰ μέ­να; —Σ᾿ ἀγαπῶ, σ᾿ ἐκτιμῶ, σὲ θαυμάζω· ἀλλ᾿ ἂν σὲ συγκρίνω μὲ τὸ Χριστό, σὲ βλέπω σὰν ἕνα μηδενικό, σὰν μιὰ σκιά… Εὐτυχεῖς αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὸ Χριστό, δυσ­τυχεῖς ὅσοι δὲν τὸν ἀγαποῦν. Ἡ Κασσια­νὴ τὸν ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν ψυχή της. Ἔφυγε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἔχτισε μοναστήρι. ᾿Εκεῖ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς της. Ἔγραψε ὑ­πέροχα ποιήματα. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ εἶνε τὸ τρο­πά­ριο ποὺ ἀκοῦμε σήμερα, «Κύριε, ἡ ἐν πολ­λαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…». Ἡ Κασσιανὴ βέβαια δὲν ἦ­ταν πόρνη· ἦταν ἕνα ἁγνὸ λουλού­δι. Γιὰ ποιόν τὸ γράφει λοιπὸν αὐτό; Ἀνοῖξτε τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο στὸ 7ο κεφάλαιο, κ᾿ ἐκεῖ θὰ δῆτε μιὰ γυ­ναῖκα πόρνη, ποὺ πλη­σίασε τὸ Χριστό. Αὐτὴν εἶχε ὑπ᾽ ὄψιν ἡ Βυ­ζαντινὴ ποιή­τριά μας. Λένε μερικοὶ ποὺ κάνουν τὸν ψευτοευγε­νῆ· Γλῶσσα εἶν᾽ αὐτὴ τοῦ δεσπότη, νὰ λέῃ τὴ λέξι «πόρνη»;… Ὑποκριταί! δὲ σᾶς πειρά­ζει τὸ πρᾶγμα, ἡ λέξι σᾶς ἐνοχλεῖ. Μετρῆστε στὴ σημερινὴ ἀκολουθία· ἑκατὸ φορὲς λέγεται ἡ λέξι πόρνη. ᾿Αλλὰ σεῖς αὐτὲς τὶς γυναῖκες, ποὺ πουλᾶνε τὸ κορμί τους γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὶς ὀνομάζετε «φιλενάδες». Κόσμε ψεύτη! ὀνομάζεις τὸ φαρμάκι σιρόπι. ᾿Εμεῖς θὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια· τὰ σῦκα σῦκα, τὴ σκά­φη σκάφη· τὸ φῶς φῶς καὶ τὸ σκότος σκότος. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ πόρνη, ὅταν ἄκουσε τὰ λό­για τοῦ Χρι­στοῦ μετανόησε. Ἔγινε σεισμὸς μέσα της καὶ μὲ μιᾶς κατέρρευσε ὅλο τὸ ἁ­μαρτωλὸ οἰκοδόμημα. Μπῆκε ἀπαρατήρητη στὸ σπίτι τοῦ φαρισαίου. Πλησίασε μὲ εὐγνωμοσύνη τὸ Χριστό. Ἔσκυψε καὶ ἔπλυνε τὰ πό­δια του μὲ μύρα ποὺ εἶχε ἀγοράσει, ξέπλεξε τὰ πλούσια μαλλιά της, τὰ ἔκανε πετσέττα καὶ τὰ σκούπισε μ᾽ αὐτά. Καὶ ἔκλαιγε συνεχῶς. Σκάνδαλο νὰ πλένῃ τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μιὰ πόρνη! σκέφτηκε ὁ φαρισαῖος. Σκάνδαλο; Ὅπως ὁ ἥλιος δὲν μολύνεται, ὅταν οἱ ἀ­κτῖνες του ἀγγίζουν τὰ κόπρια τῆς γῆς, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς δὲν μο­λύνθηκε. Εἶδε τὴ μετά­νοια καὶ τὴν ἀφο­σί­ωσι τῆς γυναίκας καὶ εἶπε· «Ἀφέων­ται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ. 7,47). ῾Η πόρνη ἀγάπησε μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά της τὸ Χριστό, ἐνῷ ὁ ᾿Ιούδας ὁ μαθη­τής του τὸν πρόδωσε καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ φα­ρισαῖοι τὸν σταύρωσαν. Μέσα ἀπὸ τὰ κόπρια βγῆκε ἕνα διαμάντι. Καὶ μέσα στὶς καρδιὲς αὐτῶν τῶν γυναικῶν, ὅταν ἔρθῃ ἡ θεία χάρις, μπορεῖ νὰ κατοικήσῃ ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Αὐτὴν εἶχε ὑπ᾽ ὄψιν της ἡ Κασσιανὴ καὶ τὴν ἔκανε τραγούδι. Εἶχε ὅμως ὑπ᾽ ὄψιν καὶ τὸν ἑ­αυτό της. Ἦ­ταν παρθένος, ἁγνή· ἀλλ᾽ ἐγνώριζε, ὅτι δὲν εἶ­νε καὶ ἀναμάρτητη. Μπορεῖ μιὰ νέα νὰ μὴ τὴν ἔχῃ ἀγγίξει ἄνθρωπος, νὰ εἶνε παρθένος σωματικῶς, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ ἠθικῶς. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλεγε· «Μετὰ γυναικὸς οὐκ ἐ­κοιμήθην, καὶ παρθένος οὐκ εἰμί». Μιὰ σκέ­ψι πονηρὴ νὰ περάσῃ ἀπ᾽ τὸ μυαλό μας, ἁ­μαρ­τάνουμε. Καὶ μόνο μιὰ τέτοια σκέψι κάνουμε; Γι᾿ αὐτὸ τὸ τραγούδι τοῦτο ταιριάζει σ᾿ ὅλους μας. Εἶνε δικό μας. Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ καταλά­βουμε, δὲ θὰ νιώσουμε τί θὰ πῇ «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή». Ὅταν σκέπτωμαι τ᾿ ἁμαρτήματά μου, ντρέ­πομαι νὰ κοιτάξω τὸν Κύριο· ὅπως ἡ Εὔα ποὺ κρύφτηκε στοὺς θάμ­νους, ὅπως τὸ παιδὶ ποὺ κάνει ἀταξία καὶ φοβᾶται νὰ δῇ τὸν πατέρα του, ὅπως ἡ μοιχαλίδα ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ κοι­τάξῃ στὰ μάτια τὸν ἄντρα της. Ἔτσι καὶ ἡ ψυ­χὴ τοῦ ἀνθρώπου τρέμει τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ τὴν δικαία, ποὺ ἔρχεται γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Λέει ἡ Ἀποκάλυψι· θὰ ἔρθῃ ὥρα —κ᾽ ἦρθε ἡ ὥ­ρα—, ποὺ θὰ ποῦμε· Ἀνοῖξτε, βουνά, νὰ μᾶς κρύψετε ἀπ᾽ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἀπ. 6,15-17). Χριστέ μου, ποὺ μ᾽ ἀνέβασες στὸν οὐ­ρανὸ κ᾽ ἐγὼ κατέβηκα στὸν ᾅδη, ντρέπομαι νὰ σ᾽ ἀν­τι­κρύσω διότι ζῶ ἔτσι. Δός μου δάκρυα μετανοίας, συχώρεσέ με· καὶ σοῦ ὑπόσχομαι, ὅτι ἀπὸ δῶ κ᾽ ἐμπρὸς θὰ ζῶ κατὰ τὸ θέλημά σου.
᾿Αδελφοί μου, δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε· θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε. Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο. Καὶ Μέγας ᾿Αντώνιος καὶ Μέγας Βασίλειος καὶ ἀσκη­τὴς νὰ γίνῃς, θ᾿ ἁμαρτάνῃς. Εἴμαστε ναυαγοὶ μέσα στὴ θάλασσα, στὸν ὠκεανό, καὶ κινδυνεύουμε. Παλεύουμε μὲ τὰ κύματα. Ἂς ἁρπάξουμε τὰ σωσίβια, ποὺ μᾶς ρίχνει ὁ Θε­ός. Σωσίβια εἶνε τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Τέτοια δάκρυα ἔχυνε ἡ Κασσιανὴ στὸ μοναστήρι, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία στὴν ἔρημο. Τέτοια δάκρυα νὰ χύσουμε κ᾿ ἐμεῖς, ἀ­δελ­φοί μου, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, γιὰ νὰ σωθοῦμε. Μέσα σὲ χιλιάδες Χριστιανοὺς ἀμφιβάλλω ἂν ἕνας ἔχυσε τέτοια δάκρυα μετανοίας. Τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶνε ἡ μετάνοια. Κάποτε μετανοοῦσε ἕνας στοὺς 10, ἔπειτα ἔγινε ἕ­νας στοὺς 100, ἔπειτα ἕνας στοὺς 1.000. Τώρα εἶνε ζήτημα ἂν ἕνας στοὺς 10.000 μετανοῇ. Ἂν περνοῦσε πρὶν διακόσα χρόνια ἀ­πὸ μᾶς ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅλοι θὰ ἐξ­ωμολογοῦνταν· τώρα ―ὦ Θεέ μου, σὲ τί χρό­νια βρισκόμαστε!― ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ μέχρι σήμερα δὲν ἔρριξαν ἕνα δά­κρυ, δὲν εἶ­παν τὸ «ἥμαρτον», δὲν ἐξωμολογήθηκαν. «Γε­νεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη» (Ματθ. 17,17). Νὰ μετανοήσουμε, ἀδελφοί μου, νὰ πλησι­άσουμε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ λῃστὴ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλ­θῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.


(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου η οποία έγινε στον ἱερό ναὸ του Ἁγίου Νικολάου Ἀμυνταίου, την Μ. Τρίτη βράδυ 20-4-1976)
 Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 3-4-2007

Η Κασσιανή αγία και οι τρείς διαστρεβλώσεις της Μ.Τρίτης


18ΑΠΡ
Η προσπάθεια διαστρεβλώσεως έχει σαν ιδιαίτερο στόχο τη βραδιά της Μεγ. Τρίτης. Τρεις, είναι οι σχετικές διαστρεβλώσεις.
Η μία: Το πρόσωπο της Κασσιανής. Είναι γνωστό, πως το βράδυ της Μεγ. Τρίτης ψάλλεται το τροπάριο της Κασσιανής. Είναι το περίφημο δοξαστικό των Αποστίχων· «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή την σην αισθομένη Θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη, μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει…». Πρόκειται για ποιητικό αριστούργημα.
Επιπόλαιοι και ανιστόρητοι άνθρωποι λένε και γράφουν, πως η Κασσιανή ήταν αμαρτωλή και διεφθαρμένη γυναίκα, και μιλώντας η Κασσιανή για την πόρνη γυναίκα του Ευαγγελίου βρίσκει ευκαιρία να μιλήσει για τον εαυτό της. Λάθος. Η Κασσιανή η Κασσία ή Εικασία είναι μια οσία μοναχή του Βυζαντίου, προικισμένη με καταπληκτικό ποιητικό ταλέντο. Αντί για τη βασιλική αλουργίδα προτίμησε το ταπεινό όχημα της μοναχής και έγραψε πολλούς ύμνους. Και ο ωραιότερος ύμνος της είναι ο αποψινός, γνωστός σαν τροπάριο της Κασσιανής.
Η Μαγδαληνή όχι πόρνη
Ποιά λοιπόν είναι η πόρνη γυναίκα, για την οποία μιλάνε όλα τα τροπάρια της Μεγ. Τρίτης (βράδυ); Εδώ είναι η δεύτερη, μεγαλύτερη, διαστρέβλωση. Φυσικά, απαντούν οι διαστρεβλωτές, η πόρνη ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή!… Και το πιπιλίζουν αυτό και καλοπροαίρετοι άνθρωποι, και άνθρωποι της Εκκλησίας. Έχουν ταυτίσει τη Μαγδαληνή με την πόρνη!
Είναι και τούτο αποτέλεσμα της άγνοιας της Αγίας Γραφής. Άγνοια Γραφής= άγνοια Χριστού. Άγνοια Γραφής=άγνοια της αλήθειας. Άγνοια Γραφής= θρίαμβος τής πλάνης.
Και είναι από τις μεγάλες πλάνες αυτό, να ταυτίζουν τη Μαγδαληνή με την πόρνη. Μια πλάνη, που στο μυαλό των έκφυλων και βλάσφημων παίρνει διαστάσεις ασεβείς και βλάσφημες.
Μια για πάντα ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Η Μαρία η Μαγδαληνή δεν υπήρξε διεφθαρμένη και πόρνη ποτέ. Ήταν μια ύπαρξη, που έπασχε, και την θεράπευσε ο Χριστός. Ο ευαγγελιστής Λουκάς λέει χαρακτηριστικά για τη Μαρία τη Μαγδαληνή: Ακολουθούσαν τον Ιησού οι δώδεκα μαθητές και γυναίκες, μεταξύ των οποίων «Μαρία καλούμενη Μαγδαληνή, αφ’ ης δαιμόνια επτά εξεληλύθει» (Λουκ 8, 2). Ήταν δαιμονισμένη. Ο Χριστός τής έβγαλε τα δαιμόνια, όπως έβγαλε και τα δαιμόνια τόσων άλλων ανθρώπων. Φαίνεται, πως τα επτά δαιμόνια, που βγήκαν από τη Μαγδαληνή, πήραν μαζί τους κι άλλα δαιμόνια και μπήκαν στις διάνοιες των διεστραμμένων ανθρώπων, που λένε πως η Μαγδαληνή ήταν η πόρνη και που προχωρούν και πετάνε λάσπη κατά του ασπίλου και αναμάρτητου Ιησού. Η λασπολογία στη χειρότερη μορφή.
Η Μαγδαληνή, μετά τη θεραπεία της, ήταν μια από τις ευγενείς εκείνες και άγιες Μυροφόρες γυναίκες.
Ανώνυμη ή πόρνη
Και τότε ποιά είναι η πόρνη, που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, η πόρνη, για την οποία μιλάνε τα τροπάρια τής Μεγ. Τρίτης (βράδυ); Άγνωστη, ανώνυμη. Ακούσατε σε κανένα τροπάριο το όνομα της πόρνης; Όχι, πουθενά. Αλλά κι ο ευαγγελιστής Λουκάς, που περιγράφει τη σχετική σκηνή, δεν αναφέρει το όνομά της. « Και ιδού γυνή εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός» (Λουκ. 7, 37).
Δεν αναφέρει το όνομα της πόρνης, σαν να μη θέλει να διαπομπεύσει την αξιολύπητη εκείνη γυναίκα, δακτυλοδεικτούμενη στη μικρή κοινωνία της πόλεώς της. Αλλ’ ο ιερός συγγραφέας δεν την διασύρει. Αποφεύγει ν’ αποκαλύψει το όνομά της.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι Απόστολοι, ενώ δεν έκρυβαν τις δικές τους ατέλειες και πτώσεις, όταν μιλάνε για μεγάλους αμαρτωλούς που μετανοούν, δεν αναφέρουν το όνομά τους. Δεν θέλουν να διαπομπεύσουν. Έτσι ούτε το όνομα της πόρνης που άλειψε τα πόδια του Κυρίου γνωρίζουμε, ούτε το όνομα της μοιχαλίδας που θέλησαν οι φαρισαίοι να την λιθοβολήσουν γνωρίζουμε, ούτε το όνομα του αιμομίκτη στην πρώτη Εκκλησία της Κορίνθου γνωρίζουμε.
Ανώνυμη η πόρνη. Δεν την ονοματίζουν ο ευαγγελιστής και οι υμνογράφοι. Την βάφτισαν όμως οι παραμυθάδες, και την βγάλανε Μαγδαληνή!
Αλλά και σχετικά με την ανώνυμη πόρνη υπάρχει κάποια διαστρέβλωση, η τρίτη, που είναι και η μεγαλύτερη. Διότι είναι θεωρητική διαστρέβλωση. —Να, λένε οι διαστρεβλωτές, ο Χριστός ήταν φίλος των πόρνων και γενικά των αμαρτωλών. Συναναστρεφόταν μαζί τους και συνέτρωγε. Επομένως δεν είναι κακό πράγμα η πορνεία και η μοιχεία Πορνεία; Φυσικό πράγμα. Μοιχεία; Αναπόφευκτο πράγμα I..
Έτσι στις μέρες μας έχουμε φτάσει στη νομιμοποίηση της πορνείας και της μοιχείας.
Η πορνεία δεν είναι…αμαρτία!
Αλλ’ ας κάνουν ό,τι θέλουν οι άνθρωποι του κόσμου, οι άνθρωποι που έχουν αρνηθεί το Χριστό και το Ευαγγέλιο. Δεν έχουν όμως δικαίωμα να διαστρεβλώνουν έτσι τα πράγματα και να παρουσιάζουν και τον Ιησού Χριστό συνήγορο της πορνείας και της μοιχείας. -Ο Χριστός, λένε, καυτηρίασε τους υποκριτές και τους εκμεταλλευτές, όχι τις πόρνες…!
Έτσι είναι; Το ότι η υποκρισία είναι από τα φοβερότερα αμαρτήματα, κανείς δεν αντιλέγει. Σαν μύδροι εκσφενδονίστηκαν τα «Ουαί» κατά των υποκριτών φαρισαίων. Η υποκρισία είναι σατανικό μίγμα υπερηφάνειας και ψευτιάς.
Αλλ’ ο Χριστός, που καυτηρίασε την υποκρισία, καυτηρίασε και την πορνεία, που είναι κι αύτη μια μορφή υποκρισίας.
Το ότι η πορνεία είναι αμάρτημα, και μάλιστα πολύ μεγάλο, τονίζεται πολλές φορές στην Καινή Διαθήκη. Ο απόστολος Παύλος φωνάζει: «Φεύγετε την πορνείαν».
-Αυτά τα λέει ο Παύλος, όχι ο Χριστός λένε μερικοί, που θέλουν να διαχωρίσουν τη διδασκαλία του Παύλου από το Ευαγγέλιο του Χριστού. Όχι. Ο Χριστός πρώτος καυτηρίασε την πορνεία. Όχι απλώς κατακύρωσε με το θείο κύρος του την 6η εντολή του Δεκάλογου, το «Ου μοιχεύσεις».
Συγχωρεί την πόρνη, δεν αμνηστεύει την πορνεία
-Τότε, θα ρωτήστε, πώς δικαιολογείται η στάση του Χριστού προς την πόρνη της αποψινής βραδιάς;… Μα ποιά στάση; Ο Χριστός δεν δείχνει καμιά ιδιαίτερη στάση στην πόρνη από εκείνη που δείχνει σε κάθε αμαρτωλό. Ο Χριστός συγχωρεί κάθε αμαρτωλό, που μετανοεί. Συγχώρεσε και την πόρνη, που μετανόησε. Η έμφαση δεν είναι στην πορνεία. Συνήθως οι φιλήδονοι και φιλόσαρκοι εκεί κολλάνε, όπως οι μύγες κολλάνε όταν ακαθαρσία. Αλλά στην περίπτωση της πόρνης του Ευαγγελίου η έμφαση είναι στη μετάνοια. Ο Χριστός συγχώρεσε την πόρνη, δεν αμνήστευσε την πορνεία Απόδειξη; Απαντώντας στο φαρισαίο, που σκανδαλίστηκε γιατί  δέχτηκε την πόρνη, παρουσίασε την πορνεία σαν χρέος, σαν μεγάλο αμάρτημα, που συγχωρείται βέβαια γιατί η γυναίκα είχε πίστη, είχε αγάπη στο Χριστό, είχε μετάνοια. Κι όταν μίλησε για την άφεση στην αμαρτωλή, είπε: «Αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησε πολύ» (Λουκ. 7,47).
Η πορνεία καταδικάζεται. Η πόρνη συγχωρείται. Γιατί έκλαψε. Το μύρο με τα δάκρυα της, απετέλεσαν ουράνιο μίγμα. Περισσότερο μοσχοβολούν τα δάκρυα της από τα μύρα της.
Εκείνη έκλαψε. Υμείς; Κανένας μας δεν είναι απαλλαγμένος από ακάθαρτη πράξη ή από ακάθαρτη σκέψη. Αν δεν αμάρτησες ολοκληρωτικά, ίσως ν’ αμάρτησες με μια από τις αισθήσεις, με τα χέρια, με τα αυτιά, με τα μάτια. Ποιός είναι καθαρός «από ρύπου»; Κανείς. Μόνο ο Κύριος είναι απόλυτα αναμάρτητος, Στο κοντάκιο της Μεγ. Τετάρτης ο χριστιανός απευθύνεται στον αναμάρτητο Κύριο και λέει: «Υπέρ την πόρνην, Αγαθέ, ανομήσας, δακρύων όμβρους ουδαμώς σοι προσήξα..». Δεν έχουμε δάκρυα.
Αδελφοί μου! Φίλος των αμαρτωλών ο Χριστός, των αμαρτωλών που μετανοούν. Για τους αμαρτωλούς σταυρώθηκε. Για μας, δηλαδή. Μακάρι, να σπάσει ο βράχος της καρδιάς μας και να ξεπηδήσουν από τα μάτια δάκρυα. Δάκρυα, που θα ελκύσουν το έλεος του Κυρίου και θα χαρίσουν την ποθητή άφεση και κάθαρση.
(Αρχιμ. Δανιήλ Γ. Αεράκη, «Στη Μεγάλη Εβδομάδα»)

π.Αλέξανδρος Σμέμαν: Το Τέλος (Μ.Δευτέρα-Μ.Τρίτη-Μ.Τετάρτη)


Αυτές οι τρεις ημέρες, τις οποίες η Εκκλησία ονομάζει Μεγάλες και Άγιες, έχουν, μέσα στο λειτουργικό κύκλο της Μεγάλης Εβδομάδας, έναν καθοριστικό σκοπό.
Τοποθετούν όλες τις ιερές ακολουθίες στην προοπτική του Τέλους · μας υπενθυμίζουν το εσχατολογικό νόημα τον Πάσχα.
Συχνά η Μεγάλη Εβδομάδα χαρακτηρίζεται σαν περίοδος γεμάτη με «ωραιότατες παραδόσεις» και «έθιμα», σαν ξεχωριστό τμήμα του εορτολογίου μας. Τα ζούμε όλα αυτά από την παιδική μας ηλικία σαν ένα ελπιδοφόρο γεγονός που γιορτάζουμε κάθε χρόνο, θαυμάζουμε την ομορφιά των ακολουθιών, τις επιβλητικές πομπές και προσβλέπουμε με κάποια ανυπομονησία στο Πασχαλινό τραπέζι… Και υστέρα, όταν όλα αυτά τελειώσουν, ξαναρχίζουμε την κανονική μας ζωή.

Αλλά άραγε καταλαβαίνουμε πως όταν ο κόσμος αρνήθηκε τον Σωτήρα του, όταν ο Ιησούς «ήρξατο αδημονείν» και έλεγε: «περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου», και όταν πέθανε στο Σταυρό, τότε η «κανονική ζωή» σταμάτησε; Δεν είναι πια δυνατόν να υπάρξει «κανονική ζωή» γιατί ακριβώς αυτοί που φώναζαν «Σταύ ρωσον Αυτόν!», αυτοί που Τον έφτυναν και Τον κάρφωναν στο Σταυρό ήταν… «κανονικοί άνθρωποι». Τον μισούσαν και Τον σκότωσαν ακριβώς γιατί τους τάραξε, τους χάλασε την «κανονική» ζωή τους. Και ήταν πραγματικά ένας τέλεια «κανονικός» κόσμος αυτός που προτίμησε το σκοτάδι και το θάνατο από το φως και τη ζωή… Με το θάνατο όμως του Χριστού ο «κανονικός» κόσμος και η «κανονική » ζωή καταδικάστηκαν αμετάκλητα. Ή μάλλον, θα λέγαμε ότι αποκαλύφθηκε η αληθινή, η ανώμαλη φύση τους, η ανικανότητα τους να δεχθούν το Φως · αποκαλύφθηκε η τρομερή δύναμη του κακού μέσα τους. «Νυν κρίσις εστίν του κόσμου τούτου · νυν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω» (Ιω. 12, 31).
Το Πάσχα σημαίνει το τέλος «αυτού του κόσμου». Με το Θάνατο και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού συντελέστηκε αυτό το τέλος, που μπορεί να διαρκέσει εκατοντάδες αιώνες, χωρίς να αλλοιώνει τη φύση του χρόνου τον οποίο ζούμε σαν «έσχατο καιρό». «Και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι · παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α’ Κορ. 7, 31).
Η λέξη Πάσχα σημαίνει πέρασμα, διάβαση. Η γιορτή της Διάβασης (Πάσχα) ήταν για τους Εβραίους η ετήσια ανάμνηση όλης της ιστορίας της σωτηρίας τους · της σωτηρίας σαν πέρασμα από τη σκλαβιά των Αιγυπτίων στην ελευθερία, από την εξορία στη γη της επαγγελίας. Ήταν επίσης η προσδοκία της τελικής διάβασης στη Βασιλεία του Θεού. Και ο Ιησούς Χριστός έγινε η εκπλήρωση αυτού του Πάσχα, έγινε το Πέρασμα. Αυτός πραγματοποίησε την τελική διάβαση από το θάνατο στη ζωή από τούτο τον «παλαιό κόσμο» στον «καινό κόσμο», στον «καινό χρόνο» της Βασιλείας του Θεού. Ο Χριστός έδωσε και σε μας τη δυνατότητα για μια τέτοια διάβαση. Ζώντας «εν τω κόσμω τούτω» μπορούμε ταυτόχρονα να μην είμαστε «εκ του κόσμου τούτου», δηλαδή να ελευθερωθούμε από τη σκλαβιά στο θάνατο και την αμαρτία και να συμμετέχουμε στον «επερχόμενο αιώνα». Για να γίνει αυτό θα πρέπει και εμείς επίσης να πραγματοποιήσουμε τη δική μας, την προσωπική διάβαση · να καταδικάσουμε τον παλαιό Αδάμ μέσα μας, να «ενδυθούμε» τον Χριστό – αυτό δηλαδή που γίνεται στο βάπτισμα με την τριπλή κατάδυση και που είναι σύμβολο θανάτου – και να ζήσουμε την αληθινή ζωή εν Θεώ…
Μόνον έτσι το Πάσχα δεν γίνεται μια ετήσια ανάμνηση – ι εροπρεπής και ωραία – γεγονότων του παρελθόντος. Αλλά είναι το Γεγονός που μας προσφέρθηκε και αποτελεσματικά μας αποκαλύπτει ότι ο παρών κόσμος μας, ο χρόνος μας, η ζωή μας έφτασαν στο Τέλος τους και ταυτόχρονα μας αναγγέλλει την Αρχή της νέας ζωής…
Οι τρεις, λοιπόν, πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας έχουν σαν σκοπό να μας παρουσιάσουν, σαν πρόκληση, αυτό το εσχατολογικό νόημα του Πάσχα και να μας προετοιμάσουν να το καταλάβουμε και να το αποδεχτούμε.
1. Η εσχατολογική αυτή πρόκληση αποκαλύπτεται πρώτα-πρώτα
με το κοινό και για τις τρεις ημέρες, τροπάριο:
«Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα ανάξιος δε πάλιν, ον ευρήσει ραθυμούντα. Βλέπε ουν ψυχή μου, μη τω ύπνω κατενεχθής, ίνα μη τω θανάτω παραδοθής, και της Βασιλείας έξω κλεισθής · αλλά ανάνηψον κράζουσα· Άγιος, Άγιος, Άγιος ει ο θεός δια της Θεοτόκου, ελέησον ημάς»
Το «μέσον της νυκτός» (μεσονύκτιο) είναι η στιγμή κατά την οποία η ημέρα φτάνει στο τέλος της και μια νέα ημέρα αρχίζει. Ακριβώς γι’ αυτό το μεσονύκτιο γίνεται το σύμβολο του χρόνου στον οποίο ζούμε σαν χριστιανοί. Γιατί η Εκκλησία από τη μια πλευρά ζει μέσα σ’ αυτό τον κόσμο συμμετέχοντας στις αδυναμίες του και σ’ όλες τις τραγωδίες. Από την άλλη πλευρά η αληθινή της ύπαρξη δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου», γιατί είναι η Νύμφη του Χριστού και η αποστολή της είναι να αναγγείλει και να αποκαλύψει τη Βασιλεία του Θεού και την «καινή ημέρα». Η ζωή της είναι μια αιώνια αναμονή, μια συνεχής και άγρυπνη προσδοκία αυτής της νέας Ημέρας… Αλλά εμείς ξέρουμε πολύ καλά πόσο ισχυρός είναι ο δεσμός μας με την «παλαιά ημέρα», με τον κόσμο, με τα πάθη του και τις αμαρτίες. Ξέρουμε πόσο βαθιά ακόμα ανήκουμε στον «κόσμο τούτο». Είδαμε το φως, γνωρίσαμε τον Χριστό, ακούσαμε για την ειρήνη, τη χαρά, τη νέα «εν Χριστώ ζωή» και παρ’ όλα αυτά ο κόσμος μας κρατάει σκλάβους του. Αυτή η αδυναμία, αυτή η συνεχής προδοσία του Χριστού, αυτή η ανικανότητα να δώσουμε ολόκληρη την αγάπη μας στο μόνο πραγματικό αντικείμενο αγάπης, εκφράζονται τέλεια στο εξαποστειλάριο των τριών αυτών ημερών:
«Τον νυμφώνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, Φωτοδότα και σώσόν με»
2. Το ίδιο θέμα παρουσιάζεται στα Ευαγγελικά αναγνώσματα αυτών των ημερών. Πρώτα απ’ όλα ολόκληρο το κείμενο των τεσσάρων Ευαγγελίων (ως το Ιω. 13, 31) διαβάζεται στις Ώρες (πρώτη, τρίτη, έκτη και εννάτη). Αυτή η ανακεφαλαίωση δείχνει ότι ο Σταυρός είναι η ολοκλήρωση της ζωής και της διακονίας του Ιησού Χριστού. Δίνει το κλειδί για τη βαθύτερη κατανόηση αυτής της ζωής. Καθετί στο Ευαγγέλιο οδηγεί σ’ αυτή την έσχατη ώρα του Ιησού και όλα γίνονται κατανοητά μέσα σ’ αυτό το φως. Γι’ αυτό κάθε ακολουθία αυτών των ημερών έχει ειδικό Ευαγγελικό ανάγνωσμα:
Μεγάλη Δευτέρα
Στον Όρθρο διαβάζεται από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου (21, 18- 43) η ιστορία της «ξηρανθείσης συκής». Η συκιά εδώ είναι το σύμβολο του κόσμου που δημιουργήθηκε από τον Θεό να φέρει πνευματικούς καρπούς και απέτυχε ν’ ανταποκριθεί στο Δημιουργό του.
Στην Ακολουθία των Προηγιασμένων Δώρων διαβάζονται από το 24ο κεφάλαιο του Ματθαίου οι στίχοι 3-35 οι οποίοι αναφέρονται στα σημεία της έλευσης του Κυρίου και της συντέλειας του κόσμου. Είναι μια εσχατολογική απάντηση του Ιησού Χριστού στην ερώτηση των μαθητών Του, και προαναγγέλλει το Τέλος, τα Έσχατα. «Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι…».
Μεγάλη Τρίτη
Στον Όρθρο διαβάζεται από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου (22,15-23,39) η καταδίκη των Φαρισαίων. Τα πολλά «ουαί» για την τυφλή και υποκριτική θρησκεία αυτών o ι οποίοι νομίζουν ότι είναι αρχηγοί των ανθρώπων και το φως του κόσμου, αλλά στην ουσία «κλείουν την Βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων…».
Στην Ακολουθία των Προηγιασμένων Δώρων συνεχίζεται η ανάγνωση από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου στα κεφάλαια 24 (36) 25 και 26 (2). Και εδώ πάλι γίνεται λόγος για τα Έσχατα, για το Τέλος. Γι’ αυτό μιλούν και οι παραβολές που χαρακτηρίζονται «παραβολές των Εσχάτων». Είναι η παραβολή των δέκα παρθένων. «Πέντε εξ αυτών ήσαν φρόνιμοι» και είχαν πάρει μαζί με τις λαμπάδες τους και αρκετό λάδι, «πέντε ήσαν μωραί», οι λαμπάδες τους έσβυσαν και δεν έγιναν δεκτές στο γαμήλιο δείπνο. Η άλλη παραβολή είναι των ταλάντων. Δεν χρησιμοποιούνται τα τάλαντα που έδωσε στον καθένα ο Κύριος. «…Γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν εν η ο Υιός του άνθρωπου έρχεται». Και τέλος διαβάζουμε για την ημέρα της μέλλουσας κρίσης.
Μεγάλη Τετάρτη
Στον Όρθρο το Ευαγγελικό ανάγνωσμα είναι από τον Ιωάννη (12, 17-50). Αναφέρεται σ’ αυτούς που αρνήθηκαν τον Χριστό και κάνει την εσχατολογική προειδοποίηση: «Νυν κρίσις εστί του κόσμου… Ο αθετών εμέ και μη λαμβάνων τα ρήματα μου, έχει τον κρίνοντα αυτόν · ο λόγος ον ελάλησα, εκείνος κρίνει αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα».
Στην Ακολουθία των Προηγιασμένων Δώρων διαβάζεται στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου (26, 6-16) η ιστορία της γυναίκας που με πολύτιμα μύρα έλουσε τα πόδια του Ιησού Χριστού. Αυτή η γυναίκα με τούτη την πράξη της είναι η εικόνα της αγάπης και της μετάνοιας , μοναδικά μέσα για την ένωσή μας με τον Χριστό.
3. Τα Ευαγγελικά αναγνώσματα βρίσκουν τέλεια ερμηνεία και ανάπτυξη στην υμνολογία αυτών των ημερών. Τα στιχηρά και τα τριώδια (σύντομοι κανόνες από τρεις ωδές που ψάλλονται στον Όρθρο) αναλύουν τα Ευαγγελικά νοήματα. Μια προειδοποίηση, προτροπή διατρέχει όλους αυτούς τους ύμνους: το τέλος, η κρίση έρχεται… ας προετοιμαστούμε ανάλογα…
«Ερχόμενος ο Κύριος προς το εκούσιον Πάθος, τοις αποστόλοις έλεγεν εν τη οδώ · ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και παραδοθήσεται ο Υιός του άνθρωπου, καθώς γέγραπται περί αυτού. Δεύτε ουν και ημείς κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν και νεκρωθώμεν δι’ αυτόν ταις του βίου ηδοναίς · ίνα και συζήσωμεν αυτώ και ακούσωμεν βοώντος αυτού · Ουκέτι εις την επίγειον Ιερουσαλήμ, δια το παθείν, αλλά αναβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα υμών, και Θεόν μου, και Θεόν υμών. Και συνανυψώ υμάς εις την άνω Ιερουσαλήμ, εν τη Βασιλεία των Ουρανών.»
(Στιχηρό από τους Αίνους του Όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας).
«Ιδού σοι το τάλαντον ο Δεσπότης εμπιστεύει, ψυχή μου · φόβω δέξαι το χάρισμα, δάνεισαι τω δεδωκότι, διάδος πτωχοίς και κτήσαι φίλον τον Κύριον, ίνα στης εκ δεξιών αυτού, όταν έλθη εν δόξη και ακούσης μακαριάς φωνής · Είσελθε δούλε, εις την χαράν του Κυρίου σου. Αυτής αξίωσόν με, Σωτήρ, τον πλανηθέντα, δια το μέγα σου έλεος»
(Δοξαστικό των Αίνων στον Όρθρο της Μεγάλης Τρίτης).
4. Στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής τα δυο βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης που διαβάζονται στους Εσπερινούς είναι η Γένεση και οι Παροιμίες. Με την αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας αντί γι’ αυτά έχουμε τα βιβλία «Έξοδος» και «Ιώβ», πάλι από την Παλαιά Διαθήκη. Η Έξοδος είναι η ιστορία της σωτηρίας του Ισραήλ, της ελευθερίας του από τη σκλαβιά των Αιγυπτίων, η ιστορία δηλαδή της Διάβασης των Εβραίων. Αυτή η ιστορία προετοιμάζει και μας να κατανοήσουμε την έξοδο του Χριστού προς τον Πατέρα Του, την ολοκλήρωση δηλαδή του έργου της σωτηρίας μας. Ο Ιώβ, ο πολύπαθος, είναι η προεικόνιση του Ιησού Χριστού στην Παλαιά Διαθήκη. Αυτά τα αναγνώσματα από το βιβλίο του Ιώβ προαναγγέλλουν το μεγάλο μυστήριο των παθών του Κυρίου, της υπακοής και της θυσίας Του.
5. Η λειτουργική πορεία αυτών των ήμερων έχει ακόμα το ρυθμό της Μεγάλης Σαρακοστής. Λέγεται ακόμα η προσευχή του Εφραίμ του Σύρου, («Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιέργειας, φιλαρχίας και αργολογίας, μη μοι δως. Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισαί μοι τω σω δούλω. Ναι Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα, και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου · ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν») και γίνονται οι ανάλογες μετάνοιες. Επίσης έχουμε εκτεταμένα αναγνώσματα από το Ψαλτήρι και βέβαια κάθε πρωί την Ακολουθία των Προηγιασμέ νων Δώρων, με τους ύμνους της Μεγάλης Σαρακοστής. Βρισκόμαστε ακόμα στην περίοδο της μετανοίας, γιατί μόνο η μετάνοια μας εξασφαλίζει τη συμμετοχή μας στο Πάσχα του Κυρίου μας και μας ανοίγει τις θύρες στο Πασχάλιο δείπνο.
Τελικά την Αγία και Μεγάλη Τετάρτη όταν η τελευταία πια Ακολουθία των Προηγιασμένων Δώρων φτάνει στο τέλος, αφού τα Τίμια Δώρα έχουν μεταφερθεί από την Αγία Τράπεζα, ο ιερέας λέει, για τελευταία φορά, την προσευχή του Αγίου Εφραίμ. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο η προετοιμασία φτάνει στο τέλος. Ο Κύριος μας καλεί τώρα στο τελευταίο Του δείπνο.


Πρωτοπρεσβυτέρου Αλεξάνδρου Σμέμαν,
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ,
Εκδ. Ακρίτας 1990
πηγή

Ο μαθητής και η πόρνη ( Μ. Τετάρτη)


Ένα τροπάριο του όρθρου της Μ. Τετάρτης (το ψάλλομε Μ. Τρίτη βράδυ) συγκρίνει τον Ιούδα με την πόρνη, που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού. Με συγκλονιστικό τρόπο ο υμνωδός συγκρίνει…τα ασύγκριτα:
«Όταν η αμαρτωλή προσέφερε στον Χριστό το μύρο, τότε ο μαθητής συμφωνούσε με τους παρανόμους την παράδοση του Χριστού. Ενώ αυτή γεμάτη χαρά άδειαζε το πολύτιμο μύρο στα πόδια του Χριστού, ο μαθητής έσπευδε να πωλήσει τον πιο Ανεκτίμητο Θησαυρό του κόσμου. Ενώ αυτή αποκτούσε την επίγνωση ότι ο Ιησούς είναι ο Δεσπότης Θεός, ο Ιούδας έκοβε οριστικά κάθε σχέση μαζί Του. Ενώ αυτή ελευθερωνόταν από τη δουλεία της αμαρτίας, εκείνος γινόταν δούλος του εχθρού διαβόλου…»
Φρίττει και τρομάζει κανείς βλέποντας τόσο μεγάλες … ανατροπές!
Από την μια ένας μαθητής του Χριστού, ένας άνθρωπος –που επί τρία χρόνια ήταν συνέχεια κοντά Του– ξεπέφτει τόσο χαμηλά και Τον προδίδει για να «κερδίσει» πενταροδεκάρες! Ο μαθητής γίνεται προδότης του Διδασκάλου! Ο απόστολος γίνεται συνωμότης! Ο φίλος του Υιού του Θεού γίνεται όργανο του διαβόλου!
Και από την άλλη, μια γυναίκα του δρόμου, μια γυναίκα που πέρασε τη ζωή της μέσα στο βούρκο της πορνείας, ανεβαίνει τόσο ψηλά με την μετάνοιά της, ώστε να αξιωθεί να αλείψει με μύρο τα πόδια του Χριστού! Η πόρνη γίνεται μαθήτρια, απόστολος και κήρυκας της ευσπλαχνίας του Θεού!…
Όλα εξαρτώνται από δύο βασικούς παράγοντες!
Από το αν έχει ο άνθρωπος καθαρά μάτια, για να ιδεί ότι ο Χριστός είναι η μόνη ελπίδα του για απελευθέρωση και άνοδο από τον βάλτο της αμαρτίας· και
Από το αν έχει τη σταθερή απόφαση να «δουλέψει» μαζί με τον Χριστό, για το ξεκόλλημά του από την αμαρτία και το ανέβασμά του στην «ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού».
Ο Ιούδας ίσως να κατάλαβε ότι ο Χριστός είναι η πηγή της Αληθινής Ελευθερίας. Δεν την αγάπησε όμως αυτήν την Ελευθερία. Βολεύτηκε στη σκλαβιά της φιλαργυρίας. Και αυτό το βόλεμα, τον έκανε κάθε μέρα να βουλιάζει και περισσότερο και να…δικαιολογεί το πάθος του. Δεν έδωσε καμιά σημασία σε κανένα «ξυπνητήρι» που ο Χριστός του «κουδούναγε» συχνά στα αυτιά του. Έτσι οδήγησε τον εαυτό του σε τέτοια αναισθησία, ώστε να μη διστάσει να πουλήσει τον Δάσκαλό Του, για να «κερδίσει»ένα ασήμαντο χρηματικό ποσό!
Η πόρνη είχε νιώσει την φρίκη της σκλαβιάς στο δικό της πάθος. Δεν βολεύθηκε όμως σ’ αυτήν την κόλαση. Έψαχνε για Ελευθερωτή. Έψαχνε ειλικρινά για κάποιον, να την τραβήξει και να την βγάλει από τη λάσπη. Και όταν είδε τον Χριστό, όταν γεύθηκε τη γλυκύτητα της διδασκαλίας του, κατάλαβε ότι Αυτός ήταν ο Μόνος, που μπορούσε να την σώσει. Και έδωσε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, για να αγοράσει πολύτιμο μύρο και να Του αλείψει με αυτό τα πόδια Του!
Δόξα, Κύριε, σε Σένα, που για να μας ελευθερώσεις, … καταδέχθηκες να πουληθείς! « Τω πραθέντι και ελευθερώσαντι ημάς Κύριε, δόξα Σοι»!
(Αρχιμ. Β.Λ – ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...