Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Απριλίου 07, 2015

ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ*


Πάθος είναι ή επανάληψη και σταθεροποίηση μιας ηθικής ασθένειας, μιας αμαρτίας π.χ της πλεονεξίας, της μέθης, της ακολασίας.
Ενώ ένα αμάρτημα είναι μία μεμονωμένη ηθική πτώση, μία συγκεκριμένη παράβαση του ηθικού νόμου, το πάθος είναι ριζωμένη κατάσταση κακίας, είναι ή κατάληψη της ανθρώπινης ψυχής από την ηθική ασθένεια. Ή αμαρτία έχει γίνει κυρίαρχος της ψυχής. Δεν την προσβάλλει πλέον από έξω. Την έχει υποδουλώσει σε πράγματα και καταστάσεις. Είναι ανίκανη να αντίδραση.
Είναι το πάθος διαστροφή των ψυχικών δυνάμεων. Παρά φύσι κατάστασις και κίνησις της ψυχής. Και όπως τονίζει ο αγ. Ιωάννης της Κλίμακος, “το πάθος εν τη φύσει ου πέφυκε’ ου γαρ εστίν κτίστης παθών ο Θεός”. Οντολογικά δηλαδή τα πάθη συνδέονται με την ανυπαρξία, αφού ή ανθρώπινη φύσις δημιουργήθηκε από τον Θεό χωρίς το κακό μέσα της. Και αφού ο Θεός είναι απαθής και ή ψυχή του ανθρώπου “φυσικώς απαθής έστι”.
“Μετά τον θάνατον”, θα μας πει ο ι. Χρυσόστομος,” ο των παθών επεισήλθεν όχλος τη ψυχή”. Δηλαδή τα πάθη δεν είναι φυσική κατάστασις της ψυχής. Εμφανίζονται στον άνθρωπο εκ των υστέρων, μετά την αμαρτία.
Ακόμη τα πάθη είναι ασθένεια της ψυχής, “Τα πάθη αρρώστια εστί της ψυχής. Κακία νόσος εστί της ψυχής”.
Η ψυχή είναι υγιής όταν δεν έχει πάθη. Υγεία της ψυχής είναι η αρετή. Η υγεία προϋπάρχει της ασθενείας. Επομένως η νόσος έρχεται αργότερα. Δεύτερη στην τάξη. Είναι αδύνατον να υπάρχη μία φύσις πού να είναι συγχρόνως ασθενής και υγιής, “αγαθή και πονηρά”. Αναγκαστικά η μία προηγείται της άλλης.
Ο Μ. Βασίλειος θα μας πει ότι “όταν η ψυχή βρίσκεται στην φυσική της κατάσταση, ζει στον ουράνιο κόσμο΄’ όταν όμως βρεθεί μακριά από την κατάσταση αυτή, τότε βρίσκεται κάτω”. Στην πρώτη περίπτωση είναι απαθής· στην δεύτερη βρίσκεται μέσα στα πάθη.
Όλα αυτά είναι αντίθετα με την σημερινή άποψη πού επικρατεί στον κόσμο μας. Σήμερα φυσικός θεωρείται ο άνθρωπος πού ικανοποιεί τις όποιες επιθυμίες του. Και αφύσικος εκείνος πού αγωνίζεται να κόψη τα πάθη του. “Θάρθη καιρός, έλεγε ο αγ. Κοσμάς ο Αιτωλός, “πού το άσπρο θα το λένε μαύρο και το μαύρο άσπρο”. Η κακία και τα πάθη δηλαδή θα είναι στο αποκορύφωμά τους. Ας επανέλθουμε όμως στο θέμα μας
Διαίρεσις των παθών
Αφού είδαμε τι είναι και πότε εμφανίστηκαν τα πάθη, ας δούμε και τον χωρισμό τους. Υπάρχουν αρετές σωματικές και ψυχικές. Κατ’ αναλογία υπάρχουν και σωματικά και ψυχικά πάθη. Πάθη πού αναφέρονται στο σώμα και πάθη πού αναφέρονται στην ψυχή.
Σωματικά πάθη είναι η δίψα, ή πείνα, ό ύπνος, κλπ. Αυτά είναι τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη. Ονομάζονται όμως και ψεκτά, διότι και η τροφή είναι φθαρτή και ο ύπνος δουλεύει για το φθαρτό και θνητό σώμα, και η θνητή γέννησις των παιδιών χαρίζει στον άνθρωπο μαζί με την ύπαρξη και τη θνητή σάρκα.
Σωματικά είναι επίσης τα πάθη πού προέρχονται από τις σωματικές αισθήσεις, τα πάθη δηλαδή πού έχουν τις αφορμές τους στο σώμα, όπως ή γαστριμαργία. Ενώ ψυχικά πάθη είναι αυτά πού προέρχονται “εξ αιτίας ψυχικής”, όπως ή υπερηφάνεια.
Υπάρχουν ακόμη τα μικτά ή σύνθετα πάθη. Αυτά προέρχονται από τη συνεργασία ψυχικών καί σωματικών δυνάμεων.
Ακόμη έχουμε ισχυρά καί ασθενή πάθη. Ισχυρά είναι όσα “ισχυρώς κατά της ψυχής επανίστανται”. Καί ασθενή όσα κινούνται “κλεψιμαίω τρόπω”.
Τέλος ανάλογα με τον τρόπο πού πολεμούν τον άνθρωπο υπάρχουν πάθη πού τον προσβάλλουν φανερά καί αλλά πού προξενούν μόνο στενοχώρια καί θλίψη όπως ή ακηδία, ή λύπη καί ή αμέλεια.
Αποτελέσματα των παθών
Η παρουσία των παθών έχει τραγικές συνέπειες στην ανθρώπινη ύπαρξη. α) Τα πάθη αιχμαλωτίζουν καί υποδουλώνουν τον άνθρωπο, ο όποιος χάνει την ελευθερία του καί γίνεται δούλος των παθών, β) Η ψυχή του ασθενεί. Δεν αισθάνεται τα πνευματικά του χαρίσματα ούτε μπορεί να τα επιθυμήση. Βέβαια δεν είναι δυνατόν όλοι να φθάσουν στην απάθεια μπορούν όμως όλοι να σωθούν, όλοι να συμφιλιωθούν με τον Θεό (Κλίμαξ. ΚΣΤ, παρ. νδ). γ) Τα πάθη στέκονται σαν διάφραγμα καί μεσότοιχος μπροστά στις κρυμμένες αρετές της ψυχής. Καί αν δε γκρεμιστούν αυτά τα τείχη με τις αρετές, δεν μπορούν να φανούν τα πνευματικά χαρίσματα πού βρίσκονται πίσω από αυτά. Καί όπως δεν μπορεί κανείς να βλέπη τον ήλιο όταν υπάρχει ομίχλη, έτσι δεν μπορεί να δη καί το κάλλος της ψυχής όταν αυτό καλύπτεται από την ομίχλη των παθών.
Τα πάθη είναι σαν κάποια σκληρή ουσία πού εμποδίζει να λειτουργήσουν τα διάφορα πνευματικά χαρίσματα στον άνθρωπο. Έτσι ό άνθρωπος βρίσκεται συνέχεια μέσα στο σκοτάδι καί δεν μπορεί να βγει στη χώρα της ζωής και του φωτός. Ένας φιλάργυρος π.χ. δε γνωρίζει τη χαρά της ελεημοσύνης ούτε ο πόρνος την ηδονή της σωφροσύνης, ούτε ο φιλόκοσμος την χάρη των δακρύων καί του πένθους. Όλοι αυτοί βρίσκονται σαν σε μία νυκτομαχία καί ψηλαφούν το σκότος. Διότι το φως ανήκει στους αγαθούς καί σ’ εκείνους πού έχουν καθαρίσει την ψυχή τους από τα πάθη.
δ) Έτσι λοιπόν τα πάθη μας διώχνουν από το φως και την ζωή. Καί επειδή το φως καί η ζωή είναι ό Χριστός, τα πάθη μας διώχνουν από τον Θεό, πού είναι ή ζωή, καί μας οδηγούν στον θάνατο.
Αίτια, αφορμές καί προέλευση των παθών
Από πού όμως προέρχονται τα πάθη;
Τα πάθη όπως μας διδάσκουν οι Πατέρες βλαστάνουν πάνω στο έδαφος των αισθήσεων καί της μνήμης. Οι αισθήσεις καί τα αισθητά πράγματα του κόσμου, η κατά την ασκητική ορολογία “ό κόσμος”, είναι ή κύρια αφορμή δημιουργίας των παθών.
Συχνά ένα πάθος δημιουργείται από την κακή συνήθεια, από “την εν τω κακώ έξιν”, πού παραμένει για μεγάλο διάστημα στην ψυχή του ανθρώπου. Μια αντιπάθεια προσωρινή, για παράδειγμα, μπορεί να εξελιχθή στο πάθος της μνησικακίας, αν δεν δοθή η δέουσα προσοχή. Μία ευτραπελία, σε οργή, θυμό, κ.λ.π. Η συνήθεια, αν ζητήση κάτι μία φορά, καί δεν ικανοποιηθή, εξασθενεί καί υποχωρεί. Αν όμως ικανοποιηθεί, εμφανίζεται κατόπιν ισχυρότερη και με μεγαλύτερη απαίτηση.
Είπαμε ότι τα αισθητά πράγματα είναι κύρια αφορμή για την δημιουργία των παθών.
Όσο δεν απομακρύνεται ό άνθρωπος από τις αισθητές καταστάσεις είτε σωματικά, με την φυγή, είτε ψυχικά, με την αποστροφή της καρδιάς, δίνει αφορμές στον διάβολο να τον πολεμά από μέσα. Διότι όταν ή ψυχή κυριευθεί από τις φοβερές προσβολές των πραγμάτων του κόσμου, αυτές γίνονται προσκόμματα της ψυχής, πού την οδηγούν εύκολα στην ήττα καί την πτώση.
Η άμετρη επιθυμία για τα αισθητά πράγματα του κόσμου, αντί για τον πόθο της αληθινής αγάπης για τον Θεό, οδηγεί στην παράλογη αγάπη των πραγμάτων του κόσμου ή και στην υπερβολική αγάπη του εαυτού μας, δηλαδή στην φιλαυτία. Ο άνθρωπος συναρπάζεται από τα αισθητά πράγματα καί δε σκέφτεται ούτε ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο.
Χρειάζεται σκληρός αγώνας για την απομάκρυνση καί την απαλλαγή από τα πάθη. Καί ό αγώνας αυτός πρέπει να είναι εκούσιος καί συνεχής. Διότι οποίος δεν απομακρύνει τον εαυτό του από τα αισθητά πράγματα, τα οποία αποτελούν τις αιτίες των παθών, έλκεται καί σύρεται από την αμαρτία χωρίς την θέλησή του. “Ό μη μακρύνων εαυτόν εκουσίως από των αιτίων των παθών, ακουσίως υπό της αμαρτίας ανθέλκεται”.
Τα αισθητά πράγματα, τα οποία είναι τα βασικά αίτια της αμαρτίας καί των περισσοτέρων παθών, είναι: Ό οίνος, οι γυναίκες, ο πλούτος καί η ευεξία του σώματος.
Από τα τέσσαρα αυτά αίτια προέρχονται η γαστριμαργία, η πορνεία καί όλα τα σαρκικά πάθη, η φιλαργυρία, η πλεονεξία, καί τέλος η φιλοσωματία καί η φιληδονία. Αυτά με τη σειρά τους αποτελούν τις αιτίες ενός πλήθους άλλων παθών.
Γι’ αυτό ο άνθρωπος πρέπει να αγωνίζεται καί να μην είναι προσκολλημένος σε αυτά. Τότε θα κατορθώσει “νίκη χωρίς αγώνα”. “Αν όμως αδιαφορήσει καί δεχθεί μέσα του τις προσβολές των αισθητών πραγμάτων, τότε αναγκάζεται να πολεμήσει διακινδυνεύοντας την πνευματική του ελευθερία.
Όταν ή καρδιά είναι ζωντανή από την παρουσία του Θεού, τότε οι αισθήσεις ταπεινώνονται όταν όμως οι αισθήσεις διεγείρονται, τότε ή καρδιά νεκρώνεται.
Ιδιαίτερα οι Πατέρες αναφέρουν ως αιτία των παθών την ανάπαυση του σώματος. Ο ι. Χρυσόστομος θεωρεί την σωματική ανάπαυση καί γενικά την άνεση καί την καλοπέραση ως την χειρότερη μορφή πολέμου. Διότι οι σωματικές απολαύσεις είναι αιτία πολλών παθών.
Όσο περισσότερο αγαπά ό άνθρωπος την σωματική ανάπαυση, τόσο περισσότερο παραχωρεί τόπο στα πάθη. Αν οι αρετές γεννιώνται από την θλίψη καί τη στενοχώρια, τα πάθη γεννιώνται από την ανάπαυση, την καλοπέρασή μας.
Οι σωματικές απολαύσεις καί ηδονές όχι μόνον ενισχύουν τα πάθη, αλλά ξεριζώνουν καί την μικρότερη αντίσταση της ψυχής στα πάθη. Ιδιαίτερα ή σωματική περιποίησης βοηθά τον άνθρωπο να απόκτηση τα πάθη της νεότητος, δηλαδή τα σαρκικά πάθη.
Η χαρά πού δεν προέρχεται από την αρετή καί γι’ αυτό δημιουργεί διάφορες παράλογες καταστάσεις, δημιουργεί διάφορα πάθη.
Ακόμη ή μνήμη καί ή φαντασία γίνονται με τον δικό τους τρόπο αφορμές παθών. Για να δημιουργηθεί το πάθος, ό νους την πρώτη ύλη θα την πάρει από την μνήμη. Η μνήμη πολλές φορές δίνει τις πρώτες παραστάσεις για την συγκρότηση των παθών.
Ό άνθρωπος δεν έρχεται σε επαφή με τα πράγματα του κόσμου μόνο με τις αισθήσεις, αλλά και με την μνήμη των πραγμάτων του κόσμου πού ακούει καί βλέπει. Με την μνήμη καί την φαντασία πολλές φορές o άνθρωπος στρέφεται στα πράγματα του κόσμου και αιχμαλωτίζεται από τα πάθη.
Την φαντασία χρησιμοποιεί ό διάβολος για να προσβάλλει όσους βρίσκονται μακριά από τις αφορμές καί τις αιτίες των παθών “γαργαλίζων αυτούς κινήσεις κινών εν αυτοίς, του διαλογίζεσθαι αυτούς εν τοις αίσχροίς λογισμοίς καί συγκατατίθεσθαι και γενέσθαι υπευθύνους”.
Ο όσιος Νείλος θα μας πή ότι οι προσβολές αρχίζουν από των “ευτελών φαντασιών”. Στην αρχή παρουσιάζονται σαν μυρμήγκια, Αργότερα επιτίθενται σαν λιοντάρια. Αυτός λοιπόν πού αγωνίζεται πρέπει να παλεύη με τα πάθη τότε που είναι σαν μυρμήγκια διότι όταν γίνoνται σαν λιοντάρια δύσκολα καταβάλλονται.
Λογισμοί καί πάθη
Ό πυρήνας κάθε πάθους βρίσκεται κυρίως στον εμπαθή λογισμό. Ή ύπαρξη του λογισμού 8εν αποτελεί πάθος. Ούτε ό άνθρωπος ευθύνεται για την προσβολή τών λογισμών. Η ευθύνη του αρχίζει από την συγκατάθεση καί την αποδοχή των λογισμών. Όταν ό άνθρωπος συγκατατεθή στον εμπαθή λογισμό, θεωρώντας τον ως ωφέλιμο και τον διατηρήση μέσα του για αρκετό χρονικό διάστημα, τότε οδηγείται καί στην απόκτηση του αντίστοιχου πάθους. Για παράδειγμα, ‘Υπερηφάνεια δεν είναι ένας απλός λογισμός υπερηφανείας πού πέρασε καί έφυγε, άλλα ή κατάσταση εκείνη πού παραμένει στον άνθρωπο ό εμμένων λογισμός. Μία από τις αιτίες των παθών είναι ό μετεωρισμός της διάνοιας. Κατά τον Μ. Βασίλειο προέρχεται από την λήθη της μνήμης της παρουσίας του Θεού. ‘Όπως λέγει ο αββάς Ισαάκ ό Σύρος, μετεωρισμός είναι ό διασκορπισμοί του νου από την παρουσία των πολλών λογισμών. Καί όπως δεν υπάρχουν παιδιά χωρίς μητέρα, έτσι δεν υπάρχουν πάθη χωρίς τον μετεωρισμό της διανοίας. Από αυτόν προέρχεται η ακηδία και ή πνευματική ψυχρότητα.
Υπάρχει καί ο σωματικός μετεωρισμός. Είναι ή περιφορά από τόπο σε τόπο, οι άτοπες συναναστροφές πού οδηγούν σε πτώσεις ό σκανδαλισμός των οφθαλμών με αποτέλεσμα την πύρωση της σάρκας καί εύκολες πτώσεις του νου. Ακολουθεί ή ψυχρότητα για οποιαδήποτε πνευματική εργασία καί σιγά – σιγά ή χαλαρότητα σε όλη την πνευματική ζωή. Ακόμη στο τέλος μερικά πάθη πού είχαν νεκρωθή, αρχίζουν πάλι να διεγείρονται καί να ερεθίζουν την ψυχή.
Οι δαίμονες δημιουργοί των παθών
Κύριοι δημιουργοί των παθών όμως είναι οι δαίμονες. Ό άνθρωπος βρίσκεται συνέχεια κάτω από την επιρροή των δαιμόνων πού προσπαθούν με κάθε μέσο να τον ρίξουν στην αμαρτία καί τα πάθη. Με τους λογισμούς επιτίθενται στον ανθρώπινο νου καί εισέρχονται στην ψυχή του με σκοπό να τον καταποντίσουν στην θάλασσα των παθών.
Δεν επιτίθενται σε όλους με τον ίδιο τρόπο καί τα ίδια μέσα. Ανάλογα με την πνευματική κατάσταση μεταχειρίζονται διάφορα όπλα και διαφορετικό τρόπο πολέμου. Έναν μοναχό ποτέ δε θα τον πολεμήσουν κατ’ ευθείαν με το λογισμό της πορνείας. Πρώτα θα τον πολεμήσουν με την κενοδοξία. Κατόπιν με την κατάκριση και υστέρα θα αρχίσουν οι σαρκικοί πειρασμοί καί πορνικοί πόλεμοι.
Παρά τον μανιώδη τρόπο όμως με τον οποίο ό διάβολος πολεμά τον άνθρωπο, ή τελική έκβαση του αγώνος εναπόκειται στην ελεύθερη θέληση του ανθρώπου.
Ό διάβολος πολεμάει με πονηρία καί επιμονή την ψυχή του ανθρώπου. Δεν έχει όμως τη δύναμη καί το δικαίωμα να ασκήση βία. Υποβάλλει, αλλά δεν επιβάλλει. Η τελική έκβαση της μάχης εξαρτάται από τόν ίδιο τον άνθρωπο.
Τα πάθη μεταξύ τους
Τα πάθη συνδέονται στενά μεταξύ τους. Είναι μία αλυσίδα. Το ένα. προέρχεται από τι άλλο. Ό αγ. Ιωάννης της Κλίμακας πολλές φορές χρησιμοποιεί τους όρους μητέρες των παθών καί θυγατέρες των παθών. Την υπερηφάνεια λ.χ. ακολουθεί πολλές φορές ή πορνεία και την οίηση ή πλάνη.
Ό μικρόψυχος καί δειλός άνθρωπος πάσχει από δύο πάθη: την φιλοσωματία καί την ολιγοψυχία, Ή φιλοσωματία είναι σημείο της απιστίας, καί ή ολιγοπιστία μητέρα της κολάσεως που γεννά την ακηδία.
Πολλές φορές το ένα πάθος δίνει τόπο στο άλλο, Στην Κλίμακά του ό αγ. Ιωάννης ο Σιναΐτης αναφέρει το έξης: Είδα κάποιον μοναχό πού μέσα στην εκκλησία πολεμήθηκε από τον δαίμονα της ακηδίας πού τον έριξε στον ύπνο. Ξαφνικά βλέπω τον δαίμονα της κενοδοξίας να διώχνει τον δαίμονα της ακηδίας καί να στέλνει τον μοναχό στο ψαλτήριο. Καί ενώ πρώτα νύσταζε, τώρα ήταν καλλίφωνος. Και απόρησα καί είπα “Ποιος δαίμονας είναι δυνατότερος;΄΄.
Πολλές φορές ακόμη και ή συναναστροφή με εμπαθή άνθρωπο μπορεί να μας οδήγηση στην εμπάθεια. Γι’ αυτό καί τονίζουν οι Πατέρες; “Κρείσσον λέοντι συνοικείν ή ανθρώπω υπερηφάνω. Ύπερηφάνω μη συνοικήσης δια να μην αφαιρεθή από πάνω σου ή ενέργεια του Αγίου Πνεύματος΄΄.
Η αλληλεγγύη μεταξύ των παθών είναι μεγάλη. Άλλα και ό αριθμός των παθών αρκετά μεγάλος. Ο όσιος Πέτρος ό Δαμασκηνός αναφέρει στην Φιλοκαλία 275 περίπου πάθη. Τα κυριώτερα όμως, οι ρίζες όλων των παθών είναι α) η φιληδονία, β) η φιλοδοξία καί γ) η φιλαργυρία.
Φιλαυτία, γαστριμαργία, πορνεία.
Η φιληδονία προέρχεται από την φιλαυτία, ή όποια αποτελεί απαρχή όλων των παθών. Φιλαυτία είναι ή υπερβολική αγάπη του εαυτού μας. Όταν ό άνθρωπος δε σκέπτεται τον Θεό, αλλά μόνο τον εαυτό του, τότε γίνεται φίλαυτος.
Το πρώτο πάθος πού προέρχεται από την φιλαυτία είναι ή γαστριμαργία. Γαστριμαργία είναι ή άλογη χρήση τροφής. Η υπερπλησμονή της γαστρός με αποτέλεσμα ό νους να μένη αργός. Διότι “παχεία γαστήρ λεπτόν νόαν ου τίκτει”. Γιατί; Διότι ή γαστριμαργία προκαλεί ζάλη στο κεφάλι καί βάρος στο σώμα μαζί με ατονία. Έτσι ό άνθρωπος εγκαταλείπει το πνευματικό του έργο, επειδή έρχεται σε αυτόν ή οκνηρία. Ακολουθεί ή πνευματική σκότωσις και πνευματική ψυχρότητα της διανοίας, ό μετεωρισμός των λογισμών καί ή ταραχή την ώρα της προσευχής. Τα μέλη του σώματος παραλύουν καί ό άνθρωπος βρίσκεται “πεπλησμένος χαυνώσεως”. Ό νους γίνεται αδιάκριτος καί περιέρχεται “όλην την γην”. Φαντασίες αισχρές καί άτοπες εικόνες μολύνουν ακόμη και το σώμα στον ύπνο. Οι πονηροί λογισμοί βρίσκονται στο αποκορύφωμά τους. Έτσι μπορεί κανείς να καταλάβη τον λόγο για τον όποιον ό άγ. Ιωάννης της Κλίμακος μετά τον λόγο για την γαστριμαργία τοποθετεί τον περί πορνείας λόγο. Διότι νομίζω, λέγει, ή πρώτη είναι μητέρα της δεύτερης.
Καθώς λοιπόν το σύννεφο σκεπάζει το φως της σελήνης, έτσι καί οι ατμοί της χορτασμένης κοιλίας, οι αναθυμιάσεις των φαγητών καί των ποτών διώχνουν από την ψυχή την σοφία του Θεού. Καί όπως ή ομίχλη σκοτίζει την ατμόσφαιρα, έτσι καί ή γαστριμαργία τον φιλόθεο νου. Και όταν κανείς δεν έχει καθαρό νου, δεν μπορεί να ασχοληθεί με πνευματικά πράγματα. Όπως ακριβώς είναι λάθος μία πόρνη να ομιλεί περί σωφροσύνης.
Καί όπως από τη νηστεία προέρχεται ή σωφροσύνη, έτσι από τη γαστριμαργία προέρχεται ή πορνεία καί οι διάφορες σαρκικές κινήσεις. Από αυτές μολύνονται οι λογισμοί καί από την εμπαθή πύρωση των μελών του σώματος χάνεται ή σωφροσύνη. Εμπαθείς είναι οι κινήσεις πού δημιουργούνται στον άνθρωπο, όταν αυτός συναρπάζεται από τα αισθητά πράγματα, από τα πολλά φαγητά και ποτά, τα απρεπή θεάματα, τα οποία ανάβουν την φλόγα των σαρκικών επιθυμιών.
Άλλα πάθη
Με την πορνεία συνδέεται ή υπερηφάνεια. Συχνά μάλιστα ακολουθεί την υπερηφάνεια.
Καί όταν λέμε υπερηφάνεια εννοούμε μία μόνιμη κατάσταση υπεροψίας μέσα στον άνθρωπο. Τον μοναχό τον προσβάλλει υστέρα από πολύ καιρό μόχθου καί αγώνα αφαιρώντας του έτσι την πνευματική εργασία της ψυχής.
Ό Μ. Βασίλειος θα μας πει ότι είναι αμάρτημα το οποίο καί μόνο του είναι αρκετό “έχθραν ποιήσαι εις Θεόν”. Τα δε αίτια τα οποία το προκαλούν είναι: τα χρήματα, τα αξιώματα, ή σωματική δύναμη και ευμορφία, ή ανθρώπινη σοφία καί ή φρόνηση.
Τα δε αποτελέσματα είναι: Η πορνεία, ή άγνοια καί ό σκοτασμός της ψυχής του ανθρώπου. Διώχνει από την ψυχή του ανθρώπου την ενέργεια του Αγ. Πνεύματος και την μετατρέπει σε κατοικητήριο κάθε πονηρού πάθους.
Καταστροφικό πάθος για τον άνθρωπο εκτός από την υπερηφάνεια είναι ή πολυλογία, ό φθόνος, ή μνησικακία, κλπ.
Η πολυλογία ψυχραίνει την πνευματική φωτιά πού ανάβει στην ψυχή μας το Αγ. Πνεύμα.
Ο θυμός ο οποίος είναι μέθη της ψυχής καί την κάνει “έκφρονα”, δηλαδή, εκτός εαυτής, κάνει τον άνθρωπο “ιοβόλον θηρίον”, χειρότερο από τον δαιμονισμένο καί εμποδίζει την καρδιά του ανθρώπου να γνωρίσει τα μυστήρια του Θεού.
Ό φθόνος είναι έργο του διαβόλου, “εχθρού επισπορά, αρραβών κολάσεως, εμπόδιον ευσέβειας, στέρησις βασιλείας”. Είναι ακόμη φθορά της ζωής, καί διδάσκαλος θεομαχίας, κατά τον Μέγα Βασίλειο. Όποιος έχει μέσα του τον φθόνο, έχει μέσα του τον διάβολο.
Ή μνησικακία, τέλος, προέρχεται από την ανθρώπινη δόξα. Τα δώρα του Θεού είναι αμετάκλητα. Ή μνησικακία όμως γίνεται αιτία να χάσουμε καί της δωρεές του Θεού. Παράδειγμα ο οφειλέτης των μυρίων ταλάντων. Καί όπως εκείνος πού σπέρνει στα αγκάθια τίποτε δεν μπορεί να κερδίσει, έτσι καί ό μνησίκακος δεν έχει κανένα όφελος από την πνευματική ζωή.
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ
Όπως είδαμε τα πάθη είναι ασθένεια της ψυχής. Αιχμαλωτίζουν τον άνθρωπο, διώχνουν την χάρη του Θεού από πάνω του, τον απομακρύνουν από τον Θεό και καθιστούν ανέφικτη τη σωτηρία του.
Για να σωθεί ό άνθρωπος, για να φθάσει στην θέωση, πρέπει να καθαρισθεί από τα πάθη. Η κάθαρσηη αυτή από τα πάθη συνιστά την υγεία της ψυχής.
Χωρίς την κάθαρση από τα πάθη ή ψυχή δεν θεραπεύεται από την αμαρτία, ούτε αποκτά την δόξα πού έχασε με την παράβαση καί την πτώση.
Η κάθαρσηη βέβαια είναι έργο της θείας χάριτος, χρειάζεται όμως καί την ανθρώπινη συνεργασία για να πραγματοποιηθεί. Ό άνθρωπος προσφέρει την θέλησή του καί ό Θεός τη χάρη Του. Όλα μέσα στην Εκκλησία είναι αποτέλεσμα αυτής της χάριτος καί της ελευθερίας του ανθρώπου. Διότι όλα είναι θεία καί ανθρώπινα μαζί.
Τότε ό άνθρωπος ελευθερώνεται τελείως από τα πάθη, “όταν ό Θεός επινεύσει”. Γι’ αυτό και ό άνθρωπος πρέπει να παρακαλεί τον Θεό να αφαιρέση το σκέπασμα των παθών πού καλύπτει την ψυχή του. Ό Θεός σέβεται απόλυτα την ελευθερία του ανθρώπου καί βοηθά τον άνθρωπο ανάλογα με την προσευχή του.
Τρόποι καί μέσα θεραπείας
Βασική προϋπόθεσης για να ξεκινήσει ό άνθρωπος τον αγώνα για την κάθαρση των παθών είναι το να γνωρίσει καλά το πάθος του. “Αν δεν το γνωρίσει δεν μπορεί να το θεραπεύσει. Αυτός πού αξιώθηκε να δη τον εαυτό του καί να γνωρίσει τα πάθη του θεωρείται ανώτερος του “αξιωθέντος ιδείν αγγέλους”.
Η ησυχία προσφέρει μεγάλη βοήθεια στον άνθρωπο για να γνωρίσει τα πάθη του. Είναι “αρχή καθάρσεως των παθών”.
Την επίγνωση των αμαρτιών καί των παθών ακολουθεί ή μετάνοια. Με την μετάνοια ό άνθρωπος έρχεται στο χώρο της ελευθερίας των τέκνων της δόξης του Θεού. Μετάνοια δεν είναι μία παροδική συντριβή από την συναίσθηση διαπράξεως κάποιας αμαρτίας, αλλά μία μόνιμη πνευματική κατάσταση, πού σημαίνει σταθερή κατεύθυνση του ανθρώπου προς τον Θεό. Είναι ή δυναμική μετάβαση του ανθρώπου από το παρά φύσιν εις το κατά φύσιν. Από την περιοχή της αμαρτίας στον χώρο της αρετής” αποστροφή για την αμαρτία, επιστροφή στον Θεό. Καί όπως τονίζει ό αγ. Γρηγόριος ό Παλαμάς “μετάνοια εστί το μισήσαι την αμαρτίαν καί αγαπήσαι την αρετήν εκκλίναι από του κακού καί ποιήσαι το αγαθόν”.
Χωρίς την μετάνοια δεν ωφελεί ούτε ή πίστη.
Η μετάνοια γεννιέται στην καρδιά του ανθρώπου από την πίστη καί τον φόβο του Θεού. Ο αββάς Ισαάκ ό Σύρος παρομοιάζει την μετάνοια με πλοίο. Καί όπως δεν μπορεί κάποιος να περάση την θάλασσα χωρίς πλοίο, έτσι δεν μπορεί καί κάποιος χωρίς την μετάνοια καί τον φόβο του Θεού να περάση την ακάθαρτη θάλασσα των αμαρτιών καί των παθών καί να φθάση στην αγάπη του Θεού. Αυτήν την θάλασσα μπορεί να την περάση ό άνθρωπος μόνο με το πλοίο της μετανοίας το όποιο έχει για κωπηλάτες τον φόβο του Θεού. Αν οι κωπηλάτες δεν κυβερνούν καλά το πλοίο, ό άνθρωπος καταποντίζεται στην θάλασσα των παθών καί δεν φθάνει ποτέ στο θεϊκό λιμάνι της αγάπης του Θεού.
Ό θείος φόβος εξ άλλου είναι αυτός πού προφυλάσσει τον άνθρωπο από τον χειμώνα των παθών, για να μη χαθεί ό καρπός του αγώνα του, τον οποίον έχει αποκτήσει σε όλη του τη ζωή με κόπο καί μόχθο.
Η μετάνοια βέβαια έχει καί ορισμένες εκδηλώσεις, απτές αποδείξεις θα λέγαμε, πού στην πατερική ορολογία ονομάζονται “καρποί μετανοίας”. Όλα αυτά φυσικά προκαλούν την κάθαρση της ανθρώπινης ψυχής από τα πάθη.
Πρώτος καρπός της μετανοίας είναι ή εξομολόγηση. Σ’ αυτήν ολοκληρώνεται ή μετάνοια. Προϋπόθεση της εξομολογήσεως και της μετανοίας είναι ή επίγνωση των αμαρτημάτων καί το ταπεινό φρόνημα. Αν ό άνθρωπος δε γνωρίσει τα πάθη καί τις αμαρτίες του καί δεν ταπεινωθεί, ή εξομολόγησή του είναι ανώφελη. Η εξομολόγηση είναι έκφραση ταπεινής καρδιάς. Όταν ή καρδιά σκληρυνθεί τότε ό άνθρωπος δεν ομολογεί ότι είναι αιτία των παθών καί των αμαρτιών του ό ίδιος, αλλά προφασίζεται καί αιτιάται τους ανθρώπους ή τους δαίμονες ή καί ακόμη αυτόν τον ίδιο το Θεό. Η σωστή εξομολόγηση φέρνει στην καρδιά του ανθρώπου κατάνυξη, ή οποία είναι απόρροια της αισχύνης αλλά και της παρηγοριάς που ακολουθεί την επίγνωση καί την ομολογία των αμαρτιών καί την αποδοχή της ευθύνης γι’ αυτά.
Οι ιερείς συγχωρούν τις αμαρτίες των εξομολογούμενων καί οι έμπειροι πνευματικοί θεραπεύουν τα ανθρώπινα πάθη. Γι’ αυτό καί πρέπει οι πνευματικοί πατέρες να είναι υγιείς, “κεκαθαρμένοι” από τα πάθη για να μπορέσουν να θεραπεύσουν σωστά, αλλά καί για να αποφευχθεί κάθε ενδεχόμενο να πέσουν οι ίδιοι σε “μιαρά καί βδελυκτά πάθη”.
Στο μυστήριο βλέπει ό άνθρωπος την μοναδική, την απόλυτη, την όντως καθαρότητα, τον Θεό, καί ταυτόχρονα συνειδητοποιεί την δική του μολυσμένη καί ακάθαρτη ύπαρξη καί αμέσως σπεύδει να την καθαρίσει με την εξομολόγηση πού μοιάζει με το καθάρισμα του αγρού. Όπως το άροτρο καθαρίζει την γη από τα αγκάθια καί τα τριβόλια, έτσι καί ή εξομολόγηση ανασκάβει καί αποβάλλει από την ανθρώπινη καρδιά όλα τα πάθη πού κρύβονται μέσα της, την ετοιμάζει να υποδεχθεί τον ιερό σκοπό της χάριτος καί την βοηθεί να γίνει κατάλληλη για την καλλιέργεια καί την ευφορία των αρετών.
Με την μετάνοια καί την εξομολόγηση συνδέονται τρεις ακόμη πνευματικές αρετές: Το πένθος, τα δάκρυα καί ή αυτογνωσία. Καί οι τρεις αρετές αυτές βοηθούν σημαντικά στην κάθαρση από τα πάθη. Με το πένθος καί τα δάκρυα φθάνει κανείς στην πεδιάδα “της καθαρότητος της ψυχής”. Το πένθος καί τα δάκρυα είναι αυτά πού θανατώνουν εύκολα τα πάθη” ή ψυχή δέχεται την ειρήνη των λογισμών καί ανυψώνεται στην καθαρότητα του νου.
Ιδιαίτερα το πένθος καί ή λύπη καταπολεμούν το πάθος της βλασφημίας, ενώ ή αυτομεμψία τους λογισμούς της υπερηφάνειας. Γι’ αυτό καί ό αββάς Ισαάκ ό Σύρος τονίζει, πρέπει να παρακαλάμε τον Θεό να μας δώσει αυτό το χάρισμα. “Αν μας το δώσει “ου μη αρθή άφ’ ημών ή καθαρότης έως της εξόδου ημών εκ του βίου τούτου”.
Ο αγ. Γρηγόριος ό Παλαμάς ακολουθώντας την γνήσια εκκλησιαστική παράδοση, κρίνει αναγκαία την υπακοή σε πνευματικό πατέρα, στον οποίο καί πρέπει ό χριστιανός “να έξαγγέλλη τα πονηρά πάθη της ψυχής” καί να δέχεται την “πνευματικήν ιατρείαν”.
Η σύνδεσηη με πνευματικό πατέρα είναι απαραίτητη για την πνευματική μας τελείωση. Χωρίς την υπακοή στον πνευματικό μας πατέρα δεν είναι δυνατή καί ή υπακοή μας στον Κύριο. Καί χωρίς υπακοή δεν μπορεί να υπάρξη πνευματική πρόοδος καί διαφύλαξη από τον εγωισμό καί την πλάνη. Μάλιστα στα μοναστήρια υπάρχει το σύνθημα” “Υπακοή = ζωή, παρακοή = θάνατος”.
Ό αγώνας για την κάθαρση από τα πάθη χρειάζεται φροντίδα και προσοχή. Πρέπει να γίνεται με σύνεση καί απαραίτητη γνώση καί “ουχί εν παιγνίω, αλλά τεχνικώς”. Με επίγνωση των κανόνων, αλλά καί των δυσκολιών. Δεν θεραπεύονται με το ίδιο φάρμακο όλες οι σωματικές ασθένειες. Το ίδιο καί οι πνευματικές. “Πάν αρρώστημα τοις οικείοι φαρμάκοις θεραπεύεται”.
Είναι σημαντικό να πολεμά κανείς το πάθος καί να το ξεριζώσει όσο ακόμη είναι μικρό καί τρυφερό. “Αν “πλατυνθή καί περκάση”, είναι πολύ δύσκολο να ξεριζωθεί. Όταν είναι μικρά τα πάθη μοιάζουν με σκύλους πού είναι σε κρεοπωλεία καί απομακρύνονται μόνον με την φωνή, όταν όμως μεγαλώσουν γίνονται λιοντάρια ασυγκράτητα καί επικίνδυνα.
Ό αγώνας αυτός ακόμη χρειάζεται επιμονή καί σταθερότητα. Θεωρείται αναγκαία ή καθημερινή προσπάθεια για το ξερρίζωμα των παθών. Ενώ ή αμέλεια καί ή ραθυμία έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των παθών στην καρδιά του ανθρώπου. Καί ή πιο μικρή πνευματική εργασία που γίνεται σταθερά και καθημερινά, έχει μεγάλη δύναμη καί μπορεί να απαλύνει την σκληρότητα των παθών. Γι’ αυτό χρειάζεται πρόγραμμα. Όπως δεν μπορεί να λειτουργήσει κάποια υπηρεσία χωρίς πρόγραμμα, έτσι καί ό πνευματικός αγώνας δεν γίνεται ή δε λειτουργεί σωστά χωρίς πρόγραμμα. Χρειάζεται επιμονή καί σταθερότητα μέχρι θανάτου.
Πρέπει ακόμη ό άνθρωπος να αποφεύγει τις αιτίες των παθών Η απομάκρυνση αυτή δεν έχει μόνο προληπτικό, αλλά καί θεραπευτικό χαρακτήρα. Βοηθά τον άνθρωπο στον αγώνα κατά της καθάρσεως των παθών. Όταν ή επιθυμία βρίσκεται δίπλα στον άνθρωπο, τότε δύσκολα νικάται το πάθος. Ο αγώνας του είναι διπλός, εσωτερικός καί εξωτερικός. Για παράδειγμα, για να πολεμηθεί το πάθος της πορνείας ισχυρό όπλο είναι “το απέχεσθαι εκ της θέας του προσώπου”. Έτσι κλείνεται το εξωτερικό μέτωπο καί μένει μόνον το εσωτερικό.
Για να μπορέση ό άνθρωπος να απομακρυνθεί καί να θεραπευθεί από τα πάθη του, πολύ βοηθητικά είναι ακόμη δύο πράγματα: Η ησυχία καί ή έρημος. Λέγοντας έρημο οι πατέρες, δεν εννοούν μόνο την σωματική απομάκρυνση από τον κόσμο, όσο κυρίως την εσωτερική απομάκρυνση από τα πράγματα του κόσμου. Είναι απαραίτητο να αγωνίζεται κανείς “οπού δ’ αν ή” για να ξερριζώση τα πάθη από την ψυχή του.
Η τήρησηη των εντολών καί οι αρετές.
Η κάθαρση των παθών είναι τήρηση των εντολών του Θεού. Σκοπός των εντολών είναι ή καθαρότητα της καρδιάς. Ό,τι σκοπό έχουν τα φάρμακα για το ασθενικό σώμα, τον ίδιο σκοπό έχουν καί οι εντολές του Θεού για την άρρωστη από τα πάθη ψυχή. Ή αμαρτία μπήκε μέσα μας με την παράβαση των εντολών. Γι’ αυτό δεν πρέπει κανείς να ελπίζει στην κάθαρση της ψυχής χωρίς την τήρηση των εντολών. Ή εργασία των εντολών είναι αυτή πού θεραπεύει καί δυναμώνει την ασθενή ψυχή, την ανακαινίζει καί την εξαγιάζει.
Ή σημαντικότερη όμως ωφέλεια πού προκύπτει από την τήρηση των εντολών είναι ότι με αυτήν βοηθείται ό άνθρωπος στην απόκτηση των αρετών. Κάθε πάθος καταβάλλεται καί καταπολεμείται με την αντίστοιχη αρετή.
Ή απόκτηση των αρετών γίνεται σταδιακά, διότι ή μία αρετή εξαρτάται από την άλλη. Υπάρχουν σωματικές αρετές, όπως ή ελεημοσύνη, ή νηστεία, ή αγρυπνία καί ψυχικές αρετές, όπως ή αγάπη προς τον πλησίον, ή ταπεινοφροσύνη, ή αυτομεμψία, καί όσες εκτελούνται από την ψυχή. Ή σωματική αρετή καθαρίζει το σώμα από την ύλη των παθών, ενώ ή ψυχική αρετή φέρνει ταπείνωση στην ψυχή καί την καθαρίζει από τους μάταιους λογισμούς.
Την σημαντικότερη λοιπόν βοήθεια στον αγώνα εναντίον των παθών την προσφέρουν οι αρετές. Καί ή ενθύμηση μόνον ενός αγίου ανθρώπου βοηθάει πολύ στον αγώνα.
Δύο από τις σημαντικότερες αρετές είναι ή πίστη καί ή ταπείνωση.
Ή πίστη αποτελεί το φως της διανοίας, το οποίο διώχνει το σκοτάδι των παθών. Χωρίς την πίστη ό νους του άνθρωπου είναι διασκορπισμένος στα πράγματα του κόσμου. Με την πίστη συγκεντρώνεται καί βρίσκει την ειρήνη καί την γαλήνη των λογισμών.
Σημαντική είπαμε ότι είναι ή προσφορά της ταπεινώσεως στον αγώνα κατά των παθών. Αυτός πού απέκτησε την ταπείνωση στην καρδιά του έγινε νεκρός για τον κόσμο. Καί αυτός πού νεκρώθηκε για τον κόσμο νίκησε καί τα πάθη. Όποιος έχει ταπείνωση εξουσιάζει τα πάθη χωρίς κόπο. Γι’ αυτό καί τονίζει ό αγ. Ιωάννης της Κλίμακος: “Ουκ ηγρύπνησα, ουκ ενήστευσα, άλλ’ εταπεινώθην καί έσωσε με Κύριος”. Στην πορεία της αυθεντικής πνευματικής ζωής προηγείται ή ταπείνωση καί ακολουθούν τα έργα.
Ή Άσκηση
Την κορύφωση του αγώνα για την κάθαρση από τα πάθη αποτελεί ή άσκηση. Η χριστιανική ζωή είναι μία ζωή ασκήσεως. Αν θέλεις να γίνει ή καρδιά σου τόπος των μυστηρίων του καινού αιώνος, πρώτα θησαύρισε σωματικά έργα, νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, μελέτη των Γραφών καί με αυτά αγωνίζου εναντίον των παθών.
Πρέπει κάποιος να αρχίση από την νηστεία πού είναι φίλος της σωφροσύνης, ενώ ή γαστριμαργία είναι ή αρχή των κακών. Ή νηστεία είναι ή αρχή της οδού του χριστιανισμού. Ακόμη είναι ή μητέρα της προσευχής.
Προσευχή καί νηστεία αποτελούν δύο ισχυρά όπλα στον αγώνα μας εναντίον των παθών. Η προσευχή, και μάλιστα ή μονολόγιστη ευχή, το “Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” είναι ό πιο βέβαιος φύλακας του νου, πού διασκορπίζει τα νέφη των παθών από την ψυχή του άνθρωπου.
Αν το πρώτο πάθος είναι ή φιλαυτία, τότε ή πρώτη αρετή είναι ή περιφρόνηση της αναπαύσεως. Η σωματική ανάπαυση καί ή αργία καταστρέφουν την ψυχή του ανθρώπου, ενώ ό κόπος καί οι δυσκολίες την καθαρίζουν από τα πάθη. Μαζί με την σωματική άσκηση απαραίτητη είναι καί ή αυτοσυγκέντρωση για να γνωρίσει κανείς τα κρυμμένα πάθη του. Όταν ό άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με τα όσα προκαλούν την άνεση καί την ανάπαυση, αναγκαστικά βρίσκεται αντιμέτωπος με τις ανάλογες επιθυμίες πού γεννιούνται από αυτά. Πρέπει λοιπόν να απομακρυνθεί από τις αιτίες της αναπαύσεως για να μπορέση να καθαρισθεί από τα πάθη.

Άλλες πνευματικές εργασίες
Εκείνα πού μας βοηθούν ακόμη στο έργο μας αυτό είναι ή μνήμη του θανάτου, ή ελεημοσύνη, ή σιωπή, ή μνήμη του Θεού, ή συναναστροφή με αγίους ανθρώπους καί ή μελέτη του Λόγου του Θεού.
Ή μνήμη του θανάτου αποτελεί δεσμό των σωματικών μελών. Θέτει τον άνθρωπο σε πνευματική εγρήγορση.
Τα πάθη εκριζώνονται καί θεραπεύονται με την αδιάλειπτη μνήμη του Θεού. Όταν ή μνήμη του Θεού κυριεύση την ψυχή, εξαφανίζεται κάθε μάταια μνήμη από την καρδιά. Γι’ αυτό και τονίζει ό αγ. Γρηγόριος ό Θεολόγος” “Μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον”. Καί κάποιος άλλος από τους Πατέρες” “Νους πού απομακρύνεται από τον Θεό γίνεται ή σαν θηρίο ή σαν δαίμονας”.
Η συναναστροφή με αγίους ανθρώπους αυξάνει την πνευματική γνώση, ξερριζώνει τα πάθη, κατακοιμίζει τους αισχρούς λογισμούς.
Ή ελεημοσύνη εξ αλλού αποτελεί θεραπευτικό φάρμακο εναντίον των παθών. Ό ελεήμων άνθρωπος γίνεται ό ίδιος ιατρός της ψυχής του. Διότι καί ή ελεημοσύνη ως βίαιος άνεμος διώχνει μέσα από την ψυχή του ανθρώπου την σκότωσι των παθών. Κανένα πράγμα δεν μπορεί να ελευθερώση τον άνθρωπο από το σκληρό πάθος της υπερηφάνειας, όσο το να επισκέπτεται καί να βοηθάει αυτούς πού βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση, σωματική ή πνευματική.
Ισχυρότατο όπλο στον αγώνα αυτόν είναι ή μελέτη των θείων Γραφών. Ή μελέτη αύτη βοηθά στην κάθαρση του νου από τους αισχρούς λογισμούς καί από τις ενθυμήσεις των προηγουμένων αμαρτημάτων. Τίποτε άλλο, τονίζει ό αββάς Ισαάκ ό Σύρος, δεν μπορεί να διώξη από την ψυχή του ανθρώπου τις ενθυμήσεις της παλιάς ακολασίας καί να κατακαύση τους λογισμούς πού δημιουργεί ή ακολασία, όσο ή μελέτη της άγ. Γραφής.
Ή διαρκής μελέτη της άγ. Γραφής καί του βίου των άγιων φωτίζει την ψυχή. Προφυλάσσει τον άνθρωπο από τα πάθη καί του ενισχύει τον πόθο του Θεού. Έτσι ό άνθρωπος φθάνει στην καθαρότητα της ψυχής καί αισθάνεται ντροπή για τα πάθη καί για τις αιτίες των παθών.
Η σιωπή τέλος είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη στην πνευματική πορεία του ανθρώπου. “Υπέρ πάντα την σιωπήν αγάπησον”, διότι προξενεί μεγάλη πνευματική καρποφορία. Με την σιωπή έρχεται ή ειρήνη των λογισμών, καθαρίζει ό νους του ανθρώπου από οποιαδήποτε εμπαθή κίνηση. Αποφεύγει ό άνθρωπος πολλές αμαρτίες, όπως το ψέμα, την κατάκριση, την καταλαλιά, καί αποκτά την δυνατότητα να ερμηνεύει τα μυστήρια του Θεού.
Με την θεραπεία του νου από τους εμπαθείς λογισμούς καί της καρδιάς από τα εσωτερικά πάθη, ολοκληρώνεται το έργο της καθάρσεως. Ό άνθρωπος θεραπεύεται από τα πάθη, ελευθερώνεται από την δουλεία των παθών καί αποκτά την καθαρότητα.
Απαλλαγμένος από τα πάθη του ό άνθρωπος αποκτά την ειρήνη των λογισμών. Καί σημείο ότι ή ψυχή του ανθρώπου άρχισε να αποκτά την καθαρότητα είναι τα πολλά δάκρυα τα όποια ρέουν αβίαστα.
Νικώντας ό άνθρωπος τα πάθη απομακρύνεται από την ψυχοφθόρο φιλαυτία καί δέχεται στην ψυχή του την χάρη καί ειρήνη του Θεού. Αισθάνεται ζωντανή τη νίκη κατά της αμαρτίας και του κόσμου. Άλλ’ ακόμη καί τη νίκη κατά του θανάτου. Έτσι φθάνει στο λιμάνι της αγάπης του Θεού.
“Όπως όταν υπάρχη ομίχλη, δεν μπορεί κάποιος να δη τον ήλιο, έτσι δεν μπορεί να δη καί το κάλλος της ψυχής, όταν αυτό καλύπτεται από την ομίχλη των παθών”.

*Εκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομόναχου, Νέα Σκήτη Αγ. Όρους
Το είδαμε εδώ

Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός – Εἰς τὴν Πόρνην








π. Ἀνανίας Κουστένης
Προοίμιον Ι           
Ὁ πόρνην καλέσας θυγατέραν, Χριστὲ ὁ Θεός, υἱὸν μετανοίας κἀμὲ ἀναδείξας δέομαι καί ῥῦσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
Ἐσύ, Χριστὲ καὶ Θεέ, ποὺ κόρη σου ἀποκάλεσες τὴν πόρνη, κάνε κι ἐμένα γιό σου μὲ τὴ μετάνοια, καὶ, σὲ παρακαλῶ, ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὰ ἔργα μου τὰ ἄσωτα.
Προοίμιον ΙΙ    
Κατέχουσα ἐν κατανύξει ἡ πόρνη τὰ ἴχνη σου ἐβόα σοι ἐν μετανοίᾳ τῷ εἰδότι τὰ κρύφια, Χριστὲ ὁ Θεός, «Πῶς σοι ἀτενίσω τῷ ὄμματι ἡ πάντας ἀπατήσασα τῷ βλέμματι; πῶς σὲ δυσωπήσω τὸν εὔσπλαγχνον ἡ σὲ παροργίσασα τὸν κτίστῃ μου; ἀλλὰ δέξαι τοῦτο τὸ μύρον πρὸς δυσώπησιν, δέσποτα, καὶ δώρησαί μοι ἄφεσιν τῆς αἰσχύνης τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
 Κρατώντας μὲ συγκίνησι τὰ πόδια Σου ἡ πόρνη μετανοιωμένη μίλαγε σὲ Σένα ποὺ τὰ μυστικὰ γνωρίζεις, Χριστὲ καὶ Θεέ· «Μὲ τί μάτια νὰ Σὲ κοιτάξω, ἐγὼ ποὺ ὅλους μὲ βλέμμα μου στὴν ἁμαρτία ἔρριξα; Πῶς νὰ παρακαλέσω, Σπλαχνικέ, ἐγὼ ποὺ στενοχώρησα τὸν Πλάστη μου, Ἐσένα; Μονάχα νὰ δεχτῆς αὐτὸ τὸ μύρο καὶ νὰ μὲ δῇς μὲ καλωσύνη, Κύριε, καὶ συχώρεσε τὴν ἀσωτία μου γιὰ τὴν ὁποία νοιώθω ἐντροπή.                                                                      Οἶκοι              
α´ Τὰ ῥήματα τοῦ Χριστοῦ καθάπερ ἀρώματα ῥαινόμενα πανταχοῦ βλέπων ἡ πόρνη ποτὲ καὶ τοῖς πιστοῖς πᾶσι πνοὴν ζωῆς χορηγοῦντα, τῶν πεπραγμένων αὐτὴ τὸ δυσῶδες ἐμίσησεν, ἐννοοῦσα τὴν αἰσχύνην τὴν ἑαυτῆς  καὶ σκοποῦσα τὴν ὀδύνην τὴν δι᾿ αὐτῶν ἐγγινομένην, πολλὴ γὰρ θλῖψις γίνεται τότε τοῖς πόρνοις ἐκεῖ, ὧν εἷς εἰμι καὶ ἕτοιμος πέλω εἰς μάστιγας, Ἂς πτοειθεῖσα ἡ πόρνη οὐκέτι ἔμεινε πόρνη, ἐγὼ δὲ καὶ πτοούμενος ἐπιμένω τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου.
                           Οἶκοι
α´ Τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια ὅμοια μὲ ἀρώματα ποὺ σκορπίζονται σὲ κάθε μέρος, ἀκούγοντάς τα κάποτε ἡ πόρνη, αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ σὲ κάθε πιστὸ χαρίζουνε ζωὴ πνευματική, ἄφησε γειὰ στὰ ἔργα της τὰ ἀπαράδεχτα, τὴν ἐντροπή της στοχαζόμενη  καὶ σκεφτομένη τὸν πόνο ποὺ τραβὰ κανεὶς ἀπὸ αὐτά.  Κληρονομοῦν δηλ. μεγάλη θλῖψι οἱ πόρνοι ἐκεῖ στὸν ἄλλο βίο. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶμαι κι ἐλόγου μου καὶ  ἑτοιμάζομαι γιὰ βάσανα, τὰ ὁποῖα φοβήθηκεν ἡ πόρνη κι ἄλλαξε ζωή.  Ὅμως ἐγὼ ἂν καὶ τρομάζω ἐπιμένω  στὴν ἀσωτία μου.
β´ Οὐδέποτε τῶν κακῶν ἀποστῆναι βούλομαι, οὐ μνήσκομαι τῶν δεινῶν ὧν ἐκεῖ μέλλω ὁρᾶν, οὐδὲ λογίζομαι τὴν τοῦ Χριστοῦ εὐσπλαγχνίαν,  πῶς περιῆλθε ζητῶν με τὸν γνώμη πλανώμενον, δι᾿ ἐμὲ καὶ Φαρισαίῳ συναριστᾷ ὁ τρέφων πάντας, καὶ δείκνυσι τὴν τράπεζαν θυσιαστήριον ἐν ταύτῃ ἀνακείμενος καὶ χαριζόμενος τὴν ὀφειλὴν τοῖς χρεώσταις, ἵνα θαρρῶν πᾶς χρεώστης προσέλθῃ λέγων: «Δέσποτα, λύτρωσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
β´ Ἐγὼ ποτὲ δὲν θέλω νὰ ἀφήσω τὰ κακά, οὔτε σκέφτομαι τὰ βάσανα ποὺ θὰ βλέπω ἐκεῖ, οὔτε λογαριάζω τοῦ Χριστοῦ τὴν εὐσπλαχνία, τὸ πῶς ἔτρεξε παντοῦ γυρεύοντας μὲ ποὺ θεληματικὰ περιπλανιόμουνα. Γιὰ τὸ χατήρι δηλαδὴ τὸ ἰδικό μου μὲ ἐπιμέλεια ψάχνει κάθε τόπο, γιὰ τὸ χατήρι μου μὲ τὸ Φαρισαῖο γευματίζει ὅλου τοῦ κόσμου ὁ Τροφέας. Καὶ κάνει τὸ κοινὸ τραπέζι Ἅγια Τράπεζα καθὼς σ᾿ αὐτὸ γερμένος ἤτανε καὶ χάριζε στοὺς ὀφειλέτες τὸ χρέος, γιὰ νὰ μπορῇ μὲ θάρρος ὁ καθένας νἄρθη κοντά Του καὶ νὰ λέῃ, «Δῶσε μου, Κύριε, λευτεριὰ ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου.
γ´ Ὑπέπνευσεν ἡ ὀσμὴ τῆς τραπέζης τοῦ Χριστοῦ τὴν πρῴην μὲν ἄσωτον νυνὶ δὲ καρτερικήν, τὴν ἐν ἀρχῇ κύνα καὶ ἐν τῷ τέλει ἀμνάδα, τὴν δούλην καὶ θυγατέρα, τὴν πόρνην καὶ σώφρονα, διὰ τοῦτο λίχνῳ δρόμῳ φθάνει αὐτήν, καὶ λιποῦσα τὰ ψιχία τὰ ὑπ᾿ αὐτὴν τὸν ἄρτον ᾖρε τῆς πάλαι Χανανίτιδος πλεῖον πεινάσασα, ψυχὴν κενὴν ἐχόρτασεν οὕτω πιστεύσασα, ἀλλ᾿ οὐ κραυγὴ ἐλυτρώθη, σιγὴ δὲ μᾶλλον ἐσώθη, κλαυθμῷ γὰρ εἶπε, «Κύριε, ἐγεῖρόν με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
γ´ Ἔφτασε σιγὰ-σιγὰ ἡ εὐχάριστη ὀσμὴ ἀπ᾿ τὸ τραπέζι τοῦ Χριστοῦ στὴν πρώην ἄσωτη γυναῖκα καὶ τώρα ἤδη ἐγκρατημένη, τὴν ἀρχικὰ ἀδιάντροπη καὶ τελευταῖα ἥμερη, τὴ σκλάβα καὶ τὴν κόρη, τὴν πόρνη καὶ τὴ σεμνή. Γι᾿ αὐτὸ κι ἀπὸ δρόμο ἀλλοιώτικο ἡ χάρι Του τὴ φτάνει καὶ ἄφησε τὰ ψίχουλα ποὺ εἶχε κι ἐπῆρε τὸν Ἄρτο. Ἐκείνη ποὺ πιὸ πολὺ ἐπείνασε ἀπ᾿ τὴν παλιὰ Χαναναία, ἐχόρτασε τὴν ἄδεια τῆς ψυχὴ μὲ τέτοια πίστι πούδειξε. Καὶ δὲν ἐλευθερώθηκε μὲ τὰ ξεφωνητά, ἀλλὰ μὲ τὴ σιωπὴ πολὺ καλλίτερα  ἐσώθηκε, γιατί ῾πε μὲ τὸ κλάμα: «Κύριε, σήκωσέ με ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου.
δ´ Τὴν φρένα δὲ τῆς σοφῆς ἐρευνῆσαι ἤθελον καὶ γνῶναι, πῶς ἐν αὐτῇ ἔλαμψεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὡραιότατος καὶ τῶν ὡραίων ἐργάτης, οὗ τὴν ἰδέαν πρὶν ἵδῃ ἡ πόρνη ἐπόθησεν, ὡς ἡ τῶν εὐαγγελίων βίβλος βόα,τοῦ Χριστοῦ ἀνακειμένου ἐν οἰκία τοῦ Φαρισαίου γυνή τις τότε ἤκουσεν ἅμα καὶ ἔσπευσεν ὠθήσασα τὴν ἔννοια πρὸς τὴν μετάνοιαν,«Ἄγε λοιπόν, ὦ ψυχή μου, ἰδοὺ καιρὸς ὃν ἐζήτεις, ἐπέστη ὁ καθαίρων σε, τὶ προσμένεις τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων σου»
δ´ Καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἐξετάσω τὸν νοῦ καὶ τὴ σκέψι τῆς φρόνιμης γυναίκας καὶ νὰ μάθω, πὼς μέσα της φεγγοβόλησεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ Ὡραιότατος καὶ ὁ ἐργάτης κάθε καλοῦ καὶ ὄμορφου, τοῦ Ὁποίου τὴ Μορφὴ λαχτάρησεν ἡ πόρνη προτοῦ ἀκόμα Τὴν ἰδῆ. Ὅπως μᾶς λένε τὰ Εὐαγγέλια: Καθὼς ὁ Χριστὸς εἶχε καθήσει κι ἔτρωγε στὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου, τὸ ἔμαθε κάποια ἁμαρτωλὴ γυναῖκα καὶ ἔτρεξε χωρὶς ἀργοπορία καὶ στὴ μετάνοια ἔφερνε τὴ σκέψι της, «Ἔλα, λοιπόν, ψυχή μου, νὰ ἡ εὐκαιρία ποὺ ζητοῦσες, ἔφτασεν Αὐτὸς ποὺ θὰ σὲ ἐξαγνίσει, γιατὶ ἀκόμα κάθεσαι στὴν ἀσωτία σου»;
ε´Ἀπέρχομαι πρὸς αὐτόν, δι᾿ ἐμὲ γὰρ ἤλυθεν, ἀφίημι τούς ποτε, τὸν γὰρ νῦν πάνυ ποθῶ,καὶ ὡς ποθοῦντα με μυρίζω καὶ κολακεύω, κλαίω, στενάζω καὶ πείθω δικαίων ποθῆσαι με, ἀλλοιοῦμαι πρὸς τὸν πόθο τοῦ ποθητοῦ, καὶ ὡς θέλει φιληθῆναι οὕτως φιλῶ τὸν ἐραστήν μου, πενθῶ καὶ κατακάμπτομαι, τοῦτο γὰρ βούλεται, σιγῶ καὶ περιστέλλομαι, τούτοις γὰρ τέρπεται, ἀναχωρῶ τῶν ἀρχαίων, ἵνα ἀρέσω τῷ νέῳ, συντόμως ἀποτάσσομαι ἐμφυσῶσα τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ε´ Φεύγω καὶ τραβῶ γι᾿ Αὐτόν, ἀφοῦ γιὰ μένα ᾖρθε. Τοὺς παλιοὺς ἀφήνω φίλους, μιᾶς καὶ τὸν Τωρινὸ λαχταρῶ νὰ ἀνταμώσω. Κι ἐπειδὴ πολὺ μὲ ἀγαπάει, μὲ μύρα Τὸν ἀλείφω καὶ Τὸν καλοπιάνω, χύνω δάκρυα, ἀναστενάζω καὶ νὰ Τὸν πείσω προσπαθῶ νὰ κάνει μὲ μένα ἀγάπη καὶ νὰ μὲ συχωρέση. Ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη λειώνω τοῦ Ἀγαπημένου, κι ὅπως θέλει ν᾿ ἀγαπιέται ἔτσι ἀγαπῶ Τὸν ἐραστή μου. Πενθῶ καὶ γονατίζω, γιατὶ αὐτὸ ἐπιθυμεῖ, σιωπῶ καὶ εἶμαι σοβαρή, ἀφοῦ μ᾿ αὐτὰ εὐχαριστιέται. Ἀναχωρῶ ἀπ᾿ τοὺς παλιοὺς γιὰ νὰ ἀρέσω, στὸν νέο. Σύντομα ἀπαρνιέμαι κι ἀπορρίπτω  τὴν ἀσωτία μου.
στ´ Προσέλθω οὖν πρὸς αὐτόν, φωτισθῷ, ὡς γέγραπται, ἐγγίσῳ νῦν τῷ θεῷ καὶ οὐ μὴ καταισχυνθῷ, οὐκ ὀνειδίζει με, οὖ λέγει μοι, «ἕως ἄρτι  ἧς ἐν τῷ σκότει καὶ ᾖλθες ἰδεῖν μὲ τὸν ἥλιον», διὰ τοῦτο μύρον αἴρω καὶ πορευθῶ, φωτιστήριον ποιήσω τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου, ἐκεῖ γὰρ ἀποπλύνομαι τὰς ἁμαρτίας μου, ἐκεῖ καὶ καθαρίζομαι τὰς ἀνομίας μου, κλαυθμῷ, ἐλαίῳ καὶ μύρῳ κεράσομαι κολυμβήθραν καὶ λούομαι καὶ σμήχομαι καὶ ἐκφεύγω τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
στ´ Ἂς πάω λοιπὸν πρὸς Αὐτόν, νὰ πάρω φῶς, κατὰ πῶς λέει ἡ Γραφή, θὰ πλησιάσω τώρα στὸ Θεὸ καὶ δὲν θὰ ντροπιαστῶ. Δὲν μὲ μαλώνει, οὔτε μοῦ λέει: «μέχρι τώρα ἤσουν στὸ σκοτάδι κι ᾖρθες νὰ δῇς τὸν Ἥλιο ἐμένα». Γι᾿ αὐτὸ στὰ χέρια μου τὸ μύρο παίρνω καὶ σ᾿ Ἐκεῖνον πηγαίνω. Βαπτιστήρι θὰ κάνω τοῦ Φαρισαίου τὸ σπίτι, γιατὶ ἐκεῖ θ᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου, ἐκεῖ καὶ θὰ καθαριστῶ ἀπ᾿ τὶς παρανομίες μου. Δάκρυ, λάδι καὶ μύρο θὰ σμίξω μέσ᾿ στὴν κολυμπήθρα καὶ θὰ πλυθῶ καὶ θὰ καθαριστῶ καὶ θὰ γλυτώσω ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου».
ζ´ Ἐδέξατο καὶ Ῥαὰβ κατασκόπους πρότερον καὶ τῆς δοχῆς τὸν μισθὸν ὣς πιστὴ εὗρε ζωήν, τῆς γὰρ ζωῆς τύπος ὁ πέμψας τούτους ὑπῆρχε τοῦ Ἰησοῦ μου βαπτίζων τὸ τίμιον ὄνομα, σωφρονοῦντας τότε πόρνει ξενοδοχεί, νῦν παρθένον ἐκ παρθένου πόρνη ζητεῖ ἀλείψαι μύρῳ, ἐκείνη μὲν ἀπέλυσεν οὕσπερ ἀπέκρυψεν, ἐγὼ δὲ ὃν ἠγάπησα μένω κατέχουσα, οὐχ ὡς κατάσκοπον κλήρων, ἀλλ᾿ ὡς ἐπίσκοπον πάντων κρατῶ καὶ ἐξεγείρομαι τῆς ἰλύος τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου
ζ´ Πιὸ παλιὰ καὶ ἡ πόρνη Ραὰβ ἐφιλοξένησε τοὺς κατασκόπους καὶ κέρδισε ἀληθινὴ ζωὴ σὰν ἀνταμοιβὴ τῆς φιλοξενίας  γιατὶ πίστι ἔμπρακτη ἔδειξε. Μιᾶς κι ἐκεῖνος ποὺ τοὺς  ἔστειλε ἦταν προεικόνισμα καὶ σύμβολο τῆς πηγαίας Ζωῆς, ἀφοῦ ἔφερνε τοῦ Ἰησοῦ μου τὸ ὄνομα τὸ ἀκριβό. Τότε ἡ πόρνη ἐφιλοξένησε τοὺς ἐνάρετους τώρα ἡ πόρνη ζητεῖ ν᾿ ἀλείψει μὲ μύρο τὸν Ἀναμάρτητο Γιὸ τῆς Παρθένου.  Ἐκείνη μὲν ἐλεύθερους ἄφησε νὰ φύγουν αὐτοὺς ποὺ ἔκρυψε στὸ πανδοχεῖο της, ἐγὼ ὅμως Αὐτὸν π᾿ ἀγάπησα μὲ τίποτα δὲν Τὸν ἀφήνω. Δὲν Τὸν κρατάω σὰν κατάσκοπο τῆς κληρονομιᾶς ἀλλὰ σὰν ἄγρυπνο Προστάτη  ὁλωνῶν Τὸν βαστῶ καὶ λευτερώνομαι ἀπ᾿ τὰ κρίματα τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
η´ Ἰδοὺ καιρὸς ἔφθασεν ὃν ἰδεῖν ἐπόθησα, ἡμέρα μοι ἔλαμψε καὶ δεκτὸς ἐνιαυτός, ἐν τοῖς τοῦ Σίμωνος αὐλίζεται ὁ Θεός μου, σπεύσω πρὸς τοῦτον καὶ κλαύσω ὡς Ἄννα τὴν στείρωσιν, κἂν λογίσηται μὲ Σίμων ἐν μεθυσμῷ, ὡς Ἠλὶ τὴν Ἄνναν τότε, μένω κἀγὼ προσευχομένη, σιγὴ βοῶσα, «κύριε, τέκνον οὐκ ᾔτησα, ψυχὴν μονογενῆ ζητῶ ἥνπερ ἀπώλεσα», ὡς Σαμουὴλ τῆς ἀτέκνου, Ἐμμανουὴλ τῆς ἀνάνδρου, τῆς στείρας ᾖρες ὄνειδος, ῥῦσαι πόρνην τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων.
η´ Νὰ ἔφτασε ἡ εὐκαιρία ποὺ ἐλαχτάρησα νὰ δῶ. Μέρα λαμπρὴ ξημέρωσε γιὰ μένα καὶ χρονιὰ καλωσυνάτη. Στὸ σπιτικό του Σίμωνα βρίσκεται ὁ Θεός μου. Κοντά Του θὰ τρέξω καὶ θὰ κλάψω τὴν ἀτεκνία σὰν τὴν Ἄννα. Κι ἂν μὲ περάση ὁ Σίμωνας γιὰ μεθυσμένη, ὅπως τότε ὁ Ἠλὶ τὴν Ἄννα, ἐγὼ θὰ συνεχίσω νὰ προσεύχωμαι, σιωπηλὰ φωνάζοντας, «Κύριε, παιδὶ δὲν σοῦ ἐγύρεψα, τὴν μονάκριβη ψυχή μου ἀναζητάω, τὴν ὁποία ἔχω χάσει». Ὅπως μὲ τὸ Σαμουὴλ τῆς ἄτεκνης, Ἐσὺ Ἐμμανουὴλ τῆς Ἄγαμης, ἀφαίρεσες τῆς στείρας τὴν ντροπή, ἔτσι γλύτωσε τὴν πόρνην ἐμένα ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
θ´ Νευροῦται μὲν ἡ πιστὴ τοῖς τοιούτοις ῥήμασι, ποιεῖται δὲ τὴν σπουδὴν πρὸς τὴν τοῦ μύρου ὠνήν, καὶ παραγίνεται βοῶσα τῷ μυροπράτῃ· «δός μοι, εἰ ἔχεις, ἐπάξιον μύρον τοῦ φίλου μου, τοῦ δικαίως φιλουμένου καὶ καθαρῶς, τοῦ πυρώσαντός μου μέλῃ καὶ τοὺς νεφροὺς καὶ τὴν καρδίαν, μηδὲν περὶ τιμήματος νῦν ἀμφιβάλῃς μοι, κἂν δέοι μέχρι δέρματος καὶ τῶν ὀστέων μου, ἑτοίμως ἔχω τοῦ δοῦναι, ἵν᾿ εὕρῳ τι ἀποδοῦναι τῷ σπεύσαντι καθάραί με ἐκ τῆς ὕλης τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
θ´ Μὲ τέτοια λόγια ἡ πιστὴ γυναῖκα ἐμψυχώνεται  καὶ βιάζεται τὸ μύρο νὰ ἀγοράση, καὶ στὸ μυροπώλη φτάνει λέγοντάς του: «Δός μου, ἂν ἔχῃς, μύρο ἀντάξιό του Ἀγαπημένου μου, ποὺ δίκαια καὶ ἄδολα ἀγαπῶ, Αὐτοῦ ποὺ ἐπυρπόλησε τὰ μέλη μου καὶ τὰ νεφρὰ καὶ τὴν καρδιά μου. Καθόλου μὴ διστάζῃς γιὰ τὴν ἔξοδο. Καὶ τὸ τομάρι μου ἂν χρειαστῆ καὶ τὸ κουφάρι μου, ἕτοιμη εἶμαι νὰ τὸ δώσω ἀρκεῖ κάτι νὰ βρῶ ν᾿ ἀνταποδώσω σ᾿ Αὐτὸν ποὖρθε κοντά μου μὲ ἀγάπη γιὰ νὰ μὲ καθαρίσῃ ἀπὸ τὴ νέκρα τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
ι´ Ὁ δὲ ἱδὼν τῆς σεμνῆς τὸ θερμὸν καὶ πρόθυμον  φησὶν αὐτή, «Λέξον μοι, τίς ἐστιν ὃν ἀγαπᾷς, ὅτι τοσοῦτον σε ἐπέθελξε πρὸς τὸ φίλτρον; ἄρα κἂν ἔχει τι ἄξιον δοῦναι τοῦ μύρου μου;» πάραυτα δὲ ἡ ὁσία ᾖρε φωνὴν καὶ βόα ἐν παρρησίᾳ τῷ σκευαστῇ τῶν ἀρωμάτων· «Ὦ ἄνθρωπε, τὶ λέγεις μοι, «ἔχεις τι ἄξιον»; οὐδὲν αὐτοῦ ἀντάξιον τοῦ ἀξιώματος, οὐκ οὐρανὸς οὔτε γαῖα οὐδ᾿ ὅλος τούτῳ ὁ κόσμος  συγκρίνεται τῷ σπεύσαντι ῥύσασθαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου
ι´ Κι ἐκεῖνος καθὼς διάβασε τῆς μετανοιωμένης γυναίκας τὴν ἐγκάρδια ἀγάπη καὶ τὴν προθυμία τῆς λέει: «Πές μου, Ποιὸς εἶν᾿ Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷς, ποῦ τόσο πολὺ σὲ μάγεψε καὶ στὴν ἀγάπη σ᾿ ἐτράβηξε; Ἔχει ἄραγε κάτι ἀντάξιο τοῦ μύρου μου;» Κι ἀμέσως ἔβγαλε φωνὴ ἡ ἁγιασμένη, καὶ μιλάει θαρρετὰ στὸν ἀρωματοποιό: «Ὦ ἄνθρωπε, γιατί μοῦ λές, «ἔχεις κάτι ἀντάξιο;» Τίποτα δὲν τοῦ παραβγαίνει στὴν ἀξία. Οὔτε ὁ οὐρανὸς οὔτε ἡ γῆ οὔτε ὁ κόσμος ὅλος μπορεῖ νὰ συγκριθῆ μ᾿ Αὐτὸν ποὺ ἔφτασε ὁλοπρόθυμα νὰ μὲ  ἐλευθερώσῃ  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ια´ Υἱός ἐστι τοῦ Δαβίδ, δι᾿ αὐτὸ καὶ εὔοπτος, υἱὸς θεοῦ καὶ θεός, δι᾿ αὐτὸ πάνυ τερπνός, ὃν οὐχ ἑώρακα, ἀλλ᾿ ἤκουσα καὶ ἐτρώθην πρὸς τὴν ἰδέαν τοῦ ἔχοντος φύσιν ἀνείδεον, τὸν Δαβίδ ποτε ἰδοῦσα στέργει Μελχώ, ἐγὼ δὲ μὴ κατιδοῦσα τὸν ἐκ Δαβὶδ ποθῶ καὶ στέργω, ἐκείνη τὰ βασίλεια πάντα κατέλιπε, καὶ τῷ Δαβὶδ πτωχεύοντί ποτε προσέδραμε, κἀγὼ τὸν ἄδικον πλοῦτον ὑπερορῶ καὶ ὠνοῦμαι  τὸ μύρον τῷ καθαίροντι τὴν ψυχήν μου  τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
ια´ Εἶναι Γιὸς τοῦ Δαβίδ, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ὄμορφος. Εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, γι᾿ αὐτὸ πολὺ εὐχάριστος. Καὶ Τοῦτον δὲν ἀντίκρυσα, μὰ ἄκουσα καὶ λαβώθηκα ἀπ᾿ τὴ Μορφὴ Ἐκείνου ποὺ κατὰ τὴ θεότητα εἶναι χωρὶς Μορφή. Τὸν Δαβὶδ κάποτε ἀντίκρυσε ἡ Μελχὼ καὶ τὸν ἀγάπησε. Ὅμως ἐγὼ χωρὶς νὰ δῶ τοῦ Δαβὶδ τὸν ἀπόγονο λαχταρῶ καὶ ἀγαπάω. Ἐκείνη ὅλα τὰ παλάτια ἀπαρνήθηκε καὶ στὸ φτωχὸ Δαβὶδ ἔτρεξε τότε μὲ λαχτάρα. Κι ἐγὼ τ᾿ ἁμαρτωλὰ λεφτὰ ξοδεύω κι ἀγοράζω τὸ μύρο γιὰ Κεῖνον ποὺ μὲ καθαρίζει ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ιβ´Ῥημάτων δὲ τὴν ὁρμὴν σιωπὴ συνέτεμε καὶ ἔλαβεν ἡ τερπνὴ τὸ καλὸν μύρον αὐτῆς, καὶ εἰς τὸν θάλαμον εἰσῆλθε τοῦ Φαρισαίου τρέχουσα ὥσπερ κληθεῖσα μυρίσαι τὸ ἄριστον, ὁ δὲ Σίμων θεωρήσας τοῦτο αὐτό, τὸν δεσπότην καὶ τὴν πόρνην καὶ ἑαυτὸν ἤρξατο ψέγειν, τὸν μὲν ὡς ἀγνοήσαντα τὴν προσεγγίσασαν, τὴν δ᾿ ὡς ἀναισχυντήσασαν καὶ προσκυνήσασαν, καὶ ἑαυτὸν ὡς ἀσκέπτως δεξάμενον τοὺς τοιούτους, καὶ μάλιστα τὴν κράζουσαν, «Ἐξελοῦ με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιβ´ Καὶ ἔκοψε μὲ τὴ σιωπὴ τὸ χείμαρρο τῶν λόγων κι ἐπῆρεν ἡ χαριτωμένη τὸ μύρο τῆς τὸ ἀκριβὸ καὶ μπῆκε στὸ σπιτικό του Φαρισαίου  τρέχοντας λὲς καὶ τὴν ἐκάλεσαν τὸ γεῦμα νὰ ἀρωματίσῃ. Κι ὁ Σίμωνας καθὼς ἀντίκρυσε ἐτοῦτο ἀκριβῶς τὸ θέαμα, τὸν Κύριο καὶ τὴν πόρνη καὶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄρχισε νὰ κατηγορῇ, Αὐτὸν πὼς τάχα ἀγνοοῦσε αὐτὴν ποὺ τὸν πλησίασε, τὴν πόρνη γιατὶ δῆθεν φέρθηκε ξεδιάντροπα ποὺ Τοῦ φανέρωσε λατρεία καὶ σεβασμὸ  καὶ τὸν ἑαυτό του πὼς τάχατες ἀπερίσκεφτα ἐδέχτηκε στὸ σπίτι του τέτοιους ἀνθρώπους, καὶ πρὸ παντὸς αὐτὴν ποὺ ἔλεγε: «Ξεκόλλα με καὶ βγάλε με  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ιγ´ Ὢ ἄγνοια, τί φησι; «Τοῦτο μὲν ἐτέλεσα, ἐκάλεσα Ἰησοῦν ὡς τινα τῶν προφητῶν, καὶ οὐκ ἐνόησεν ἣν ἕκαστος ἡμῶν οἶδεν, οὗτος καὶ οὐκ ἔγνω, εἰ ἦν γὰρ προφήτης ἐγίνωσκεν», ὁ ἐτάζων τὰς καρδίας καὶ τοὺς νεφροὺς θεωρῶν τοῦ Φαρισαίου τοὺς λογισμοὺς σαλευομένους, εὐθέως τούτῳ γίνεται ῥάβδος εὐθύτητος, «Ὢ Σίμων», λέγων, «ἄκουσον τὰ τῆς χρηστότητος τῆς ἐπὶ σὲ γενομένης καὶ ἐπὶ ταύτην, ἣν βλέπεις κλαυθμῷ βοῶσαν, «δέσποτα, ἔγειρόν με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.»
ιγ´ Ὢ ἄγνοια ποὺ τὸν ἔδερνε. Τί λέει; «Ἐγὼ τουλάχιστον ἔκαμα αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, δηλαδὴ ἐκάλεσα στὸ σπίτι μου τὸν Ἰησοῦ μὲ τὴν πεποίθηση πὼς εἶναι ἕνας προφήτης, κι Ἐκεῖνος δὲν ἔνοιωσε ποιὰ ἤτανε αὐτὴ ποὺ ὁ καθένας μας τὴν ξέρει, οὔτε ποὺ τὸ κατάλαβε, ἂν ἦταν ὅμως πράγματι προφήτης ἀσφαλῶς θὰ τὸ ἐγνώριζεν.» Ἐκεῖνος ποὺ διαβάζει τὸ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, καθὼς ἀντίκρυζε τοὺς ταραγμένους λογισμοὺς τοῦ Φαρισαίου, ἀμέσως τὸν ἀνακαλεῖ στὸ δρόμο τὸν σωστό. «Ὢ Σίμωνα», τοῦ λέγει, «νοιῶσε ὅλη τὴν καλωσύνη ποῦ γίνεται σὲ σένα καὶ σ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπεις μὲ τὸ κλάμα νὰ μὲ ἐπικαλεῖται, «Κύριε, ἀπὸ τὸν ὕπνο τὸ θανάσιμο σήκωσέ με τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
ιδ´ Μεμπτέος σοι ἔδοξα, ἐπειδὴ οὐκ ἤλεγξα τὴν σπεύδουσαν ἐκφυγεῖν τῶν αὐτῆς ἀνομιῶν, ἀλλ᾿ οὐ καλῶς, Σίμων, οὐκ εὔλογος ἡ μορφή σου, σύγκρινον τοῦτο ὁ ἔχω εἰπεῖν σοι, καὶ δίκασον, ὀφειλέται δύο ἦσαν τῷ δανειστῇ, ὁ μὲν εἰς πεντακοσίων, ἕτερος δὲ πενήντα μόνον, καὶ τούτοις ἀπορήσασι πρὸς τὴν ἀπόδοσιν ὁ χρήσας ἐχαρίσατο ὅ,τι ἐχρήσατο, τὶς οὖν αὐτὸν ἐκ τῶν δύο ποθήσει πλέον; εἰπέ μοι, τὶς ὤφειλε βοᾷν αὐτῷ, «ἔσωσας μὲ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιδ´ Κατηγορούμενο ἡ γνώμη σου μὲ κήρυξε γιατὶ δὲν μάλωσα αὐτὴν ποὺ νὰ ξεφύγη βιάστηκε ἀπὸ τὰ κρίματά της. Δὲν εἶναι ὅμως, Σίμωνα, σωστὴ καὶ δικαιολογημένη ἡ κατηγορία σου. Σύγκρινε αὐτὸ ποὺ σκέφτηκες μ᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ καὶ δίκασε: δυὸ ἄνθρωποι ἐχρώσταγαν σὲ κάποιο δανειστῆ, ὁ μὲν ἕνας πεντακόσια καὶ ὁ ἄλλος μονάχα πενήντα δηνάρια. Κι ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν εἶχαν νὰ τοῦ τὰ πληρώσουν, ὁ δανειστὴς τοὺς χάρισε αὐτὰ ποὺ τοῦ χρωστούσανε. Ποιὸς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς δυὸ πιὸ πολὺ θὰ Τὸν ἀγαπήση, θἄθελα νὰ μοῦ πῇς. Ποιὸς ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τοῦ φωνάζῃ μὲ χαρά: «μὲ ἔσωσες ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιε´ Ἀκούσας δὲ ὁ σοφὸς Φαρισαῖος ἔφησε· «Διδάσκαλε, ἀληθῶς φανερὸν πᾶσίν ἐστιν ὅτι πλειότερον ὀφείλει τοῦτον ποθῆσαι, ὢ καὶ περισσότερον χρέος ὁ χρήσας κεχάρισται», ὁ δὲ κύριος πρὸς ταῦτα εἶπεν αὐτῷ, «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης, Σίμων, οὕτως ἐστὶ καθάπερ λέγεις, ὃν σὺ γὰρ οὐκ ἐπήλειψας, αὕτη ἐμύρισεν, ὃν ὕδασιν οὐκ ἔνιψας, αὕτη τοῖς δάκρυσιν, ὃν οὐκ ἠσπάσω φιλήσας, καταφιλοῦσα με κράζει, «ἐκράτησα τοὺς πόδας σου, μὴ ἐμπέσω τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ιε´ Καὶ μόλις ἄκουσε τὴν παραβολὴ ὁ ξύπνιος Φαρισαῖος ἀποκρίθηκε: «Δάσκαλε, εἶναι ὁλοφάνερο πὼς πιὸ πολὺ νὰ ἀγαπήσῃ τὸ δανειστὴ ὑποχρεοῦται ἐκεῖνος ποὺ τὸ περισσότερο χρέος του ἐχαρίσθηκε». Κι ὁ Κύριος σὰν ἀπάντησε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦπε: «Πολὺ καλά, ὦ Σίμωνα, ἀπάντησες. Ἔτσι εἶναι ἀκριβῶς ὅπως τὸ λές. Αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ σὺ δὲν ἄλειψες μὲ λάδι, αὐτὴ μὲ μύρα ἄλειψε. Αὐτὸν ποὺ σὺ δὲν ἔπλυνες μὲ νερό, αὐτὴ Τὸν ἔλουσε μὲ δάκρυα. Αὐτὸν ποὺ δὲν καλωσόρισες μὲ φίλημα, ἐκείνη μὲ στοργὴ μ᾿ ἀσπάζεται καὶ  λέει: «Τὰ θεϊκά Σου πόδια ἔπιασα, ἂς μὴν ξανακυλήσω  στὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιστ´ Νῦν, ὅτι σοὶ ἔδειξα τὴν πολὺ ποθοῦσαν με, διδάξω σε, βέλτιστε, τίς ἐστιν ὁ δανειστής, καὶ ὑποδείξω σοι τοὺς τούτου χρεωφειλέτας, ὧν εἰς ὑπάρχεις, καὶ αὕτη ἣν βλέπεις δακρύουσαν,  δανειστὴς δὲ ἀμφοτέρων πέλω ἐγώ, καί οὐ μόνον ἀμφοτέρων ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων πάντων, ἐγὼ γὰρ πᾶσιν ἔχρησα ταῦτα ἃ ἔχουσι, ψυχὴν πνοὴν καὶ αἴσθησιν, σῶμα καὶ κίνησιν, τὸν δανειστὴν οὖν τοῦ κόσμου, ἐν ὅσῳ ἔχεις, ὦ Σίμων, ἱκέτευσον καὶ βόησον, «λύτρωσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιστ´ Τώρα ποὺ σοῦ φανέρωσα αὐτὴν ποὺ μὲ ἀγάπησε πολύ, θὰ σὲ πληροφορήσω, φίλε, ποιὸς στὴν πραγματικότητα εἶναι ὁ δανειστὴς  καὶ θὰ σοῦ κάνω γνωστοὺς τοὺς χρεωφειλέτες του, ποῦ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶσαι κι ἐσὺ καθὼς κι αὐτὴ ποὺ βλέπεις δάκρυα νὰ χύνῃ. Δανειστὴς καὶ τῶν δυό σας εἶμαι πάντοτε ἐγώ, κι ὄχι μόνο ἐσᾶς τῶν δυὸ ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀφοῦ Ἐγὼ σ᾿ ὅλους ἐδάνεισα αὐτὰ ἐκεῖνοι πούχουν, ψυχή, ἀναπνοή, αἰσθήματα, σῶμα καὶ κίνηση. Τὸ Δανειστὴ τοῦ κόσμου, Σίμωνα, ὅσο, λοιπόν, μαζί σου ἔχεις       παρακάλεσε καὶ φώναξε: «λευτέρωσέ με ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιζ´ Οὐ δύνασαι δοῦναί μοι ἅπερ ἐποφείλεις μοι,  κἂν σίγησον, ἵνα σοι χαρισθῇ ἡ ὀφειλή, μὴ καταδίκαζε τὴν καταδεδικασμένην,  μὴ εὐτελίσῃς τὴν εὐτελισμένη, ἡσύχασον, οὗ τῶν σῶν οὐδὲ ταύτης βούλομαί τι,  χρεωλύτης γὰρ τῶν δύο ᾖλθον ἑγὼ ὑμῖν καὶ πᾶσι, νομίμως, Σίμων, ἔζησας, ἀλλ᾿ ἐχρεώστησας,  ἐλθὲ οὖν πρὸς τὴν χάριν μου, ἵν᾿ ἀποδώσης μοι, ἰδὲ τὴν πόρνην ἣν βλέπεις καθάπερ τὴν ἐκκλησίαν βοῶσα, «ἀποτάσσομαι ἐμφυσῶσα τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ιζ´ Δὲν μπορεῖς νὰ μοῦ ξεπληρώσεις αὐτὰ ποὺ μοῦ χρωστᾷς ἀκόμα. Καλλίτερα μὴ μιλᾷς, γιὰ νὰ σοῦ χαρισθῆ ἡ ὀφειλή. Μὴν καταδικάζῃς τὴν καταδικασμένη, μὴν ἐξευτελίσης τὴν ἐξευτελισμένη, ἡσύχασε. Δὲν θέλω τίποτα ἀπ᾿ ὅσα μοῦ χρωστᾷς οὔτε κι ἀπ᾿ αὐτήν, γιατὶ ᾖρθα νὰ χαρίσω τὰ χρέη καὶ τῶν δυὸ καὶ ὅλου τοῦ κόσμου.Ἔζησες, Σίμωνα, σύμφωνα μὲ τὸ Νόμο, μὰ βγῆκες χρεωμένος. Ἔλα, λοιπὸν στὴ Χάρι μου γιὰ νὰ ξεχρεωθῆς. Λογάριασε τὴν πόρνη ποὺ βλέπεις σὰν τὴν Ἐκκλησία νὰ φωνάζῃ: «ἀρνιέμαι καὶ περιφρονῶ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιη´ Ὑπάγετε, τὸ λοιπὸν τῶν χρεῶν ἐλύθητε, πορεύθητε, ἐνοχῆς παρεκτὸς πάσης ἐστέ, ἠλευθερώθητε, μὴ πάλιν ὑποταγῆτε, τοῦ χειρογράφου σχισθέντος μὴ ἄλλο ποιήσετε», τὸ αὐτὸ οὖν, Ἰησοῦ μου, λέξον κἀμοί, ἐπειδὴ σοὶ ἀποδοῦναι ἃ χρεωστῷ οὐκ ἐξισχύω, σὺν τόκῳ γὰρ ἀνήλωσα καὶ τὸ κεφάλαιον, διὸ μὴ ἀπαιτήσῃς με ὅσον παρέσχες μοι, τοῦ τῆς ψυχῆς κεφαλαίου καὶ τῆς σαρκός μου τοῦ τόκου κουφίσας με ὡς εὔσπλαγχνος, ἄνες, ἄφες τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
ιη´ Πηγαίνετε. Ἀπὸ ῾δῶ καὶ πέρα δὲ χρωστᾶτε πιά. Φύγετε. Ἐνοχὴ δὲν ἔχετε καμμιά. Λευτερωθήκατε. Μὴν ξαναπιαστῆτε στὸ κακό. Ἀφοῦ σχίστηκε τὸ χρεώγραφο μὴν φτιάχνετε ἄλλο». Τὸ ἴδιο, λοιπόν, Ἰησοῦ μου, πὲς καὶ γιὰ μένα, ἐπειδὴ νὰ Σοῦ πληρώσω δὲν μπορῶ αὐτὰ ποὺ Σοῦ χρωστάω, ἀφοῦ ξόδεψα μαζὶ μὲ τὸν τόκο καὶ τὸ κεφάλαιο. Γι᾿ αὐτὸ μή μου ζητήσῃς ὅσα μου ἔδωκες. Τῆς ψυχῆς μου τὸ κεφάλαιο καὶ τοῦ σώματός μου τὸν τόκο ἀπὸ τὸ βάρος ἀνακούφισε, Στοργικέ, καὶ χάρισέ μου λευτεριὰ καὶ ἀπολύτρωση  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.

Μεγάλη Τρίτη, Ακολουθία Νυμφίου: απευθείας μετάδοση από Θεσσαλονίκη

Παρακολουθείστε τη Μεγάλη Τρίτη, 7-4-2015, στις 19:00, σε απευθείας μετάδοση από

 τον καθεδρικό Ναό της Του Θεού Σοφίας Θεσσαλονίκης χοροστατούντος του παναγιωτάτου
 Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ.κ. Ανθίμου την Ακολουθία του Νυμφίου -
 Τον μουσικό χόρο που θα αποδώσει το τροπάριο της Κασσιανης
 διευθύνει ο άρχων Πρωτοψάλτης Χαρίλαος Ταλιαδώρος
πηγή

« ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ-ΤΑ ΤΑΛΑΝΤΑ, ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΥ (ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ-ΘΕΟΛΟΓΟΥ ) »


Η Μεγάλη Τρίτη είναι για την Εκκλησία αφορμή να θυμηθούμε την παραβολή των ταλάντων. Κάποιος άρχοντας πραγματοποιεί ένα μακρινό ταξίδι, και πριν φύγει μοιράζει στους δούλους του τμήματα από την περιουσία του. Στον ένα δίνει πέντε τάλαντα, στον άλλο δύο, στον τρίτο ένα. Μετά την επιστροφή του οι δούλοι του δίνουν λογαριασμό. Αυτός που πήρε πέντε τάλαντα, εργάστηκε και παραδίδει συνολικά δέκα, αυτό που πήρε δύο παραδίδει τέσσερα, ενώ αυτός που πήρε ένα, το επιστρέφει, διότι θεωρεί ότι ο κύριος του είναι σκληρός και θέλει να θερίσει εκεί που δεν έσπειρε. Τότε ο άρχοντας διατάσσει να του πάρουν το τάλαντο και να το δώσουν σ' αυτόν που έχει τα δέκα και να τον τιμωρήσουν, αποκόπτοντάς τον ουσιαστικά από την κοινωνία με τους άλλους!
Στον οίκο του συναξαριού της ημέρας διαβάζουμε μια ενδιαφέρουσα φράση που απευθύνεται στον καθέναν από μας: «Το δοθέν σοι τάλαντον φιλοπόνως έργασαι». Το χάρισμα, γιατί αυτό είναι το τάλαντο, που έχει ο καθένας μας, ας εργαστεί με φιλοπονία, με επιμέλεια και με προθυμία, να το αξιοποιήσει. Τα χαρίσματα είναι πολύτιμα δώρα του Θεού στον κάθε άνθρωπο και υπάρχουν, σ' άλλον περισσότερα και σ' άλλον λιγότερα, αλλά πάντως δίδονται σε όλους. Το ερώτημα είναι κατά πόσον αξιοποιούνται.
Συνήθως, οι άνθρωποι νιώθουν περήφανοι για τις ικανότητές τους. Είναι αλήθεια πως πολλοί αγωνίζονται σκληρά για να πετύχουν στη ζωή τους, όχι μόνο επαγγελματικά. Το καλό όνομα, η αποδοχή και η υπόληψη της κοινωνίας προς τα ανθρώπινα πρόσωπα, εξαιτίας της ηθικής τους συμπεριφοράς και της προσπάθειάς τους να είναι «καλοί καγαθοί», αποτελούν σπουδαία κίνητρα στον αγώνα της ζωής. Ωστόσο, ταυτόχρονα με τις ικανότητες, εμφιλοχωρεί στον κόπο και μια εγωϊστική διάθεση, η οποία καθιστά το χάρισμα όχι αφορμή προσφοράς και θυσίας, αλλά αφορμή υπερηφάνειας και μονομέρειας.
Ο πετυχημένος άνθρωπος συχνά θεωρεί τον εαυτό του φορέα τελειότητας. Το χάρισμα δεν γίνεται αφορμή ελευθερίας, προσφοράς, ενδιαφέροντος για τον άλλο, αλλά μόνο ικανοποίησης του συμφέροντος και της φιλοδοξίας, ενώ άλλοτε υπάρχει η αίσθηση της κτητικότητας, ότι το χάρισμα μας ανήκει και μπορούμε να το διαθέσουμε όπως εμείς θέλουμε. Γι' αυτό κι όταν τα χαρίσματα αμφισβητούνται, θιγόμαστε ακόμη περισσότερο.
Η Εκκλησία προτείνει στον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει πως ό,τι ξεχωριστό έχει, του δόθηκε από τον Θεό για να το καλλιεργήσει προς όφελος δικό του, αλλά κυρίως, προς όφελος των άλλων. Γι' αυτό δεν δέχεται ούτε τον εγωϊστικό εγκλωβισμό στην αυτάρκεια των χαρισμάτων, ούτε την χρήση τους προς δόξαν του έχοντος, αλλά την λειτουργία του χαρίσματος προς όφελος της κοινότητας, των πολλών, της σύναξης. Η Εκκλησία δεν θέλει τον άνθρωπο εγκλωβισμένο στον ατομισμό, αλλά ζητά από τον καθένα την κοινωνική συνείδηση και προσφορά που θα τον κάνει να ζει για τους άλλους, και τους άλλους να ζουν γι' αυτόν!
Η εποχή μας είτε θεοποιεί τους χαρισματικούς ανθρώπους, εγκλωβίζοντάς τους στον εγωισμό και την κενοδοξία, είτε ισοπεδώνει τα χαρίσματα καθιστώντας τον άνθρωπο αριθμό στην απρόσωπη μάζα. Αν η κοινωνία μας συνειδητοποιήσει πόσο σπουδαίο είναι τα χαρίσματα να ελευθερώνουν τον έχοντα, αλλά και τον κόσμο, μέσα από την σωστή χρήση τους και την προσφορά, αλλά κυρίως μέσα από την αναφορά στο Θεό, τότε μέσα από αυτή την υγιή ταπείνωση της σχέσης με το Θεό το τάλαντο θα αξιοποιηθεί φιλοπόνως. Και τότε πραγματικά, «θα εισέλθουμε εις την χαράν του Κυρίου μας», δηλαδή στην κοινωνία της αγάπης και της προσφοράς, στην κοινωνία της ελευθερίας από την αυτάρκεια και τον εγωϊσμό..

Μεγάλη Τρίτη βράδυ - «Οίμοι! ότι νύξ μοι υπάρχει…» +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος


Μεγάλη Τρίτη βράδυ - «Οίμοι! ότι νύξ μοι υπάρχει…»

του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Όχι τόσο για προσευχή, για θρήνο, για ψυχική συμμετοχή στο δράμα των δραμάτων, όσο γιατί τους ελκύει το γνωστό τροπάριο. Αυτό γίνεται ο μαγνήτης.
Μερικοί μάλιστα στις μεγάλες πόλεις χρονομετούν πόσο θα διαρκέση.Αλλά τα τροπάρια δεν είνε κοσμικά τραγούδια. Δεν έγιναν για καλλιτεχνικούς σκοπούς, για να τέρψουν μουσικώς τα αυτιά.
Οι ύμνοι της Εκκλησίας έχουν άλλο σκοπό. Ο ναός του Θεού δεν είνε ωδείο. Ο ορθόδοξος ναός, εν αντιθέσει προς τους παπικούς με τα αρμόνια και τους προτε στάντες με την ευρωπαική μουσική και τις άλλες αιρέσεις, ο ορθόδοξος ναός δεν καλλιεργεί την τέρψι των αισθήσεων. Ο ψάλτης δεν είνε τραγουδιστής σαν αυτούς που εμφανίζονται στα κέντρα. Ο ψάλτης πρέπει να αισθάνεται κατάνυξι, να κλαίη. Αν δεν πιστεύη και δεν αισθάνεται αυτά που ψάλλει, να μη γίνεται ψάλτης. Γνώρισα ένα ψάλτη, τον αείμνηστο Σακελλαρίδη, ο οποίος, όταν έψαλλε έκλαιγε και συγκινούσε το εκκλησίασμα. Δεν έγιναν λοιπόν οι ύμνοι για να επιδεικνύωνται οι ψάλτες και να ευφραίνωνται οι εκκλησιαζόμενοι αισθητικώς και μουσικώς. Δεν είνε σκοπός τα τροπάρια, είνε μέσο.
Αυτοί που έφτειαξαν τα τροπάρια, άγιοι θεοκίνητοι άνθρωποι, σκοπό είχαν να κεν τήσουν τη συνείδησι του ενόχου, να εμ πνεύσουν ιδέες μεγάλες και υψηλές, να διεγείρουν αισθήματα άγια και υπέροχα, όπως το «γνώθι σαυτόν», τη συναίσθησι της αμαρτωλότητος και της ματαιότητος των ανθρωπίνων, προ παν τος δε την ελπίδα στο άπειρο έλεος του Θεού για κάθε αμαρτωλό.Εκεί αποβλέπει η ποίησις των ορθοδόξων.Αυτά γενικά για τη θρησκευτική ποίησι.Καί τώρα ας έλθουμε στο συγκεκριμένο ποίημα.Τι είνε το ποίημα αυτό; Είνε ένα διαμάντι που απαστράφτει, ένα από τα σπουδαιότερα δείγματα της ορθοδόξου ποιήσεώς μας. Ποιος είνε ο ποιητής; Υπάρχουν διάφορες γνώμες μεταξύ των φιλολόγων και των θεολόγων.
Οι περισσότερες συγκλίνουν, ότι ποιητής είνε μία υπέροχη γυναίκα του Βυζαντίου, η Κασσιανή. Η δημιουργία του ποιήματος συνδέεται με ένα επεισόδιο της Βυζαντινής ιστορίας.Νοερώς βρισκόμαστε στο 830 μ.Χ., στην πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, στα ανάκτορα της Κωνσταντινουπόλεως. Πόσο φθαρτά και μάταια είνε τα εγκόσμια! Ίσως στο μέρος εκείνο, που ήταν τα ανάκτορα του Βυζαντίου, τώρα να είνε κάποιος τούρκικος καφενές και κάποιος Τούρκος να ρουφά νωχελώς το ναργιλέ του… Εκεί λοιπόν, στο λεγόμενο Τρίκλινον, την περίφημη αίθουσα των ανακτόρων του Βυζαντίου, ένας νεαρός αυτοκράτωρ επάνω στο άνθος και τη λάμψι της νεότητός του, ο Θεόφιλος, περιμένει εναγωνίως.
Περιμένει να εκλέξη τη νύφη, την μέλλουσα σύζυγό του, που θα γινόταν και η μέλλουσα βασίλισσα του κράτους.Στο Τρίκλινο έχει συγκεντρωθή ο,τι εκλεκτό έχει να παρουσιάση ο γυναικείος κόσμος της αυτοκρατορίας νεάνιδες, άνθη – κρίνα της ανοίξεως, αναμένουν τη στιγμή της εκλογής.Τα αισθήματα πάλλουν και οι καρδιές χτυπούν. Ο νεαρός Θεόφιλος κρατάει στα χέρια του ένα χρυσό μήλο, για να το δώση ως βραβείο σ᾽ εκείνην που θα εκλέξη.Απ᾽ όλες τις νέες τα βλέμματά του ελκύει μία έξοχος καλλονή, η Κασσιανή. Την πλησιάζει. Αλλά πριν της δώση το μήλο, της απευθύνει ένα ερώτημα, που περιέχει μεν αλήθεια αλλά θίγει τη γυναικεία αξιοπρεπεία. –«Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα;», από γυναίκα επήγασαν τα κακά; Ο λόγος αυτός υπονοεί την Εύα και θα μπορούσε να θεωρηθή ως έκφρασις μισογυνισμού.
Αλλά η Κασσιανή, ευφυεστάτη και ετοιμόλογος, δεν δέχθηκε το πλήγμα αυτό του Θεοφίλου.Απολογουμένη εκ μέρους του γυναικείου κόσμου και έχοντας υπ᾽ όψιν την ιδεώδη γυναίκα, την υπεραγία Θεοτόκο, απαντά στον Θεόφιλο· «Αλλά και εκ γυναικός ερρύη τα κρείττω», αλλ᾽ από γυναίκα προέρχεται και ο,τι καλύτερο. Αυτός ο διαξιφισμός μεταξύ του ανδρικού εγωισμού και της γυναικείας αξιοπρεπείας διεξήχθη στα ανάκτορα. Αλλά είνε γνωστό, ότι ο άντρας είνε υπερήφανος και θέλει να έχη υποταγμένη τη γυναίκα. Γι᾽ αυτό δεν τον ευχαριστεί να έχη γυναίκα ευφυά· θέλει η γυναίκα του να είνε κατωτέρας διανοήσεως, για να μπορή να την υποτάσση.
Γι᾽ αυτό ο Θεόφιλος, όταν αντιλήφθηκε ότι στο βάθος της ωραίας αυτής γυναίκας υπήρχε σπινθηροβολούσα ευφυία, κοντοστάθηκε· άλλαξε επιλογή και έδωσε το μήλο όχι στην Κασσιανή, αλλά στην Θεοδώρα, που ήταν επίσης ωραία αλλά δεν είχε το σπινθηροβόλο πνεύμα της Κασσιανής.Η σεμνή Θεοδώρα ήταν εκείνη που συνετέλεσε στην αναστήλωσι των ιερών εικόνων και το θρίαμβο της Ορθοδοξίας.Καί η Κασσιανή τι έγινε; Ω κορίτσια, που τρέμετε μήπως χάσετε τον μνηστήρα και κάνετε τα πάντα να τον κατακτήσετε, η Κασσιανή, ιδού το έξοχο υπόδειγμά σας. Δεν είνε σπάνιο στη ζωή ένας ανεύθυνος νέος, αφού τρυγήση τα κάλλη σας, να σας εγκαταλείψη.Καί λοιπόν τι; Νομίζετε, ότι η ζωή πλέον δεν έχει νόημα και είστε για τον κάδο των αχρήστων; Πόσο απατάσθε! Η ευτυχία σας δεν είνε ένας άντρας. Όχι. Όπως και του αντρός η ευτυχία δεν είνε μια γυναίκα.
Η ευτυχία του αντρός η της γυναικός είνε πέρα από τις σαρκικές επιθυμίες, τις ηδονές και τα θέλγητρα, πάνω απ᾽ τη γη, πέρα απ᾽ τα άστρα και τους γαλαξίες, σε έναν απέραντο κόσμο. Καί σ᾽ αυτόν τον αιώνιο κόσμο μας ανοίγει σήμερα τα μάτια η Κασσιανή.Η Κασσιανή μπορεί να απέτυχε στον έρωτα, αλλά πέτυχε στη ζωή. Η αποτυχία του έρωτος υπήρξε γι᾽ αυτήν μία αρίστη επιτυχία στον προορισμό της ζωής της. Διότι τι έκανε;Ούτε δηλητήριο πήρε, ούτε πήγε να πέση από τους βράχους, ούτε να πνιγή στους ποταμούς; Έδειξε μεγαλείο, ψυχικό ηρωισμό. Αποσύρθηκε μακριά από τα ανάκτορα, στην έρημο, κ᾽ εκεί πέρασε την υπόλοιπη ζωή της.
Καί επειδή είχε χάρισμα, έγραψε ύμνους·καρπός του ποιητικού ταλάντου της είνε και το ποίημα αυτό που τόσο μας συγκινεί.Είνε βασισμένο στο περιστατικό της αμαρτωλής γυναίκας, που έκλαψε μπροστά στο Χριστό, του έπλυνε τα πόδια με μύρα και με τα δάκρυά της, και τα σκούπισε με τα πλούσια μαλλιά της. Αυτή τη γυναίκα έχει υπ᾽ όψιν στο ποίημά της η Κασσιανή.Το νόημα του ποιήματος. Κύριε, είμαι μια γυναίκα α μαρτωλή. Έφταιξα πολύ. Σαν την Εύα, που αμάρτησε και μόλις άκουσε τα βήματά σου στον παράδεισο κρύφτηκε από φόβο.Σαν την πόρνη, που ήλθε μπροστά σου και έχυσε τα πολύ τιμα μύρα της. Μοιάζω σαν ένα κουρέλι. Ζω μέσα σ᾽ ένα σκοτάδι, που δεν υπάρχει ήλιος, δεν υπάρχει φεγγάρι, δεν υπάρχει άστρο. «Νυξ μοι υπάρχει, οίστροςακολασίας». Υποφέρω, Κύριε, από την αμαρτία μου. Αλλά δεν απελπίζομαι.
Έρχομαι σ᾽ εσένα. Έρχομαι σαν την μυροφόρο. Έρχομαι σαν τη μετανοημένη αμαρτωλή. Συ, Χριστέ, που έφτειαξες τα ποτάμια, συ που έφτειαξες τους ωκεανούς, συ που έφτειαξες τις πηγές των υδάτων, δος μου ένα δάκρυ να χύσω μπρός στα πόδια σου. Δος μου, Χριστέ, την ελπίδα πως θα με δεχτής στο βασίλειό σου. Καί προς το τέλος λέει αυτό το φιλοσοφικώτατο· «Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;». Ποιός μπορεί να μετρήση τα αμαρτήματά μου; είνε αμέτρητα. Μόνο η άβυσσος των κριμάτων και του ελέους σου μπορεί να τα καλύψη και να μου χαρίση την σωτηρία.Δεν υπάρχουν, αγαπητοί μου, μόνο οι έρωτες της γης.
Θα είμαστε πολύ μικροί, αν περιορισθούμε σ᾽ αυτούς. Υπάρχει και κάτι άλλο.Νέοι! Δεν θα αισθανθήτε το μεγαλείο της ζωής, εάν δεν γευθήτε τον μεγάλο έρωτα των ψυχών, τον έρωτα του Εσταυρωμένου. Εάν αγαπάς το παιδί σου, τη γυναίκα σου, τα γράμματα, την επιστήμη, την ποίησι, τη ζωγραφική, καλά κάνεις· να τα αγαπάς, ο Θεός τα έδωσε. Αλλά περισσότερο και με φλογερή καρδιά να αγαπάς τον Εσταυρωμένο. Το είπε ο ίδιος·«Ήλθα στον κόσμο ν᾽ ανάψω φωτιά» (Λουκ.12,49).Ω ψυχές, αισθανθήτε αυτό τον έρωτα. Κλεί στε μεσ᾽ στην καρδιά σας το Χριστό, για να αισθανθήτε κάθε είδους μεγαλείο.Ο Θεός να δώση να χύσουμε ένα δάκρυ στα πόδια του Χριστού μας και να πούμε κ᾽ εμείς σαν το ληστή·«Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23,42).
(†) επίσκοπος Αυγουστίνος
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, η οποία έγινε στον ι. ναό Αγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης την 21-4-1970 το βράδυ με άλλο τίτλο. «Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;» (Μ. Τετ. δοξ. αποστ. αίν.)Απόψε Μεγάλη Τρίτη. Σε όλους τους ναούς της αγίας μας Ορθοδοξίας παρατηρείται μία εξαιρετική συρροή.

Μεγάλη Τρίτη βράδυ. Το Τραγούδι που ταιριάζει σ΄ όλους μας


«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…»
(δοξ. ἀποστ. αἴν. Μ. Τετάρτης)
 

ΑΠΟΨΕ, εὐσεβὲς ἐκκλησίασμα, σ᾿ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῆς ᾿Ορθοδοξίας μας ψάλλεται τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς. Ὅλοι τρέχουν στοὺς ναοὺς νὰ τ᾽ ἀκούσουν καὶ θαυμάζουν τὸν ψάλτη ποὺ θὰ τὸ παρατείνῃ πε­ρισσότερο. Ἀλλ᾽ ἐὰν τοὺς ρωτήσῃς, τί κατάλαβαν ἀπ᾽ αὐτό, οἱ περισσότεροι δὲν ξέ­ρουν ν᾿ ἀπαντή­σουν. Σὰ νὰ εἶνε κινέζικα. Γι᾿ αὐτὸ θὰ μοῦ ἐ­πιτρέψετε νὰ πῶ λίγα λόγια γιὰ τὸ τροπάριο.
Στὰ παλιὰ εὐλογη­μένα χρόνια, τὸν 9ο μ.Χ. αἰῶνα, στὴν Κωσταντινούπολι, ποὺ εἶνε ἡ πό­λις τῶν ὀνείρων μας, βασιλεὺς τῆς Βυ­ζαντι­νῆς αὐ­τοκρατο­ρίας στέφεται ὁ νεαρὸς Θεό­φιλος (829-842).
Ἦταν ἄ­γαμος. Ἡ καλὴ μητρυιά του, ἡ Εὐφροσύνη, θέλοντας νὰ τὸνπαν­τρέ­ψῃ, κάλεσε ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη τοῦ ἀπεράντου κράτους, σὰν μιὰ ἀνθοδέσμη ἀπὸ λουλούδια τῆς νεότητος, ἐκλεκτὲς κοπέλλες, γιὰ νὰ δια­λέξῃ ἀπ᾽ αὐτὲς τὴν σύζυγό του. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα ἡ Εὐφροσύνη τοῦ ἔδωσε ἕνα χρυσὸ μῆ­λο, γιὰ νὰ τὸ προσ­φέρῃ σ᾿ αὐτὴν ποὺ θὰ διά­λεγε. Ὁ Θεόφιλος στάθηκε μπροστὰ στὴν Κασ­σιανὴ κ᾽ ἦταν ἕ­τοιμος νὰ τῆς τὸ προσ­φέ­ρῃ, ἀλλὰ τῆς εἶπε κά­τι, ποὺ ἡ Κασσιανὴ τὸ θεώ­ρησε προσβλητικὸ γιὰ τὶς γυναῖκες· «Ἐκ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα», ἀπ᾽ τὴ γυναῖκα ἀ­πέρρευσαν τὰ κακά· ἐννοοῦσε τὴν Εὔα. Ἐκείνη, εὐφυὴς καθὼς ἦταν, τοῦ ἀπήν­τησε· «Ναί, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴ γυναῖκα προέρχονται καὶ ὅλα τὰ καλά», καὶ ἐννοοῦσε τὴν Παναγία. Γυναῖκες, ἀκοῦτε; Ἔχετε τεραστία δύναμι. Ἢ Εὖες θὰ γίνετε, ἢ Παναγίες. Ἢ θ᾿ ἀνεβά­σετε τοὺς ἄντρες σας στὸν οὐρανό, ἢ θὰ τοὺς ῥίξετε στὸν ᾅδη· διαλέξτε καὶ πάρτε. Πόσα ἀκούω ἀπὸ ἄντρες! Ἄχ, λένε, δὲν εἶ­σαι παν­τρεμένος, νὰ δῇς τί τρα­βᾶμε. Ἂν ἤ­σουν στὴ θέσι μας, θὰ προτιμοῦσες νὰ πεθά­νῃς παρὰ νά ’χῃς κοντά σου μιὰ κακιὰ γυναῖκα… Ἡ ἀπάντησι τῆς Κασσιανῆς δὲν ἄρεσε στὸν Θεόφιλο. Ἡ εὐφυΐα της ἔθιξε τὸν ἐγωισμό του (ὑπάρχουν γυναῖκες εὐφυέστερες τῶν ἀν­δρῶν). Τὴν ἀπέρριψε λοιπὸν καὶ ἔδωσε τὸ μῆ­­λο στὴν Θεόδωρα, ποὺ ἦταν βέβαια καλλο­νή, ἀλλὰ δὲν εἶχε τὸ σπινθηροβόλο πνεῦμα τῆς Κασσι­ανῆς. Ἡ Κασσιανὴ ἔχασε τὸ θρόνο ἀπὸ μία ἀ­πάντησι! Ἔχασε θρόνο ἐπίγειο, ἀλλὰ κέρδισε τὸν οὐ­­ράνιο βασιλέα, τὸν Κύριο ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Κάθε ψυχὴ εἶνε νύφη καὶ ὁ Χριστὸς εἶ­νε ὁ ὡραῖος Νυμφίος. Τὸ κάλλος του εἶνε ἄφθαρτο, αἰώνιο, ἀληθινό. Δυστυχῶς σήμερα οἱ ἄν­θρωποι δὲν ἐκτιμοῦν τὸ Νυμφίο Χριστό. Ὅ­ποιος ὅμως, εἴτε ἄντρας εἴτε γυναίκα, λά­βει ἰδέα τῆς ὡραιότητός του, δὲ συγ­­κινεῖται πιὰ ἀπὸ κανένα ἄλλο φθαρτὸ ἀν­θρώπινο κάλλος. Μπορεῖ μιὰ γυναίκα νὰ ἔχῃ σωματικὴ ὀ­μορ­φιὰ καὶ νά ’νε ἕνα τέρας στὴν ψυχή, καὶ μιὰ ἄλλη νά ’νε ἄσχημη ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ἐσωτε­ρικὸ μεγαλεῖο, ἠθικὸ κάλλος, νά ’νε ἕ­νας ἄγγελος, κι ὁ ἄντρας της νὰ τὴ θαυ­μάζῃ καὶ νὰ τὴν ἀγα­πᾷ. Τί νὰ τὸ κάνῃς τὸ ἐξωτερι­κὸ κάλλος, ἂν δὲν ὑπάρχῃ ἐσωτερι­κὴ ὀμορφιά; Ἦρθε κά­ποιος στὸ γραφεῖο καὶ ζητοῦσε διαζύγιο. —Πῶς τὴν παν­τρεύ­τη­κες, λέω, καὶ τώρα θέλεις νὰ τὴ χω­ρίσῃς; —Μὲ γέλασε ἡ ὀμορφιά της· τὴν πέ­ρασα γιὰ ἄγγελο, καὶ τώρα κατάλαβα ὅτι εἶχα νὰ κάνω μ᾿ ἕνα διάβολο… ᾿Αλλὰ τὸ κάλλος τοῦ Χριστοῦ δὲν συγ­κρί­νεται μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη τῶν ἀνθρώπων. Πόσο μάταιος εἶνε ὁ κόσμος, ποὺ γίνεται ἐραστὴς τοῦ ταπεινοῦ κάλλους! Μιὰ νέα ἀγαποῦσε κά­ποιον ἔξοχο ἐπιστήμονα καὶ τὸν ρώτησε· —Τί ἰ­δέα ἔχεις γιὰ μέ­να; —Σ᾿ ἀγαπῶ, σ᾿ ἐκτιμῶ, σὲ θαυμάζω· ἀλλ᾿ ἂν σὲ συγκρίνω μὲ τὸ Χριστό, σὲ βλέπω σὰν ἕνα μηδενικό, σὰν μιὰ σκιά… Εὐτυχεῖς αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὸ Χριστό, δυσ­τυχεῖς ὅσοι δὲν τὸν ἀγαποῦν. Ἡ Κασσια­νὴ τὸν ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν ψυχή της. Ἔφυγε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἔχτισε μοναστήρι. ᾿Εκεῖ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς της. Ἔγραψε ὑ­πέροχα ποιήματα. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ εἶνε τὸ τρο­πά­ριο ποὺ ἀκοῦμε σήμερα, «Κύριε, ἡ ἐν πολ­λαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…». Ἡ Κασσιανὴ βέβαια δὲν ἦ­ταν πόρνη· ἦταν ἕνα ἁγνὸ λουλού­δι. Γιὰ ποιόν τὸ γράφει λοιπὸν αὐτό; Ἀνοῖξτε τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο στὸ 7ο κεφάλαιο, κ᾿ ἐκεῖ θὰ δῆτε μιὰ γυ­ναῖκα πόρνη, ποὺ πλη­σίασε τὸ Χριστό. Αὐτὴν εἶχε ὑπ᾽ ὄψιν ἡ Βυ­ζαντινὴ ποιή­τριά μας. Λένε μερικοὶ ποὺ κάνουν τὸν ψευτοευγε­νῆ· Γλῶσσα εἶν᾽ αὐτὴ τοῦ δεσπότη, νὰ λέῃ τὴ λέξι «πόρνη»;… Ὑποκριταί! δὲ σᾶς πειρά­ζει τὸ πρᾶγμα, ἡ λέξι σᾶς ἐνοχλεῖ. Μετρῆστε στὴ σημερινὴ ἀκολουθία· ἑκατὸ φορὲς λέγεται ἡ λέξι πόρνη. ᾿Αλλὰ σεῖς αὐτὲς τὶς γυναῖκες, ποὺ πουλᾶνε τὸ κορμί τους γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὶς ὀνομάζετε «φιλενάδες». Κόσμε ψεύτη! ὀνομάζεις τὸ φαρμάκι σιρόπι. ᾿Εμεῖς θὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια· τὰ σῦκα σῦκα, τὴ σκά­φη σκάφη· τὸ φῶς φῶς καὶ τὸ σκότος σκότος. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ πόρνη, ὅταν ἄκουσε τὰ λό­για τοῦ Χρι­στοῦ μετανόησε. Ἔγινε σεισμὸς μέσα της καὶ μὲ μιᾶς κατέρρευσε ὅλο τὸ ἁ­μαρτωλὸ οἰκοδόμημα. Μπῆκε ἀπαρατήρητη στὸ σπίτι τοῦ φαρισαίου. Πλησίασε μὲ εὐγνωμοσύνη τὸ Χριστό. Ἔσκυψε καὶ ἔπλυνε τὰ πό­δια του μὲ μύρα ποὺ εἶχε ἀγοράσει, ξέπλεξε τὰ πλούσια μαλλιά της, τὰ ἔκανε πετσέττα καὶ τὰ σκούπισε μ᾽ αὐτά. Καὶ ἔκλαιγε συνεχῶς. Σκάνδαλο νὰ πλένῃ τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μιὰ πόρνη! σκέφτηκε ὁ φαρισαῖος. Σκάνδαλο; Ὅπως ὁ ἥλιος δὲν μολύνεται, ὅταν οἱ ἀ­κτῖνες του ἀγγίζουν τὰ κόπρια τῆς γῆς, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς δὲν μο­λύνθηκε. Εἶδε τὴ μετά­νοια καὶ τὴν ἀφο­σί­ωσι τῆς γυναίκας καὶ εἶπε· «Ἀφέων­ται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ. 7,47). ῾Η πόρνη ἀγάπησε μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά της τὸ Χριστό, ἐνῷ ὁ ᾿Ιούδας ὁ μαθη­τής του τὸν πρόδωσε καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ φα­ρισαῖοι τὸν σταύρωσαν. Μέσα ἀπὸ τὰ κόπρια βγῆκε ἕνα διαμάντι. Καὶ μέσα στὶς καρδιὲς αὐτῶν τῶν γυναικῶν, ὅταν ἔρθῃ ἡ θεία χάρις, μπορεῖ νὰ κατοικήσῃ ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Αὐτὴν εἶχε ὑπ᾽ ὄψιν της ἡ Κασσιανὴ καὶ τὴν ἔκανε τραγούδι. Εἶχε ὅμως ὑπ᾽ ὄψιν καὶ τὸν ἑ­αυτό της. Ἦ­ταν παρθένος, ἁγνή· ἀλλ᾽ ἐγνώριζε, ὅτι δὲν εἶ­νε καὶ ἀναμάρτητη. Μπορεῖ μιὰ νέα νὰ μὴ τὴν ἔχῃ ἀγγίξει ἄνθρωπος, νὰ εἶνε παρθένος σωματικῶς, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ ἠθικῶς. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλεγε· «Μετὰ γυναικὸς οὐκ ἐ­κοιμήθην, καὶ παρθένος οὐκ εἰμί». Μιὰ σκέ­ψι πονηρὴ νὰ περάσῃ ἀπ᾽ τὸ μυαλό μας, ἁ­μαρ­τάνουμε. Καὶ μόνο μιὰ τέτοια σκέψι κάνουμε; Γι᾿ αὐτὸ τὸ τραγούδι τοῦτο ταιριάζει σ᾿ ὅλους μας. Εἶνε δικό μας. Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ καταλά­βουμε, δὲ θὰ νιώσουμε τί θὰ πῇ «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή». Ὅταν σκέπτωμαι τ᾿ ἁμαρτήματά μου, ντρέ­πομαι νὰ κοιτάξω τὸν Κύριο· ὅπως ἡ Εὔα ποὺ κρύφτηκε στοὺς θάμ­νους, ὅπως τὸ παιδὶ ποὺ κάνει ἀταξία καὶ φοβᾶται νὰ δῇ τὸν πατέρα του, ὅπως ἡ μοιχαλίδα ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ κοι­τάξῃ στὰ μάτια τὸν ἄντρα της. Ἔτσι καὶ ἡ ψυ­χὴ τοῦ ἀνθρώπου τρέμει τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ τὴν δικαία, ποὺ ἔρχεται γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Λέει ἡ Ἀποκάλυψι· θὰ ἔρθῃ ὥρα —κ᾽ ἦρθε ἡ ὥ­ρα—, ποὺ θὰ ποῦμε· Ἀνοῖξτε, βουνά, νὰ μᾶς κρύψετε ἀπ᾽ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἀπ. 6,15-17). Χριστέ μου, ποὺ μ᾽ ἀνέβασες στὸν οὐ­ρανὸ κ᾽ ἐγὼ κατέβηκα στὸν ᾅδη, ντρέπομαι νὰ σ᾽ ἀν­τι­κρύσω διότι ζῶ ἔτσι. Δός μου δάκρυα μετανοίας, συχώρεσέ με· καὶ σοῦ ὑπόσχομαι, ὅτι ἀπὸ δῶ κ᾽ ἐμπρὸς θὰ ζῶ κατὰ τὸ θέλημά σου.
᾿Αδελφοί μου, δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε· θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε. Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο. Καὶ Μέγας ᾿Αντώνιος καὶ Μέγας Βασίλειος καὶ ἀσκη­τὴς νὰ γίνῃς, θ᾿ ἁμαρτάνῃς. Εἴμαστε ναυαγοὶ μέσα στὴ θάλασσα, στὸν ὠκεανό, καὶ κινδυνεύουμε. Παλεύουμε μὲ τὰ κύματα. Ἂς ἁρπάξουμε τὰ σωσίβια, ποὺ μᾶς ρίχνει ὁ Θε­ός. Σωσίβια εἶνε τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Τέτοια δάκρυα ἔχυνε ἡ Κασσιανὴ στὸ μοναστήρι, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία στὴν ἔρημο. Τέτοια δάκρυα νὰ χύσουμε κ᾿ ἐμεῖς, ἀ­δελ­φοί μου, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, γιὰ νὰ σωθοῦμε. Μέσα σὲ χιλιάδες Χριστιανοὺς ἀμφιβάλλω ἂν ἕνας ἔχυσε τέτοια δάκρυα μετανοίας. Τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶνε ἡ μετάνοια. Κάποτε μετανοοῦσε ἕνας στοὺς 10, ἔπειτα ἔγινε ἕ­νας στοὺς 100, ἔπειτα ἕνας στοὺς 1.000. Τώρα εἶνε ζήτημα ἂν ἕνας στοὺς 10.000 μετανοῇ. Ἂν περνοῦσε πρὶν διακόσα χρόνια ἀ­πὸ μᾶς ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅλοι θὰ ἐξ­ωμολογοῦνταν· τώρα ―ὦ Θεέ μου, σὲ τί χρό­νια βρισκόμαστε!― ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ μέχρι σήμερα δὲν ἔρριξαν ἕνα δά­κρυ, δὲν εἶ­παν τὸ «ἥμαρτον», δὲν ἐξωμολογήθηκαν. «Γε­νεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη» (Ματθ. 17,17). Νὰ μετανοήσουμε, ἀδελφοί μου, νὰ πλησι­άσουμε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ λῃστὴ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλ­θῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.


(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου η οποία έγινε στον ἱερό ναὸ του Ἁγίου Νικολάου Ἀμυνταίου, την Μ. Τρίτη βράδυ 20-4-1976)
 Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 3-4-2007

Η Κασσιανή αγία και οι τρείς διαστρεβλώσεις της Μ.Τρίτης


18ΑΠΡ
Η προσπάθεια διαστρεβλώσεως έχει σαν ιδιαίτερο στόχο τη βραδιά της Μεγ. Τρίτης. Τρεις, είναι οι σχετικές διαστρεβλώσεις.
Η μία: Το πρόσωπο της Κασσιανής. Είναι γνωστό, πως το βράδυ της Μεγ. Τρίτης ψάλλεται το τροπάριο της Κασσιανής. Είναι το περίφημο δοξαστικό των Αποστίχων· «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή την σην αισθομένη Θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη, μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει…». Πρόκειται για ποιητικό αριστούργημα.
Επιπόλαιοι και ανιστόρητοι άνθρωποι λένε και γράφουν, πως η Κασσιανή ήταν αμαρτωλή και διεφθαρμένη γυναίκα, και μιλώντας η Κασσιανή για την πόρνη γυναίκα του Ευαγγελίου βρίσκει ευκαιρία να μιλήσει για τον εαυτό της. Λάθος. Η Κασσιανή η Κασσία ή Εικασία είναι μια οσία μοναχή του Βυζαντίου, προικισμένη με καταπληκτικό ποιητικό ταλέντο. Αντί για τη βασιλική αλουργίδα προτίμησε το ταπεινό όχημα της μοναχής και έγραψε πολλούς ύμνους. Και ο ωραιότερος ύμνος της είναι ο αποψινός, γνωστός σαν τροπάριο της Κασσιανής.
Η Μαγδαληνή όχι πόρνη
Ποιά λοιπόν είναι η πόρνη γυναίκα, για την οποία μιλάνε όλα τα τροπάρια της Μεγ. Τρίτης (βράδυ); Εδώ είναι η δεύτερη, μεγαλύτερη, διαστρέβλωση. Φυσικά, απαντούν οι διαστρεβλωτές, η πόρνη ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή!… Και το πιπιλίζουν αυτό και καλοπροαίρετοι άνθρωποι, και άνθρωποι της Εκκλησίας. Έχουν ταυτίσει τη Μαγδαληνή με την πόρνη!
Είναι και τούτο αποτέλεσμα της άγνοιας της Αγίας Γραφής. Άγνοια Γραφής= άγνοια Χριστού. Άγνοια Γραφής=άγνοια της αλήθειας. Άγνοια Γραφής= θρίαμβος τής πλάνης.
Και είναι από τις μεγάλες πλάνες αυτό, να ταυτίζουν τη Μαγδαληνή με την πόρνη. Μια πλάνη, που στο μυαλό των έκφυλων και βλάσφημων παίρνει διαστάσεις ασεβείς και βλάσφημες.
Μια για πάντα ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Η Μαρία η Μαγδαληνή δεν υπήρξε διεφθαρμένη και πόρνη ποτέ. Ήταν μια ύπαρξη, που έπασχε, και την θεράπευσε ο Χριστός. Ο ευαγγελιστής Λουκάς λέει χαρακτηριστικά για τη Μαρία τη Μαγδαληνή: Ακολουθούσαν τον Ιησού οι δώδεκα μαθητές και γυναίκες, μεταξύ των οποίων «Μαρία καλούμενη Μαγδαληνή, αφ’ ης δαιμόνια επτά εξεληλύθει» (Λουκ 8, 2). Ήταν δαιμονισμένη. Ο Χριστός τής έβγαλε τα δαιμόνια, όπως έβγαλε και τα δαιμόνια τόσων άλλων ανθρώπων. Φαίνεται, πως τα επτά δαιμόνια, που βγήκαν από τη Μαγδαληνή, πήραν μαζί τους κι άλλα δαιμόνια και μπήκαν στις διάνοιες των διεστραμμένων ανθρώπων, που λένε πως η Μαγδαληνή ήταν η πόρνη και που προχωρούν και πετάνε λάσπη κατά του ασπίλου και αναμάρτητου Ιησού. Η λασπολογία στη χειρότερη μορφή.
Η Μαγδαληνή, μετά τη θεραπεία της, ήταν μια από τις ευγενείς εκείνες και άγιες Μυροφόρες γυναίκες.
Ανώνυμη ή πόρνη
Και τότε ποιά είναι η πόρνη, που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, η πόρνη, για την οποία μιλάνε τα τροπάρια τής Μεγ. Τρίτης (βράδυ); Άγνωστη, ανώνυμη. Ακούσατε σε κανένα τροπάριο το όνομα της πόρνης; Όχι, πουθενά. Αλλά κι ο ευαγγελιστής Λουκάς, που περιγράφει τη σχετική σκηνή, δεν αναφέρει το όνομά της. « Και ιδού γυνή εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός» (Λουκ. 7, 37).
Δεν αναφέρει το όνομα της πόρνης, σαν να μη θέλει να διαπομπεύσει την αξιολύπητη εκείνη γυναίκα, δακτυλοδεικτούμενη στη μικρή κοινωνία της πόλεώς της. Αλλ’ ο ιερός συγγραφέας δεν την διασύρει. Αποφεύγει ν’ αποκαλύψει το όνομά της.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι Απόστολοι, ενώ δεν έκρυβαν τις δικές τους ατέλειες και πτώσεις, όταν μιλάνε για μεγάλους αμαρτωλούς που μετανοούν, δεν αναφέρουν το όνομά τους. Δεν θέλουν να διαπομπεύσουν. Έτσι ούτε το όνομα της πόρνης που άλειψε τα πόδια του Κυρίου γνωρίζουμε, ούτε το όνομα της μοιχαλίδας που θέλησαν οι φαρισαίοι να την λιθοβολήσουν γνωρίζουμε, ούτε το όνομα του αιμομίκτη στην πρώτη Εκκλησία της Κορίνθου γνωρίζουμε.
Ανώνυμη η πόρνη. Δεν την ονοματίζουν ο ευαγγελιστής και οι υμνογράφοι. Την βάφτισαν όμως οι παραμυθάδες, και την βγάλανε Μαγδαληνή!
Αλλά και σχετικά με την ανώνυμη πόρνη υπάρχει κάποια διαστρέβλωση, η τρίτη, που είναι και η μεγαλύτερη. Διότι είναι θεωρητική διαστρέβλωση. —Να, λένε οι διαστρεβλωτές, ο Χριστός ήταν φίλος των πόρνων και γενικά των αμαρτωλών. Συναναστρεφόταν μαζί τους και συνέτρωγε. Επομένως δεν είναι κακό πράγμα η πορνεία και η μοιχεία Πορνεία; Φυσικό πράγμα. Μοιχεία; Αναπόφευκτο πράγμα I..
Έτσι στις μέρες μας έχουμε φτάσει στη νομιμοποίηση της πορνείας και της μοιχείας.
Η πορνεία δεν είναι…αμαρτία!
Αλλ’ ας κάνουν ό,τι θέλουν οι άνθρωποι του κόσμου, οι άνθρωποι που έχουν αρνηθεί το Χριστό και το Ευαγγέλιο. Δεν έχουν όμως δικαίωμα να διαστρεβλώνουν έτσι τα πράγματα και να παρουσιάζουν και τον Ιησού Χριστό συνήγορο της πορνείας και της μοιχείας. -Ο Χριστός, λένε, καυτηρίασε τους υποκριτές και τους εκμεταλλευτές, όχι τις πόρνες…!
Έτσι είναι; Το ότι η υποκρισία είναι από τα φοβερότερα αμαρτήματα, κανείς δεν αντιλέγει. Σαν μύδροι εκσφενδονίστηκαν τα «Ουαί» κατά των υποκριτών φαρισαίων. Η υποκρισία είναι σατανικό μίγμα υπερηφάνειας και ψευτιάς.
Αλλ’ ο Χριστός, που καυτηρίασε την υποκρισία, καυτηρίασε και την πορνεία, που είναι κι αύτη μια μορφή υποκρισίας.
Το ότι η πορνεία είναι αμάρτημα, και μάλιστα πολύ μεγάλο, τονίζεται πολλές φορές στην Καινή Διαθήκη. Ο απόστολος Παύλος φωνάζει: «Φεύγετε την πορνείαν».
-Αυτά τα λέει ο Παύλος, όχι ο Χριστός λένε μερικοί, που θέλουν να διαχωρίσουν τη διδασκαλία του Παύλου από το Ευαγγέλιο του Χριστού. Όχι. Ο Χριστός πρώτος καυτηρίασε την πορνεία. Όχι απλώς κατακύρωσε με το θείο κύρος του την 6η εντολή του Δεκάλογου, το «Ου μοιχεύσεις».
Συγχωρεί την πόρνη, δεν αμνηστεύει την πορνεία
-Τότε, θα ρωτήστε, πώς δικαιολογείται η στάση του Χριστού προς την πόρνη της αποψινής βραδιάς;… Μα ποιά στάση; Ο Χριστός δεν δείχνει καμιά ιδιαίτερη στάση στην πόρνη από εκείνη που δείχνει σε κάθε αμαρτωλό. Ο Χριστός συγχωρεί κάθε αμαρτωλό, που μετανοεί. Συγχώρεσε και την πόρνη, που μετανόησε. Η έμφαση δεν είναι στην πορνεία. Συνήθως οι φιλήδονοι και φιλόσαρκοι εκεί κολλάνε, όπως οι μύγες κολλάνε όταν ακαθαρσία. Αλλά στην περίπτωση της πόρνης του Ευαγγελίου η έμφαση είναι στη μετάνοια. Ο Χριστός συγχώρεσε την πόρνη, δεν αμνήστευσε την πορνεία Απόδειξη; Απαντώντας στο φαρισαίο, που σκανδαλίστηκε γιατί  δέχτηκε την πόρνη, παρουσίασε την πορνεία σαν χρέος, σαν μεγάλο αμάρτημα, που συγχωρείται βέβαια γιατί η γυναίκα είχε πίστη, είχε αγάπη στο Χριστό, είχε μετάνοια. Κι όταν μίλησε για την άφεση στην αμαρτωλή, είπε: «Αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησε πολύ» (Λουκ. 7,47).
Η πορνεία καταδικάζεται. Η πόρνη συγχωρείται. Γιατί έκλαψε. Το μύρο με τα δάκρυα της, απετέλεσαν ουράνιο μίγμα. Περισσότερο μοσχοβολούν τα δάκρυα της από τα μύρα της.
Εκείνη έκλαψε. Υμείς; Κανένας μας δεν είναι απαλλαγμένος από ακάθαρτη πράξη ή από ακάθαρτη σκέψη. Αν δεν αμάρτησες ολοκληρωτικά, ίσως ν’ αμάρτησες με μια από τις αισθήσεις, με τα χέρια, με τα αυτιά, με τα μάτια. Ποιός είναι καθαρός «από ρύπου»; Κανείς. Μόνο ο Κύριος είναι απόλυτα αναμάρτητος, Στο κοντάκιο της Μεγ. Τετάρτης ο χριστιανός απευθύνεται στον αναμάρτητο Κύριο και λέει: «Υπέρ την πόρνην, Αγαθέ, ανομήσας, δακρύων όμβρους ουδαμώς σοι προσήξα..». Δεν έχουμε δάκρυα.
Αδελφοί μου! Φίλος των αμαρτωλών ο Χριστός, των αμαρτωλών που μετανοούν. Για τους αμαρτωλούς σταυρώθηκε. Για μας, δηλαδή. Μακάρι, να σπάσει ο βράχος της καρδιάς μας και να ξεπηδήσουν από τα μάτια δάκρυα. Δάκρυα, που θα ελκύσουν το έλεος του Κυρίου και θα χαρίσουν την ποθητή άφεση και κάθαρση.
(Αρχιμ. Δανιήλ Γ. Αεράκη, «Στη Μεγάλη Εβδομάδα»)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...