Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Απριλίου 10, 2015

Η αγάπη του Τάφου - π. Δανιήλ Γ. Αεράκης



Η αγάπη του Τάφου 
Αρχιμανδρίτης Δανιήλ Γ. Αεράκης
Συγκίνησις

Πεθαίνει η Αγάπη; Στις καρδιές των ανθρώπων πολλές φορές, στην καρδιά του Θεού ποτέ. Και η καρδιά του Θεού, ο αγαπητός Υι­ός, είναι ο Ιησούς Χριστός. Και η καρδιά της αγάπης είναι ο Σταυ­ρός. Η σωματική καρδιά του Ιησού σταμάτησε κάποια στιγμή να χτυπά, όχι όμως του Θεανθρώπου Κυρίου.
Δεν είναι λοιπόν, για κλάμα η ταφή του Ιησού Χριστού. Ποιος διψασμένος κλαίει σαν βρεθή μπροστά σε αστείρευτη πηγή;
Ο Σταυρός είναι η αστείρευτη πηγή της Αγάπης. Και ο Τάφος του Χριστού πηγή της ζωής.
Η βραδυνή ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής ονομάζεται επιτάφιος θρήνος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ακολουθία χαράς. Αν ο Σταυρός είναι η Αγάπη της Λυτρώσεως, ο Τάφος είναι η Αγάπη της Αναστάσεως.
Μπορούμε να κλαίμε για το θάνατο και την ταφή του Ιησού;
•Πώς μπορούμε να κλαίμε για την ταφή του Ιησού, αφού ξέ­ρουμε ότι σε λίγο θ' αναστηθή από τον τάφο; Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός ήξερε, ότι θ' ανέσταινε το Λάζαρο. Παρ΄όλο τούτο, δά­κρυσε μπροστά στον τάφο του Λαζάρου. Συγκινούμαστε. Μας συγ­κινεί η αγάπη στο Φίλο, στο Πρόσωπο, που αγαπάμε και μας α­γαπά, στον Ιησού. Ο ορίζοντας σκοτεινιάζει, μόλις δύση ο ήλιος, καίτοι γνωρίζεις ότι ο ήλιος θ’ ανατείλη και πάλι.


Ο ήλιος, σαν γέρνη προς τη δύσι, είναι σαν να γράφη σιγά-σιγά στην κορυφογραμμή: «Σε λίγο έρχομαι. Σε λίγο ανασταίνομαι». Έτσι και ο Χριστός, ό Ήλιος της Θεότητος. Έγειρε το κεφάλι. Έδυσε. Αλλ’ άφησε βέβαιη την ελπίδα: Σε λίγο ξανάρχομαι. «Μικρόν και ου θε­ωρείτε με, και πάλιν μικρόν και όψεσθέ με» (Ιωάν. Ιστ’ 16)
•Συγκινούμεθα από την ταφή του πλέον αγαπητού μας Προσ­ώπου. Συγκινούμεθα αναλογιζόμενοι την αγάπη Του σε μας. Από αγάπη ανέβηκε στο Σταυρό. Από αγάπη κατέβηκε και στον άδη. «Α­πέθανε και ετάφη κατά τας γραφάς» (Α’ Κορ. ιε’ 4)
Για κάθε ανθρώπινο τάφο ισχύει το « α κ ο ύ σ ι α».
Για τον τάφο του Ιησού Χριστού ισχύει το « ε κ ο ύ σ ι α».
Θέλησε και ετάφη. Θάφτηκε Εκείνος, για να ξεθάψη εμάς από τα μνήματα της αμαρτίας. Θάφτηκε ο Παντοδύναμος, για ν’ ανα­σύρη η παντοδύναμη Αγάπη Του όλους τους «τεθνεώτας».

Για ποιούς τό κλάμα;

Αλλ’ η θλίψις της Μεγάλης Παρασκευής δεν είναι τόσο για τον Ιησού Χριστό, που είναι η «Ζωή εν τάφω». Είναι κυρίως για τους εχθρούς του Σταυρού, για τους εχθρούς του Ιησού.
Όταν ο Κύριος ανέβαινε προς το Γολγοθά και πίσω Του είδε να κλαίνε ευλαβείς γυναίκες, διακόνισσες της Αγάπης, επεσήμανε για ποιους πρέπει να κλαίμε: «Μη κλαίετε επ’ εμέ. Πλην εφ’ εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών» (Λουκ. κγ’ 28)
--Κλάψτε, μανάδες, γιατί θάβουν τα παιδιά σας οι νεκροθά­φτες του κακού, οι έμποροι του θανάτου!
Κάποτε θεάθηκε ο απόστολος Παύλος να κλαίει. Τον ρώτησαν γιατί; Και απάντησε:
«Νυν δε και κλαίων λέγω τους εχθρούς του Σταυρού» (Φιλιπ. Γ’ 18).
Είναι πολλοί οι εχθροί του Σταυρού. Είναι όλοι εκείνοι, που προσπαθούν:
•Να ενταφιάσουν την πίστι.
•Να συσκοτίσουν την αλήθεια.
•Να θάψουν το δίκαιο.
•Να εξαφανίσουν ηθικά και πνευματικά τον τόπο μας.
•Να σκοτώσουν το πνεύμα και να το θάψουν στον τάφο του υλισμού.
Για όλους αυτούς ο θρήνος. Και για τους άλλους, για τα θ ύ μ α τ ά  τους.
Δεν κλαίμε για τη Ζωή, που είναι στον τάφο, αλλά κλαίμε για το θάνατο, που σέρνεται ως ζωή. Κλαίμε:
•Για τις πεθαμένες υπάρξεις.
•Για τις πεθαμένες οικογένειες.
•Για τα πεθαμένα νιάτα.
•Για τις πεθαμένες ελπίδες.
•Για την άνοιξη, που πριν ακόμη ανθίση, γίνεται χειμώνας.


'Αγάπησε το Σώμα

Όχι, λοιπόν, θρήνος για τον Τάφο του Χριστού. Ο Τ ά φ ος αυ­τός είναι Α γ ά π η. Με αγάπη δέχτηκε το Σώμα του Ιησού. Ο Τάφος φανερώνει την αγάπη στο σώμα.
Αγάπησε ο Τάφος το Σώμα Εκείνου.
•Είναι το Σώμα, που ζήτησε ο Ιωσήφ από τον Πιλάτο. Το τίμιο Σώμα, που ζητάμε καί μείς με τη λαχτάρα της θείας Κοινωνίας.
•Είναι το Σώμα, που με ευλάβεια αγκάλιασαν ο Ιωσήφ και ο Νι­κόδημος. Το Σώμα, που με καθαρή σινδόνα οι δύο αυτοί άνδρες πε­ριτύλιξαν. Το Σώμα, που με κ α θ α ρ έ ς  ψυχές υποδέχονται οι πιστοί και ενστερνίζονται. 
•Είναι το Σώμα, που οι δύο τολμηροί «κρυφοί» μαθητές με προ­σοχή έθεσαν στο κ α ι ν ό  μ ν η μ ε ί ο, όπου κανένας άλλος δεν είχε τεθή.
Το Σώμα της θείας Κοινωνίας, που α ν α κ α ι ν ι σ μ έ ν ε ς  ψυχές το υποδέχονται. Κανένας άλλος. Η καρδιά μας αποκλειστι­κός χώρος για τον Ιησού Χριστό.


«Πώς; Ποίαις χερσί δε προσψαύσω το σον ακήρατον Σώμα;» (Δοξαστικό αποστίχων Μεγάλης Παρασκευής).
Ο Τάφος δείχνει την αγάπη και στο δ ι κ ό  μ α ς  σ ώ μ α.
•Δεν πετιέται το σώμα του ανθρώπου, όπως το σώμα του σκύ­λου ή της γάτας. Ε ν τ α φ ι ά ζ ε τ α ι. Δεν καίγεται το ανθρώπινο σώμα.
•Δεν δεχόμαστε, ως πιστοί χριστιανοί, την κ α ύ σ ι των νε­κρών, γιατί αποτελεί βεβήλωσι στο σώμα. Ούτε εν ζωή ούτε μετά θάνατον βεβηλώνεται το σώμα, όπως δε βεβηλώνεται ένας Ναός, είτε λειτουργείται είτε δε λειτουργείται.
•Το σώμα  τ ι μ ά τ α ι. Πως αγαπάμε το σπίτι μας; Έτσι α­γαπάμε το σώμα, που είναι κατοικία της ψυχής, ναός του πνεύ­μα­τος, δοχείο του Αγίου Πνεύματος.
•Τιμάται το σώμα, γιατί αυτό το σώμα π ρ ο σ έ λ α β ε  ο Θεός Λόγος, ο Χριστός.
•Τιμάται το σώμα, γιατί είναι υποψήφιο για την αναστάσιμη δόξα.
Όσο ζούμε, είμαστε  θ α ν α τ ο π ο ι ν ί τ ε ς. Όταν πεθάνουμε, γινόμαστε… α ν α σ τ ό π ο υ λ ο ι ! παιδιά της αναστάσεως.  

Ξενοδοχείο, διυλιστήριο, ευεργεσία

Αγάπη ο Τάφος, γιατί αγκάλιασε το Σώμα του Χριστού, όπως και μείς με αγάπη το αγκαλιάζουμε στη θεία Κοινωνία.
Αγάπη ο Τάφος, γιατί τιμά το ανθρώπινο σώμα. Όταν για ό­λους πλέον θα είμαστε ανεπιθύμητοι, ο τάφος θα σπεύσει να μας υποδεχτή, να μας φιλοξενήση και να μας τιμήση. Όχι βεβαίως για να μας κρατήσει για πολύ.
•Ξ ε ν ο δ ο χ ε ί ο  είναι ο τάφος. Προσωρινά διαμένουμε στο ξενοδοχείο, απλώς για ν’ αναπαυθούμε σε κάποιο μας ταξίδι. Ξυ­πνάμε, καί αφού πληρώσουμε τα έξοδα, συνεχίζουμε το οδοιπορικό μας.
Για λίγο φιλοξένησε ο Τάφος το Χριστό. «Τάφω σμικρώ ξενο­δοχείται, Όν, παίδες, ανυμνείτε» (ωδή η’ κανόνος Μεγ. Σαββάτου). Για λίγο. Ξύπνησε ο Κύριος με την Ανάστασί Του.
Το ίδιο και μείς. Απλώς θα φιλοξενηθούμε στον τάφο για λίγο, πληρώνοντας τον κοινό φόρο. Κανένας φ ο ρ ο φ υ γ ά ς  από το φόρο του θανάτου. Θα φιλοξενηθούμε, για να ξυπνήσουμε, όταν η καμπάνα της κοινής αναστάσεως θα ηχήση δυνατά.
•Δ ι υ λ ι σ τ ή ρ ι ο  ο  τάφος. Το νερό της βροχής περνάει από τα σπλάχνα της γης, από τα φυσικά διυλιστήρια, και βγαίνει κα­θαρώτερο. Έτσι και το σώμα. Περνάει από τον τάφο της γης. Θα ξεπηδήση καθαρώτερο, λαμπρότερο, ωραιότερο.
Η ταφή είναι το χημείο, όπου γίνεται η δική μας μεταστοι­χείωσις.
Το φθαρτό, με την ανάστασι, γίνεται άφθαρτο.
Το θνητό γίνεται αθάνατο.
«Τη ταφή Σου ζωής μου τας εισόδους διανοίξαντα καί θανάτω θάνατον καί άδην τε θανατώσαντα» (α΄ωδή κανόν. Μεγ. Σαββάτου)
«Το φθαρτόν δε σου εις αφθαρσίαν μετεστοιχείωσας» (στ’ ωδή)
•Αγαπητός ο τάφος, αφού είναι ε υ ε ρ γ έ τ η ς  ο θάνατος. Για να μην υπήρχε θάνατος, ένα από τα δύο έπρεπε να συμβαίνη: Ή να ζούσε ο άνθρωπος για πάντα στον παράδεισο της Εδέμ, ή να ζούσε για πάντα το κακό.
Ο θάνατος μπήκε ως αναγκαία διαδικασία στην πορεία της ζω­ής μας, για να μην είναι το κακό αθάνατο.
Ο θάνατος είναι το τέλος των δεινών, η αρχή της αληθινής χα­ράς.
Ο θάνατος του Χριστού συνέβη, για να μη γίνη το κακό, το με­γαλύτερο κακό. Για να μη γίνη ο  θ ά ν α τ ο ς,  α θ ά ν α τ ο ς.
Η αγάπη του γιατρού φαίνεται στην προσπάθειά του να ζήση ο άνθρωπος. Η αγάπη του Χριστού φάνηκε απείρως σημαντικώτερη.
•Ο  Σ τ α υ ρ ό ς  Του είναι ο θάνατος του θανάτου.
•Οι  Π λ η γ έ ς Του, οι πηγές της χαράς μας.
•Ο  Τ ά φ ο ς  Του, η πηγή της αθανασίας μας.
•Η  Α ν ά σ τ α σ ί ς  Του, ο πρόδρομος της δικής μας ανα­στάσεως.



Αρχιμανδρίτης Δανιήλ Γ. Αεράκης

Εις το Άγιο και Μεγάλο Σαββάτο Η εις Άδου Κάθοδος

Η εις Άδου Κάθοδος
«Ὅτι καὶ Χριστός ἅπαξ περὶ ἁμαρτιῶν ἔπαθε, δίκαιος ὑπὲρ ἀδίκων, ἵνα ἡμᾶς προσαγάγῃ τῷ Θεῷ, θανατωθεὶς μὲν σαρκί, ζωοποιηθείς δὲ πνεύματι· ἐν ᾧ καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθεὶς ἐκήρυξεν»
(Α´ Πέτρ. γ´ 18-19).
apokathilosiΚατά το  Άγιο και Μέγα Σάββατο, η  Εκκλησία μνημονεύει την εις  Άδου κάθοδο του Κυρίου μας  Ιησού Χριστού.  Ότι δηλαδή, κατά τις τρεις ημέρες μετά τον θάνατό Του και μέχρι της αναστάσεώς Του, ο Κύριος κατήλθε στον Άδη, στον τόπο, όπου ευρίσκονταν φυλακισμένες οι ψυχές των ανθρώπων, κήρυξε και, στη συνέχεια, με θεϊκή εξουσία ανέστησε και ελευθέρωσε τις ψυχές και κυριολεκτικά «ἐκένωσε» τα ταμεία του ζοφερού αυτού τόπου.  Η προσδοκία του διαβόλου ήταν, ότι τελικά θα μπορούσε να κρατήσει ένα μέρος της δημιουργίας του Θεού υπό την εξουσία του. Αυτός ήταν ο  Άδης.
Ο  Άδης δεν είναι τόπος, αλλά τρόπος ζωής των πνευμάτων. Είναι δε ως τρόπος και κατάσταση ζωής αντίθετος του Παραδείσου.  Εάν στον Παράδεισο ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος επειδή ζει με τον Θεό, στον  Άδη ζει δυστυχισμένος επειδή ζει με τούς διαβόλους. Στον  Άδη κατέρχονταν όλοι οι ζώντες.  Εκεί δεν μπορούσαν να αινούν πια τον Θεό, να ελπίζουν στην δικαιοσύνη Του, στην πιστότητά Του. Πρόκειται για μία ολοκληρωτική εγκατάλειψη.
Σ’  αυτό τον τραγικό χώρο της δυστυχίας και απελπισίας, κατέβηκε ο Χριστός για να ελευθερώσει τούς αιωνίους αιχμαλώτους, οι οποίοι ευρίσκονταν εκεί παρά την θέλησή τους. Αυτό δε αποτελούσε την δύναμη και την χαρά του διαβόλου, ότι είχε την δύναμη, μπορούσε, να εμποδίσει τούς δικαίους να ζήσουν με τον Θεό. Αυτή την αδικία επισημαίνει ο  Απόστολος Παύλος όταν γράφει· «᾿Αλλ᾿ ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος ἀπὸ ᾿Αδὰμ μέχρι Μωσέως καὶ ἐπὶ τοὺς μὴ ἁμαρτήσαντας» (Ρωμ. ε´ 14).
Ο Άδης δεν ταυτίζεται με την κόλαση.  Ο  Ιησούς Χριστός κατέβηκε στον Άδη, ο καταδικασμένος πηγαίνει στην κόλαση. Οι θύρες του  Άδη, όπου κατέβηκε ο  Ιησούς Χριστός, άνοιξαν, για να μπορέσουν να διαφύγουν οι αιχμάλωτοί του, ενώ, όταν ο κολασμένος κατεβαίνει στην κόλαση, η πόρτα της κλείνει πίσω του αιωνίως και δεν θα ανοίξει ποτέ.  Ο  Άδης και η κόλασις είναι το βασίλειο του θανάτου και, χωρίς τον  Ιησού Χριστό, δεν θα υπήρχε στον κόσμο παρά μια μόνο κόλασις και ένας μόνο θάνατος, ο θάνατος με την απεριόριστη δύναμή του.
Εάν υπάρχει «δεύτερος θάνατος» (᾿Αποκ. κα´ 8), ξεχωριστός από τον πρώτο, είναι επειδή ο Ιησούς Χριστός συνέτριψε με τό θάνατό Του «τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ᾿ ἔστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (῾Εβρ. β´ 14-15). Την κάθοδο του  Ιησού Χριστού στον Άδη εορτάζει και πανηγυρίζει η  Εκκλησία του Χριστού κατά το  Άγιο και Μέγα Σάββατο.«Τοῦτό ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον Σάββατον». Η θεολογία της  Εκκλησίας μας φωτίζει επαρκώς το θέμα αυτό, το οποίο αφορά όλους μας.
Η κάθοδος του Χριστού στον  Άδη είναι ένα άρθρο πίστεως, και είναι πράγματι ένα βέβαιο δεδομένο της Καινής Διαθήκης.  Ο χριστολογικός κανόνας του  Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου είναι ύμνος, τραγούδι για τον νεκρωμένο Θεο. Εάν «ὁ Θεὸς ἀνέστησε τὸν ᾿Ιησοῦν λύσας τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου» (Πράξ. β´ 24), είναι επειδή τον βύθισε αρχικά στον Άδη, αλλά χωρίς ποτέ να τον εγκαταλείψει εκεί. Εάν ο Χριστός, στο Μυστήριο τῆς Αναλήψεως, «ἀνέβη ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν», είναι επειδή «κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς».
Επρεπε να γίνει αυτή η φοβερή κάθοδος, για να μπορέσει ο Χριστός να «πληρώσῃ τὰ πάντα» καί νά βασιλεύσει ὡς Κύριος στό Σύμπαν. ῾Η χριστιανική πίστη ομολογεί, ότι ο  Ιησούς Χριστός είναι Κύριος στον ουρανό μετά την ανάβασή Του από τούς νεκρούς. «῞Ινα σου τῆς δόξης, τὰ πάντα πληρώσῃς, καταπεφοίτηκας, ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς», ψάλλουμε την λαμπρά και φωταυγή νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου. Το τίμημα της ταφής του Κυρίου για τον άνθρωπο ήταν η αφθαρσία και η καινοποίηση της φύσεώς του.
Όπως η φθορά υπήρξε το τίμημα της αμαρτίας, ως νέκρωση και χωρισμός από τον Θεό, έτσι η ανακαίνιση και η αφθαρσία υπήρξαν ο ειδικός καρπός της θείας ενανθρωπήσεως.  Ο Χριστός με τον θάνατο και την ταφή Του αφαίρεσε τα ράκη της φθοράς, τα οποία είχαν στοιβαχθεί σ’ αυτήν από την παράβαση του  Αδάμ και έσβηναν την ομορφιά της· και με το αίμα Του έπλυνε το πλάσμα Του από το μίασμα της αρχαίας παρακοής, αφάνισε την δυσωδία του θανάτου, την οποία απέπνεε το πτώμα της αμαρτίας, ανακούφισε το γένος των ανθρώπων, από το βάρος της αποστασίας του και έκαμε ν’ αστράψει και πάλι η φύσις, να ζωντανέψουν οι θεοειδείς χαρακτήρες, να λάμψει και πάλι η αρχέγονος ομορφιά της, ενδεδυμένη την άφθαρτη δόξα του Θεού.
Αυτό το υπέρτατο λυτρωτικό αγαθό, την αφθαρσία δηλαδή και την αθανασία, το οποίο κορυφώνεται στην ένδοξη Ανάσταση του Χριστού, ψάλλει με ρίγη ιεράς συγκινήσεως και ανεκλάλητης χαράς η  Ορθοδοξία.  Η κάθοδος του  Ιησού Χριστού στον Άδη υπήρξε θεοπρεπής και ένδοξος.  Ο Κύριος πραγματοποίησε δύο καθόδους. Κατήλθε από ψηλά από τον ουρανό στην γη, το πρώτο. Και κατήλθε με ταπείνωση και πτωχεία. Δεύτερον, κατήλθε από την γη στα βασίλεια του  Άδη.  Εκεί όμως κατέβηκε παντοκρατορικά, με όλη την«ἄστεκτη» δυναστεία Του, εξουσιαστικώς. Τον είδαν οι δαίμονες και τρόμαξαν. Τον είδαν οι δίκαιοι και αναπήδησαν με χαρά και αγαλλίαση.
Ο Άγιος  Επιφάνιος,  Επίσκοπος Κωνσταντίας της Κύπρου, στον θεολογικώτατο λόγο του «Τῷ ἀγίῳ και μεγάλῳ Σαββάτῳ» περιγράφει αυτόν τον θεοπρεπέστατο τρόπο της καθόδου του Χριστού στον  Αδη· «Χθὲς (ἐννοεῖ τήν Μεγ. Παρασκευή) συνέβαινον τὰ τῆς οἰκονομίας, σήμερον τὰ τῆς ἐξουσίας. Χθὲς τὰ τῆς ἀσθενείας, σήμερον τὰ τῆς αὐθεντίας. Χθὲς τὰ τῆς ἀνθρωπότητος, σήμερον τὰ τῆς θεότητος ἐνδείκνυται. Χθὲς ἐρραπίζετο, σήμερον τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος τὸ τοῦ ῞ᾼδου ραπίζει οἰκητήριον. Χθὲς ἐδεσμεῖτο, σήμερον ἀλύτοις δεσμοῖς καταδεσμεῖ τὸν τύραννον. Χθὲς κατεδικάζετο, σήμερον τοῖς καταδίκοις ἐλευθερίαν χαρίζεται. Χθὲς ὑπουργοὶ τοῦ Πιλάτου αὐτῷ ἐνέπαιζον, σήμερον οἱ πυλωροὶ τοῦ ῞ᾼδου ἰδόντες αὐτὸν ἔφριξαν... ῾
Ο χθὲς τοίνυν οἰκονομικῶς τὰς λεγεῶνας τῶν ᾿Αγγέλων παραιτούμενοςϜ σήμερον θεοπρεπῶς ὁμοῦ τε καὶ πολεμικῶς, καὶ δεσποτικῶς κάτεισι κάτω τοῦ ῞ᾼδου καὶ θανάτου  ῾Ως γοῦν τὰ παντόθυρα, καὶ ἀνήλια, καὶ ἀνέσπερα τοῦ ῞ᾼδου δεσμωτήρια καὶ οἰκητήρια ἡ θεόδημος τοῦ Δεσπότου κατέλαβεν αἰγληφόρος παρουσία, προφθάνει πάντας Γαβριήλ ἀρχιστράτηγος καὶ βοᾶ τό ῎Αρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν. 
Καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι. ῞Αμα αἱ ἀγγελικαί δυνάμεις ἐβόησαν, ἅμα αἱ πύλαι ἐπάρθησαν, καὶ αἱ ἁλύσεις ἐλύθησαν, ἅμα οἱ μοχλοὶ κατεκλάσθησαν, ἅμα τὰ κλεῖθρα ἐξέπεσαν, ἅμα τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου ἐδονήθησαν, ἅμα αἱ ἐνάντιαι δυνάμεις εἰς φυγὴν ἐτράπησαν, ἔφριξαν, ἐσαλεύθησαν, κατεπλάγησαν, ἐταράχθησαν, ἠλλοιώθησαν, ἐθροήθησαν, ἔστησαν ὁμοῦ καὶ ἐξέστησαν, ἠπόρησαν ὁμοῦ καὶ ἐτρόμαξαν.
᾿Εκεῖ γὰρ τότε διέκοψε Χριστός ἐν ἐκστάσει κεφαλὰς δυναστῶν». «᾿Εδεήθημεν Θεοῦ σαρκουμένου καί νεκρουμένου», θεολογεῖ ἡ ποικίλη μοῦσα τῆς δικῆς μας αὐλῆς, τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, γιά νά μπορέσουμε νά ζήσουμε. Αὐτός μᾶς ζύμωσε μέ τήν θεότητά Του, μᾶς ἐνέδυσε τήν θεία εὐπρέπεια, μᾶς λάμπρυνε μέ τήν τριαδική δόξα Του, μᾶς χάρισε τήν ἀνάστασι καί τήν ζωή.«῾Ως ζωηφόρος, ὡς Παραδείσου ὡραιότερος ὄντως καὶ παστάδος πάσης βασιλικῆς, ἀναδέδεικται λαμπρότερος Χριστὲ ὁ τάφος σου, ἡ πηγὴ τῆς ἡμῶν ἀναστάσεως». ΑΜΗΝ.

Εις το Μέγα Σάββατον - Σαρκὶ Σαββατίσας

«Τοῦτο γὰρ ἐστι τὸ εὐλογημένον Σάββατον, αὕτη ἐστὶν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα, ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τῇ σαρκὶ σαββατίσας». Μ᾿ αὐτὴ τὴ φράση περιγράφεται στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ θανάτου στὸν καιρὸ τῆς ζωῆς, τὸ ξεκίνημα τῆς νέας ἡμέρας τῆς Δημιουργίας, ποὺ ἔφερε ὁ θάνατος καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας. Καὶ εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου μεγάλη γιὰ τὴ ζωή μας, ὄχι μόνο διότι διαπνέεται ἀπὸ τὴν ἀναμονὴ τῆς Ἀνάστασης, ὅπως ὅλα μυστικὰ γύρω φωνάζουν, ἀλλὰ καὶ γιατὶ μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἡμέρα συντελεῖται τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου μας, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν συντριβὴ τοῦ θανάτου!
Ἡ Δημιουργία τοῦ κόσμου συντελέστηκε μὲ τὸ δημιουργικὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ σὲ ἕξι ἡμέρες καὶ μὲ τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὡς τοῦ κατεξοχὴν ἀγαπημένου ἀπὸ τὸ Θεὸ ὄντος. Ὁ Θεὸς τὴν ἕβδομη ἡμέρα ἀναπαύθηκε, βλέποντας ὅτι ὁ κόσμος ἦταν καλὸς λίαν. Ὁ Χριστός, στὸν ταλαιπωρημένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κόσμο τοῦ Θεοῦ, δημιουργεῖ ξανὰ μὲ τὴν ἐπίγεια ζωή Του, τὸ κήρυγμά Του, τὴν ἀγάπη, τὴν προσφορά Του καὶ τελικὰ τὴ Θυσία Τοῦ τὶς προϋποθέσεις γιὰ μία μεταμορφωμένη ζωή. Τὴν ἕβδομη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας θὰ σαββατίσει ὡς πρὸς τὴ σάρκα Του, θὰ ξεκουραστεῖ τὸ σῶμα Τοῦ παραδομένο στὸ θάνατο μὰ ὄχι στὴ φθορά! Ἡ ψυχή Του, θεανθρώπινη, θὰ κατέλθει στὸν Ἅδη καὶ θὰ κηρύξει τὴν Ἀνάσταση, τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ κόσμου, ζώντων καὶ νεκρῶν, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν στροφὴ στὸ «καλὰ λίαν» τῆς Δημιουργίας. Καὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση λίαν πρωὶ τῆς μίας Σαββάτων, ὁ Κύριος θὰ σηματοδοτήσει τὸ ξεκίνημα τῆς Νέας Δημιουργίας, τοῦ μεταμορφωμένου ἀπὸ τὴ φθορὰ κόσμου, τῆς συντριβῆς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ παγγέλαστου Ἅδη!
Ἂν ἡ Ἐκκλησία κομίζει μήνυμα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο, αὐτὸ τὸ μήνυμα ἔγκειται στὴ συντριβὴ τοῦ θανάτου. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἔσχατος ἐχθρός μας, ἡ ἁλυσίδα ποῦ συντρίβει τὴ ζωή μας, τὸ πλέον ἀκατανόητο γεγονός! Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαντήσει μὲ τὴ λογικὴ τοῦ στὸ ἐρώτημα «γιατί πεθαίνουμε;». Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει αὐτὴ τὴν μοναδικὰ σίγουρη προοπτικὴ γιὰ ὅλους! Ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ συστήματα ποὺ προσπαθοῦν νὰ δώσουν τὴν δικαίωση στοὺς πιστούς τους, δὲν μποροῦν νὰ ἑρμηνεύσουν πειστικὰ τὴν ὁδὸ τοῦ θανάτου. Καὶ εἶναι θάνατος ὄχι μόνο τὸ βιολογικὸ τέρμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ κάθε τί ποὺ φθείρει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, τὸ κακό, ἡ ἀκόρεστη ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν, τὸ ἄγχος, ἡ ἀρρώστια! Μὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, θάνατος εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ Θεό, ἀπὸ τὴν ἐλπίδα μας! Θάνατος εἶναι ἡ ἀπώλεια κάθε ἐλπίδας. Θάνατος εἶναι ὅταν κανεὶς δὲν ἀγαπᾶ! Θάνατος εἶναι ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ ἰδιορρυθμία! Θάνατος εἶναι κάθε ἀπώλεια νοήματος καὶ δίψας γιὰ τὴ ζωή!
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, σαββατίσας τῇ σαρκί, ἀλλὰ κηρύξας τὴν Ἀνάστασιν καὶ «εἰς ὃ ἦν πάλιν ἐπανελθών, διὰ τῆς ἀναστάσεως, ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον». Αὐτὸν προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας ὡς τὸν Θεάνθρωπο διδάσκαλο τοῦ τρόπου νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου! Αὐτὸς εἶναι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή. Γιατὶ ἡ ζωὴ ποὺ προτείνει αὐτὸς δὲν περιλαμβάνει τίποτα ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸ συνάνθρωπο, ἡ πνευματικὴ πάλη, ὁ ἀγώνας καὶ ἡ ἄσκηση, εἶναι τὸ ξεπέρασμα τοῦ ἐγώ, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς κοινωνίας μ᾿ Αὐτόν! Βιώνονται ὅλα αὐτὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἴμαστε ὅλοι μέλη της καὶ τὴν ἀποτελοῦμε, μὲ σκοπό μας νὰ ζήσουμε τὴν Ἀνάσταση ψυχῇ τε καὶ σώματι!
Ἂν στὶς μέρες μας τὸ μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει μετατραπεῖ σὲ κήρυγμα, ἠθικολογία, ἰδεολογία, γι᾿ αὐτὸ φταῖμε ὅλοι μας ὅσοι δὲν ζοῦμε τὴν Ἀνάσταση! Ὅμως, τὸ τελικὸ νόημα τῆς Μ. Ἑβδομάδος δὲν εἶναι ἄλλο ἀπ᾿ αὐτό. Εἶναι ἡ πορεία τοῦ Θεανθρώπου καὶ τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Γολγοθὰ τοῦ Πάθους καὶ τῶν παθῶν στὴν Ἀνάσταση τῆς χαρᾶς καὶ τῆς νίκης ἐνάντια στὸ Θάνατο! Ἂς διαλέξουμε φέτος τὴν ἐσωτερικὴ χαρὰ καὶ ἐλπίδα κι ἂς εἴμαστε σίγουροι ὅτι τὸ «θανάτῳ θάνατον πατήσας», ἰσχύει καὶ γιὰ μᾶς καὶ γιὰ ὅλους, καὶ νὰ γευτοῦμε ὁλόψυχα αὐτὴ τὴ χαρὰ τῆς ἄλλης βιοτῆς! Ἄλλωστε, αὐτὴ ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ἡ ἄγκυρα τῆς ἐλπίδας μας!

«ΔΕΥΤΕ ΙΔΩΜΕΝ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΗΜΩΝ ΕΝ ΤΑΦΩ ΚΕΙΜΕΝΗΝ»

(Θεολογικό σχόλιο στο περιεχόμενο και το νόημα του Μεγάλου Σαββάτου)
«ΔΕΥΤΕ ΙΔΩΜΕΝ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΗΜΩΝ ΕΝ ΤΑΦΩ ΚΕΙΜΕΝΗΝ»       
« Τω Αγίω και Μεγάλω Σαββάτω, την θεόσωμον ταφήν και την εις ’δου κάθοδον του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν, δι' ών της φθοράς το ημέτερον γένος ανακληθέν προς αιωνίαν ζωήν μεταβέβηκε». Σύμφωνα με το ιερό συναξάρι αυτήν την άγια ημέρα τιμάμε και προσκυνάμε την ταφή του Κυρίου μας και την εις ’δου Κάθοδόν Του.
Το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής, αφότου εξέπνευσε ο Κύριος επί του σταυρού, έπρεπε να ταφεί και μάλιστα βιαστικά, διότι όπως μας πληροφορεί ο ιερός Ευαγγελιστής οι Ιουδαίοι «ίνα μη μείνη επί του σταυρού τα σώματα εν τω σαββάτω, επεί Παρασκευή ην΄ ην γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνη του σαββάτου΄ ηρώτησαν τον Πιλάτον ίνα κατεαγώσιν αυτών τα σκέλη, και αρθώσιν» (Ιωάν.19:31). Οι στρατιώτες με χονδρές σιδερένιες βέργες τσάκισαν τα κόκαλα των δύο συσταυρωμένων ληστών, για να επιταχύνουν το θάνατό τους, διότι ακόμη δεν είχαν εκπνεύσει. «Επί τον Ιησούν ελθόντες ως είδον αυτόν ήδη τεθνηκότα, ου κατέαξαν αυτού τα σκέλη, αλλ' εις των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν ένυξε, και ευθέως εξήλθε αίμα και ύδωρ» (Ιωάν.19:33). Αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος του Κυρίου υπήρξε πραγματικός, εις πείσμα όλων εκείνων των συκοφαντών, οι οποίοι συνεχίζοντες την θεομάχο έχθρα των αρχόντων του Ισραήλ, υποστήριζαν και υποστηρίζουν ότι δήθεν δεν πέθανε επί του σταυρού και κατά συνέπεια η ανάστασή Του ήταν ψεύτικη!
       Κοντά στο σταυρό του Κυρίου είχαν απομείνει μόνο η Θεοτόκος και οι ηρωικές γυναίκες μαθήτριές Του, οι οποίες συνέπασχαν με Αυτόν, έκλαιγαν και πενθούσαν το άδικο πάθος και το θάνατό Του. Αντίθετα οι ένδεκα μαθητές είχαν κρυφτεί για το φόβο των Ιουδαίων (Ιωάν.20:19).  Όμως ήταν αδύνατο σ' αυτές να αναλάβουν το δύσκολο έργο της αποκαθηλώσεως και της ταφής του Χριστού. Το πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο ήταν η αίτηση στον Πιλάτο να τους δοθεί η άδεια της ταφής.
        Το έργο αυτό ανάλαβαν οι ευσεβείς άρχοντες Ιωσήφ και Νικόδημος. «Επεί ην Παρασκευή, ο εστι προσάββατον, ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ος και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού». Εκείνος «εδωρήσατο το σώμα τω Ιωσήφ. Και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνη και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου» (Μάρκ.15:43-46). Αυτή ήταν και η τελευταία πράξη του Θείου Δράματος. Ο «αχώρητος παντί» χωρά και κρύπτεται στον τάφο. Αυτός που κατοικεί στα απέραντα ουράνια κείτεται στο υγρό και σκοτεινό μνημείο. Μυστήριο μέγα!
          Η ψυχή του Κυρίου, όπως αναφέραμε στο σχόλιό μας της Μεγάλης Παρασκευής, κατέβηκε στον ’δη, όπως αναφέρει σαφέστατα ο απόστολος Πέτρος «θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι΄ εν ω και τοις εν τη φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν» (Α΄Πέτρ.3:18) και ομιλών για την Ανάσταση του Κυρίου «ου κατελείφθη η ψυχή αυτού εις άδου ουδέ η σαρξ αυτού είδε διαφθοράν» (Πραξ.2:31). Το ίδιο και ο απόστολος Παύλος έγραψε πως ο Χριστός «κατέβη πρώτον εις τα κατώτατα μέρη της γης» (Εφεσ.4:9), σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής ότι ο ’δης βρίσκεται στα έγκατα της γης. Εκεί ο Κύριος κατά την τριήμερο παραμονή Του συνέχισε και στον κόσμο των πνευμάτων το απολυτρωτικό Του έργο. Κήρυξε το ευαγγέλιο της σωτηρίας και στους απ' αιώνος νεκρούς. Όπως στον κόσμο των ζωντανών έτσι και στον κόσμο των νεκρών υπήρξαν εκείνοι που πίστεψαν και εκείνοι που αρνήθηκαν το κήρυγμά Του. Κατά την λαμπροφόρο Ανάστασή Του ανέβασε μαζί Του και όσους πίστεψαν σ' Αυτόν.
        Σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς η κάθοδος του Κυρίου στον ’δη υπήρξε επεισοδιακή. Σε πρωτοχριστιανικό κείμενο διαβάζουμε: Όταν ο Χριστός πλησίασε στις βαριές θύρες του ’δη ακούστηκε μια γοερή φωνή «άρατε πύλας λέγουσα. Ακούσας ο ’δης εκ δευτέρου την φωνήν απεκρίθη ως δήθεν μη γινώσκων και λέγει: Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Λέγουσιν οι άγγελοι του δεσπότου: Κύριος κραταιός και δυνατός, κύριος δυνατός εν πολέμω. Και ευθέως άμα τω λόγω τούτω αι χαλκαί πύλαι συνετρίβησαν και οι σιδηροί μοχλοί συνεσθλάσθησαν, και οι δεδεμένοι πάντες νεκροί ελύθησαν των δεσμών, και ημείς μετ' αυτών. Και εισήλθεν ο βασιλεύς της δόξης ώσπερ άνθρωπος, και πάντα τα σκοτεινά του ’δου εφωτίσθησαν» (Evang.NicodimiPars IIcap.V (XXI)3).
       Οι εντυπωσιακές αυτές σκηνές ενέπνευσαν τα μέγιστα στην θαυμάσια εικονογραφία και ιδιαίτερα την μεγαλειώδη υμνολογία του Μ. Σαββάτου. Αυτή μαζί με την υμνολογία του Πάσχα αποτελεί το αποκορύφωμα της θρησκευτικής ποιήσεως. Ο θεολογικότατος κανόνας του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου και ο περίφημος και δημοφιλής Επιτάφιος Θρήνος υμνούν το νεκρό Θεό και προαναγγέλλουν την θριαμβευτική Του ανάσταση. Ρίγη συγκινήσεως και πνευματικής τέρψεως γεμίζουν τις ψυχές των πιστών, οι οποίοι γεμίζουν ασφυκτικά τους ναούς για κλίνουν γόνυ μπροστά στον ανθοστόλιστο Επιτάφιο, να προσκυνήσουν τον Κτίστη του κόσμου, ο Οποιος «Ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται, ο την κτίσιν ωραϊσας του παντός». Να αποσμείξουν τους «δακρυρρόους θρήνους τους» με τα μύρα της ανοιξιάτικων ανθέων και τα γλυκά μέλη των ιερών υμνολογιών. Η θεσπέσια ακολουθία του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου θεωρείται ως η εξόδιος ακολουθία του Κυρίου μας!      
       Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας παραλλήλισαν την ταφή του Κυρίου με την ανάπαυση του Θεού κατά την εβδόμη ημέρα της Δημιουργίας (Γεν.2:3). Ο «όλβιος τάφος» είναι η κλίνη της αναπαύσεως του Υιού του Θεού, ο Οποίος κατάπαυσε από το έργο της αναδημιουργίας του ανθρώπου και την αγία αυτή ημέρα αναπαύεται.. Το θαυμάσιο δοξαστικό των αίνων του Όρθρου του Μ. Σαββάτου τονίζει εμφαντικά αυτή την παρομοίωση: «... Τούτο εστι το ευλογημένον Σάββατον΄ αύτη εστίν η της καταπαύσεως ημέρα, εν η κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού ο μονογενής Υιός του Θεού δια της κατά τον θάνατον οικονομίας τη σαρκί σαββατίσας...».
        Ενώ η πανάγια Σάρκα του Κυρίου μας αναπαυόταν στη γη, η ψυχή Του συνέχιζε το απολυτρωτικό έργο στον ’δη. Εκεί δόθηκε η πιο αποφασιστική «μάχη» όλων των εποχών. Αναμετρήθηκε η ζωή με το θάνατο, ο παράδεισος με το άδη, ο Χριστός με το διάβολο. Από την τιτάνια αυτή πάλη νικήθηκε κατά κράτος ο διάβολος, καταπατήθηκε και κουρελιάστηκε ο θάνατος και άνοιξε διάπλατα ο παράδεισος για τους πιστούς του Χριστού. Αυτό το μεγάλο θρίαμβο αποτυπώνει θαυμάσια ένα από τα εξαίσια τροπάρια της εορτής: «Σήμερον ο άδης στένων βοά΄ Κετελήθη μου το κράτος΄ ο ποιμήν εσταυρώθη και τον Αδάμ ανέστησεν΄ ων περ εβασίλευον εστέρημαι, και ους κατέπιον ισχύσας, πάντας εξήμεσα΄ εκένωσε τους τάφους ο σταυρωθείς΄ ουκ ισχύει του θανάτου το κράτος...».  
Οι ορθόδοξοι πιστοί με θλίψη στην ψυχή, με βουρκωμένα μάτια και συναισθηματική φόρτιση πλησιάζουμε στον ιερό Επιτάφιο να προσκυνήσουμε το νεκρό Κύριο και να του εναποθέσουμε λίγα ανοιξιάτικα λουλούδια. Περισσότερο θέλουμε να του εναποθέσουμε την καρδιά μας και την ελπίδα μας. Η βεβαιότητα της λαμπροφόρου Αναστάσεώς Του μας γεμίζει αισιοδοξία και ουράνια χαρά. Διότι η δική Του Ανάσταση είναι η απαρχή και της δικής μας αναστάσεως. «Νυνί δε Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο... έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α΄Κορ.15:20,26). Αυτή είναι η πιο χαρμόσυνη αγγελία της ανθρώπινης ιστορίας, η πιο ελπιδοφόρα πίστη σε όλους τους κόσμους. Αυτή η μακάρια πίστη διώχνει μακριά μας κάθε κατήφεια. Δε μας φοβίζει πια τίποτε, διότι ό,τι και να μας συμβεί ο τελικός μας θρίαμβος είναι προδιαγεγραμμένος και η ανάστασή μας είναι προαποφασισμένη από τον Νικητή του θανάτου, τον Αναστάντα Κύριό μας Ιησού Χριστό!
                                        

Περί της σημασίας και συχνότητας της Θείας Κοινωνίας

Η Ορθόδοξη παράδοση και πνευματικότητα είναι γεγονός ότι υπέστη ισχυρές αλλοιώσεις εξ επιδράσεως της δυτικής χριστιανοσύνης, ρωμαιοκαθολικής και προτεσταντικής. Η πνευματική αυτή άλωση δεν παύει να υφίσταται μέχρι σήμερα και να αναπαράγεται ο δυτικός ευσεβισμός σε χώρους και σε πράγματα κατ’ επίφασιν ορθόδοξα. Εκείνο, όμως, που θα πρέπει σιγά σιγά να γίνεται, είναι η κάθαρση της Παράδοσής μας, η αποβολή των αλλότριων στοιχείων και η διατήρηση – αφομοίωση εκείνων που δεν νοθεύουν τον ουσιαστικό χαρακτήρα της.
8eiakoinwnia2
Δυστυχώς, ο εφησυχασμός των ιθυνόντων και πολλοί άλλοι λόγοι κινούν αργά τα νήματα της διαδικασίας εξυγίανσης από τα ποικίλα διαβρωτικά και διαστρεπτικά στοιχεία σε βάρος της αρχαίας και υγιούς ευχαριστιακής – εσχατολογικής ταυτότητος της Εκκλησίας. Πόσα και πόσα πράγματα πέρασαν στην Ορθοδοξία μας εξ Εσπερίας και ωστόσο τα θεωρούμε ημέτερα και δεδομένα. Η ζωγραφιά του Ιησού με το λάβαρο να ίπταται αντί της ορθόδοξης απεικόνισης της Αναστάσεως δια της καθόδου στον Άδη, η καθιέρωση του Εσταυρωμένου πίσω από την αγία Τράπεζα αντί του αρχαίου συνθρόνου, ακόμη και τα θεατρικά δρώμενα με τους Επιταφίους, είναι ελάχιστα ενδεικτικά της παραχάραξης της ορθόδοξης ακριβείας. Και, φυσικά, δεν είναι μονάχα αυτά ούτε αποτελούν τα πλέον σημαντικά.
Εκεί που θα σταθούμε εξ αφορμής και της σημερινής μέρας είναι ο ευχαριστιακός – αναστάσιμος λειτουργικός χαρακτήρας της Ορθοδοξίας, σε αντιδιαστολή με τη δυτική χριστιανοσύνη και κάθε έτερη «χριστιανική» ομάδα, γεγονός που αφορά άμεσα την πνευματικότητά μας, την ίδια μας τη ζωή. Βλέπουμε, για παράδειγμα, τους προτεσταντίζοντες, μάλλον εβραΐζοντες Μάρτυρες του Ιεχωβά, να τελούν αυτές τις μέρες την ανάμνηση του θανάτου του Ιησού. Αυτό παραπέμπει σε θλίψη, σε μνημόσυνο, σε πένθος. Όπως ακριβώς και η μετάλλαξη του αναστάσιμου χαρακτήρα της Θείας Λειτουργίας σε σταυρική ανάμνηση και αναπαράσταση, που είναι ομόλογη παραχάραξη, αλλά σε πιο ήπιο βαθμό, από την πλευρά των Ρωμαιοκαθολικών.
Στην Ορθοδοξία, όμως, η οποία διατηρεί την αυτοσυνειδησία της αποστολικής συνέχειας και της γνήσιας χριστιανικής ταυτότητας, δεν έχουν καθόλου έτσι τα πράγματα. Εδώ ούτε απλές αναμνηστικές και συμβολικές τελετές έχουμε ούτε, φυσικά, επικήδεια συναισθηματικά δρώμενα. Το μυστήριο της Ευχαριστίας, το οποίο ταυτίζεται με το είναι της Εκκλησίας, είναι το οντολογικό κέντρο της ύπαρξης του σύμπαντος κόσμου, είναι αυτό το ίδιο το μυστηριακό, το αναστημένο Σώμα του Χριστού, δια του οποίου σβήνονται οι αμαρτίες, θεοποιείται ο άνθρωπος και αφθαρτίζεται η κτίση ολόκληρη. Μονάχα όποιος κοινωνάει Σώμα και Αίμα Χριστού, σύμφωνα με τη διαβεβαίωση του ίδιου του Θεανθρώπου, είναι πέρα και πάνω από τον θάνατο (Ιω. 6:54). Αυτό η Εκκλησία το ζει σε κάθε Ευχαριστιακή Σύναξη, σε κάθε Λειτουργία. Εδώ έχουμε εξάπαντος ανάσταση και πρόγευση της μέλλουσας Βασιλείας του Θεού. Και πάλι όχι συμβολική, αλλά προληπτική οντολογική μετοχή στην ερχόμενη Βασιλεία, η οποία κατ’ ουσίαν είναι ο ίδιος ο Χριστός και η ένωση μαζί Του.
Η Εκκλησία καλεί τα μέλη του Σώματος του Χριστού, τους χριστιανούς με πιο απλά λόγια, σε κάθε Ευχαριστία να μετάσχουν στον Μυστικό (: Μυστηριακό) Δείπνο, στο Σώμα και στο Αίμα του Ιησού. Η διαχρονική αμαρτία των χριστιανών είναι η απόρριψη αυτής της καθημερινής πρόσκλησης του ουράνιου Βασιλιά. Πόσο ανόητοι, αγνώμονες και αγράμματοι στα της πίστεώς μας είμαστε! Μας καλεί η Κυριακή προσευχή να λάβουμε τον «επιούσιο άρτο» (: τον Χριστό της Ευχαριστίας μάλλον παρά το καθημερινό ψωμί!) και οι περισσότεροι εφευρίσκουμε χίλιες δυο προφάσεις, προκειμένου να στρέψουμε τα νώτα μας στο Ποτήριο της Ζωής. Ένα Ποτήριο άφεσης, αθανασίας και θέωσης και σε καμιά περίπτωση επιβράβευσης αρετών και ηθικής (αυτο)δικαίωσης, όπως και πάλι μας εισήχθη η αντίστοιχη νοοτροπία από τον αιρετίζοντα χριστιανισμό της Δύσης. Μια αγιοπνευματική βρώση και πόση, χωρίς την οποία είναι αδύνατο να σωθεί κάποιος και να αποφύγει τον αιώνιο θάνατο, την κόλαση, τον χωρισμό από τον Θεό.
Ο Κύριος «επιθυμεί» σφόδρα (Λουκ. 22:15), ποθεί να κοινωνήσει με τα κτίσματά του, με τα παιδιά του, με όλους μας. Με τέτοια λαχτάρα θα πρέπει να τον προσεγγίζουμε και εμείς. Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης. Όχι επειδή θα είμαστε ποτέ άξιοι ή καθαροί για μια τέτοια κοινωνία, αλλά από αγάπη στο πρόσωπό του και πίστη στο άπειρο πατρικό του έλεος. Έτσι κάπως γεννήθηκε σταδιακά στην Παράδοσή μας και το μυστήριο της Εξομολόγησης, δια του οποίου συγχωρούσε η Εκκλησία τα βαρύτερα παραπτώματα, που αποτελούσαν κώλυμα προσέλευσης στη Θεία Κοινωνία – δυστυχώς και η Εξομολόγηση κατάντησε μια εθιμική διαδικασία των Σαρακοστών, ατομιστικής τακτοποίησης ηθικιστικών και ψυχολογικών εκκρεμοτήτων, χωρίς ίχνος μετανοίας στις πλείστες των περιπτώσεων. Και μια που μιλήσαμε εξαρχής για τη νοθευμένη μας παράδοση, θα πρέπει να θυμηθούμε εδώ ότι όλα στην Εκκλησία υπάρχουν και γίνονται για τη θεία Ευχαριστία, όπως το μυστήριο της Βάπτισης, του Γάμου κλπ. Και ότι οι αρχαίοι χριστιανοί κοινωνούσαν συχνότατα, γύρω στις τέσσερις, μέσο όρο, φορές την εβδομάδα! Ατυχώς, όμως, και αυτή η αρχαία υγιέστατη και ψυχωφελέστατη συνήθεια χάθηκε μέσα στο χάος των αιώνων και των ιστορικών περιπετειών της Εκκλησίας – η μιζέρια και η ημιμάθειά μας κολλάει συνήθως στο ανυπόστατο προαπαιτούμενο της εξωτερικής προετοιμασίας δια της νηστείας, η οποία δεν έχει καμιά ουσιαστική σχέση με τη Θεία Κοινωνία και τις εσώτατες προϋποθέσεις της. Προσπάθησαν το ευλογημένο τούτο έθος να το αναβιώσουν οι Κολλυβάδες Πατέρες στον 18ο αι. και είναι γεγονός πως τώρα τελευταία βλέπουμε ένα ελπιδοφόρο ανανεωτικό ρεύμα υλοποίησής του, τόσο από την πλευρά των απλών πιστών, όσο και κατά την καθοδήγηση των εξομολόγων κληρικών.
Ο τεράστιος πλούτος των Ορθοδόξων – εξ ου και η αντίστοιχη πτωχεία των εκτός Εκκλησίας όντων – είναι αυτή ακριβώς η δυνατότητα της πλήρους και οντολογικής κοινωνίας τους με την Τριαδική θεότητα, με τον Χριστό. Το πνεύμα της Εκκλησίας είναι εορταστικό, πανηγυρικό, αναστάσιμο. Επειδή, ωστόσο, ζούμε στα χρόνια λίγο πριν από τη δεύτερη έλευση του Χριστού και κυριαρχεί το κακό, η αμαρτία και τα πάθη μας, για τούτο πιο ακριβόλογα μιλάμε για σταυροαναστάστιμο χαρακτήρα και για χαρμολύπη. Έλα, όμως, που πάντοτε δίπλα και πίσω από τον Σταυρό ακολουθεί η Ανάσταση, να μην πούμε, δηλαδή, τολμώντας πιότερο, ότι προπορεύεται ήδη ο νικητής, ο αναστημένος Χριστός…

Ο Άγιος Νεομάρτυς Δήμος

Μαρτύρησε στη Σμύρνη στις 10 Απριλίου 1763
Ο Άγιος καταγόταν από το χωριό Οζούν Κιοπρού της Ανδριανουπόλεως και ήταν ψαράς. Εργαζόταν στα διβάρια της Σμύρνης. Εκείνη τη χρονιά, αν και κοπίασε πολύ, όχι μόνο δεν κέρδισε τίποτα αλλά έμεινε και χρέος στον Τούρκο διαχειριστή του διβαριού.
Τον επόμενο χρόνο ανέλαβε άλλος οθωμανός διαχειριστής στο διβάρι, ο οποίος πίεζε τον Άγιο να πάει να δουλέψει, ώστε να πληρώσει το χρέος του και να πάρει και το μερίδιό του, όπως και οι άλλοι. Ο Άγιος δεν ήθελε με κανένα τρόπο να πάει, μολονότι τον παρακινούσαν και οι άλλοι ψαράδες.
Τότε ο Τούρκος διαχειριστής του διβαριού θύμωσε και τον συκοφάντησε ότι ορκίστηκε πως αν δεν πήγαινε να δουλέψει στο διβάρι θα γινόταν Τούρκος. Βρήκε κι άλλους Τούρκους ψευδομάρτυρες και τον οδήγησαν στον δικαστή. Ο κριτής τον πίεζε να γίνει μουσουλμάνος, όπως είχε τάχα ορκιστεί. Ο Άγιος φώναζε ότι λένε ψέματα και ότι Τούρκος δεν γίνεται και ότι, ως Χριστιανός που είναι, πιστεύει στον Χριστό και είναι έτοιμος να χύσει το αίμα του για τον Χριστό.
Τότε τον ράβδισαν σκληρότατα, τον βασάνισαν με διάφορα βασανιστήρια και τον έριξαν στη φυλακή. Του έκλεισαν τα πόδια στο κούτσουρο, χώνοντας μάλιστα στις τρύπες του τιμωρητικού ξύλου τούβλα και άλλα τραχιά υλικά, για να αυξήσουν το σφίξιμο και να κάνουν σφοδρότερο τον πόνο. Ο Άγιος τα υπέμενε όλα με πολλή υπομονή και γενναιότητα.
Κάποιος Χριστιανός, ονόματι Νικόλας, φιλομάρτυς, πήγε από μόνος του στη φυλακή, για να συμπαρασταθεί στον Άγιο και να τον ενισχύσει στο μαρτύριο.
Ο δικαστής διέταξε και έφεραν τον Άγιο δυο και τρεις φορές για ανάκριση. Προσπάθησε να τον κάνει να αλλάξει γνώμη με πολλούς τρόπους, κολακείες, ταξίματα για πολλές απολαύσεις και τιμές, απειλές για σκληρότερα βασανιστήρια και θάνατο ακόμη. Δεν κατόρθωσε με τίποτα να μεταπείσει τον μάρτυρα, οπότε εξέδωσε καταδικαστική απόφαση. Έτσι ο Άγιος αποκεφαλίστηκε.
Οι Χριστιανοί της Σμύρνης κατάφεραν να αγοράσουν το τίμιο λείψανο του Αγίου και να το ενταφιάσουν στον ναό του Αγίου Γεωργίου. Αμέσως ακολούθησαν μεγάλα θαύματα, όπως η θεραπεία μιας, επί πολλά χρόνια,τυφλής γυναίκας.
Όταν έγινε η ανακομιδή των λειψάνων, ευωδίαζαν με μια υπέροχη ευωδία, τόσο έντονη, που έναν ιερομόναχο, ο οποίος συμμετείχε στην ανακομιδή, όταν, μετά από καιρό,πήγε στην Χίο, τον ρωτούσαν γιατί ευωδιάζουν τα χέρια του.

Στὸ Πάθος τοῦ Κυρίου καὶ στὸ Θρῆνο τῆς Παναγίας- Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Μελωδός







Προοίμιον

Ἐκεῖνον ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς, ὅλοι, ἐλᾶτε, ἂς δοξολογήσουμε.
Αὐτόν, λοιπόν, ἀντίκρυσε πάνω στὸ Ξύλο ἡ Μαρία κι ἔλεγε:
«Στὸ Σταυρὸ ἂν καὶ κρέμεσαι, γιὰ μένα εἶσαι
ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».

Οἶκοι

α´
Τὸ παιδί Της ἡ Μητέρα καθὼς ἔβλεπε
νὰ Τὸ πηγαίνουν στὸ θάνατο, κατάκοπη ἀκολουθοῦσεν ἡ Μαρία
μαζὶ μ᾿ ἄλλες γυναῖκες καὶ τοῦτα ἔλεγε:
«Ποῦ πορεύεσαι, Τέκνο; Γιὰ ποιὸ λόγο βιαστικὸς τὸ δρόμο τρέχεις;
Μήπως κι ἄλλος γάμος εἶναι στὴν Κανᾶ,
καὶ γιὰ ’κεῖ τραβᾶς ἐτώρα, κρασὶ ἀπ᾿ τὸ νερὸ γιὰ νὰ τοὺς φτιάξης;
Νὰ ’ρθῶ μαζί Σου, Τέκνο μου, ἢ νὰ Σὲ περιμένω;
Ἕνα λόγο πές μου, Λόγε, ἐμένα ἀμίλητος μὴν προσπεράσης,
Ἐσὺ π᾿ Ἁγνὴ μὲ φύλαξες,
ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».

β´
Δὲν τὸ περίμενα, Παιδί μου, σὲ τέτοια νὰ Σὲ δῶ,
καὶ ποτὲ δὲν ἐπίστευα πὼς θα ’φταναν οἱ ἄνομοι σὲ τέτοια μανία
καὶ χέρια θ᾿ ἅπλωναν ἄδικα ἐπάνω Σου.
Ἀφοῦ ἀκόμα τ᾿ ἀθῷα τους βρέφη Σοῦ κράζουν τὸ «Εὐλογημένος»,
κι ἀπ᾿ τὰ βάγια ἀκόμη γεμάτος ὁ δρόμος
καὶ διαλαλεῖ στὸν καθένα τὰ παινέματα ποὺ Σοῦ ’πλεξαν οἱ ἄνομοι.
Καὶ τώρα γιὰ ποιὸ λόγο ἔγινε τὸ κακό;
Θέλω νὰ μάθω, ἀλλοίμονο, πῶς χάνεται τὸ φῶς μου;
Πῶς στὸ Σταυρὸ καρφώνεται
Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.

γ´
Πηγαίνεις, Παιδί μου, σὲ ἄδικο φόνο
καὶ κανεὶς δὲν Σὲ πονεῖ. Ὁ Πέτρος δὲν ἔρχεται μαζί Σου,
ποὺ Σοῦ εἶπε:
«Ποτὲ δὲν Σ᾿ ἀρνοῦμαι κι ἂν χρειαστῇ νὰ πεθάνω».
Σ᾿ ἄφησε ὁ Θωμᾶς ποὺ ἐδήλωσε: «Ἄς πεθάνουμε ὅλοι μαζί Του».
Καὶ οἱ ἄλλοι ἀκόμα, οἱ φίλοι καὶ γνωστοὶ
καὶ ποὺ πρόκειται νὰ κρίνουν τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, τώρα ποῦ βρίσκονται;
Κανένας ἀπ᾿ ὅλους καὶ Ἕνας γιὰ ὅλους.
Πεθαίνεις, Τέκνο μου, Μόνος, μιᾶς καὶ ὅλους τοὺς ἔσωσες,
μιᾶς καὶ φέρθηκες ὄμορφα σ᾿ ὅλους,
Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

δ´
Ἐνῷ τέτοια ἡ Μαρία μὲ λύπη μεγάλη
καὶ θλῖψι πολλὴ ἔλεγε καὶ ἔκλαιγε,
Τὴν κοίταξε ὁ Γιός Της καὶ Τῆς μίλησε:
«Γιατί σὲ πῆραν, Μητέρα, τὰ κλάματα; Γιατί Σὲ
παρασύρουν οἱ ἄλλες γυναῖκες;
Μὴν πάθω, φοβᾶσαι; Μὴν ἀποθάνω; Μὰ πῶς θὰ σώσω
τὸν Ἀδάμ;
Μὴν κατέβω στὸν τάφο; Πῶς θὰ φέρω στὴ ζωὴ τοὺς
πεθαμένους;
Κι ὅπως πράγματι βλέπεις σταυρώνομαι ἄδικα.
Γιατί κλαῖς, λοιπόν, Μητέρα; Μᾶλλον φώναξε καὶ λέγε
Πὼς «θέλοντας ἔπαθεν
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ε´
Μὴ λυπᾶσαι, Μητέρα, μὴ λυπᾶσαι.
Μιᾶς καὶ ὁ θρῆνος δὲν Σοῦ πρέπει, ἀφοῦ Σὲ εἶπαν «Κεχαριτωμένη».
Μὴν ἐπισκιάσης, λοιπόν, τὸ ὄνομα αὐτὸ μὲ τὸ θρῆνο.
Μὴν κατατάξης, πρόσεξε, τὸν Ἑαυτό Σου μὲ τὶς ἄμυαλες, Πάνσοφη Κόρη.
Βρίσκεσαι μέσα στὸ Νυμφῶνα τὸ δικό μου.
Μή, λοιπόν, καταμαράνης τὴ ψυχή, σὰν νὰ βρίσκεσαι ἀπέξω.
Ὅσους εἶναι μέσα στὸ Νυμφῶνα δικούς Σου νὰ τοὺς ὀνομάζῃς.
Μιᾶς καὶ καθένας π᾿ ἀγωνίζεται περίφοβος θὰ Σὲ ἀκούση, Ἁγιασμένη,
ὅταν εἰπῇς: «ποὺ βρίσκεται
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.

στ´
Πικρὴ τοῦ Πάθους τὴν ἡμέρα μὴ τὴ κάνῃς,
μιᾶς κι ὁ Γλυκὸς Ἐγὼ γι᾿ αὐτὴν τώρα ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ κατέβηκα
σὰν τὸ Μάννα,
ὄχι στὸ ὅρος τὸ Σινᾶ, ἀλλὰ μέσ᾿ στὴν κοιλιά Σου.
Μέσα της δηλαδὴ σαρκώθηκα, ὅπως τὸ πρόβλεψ᾿ ὁ Δαβίδ.
Θυμήσου, Κόρη, τὸ Βουνὸ τὸ δυνατὸ καὶ πλούσιο,
εἶμαι Ἐγὼ ἀληθινά, γιατὶ Λόγος ὑπάρχων μέσα Σου
ἄνθρωπος ἔγινα.
Πάσχω, λοιπόν, ὡς ἄνθρωπος καὶ μὲ ἐτοῦτο σώζω.
Μητέρα πιὰ Ἐσὺ μὴν κλαῖς. Φώναξε μᾶλλον μὲ χαρά:
«δέχεται θεληματικὰ τὸ Πάθος
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ζ´
«Ναί, Τέκνο», ἀπαντάει, «ἀπὸ τὰ μάτια μου
Τὸ κλάμα σταματῶ καὶ σφίγγω τὴν καρδιά μου ἀκόμα
πιὸ πολύ,
ὁ λογισμός μου ὅμως νὰ σωπάση δὲν μπορεῖ.
Σπλάχνο, τί μοῦ λές: «Ἂν δὲν πεθάνω, ὁ Ἀδὰμ
δὲ γιατρεύεται;»
Κι ὅμως δίχως Πάθος ἐθεράπευσες πολλούς.
Τὸ λεπρό, γιὰ παράδειγμα, καθάρισες καὶ καθόλου δὲν
πόνεσες, τὸ θέλησες κι ἔγινε.
Τὸν παράλυτο στέριωσες καὶ κούραση δὲν ἔνοιωσες.
Καὶ στὸν ἀνάπηρο ἔδωκες μάτια, Καλέ μου, μὲ λόγο
καὶ δὲν ἔπαθες τίποτα, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.

η´
Πεθαμένους ἀνάστησες, μὰ Νεκρὸς δὲν θὰ γίνῃς,
καὶ ταφὴ δὲν θὰ λάβης, Παιδί μου καὶ Ζωή μου. Καὶ
πῶς λές,
«ἂν δὲν πεθάνω ὁ Ἀδὰμ γιατρειὰ δὲ βρίσκει»;
Σωτῆρα μου, διάταξε καὶ ἀμέσως σηκώνεται τὸ
κρεββάτι βαστώντας.
Ἂν καὶ μέσα στὸν τάφο ὁ Ἀδὰμ καταχώθηκε,
ὅπως τὸ Λάζαρο ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μὲ φωνὴ ἔβγαλες ἔξω,
ἔτσι καὶ τοῦτον ἀνάστησε.
Ὅλα Σὲ ὑπηρετοῦνε, ὡς Δημιουργὸ τῶν πάντων.
Τί, λοιπόν, Παιδί μου, τρέχεις; Νὰ σφαγῆς μὴν ἐπείγεσαι,
τὸ θάνατο μὴν ἀγαπᾷς, Σὺ
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.»

θ´«Δὲν κατάλαβες, Μητέρα, δὲν κατάλαβες τί λέω.
Ἄνοιξε, λοιπόν, τὸν νοῦ καὶ τὰ λόγια βάλε μέσα, ποὺ σὺ ἀκούεις,
καὶ ἡ Ἴδια ὅσα λέγω κᾶμε τρόπο νὰ νοήσης.
Αὐτὸς ποὺ προανέφερα, ὁ ταλαίπωρος Ἀδάμ, ποὺ ἔπεσεν ἄρρωστος
ὄχι στὸ σῶμα μοναχὰ ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή,
ἀρρώστησε μὲ τὴ θέλησί Του, μιᾶς καὶ δὲν ἄκουσεν
Ἐμένα καὶ βρίσκεται σὲ κίνδυνο.
Καταλαβαίνεις αὐτὸ ποὺ λέω. Μὴν κλάψης, λοιπόν, Μητέρα,
καλλίτερα ἔτσι φώναξε: «σπλαχνίσου τὸν Ἀδὰμ
καὶ λυπήσου τὴν Εὔα, Σὺ
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ι´
Ἀπὸ ἀσωτία, ἀπὸ λαιμαργία
ὁ Ἀδὰμ ἀρρώστησε καὶ γκρεμίστηκε ὡς τοῦ Ἅδη τὰ κατάβαθα
κι ἐκεῖ τὸν πόνο τῆς ψυχῆς του κλαίει.
Καὶ ἡ Εὔα ποὺ τὸν δίδαξε τότε τὴν ἁμαρτία
μαζί του στενάζει. Καὶ μαζί του εἶναι ἄρρωστη,
γιὰ νὰ μάθουνε κι οἱ δυό τοῦ Γιατροῦ τὴν ὁδηγία νὰ κρατᾶνε.
Τώρα τουλάχιστον κατάλαβες; Ἀντελήφθης τὰ ὅσα εἶπα;
Πάλι, Μητέρα, φώναξε: «τὸν Ἀδὰμ ἂν συγχωρᾶς
καὶ τὴν Εὔα συγχώρεσε, Σὺ
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ια´
Τοῦτα τὰ λόγια καθὼς ἄκουσεν τότε
ἡ ἀψεγάδιαστη Μητέρα στὸ Παιδὶ Της ἀπάντησε:
«Κύριέ μου,
ἂν ἀκόμα μιὰ φορὰ Σοῦ μιλήσω, μὴ μοῦ θυμώσης.
Αὐτὸ ποὺ νοιώθω θὰ Σοῦ πῶ γιὰ νὰ μάθω στὰ σίγουρα
αὐτὸ ποὺ θέλω ἀπὸ Σένα.
Ἂν σταυρωθῆς, ἂν πεθάνης, θὰ ξαναρθῆς σὲ μένα;
Ἂν πᾶς γιὰ νὰ γιατρέψης τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα θὰ Σὲ ξαναδῶ;
Ἕνα φοβᾶμαι στ᾿ ἀλήθεια, μήπως, Παιδί μου, ἀπὸ τὸν Τάφο
γιὰ τὸν οὐρανὸ τραβήξης κι Ἐγὼ ποὺ θέλω νὰ Σὲ δῶ,
θὰ κλάψω καὶ θὰ κράξω: «Ποῦ εἶναι
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ιβ´
Μόλις ἄκουσεν ἐτοῦτα Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα
πρὶν νὰ γίνουν, ἀπεκρίθη στὴ Μαρία:
«Ἔχε θάρρος, Μητέρα,
Γιατὶ Πρώτη θὰ μὲ δῆς μετὰ τὴν Ἀνάστασι.
Θάρθω νὰ Σοῦ δείξω μὲ τί ἄμετρους πόνους τὸν Ἀδὰμ ἐλευθέρωσα
καὶ πόσους ἱδρῶτες γιὰ χάρι του ἔχυσα.
Θὰ φανερώσω στοὺς φίλους τὰ τεκμήρια στὰ χέρια μου.
Καὶ θ᾿ ἀντικρύσης τὴν Εὔα ἐτότες, Μητέρα,
ζωντανὴ σὰν καὶ πρῶτα καὶ γεμάτη χαρὰ θὰ φωνάξης:
«Τοὺς γονεῖς μου ἔσωσεν
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ιγ´Λιγάκι γιὰ περίμενε, Μητέρα, καὶ θὰ δῆς,
Πὼς σὰν Γιατρὸς τρέχω καὶ φτάνω στὸν τόπο
ὅπου εὑρίσκονται
καὶ τὶς πληγὲς τους θεραπεύω
καὶ μὲ τὴ Λόγχη κόβω τὴν ἀναισθησία τους καὶ τὴ σκληροκαρδία.
Παίρνω καὶ ξύδι καὶ ἀπολυμαίνω τὴν πληγή.
Καὶ μὲ ἰατρικὸ μαχαίρι τὰ Καρφιὰ θὰ πλατύνω τὴν
τομή, βάζοντας γάζα τὸν Χιτῶνα.
Κι ἔχοντας τὸ Σταυρό μου μάλιστα σὰν ἄλλη θήκη γιὰ τὰ φάρμακα
Αὐτὸν μεταχειρίζομαι, Μητέρα, γιὰ νὰ μπορῆς νὰ ψέλνης ταπεινά:
«Πάσχοντας γιάτρεψε τὰ πάθη
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ιδ´
Ἀπόθεσε πλέον τὴ λύπη, Μητέρα,
καὶ πορέψου μὲ χαρά, μιᾶς κι Ἐγὼ γι᾿ αὐτὸ ποὺ κατέβηκα
τώρα βιάζομαι
νὰ ἐκτελέσω τοῦ Πατέρα τὴν ἀπόφασι.
Ἀφοῦ αὐτὸ ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ εἴχαμε ἀποφασίσει ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μου
καὶ ποτὲ δὲν ἀπαρνήθηκε τὸ πνεῦμα μου
ἄνθρωπος νὰ γίνω καὶ νὰ πάθω γιὰ τὸν ἀποπλανημένο.
Λοιπόν, τρέξε, Μητέρα, καὶ μήνυσε σ᾿ ὅλους
πώς: «Μὲ τὸ Πάθος χτυπάει τὸν Ἅδη, τοῦ Ἀδὰμ τὸν ἐχθρὸ
καὶ σὰν νικήσῃ ἔρχεται
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ιε´
«Νικιέμαι, Παιδί μου, ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη νικιέμαι
καὶ στ᾿ ἀλήθεια δὲν ἀντέχω, ἐγὼ νὰ βρίσκομαι στὸ σπίτι
καὶ Σὺ ἀπάνω στὸ Σταυρό,
ἐγὼ μέσα στὸ οἴκημα κι Ἐσὺ μέσα στὸ Μνῆμα.
Ἄσε με τὸ λοιπὸν κοντά Σου. Μοῦ κάνει πράγματι καλὸ τὸ νὰ Σὲ βλέπω.
Νὰ δῶ τὸ τόλμημα αὐτῶν, ποὺ τιμοῦν τὸν Μωυσῆ,
μιᾶς καὶ μὲ πρόσχημα πὼς αὐτὸν ὑποστηρίζουν ἔρχονται
οἱ τυφλοὶ Ἐσένα νὰ φονέψουν.
Κι αὐτὸ ὁ Μωυσῆς γιὰ τοὺς Ἑβραίους τὸ προφήτεψε
Πὼς «κάποτε θὰ δεῖτε τὴ Ζωὴ πάνω στὸ Ξύλο».
Καὶ ποιὸς εἶναι ἡ Ζωή;
Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ιστ´Λοιπόν, ἂν μείνης μαζί μου, μὴν κλάψης, Μητέρα,
οὔτε καὶ νὰ φοβηθῆς, ἂν ἰδῆς νὰ σαλεύουν τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου,
γιατὶ τοῦτο τὸ τόλμημα συγκλονίζει τὴν πλάσι.
Χάνει τὸ φῶς ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν ἀνοίγει μάτι μέχρι νὰ
τοῦ πῶ.
Ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα τότε θὰ τρέξουν νὰ φύγουν.
Τότε ὁ Ναὸς τὸ καταπέτασμα θὰ σχίσει γιὰ ἐκείνους ποὺ αὐτὰ τολμοῦν.
Τὰ ὄρη τραντάζονται, οἱ τάφοι ἀδειάζουν.
Ὅταν ἐτοῦτα ἀντικρύσης, ἂν σὰν γυναῖκα φοβηθῆς,
κρᾶξε σὲ μένα: «Γλύτωσέ με, Σύ,
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

ιζ´
Υἱὲ τῆς Παρθένου, Θεὲ τῆς Παρθένου
καὶ Δημιουργὲ τοῦ κόσμου, δικό Σου τὸ Πάθος καὶ τὸ
βάθος τῆς σοφίας.
Ἐσὺ ξέρεις αὐτὸ ποὺ ἤσουν κι αὐτὸ ποὺ ἔγινες.
Ἐσὺ τὸ θέλησες νὰ πάθῃς καὶ καταδέχθηκες νἀρθῆς νὰ
σώσης τοὺς ἀνθρώπους.
Σὺ τὰ δικά μας κρίματα ὡσὰν Ἀρνὶ ἐσήκωσες.
Ἐσὺ αὐτὰ θανάτωσες μὲ τὴ σφαγή Σου, Λυτρωτή, καὶ
ὅλους ἐλευθέρωσες.
Εἶσαι ὁ ἴδιος καὶ ὅταν πάσχης καὶ ὅταν δὲν πάσχης.
Ἐσύ ’σαι ποὺ πεθαίνεις καὶ σώζεις. Ἐσὺ ἔδωκες στὴ Σεμνὴ
Τὸ θάρρος νὰ σοῦ φωνάζει:
«Ὢ Υἱὲ καὶ Θεέ μου».

Τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ

«Πατέρα, στὰ χέρια σου παραδίδω τὸ Πνεῦμα μου», κατὰ Λουκᾶν 23, 46


Οὔτε ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, οὔτε ὁ Εὐαγγελιστὴς Μάρκος μπορεῖ νὰ μᾶς δίνουν ἐπιπλέον πληροφορίες γιὰ ὁποιαδήποτε τυχὸν λόγια ποὺ διατυπώθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριό μας μετὰ τό, "Θεέ μου, Θεέ μου γιατί μὲ ἐγκατέλειψες". Καὶ οἱ δύο, μαζὶ μὲ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, μιλοῦν γιὰ μία δυνατὴ κραυγὴ πρὶν παραδώσει τὸ πνεῦμα Του. Μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν γεγονότων ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἀναφέρει τὰ λόγια: "Θεέ μου, στὰ χέρια σου παραδίδω τὸ Πνεῦμα μου". Ὁ ἴδιος δὲν ἀναφέρει κάτι γιὰ τὴν προσευχὴ τῆς ἀπόγνωσης "Θεέ μου, Θεέ μου γιατί μὲ ἐγκατέλειψες". Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἐπίσης δὲν καταγράφει τὴν προσευχὴ μήτε τὸ "Θεέ μου, στὰ χέρια σου παραδίδω τὸ Πνεῦμα μου" ἀλλὰ οὔτε καὶ τὴν δυνατὴ κραυγή. Μᾶς λέει μονάχα πὼς ἀφοῦ Τοῦ προσφέρθηκε τὸ ξύδι εἶπε, "τετέλεσται" (Ἔχει ὁλοκληρωθεῖ) καὶ ἔγειρε τὸ κεφάλι Του καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα.

Θὰ μᾶς πεῖ ἄραγε ποτὲ ὁ Κύριος γιατί κραύγασε ἔτσι; Ἦταν κραυγὴ ἀνακούφισης στὸ ἄγγιγμα τοῦ θανάτου; Ἦταν κραυγὴ νίκης; Ἦταν κραυγὴ χαρᾶς ἐπειδὴ ἄντεξε ὥς τὸ τέλος; Ἢ μήπως, ὁ Πατέρας ἔστρεψε τὸ βλέμμα ἐπάνω Του ὡς ἀπάντηση στὸ "Θεέ μου" καὶ ἡ εὐτυχία ποὺ προκάλεσε αὐτὸ τὸ βλέμμα τὸν ἔκανε νὰ κραυγάσει ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ χαμογελάσει; Ἦταν ἄραγε τέτοια ἡ κατάστασή Του ὥστε ἡ μεγαλύτερη Χαρὰ τοῦ κόσμου, νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ παρὰ μόνο μὲ μία κραυγή; Ἢ δὲν ἦταν παρὰ ἡ τελευταία σουβλιὰ τοῦ πόνου πρὶν ἀναπαυθεῖ; Ἴσως νὰ ἦταν ὅλα σὲ ἕνα. Σίγουρα ὅμως, κανένα ἀπὸ ὅλα τὰ βιβλία, καμμιὰ ἀπὸ ὅλες τὶς λέξεις τῶν σκεπτόμενων ἀνθρώπων δὲν θὰ μπορέσουν ποτὲ νὰ ἐκφράσουν μὲ κάποια πληρότητα ὅσα δὲν ἔχουν ἀρθρωθεῖ σ’ αὐτὴ τὴν κραυγὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐξ’ αἰτίας Του ὁ Πατέρας δὲν εἶναι πλέον ὁ ἐπιβλητικὸς "Κύριος τῶν Δυνάμεων", ἀλλὰ ὁ Κύριος ποὺ προσβλέπει στὴν ἀφοσίωση καὶ στὴν ἀγάπη. Τώρα ἡ πνευματικὴ υἱοθεσία καὶ τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας θὰ γεννηθεῖ στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων γιατί ἡ θεία ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ τελειώθηκε μὲ τὸ πάθος. Καὶ ὅπως αὐτὸς ἔζησε ἀνάμεσα στοὺς ἀδερφούς του ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, θὰ κάνουν τὸ ἴδιο. Ὅ,τι αὐτὸς ἔκανε γιὰ κείνους, τὸ ἴδιο θὰ κάνουν καὶ ἐκεῖνοι γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδερφούς τους. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Θεὸς-Χριστὸς βρισκόταν πάντοτε ἀνάμεσά τους, μέσα τους, στὴν καρδιά τους. Ὁ Θεὸς-Χριστὸς εἶχε βρεθεῖ ἀνάμεσα στοὺς ἀδελφός του. Μαζὶ μὲ τοὺς πάσχοντες καὶ συμπάσχοντες. Δίνοντας ὅλα ὅσα "εἶχε": τὴν ἴδια Του τὴν Ζωή• ὅ,τι ἀγάπησε· ὅ,τι ἦταν. Αὐτὸ τὸ μεγαλειῶδες γεγονὸς τελειώνει μὲ μία κραυγή. 

Ἑπομένως ἡ κραυγὴ "Ἔχει τελειώσει" (τετέλεσται), σημαίνει, "Πατέρα, στὰ χέρια σου παραδίδω τὸ Πνεῦμα μου". Δηλαδή, κάθε ἀνώτερη ἀνθρώπινη πράξη πρέπει ἀκριβῶς νὰ σημαίνει μία παράδοση στὸν Πατέρα, αὐτοῦ, ποὺ ἐκεῖνος πρῶτα ἔδωσε σέ μᾶς. "Ὁρίστε ἐπιστρέφω μὲ χαρὰ πάλι τὸ δῶρο σου, αὐτὸ ποὺ ἐσύ μοῦ ἔχεις δώσει• ἡ ψυχή μου ἐπιστρέφει στὸ σπίτι της". Κάθε πράξη λατρείας εἶναι μία ἀναφορὰ στὸν Θεὸ αὐτῶν μὲ τὰ ὁποῖα Ἐκεῖνος μᾶς ἔχει φτιάξει. "Ὁρίστε Θεέ μου, δὲς τί ἔχω. Δὲς σὲ μένα αὐτὸ ποὺ ἐσὺ ἔχεις φτιάξει. Δὲς τὴν δικιά σου εὐεργεσία, τὸ εἶναι μου. Εἶμαι δικό σου παιδὶ καὶ δὲν γνωρίζω πῶς νὰ σὲ εὐχαριστήσω παρὰ μόνο ὑψώνοντας πρὸς ἐσένα τὴν δωρεὰ ποὺ ἀντλῶ ἀπὸ τὸ πλημμύρισμα τῆς δικιᾶς σου ζωῆς καὶ φωνάζω δυνατά: "Εἶναι δικό Σου καὶ ἄρα εἶναι δικό μου. Εἶμαι δικός Σου καὶ ἑπομένως εἶμαι δικός μου". Ἡ πλειοψηφία τῶν λειτουργιῶν τοῦ πνευματικοῦ ὅπως καὶ τοῦ φυσικοῦ κόσμου εἶναι ἁπλὰ μία ἐπιστροφὴ στὴν πηγή.

Ἡ τελευταία πράξη τοῦ Κυρίου μας, ποὺ ἦταν ἡ παράδοση τοῦ Πνεύματός του, δὲν ἦταν παρὰ ἡ συγκεφαλαίωση ὅλων ὅσων ἔκανε σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια προσέφερε αὐτὴ τὴν θυσία, τὴν θυσία τοῦ ἑαυτοῦ του· θυσιάζοντας ἔζησε τὴν θεία ζωή! Κάθε πρωὶ ποὺ ξεκινοῦσε γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, πρὶν ἀκόμα ξημερώσει· κάθε ἀπόγευμα ποὺ παρέμενε στὸ βουνὸ ὥς τὸ βράδυ, ἀφότου οἱ φίλοι του εἶχαν φύγει, προσέφερε τὸν ἑαυτό του στὸν Πατέρα σὲ κοινωνία ἀγαπητικῶν λέξεων, ἀνώτερων σκέψεων, ἄφατων συναισθημάτων. Ἐπέστρεφε γιὰ νὰ πράξει τὰ ἴδια γιὰ τοὺς δικούς Του καὶ συγκεκριμένα νὰ προσφέρει λόγια ἀγάπης, σκέψεις ἀνακούφισης, νὰ ἐνεργήσει θεραπευτικά. Γιατί ὁ τρόπος του νὰ λατρεύεις τὸν Θεὸ ὅσο ἡ μέρα διαρκεῖ εἶναι νὰ δουλεύεις: τὸ μόνο «θεῖο λειτούργημα» εἶναι ἡ διακονία τῶν συνανθρώπων μας. 

Μὲ ὅλα ὅσα γράφω δὲν εἶναι σκοπός μου νὰ ἐπισημάνω τὴν ἐγκατάλειψη τῆς ψυχῆς μας στὸν Πατέρα ὡς καθῆκον. Αὐτὸ θὰ σήμαινε τὴν μετατροπὴ τοῦ μεγαλύτερου προνομίου ποὺ κατέχουμε σὲ θλιβερὸ βάρος. Ἁπλὰ θέλω νὰ δείξω ὅτι εἶναι τὸ μακαριότερο πράγμα στὸν ἀνθρώπινο κόσμο.

Τὸ ἀνθρώπινο πλάσμα μπορεῖ νὰ σκεφθεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του ἔτσι: "Μπορεῖ ἄραγε νὰ πέσω σὲ κῶμα καὶ νὰ χάσω τὴν συνείδησή μου; Ἢ νὰ βρεθῶ ἀνήμπορος γιὰ μία περίοδο μὴ μπορώντας νὰ σκεφτῶ, σὰν νὰ εἶμαι νεκρός; Ἢ ἀκόμη χειρότερα: θὰ εἶμαι ἄραγε ἀδύναμος στὴν θέληση καὶ μὲ λειψὴ συνείδηση στὰ ὄνειρα ποὺ θὰ ἔρθουν; 

Πατέρα, στὰ χέρια σου παραδίδω τὸ πνεῦμα μου. 

Δίνω τὸν ἑαυτό μου πίσω σὲ σένα. Πάρε με, ἀνακούφισέ με, ἀνανέωσέ με, "φτιάξε με ἀπὸ τὴν ἀρχή". Ἂν ἐκτεθῶ στὶς ὑποθέσεις καὶ στὴν ταραχὴ τοῦ κόσμου μὲ τοὺς τόσους πειρασμούς, θὰ ἐνεργήσω ἄραγε λιγότερο ἔντιμα, μὲ λιγότερη πίστη, μὲ λιγότερη καλοσύνη, μὲ λιγότερη ἐπιμέλεια ἀπὸ ὅσο θὰ ἤθελε ὁ Χριστός, ὁ Ἰδανικὸς Ἄνθρωπος νὰ κάνω; 

Πατέρα, στὰ δικά σου χέρια... 

Πρόκειται νὰ κάνω ἕνα καλὸ ἔργο; Τότε περισσότερο ἀπὸ ὅλες τὶς φορές. 

Πατέρα στὰ δικά σου χέρια μὴ τυχὸν καὶ μὲ πάρει ὁ ἐχθρός. 

Εἶμαι σὲ κατάσταση πόνου; Μήπως ἡ ἀσθένεια ἔρχεται σὲ μένα γιὰ νὰ «σβήσει» τὴν διαύγεια ἑνὸς ὑγιοῦς μυαλοῦ καὶ ἀντ’ αὐτῆς νὰ φέρει σύγχυση καὶ ἀναλήθειες; Πάρε τὸ πνεῦμα μου Κύριε καὶ δὲς ὅπως ἐσὺ ἤδη γνωρίζεις, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει περισσότερα. 

Πρόκειται νὰ πεθάνω; Ἐσὺ ξέρεις καλύτερα καὶ μόνο ἀπὸ τὴν κραυγὴ τοῦ Υἱοῦ σου πόσο ἄσχημο εἶναι αὐτό. Καὶ ἂν δὲν ἔρθει σὲ μένα σὲ τόσο ἄσχημη μορφή, σὰν αὐτὴ ποὺ ἦρθε σὲ ἐκεῖνον, σκέψου πόσο φτωχὸς εἶμαι δίπλα του. Δὲν ξέρω τί σημαίνει αὐτὴ ἡ πάλη μὲ τὸν θάνατο γιατί ἀπὸ τοὺς χιλιάδες ποὺ τὴν ζοῦν καθημερινὰ οὔτε ἕνας δὲν διαφωτίζει τὸν πλησίον, αὐτὸν ποὺ μένει πίσω. Ἀλλά: θὰ προσμένω ἄραγε μὲ ἀγωνία μία ἀνάσα τοῦ δικοῦ σου ἀέρα καὶ δὲν θὰ μοῦ δίνεται; Θὰ μὲ σχίσει σὲ κομμάτια ὁ θάνατος; 

Δὲν θὰ κάνω ἄλλες ἐρωτήσεις. 

Πατέρα, στὰ χέρια σου ἐγκαταλείπω τὸ πνεῦμα μου. 

Γιατί εἶναι δική σου δουλειά, ὄχι δική μου. Ἐσὺ θὰ ξέρεις κάθε σκιὰ τοῦ δικοῦ μου πόνου, ἐσὺ θὰ φροντίσεις γιὰ μένα μὲ τὴν τέλεια πατρότητά Σου γιατί αὐτὴ μὲ κάνει υἱό Σου καὶ αὐτὴ μὲ σπλαγχνίζεται καὶ μὲ ἀγκαλιάζει. Ὡς παιδὶ μποροῦσα νὰ ἀντέξω μεγάλο πόνο ὅταν ὁ πατέρας μου μὲ ἀγκαλίαζε. Ἄραγε τώρα τὰ χέρια Σου θὰ μποροῦσαν νὰ ἔρθουν πράγματι πολὺ πιὸ κοντὰ στὴν ψυχή μου μὲ μία θαλπωρὴ ποὺ δὲν ἔχω κἄν φανταστεῖ;! Γιατί, πῶς ἡ φαντασία μου θὰ πλησιάσει στὴν γοργὴ "καρδιά σου"; Δὲ μὲ νοιάζει ὁ πόνος ἀρκεῖ τὸ πνεῦμα μου νὰ εἶναι δυνατό. Στὰ δικά σου χέρια παραδίδω/ἐγκαταλείπω αὐτὸ τὸ πνεῦμα. Ἂν ἡ ἀγάπη σου, ποὺ εἶναι προτιμότερη ἀπὸ τὴν ζωὴ τὸ παραλάβει, τότε σίγουρα, ἡ φροντίδα σου θὰ τὸ κάνει δυνατό".

Σκεφτεῖτε ἀδέρφια, ζοῦμε στὸν χῶρο μιᾶς αἰώνιας πατρότητας. Κάθε φορὰ ποὺ ἡ καρδιὰ ἀνυψώνεται καὶ κοιτᾶ πρὸς τὸν Πατέρα, ἡ Χάρη καὶ ἡ ἀλήθεια μᾶς περιβάλλει· εἶναι μέσα μας. Ἀλλὰ καὶ ὅταν εἴμαστε ἀνάξιοι, ὅταν δηλαδὴ ἔχουμε ὑποκύψει στὸν πειρασμό, ὅταν εἴμαστε σκληρόκαρδοι καὶ κακοί, ἀκόμη καὶ τότε, ἂς ἀφεθοῦμε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ποῦ ἀλλοῦ νὰ τολμήσουμε νὰ ἀφεθοῦμε; Ἄραγε ἕνας πατέρας δὲν θὰ ἀγαποῦσε περισσότερο τὸ παιδὶ του ὅταν αὐτὸ τοῦ ἔλεγε σερνάμενο πρὸς αὐτὸν μὲ πρόσωπο σκυθρωπὸ καὶ θυμωμένο: "Νιώθω πατέρα χωρισμένος ἀπὸ Σένα καὶ θέλω νὰ ρθῶ κοντά Σου"! Μήπως θὰ ἔλεγε στὸ παιδί του: "Πῶς τολμᾶς; Φύγε καὶ ἀφοῦ διορθωθεῖς ἔλα σὲ μένα!". Θὰ τολμούσαμε ποτὲ νὰ σκεφτοῦμε πὼς ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ἐδίωχνε ἂν τὸν πλησιάζαμε ἔτσι ὅπως τὸ παιδί, χωρὶς νὰ χαρεῖ ποῦ τὸν πλησιάσαμε; Ἀκόμη καὶ ἂν εἴμασταν θυμωμένοι, ὅπως ὁ Ἰωνάς; Ἄραγε ἐμεῖς δὲν θὰ περιβάλαμε μὲ ὅλη μας τὴν φροντίδα ἕνα τέτοιο παιδί; Θὰ τολμούσαμε λοιπὸν νὰ σκεφτοῦμε πὼς ἂν τοῦ τὸ ζητήσουμε ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ; Ὅταν ἐμεῖς, ὄντας κακοί, ξέρουμε νὰ προσφέρουμε ἀγαθὰ στὰ παιδιά μας; Δὲν θὰ κατέβαινε κάποια "οὐράνια δροσιὰ" ἐπάνω στὴν θέρμη τοῦ θυμοῦ μας ἢ δὲν θὰ ἔπεφτε μία "ἤπια βροχὴ" πάνω στὴν "ξερὴ" φιλαυτία μας ἢ μία ἡλιαχτίδα στὴν "συννεφιασμένη" μας ἀπελπισία; Τὸ λιγότερο ποὺ θὰ μᾶς δωθεῖ θὰ εἶναι ψωμὶ καὶ ὄχι πέτρα! Νερὸ καὶ ὄχι ξύδι… ἀνακατεμένο μὲ χολή!

Ἀκόμη, δὲν ὑπάρχει κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ζητήσουμε γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας! Μποροῦμε νὰ ἐμπιστευθοῦμε στὴν φροντίδα τοῦ κοινοῦ Πατέρα ὁποιονδήποτε ἀδερφό μας. Θὰ ὑπάρξουν στιγμὲς ποὺ μόνο ἡ προσευχὴ γιὰ ὅλους τοὺς ἀδερφούς μας θὰ κάνει τὴν καρδιά μας νὰ νιώσει τὴν ἀγάπη τους. 

Ποτὲ δὲν θὰ γνωρίσουμε τὴν ἀνάπαυση στὰ χέρια τοῦ Πατέρα, τὴν ἀνάπαυση τοῦ Ἁγίου Τάφου, ἐκείνη ποὺ ὁ Κύριος γνώρισε ὅταν ἡ ἀγωνία τοῦ θανάτου ἔλαβε τέλος, ὅταν ἡ "καταιγίδα" τοῦ κόσμου, (δηλαδὴ ὅλος ὁ θόρυβος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν διαμάχη Ζωῆς-Θανάτου), ἔσβησε πίσω ἀπὸ τὸ πνεῦμα του ποὺ ἀναπαυόταν καὶ ἐκεῖνος πέρασε ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει μόνο ζωή. Ποτὲ λοιπὸν δὲν θὰ μπορέσουμε, λέω, νὰ ἀναπαυτοῦμε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα μέχρι ἐκεῖνος νὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ στὴν ἀγάπη τῶν ἀδερφῶν μας. Γιατί ἐκεῖνος εἶναι δικός τους Πατέρας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν θεωροῦμε καὶ δικό μας ἂν δὲν τὸν «βλέπουμε» καὶ δὲν τὸν «νιώθουμε» καὶ σὰν δικό τους Πατέρα. 

Ποτὲ δὲν θὰ τὸν γνωρίσουμε σωστὰ ἂν δὲν χαροῦμε καὶ δὲν πανηγυρίσουμε γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ μᾶς αὐτὸς εἶναι ὁ Πατέρας.

Ἂν κάποιος δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει τὸν ἀδερφό του ποὺ ἔχει δεῖ, πῶς μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει τὸν Θεὸ ποὺ δὲν ἔχει δεῖ; Κλείνοντας, θὰ ἤθελα νὰ πῶ, πὼς τὰ χέρια στὰ ὁποῖα ὁ Κύριός μας παρέδωσε τὸ Πνεῦμα πρέπει νὰ μᾶς ἔχουν ἤδη μάθει νὰ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας ὅπως τὸν ἑαυτό μας.

Τὸ ἐσφαγμένον ἀρνίον


 



Ἡ Θ. Λειτουργία ἀναπαριστᾶ, δηλαδὴ κάνει ἀληθινὰ καὶ πραγματικά, ἐκ νέου παροῦσα καὶ ἐνεργητικὴ ἀνάμεσά μας, τὴ θυσία, τὸ σταυρό, τὸ θάνατο, τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἀκριβέστερα, μέσα στὴν ἄλλη ἀντίληψη καὶ ὀργάνωση τοῦ χρόνου ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία στὸ λειτουργικὸ χρόνο μᾶς ἐξάγει ἀπὸ τὸν καθημερινὸ χρόνο τῆς διαρκοῦς ἀνακύκλησης, τὸν χρόνο τὸν κομματιασμένο σὲ παρελθόν, παρὸν καί μέλλον καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὸν χρόνο ἐκεῖνο, τὸν σταθερὸ καὶ μόνιμο ὅπου ὅλα τὰ γεγονότα, παρελθόντα καὶ μέλλοντα, εἶναι διαρκῶς παρόντα. Ἔτσι μᾶς κάνει ἐμᾶς σήμερα νὰ γινόμαστε ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ σύγχρονοι τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴν ὑστεροῦμε σὲ τίποτε, ὅταν μετέχουμε στὴ Θ. Εὐχαριστία, ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν μέρος στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, ἡ Ἐκκλησία μας ἀναπαριστᾶ τὰ Πάθη, τὸν Σταυρό, τὴν Ταφὴ τοῦ Κυρίου. Πηγαίνοντας ἔτσι στὸν Ἐπιτάφιο, πηγαίνουμε ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ σὲ μία κηδεία. Πηγαίνουμε στὴν κηδεία τοῦ Χριστοῦ, τοῦ «ἐσφαγμένου ἀρνίου». Τὸ «ἐσφαγμένον ἀρνίον» εἶναι ὁ ποιμήν. Αὐτὸ δείχνει τὴν πραγματικὴ ἀγάπη. Ὅποιος ἀγαπάει δὲν συμβουλεύει ἁπλά, δὲν διορθώνει, δὲν τιμωρεῖ, παίρνει ἐπάνω του τὰ λάθη τοῦ ἀγαπημένου του. Ἡ ἀγάπη εἶναι συμμετοχὴ στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου, ἔξοδος ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, θυσία.

Ἡ δεύτερη διάσταση εἶναι ὅτι ὁ Νυμφίος Χριστὸς τελεῖ τοὺς γάμους Του μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὡς «ἀρνίον ἐσφαγμένον». Γάμος εἶναι ἡ θυσία. Ἡ θυσία ὄχι τῶν ἄλλων ἀλλὰ ἡ δική Του. Ἡ νυμφικὴ παστὰς τοῦ Χρίστου εἶναι ὁ Σταυρός Του. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χρησιμοποιεῖ μία πολὺ ἐκφραστικὴ εἰκόνα γιὰ νὰ δείξει αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Ἦταν, λέει, ἡ ἀνθρωπότητα μεμνηστευμένη μὲ τὸν Χριστὸ στὸν Παράδεισο. Ἀλλὰ ἀντὶ νὰ δεχθεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ στοὺς γάμους μὲ τὸν Χριστό, ἐγκατέλειψε τὸν Χριστό. Ἐξεπόρνευσε, κυλίστηκε στὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὁ Χριστός, σὰν μανικὸς ἐραστὴς τῆς ἀνθρωπότητας, ἔψαξε νὰ τὴ βρεῖ, τὴ ζήτησε, ἔφθασε στὸ καταγώγιο ποὺ βρισκόταν καὶ ὅταν παρουσιάστηκε μπροστά της δὲν παρουσιάστηκε σὰν Θεός, δυνατός, ἀλλὰ σὰν ἁπλὸς κοινὸς ἄνθρωπος. Γιὰ νὰ μὴν τρομάξει ὅταν τὸν δεῖ ἤ γιὰ νὰ μὴν ντραπεῖ. Καὶ δὲν τῆς ζήτησε τὸ λόγο, τί ἔκανες, γιατί ἔφυγες ἤ πῶς κατάντησες ἔτσι, ἀλλὰ ἁπλὰ τὴν πῆρε, τὴν καθάρισε, τὴν ξαναομόρφηνε, τὴν ξαναστόλισε καὶ γιὰ νὰ μὴ τοῦ φύγει πάλι τὴν ἔκανε σάρκα Του, σῶμα Του. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σῶμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἕνας ἄλλος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας χρησιμοποιεῖ μία ἐξ ἴσου ἐκφραστικὴ εἰκόνα. Ὁ Θεός, λέει, δημιούργησε ὅλο αὐτὸ τὸ μεγαλειῶδες σύμπαν, τ' ἀστέρια καὶ τοὺς γαλαξίες, ὅλη αὐτὴ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴ φόρεσε σὰν στολίδι, ὅπως οἱ θερμοὶ τῶν ἐραστῶν στολίζονται γιὰ νὰ συγκινήσουν τοὺς ἀγαπημένους τους. Ἀλλὰ ὅταν οἱ ἄνθρωποι δὲν συγκινήθηκαν καὶ δὲν ἀνταποκρίθηκαν σ' αὐτὴ τὴν ἀγάπη καὶ ἔφυγαν μακριά του, ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος. Τοὺς πλησίασε πιὰ σὰν ἄνθρωπος. Καὶ τοὺς γιάτρεψε ὅταν ἦταν ἄρρωστοι, τοὺς τάϊσε ὅταν ἦταν πεινασμένοι, τοὺς εὐεργέτησε μὲ κάθε τρόπο μήπως καὶ τοὺς συγκινήσει. Ἀλλὰ καὶ ὅταν πάλι δὲν συγκινήθηκαν, ὁ Χριστὸς ἀνέβηκε πάνω στὸ Σταυρό, ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του καὶ σ' αὐτὴ τὴν κατάντια ποὺ ἤτανε μὲ τὰ αἵματα νὰ τρέχουνε ἀπὸ τὰ χέρια, ἀπὸ τὸ μέτωπο, μὲ σφαγμένη τὴν καρδιά, στέκεται ἐκεῖ μήπως καὶ τὸν λυπηθοῦν καὶ τὸν ἀγαπήσουν. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Καὶ αὐτὸ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν τρίτη διάσταση, στὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς ἦρθε στὴ γῆ καὶ ἔζησε ὅπως ζοῦμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, δούλεψε, κουράστηκε, ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τοὺς δικούς του, βρέθηκε μέσα στὴ μοναξιά, στὴν ἔσχατη ἀπελπισία, στὴν προδοσία, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει τίποτα, καμμιὰ συνθήκη δική μας, κανένας πόνος ποὺ νὰ μὴν τὸν ἔχει περάσει. Καὶ «ἐπὶ γῆς κατῆλθε ἵνα σώσῃ Ἀδὰμ καὶ ἐν γῇ μὴ εὑρηκώς», ὅπως ψέλνουμε σήμερα στὴν Ἐκκλησία, «μέχρις Ἅδου κατελήλυθε ζητῶν». Καὶ κατέβηκε στὸν Ἅδη. Καὶ παραμένει ὡς «ἐσφαγμένον ἀρνίον» εἰς τοὺς αἰῶνες.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...