῞Οπου λέγεται καί ὅτι πρώτη ἡ Θεοτόκος εἶδε τόν Κύριο μετά τήν ἀνάστασί του ἐκ νεκρῶν
Ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι ἀναζώωσις καί ἀνάπλασις καί ἐπάνοδος πρός τήν ἀθάνατη ζωή τοῦ πρώτου ᾿Αδάμ πού καταβροχθίσθηκε ἀπό τόν θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καί διά τοῦ θανάτου ἐπαλινδρόμησε πρός τήν γῆ ἀπό τήν ὁποία ἐπλάσθηκε. ῞Οπως λοιπόν ἐκεῖνον στήν ἀρχή δέν τόν εἶδε κανείς ἄνθρωπος νά πλάττεται καί παίρνη ζωή, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κανείς ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα, μετά δέ τήν λῆψι τῆς πνοῆς ζωῆς μέ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, διότι μετά ἀπό αὐτόν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὔα· ἔτσι τόν δεύτερο ᾿Αδάμ, δηλαδή τόν Κύριο, ὅταν ἀνίστατο ἀπό τούς νεκρούς, κανείς ἄνθρωπος δέν τόν εἶδε, ἀφοῦ δέν παρευρισκόταν κανείς δικός του καί οἱ στρατιῶτες πού ἐφύλασσαν τό μνῆμα ταραγμένοι ἀπό τόν φόβο εἶχαν γίνει σάν νεκροί, μετά δέ τήν ἀνάστασι πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, ὅπως ἀκούσαμε νά εὐαγγελίζεται σήμερα ὁ Μάρκος.διότι, λέγει, “ὅταν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀναστήθηκε τό πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή”.
Φαίνεται βέβαια σαφῶς ὅτι ὁ εὐαγγελιστής εἶπε καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, δηλαδή πρωί, καί ὅτι παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή καί ὅτι ἐφάνηκε ἀκριβῶς τήν ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Δέν λέγει ὅμως ἔτσι, ὅπως θά φανῆ ἄν ἐξετάσωμε προσεκτικώτερα τά πράγματα. διότι λίγο παραπάνω καί αὐτός σέ συμφωνία μέ τούς ἄλλους εὐαγγελιστάς λέγει ὅτι αὐτή ἡ Μαρία ἦλθε καί προηγουμένως μαζί μέ τίς ἄλλες Μυροφόρες στόν τάφο, καί ἀφοῦ τόν εἶδε ἀδειανό ἀπῆλθε. ῞Ωστε ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πολύ ἐνωρίτερα ἀπό τό πρωί πού τόν εἶδε. ᾿Επισημαίνοντας δέ καί τήν ὥρα ἐκείνη, δέν εἶπε ἁπλῶς πρωί, ὅπως ἐδῶ, ἀλλά πολύ πρωί· ἑπομένως ὡς ἀνατολή ἡλίου ἐκεῖ ἐννοεῖ τό ἀμυδρό φῶς πού προτρέχει στόν ὁρίζοντα, τό ὁποῖο δηλώνοντας καί ὁ ᾿Ιωάννης λέγει ὅτι ἦλθε τό πρωί, ὅταν ἀκόμη ἦταν σκοτεινά ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή στό μνημεῖο καί εἶδε τήν πέτρα σηκωμένη ἀπό τό μνημεῖο.
Δέν ἦλθε δέ μόνο πρός τό μνῆμα τότε αὐτή, κατά τόν ᾿Ιωάννη, ἀλλά καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μνῆμα, χωρίς νά ἰδῆ τόν Κύριο ἀκόμη. Τρέχει κι᾿ ἔρχεται πρός τόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη, καί ἀναγγέλει ὄχι ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ἀλλ᾿ ὅτι μεταφέρθηκε ἀπό τόν τάφο, ὥστε δέν ἐγνώριζε ἀκόμη τήν ἀνάστασι. ῾Επομένως ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στή Μαρία ὄχι ἐντελῶς πρώτη, ἀλλά μετά τήν πλήρη ἔλευσι τῆς ἡμέρας. ῾Υπάρχει λοιπόν κάτι πού ἀναφέρεται συνεσκιασμένως ἀπό τούς εὐαγγελιστάς, τό ὁποῖο θ᾿ ἀποκαλύψω πρός τήν ἀγάπη σας. Πραγματικά τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου πρώτη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστό καί δίκαιο, ἐδέχθηκε ἀπό τόν Κύριο ἡ Θεοτόκος καί αὐτή εἶδε πρίν ἀπό ὅλους τόν ἀναστάντα καί ἀπήλαυσε τή θεία ὁμιλία του, καί ὄχι μόνο τόν εἶδε μέ τούς ὀφθαλμούς της καί ἔγινε αὐτήκοος αὐτοῦ, ἀλλά καί πρώτη καί μόνη ἄγγιξε τά ἄχραντα πόδια του, ἔστω καί ἄν οἱ εὐαγγελισταί δέν τά λέγουν φανερά ὅλα αὐτά, μή θέλοντας νά προσαγάγουν ὡς μάρτυρα τήν μητέρα, γιά νά μήν δώσουν ἀφορμή ὑποψίας στούς ἀπίστους. ᾿Επειδή δέ τώρα ἐμεῖς μέ τή χάρη τοῦ ἀναστάντος ὁμιλοῦμε πρός πιστούς καί ἡ ὑπόθεσις τῆς ἑορτῆς ἀπαιτεῖ ἐπείγουσα διευκρίνησι τῶν σχετικῶν μέ τίς Μυροφόρες, μέ τήν ἄδεια αὐτοῦ πού εἶπε “δέν ὑπάρχει κρυφό πού δέν θά γίνη φανερό”, θά τό φανερώσωμε καί τοῦτο.
Λοιπόν Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες πού ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο μαζί μέ τήν Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατά τήν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καί ἐφρόντισαν νά ἀλείψουν μέ μῦρα τό σῶμα τοῦ Κυρίου. ῞Οταν δηλαδή ὁ ᾿Ιωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἐζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Πιλᾶτο τό δεσποτικό σῶμα, τό κατέβασαν ἀπό τόν σταυρό, τό περιέβαλαν σέ σινδόνια μαζί μέ ἐκλεκτά ἀρώματα, τό ἐτοποθέτησαν σέ λαξευτό μνημεῖο, καί ἔβαλαν μεγάλη πέτρα ἐπάνω στή θύρα τοῦ μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τόν εὐαγγελιστή Μάρκο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία πού ἐκαθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Μέ τήν φράσι καί ἡ ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τήν Θεομήτορα· διότι αὐτή ἐλεγόταν μητέρα καί τοῦ ᾿Ιακώβου καί τοῦ ᾿Ιωσῆ, πού ἦσαν ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ τόν Μνήστορα. Δέν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές παρατηρώντας, ὅταν ἐνταφιαζόταν ὁ Κύριος, ἀλλά καί ἄλλες γυναῖκες, ὅπως ἱστόρησε ὁ Λουκᾶς γράφοντας· “παρακολουθώντας κάποιες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει μαζί του ἀπό τήν Γαλιλαία, εἶδαν τό μνημεῖο καί τήν σ᾿ αὐτό τοποθέτησι τοῦ σώματός του· ἦσαν ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ᾿Ιωάννα καί ἡ Μαρία τοῦ ᾿Ιακώβου καί οἱ ἄλλες μαζί τους”.
᾿Αφοῦ δέ ἐπέστρεψαν, λέγει, ἀγόρασαν ἀρώματα καί μῦρα· διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκριβῶς ὅτι αὐτός εἶναι ἀληθινά ἡ ὀσμή τῆς ζωῆς γιά ἐκείνους πού τόν πλησιάζουν μέ πίστι, ὅπως ὀσμή θανάτου καταλαμβάνει τούς ἕως τό τέλος ἀπειθεῖς, καί ἡ ὀσμή τῶν ἐνδυμάτων του, δηλαδή τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, εἶναι ἀνωτέρα ἀπό ὅλα τά ἀρώματα καί τό ὄνομά του εἶναι μῦρο χυμένο, μέ τό ὀποῖο ἐγέμισε θεία εὐωδία τήν οἰκουμένη. ῾Ετοιμάζουν λοιπόν μῦρα καί ἀρώματα, ἀφ᾿ ἑνός μέν πρός τιμήν τοῦ νεκροῦ, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ γιά παρηγοριά ἀπό τή δυσωδία τοῦ σώματος, ὅταν θά ἔλειωνε, βοηθώντας μέ τήν ἀλοιφή των τούς ἐπιθυμοῦντας νά παραμένουν δίπλα.
᾿Αφοῦ λοιπόν ἑτοίμασαν τά μῦρα καί τά ἀρώματα, κατά τήν ἐντολή τό Σάββατο ἡσύχασαν· διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκόμη τά ἀληθινά σάββατα, οὔτε εἶχαν γνωρίσει καλά τό εὐλογημένο ἐκεῖνο σάββατο πού μεταφέρει τή φύσι τους ἀπό τά βάραθρα τοῦ ἅδη στό ὁλόφωτο καί θεῖο καί οὐράνιο ὕψος. “Τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ”, ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, “ἦλθαν στό μνῆμα, φέροντας τά ἀρώματα πού ἑτοίμασαν”· ὁ δέ Ματθαῖος λέγει, “ἀργά τό Σάββατο, ξημερώνοντας τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος” καί ὅτι οἱ προσελθοῦσες εἶναι δύο· ὁ ᾿Ιωάννης “τό πρωί, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά”, καί ὅτι μιά εἶναι ἡ προσελθοῦσα, Μαρία ἡ Μαγδαληνή· ὁ δέ Μάρκος “πολύ πρωί τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος” καί ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ προσελθοῦσες. Πρώτη λοιπόν τῆς ἑβδομάδος λέγουν ὅλοι οἱ εὐαγγελισταί τήν Κυριακή· ἀργά τό Σάββατο, ὄρθρο βαθύ, πολύ πρωί καί πρωί σκοτεινά ἀκόμη, ὀνομάζουν τόν χρόνο γύρω ἀπό τόν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπό φῶς καί σκότος· αὐτός ὁ χρόνος εἶναι, ἀφοῦ ἀρχίζει νά αὐγάζει τό ἀνατολικό μέρος τοῦ ὁρίζοντος πού προκαταγγέλλει τήν ἡμέρα. Μπορεῖ δέ κανείς παρατηρώντας ἀπό μακριά, πρός αὐτό, νά τό ἰδῆ νά ἀρχίζη νά χρωματίζεται ἀπό φῶς γύρω ἀπό τήν ἐνάτη ὥρα τῆς νυκτός, ὥστε ἕως τήν πλήρη ἡμέρα νά ὑπολείπωνται τρεῖς ὥρες.
Φαίνονται βέβαια νά διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελισταί μεταξύ τους τόσο γιά τήν ὥρα, ὅσο καί γιά τόν ἀριθμό τῶν γυναικῶν, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, οἱ Μυροφόρες ἦσαν πολλές, καί ἦλθαν στόν τάφο ὄχι μιά φορά, ἀλλά καί δύο καί τρεῖς φορές, συντροφιά μέν, ἀλλ᾿ ὄχι οἱ ἴδιες, καί κατά τόν ὄρθρο μέν ὅλες, ἀλλ᾿ ὄχι τόν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς, ἡ δέ Μαγδαληνή ἦλθε πάλι μόνη της καί ἔμεινε περισσότερο. Κάθε εὐαγγελιστής λοιπόν ἀναφέρει μιά προέλευσι μερικῶν καί παραλείπει τίς ἄλλες. ῞Οπως δέ ἐγώ ὑπολογίζω καί συνάγω ἀπό ὅλους τούς εὐαγγελιστάς, σύμφωνα μέ ὅσα εἶπα προηγουμένως, πρώτη ἀπό ὅλες ἦλθε στόν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί τήν Μαγδαληνή Μαρία. Τοῦτο κυρίως τό συμπεραίνω ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο. Διότι, λέγει, “ἦλθε ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ἄλλη Μαρία”, πού ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, γιά νά ἰδοῦν τόν τάφο. Καί ἰδού ἔγινε μέγας σεισμός· διότι ἄγγελος Κυρίου, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, προσῆλθε, ἀπεκύλισε τήν πέτρα ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου κι᾿ ἐκαθόταν ἐπάνω σ᾿ αὐτήν· ἦταν δέ ἡ μορφή του σάν ἀστραπή καί τό ἔνδυμά του λευκό σάν τό χιόνι, ἀπό τόν φόβο δέ ἐμπρός του ἐταράχθηκαν οἱ φύλακες κι᾿ ἔγιναν σάν νεκροί”.
῞Ολες λοιπόν οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦλθαν μετά τό σεισμό καί τήν φυγή τῶν φυλάκων, κι᾿ εὑρῆκαν τόν τάφο ἀνοιγμένο καί τήν πέτρα ἀποκυλισμένη· ἡ δέ Παρθενομήτωρ ἔφθανε τή στιγμή πού ἐγινόταν ὁ σεισμός, ἀποκυλίσθηκε ἡ πέτρα καί ἀνοιγόταν ὁ τάφος καί οἱ φύλακες ἦσαν παρόντες, ἄν καί συγκλονισμένοι ἀπό τόν φόβο· γι᾿ αὐτό μετά τόν σεισμό αὐτοί ἀνασηκώθηκαν καί ἐκύτταξαν ἀμέσως νά φύγουν, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἐντρυφοῦσε στή θέα. ᾿Εγώ πάντως νομίζω ὅτι γι᾿ αὐτήν πρώτη ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος ἐκεῖνος τάφος (διότι γι᾿ αὐτήν πρώτη καί δι᾿ αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθῆ σ᾿ ἐμᾶς ὅλα, ὅσα εἶναι ἐπάνω στόν οὐρανό καί κάτω στή γῆ) καί ὅτι γι᾿ αὐτήν ἄστραπτε ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε, ἄν καί ἡ ὥρα ἦταν ἀκόμη σκοτεινή, αὐτή μέ τό πλούσιο φῶς τοῦ ἀγγέλου ὄχι μόνο νά ἰδῆ τόν τάφο κενό, ἀλλά καί τά ἐντάφια νά εἶναι τακτοποιημένα καί πολυτρόπως νά μαρτυροῦν τήν ἔγερσι τοῦ ἐνταφιασθέντος.
῏Ηταν δέ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστής ἄγγελος ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ. Διότι μόλις τήν εἶδε αὐτός νά σπεύδη πρός τόν τάφο, αὐτός πού παλαιότερα τῆς εἶχε εἰπεῖ, “μή φοβῆσαι, Μαρία, διότι εὑρῆκες χάρι ἀπό τόν Θεό”, σπεύδει καί τώρα καί κατεβαίνει νά εἰπῆ τό ἴδιο πάλι στήν ἀειπάρθενο καί νά ἀναγγείλη τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ γεννηθέντος ἀπό αὐτήν ἀσπόρως, νά σηκώση τήν πέτρα, νά ὑποδείξη τόν κενό τάφο καί τά ἐντάφια, κι᾿ ἔτσι νά ἐπιβεβαιώση τήν καλή ἀγγελία. Διότι, λέγει, “ἀποκρινόμενος ὁ ἄγγελος, εἶπε στίς γυναῖκες· μή φοβῆσθε ἐσεῖς, ζητεῖτε τόν ᾿Ιησοῦ, τόν ἐσταυρωμένο; ἀναστήθηκε· ἰδού ὁ τόπος ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος”. ᾿Εάν, λέγει, βλέπετε τούς φύλακες συγκλονισμένους ἀπό τόν φόβο, ἀλλά ἐσεῖς νά μήν φοβῆσθε· διότι γνωρίζω ὅτι ζητεῖτε ᾿Ιησοῦν τόν ἐσταυρωμένο.ἐσηκώθηκε, δέν εἶναι ἐδῶ. Διότι αὐτός, ὄχι μόνο εἶναι ἀκράτητος ἀπό τοῦ ἅδη καί τοῦ θανάτου καί τοῦ τάφου τά κλεῖστρα καί τούς μοχλούς καί τίς σφραγίδες, ἀλλ᾿ εἶναι καί κύριος τῶν ἀθανάτων καί οὐρανίων ἀγγέλων μας καί μόνος αὐτός εἶναι Κύριος τοῦ σύμπαντος.“ἰδέτε”, λέγει, “τόν τόπον ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος καί πηγαίνετε γρήγορα νά εἰπῆτε στούς μαθητάς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς”.
“᾿Αφοῦ δέ ἐξῆλθαν”, λέγει, “μέ φόβο καί χαρά μεγάλη”. ᾿Εγώ νομίζω πάλι ὅτι τόν μέν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί οἱ ἄλλες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει ἕως τότε μαζί (διότι αὐτές δέν κατενόησαν τήν σημασία τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νά συλλάβουν τελείως τό φῶς, ὥστε νά ἰδοῦν καί μάθουν ἀκριβῶς), ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τή μεγάλη χαρά, διότι κατενόησε τά λόγια τοῦ ἀγγέλου καί παραδόθηκε ὁλόκληρη στό φῶς, ὡς τελείως καθαρά καί θείως χαριτωμένη, ἐγνώρισε μέ ὅλα αὐτά τήν ἀλήθεια κι᾿ ἐπίστευσε στόν ἀρχάγγελο, ἐπειδή αὐτός ἀπό πολύν καιρό τῆς ἐφάνηκε διά τῶν ἔργων ἀξιόπιστος. Πῶς ἄλλωστε, ἀφοῦ ἦταν παροῦσα στά γεγονότα ἡ θεόσοφος Παρθένος, δέν θά κατανοοῦσε τό συμβάν, ἀφοῦ δηλαδή εἶδε σεισμό, καί μάλιστα μεγάλο, ἄγγελο νά κατέρχεται ἀπό τόν οὐρανό, καί μάλιστα ἀστραποβόλο, τή νέκρωσι τῶν φυλάκων καί τοῦ λίθου τήν μετάθεσι, τήν κένωσι τοῦ τάφου καί τό μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων, πού ἦσαν ἄλυτα καί συγκρατημένα μέ σμύρνα καί ἀλόη καί συγχρόνως ἐφαίνονταν ἀδειανά ἀπό τό σῶμα, καί ἐπί πλέον ἀφοῦ ἔλαβε τήν χαρμόσυνη πρός αὐτήν θέα καί ἀγγελία τοῦ ἀγγέλου; ῞Οταν δέ ἐξῆλθαν μετά τόν εὐαγγελισμό τοῦτον, ἡ μέν Μαγδαληνή Μαρία, σάν νά μήν ἄκουσε κἄν τόν ἄγγελο, ἀφοῦ ἄλλωστε οὔτε ἐκεῖνος ὡμίλησε γι’ αὐτήν, διαπιστώνει μόνο τήν κένωσι τοῦ τάφου, χωρίς νά ἀναφέρει καθόλου τά ἐντάφια· καί τρέχει πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί τόν ἄλλο μαθητή, ὅπως λέγει ὁ ᾿Ιωάννης.
῾Η δέ Θεομήτωρ Παρθένος, συνοδευομένη ἀπό ἄλλες γυναῖκες, ἐπανερχόταν πάλι ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἦλθε· καί ἰδού, ὅπως λέγει ὁ Ματθαῖος “ὁ ᾿Ιησοῦς τίς συνάντησε λέγοντας, χαίρεται”. Βλέπετε ὅτι καί πρίν ἀπό τήν Μαγδαληνή Μαρία ἡ Θεομήτωρ εἶδε αὐτόν πού γιά τήν σωτηρία μας ἔπαθε σαρκικά καί ἐτάφηκε καί ἀναστήθηκε; “Αὐτές δέ”, λέγει, “προσῆλθαν, ἔπιασαν τά πόδια του καί τόν προσκύνησαν”. ῞Οπως δέ, ὅταν ἡ Θεοτόκος ἄκουσε τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως μαζί μέ τήν Μαγδαληνή Μαρία ἀπό τόν ἄγγελο, μόνο αὐτή κατάλαβε τή σημασία τῶν λόγων, ἔτσι καί μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες, ὅταν συνάντησε τόν Υἱό καί Θεό, πρώτη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες εἶδε καί ἀναγνώρισε τόν ἀναστάντα καί προσπίπτοντας ἔπιασε τά πόδια του κι᾿ ἔγινε ἀπόστολός του πρός τούς ᾿Αποστόλους. ῞Οτι δέ ἡ Μαγδαληνή Μαρία δέν ἦταν μαζί μέ τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπό τόν τάφο τήν συνάντησε καί τῆς παρουσιάσθηκε καί τῆς ὡμίλησε ὁ Κύριος, διδασκόμαστε ἀπό τόν ᾿Ιωάννη· διότι, λέγει, “τρέχει αὐτή πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί πρός τόν ἄλλο μαθητή, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς, καί λέγει σ᾿ αὐτούς, ἐσήκωσαν τόν Κύριο ἀπό τό μνῆμα καί δέν γνωρίζομε πού τόν ἐτοποθέτησαν”. Πῶς τάχα, ἄν τόν εἶδε καί τόν ἄγγισε μέ τά χέρια της καί τόν ἄκουσε νά ὁμιλῆ, θά ἔλεγε τέτοια πράγματα, ὅτι τόν ἐσήκωσαν καί τόν μετέθεσαν, ποῦ ὅμως, δέν γνωρίζομε; ᾿Αλλά μετά τό δρόμο τοῦ Πέτρου καί τοῦ ᾿Ιωάννη πρός τόν τάφο καί τήν ἐκεῖ θέα τῶν σινδονιῶν καί τήν ἐπιστροφή, λέγει, “ἡ δέ Μαρία ἐστεκόταν κόντα στό μνημεῖο ἔξω κλαίοντας”.
Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δέν τόν εἶχε ἰδεῖ ἀκόμη, ἀλλ᾿ οὔτε κἄν εἶχε πληροφορηθῆ σχετικά; Καί ὅταν δέ τήν ἐρώτησαν οἱ παρουσιασθέντες ἄγγελοι, γυναῖκα, “γιατί κλαίεις”, ἐκείνη πάλι ἀποκρίνεται σάν γιά νεκρό. Καθώς δέ ἐστράφηκε καί εἶδε τόν ᾿Ιησοῦ, οὔτε τότε δέν ἐκατάλαβε, ἀλλά ἐρωτωμένη ἀπό αὐτόν, τί κλαίει, ἀπαντᾶ παρόμοια, ἕως ὅτου ἐκεῖνος, καλώντας την ὀνομαστικά, παρουσίασε τόν ἑαυτό του ζωντανό. Τότε λοιπόν προσπίπτοντας καί αὐτή καί ζητώντας νά προσφέρη τόν ἀσπασμό στά πόδια ἐκείνου, ἄκουσε ἀπό αὐτόν τίς λέξεις, “μή μ᾿ ἐγγίζης”. ᾿Από αὐτό μαθαίνομε ὅτι, ὅταν προηγουμένως ἐφάνηκε στή μητέρα καί στίς γυναῖκες πού ἦσαν μαζί, μόνο σ᾿ αὐτήν ἐπέτρεψε νά πιάση τά πόδια του, ἄν καί ὁ Ματθαῖος ἀποδίδει τοῦτο καί στίς ἄλλες γυναῖκες, μή θέλοντας γιά τήν αἰτία πού εἴπαμε στήν ἀρχή νά προβάλη φανερά τήν μητέρα στό θέμα αὐτό.
᾿Αφοῦ δέ πρώτη ἦλθε στόν τάφο ἡ ἀειπάρθενος Μαρία καί πρώτη ἐδέχθηκε τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως, ἔπειτα ἦλθαν πολλές μαζί, εἶδαν καί ἐκεῖνες τήν πέτρα ἀποκυλισμένη καί ἄκουσαν τούς ἀγγέλους, πού ἐπιστρέφοντας μέ τό ἄκουσμα αὐτό καί τήν θέα ἐχωρίσθηκαν. ῎Αλλες, ὅπως λέγει ὁ Μάρκος, “ἔφυγαν ἀπό τό μνῆμα, κυριαρχημένες ἀπό φόβο καί ἔκστασι καί δέν εἶπαν σέ κανένα τίποτε, διότι ἐφοβοῦνταν“· ἄλλες ἀκολούθησαν τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, καί αὐτές ἦσαν πού ἐπέτυχαν τήν θέα καί συνομιλία τοῦ Δεσπότη. ῾Η δέ Μαγδαληνή ἐπῆγε στόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη, μαζί μέ τούς ὁποίους ἔρχεται πάλι μόνη στόν τάφο· ὅταν δέ ἐκεῖνοι ἀναχώρησαν, αὐτή παραμένοντας ἀξιώνεται τῆς δεσποτικῆς θέας, στέλλεται καί αὐτή πρός τούς ᾿Αποστόλους καί ἔρχεται πάλι πρός αὐτούς, γιά ν᾿ ἀπαγγείλη σέ ὅλους, ὅπως λέγει ὁ ᾿Ιωάννης, “ὅτι εἶδε τόν Κύριο, πού εἶπε σ᾿ αὐτήν αὐτά”. Αὐτή λοιπόν ἡ θέα λέγει καί ὁ Μάρκος ὅτι ἔγινε πρωί, δηλαδή κατά τήν πλήρη ἀρχή τῆς ἡμέρας, ἀφοῦ ἐπέρασε ὅλος ὁ ὄρθρος, ἀλλά δέν ἰσχυρίζεται ὅτι τότε ἔγινε ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἤ ἡ πρώτη ἐμφάνισίς του.
῎Εχομε λοιπόν τά συμβάντα ἐξακριβωμένα καί τήν ἀπό τήν ἀρχή ζητουμένη συμφωνία τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν ὡς πρός αὐτά. Οἱ δέ μαθηταί κατά τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τήν ἴδια, ἐνῶ ἄκουσαν ἀπό τίς Μυροφόρες καί τόν Πέτρο, καθώς καί ἀπό τόν Λουκᾶ καί τόν Κλεόπα, ὅτι ὁ Κύριος ζῆ καί ἐθεάθηκε ἀπό αὐτές, ἀπίστησαν· γι᾿ αὐτό ὀνειδίζονται ἀπό αὐτόν, ὅταν τούς ἐμφανίσθηκε ὕστερα, καθώς ἦσαν συναθροισμένοι μαζί. ῞Οταν ὅμως παρέστησε τόν ἑαυτό του ζωντανό κατά πολλούς τρόπους καί πολλές φορές, ὄχι μόνο ἐπίστευσαν ὅλοι, ἀλλά καί ἐκήρυξαν παντοῦ· “ὁ λόγος τους ἐξῆλθε σέ ὅλη τή γῆ καί τά ρήματά τους ἔφθασαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης”, “ἐνῶ ὁ Κύριος συνεργοῦσε καί ἐβεβαίωνε τόν λόγο μέ τά συνοδευτικά θαύματα”· διότι τά θαύματα ἦσαν ἀναγκαιότατα, μέχρις ὅτου κηρυχθῆ ὁ λόγος σέ ὅλη τή γῆ. ᾿Αλλά χρειάζονται μέν σημεῖα καί τεράστια θαύματα πρός παράστασι καί βεβαίωσι τῆς ἀληθείας τοῦ κηρύγματος.χρειάζονται ὅμως σημεῖα, ἀλλ᾿ ὄχι τεράστια πρός παράστασι αὐτῶν πού ὑποδέχθηκαν τόν λόγο, ἄν βεβαίως ἐπίστευσαν. Ποιά δηλαδή σημεῖα; Τά ἀπό τά ἔργα. “Δεῖξε μου”, λέγει, “τήν πίστη σου ἀπό τά ἔργα σου”, καί “ποιός εἶναι πιστός, ἄς δείξη τά ἔργα του ἀπό τήν καλή διαγωγή”. Ποιός θά πιστεύση πραγματικά ὅτι ἔχει διάνοια θεία καί ὑψηλή, καί θά ἐλέγαμε οὐράνια, ὅπως εἶναι ἡ εὐσέβεια, αὐτός πού ἐπιδίδεται σέ φαῦλα ἔργα καί εἶναι προσηλωμένος στή γῆ καί στά γήινα;
Δέν ὠφελεῖ τίποτε λοιπόν, ἀδελφοί, ἐάν λέγη κανείς ὅτι ἔχει θεία πίστι, δέν ἔχει ὅμως ἔργα κατάλληλα στήν πίστι. Τί ὠφέλησαν οἱ λαμπάδες τίς μωρές παρθένους, ἀφοῦ δέν εἶχαν ἔλαιο, δηλαδή τά ἔργα τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπαθείας; Τί ὠφέλησε ἡ ἐπίκλησις τοῦ ᾿Αβραάμ σάν πατρός τόν πλούσιο ἐκεῖνον πού τηγανιζόταν στήν ἄσβεστη φλόγα ἐξ αἰτίας τῆς ἀσυμπαθείας πρός τόν Λάζαρο; Τί ὠφέλησε ἡ δῆθεν εὐπείθεια πρός τήν πρόσκλησι ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπον πού δέν εἶχε ἀποκτήσει διά τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἔνδυμα κατάλληλο γιά τό θεῖο γάμο καί γιά τόν ἄφθαρτο ἐκεῖνο νυμφῶνα; Προσκλήθηκε μέν καί προσῆλθε, διότι ἐπίστευσε ὁπωσδήποτε, καί παρακάθησε μέ τούς ἁγίους ἐκείνους συνδαιτυμόνες, ἀλλ᾿ ὅταν ἐξεσκεπάσθηκε καί καταισχύνθηκε, ὡς ἐνδεδυμένος τήν φαυλότητα ἀπό τά ἤθη καί τίς πράξεις ἐδέθηκε ἀνηλεῶς χειροπόδαρα κι᾿ ἐρρίφθηκε στή γέεννα τοῦ πυρός, ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ κλαυθμός καί ὁ τρυγμός τῶν ὀδόντων.
Αὐτήν εἴθε νά μή τήν δοκιμάση κανείς Χριστιανός, ἀλλ᾿ ἐπιδεικνύοντας ὅλοι διαγωγή πρέπουσα στήν πίστι, νά εἰσέλθωμε στόν νυμφώνα τῆς ἄφθαρτης εὐφροσύνης καί νά ζήσωμε αἰωνίως μαζί μέ τούς ἁγίους ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἡ κατοικία ὅλων τῶν εὐφραινομένων. Γένοιτο.