Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαΐου 09, 2015

Κυριακή της Σαμαρείτιδος – Φλογεροί χριστιανοί (Αποστολικό Ανάγνωσμα)

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Πράξ. ια΄ 19-30
 ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Ἰωάν. δ΄ 5-42 1. 
Ὁ ἄνεμος αὐξάνει τὴ φλόγα 
Μετὰ τὴ σύλληψη καὶ τὸν λιθοβολισμὸ τοῦ πρωτομάρτυρος Στε­φάνου, ἄρχισε μεγάλος διωγμὸς ἐναν­τίον τῶν χριστιανῶν τῶν Ἱε­­­­ροσολύμων ἀ­­­πὸ τοὺς φανατικοὺς ­Ἰουδαίους. Ὁ διωγ­μὸς αὐ­τός, ὅ­­­πως μᾶς ­πληροφορεῖ ἡ σημερινὴ ἀποστολι­κὴ περικοπή, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ φύγουν πολλοὶ χριστιανοὶ ἀ­πὸ τὰ ­Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ φτάσουν «ἕως Φοι­νίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας… εὐαγγε­λι­ζόμενοι τὸν Κύ­­ριον Ἰησοῦν». Ὅπου πήγαιναν, κήρυτταν τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτη­ρίας ποὺ ­χαρίζει ὁ Κύριος Ἰη­σοῦς. Καὶ ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου ἦταν μαζί τους, καὶ πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ δέχονταν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ γίνον­ταν χριστιανοί. Εἶναι θαυμαστὸ τὸ γε­γονὸς ὅτι ἕνας σφοδρὸς πειρασμός, ὅ­­­πως ἦταν ὁ διωγμὸς στὰ Ἱεροσόλυμα, ἔφερε τόσο εὐλογημένους καρπούς, δηλαδὴ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου. «Οἰκονομί­ας ὁ διωγμὸς ἦν· εἰ μὴ γὰρ γέγονεν, οὐκ ἂν οἱ μαθηταὶ διεσπάρησαν», σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυ­σόστομος. Δηλα­­δή, ὁ Θεὸς οἰκονόμησε ἔτσι τὰ πρά­γματα, ὥ­σ­­­τε ὁ διωγμὸς ἐκεῖνος νὰ σκορπίσει τοὺς χριστιανοὺς γιὰ νὰ διαδοθεῖ τὸ Εὐαγ­γέλιο. Ἂς μὴ μᾶς ἀπογοητεύουν λοιπὸν οἱ τυ­χὸν πειρασμοὶ καὶ οἱ θλίψεις ποὺ συναντοῦμε στὴ ζωή μας. Ὁ πανάγαθος Θε­ὸς γνωρίζει νὰ χρησιμοποιεῖ τὶς δοκιμασίες ποὺ ἀντιμετωπίζουμε γιὰ τὴν ὠφέλειά μας. Ἐμεῖς ἂς ἐμπιστευόμαστε τὴν πάνσοφη Πρόνοιά Του. Οἱ δυσκολίες ποὺ συναντοῦμε, ἀντὶ νὰ μᾶς φοβίζουν, ἂς μᾶς κάνουν περισσότερο δραστήριους καὶ ἀγωνιστικούς. Διότι, ὅπως ὁ ἄνεμος αὐξάνει τὴ φωτιά, ἔτσι καὶ οἱ δυσκολίες ἀνδρειώνουν τὴ ψυχὴ ποὺ διατηρεῖ ἀναμμένη τὴ φλόγα τῆς πίστεως καὶ πυρακτώνουν τὴ θέλησή της γιὰ ἀ­­γώνα. 2. Πιστοὶ μέχρι τέλους Καθὼς συνεχῶς ἔφταναν στὰ Ἱεροσόλυμα οἱ εὐχάριστες εἰδήσεις γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων ἀνέθεσε στὸν Βαρνάβα νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ διαπιστώσει ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ σημεῖα καὶ νὰ στηρίξει τοὺς νεοφώτιστους χριστια­νούς. Πράγματι, ὁ ἀ­­πόστολος Βαρνάβας, ἀφοῦ πῆγε στὴν Ἀντιόχεια καὶ εἶδε τὰ ἔργα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ φα­νε­ρωνόταν ἀ­­­πὸ τὸ πλῆθος αὐτῶν ποὺ εἶ­χαν πιστέψει καὶ ἀπὸ τὴ ζωή τους, χάρηκε «καὶ ­παρεκάλει πάν­τας τῇ ­προθέσει τῆς καρδίας προσμέ­νειν τῷ Κυρίῳ»· προέ­τρε­­πε ὅλους νὰ μένουν ἀφοσιωμένοι καὶ προσ­ηλωμένοι στὸν Κύριο μὲ ὅλη τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς τους. Δὲν ἀρκεῖ νὰ γνωρίσουμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ Τὸν πιστέψουμε. Ὀφείλουμε νὰ Τὸν ἀκολουθοῦμε πιστὰ μέχρι τέλους. Διότι μερικὲς φορὲς ξεκινοῦμε τὴν πνευματικὴ ζωὴ μὲ ἐνθουσιασμό, ὕστερα ὅμως ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα, ὁ ζῆλος μας ἐξατμίζεται κι ὁ ἐνθουσιασμός μας μαραίνεται. Χρειάζεται λοιπὸν συστηματικὴ πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ ἐνίσχυση τῆς πίστεώς μας μὲ τὴν τακτικὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μυστηριακὴ ζωή, γιὰ νὰ μὴ λιποτακτήσουμε, ἀλλὰ νὰ παραμένουμε ἀφοσιωμένοι στὸν Κύριο. Εἶναι ἀπαραίτητο ἐπίσης νὰ γνωρίζουμε ὅτι στὴ χριστιανικὴ ζωὴ θὰ συναντήσουμε δυσκολίες καὶ ἐμπόδια. Θὰ ἀντιμετωπίσουμε τὶς σφοδρὲς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ, τὶς εἰρωνεῖες καὶ τὶς ἀντιδράσεις τοῦ κόσμου, θὰ ἐμφανιστοῦν καὶ πολλὲς δικές μας ἀτέλειες καὶ ἀδυναμίες. Ὡστόσο, ἂν ἀγαποῦμε τὸν Κύριο μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις καὶ ζοῦμε ἑνωμένοι μαζί Του, τίποτε δὲν θὰ μπορέσει νὰ μᾶς λυγίσει. 3. Τὸ τιμητικό μας ὄνομα Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς δίνει καὶ μιὰ ἀκόμη σπουδαία πληροφορία: ὅτι στὴν Ἀντιόχεια ὀνομάστηκαν γιὰ πρώτη φορὰ «χριστιανοὶ» οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ: «ἐγένετο… χρηματίσαι πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς», γράφει. Μάλιστα στὴν ἀρχὴ αὐτὸ τὸ ὄνομα τοὺς τὸ ἀπέδιδαν οἱ εἰδωλολάτρες εἰρωνικά. Ὅμως, ἐνῶ οἱ ἐθνικοὶ θεωροῦσαν ὑποτιμητικὸ νὰ ἀνήκει κανεὶς στὴν παράταξη τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τοὺς χριστιανοὺς αὐτὸ ἦταν τιμὴ καὶ δόξα. Γι’ αὐτὸ ἀποδέχθηκαν καὶ διατήρησαν αὐτὸ τὸ ὄνομα. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ ἅγιοι Μάρτυρες αὐτὸ θεωροῦσαν ὡς τὸ κύριο συστατικὸ τῆς ταυτότητάς τους. Τοὺς ρωτοῦσαν «πῶς σὲ λένε;», «ἀπὸ ποῦ κατάγεσαι;», «τί ἐπαγγέλλεσαι;», καὶ ἀπαντοῦσαν μὲ ἱερὴ καύχηση: «Χριστιανός εἰμι»! Εἴμαστε κι ἐμεῖς χριστιανοὶ καὶ φέρουμε τὸ τιμητικὸ αὐτὸ ὄνομα. Ἡ πατρίδα μας ἡ Ἑλλάδα ἔχει παράδοση χριστιανική. Καὶ ὅλη ἡ Εὐρώπη, ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ δέχθηκε τὸ κήρυ­γμα τοῦ Εὐαγγελίου, τὸν ­Χριστιανισμὸ ἀκολούθησε. Τώρα ὅμως;… Δυστυχῶς, ἡ Εὐρώπη θέλει νὰ διαγράψει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ τὴν ταυτότητά της. Αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικὸ κατάν­τημα τοῦ σύγχρονου εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο μὲ τὸν τρόπο ζωῆς του. Τώρα δι­α­γράφει ἐντελῶς ἀκόμη καὶ τὸ ­ὄνομά Του. Ἀλίμονο ἂν ἀκολουθήσει καὶ ἡ Ἑλ­λά­δα αὐτὴ τὴν ὀλέθρια πορεία! Ἂς τὸ συνειδητοποιήσουμε. Ἡ μόνη λύση στὸ ἀδιέξοδο τῶν σύγχρονων προβλημάτων εἶναι νὰ ἐπιστρέψουμε στὶς ρίζες μας. Νὰ ἐπανεύρουμε τὴ χριστιανική μας ταυτότητα καὶ νὰ τιμήσουμε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα μας. 
Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ” 

Κυριακή της Σαμαρείτιδος «Τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον»(Ιω. 4,14)

Το σημερινό ιερό ευαγγελικό ανάγνωσμα ήταν μεγάλο. Μεγάλο και σε έκταση αλλά και σε νοήματα. Θα μπορούσε βέβαια κανείς σε πολλά του σημεία να σταθεί και εκεί πολλά να αναφέρει. Εμείς όμως ας σταθούμε σήμερα σε ένα μόνο από αυτά.
Θέλοντας ο Κύριος να πάει από την Ιουδαία στη Γαλιλαία, δηλαδή από το νότιο μέρος της Παλαιστίνης, των σημερινών Αγίων Τόπων, στο βόρειο μέρος της Παλαιστίνης, έπρεπε να περάσει από τη Σαμάρεια. Σαμάρεια δε κατά την εποχή εκείνη ονομαζόταν και η κεντρική Παλαιστίνη και μία από τις πόλεις της περιοχής αυτής.
Περνούσε λοιπόν από την Σαμάρεια ο Κύριος και έφτασε στην πόλη Συχάρ, καθώς δε ήταν μεσημέρι και αυτός κουρασμένος από την οδοιπορία, κάθισε σε ένα πηγάδι που βρισκόταν έξω από την πόλη. Το πηγάδι αυτό ήταν το πηγάδι του Ιακώβ και σε αυτό ήλθε για να πάρει νερό μία Σαμαρείτισσα. Από αυτή ζήτησε ο Χριστός νερό· «δός μοι πιεῖν».
Η γυναίκα παραξενεύτηκε και ρώτησε: «Πώς εσύ  Ιουδαίος ζητάς από μένα να πιεις νερό; Διότι δεν έχουν σχέσεις οι Ιουδαίοι με τους Σαμαρείτες· «οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις». Και τι απήντησε ο Χριστός; «εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν». «Εάν γνώριζες τη δωρεά του Θεού και ποιος είναι αυτός που σου λέγει· δώσε μου να πιω, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε «ύδωρ ζων», νερό ζωντανό. Να το κεντρικό νόημα της σημερινής ευαγγελικής περικοπής αλλά και της χριστιανικής ζωής.
Τι εννοούσε δε ο Κύριος λέγοντας νερό ζωντανό; ποιο είναι το ζωντανό νερό;
Είναι αυτό που είπε μόλις πιο πάνω. Η δωρεά του Θεού. Δηλαδή η χάρη του Θεού, η χάρη του  αγίου Πνεύματος. Και για αυτή μεν έχουμε αρκετές φορές μέχρι τώρα μιλήσει. Χρειάζεται όμως «πάλιν καί πολλάκις» να επανερχόμαστε στο θέμα αυτό προκειμένου να εμπεδωθεί στο νου και την καρδιά μας, προκειμένου να καταλάβουμε καλά την σημασία και την αναγκαιότητά της και να ποθήσουμε έντονα την απόκτησή της.
Όλα όσα υπάρχουν έχουν ουσία και ενέργεια. Έτσι και ο Θεός έχει ουσία που είναι εντελώς άγνωστη στα πλάσματά του, έχει και ενέργεια. Με αυτή του τη θεϊκή ενέργεια δημιούργησε από αγάπη τον κόσμο, δηλαδή τον έφερε από το μηδέν στην ύπαρξη. Και όχι μόνο τον δημιούργησε αλλά και τον συντηρεί και τον κυβερνά, τον κατευθύνει προς ένα τέλος, προς ένα σκοπό. Και ο σκοπός αυτός είναι όλη η κτίση, όλα τα πλάσματα του Θεού να συμμετέχουν σε αυτή τη χάρη, σε αυτή τη θεϊκή αγάπη και ευλογία. Καθένα να συμμετέχει ανάλογα με τη δεκτικότητα που έχει, ανάλογα με το τι μπορεί να πάρει. Έτσι τα άψυχα μετέχουν μόνο στη δημιουργική χάρη του Θεού. Τα ζωντανά, τα έμβια, μετέχουν εκτός της δημιουργικής και στη χάρη του Θεού που δίνει τη βιολογική ζωή. Και τέλος τα λογικά κτίσματα, που είναι οι άγγελοι και οι άνθρωποι, μπορούν να μετέχουν επί πλέον και στη θεωτική ενέργεια του Θεού, στη χάρη του Θεού που μπορεί να τα κάνει να ζουν και να αισθάνονται όπως ο ίδιος ο Θεός. Να έχουν τη ζωή του Θεού. Την αιώνιο ζωή. Αιώνιος δε ζωή δεν είναι απλώς η χωρίς τέλος ζωή, η άπειρη από άποψη χρονική αλλά και η άπειρη από άποψη ποιοτική, πραγματικά θεϊκή ζωή. Επειδή όμως τα λογικά πλάσματα είναι και αυτεξούσια, δηλαδή ελεύθερα να δεχθούν ή να μη δεχθούν την προσφορά του Θεού, γι” αυτό και η θέωσή τους γίνεται μόνο αν την θέλουν, μόνο αν δεν προσπαθούν από μόνα τους να γίνουν θεοί, αλλά ταπεινά, με εμπιστοσύνη και αγάπη, δέχονται την χάρη, «τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ» όπως την ονόμασε ο ίδιος ο Κύριος.
Για αυτή τη χάρη λοιπόν και για την με αυτή θέωση είναι πλασμένος ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος επομένως και εμείς.
Για αυτή τη χάρη του Αγίου Πνεύματος ήλθε ο Χριστός στη γη μας και δίδαξε και θαυματούργησε και σταυρώθηκε και αναστήθηκε και αναλήφθηκε.
Και εμείς έχουμε πάρει αυτή τη δωρεά με άγιο Βάπτισμά μας. Όμως είτε από άγνοια είτε από έλλειψη προσοχής ή και έλλειψη αγωνιστηκότητας, βρήκε ευκαιρία ο διάβολος και όπως λέει ο άγιος Μακάριος, αλλά και όλοι μας λίγο-πολύ το ζούμε, αιχμαλώτισε τον άνθρωπο και τον έντυσε με το πνευματικό σκοτάδι της αμαρτίας. Μίανε όλη την ψυχή, τους λογισμούς, τον νου, το σώμα. Κατέστησε τον άνθρωπο ακάθαρτο και θεομάχο, που δεν υποτάσσεται στο νόμο του Θεού αλλά πονηρά βλέπει, πονηρά ακούει και έχει πόδια που τρέχουν προς το κακό και χέρια που εργάζονται την ανομία. Αλλά, συνεχίζει ο άγιος, ας παρακαλέσουμε τον Θεό να μας απαλλάξει από τον παλαιό άνθρωπο, διότι μόνο αυτός μπορεί να μας γλυτώσει από τον ισχυρότερό μας διάβολο και τη δουλεία σε αυτόν, δηλαδή από την αμαρτία.
Πώς μπορούμε, έτσι πιο πρακτικά να ξαναβρούμε την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που έχουμε πάρει μυστικά στο άγιο Βάπτισμα; Κατά δύο τρόπους. Και πρώτα, γενικώς, με την εργασία των εντολών, με πολύ κόπο και χρόνο. Όσο εργαζόμαστε τις εντολές του Χριστού τόσο φανερώνεται η χάρις. Δεύτερον, φανερώνεται με την επιστημονική, την με επιμέλεια και συνεχή επίκληση του Κυρίου Ιησού, δηλαδή με τη μνήμη του Θεού, χωρίς όμως φαντασίες ή άλλα νοήματα. Με τον τρόπο αυτό βρίσκεται η χάρις συντομότερα. Η ενέργεια της ευχής μέσα στην καρδιά καταστρέφει την κυριαρχία των δαιμόνων, μπορεί να προξενήσει ταπείνωση και συντριβή και να φλογίσει την ψυχή από αγάπη προς τον Θεό και τους ανθρώπους. Αυτός που θα δουλέψει με υπομονή και επιμέλεια θα πετύχει οπωσδήποτε και θα παρηγορηθεί.
Η χάρη του Θεού γεμίζει τον άνθρωπο από χαρά, ευφροσύνη, μακαριότητα πνευματική. Τον γεμίζει πραγματικά, γι” αυτό και δεν επιθυμεί τα υλικά και  κοσμικά. Τα υλικά, όσα και αν είναι, αφήνουν ένα κενό και πάντα θέλουμε κάτι άλλο. Ο χαριτωμένος όμως άνθρωπος δεν διψά για τίποτε άλλο παρά μόνο τον Θεό, για τη χάρη, που του τη  δίνει ο Θεός όλο και περισσότερο. Να γιατί είπε ο Χριστός· «πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δι” ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα». «Καθένας που πίνει από το νερό αυτό το υλικό θα ξαναδιψάσει· όποιος όμως πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ δε θα διψάσει εις τον αιώνα, δηλαδή ποτέ».
Αυτό το πνευματικό νερό αξιώθηκε να πάρει άφθονο η Σαμαρείτισσα και αγίασε, αλλά, όπως λέγει και το τροπάριό της, το μετέδωσε αφθόνως και σε πολλούς άλλους που διψούσαν τη σωτηρία. Γι” αυτό ονομάστηκε ισαπόστολος και επειδή αξιώθηκε μαρτυρικού τέλους και μεγαλομάρτυς.
Την απόκτησή της χάριτος του Θεού ας βάλουμε και εμείς σκοπό της ζωής μας. Αυτήν ας ζητάμε ακατάπαυστα. Θα την βρούμε μέσα στην Εκκλησία, που είναι το Σώμα του Χριστού, και ζώντας τη ζωή της Εκκλησίας. Μέσα σε αυτή και δι’ αυτής δίνεται το ζωντανό νερό που αναβλύζει την αιώνιο ζωή, τη θεϊκή ζωή, προς σωτηρία δική μας και δόξα του αγίου Τριαδικού Θεού. Αμήν.

Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης, Ευαγγέλιο της Κυριακής της Σαμαρείτιδος Κήρυγμα στὸ «πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήσει πάλιν· ος δ ἂν πίηεκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά τούδωρ ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον»


Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης,
εφημέριος του Ι.Ν. αγ. Σπυρίδωνος Τριανδρίας Θεσσαλονίκης (με τρίμηνη απόσπαση)
Για τον "Στύλο Ορθοδοξίας" (Απρίλιος 2015, αρ. φ. 166)

Κήρυγμα στὸ «πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήσει πάλιν· ος δ  ν πίηεκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση  εις τον αιώνα, αλλά τούδωρ ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον»[1]

Θεϊκή υπόσχεση είναι η σημερινή ρήση του Κυρίου μας. Χωρίς να υποτιμά καθόλου το υλικό ύδωρ του φρέατος, ούτε βέβαια την υπηρεσία που παρέσχε στους απογόνους του ο Πατριάρχης Ιακώβ με τη διάνοιξη του,  τονίζει την ασύγκριτη διαφορά μεταξύ του υλικού τούτου ύδατος και του πνευματικού.
«Καθένας, που πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι. Εκείνος όμως, που θα πιει από το νερό, που θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάσει ποτέ, μάλιστα το νερό, που θα  του δώσω, θα γίνει μέσα του πηγή νερού, που θα αναπηδά για να παρέχει ζωή αιώνια»(Ιω. δ  13-14)[2].
Σε μας, τους ανθρώπους αυτής της άπιστης και τόσο ταλαιπωρημένης εποχής, αποτελούν αυτά τα λόγια άνοιγμα σε νέους ορίζοντες αναζήτησης και προσέγγισης του άϋλου. Ευκαιρία για βιωματική εμπειρία οντολογικής σχέσης με το Θείο, γνώση της προσευχητικής εικοινωνίας με Αυτό και αναγνώριση του υπερφυσικού ύδατος ως του ενδιαθέτου λόγου, που κράζει εντός ημών «αββά ο πατήρ»[3]! Φυσικά αυτό συμβαίνει όταν επιμείνουμε σε μία καθαρά νηπτική σχέση με την εσωτερικότητά μας, ποθώντας και επιζητώντας την Αυτογνωσίαως μέσον χαρακτηριστικό και αλάνθαστο στην προσέγγιση μας με τηΘεογνωσία.
Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος θεωρεί ως θαυμαστή την αντίδραση της Σαμαρείτιδος, μπροστά στο γεγονός της παρουσίας του Κυρίου αλλά και τηςυπόσχεσής Του για το ύδωρ το «αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον». Δεν είναι μια γυναίκα εύπιστη (διότι δεν δέχθηκε άνευ κρίσεως τα λόγια του Χριστού) , αλλά ούτε άπιστη ή φιλόνικη[4]. Δεν συμπεριφέρεται ασεβώς αλλά εκμεταλλεύεται το γεγονός και εκδηλώνει την επιθυμία της να γίνει μέτοχος αυτής της δωρεάς.
Στην αντίθετη κατεύθυνση βρίσκονται οι σκληροί και βλάσφημοι Ιουδαίοι. Αυτοί ενώ είδαν πολλά θαύματα από τον Χριστό, σε αντίθεση με την Σαμαρείτιδαπου δεν είχε αυτήν την εμπειρία, δεν επίστευσαν. Και σε εκείνους είχε πει κάποτε: «εγώ ειμι ο άρτος της ζωής· ο ερχόμενος προς με ου μη πεινάση, και οπιστεύων εις εμέ ου μη διψήση πώποτε»[5]αλλά σκανδαλίστηκαν, τον αρνήθηκαν και τον πολέμησαν.
Απομένει σε εμάς η πρόκληση να επιλέξουμε τη στάση μας απέναντι στο θεϊκό Ύδωρ. Είναι πολύ εύκολο να πλανηθούμε και αντί του ύδατος του «αλλομένου εις ζωήν αιώνιον», να αποκτήσουμε το «ύδωρ το αλλοιούμενον»[6]του Οικουμενισμού και των υπολοίπων αιρέσεων. Οι Ιουδαίοι της εποχής Του Κυρίου μας αυτό, το δεύτερο ύδωρ απέκτησαν. Είναι αυτό το αλλοιωμένο, που δαιμόνισε τον πνευματικό κόσμο τους και τους οδήγησε να Τον προδώσουν και να Τον θανατώσουν. Τη ίδια τραγικότητα συναντούμε και στις ημέρες μας ακόμη και στα ανώτερα κλιμάκια της Εκκλησίας μας.  «Οι διάδοχοι πλέον των Αποστόλων έχουν διαφοροποιήσει την εντολή “μαθητεύσατε πάντα τα έθνη”. Η Πίστη στον Χριστό ως μόνη λατρεμένη αγάπη και στην Ορθοδοξία ως μόνη αληθινή Πίστη δεν είναι αυτονόητη. Τίθεται προς διαπραγμάτευση. Ο εις τύπον Χριστού σύγχρονος διάδοχος δεν προσφέρει πλέον στη Σαμαρείτιδα το Υδωρ το ζων το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον, διότι δεν το ψηλάφισε και δεν το κατέχει. Αντ’ αυτού λαμβάνει από εκείνη το ύδωρ το αλλοιούμενον. Με αυτό “ευλογείται” και “αγιάζεται”. Με αυτό αντικαθιστά τη Χάρη της Μυστικής Θεολογίας»[7].
Ο ιερός Χρυσόστομος, μένει έκθαμβος από την στάση αυτής της γυναίκας και από ένα άλλο γεγονός. Θεωρεί πως αν και η ζωή της δεν ήταν κατά Θεόν, παρά ταύτα ελκύεται από την παρουσία του Χριστού σε τέτοιο βαθμό που γίνεται πρότυπο πνευματικής εργασίας για τον καθένα μας. Ήδη η επαφή με το Κύριο, αποτέλεσε αρχή της αναβλύσεως εντός της, του ζωηρού ύδατος της Πίστης. Ερωτά περί των μυστηρίων της Πίστης, δεικνύοντας μεγάλη προθυμία περί των δογμάτων. Να ακούσουμε λοιπόν τον άγιο και να προσαρμόσουμε τη ζωή μας σύμφωνα με τις παροτρύνσεις του. Ο σκοπός μας να γίνει η αναζήτηση των αληθειών της Πίστης μας και εμπειρία της ορθόδοξης πνευματικής ζωής.
«Ας εντραπώμεν λοιπόν και ας κοκκινίσωμεν από εντροπήν. Γυνή που είχε πέντε άνδρες και επιπλέον ήτο Σαμαρείτις, δεικνύει τόσην προθυμίαν περί των δογμάτων και ούτε η ώρα της ημέρας, ούτε άλλη απασχόλησις ή κάποια άλλη εργασία δεν την απέσπασεν από τα ζητήματα ταύτα. Ημείς όμως όχι μόνον δεν ερωτώμεν περί των δογμάτων αλλ’ είμεθα εις όλα αδιάφοροι και αμελείς. Δι’ αυτό έχουν παραμεληθεί τα πάντα. Διότι, ερωτώ, ποίος από σας, ευρισκόμενος εις την οικίαν του, έπιασε εις τα χέρια του χριστιανικόν βιβλίον και εμελέτησε τα αναγραφόμενα και ηρεύνησε την Γραφήν; Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί κάτι τέτοιο»[8].



[1] Ιω. 4, 13-14
[2] Η Καινή Διαθήκη με μετάφραση Νικολάου Ι. Σωτηροπούλου, Εκδ. Αδελφότητος «Ο Σταυρός», στ΄ κδ. Αθήνα 2012
[3] Γαλ. 4, 6
[4] Αγ. Ιω. Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 13Α, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, σελ. 19
[5] Ιω. 6, 35
[6] Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης - Τό ύδωρ το αλλοιούμενον http://katanixis.blogspot.gr/2012/05/blog-post_18.html

[7] όμ. ανωτ.
[8] Αγ. Ιω. Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 13Α, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, σελ. 25

Ε΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (Σαμαρείτιδος) Ευαγγέλιο : Ιω. 4, 5-42 Ο ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΖΩΝΤΑΝΟ ΝΕΡΟ

Ε΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (Σαμαρείτιδος) Ευαγγέλιο : Ιω. 4, 5-42

Ο ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΖΩΝΤΑΝΟ ΝΕΡΟ
Εν ολίγοις
Όταν ο άνθρωπος ανακαλύψει την ύπαρξη του Θεού, η ζωή του προσανατολίζεται διαφορετικά και διακατέχεται από ένα αισιόδοξο νόημα. Είναι τόση η πνευματική ευφορία που τον διακρίνει, ώστε να επιθυμεί να τη γνωρίσουν και οι άλλοι για να μετέχουν κι αυτοί στον πλούτο της χάριτος του Θεού.
Η Εκκλησία από τα πρώτα χρόνια της επί γης παρουσίας της προσπάθησε να ζήσει έντονα τις αποκεκαλυμμένες χριστιανικές αλήθειες. Το χριστιανικό μήνυμα δεν προσφέρεται σαν μια θεωρία, αλλά σαν ένα γεγονός που παραμένει διαρκώς παρόν που μεταμορφώνει και αρδεύει τις ανθρώπινες ψυχές.
Στο σημερινό ευαγγέλιο της Σαμαρείτιδος ο Χριστός αποκαλύπτει ότι η χριστιανική αλήθεια είναι το «ύδωρ το ζων» που ξεδιψάει τις ψυχές που τον αναζητούν, αλλά τον αναζητούν δυστυχώς σε λάθος δρόμο. Γι’ αυτό και λέγει: «Όποιος πίνει απ’ αυτό το νερό- φυσικό- θα διψάσει πάλι. Όποιος όμως πιει απ’ το νερό που θα του δώσω εγώ δεν θα διψάσει ποτέ».
Ο Χριστός κάνει λόγο για κάποια άλλη δίψα πνευματική, εσωτερική. Πρόκειται για τη δίψα εκείνη που βασανίζει τον άνθρωπο σ’ολόκληρη τη ζωή του, η οποία δύσκολα και ικανοποιείται. Όχι γιατί δεν υπάρχει τρόπος να ξεδιψάσει ο άνθρωπος, αλλά γιατί πίνει νερό από πηγές που αντί να ικανοποιούν αυξάνουν την εσωτερική δίψα του.
Οι άνθρωποι συνήθως σε τρεις πηγές καταφεύγουν για να ικανοποιήσουν τη δίψα τους και σ’ αυτές καταφεύγει η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, ιδιαίτερα οι νέοι.
Η πρώτη πηγή είναι εκείνη που αναφέρεται στην απόκτηση της κοσμικής γνώσης. Είναι αλήθεια πως το άγνωστο γοήτευε και γοητεύει τον άνθρωπο και αυτό τον ωθεί να κάνει τολμηρά βήματα για να εξιχνιάσει το μυστήριο του κόσμου, της ζωής και να τα εκφράσει με λογικά επιχειρήματα.
Αλλά εδώ συμβαίνει το εξής περίεργο: όσο ο άνθρωπος προχωρεί και ανακαλύπτει το ζητούμενο, τόσο αυξάνει η δίψα του για τη γνώση. Και μαθαίνει, ότι όσα περισσότερα γνωρίζει, τόσο επεκτείνεται ο κύκλος των ερευνών του αγνοώντας τα επιδιωκόμενα. Δηλ. μοιάζει με κάποιον που επιχειρεί μια ανάβαση σε κάποια βουνοκορφή και διαπιστώνει, ότι υπάρχει ακόμα μεγαλύτερος ορίζοντας που βυθίζεται στο άπειρον. Έτσι συμβαίνει και με τις ανθρώπινες γνώσεις. Όσα και να γνωρίζει κανείς βλέπει ότι υπάρχουν ακόμα πολλά που παραμένουν άγνωστα. Γι’ αυτό και οι πιο σοφοί ερευνητές ομολογούν με ταπείνωση  όπως και ο ημέτερος Σωκράτης: «Εν οίδα, ότι ουδέν οίδα». Ο σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται ότι είναι ο πιο διψασμένος και έτσι επιβεβαιώνει τον ευαγγελικό λόγο: «Πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου-ανθρώπινη γνώση- διψήσει πάλι».
Μια δεύτερη πηγή στην οποία προστρέχει ο καθολικός σχεδόν αριθμός των ανθρώπων  για να ικανοποιήσει τη δίψα του είναι το κυνήγι των υλικών αγαθών και η ευημερία  που προσφέρει ο σύγχρονος τεχνικός πολιτισμός. Γενεές γενεών ανθρώπων αγωνίστηκαν για ν’ ανεβάσουν το βιοτικό τους επίπεδο και να βελτιώσουν τις συνθήκες της ζωής τους και να πετύχουν την ευτυχία τους. Όμως η πραγματικότητα αποδεικνύει το μεγάλο λάθος των επιλογών τους. Ο άνθρωπος δείχνει να είναι ακόρεστος, άπληστος, να μην είναι ικανοποιημένος και να ζητάει διαρκώς περισσότερα. Η δίψα του για υλική πρόοδο δεν ικανοποιείται ποτέ. Η αρετή της αυτάρκειάς του είναι άγνωστη και αυτό οδήγησε σε πολλαπλά προβλήματα που εκφράζονται με την έννοια του υλισμού και του καπιταλισμού, συστήματα που συνθλίβουν τον άνθρωπο και τον εξουθενώνουν χάριν του υλικού κέρδους.
Το ίδιο συμβαίνει και με την τεχνολογική εξέλιξη. Τα περασμένα επιτεύγματα της τεχνικής προόδου σήμερα θεωρούνται «μπαγιάτικα», ξεπερασμένα. Δεν προλαβαίνουμε να χρησιμοποιήσουμε ένα προϊόν της σύγχρονης τεχνολογίας και αμέσως παρουσιάζεται άλλο πιο τέλειο κ .ο . κ.  Βλέπουμε δηλ. ότι το νερό από την πηγή της τεχνικής προόδου αφήνει ανικανοποίητο τον άνθρωπο.
Τέλος, η τρίτη πηγή στην οποία καταφεύγουν οι άνθρωποι για να ικανοποιήσουν τη δίψα τους έχει σχέση με τις σαρκικές απολαύσεις και ηδονές του βίου. Η πηγή αυτή έχει την μεγαλύτερη πελατεία, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων. Πρόκειται για πηγή που ικανοποιεί τις σαρκικές επιθυμίες και τα κατώτερα ένστικτα του ανθρώπου. Όμως τα νερά της είναι πικρά και θανατηφόρα, γιατί διαστρέφει τους πόθους, δηλητηριάζει τους οραματισμούς και κουρελιάζει ό, τι πιο όμορφο υπάρχει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Το νερό της πηγής αυτής δολοφονεί, υπόσχεται πολλά , αλλά τελικά προσφέρει το θάνατο.
Τελικά ό, τι προσφέρει ο «κόσμος»  και το πνεύμα του «κόσμου τούτου» δεν μπορεί να ξεδιψάσει τον άνθρωπο, γιατί όλα είναι σχετικά, ενώ ο άνθρωπος  αναζητά το απόλυτο, το τέλειο, το αληθινό. Και αυτό μπορεί να το προσφέρει μόνο ο Θεός.
Ο Χριστός δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ξεδιψάσει αποτελεσματικά και μόνιμα σύμφωνα με την υπόσχεσή του: «Ος δ’ αν πίη εκ του ύδατος τούτου ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήσει εις τον αιώνα». Η χριστιανική αλήθεια και αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο είναι το νερό που ζωογονεί τις διψασμένες ψυχές που προσφέρεται ως δωρεά. Η βίωση αυτής της Αλήθειας όχι απλά φέρει τον άνθρωπο πλησίον του Θεού, αλλά και τον ενώνει μαζί Του.
Εξ άλλου δια  μέσου των αιώνων όσοι ζήτησαν να ικανοποιήσουν τη δίψα τους κοντά στο Χριστό γεύτηκαν την ειρήνη και την ικανοποίηση της λύτρωσης που μπορεί να έζησαν «ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες.
Αν ο σύγχρονος άνθρωπος παρουσιάζεται σήμερα διψασμένος περισσότερο παρά ποτέ, αυτό οφείλεται γιατί αποχωρίστηκε από τον Θεό που είναι «πηγή του ύδατος ζώντος». Δεν έχει νόημα να υπάρχει κάποια πηγή με δροσερό νερό, πρέπει να την προσεγγίζει με διάθεση να πιει και να χορτάσει. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για την πνευματική δίψα. Να γνωρίσει την αλήθεια του Θεού και να την βιώσει στη ζωή του.
Δυστυχώς σήμερα συμβαίνει το εξής παράδοξο: Ο άνθρωπος έχει τα πάντα και του λείπει το σημαντικότερο, ο Θεός. Γι’ αυτό και οι ψυχές πάσχουν από παρατεταμένη πνευματική ξηρασία. Και θα είναι έτσι μέχρι να ν’ ακούσουν την πρόσκληση του Θεού: «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω».
Χριστός Ανέστη
π. γ. στ.

«Πῶς δικαιολογοῦνται οἱ πέντε ἄνδρες τῆς Σαμαρείτιδας καί ὁ ἕκτος πού δέν ἦταν ἄνδρας της;» (Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ)


Ἐρώτηση:
«Πῶς δικαιολογοῦνται οἱ πέντε ἄνδρες τῆς Σαμαρείτιδας καί ὁ ἕκτος πού δέν ἦταν ἄνδρας της;» (Ἰω. δ’, 16-18)
Ἀπάντηση:
«Καί ἡ γυναίκα ἡ Σαμαρείτιδα καί ἐκείνη πού πῆρε τούς ἑφτά ἀδελφούς ὡς ἄνδρες της, σύμφωνα μέ τούς Σαδδουκαίους (Ματθ. κβ’, 25-28), καί ἡ αἱμορροούσα (Ματθ. θ’, 20), καί ἐκείνη πού ἔσκυβε στή γῆ, καί ἡ κόρη τοῦ Ἰαείρου (Μάρκ. ε’, 22), καί ἡ Συροφοινίκισσα (Μάρκ. ζ’, 25) δηλώνουν καί τήν ἀνθρώπινη φύση στό σύνολό της καί τήν ψυχή τοῦ κάθε ἐπί μέρους ἀνθρώπου καί κάθε μιά σημαίνει, σύμφωνα μέ τή διάθεση πού ὑπόκειται στό πάθος, τόσο τή φύση ὅσο καί τήν ψυχή.
Γιά παράδειγμα· ἡ γυναίκα τῶν Σαδδουκαίων εἶναι ἡ φύση ἤ ἡ ψυχή, πού συνοίκησε βέβαια ἄγονα μέ ὅλους τούς θείους νόμους πού δόθηκαν ἀπό τούς αἰῶνες, δέν ἀποδέχεται ὅμως τήν προσδοκία τῶν μελλοντικῶν.
Ἡ αἱμορροούσα ἐπίσης εἶναι ἡ φύση καί ἡ ψυχή, πού μέ τά πάθη ἀφήνει νά τῆς γλιστρήσει πρός τήν ὕλη ἡ δύναμη πού τῆς δόθηκε γιά τή δημιουργία ἔργων καί λόγων διακοσύνης.
Ἡ Συροφοινίκισσα εἶναι ἡ ἴδια φύση καί ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου, πού ἔχει κόρη της τή διάνοια πού ἀπό ἀδυναμία αἱμμοραγεῖ ἀσταμάτητα ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης της πρός τήν ὕλη.
Ἡ κόρη τοῦ Ἰαείρου εἶναι ἐπίσης ἡ σύμφωνα μέ τό νόμο φύση καί ἡ ψυχή, πού ἔχει τέλεια νεκρωθεῖ ἀπό τό νά μήν πράττει τίς νομικές ἐντολές καί νά μήν ἐκτελεῖ τά θεῖα προστάγματα.
Ἡ συγκύπτουσα γυναίκα εἶναι ἡ φύση καί ἡ ψυχή πού μέ τήν ἀπάτη τοῦ διαβόλου ἔστρεψε πρός τήν ὕλη ὅλη τή σχετική μέ τήνπράξη νοερή δύναμη.
Ἡ Σαμαρείτιδα, ὅμοια μέ τίς προηγούμενες γυναῖκες, σημαίνει τή φύση ἤ τήν ψυχή τοῦ καθενός, πού χωρίς τό προφητικό χάρισμα συμβίωσε, σάν μέ ἄνδρες, μέ ὅλους τούς νόμους πού δόθηκαν στή φύση μας, ἀπό τούς ὁποίους οἱ πέντε εἶχαν προηγηθεῖ, ἐνῶ ὁ ἕκτος, ἄν καί ἦταν παρών, ἀλλ’ ὅμως αὐτός δέν ἦταν ἄνδρας τῆς φύσης ἤ τῆς ψυχῆς, μέ τό νά μή γεννᾶ ἀπό αὐτήν τή δικαιοσύνη πού σώζει στόν αἰώνα.
Ἔλαβε λοιπόν ἡ φύση ὡς ἄνδρα:
τόν πρῶτο νόμο, τό νόμο στόν παράδεισο·
δεύτερο νόμο τόν νόμο μετά τόν παράδεισο·
τρίτο νόμο κατά τόν κατακλυσμό τοῦ Νῶε·
τέταρτο τό νόμο τῆς περιτομῆς ἐπί τοῦ Ἀβραάμ·
πέμπτο τό νόμο τῆς προσφορᾶς τοῦ Ἰσαάκ.
Αὐτούς ὅλους τούς ἔλαβε ἡ φύση καί τούς ἀπέρριψε ἐξαιτίας τῆς ἀκαρπίας της στά ἔργα τῆς ἀρετῆς.
Ἕκτο εἶχε τό νόμο μέσῳ τοῦ Μωϋσῆ πού ἦταν σά νά μήν τόν εἶχε ἤ ἐπειδή δέν ἐκτελοῦσε τίς πράξεις διακαιοσύνης πού ἐκεῖνος ὅριζε ἤ ἐπειδή ἐπρόκειτο αὐτή νά μεταβεῖ σέ ἄλλο νόμο ὡς ἄνδρα, δηλαδή τό Εὐαγγέλιο, γιατί ὁ νόμος δέν εἶχε δοθεῖ στούς ἀνθρώπους αἰώνια, ἀλλά κατά οἰκονομία πού παιδαγωγοῦσε πρός τό μεγαλύτερο κάι μυστικότερο.
Μ’ αὐτή τήν ἔννοια νομίζω εἶπε ὁ Κύριος στή Σαμαρείτιδα «κι αὐτός πού τώρα ἔχεις δέν εἶναι δικός σου». Γιατί γνώριζε ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά μεταφερόταν στό Εὐαγγέλιο. Γι’ αὐτό καί γύρω στήν ἕκτη ὥρα, ὅταν κατ’ ἐξοχή περιλάμπεται ἡ ψυχή ἀπό παντοῦ ἀπό τίς ἀκτίνες τῆς γνώσης ἐξαιτίας τῆς παρουσίας σ’ αὐτήν τοῦ Λόγου, κι ἐνῶ εἶχε φύγει ἡ σκιά τοῦ νόμου, συνομιλοῦσε τήν ὥρα αὐτή μαζί της, καί κοντά στό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, στέκοντας δηλαδή κοντά στήν πηγή μαζί μέ τό Λόγο τῶν θεωρημάτων τῆς Γραφῆς.
Αὐτά ἄς λεχθοῦν πρός τό παρόν καί γιά τό θέμα αὐτό.
ΣΧΟΛΙΟ
Τό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ εἶναι ἡ Γραφή, τό νερό εἶναι ἡ γνώση πού περιέχει ἡ Γραφή, τό βάθος εἶναι ἡ δυσκολοπλησίαστη θέση τῶν γραφικῶν αἰνιγμάτων, τό ἄντλημα εἶναι ἡ μάθηση μέ τό γράμμα τοῦ θείου λόγου, πού δέν τήν εἶχε ὁ Κύριος, ἐπειδή ἦταν αὐτο-Λόγος καί δέν ἔδινε σ’ ὅσους πίστευαν τή γνώση ἀπό μάθηση καί μελέτη, ἀλλά δωρίζει στούς ἄξιους τήν ἐκ μέρους τῆς πνευματικῆς χάριτος ἀέναη σοφία πού ποτέ δέν τελειώνει. Γιατί τό ἄντλημα, δηλαδή ἡ μάθηση, παίρνοντας ἐλάχιστο ποσό γνώσης, ἀφήνει τό σύνολο, ἀφοῦ κανένας λόγος δέν μπορεῖ νά τό κρατήσει. Ἐνῶ ἡ κατά χάρη γνώση ἔχει χωρίς μελέτη ὅλη τήν ἐφικτή στούς ἀνθρώπους σοφία πού ἀναβλύζει ποικιλότροπα ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες».
(Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Τόμος 14β, σελ. 263)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ ῾Οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν…(᾽Ιωάν. 4, 42)




Οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν…(᾽Ιωάν. 4, 42)

α. Ὁ Κύριος στό σημερινό Εὐαγγέλιο συναντᾶται μέ μιά γυναίκα Σαμαρείτιδα, ῾παρά τό φρέαρ τοῦ ᾽Ιακώβ᾽, καί παρ’ ὅλο πού πρόκειται ὄχι καί τόσο γιά μιά ῾ἠθική᾽ περίπτωση – μέ πέντε ἄνδρες στό παρελθόν της καί μ᾽ ἕναν πού συζεῖ χωρίς νά εἶναι ὁ κανονικός της ἄνδρας – τῆς ἀποκαλύπτει βασικές ἀλήθειες περί τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ καί τοῦ τρόπου πού πρέπει κανείς νά Τόν λατρεύει καί νά Τόν προσκυνᾶ. Προφανῶς ἐκτιμώντας ὄχι βεβαίως τήν ἠθική της κατάσταση - ἐμμέσως ἀσκεῖ ἔλεγχο γι᾽ αὐτήν - ἀλλά τήν ἀναζήτησή της, ὅπως φανερώνεται ἀπό τά ἐρωτήματα πού τήν ἀπασχολοῦν καί πού τά θέτει ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, μόλις ἀντιλαμβάνεται ὅτι τῆς μιλᾶ ὡς προφήτης. Εἶναι τέτοιος μάλιστα ὁ συγκλονισμός της ἀπό αὐτά πού τῆς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος τόσο γιά τήν προσωπική της ζωή, ὅσο καί γιά τόν Θεό, καί μάλιστα ὅτι ὁ ῎Ιδιος εἶναι ὁ ἐρχόμενος Μεσσίας, ὥστε σπεύδει νά καταθέσει τή μαρτυρία της αὐτή καί στούς συμπατριῶτες της στή Σαμάρεια, οἱ ὁποῖοι θεωρώντας ἀξιόπιστο τόν λόγο της ἀνταποκρίνονται καί προσέρχονται στόν ᾽Ιησοῦ. Κι ἐνῶ πρό καιροῦ εἶχαν ἀρνηθεῖ νά Τόν δεχθοῦν μαζί μέ τούς μαθητές Του στήν πόλη τους, τώρα καί Τόν πλησιάζουν καί Τόν ἀκοῦνε, ἀλλά καί Τόν παρακαλοῦν νά μείνει μαζί τους. Πρός τή γυναίκα δέ πού αὐτή στήν οὐσία τούς κάλεσε, τή μετέπειτα ἁγία μεγαλομάρτυρα Φωτεινή τήν ἰσαπόστολο, γύριζαν καί τῆς ἔλεγαν: ῾οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν, αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν καί οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός᾽.

β. 1. Κι αὐτή εἶναι ἡ συνήθης διαδικασία στό γεγονός τῆς πίστεως: κάποιος προσέρχεται στόν Χριστό, διότι ἕνας ἄλλος, γνωστός τίς περισσότερες φορές, καταθέτει μιά προσωπική μαρτυρία περί Αὐτοῦ. ᾽Εν προκειμένῳ ἡ ῾λαλιά᾽ τῆς Σαμαρείτιδας ἀποτέλεσε τό ἔναυσμα γιά νά προκληθεῖ τό ἐνδιαφέρον τῶν συμπατριωτῶν της γιά τόν ᾽Ιησοῦ ὡς Μεσσία. Παρομοίως κινήθηκαν καί οἱ πρῶτοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Μετά τή δική τους κλήση ἀπό ᾽Εκεῖνον ἔνιωσαν τήν ἀνάγκη νά καλέσουν καί ἄλλους, σάν τόν ἀπόστολο ᾽Ανδρέα πού ἔσπευσε στόν ἀδελφό του Σίμωνα, τόν μετέπειτα ἀπόστολο Πέτρο, σάν τόν Φίλιππο πού κάλεσε τόν ἀδελφικό του φίλο Ναθαναήλ. Στήν ἱστορία μάλιστα τῆς ᾽Εκκλησίας διαπιστώνουμε ὅτι σ᾽ ἕνα μεγάλο ποσοστό ἡ πρώτη κλήση γιά τόν Χριστό σέ πολλές περιοχές ὀφείλετο σέ ἁπλούς πιστούς, πού ἔχοντας τήν ἐμπειρία τῆς συνάντησής τους μέ τόν Χριστό, θέλησαν νά μοιραστοῦν τή χάρη καί τή χαρά αὐτή. Δέν κινήθηκαν ὡς ῾ἐπαγγελματίες᾽ ἱεραπόστολοι, ὡς ῾καπηλεύοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ᾽ (Β´Κορ. 2, 17) κατά τόν ἀπ. Παῦλο, ἀλλ᾽ ὡς ἄνθρωποι πού δέν μποροῦσαν νά συγκρατήσουν τή χαρά τους: ἕνα ξέσπασμα τοῦ πληρώματος τῆς καιομένης καρδίας τους νά μοιραστοῦν μέ τούς ἄλλους ὅ,τι βρῆκαν ὡς θησαυρό στή ζωή τους. ῾Ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περί τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς,... ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν᾽, ὅπως γράφει καί ὁ ἀπ. ᾽Ιωάννης στήν Α´ Καθολική ἐπιστολή του (1, 1-3).

2. Στήν πραγματικότητα, ἡ κατάθεση τῆς μαρτυρίας κάποιου γιά τόν Χριστό, πού λειτουργεῖ καί ὡς κλήση τῶν ἀκουόντων, κατανοεῖται ὡς κλήση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανό Του τόν μάρτυρα αὐτόν. Ὅπως εἶπε ὁ Κύριος στούς μαθητές Του: ῾Καί ὑμεῖς μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ᾽ ἀρχῆς μετ᾽ ἐμοῦ ἐστε ᾽ (᾽Ιωάν. 15, 27). Μέ ἄλλα λόγια ὁ κάθε πιστός στόν Χριστό, πού ἔχει γευτεῖ τή γλυκύτητα τῆς παρουσίας Του στή ζωή του, γίνεται μέτοχος τῆς μαρτυρίας τοῦ Θεοῦ Πατέρα, πού ξεκινᾶ ἀπό τόν ῎Ιδιο τόν πρῶτο μάρτυρα ᾽Εκείνου τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό - ῾ἐγώ ἦλθον ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ᾽ (᾽Ιωάν. 18, 37) - καί συνεχίζεται καί ἁπλώνεται μέσα πιά ἀπό τούς πιστεύοντες σ᾽ Αὐτόν. ῾Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν᾽ (᾽Ιωάν. 6, 44). ῎Ετσι καί στήν περίπτωση τῆς Σαμαρείτιδας: γίνεται, ἐν ἀγνοίᾳ της στή φάση αὐτή, τό ὄργανο τοῦ Θεοῦ γιά νά καλέσει μέσα ἀπό τήν προσωπική της ἐμπειρία καί τούς ἄλλους Σαμαρεῖτες. Καί βεβαίως δέν σταμάτησε μόνον ἐκεῖ: μετά τήν πλήρη ἐνσωμάτωσή της στόν Χριστό διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, κινήθηκε ἱεραποστολικά μέσα στά ὅρια τῆς Σαμαρείας, ἀλλά καί ἀλλοῦ. Καί ἐπισφράγισε τήν ὅλη ἐν Χριστῷ πορεία της μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματός της, ἀφοῦ στό διωγμό τοῦ Νέρωνα, λίγο μετά τό ἥμισυ τοῦ 1ου μ.Χ. αἰ., καί αὐτή ἀλλά καί σχεδόν ὅλοι οἱ συγγενεῖς της ἔδωσαν τή ζωή τους πρός χάρη τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ.

3. Οἱ Σαμαρεῖτες λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθουμε, πίστεψαν σέ πρώτη φάση ἀπό τό λόγο τῆς μετέπειτα ἁγίας Φωτεινῆς. Προχώρησαν ὅμως καί στή δεύτερη φάση τῆς πίστεως, στήν προσωπική ἐμπειρία: ῾αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν καί οἴδαμεν᾽. Κι ἄν κανείς δέν φτάσει σ᾽ αὐτό τό δεύτερο βῆμα: ἡ πίστη ἐξ ἀκοῆς νά γίνει αὐτηκοΐα καί ἐμπειρία ζωῆς, δέν ὁλοκληρώνει ποτέ τή δυναμική πορεία τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Θά παραμένει πάντοτε σ᾽ ἐπίπεδο νηπιακό, πού σημαίνει ὅτι ἡ διψυχία καί ἡ ὀλιγοπιστία, μέ τά ἀποτελέσματα τῆς ἀκαταστασίας (Πρβλ. ᾽Ιακ. 1,8 ), θά ταλαιπωροῦν τήν ὅλη ζωή του, γιά νά φτάσει κατά πᾶσα πιθανότητα σέ πλήρη ἄρνηση αὐτῆς ἤ σέ μιά πίστη θρησκευτικοῦ τύπου, πού συνιστᾶ μιά ἐπιφανειακή ἰδεολογία καί πού βεβαίως δέν ἔχει τή δύναμη νά ἀλλοιώσει θετικά τή ζωή του. Κι αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί τό δράμα πολλῶν συγχρόνων Χριστιανῶν: παραμένουν μόνον σ᾽ ὅ,τι ἄκουσαν καί ἔμαθαν καί ἀποδέχτηκαν ἀπό τούς γονεῖς τους ἤ κάποιους ἄλλους ἀνθρώπους στά πρῶτα τους χρόνια καί δέν θέλησαν αὐτήν τήν πρώτη πίστη πού παρέλαβαν νά τήν κάνουν καί δική τους ἐμπειρία καί δικό τους βίωμα. ῎Ετσι παρέμειναν καί παραμένουν ἀκόμη Χριστιανοί κατ᾽ ὄνομα, ὁπότε ἰσχύει καί γι᾽ αὐτούς ὅ,τι ὀνόμασε ὁ ἁγιασμένος Γέροντας Παΐσιος ῾σύνδρομο τοῦ ἄδειου σακκιοῦ᾽. ῎Ανθρωποι δηλαδή πού ἐντάχθηκαν μέν στόν χριστιανισμό διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἀλλά πού δέν ἐνεργοποίησαν καθόλου τή χαρισματική αὐτή κατάσταση.

 4. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος βέβαια ἔχει ἀποκαλύψει τί γίνεται σ᾽ αὐτές τίς περιπτώσεις καί ἡ ἀποκάλυψή Του αὐτή ἠχεῖ πολύ φοβερά καί ζοφερά: πρόκειται γιά τούς ῾πιστούς᾽ πού γίνονται μέν κλαδιά στό δένδρο ᾽Εκείνου, κλήματα στό ἀμπέλι Του, ἀλλά μή παραμένοντας ἑνωμένοι μαζί Του διά τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν καί τῆς συμμετοχῆς τους συνεπῶς στήν ἐν μετανοίᾳ Θεία Εὐχαριστία, ξηραίνονται καί ἀποκόπτονται καί εἰς πῦρ βάλλονται (Πρβλ. ᾽Ιωάν. 15, 1ἑξ.). Στήν περίπτωση ἀπό τήν ἄλλη πού ἕνας πιστός ἀποκτήσει προσωπική σχέση μέ τόν Χριστό, γίνει αὐτήκοός Του καί νιώθει τήν παρουσία Του στή ζωή του, πού σημαίνει ὅτι ἔχει ὀρθά ἐκκλησιοποιηθεῖ, ζώντας ὡς μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τήν ἁγία Του ᾽Εκκλησία, τότε θά διαπιστώνει διαρκῶς ὅτι ἡ ἔκπληξη ἀπό τήν ἀδιάκοπα παρεχόμενη χάρη τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν θά εἶναι μιά μόνιμη κατάσταση. Θά ὁδεύει πάντοτε ῾ἐκ πίστεως εἰς πίστιν καί ἀπό δόξης εἰς δόξαν᾽, δεδομένου ὅτι ἡ ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιά ἀτέλεστη πορεία, μιά συνεχής αὔξηση σ᾽ ἐπίπεδα θεώσεως, κάτι πού μᾶς φανερώνουν, συνεσκιασμένα καί ταπεινά, οἱ ἅγιοί μας.

γ.  Κρίμα πάντως νά  εἶναι ῾στό χέρι μας᾽ ἡ δύναμη καί ἡ χαρά τῆς προσωπικῆς πίστεως στόν Χριστό, αὐτῆς πού συνιστᾶ καί τή λύση ὅλων τῶν οὐσιωδῶν προβλημάτων τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, κι ἐμεῖς νά μένουμε στά ῾ξυλοκέρατα᾽ τῶν πρώτων βημάτων τῆς πίστεως τῶν ἀρχαρίων.

Κυριακή της Σαμαρείτιδος (Ίωάν. 4,5-42) Μία αμαρτωλή γυναίκα +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος


ΣΥΝΤΟΜΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
Συντάκτης επίσκοπος Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης
Κυριακή της Σαμαρείτιδος (Ίωάν. 4,5-42)

Μία αμαρτωλή γυναίκα

ΤΗ ΝΥΧΤΑ της Αναστάσεως, αγαπητοί μου, ανάβουμε λαμπάδα κι ακούμε για πρώτη φορά το «Χριστός ανέστη». Στα παλιά τα χρόνια τα ευλογημένα οί άνθρωποι το «Χριστός ανέστη» το λέγανε πρωί, μεσημέρι, βράδυ επί σαράντα μέρες. Τώρα ακούγεται μόνο τη νύχτα της Αναστάσεως, και μετά σβήνει πλέον και στις καρδιές μας και στα χείλη μας.

Το «Χριστός ανέστη», ή ανάστασις του Χριστού, είναι ή πιο τρανή απόδειξης ότι ό Χριστός ζή και βασιλεύει, ότι είναι Θεός, ότι ή θρησκεία μας είναι αληθινή, κι ότι κανένας σατανάς δέ' μπορεί να ξεριζώσει το δέντρο πού λέγεται Εκκλησία του Χριστού.

Θεός ό Χριστός. Αυτό φωνάζει και ή σημερινή ήμερα. Ακούσατε τι είπε το ευαγγέλιο;

Μιλάει για μία γυναίκα. Κατοικούσε σ' ένα μικρό χωριό της Σαμάρειας πού λεγόταν Συχάρ. Αυτή παντρεύτηκε, πήρε άντρα, αλλά δεν έζησε μαζί του πολύ. Σε λίγο τον άφησε και πήρε δεύτερον άντρα. Σύντομα όμως τον πέταξε κι αυτόν και πήρε τρίτο. Άλλα κι αυτόν τον χώρισε και πήρε τέταρτο. Δεν άργησε να παρατήσει κι αυτόν και να πάρη πέμπτον άντρα. Μα ούτε εκεί σταμάτησε• έδωσε και σ' αυτόν μια κλωτσιά και πήρε έκτον άντρα. Έξι άντρες άλλαξε!

Αυτά συνέβαιναν εκείνα τα χρόνια, πού το ευαγγέλιο ήταν άγνωστο στον κόσμο. Πετούσαν ή γυναίκα τον άντρα κι ό άντρας τη γυναίκα. 'Αλλ' αυτά γίνονται και σήμερα σε όσους δεν πιστεύουν και ζουν χωρίς Θεό. Πλήθος τώρα τα διαζύγια. Πρώτα στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, εκατό χρόνια περνούσαν και διαζύγιο δεν ακουγόταν. Μόνο το φτυάρι του νεκροθάφτη χώριζε το αντρόγυνο. Τώρα; Από τα διαζύγια ζουν και πλουτίζουν οί δικηγόροι. Μου 'λεγε κάποιος χωρικός, ότι αναγκάστηκε να πούληση το βόδι του για να πλήρωση το δικηγόρο. Τα δικαστήρια έγιναν φάμπρικα του διαβόλου πού βγάζει κάθε μέρα διαζύγια. Θεσπίσθηκε ακόμα και το αυτόματο διαζύγιο (εγώ προτίμησα να πάω φυλακή παρά να υπογράφω τέτοια σατανικά διαζύγια). Φτάσαμε έτσι στα λόγια του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, πού προφήτευσε και είπε, ότι θα 'ρθη μέρα πού οί άντρες θ' αλλάζουν γυναίκα όπως αλλάζουν πουκάμισο και οί γυναίκες θ' αλλάζουν άντρα όπως αλλάζουν ρόμπα. Πάει ή οικογένεια, έσβησε μακριά από το Θεό.

Μην παραξενεύεστε λοιπόν ακούγοντας ότι εκείνα τα χρόνια μια γυναίκα άλλαξε πέντε άντρες και ζούσε με έναν έκτο άντρα παρανόμως, αστεφάνωτη, αφού τέτοια αστεφάνωτα αντρόγυνα υπάρχουν πολλά και σήμερα στην πατρίδα μας. Μήπως και στον κύκλο σας υπάρχει κάποιος αστεφάνωτος; Πρώτα δεν υπήρχε ούτε ένας. Βλέπετε πού φθάσαμε;

Ας επανέλθουμε στη Σαμαρείτιδα. Αυτή ζούσε έτσι εκεί στο χωριό της. Είχε όμως κ' ένα καλό• είχε ντροπή. Ένιωθε πώς αμαρτάνει, και κρυβόταν. Οι γυναίκες πήγαιναν πρωί στη βρύση για νερό αυτή πήγαινε μεσημέρι, όταν ό ήλιος έκαιγε τις πέτρες• τότε δειλά -δειλά έβγαινε να πάρει νερό για το σπίτι της.

Ε, λοιπόν αυτή ή γυναίκα, αυτό το κουρέλι του διαβόλου, σώθηκε και έγινε - τι; αγία! Πώς; Πήγε ό Χριστός και τη βρήκε. Ξεκίνησε από μακριά, πέρασε βουνά λαγκάδια γεφύρια. .., περπάτησε με τα πόδια του —τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα—, βάδισε χιλιόμετρα, κ' έφτασε στο χωριό. Πήγε γι' αυτήν.

Σταμάτησε ό Χριστός εκεί στη βρύση κουρασμένος. Κι όπως ό κυνηγός περιμένει το λαγό να πέραση, όπως ό ψαράς ρίχνει το αγκίστρι να πιάσει το ψάρι, έτσι κ' εκείνος έστησε καρτέρι εκεί και περίμενε. Και νάτην έρχεται. Δεν τον ήξερε το Χριστό. Κατάλαβε από τα ρούχα του και εν συνεχεία από τα λόγια και την προφορά του, ότι είναι ξένος. Αυτή ήταν ντόπια. Και οι ντόπιοι —όπως και μέχρι σήμερα δυστυχώς— μισούσαν τους ξένους. Οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να βλέπουν τους Σαμαρείτες και οι Σαμαρείτες δεν ήθελαν να βλέπουν τους Ιουδαίους. Ό Χριστός, όπως ήταν διψασμένος, λέει στη γυναίκα• —Δός μου λίγο νερό να πιω. Αντέδρασε εκείνη• —Πώς τολμάς Ιουδαίος εσύ να ζητάς από μένα τη Σαμαρείτισσα νερό; τι δουλειά έχουμε εμείς οί ντόπιοι με τους ξένους; Άλλα ό Χριστός, πού ήρθε να ένωση τον κόσμο και να κάνη όλους μια οικογένεια, της λέει• —Αν ήξερες ποιος ειν' αυτός πού σου ζητάει νερό, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε νερό αθάνατο. (Εγώ, δηλαδή, έχω το αθάνατο νερό - εννοούσε την αλήθεια του και τη σωτηρία)... Έτσι άρχισε μια μοναδική συζήτηση, πού έκανε τη γυναίκα να θαυμάσει και, ή αμαρτωλή αυτή, να ξυπνήσει και να πιει —Περιμένουμε το Μεσσία• όταν έρθει εκείνος, θα μας τα εξήγηση όλα. — Εγώ είμαι πού σου μιλώ! της είπε ό Χριστός.

Ή αποκάλυψις αυτή της έκανε τέτοια εντύπωση, ώστε άφησε εκεί τη στάμνα της, τρέχει στο χωριό και φωνάζει• —Ελάτε να δείτε κάποιον, πού μου είπε όλα τα μυστικά της ζωής μου' μήπως αυτός είναι ό Χριστός; Οι χωριανοί άφησαν τις δουλειές τους, χωράφια και ζώα, και βγήκαν όλοι εκεί πού ήταν ό Χριστός. Αυτή ή μαρτυρία της έκανε πολλούς να πιστέψουν. Κάθισαν και τον άκουγαν αχόρταγα. Τον παρακάλεσαν μάλιστα και έμεινε εκεί δύο μέρες. Νηστικοί έμεναν κοντά του και τον άκουγαν συνεχώς - όχι μια ώρα, πού στεκόμεθα εμείς στην εκκλησία. Κι από τη διδαχή του πίστεψαν πολύ περισσότεροι. Και έλεγαν στη γυναίκα- —Τώρα πιστεύουμε στηριζόμενοι όχι πλέον στα δικά σου λόγια• οι ίδιοι ακούσαμε και διαπιστώσαμε, ότι αυτός είναι πράγματι ό σωτήρας του κόσμου, ό Χριστός.

Ή γυναίκα αυτή τι απέγινε; Αφού πίστεψε στο Χριστό, άλλαξε ζωή. Διέλυσε το παράνομο συνοικέσιο. Με το βάπτισμα της ονομάσθηκε Φωτεινή. Πήρε κατόπιν ένα ραβδί και έφυγε. Έγινε ιεροκήρυκας. Πέρασε βουνά -λαγκάδια, πήγε παντού. Έφτασε —πού νομίζετε;— και στη Μικρά Ασία, στη Σμύρνη. Κήρυξε κ' εκεί το Χριστό. Γι' αυτό αργότερα οί Έλληνες, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, έχτισαν στη Σμύρνη μια όμορφη εκκλησία της Αγίας Φωτεινής. Την έχτισαν μέσα σε δύο μήνες! θα τη θυμούνται όσοι ως στρατιώτες πήγαν στη Μικρά Ασία και πέρασαν από το ναό της Αγίας Φωτεινής ν' ανάψουν ένα κερί στην εικόνα της. Μετά μπήκαν οί Τούρκοι στη Σμύρνη και βάλανε φωτιά. Το περίφημο τέμπλο της εκκλησίας εκείνης σώθηκε και έχει μεταφερθεί στην Αθήνα. Βρίσκεται τώρα στο ναό της Άγιας Φωτεινής Νέας Σμύρνης, πού σήμερα πανηγυρίζει.

Αυτά με λίγα λόγια λέει το ευαγγέλιο σήμερα, αγαπητοί μου. Εγώ θέλω να σταματήσω σ' ένα σημείο. Είδαμε, ότι ή γυναίκα αυτή, όταν πίστεψε, πήγε στο χωριό και φώναξε• Ελάτε να δείτε το Χριστό!... Και πήγαν όλοι. Καταλαβαίνετε τι θέλω τώρα να πω; Ότι και σήμερα, κάθε φορά πού γίνεται θεία λειτουργία, ό Χριστός είναι εδώ. Μη βλέπετε ότι οί λειτουργοί είμεθα άνθρωποι, παπάδες ή δεσποτάδες. Αμαρτωλοί άνθρωποι είμεθα, ατελείς άνθρωποι είμεθα, ανίκανοι να κρατούμε στα χέρια μας τα άγια• άλλ' όταν φορέσουμε την ιερατική στολή, εκείνη την ώρα ό παπάς δεν είναι πλέον άνθρωπος, δεν είναι ό παπα -Δημήτρης ή ό παπα - Νικόλας• είναι ό Χριστός ό ίδιος. Κι όταν χτυπούν οί καμπάνες τι λένε; Δεν ακούτε; Ελάτε Χριστιανοί, λένε, είναι ό Χριστός στην εκκλησιά!... Εδώ είναι το Ευαγγέλιο, εδώ ό Απόστολος, εδώ ή κανδήλα της πίστεως, εδώ το θυμίαμα της προσευχής, εδώ ή κολυμβήθρα του βαπτίσματος, εδώ το πανάγιο σώμα και το τίμιο αίμα του Χριστού, εδώ είναι ή ευλογία του Χριστού, ό ίδιος ό Χριστός.

'Αλλά οί Χριστιανοί τι κάνουν; Οί Σαμαρείτες έτρεξαν αφήνοντας τα πάντα. Τώρα, πού είναι πάλι ό Χριστός εδώ και ή καμπάνα κράζει Ελάτε, ποιοι έρχονται; Για μετρήστε. Πού είναι τα παιδιά; που είναι οί νέοι; πού είναι οί νέες; πού είναι οί Χριστιανοί; Βλέπετε λοιπόν, ότι εμείς σήμερα αμαρτάνουμε, υστερούμε εν συγκρίσει μ' εκείνους.

Μην επηρεάζεστε, αδελφοί μου, από το πνεύμα του κόσμου τούτου. Όταν ακούτε την καμπάνα, φτερά στα πόδια! Οί Τούρκοι δεν επέτρεπαν να χτυπούν καμπάνες• αλλά και χωρίς καμπάνα γέμιζαν οί εκκλησιές. Τώρα χτυπούν καμπάνες, αλλά «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις χτύπα». Φτάσαμε σε χρόνια σατανικά. Γι' αυτό τιμωρούμεθα και σειόμεθα. Και θα γίνουν κι άλλα φοβερά πράγματα• γιατί αφήσαμε το Θεό, φύγαμε απ' το Θεό.

Αυτά μας διδάσκει μια αμαρτωλή γυναίκα, πού είχε έξι άντρες, αστεφάνωτη, και μετανόησε κ' έγινε ή αγία Φωτεινή, πού εορτάζουμε σήμερα και ακούσαμε το ευαγγέλιό της.


Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, η οποία έγινε στον ιερό ναό Άγιου Νικολάου Κάτω Υδρούσης – Φλώρινας την 24-05-1981. καταγραφή και σύντμησης 29-05-2005.

ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ ῾ώρα δε ην ωσεί έκτη᾽ (Ιωάν. 4,6)


ώρα δε ην ωσεί έκτη᾽ (Ιωάν. 4,6)


 α. Το εκτενές ευαγγελικό ανάγνωσμα έχει ως περιεχόμενο τη συνάντηση του Κυρίου Ιησού Χριστού με μία γυναίκα Σαμαρείτισσα, αμφιβόλου ηθικής ποιότητας όπως αποδεικνύεται, (είχε στο ενεργητικό της ήδη πέντε άνδρες και συζούσε με έναν έκτο),  την οποία όμως όχι μόνον δεν αποστρέφεται, όπως θα περίμενε κανείς από έναν ῾έντιμο᾽ Ιουδαίο, αλλά την προκαλεί σε συζήτηση, της αποκαλύπτει την προσωπική της ζωή, φτάνει μάλιστα στο σημείο να της αποκαλύψει και βαθύτατες θεολογικές αλήθειες για τον Θεό και το πώς λατρεύεται Αυτός, όπως ότι και ο Ίδιος είναι ο προανηγγελμένος από τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης Μεσσίας και Σωτήρας του κόσμου. Το αποτέλεσμα είναι συγκλονιστικό:  η γυναίκα δέχεται τη χάρη που της προσφέρει ο Κύριος, αλλάζει τρόπο ζωής, γίνεται ευαγγελίστρια των συμπατριωτών της, γίνεται ισαπόστολος, γίνεται η αγία μεγαλομάρτυς Φωτεινή. Η ώρα της συνάντησής της με τον Κύριο έγινε η ώρα της ζωής της, η ώρα της σωτηρίας της. Ο Ιωάννης το σημειώνει: ῾ώρα δε ην ωσεί έκτη᾽.


 β. 1. Δεν πρόκειται μόνον για τον χρονικό προσδιορισμό της ημέρας: έκτη ώρα, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι. (Η αντιστοίχηση με τη δική μας ώρα γίνεται ως γνωστόν όταν προσθέσουμε στην ώρα του ευαγγελίου και ευρύτερα του εκκλησιαστικού ωραρίου τον αριθμό έξι: πρώτη ώρα είναι η εβδόμη πρωϊνή, τρίτη ώρα η ενάτη κ.ο.κ.). Η ώρα, ιδίως στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, αποκτά ένα ιδιαίτερο θεολογικό βάθος, διότι δηλώνεται κατ᾽ αυτήν η πρόταση εκ μέρους του Θεού για το γεγονός της σωτηρίας του ανθρώπου. Όταν δηλαδή ο Ιωάννης σημειώνει για ένα περιστατικό την ώρα, είναι γιατί θέλει να δηλώσει εμφατικά το χαρισματικό όριο της συνάντησης του Θεού με τον άνθρωπο, καλύτερα:  την ώρα που η ανθρώπινη θέληση υποκινείται από τη χάρη του Θεού προκειμένου να αποδεχθεί την πρόσκλησή Της, συνεπώς να αρχίσει να ενεργοποιείται η διαδικασία της μετανοίας και της μεταστροφής του ανθρώπου. Η υποκίνηση όμως της θέλησης του ανθρώπου δεν σημαίνει αυτομάτως και αποδοχή της χάρης. Ο άνθρωπος μπαίνει σε κρίση, η κρίση όμως αυτή μπορεί να καταλήξει είτε πράγματι σε αποδοχή και υπακοή του ανθρώπου, αν ο άνθρωπος βρίσκεται σε κατάσταση ετοιμότητας, που θα πει σε αναζήτηση του Θεού, είτε σε απόρριψη, αν ο άνθρωπος έχει επιλέξει την πονηρία ως τρόπο ζωής του. Στην πρώτη περίπτωση καταλαβαίνουμε ότι η ῾ώρα᾽ γίνεται οδός σωτηρίας, ενώ στη δεύτερη γίνεται ώρα κρίσεως με την έννοια της καταδίκης και του κατακρίματος του ανθρώπου. Προφανώς η Σαμαρείτισσα ήταν σε κατάσταση ετοιμότητας, παρόλη την επιφάνεια της άσωτης ζωής της, γι᾽ αυτό και σώθηκε.


2. Πολλά άλλα στοιχεία του Ευαγγελίου επιβεβαιώνουν την παραπάνω αλήθεια. Για παράδειγμα: 

- Ο απόστολος Παύλος κρίνοντας σε γενικό επίπεδο τον ερχομό του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο μιλάει για την ῾ώρα᾽ αυτή ως ῾το πλήρωμα του χρόνου᾽. ῾Ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν Αυτού...᾽. Η ανταπόκριση των ανθρώπων στην κίνηση αυτή του Θεού υπήρξε διπλή: άλλοι Τον δέχτηκαν, άλλοι Τον απέρριψαν.

- Στην αρχή της δράσεώς Του ο Κύριος δέχεται την ειρωνική προτροπή των αδελφών Του να ανέβη μαζί τους στα Ιεροσόλυμα για να γίνει γνωστός. ῾Ούπω ήκει η ώρα μου᾽, δεν έχει έλθει ακόμη η ώρα μου, είναι η απάντησή Του.

- Ο ερχομός του Ναθαναήλ προς τον Κύριο, μετά την κλήση του από τον αδελφικό του φίλο Φίλιππο, ορίζεται και πάλι από την επισήμανση της συγκεκριμένης ῾ώρας᾽.

- Η παράκληση της Μητρός του Κυρίου προς τον Ίδιο να δώσει μία λύση στην έλλειψη κρασιοῦ στον γάμο της Κανά φαίνεται σε πρώτη φάση να απορρίπτεται με το και πάλι ῾ούπω ήκει η ώρα μου᾽. Γίνεται όμως ῾ώρα᾽ Του, δηλαδή θαυμαστή ενέργειά Του στους ανθρώπους που προκαλεί την πίστη, γιατί ακριβώς το ζήτησε Εκείνη, η Μία και Μοναδική.

- Στον Μυστικό Δείπνο, η φυγή του προδότη μαθητή Ιούδα προς επιτέλεση της ανομίας καταγράφεται ως ῾ώρα νύχτας᾽. ῾Ην δε νυξ᾽. Η ενέργεια του Χριστού για τη σωτηρία των ανθρώπων συνάντησε την άρνηση του Ιούδα, γι᾽ αυτό και λειτούργησε σ᾽ αυτόν ως νύχτα.


3. Η εξήγηση της παραδοξότητας: να προκαλεί την ανθρώπινη θέληση η παντοδύναμη ενέργεια του Θεού, αλλά άλλοτε να γίνεται αυτή αποδεκτή και άλλοτε όχι, είναι απλή. Ο παντοδύναμος Θεός δεν θέλει να εκβιάσει τον ῾κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσιν᾽ Αυτού δημιουργημένο άνθρωπο. Στην κατάσταση της πτώσεως στην αμαρτία μάλιστα, στην κατάσταση δηλαδή του πόνου και της απελπισίας, το μόνο που μπορεί ίσως να κερδίσει τον άνθρωπο είναι η αγάπη. Μια αγάπη που το απόλυτο όριό της το βλέπουμε πάνω στον Σταυρό, όπου ο Εσταυρωμένος Δημιουργός μας σηκώνει τις αμαρτίες μας, χωρίς να ζητεί τίποτε άλλο από εμάς πέρα από την καρδιακή ανταπόκρισή μας. Μας προσφέρθηκε και μας προσφέρεται ολοκληρωτικά – η Θεία Λειτουργία μάλιστα είναι η αδιάκοπη θυσία του ῾εσφαγμένου αρνίου᾽ για να τον φάμε και να τον πιούμε – προκειμένου ακριβώς να κερδίσει την καρδιά μας. ῾Υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν᾽. Γι᾽ αυτό και τελικώς η ῾ώρα᾽ για την οποία μιλάμε αφότου Εκείνος ήλθε και Σταυρώθηκε είναι η κάθε ώρα και η κάθε στιγμή, η οποία ενεργοποιείται κατεξοχήν στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Θέλουμε να πούμε ότι όσο ζούμε στον κόσμο τούτο η αγάπη του Θεού δημιουργεί στον κάθε άνθρωπο ευκαιρίες μετανοίας, με την έννοια ότι τον προκαλεί προκειμένου να Τον λάβει αυτός σοβαρά υπόψη στη ζωή του. Κι εκεί που όντως φανερώνουμε ότι Τον λαβαίνουμε υπόψη, οπότε η ῾ώρα῾ γίνεται και δική μας ῾ώρα᾽ είναι όταν Τον κοινωνούμε, είτε μέσω του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας είτε μέσω της τηρήσεως των αγίων Του εντολών.


4. Αν όμως η παρηγοριά που έχουμε - ότι ῾ώρα᾽ για εμάς, ώρα δηλαδή για συνάντηση με τον Θεό μας, είναι η κάθε ώρα και η κάθε στιγμή μέχρι τον θάνατό μας - μας δίνει δύναμη και κουράγιο, ταυτοχρόνως μας γεμίζει και με φόβο, γιατί ακριβώς είναι άδηλη η ώρα αυτή του θανάτου μας. Ναι μεν μπορούμε να γευτούμε τον Θεό και να ζήσουμε τη σωτηρία μας κάθε στιγμή του χρόνου, όμως ο ίδιος αυτός χρόνος μπορεί να σημάνει και το τέλος μας. Κάθε φορά λοιπόν που ο Θεός μας δίνει ευκαιρία μετανοίας, κάθε φορά που βλέπουμε ότι μας προκαλεί με ένα γεγονός, ευχάριστο ή κυρίως δυσάρεστο: τα φάρμακα είναι συνήθως πικρά και δυσάρεστα, αλλά είναι αυτά που μας γιατρεύουν, πρέπει να είμαστε σε ετοιμότητα αποδοχής Του. Η διαγραφή της προσκλήσεώς Του ή η όποια υποβάθμιση της ῾ώρας᾽ Του μας θέτουν σε κατάσταση κινδύνου. Δεν έχουμε την πολυτέλεια επιλογής του χρόνου, κι αυτό σημαίνει ότι το ῾λάλει, Κύριε, ότι ο δούλος Σου ακούει᾽, πρέπει να είναι η μόνιμη έγνοια και φροντίδα μας. Ακόμη και στις πιο δύσκολες εργασίες που απορροφούν ίσως όλη την ενεργητικότητά μας, ακόμη και τότε, πιο πολύ μάλλον τότε, πρέπει να είμαστε σε εσωτερική βαθιά προσοχή για κλήση του Θεού. Δεν είναι τυχαίο ότι ο λόγος του Ευαγγελίου όπως και ο λόγος των Πατέρων μας προτρέπει διαρκώς στο ῾σήμερον᾽ της αποδοχής του Θεού. Το αύριο μπορεί να υπάρχει, αλλά όχι ίσως για εμάς. Γι᾽ αυτό και η αναβολή στην πνευματική ζωή, η απόρριψη της κλήσεως του Θεού ή η θέση Του σε κάτασταση αναμονής, είναι η χειρότερη δυνατή επιλογή μας.


γ. Μακάρι η ώρα της Σαμαρείτισσας που έγινε ο καιρός της σωτηρίας της να λειτουργήσει αντιστοίχως και για εμάς. Η κάθε ώρα της ημέρας δηλαδή να μας βρίσκει εν μετανοία και με άνοιγμα ιεραποστολικό και διακονικό στους συνανθρώπους μας. Η μετάνοιά μας και η αγάπη μας στον συνάνθρωπο θα είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι όντως η κλήση του Θεού βρήκε θετική ανταπόκριση και σε εμάς. Η αγία 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...