Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαΐου 10, 2015

Οἱ ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος

Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Θ' (ΕΝΑΤΟ) ΑΙΩΝΑ

Ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ Θ' (ἔνατου) αἰώνα εἶχαν περάσει ἤδη περισσότερα ἀπὸ χίλια ἑκατὸ χρόνια, ἀφ' ὅτου ἱδρύθηκε ἡ πόλη τῆς Θεσσαλονίκης (315 π.Χ.)• κατὰ τὸ χρονικὸ αὐτὸ διάστημα ἡ πόλη εἶχε δεῖ μέρες λαμπρῆς δόξας καὶ δεινῶν συμφορῶν, ἀλλὰ ἔμενε πάντοτε φημισμένη καὶ ὑπερήφανη.

Ὡς πρωτεύουσα τοῦ Ἰλλυρικοῦ κατὰ τὴ βυζαντινὴ ἐποχὴ χρειάστηκε νὰ κάνει μεγαλειώδεις ἀγῶνες γιὰ νὰ προφυλάξει τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τοὺς βαρβάρους ποὺ ἔρχονταν ἀδιάκοπα ἀπὸ τὸν βορρᾶ· τοὺς Γότθους, τοὺς Οὕννους, τοὺς Ἀβάρους, τοὺς Σλάβους.

Προστάτης σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀγῶνες τους ὑπῆρξε ὁ πανένδοξος μάρτυρας Δημήτριος, ὁ ὁποῖος ἐμφανιζόταν πάνω στὰ τείχη τῆς πόλεως μὲ λευκὴ χλαμύδα καὶ ἐνίσχυε τοὺς ἀμυνόμενους κάθε φορὰ ποὺ οἱ ἐπιδρομεῖς στένευαν τὴν πολιορκία. Γι' αὐτὸ οἱ Θεσσαλονικεῖς δὲν παρέλειπαν εὐκαιρία νὰ ἐκδηλώσουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους πρὸς τὸν λυτρωτὴ Ἅγιο, ὅπως βλέπουμε καὶ στὴν ἐπιγραφὴ ποὺ βρέθηκε στὸ ναό του.

Κτίστας θεωρεῖς τοῦ πανενδόξου δόμου

ἐκεῖθεν Ἔνθεν μάρτυρος Δημητρίου,

τὸν βάρβαρον κλύδωνα βαρβάρων στόλων

μετατρέποντος καὶ πάλιν λυτρωμένου.

Στὰ τέλη τοῦ Ζ' (ἕβδομου) αἰώνα οἱ ἐπιδρομὲς ἔληξαν καὶ ἡ Θεσσαλονίκη εἰσῆλθε σὲ περίοδο νέας ἀκμῆς. Ὡς τότε ὁ Ἅγιος Δημήτριος προφύλασσε τὴν πόλη ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων μὲ δύναμη, ἀλλὰ ἔκτοτε τὴν ἐνισχύει στὸ ἔργο τῆς ἐξημέρωσης τῶν βαρβάρων μὲ τὸ λόγο καὶ τὸ πνεῦμα. Δὲν ἦταν ἄγνωστο τὸ ἔργο αὐτὸ στὴ χριστιανικὴ παράδοση τῆς πόλης, ἡ ὁποία κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους ἀποτελεῖ κέντρο μετάδοσης τοῦ Εὐαγγελίου στὸν Ἑλληνικὸ χῶρο. Γι' αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς τοὺς ἐγκωμιαστικοὺς αὐτοὺς λόγους: «ὥστε γενέσθαι ὑμᾶς τύπους πᾶσι τοῖς πιστεύουσιν ἐν τῇ Μακεδονίᾳ καὶ ἐν τῇ Ἀχαΐᾳ ἀφ' ὑμῶν γὰρ ἐξήχηται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου οὐ μόνον ἐν τῇ Μακεδονίᾳ καὶ ἐν τῇ Ἀχαΐᾳ, ἀλλὰ καὶ ἐν παντὶ τόπῳ ἡ πίστις ὑμῶν ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ἐξελήλυθεν, ὥστε μὴ χρείαν ἡμᾶς ἔχειν λαλεῖν τι». Οἱ λόγοι αὐτοὶ ἐπρόκειτο νὰ ἐπαληθεύσουν καὶ πάλι κατὰ τοὺς χρόνους τῶν μεγάλων ἱεραποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου.

Ὁ λόγιος ἱερέας Ἰωάννης Καμενιάτης στὶς ἀρχὲς τοῦ Γ' (τρίτου) αἰώνα περιγράφει τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρά της μὲ ζωηρὰ χρώματα. Πλούσιες πεδιάδες, λέει, ἀνοίγονται πρὸς τὶς δύο πλευρὲς τοῦ ὄρους Χορτιάτη. Ἡ περιοχὴ πρὸς τὸ βορρᾶ καταλαμβάνεται σὲ ἕνα ἀρκετὰ μεγάλο ποσοστὸ ἀπὸ δύο λίμνες ποὺ ἔχουν ἀφθονία ψαριῶν καὶ τὸ ὑπόλοιπο μέρος καλλιεργεῖται ἢ βόσκεται ἀπὸ τὰ χρήσιμα ζῶα. Ἡ πεδιάδα ποὺ ἐκτείνεται στὸ νότιο μέρος τοῦ βουνοῦ καὶ ἀνατολικά τῆς πόλης χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀπερίγραπτη ὀμορφιά, μὲ χωράφια, ἀμπέλια, κήπους, πυκνὰ δάση, ἄφθονα νερά. Πολυάριθμα μοναστήρια στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ καὶ τὴν πεδιάδα ὀμορφαίνουν τὰ μάτια τῶν περαστικῶν καὶ τῶν ἐπισκεπτῶν. Ἄλλη, ὅμως, πεδιάδα ἐξίσου καρποφόρα ἐκτείνεται στὰ δυτικά τῆς πόλης.

Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν τότε μεγάλη καὶ πολυάνθρωπη. Περιβαλλόταν ἀπὸ τείχη ἰσχυρὰ καὶ προπύργια. Πλήθη λαοῦ κατέκλυζαν τὴν ἀγορὰ καὶ τὴ μεγάλη λεωφόρο ποὺ διαχώριζε σὲ δύο τμήματα τὴν πόλη. Ἡ οἰκονομική της ἄνθηση τὴν εἶχε καταστήσει κέντρο ἕλξεως τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν ἐμπόρων καὶ τῆς ἁρπακτικῆς διάθεσης τῶν πειρατῶν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς.

Μεγαλοπρεπεῖς ναοὶ καὶ ἐπιβλητικὰ δημόσια κτίρια διακοσμοῦσαν τὶς πλατεῖες της καὶ δέχονταν τὰ πλήθη γιὰ ἱκανοποίηση τῶν θρησκευτικῶν καὶ τῶν κοινωνικῶν ἀναγκῶν τους. Τὸν ἀρχιεπισκοπικό της θρόνο τίμησαν τότε δύο διάσημοι ἄνδρες ἀπὸ ξένες ἐπαρχίες, Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος καὶ Λέων ὁ Μαθηματικός, ὁ μετέπειτα πρύτανης τοῦ πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης.

Ἀλλὰ τὸ φωτεινὸ στεφάνι τῆς δόξας της ἔπλεξαν τὰ δύο δικά της τέκνα, Κύριλλος καὶ Μεθόδιος.




ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Οἱ γονεῖς τῶν δύο ἀδελφῶν ἦταν εὐγενικῆς καταγωγῆς. Ὁ πατέρας τους Λέων ὑπηρετοῦσε στὴ Θεσσαλονίκη ὡς δρουγγάριος, δηλαδὴ ὡς χιλίαρχος, καὶ ἔπειτα προβιβάστηκε σὲ στρατηγό. Συγκέντρωσε τότε στὰ χέρια του τὴν πολιτικὴ καὶ τὴ στρατιωτικὴ ἐξουσία τῆς Μακεδονίας. Εἶχαν ἑφτὰ παιδιά, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ τελευταῖο, ὁ Κωνσταντῖνος, γεννήθηκε τὸ 827. Ὁ Μεθόδιος ἴσως νὰ εἶχε γεννηθεῖ τὸ 820.

Ἡ ἀτμόσφαιρα εὐσέβειας ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ σπίτι τοῦ Λέοντα ἔδωσε στοὺς δύο ἀδελφοὺς τὴν πρώτη ὤθηση πρὸς τὶς πνευματικὲς ἐνασχολήσεις. Τὰ βήματά τους ὁδηγοῦνταν συχνὰ στοὺς περίφημους ναοὺς τῆς πόλης, στὴν Ἀχειροποίητο καὶ τὴν Ἁγία Σοφία, καὶ πολὺ συχνότερα στὸ ναὸ τοῦ πολιούχου Ἁγίου Δημητρίου, τοῦ ὁποίου τὴ λιτανεία παρακολουθοῦσαν κάθε χρόνο στὴ μεγάλη λεωφόρο. Ἄλλοτε πάλι ἔβγαιναν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη γιὰ νὰ ἐπισκεφτοῦν τὰ πολυάριθμα μοναστήρια ποὺ ἦταν διασκορπισμένα στὴν ὕπαιθρο. Ἡ συμμετοχή τους στὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καλλιέργησε καὶ ἐξευγένισε τὸ χαρακτήρα τους.

Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας τους, ὁ Μεθόδιος εἶχε τελειώσει τὶς σπουδές του. Εἶχε παρακολουθήσει πρόγραμμα μαθημάτων ποὺ προορίζονταν γιὰ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἐκπαιδευτεῖ γιὰ νὰ καταλάβουν θέση στὴν ἀνώτερη κρατικὴ ὑπαλληλία. Ἀπὸ τὴν αὐτοκράτειρα Θεοδώρα διορίστηκε διοικητὴς «Σκλαβηνίας», δηλαδὴ ἐπαρχίας τῆς ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας ποὺ κατοικούταν κατὰ πλειονότητα ἀπὸ σλαβικοὺς πληθυσμούς, ποὺ εἶχαν εἰσβάλει εἰρηνικὰ καὶ εἶχαν καταλάβει ἀραιοκατοικημένες περιοχές. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε συστηματικότερα στὴν ἐκμάθηση τῆς σλαβικῆς γλώσσας, τῆς ὁποίας στοιχεῖα γνώριζε ἤδη ἀπὸ τοὺς σλαβικῆς καταγωγῆς ὑπηρέτες τῆς οἰκογένειάς του.

Ἔπειτα ἀπὸ μερικὰ χρόνια ἐγκατέλειψε αὐτὸ τὸ ἀξίωμα, γιὰ νὰ ἀποσυρθεῖ στὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας. Τὸ ὄρος αὐτὸ ἦταν τότε ὅ,τι ἀργότερα ἔγινε ὁ Ἄθως: ὄρος τῶν μοναχῶν. Ἐγκαταστάθηκε λοιπὸν σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια του καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴν ἄσκηση, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μελέτη τῆς θεολογίας.

Ὁ Κωνσταντῖνος, ποὺ μετονομάστηκε σὲ Κύριλλο, τὶς τελευταῖες μέρες τῆς ζωῆς του, ἐπέδειξε ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀξιόλογη ἱκανότητα στὴ μάθηση. Σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν, ὅσο ἦταν ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, γνώριζε ἀπὸ μνήμης τὰ συγγράμματα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἀργότερα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του στὸ ἐκεῖ πανεπιστήμιο, τὸ ὁποῖο μόλις τότε εἶχε ἐπανιδρυθεῖ καὶ λειτουργοῦσε ὑπὸ τὴ διοίκηση τοῦ διακεκριμένου ἐπιστήμονα Λέοντα τοῦ Μαθηματικοῦ, πρώην ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Φιλοξενούταν στὴν πρωτεύουσα καὶ εἶχε ὡς κηδεμόνα τὸν λογοθέτη τοῦ δρόμου, δηλαδὴ πρωθυπουργό, Θεόκτιστο, ποὺ ἦταν συγγενής του. Κοντὰ στὸν Λέοντα καὶ τὸν Φώτιο σπούδασε γεωμετρία, ἀστρονομία, μουσική, ρητορική, φιλολογία, διαλεκτικὴ καὶ φιλοσοφία. Ἰδιαίτερη ἐπίδοση εἶχε στὴ γλωσσομάθεια. Ὑπῆρξε φαινόμενο πολυγλωσσίας, ὄχι μόνο γιὰ ἐκείνη τὴν ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία ἦταν ἄγνωστες οἱ μέθοδοι διδασκαλίας ξένων γλωσσῶν, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἐποχές· διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γνώριζε τὴ σλαβική, τὴ συριακή, τὴν ἑβραϊκή, τὴ σαμαρειτική, τὴν ἀραβική, τὴ χαζαρικὴ (τουρκική), τὴ λατινική, πιθανῶς ὅμως καὶ ἄλλες γλῶσσες.

Ἀντίθετα ἀπὸ τὸν ἀδελφό του ὁ Κωνσταντῖνος δὲν ἐγκατέλειψε τὴν πρωτεύουσα, μολονότι κάποια στιγμὴ σκέφτηκε νὰ τὸν μιμηθεῖ πηγαίνοντας σὲ ἀσκητήριο τοῦ Βοσπόρου. Χειροτονήθηκε ἱερέας, διορίστηκε βιβλιοθηκάριος τοῦ πατριαρχείου καὶ τέλος ἀναδείχτηκε σὲ καθηγητὴ τῆς φιλοσοφίας στὸ πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἀπὸ τότε ὀνομαζόταν Κωνσταντῖνος ὁ Φιλόσοφος. Ζοῦσε ὅμως καὶ αὐτὸς ἀσκητικά.

Οἱ δύο ἀδελφοὶ προετοιμάζονταν γιὰ τὶς μεγάλες ἀποστολές, στὶς ὁποῖες ἐπρόκειτο νὰ κληθοῦν. Κατεῖχαν ἀξιόλογη ἱκανότητα γιὰ δράση καὶ εἶχαν ἀποκτήσει ἀξιοζήλευτη ἐπιστημονικὴ κατάρτιση. Ἀναζητοῦσαν καὶ κάτι ἄλλο, τὴν πνευματικὴ τελειότητα. Στὰ μοναχικά τους κελιὰ κατόρθωναν νὰ ἀνεβαίνουν πρὸς τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ἡ ἄνοδος ἦταν γι' αὐτοὺς μία διαρκῆς ἐμπειρία. Ἦταν ἄνθρωποι κατὰ τὸ σῶμα καὶ ἄγγελοι κατὰ τὴν ψυχή.



Η ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Τὸ ἑλληνικὸ Βυζάντιο βρισκόταν ἐδῶ καὶ διακόσια χρόνια σὲ κατάσταση συμπτύξεως (μείωσης τῆς ἐδαφικῆς του ἔκτασης) ποὺ ὀφειλόταν σὲ τρία αἴτια: πρῶτα στὶς ἀδιάκοπες ἐπιδρομὲς βαρβαρικῶν λαῶν, ἰδίως ἀπὸ τὸ Βορρᾶ καὶ τὸ Νότο, ποὺ προκαλοῦσαν πληγὲς συνεχοῦς ἀφαίμαξης· δεύτερον, στὴν ἀποστροφὴ πρὸς τὶς κατακτήσεις ξένων ἐδαφῶν ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία του νὰ συντηρεῖ τὴν προγονικὴ κληρονομιὰ καὶ νὰ τὴ μεταδίδει πρὸς τὰ ἔξω· καὶ τρίτο, στὴν ἑκατονταετῆ ἐμφύλια ἔριδα γιὰ τὶς εἰκόνες. Τὴν κατάσταση αὐτὴ ἐκμεταλλευόμενοι ἀφ' ἑνὸς οἱ Ἄραβες μὲ μία ἀπροσδόκητη ἀφύπνιση, ἀφ' ἑτέρου οἱ Σλάβοι μὲ μία μακροχρόνια καὶ μεθοδικὴ διείσδυση, κατόρθωσαν νὰ στερήσουν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο πολλὲς ἀπὸ τὶς πλουσιότερές του ἐπαρχίες, ὅπως εἶναι ἡ Αἴγυπτος, ἡ Παλαιστίνη, ἡ Συρία καὶ μεγάλα τμήματα τῆς Θράκης καὶ τῆς Ἰλλυρίας.

Κάτω ἀπὸ συνεχῆ πίεση βρισκόταν ἐπίσης καὶ ὁ Χριστιανισμὸς κατὰ τὴν ἴδια περίοδο. Ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς κατάπαυσης τῶν διωγμῶν μέχρι τὴν ἐμφάνιση τῶν παραπάνω λαῶν στὰ σύνορα τῆς αὐτοκρατορίας ἡ Χριστιανικὴ θρησκεία εἶχε κατορθώσει νὰ ἐπεκταθεῖ στὰ βάθη τῆς Ἀφρικῆς καὶ στὰ ἀπώτερα σημεῖα τῆς Ἀσίας, ἔκτοτε ὑποχωρεῖ ραγδαίως καὶ χάνει τὴ μία μετὰ τὴν ἄλλη ὅλες σχεδὸν τὶς θέσεις της στὶς ἠπείρους αὐτές, μέχρι καὶ στὶς βόρειες περιοχὲς τῆς Χερσονήσου τοῦ Αἵμου.

Στὰ μέσα τοῦ ἔνατου (Θ') αἰώνα παρατηρεῖται ριζικὴ μεταβολὴ τῶν πραγμάτων, ποὺ συνέπεσε μὲ τὴν κατάπαυση τῆς εἰκονομαχίας. Κάτω ἀπὸ τὴν ἡγεσία τριῶν ἀνδρῶν, τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τοῦ Γ', τοῦ πρωθυπουργοῦ Βάρδα καὶ τοῦ πατριάρχη Φωτίου, ὁ βυζαντινὸς ἑλληνισμὸς στὸ ἐσωτερικὸ ἀνασυντάσσεται, στρατιωτικὰ ἀναδιοργανώνεται καὶ πνευματικὰ ἀναγεννιέται. Αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἀναγέννηση εἶναι ἡ κύρια δύναμη ποὺ κίνησε ὁλόκληρη τὴν ἀνοδικὴ πορεία τοῦ κράτους.



ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟΥΣ ΣΑΡΑΚΗΝΟΥΣ

Στὸ πρόγραμμα περιλαμβανόταν καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τῶν Μουσουλμάνων, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἅρπαξαν τὶς πλούσιες ἐκεῖνες περιοχὲς τῆς αὐτοκρατορίας, δὲν ἔπαυσαν ποτὲ νὰ ἐνεργοῦν ἐπιδρομὲς στὶς ἀνατολικές της ἐπαρχίες μὲ κύριο σκοπὸ τὴ λεηλασία. Ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν μουσουλμάνων Ἀράβων ζοῦσαν ἀκόμη πολλὰ ἑκατομμύρια χριστιανοί. Ἔπρεπε οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ πάρουν θάρρος καὶ οἱ κατακτητὲς νὰ ἀναγκαστοῦν νὰ τοὺς συμπεριφέρονται ἠπιότερα. Ἀλλὰ τὰ βυζαντινὰ ὄπλα δὲν μποροῦσαν νὰ ἐπηρεάσουν σημαντικὰ τὴν κατάσταση.

Τὸ 856 στάλθηκε στὸ χαλιφάτο τῆς Βαγδάτης ὁ Φώτιος γιὰ πολιτικὲς διαπραγματεύσεις. Ἔπειτα ἀπὸ λίγα χρόνια, ἴσως τὸ 860, ἀνατέθηκε ἄλλη ἀποστολὴ στὸν Κωνσταντῖνο, ἡ ὁποία ἀπέβλεπε στὴ βελτίωση τῆς θέσης τῶν ἐκεῖ χριστιανῶν μὲ τὶς συζητήσεις ποὺ θὰ γίνονταν μὲ τὸν Χαλίφη Μουταβακκήλ. Ὑπῆρχε ἐλπίδα ὅτι θὰ ἦταν δυνατὴ ἡ κάμψη τοῦ φανατισμοῦ καὶ τῆς ὁρμῆς τῶν Ἀράβων μὲ τὸ λόγο, ἀλλὰ περισσότερο ὑπῆρχε ἐλπίδα ὅτι τὸ φρόνημα τῶν ὑπόδουλων χριστιανῶν θὰ ἀναπτερωνόταν μὲ τὴν εἴδηση ὅτι κάποιος δυναμικὸς ὁμόθρησκός τους ἐπισκέφτηκε τὴν πρωτεύουσα τοῦ χαλιφάτου καὶ ντροπίασε τοὺς μουσουλμάνους θεολόγους.

Ἔφτασε στὴν πρωτεύουσα τοῦ χαλιφάτου μαζὶ μὲ ἕνα γραμματέα σὲ ἐποχὴ ἔξαρσης τῶν πιέσεων καὶ διώξεων κατὰ τῶν χριστιανῶν. Μεταξὺ τῶν ἄλλων οἱ δυνάστες εἶχαν ὑποχρεώσει τοὺς χριστιανοὺς νὰ ζωγραφίσουν στὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν τους τὴ μορφὴ τοῦ διαβόλου. Κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του ὁ Κωνσταντῖνος ρωτήθηκε εἰρωνικὰ ἀπὸ μουσουλμάνους τί σήμαινε ἡ ἀπεικόνιση αὐτή. Ἀπάντησε μὲ χαρακτηριστικὴ εὐστροφία: «Βλέπω παραστάσεις διαβόλων καὶ συμπεραίνω ὅτι στὸ ἐσωτερικὸ αὐτῶν τῶν σπιτιῶν κατοικοῦν χριστιανοί· ἐπειδή, δηλαδή, οἱ διάβολοι δὲν μποροῦν νὰ συμβιώσουν μὲ αὐτούς, βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὰ σπίτια. Ὅπου δὲ βλέπω τὶς παραστάσεις αὐτές, ἐκεῖ προφανῶς οἱ διάβολοι κατοικοῦν μέσα».

Σὲ συζήτηση μὲ μουσουλμάνους θεολόγους κατὰ τὴ διάρκεια συμποσίου ὁ Κωνσταντῖνος ἔθιξε ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα σημεῖα διαφορῶν μεταξὺ τῶν δύο θρησκειῶν. Οἱ Χριστιανοί, εἶπε, βαδίζουν πρὸς τὴν ἀπόκτηση τῆς τελειότητας μὲ ἠθικοὺς ἀγῶνες καὶ δοκιμάζουν μεταπτώσεις στὸ δρόμο τους, ἀλλὰ τὰ ἐπιτεύγματά τους εἶναι πιὸ πνευματικά. Οἱ Μουσουλμάνοι δὲν ἀγωνίζονται ἠθικά, διότι ὁ θρησκευτικὸς νόμος τους δὲν ἔχει ἀπαγορεύσεις, γι' αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ προκόψουν σὲ ἦθος.

Ἡ ἀποστολὴ τοῦ Κωνσταντίνου στὸ ἀραβικὸ κράτος ἔφερε κάποια ἀνακούφιση στοὺς ἐκεῖ χριστιανούς. Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ του αὐτὸς πέρασε ἀπὸ τὸ ἀσκητήριο τοῦ ἀδελφοῦ του Μεθοδίου, στὸν Ὄλυμπο, καὶ ἔμεινε λίγο χρόνο μαζί του γιὰ ἀνάπαυση.



ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ

Ἡ προηγούμενη ἀποστολὴ τοῦ Κωνσταντίνου δὲν ὑπῆρξε τυχαῖο καὶ μεμονωμένο γεγονός. Ἐδῶ καὶ δύο αἰῶνες καὶ ὁ Χριστιανισμὸς καὶ ἡ ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία μίκραινε λόγω τῆς ἀραβικῆς ἐπίθεσης. Τώρα ἦταν καιρὸς ν' ἀφυπνιστοῦν καὶ ἀπὸ τὴ μακραίωνη σύμπτυξη νὰ ἔρθουν σὲ ἀπότομη ἀνάπτυξη. Δυστυχῶς ἡ ἀπόπειρα ἐπέκτασης πρὸς τὴν Ἀνατολὴ δὲν ἔφερε ἀποτελέσματα. Ἀλλὰ ἂν ὁ Χριστιανισμὸς ἔχασε ἔδαφος στὸ Νότο καὶ στὴν Ἀνατολὴ ἐξαιτίας τῆς αἱματηρῆς βίας τῶν Μουσουλμάνων, ὑπῆρχε χῶρος δράσης στὸ Βορρᾶ.

Ὁ πατριάρχης Φώτιος ἀντιλήφτηκε ἐγκαίρως ὅτι οἱ Σλάβοι καὶ οἱ Τοῦρκοι τοῦ Βορρᾶ, οἱ Χαζάροι, ἔχοντας ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς Ἕλληνες ἀπὸ παλιά, ἦταν πλέον ὥριμοι νὰ κερδηθοῦν καὶ νὰ μποῦν στὴν ὁμάδα τῶν χριστιανικῶν λαῶν καὶ συγχρόνως στὸν κύκλο τῆς πολιτισμένης ἀνθρωπότητας.

Γιὰ τὴν ἀσφαλῆ θεμελίωση κάθε προσπάθειας πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ ἔπρεπε νὰ προηγηθεῖ προσεκτικὴ μελέτη τῶν θεσμῶν τῶν σλαβικῶν ἰδίως λαῶν, λογοτεχνικὴ διαμόρφωση τῆς σλαβικῆς γλώσσας καὶ μετάφραση τῶν ἀπαραίτητων βιβλίων σὲ αὐτήν. Γιὰ τὴν προετοιμασία αὐτοῦ τοῦ ἔργου ἱδρύθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη εἰδικὸ κέντρο σλαβικῶν μελετῶν, στὸ ὁποῖο ἐκπαιδεύτηκαν ἱεραπόστολοι καὶ ἐκπολιτιστές. Προϊστάμενος τοῦ κέντρου ὁρίστηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ καὶ τὸν Φώτιο ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος στὸ ἑξῆς ἀνέλαβε τὴ διοργάνωση κάθε διαφωτιστικῆς ἀποστολῆς.

Τὸν Ἰούνιο τοῦ 860 πολυάριθμα ρωσικὰ στρατεύματα ἐνήργησαν εἰσβολὴ ἀπίθανης ἀγριότητας στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ μονόξυλα. Ὁ Φώτιος τὴ χαρακτηρίζει ὡς ἑξῆς σὲ ὁμιλία του: «τὸ παράλογο τῆς ἐπίθεσης, τὸ ἀπροσδόκητο τῆς ταχύτητας, ἡ ἀπανθρωπιὰ τῆς βαρβαρικῆς φυλῆς, ἡ σκληρότητα τῆς συμπεριφορᾶς καὶ ἡ ἐπιθετικὴ σκέψη παρουσιάζουν τὴ συμφορὰ σὰν κεραυνὸ ποὺ στάλθηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς». Εὐτυχῶς ἡ εἰσβολὴ ἀποκρούστηκε τόσο ἀπροσδόκητα ὅσο εἶχε ἐνεργηθεῖ.

Οἱ Ρῶσοι ἦταν σλαβικὸ ἔθνος ὑποταγμένο τότε στὴ μικρὴ σκανδιναβικὴ φυλή, τοὺς Βαράγγους, ποὺ εἶχαν κατέβει ἀπὸ τὴ λίμνη Λάδογα. Ἂν καὶ οἱ Ρῶσοι ἦταν ὑπόδουλοι, ἡ γλώσσα τους ἐπικράτησε καὶ τελικὰ οἱ Βαράγγοι ἀφομοιώθηκαν μὲ αὐτούς. Κατεῖχαν τότε τὸ χῶρο μεταξὺ τῶν μεγάλων ποταμῶν Δνείπερου καὶ Δόν. Κατὰ τὴν εἰσβολή τους στὴν πρωτεύουσα τῆς ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας, τὴ πολυθρύλητη Τσάργραδ, εἶδαν ὅλη τὴ λάμψη της καὶ κατὰ τὴν ἀπόκρουσή τους ἔμαθαν ἐκ πείρας ὅλη τὴ δύναμή της.

Ἀντιλήφτηκαν, λοιπόν, ὅτι ἦταν προτιμότερο νὰ ἔχουν τὴ φιλία παρὰ τὴν ἔχθρα τῶν Ἑλλήνων. Καὶ τὸ Βυζάντιο τοὺς διευκόλυνε σὲ αὐτό. Θὰ ἦταν πολὺ χρήσιμο νὰ σταλεῖ ἀντιπροσωπεία ἱκανὴ νὰ θέσει τὶς βάσεις γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Σλάβων τοῦ Βορρᾶ, ἀλλὰ καὶ τῶν Χαζάρων ποὺ βρίσκονταν στὰ ἀνατολικά τους. Αὐτὸ θὰ ἦταν ἐπίσης ὠφέλιμο καὶ ἀπὸ πολιτικῆς πλευρᾶς· διότι ὁ Χριστιανισμὸς ἔφερε πάντοτε ἐξημέρωση ἠθῶν καὶ μέχρι ἑνὸς σημείου κατεύνασε τὶς ἐπιθετικὲς διαθέσεις τῶν βαρβάρων ποὺ δέχονταν.

Ὁ αὐτοκράτορας καὶ ὁ Φώτιος δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν ἄλλον πιὸ κατάλληλο ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο. Αὐτός, ἂν καὶ εἶχε ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν ἀποστολή του στοὺς Ἄραβες μόλις πρὶν ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, δέχτηκε χωρὶς δισταγμὸ τὴν ἐντολή, καὶ πῆρε μαζί του τὸν Μεθόδιο, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι τὸν εἶχε ἀκολουθήσει ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο στὴν πρωτεύουσα. Ὁ Μεθόδιος ἦταν μεγαλύτερος σὲ ἡλικία ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο, ἀλλὰ ὑποτάχθηκε σὲ ἐκεῖνον, ἐπειδὴ ἦταν πιὸ ἁρμόδιος γιὰ τὴν ἱεραποστολή. Αὐτὸς ἐργαζόταν περισσότερο μὲ τὴν προσευχή, ἐκεῖνος μὲ τὸ λόγο. Ἀλλὰ ἀργότερα ἔγινε καὶ αὐτὸς πολὺ ἱκανὸς ὀργανωτής.

Οἱ δύο ἀδελφοὶ πῆγαν μὲ πλοῖο στὴ Χερσώνα τῆς Κριμαίας. Τὸ καθεστὼς τῆς Κριμαίας ἦταν πολὺ ρευστό: ἀνατολικά τους κυριαρχοῦσαν οἱ Χαζάροι, βόρεια οἱ Ρῶσοι καὶ δυτικὰ οἱ Οὖγγροι, ἐνῶ ὁμάδες αὐτῶν τῶν φύλων κατοικοῦσαν καὶ μέσα στὴ Χερσόνησο. Εἶχαν ἀπομείνει ἐκεῖ ἐπίσης ἀρκετοὶ Ἕλληνες κάτοικοι καὶ μερικοὶ μοναχοί.

Μία ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία οἱ ἱεραπόστολοι βρίσκονταν σὲ ἕνα ἑλληνικὸ μοναστήρι καὶ τελοῦσαν λειτουργία, ἐπιτέθηκε πλῆθος Οὔγγρων, ἕτοιμο νὰ τοὺς κατασπαράξει. Οἱ ἀδελφοὶ δὲν ταράχτηκαν καθόλου. Εἶπαν μόνο τὸ «Κύριε ἐλέησον» καὶ συνέχισαν τὴ λειτουργία. Ὅταν οἱ ἐπιδρομεῖς εἶδαν ὅτι δὲ φοβοῦνται, ἔμειναν ἔκπληκτοι καὶ δὲν τοὺς πείραξαν.

Στὴν Κριμαία ὁ Κωνσταντῖνος ἔδωσε δείγματα τῆς ἐπίδοσής του σὲ γλωσσικὰ καὶ μεταφραστικὰ ἔργα. Συνάντησε μορφωμένους ραββίνους καὶ κοντὰ τους εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ βελτιώσει τὶς γνώσεις του στὴν ἑβραϊκὴ γλώσσα. Ἐκεῖ μετέφρασε καὶ τὴν ἑβραϊκὴ γραμματική, ἡ ὁποία τώρα γιὰ πρώτη φορὰ κάνει τὴν ἐμφάνισή της. Συνάντησε, ἐπίσης, γέροντα Σαμαρείτη, ποὺ τοῦ ἔδειξε τὴ βίβλο τῆς κοινότητάς του, δηλαδὴ τὴ σαμαρειτικῆ Πεντάτευχο, τὴν ὁποία αὐτὸς κατόρθωσε νὰ διαβάσει.

Μεταξὺ τῶν Ρώσων βρῆκε περικοπὲς τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῶν Ψαλμῶν μεταφρασμένες στὴ σλαβικὴ γλώσσα μὲ συριακοὺς χαρακτῆρες. Τότε γιὰ ἀκόμη μία φορὰ κατάλαβαν ὅτι χρειαζόταν καινούριο ἀλφάβητο, ἱκανὸ νὰ ἀποδώσει ὅλους τοὺς φθόγγους τῆς σλαβικῆς γλώσσας.


Πρὶν προχωρήσουν ἀνατολικά, ἀνέσυραν ἀπὸ τὴ θάλασσα τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Κλήμη, ἐπισκόπου Ρώμης. Σύμφωνα μὲ παλιὰ παράδοση, ὁ Κλήμης εἶχε ἐξοριστεῖ στὴ Χερσώνα τὸ 100 μ.Χ. καὶ οἱ δεσμῶτες του τὸν εἶχαν ρίξει στὴ θάλασσα δένοντας στὸ λαιμὸ του μία πέτρα. Οἱ ἀδελφοὶ πῆγαν τὰ λείψανα στὸ ναὸ τῆς Χερσώνας καὶ πῆραν μαζί τους μέρος ἀπὸ αὐτά, τὸ ὁποῖο μετέφεραν ἀργότερα στὴ Ρώμη. Ὁ Κωνσταντῖνος ἔγραψε πρὸς τιμὴ τοῦ Κλήμη Βίο, Λόγο Πανηγυρικὸ καὶ Ὕμνους.

Τὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς ὑπῆρξαν σπουδαῖα. Δὲν προχώρησαν στὸ ἐσωτερικό τῆς χώρας τῶν Ρώσων, ἀλλὰ ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ μὲ ἐκπροσώπους τους στὴν Κριμαία καὶ σὲ περιοχὲς βόρεια τῆς πόλης. Οἱ Ρῶσοι ἐπέτρεπαν πλέον ἐλεύθερα στοὺς ἱεραποστόλους νὰ εἰσέρχονται στὴ χώρα τους καὶ δέχτηκαν ἐπίσκοπο. Ἔτσι, τέθηκαν γερὲς βάσεις γιὰ τὸν ὁλοκληρωτικὸ ἐκχριστιανισμὸ τῆς ἀχανοῦς χώρας τους κατὰ τὸν ἑπόμενο αἰώνα.



ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΧΑΖΑΡΙΑ

Μετὰ ἀπὸ πολύμηνη διαμονὴ στὴν Κριμαία οἱ ἱεραπόστολοι πῆγαν στὴ Χαζαρία. Ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἐποχὴ ὁ ἡγεμόνας τῶν Χαζάρων ζήτησε μὲ ἀντιπροσωπεία τὴν ἀποστολὴ στὴ χώρα του, γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν ὑπεροχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔναντι τῆς ἰουδαϊκῆς καὶ τῆς μωαμεθανικῆς θρησκείας, ὥστε νὰ τὸν δεχτεῖ ὁ λαός του.

Οἱ δύο ἀδελφοὶ εἶχαν πάρει ἐντολὴ νὰ ἐπισκεφτοῦν καὶ τὴ χώρα του. Οἱ Χαζάροι, φύλο τῆς τουρκικῆς οἰκογένειας, κατεῖχαν τότε τὴν περιοχὴ ἀπὸ τὴν Κριμαία μέχρι τὸν Κάτω Βόλγα καὶ ἀπὸ τὸν Εὔξεινο μέχρι τὴν Κασπία. Εἶχαν ἐκπολιτιστεῖ σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα τουρκικὰ φύλα καὶ ἡ χώρα τους ἦταν πόλος ἕλξης γιὰ Ἕλληνες, Ἄραβες καὶ Ἰουδαίους ἐμπόρους.

Διατηροῦσαν φιλικὲς σχέσεις μὲ τοῦ Βυζαντινοὺς ἀπὸ τὸν ἕβδομο (Ζ') αἰώνα. Ὁ Ἰουστινιανὸς ὁ Β' κατέφυγε ἐκεῖ καὶ παντρεύτηκε μία ἀπὸ τὶς κόρες τοῦ ἡγεμόνα τους, τοῦ Χαγάνου. Μετὰ ἀπὸ λίγες δεκαετίες ἡ κόρη ἄλλου Χαγάνου, ἡ Εἰρήνη, ἔγινε σύζυγος τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Ε'. Τώρα οἱ ἡγεμόνες τους αἰσθάνονταν τὴν ἀνάγκη νὰ συνδεθοῦν στενότερα μὲ αὐτούς. Ἕνα μέσο ἦταν νὰ δεχτοῦν τὴ χριστιανικὴ θρησκεία. Πίστευαν σὲ ἕνα Θεό, προφανῶς ὡς ἔμμεση ἐπίδραση ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Ἤδη ὅμως μεταξύ τοῦ λαοῦ εἶχε ἀρχίσει ἡ διάδοση τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καὶ τοῦ Μωαμεθανισμοῦ. Ὅ,τι ἔχανε ἡ εἰδωλολατρία τὸ κέρδιζαν αὐτοί. Ἦταν, λοιπόν, ἐπείγουσα ἡ ἀνάγκη τῆς ἀντίδρασης.

Ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ὁ Μεθόδιος ἔφυγαν ἀπὸ τὴ Χερσώνα μὲ πλοῖο καὶ ἀποβιβάστηκαν στὶς ἀνατολικὲς ἀκτὲς τοῦ Εὔξεινου. Πρωτεύουσα τῆς Χαζαρίας ἦταν ἡ Ἴτιλ, ἀλλὰ ὁ Χαγάνος ἔμενε ἄλλοτε καὶ στὴ Σάρκελ, πόλη κοντὰ στὸν Εὔξεινο, τὴν ὁποία εἶχαν κτίσει βυζαντινοὶ ἀρχιτέκτονες.

Στὸ τραπέζι τοῦ Χαγάνου ἔγιναν διαδοχικὲς συζητήσεις μὲ ἐκπροσώπους πρῶτα τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ἔπειτα καὶ τοῦ Μωαμεθανισμοῦ, τοὺς ὁποίους καὶ κατατρόπωσαν. Προκλήθηκε μεγάλη ἐντύπωση. Διακόσιοι ἐπίσημοι ἄντρες βαπτίστηκαν ἀμέσως ἀπὸ τοὺς ἱεραποστόλους καὶ ἄλλοι δήλωσαν ὅτι θὰ τοὺς μιμηθοῦν ἀργότερα. Τὸ ἴδιο δήλωσε καὶ ὁ Χαγάνος μὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν αὐτοκράτορα.

Οἱ ἱεραπόστολοι ἐπέστρεψαν στὴν Κωνσταντινούπολη πάλι διὰ μέσου της Χερσώνας.



Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ

Οἱ Σλάβοι ἐμφανίζονται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τὰ τέλη τοῦ πρώτου (Α') μ.Χ. αἰώνα. Ζοῦσαν τότε ἀνατολικὰ ἀπὸ τοὺς Γερμανούς, στὴν περιοχὴ τοῦ Βιστούλα. Τὸν ἕκτο (ΣΤ') αἰώνα ὑπῆρχαν τρεῖς φυλές, τῶν Σλάβων, τῶν Βένδων καὶ τῶν Ἀντῶν. Χωρίζονταν σὲ μικρότερες ὁμάδες, ἀλλὰ οἱ ξένοι ἔδιναν σὲ αὐτοὺς καὶ τὸ κοινὸ ὄνομα Σκλαβηνοὶ ἢ Σκλάβοι.

Μετὰ ἀπὸ συνεχεῖς κινήσεις ποὺ ἄρχισαν ἀπὸ τὸν τρίτο (Γ') αἰώνα καὶ διήρκεσαν μέχρι τὸν ἔνατο (Θ') αἰώνα ἁπλώθηκαν στὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Εὐρώπης, ἀπὸ τὸ Δὸν μέχρι τὶς Ἄλπεις καὶ ἀπὸ τὴ Βαλτικὴ μέχρι τὸν Αἷμο. Οἱ κινήσεις τους, τουλάχιστον κατὰ τὶς παλιότερες ἐποχές, ἦταν συνήθως εἰρηνικές. Ἡ μεγάλη τους αὔξηση καὶ ἐπέκταση ἐξηγεῖται ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ λόγο ὅτι δὲν πολεμοῦσαν καὶ ἔτσι δὲν εἶχαν ἀπώλειες ἐξαιτίας πολεμικῶν συγκρούσεων. Ὅταν ἐγκαταστάθηκαν μόνιμα στὶς περιοχὲς ποὺ κατέλαβαν ὀργανώθηκαν καὶ στρατιωτικά.

Τὸν ἔνατο (Θ') αἰώνα εἶχαν σταθεροποιήσει τὶς θέσεις τους στὶς σημερινὲς περίπου περιοχές τους μὲ λίγες μεταγενέστερες διαφοροποιήσεις. Οἱ Ρῶσοι κατεῖχαν τότε, ὅπως εἴδαμε, τὴ χώρα μεταξὺ Δνείπερου καὶ Δόν, ἐνῶ γύρω τους ζοῦσαν ἄλλα σλαβικὰ φύλα, τὰ ὁποῖα ἀφομοιώθηκαν ἀπὸ αὐτοὺς ἀργότερα. Οἱ Πολωνοὶ ζοῦσαν γύρω ἀπὸ τὸν ποταμὸ Βιστούλα. Στὸν Ἔλβα κατοικοῦσαν Βελέτες, Ἀβοδρίτες καὶ Σοραβοί, ποὺ ἀργότερα συγχωνεύτηκαν μὲ τὶς γειτονικές τους φυλές. Οἱ Μοραβοί, οἱ Τσέχοι καὶ οἱ Σλοβάκοι κατεῖχαν ἐπίσης τὴ σημερινή τους περιοχὴ καὶ μέρος τῆς Παννονίας. Στὴν ὑπόλοιπη περιοχὴ τῆς Παννονίας εἶχαν ἐγκατασταθεῖ οἱ Σλοβένοι. Τὴ βόρια Ἰλλυρία τὴ μοιράστηκαν οἱ Κροάτες καὶ οἱ Σέρβοι, ἐνῶ τὴ βόρια Θράκη κατέλαβαν οἱ Βούλγαροι. Διάφορα φύλα ποὺ κατοικοῦσαν στὶς ἑλληνικὲς περιοχὲς ἀπωθήθηκαν ἀργότερα ἢ συγχωνεύτηκαν.

Οἱ Σλάβοι ζοῦσαν νομαδικὰ σὲ καλύβες ποὺ κατασκεύαζαν πρόχειρα. Σιγὰ-σιγὰ συγκρότησαν ἀγροτικοὺς καὶ ποιμενικοὺς οἰκισμούς. Γιὰ τὴν ἀσφάλειά τους κατασκεύασαν ὀχυρὰ, γράδ, τὰ ὁποῖα ἐξελίχτηκαν σὲ πόλεις· ὅμως ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ παρατηρήθηκε μόλις τὸν ἔνατο (Θ') αἰώνα. Τὸ δίκαιο καθοριζόταν ἀπὸ τοὺς φυλάρχους καὶ ἀπὸ τὰ ἔθιμα. Δὲν εἶχαν γραφὴ καὶ παιδεία.

Δὲν ἦταν δυνατὸ ὥς τότε νὰ ἔχουν ναούς· ἀντὶ γιὰ ἱερεῖς εἶχαν μάγους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ζητοῦσαν βοήθεια σὲ δύσκολες στιγμὲς τῆς ζωῆς τους. Τὶς λατρευτικὲς τελετὲς τὶς τελοῦσαν οἱ ἀρχηγοὶ οἰκογενειῶν καὶ πατριῶν, οἱ ὁποῖοι φύλαγαν καὶ τὰ ἱερὰ σύμβολα. Ἀρχικὴ θεότητα τῶν Σλάβων φαίνεται νὰ ἦταν ἡ θεὰ τῆς γονιμότητας. Ἀπὸ αὐτὸ ἐξηγεῖται καὶ ἡ ἀνήθικη ἐρωτική τους ζωή. Ἔπειτα ἐπικράτησε ὁ θεὸς τοῦ ἥλιου ἢ τῆς φωτιᾶς, ὁ ὁποῖος εἶχε διαφορετικὲς ὀνομασίες σὲ κάθε σλαβικὸ φύλο. Κοντὰ σὲ αὐτὸν δέχονταν πλῆθος νυμφὼν καὶ πνευμάτων, τῶν ὁποίων οἱ κατοικίες θεωροῦνταν ἡ φωτιά, τὸ νερό, τὰ δέντρα, τὰ σπίτια. Λάτρευαν τοὺς προγόνους, ἀλλὰ δὲν εἶχαν παραστάσεις σχετικὰ μὲ τὸν ἅδη· πίστευαν ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι ὑλικὴ καὶ περιφέρεται στὴ γῆ μετὰ τὸ θάνατο. Οἱ χῆρες τους συχνὰ αὐτοκτονοῦσαν γιὰ νὰ ταφοῦν μὲ τοὺς νεκροὺς συζύγους τους, ἐνῶ τὰ παιδιὰ καὶ οἱ γέροι φονεύονταν σὲ περιόδους πείνας. Σὲ σύγκριση μὲ ἄλλους λαοὺς ἄργησαν νὰ ἐκχριστιανιστοῦν. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι γιὰ πολλοὺς αἰῶνες ἦταν νομάδες καί, ὅπου ἐγκαθίσταντο, ὑποχρέωναν τοὺς ντόπιους ἢ νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν περιοχή τους ἢ νὰ ἀφομοιωθοῦν. Ὅπου συνάντησαν τὸν Χριστιανισμό, ὅπως στὴ Θράκη, τὴν Ἰλλυρία καὶ τὴν Παννονία, τὸν κατέστρεψαν.

Τὰ πρῶτα στοιχεῖα τοῦ Χριστιανισμοῦ πῆραν οἱ Σλάβοι ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῶν παραπάνω περιοχῶν, οἱ ὁποῖοι παρέμειναν σὲ αὐτές. Αὐτοί, ἂν καὶ ἔχασαν τὴ θρησκευτικὴ ὀργάνωση, κατόρθωσαν νὰ διατηρήσουν βασικὰ στοιχεῖα τῆς θρησκευτικῆς πίστης, τὰ ὁποῖα μετέδιδαν καὶ στοὺς εἰσβολεῖς χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ νότιοι Σλάβοι πλησίασαν πρῶτοι τὴν ἰδέα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ. Ἀλλὰ ἡ χριστιανικὴ πίστη διαδόθηκε ἐπίσης ἀπὸ τοὺς αἰχμάλωτους πολέμου, τοὺς ἐμπόρους καὶ τοὺς ἱεραποστόλους. Ἕλληνες ἱεραπόστολοι ἐργάστηκαν σὲ ὅλα τὰ σλαβικὰ ἔθνη, ἐνῶ Ἰταλοὶ καὶ Γερμανοὶ περιορίστηκαν στοὺς δυτικοὺς Σλάβους.

Ὁ Χριστιανισμὸς βοήθησε τὰ σλαβικὰ ἔθνη νὰ ἰσχυροποιήσουν τὴν κρατικὴ ἐξουσία, νὰ ὀργανωθοῦν κοινωνικὰ καὶ νὰ εἰσέλθουν στὴν ὁμάδα τῶν πολιτισμένων λαῶν.



ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ

Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν δύο ἱεραποστόλων στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴ Χαζαρία, ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ὁ Γ' καὶ ὁ πατριάρχης Φώτιος ἔδειξαν μεγάλη ἱκανοποίηση. Μὲ τὴν εὐκαιρία προσπάθησαν νὰ πείσουν τὸν Μεθόδιο νὰ μὴν πάει στὸν Ὄλυμπο, γιατί τὸν θεωροῦσαν ἀπαραίτητο στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦ πρότειναν νὰ δεχτεῖ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου, προορίζοντάς τον μᾶλλον γιὰ τὴ Ρωσία, ἀλλὰ ἀρνήθηκε καὶ ἔτσι ἀναγκάστηκαν νὰ στείλουν ἄλλον. Τοὺς ἔκανε ὅμως τὴ χάρη νὰ μὴν πάει στὸν Ὄλυμπο, ἀλλὰ νὰ γίνει ἡγούμενος στὴ μονὴ Πολυχρονίου, ποὺ βρίσκεται στὴν Προποντίδα, ἀνατολικά τῆς Κυζίκου. Ἔτσι, ἦταν πιὸ κοντὰ στὴν πρωτεύουσα.

Ὁ Κωνσταντῖνος τοποθετήθηκε ὡς καθηγητὴς τῆς πατριαρχικῆς θεολογικῆς σχολῆς, ποὺ στεγαζόταν σὲ συγκεκριμένα κτίρια τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Δίδασκε, μελετοῦσε καὶ προετοιμαζόταν γιὰ κάτι τὸ μεγαλειῶδες, τὸ ὁποῖο τὸν περίμενε.

Τὸ 862 ὁ ἡγεμόνας τῆς Μοραβίας Ροστισλάβος ἔστειλε στὴν Κωνσταντινούπολη πρεσβεία καὶ ζήτησε ἄνθρωπο γιὰ νὰ διδάξει τὸν χριστιανισμὸ στοὺς ὑπηκόους του. Τὸ Βυζάντιο καὶ τὸ οἰκουμενικὸ πατριαρχεῖο εἶχαν διευθετήσει τὰ πράγματα μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε οἱ ἴδιοι οἱ ἡγεμόνες τῶν ἀπολίτιστων λαῶν νὰ ζητοῦν ἱεραποστολή. Τὸ γράμμα ποὺ ἔφεραν οἱ ἀπεσταλμένοι ἔλεγε: «Εἴμαστε Σλάβοι, ἄνθρωποι ἁπλοϊκοί. Ὁ λαὸς μας ἀρνήθηκε τὴν εἰδωλολατρία καὶ τιμᾶ τὸ χριστιανικὸ νόμο, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε δάσκαλο ἱκανὸ νὰ μᾶς διδάξει τὴν ἀληθινὴ πίστη στὴ γλώσσα μας. Ἄλλοι λαοὶ θὰ ἀκολουθήσουν προφανῶς τὸ παράδειγμά μας. Στεῖλε μας, λοιπόν, Κύριε, τέτοιον ἐπίσκοπο καὶ δάσκαλο. Ἀπὸ ἐσᾶς, πράγματι, μεταδίδεται ὁ καλὸς νόμος πρὸς ὅλες τὶς χῶρες».

Ἀμέσως ἔγινε συμβούλιο μὲ πρόεδρο τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τὸν Γ', στὸ ὁποῖο συμμετεῖχαν ὁ πρωθυπουργὸς Βάρδας, ὁ πατριάρχης Φώτιος καὶ ἄλλες προσωπικότητες. Ὅλοι ἤθελαν τὸν Κωνσταντῖνο, τὸν ὁποῖο κάλεσε ὁ αὐτοκράτορας καὶ τοῦ εἶπε: «Γνωρίζω, φιλόσοφε, ὅτι αἰσθάνεσαι κουρασμένος, ἀλλὰ πρέπει ἐσὺ νὰ πᾶς ἐκεῖ, διότι κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ φέρει σὲ πέρας αὐτὴν τὴν ἀποστολή». Ὁ φιλόσοφος ἀπάντησε ὅτι, εἴτε εἶναι κουρασμένος εἴτε εἶναι ἄρρωστος, θὰ πάει ἐκεῖ μὲ χαρά· ἀρκεῖ νὰ ἔχουν ἐκεῖ ἀλφάβητο κατάλληλο γιὰ τὴ γλώσσα τους. Βέβαια εἶχε ὁ ἴδιος μεταφράσει κείμενα στὴ σλαβικὴ μὲ ἑλληνικοὺς χαρακτῆρες καὶ παρατήρησε ὅτι δὲν ἀποδίδονται ὅλοι οἱ φθόγγοι. Ὁ αὐτοκράτορας τότε εἶπε: «Ὁ παππούς μου, ὁ πατέρας μου καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἔχουν ψάξει ἀλφάβητο, ἀλλὰ δὲ βρῆκαν. Πῶς θὰ τὸ κατόρθωνα ἐγώ;» Ὁ Κωνσταντῖνος αἰσθάνθηκε ἀδύναμος, ἀλλὰ ὁ αὐτοκράτορας συνέχισε: «Ἐὰν θέλεις, ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ σὲ βοηθήσει νὰ βρεῖς, γιατί αὐτὸς δίνει σὲ αὐτοὺς ποὺ ζητοῦν καὶ ἀνοίγει σὲ αὐτοὺς ποὺ χτυποῦν».

Ὁ φιλόσοφος ἀποχώρησε ἀπὸ τὴ συνεδρίαση καὶ κατὰ τὴ συνήθειά του ἄρχισε νὰ προσεύχεται μαζὶ μὲ μερικοὺς συνεργάτες του. Ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν ἄργησε νὰ φανερωθεῖ. Ὁ Κωνσταντῖνος, ἀφοῦ τοῦ δόθηκε φώτιση ἀπὸ τὸν Θεό, δημιούργησε τὸ πρῶτο σλαβικὸ ἀλφάβητο καὶ ἔπειτα ἀσχολήθηκε μὲ τὴ μετάφραση τοῦ εὐαγγελικοῦ κειμένου τοῦ Ἰωάννη: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος».

Ἡ γραφὴ ποὺ ἐπινόησε ὁ Κύριλλος λέγεται γλαγολιτική. Ἐνῶ στηρίζεται κατ' ἀρχὴν στὴ μικρογράμματη ἑλληνικὴ γραφή, στρογγυλοποιεῖ, περιπλέκει καὶ ἀλλάζει τοὺς χαρακτῆρες. Γιὰ τοὺς φθόγγους ποὺ ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ χρησιμοποιεῖ παραλλαγμένους ἑβραϊκοὺς χαρακτῆρες ἢ ἄλλους ποὺ ἐπινόησε ὁ ἴδιος. Ὁ Κύριλλος ἤθελε μὲ τὴ δύσκολη αὐτὴ γραφὴ νὰ τονίσει τὴν ἐθνικὴ καὶ γλωσσικὴ ἰδιομορφία τῶν Σλάβων. Ἀργότερα, ἡ γραφὴ ἄλλαξε, δηλαδὴ εἶχε ὡς βάση τὴ μεγαλογράμματη ἑλληνικὴ καὶ ἁπλουστεύτηκε· ἔτσι δημιουργήθηκε ἡ λεγόμενη «κυρίλλειος γραφή».

Ἡ γλώσσα στὴν ὁποία οἱ δύο ἀδελφοὶ μετέφρασαν τὰ βιβλικὰ καὶ λειτουργικὰ κείμενα ἦταν αὐτὴ ποὺ μιλοῦσαν τότε τὰ νοτιοσλαβικὰ φύλα τὰ ὁποῖα εἶχαν εἰσχωρήσει σὲ ἐδάφη τῆς ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας. Πολλοὶ Δραγοβίτες καὶ Σαγουδάτες ἔρχονταν γιὰ ἐμπορικοὺς λόγους στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἀκόμη περισσότεροι ἐργάζονταν ὡς ὑπηρέτες σὲ οἰκογένειες Θεσσαλονικέων εὐγενῶν. Τὰ μέλη αὐτῶν τῶν οἰκογενειῶν, ὅπως καὶ οἱ ἔμποροι, μάθαιναν πολλὲς λέξεις τῆς ἀκατέργαστης ἐκείνης διαλέκτου ἀναγκαστικά, διότι οἱ μὴ πολιτισμικὰ ἀναπτυγμένοι αὐτοὶ μέτοικοι δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ μάθουν τὴν ἐκλεπτυσμένη καὶ πολύπλοκη ἑλληνική, καὶ διαφορετικὰ θὰ ἦταν ἀδύνατη ἡ συνεννόηση. Φυσικὰ ἄνθρωποι τῆς ἐπίδοσης τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τοῦ Μεθοδίου μὲ εὐχέρεια καταλάβαιναν ὅλο τὸ μηχανισμὸ τῆς γλώσσας αὐτῆς.

Ἐπειδὴ τὰ σλαβικὰ φύλα εἶχαν χωριστεῖ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο μόλις πρὶν ἀπὸ τετρακόσια περίπου χρόνια, δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμη μεταξύ τους μεγάλες διαλεκτικὲς διαφορές. Ἑπομένως ἡ γλώσσα τῶν νότιων Σλάβων ἦταν κατανοητὴ ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς καὶ τοὺς βόρειους Σλάβους.

Ἀλλὰ ἡ γλωσσικὴ μορφὴ τὴν ὁποία χρησιμοποίησαν οἱ δύο ἀδελφοὶ δὲν ἦταν τελείως ὅμοια μὲ τὴν ὁμιλούμενη ἐκείνη διάλεκτο, καθὼς εἶχε ἀλλάξει μὲ τὴ γραφίδα τους. Ἀπέκτησε σύνθετες λέξεις, νέους γλωσσικοὺς τύπους καὶ ἱεροπρεπῆ χαρακτήρα. Ἂν καὶ ἦταν μέχρι ἕνα σημεῖο γλώσσα τεχνητὴ καὶ ποτὲ δὲ χρησιμοποιήθηκε αὐτούσια στὸν προφορικὸ λόγο, ἀποτέλεσε τὴ βάση τῆς ἀνάπτυξης ὅλων τῶν ἐθνικῶν σλαβικῶν γλωσσῶν καὶ ἔγινε μέσο ἑνότητας τῶν σλαβικῶν λαῶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη μέχρι σήμερα.

Ὁ Κωνσταντῖνος, πρὶν ξεκινήσει γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι, μετέφρασε τὰ τέσσερα εὐαγγέλια, τὶς ἐπιστολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ συλλογὴ πατερικῶν κειμένων. Συνέγραψε ἐπίσης γραμματικὴ καὶ ὁμιλίες. Στὴ μετάφραση τῶν Εὐαγγελίων ἔβαλε ὡς πρόλογο ἕνα ποίημά του, τὸ ὁποῖο φανερώνει τὶς ἐπιδιώξεις τῶν ἱεραποστόλων:

Στόμα μὴ γενόμενον γλυκύτητος

μεταβάλλει τὸν ἄνθρωπον εἰς λίθον·

πολὺ περισσότερον ψυχὴ ἐστερημένη γραμμάτων

ἀποναρκοῦται μέσα εἰς τὴν ἀνθρώπινην ὕπαρξιν.

Λαβόντες λοιπὸν αὐτὰ ὑπ' ὄψιν, ἀδελφοί,

σᾶς φέρομεν κατάλληλον συμβουλήν,

ἡ ὁποία ἐλευθερώνει ὅλην τὴν οἰκουμένην

ἀπὸ τὴν κτηνώδη ζωὴν καὶ τὰ πάθη.



ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΜΟΡΑΒΙΑ

Οἱ Μοραβοὶ τὸν ἔνατο (Θ') αἰώνα εἶχαν μοναρχικὸ καθεστὼς ἀγροτικῆς μορφῆς. Ἐγκατεστημένοι στὴν περιοχὴ στὴν ὁποία ἄλλοτε κατοικοῦσαν οἱ Λογγοβάρδοι, ἦταν τότε ὑποτελεῖς στὸ γερμανικὸ κράτος, ἀλλὰ βρίσκονταν σὲ συνεχῆ σχεδὸν ἐπαναστατικὴ κίνηση καὶ κατὰ περιόδους ἀπολάμβαναν πλήρη ἀνεξαρτησία. Κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῶν ἡγεμόνων τους-ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Μοραβοὺς- ἦταν καὶ οἱ Τσέχοι, οἱ Σλοβάκοι, ὁμάδες Πολωνῶν καὶ τὰ σλαβικὰ φύλα τοῦ Ἔλβα. Βρίσκονταν σὲ στάδιο ἀνάπτυξης, τὸ ὁποῖο ἔπειτα ἀπὸ μερικὲς δεκαετίες σταμάτησε ἐξαιτίας τῆς οὐγγρικῆς κατάκτησης.

Ὁ Χριστιανισμὸς ἄρχισε νὰ διαδίδεται στοὺς Μοραβοὺς ἀπὸ Ἕλληνες, Ἰταλοὺς καὶ Γερμανοὺς ἱεραποστόλους. Ὁ ἡγεμόνας καὶ ἀρκετοὶ εὐγενεῖς εἶχαν βαφτιστεῖ, ἀλλὰ ὁ λαὸς ἔμενε ἀκόμη στὴν εἰδωλολατρία. Ὅταν ὁ Ροστισλάβος ἔλεγε ὅτι ὁ λαὸς δέχτηκε τὴ χριστιανικὴ πίστη, προλάβαινε μία ἐξέλιξη ἡ ὁποία, ὅπως ἤλπιζε, δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἀργήσει. Στράφηκε πρὸς τὸ Βυζάντιο γιὰ νὰ πάρει κάποιον ἐπίσκοπο μὲ σκοπὸ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς διάδοσης τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καὶ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας στὴ χώρα του. Ἡ στροφὴ πρὸς τὸ Βυζάντιο ὀφείλεται σὲ δύο λόγους· πρῶτα στὸ ὅτι γνώριζε ὅτι ἐκεῖ γινόταν προεργασία μετάφρασης ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων στὴ σλαβικὴ γλώσσα καὶ δεύτερον στὸ ὅτι δὲ φοβόταν πολιτικὲς ἀπὸ ἐκεῖ ἐπεμβάσεις, ὅπως φοβόταν ἀπὸ τὸ γερμανικὸ κράτος.

Τὸ Βυζάντιο δὲν ἔστειλε ἐπίσκοπο, διότι κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἑλληνικὴ ἄποψη ὁ ἐπίσκοπος κυβερνᾶ καθορισμένη ἐπαρχία καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες. Γι' αὐτό, ἀντὶ γιὰ ἐπίσκοπο ἔστειλε μία ὁμάδα ἱεραποστόλων. Ἡ ὁμάδα αὐτή, μὲ ἀρχηγοὺς τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τὸν Μεθόδιο, ξεκίνησε γιὰ τὴ Μοραβία τὴν ἄνοιξη τοῦ 863. Στὴν ὁμάδα ἦταν καὶ ὁ Κλήμης, ὁ Ναούμ, ὁ Ἀγγελάριος, ὁ Σάββας καὶ μερικοὶ ἄλλοι συνεργάτες, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα διακρίθηκαν στὸ ἀποστολικὸ ἔργο.

Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ὁ Γ' ἐφοδίασε τὸν ἀρχηγὸ τῆς ἱεραποστολῆς μὲ γράμμα στὸ ὁποῖο ἔλεγε: «Νά, σοῦ στέλνω ἐκεῖνον στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε αὐτὸ τὸ ἀλφάβητο. Εἶναι ἄνδρας εὐσεβὴς καὶ ὀρθόδοξος, μεγάλος σοφὸς καὶ φιλόσοφος».

Κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἀκολούθησαν τὸ δρόμο μέσω τῆς Τραϊανουπόλεως, Φιλίππων, Θεσσαλονίκης, Σκοπίων, Ναϊσσοῦ, Σιγγιδόνος (Βελιγραδίου), Σιρμίου μέχρι τὰ σύνορα τῆς Μοραβίας, ὅπου τοὺς περίμεναν ἐκπρόσωποι τοῦ ἡγεμόνα.

Οἱ κάτοικοι τῆς Μοραβίας ἐπεφύλαξαν θερμὴ ὑποδοχὴ στοὺς Ἕλληνες ἱεραποστόλους. Ἄλλωστε δὲν ἦταν μικρὴ ἡ τιμὴ ποὺ γινόταν σὲ ἕναν ὑπερήφανο, ἀλλὰ ἀμόρφωτο λαὸ μὲ τὴν ἐπίσκεψη καὶ παραμονὴ τόσων μορφωμένων βυζαντινῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἔφεραν ὡς δῶρο ἀλφάβητο καὶ βιβλία μεταφρασμένα στὴ γλώσσα τους.

Ὁ πρῶτος σταθμὸς τῶν ἱεραποστόλων ἦταν τὸ ἀνάκτορο τοῦ Ροστισλάβου στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς Μικουλτσίτσα. Ἔπειτα ἐγκαταστάθηκαν σὲ τοποθεσία τῆς περιοχῆς τοῦ σημερινοῦ Στάρε Νέστο, ὅπου ἦταν ἀπὸ παλιότερα ἐγκατεστημένοι οἱ πρῶτοι βυζαντινοὶ ἱεραπόστολοι καὶ πολλοὶ Ἕλληνες ἔμποροι. Τότε ὀνομαζόταν Βέλεχραδ.

Οἱ Μοραβοὶ ζοῦσαν στοὺς ἀγροτικοὺς συνοικισμοὺς τους κατὰ οἰκογένειες. Σὲ κάθε περιφέρεια ὑπῆρχε καὶ ἕνα ἢ περισσότερα ὀχυρά, χρὰδ (γράδ), ὅπου ἔμεναν οἱ φύλαρχοι μὲ τὸ στρατό τους. Τὰ ὀχυρὰ αὐτὰ ἀργότερα ἐξελίχθηκαν σὲ πόλεις. Τὸ Βέλεχραδ εἶναι ἴσως τὸ μόνο ὀχυρό τῆς Μοραβίας ποὺ εἶχε ἤδη ἐξελιχθεῖ σὲ πόλη.

Ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ὁ Μεθόδιος ἐπιδόθηκαν στὸ ἔργο τους μὲ σύστημα καὶ ἀποτελεσματικότητα. Πρῶτα ἵδρυσαν μία σχολὴ στὴν ὁποία φοίτησαν νέοι εὐγενῶν οἰκογενειῶν οἱ ὁποῖοι μάθαιναν τὸ ἀλφάβητο, τὴ γραμματική, τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὶς ἀκολουθίες.

Συγχρόνως ἐπέκτειναν τὴ διδαχὴ στὸ λαὸ καὶ βάφτιζαν αὐτοὺς ποὺ ἀσπάζονταν τὸν χριστιανισμό. Μέσω αὐτῆς τῆς διδαχῆς ἔστειλαν τοὺς συνεργάτες τους στοὺς διασκορπισμένους συνοικισμοὺς τῆς χώρας. Ἔτσι ὁ χριστιανισμός, ποὺ εἶχε διαδοθεῖ ἕως τότε σὲ λίγα ὀχυρά, τὰ ὁποῖα εἶχαν ἀποκτήσει καὶ ξύλινους ναούς, διαδόθηκε πλέον ἀπὸ τὸ ἕνα ὥς τὸ ἄλλο ἄκρο τῆς χώρας μεταξὺ ὄχι μόνο τῶν Μοραβῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Τσέχων, τῶν Σλοβάκων καὶ τῶν Πολωνῶν.

Οἱ ἱεραπόστολοι μετέφραζαν τὶς ἀκολουθίες γιὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν σιγὰ-σιγὰ στὴ λατρεία σύμφωνα μὲ τὴν πορεία τοῦ ἡμερολογίου. Μέριμνά τους ἦταν ἐπίσης καὶ ἡ ἀνέγερση λίθινων ναῶν, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔχουν ἀνιχνευθεῖ σήμερα μὲ τὴν ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη.

Τὸ ἔργο τῶν Ἑλλήνων αὐτῶν ἱεραποστόλων ἦταν πολὺ πιὸ ἐπιτυχημένο σὲ σχέση μὲ αὐτὸ τῶν Ἰταλῶν καὶ τῶν Γερμανῶν. Πάντως οἱ Ἕλληνες τοὺς ἀνέχτηκαν, παρόλο ποὺ ἔβλεπαν ὅτι ὄχι ἁπλῶς ἐπέτρεπαν μερικὲς ἀτασθαλίες, ἀλλὰ εἶχαν εἰσαγάγει καὶ ὁρισμένες δεισιδαιμονίες ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες Μοραβούς. Ἐκεῖνοι ὅμως ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τους. Ἔδραξαν τὴν εὐκαιρία τῆς ὑποταγῆς τοῦ Ροστισλάβου στὸν Λουδοβίκο τὸν Γερμανικὸ τὸ 864, λίγο μετὰ τὴν ἄφιξη τῶν Ἑλλήνων ἱεραποστόλων, γιὰ νὰ τοὺς ἀποθαρρύνουν καὶ νὰ τοὺς κατηγορήσουν. Ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ λατρεύεται σὲ τρεῖς μόνο γλῶσσες, τὴν ἑβραϊκή, τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴ λατινικὴ (δηλαδὴ τὶς γλῶσσες τῆς ἐπιγραφῆς ποὺ ἔβαλε ὁ Πιλάτος στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου), ὄχι ὅμως καὶ στὴ σλαβική. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀνέτρεψε εὔκολα τοὺς ἰσχυρισμούς τους καὶ τοὺς χαρακτήρισε τριγλωσσικοὺς καὶ πιλατικούς. Βέβαια τὰ αἴτια τῆς ἐπίθεσης ἦταν ἄλλα. Οἱ Γερμανοὶ εἶχαν ἐξοργιστεῖ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη πρόσκληση Ἑλλήνων ἱεραποστόλων, γιατί ἀντιπαθοῦσαν τοὺς Βυζαντινούς. Ἀπὸ τὴν πλευρά τους καὶ οἱ Ἕλληνες περιφρονοῦσαν τοὺς Γερμανοὺς ὡς βάρβαρους καὶ διεκδικητὲς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ τίτλου. Καὶ οἱ Σλάβοι ἄλλωστε τοὺς χαρακτήριζαν μὲ τὸ ὄνομα νέμετς, δηλαδὴ βάρβαροι. Ἀρχηγὸς τῶν Γερμανῶν κληρικῶν τῆς Μοραβίας ἦταν ὁ Βίχιγκ, ἐνῶ τῶν Ἰταλῶν ὁ Ἰωάννης.

Ὁ Ροστισλάβος πιεζόμενος ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, θέλησε νὰ συμβιβάσει τὰ πράγματα. Συγκάλεσε ὅλες τὶς ὁμάδες γιὰ νὰ ἐκθέσουν τὶς ἀπόψεις τους, ἀλλὰ τελικὰ δὲ συμφώνησαν.

Οἱ ἱεραπόστολοι ἔμειναν κατὰ τὴν πρώτη αὐτὴ περίοδο στὴ Μοραβία γιὰ τρία χρόνια καὶ τέσσερεις μῆνες, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ φθινόπωρο τοῦ 863 μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 867. Εἶχαν ἐκπαιδεύσει ἤδη πολλοὺς μαθητές, μεταξὺ τῶν ὁποίων 100 περίπου θεολόγους. Δὲν εἶχαν ὅμως ἀρκετοὺς ἱερεῖς γιὰ τὴν τέλεση τῆς λατρείας. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἀπὸ αὐτοὺς ἱερέας ἦταν μόνο ὁ Κωνσταντῖνος, ἀλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι εἶχαν χειροτονηθεῖ καὶ μερικοὶ ἀκόμη ἀπὸ τοὺς συνεργάτες τους, καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς παλιοὺς Ἕλληνες ἱεραποστόλους ποὺ εἶχαν προστεθεῖ σὲ αὐτούς. Πάντως δὲν ἦταν ἀρκετοὶ γιὰ νὰ καλύψουν ὅλες τὶς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου ποὺ συνεχῶς αὐξανόταν. Ἔπρεπε νὰ ζητήσουν νὰ χειροτονηθοῦν ἕνας ἢ δύο ἐπίσκοποι γιὰ τὴ μετάδοση ἱεροσύνης σὲ ἄλλους.



ΣΤΗ ΡΩΜΗ

Οἱ δύο ἀδελφοὶ ἀναχώρησαν ἀπὸ τὴ Μοραβία, ἀφοῦ ἄφησαν ἐκεῖ μερικοὺς συνεργάτες τους. Καταρχὰς πῆγαν στὸ Βλάτινσκι Κοστέλ, πρωτεύουσα τῆς Παννονίας. Ἡ χώρα αὐτή, ποὺ ἄλλοτε ἀνῆκε στὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, εἶχε καταληφθεῖ ἤδη ἀπὸ τοὺς Σλοβένους. Ὁ χριστιανισμὸς καταστράφηκε καὶ τώρα ἐπανερχόταν σὲ αὐτὴν τὴν περιοχή. Ὁ ἡγεμόνας Κότσελ, ποὺ ἦταν χριστιανός, ζήλευε τὴν τύχη τῶν Μοραβῶν διότι εἶχαν βρεῖ τέτοιους δασκάλους. Εἶχε ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἱεραποστόλους καὶ νωρίτερα. Τώρα ἔρχονταν στὴ χώρα του, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν καὶ τὸ δικό του αἴτημα, νὰ διδάξουν τοὺς Σλοβένους. Ὁ ἡγεμόνας τους ὑποδέχτηκε μὲ δικαιολογημένο ἐνθουσιασμό, ἔμαθε ὁ ἴδιος τὴ σλαβικὴ γραφὴ καὶ διάβασε τὰ βιβλία τους. Ἔμειναν στὴν Παννονία ἔξι μῆνες καὶ ἐκπαίδευσαν 50 μαθητές.

Ἔπειτα οἱ ἱεραπόστολοι συνέχισαν τὸ δρόμο τους. Ποιὸς ἦταν ὁ προορισμός τους; Ἀσφαλῶς ἡ Κωνσταντινούπολη. Εἶχαν ἀναλάβει μία μεγάλη ἀποστολὴ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τὸν Γ' καὶ τὸν πατριάρχη Φώτιο. Εἶχαν ἀκολουθήσει κάθε ἐντολή τους καὶ τώρα ποὺ ἔβλεπαν ὅτι οἱ Ἐκκλησίες τῆς Μοραβίας καὶ τῆς Σλοβενίας μποροῦσαν νὰ ὀργανωθοῦν σὲ μητροπόλεις, πήγαιναν στὴν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας γιὰ νὰ δεχτοῦν τὴ χειροτονία.

Ἀλλὰ ὅταν βρίσκονταν ἀκόμη στὴν Παννονία (Σλοβενία), ἔμαθαν δυσάρεστα νέα. Ὁ Βόρης τῆς Βουλγαρίας εἶχε ἀποσπάσει τὴ βουλγαρικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ πατριαρχείου καὶ στράφηκε πρὸς τὴ Δύση. Δὲν ἦταν λοιπὸν φρόνιμο νὰ περάσουν ἀπὸ τὸ βουλγαρικὸ ἔδαφος γιὰ νὰ πᾶνε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσουν τὴ θαλάσσια ὁδό. Γι' αὐτὸ κατέβηκαν στὴ Βενετία. Σὲ αὐτὴν τὴν πόλη τοὺς ὑποδέχτηκαν μὲ ἄγριες διαθέσεις δυτικοὶ ἐπίσκοποι, ἱερεῖς καὶ μοναχοί, κατηγορώντας τους ὅτι χρησιμοποιοῦν στὴ λατρεία τὴ σλαβικὴ γλώσσα. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀπάντησε ὅτι ὅλοι οἱ λαοὶ ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ διαβάζουν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ ὑμνοῦν τὸν Θεὸ στὴ γλώσσα τους.

Οἱ Βενετοὶ ἔθεσαν σὲ περιορισμὸ τοὺς ἱεραποστόλους, ἐνῶ ὁ πάπας Νικόλαος ὁ Α', ὁ ὁποῖος βρισκόταν σὲ ὀξεία ἀντίθεση μὲ τὸν Φώτιο, τοὺς κάλεσε στὴ Ρώμη γιὰ ἐξέταση. Ἔφτασαν ἐκεῖ τὸ Δεκέμβριο τοῦ 867. Ἀλλὰ ἤδη εἶχε ἀλλάξει ἐκεῖ ἡ κατάσταση. Ὁ Νικόλαος εἶχε πεθάνει, ἐνῶ ὁ νέος πάπας ὁ Ἀδριανὸς ὁ Β', ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τῆς Ρώμης δέχτηκαν τοὺς ἱεραποστόλους μὲ ἐνθουσιασμό, γιατί-ὅπως πληροφορήθηκαν ἀργότερα-τοὺς ἔφεραν δῶρο πολύτιμο, λείψανα τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος. Γι' αὐτὸν τὸ λόγο καὶ ἐξαιτίας τῆς ἐπιθυμίας τοῦ πάπα νὰ ἀποκαταστήσει τὶς διαταραγμένες σχέσεις μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη δὲν παρουσιάστηκαν ἐμπόδια στὶς ἐπιδιώξεις τῶν δύο ἀδελφῶν. Ὁ πάπας ἀποδέχτηκε τὰ σλαβικὰ βιβλία καὶ τὰ ἔβαλε σὲ κεντρικὸ ναὸ τῆς πόλης.

Ἔπειτα, μὲ παραγγελία τοῦ πάπα οἱ ἐπίσκοποι Φορμῶζος-μετέπειτα πάπας-καὶ Γαυδέριχος χειροτόνησαν τὸν Μεθόδιο καὶ τρεῖς μαθητές τους σὲ ἱερεῖς, ἐνῶ δύο ἄλλους σὲ ἀναγνῶστες. Ἡ λειτουργία μετὰ τὴ χειροτονία τελέστηκε στὰ σλαβικά.

Οἱ δύο ἀδελφοὶ μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς τους ἔμειναν στὰ ἑλληνικὰ μοναστήρια τῆς Ρώμης καὶ περίμεναν τὴν ὥρα τῆς χειροτονίας τους σὲ ἐπισκόπους. Ὁ χρόνος ὅμως περνοῦσε καὶ οἱ χειροτονίες καθυστεροῦσαν. Ὁ πάπας δίσταζε, γιατί φοβόταν ἐπέκταση τῆς ἑλληνικῆς ἐπιρροῆς στὴν περιοχή, τὴν ὁποία θεωροῦσε δική του.

Στὸ μεταξύ, ὁ Κωνσταντῖνος, ἔχοντας πάντα ἀσθενικὸ ὀργανισμό, ἀρρώστησε. Μόλις κατάλαβε ὅτι ἐρχόταν τὸ τέλος του, φόρεσε ἄμφια καὶ ἔμεινε ντυμένος ὅλη τὴν ἡμέρα, ἐνῶ εἶπε χαρούμενος: «Δὲν εἶμαι πλέον ὑπηρέτης τοῦ αὐτοκράτορα οὔτε κανενὸς ἄλλου στὴ γῆ, ἀλλὰ μόνο τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ. Δὲν ὑπῆρχα, ὑπῆρξα καὶ θὰ ὑπάρχω αἰώνια. Ἀμήν». Τὴν ἑπομένη φόρεσε τὸ μοναχικὸ ἔνδυμα καὶ ὀνομάστηκε Κύριλλος. Ἔμεινε 50 μέρες μὲ αὐτὸ τὸ ἔνδυμα, ὅταν ὅμως κατάλαβε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, προσευχήθηκε: «Κύριε Θεέ μου, σὺ ὅστις ἐδημιούργησες ὅλα τὰ ἀγγελικὰ τάγματα καὶ τὰς οὐρανίους δυνάμεις· σὺ ὅστις ἔτεινες τοὺς οὐρανούς, ἐθεμελίωσες τὴν γῆν καὶ ἔφερες πάντα τὰ ἐκ τοῦ μηδενὸς εἰς τὸ εἶναι· σὺ ὁ ἀκούων πάντοτε τοὺς ποιοῦντας τὸ θέλημά σου, τοὺς φοβούμενους σε καὶ τηροῦντας τὰς ἐντολάς σου, ἄκουσον τὴν προσευχήν μου καὶ φύλαξον τὸ πιστὸν ποίμνιον ἐπικεφαλῆς τοῦ ὁποίου ἐτοποθέτησες ἐμὲ τὸν δοῦλον σου, τὸν ἀνίκανον καὶ ἀνάξιον. Σῶσον αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀσεβῆ καὶ εἰδωλολατρικὴν κακότητα τῶν βλασφημούντων σε. Κατάστρεψον τὴν αἵρεσιν τῶν τριῶν γλωσσῶν».

Πέθανε σὲ ἡλικία 42 ἐτῶν τὸ 869. Ὁ πάπας παράγγειλε νὰ γίνει μεγαλοπρεπὴς κηδεία, ἀλλὰ ὁ Μεθόδιος δὲ συμφώνησε. Σκέφτηκε νὰ μεταφέρει τὸ σκήνωμα στὴν Κωνσταντινούπολη, οἱ Ρωμαῖοι ὅμως τὸν ἀπέτρεψαν. Ἔτσι ὁ Κύριλλος θάφτηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, δεξιὰ ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα.



ΣΤΗ ΣΛΟΒΕΝΙΑ

Οἱ Μοραβοὶ καὶ οἱ Σλοβένοι περίμεναν μὲ ἀνυπομονησία τοὺς ἀδελφούς, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲ φαίνονταν. Ὁ Κότσελ τῆς Σλοβενίας ζήτησε μὲ ἐπιστολὴ τὸν Μεθόδιο καὶ ὁ πάπας τὸν ἔστειλε τὴν ἄνοιξη τοῦ 869, λίγο μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Κυρίλλου. Ὁ πάπας σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Κότσελ καὶ τὸν Ροστισλάβο ἐπαινοῦσε τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ Μεθοδίου, ὅριζε νὰ τελοῦνται οἱ ἀκολουθίες στὴ σλαβικὴ γλώσσα καὶ χαρακτήριζε ὡς λύκους αὐτοὺς ποὺ περιφρονοῦσαν τὰ βιβλία ποὺ εἶναι γραμμένα στὴ γλώσσα αὐτή.

Ἡ δυσαρέσκεια ὅμως στὴ Σλοβενία ἦταν μεγάλη, γιατί οἱ Σλοβένοι ζητοῦσαν ἐπίσκοπο καὶ ὁ πάπας εἶχε διστάσει νὰ χειροτονήσει τὸν Μεθόδιο σὲ ἐπίσκοπο. Φοβόταν μήπως τυχὸν ὁ Μεθόδιος ἀνακηρύξει ἀνεξάρτητη τὴν Ἐκκλησία τῆς Σλοβενίας καὶ τῆς Μοραβίας, ὅπως πραγματικὰ ἐπεδίωκε. Ὁ Κότσελ ἔδρασε τότε ἀποφασιστικά. Ἔστειλε πάλι τὸν Μεθόδιο στὴ Ρώμη μὲ συνοδεία 20 Σλοβένων ἐπισήμων καὶ ἀπαίτησε τὴ χειροτονία του σὲ ἐπίσκοπο, διαμηνύοντας ὅτι διαφορετικὰ θὰ ζητοῦσε τὴ χειροτονία ἀπὸ τὸ Βυζάντιο. Καὶ ἡ ἀποφασιστικότητα τοῦ ἡγεμόνα νίκησε. Ὁ πάπας χειροτόνησε τὸν Μεθόδιο σὲ ἐπίσκοπο καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν πρωτεύουσα τοῦ σλοβενικοῦ κράτους, ἔχοντας τὸν τίτλο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Σιρμίου, τῆς παλιᾶς πρωτεύουσας τοῦ Ἰλλυρικοῦ ποὺ βρισκόταν λίγο πιὸ νότια ἀπὸ τὸν Δούναβη.

Ὁ ἐκκλησιαστικὸς ὀργανισμὸς ποὺ δημιουργήθηκε κατόπιν τῆς δράσης τῶν δύο ἀδελφῶν ἦταν αὐτοκέφαλος, σύμφωνα μὲ τὶς βυζαντινὲς ἀντιλήψεις. Τὰ δύο μεγάλα τμήματα τῆς ἑνωμένης τότε Ἐκκλησίας διακρίνονταν ὡς πρὸς αὐτὸ λόγω τῆς διαφορᾶς στὴν παράδοση καὶ στὴ νοοτροπία. Στὴ Δύση τὸ ἰδεῶδες τῆς ἀπόλυτης συγκέντρωσης καὶ ἑνότητας, ποὺ κληρονομήθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ρώμη, ἀπαιτοῦσε στὶς ἐκχριστιανιζόμενες περιοχὲς νὰ ὀργανώνονται μονάδες τῆς μίας καὶ ἀδιάσπαστης Δυτικῆς Ἐκκλησίας μὲ γλώσσα τὴ λατινικὴ καὶ-γιὰ αὐτὴν τὴν περίοδο-κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ γερμανικοῦ κράτους. Στὴν Ἀνατολὴ τὸ ἰδεῶδες τῆς ὁμόσπονδης σύνδεσης, ποὺ κληρονομήθηκε ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴ χριστιανικὴ ἀρχαιότητα, συντελοῦσε ὥστε στὶς περιοχὲς ποὺ ἐκχριστιανίζονται νὰ ὀργανώνονται αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες μὲ ὄργανο τὴ ντόπια γλώσσα καὶ κάτω ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία ἀνεξάρτητων κρατῶν.

Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ἐκείνη δὲν ἑξαρτιόταν διοικητικὰ οὔτε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη οὔτε ἀπὸ τὴ Ρώμη, ἀλλὰ βρισκόταν σὲ ἐπικοινωνία καὶ μὲ τὶς δύο. Εἶχε ἱδρυθεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ μὲ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα τῆς αὐτοτέλειας. Μάλιστα ἀποτέλεσε πρότυπο βάσει τοῦ ὁποίου ὀργανώθηκαν καὶ οἱ ἄλλες σλαβικὲς Ἐκκλησίες, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι αὐτὲς ὑπῆρξαν πιὸ τυχερὲς ἀπὸ ἄποψη παρέμβασης ξένων παραγόντων.

Ἡ δραστηριότητα τοῦ Μεθοδίου ὑπῆρξε μεγαλύτερη τώρα ποὺ κατεῖχε πιὸ ὑπεύθυνη θέση. Χειροτόνησε πλῆθος μαθητῶν του, Σλοβένων, Κροατῶν καὶ Σέρβων, στοὺς ὁποίους ἐκτεινόταν ἡ δικαιοδοσία του. Οἱ Κροάτες καὶ οἱ Σέρβοι εἶχαν δεχτεῖ τοὺς πρώτους ἱεραποστόλους ἀπὸ τὶς βυζαντινὲς κτήσεις τῆς Ἀδριατικῆς μὲ φροντίδα τῆς κυβέρνησης τοῦ Βυζαντίου. Τώρα ὁ Χριστιανισμὸς προχωρεῖ σὲ αὐτοὺς σὲ ἔκταση καὶ βάθος. Οἱ τρεῖς Ἐκκλησίες εἶχαν σλαβικὸ χαρακτήρα, ἀλλὰ ἡ κροατικὴ στράφηκε ἀργότερα πρὸς τὴ Ρώμη μὲ τὸν ἡγεμόνα Βρανίμιρο, ὁ ὁποῖος τὸ 879 δολοφόνησε τὸν Ζδεσλάβ. Στὴ Σλοβενία ὁ χαρακτήρας αὐτὸς διατηρήθηκε ἐν μέρει μέχρι τὴν ἐποχὴ μας παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖ ἐπικράτησε ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς μεταγενέστερα. Μάλιστα ἐκεῖ διατηρήθηκε καὶ ἡ πρώτη σλαβικὴ γραφή, ἡ γλαγολιτική.

Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ Μεθόδιος χειροτόνησε καὶ πλῆθος μαθητῶν του ἀπὸ τὴ Μοραβία, τοὺς ὁποίους ἔστειλε στὴ χώρα τους γιὰ νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο του. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Γοράσδος.

Ἀλλὰ τὸ ἔργο αὐτὸ σταμάτησε νωρίς. Οἱ Γερμανοὶ ἐκκλησιαστικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἄρχοντες δυσαρεστήθηκαν ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τῆς δραστηριότητας τοῦ Μεθοδίου. Αὐτὴ ἔδινε στὶς σλαβικὲς Ἐκκλησίες ὄχι μόνο σλαβικὸ ἀλλὰ καὶ ἑλληνικὸ χαρακτήρα, πρὸς μεγάλη ἀπογοήτευση τοῦ λατινικοῦ κλήρου, καὶ ἔκλεινε τὸ δρόμο νέας στροφῆς πρὸς τὴ Γερμανία.

Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἀκριβῶς ὁ Λουδοβίκος ὁ Γερμανικὸς εἶχε εἰσβάλλει μὲ τρεῖς στρατιὲς στὴ Μοραβία καὶ τὴν ὑπόταξε καὶ πάλι. Ὁ Ροστισλάβος, ὁ ὁποῖος εἶχε καλέσει σὲ ἐκείνη τὴ χώρα τοὺς Ἕλληνες ἱεραποστόλους, εἶχε ἐκθρονιστεῖ καὶ τυφλωθεῖ. Ὁ Κότσελ ἄρχισε νὰ φοβᾶται τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Γι' αὐτό, ὅταν οἱ Γερμανοὶ κληρικοὶ τῆς Σλοβενίας συνέλαβαν τὸν Μεθόδιο καὶ τὸν ὁδήγησαν στὴ Γερμανία, δὲν ἀντέδρασε.

Τὸ Νοέμβριο τοῦ 870 ὁ Μεθόδιος δικάστηκε ἀπὸ βαυαροὺς ἐπισκόπους στὸ Ρέγενσουργ, διότι εἶχε δῆθεν καταλάβει περιοχὴ ποὺ ἀνῆκε στὴν ἀρχιεπισκοπὴ τοῦ Σάλτσβουργ.

Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὑπῆρχε ἔντονη τάση ἀπόσχισης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γερμανίας ἀπὸ τὴ Ρώμη, τὴν ὁποία βλέπουμε καὶ στὴν παροῦσα περίπτωση. Ὁ Μεθόδιος ὀνόμασε τοὺς διῶκτες του «βάρβαρους» μπροστὰ στὸν Λουδοβίκο. Ἀφοῦ καταδικάστηκε, φυλακίστηκε στὴ μονὴ Ἐλλβάγγεν τῆς Σουαβίας. Δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν καμιὰ ἐπικοινωνία μὲ τὸν πάπα καὶ σκότωσαν τὸν ἀγγελιοφόρο του μοναχὸ Λάζαρο. Ἀπὸ τοὺς μαθητὲς του ἄλλοι διέφυγαν στὴ Μοραβία, τὴν Κροατία καὶ τὴ Σερβία, ἐνῶ ἄλλοι παρέμειναν κρυφὰ στὴ Σλοβενία.

Ὁ πάπας Ἀδριανὸς δὲν πληροφορήθηκε ποτὲ γιὰ τὶς περιπέτειές του καὶ ὁ νέος πάπας Ἰωάννης Η' ἔμαθε γι' αὐτὲς κάπως ἀργά. Ἔγραψε τότε ὁ πάπας στὸ βασιλιὰ Λουδοβίκο καὶ τοῦ παραπονέθηκε, γιατί ἕνας ἀρχιεπίσκοπος, κατέχοντας ἕδρα ποὺ-κατὰ τὴ γνώμη του-ὑπαγόταν ἀπὸ πάντα στὴ Ρώμη καὶ πάντως ὄχι στὴ Γερμανία, ἐκδιώχθηκε. Ἔγραψε ἐπίσης καὶ στὸν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Σάλσβουργ Ἀδαλβίνο καὶ σὲ διάφορους Γερμανοὺς ἐπισκόπους.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐπέμβαση ὁ Μεθόδιος ἐλευθερώθηκε, ἐνῶ οἱ διῶκτες του τὸν εἶχαν καταδικάσει σὲ ἰσόβια κάθειρξη.



ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΗ ΜΟΡΑΒΙΑ

Ἡ ἐπέμβαση τοῦ πάπα δὲν ἦταν ὁ μόνος λόγος τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ Μεθοδίου. Σὲ αὐτὴ συντέλεσε καὶ ἡ μεσολάβηση τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Μακεδόνα, τὴν ὁποία διαμήνυσε πρεσβεία πρὸς τὸν Λουδοβίκο τὸ 872, καὶ ἡ ἀλλαγὴ τῆς κατάστασης στὴ Μοραβία. Ὁ νέος ἐκεῖ ἡγεμόνας Σβιατοπλούκ, ἀνεψιὸς τοῦ Ροστισλάβου, ἀπέκτησε ἀνεξαρτησία μετὰ ἀπὸ νέα ἐπανάσταση, μεταξὺ τῶν ἡγετῶν τῆς ὁποίας ἦταν καὶ ὁ ἱερέας Σλαβομίρ. Οἱ κληρικοὶ τῆς σλαβικῆς Ἐκκλησίας τῆς Μοραβίας ἐργαζόταν πάντα ὑπὲρ τῆς πολιτικῆς ἀνεξαρτησίας τῆς χώρας τους.

Μετὰ ἀπὸ δυόμιση χρόνια φυλάκισης ὁ Μεθόδιος ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Τώρα πλέον δὲν ἐπέστρεψε στὴ Σλοβενία, ἀλλὰ στὴ Μοραβία, διατηρώντας τὸν τίτλο τοῦ ἀρχιεπισκόπου τοῦ Σιρμίου. Οἱ πολυάριθμοι μαθητὲς του τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ ἐνθουσιασμὸ τὸ καλοκαίρι τοῦ 873 μετὰ ἀπὸ ἑξαετῆ ἀναμονή.

Ἀπὸ τότε ἀρχίζει περίοδος ἀκμῆς γιὰ τὴ νεοπαγῆ Ἐκκλησία τῆς Μοραβίας. Ὁ μεγάλος ἱεραπόστολος ἀνέλαβε διπλὸ ἔργο. Ἀφενὸς συνέχισε τὴν κατάρτιση θεολόγων, κληρικῶν καὶ δασκάλων, ἀφετέρου ἐπέκτεινε τὸ κήρυγμά του καὶ σὲ εὐρεῖες λαϊκὲς μάζες. Τοποθέτησε κληρικοὺς σὲ ὅλους τοὺς συνοικισμούς, ἐνῶ ὅλοι οἱ κάτοικοι, ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν τὶς εἰδωλολατρικὲς πλάνες, πίστεψαν στὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἐπισκέφτηκε ὅλες τὶς περιοχὲς ποὺ περιλαμβάνονταν τότε στὸ κράτος τοῦ Σβιατοπλοὺκ καὶ κατοικοῦνταν ἀπὸ Σλάβους, Βοημία, Σαξωνία, Σιλεσία, Νότια Πολωνία. Βάφτισε μόνος του τὸν πρῶτο Τσέχο χριστιανὸ ἡγεμόνα Μποριβάι. Ἔφτασε μέχρι τὴν περιοχὴ τοῦ Κιέβου, ὅπου κήρυξε στοὺς Ρώσους.

Τὸ ἔργο αὐτὸ πραγματοποιήθηκε κάτω ἀπὸ δύσκολες συνθῆκες στὴ Μοραβία, διότι ὁ Σβιατοπλοὺκ τὸ 874 ἀναγκάστηκε μετὰ ἀπὸ νέο σκληρὸ ἀγώνα νὰ ὑποκύψει στοὺς Γερμανούς. Οἱ Γερμανοὶ κληρικοὶ πῆραν θάρρος καὶ πάλι, ἐνῶ ὁ ἡγεμόνας, γιὰ νὰ μὴν τοὺς ἐρεθίσει, βρῆκε τὴν ἑξῆς συμβιβαστικὴ μέθοδο ἰσορροπίας: ὁ ἴδιος ἀκολούθησε τὴ λατινικὴ λατρεία, ἄφηνε ὅμως τὸ λαὸ νὰ ἀκολουθεῖ τὴ σλαβική. Ἔτσι ὁ Μεθόδιος σιγὰ-σιγὰ ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα καὶ μάλιστα ὅταν αὐτὸς μετέφερε τὴν πρωτεύουσά του στὴν ἀπομακρυσμένη Νίτρα. Μεσολάβησαν καὶ κάποιες δυσαρέσκειες ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὶς παρατηρήσεις τοῦ Μεθοδίου σχετικὰ μὲ τὶς ἠθικὲς παρεκτροπὲς τοῦ Σβιατοπλούκ. Γιὰ αὐτοὺς τοὺς λόγους καὶ γενικότερα γιατί ὁ ἡγεμόνας καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς εὐγενεῖς ποὺ ἦταν γύρω του ἤθελαν νὰ ἀποφύγουν κάθε ἀφορμὴ νέας σύγκρουσης μὲ τοὺς Γερμανούς, ἡ ἑλληνικὴ ἱεραποστολὴ βρέθηκε σὲ δυσμενῆ θέση.

Ὁ Σβιατοπλοὺκ πιεζόμενος ἀπὸ δύο ἱερεῖς, τὸν Γερμανὸ Βίχιγκ καὶ τὸν Ἰταλὸ Ἰωάννη, ἀπευθύνθηκε στὸν πάπα Ἰωάννη τὸν Η', διότι ἐπεδίωκε νὰ μεταθέσει σὲ ἄλλον τὸ βάρος ὁποιασδήποτε ἐνέργειας. Ὁ πάπας τότε ἔγραψε στὸν Μεθόδιο: «Ἀκούσαμε ὅτι δὲ διδάσκεις ὅσα ἡ ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία ἔχει διδαχτεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Πέτρο, τὸν κορυφαῖο τῶν ἀποστόλων, καὶ ὅσα κηρύττει καθημερινὰ καὶ ὅτι ὁδηγεῖς τὸ λαὸ σὲ πλάνη. Γι' αὐτὸ μὲ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴ σὲ διατάζουμε νὰ παρουσιαστεῖς μπροστὰ μας χωρὶς καθυστέρηση, γιὰ νὰ σὲ ἀκούσουμε καὶ νὰ γνωρίσουμε ἀκριβῶς τὴ διδασκαλία σου. Ἔχουμε ἐπίσης πληροφορηθεῖ ὅτι τελεῖς τὴ λειτουργία σὲ βάρβαρη γλώσσα, δηλαδὴ στὴ σλαβική, ἐνῶ μὲ ἐπιστολὴ ποὺ μετέφερε ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἀγκώνας, ὁ Παῦλος, σοῦ ἀπαγορεύσαμε νὰ τελεῖς τὴν ἱερὴ ἀκολουθία τῆς λειτουργίας σὲ αὐτὴν τὴ γλώσσα. Δὲν μπορεῖς νὰ τὴν τελεῖς παρὰ μόνο στὴ λατινικὴ καὶ στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ὅπως κάνει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι διασκορπισμένη σὲ ὅλη τὴ γῆ, ἀνάμεσα σὲ ὅλα τὰ ἔθνη. Φυσικὰ μπορεῖς νὰ κηρύττεις καὶ νὰ μιλᾶς στὸ λαὸ σὲ αὐτὴν τὴ γλώσσα». Τὴν πρόσκληση στὴ Ρώμη δικαιολογοῦσε ἐπίσης καὶ ἡ ἀνάγκη τοῦ πάπα νὰ δεῖ ἐὰν τηρεῖ ὁ Μεθόδιος ὅσα προφορικὰ καὶ γραπτὰ εἶχε ὑποσχεθεῖ στὴν ἁγία ρωμαϊκὴ Ἕδρα.

Ὁ Μεθόδιος πιέστηκε νὰ μεταβεῖ τὸ 879 στὴ Ρώμη, ὅπου θὰ δικαζόταν. Συγχρόνως στάλθηκε ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Μοραβοῦ ἡγεμόνα καὶ ὁ Βίχιγκ, τὸν ὁποῖο ὁ Σβιατοπλοὺκ προόριζε ὡς ἀντικαταστάτη τοῦ Μεθοδίου σὲ περίπτωση καθαίρεσής του. Ἐκεῖ ὅμως ἄλλαξαν τὰ πράγματα. Ἦταν τόσο ἰσχυρὴ ἡ προσωπικότητα τοῦ Μεθοδίου, ὥστε μόνο μὲ τὴν παρουσία του ἐπηρέαζε τὶς καταστάσεις. Ἐξάλλου εἶναι φανερὸ ὅτι στὴ σκέψη τῶν παπῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ὑπῆρχε μεγάλη σύγχυση. Ἄλλα ἔλεγε ὁ προηγούμενος καὶ ἄλλα ὁ ἑπόμενος, συχνὰ ὅμως καὶ τοῦ ἴδιου προσώπου ἡ πολιτικὴ ἦταν ἀλλοπρόσαλλη. Στὴ μεταβολὴ τῆς στάσης τοῦ Ἰωάννη συντέλεσε πιθανῶς ὁ φόβος μήπως καὶ οἱ δυτικοὶ Σλάβοι διαφύγουν ἀπὸ τὴ ρωμαϊκὴ ἐπιρροή, ὅπως εἶχε συμβεῖ στὸ μεταξὺ μὲ τοὺς Βούλγαρους.

Ἔτσι ὁ Ἰωάννης ὁ Ἡ' μὲ νέο γράμμα παραγγέλνει ἀκριβῶς τὰ ἀντίθετα ἀπὸ ὅσα ζητοῦσε μὲ τὸ προηγούμενο. Λέει ὅτι ἐξέτασε τὸν Μεθόδιο συνοπτικὰ καὶ διαπίστωσε ὅτι αὐτὸς ἔχει τὴν πίστη τοῦ συμβόλου τῆς ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο βέβαια τότε ἦταν τὸ ἴδιο μὲ αὐτὸ τῆς ἑλληνικῆς. Ἡ προσθήκη τοῦ filioque, τοῦ ὅτι δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό, δὲν εἶχε ἀκόμη εἰσαχθεῖ στὸ σύμβολο ἀλλὰ ὑπῆρχε ὡς διδασκαλία, κυρίως μεταξὺ τῶν Γερμανῶν θεολόγων. Ἐπίσης, ζήτησε τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου νὰ διακηρύσσονται καὶ στὴ σλαβικὴ γλώσσα, διότι ἡ Ἁγία Γραφὴ δίνει ἐντολὴ νὰ δοξολογοῦμε τὸν Κύριο, ὄχι μόνο σὲ τρεῖς, ἀλλὰ σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες.

Ὁ Μεθόδιος γιὰ νὰ ἀποδείξει τὸ ἀδιάφορο τοῦ πράγματος μετέφρασε στὴ σλαβικὴ καὶ τὴ λατινικὴ λειτουργία ποὺ βρισκόταν τότε σὲ ἰσχύ, ὥστε στὴν Ἐκκλησία του νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ τέλεση εἴτε τῆς ἀνατολικῆς εἴτε τῆς δυτικῆς λειτουργίας.

Ἔτσι ἐπέστρεψε δικαιωμένος ὡς ἀρχιεπίσκοπος στὴ Μοραβία. Ὁ πάπας ὅμως, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει καὶ τὸν ἡγεμόνα, ἔδωσε ἐντολὴ στὸν Μεθόδιο νὰ χειροτονήσει τὸν Βίχιγκ ἐπίσκοπο Νίτρας καὶ ζήτησε καὶ ἕνα ἀκόμη πρόσωπο, ὥστε νὰ γίνουν τρεῖς οἱ ἐπίσκοποι τῆς περιοχῆς καὶ νὰ ἀποτελέσουν μητρόπολη.



ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Εἶχαν περάσει πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ τὰ δύο ἀδέλφια ἐγκατέλειψαν τὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 863. Ἡ πρόθεσή τους νὰ τὴν ἐπισκεφτοῦν τὸ 867 δὲν πραγματοποιήθηκε, ὅπως εἴδαμε. Τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Κύριλλος πέθανε, ἐνῶ ὁ Μεθόδιος, ἐργαζόμενος ἀκατάπαυστα μέσα σὲ χιλιάδες ἐμπόδια, δὲ βρῆκε τὴν εὐκαιρία γιὰ αὐτὴν τὴν ἐπίσκεψη. Ἀλλὰ πάντα σκεφτόταν ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐπιχειρήσει τὸ μακρινὸ αὐτὸ ταξίδι γιὰ πολλοὺς λόγους. Πρῶτα, γιατί ἤθελε νὰ δεῖ γιὰ μία ἀκόμη φορὰ τοὺς τόπους στοὺς ὁποίους γεννήθηκε, ἀνατράφηκε, σπούδασε καὶ ἔζησε κατὰ τὴ νεανική του ἡλικία· δεύτερο, γιατί ἦταν ἀνάγκη νὰ ἀνταλλάξει σκέψεις μὲ τοὺς ἄρχοντες τοῦ Βυζαντίου γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἔργου του· καὶ τρίτο, γιατί οἱ Γερμανοὶ κληρικοὶ διέδιδαν ὅτι ὁ Μεθόδιος εἶχε χάσει τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Ἕλληνα αὐτοκράτορα. Ἐξάλλου καὶ ὁ πατριάρχης Φώτιος καὶ ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Α' τοῦ ζήτησαν νὰ μπεῖ στὸν κόπο καὶ νὰ ἔρθει στὴν πρωτεύουσα.

Τὸ 881 ὁ πάπας Ἰωάννης τὸν κάλεσε στὴ Ρώμη καὶ πάλι, γιατί οἱ κατηγορίες τοῦ Βίχιγκ συνεχίζονταν. Ἀλλὰ τώρα πλέον ἀρνήθηκε τὴν πρόσκληση, διότι ἦταν πολὺ νὰ συνεχίζονται ἐπ' ἄπειρον οἱ προκλήσεις καὶ οἱ ἀνακρίσεις. Αὐτὸ ἀποτέλεσε ἕναν ἀκόμη λόγο νὰ ἐπισπεύσει τὴ μετάβασή του στὴν Κωνσταντινούπολη.

Τὸ ταξίδι πραγματοποιήθηκε τὸ 881. Στὴν πρωτεύουσα ἄρχοντες, κλῆρος καὶ λαὸς τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ ἐνθουσιασμό. Ἦταν ἐνήμεροι γιὰ τὰ θαυμαστά του ἐπιτεύγματα στὶς μακρινὲς χῶρες τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης καὶ ἡ χαρά τους ποὺ ἔβλεπαν κοντὰ τοὺς τὸν μεγάλο ἱεραπόστολο ἦταν ἀπερίγραπτη. Οἱ Βυζαντινοὶ ἐνέκριναν τὶς ἐνέργειές του σὲ ἐκεῖνες τὶς χῶρες καὶ συζήτησαν τὸ μέλλον τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σλάβων τῆς Δύσης. Δυστυχῶς, ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ παρέχει καμιὰ δυναμικὴ βοήθεια, γιατί μεταξύ του Βυζαντίου καὶ τῆς Μοραβίας παρεμβάλλονταν οἱ Βούλγαροι. Ὅμως τοῦ συστήθηκε νὰ διατηρήσει τὸ αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας του καὶ νὰ μὴ δέχεται παρεμβάσεις ἀπὸ πουθενά.

Μὲ αὐτὴν τὴν εὐκαιρία ὁ Μεθόδιος κατατόπισε τὸν Φώτιο γιὰ τὴ διάδοση τῆς διδασκαλίας ποὺ ἀφοροῦσε τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό. Τότε λοιπὸν ἔγραψε ὁ πατριάρχης τὸ γνωστὸ σύγγραμμα στὸ ὁποῖο καταπολεμάει αὐτὴν τὴ διδασκαλία. Ὁ Μεθόδιος ἄφησε στὴν Κωνσταντινούπολη ἕναν ἱερέα καὶ ἕναν διάκονο ὡς πρεσβευτές του, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἐργάζονται στὸ κέντρο σλαβικῶν σπουδῶν.

Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ του πέρασε ἀπὸ τὴ Βουλγαρία καὶ συναντήθηκε μὲ τὸ βασιλιὰ Βόρη στὴν πρωτεύουσά του Πρεσλάβαν καὶ τοῦ ἔδωσε συμβουλὲς γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας. Τοῦ ὑποσχέθηκε νὰ τοῦ στείλει μαθητές του γιὰ τὸ ἔργο αὐτό, οἱ ὁποῖοι πράγματι πῆγαν ἐκεῖ, ἀλλὰ μετὰ τὸ θάνατό του.



ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Μεθόδιος ἐπιδόθηκε μὲ ἰδιαίτερο ζῆλο στὴ μετάφραση κειμένων ποὺ ἦταν ἀπαραίτητα γιὰ τὴν Ἐκκλησία του. Φαίνεται ὅτι στὴν πρωτεύουσα τοῦ τόνισαν νὰ προσέξει αὐτὸ τὸ σημεῖο. Οἱ περιπέτειές του καὶ τὰ πολλαπλὰ καθήκοντά του τὸν εἶχαν ἀναγκάσει νὰ παραμελήσει τὸ ἔργο αὐτό. Τὸ 883 μετέφρασε ὅλη τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς ποὺ ἦταν ἤδη μεταφρασμένοι ἀπὸ τὸν Κύριλλο καὶ τὰ βιβλία τῶν Μακκαβαίων. Ἄρχισε τὴ μετάφραση τὸ Μάρτιο καὶ τὴν τελείωσε μέσα σὲ ἑφτὰ μῆνες, τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τοῦ προστάτη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.

Μετέφρασε ἐπίσης ὁρισμένα πατερικὰ κείμενα καὶ τὸν Νομοκάνονα. Ἔτσι χάρισε στοὺς Μοραβοὺς καὶ στοὺς ὑπόλοιπους σλαβικοὺς λαοὺς τοὺς πρώτους γραπτοὺς νόμους, οἱ ὁποῖοι ἐπέτρεψαν τὴν ὀργάνωση τοῦ κοινωνικοῦ βίου μὲ βάση τὶς ἀντικειμενικὲς καὶ ἀπρόσωπες ἐκφράσεις καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ θέληση τῶν φυλάρχων.

Στὸ ἔργο τῆς μετάφρασης κειμένων ἐπιδόθηκαν ἐπίσης καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητές του.

Τὸ 884 σημειώθηκε νέα σύγκρουση στὴ Μοραβία, αὐτὴ τὴ φορὰ δογματική. Φαίνεται ὅτι ἀφορμὴ ἦταν ἡ γνωστοποίηση τοῦ συγγράμματος τοῦ Φωτίου σχετικὰ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴ Δύση. Ὅπως ὁ Φώτιος, ἔτσι καὶ ὁ Μεθόδιος ὀνόμαζε αἱρετικοὺς αὐτοὺς ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὸν ὅρο filioque καὶ δέχονταν τὴν ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό. Ὁ Βίχιγκ ἀντέδρασε ἔντονα καὶ προκάλεσε προβλήματα στὸν Μεθόδιο. Τότε πλέον ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἀναγκάστηκε νὰ καταφύγει στὸ ἔσχατο μέσο τοῦ ἀναθεματισμοῦ, τὸν ὁποῖο ἐξέφρασε μαζὶ μὲ τὴ συνέλευση τῶν ἱερέων.

Ὁ Σβιατοπλοὺκ ἐντυπωσιάστηκε τόσο πολύ, ὥστε ἀπὸ τότε ἔγινε φίλος του Μεθοδίου. Ἔτσι ἐπιτεύχθηκε ἡ ἑνότητα τῆς μοραβικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ δυστυχῶς γιὰ λίγο χρόνο.

Ὁ Μεθόδιος ἦταν 65 περίπου ἐτῶν ὅταν αἰσθάνθηκε τὸ τέλος του νὰ πλησιάζει. Οἱ μαθητὲς του συγκινημένοι καὶ ἀνήσυχοι τὸν ρώτησαν: «Σεβάσμιε πατέρα καὶ δάσκαλε, ποιὸς ἀπὸ τοὺς μαθητές σου πρέπει νὰ σὲ διαδεχτεῖ στὴ διδασκαλία σου;» Ὁ ἴδιος ὅρισε ἕναν πάρα πολὺ γνωστὸ μαθητή του, τὸν Γοράσδο, λέγοντας: «Εἶναι ἄνδρας ἐλεύθερος καὶ ἀπὸ τὴ χώρα σας, καλὰ ἐκπαιδευμένος στὰ βιβλία, λατινικὰ καὶ ὀρθόδοξα. Ἂς γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς ἀρέσει αὐτὸ σὲ σᾶς, ὅπως καὶ σὲ μένα».

Τὸ ὅτι ὅρισε διάδοχό του δὲν εἶναι παράδοξο. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ἁπλὴ εὐχὴ τοῦ ἱεραποστόλου, τὴν ὁποία ἀποδέχτηκε τὸ σύνολο τῶν ἱερέων καὶ ὁ λαὸς τῆς Μοραβίας. Εἶναι πολὺ πιθανὸ ὅτι ὁ Γοράσδος ἦταν ἤδη ἐπίσκοπος· εἶχε δηλαδὴ ἐκλεγεῖ καὶ χειροτονηθεῖ νωρίτερα ὡς ἐπίσκοπος τῆς Νίτρας στὴ θέση τοῦ ἀναθεματισμένου Βίχιγκ. Τώρα ὅμως δὲν ἦταν ἐπισκοπικὴ ἐκλογή, ἀλλὰ ἀνάθεση σὲ αὐτὸν τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου.

Τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τοῦ 885 ὁ Μεθόδιος πῆγε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Βέλεχραδ, ὅπου ἦταν συγκεντρωμένος ὁ λαός. Ἦταν πολὺ ἄρρωστος. Εὐχαρίστησε τὸν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινούπολης, τὸν ἡγεμόνα τῆς Μοραβίας, τὸν κλῆρο καὶ τὸ λαό του. Τέλος εἶπε: «Παιδιά μου, περιμένετέ με μέχρι τὴν Τρίτη μέρα». Καὶ ἔτσι ἔκαναν. Τὴν αὐγὴ τῆς τρίτης μέρας πρόφερε τὶς τελευταῖες του λέξεις: «Κύριε, εἰς χεῖρας σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου», καὶ πέθανε στοὺς βραχίονες τῶν ἱερέων του, τὴν 6η Ἀπριλίου, Ἰνδικτίωνος 3, ἔτους 6393 ἀπὸ κτίσεως, δηλαδὴ τὴν 6η Ἀπριλίου τοῦ 885.

Οἱ μαθητὲς του τέλεσαν τὴ νεκρώσιμο ἀκολουθία στὴν ἑλληνική, τὴ λατινικὴ καὶ τὴ σλαβικὴ γλώσσα συγχρόνως, ἐνῶ ἀμέσως μετὰ τοποθέτησαν τὴ σορό του στὸν καθεδρικὸ ναό. Ἔτσι προστέθηκε ὁ Μεθόδιος στοὺς πατέρες καὶ στοὺς πατριάρχες καὶ στοὺς προφῆτες καὶ στοὺς ἀποστόλους καὶ στοὺς δασκάλους καὶ στοὺς μάρτυρες. Ἀναρίθμητος λαὸς ἀκολούθησε τὴν κηδεία. Ὅλοι ἔκλαιγαν τὸν καλὸ δάσκαλο, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νέοι καὶ γέροντες, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἐλεύθεροι καὶ δοῦλοι, περαστικοὶ καὶ χωρικοί, ἀσθενεῖς καὶ ὑγιεῖς.



ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΘΟΔΙΟΥ

Ὁ Γοράσδος ἀνέλαβε μὲ ζῆλο τὴ διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας του. Ἀλλὰ οἱ ἐχθροὶ δὲν τὸν ἄφησαν γιὰ πολύ. Ὁ Βίχιγκ, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ φάνηκε νὰ πλησιάζει τὸ τέλος τοῦ Μεθοδίου, εἶχε πάει στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴ διαδοχή. Ἔπεισε τὸν πάπα Στέφανο τὸν Ε' νὰ ἐναντιωθεῖ καὶ πάλι στὴν ἑλληνοσλαβικὴ Ἐκκλησία τῆς Μοραβίας. Σὲ ἐπιστολὴ του ἀπαίτησε ἀποδοχὴ τῆς διδασκαλίας σχετικὰ μὲ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό. Συγχρόνως ἀναγνώριζε τὸν Βίχιγκ ὡς ἀρχηγὸ στὴ διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης καὶ ἀπαγόρευε στὸν Γοράσδο νὰ ἀναλάβει ἐπισκοπικὰ καθήκοντα, πρὶν ἔρθει στὴ Ρώμη καὶ ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πάπα. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο σημαίνει ὅτι καταρχὴν θὰ δεχόταν τὸν Γοράσδο ὡς ἐπίσκοπο, ἀλλὰ ὄχι ὡς ἀρχηγὸ τῆς μοραβικῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης ἀπαγόρευε τὴ χρήση τῆς σλαβικῆς γλώσσας τὴν ὁποία δῆθεν εἶχε εἰσαγάγει ὁ Μεθόδιος παρὰ τὴν ἀπαγόρευση τοῦ Ἰωάννη τοῦ Η'. Ὁ Στέφανος ἀγνοοῦσε τελείως τὰ πράγματα· διότι ὁ Ἰωάννης εἶχε τελικὰ ἐπιτρέψει τὴ χρήση της.

Ὁ Σβιατοπλούκ, πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπευθυνόταν ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Στεφάνου, θυμήθηκε τὴν παλιά του συμπάθεια πρὸς τὴ λατινικὴ λατρεία. Λησμόνησε τὸ ἀνάθεμα τοῦ Βίχιγκ καὶ πῆρε θάρρος. Μὲ τὴν ἀνοχὴ του οἱ Γερμανοὶ κληρικοὶ ἔθεσαν πάλι δογματικὸ ζήτημα σχετικὰ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Γοράσδος καὶ ὁ Κλήμης τοὺς ἀντέκρουσαν, ἀλλὰ ἐκεῖνοι δὲ σταματοῦσαν νὰ ἐπιτίθενται.

Τότε πλέον ὁ Σβιατοπλοὺκ ὑποκρινόμενος ὅτι ἐπιθυμοῦσε συμβιβασμό, συγκάλεσε τοὺς ἡγέτες τῶν ἀντίθετων ὁμάδων στὴ Νίτρα καὶ τοὺς δήλωσε: «Ἐγὼ εἶμαι σχεδὸν ἀγράμματος καὶ δὲ γνωρίζω τὰ δογματικά. Λοιπόν, θὰ παραδώσω τὴν Ἐκκλησία σὲ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος θὰ ὁρκιστεῖ πρῶτος ὅτι κατέχει τὴν ὀρθόδοξη πίστη». Πρὶν τελειώσει τὸ λόγο του, οἱ Γερμανοὶ-προφανῶς συνεννοημένοι-ὁρκίστηκαν, ἐνῶ οἱ Βυζαντινοὶ ἀρνήθηκαν νὰ δώσουν τέτοιο ὅρκο, διότι τὸν θεωροῦσαν εἰδωλολατρικό.

Ὁ Σβιατοπλοὺκ παρέδωσε τοὺς ἡγέτες καὶ τοὺς κληρικοὺς τῆς ἑλληνοσλαβικῆς Ἐκκλησίας στὴ διάθεση τῶν Γερμανῶν. Ἦταν στὸ σύνολο 200. Ἐπρόκειτο βεβαίως γιὰ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν τότε στὴ Νίτρα, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ὑπηρετοῦσαν στὸ Βέλεχραδ καὶ σὲ ἄλλα παρόμοια μεγάλα κέντρα. Αὐτοὶ ποὺ ἐργάζονταν σὲ μικροὺς συνοικισμοὺς καὶ αὐτοὶ ποὺ βρίσκονταν σὲ ἀπομακρυσμένες ἐπαρχίες δὲ θίχτηκαν, τουλάχιστον ἀμέσως.

Οἱ ἀτυχεῖς αὐτοὶ κληρικοὶ ἀρχικὰ βασανίστηκαν, ἔπειτα οἱ νεότεροι πουλήθηκαν ὡς δοῦλοι στοὺς Ἑβραίους, ἐνῶ οἱ ἡλικιωμένοι-μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τους-φυλακίστηκαν. Καὶ αὐτοὶ ποὺ πουλήθηκαν ἐλευθερώθηκαν μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες στὴ Βενετία ἀπὸ ἀντιπροσώπους τοῦ αὐτοκράτορα καταβάλλοντας λύτρα. Ἀπὸ ἐκεῖ ἦρθαν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ διασκορπίστηκαν στὶς σλαβικὲς χῶρες. Οἱ φυλακισμένοι, ἀφοῦ παραδόθηκαν σὲ ἄγριους στρατιῶτες, ἐγκαταλείφθηκαν κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Δούναβη σὲ ἐποχὴ ψύχους. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς πέθαναν. Οἱ ἐπιζήσαντες ἀκολούθησαν διάφορους δρόμους. Αὐτοὶ ποὺ ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς βάδισαν κατὰ μῆκος τοῦ Δούναβη, μέχρι ποὺ ἔφτασαν στὸ Βελιγράδι. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ὁ Κλήμης, ὁ Ναοὺμ καὶ ὁ Ἀγγελάριος, οἱ ὁποῖοι διακρίθηκαν ἀργότερα στὴν ὀργάνωση τῆς βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας μὲ κέντρο τὴν Ἀχρίδα.

Οἱ ντόπιοι κρύφτηκαν σὲ σπίτια συγγενῶν καὶ φίλων ἢ πῆγαν στὶς ἐπαρχίες, οἱ ὁποῖες ἔμειναν ἄθικτες ἀπὸ τὸ διωγμό, ὅπως ἡ Βοημία καὶ ἡ Πολωνία. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Γοράσδος. Τὸ 899 ἀναδιοργανώθηκε ἡ ἑλληνοσλαβικὴ Ἐκκλησία τῆς Μοραβίας μὲ ἕνα νέο ἀρχιεπίσκοπο καὶ τρεῖς ἐπισκόπους. Πιθανῶς ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἦταν ὁ Γοράσδος.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ δέκατου αἰώνα τὸ Κράτος τῆς Μοραβίας καταλήφθηκε ἀπὸ νέο εἰσβολέα, τοὺς Οὔγγρους. Μαζὶ μὲ τὴν πολιτεία διαλύθηκε καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ λείψανά της παρέμειναν ὡς σήμερα. Ἀνὰ τοὺς αἰῶνες κάθε χρόνο στὸ Βέλεχραδ γίνεται προσκύνημα πρὸς τιμὴ τῶν Ἁγίων ἱεραποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου.



ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ἡ πορεία τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸ μέσο τῶν σλαβικῶν ἐθνῶν ὑπῆρξε ραγδαία καὶ μεγαλειώδης. Μετὰ ἀπὸ μακροχρόνια προετοιμασία ἄρχισε τὸ 860 καὶ σχεδὸν ὁλοκληρώθηκε μέσα σὲ εἴκοσι χρόνια, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση τῶν Ρώσων, κατὰ τὴν ὁποία καθυστέρησε μερικὲς ἀκόμη δεκαετίες.

Τὰ ἐπεισόδια, τὰ ὁποῖα ἡ ἱστορία ἀναφέρει σχετικὰ μὲ τὸν ἐκχριστιανισμὸ αὐτῶν τῶν λαῶν, φαίνονται ὡς μεμονωμένες καὶ ἀσυνάρτητες ἐνίοτε ἐνέργειες. Ἂν αὐτὸ ἀνταποκρινόταν στὰ πράγματα, θὰ ἔμενε ἀνεξήγητο πῶς μέσα σὲ ἐκεῖνα τὰ εἴκοσι χρόνια ἔγιναν στοὺς Σλάβους τόσα πολλὰ πράγματα, ὅσα δὲν εἶχαν γίνει ὅλους τοὺς προηγούμενους αἰῶνες. Πράγματι ὑπάρχει μεταξὺ αὐτῶν ἕνας συνεκτικὸς δεσμὸς καὶ πίσω ἀπὸ αὐτὰ διαφαίνεται μία δύναμη ἡ ὁποία θέτει σὲ κίνηση καλοσχεδιασμένο πρόγραμμα. Ἡ δύναμη εἶναι τὸ οἰκουμενικὸ πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο προγραμμάτισε ὅλο τὸ ἔργο. Ἐκτελεστὲς αὐτοῦ τοῦ προγράμματος ὑπῆρξαν τὰ δύο ἀδέλφια ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ὁ Κύριλλος καὶ ὁ Μεθόδιος, οἱ ὁποῖοι ἐργάστηκαν ἀκούραστα μεταξὺ ὅλων τῶν σλαβικῶν λαῶν, Ρώσων, Μοραβῶν, Σλοβένων, Κροατῶν, Σέρβων, Σλοβάκων, Τσέχων, Πολωνῶν καὶ Βουλγάρων.

Τὸ ἔργο τους ἦταν βασικὰ θρησκευτικό. Μέσα ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τὶς δικές τους καὶ τῶν μαθητῶν τους ὅλοι οἱ σλαβικοὶ λαοὶ εἰσῆλθαν στὴ χορεία τῶν χριστιανικῶν ἐθνῶν. Ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸ χριστιανισμὸ παραδόθηκαν σὲ αὐτοὺς καὶ ὅλες οἱ ἐξημερωτικὲς δυνάμεις. Μαζὶ μὲ τὰ ἰδεώδη τῆς πίστεως οἱ ἀπόστολοι δίδαξαν στοὺς Σλάβους τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐγένεια καὶ τοὺς ἐμφύτευσαν τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας. Τοὺς χάρισαν τοὺς πρώτους γραπτοὺς νόμους, μὲ τοὺς ὁποίους ὀργάνωσαν καθεστὼς εὐνομίας καὶ εὐταξίας. Τοὺς πρόσφεραν γλώσσα γραπτὴ καὶ ἕτοιμη νὰ χρησιμοποιηθεῖ στὴ θεολογία, τὴ λογοτεχνία, τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν παιδεία. Ἡ γλώσσα αὐτὴ ἀποτέλεσε κρίκο ποὺ συνέδεσε ὅλον τὸν σλαβικὸ κόσμο.

Γι' αὐτὸ τὰ σλαβικὰ ἔθνη αἰσθάνονται αἰώνιο χρέος στοὺς δύο Θεσσαλονικεῖς ἀδελφούς, ἐνῶ ἡ Θεσσαλονίκη μαζὶ μὲ ὁλόκληρο τὸν ἑλληνισμὸ αἰσθάνεται δίκαια ὑπερηφάνεια γι' αὐτούς.



Ἀπόδοση στὰ Νέα Ἑλληνικὰ Τερζῆ Ὄλγα, Πτυχ. φιλοσοφικῆς σχολῆς (Α.Π.Θ.).

Ξέρετε γιατί διαβάζουμε τα μαρτύρια των Αγίων;

9def184b9a109d0e4b6b43a5aa0ea52d_L
Για να ιδούμε, τι τραβούν οι Άγιοι.
Κι όταν λέμε τα Μαρτύρια του καθενός, οι Άγιοι χαίρονται, όχι χαίρονται και καμαρώνουν εγωιστικά.
Χαίρονται, ξέρετε γιατί; Εν Κυρίω.
Χαίρονται, που μπόρεσαν, με τη χάρη Του, και Μαρτύρησαν και υπέστησαν δεινά για τ Ονομα Του.
Κι όταν τα λέμε, χαίρονται οι Άγιοι. Αγάλλονται και λέν: Δόξα να χεις, Χριστούλη μου, που μας βοήθησες και Μαρτυρήσαμε για το Όνομα σου, είσαι μεγάλος ,είσαι σπουδαίος, είσαι δυνατός.
Γι αυτό λέει ο Παύλος ο μέγας: Ο καυχώμενος, εν Κυρίω καυχάσθω.
Λοιπόν γι αυτό τα λέμε εδώ και χαίρονται οι Άγιοι.
Κι όταν θυμιάζομε το εικόνισμα τους, κι όταν βάζομε κεράκι, κι όταν ο,τιδήποτε άλλο κάνομε και τους τιμάμε, τους σκεπτόμεθα και τους επικαλούμεθα, ξέρετε τι χαρά κάνουν; Είναι τ αδέλφια μας, που πήγαν στον ουρανό και περιμένουν κι εμάς.
Δεν άνοιξε ο παράδεισος. Περιμένουν όλοι οι Άγιοι και οι μάρτυρες κι οι ασκηταί και οι υπόλοιποι, περιμένουν εμάς, γιατί; για να λάβομε όλοι μαζί τον αιώνιο μισθό μας είναι οικογένεια οι Άγιοι οικογένεια η Εκκλησία.
Περιμένουν εμάς!
Οπως ενας πατέρας και μάνα, πό χουν στείλει τα παιδιά τους στον πόλεμο, και γυρίζουν τα παιδιά, ένα- ένα, περιμένουν να ρθει και το τελευταίο, για να κάνουν το συμπόσιο της χαράς και της συναντήσεως και της διασώσεως έτσι.
Κι όταν Έχουμε πόνους, αρρώστειες, δεινά, ή “τάς διοκλητιανούς” των ανιάτων νόσους, ας σκεπτόμεθα τους Αγίους.
Ξέρετε τι κάνουν αυτοί τότε; Μας επισκέπτονται.
Σκέπτομαι και επισκέπτομαι, είναι μαζί. Το επι τα συνδέει και τι; μας παίρνουν τον πόνο, μας δίνουν υπομονή και μας προσφέρουν δύναμη.
Πηγή: Aπόσπασμα από το βιβλίο του πατρός Ανανίου Κουστένη, “Εαρινό Συναξάρι Α΄”, Εξομολογεῖσθε τῶ Κυρίῳ

Προσεγγίζοντας τον άνθρωπο, γνωρίζοντας τον Θεό...


Είναι αλήθεια, πως όσα βλέπουν τα ανθρώπινα μάτια, είναι απειροελάχιστα εμπρός σε όσα βλέπει ο Θεός. Κάπως έτσι συμβαίνει και στην περίπτωση της Φωτεινής από την Σαμάρεια. Εκεί λοιπόν, κοντά στην πόλη Συχάρ, βρέθηκε ο Κύριος ''κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας'' και στάθηκε να ξαποστάσει πλησίον ενός φρέατος. Να πως συναντά ο Θεός τον άνθρωπο! Εκείνη την ώρα πλησιάζει η Φωτεινή. Μία γυναίκα που στα μάτια των ανθρώπων δεν έχει καμία υπόληψη. Μία γυναίκα που κατακρίνουν οι άνθρωποι, αλλά δικαιώνει ο Θεός! Γιατί η Φωτεινή δεν γνωρίζει. Έχει όμως την αγαθή προαίρεση να μάθει! Και αυτό, το βλέπει ο Θεός!

Τι ωραία  ο Κύριος μας , της μιλά για το νερό της αιώνιας ζωής που είναι ο ίδιος ο Λόγος Του και τον οποίον η Φωτεινή αγνοεί ακουσίως. Δεν διστάζει να συνδιαλλαγεί μαζί της. γνωρίζοντας πως αυτό δεν θα φαινόταν αρεστό στα μάτια κάποιων ανθρώπων. Όμως, την πλησιάζει και μέσα από έναν διάλογο αλλάζει ολόκληρη η ζωή ενός ανθρώπου! Με έναν και μοναδικό διάλογο η Φωτεινή ανακαλύπτει τον Ίδιο Τον Θεό! Από τις ελάχιστες περιπτώσεις μέσα στα Ιερά κείμενα των Ευαγγελίων, όπου ο Ίδιος ο Κύριος μας, αποκαλύπτει την Θεϊκή Του υπόσταση στους ανθρώπους! Ο Πλάστης, αποκαλύπτεται στο πλάσμα, ο Δημιουργός στο δημιούργημα, ο Θεός στον άνθρωπο...

Μια συνάντηση, που μπορεί να αλλάξει ολόκληρη την ζωή του ανθρώπου. Πολλές φορές σκέφθηκα πως τελικά νομίζουμε πως ανακαλύπτουμε τον Θεό, μιλάμε αντ' Αυτού , ενεργούμε εξ' ονόματος Του, όταν ο ίδιος ο Θεός επιλέγει τελικά να αποκαλυφθεί στον άνθρωπο. Δεν είναι η μόνη φορά που μια συνάντηση με τον Ιησού Χριστό, αλλάζει ολόκληρη την ζωή ενός ανθρώπου!

Επί είκοσι και έναν αιώνες, ο Ιησούς Χριστός αποκαλύπτεται στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Τους αποζητά καθ΄όν τρόπον ο ποιμένας αναζητά το απολεσθέν πρόβατο. Δεν διστάζει να προσεγγίσει τον πεπτωκότα άνθρωπο και να συνομιλήσει μαζί Του. Ένας και μόνον διάλογος είναι ικανός να σώσει τον άνθρωπο! Το ίδιο δεν συμβαίνει και άλλες ακόμα περιπτώσεις, όπως αυτή του τελώνου, η του ληστού επάνω στο σταυρό, η ακόμα και του Σαούλ που η πορεία του προς την Δαμασκό γίνεται αιτία ο πρώην διώκτης να μεταστραφεί και να γίνει η μέριμνα πασών των Εκκλησιών, ο Απόστολος των Εθνών ο μέγας Παύλος; 

Οι άνθρωποι είμαστε διστακτικοί απέναντι στον διάλογο! Πολλές φορές φοβόμαστε τον διάλογο και προσπαθούμε να τον εξορκίσουμε με επιχειρήματα που το μόνο που μπορούν να αποδείξουν είναι πόσο απέχουμε τελικά από τον τρόπο με τον οποίον μας αγαπά όλους ο Θεός! Εκείνος, που δεν διστάζει να πάρει ανθρώπινη μορφή ώστε ''σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ''( Φιλιπ.2-8).

Στην περίπτωση της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος, επαληθεύεται πως τελικά ο Θεός βλέπει τις ψυχές των ανθρώπων , τις αγαθές προθέσεις τους και δεν κρίνει με τον απόλυτο τρόπο που επικρίνουν οι άνθρωποι τους συνανθρώπους τους! Ζούμε πραγματική στην εποχή της κρίσης! Μιας κρίσεως η οποία παγώνει τις ανθρώπινες καρδιές και δεν μας επιτρέπει να δούμε αυτά, που μόνον τα μάτια Του Θεού μπορούν να δουν στις ψυχές όσων για τα δικά μας μάτια, είναι καταδικασμένοι χάριν της δικής μας αυτοδικαίωσης... 
                                                                                                                  π. Θωμάς Ανδρέου 

Κυριακὴ της Σαμαρείτιδος (Ἰω. 4,5 – 42). Για μια Ψυχή.....!!! +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος



«Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει» (Ἰω. 4,27)
Ο Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, ἀ­πὸ τὰ Ἰε­ροσόλυμα πηγαίνει πρὸς βορ­ρᾶν. Εἶνε Μά­ιος, ὁ ἥλιος καίει, ἀλλὰ μὲ τὴ συνοδεία τῶν μα­θητῶν του βαδίζει. Ἄρ­χοντες τοῦ λαοῦ καὶ ἀρ­χιερεῖς τῆς Ἐκκλησί­ας, θαυμάστε τὴν ἁπλότη­τά του. Δὲν ἔχει ἅμαξα μὲ ἄλογα. Αὐτός, ποὺ εἶ­πε «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετει­νὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20. Λουκ. 9,58), πεζοπορεῖ σὰν ὁ πιὸ φτωχὸς τῶν ἀν­θρώπων, διανύει δεκάδες χιλιόμετρα. Διασχίζει τὴν Ἰουδαία καὶ μπαίνει στὴ Σαμά­ρεια. Ἀπὸ μακριὰ φαίνεται ἡ πόλι Συχάρ. Ἐ­κεῖ ἀπ᾽ ἔξω, σ᾽ ἕ­να πηγάδι, τὸ ἱστορικὸ φρέ­αρ τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ, σταθμεύει. Γιατί; γιὰ ν᾿ ἀ­ναπαυθῇ ἁπλῶς; Μὰ μποροῦσε νὰ στα­θμεύ­σῃ καὶ ἀλλοῦ. Τίποτα δὲν εἶνε τυχαῖο καὶ ἄ­σκοπο. Σταματᾷ γιατὶ ὑ­πάρχει λόγος· ἐδῶ ὁ Θεῖος Ἁ­λιεὺς θὰ ῥίξῃ τὰ δίχτυα του καὶ θ᾿ ἀ­νασύρῃ ἀ­πὸ τὸ βόρβορο ἕνα διαμάντι, μία ἐκ­λεκτὴ ψυχή. Γι᾿ αὐτὴν ξεκίνησε ἀπ᾽ τὰ Ἰεροσόλυμα –τί λέω;–, «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη» (Β΄ Βασ. 22,10. Ψαλμ. 17,10) καὶ ἔ­παθε καὶ σταυρώθη­κε. Τόσο ἀγαπᾷ μία ψυχή! Δὲν εἶνε ἐκεῖνος ποὺ εἶπε «Τί ὠφελεῖται ἄν­θρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. 16,26);Γιὰ μία ψυχή! Ἀλλὰ ποιά εἶνε ἡ ψυχὴ αὐτή;

* * *


Εἶνε μία δυστυχισμένη ὕπαρξι, στὴν ὁποία ὁ φιλοσοφικὸς καὶ θρησκευτικὸς κόσμος τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς δὲν θὰ ἔδινε καμμία σημασία. Ἕνας Πυθαγόρας θὰ τὴν ἔδιωχνε ἀπὸ τὴ σχολή του, ἕνας Πλάτων θὰ τὴν ἔκρινε ἀν­άξια ν᾿ ἀκούσῃ τὰ διδάγματα τῆς ἀκαδημίας του, κ᾽ ἕνας φαρισαῖος τῆς Ἰερουσαλὴμ θά ᾽­φευγε μακριά της μήπως μολυνθῇ ἡ ἁγνότης του! Ἀλλ᾿ ἀκοῦστε τώρα τὸ Εὐαγγέλιο· «Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ» (Ἰω. 4,7). Καὶ μόνο λόγῳ τοῦ φύλου, διότι δηλαδὴ ἦ­ταν γυναίκα, ἦταν ἀρκετὸ γιὰ ν᾽ ἀποκλεισθῇ ἀ­πὸ κάθε σοβαρὴ κί­νη­σι τῆς ζωῆς. Ἡ γυναίκα πρὸ Χριστοῦ ἀναστέναζε κάτω ἀπ᾽ τὸ ζυγὸ τοῦ ἀνδρός, ποὺ τὴ μεταχει­ριζόταν πολλὲς φο­ρὲς σὰν ζῷο. Ἦ­ταν ὑ­ποχρεωμένη νὰ ὑπηρε­τῇ καὶ ἱ­κανοποιῇ τὶς ἁμαρτωλὲς ὀρέξεις του. Ἐκτὸς αὐτοῦ, ἡ Σαμαρείτιδα ἦ­ταν περιφρο­νημένη γιατὶ δὲν ἦταν μιὰ γυναίκα ἐνάρετη· εἶ­χε σκορπίσει τὰ ἄνθη τῆς ἁγνότητος, κυλιό­ταν στὸ βόρβορο ἀνόμων σχέσε­ων, τὴν ἔδειχναν μὲ τὸ δάκτυλο· ἦταν μιὰ μοιχαλίδα! Δὲν τὴ βλέ­πετε; περιμένει νὰ γίνῃ μεσημέρι, νὰ κάψῃ ὁ ἥ­λιος τοὺς βράχους, γιὰ νὰ πάῃ μόνη στὸ πηγάδι, νὰ μὴ συναντήσῃ ἐκεῖ ἄλλες γυναῖκες. Ἕνας ἀκόμη λόγος ποὺ ηὔξανε τὴν περιφρό­νησι στὸ πρόσωπό της εἶνε ἡ κα­ταγωγή της· ἦ­ταν Σαμαρείτιδα. Σαμάρεια γιὰ τοὺς Ἰουδαίους = τόπος ἀποστα­τῶν, ἐκ­φυλισμένων, προδο­τῶν ποὺ ἀνακατεύτηκαν μὲ ἀλλοφύλους εἰδωλολάτρες, ἀπέκτησαν τὰ ἤθη τους καὶ νόθευσαν τὴν πατρικὴ θρησκεία. Καμ­μία σχέσι δὲν ἤθελαν μ᾽ αὐτούς. Κανόνας τους ἦταν «οὐ συγχρῶν­ται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις» (Ἰω. 4,9). Τόσο μισοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι τοὺς Σαμαρεῖ­τες, ὥστε ὅταν ἤθελαν νὰ πᾶνε στὴ Γαλιλαία, ποὺ βρίσκεται μετὰ τὴ Σαμάρεια, προτιμοῦ­σαν νὰ διαβοῦν τὸν Ἰορ­δάνη καὶ νὰ κάνουν ὁ­λόκληρο κύκλο, γιὰ νὰ μὴν περάσουν ἀπὸ ᾽κεῖ. Ὁ Ἰουδαῖος, καὶ νὰ καιγόταν ἀπὸ τὴ δίψα, δὲν κα­ταδεχόταν νὰ ζητή­σῃ νερὸ ἀπὸ Σα­μαρείτη· κι ὅταν ἤθελε νὰ βρίσῃ βαρειὰ τὸν ἄλ­λο, ἀρκοῦσε νὰ τὸν πῇ Σαμαρείτη. «Σαμαρεί­της εἶ σὺ καὶ δαιμόνιον ἔχεις» εἶ­παν κατὰ τοῦ Χριστοῦ οἱ συμπατριῶτες του (Ἰω. 8,48) γιὰ τὸν ἔλεγχο, τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐκήρυττε. Γυναίκα, μοιχαλίδα, Σαμαρείτιδα· αὐτὴ ἦ­ταν ἐκείνη ποὺ ἦρθε στὸ πηγάδι. Καὶ αὐτὴν πλη­σίασε ὁ Κύριος. Ἐκ πρώτης ὄψεως ἡ συνάν­τησι φαίνε­ται τυχαία, ἀλλὰ τίποτε τὸ τυχαῖο. Ὁ Κύριος ἦρθε γι᾽ αὐτήν. Πρῶτος ἀ­νοίγει μαζί της συζήτησι. Θαυμάστε τον. Ὡς ἄριστος παι­­δαγωγὸς τὴν ὁδηγεῖ ἀπὸ τὰ εὔ­κολα στὰ δύσ­κολα, ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ στὰ οὐράνια, ἀπὸ τὴν ὕλη στὸ Πνεῦμα, στὶς κορυ­φὲς τῶν θείων ἀληθει­ῶν, καὶ ἐ­κεῖ ἡ Σαμαρείτιδα ἀκούει τὴν ὑψίστη ἀ­ποκάλυψι· Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας τοῦ κόσμου! Ἡ ἡμέρα αὐτὴ εἶνε ἡ σπουδαιότερη τῆς ζω­ῆς της. Νέος κόσμος ἀνατέλλει ἐμπρός της. Ὑ­φίσταται θεία ἀλλοίωσι· τὸ κάρβουνο γίνεται διαμάντι, ἡ σκοτεινὴ γίνεται Φωτεινή, ἡ μοιχα­λίδα γίνεται εὐαγγελίστρια. Τί θαύματα κάνεις, Χριστέ! Αὐτὴ θὰ καλέσῃ στὴ μετάνοια ὅ­λη τὴν πόλι, θὰ τρέξῃ παντοῦ νὰ κηρύξῃ τὸ εὐ­αγγέλιο, θὰ φτάσῃ μέχρι τὶς ἀκτὲς τοῦ Αἰ­γαίου στὴν πολύκλαυστο Σμύρνη μας, ἡ ὁποία γι᾽ αὐ­τὸ τῆς ἀφιέρωσε τὸ μεγάλο ναὸ τῆς Ἁ­γίας Φω­τεινῆς, κάτω ἀπ᾽ τοὺς θόλους τοῦ ὁ­ποίου ἀκού­στηκαν τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ ἐ­θνομάρτυρος ἱεράρχου Σμύρνης Χρυσοστόμου· «Ἕλλη­νες, ὁ Κύριος μᾶς δοκιμάζει, ἀλλὰ ἔχετε θάρρος, θ᾿ ἀνατείλουν καὶ καλύτερες ἡμέρες…». Ἁγία Φωτεινή, πρέσβευε καὶ τώρα στὸν οὐ­ρανὸ γιὰ τὸ δοκιμαζόμενο ἔθνος μας.

* * *


Ἂς προσέξουμε ὅλοι, ἀγαπητοί μου, τὸ παρά­δει­γμα τοῦ Κυρίου, καὶ μάλιστα ἐκεῖνοι ποὺ πῆ­ραν τὴν ἐντολὴ «Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει» (Μᾶρκ. 16,15). Πρὸς τὰ πλήθη, ναί, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὰ ἄτομα πρέπει νὰ κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιο. Δυστυχῶς ἡ ἐργασία τῆς κατ᾿ ἄτομον διαφωτίσεως ἔχει ὑποτιμηθῆ. Ἀνεβαίνουν οἱ ἱεροκήρυκες στοὺς ἄμβωνες μεγάλων ναῶν. Καλῶς. Ἀλλὰ μόνο πρὸς τὰ μεγάλα ἀκροατήρια πρέπει νὰ κηρύττουμε; Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βρίσκονται ἐκεῖ; καὶ τὰ δυστυχισμένα πλάσματα ποὺ σὰν τὴ Σαμαρείτιδα ζοῦν στὴν ἠθι­κὴ ἀθλιότητα; δὲν θὰ βρεθῇ κάποιος νὰ τοὺς πῇ «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός»; (τελ. Ἀναστ.). Ἀλλὰ καὶ οἱ τακτικοὶ ἀκροαταὶ κηρυγμάτων δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ μία ἰ­διαίτερη μέριμνα γιὰ νὰ λυθοῦν ἀπορίες τους, νὰ παρηγορηθοῦν, νὰ ἐμψυχωθοῦν, νὰ συνδε­θοῦν στενώτερα μὲ ὅλη τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας; Ὁ Κύριος δὲν κήρυξε μόνο σὲ πλήθη· ἀ­ναζήτησε καὶ τὰ ἄτομα. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σημερινὸ παράδειγμα, θυμηθῆτε τὸ Ζακχαῖο, τὴν ἁμαρτω­λὴ γυναῖκα, τὸν παράλυτο τῆς Βηθεσδά, τὸ λῃστὴ στὸ σταυρό. Μὲ ἄπειρη στοργὴ μερίμνη­σε γιὰ τὰ ἀδύνατα πλάσματα ὅταν ἔλεγε· «Ὁ­ρᾶ­τε μὴ καταφρονήσητε ἑνὸς τῶν μικρῶν τού­των· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 18,10). Στὰ ἴχνη τοῦ Κυρίου βάδισαν οἱ ἀπόστολοι. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὅταν ἔμαθε ὅτι ἕνας μαθητής του ἔφυγε στὰ βουνὰ κ᾽ ἔγινε λῄσταρ­χος, ἀναζήτησε τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο σὰν τὸν καλὸ ποιμένα (βλ. Ματθ. 18, 11-14 καὶ Ἰω. 10,1-16), τὸν βρῆκε καὶ τὸν ἔσωσε. Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο; Ἡ μέριμνά του ἔφτανε μέχρι καὶ τὸ τελευταῖο μέλος τῶν κατὰ τόπους ἐκκλησιῶν. Γιὰ ἕνα δοῦλο, τὸν Ὀνήσιμο, γράφει στὸν κύριό του συστατικὴ ἐπιστολή, τὴν πρὸς Φιλήμονα Ἐπιστολή. Κι ὅταν μιλοῦσε στὴν Ἔφεσο εἶπε· «Τρι­ετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον» (Πράξ. 20,31). Χρειάζονται ταπεινοὶ καὶ ὑπομονητικοὶ «ψα­ρᾶδες», ποὺ θ᾿ ἀναρριχηθοῦν στοὺς βράχους, θὰ ῥίξουν τὸ ἀγκίστρι καὶ θὰ πιάσουν ἕνα, δύο, πέντε…, θὰ ἑλκύσουν δηλαδὴ ψυχὲς ποὺ περιπλανῶνται σὲ ἀβύσσους πλάνης καὶ διαφθορᾶς. Τί κόπος καὶ τέχνη θεία χρειάζεται γιὰ νὰ σωθῇ μία ψυχή! Ἡ ἐργασία αὐτὴ ἔχει παραμεληθῆ ἐγκληματικά. Οἱ ὀρθόδοξοι ὡς ἄτομα μένουν ἀδιαφώτιστοι καὶ ἀκαθοδήγητοι. Καὶ τὸ ἔργο αὐτὸ ἀνέλαβαν ἐργολαβικὰ οἱ υἱοὶ τοῦ σκότους, τὰ ὄργανα διαφόρων προπαγανδῶν. Γι᾽ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ ἐπαναληφθῇ τό· «Οὐαὶ ὑμῖν, ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καὶ ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτὸν υἱὸν γεέννης διπλότερον ὑμῶν» (Ματθ. 23,15). Αὐτοὶ τὴ δουλειά τους κάνουν, ἐμεῖς τί κάνουμε; Μακάρι νὰ εἴχαμε ἕνα χιλιοστὸ τῆς δραστηριότητός τους.

* * *


Ἀγαπητοί μου! Ὁ Κύριος ἔκανε τὸ πᾶν γιὰ μία ψυχή, κ᾽ ἐμεῖς ἀδρανοῦμε; Ἀλλὰ τί νὰ κάνουμε; θὰ ρωτήσετε. Δὲν σᾶς λέω νὰ πᾶμε στὰ Οὐράλια ὄρη νὰ κηρύξουμε. Οἱ παγετῶνες τοῦ Βορρᾶ, ἀλλοίμονο, ἔφθασαν ἐδῶ. Δίπλα μας, στὸ σπίτι, στὴ συνοικία, στὸ γραφεῖο, στὸ κατά­στημα, ὑπάρχουν ψυχὲς πού, περιφρονημέ­νες ἀπ᾽ τὸν κόσμο, κουρασμένες ἀπὸ θλίψεις καὶ βάσανα, ὡριμάζουν γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν Σω­τῆρα Χριστό. Ὅσοι ἔχετε δοκιμάσει ἕνα μό­ριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, τί παρηγορία, τί πλοῦ­τος, τί θησαυρὸς εἶνε ἡ χριστιανικὴ ζωή, «ἐπά­ρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη» (Ἰω. 4,35). Κύριε! Ἡ πατρίδα μας περισσότερο ἀπὸ κά­θε ἄλλη φορὰ ἔχει ἀνάγκη τῆς δικῆς σου διαφωτίσεως. Διαφορετικὰ κιν­δυνεύει. Ἀνάστησε στὴν Ἐκκλη­σία μας πιστοὺς ἐνσαρκωτὰς τῶν ἀληθειῶν σου, ποὺ θ᾿ ἀναλάβουν νὰ συνε­χίσουν τὸ ἔργο ἐκεῖνο ποὺ ἔκανες παρὰ τὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ διαφωτίζοντας μία ψυχή!

Ραδιοφωνικὴ ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης
π. Αυγουστίνου Καντιώτουπου έγινε ἀπὸ τὸν Σταθμὸ Λαρίσσης τὴν 22-5-1949

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 10 Μαΐου 2015 - Κυριακή της Σαμαρείτιδος (Ἁγίας Φωτεινής)



sama2Ὁ λόγος ποὺ πιστεύομεν 
δὲν εἶναι πλέον 
τὰ ὅσα μᾶς εἶπες, 
ἀλλὰ διότι τὸν ἀκούσαμε 
ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ ξέρομεν 
ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ 
ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, 
ὁ Χριστός.


Κατά Ιωάννην (δ΄ 5–42)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἕρχεται ὁ Κύριος εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν. Οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι.
Λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ' ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις.
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δι' ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. Ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. Ἀλλ' ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν.
Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα.
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι.
Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ' αὐτῆς; Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; Ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν.
Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. Ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον. Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; Ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη. Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. Ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. Ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε.
Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ' αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.

Απόδοση σε απλή γλώσσα:
Τόν καιρό ἐκείνο, ἔρχεται ὁ Κύριος εἰς μίαν πόλιν τῆς Σαμαρείας ποὺ λέγεται Συχάρ, κοντὰ εἰς τὸ χωράφι ποὺ ἔδωκε ὁ Ἰακὼβ εἰς τὸν Ἰωσήφ, τὸν υἱόν του. Ἐκεῖ ὑπῆρχε τὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ. Ὁ Ἰησοῦς, κουρασμένος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν, ἐκάθησεν, ὅπως ἦτο κοντὰ εἰς τὸ πηγάδι· ἡ ὥρα ἦτο περίπου ἕξη. Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν διὰ νὰ πάρῃ νερό. Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, «Δός μου νὰ πιῶ», διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει εἰς τὴν πόλιν διὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα.
Ἡ Σαμαρεῖτις γυναῖκα τοῦ λέγει, «Πῶς σὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῇς ἀπὸ ἐμὲ ποὺ εἶμαι γυναῖκα Σαμαρεῖτις;».Διότι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς Σαμαρείτας.
Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη, «Ἐὰν ἤξερες τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σοῦ λέγει, «Δός μου νὰ πιῶ», σὺ θὰ τὸν παρακαλοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό».
Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Κύριε, κουβὰ δὲν ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ, ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις τὸ νερὸ τὸ ζωντανό; Μήπως εἶσαι σὺ μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακὼβ ποὺ μᾶς ἔδωκε τὸ πηγάδι καὶ ἤπιε ἀπὸ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ ζῶα του;».
Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη, «Ὅποιος πίνει ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ θὰ διψάσῃ καὶ πάλιν· ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ πιῇ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω, θὰ γίνῃ μιὰ ἐσωτερικὴ πηγὴ νεροῦ ποὺ θὰ ἀναβρύῃ εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Κύριε, δός μου τὸ νερὸ αὐτὸ διὰ νὰ μὴ διψῶ οὔτε νὰ ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ ἀντλῶ».
Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου καὶ ἔλα ἐδῶ».
Ἡ γυναῖκα ἀπεκρίθη, «Δὲν ἔχω ἄνδρα».
Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς, «Καλὰ εὶπες ὅτι δὲν ἔχεις ἄνδρα, διότι πέντε ἄνδρες ἐπῆρες καὶ τώρα ἐκεῖνον ποὺ ἔχεις δὲν εἶναι ἄνδρας σου· εἰς αὐτὸ εἶπες ἀλήθεια».
Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Κύριε, βλέπω ὅτι σὺ εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας εἰς τὸ ὄρος τοῦτο ἐλάτρευσαν τὸν Θεόν, ἐνῷ σεῖς λέτε ὅτι εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος ὅπου πρέπει νὰ λατρεύεται ὁ Θεός».
Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς, «Πίστεψέ με, γυναῖκα, ὅτι ἔρχεται ὥρα ποὺ οὔτε εἰς τὸ ὄρος τοῦτο οὔτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα θὰ λατρεύετε τὸν Πατέρα. Σεῖς λατρεύετε ἐκεῖνο ποὺ δὲν ξέρετε, ἐμεῖς λατρεύομεν ἐκεῖνο ποὺ ξέρομε, διότι ἡ σωτηρία ἔρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Ἀλλ’ ἔρχεται ἡ ὥρα, καὶ μάλιστα ἦλθε ἤδη, ποὺ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ θὰ λατρεύσουν τὸν Πατέρα πνευματικὰ καὶ ἀληθινά, διότι τέτοιοι θέλει ὁ Πατέρας νὰ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λατρεύουν. Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν πνευματικὰ καὶ ἀληθινά».
Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Ξέρω ὅτι θὰ ἔλθῃ ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ γνωρίσῃ ὅλα».
Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, «Ἐγὼ εἶμαι ποὺ μιλῶ μαζί σου».
Τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἦλθαν οἱ μαθηταί του καὶ ἀπόρησαν ποὺ μιλοῦσε μὲ γυναῖκα, κανεὶς ὅμως δὲν εἶπε, «Τί ζητᾶς» ἢ «Γιατὶ μιλᾶς μαζί της;».
Ἡ γυναῖκα ἄφησε τὴν στάμνα της, ἐπῆγε εἰς τὴν πόλιν καὶ εἶπε εἰς τοὺς ἀνθρώπους, «Ἐλᾶτε νὰ ἰδῆτε ἕναν ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα· μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός;». Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἤρχοντο σ’ αὐτόν.
Ἐν τῷ μεταξὺ τὸν παρακαλοῦσαν οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Ραββί, φάγε».
Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Ἐγὼ ἔχω φαγητὸν νὰ φάγω, τὸ ὁποῖον σεῖς δὲν ξέρετε».
Ἔλεγαν τότε οἱ μαθηταὶ μεταξύ τους, «Μήπως τοῦ ἔφερε κανεὶς νὰ φάγῃ;».
Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Τὸ φαγητόν μου εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ νὰ τελειώσω τὸ ἔργο του. Δὲν λέτε, «Τέσσερις μῆνες ἀκόμη καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται;». Σηκῶστε τὰ μάτια σας, σᾶς λέγω, καὶ ἰδέτε τὰ χωράφια ὅτι εἶναι ἄσπρα, ἕτοιμα πρὸς θερισμόν. Ἤδη ὁ θεριστὴς παίρνει μισθὸν καὶ μαζεύει καρπὸν διὰ τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, διὰ νὰ χαίρουν μαζὶ καὶ ὁ σπορεὺς καὶ ὁ θεριστής. Ἐδῶ ἡ παροιμία εἶναι ἀληθινή, ὅτι ἄλλος σπέρνει καὶ ἄλλος θερίζει. Ἐγὼ σᾶς ἔστειλα νὰ θερίσετε ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον δὲν ἐκοπιάσατε· ἄλλοι ἔχουν κοπιάσει καὶ σεῖς ἐμπήκατε εἰς τὸν κόπον τους».
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Σαμαρείτας τὴς πόλεως ἐκείνης ἐπίστεψαν εἰς αὐτὸν ἐξ αἰτίας τῆς μαρτυρίας τῆς γυναῖκας: «Μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα». Ὅταν λοιπὸν ἦλθαν οἱ Σαμαρεῖται πρὸς αὐτόν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μείνῃ κοντά τους· καὶ ἔμεινε ἐκεῖ δύο ἡμέρες. Καὶ πολὺ περισσότεροι ἐπίστεψαν ἔπειτα ἀπὸ ὅσα τοὺς εἶπε, εἰς δὲ τὴν γυναῖκα ἔλεγαν, «Ὁ λόγος ποὺ πιστεύομεν δὲν εἶναι πλέον τὰ ὅσα μᾶς εἶπες, ἀλλὰ διότι τὸν ἀκούσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ ξέρομεν ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός».

Άγιος Απόστολος Σίμων ο Ζηλωτής

Σήμερα η ’Εκκλησία εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη του αγίου αποστόλου Σίμωνος του Ζηλωτή. Στα ιερά Ευαγγέλια Σίμων ο Ζηλωτής είν’ ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Το όνομά του αναφέρεται και στους τρεις καταλόγους των δώδεκα Αποστόλων, δηλα­δή στα ιερά Ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά. Στους καταλόγους του Ματθαίου και του Μάρκου είναι ενδέκατος στη σειρά, και στον κατάλογο του Λουκά είναι ένατος. Ο Σίμων ο Ζηλωτής ονομάζε­ται και Σίμων ο Κανανίτης, είτε γιατί ήταν από την Κα­νά της Γαλιλαίας, όπου ο Ιησούς Χριστός έκαμε το πρώτο θαύμα και μετέβαλε το νερό σε κρασί, είτε γιατί η εβραϊκή λέξη «κανανά» στα ελληνικά θα πει ζηλωτής.
Πηγή:http://www.kapadokis.gr/
Πηγή:http://www.kapadokis.gr/
Ζηλωτές στην εποχή του Ιησού Χριστού ήσαν οι πατριώτες Εβραίοι, οι άνθρωποι της εθνικής αντίστασης κατά των Ρωμαίων κατακτητών. Με μια άλλη έκφραση στη θεία Γραφή ο ζηλωτής λέγεται «ανήρ επιθυμιών», άνθρωπος δηλαδή που αισθάνεται μέσα του να τον καίει ο πόθος για την αλήθεια, τη δικαιοσύνη και την ελευθε­ρία και γενικά για το νόμο του Θεού. Ζηλωτές και άνδρες επιθυμιών είναι όλοι οι άγιοι του Θεού, που καλ­λιεργούν μέσα τους θείο έρωτα και ενθουσιασμό. Στην προς Ρωμαίους επιστολή ο Απόστολος Παύλος θέλει τους χριστιανούς να είναι «τω πνεύματι ζέοντες», να έχουν δηλαδή θερμό και ζωντανό φρόνημα. Και ο Ιη­σούς Χριστός για τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο είπε· «ο λύχνος ο καιόμενος και φαίνων», η λαμπάδα δηλα­δή, που καιότανε και φώτιζε.
Μέσα στους δώδεκα Αποστόλους ο Σίμων ο Ζηλω­τής ίσως είναι ο Ναθαναήλ, που αναφέρεται στο «κατά Ιωάννην» Ευαγγέλιο. Άλλοι όμως δέχονται πως ο Να­θαναήλ είναι ο Βαρθολομαίος. Αν ο Ναθαναήλ είναι ο Σίμων ο Ζηλωτής, πολύ ταιριάζουν λοιπόν στα λόγια που είπε ο Ιησούς Χριστός, όταν τον είδε· «Να ένας αληθινός Ισραηλίτης, που δεν υπάρχει μέσα του δό­λος». Αλλ’ έχουν επίσης πολλή σημασία τα λόγια του Ναθαναήλ για τον Ιησού Χριστό· «Διδάσκαλε, συ είσαι ο υιός του Θεού, συ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ». Αυτή είναι μια ομολογία, ως εκείνη σχεδόν του Πέτρου, που ο Ιησούς Χριστός είπε πως είναι αποκάλυψη Θεού· «Συ είσαι ο Χριστός, ο υιός του αληθινού Θεού».
Ο Σίμων λοιπόν ο Ζηλωτής ή Ναθαναήλ ήταν ένας άνθρωπος άγιος και άδολος, καθώς τον χαρακτήρισε ο Ιησούς Χριστός και καθώς ο ίδιος, χωρίς δισταγμό και επιφύλαξη, ομολόγησε για τον Ιησού Χριστό. Πραγμα­τικά ζηλωτής, άνθρωπος με θέρμη μέσα του και φόβο Θεού. Γνήσιος Εβραίος κι αφοσιωμένος στις παραδό­σεις της φυλής του, καθώς ο Απόστολος Παύλος γράφει για τον εαυτό του στην προς Γαλάτας επιστολή· «… πε­ρισσοτέρως ζηλωτής υπάρχων των πατρικών μου παραδόσεων». Ο μεγάλος Απόστολος, πριν ο Χριστός να τον καλέσει στο αποστολικό αξίωμα με το όραμα της Δαμασκού, ξεχώριζε ανάμεσα σε πολλούς για τον υπερβολικό του ζήλο προς τις εβραϊκές παραδόσεις.
Στις Πράξεις των Αποστόλων, μετά την Ανάληψη του Ιησού Χριστού, μαζί με τους ένδεκα Αποστόλους και την υπεραγία Θεοτόκο, είναι κι ο Σίμων ο Ζηλωτής. Έλαβε μέρος στην εκλογή του Ματθία, για να συμπληρωθεί ο αριθμός των δώδεκα και ήταν μαζί με τους άλ­λους Αποστόλους, όταν την ημέρα της Πεντηκοστής ήλ­θε το Άγιο Πνεύμα. Υπήρξε λοιπόν και ο Σίμων ο Ζηλωτής ένας από τους αυτόπτες και υπηρέτες του Λό­γου, από εκείνους δηλαδή που έζησαν μαζί με τον Ιη­σού Χριστό όλη την τριετία. Όταν ήλθε το Άγιο Πνεύ­μα και έλαβαν οι δώδεκα «δύναμιν εξ ύψους», βγήκε κι αυτός, καθώς κι οι άλλοι Απόστολοι, στον κόσμο κι έγινε μάρτυς του Ιησού Χριστού και της αναστάσεως.
Πολύ λίγα ξέρομε για την ιεραποστολική δράση του αγίου αποστόλου Σίμωνα του Ζηλωτή. Είναι κι αυτός ένας από εκείνους, για τους οποίους γράφει ο με­γάλος Απόστολος στη δεύτερη προς Κορινθίους επιστολή· «ως αγνοούμενοι και επιγινωσκόμενοι», έμειναν δη­λαδή ως άγνωστοι στους ανθρώπους, αλλά είναι πολύ γνωστοί στο Θεό. Κατά την παράδοση, ο Σίμων ο Ζη­λωτής μετά την Πεντηκοστή κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Αίγυπτο και στην Αφρική κι αργότερα, μαζί με τον Ιούδα του Ιακώβου ή Θαδδαίο στη Μεσοποταμία και Περσία, όπου και είχε μαρτυρική τελείωση. Μακάρι να μπορούσε να λεχθεί για τον καθένα μας εκείνο που είπε ο Ιησούς Χριστός για τον Σίμωνα το Ζηλωτή· «Να ένας άνθρωπος, που δεν υπάρχει μέσα του δόλος». Αμήν.

(Μητροπ. Διονυσίου Δ. Ψαριανού (+), Εικόνες Έμψυχοι, Αποστ. Διακονία, σ.381-383) 

Σύναξη πάντων των εν Αγίοις Πατέρων ημών Αρχιεπισκόπων και Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως


Σύναξη πάντων των εν Αγίοις Πατέρων ημών Αρχιεπισκόπων και Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως
Την Κυριακήν της Σαμαρείτιδος, κατ’ έτος, τελείται εν τω Οικουμενικώ Πατριαρχείω η εορτή της «συνάξεως» επί τη ιερά μνήμη «πάντων των εν Αγίοις Πατέρων ημών Αρχιεπισκόπων και Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως». Το πρώτον η εορτή αύτη εθεσπίσθη προτάσει του νυν ευκλεώς Πατριαρχούντος Αυθέντου και Δεσπότου ημών κ.κ. Βαρθολομαίου του Α΄. Ούτως η Α.Θ.Π., ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, άμα τη εκλογή Του εν έτει 1991 μ.Χ., προέτεινεν εις την Ενδημούσαν Σύνοδον κατά την συνεδρίαν της 24ης Οκτωβρίου 1991 μ.Χ. την θέσπισιν κοινής εορτής πάντων των προκατόχων Αυτού Αγίων Πατριαρχών, από του ιδρυτού της Βυζαντίδος Εκκλησίας, Πρωτοκλήτου Ανδρέου, και του υπ’ αυτού κατασταθέντος πρώτου επισκόπου αυτής Στάχυος (38 – 54 μ.Χ.) έως και του Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίλλου του ΣΤ΄ (1813 – 1818 μ.Χ.) απαγχονισθέντος παρά την θύραν της Μητροπόλεως Ανδριανουπόλεως την 18ην Απριλίου 1821 μ.Χ. - «Ούτω θα έχομεν την ευκαιρίαν ίνα επικαλούμεθα την χάριν και την προς Κύριον μεσιτείαν αυτών υπέρ της Μητρός Εκκλησίας και υπέρ ημών αυτών» είπεν ο Πατριάρχης ημών εις εκείνην την συνεδρίαν. Συνοδική δε αποφάσει, κατά την συνεδρίαν της Αγίας και Ιεράς Συνόδου της 19ης Νοεμβρίου 1991 μ.Χ., εθεσπίσθη η εορτή αύτη και έκτοτε εορτάζεται πανηγυρικώς και εκκλησιοπρεπώς εις την καθέδραν του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δη δια τελέσεως Πατριαρχικής και Συνοδικής Λειτουργίας, εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου. Συνετάγη δε επί τούτω και ιερά ακολουθία, υπό του αοιδίμου υμνογράφου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, Γερασίμου του Μικραγιαννανίτου, συμψαλλομένη κατά την Κυριακήν της Σαμαρείτιδος, μετά της του Πεντηκοσταρίου ακολουθίας, καθά το Τυπικόν της Μεγάλης Εκκλησίας διακελεύει. Ο δε, εκ των μελών της σεβασμίας Ιεραρχίας του Οικουμενικού Θρόνου, Μητροπολίτης Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Χαλκιδικής, κ. Νικόδημος, εχάρισε εις την Μεγάλην Εκκλησίαν Ιεράν Εικόνα των Αγίων.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βυζαντίου ποιμένες καὶ περίδοξοι πρόεδροι, ὤφθητε σοφοὶ Ἱεράρχαι διαφόροις ἐν ἔτεσι· διὸ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὑμῶν τὴν πολιτείαν εὐφημεῖ· δι’ αὐτῆς γὰρ φωστῆρες περιφανεῖς, πυρσεύετε τοὺς κράζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χορείαν τὴν ἔνθεον, Ἱεραρχῶν τοῦ Χριστοῦ, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς Πατριάρχας σοφούς, καὶ θείους ἐκφάντορας· οὗτοι γὰρ δεδεγμένοι, τὴν τοῦ Πνεύματος αἴγλην, ὤφθησαν Ἐκκλησίας, ἀληθεῖς ποιμενάρχαι, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοῦ Βυζαντίου τοὺς ἁγίους ποιμένας, ὡς Ἱεράρχας τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας, καὶ ἀρετῶν δοχεῖα πολυτίμητα, πάντες εὐφημήσωμεν, ἐν μιᾷ συμφωνίᾳ, πρὸς αὐτοὺς κραυγάζοντες· ἀπὸ πάσης ἀνάγκης, καὶ ἐπηρείας ρύσασθε ἡμᾶς, Ἀρχιεράρχαι Χριστοῦ ἐνθεώτατοι.

Μεγαλυνάριον
Κωνσταντινουπόλεως τοὺς σοφούς, καὶ κλεινοὺς Ποιμένας, εὐφημήσωμεν, οἱ πιστοί, τοὺς ἐν διαφόροις, ἐκλάμψαντας τοῖς χρόνοις, ὡς Ἐκκλησίας στύλους καὶ ἑδραιώματα.

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν (Ῥῶσος) ἐπίσκοπος Σουζδαλίας

Ὁ Ἅγιος Σίμων, Ἐπίσκοπος Βλαδιμὶρ καὶ Σουζδαλίας, ἦταν ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Πατερικὸν τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου» καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ.

Τὸ 1206 ἀνεδείχθη ἡγούμενος τῆς μονῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου Βλαδιμὶρ καὶ τὸ 1214, μὲ ἐπιθυμία τοῦ πρίγκιπος Γεωργίου Βσεβολοντόβιτς († τὸ 1238 μ.Χ.), ἔγινε ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος Βλαδιμὶρ καὶ Σουζδαλίας. Στὸ ἀρχιερατικό του κατάλυμα ἀγωνιζόταν πνευματικά, ὅπως καὶ στὸ μοναστήρι. Κάποτε μάλιστα, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ σὲ ὅραμα τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία συνοδευόταν ἀπὸ πλῆθος ἀκτινοβόλων Ἁγίων, ἐνῷ στὰ δεξιὰ καὶ στ’ ἀριστερά της στέκονταν οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Θεοδόσιος.

Ὁ Ἅγιος Σίμων, τὴν παραμονὴ τῆς κοιμήσεώς του, τὸ 1226, ἔλαβε τὸ μέγα ἀγγελικὸ σχῆμα. Ἀρχικὰ ἐνταφιάσθηκε στὴν πόλη τοῦ Βλαδιμίρ, ἀλλὰ ἀργότερα, σύμφωνα μὲ τὴν τελευταία ἐπιθυμία του, τὸ τίμιο λείψανό του μεταφέρθηκε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.

Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος


Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος ἔγινε μοναχὸς στὴ Μεγίστη Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἐπικράτησε τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ κυρίως στὴ Λαύρα, ἡ αἵρεση τοῦ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου, ἀναχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πῆγε στὴν περιοχὴ τοῦ Βόλου, στὸ χωριὸ Ἅγιος Λαυρέντιος, ὅπου ἄρχισε νὰ κτίζει Μοναστήρι.

Τότε βασίλευε ὁ εὐσεβὴς βασιλιὰς Ἀλέξιος ὁ Κομνηνός, ποὺ ἔστειλε στὸν Ὅσιο χρυσόβουλο (σῴζεται στὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ στὴ Ῥώμη), καθὼς καὶ τὸν ἀπαιτούμενο χρυσὸ καὶ ἱερὰ σκεύη, γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ Ναοῦ, ποὺ ἀποπερατώθηκε τὸ 1378.

Ὁ ἴδιος Ὅσιος Λαυρέντιος, ἵδρυσε καὶ Σκήτη στὸ ὄνομα τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Προφήτη Ἠλία. Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Comgall (Ἰρλανδός)

Ὁ Ὅσιος Comgall (ἢ Comhghall) (Κομγάλλιος) καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Οὖλστερ τὸ 517 μ.Χ. Ἦταν υἱὸς στρατιώτη. Σπούδασε στὴ σχολὴ τοῦ Ἁγίου Φινιανοῦ καὶ ἵδρυσε τὴν περίφημη μονὴ τοῦ Μπένγκορ, ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἡ πολυπληθέστερη καὶ ἐνδοξότερη τῆς Ἰρλανδίας. Λέγεται ὅτι ἐπὶ ἡμερῶν τοῦ ἐγκαταβιοῦσαν στὴ μονὴ γύρω στοὺς τρεῖς χιλιάδες μοναχοί. Ἐφάρμοσε τοὺς μοναχικοὺς κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ εἶχε ὡς πρότυπο τὸν Ἀνατολικὸ μοναχισμό.

Ὁ Ὅσιος Comgall κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 602 μ.Χ.

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

 

Οἱ Ὅσιοι Πασσαρίων ὁ πρεσβύτερος, Φιλήμων καὶ Ἀγάπιος

Ὁ Πασσαρίων ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς διασημότερους ἀσκητὲς τῆς Παλαιστίνης καὶ ἔκανε δάσκαλος τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου καὶ ἦταν σύγχρονος τοῦ Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰουβεναλίου (420-458).
 
Ἔγινε ἱδρυτὴς γηροκομείου στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου ὑπῆρχε καὶ ναὸς στὸ ὄνομά του, καὶ κάθε 21η Νοεμβρίου γιορταζόταν ἡ μνήμη του. 

Οἱ δὲ ἄλλοι δυό, Φιλήμων καὶ Ἀγάπιος, μᾶλλον ἦταν μαθητὲς καὶ συνασκητὲς τοῦ Πασσαρίωνα. 

Ἡ μνήμη καὶ τῶν τριῶν ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο (σελ. 90, ἔκδ. Ἀρχιμανδρίτη Κάλλιστου).

Οἱ Ἅγιοι Ἀλφειός, Φιλάδελφος. Κυπρῖνος (ἢ κατ᾿ ἄλλους Κυρῖνος ἡ Κυπριανὸς), Ὀνήσιμος, Ἔρασμος καὶ ἄλλοι 14 Μάρτυρες

Οἱ τρεῖς πρῶτοι ἦταν ἀδέλφια μεταξύ τους καὶ ἦταν γιοὶ κάποιου ἄρχοντα Βιταλίου, ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Βασκάνων καὶ ἐκ πόλεως Πρεφεκτῶν. Ἔζησαν στὰ τέλη τοῦ τρίτου αἰῶνα μετὰ Χριστόν, καὶ ἦταν ὄχι μόνο μεταξύ τους ἀδέλφια κατὰ σάρκα, ἀλλὰ καὶ στὸ πνεῦμα.

Διδάχτηκαν τὴν χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ ἕναν ἅγιο ἄνδρα, τὸν Ὀνήσιμο, καὶ ἀφοῦ βαπτίστηκαν ἀπ᾿ αὐτόν, κήρυτταν τὸν Χριστό. Καταγγέλθηκαν σὰν χριστιανοί, βασανίστηκαν ποικιλοτρόπως, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἀποσπαστοῦν ἀπὸ τὴν ἱερὴ ὁμολογία τους. 

Ὅταν ἐστάλη μὲ βασιλικὰ γράμματα ἀπὸ τὴν Ῥώμη ὁ Ἀνηγγελίων γιὰ νὰ καταδιώξει τοὺς χριστιανούς, ἐξετασθέντες οἱ μάρτυρες αὐτοί, ἀπεστάλησαν στὴ Ῥώμη πρὸς τὸν Λικίνιο. Αὐτὸς τοὺς παρέπεμψε νὰ τοὺς ἐξετάσει ὁ Βαλλεριανὸς καὶ αὐτὸς πάλι τοὺς ἔστειλε στοὺς Ποτιόλους στὸν ἡγεμόνα Διομήδη.

Ὁ δὲ Διομήδης στὸν ἄρχοντα τῆς Σικελίας Τέρτυλο, ὁ ὁποῖος καὶ τοὺς καταδίκασε σὲ θανατικὴ ποινή. Καὶ ὁ μὲν Ἀλφειὸς ἀποκεφαλίστηκε, ὁ δὲ Φιλάδελφος κάηκε, ἀφοῦ τὸν ἅπλωσαν πάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα· μὲ παρόμοιο τρόπο κέρδισε τὸ μαρτυρικὸ στεφάνι καὶ ὁ τρίτος ἀδελφὸς Κυπρῖνος. Τὸν Ὀνήσιμο θανάτωσαν μὲ λιθοβολισμὸ καὶ τὸν Ἔρασμο, μαζὶ μὲ ἄλλους 14, ἀποκεφάλισαν.

Συναξη Των Αγιων Της Δημητριαδος


Σύναξη των Αγίων της Δημητριάδος
Η εορτή καθιερώθηκε περι το 1970 μ.Χ. από τον Μακαριστό Μητροπολίτη Δημητριάδος κυρό Ηλία και η πανήγυρις επανήρχισε και πάλι το 1994 μ.Χ., με την ευλογία του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου και έκτοτε συνεχίζεται κατ’ έτος η τιμή προς του Αγίους που έζησαν, δίδαξαν, ασκήθηκαν και μαρτύρησαν στην περιοχή της Δημητριάδος.

Πρόκειται για τον πρώτο Επίσκοπο Δημητριάδος Άγιο Βησσαρίωνα (βλέπε 15 Σεπτεμβρίου), τους Οσιομάρτυρες Δαμιανό τον εν Κισσάβω (βλέπε 14 Φεβρουαρίου) και Γεδεών τον εκ Καπούρνης (βλέπε 30 Δεκεμβρίου), τους Οσίους Συμεών τον Ανυπόδητο (βλέπε 19 Απριλίου), Γεράσιμο τον Νέο (βλέπε 14 Σεπτεμβρίου), Λαυρέντιο (βλέπε 10 Μαΐου) και Διονύσιο, Κτήτορα της Ιεράς Μονής Σουρβιάς (βλέπε 23 Ιανουαρίου), τους Νεομάρτυρες Απόστολο τον Νέο (βλέπε 16 Αυγούστου), Τριαντάφυλλο τον εκ Ζαγοράς (βλέπε 8 Αυγούστου) και Σταμάτιο (βλέπε 16 Αυγούστου) και τις Οσίες Ζηναϊδα και Φιλονίλλα (βλέπε 11 Οκτωβρίου).



Διάφορα Αρχεία
ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΕΝ ΤΗ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΔΙΑΛΑΜΨΑΝΤΑΣ ΑΓΙΟΥΣ

Κυριακη Της Σαμαρειτιδος

                                              Κυριακή της Σαμαρείτιδος

Ὕδωρ λαβεῖν ἐλθοῦσα τὸ φθαρτὸν γύναι,
Τὸ ζῶν ἀπαντλεῖς, ᾧ ῥύπους ψυχῆς πλύνεις.


Έρχεται ο Κύριος σε μια πόλη της Σαμάρειας που λέγεται Σιχάρ. (Σαμάρεια ονομάσθηκε η πόλη που έκτισε το 880 π.Χ. ο βασιλιάς του Ισραήλ, Αμβρί, έπειτα το όρος Σομόρ που ήταν η ακρόπολή της και τέλος όλο το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, που καταλύθηκε από τους Ασσυρίους το 721 π.Χ. και ο ηγεμόνας τους εγκατέστησε εκεί εθνικούς από πολλά μέρη).

Εκεί ήταν η πηγή του Ιακώβ, το πηγάδι που εκείνος είχε ανοίξει. Κουρασμένος ο Κύριος από την οδοιπορία κάθισε μόνος του δίπλα από το πηγάδι και κάτω αφελώς, γιατί οι μαθητές του πήγαν να αγοράσουν τροφές. Έρχεται εκεί μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να πάρει νερό και ο Κύριος διψώντας ως άνθρωπος, της ζήτησε νερό.

Αυτή αντελήφθηκε από την εμφάνισή του ότι ήταν Ιουδαίος και θαύμασε πως ένας Ιουδαίος ζητά νερό από την εθνική Σαμαρείτιδα. Αν γνώριζες, της είπε, τη δωρεά του Θεού, ποιός είναι αυτός που σου ζητά να πιεί νερό, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε ζωντανό νερό. Ο Κύριος επιβεβαίωσε ότι αν γνώριζε θα γινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανού νερού, όπως έπραξε και απόλαυσε αργότερα όταν το έμαθε, ενώ το συνέδριο των Ιουδαίων που έμαθαν σαφώς, έπειτα εσταύρωσαν τον Κύριο της δόξης. Δωρεά του Θεού είναι, επειδή θεωρεί αγαπητούς όλους ακόμα και τους μισητούς από του Ιουδαίους εθνικούς και προσφέρει τον εαυτό του και καθιστά τους πιστούς σκεύη δεκτικά της Θεότητός του.

Η Σαμαρείτιδα δεν κατάλαβε το μεγαλείο του ζωντανού νερού, απορεί που θα βρεί νερό χωρίς κουβά σε ένα βαθύ πηγάδι. Έπειτα επιχειρεί να τον συγκρίνει με τον Ιακώβ, που τον αποκαλεί πατέρα, εξυμνώντας το γένος από το τόπο και εξαίρει το νερό με τη σκέψη ότι δεν μπορεί να βρεθεί καλύτερο. Όταν όμως άκουσε ότι το «νερό που θα σου δώσω» θα γίνει πηγή που τρέχει προς αιώνια ζωή, άφησε λόγο ψυχής που ποθεί και οδηγείται προς τη πίστη και ζήτησε να το λάβει για να μη ξαναδιψήσει. Ο Κύριος θέλοντας να αποκαλύπτεται λίγο λίγο, της λέγει να φωνάξει τον άνδρα της, γνωρίζοντάς της πόσους άνδρες είχε και αυτόν που έχει τώρα δεν είναι δικός της. Εκείνη όμως δεν στενοχωρείται από τον έλεγχο, αλλά αμέσως καταλαβαίνει ότι ο Κύριος είναι προφήτης και του ζητά εξηγήσεις σε ψηλά ζητήματα.

Βλέπετε πόση είναι η μακροθυμία και η φιλομάθεια αυτής της γυναίκας; Πόση συλλογή και γνώση είχε στη διάνοιά της, πόση γνώση της θεόπνευστης Γραφής; Και αμέσως τον ρωτά που πρέπει να λατρεύεται σωστά ο Θεός, εδώ σ' αυτό το τόπο ή στα Ιεροσόλυμα; Και τότε παίρνει τη απάντηση, ότι έρχεται η ώρα οπότε ούτε στο όρος αυτό ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνήτε τον Πατέρα. Της γνωρίζει μάλιστα ότι η σωτηρία είναι από τους Ιουδαίους, δεν είπε θα είναι, στο μέλλον, γιατί ήταν αυτός ο ίδιος. Έρχεται ώρα και είναι τώρα που οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνούν το Πατέρα κατα Πνεύμα και αλήθεια.

Γιατί ο ύψιστος και προσκυνητός Πατέρας, είναι Πατέρας αυτοαληθείας, δηλαδή του μονογενούς Υιού και έχει Πνεύμα αληθείας, το Πνεύμα το άγιο και αυτοί που τον προσκυνούν, το πράττουν έτσι διότι ενεργούνται δι' αυτών. Ο Κύριος απομακρύνει κάθε σωματική έννοια τόπο και προσκύνηση, λέγοντας: «Πνεύμα ο Θεός και αυτοί που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν κατα Πνεύμα και αλήθεια». Ως πνεύμα που είναι ο Θεός είναι ασώματος, το δε ασώματο δεν ευρίσκεται σε τόπο ούτε περιγράφεται με τοπικά όρια. Ως ασώματος ο Θεός δεν είναι πουθενά, ως Θεός δε είναι παντού, ως συνέχων και περιέχων το πάν.

Παντού είναι ο Θεός όχι μόνο εδώ στη γη αλλά και υπεράνω της γης, Πατήρ ασώματος και κατά τον χρόνο και σε τόπο αόριστος.

Βέβαια και η ψυχή και ο άγγελος είναι ασώματα, δεν είναι όμως σε τόπο, αλλά δεν είναι και παντού, γιατί δεν συνέχουν το σύμπαν αλλά αυτά έχουν ανάγκη του συνέχοντος.

Η Σαμαρείτιδα καθώς άκουσε από το Χριστό αυτά τα εξαίσια και θεοπρεπή λόγια, αναπτερωμένη, μνημονεύει τον προσδοκώμενο και ποθούμενο Μεσσία, τον λεγόμενο Χριστό που όταν έρθει θα μας τα διδάξει όλα. Βλέπετε πως ήταν ετοιμότατη για την πίστη; Από που θα γνώριζε τούτο, αν δεν είχε μελετήσει τα προφητικά βιβλία με πολλή σύνεση; Έτσι προλαβαίνει περί του Χριστού ότι θα διδάξει όλη την αλήθεια. Μόλις την είδε ο Κύριος τόσο θερμή της λέγει απροκάλυπτα: Εγώ είμαι ο Χριστός, που σου μιλώ. Εκείνη γίνεται αμέσως εκλεκτή ευαγγελίστρια και αφήνοντας τη υδρία και το σπίτι της τρέχει και παρασύρει όλους τους Σαμαρείτες πρός το Χριστό και αργότερα με τον υπόλοιπο φωτοειδή βίο της (ως Αγία Φωτεινή) σφραγίζει με το μαρτύριο την αγάπη της προς τον Κύριο.

(Απόσπασμα ομιλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά)
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Πίστει ἐλθοῦσα ἐν τῷ φρέατι, ἡ Σαμαρεῖτις ἐθεάσατο, τὸ τῆς σοφίας ὕδωρ σε, ᾧ ποτισθεῖσα δαψιλῆς, Βασιλείαν τὴν ἄνωθεν ἐκληρώσατο, αἰωνίως ἡ ἀοίδιμος.

To νερό της ζωής

Σ’ ένα πηγάδι της Σαμάρειας, ένα ζεστό μεσημέρι, μας μεταφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην αυριανή περικοπή του (4, 5-42), αδελφοί μου. Ο Ιησούς έχει στείλει τους μαθητές Του στην κοντινή πόλη Συχάρ, για να προμηθευθούν τρόφιμα, και εκεί έρχεται μια ντόπια γυναίκα για να πάρει νερό. Ο Ιησούς τής ζητά να Του δώσει νερό, και εκεί αρχίζει ένας από τους πιο αποκαλυπτικούς διαλόγους της Αγίας Γραφής.
Samareitis-mikr-2010
Στο διάλογο αυτόν, ο Χριστός φανερώνει την αληθινά θεία προέλευση του λόγου Του. Είναι ένας λόγος που μπορεί μεν να προσαρμόζεται στα ανθρώπινα μέτρα κατανόησης, υπερβαίνει σαφώς όμως τα κριτήρια με τα οποία οι άνθρωποι κρίνουν τα πράγματα. Είναι ένας λόγος που ανακαινίζει την ανθρώπινη ζωή, γιατί προσφέρει ακριβώς μια νέα θεώρηση των πραγμάτων του βίου, των αξιών που καθορίζουν την πορεία των θνητών και των συνήθων αντιλήψεων για το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Καταρχάς ο Ιησούς συνομιλεί με μια γυναίκα επί ίσοις όροις – γεγονός περίπου αδιανόητο για τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Ο ρόλος της γυναίκας ήταν ιδιαίτερα περιορισμένος και δευτερεύων, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τον Κύριο του παντός να της αποκαλύψει τις μεγάλες αλήθειες, για τις οποίες ο Ίδιος έλαβε την ανθρώπινη σάρκα. Κατόπιν, ας μην ξεχνάμε ότι η γυναίκα καταγόταν από ένα έθνος το οποίο οι συμπατριώτες Του περιφρονούσαν βαθύτατα.  Ιουδαίοι και Σαμαρείτες βρίσκονταν σε βαθιά και αμοιβαία έχθρα μεταξύ τους. Ο Χριστός όμως – που κήρυττε διαρκώς την αγάπη, και είχε διαλέξει σε μια άλλη στιγμή το παράδειγμα ενός Σαμαρείτη πάλι (του «Καλού Σαμαρείτη», όπως συνηθίσαμε να τον αποκαλούμε) για να διδάξει την αγάπη που υπερβαίνει τις διακρίσεις των εθνών και των φυλών – δεν επηρεάζεται από την ανθρώπινη εμπάθεια και της απευθύνει το λόγο με φυσικό τρόπο: είναι και εκείνη ένα πλάσμα Του, που έχει το ίδιο δικαίωμα να μάθει την αλήθεια.
Στη συνέχεια ο Χριστός εξηγεί τη φύση του μηνύματος που φέρνει στην ανθρωπότητα. Πρόκειται για το «ύδωρ της ζωής», το λόγο που καλύπτει όλες τις ανθρώπινες ανάγκες. Είναι το χαρμόσυνο μήνυμα της σωτηρίας, ο μεγάλος θησαυρός που προσφέρει ο Θεός στον άνθρωπο. Είναι το πολύτιμο μαργαριτάρι, του οποίου την αξία αν συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος, καταλαβαίνει πως δεν έχει ανάγκη από τίποτε άλλο στη ζωή του. Άλλη μια μεγάλη αλήθεια, την οποία επιβεβαίωσε αργότερα ένα ολόκληρο πλήθος από μάρτυρες, αγίους, ομολογητές και αγίους, που αφιέρωσαν και πρόσφεραν τη ζωή τους στο Θεό.
Ο Ιησούς, κατόπιν, αποκαλύπτει στη Σαμαρείτιδα την προσωπική της ζωή. Εκείνη πείθεται ότι έχει μπροστά της έναν ξεχωριστό άνθρωπο και Τον ρωτά ποιος είναι ο ορθός τρόπος λατρείας στο Θεό. Ο Θεάνθρωπος βρίσκει τότε την ευκαιρία να της πει – και μαζί μ’ εκείνη σε κάθε άνθρωπο – πως ο Θεός δεν είναι είδωλο, είναι Πνεύμα και ως Πνεύμα θα πρέπει να Τον λατρεύουν οι άνθρωποι. Κάτι που θα πρέπει πρωτίστως να έχουν υπόψη τους όσοι θέλουν να ζουν κοντά στο Θεό, χωρίς να συνθλίβουν την προσφορά τους στους τύπους της λατρείας.
Η τελευταία αποκάλυψη του Ιησού απευθύνεται στους μαθητές Του και σε όσους θέλουν να λέγονται μαθητές Του. Το έργο της σωτηρίας είναι μακρύ και κοπιαστικό. Η ανθρωπότητα περιμένει. Διψά για την αλήθεια και προσδοκά τη λύτρωση. Αν θέλουμε να είμαστε κοντά Του, οφείλουμε να διδαχθούμε από τους λόγους Του: Οφείλουμε να παραμερίσουμε τις εμπάθειές μας, να υπερβούμε τις μικρότητές μας και να μοχθήσουμε για την ανύψωση του πλησίον μας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την κοινή αναφορά στον εν Τριάδι και εν Πνεύματι και αληθεία προσκυνούμενο Θεό.
Πηγή: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 1/6/2013

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...