Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 15, 2018

Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου τοῦ Χίου






Α) Ἡ καταγωγή του

Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος γεννήθηκε στὰ Λειβάδια τῆς πόλεως τῆς Χίου, τὴν 1η Ἰουλίου τοῦ 1869. Οἱ γονεῖς του ὀνομαζόνταν Κωνσταντῖνος καὶ Ἀγγεριώ. Ἦταν ἄνθρωποι σεμνοί, εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετοι. Βάπτισαν λοιπὸν τὰ δύο μεγαλύτερα παιδιά τους Νικόλαο καὶ Καλλιόπη, ἐνῶ τὸν νεώτερο γιό τους Ἀργύριο. Νὰ σημειώσουμε μόνο τὸ γεγονός, ὅτι ἡ Καλλιόπη ἔγινε κάποια στιγμὴ μοναχὴ καὶ μετονομάσθηκε Καλλινίκη. Ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ὁ Ἀργύριος ἔδειξε σὲ ὅλους ὅτι εἶχε ἀξιωθεῖ τῆς Θείας Χάριτος. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του ὁ Νικόλαος σὲ ἀναφορές του σχετικὰ μὲ τὸν Ἀργύριο ἔλεγε, ὅτι ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἀκόμη ποὺ ἦταν, ἔβλεπε πολλὲς φόρές, πάνω ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ εἶχαν τοποθετήσει τὸν Ἀργύριο ὅταν ἦταν βρέφος, τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ τὸν σκεπάζει τρυφερά, μὲ μιὰ βασιλικὴ πορφύρα, ἐνῶ ταυτόχρονα πεταγόταν ὁλόγυρα λάμψεις Θείου Φωτός. Ἡ ἐποχὴ ποὺ ἔζησε ὁ Ἀργύριος ἦταν μιὰ δύσκολη ἐποχὴ γιὰ τὸ μαρτυρικὸ νησὶ τῆς Χίου. Μόνο νὰ ἀναλογιστοῦμε τὸ γεγονός, ὅτι οἱ σφαγὲς τῶν Τούρκων μόλις εἶχαν κοπάσει καὶ οἱ μνῆμες ἀπὸ τὶς θηριωδίες τους ἦταν ἀκόμα νωπές.



Β) Τὰ πρῶτα χρόνια

Οἱ συνθῆκες δὲν ἐπέτρεπαν τότε στὰ παιδιὰ ποὺ προέρχονταν ἀπὸ φτωχὲς οἰκογένειες νὰ σπουδάσουν καὶ ἔτσι, ὅπως ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς ἡλικίας του, ὁ Ἀργύριος δὲν σπούδασε καὶ ὅπως ἦταν φυσικό, τὰ γράμματα ποὺ ἔμαθε ἦταν αὐτὰ τοῦ δημοτικοῦ σχολείου. Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ τῆς Χίου ἤξεραν ὅτι ὁ τόπος τους ἦταν ποτισμένος μὲ τὸ αἷμα μεγάλων Ἁγίων ποὺ μὲ τὶς θυσίες τους καὶ τοὺς ἀγῶνες τους εἶχαν στολίσει καὶ ἁγιάσει τὸ μαρτυρικὸ νησί.

Ἔζησε λοιπὸν καὶ ἀνδρώθηκε ὁ Ἀργύριος, μὲσα σὲ μιὰ ἐποχὴ γεμάτη δυσκολίες καὶ κακουχίες, ἀλλὰ σὲ ἕνα χριστιανικὸ περιβάλλον μὲ μνῆμες βαθειὲς ῥιζωμένες. Τὴν τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ λοιπὸν τὴν ἔμαθε ὁ μικρὸς Ἀργύριος γιὰ βιοποριστικοὺς λόγους, τὴν ὁποία θὰ ἐξασκοῦσε καὶ στὴ συνέχεια τῆς ζωῆς του ὡς δόκιμος μοναχός.



Γ) Ὁ Μοναχὸς Παχώμιος

Ὁ μικρὸς Ἀργύριος ποὺ θὰ μποροῦσε λόγῳ τῆς φτώχειας καὶ τῆς ἀνέχειας νὰ ζήσει ἀνάμεσα στὸν κόσμο τῆς πατρίδας του, ἀναζητώντας μόνο τὴν βιοποριστικὴ λύση, ποτὲ δὲν παρασύρθηκε ἀπὸ τὶς εὔκολες καὶ ἐφήμερες λύσεις. Προτίμησε λοιπὸν τὸν δύσκολο καὶ βασανιστικὸ δρόμο, τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς, ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε τελικὰ στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ὁ Ἀργύριος προσευχόταν καὶ νήστευε. Ἔφηβος θὰ ἦταν ἀκόμη ὅταν συνδέθηκε μὲ κάποιο Μοναχὸ ὀνόματι Παχώμιο. Ὁ Πατέρας Παχώμιος ἦταν ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ τῆς Σκήτης τῶν Ἁγίων Πατέρων ποὺ βρίσκονταν στὸ Προβάτειο Ὄρος. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὑπῆρξε καὶ Γέροντας τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, τοῦ ἐν Αἱγίνῃ. Ὁ Γέροντας Παχώμιος τοῦ καλλιέργησε κατ᾿ ἀρχὴν τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό, καὶ τὸν πλησίον του. Ἡ γνωρίμια αὐτὴ ἔγινε ἀφετηρία νὰ πάρει ὁ Ἀργύριος τὴν μεγάλη ἀπόφαση νὰ ἀφήσει τὰ ἐγκόσμια καὶ νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Ἔτσι λοιπόν, θέλοντας νὰ γίνει μοναχός, ἀποτάνθηκε στὸν Πατέρα Παχώμιο. Ἀρχικά, καθ᾿ ὑπόδειξή του, ἐπιδόθηκε στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες ἀπὸ τὸ σπίτι του ὅπου οἱ νηστεῖες, οἱ συχνὲς ἀγρυπνίες καὶ οἱ συνεχεῖς προσευχές, ἀποτελοῦσαν τὴν καθημερινότητά του. Θεωροῦσε ὡς μητέρα ὅλων τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, τὴν ἡσυχία. Τὶς ὧρες λοιπὸν τῆς ἀπομόνωσης καὶ τῆς περισυλλογῆς χρησιμοποιοῦσε σὰν καταφύγιο ἕνα ὑπόγειο δωμάτιο ποὺ ὑπῆρχε στὸ πατρικό του σπίτι. Νηστευτὴς καθὼς ἦταν ἀλλὰ καὶ φιλόπτωχος ἀπὸ μικρός, πρόσφερε τὸ φαγητό του σὲ ὅσους πεινοῦσαν, ἔστω κι᾿ ἂν ὁ ἴδιος θὰ ἔπρεπε νὰ μείνει νηστικὸς γιὰ πολὺ καιρό.



Δ) Μικρόσχημος Μοναχός

Ὁ Παχώμιος, ἀναγνωρίζοντας τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ Ἀργυρίου, τὸν ἔκειρε μικρόσχημο μοναχό, στὴν ἡλικία τῶν 20 μόλις ἐτῶν. Ἐτσι λοιπὸν ὁ Ἀργύριος μετονομάστηκε Ἄνθιμος, γιὰ νὰ εὐωδιάζει τοὺς πλησιάζοντας αὐτὸν μὲ πνευματικὴ εὐωδία ἀπὸ τὰ ὡραῖα ἄνθη τῶν ἀρετῶν του. Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ὑπῆρξε λαμπρὸ παράδειγμα ταπεινοφροσύνης καὶ ὑπακοῆς γιὰ τοὺς ἀδελοφὺς ποὺ τὸν ἔζησαν ἀπὸ κοντά. Μάλιστα, τὸν πρῶτο καιρὸ ὁ Παχώμιος, ἔλεγε στοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ Ἄνθιμος σὰν ἀρχάριος εἶναι τέλειος Μοναχός, ἐνῷ δὲν παρέλειπε νὰ τονίζει ὅτι κάποια μέρα ὁ Ἄνθιμος θὰ γίνει Μέγας Πατέρας. Ὁ Γέροντας ἐκτιμῶντας μάλιστα τὴν ἁγνότητα τοῦ νέου τότε Μοναχοῦ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν φροντίδα τῶν δόκιμων γυναικῶν Μοναχῶν γιὰ τὴν μετάβασή τους στὴν Σκήτη, τὴν ἐξομολόγησή τους ἐκεῖ καὶ τὴν ἐπιστροφή τους ἀπὸ τὸ Προβάτειο ὄρος στὸ σπίτι τους. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτό, ὁ Γέροντας, βλέποντας τὴν εὐστροφία του καὶ τὴν ὀξύνοιά του, τοῦ ἀνέθεσε ἀπὸ κοινοῦ μαζὶ μὲ ἄλλους ἀδελφούς, τὴν ἐπίβλεψη τῶν ἐργασιῶν ποὺ γίνονταν γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς γυναικείας Μονῆς τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου.



Ε) Ἡ ἀσθένεια δὲν τὸν καταβάλλει


Νεαρὸς Μοναχὸς τότε ὁ Ἄνθιμος, γεμᾶτος ἐνθουσιασμό, θέλοντας νὰ προσφέρει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα στὴν ἀνέγερση τῆς Μονῆς, ἐξαντλημένος ὅμως ἀπὸ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνές του, ἀῤῥώστησε. Ἄρχισε νὰ ὑποφέρει ἀπὸ σοβαρὲς στομαχικὲς διαταραχές, τέτοιες ποὺ τὸ σῶμά του τρανταζόταν καὶ πονοῦσε συνέχεια. Ὑπῆρξε λοιπὸν ἄμεση ἀνάγκη ὁ Ἄνθιμος νὰ μεταφερθεῖ σὲ κάποιο ἄλλο μέρος ἐπειδὴ εἶχε ἀνάγκη ἰατρικῆς παρακολούθησης καὶ γιατὶ ἔπρεπε νὰ τρέφεται σωστά. Ὁ καθοριστικὸς λόγος βέβαια ἦταν ὅτι ἡ Σκήτη εἶχε πολλοὺς αὐστηροὺς κανόνες καὶ δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ κατάλυση ὁρισμένων τροφῶν. Ὁ Γέροντας Παχώμιος ὅμως, παρακίνησε καὶ εὐλόγησε τὸν Ἄνθιμο, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐπιστρέψει στὸ πατρικό του σπίτι μέχρι τὴν ἀνάῤῥωσή του, κοντὰ στοὺς γέροντες γονεῖς του. Ταυτόχρονα, ὁ Γέροντας ἀνέλαβε ὅλες τὶς δαπάνες γιὰ τὴν θεραπεία του. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὸ σπίτι ὁ Ἄνθιμος συνεχίζει νὰ ζεῖ ὅπως ζοῦσε κοντὰ στοὺς ἀδελφούς του. Συνέχισε λοιπὸν τὴν ἄσκηση, τὴν νηστεία, τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν προσευχή, ὑποβάλλοντας τὸν ἑαυτό του σὲ συνεχὴ δοκιμασία. Οἱ ἡμέρες πέρασαν καὶ χωρὶς νὰ ἔχει ἀποθεραπευτεῖ ἐντελῶς, ζήτησε τὴν ἄδεια τοῦ Γέροντά του γιὰ νὰ χτίσει ἕνα μικρὸ κελλί, σὲ μιὰ γωνιὰ τῶν πατρικῶν του κτημάτων ὅπου καὶ ἐκεῖ θὰ ἡσύχαζε. Κάθε μέρα ἐργαζόνταν ὡς ὑποδηματοποιός, καὶ τὴν νύκτα προσευχόταν ἀδιάκοπα. Τὰ ἔσοδα ἀπὸ τὴν χειρωνακτικὴ ἐργασία τὰ διέθετε ἔτσι ὥστε νὰ συντηροῦνται οἱ γέροντες γονεῖς του καὶ βέβαια οἱ ἀναξιοπαθοῦντες καὶ ἄῤῥωστοι συνάνθρωποί του.



ΣΤ) Ὁ διάβολος τὸν δοκιμάζει

Μὲ ἀτελειώτους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ προσευχή, περνοῦσαν τὰ χρόνια γιὰ τὸν Ἄνθιμο. Ὁ διάβολος, βλέποντας τὸν πολύτιμο τοῦτο μαργαρίτη, τὸν φθόνησε. Τὸν ἐπισκέφθηκε λοιπὸν στὸ κελλί του καὶ τὸν ὑπέβαλε σὲ μιὰ σειρὰ ἀπὸ δοκιμασίες, στὶς ὁποῖες ὅμως ὁ Ἄνθιμος στάθηκε μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας. Κάποια στιγμὴ μάλιστα, πῆρε τὴν ἄδεια τοῦ Γέροντά του γιὰ νὰ ἀγρυπνήσει καὶ νὰ νηστέψει. Ἔμεινε λοιπὸν ξάγρυπνος καὶ νήστεψε δέκα ἐννέα μερόνυχτα καὶ ὅλο αὐτὸν τὸν καιρὸ ἔτρωγε λίγο ξερὸ ψωμί, κάθε δύο ἡμέρες καὶ ἔπινε πολὺ λίγο νερό. Κάποια στιγμὴ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ διάστημα ἦλθε σὲ θεϊκὴ ἔκσταση καὶ τὸ πνεῦμά του κατευθύνθηκε πρὸς τὸν οὐρανὸ ὲνῶ ταυτόχρονα ἄκουγε μελωδίες Ἀγγέλων νὰ ἔρχονται ἀπὸ παντοῦ. Τὴν στιγμὴ ποὺ βρισκόταν τὸ πνεῦμά του στὸν οὐρανό, παρατηροῦσε τὸ σῶμά του τὸ ὁποῖο βρισκόταν κάτω στὴν γῆ. Μετά, ὅταν ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὸ σῶμά του, τὸ μόνο ποὺ ἔλεγε ἦταν:
-Κύριε ἐλέησον.
Ἔπειτα λοιπὸν ἀπὸ αὐτὴ τὴν θαυμαστὴ μὰ πολὺ ἐξαντλητικὴ γιὰ τὸ σῶμά του ἀγρυπνία καὶ νηστεία, αὐτὰ τὰ δέκα ἐννέα μερόνυχτα, ὁ Ἄνθιμος ἔνοιωσε ὅτι ἔπρεπε νὰ φάει καὶ νὰ κοιμηθεῖ. Ἔξω ἀπὸ τὸ κελλάκι του ὑπῆρχε μιὰ πελώρια καὶ γέρικη ἐληά, τῆς ὁποίας τὸ κούφωμα εἶχε κάνει ὁ νεαρὸς Ἄνθιμος τόπο προσευχῆς ὅπου εὕρισκε τὴν βαθιὰ ἡρεμία καὶ γαλήνη.



Ζ) Μεγαλόσχημος Μοναχός

Ὁ Γέροντας Παχώμιος βλέποντας τὴν πνευματικὴ προκοπὴ τοῦ ὑποτακτικοῦ του, αἰσθανόμενος ξεχωριστὴ χαρά, γι᾿ αὐτὸ ἤθελε νὰ κάνει τὸν Ἄνθιμο μεγαλόσχημο Μοναχό, ἀλλὰ ἀνέβαλλε. Τὸ ἔτος 1905 ὁ Γέροντας Παχώμιος κοιμήθηκε καὶ διάδοχός του στὴν ἡγουμενία ἐξελέγη ὁ Ἱερομόναχος Ἀνδρόνικος, ὁ ὁποῖος γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν πορεία τοῦ Ἀνθίμου. Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἄνθιμος βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν σαράντα ἐτῶν, τὸν ἔκειρε μεγαλόσχημο Μοναχό.

Ὁ ἐνάρετος τρόπος ζωῆς του στὰ μάτια ὅλων ὅσων τὸν πλησίαζαν προκαλοῦσε μεγάλο ἐνδιαφέρον καὶ ζῆλο γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο καὶ γιὰ μίμηση τῶν ἀθλημάτων του. Τὰ συχνὰ μάλιστα θαύματα τῆς Ἱερῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας, ὁδηγοῦσαν πλήθη πιστῶν ὅλων τῶν ἡλικιῶν στὸ ἀσκητήριό του, ποὺ ἔγινε πόλος ἕλξεως γιὰ τοὺς χριστιανούς. Τὸ ἀσκητήριό του εἶχε γίνει τόπος γιὰ νὰ φρονηματίζονται, νὰ μετανοοῦν, νὰ μαθαίνουν, νὰ προσεύχονται, νὰ νηστεύουν, νὰ ἀγωνίζονται κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ τῶν κακῶν παθῶν οἱ πιστοὶ χριστιανοί. Οἱ ἐπισκέπτες τοῦ ζητοῦσαν νὰ τοὺς ἐξομολογήσει καὶ νὰ τοὺς δώσει τὴν εὐχή του. Ἀλλὰ ὁ Ἄνθιμος δὲν εἶχε ἱερωσύνη καὶ δὲν ἦταν Πνευματικός. Πολλοὶ λοιπὸν προέτρεπαν τὸν Ἄνθιμο νὰ λάβει τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης. Σύσσωμος ὁ φιλόχριστος λαὸς τῆς Χίου ζήτησε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἱερώνυμο Γοργία νὰ δοθεῖ στὸν Ἄνθιμο τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης, ἀλλὰ ὁ Μητροπολίτης δὲν ἐνέκρινε τὴν χειροτονία του. Ὁ βασικὸς λόγος ἦταν ὅτι ὁ Ἄνθιμος δὲν γνώριζε πολλὰ γράμματα καὶ ἀγνοοῦσε τὴν γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Λειτουργικῶν κειμένων.



Η) Ἱερέας

Ὁ Ἄνθιμος διακρινόταν γιὰ τὴν εὐφυΐα του. Ἄν ὑποβαλλόταν σὲ σύντομη ἀγωγή, εὔκολα θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἐκλεκτὸς ἱερουργός, καὶ σπάνιος πνευματικός. Ἀπὸ Θεία Οἰκονομία πῆγε στὸ Ἀδραμύττι τῆς Σμύρνης τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ 1910 γιὰ νὰ μάθει τὰ πρῶτα γράμματα. Ἡ πρώτη ἐξαδέλφη του ποὺ ὀνομαζόταν Λουκία Διοματάρη, ἀνέλαβε νὰ τὸν βοηθήσει. Στὸ Ἀδραμύττι, ὁ σύζυγος τῆς Λουκίας, ὁ προύχοντας Στέφανος Διοματάρης, βάλθηκε νὰ τοῦ μάθει γράμματα γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο. Δάσκαλό του προσέλαβε τὸν ἔμπειρο καὶ σοφὸ Καρακατσάνη γιὰ νὰ τὸν προχωρήσει γρήγορα. Ἡ προετοιμασία κράτησε ἀρκετοὺς μῆνες. Ἔπειτα, ἡ οἰκογένεια Διοματάρη καὶ ὁ Ἄνθιμος ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Σμύρνη. Μὲ ἐντολὴ τοῦ Μητροπολίτη Ἐφέσου, ὁ μοναχὸς Ἄνθιμος χειροτονήθηκε στὴν Σμύρνη ἱερέας, ἀπὸ τὸν βοηθὸ Ἐπίσκοπο Δηλανᾶ.

Τὴν στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ὁ Ἐπίσκοπος τὸν προσαγόρευε Ἄξιος, καὶ τὸ ἐκκλησίασμα ἀπαντοῦσε Ἄξιος, ἕνας δυνατὸς σεισμὸς τράνταξε συθέμελα τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν εὐρύτερη περιοχή.

Παναγία μου· ἦταν ἡ ἰαχὴ ποὺ ἀκούστηκε ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ὅλοι σταυροκοπήθηκαν τρομαγμένοι. Ὁ οὐρανὸς ξαφνικὰ μαύρισε καὶ τὸ σύμπαν ἀναστατώθηκε. Βροντές, ἀστραπὲς καὶ κατακλυσμός. Καὶ τότε πάλι ἀκούστηκε ἀπὸ τοὺς πιστούς· Παναγία μου.

Μὲ τὴν ταλάντωση τῶν καντηλιῶν ἀπὸ τὸν σεισμό, μιὰ καντήλα ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια του πρὶν ἀπὸ λίγο χειροτονηθέντος Ἄνθιμου. Ἀμέσως σταμάτησαν ὅλα. Τὴν κοσμοχαλιασιὰ διαδέχθηκε σιωπηλὴ γαλήνη ἐνῷ ὁ Ἄνθιμος ἔκλαιγε. Ὁ Θεὸς ἐπιδοκίμασε τὴν χειροτονία τοῦ Ἱερέα πλέον Ἄνθιμου μὲ θαυμαστὸ τρόπο καὶ τὸν ὅπλισε μὲ τὴν θαυματουργική του δύναμη.



Θ) Ὁ δαιμονισμένος

Στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀδραμυττίου, ὑπῆρχε ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ βασανιζόταν σκληρὰ ἀπὸ δαιμόνια. Οἱ κάτοικοι τὸν κρατοῦσαν δεμένο μὲ μιὰ μεγάλη σιδερένια ἀλυσίδα στὸν κορμὸ ἑνὸς μεγάλου πλατάνου. Μέρα καὶ νύκτα φώναζε ἄγρια καὶ ἔμενε γυμνὸς καὶ νηστικός. Ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα, ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος σὲ ὁλόκληρη τὴν περιοχή.

Οἱ Ἱερεῖς προσεύχονταν γιὰ νὰ τὸν εὐσπλαγχνισθεῖ ὁ Θεός καὶ νὰ τὸν θεραπεύσει. Καὶ ἐπειδὴ φοβόντουσαν νὰ τὸν πλησιάσουν, τοῦ διάβαζαν ἐξορκισμοὺς καὶ εὐχὲς ἀπὸ μακριά. Ὅταν ὁ Ἄνθιμος ἔγινε Ἱερέας, ὁ ἀνάδοχός του τὸν προέτρεπε:

-Δὲν πᾶς καὶ ἐσὺ νὰ διαβάσεις τὸν δυστυχισμένο ἐκεῖνο ἄνθρωπο;

Ὁ Ἄνθιμος στὴν ἀρχὴ ἀπέφευγε νὰ πάει. Τελικὰ τὸ πῆρε ἀπόφαση καὶ πῆγε μερικὲς φορὲς καὶ διάβαζε ἐξορκισμούς, ἔψαλλε ἁγιασμούς, ἔκανε παρακλήσεις. Μὲ τὴν θεία δύναμη τῆς προσευχῆς, ὁ ἄῤῥωστος θεραπεύτηκε ἐντελῶς. Στὸ Ἀδραμύττι τῆς Σμύρνης, τὸ γεγονὸς τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου μαθεύτηκε ἀμέσως καὶ οἱ κάτοικοι ποὺ θεωροῦσαν τὸν Ἄνθιμο Ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, ἄφηναν τὶς ἐνορίες τους καὶ μαζεύονταν στὸ μικρὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ὅπου ἐκεῖ ἱερουργοῦσε ὁ Ἱερέας Ἄνθιμος.



Ι) Στὸ Ἅγιον Ὄρος

Οἱ κάτοικοι τοῦ Ἀδραμυττίου ποὺ θεωροῦσαν τὴν παρουσία τοῦ Ἄνθιμου σὰν θεία εὐλογία πήγαιναν κοντά του καὶ οἱ ἐνορίες τῆς περιοχῆς ἄδειαζαν. Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ ξυπνήσει στὶς καρδιὲς τῶν συλλειτουργῶν του ὁ φθόνος. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος, θέλοντας νὰ ἐλευθερώσει τοὺς συλλειτουργούς του, ἀποφάσισε νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ την περιοχή. Τὸ ἔτος 1911 λοιπόν, εὐλόγησε τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε τὴν εὐχή του, ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιο Ὄρος. Εἶχε μεγάλο πόθο νὰ προσκυνήσει τὰ Ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων, καὶ νὰ ἀσπαστεῖ τὶς θαυματουργικὲς Εἰκόνες τῆς Θεομήτορος. Γνώριζε, ὅτι στὸ Ἅγιο Ὄρος ὑπῆρχαν πολλοὶ μοναχοὶ καὶ ἐρημίτες ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ μποροῦσε νὰ ὠφεληθεῖ πνευματικά. Ἐκεῖ λοιπόν, ἐπισκεπτόταν μία-μία τὶς Ἱερὲς Μονές, τὶς Σκῆτες καὶ τὰ ἀσκητήρια τῶν ἐρημιτῶν καὶ μοναχῶν. Οἱ Ἁγιορεῖτες κατάλαβαν ἀμέσως τὴν ἀρετὴ τοῦ Ἄνθιμου καὶ ἐκδήλωναν τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη τους μὲ πολλοὺς τρόπους. Τὸν γέμισαν μὲ δῶρα πολλά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μόνο ἕνα μικρὸ μέρος πῆρε μαζί του ὅταν ἀναχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ. Μάλιστα, τὸ βαρύτιμο Ἅγιο Ποτήριο ποὺ χρησιμοποιοῦσε στὴν Μονή του στὴν διάρκεια τῶν μεγάλων ἑορτῶν, τοῦ τὸ δώρισαν οἱ Ἁγιορεῖτες. Πνευματικὰ πλούσιος καὶ γεμᾶτος ἀγάπη ὁ Ἅγιος, θὰ ἐπιστρέψει στὴν γενέτειρά του, την Χίο.



ΙΑ) Οἱ λεπροί

Οἱ λεπροί, ἤδη ἀπὸ τὸν 7ο αἰῶνα στὴν Λομβαρδία καὶ σύμφωνα μὲ τὸ διάταγμα τοῦ Ῥοθαρίου, ἐξορίζονταν ἀμέσως μόλις διαπιστωνόταν ἡ ἀσθένειά τους. Ἔχαναν τὰ δικαιώματά τους, τὴν περιουσία τους καὶ ἐξομοιώνονταν μὲ τοὺς νεκρούς. Ἡ λέπρα, ὅπως ἡ τύφλωση καὶ ἡ τρέλα, θεωροῦνταν σημεῖα ἁμαρτίας. Ἀπὸ τοὺς κανόνες τῆς Γ´ Συνόδου τοῦ Λατερανοῦ προβλεπόταν ὁ περιορισμὸς τῶν λεπρῶν σὲ παρεκκλήσια ἢ σὲ νεκροταφεῖα. Γίνονταν ὅμως καὶ ἐξαιρέσεις, ὅπως τὸ μερικὸ δικαίωμα στὴν ἐκμετάλλευση τῶν ἀγαθῶν τους ἢ τὸ δικαίωμα νὰ συντάσσουν τὴν διαθήκη τους. Στὴν Ἀγγλία, βάσει τῶν ἀποφάσεων μιᾶς τοπικῆς συνόδου, θὰ τοὺς ἐπιτραπεῖ τὸ 1200, νὰ ἀποδέχονται μιὰ κληρονομιά, ἀλλὰ καὶ νὰ μηνύουν. Ἄν καὶ ἀπαγορεύοταν ἡ διάλυση τοῦ γάμου τους, ἀφοῦ αὐτὸς ὡς μυστήριο δὲν μποροῦσε νὰ λυθεῖ, ἡ κατάστασή τους ταυτίζοταν μὲ τὸν θάνατο, καθὼς ἡ διαδικασία εἰσαγωγῆς τους στὸ λεπροκομεῖο ἀπαιτοῦσε μιὰ ἀκολουθία ἀντίστοιχη μὲ τὴν νεκρώσιμη.



ΙΒ) Τὸ Λεπροκομεῖο τῆς Χίου


Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Χίο, θέλοντας νὰ ἐξασφαλίσει ἀπρόσκοπτα τὴν προσευχή του, καθὼς καὶ την ἡσυχία, ἐπέλεξε νὰ ζήσει στὸ Λεπροκομεῖό της. Ἔτσι ὁ Ἅγιος θὰ μποροῦσε νὰ βρίσκεται κοντὰ στοὺς συνανθρώπους του ποὺ ταλαιπωροῦνταν ἀπὸ την φοβερὴ ἀσθένεια τῆς λέπρας, ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ μάστιζε καὶ τὴν Χίου. Στὸ Λεπροκομεῖο, πρὶν τὴν ἄφιξή του ἀκουγόνταν πολλὲς βρισιές, πολλὲς κατάρες, πολλοὶ τσακωμοί, καὶ τὸ κλῖμα γενικὰ δὲν ἦταν καθόλου καλὸ γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς. Μὲ τὴν ἄφιξή του βρῆκε μιὰ ἄθλια κατάσταση καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῶν κτηριακῶν ἐγκαταστάσεων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς διαβίωσης τῶν ἀσθενῶν. Ἡ ἱερὴ διακονία του, ἦταν αὐτὴ ποὺ ἐπέτρεψε στοὺς πολυάριθμους τροφίμους τοῦ Ἱδρύματος, νὰ βροῦν τὸν πιὸ στοργικὸ πατέρα στὸ πρόσωπό του. Ὁ νέος λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου ποὺ ὑπηρετοῦσε τοὺς λεπροὺς συνανθρώπους του, δὲν ἄργησε νὰ μετατρέψει τὸ Λωβοκομεῖο, ἀπὸ ἕνα τόπο ὀδύνης σὲ ἕνα ἐπίγειο Παράδεισο, ὅπου πλέον ἐπικρατοῦσε ἡ τάξη καὶ ἡ ὀργάνωση. Ῥίχτηκε λοιπὸν στὴν δουλειά. Ἄρχισε νὰ γλυκαίνει μὲ τὴν καλοσύνη του τὸν πόνο. Ἔχυνε μὲ τὴν στοργή του καὶ τὴν τρυφερότητά του βάλσαμο στὶς πονεμένες ἀπὸ τὴν ἀπελπισία τῆς ἀνίατης ἀσθένειας ψυχές τους. Καὶ οἱ λεπροί, ποὺ μέχρι τότε ἔβλεπαν νὰ τοὺς ὑπηρετοῦν μὲ ἀηδία, κατάλαβαν! Εἶδαν τὸν νεαρό, σὰν Ἄγγελο ἀπὸ τὸν οὐρανό. Καὶ ἦταν πραγματικὰ Ἄγγελος καὶ στὴν μορφὴ καὶ στὴν ψυχή. Καὶ τὸν ἀγάπησαν μὲ ὅλη τους τὴν ψυχή.

Ἡ λειτουργία τοῦ ἱδρύματος βασιζόταν στὸ κοινοβιακὸ σύστημα καὶ ὅλα τὰ φρόντιζε ὁ ἴδιος. Μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη ἀγκάλιασε ὅλους τοὺς ἀῤῥώστους. Ὅλοι ἀνῆκαν στὴν οἰκογένειά του καὶ ὁ Ἅγιος σὰν στοργικὸς πατέρας ἔτρωγε μαζί τους στο ἴδιο τραπέζι. Ἡ συναναστροφή του μὲ τοὺς λεπρούς, φανέρωσε σὲ ὅλο τὸν κόσμο τὶς ἀρετές του. Ἦταν ὁ τέλειος οἰκονόμος, ἀφοῦ δὲν ἔλειψε ποτὲ καὶ τίποτε ἀπὸ τὸ ἵδρυμα. Ἦταν ὁ τέλειος νοσοκόμος, ἀφοῦ καθάριζε μὲ ἐπιμέλεια τὶς σαπισμένες καὶ δυσώδεις πληγὲς ὅλων τῶν ἀσθενῶν. Ἦταν ὁ γιατρὸς τῶν ψυχῶν ὅλων ἀφοῦ ἔσκυβε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ στὸ προσκέφαλό τους, τοὺς παραστεκόταν καὶ μὲ στοργὴ προσπαθοῦσε νὰ ἐλαφρύνει τὸν πόνο τους.

Μὲ τὸ καιρό, στὸ Λεπροκομεῖο ἔπαψαν πλέον νὰ ἀκούγονται βρισιές, τσακωμοὶ καὶ τὴν θέση τους τώρα πιὰ εἶχαν πάρει οἱ ὕμνοι πρὸς τὸν Θεό. Ἦταν μάλιστα πάρα πολλοὶ ἐκεῖνοι οἱ ἀσθενεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐνδύθηκαν τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Εἰδικὰ οἱ περισσότερες γυναῖκες ἀσθενεῖς τοῦ Λεπροκομεῖου, ἔγιναν μοναχές, οἱ ὁποῖες τώρα πιὰ τὸν ἀποκαλοῦσαν Γέροντά τους. Παρ᾿ ὅλη ὅμως τὴν ἔντονη καθημερινή του δράση ὁ Ἅγιος ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του σὲ αὐστηρὴ ἄσκηση ἐνῶ ἐμφανιζόταν πάντα ἁπλός, ταπεινὸς καὶ πρᾶος. Ἦταν ἡ ψυχὴ ὅλων τῶν λεπρῶν, ποὺ ἐργαζόταν ἀσταμάτητα γιὰ τὴν πρόοδο τοῦ Ἱδρύματος. Ὅταν ἔβρισκε λίγο χρόνο, ἀποσυρόταν σὲ κάποιο δάσος καὶ γιὰ πολλὲς ὧρες προσευχόταν κάτω ἀπὸ τὰ πεῦκα.



ΙΓ) Τὸ ὅραμα τῆς Παναγίας

Τὸ Λεπροκομεῖο τῆς Χίου μὲ τὴν παρουσία τοῦ παπα-Ἄνθιμου ἔγινε τὸ κέντρο ὅλων τῶν λεπρῶν, ὄχι μόνο αὐτῶν ποὺ βρίσκονταν στὴν περιοχὴ τῆς Χίου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ποὺ συνέῤῥεαν ἀπὸ ἄλλες περιοχές, ἀφοῦ τὰ κατορθώματά του ἔγιναν παντοῦ γνωστά. Κέντρο ἰάσεως ὄχι μόνο τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς, ἔγινε τὸ Λεπροκομεῖο τῆς Χίου, γιατὶ τὸ περιβόητο παπαδάκι τοῦ Λωβοκομείου, θεράπευε πρῶτα τὴν ψυχικὴ ἀσθένεια. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος συμπαραστεκόταν στὸν Ἄνθιμο καὶ ἔτρεχε ἀρωγὸς στὴν δύσκολη πάλη του μὲ τὸν ἀνθρώπινο πόνο.

Λίγο μετὰ τὴν ἐγκατάστασή του στὸ Λεπροκομεῖο, τοῦ ἀποκαλύφθηκε μέσα στὸν Ναὸ τοῦ ἱδρύματος μιὰ Εἰκόνα, ἡ Παναγία ἡ Ὑπακοή. Σὲ ὅραμα τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ Παναγία καὶ τοῦ εἶπε: Λάβε τὴν Εἰκόνα μου καὶ ἐπιμελήσου την καὶ νὰ ἰδεῖς τὶ θὰ γίνῃ μίαν ἡμέρα.

Πράγματι, ὁ Ἅγιος ἐπιχρύσωσε καὶ μὲ εὐλάβεια ἐκόσμησε τὴν Εἰκόνα. Ἔτσι ὁ λυτρωτικὸς ποταμὸς τοῦ ἐλέους τῆς Παναγίας ἀνάβλυζε ἀστείρευτος στὸ ἄντρο τῆς ἀνθρώπινης δυστυχίας. Ἡ θαυματουργὴ δύναμη τῆς Παναγίας τῆς Ὑπακοῆς, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μεσιτεία τοῦ Γέροντα Ἄνθιμου ἐπιτέλεσε ἀναρίθμητα θαύματα. Μὲ τὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας, μὲ τὸ Ἅγιον Ἔλαιον ἀπὸ τὴν καντήλα της καὶ μὲ τὸ σταύρωμα ἀπὸ τὴν δεξιὰ τοῦ Γέροντα, ἐρχόταν ἡ ἐξ ὕψους βοήθεια. Ἀσθενεῖς θεραπεύτηκαν, ἀνίατες πληγὲς ἰάθηκαν, ἀκάθαρτα πνεύματα ἐκδιώθηκαν καὶ τυφλοὶ βρῆκαν τὸ φῶς τους.



ΙΔ) Ἡ φήμη τῆς ἁγιοσύνης του

Σύντομα, ἡ φήμη του διαδόθηκε καὶ πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ νησιοῦ. Πρῶτα, ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας καὶ ἀργότερα ἀπὸ διάφορες πόλεις τοῦ ἐξωτερικοῦ· τὴν Αἴγυπτο, τὴν Αὐστραλία καὶ τὴν Ἀμερική, ἀναξιοπαθοῦντες προσέτρεχαν κοντά του, ζητῶντας βοήθεια. Ἄμισθος ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων ὁ Ἅγιος τῶν λεπρῶν ἐργαζόταν ἀκούραστα γιὰ το ποίμνιό του. Ὁ λόγος τοῦ Γέροντα εἶχε τόση δύναμη, ὥστε μποροῦσε νὰ μεταβάλει τοὺς ἀπίστους σὲ πιστούς, τοὺς φιλάργυρους σὲ ἐλεήμονες, τοὺς ἐχθροὺς σὲ φίλους. Ὁ Ἄνθιμος γνώριζε, ὅτι τὰ Μοναστήρια ἀποτελοῦν τὴν καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ εἶχε ὁραματισθεῖ τὴν ἵδρυση μιᾶς γυναικείας Μονῆς, ἑνὸς Ἱεροῦ Παρθενῶνος. Κατὰ τὸν διωγμὸ τῶν Μικρασιατῶν τοῦ 1914, πολλὲς ἦσαν οἱ Μοναχὲς ποὺ ἐκδιώχθησαν ἀπὸ τὶς Μονές τους καὶ ἦλθαν στὴν Χίο. Μὴ ἔχοντας ποῦ νὰ πᾶνε καὶ ἀκούγοντας γιὰ τὸν πατέρα Ἄνθιμο κατέφυγαν κοντά του γιὰ τὴν προστασία τους.



ΙΕ) Ἡ Ἱερὴ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας

Ὁ Ἅγιος πίστευε ἀκράδαντα, ὅτι θὰ τὸν βοηθοῦσε ἡ χάρη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ κτίσει ἕνα Μοναστήρι ὅπου θὰ τοποθετήσει τὴν πάνσεπτον Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας. Τὴν Ἱερὴ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας πῆρε στὰ χέρια του σὰν μιὰ ἀνεκτίμητη κληρονομιὰ ἀπὸ τὴν μακαρίτισσα τὴν μητέρα του. Ἐκείνη μάλιστα τὴν εἶχε πάρει διαδοχικὰ ἀπὸ τὴν γιαγιά της. Στὶς 23 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1889, τὴν πῆρε καὶ πῆγε στὴν Σκήτη τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ νὰ τὴν ἐπιδιορθώσουν ἐκεῖ οἱ μοναχοί, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν πολυκαιρία εἶχε παληώσει. Πῆρε λοιπὸν τὴν Ἁγία Εἰκόνα ἐπιδιορθωμένη καὶ τὴν ἔβαλε μέσα στὸ κελλάκι του, ποὺ ἔκτισε μόνος του τότε σὲ μιὰ ἀπομονωμένη γωνία τῶν πατρικῶν του κτημάτων. Ἐκείνη εἶχε μόνη παρηγοριὰ καὶ βοήθεια σὲ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς θλίψεις τοῦ βίου του. Πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἔτρεχαν καθημερινὰ στὸ ταπεινό του κελλάκι νὰ προσκυνήσουν τὴν θεία ἐκείνη Εἰκόνα ποὺ ἡ Χάρη της ἐνεργοῦσε ἄπειρα θαύματα.



ΙΣΤ) Ἡ ἐπανεμφάνιση τῆς Παναγίας

Τὸν Αὔγουστο τοῦ ἔτους 1924 παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο τοῦ Ἄνθιμου μιὰ ὡραιότατη κόρη ὑψηλοῦ ἀναστήματος, ποὺ φοροῦσε ἕνα μαῦρο φόρεμα καὶ τοῦ εἶπε: Ὥς πότε θὰ μὲ ἔχεις ἔτσι μέσα στὸ κελλάκι σου;

Ἀπὸ ἁπλότητα δὲν ἔδωσε σημασία στὸ ὄνειρο καὶ τὸ παραμέλησε. Ὅμως ἀῤῥώστησε βαριά, ἡ δὲ ἀσθένειά του παρατάθηκε μέχρι τὰ τέλη Δεκεμβρίου καὶ βασανίστηκε πολὺ σκληρά. Τότε ὁ Γέροντας εἶδε στὸν ὕπνο του τὴν ἴδια Κόρη, ἡ Ὁποία τοῦ εἶπε: Σοῦ λέω ἀμέσως νὰ μοῦ κάμεις τὸ λευκό μου φόρεμα. Τί ἀμελεῖς; Κάμε το καὶ ἐγὼ θὰ Σὲ βοηθήσω.

Τότε πίστεψε πλέον ὅτι ἦταν ἡ Παναγία. Μόλις ξημέρωσε ἡ ἑπόμενη μέρα ἔστειλε τὴν εἰκόνα στὸν χρυσοχόο νὰ τὴν ἀσημώσει. Ὅταν ἡ Εἰκόνα ἦλθε πίσω ἀσημωμένη στὸ ταπεινὸ κελλάκι του τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων, ἀμέσως πέρασαν οἱ ζαλάδες καὶ οἱ σκοτοδῖνες, ποὺ πέντε μῆνες τὸν βασάνιζαν.

Τὴν Παναγία ἐπικαλοῦνταν ὁ Ἄνθιμος καὶ στὴν Παναγία κατάφευγε, σὰν μία ὄαση ποὺ ἀναπαυόταν στὴν σκιά της καὶ ποὺ ξεδιψοῦσε στὸ δροσερὸ νερό Της. Κάθε βράδυ Τὴν ἱκέτευε θερμά, μὲ δάκρυα στὰ μάτια, νὰ εἶναι Ὁδηγὸς καὶ προστάτης του καὶ νὰ τὸν βοηθοῦσε ἡ Χάρη Της, σύμφωνα μὲ τὸ Ὄνομά Της, νὰ κάνει Μοναστήρι, γιὰ νὰ στεγάσει ἐκεῖ μέσα τὴν πάνσεπτη Εἰκόνα Της.



ΙΖ) Ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς Μονῆς πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας

Σὲ ἡλικία 60 ἐτῶν ἀποφάσισε νὰ οἰκοδομήσει τὸ ποθούμενο Μοναστήρι γιὰ νὰ στεγάσει τὰ πλέον ἀφοσιωμένα τέκνα του, τὶς μοναχές, ποὺ μὲ τοὺς δύο φοβεροὺς διωγμοὺς ἀπὸ τὴν Μ. Ἀσία, εἶχαν φθάσει στὶς πενήντα τὸν ἀριθμὸ καὶ σὰν περιπλανώμενα πρόβατα στενοχωριόντουσαν ποὺ δὲν εἶχαν μάνδρα νὰ στεγασθοῦν. Γιὰ τὴν ἀνέργεση τῆς Μονῆς κατέφυγε ἀρχικὰ στὸν τοπο καταγωγῆς του, στὰ Καρδάμυλα καὶ μάλιστα στην θέση Πέρα Παναγιά, γιατὶ ἤθελε νὰ ἱδρύσει Μονὴ στὴν περιοχὴ τῆς Βόρειας Χίου. Ὅμως ὁ τότε Ἐπίσκοπος Καρδαμύλων, Βολισσοῦ, Ψαρῶν καὶ Οἰνουσσῶν, ὁ Ἰωακεὶμ Στρουμπῆς ἀρνήθηκε.

Ἀπαγοητευμένος ἀπὸ τὰ Καρδάμυλα ὁ Ἄνθιμος, ὑπέβαλε νέα αἴτηση στὶς 6 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1927 στὸν Μητροπολίτην Χίου Ἱερώνυμο Γοργία. Ὅμως ὁ Ἱερώνυμος ἀρχικὰ ἁρνήθηκε, θεωρώντας πλέον ξεπερασμένες τὶς ἰδέες περὶ ἱδρύσεως Μοναστηριῶν καὶ τῆς ἐπιστροφῆς στὸν Μοναχικὸ βίο.

Στὴν αἴτηση διατυπωνόταν παράκληση τοῦ Ἀρχιμανδίτη Ἄνθιμου ἀλλὰ καὶ τῶν μοναχῶν, θυμάτων τοῦ Μικρασιατικοῦ ξεῤῥιζωμοῦ, ποὺ ἄστεγες καὶ ῥακένδυτες ἐπαιτοῦσαν στέγη καὶ τροφή, καὶ ζητοῦσαν τὴν προστασία του. Σκοπὸς τοῦ Ἄνθιμου ἦταν νὰ κτίσει ἱερὸ Παρθενώνα μὲ Ἱερὸ Ναὸ γιὰ νὰ μένουν, νὰ προσεύχονται καὶ νὰ ἐργάζονται οἱ Μοναχές. Τελικά, μὲ τὶς πιέσεις μεγάλων Χίων εὐπατρίδων καὶ εὐεργετῶν, οἱ δυσκολίες παρακάμφθηκαν. Ἔτσι στὶς 5/11/1927 χορηγήθηκε ἡ ἄδεια.

Στὶς 19/2/1928, ἡμέρα Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεω, τέλεσε ὁ ἴδιος τὸν ἁγιασμὸ τῶν θεμελίων τῆς Μονῆς καὶ μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ κατάνυξη ψυχῆς, τοποθέτησε ὁ ἴδιος τὸν θεμέλιο λίθο, παρουσίᾳ πλήθους πιστῶν καὶ πνευματικῶν του τέκνων σὲ μιὰ περιοχὴ λίγα χλμ. ἔξω ἀπὸ τὸν συνοικισμὸ Φραγκομαχαλᾶ, ἐπάνω στὸ λοφίσκο καὶ στὸν δρόμου ποὺ ὁδηγεῖ στὸ χωριὸ Καρυές. Τὰ ὑλικά, μὲ τὴν φροντίδα του συγκεντρώθηκαν καὶ οἱ ἐργασίες του ἄρχισαν μὲ τὴν ἐπίβλεψή του. Ὁ ἴδιος ἐκτελοῦσε χρέη ἀρχιτέκτονα, διευθυντή, γραμματέα καὶ ταμία. Μὲ βροχὲς καὶ χιόνια τὸν χειμώνα καὶ μὲ καύσωνα τὸ καλοκαίρι ἐργαζόταν μαζὶ μὲ τοὺς μαστόρους. Διέθεσε γιὰ τὸ ἔργο αὐτὸ ὅτι χρήματα εἶχε συγκεντρώσει ἀπὸ τὶς οἰκονομίες του ὡς Ἱερέας καὶ διευθυντὴς τοῦ Λωβοκομείου. Ἀλλὰ καὶ ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῆς Χίου, γεμάτος ἔνθερμο ἐνθουσιασμό, βοήθησε τὸν Γέροντα. Τότε μάλιστα ἐμφανίστηκαν κάποιοι καὶ ζήτησαν ἀκόμα καὶ τὴν κατεδάφιση τῆς μισοκτισμένης Μονῆς. Οἱ διῶκτες σιώπησαν, ἀφοῦ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀγνοήσουν τὰ θαύματα ποὺ γίνονταν ἀπὸ τὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας, ποὺ ἦσαν γνωστὰ καὶ παραδεκτὰ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς γιατρούς. Μέσα σὲ δύο χρόνια περατώθηκε ἡ ἀνέργεση τῆς Μονῆς, ὅπως καὶ τοῦ περικαλλοῦς βυζαντινοῦ ῥυθμοῦ ναοῦ στὴν μέση τῶν ἄλλων κτισμάτων, τοῦ ὁποίου ὁ θεμέλιος λίθος τοποθετήθηκε μετὰ ἀπὸ μία μεγαλοπρεπὴ τελετή, στὶς 26/8/1928.



ΙΗ) Ἡ Ἱερὴ Εἰκόνα στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Μονῆς

Ἡ Μονή, ἕτοιμη πλέον, δέχτηκε τὴν ἐγκατάσταση τῶν γυναικῶν μοναχῶν. Ὁ Ἱερομόναχος Ἄνθιμος πανευτυχὴς χαιρόταν, ποὺ τὸ ὄνειρό του πραγματοποιήθηκε ἔστω καὶ τώρα, στὰ ἑξῆντα δύο του χρόνια. Ἡ ψυχική, σωματικὴ καὶ διανοητική του κούραση τέτοιες στιγμὲς ξεχνιόταν.

Στὶς 30 Μαρτίου τοῦ 1930 ἡ θαυματουργὴ Εἰκόνα Παναγία ἡ Βοήθεια μεταφέρθηκε μὲ κατανυκτικὴ τελετή, ἀπὸ τὸ ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου στὸ νεόδμητο βυζαντινὸ ναὸ τῆς Μονῆς.

Οὐδέποτε ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ βίου μου, θὰ λησμονήσω τὴν χαρὰ ποὺ εἶχα. Ἢ στὴν γῆ ἐπατοῦσα ἢ ἐπετοῦσα στὸν ἀέρα δὲν ἐγνώριζα. Ἢ στὰ ἐπίγεια ἤμουν ἢ στὰ οὐράνια δὲν αἰσθανόμουν· ἔλεγε ὁ ἴδιος στὰ μετέπειτα χρόνια.

Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μετοίκησε στὸ ναὸ πολὺ ἐνωρίτερα! Τὸ βεβαίωσαν οἱ φύλακες τῆς Μονῆς, Νικόλαος καὶ Μαριάνθη Χατζημανώλη, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἀποπεράτωση τῆς Μονῆς καὶ χωρὶς νὰ ἔχει κατοικηθεῖ κανένα κτίριο ἀκόμη, ἐνῶ ἀσφάλισαν καὶ ἔλεγξαν τὸ Μοναστήρι, εἶδαν μιὰ ὡραιότατη γυναίκα ὑψηλοῦ ἀναστήματος, ντυμένη μεγαλοπρεπῶς, νὰ ἀνοίγει μία-μία τὶς πόρτες κάθε κελλιοῦ καὶ νὰ προχωρεῖ στὸ ἑπόμενο μέχρι τὸ τελευταῖο!

Ἔντρομοι οἱ φύλακες ἀπόρησαν ἀπὸ ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε μπεῖ ἡ γυναίκα, ἀφοῦ ὅλες οἱ πόρτες ἦσαν κλειστές, καὶ ἔτρεξαν νὰ τὴν φθάσουν ἀπὸ τὸ ἀντίθετο σημεῖο τοῦ διαδρόμου, ὅπου δὲν ὑπῆρχε ἄλλη διέξοδος. Ἀλλὰ ἡ γυναίκα ἐκείνη ἔγινε ἄφαντη απὸ τὰ μάτια τους.

Τὸ Μοναστήρι λειτούργησε μὲ κοινοβιακὸ σύστημα. Ὁ Ἱερὸς Παρθενώνας, πῆρε τὴν ἐπωνυμία τῆς Ἱερῆς Εἰκόνας, δηλαδὴ Παναγία Βοήθεια.

Ὁ Γέροντας ὅμως ἔπρεπε νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὸ Λωβοκομεῖο μετὰ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια προσφορᾶς. Οἱ ποικίλες ὡστόσο συμφορὲς τῆς ζωῆς, ὁ βαθὺς πόνος, οἱ ἀσθένειες καὶ οἱ θλίψεις ὁδηγοῦσαν τοὺς πιστοὺς στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν τὴν βοήθεια τῆς θαυματουργοῦ Εἰκόνας τῆς Παναγίας. Οἱ πιστοί, κουρασμένοι ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς, ἔτρεχαν νὰ πάρουν τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα. Καὶ ὁ παπα-Ἄνθιμος μὲ ἀνεξάντλητη καλωσύνη πρόσφερε σὲ ὅλους πνευματικὴ στήριξη καὶ ὁδηγοῦσε ὅλους στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς. Ἡ Μονὴ στάθηκε τὸ ὀχυρὸ τῶν πνευματικῶν του ἀγώνων, τὸ καταφύγιο πάσης ψυχῆς θλιβομένης, τὸ ἀληθινὸ λιμάνι στὶς τρικυμίες τοῦ βίου καὶ ἄγκυρα ἐλπίδας.



ΙΘ) Ἡ φιλοπατρεία του

Ὁ Ἄνθιμος ὑπῆρξε ταυτόχρονα καὶ φλογερὸς πατριώτης. Ἔζησε μέσα στὴν τυραννία τῆς Τουρκοκρατίας. Γεύτηκε ὅλη τὴν κακὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀλλοτρίων ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς γέννησής του μὲχρι τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Χίου στὶς 11 Νοεμβρίου 1912. Μὲ τὴν συνείδηση, ὅτι εἶναι πατέρας τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ τοῦ νησιοῦ, ὁ Γέροντας Ἄνθιμος συμμετεῖχε καὶ στὸν ἀμυντικὸν ἀγῶνα τῆς Ἑλλάδας τοῦ 1940-1941 μὲ κάθε τρόπο. Τὴν Γερμανικὴ κατοχὴ γνώρισε ἡ Χίος στὶς 4 Μαΐου 1941.

Κατὰ τὴν σκοτεινὴ κατοχὴ τῆς πατρίδας μας ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς καὶ Ἰταλοὺς ὑπῆρξε ἐμψυχωτὴς καὶ συμπαραστάτης στοὺς σκληρὰ δοκιμαζόμενους συμπατριῶτές του. Ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερο, διεφύλαξε καὶ διέσωσε τὴν Ἱερὰ Μονή, τὴν ὁποία οἱ Γερμανοὶ θέλησαν νὰ κάνουν ὁρμητήριό τους, τοποθετώντας πολεμοφόδια στὸ Μοναστήρι.

Ὁ ἁγιασμένος Γέροντας ἱερουργοῦσε μὲ πατριαρχικὴ μεγαλοπρέπεια. Στὸ πρόσωπό του, τὸ εἰρηνικὸ καὶ γαλήνιο, ἀντιφέγγιζε ἡ ὁσία ψυχή του, ἀκτινοβολοῦσε ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή του, ἡ συντροφιά του μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ τὴν Παναγία Δέσποινα. Ἡ Γερμανικὴ Κατοχὴ τερματίστηκε στὶς 10 Σεπτεμβρίου 1944 καὶ στὴν διάρκειά της σημειώθηκαν ἡρωϊκὲς πράξεις ἀντίστασης ἀπὸ μέρους τῶν Χιωτῶν.

Ἡ ἀκτινοβολία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας, γρήγορα ξεπέρασε τὰ ὅρια τοῦ νησιοῦ, ἁπλώθηκε σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα καὶ πιὸ πέρα ἀκόμη, στὴν Ἑλληνικὴ διασπορὰ τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς, τῆς Αὐστραλίας καὶ τοῦ Καναδᾶ.



Κ) Ἄριστος βοτανολόγος

Ὁ Γέροντας ἦταν μιὰ πνευματικὴ παρουσία στὴν Χίο, ποὺ κάλυψε σχεδὸν ἑπτὰ δεκαετίες. Στὸ διάστημα αὐτό, ὅπως ὁ ἴδιος ἐξομολογήθηκε, δὲν χόρτασε οὔτε τὸ ψωμί, οὔτε τὸν ὕπνο.

Δεῖγμα χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔβαλε σκοπὸ τῆς ζωῆς του νὰ δίνει. Νὰ δίνει χωρὶς ποτὲ νὰ ζητᾶ τίποτε, χωρὶς νὰ παίρνει τίποτα.

Ἡ ἰατρική του ἦταν καθαρή, ἐμπειρική, καὶ τίμια. Ὅταν ὑπῆρχαν περιπτώσεις, ποὺ ξέφευγαν ἀπὸ τὰ γνωστά του γιατροσόφια, ἀλλὰ καὶ τὶς εὐχὲς καὶ σταυρώματα, τότε ὁ ἴδιος ἔστελνε τοὺς ἀσθενεῖς στοὺς εἰδικοὺς γιατρούς. Τὰ βότανα τὰ μάζευε ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν ἐξαιρετικὰ πλούσια Χιώτικη χλωρίδα καὶ τὰ φύλαγε μὲ περισσὴ ἐπιμέλεια. Βασικὸς τρόπος θεραπείας, τὸ σταύρωμα καὶ ἡ ἐπίθεση τῶν χεριῶν του πάνω στὸν πάσχοντα, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν βαθιὰ προσευχή. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ἀναμφίβολη γνώση τοῦ Ἄνθιμου γιὰ τὴν χρήση τῶν βοτάνων, ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη ἐκδοχὴ γιὰ τὴν χρησιμοποίησή τους· ἡ ταπείνωση.

Ἤθελε νὰ κρύβει τὰ κατὰ Θεία Χάριν θαυματουργικὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐπεμβάσεών του καὶ ἕνας τρόπος ἦταν τὰ βότανα ἢ τὸ λαδάκι τῆς Παναγίας, ὥστε νὰ μὴν φαίνεται, ὅτι ὁ ἴδιος ἔκανε τὸ θαῦμα, ἀλλὰ ὁ χόρτος τοῦ ἀγροῦ, ὅπως ὁ Ἰησοῦς χρησιμοποίησε πηλὸ ἢ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ.

Ἡ πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ ἦταν ἀνοιχτὴ σὲ ὅλους, Χριστιανούς, Τούρκους ἢ Ἑβραίους. Τοὺς δεχόταν ὅλους καὶ τοὺς ἐφρόντιζε μὲ τὴν ἴδια στοργὴ καὶ ἀγάπη.



ΚΑ) Βαρύτατα ἀσθενής

Ὅμως ὁ χρόνος βαρύς, συσσωρεύθηκε πάνω του. Ἡ μακροχρόνια ἀῤῥώστια τοῦ στομάχου ἔφτασε πιὰ στὸ ἀπροχώρητο. Οἱ δυνάμεις του σταδιακὰ τὸν ἐγκατέλειπαν. Πέρασε πλέον τὰ ὀγδόντα ἑπτά του χρόνια, ἂν καὶ πρὶν δέκα χρόνια ὁ θεράποντας γιατρὸς τῆς Μονῆς εἶχε διαπιστώσει, ὅτι Ἀνωτέρα Δύναμις συγκρατεῖ στὴν ζωὴ τὸν Γέροντα.

Τὴν πρώτη Ἰανουαρίου τοῦ 1959 ἐτέλεσε τὴν τελευταία του Λειτουργία. Πλῆθος κόσμου εἶχε κατακλύσει τὸν ναό, σὰν νὰ γνώριζε ὅτι ὁ Γέροντας θὰ λειτουργοῦσε γιὰ τελευταία φορά. Στὰ Εἰσόδια τῆς Παναγίας τοῦ 1959 ὁ πολυσέβαστος καὶ ὁλόλευκος Γέροντας ἔχοντας ξεχάσει τοὺς ἐνενῆντα χειμῶνες ποὺ εἶχε περάσει, τέλεσε καὶ σὲ αὐτὴ τὴν τελευταία χρονιὰ τῆς ἐπίγειας ζωῆς του τὴν περιφορὰ τῆς Ἱερῆς Εἰκόνας, ψάλλοντας.

Στὶς 27 Ἰανουαρίου τοῦ 1960, ἦλθε γιὰ τελευταία φορά, ὅπου κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, εἶπε καὶ ἀσπάσθηκε τὴν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου.

Τὸ πρωὶ τῆς 1ης Φεβρουαρίου τοῦ 1960 κάλεσε στὸ κελλί του τὶς μοναχές, στὶς ὁποῖες καὶ ἀνακοίνωσε ὅτι θὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο. Τὶς παρακάλεσε νὰ μὴν προσεύχονται πιὰ γιὰ τὴν ὑγεία του, γιατὶ ἐλήλυθεν ἡ ὥρα νὰ φύγει γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, καὶ ἔδωσε τὶς τελευταῖες συμβουλές του. Τοὺς τόνισε ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι πάντα ἀγαπημένες μεταξύ τους καὶ νὰ σέβονται τὴν Μονή. Τὶς εὐχαρίστησε, γιατὶ καταδέχθηκαν καὶ ἔγιναν ὑποτακτικές του καὶ ζήτησε συγγνώμη, ἄν ποτὲ τὶς ἐπίκρανε.

-Ὅλη ἡ Χίος νὰ ἔχει τὴν εὐχή μου, τὴν ταπεινὴ εὐχή μου· καὶ ἐὰν παρεπίκρανα κανένα, τοῦ ζητῶ συγχώρεση. Ὅλους τοὺς παρακαλῶ νὰ εὔχονται γιὰ τὴν ἁμαρτωλή μου ζωή.

Ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ἄνθιμος ἔμεινε στο κρεββάτι του, ὑποφέροντας βαρειὰ ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του χωρὶς νὰ δοκιμάζει τροφή, πίνοντας μόνο λίγο νερό, καὶ μεταλαμβάνοντας κάθε μέρα μὲ κατάνυξη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Μὲ τὴν διάδοση τὴς ἀσθένειάς του μεγάλος ἀριθμὸς πιστῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, πηγαινοέρχονταν στὸ Μοναστήρι γιὰ νὰ δεῖ τὸν Γέροντα καὶ νὰ πάρει τὴν εὐχή του. Ὅ Ἄνθιμος ὅλους τοὺς γνώριζε καὶ ἀπὸ ὅλους ζητοῦσε μὲ δακρυσμένα μάτια συγχώρεση. Μία ἦταν ἡ θερμὴ παράκληση σὲ ὅλους· νὰ ἀγαποῦν καὶ νὰ προστατεύουν τὸ Μοναστήρι του.



ΚΒ) Ὁσιακὴ Κοίμηση

Στὶς 15 Φεβρουαρίου τοῦ 1960, πρὶν ὁ ἥλιος ἀνατείλει, ὁ φωστήρας καὶ ποδηγέτης Πατέρας Ἄνθιμος παρέδωκε τὸ πνεῦμά του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, σὲ ἡλικία 91 χρόνων. Κοιμήθηκε τὸν τίμιο καὶ γαλήνιο ὕπνο τοῦ δικαίου. Ὁ θρῆνος καὶ ἡ ὀδύνη τῶν ὀγδόντα καὶ πλέον μοναζουσῶν δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περιγραφεῖ. Πένθιμα διακοσμήθηκε ὅλη ἡ Μονή. Οἱ καμπάνες τοῦ Μοναστηριοῦ σήμαιναν λυπητερά, καὶ θρηνοῦσαν τὸν χαμὸ τοῦ ἱδρυτῆ καὶ κτίτορα. Οἱ θλιμμένες κωδωνοκρουσίες τους ἀνακοίνωναν στὸν Χιακὸ λαό, ὅτι ὁ μέγας εὐεργέτης τους ἐκοιμήθη. Ἀλλὰ καὶ οἱ καμπάνες ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Χίου ἀνήγγειλαν στὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Χίου, τὴν κοίμηση τοῦ στοργικοῦ Πατέρα. Τὸ ἀπόγευμα τῆς 16ης Φεβρουαρίου καὶ ἐνῶ ὁ ἥλιος ἔδυε, ἡ σεβάσμιος σορὸς τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου ἐναποτίθετο σὲ μνημεῖο δίπλα στὸν ναό, κοντὰ στὸ πεύκο ποὺ ὁ ἴδιος φύτεψε. Οἱ ἀραιὲς σταγόνες τῆς βροχῆς καὶ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης τοῦ Χιακοῦ λαοῦ καὶ τῶν πνευματικῶν τέκνων τοῦ Γέροντα πότισαν το χῶμα, ποὺ δέχτηκε τὸ σεπτὸ σκήνωμά του. Τέτοιες Ἅγιες μορφὲς στέλνει κοντά μας ὁ Κύριος γιὰ νὰ μὴν ξεχνᾶμε καὶ ξεμακραίνουμε ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά Του.



ΚΓ) Θαυματουργεῖ ἐν ζωῇ

Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος δὲν μᾶς ἄφησε πολλὰ συγγράμματα, γιατὶ δὲν γνώριζε πολλὰ γράμματα. Ἄφησε ὅμως νουθεσίες πολλές, καὶ πολύτιμους λόγους, τοὺς ὁποίους φρόντισαν οἱ μοναχὲς νὰ καταγράψουν, ὅπου φαίνεται ἡ φλογερή του πίστη καὶ ἡ κατὰ Θεὸν σοφία του. Ὅπως ὁμολογεῖται καὶ ἀπὸ τὶς μοναχές, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλους, τόσο στὴν Χίο, ὅσο καὶ ἄλλους εὑρισκόμενους πιστούς, ὁ Ἱερομόναχος Ἄνθιμος μὲ τὴν Θεία Χάρη ἐμφάνισε θαυματουργικὴ δύναμη καὶ ἐνῷ ἀκόμη ἦταν στὴν ζωή.

Ἔτσι λοιπόν, θεράπευσε πληγές, ἕλκη, διάφορα τραύματα, στραμπουλήγματα, φνιδιάσματα (δηλαδὴ πρηξίματα ὅπως τὰ λένε στὴν Χίο). Κατὰ τὴν ὁμολογίας τῆς μακαριστῆς Ἡγουμένης Βρυαίνης, κάθε μέρα ἀπὸ τὸ κελλί του περνοῦσαν ἑξῆντα ἕως ἑβδομήκοντα ἀσθενεῖς, στοὺς ὁποίους ἔδινε πάντα παρηγοριὰ καὶ ἐλπίδα. Ἀναρίθμητα τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου. Τὶς ἀλοιφὲς τὶς ἔφτιαχνε μόνος του. Μὲ ἀφεψήματα βοτάνων καὶ μὲ καταπλάσματα προσέφερε σὲ ὅλους ἀνακούφιση. Γιὰ τοὺς βασανιζόμενους ἀπὸ δαιμόνια καὶ τοὺς ψυχικὰ ἀῤῥώστους εἶχε τοὺς ἐξορκισμούς.



ΚΔ) Μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου

1. Σηκωτὴ πῆραν τὴν Παρασκευὴ Αἰκατερίνη στὸ Λωβοκομεῖο μὲ πρήξιμο στὴν κοιλιά, καὶ κίνδυνο νὰ φτάσει τὸ νερὸ στὴν καρδιά. Ἄταφη νεκρὴ πῆγα κοντά του· εἶπε ἡ ἴδια. Οἱ γιατροὶ τῆς Χίου καὶ ὁ περίφημος γιατρὸς Κουντουρᾶς δὲν πίστευαν στὰ μάτια τους, ὅταν διαπίστωσαν τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας της.

2. Ὁ βουλευτὴς Χίου Ῥοδοκανάκης, στὸν Γέροντα Ἄνθιμο κατέφυγε, ὅταν ὁ γαμπρός του, ὁ ξακουστὸς γιατρὸς Κουντουρᾶς, στάθηκε ἀνήμπορος νὰ τὸν θεραπεύσει καὶ ἀπὸ τότε ὁ Κουντουρᾶς πολὺ σεβόταν τὸν Πατέρα Ἄνθιμο καὶ τοῦ φάνηκε μάλιστα καὶ χρήσιμος. Τὸν ἀθώωσε ὅταν οἱ δημιοί του θέλησαν νὰ τὸν φυλακίσουν γιὰ τὶς γιατρειὲς ποὺ ἔκανε.

3. Ἀπὸ πολυαρθρίτιδα θεραπεύει τὸν νεαρὸ Ἐμμανουὴλ Βακέντη ἀπὸ τὴν Σάμο τὸ 1930, ἐνῶ τὸν φιλοξενοῦσε στὸ κελλί του.

4. Ἀργότερα, τὸ 1966,ἡ Παναγία ἡ Βοήθεια χάρισε ξανὰ τὴν ὑγεία τῆς γυναίκας του, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ ὄγκο στὸ στῆθος.

5. Στὸ Λωβοκομεῖο ἦταν ἀκόμη, ὅταν πῆγε νὰ ἐξομολογηθεῖ ἡ Κυριακὴ Ἀμπατζῆ, γιατὶ ἤθελε νὰ χαλάσει τὸ τέταρτο παιδὶ ποὺ περίμενε. Εἶχε ἦδη τρία κορίτσια καὶ φοβόταν μήπως ἀποκτοῦσε πάλι κορίτσι. Ὁ Γέροντας τὴν ἀπέτρεψε, τὴν στήριξε καὶ τὴν διαβεβαίωσε ὅτι ἦταν ἀγόρι καὶ θὰ τὸ βαπτίσει ὁ ἴδιος.

6. Ἀπὸ βέβαιο πνιγμὸ ἔσωσε τὸν καπετὰν Γιώργη τὸν Λιγνὸ καὶ τὸ πλήρωμά του ἀπὸ τὶς Αἰγνοῦσες, ὁ ὁποῖος ἀσπαζόμενος τον Γέροντα, τοῦ εἶπε εἰς ἐπήκοον ὅλων:

-Ἐκεῖ ποὺ ταξιδεύαμε Γέροντά μου, μᾶς ἔπιασε κυκλώνας…κλάματα, φωνές, ἀπελπισία στὸ πλήρωμα. Παναγία μου Βοήθεια καὶ Ἅγιε Ἄνθιμε, σῶσέ μας ἀπὸ τοῦτο τὸ κακό, φωνάζω. Δὲν θὰ τὸ πιστέψεις Γέροντά μου! Μιὰ ἀόρατος δύναμις ἅρπαξε τὸ ὑπερωκεάνειο ἐκεῖνο σὰν νὰ ἦταν καρυδόφυλλο, τὸ πέταξε στὴν ξηρά, πάνω σὲ ἕνα βουνό, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πάλι τὸ παίρνει καὶ τὸ φέρνει μέσα στὴν θάλασσα σὲ ἄλλο μέρος μακριὰ ἀπὸ τὸν κυκλώνα.



ΚΕ) Θαύματα μετὰ τὴν κοίμησή του ἐν Κυρίῳ

Ὅμως τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου συνεχίζονται καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του.

1. Ἀπὸ βέβαιο θάνατο σώζει τὸ κοριτσάκι τοῦ Αἰμίλιου καὶ τῆς Εἰρήνης Πολίτση ἀπὸ τὸν Κορυδαλλό. Οἱ γιατροὶ τοῦ ἀφαίρεσαν μέρος ἀπὸ τὸ συκώτι μὲ τὴν γνωμάτευση ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα ζωῆς. Τώρα, κάθε καλοκαίρι φέρνουν τὴν μικρὴ Μαρία στὴν Χίο, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὴν Παναγία καὶ τὸν Ἅγιο Γέροντα.

2. Τρεῖς φορὲς ἄνοιξαν τὴν Μαρία Βαμβούρη στὴν κλινικὴ τοῦ Ἀντωνάκου στὸν Πειραιᾶ, γιὰ νὰ τὴν χειρουργήσουν, μὰ ἀπελπισμένοι οἱ γιατροὶ τὴν ἄφησαν. Στὸν ὕπνο της ὅμως ὁ Γέροντας τὴν ἐνθάῤῥυνε νὰ μὴν φοβᾶται. Δὲν θὰ πεθάνεις. Δύο ποτήρια χαμομήλι ἀπὸ θερμός, ποὺ ἔχεις δίπλα σου καὶ μιὰ ἀσπιρίνη θὰ σὲ βοηθήσουν νὰ ξεπρησθεῖς. Εἶχε γίνει σὰν ἀστακός. Οἱ γιατροὶ δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν στὸ θαῦμα!

3. Μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Γέροντα καὶ τὴν θαυματουργὴ δάφνη, ἡ Παναγία χαρίζει ὑγιέστατα καὶ πανέξυπνα παιδιὰ σὲ πολυάριθμα ἄτεκνα ζευγάρια. Γιὰ πρώτη φορά, ἔχουμε λύση τῆς στείρωσης στὴν Μαρκέλλα Τσίμηλα. Τὴν νύκτα τῆς κηδείας του, ὁ Γέροντας παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο της καὶ τῆς εἶπε νὰ βράσει φύλλα ἀπὸ τὴν δάφνη ποὺ εἶναι γύρω ἀπὸ τὸ φέρετρό του καὶ νὰ πιεῖ τὸ ζουμί της.

4. Σὲ πολλὰ παιδιὰ ποὺ γεννιοῦνται μὲ τὴν θαυματουργὴ δύναμη τοῦ Γέροντα, πίνοντας τὸ ἀφέψημα τῆς δάφνης, ποὺ ὁ ἴδιος φύτεψε στὸ Μοναστήρι, οἱ γονεῖς δίνουν τὸ ὄνομα Ἄνθιμος, Ἀνθίμη.



ΚΣΤ) Κατατάσσεται στὸ Ἁγιολόγιο

Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ὁσίου ἔγινε στὶς 3 Σεπτεμβρίου τοῦ 1965, ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρα Ἀνθίμου Ἐπισκόπου Νικομηδείας, ἀλλὰ καὶ ἑορτὴ ἀνακομιδῆς τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Πλῆθος πιστῶν ἦλθαν νὰ ἀσπαστοῦν τὰ Ἱερὰ Λείψανα τοῦ Ἁγίου, τὰ ὁποῖα τοποθετήθηκαν καὶ φυλάσσονται μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα τῆς Μονῆς, δεξιὰ τῆς Ἁγίας Τράπεζας.

Τὸ κελλί του βρίσκεται ἀκριβῶς μπροστὰ στὴν εἴσοδο δεξιὰ μετὰ ἀπὸ τὴν σιδερένια θύρα τῆς Μονῆς. Ἐκεῖ οἱ εὐσεβεῖς προσκυνητὲς μποροῦν νὰ βρεθοῦν στὸν Ἱερὸ Χῶρο, ποὺ ἔζησε ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος, καὶ νὰ προσκυνήσουν τὴν πτωχική του κλίνη, μὲ ὅλα τὰ προσωπικά του ἀντικείμενα, μικρὰ καὶ μεγάλα.

Μὲ τὴν ὑπ᾿ ἀριθμ. 1148 ἀπὸ 14-8-1992 ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος κατετάγη εἰς τὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 15ην Φεβρουαρίου

Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1993 ἐγκαινιάσθηκε ὁ πρῶτος Ναὸς τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου τοῦ Χίου, ποὺ κτίσθηκε στὴν τοποθεσία ὅπου γεννήθηκε ὁ Ὅσιος, στὰ Λειβάδια τῆς Βροντάδου.

Εἶθε μὲ τὶς πρεσβεῖές του νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς Οὐρανίου Βασιλείας. Ἀμήν.






Βιβλιογραφία

1. +Βρυαίνης Μοναχῆς Καθηγουμένης τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας Βοήθειας: Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου καὶ θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἀνθίμου τοῦ θαυματουργοῦ· ποιηθεῖσα τῷ 1960. Ἱ. Μ. Παναγίας Βοήθειας, Χίος, 1993.

2. Θεοκλήτου μοναχοῦ Διονυσιάτου: Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος τῆς Χίου ὁ θαυματουργός. Ἱ. Μ. Παναγίας Βοήθειας, Χίος, 1987.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 10, 2018

Ἀγάπη: Τὸ κριτήριο τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 25, 31- 46)


Αποτέλεσμα εικόνας για τελικη κριση


Ἕνα ἀναπόφευκτο γεγονός, ποὺ θὰ τερματίσει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ θὰ σφραγίσει τὴν προσωπική μας ζωή, παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τῆς μέλλουσας κρίσης, «ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Ὅσο τολμηρὸ καὶ παράδοξο κι ἂν ἀκούγεται, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ξαναέρθει, ἀφοῦ ἤδη εἶναι πανταχοῦ παρὼν στὴ συμπαντικὴ πραγματικότητα καὶ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔφυγε ποτὲ ἀπὸ τὴ ζωή μας, «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμί πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28,22). Κάποτε, στὸν ἐπίλογο τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, ἁπλῶς θὰ φανερωθεῖ, καὶ θὰ λάμψει αὐτὸ ποὺ τώρα δὲν βλέπουμε, καὶ ὅμως ὑπάρχει, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δόξα Του. Τότε τὰ σκηνικά του κόσμου καὶ τὰ παρασκήνια τῆς ἱστορίας θὰ πέσουν καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κάθε ἄνθρωπου θὰ κριθεῖ.


Ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ

Δυστυχῶς στὴ σκέψη πολλῶν ἀνθρώπων τὸ προφητικὸ βάθος τῆς παραβολῆς τῆς μέλλουσας κρίσης διαστρέφεται ἐπικίνδυνα, κάθε φορὰ ποὺ τὴν ἀντιλαμβάνονται μὲ ἕναν τρόπο ποὺ πανικοβάλλει καὶ τρομοκρατεῖ μὲ ἀπειλές, καταδίκες καὶ τιμωρίες. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος αὐτοτιμωρεῖται μὲ τὶς ἐπιλογές του καὶ τὶς συμπεριφορές του, ὅπως ὑπαινίσσεται ὁ Χριστός, ὅταν λέει «καθὼς ἀκούω κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστὶν» (Ἰω. 5,30). Ὁ Χριστὸς ἀκούει καὶ ἀποδέχεται τὴ δική μας ἀπόφαση. Ἀπὸ τὴ δική μας τοποθέτηση ἐξαρτᾶται ἡ κρίση Του. Κάθε φορὰ ποὺ ἀρνούμαστε τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἐμπερίστατο ἄνθρωπο ἀρνούμαστε τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Γι' αὐτό, ἂν ἀδιαφορήσουμε καὶ δὲν ἀγαπήσουμε τὸν συνάνθρωπο, τότε θὰ κριθοῦμε ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ ἀγάπη, λοιπόν, γίνεται τὸ ἀπόλυτο καὶ διαχρονικὸ μέτρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς ζυγίζει. Ἀποτελεῖ τὸ ἀδιαμφισβήτητο κριτήριο τῆς κρίσεώς Του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἄλλον ἀσφαλῆ τρόπο καὶ δρόμο, γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσει τὴν ὑπαρξιακή του εὐτυχία (αὐτὸ ποὺ λέμε σωτηρία), παρὰ μόνο τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη στὸν ἄλλον ἄνθρωπο. Ἐδῶ σημασία δὲν ἔχει τὸ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον, ἀλλὰ τὸ πῶς θὰ σταθοῦμε ἐμεῖς «πλησίον», δηλαδή, κοντὰ στὸν ἄλλο.

Ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος τονίζει ὅτι «ὅταν φθάνουμε στὴν ἀγάπη, φθάνουμε στὸν Θεὸ καὶ ὁ δρόμος τοῦ ἀγώνα μας τελειώνει». Ὁ Χριστὸς ταυτίζεται μὲ τοὺς ταλαιπωρημένους, τοὺς θλιμμένους, τοὺς καταφρονημένους. Μᾶς ζητᾶ νὰ τὸν ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ τὸν συναντήσουμε μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας γιὰ αὐτούς. Ὅταν πάσχει ὁ ἄνθρωπος, συμπάσχει μαζί του καὶ ὁ Θεός. Γι' αὐτὸ ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη γιὰ τὸν πάσχοντα ἄνθρωπο ἀποδεικνύει μὲ τρόπο ἁπτὸ καὶ χειροπιαστὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη μας γιὰ τὸν Θεό.



Ἡ ἀγάπη ὡς διακονία

«Καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι»; Ἂν ἡ ἀγάπη δὲν διακονεῖ, τότε δὲν εἶναι γνήσια καὶ ξεπέφτει. Ἡ διακονία εἶναι κορυφαῖος τρόπος χριστιανικῆς παρουσίας καὶ μαρτυρίας. Εἶναι θυσία χωρὶς ὑπολογισμό, ἡ ὁποία θεραπεύει ὅ,τι πονάει τὸν ὅλο ἄνθρωπο. Ὁ πεινασμένος, ὁ διψασμένος, ὁ γυμνός, ὁ ξένος, ὁ φυλακισμένος, ὁ ἄρρωστος εἶναι καταστάσεις ζωῆς ποὺ μαστίζουν τὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο καὶ ὡς κοινωνία. Ὁ διάβολος, ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ φθορὰ δημιουργοῦν συνεχῶς ἀναρίθμητες ἑστίες καὶ πλέγματα ἀνάγκης ποὺ μᾶς κυκλώνουν. Ἀσθένειες, δυστυχία, θεομηνίες, πείνα, ἐγκληματικότητα, περιφρόνηση, μοναξιά, ἐγκατάλειψη, ἐκμετάλλευση, μετανάστευση, ἀδικία, ἀνεργία, εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἀνάγκης καὶ τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι καταστάσεις ὕπαρξης τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ.

Γεννιέται ὅμως ἕνα ἐρώτημα, Πῶς τοὺς ἀντιμετωπίζουμε; Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς προσπερνᾶμε ἀδιάφορα ἤ τοὺς «προσφέρουμε» ἁπλῶς τὸν οἶκτο μας. Περιορίζουμε καὶ ἐξαντλοῦμε τὸ νόημα τῆς παραβολῆς στὸ καθῆκον τῆς ἐλεημοσύνης. Δὲν μποροῦμε νὰ ὑπερνικήσουμε τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνασφάλεια ποὺ γεννᾶ μέσα μας ἡ ἀνωνυμία τοῦ ἀγνώστου συνανθρώπου μας, τοῦ πρόσφυγα καὶ τοῦ λαθρομετανάστη, τοῦ ἀποξενωμένου καὶ ἐγκαταλελειμμένου. Εἴμαστε τραγικὰ ἀνίκανοι νὰ κατέβουμε στὸν «ἅδη τῆς ζωῆς του», ὥστε νὰ τὸν βοηθήσουμε καὶ νὰ τὸν ἀναστήσουμε στὴ ζωὴ τῆς ἀγάπης, κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ στὸν ἅδη.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι «δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ σωθεῖ, ἂν δὲν κοπιάσει γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ διπλανοῦ του». Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ διπλανός, ὁ κάθε ἐλάχιστος ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ, δὲν πεινάει καὶ διψάει μόνο γιὰ ψωμὶ καὶ νερό, ἀλλὰ γιὰ ἀλήθεια, ἀγάπη καὶ σωτηρία. Ἀμήν.

Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΓΑΜΟΒΑΦΤΙΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΣΑΓΟΜΕΝΗ;


Διχογνωμία επικρατεί, ως γνωστόν, στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος για την επικρατήσασα γαμοβάφτιση. 
Κάποιοι μητροπολίτες εξέδωσαν εγκυκλίους δια των οποίων απαγορεύουν από του νυν την τέλεση δύο μυστηρίων – του γάμου και της βαπτίσεως – διαδοχικώς, θεωρώντας πως αυτό απάδει της παραδόσεως, της λειτουργικής τάξης και όχι μόνο… 
Η τέλεση του μυστηρίου του γάμου και η βάπτιση – αμέσως μετά – των παιδιών των νεονύμφων, αποτελεί, ουσιαστικά, και αμνήστευση των προγαμιαίων σχέσεων, λέγεται. Είναι δυνατόν τα παιδιά του ζευγαριού να είναι, ενίοτε, παράνυμφοι στους γάμους των γονέων των και στη συνέχεια βαπτιζόμενοι; 
Παρά ταύτα υπάρχουν ουκ ολίγοι «παραδοσιακοί» αρχιερείς οι οποίοι έχουν αποδεχτεί …σιωπηρώς την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Οι πιο «προοδευτικοί» της Ιεραρχίας αποδέχονται την εν λόγω πρακτική, ενστερνιζόμενοι την αγωνία των νέων ζευγαριών αλλά και τη δύσκολη οικονομική συγκυρία που διανύουμε, διατείνονται κάποιοι… 
Όμως, το ενδιαφέρον είναι μια πρόσφατη ανακάλυψή μου, σε ένα ταξίδι μου στη Γαλλία. 
Η γαμοβάφτιση είναι, επίσης, συνήθης πρακτική και στους Ρωμαιοκαθολικούς, εδώ και πολλά χρόνια. Στην πρόσκληση που δημοσιεύουμε εδώ (στα γαλλικά), φαίνεται καθαρά αυτό που συμβαίνει πλέον και στην Ελλάδα: Προηγείται ο γάμος και έπεται η βάπτιση. 
Το ερώτημα προκύπτει αβίαστα: Πώς επικράτησε στη χώρα μας η γαμοβάφτιση στους ναούς; Μήπως είναι εισαγόμενο προϊόν; Και δη εκ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας; 
Π.Α.Α.

Ὁ πλησίον μου, ἡ σωτηρία μου

Αποτέλεσμα εικόνας για τελικη κριση


Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα προβλήματα τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας τά τελευταία χρόνια ἀποτελεῖ ἡ διαστρέβλωση πού ὑφίσταται ἡ ὀρθόδοξη ἐσχατολογία, ὁ προφητικός λόγος δηλαδή περί τῶν ἐσχάτων. Κι εἶναι σύνηθες τό φαινόμενο ἄνθρωποι ἄπειροι πνευματικά, χωρίς ἐπίγνωση τοῦ τί σημαίνει Ορθοδοξία καί ποιά ἡ μεγαλειώδης οὐσία της, νά σπεύδουν νά ἐνασχοληθοῦν συστηματικά, χωρίς τίς ἀπαραίτητες πνευματικές προϋποθέσεις, μέ ὅ,τι ἔχει καταγραφεῖ εἴτε ὡς λόγος τοῦ Κυρίου, εἴτε ὡς λόγος κάποιου Ἀποστόλου ἤ Ἁγίου, σέ σχέση μέ τά ἔσχατα τοῦ κόσμου.

Μάλιστα, κύριο χαρακτηριστικό τῶν περισσοτέρων εἶναι ὅτι χωρίς νά ἔχουν μελετήσει πότε τά Εὐαγγέλια, τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, τίς Ἐπιστολές τοῦ Παύλου καί τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων, δηλαδή χωρίς νά ἔχουν ἔστω παρεμπιπτόντως ἀσχοληθεῖ μέ τά βασικά κείμενα τοῦ Χριστιανισμοῦ, προσκολλῶνται στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, διεκδικώντας τό δικαίωμα νά ἀναλύουν καί νά ἑρμηνεύουν αὐθεντικά ἕνα βιβλίο «κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά», γιά τό ὁποῖο ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁμολόγησε τήν ἀπόλυτη ἀνικανότητά του νά προχωρήσει στήν ἀνάλυσή του!

Ἐπειδή δέ οἱ περιγραφόμενες εἰκόνες στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη καί τά ἐν γένει ἐσχατολογικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ἐναργέστατες καί παραστατικότατες, ἔχουν τήν ἱκανότητα, ἰδίως ὅταν ἀναπαράγονται ἐπιπόλαια, νά προκαλοῦν τόν φόβο καί νά ἐξάπτουν τήν φαντασία. Καταστρατηγεῖται ἔτσι τό γεγονός πώς ἡ Ἐκκλησία δέν χρησιμοποιεῖ τόν φόβο ὡς ποιμαντικό της ἐργαλεῖο, οὔτε θέλει ἀπό φόβο νά πορεύεται ὁ ἄνθρωπος πρός τόν Θεό καί νά οἰκοδομεῖ μιά ἐξ ἀνάγκης σχέση μαζί Του.

Περαιτέρω, παραθεωρεῖται ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο μᾶς δόθηκαν αὐτά τά κείμενα, ὁ ὁποῖος εἶναι νά προειδοποιηθοῦμε οἱ χριστιανοί ὅτι θά συμβοῦν μέσα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία πολλά καί φοβερά, στά πλαίσια ἑνός μανιασμένου πολέμου ἐναντίον ταῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τῆς ἀληθινῆς πίστης. Στό τέλος ὅμως, ὡς αἰώνιος βασιλιάς θά νικήσει ὁ Χριστός, κι ὅσοι μείνουν πιστοί σέ Αὐτόν θά «συμβασιλεύσουν καί συνδιαιωνίσουν».


Ἡ κρίση

Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή παρουσιάζει αὐθεντικό λόγο τοῦ Κυρίου μας περί τῶν ἐσχάτων. Γιατί σήμερα αὐτό τό κείμενο; Διότι προηγήθηκαν πολλές περικοπές μέ κορυφαῖες τίς δύο προηγούμενες, τοῦ Τελώνη καί τοῦ Φαρισαίου καί τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, οἱ ὁποῖες παρουσιάζοντας γλαφυρά τή θεία ἀγάπη, μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσουν στό νά παραθεωρήσουμε τή θεία δικαιοσύνη. Περιγράφεται, λοιπόν, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θά μᾶς κρίνει ὁ Θεός, γιά νά κατανοήσουμε ὅτι κανείς δέν ξεφεύγει ἀπό τή θεία δίκη, ἀλλά καί γιά νά προβληματιστοῦμε γόνιμα, γιά τό μόνο γεγονός πού ἀποτελεῖ ἀφορμή ἀνησυχίας, ὄχι ἀγωνίας, στήν ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, τό πῶς θά σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ κριτηρίου καί θά δώσει «τήν καλήν ἀπολογίαν».

Ποιό τό παράξενο στήν κρίση τοῦ Θεοῦ; Πουθενά δέν γίνεται λόγος περί ἁμαρτιῶν καί παραπτωμάτων, ἀλλά φαίνεται τά πάντα νά ἐξαρτῶνται ἀπό τή στάση τοῦ καθενός μας ἔναντι τοῦ ἄλλου, τοῦ ἐμπερίστατου ἀνθρώπου, τοῦ πλησίον. Καί μάλιστα μέ τήν ἔντονη διαβεβαίωση τοῦ Κύριου πώς ὅ,τι κάνουμε στόν ἀδελφό μας, τό κάνουμε προσωπικά στόν Κύριο. «Ἐμοί ἐποιήσατε».


Τό τραῦμα καί ἡ θεραπεία

Γιατί δέν γίνεται λόγος περί ἁμαρτίας; Ἄς θυμηθοῦμε τό πῶς συντελέστηκε τό προπατορικό ἁμάρτημα καί εἰσῆλθαν ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος στόν κόσμο. Ὁ ἀρχεκακος ὄφις ἀπομονώνει τήν Εὔα καί τήν παρασύρει σέ συζήτηση μαζί του. Ἡ Εὔα ἀντί νά καλέσει τόν Ἀδάμ, ὥστε ἑνωμένο τό ἀνθρώπινο γένος νά ἀντιμετωπίσει τήν πειρασμική προσβολή, συνεχίζει μόνη της ἕνα διάλογο μέ κύριο χαρακτηριστικό τήν ἀλλοίωση τῆς ἀντίληψης τοῦ ἀνθρώπου περί τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ καί τῆς σκοπιμότητας τοῦ νόμου του. Ἡ ἀρχή τῆς ἁμαρτίας ἦταν ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας τῶν Πρωτοπλάστων, τῆς συνάφειας τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας, τῆς ἀγαπητικῆς ἐξάρτησης τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλο! Φυσική λοιπόν, ἦταν ἡ συνέχεια καί ἐξέλιξη τῆς ἁμαρτίας, ὅταν ἡ Εὕα καί πάλι μόνη της ἀγνοώντας τόν Ἀδάμ καί ἀκυρώνοντας τήν παρουσία του, ὄχι μόνον γεύεται τόν καρπό τοῦ δένδρου τοῦ «γνῶναι καλόν ἡ κακόν», ἀλλά πορεύεται στή συνέχεια πρός αὐτόν καί τόν ὑποτάσσει προσφέροντάς του τόν ἴδιο καρπό καί προστάζοντας τον: «Φάγε»! Πρίν ἁμαρτήσουν ἐνάντιόν του Θεοῦ οἱ Πρωτόπλαστοι, ἁμάρτησαν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Καί πρίν ὁλοκληρωθεῖ ἡ προσβολή ἐναντίον του Θεοῦ, εἶχε συντελεστεῖ ἡ προσβολή ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου.

Αὐτή ἡ διάσταση τῆς ἁμαρτίας ἔρχεται νά θεραπεύσει ἡ σημερινή περικοπή, χωρίς κἄν νά μιλάει γιά ἁμαρτία! Ἀντιστρέφει τή διαδικασία τῆς πτώσης καί προτάσσει τό γεγονός τῆς ἀγαθῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν ἄνθρωπο, ὡς ἀπαρχή καί ἐπιβεβαίωση τῆς ἀγαθῆς του πορείας πρός τόν Θεό Πάτερα. Ὅποιος συντηρεῖ τή διάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἄνθρωπο, δέν μπορεῖ νά ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό. Ἀντίθετα, ὅποιος νοιάζεται καί πορεύεται ἀγαπητικα πρός τόν ἄνθρωπο, καλύπτει καί τήν ἀπόσταση πού τόν χωρίζει ἀπό τόν Θεό! Γι’ αὐτό καί ὡς ὑπέροχο συμπέρασμα, ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης γράφει: «Ἄν πεῖ κανείς ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεό καί ταυτόχρονα μισεῖ τόν ἀδελφό του, αὐτός εἶναι ψεύτης. Διότι ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του, τόν ὁποῖον βλέπει, πῶς εἶναι δυνατό ν΄ ἀγαπᾶ τόν Θεό ποῦ δέν Τόν ἔχει δεῖ πότε;» (Α’ Ἰω. 4,20). Αὐτή εἶναι ἡ προοπτική τῆς ἐνασχόλησής μας μέ τά ἔσχατα, ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον ὡς μέτρο τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό!

Τούς πονεῖς τούς φτωχούς;

Ἀργά τά ἄνοιξε τά μάτια του ὁ πλούσιος! Τότε πού εἶδε στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ τόν Λάζαρο! Τόν ἄνθρωπο, πού καταδεχόταν οὔτε νά τοῦ ρίξει μιά ματιά, ὅταν τόν εὕρισκε νά περιμένει ἔξω ἀπό τήν πόρτα του!

Καί τότε τό κατάλαβε καλά, τί σημαίνει ἐκεῖνο, πού λίγο πρίν ποτέ δέν θέλησε νά τό καταλάβει.

Στήν κόλαση βρέθηκε ὑποχρεωμένος, θέλοντας καί μή, νά κάμει ἕναν ἀπολογισμό. Ἐκεῖ, ἀναγκάσθηκε νά ψάξει νά ἰδεῖ, τί τοῦ εἶχε γίνει ἀφορμή νά χάσει, ἡ κακή του ἐκείνη διάθεση, πού δέν τόν ἄφηνε νά ἰδεῖ στό πρόσωπο τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου τόν «πλησίον» του: δηλ. ἕναν συνάνθρωπο, πού ἔπρεπε νά τόν περιμένει ὅτι μποροῦσε κάποτε νά βρεθῆ καί ὁ ἴδιος στήν θέση του· καί εἶχε γι᾿ αὐτό χρέος νά τόν συμπονάει.

Ἄς ρίξωμε μιά ματιά στήν ἄθλια κατάσταση, πού εἶχε βρεθῆ τότε ὁ πλούσιος. Τώρα εἶχε φθάσει στό ἄκρο ἀντίθετο! Τότε εἶχε μεγάλη ἀφθονία. Τότε γλεντοῦσε, ὅσο πιό καλά μποροῦσε. Τώρα τά εἶχε χάσει ὅλα. Καί ὅσο πιό πολύ σκεπτόταν τήν μεγάλη ἀντίθεση, τόσο πιό πολύ τόν ἔτσουζε. Καί γι᾿ αὐτό εἶπε: «Πατέρα, Ἀβραάμ, λυπήσου με. Καί στεῖλε τόν Λάζαρο, νά "βουτήξει" ἔστω καί ἕνα δάχτυλό του σέ νερό, νά μοῦ δροσίσει λίγο τήν γλώσσα· γιατί ὑποφέρω πολύ μέσα σέ αὐτές τίς φλόγες» (Λουκ. 16,24).

Ἀπό τά λόγια αὐτά, ἀσφαλῶς δέν πρέπει νά βγάλωμε τό συμπέρασμα, ὅτι ἀρκεῖ ἀκεῖ μιά σταγόνα νερό, γιά νά ἀνακουφίσει καί νά δροσίσει. Τά λόγια αὐτά μᾶς λένε μόνο, ὅτι ἐκεῖνοι πού ἔχουν πολλές ἁμαρτίες, ἐκεῖ θά ὑποφέρουν πολύ, ἐκεῖ θά ταλαιπωρηθοῦν πολύ· ἀπό τήν φοβερή ἐκείνη φωτιά· ἀπο τήν αἴσθηση τοῦ βάρους τῆς ἁμαρτίας τους.

Ἀπό τά λόγια αὐτά τοῦ πλουσίου, μαθαίνουμε μόνο ὅτι:

Στήν τελική κρίση τοῦ Κυρίου ἡ ποινή θά εἶναι κάτι τό ἀνάλογο μέ τήν ἐσωτερική μας ἀθλιότητα.

Ὁ πλούσιος, σπρωγμένος ἀπό τήν ἄθλια κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν, ἀναγκάστηκε νά ζητήσει μιά σταγόνα νερό!

Ἐδῶ στήν γῆ, σπρωγμένος ἀπο τήν φιλαργυρία καί ἀσπλαγχνία του, εἶχε καταντήσει νά μή δίνει οὔτε μιά σταγόνα νερό!

Ἄραγε μποροῦσε ποτέ, νά βρεθεῖ γι᾿ αὐτόν κατάσταση πιό δίκαιη, μέχρι τίς τελευταῖες της λεπτομέρειες καί ταυτόχρονα πιό ὁδυνηρή;

Ζητάει μιά σταγόνα νερό!

Ποῖος;

Ἐκεῖνος, πού στόν φτωχό δέν ἔδινε οὔτε ψίχουλο ψωμί.

Τόν ἔκαμε ὁ Θεός, νά ποθήσει σταγόνα νερό! Γιά νά τόν κάμει νά καταλάβει, τί φοβερό πρᾶγμα εἶναι ἡ φτώχεια. Καί ποσο χρειάζεται νά εἴμαστε πονετικοί στήν φτώχεια.

 
Μετάφρ.: Ἀρχιμ. Α.Μ.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 09, 2018

Τα έσχατα


Τα έσχαταΓια τον χριστιανό δεν υπάρχουν παρά δύο έσχατες επιλογές: ο ουρανός και η κόλαση. Η Εκκλησία προσδοκά την τελική ολοκλήρωση, που στην Ελληνική θεολογία αποκαλείται αποκατάστασις, όταν ο Χριστός θα επιστρέψει «ἐν δόξῃ» για να κρίνει «ζῶντας καὶ νεκρούς». Η τελική αποκατάσταση περιλαμβάνει, όπως ήδη είδαμε, τη λύτρωση και τον δοξασμό της ύλης: κατά την Εσχάτη Ημέρα οι δίκαιοι θα εγερθούν εκ των νεκρών και θα ξαναβρούν τα σώματά τους, όχι όπως αυτά είναι τώρα, αλλά μεταμορφωμένα και «πνευματικά», στα οποία η εσωτερική αγιότητα θα εκχέεται προς τα έξω. Δεν θα μεταμορφωθούν δε μόνο τα σώματά μας, αλλ’ ολόκληρη η υλική τάξη της κτίσης: ο Θεός θα δημιουργήσει «καινοὺς οὐρανοὺς καὶ καινὴν γῆν».
Αλλ’ η κόλαση υπάρχει όσο και ο ουρανός. Πρόσφατα πολλοί χριστιανοί, όχι μόνο στη Δύση, αλλά κατά καιρούς και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, έφταναν στο σημείο να πιστεύουν πως η ιδέα της κόλασης είναι ασυμβίβαστη με την πίστη σ’ ένα Θεό που αγαπά. Ο ισχυρισμός όμως αυτός φανερώνει μια θλιβερή και επικίνδυνη «σύγχυση φρενών». Ενώ βεβαίως αληθεύει πως ο Θεός μας αγαπά με μια άπειρη αγάπη, είναι εξίσου αληθές πως μας προίκισε μ’ ελεύθερη βούληση. Και εφόσον διαθέτουμε ελεύθερη βούληση, έχουμε τη δυνατότητα ν’ απορρίψουμε τον Θεό. Αν αρνηθούμε την κόλαση, αρνούμαστε την ελεύθερη βούληση. «Οὐδεὶς οὕτως ἀγαθὸς καὶ οἰκτίρμων, ὡς ὁ Θεός», γράφει ο Μάρκος ο Μοναχός ή Ερημίτης (αρχές 5ου αιώνα), «τῷ δὲ μὴ μετανοοῦντι, οὐδὲ αὐτὸς ἀφίησι».[1] Ο Θεός δεν μaς υποχρεώνει να Τον αγαπάμε, επειδή η αγάπη δεν είναι αγάπη αν δεν είναι ελεύθερη. Πώς λοιπόν μπορεί ο Θεός να συμφιλιωθεί μ’ αυτούς που αρνούνται κάθε συμφιλίωση;
Η Ορθόδοξη στάση απέναντι στα Έσχατα και στην κόλαση εκφράζεται κατά σαφή τρόπο στην επιλογή των Ευαγγελικών αναγνωσμάτων που διαβάζονται κατά τη λειτουργία των τριών διαδοχικών Κυριακών λίγο πριν από τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Την πρώτη Κυριακή διαβάζεται η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, τη δεύτερη η παραβολή του Ασώτου Υιού: και οι δύο ιστορίες παρουσιάζουν παραστατικά την άπειρη συγγνώμη και το έλεος του Θεού προς τους αμαρτωλούς που μετανοούν. Το Ευαγγέλιο όμως της τρίτης Κυριακής, στην παραβολή των προβάτων και των ερίφων, μάς υπενθυμίζει την άλλη αλήθεια: πvς είναι δυνατό να απορρίψει κάποιος τον Θεό και να στραφεί στην κόλαση. «Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον…» (Ματθ. 25, 41).
Δεν υπάρχει φυσικά καμιά τρομοκρατία στην Ορθόδοξη περί Θεού διδασκαλία. Οι Ορθόδοξοι δεν σκύβουν δουλικώς μπροστά στον Θεό από φόβο, αλλά Τον θεωρούν ως φιλάνθρωπο, «ἐραστὴ τοῦ ἀνθρώπου». Δεν ξεχνούν όμως πως ο Χριστός κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα έρθει ως κριτής.
Η κόλαση δεν είναι τόσο ένας τόπος όπου ο Θεός φυλακίζει τους ανθρώπους, όσο ένας τόπος τον οποίο οι ίδιοι οι άνθρωποι, καταχρώμενοι την ελεύθερη θέλησή τους, διαλέγουν για να φυλακίσουν τον εαυτό τους. Ακόμη και στην κόλαση οι κολασμένοι δεν στερούνται της αγάπης του Θεού, αλλ’ αυτό που οι άγιοι βιώνουν ως χαρά, αυτοί το βιώνουν ως βάσανα, πράγμα που είναι αποτέλεσμα της δικής τους επιλογής. «Η αγάπη του Θεού θα είναι ένα ανυπόφορο βάσανο γι’ αυτούς που δεν την έχουν αποκτήσει μέσα τους».[2]
Η κόλαση υπάρχει ως τελική δυνατότητα, αλλ’ αρκετοί Πατέρες πιστεύουν, παρ’ όλα αυτά, πως στο τέλος όλοι θα συμφιλιωθούν με τον Θεό. Είναι αιρετικό το να λέμε πως όλοι υποχρεούνται να σωθούν, επειδή μ’ αυτό αρνούμαστε την ελεύθερη βούληση που διαθέτει ο άνθρωπος. Είναι όμως θεμιτό να ελπίζουμε πως όλοι ίσως σωθούν. Μέχρι να έρθει η Έσχατη Ημέρα, δεν πρέπει ν’ απελπιζόμαστε για τη σωτηρία κανενός, και επιβάλλεται να προσευχόμαστε και να επιθυμούμε τη συμφιλίωση των πάντων χωρίς εξαίρεση. Κανείς δεν πρέπει να διαφεύγει από τις πρεσβείες της αγάπης μας. «Τίς ἐστιν καρδία ἐλεήμων;» ρωτά ο αγ. Ισαάκ ο Σύρος. «Είναι η καρδιά που καίει με αγάπη για ολόκληρη την κτίση, για τους ανθρώπους, τα πουλιά, τα θηρία, για τους δαίμονες, για όλα τα δημιουργήματα».[3] Ο Γρηγόριος Νύσσης λέει πως είναι θεμιτό οι χριστιανοί να ελπίζουν ακόμη και για τη λύτρωση του διαβόλου.
Η Βίβλος καταλήγει σε μια φράση έντονης προσδοκίας: «Ναι, ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν, ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» (Αποκαλ. 22, 20). Με το ίδιο πνεύμα έντονης ελπίδας οι πρώτοι χριστιανοί συνήθιζαν να προσεύχονται, «Ἡ χάρις ἐλθέτω καὶ ὁ κόσμος παρελθέτω».[4] Από κάποια άποψη όμως οι πρώτοι χριστιανοί είχαν άδικο: φαντάζονταν πως το τέλος του κόσμου θα συνέβαινε σχεδόν αμέσως, ενώ στην πραγματικότητα έχουν περάσει δύο χιλιετίες και το τέλος δεν έχει έρθει ακόμη. Δεν ανήκει σε μας να γνωρίζουμε τους χρόνους και τους καιρούς, και ίσως η παρούσα τάξη να διαρκέσει για πολύ περισσότερες χιλιετίες. Από κάποια όμως άλλη άποψη, η αρχαία Εκκλησία είχε δίκιο. Επειδή όποτε κι αν έρθει το τέλος, νωρίς ή αργά, είναι πάντοτε επικείμενο, πνευματικά βρίσκεται διαρκώς κοντά μας, κι όταν ακόμη δεν βρίσκεται χρονικά κοντά μας. Η ημέρα του Κυρίου θα έλθει «ὡς κλέπτης ἐν νυκτί» (Α΄ Θεσσαλ. 5, 2), την ώρα που δεν την περιμένουμε. Συνεπώς οι χριστιανοί, όπως στους αποστολικούς χρόνους, έτσι και σήμερα πρέπει να είναι συνεχώς έτοιμοι, γεμάτοι αναμονή. Ένα από τα πιο ενθαρρυντικά σημεία ανανέωσης στη σύγχρονη Ορθοδοξία είναι η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη Δευτέρα Παρουσία και τη σημασία της. «Όταν κάποιος πάστορας, που βρισκόταν σ’ επίσκεψη στη Ρωσία, ρώτησε ποιο είναι το πιο καυτό πρόβλημα της Ρωσικής Εκκλησίας, ένας ιερέας του απάντησε χωρίς δισταγμό: η Δευτέρα Παρουσία».[5]
Όμως η Δευτέρα Παρουσία δεν είναι απλώς ένα γεγονός του μέλλοντος, επειδή στη ζωή της Εκκλησίας ο Μέλλοντας Αιώνας έχει ήδη προβάλει μέσα στον παρόντα αιώνα. Για τα μέλη της Εκκλησίας, οι «Ἔσχατοι Χρόνοι» έχουν ήδη τεθεί σε ενέργεια, καθότι εδώ και τώρα οι χριστιανοί απολαμβάνουν τους πρώτους καρπούς της Βασιλείας του Θεού. Ναί, ἔρχου, Κύριε Ἰησού. Έχει ήδη έρθει, στη θεία Λειτουργία και στη λατρεία της Εκκλησίας.
[1] Περὶ τῶν δικούντων δικαιοῦσθαι ἐκ τῶν ἔργων, 71 (PG 65, 940D).
[2] V. Lossky, Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, μτφρ. Στ. Πλευράκη, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 253.
[3] Mystic Treatises, εκδ. A. J. Wensinck (Amsterdam 1923), σελ. 341.
[4] Διδαχή, 10, 6.
[5] P. Evdokimov, L’ Orthodoxie, σελ. 9.
Ware Κάλλιστος (επίσκ. Διοκλείας), Η Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Ροηλίδης Ι.), 4η έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 2007

Περὶ τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου Παρουσίας

«Τότε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθίσει ἐπὶ
θρόνου δόξης αὐτοῦ,
καὶ συναχθήσονται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα
τὰ Ἔθνη»
(Ματθ. 25,31)
Περὶ τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου ΠαρουσίαςὉ λόγος εἶνε περὶ τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου παρουσίας.[1]
Ἀλλ᾿ ἆρα γε ὑπάρχει Δευτέρα τοῦ Κυρίου παρουσία; ὑπάρχει ἀθανασία καὶ αἰώνιος μέλλουσα ζωή; ὑπάρχει μέλλουσα κρίσις; ὑπάρχει ἀνταπόδοσις μετὰ θάνατον; Ἢ τὰ πάντα σταματῶσι μέχρι τοῦ τάφου ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ, καὶ ὁ τάφος εἶνε τὸ ἔσχατον κατάντημα, ὅπου θάπτεται μετὰ τοῦ σώματος καὶ ἡ ζωὴ καὶ σβέννυται ἐκεῖ διαπαντός, καὶ δὲν ὑπάρχει πέραν τοῦ τάφου ἄλλο τι, παρὰ μόνον τὸ μηδέν;
Τὸ ζήτημα τοῦτο εἶνε ἐκ τῶν σοβαρωτάτων καὶ ἔχει ὑψίστην διὰ πάντα γηγενῆ σημασίαν.
Τὸ ζήτημα τοῦτο εἶνε τὸ μέγα καὶ αἰώνιον ζήτημα, τὸ ὁποῖον ἀπησχόλησε, ἀπασχολεῖ καὶ μέλλει ν᾿ ἀπασχολῇ, αἰωνίως τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα, καὶ διὰ τὸ ὁποῖον οὐδέποτε ἀπηύδησεν οὐδὲ θέλει ποτὲ ἀπαυδήσῃ ὁ ἀκοίμητος πόθος τῶν εὐγενῶν πνευμάτων καὶ ἡ ἀνύστακτος προσδοκία τῶν πιστῶν.
Ἂν μὲν δὲν ὑπάρχῃ μέλλουσα ζωή, τότε τὰ πάντα διὰ τοὺς σαρκικοὺς ἔχουσι καλῶς· τότε «φάγωμεν, πίωμεν αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Ἀλλ᾿ ἂν ὑπάρχῃ ἀθανασία ψυχῆς καὶ αἰωνιότης μετὰ θάνατον, καὶ ἐπομένως καὶ κρίσις καὶ ἀνταπόδοσις ἐν τῇ μελλούσῃ ταύτῃ ζωῇ, τότε οἵα πρέπει νὰ εἶνε ἐνταῦθα ἡ ζωή μας;
Ἡμεῖς πρὸς στιγμὴν ἂς ἀφήσωμεν κατὰ μέρος τὸ ὅτι δι᾿ ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας τὸ ζήτημα τοῦτο τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καὶ τῆς μελλούσης κρίσεως εἶνε δόγμα πίστεως, εἶνε ἄρθρον πίστεως ἀπαράβατον, διότι ἡμεῖς ἐν τῷ Συμβόλῳ τῆς πίστεώς μας πιστεύομεν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν «καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς», καὶ «προσδοκῶμεν ἀνάστασιν νεκρῶν, καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Καὶ ἂς ἴδωμεν τί λέγουσι τὰ πολυώνυμα τῆς πλάνης καὶ τοῦ ψεύσους συστήματα, οἱ ὑλισταί, οἱ θνητόψυχοι, οἱ Σαδδουκαῖοι τῆς σημερινῆς ἐποχῆς «οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν νεκρῶν», καὶ ἂς ἀνατρέψωμεν ὅσα πρεσβεύουσιν οὗτοι καὶ λέγουσιν, ὅτι τάχα τὰ δόγματα περὶ ἀθανασίας, περὶ μελλούσης κρίσεως καὶ ἀνταποδόσεως καὶ δευτέρας τοῦ Κυρίου παρουσίας εἶνε ἀπατηλὰ τῆς φαντασίας γεννήματα, ἀφ᾿ οὗ μάλιστα οὐδεὶς ἐκ τοῦ ἄλλου τούτου κόσμου ἐπανῆλθεν, ἵνα μᾶς ἀποκαλύψῃ τὰ μέλλοντα τοῦ πνευματικοῦ κόσμου ταῦτα μυστήρια.
Βεβαίως, προσφιλεῖς μου ἀναγνῶσται, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἦτο ἁπλῆ μηχανή, ἁπλοῦν προϊὸν καὶ ἀποτέλεσμα τῆς τυφλῆς ὕλης, καὶ ζῇ μόνον διὰ τὴν παροῦσαν στιγμὴν καὶ τὴν πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, ὡς τὰ ζῶα, ἄνευ σκοποῦ ἀνωτέρου, ἄνευ ὑψηλοτέρου προορισμοῦ· καὶ ἑπομένως ἂν τὸ πρόγραμμα τῆς ζωῆς μας θὰ ἦτο «φάγωμεν, πίωμεν, διότι αὔριον ἀποθνήσκομεν», καὶ ἐξαφανιζόμεθα εἰς τὸ μηδὲν καὶ τῆν ἀνυπαρξίαν, ὡς λέγουσι καὶ οἱ ὑλισταί, τότε σᾶς βεβαιῶ ὅτι ἐλεεινότερον καὶ ἀθλιώτερον ὂν παρὰ τὸν ἄνθρωπον δὲν θὰ ὑπῆρχεν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν ἄλλο. Τὰ κτήνη καὶ τὰ ζῶα τὰ ἄλογα, καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ εἰς τὴν κατωτάτην ζωϊκὴν κλίμακα εὑρισκόμενα ὄντα, θὰ ἦσαν τότε εὐτυχέστερα τοῦ ἀνθρώπου, διότι καὶ αὐτὰ τρώγουσι καὶ πίνουσι καθὼς καὶ ἡμεῖς, καὶ πολλὰ πολλάκις περισσότερον καὶ καλλίτερον ἡμῶν, ἀλλὰ περιπλέον ταῦτα ἔχουσι τὸ μέγα εὐτύχημα νὰ μὴ αἰσθάνωνται τὴν δυστυχίαν των, καὶ δὲν δοκιμάζουσι τὰ ζῶα θλίψεις καὶ βασάνους. Δὲν καταβιβρώσκει τὴν καρδίαν αὐτῶν καμμία τύψις συνειδότος, δὲν ἀγρυπνεῖ εἰς τὸν σταῦλόν των ἡ ἀπελπισία, ἡ ὀδύνη καὶ ἡ ἠθικὴ βάσανος, ὅπως ἀγρυπνεῖ εἰς τὴν κλίνην καὶ παρᾶ τὸ προσκεφάλαιον τοῦ ἀνθρώπου τοῦ μὴ πιστεύοντος, τοῦ μὴ ἐλπίζοντος, τοῦ μὴ προσδοκῶντος ἀνάστασιν νεκρῶν, ὁ δαίμων τοῦ σκότους, ἡ ἀπελπισία καὶ ἡ αὐτοκτονία, τὸ ἔσχατον τοῦτο ἀνοσιούργημα βίου πονηροῦ καὶ διεφθαρμένου. Τὰ ζῶα πρέπει νὰ θεωρῶνται τότε εὐτυχέστερα τοῦ ἀνθρώπου, διότι δὲν σκέπτονται, διότι, δὲν συλλογίζονται, διότι δὲν ἀμφιβάλλουσι τὰ κτήνη περὶ τῆς ἐφημέρου δυστυχοῦς αὐτῶν ὑπάρξεως ἐπὶ τῆς γῆς, ἥτις καταντᾷ διὰ τὸν σκεπτόμενον, ἀλλὰ μὴ ἐλπίζοντα ἄνθρωπον, κατηραμένη κοιλάς.
Ὁ τοιοῦτος, ὁ μὴ πιστεύων, ὁ μὴ ἐλπίζων, ὁ μὴ προσδοκῶν ὑψηλότερόν τι, ἐγκαταλελειμμένος ἄνευ πυξίδος, ἥτις εἶνε ἡ πίστις εἰς τὴν αἰωνιότητα καὶ ἡ ἐλπὶς δι᾿ ἡμᾶς, ἄνευ ὁδηγοῦ ἐν τῇ ἀχανεῖ ἐκτάσει τῆς ἐρήμου τοῦ παρόντος βίου, μὴ εὐρίσκων τόπον ἀναψυχῆς καὶ ἀναπαύσεως τοῦ πνεύματός του, μὴ γνωρίζων πόθεν ἔρχεται, ποῦ πορεύεται, καὶ τί εἶνε τὸ ὄνειρον τοῦτο, τὸ ὁποῖον ὀνομάζεται ζωὴ, εἶνε ὁ δυστυχέστατος βροτῶν. Ἡ ζωὴ δι᾿ αὐτὸν εἶνε σκότος χωρὶς φῶς, εἶνε νὺξ ἀσέληνος καὶ ἀφεγγὴς νύξ, ὅπου οὐδεὶς λάμπει ἀστὴρ· τὸ ζῆν δι᾿ αὐτὸν εἶνε ὁλότελα ἀνάξιον τοῦ κόπου. Ἐὰν τὰ πάντα σταματῶσι μέχρι τοῦ τάφου, καὶ ὠς λέγει θαυμασιώτατα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «εἰ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστι… εἰ ἐν τῆ ζωῇ ταύτῃ μόνῃ ἠλπικότες ἐσμέν, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμὲν ἡμεῖς». Ὁ Χριστιανισμὸς τότε, τὸ ἄκρον τοῦτο ἄωτον τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ὅστις ἔφερε τὴν ἀληθῆ ἐπὶ γῆς εὐδαιμονίαν, καὶ ἐπαγγέλεται καὶ τὴν αἰωνίαν μετὰ θάνατον μακαριότητα, εἶνε χειρίστη θρησκεία καὶ οἱ ὀπαδοί της ἔπρεπε νὰ ἦσαν οἱ ἀχρηστοτάτοι καὶ χειρίστοι τῶν ἀνθρώπων, τοτε οἱ πιστοὶ καὶ εὐσεβεῖς θὰ εἶνε χειρότεροι τῶν ἀσεβῶν καὶ ἀπίστων, οἱ σοφοὶ καὶ ἐνάρετοι καὶ πεπολιτισμένοι ἐλεεινότεροι τῶν μωρῶν καὶ φαύλων καὶ ἀπολιτίστων· οἱ ἄνθρωποι ἀθλιώτεροι τῶν ζώων. Καὶ ἂν ἠθέλομεν νὰ αἰσθανώμεθα ἀληθῆ εὐδαιμονίαν, ἢ τοὐλάχιστον νὰ μὴ δοκιμάζωμεν θλίψεις καὶ ὀδύνας, ἔπρεπε νὰ κατέλθωμεν εἰς τὴν κατωτάτην κλίμακα τῶν ὄντων, τοὐλάχιστον τὴν τῶν ζώων καὶ τῶν κτηνῶν!!
Τότε τὰ πάντα εἶνε κενὰ καὶ φροῦδα καὶ μάταια· καὶ πρόοδος καὶ ἐπιστήμη καὶ τέχναι καὶ παίδευσις καὶ πολιτισμὸς καὶ τελειοποίησις καὶ καθῆκον καὶ ἀρετὴ καὶ ἠθικὴ καὶ εὐορκία καὶ αὐταπάρνησις καὶ αἱ γενναῖαι πράξεις τῆς φιλοπατρίας, τῆς φιλανθρωπίας, τοῦ ἡρωϊσμοῦ, τὰ πάντα εἶναι μηδὲν, ἀφοῦ ἐπιστρέφουσιν εἰς τὸ μηδέν. Πάντα τὰ ὑψηλὰ ἰδεώδη, διὰ τὰ ὁποῖα οἱ χρηστοὶ καὶ τίμιοι ἄνθρωποι ζῶσι, καὶ διὰ τὰ ὁποῖα ἀγογγύστως θυσιάζουσι καὶ τὴν ζωήν των αὐτήν, εἶνε μηδέν: «εἰ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστι, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ καὶ ἡ πίστις ἡμῶν· καὶ εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν» (Α΄. Κορινθ. 15,13), διότι εἰς τί τότε ἐπιστεύσαμεν; εἰς τὴν αἰωνίαν σιγὴν τῶν τάφων; εἰς τὸ σκότος; εἰς τὸ μηδέν;
Καὶ τότε ἐπειδὴ ὁ ἀνθρώπινος βίος οὐδὲν ἄλλο εἶνε παρὰ πικρία καὶ θλῖψις καὶ ἀπόγνωσις, καὶ δὲν ὑπάρχει διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐν τῷ οὐρανῷ δικαιοκρίτης Θεός, τιμωρὸς τῶν κακῶν καὶ παρήγορος τῶν ἀγαθῶν, ὅστις νὰ βλέπῃ τὰς πικρίας καὶ τοῦς πόνους μας, καὶ νὰ περισυλλέγῃ τὰ δάκρυα καὶ τοὺς στεναγμούς μας, καὶ νὰ στεφανώσῃ τὸν ἡρωϊσμόν, τὴν αὐταπάρνησιν, καὶ τὴν αὐτοθυσίαν μας, ἡ μόνη ὑπολειπομένη διὰ τοῦς ἀπίστους καὶ ὑλιστὰς παρηγορία εἶνε ἡ ἀπελπισία, ἡ αὐτοκτονία καὶ ἡ ἐκμηδένισις… Αὐτοὸ εἶνε τὸ λογικὸν καὶ ἀναπόφευκτον κατάντημα διὰ πάντα, ὄστις δὲν πιστεύει, δὲν ἐλπίζει δὲν ὑπομένει, δὲν θέλει νὰ γνωρίζῃ τι περὶ ἀθανασίας ψυχῆς, περὶ μελλούσης ζωῆς, περὶ κρίσεως καὶ Δευτέρας τοῦ Κυρίου Παρουσίας.
Ἀλλ᾿ ὄχι ἀδελφοί, ὁ τάφος δὲν εἶνε τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου, οὐδὲ ἡ τέφρα, καὶ ἡ κόνις καὶ ὁ χοῦς τὸ ἔσχατον κατάντημα τῆς ἐν ἡμῖν θείας πνοῆς, τῆς ψυχῆς, τῆς συνειδήσεως, τοῦ στοχαζομένου, τοῦ συλλογιζομένου, τοῦ διανοουμένου, τοῦ κρίνοντος ἐλευθέρου, προσωπικοῦ καὶ συνειδότος ἑαυτὸ ἐγὼ. Τὸ πνεῦμα τοῦτο εἶναι ἀθάνατον καὶ αἰώνιον. Τοῦτο εἶνε ἡ ὑψίστη φιλοσοφικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἀλήθεια, ἥτις εἶνε κτῆμα τὴν σήμερον παγκόσμιον, θησαυρὸς καὶ κειμήλιον ἱερώτατον πάσης ἀνθρωπίνης ψυχῆς.
Τὴν ἀλήθειαν ταύτην τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς ἀνέκαθεν ὡμολόγησεν σύμπασα ἡ σκεπτομένη ἀνθρωπότης καὶ μετ᾿ αὐτῆς τὰ εὐγενέστατα πνεύματα, οἱ γίγαντες εἰς τὴν φιλοσοφίαν, οἱ ἀληθεῖς ἱεροφάνται τῶν ἐπιστημῶν καὶ τεχνῶν, καὶ μόνον διεφθαρμένη τις μερὶς ἀνθρώπων, τῶν εἴτε θεωρητικῶς εἴτε πρακτικῶς ἀθέων καὶ ὑλιστῶν, ὧν σύμβολον καὶ δόγμα τὸ «φάγωμεν καὶ πίωμεν καὶ κορέσωμεν τὴν γαστέρα καὶ τὰ ὑπὸ τὴν γαστέρα», ἐτόλμησε νὰ θέσῃ ἐν ἀμφιβόλῳ τὴν κατάδηλον ταύτην καὶ πασιφανῆ ἀλήθειαν πρὸς δικαιολογίαν ἀρχῶν σαθρῶν καὶ σαπρῶν καὶ βίου πονηροῦ καὶ διεφθαρμένου.
Οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν πρόγονοι, οἵτινες πρῶτοι κατεβίβασαν τὴν φιλοσοφίαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, πρὸς αἰσθητοτέραν παράστασιν τῆς μεγάλης ταύτης ἀληθείας τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ἐξεικόνιζον τῆς μεγάλης ταύτης ἀληθείας τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ἐξεικόνιζον καὶ παρίστων τὴν ψυχὴν εἰς τὰ μνημεῖα τῶν τάφων μὲ ἄγαλμα γυναικὸς πτερωτῆς καὶ αἰθερίας, ἀνιπταμένης εἰς τὸν οὐρανόν, καθ᾿ ἣν στιγμὴν τὸ σῶμα νεκρὸν κατεβιβάζετο εἰς τὸν τάφον.
Ἡ θεία καὶ ἀμώμητος ἡμῶν θρησκεία διδάσκει ὄτι ὁ Θεὸς ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν δὲν εἶνε Θεὸς νεκρῶν, Θεὸς τέφρας καὶ σποδοῦ, Θεὸς τῆς αἰωνίας σιωπῆς τῶν ψυχρῶν τάφων, ἀλλὰ Θεὸς ζώντων, «οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς, Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων», εἶπεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς λέγοντας μὴ εἶναι ἀνάστασιν νεκρῶν Σαδδουκαίους.
Καὶ ἡμεῖς δὲ πιστοὶ εἰς τὰ ἀθάνατα διδάγματα τῆς φιλοσοφίας τῶν σοφῶν προγόνων, πιστοὶ εἰς τὴν θρησκείαν τῶν πατέρων μας, πιστοὶ εἰς τὰ ὑψηλὰ ἰδεώδη τῆς εὐγενοῦς ἡμῶν φύσεως, πιστοὶ εἰς τὰς ἀθανάτους ἐλπίδας τῆς φυλῆς, πιστοὶ εἰς τὰ ἀπαρασάλευτα δόγματα τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως καὶ τῆς λατρευτῆς μας Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἂς προσδοκῶμεν μετὰ βεβαιοτάτων ἐλπίδων «ἀνάστασιν νεκρῶν, καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», καὶ ἂς πιστεύσωμεν ὅτι ὅσον εἶνε πρᾶγμα βέβαιον καὶ ἀληθὲς ὁ θάνατος τοῦ σώματος, ἄλλο τόσον εἶνε βέβαιον καὶ ἀληθὲς ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἡ ἀνάστασις νεκρῶν, ἡ μέλλουσα ζωή, ἡ Δευτέρα τοῦ Κυρίου παρουσία.
[1] «Ἱερὸς Πολύκαρπος» Ἔτος Β΄. Σμύρνη, ἀρ. 38, 16.2.1913, σσ. 1586-1589.
Αγίου Χρυσοστόμου Μητροπολίτου Σμύρνης του Ιερομάρτυρος, Λόγοι ευσέβειας: Γραπτά κηρύγματα εις δεσποτικάς εορτάς, 1η έκδ., Θεσσαλονίκη, Μυγδονία, 2000

Λόγος εις την Κυριακή της Απόκρεω περί της φοβέρας Κρίσεως


εις την Κυριακή της ΑπόκρεωΕίναι πολύ κοντά ο καιρός της μετανοίας και της εξομολογήσεως των αμαρτιών μας. Τα δύο αυτά πράγματα: η μετάνοια και η εξομολόγηση είναι τα σημαντικότερα στην ζωή μας. Η μετάνοια και η νηστεία δεν είναι εύκολα πράγματα. Για να προετοιμαστούμε σωστά για την νηστεία η αγία μας Εκκλησία αυτή την τελευταία εβδομάδα, πριν την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, απαγορεύει να τρώμε κρέας. Κάποτε είχε ξεχαστεί το πραγματικό νόημα αυτής της εβδομάδας. Οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι οι ήμερες αυτές είναι για διασκέδαση και καρναβάλια. Ξεχνούσαν οι απερίσκεπτοι εκείνοι άνθρωποι ότι την Τετάρτη και την Παρασκευή της Τυρινής έχουμε πλέον τις ακολουθίες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Οι άγιοι, πού παραδόθηκαν ολοκληρωτικά στον Θεό και των οποίων όλη η ζωή ήταν μία διαρκής νηστεία, μας λένε πόσο σημαντικό είναι να θυμόμαστε παντοτινά την ώρα του θανάτου. Να μην ξεχνάμε αυτό πού μας διδάσκει η άγια Γραφή και οι Πατέρες: να θυμόμαστε την ώρα του θανάτου μας και δεν θα αμαρτήσουμε ποτέ. Πολύ σπουδαίο πράγμα είναι η μνήμη του θανάτου, πιο σημαντικό όμως είναι να θυμόμαστε την Φοβερά Κρίση του Χριστού και να προσπαθήσουμε, όσο μας είναι δυνατόν, να κατανοήσουμε το νόημα των λόγων της αγίας Γραφής σχετικά με την Φοβερά Κρίση του Κυρίου.
Για την μεγάλη εκείνη ήμερα της κοινής αναστάσεως μας λέει ό άγιος απόστολος Πέτρος στη Β΄ Επιστολή του: «Ἥξει δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ἐν ᾗ οὐρανοὶ ῥοιζηδὸν παρελεύσονται, στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται, καὶ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται.» (Β΄ Πέτ. 3, 10). Θα καεί η γη και αυτό σημαίνει ότι δεν θα γίνει στη γη η Φοβερά Κρίση και ούτε στη γη θα παρασταθούν ενώπιον του φοβερού Κριτού όλοι εκείνοι οι αμέτρητοι λαοί πού ζούσαν πάνω σ’ αυτή από καταβολής κόσμου. Άλλα και δεν θα χωρούσαν εκεί όλοι αυτοί οι λαοί. Στους ουρανούς, πάνω από τις νεφέλες θα κρίνει ο Δημιουργός και ο Κριτής του κόσμου την ανθρωπότητα. Αυτό λέει και ο άγιος απόστολος Παύλος: «Ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα» (Α΄ Θεσ. 4, 17).
Στην φοβερή δόξα του θα παρουσιαστεί ό Κριτής του κόσμου συνοδευόμενος από αμέτρητο πλήθος των ασωμάτων επουρανίων δυνάμεων. Θα θυμηθεί αμέσως ό καθένας όλα τα έργα, τα λόγια και τις σκέψεις του. Μεγάλο φόβο θα νιώσουν αυτοί πού στη ζωή τους ακολουθούσαν το δρόμο του κακού και της αδικίας και περιφρονούσαν τις εντολές του Χριστού. Θα τους βάλει ο Κριτής του κόσμου στα αριστερά του. Οι δίκαιοι, που αγάπησαν τον Θεό και την δικαιοσύνη του, θα σηκώσουν ψηλά το κεφάλι τους. Θα τους βάλει ό Εύσπλαχνος Κριτής δεξιά από το θρόνο του. Και θα ακούσουν όλοι οι άνθρωποι μία σύντομη και δίκαια απόφαση του Θεού. Σ’ αυτούς που θα είναι δεξιά του θα πει με αγάπη: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Μτ. 25, 34-40).
Τότε σ’ αυτούς που θα βρίσκονται στα αριστερά του θα πει με οργή: «Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Μτ. 25, 41-46).
Πολύ σύντομη και απλή είναι αυτή η απόφαση του Κριτού του κόσμου. Τόσο σύντομη πού σε μερικούς προκαλεί σύγχυση. Και απορούν γιατί οι άνθρωποι κρίνονται από τον Θεό μόνο με βάση τα έργα της ευσπλαχνίας. Γιατί δεν λέει ο Κύριος ότι οι δίκαιοι όλη την ζωή τους την αφιέρωσαν στο Θεό και πάντα τηρούσαν τις εντολές του; Γιατί δεν λέει για την ευσέβειά τους, τα δάκρυα, τις προσευχές και τις νηστείες τους; Για το κήρυγμα του Ευαγγελίου, για το διωγμό που υπέφεραν για την πίστη στο Θεό; Γιατί ανέφερε μόνο τα φιλάνθρωπα έργα τους; Γιατί, για τους άλλους, πού τους έστειλε στο αιώνιο, πυρ δεν ανέφερε την πολύ βαριά αμαρτία, την βλασφημία; Γιατί δεν τους καταδικάζει για διωγμό των αγίων, φόνο, ληστεία, πορνεία, μοιχεία και άλλα πολλά; Γιατί μιλάει μόνο για την ασπλαχνία τους;
Προκαλεί θαυμασμό αυτή ή απάντηση του Κριτού του κόσμου διότι είναι σύντομη και ταυτόχρονα εξαντλητική. Γενικά είναι πολύ δύσκολο να δώσουμε με λίγες λέξεις μία πλήρη απάντηση. Ο λόγος αυτός του Κυρίου περιέχει τα σημαντικότερα από το Νόμο του Θεού. Στην συζήτηση που είχε ο Κύριος Ιησούς Χριστός με έναν νομοδιδάσκαλο λέει το έξης, για τις σπουδαιότερες εντολές στις όποιες συνοψίζεται όλος ό Νόμος: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Μτ. 22, 37-39). Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός ευλογεί τους δικαίους για τα έργα της ευσπλαχνίας και κατακρίνει και καταδικάζει τους αμαρτωλούς επειδή τους λείπουν αυτά τα έργα.
Η ευσπλαχνία είναι το σπουδαιότερο μεταξύ των έργων αγάπης. Τους αμαρτωλούς τους καταδικάζει ο Κύριος διότι μίσησαν την οδό της αγάπης και δεν τον ακολούθησαν, και αντί να ακολουθήσουν αυτήν την οδό ακολούθησαν, την οδό του μίσους και της κακίας. Οι δίκαιοι στην ζωή τους πραγματοποίησαν τις δύο σπουδαιότερες εντολές του Νόμου, ενώ οι αμαρτωλοί τις απέρριψαν. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η κρίση αυτή του Θεού, πού διατυπώθηκε με λίγες πολύ σύντομες φράσεις, είναι εξαντλητική και περιέχει μέσα της την ύψιστη αλήθεια.
Ας ακολουθήσουμε και εμείς, αδελφοί και αδελφές μου, την οδό της Θείας Δικαιοσύνης αποφεύγοντας την διαβολική οδό της κακίας. Να σηκώσουμε τον σταυρό μας και να τον βαστάξουμε μέχρι το θάνατο με υπομονή και τότε στην Φοβερά ημέρα της Κρίσεως θα μας βάλει ο Κριτής του κόσμου στα δεξιά του. Αμήν.
Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και Ομιλίες Τόμος Α΄, εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 2014

Ο ήρωας που έκανε το κορμί του κοντάρι για την σημαία

Τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Σπύρου Καγιαλέ
Ξημέρωμα του 1897 η Κρήτη «βράζει» από τις θηριωδίες των Τούρκων. Οι Κρητικοί αποφασίζουν να κηρύξουν την Ένωση με την μητέρα Ελλάδα. Στον Προφήτη Ηλία του Ακρωτηρίου Χανίων Κρήτης οχυρώνονται οι επαναστάτες και υψώνουν την ελληνική σημαία, που τους παρέδωσε ο ύπαρχος του θωρηκτού «Ύδρα» Κωνσταντίνος Κανάρης, εγγονός του ναύαρχου Κανάρη.
Εκτός από τους Τούρκους, έχουν να αντιμετωπίσουν και την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων (Ιταλίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Γερμανίας, Αγγλίας και Ρωσίας), που στις 9 Φεβρουαρίου 1897, ξεκινούν σφοδρό βομβαρδισμό.
Μία από τις οβίδες κτυπά και καταρρίπτει τον ιστό με την ελληνική σημαία. Ο οπλίτης Σπύρος Καγιαλές-Καγιαλεδάκης με μεγάλο κίνδυνο για την ζωή του πετάγεται μέσα στην πύρινη κόλαση του βομβαρδισμού, ξαναστήνει τον ιστό και η σημαία κυματίζει και πάλι περήφανη.
Μια νέα οβίδα καταρρίπτει και πάλι τον ιστό. Ο Σπύρος Καγιαλές-Καγιαλεδάκης τον ξαναστήνει όπως πριν. 
Τρίτη οβίδα θρυμματίζει πια τον ιστό και ρίχνει κάτω την σημαία. Τότε συνέβη κάτι το απίστευτο, κάτι ανεπανάληπτο: 
Ο Σπύρος Καγιαλές – Καγιαλεδάκης αρπάζει την σημαία και την ανυψώνει κάνοντας το ίδιο του το σώμα κοντάρι! 
Μόλις οι ναύαρχοι του ενωμένου στόλου είδαν με τα κιάλια ότι η σημαία και πάλι κυματίζει με κοντάρι έναν… επαναστάτη, δεν πίστευαν στα μάτια τους και αμήχανοι διέταξαν παύση πυρός. Το στρατόπεδο δονείται από ζητωκραυγές και πανηγυρισμούς. Στο ελληνικό θωρηκτό “‘Υδρα”  ψέλνεται ο εθνικός ύμνος. Ζητωκραυγές και χειροκροτήματα ακούγονται πλέον όχι μόνο από τα ελληνικά, αλλά και από τα ιταλικά και γαλλικά πλοία!!! 
Ο Ιταλός επικεφαλής του στόλου των Μεγάλων Δυνάμεων, υποναύαρχος Κανεβάρο, γράφει στα απομνημονεύματά του: «Η ανύψωση της σημαίας με αυτόν τον τόσο ηρωικό τρόπο, αποτέλεσε μια στιγμή της ζωής μου που δεν θα λησμονήσω ποτέ».
Όπως διηγήθηκε αργότερα ο ίδιος ο εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος, που πρωτοστατούσε στα γεγονότα της εποχής,  ο ναύαρχος Κανεβάρο του είχε πει, πως έμεινε άναυδος από θαυμασμό για την ωραία αυτή και κατ’εξοχήν ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλέ – Καγιαλεδάκη, που εκείνη ακριβώς την ημέρα νίκησε -στην κυριολεξία- την ευρωπαϊκή διπλωματία. Όχι μόνο γιατί προκάλεσε την άμεση παύση του βομβαρδισμού του Ακρωτηρίου, αλλά και την υποβολή, από τους ναυάρχους, ευνοϊκών εισηγήσεων προς τις κυβερνήσεις τους. Με αποτέλεσμα μετά από λίγους μήνες να κερδίσει η Κρήτη την αυτονομία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία που προηγήθηκε της Ένωσής της με την Ελλάδα. 
Η πρώτη θετική εξέλιξη “προαναγγέλθηκε” δύο μέρες μετά την ηρωική όσο και μοναδική στην ιστορία, πράξη του Σπύρου Καγιαλέ – Καγιαλεδάκη, με την Προκήρυξη των Ναυάρχων του ενωμένου στόλου Ιταλίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Γερμανίας, Αγγλίας και Ρωσίας. 
Ο δήμος Ακρωτηρίου γιορτάζει κάθε χρόνο την επέτειο του βομβαρδισμού της 9ης Φεβρουαρίου 1897 και μαζί τιμά με καταθέσεις στεφάνων στον ανδριάντα του (δίπλα στους Τάφους των Βενιζέλων), τον ήρωα Σπύρο Καγιαλέ – Καγιαλεδάκη, που έγινε σύμβολο στον αγώνα των Κρητικών για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...