Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 25, 2018

Τα δώρα των Μάγων στον Χριστό και η μετέπειτα τύχη τους





Χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα, ήταν τα δώρα που πρόσφεραν οι Μάγοι στη Μητέρα και στο Θείο Βρέφος, κατά την γέννησή του, ως προσφορά συμβολική και με νόημα διαχρονικό. Το χρυσάφι αναφέρεται στη βασιλική ιδιότητα του Χριστού, το λιβάνι στη θεϊκή και ιερατική και τα σμύρνα στην ανθρώπινη ιδιότητα του τιμώμενου. Αν και τα δώρα ήταν τρία, οι Μάγοι πιθανολογείται ότι ήταν περισσότεροι. Ξεκίνησαν το ταξίδι τους κάπου από την Ανατολή και προσκύνησαν τον Χριστό λατρευτικά, ως αρχηγό της Εκκλησίας, παρόλο που οι ίδιοι ήταν εθνικοί (ειδωλολάτρες). Έφτασαν, δε για την προσκύνηση έναν χρόνο και πλέον μετά τη γέννηση του Χριστού.
Η συμμετοχή των Μάγων με τα δώρα στο γεγονός της Γέννησης του Χριστού είναι γεμάτη συμβολισμούς και νοήματα που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την χριστιανοσύνη, καθώς, όπως αναφέρεται και στα ευαγγέλια (κυρίως στο κατά Ματθαίον), ο Χριστός προσκυνείται ως βασιλιάς και τιμάται ως Θεός, τη στιγμή που πολιτικοί άρχοντες (Ηρώδης) και πνευματικοί ηγέτες του Ισραήλ τον απορρίπτουν.
«Το γεγονός της έλευσης των Μάγων, με βάση ευαγγελικά στοιχεία (Μθ 2,16), πρέπει να συνέβη ένα έτος ή και περισσότερο μετά τη γέννηση του Χριστού. Οι μάγοι (από τη σανσκριτική Maha) ήταν σοφοί, ιατροί, μελετητές άστρων, ερμηνευτές ονείρων, ιερείς, εν γένει πεπαιδευμένοι άνδρες της εποχής.
Παρακολουθούσαν τις κινήσεις των άστρων και συμπέραναν τη γέννηση κάποιου άρχοντα ή σημαντικού προσώπου. Στην προκειμένη περίπτωση τη γέννηση του Χριστού. Δεν προσδιορίζεται ο τόπος προέλευσής τους. Λέγεται απλά ότι ήρθαν από την Ανατολή. Γι αυτό και κατά την παράδοση ως πατρίδα τους αναφέρεται άλλοτε η Περσία, άλλοτε η Χαλδαία, άλλοτε η Βαβυλώνα και άλλοτε η Αραβία.
Ούτε και ο αριθμός τους αναφέρεται. Ταυτίστηκαν όμως με τρεις, λόγω του αριθμού των δώρων που προσκόμισαν στο βρέφος Χριστό. Ίσως ήρθαν και περισσότεροι» αναφέρει ο πατέρας Ιωάννης Σκιαδαρέσης, επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, στον τομέα Βιβλικής Γραμματείας και Θρησκειολογίας με ειδίκευση στην Κ. Διαθήκη και ιερέας στην ενορία του Προφήτη Ηλία στην Άνω Ηλιούπολη.

Οι Μάγοι είχαν πιθανόν κάποια γνώση της Παλαιάς Διαθήκης και γνώριζαν τις Μεσσιανικές προφητείες για την έλευση του Χριστού. Αν και εθνικοί (ειδωλολάτρες) πραγματοποίησαν ένα κοπιώδες ταξίδι για να προσκυνήσουν τον Χριστό ως την «προσδοκία των εθνών». «Είναι σαφώς λατρευτική η προσκύνηση στον Χριστό και η προσφορά των δώρων τους στηριγμένη στην αρχαιότητα, όπως αρμόζει σε βασιλιά» λέει ο πατέρας Ιωάννης.
Όπως εξηγεί, η προσφορά των δώρων έχει συμβολική και διαχρονική σημασία. «Σε όλη αυτή την ιστορία της έλευσης των μάγων ο Χριστός αναγνωρίζεται και λατρεύεται από τους μάγους – εθνικούς, ενώ οι εκπρόσωποι της ανώτερης θρησκευτικής γνώσης δεν αποδίδουν καμιά τιμή. Έμμεσα ο Ματθαίος πολεμάει τη λατρεία των άστρων και την αστρολογία με την προβολή των μάγων ως ανθρώπων που προσκυνούν τον μόνο Κύριο και αναγνωρίζουν την εξουσία του, προσφέροντας δώρα. Ο Χριστός προβάλλεται ως ο προσκυνούμενος και προσδεχόμενος τα δώρα των τριών βασικών ιδιοτήτων του (Βασιλεύς-Θεός-Άνθρωπος)» λέει χαρακτηριστικά.
Τα δώρα στη Μονή Αγίου Παύλου του Αγίου Όρους
Τα τρία δώρα, αν και δεν έχουν τη δύναμη και αξία πού έχει ο τίμιος σταυρός του Χριστού, ωστόσο φυλάσσονται και αυτά ως ακριβά κειμήλια.
Σύμφωνα με την παράδοση της εκκλησίας, διαφυλάχθηκαν από την Παναγία και παραδόθηκαν στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, η οποία τα κράτησε μέχρι περίπου το 400 μ.Χ. Τότε, επί αυτοκράτορα Αρκαδίου, μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και έμειναν μέχρι την άλωσή της από τους σταυροφόρους (1204). Για 60 χρόνια μετακομίσθηκαν στη Νίκαια για ασφάλεια, λόγω των Φράγκων κατακτητών. Μετά την απαλλαγή από τους σταυροφόρους τα δώρα επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, την εποχή του Μιχαήλ Παλαιολόγου, και έμειναν εκεί μέχρι την άλωσή της από τους Τούρκους (1453).
Αμέσως μετά την άλωση η χριστιανή Μάρω, σύζυγος του Μουράτ (1421-1451), μητέρα του Μωάμεθ, τα μετέφερε στο Άγιον Όρος και τα δώρισε στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου. Έκτοτε φυλάσσονται εκεί μαζί με το έγγραφο παράδοσής τους και αποτελούν σπουδαίο κτήμα της, ενώ συχνά τα δώρα κατέρχονται σε ενορίες για προσκύνηση από τους πιστούς.

Η κατά σάρκα γέννησις του Κυρίου Ιησού Χριστού

ιησού

Στις 25 Δεκεμβρίου η αγία Εκκλησία μας γιορτάζει το μεγάλο και ανερμήνευτο γεγονός της κατά σάρκα γεννήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού από την Υπεραγία Θεοτόκο.
Μετά τον Ευαγγελισμό της Παρθένου Μαρίας από τον αρχάγγελο Γαβριήλ και ενώ πλησίαζε ο καιρός να τελειώσουν οι εννιά μήνες από την υπερφυσική σύλληψη του Χριστού στην παρθενική της μήτρα, ο Καίσαρ Αύγουστος διέταξε απογραφή του πληθυσμού του ρωμαϊκού κράτους. Τότε ο Ιωσήφ μαζί με τη Θεοτόκο, ξεκίνησαν για τη Βηθλεέμ, για να απογραφούν εκεί. Έτσι ξεκίνησαν από την Ναζαρέτ και ύστερα από κοπιαστικό ταξίδι έφτασαν στην Βηθλεέμ, όπου επειδή είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου δεν κατάφεραν να βρουν κατάλυμα, παρά μόνο ένα φτωχικό σπήλαιο. Εκεί η Θεοτόκος γέννησε τον Κύριο Ιησού Χριστό και σπαργάνωσε σαν βρέφος τον Κτίστη των απάντων. Έπειτα Τον έβαλε επάνω στη φάτνη των αλόγων ζώων, διότι «ἔμελλε νὰ ἐλευθέρωση ἡμᾶς ἀπὸ τὴν ἀλογίαν», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Από τότε, όλοι οι πιστοί χριστιανοί με χαρά ψάλλουν τον ύμνο των αγγέλων εκείνης της νύκτας: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (βλ. Ευαγγέλιο Λουκά, Β’ 1-20). Δόξα δηλαδή, ας είναι στο θεό, που βρίσκεται στα ύψιστα μέρη του ουρανού και στη γη ολόκληρη, που είναι ταραγμένη από την αμαρτία ας βασιλεύσει η θεία ειρήνη, διότι ο Θεός έδειξε την αγάπη Του στους ανθρώπους με την ενανθρώπηση του Υιού Του.
Να σημειώσουμε εδώ, ότι η γιορτή των Χριστουγέννων καθιερώθηκε για πρώτη φορά την 25η Δεκεμβρίου του 397 μ.Χ. επί πατριαρχείας Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Κατ’ άλλους ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος, χώρισε τις δύο γιορτές των Φώτων και των Χριστουγέννων, οι οποίες παλιότερα γίνονταν την ίδια μέρα, δηλαδή την 6η Ιανουαρίου


Δευτέρα, Δεκεμβρίου 24, 2018

Το νόημα των Χριστουγέννων

Δεν διατίθεται αυτόματο εναλλακτικό κείμενο.

Ας είμαστε ειλικρινείς, η εορτή των Χριστουγέννων δεν είναι για τους δυνατούς, ισχυρούς και καταναλωτές του εφήμερου. Ο Χριστός γεννιέται σε μια βρώμικη, λασπωμένη και σκοτεινή φάντη, στάβλο δηλαδή, γιατί ακριβώς έχει έρθει γι’ όλους τους «κολασμένους» και τα ρημαδιά της γης, που τα έχουν κάνει χάλια στην ζωή τους. Για εκείνους που δεν αισθάνονται άψογοι και τέλειοι, ούτε άτρωτοι, πολλώ δε μάλλον παντοδύναμοι. Ο Χριστός κενώνει τον εαυτό του από την θεϊκή Του δόξα, χάνει την ουράνια λάμψη του, για να γεννηθεί σε κάθε ψυχή και ανθρώπινη καρδιά που αισθάνεται Φάντη, δηλαδή που νιώθει την σκοτεινιά και την βρωμιά της.
Όχι, δεν τον φοβίζει το σκοτάδι μας, μήτε η παγωνιά της αμαρτία μας, οι λάσπες του βίου μας και τα βρώμικα χνώτα μας, δεν μπορούν να αποτρέψουν την θυσιαστική του αγάπη. Ο Χριστός δεν αγαπάει μονάχα τα φωτεινά μας σημεία, αλλά κυρίως τα σκοτάδια μας, γιατί ξέρει ότι εκεί στα ανείπωτα, τις περισσότερες φορές κρύβονται τα πληγωμένα, μα ωστόσο ωραιότερα και πιο δυναμικά στοιχεία της προσωπικότητα μας. Ο Θεός δεν συνεργάζεται μονάχα με εκείνο που υπήρξαμε ή υπάρχουμε, αλλά κυρίως με αυτό που μπορούμε να γίνουμε, κι εμείς δεν το γνωρίζουμε. Μιλάει πρωτίστως με τον βαθύτερο εαυτό μας. Γι' αυτό πολλές φορές αισθανόμαστε ότι σιωπά απέναντι στις δοκιμασίες μας, διότι δεν λαμβάνουμε απαντήσεις στα ερωτήματα του νου μας. Ο Χριστός όμως μιλάει και με την ψυχή μας, σε ένα άλλο χρόνο και αδιόρατο δια των αισθήσεων τόπο, και τα αποτελέσματα αυτού του διαλόγου έρχονται ως θαύμα πολλές φορές στην ζωή μας.
Ο Θεός, μονάχα εκείνος, γνωρίζει την ιστορία της ψυχής μας. Ξέρει ότι πίσω από τα λάθη μας κρύβονται πληγές, πίσω από τις αμαρτίες μας φόβοι και χαώδη ψυχικά κενά, πίσω από την άρνηση μας, τραυματικές επώδυνες εμπειρίες.
Γνωρίζει ο Χριστός ότι μέσα μας, όσο σκοτεινή κι αν είναι η φάντη της καρδιάς μας, όσο λασπωμένη και βρώμικη, μπορεί να γεννηθεί το «παιδί», το θεϊκό «βρέφος», μπορεί να ξεφύγει από τον Ηρώδη που το καταδιώκει, είναι δυνατόν ακόμη και με τα λάθη και τα πάθη μας, με τις πληγές και τα τραύματα μας, να δούμε στα μάτια του εν Βηθλεέμ βρέφους την δική μας ξεχασμένη «θεική» αθωότητα. Να θυμηθούμε ξανά εκείνο που λησμονήσαμε οτι ο Χριστός γεννιέται στην καρδιά μας κάθε φορά που επιλέγουμε να κοιτάξουμε μέσα μας ένα κρυμμένο ξεχασμένο Θεό, που έγινε άνθρωπος για να γίνουμε εμείς "θεοί".....



Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Η εικόνα ίσως περιέχει: 6 άτομα


Τοῦ Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμία

.                 1. Ἑορτή τῶν Χριστουγέννων σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί, . Ἑορτάζουμε τό δόγμα τῆς πίστης μας ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, πραγματικά ἄνθρωπος μέ σάρκα μέ κόκκαλα μέ αἷμα καί καρδιά. Ἄνθρωπος κατά πάντα ὅμοιος μέ μᾶς, ἐκτός βέβαια ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἡ ἑορτή αὐτή εἶναι πολύ μεγάλη, εἶναι μητέρα τῶν ἑορτῶν, γιατί ἀπ᾽ αὐτήν προῆλθαν οἱ ἄλλες ἑορτές, ἡ βάπτιση, ἡ σταύρωση, ἡ ἀνάσταση καί ἡ ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό καί τήν εἶπαν μητέρα, «μητρόπολη» τῶν ἑορτῶν.
.                 Μέ τήν ἑορτή αὐτή βλέπουμε τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού πρῶτα στόν οὐρανό εἶχε μόνο θεία φύση, τώρα μέ τήν σάρκωσή Του νά ἔχει καί ἀνθρώπινη φύση. Εἶναι καί Θεός καί ἄνθρωπος. Τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. «Θεάνθρωπος» μέ μία λέξη. Ὥστε λοιπόν μέ τά Χριστούγεννα ἔχουμε ἑνωμένες τίς δύο φύσεις, τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη. Αὐτός ἀκριβῶς, χριστιανοί μου, εἶναι ὁ σκοπός τῆς σάρκωσης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό νά ἑνωθεῖ ἡ φύση μας μέ τήν θεία φύση. «Θέωση» τό λέμε αὐτό. Αὐτός ἦταν ἀπό τήν ἀρχή ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο: Τό νά θεωθεῖ.

.                 2. Ἀλλά θά ρωτήσετε: Εἶναι δυνατόν ἡ φύση μας νά ἑνωθεῖ μέ τήν θεία φύση; Καί βεβαίως εἶναι δυνατόν, γιατί μέ τά Χριστούγεννα βλέπουμε πραγματικά τήν θεία φύση ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Καί στό ἐρώτημα, γιατί σαρκώθηκε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀπαντοῦμε ὅτι σαρκώθηκε γιά νά δείξει στόν ἄνθρωπο τόν δρόμο πρός τήν θέωση. Ὥστε, καί ἄν δέν ἁμάρταναν οἱ πρωτόπλαστοι, θά σαρκωνόταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, γιά νά δηλώσει στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα τῆς θέωσής του καί τόν τρόπο πῶς πετυχαίνεται αὐτή.

.               3. Πολύ μεγάλο τό γεγονός πού ἑορτάζουμε μέ τά Χριστούγεννα, ἀδελφοί μου χριστιανοί. Μεγάλο καί φοβερό! Γι᾽ αὐτό, γιά νά μή «τρομάξει» ἡ ἀνθρωπότητα ἀπό τό γεγονός αὐτό, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, προλαμβάνει ἡ Παλαιά Διαθήκη καί παρουσιάζει Θεό ἄνθρωπο, ἄνθρωπο μέ σῶμα. Ναί! Σᾶς ἀναφέρω ἕνα μόνο λόγο τοῦ Ἰώβ. Ὁ Ἰώβ, μιλῶντας κάπου γιά τόν Θεό, λέγει: «Ποιός θά μοῦ δώσει τήν σάρκα Του νά τοῦ τήν φάω;». Τί λές ἄνθρωπε; Ἔχει σάρκα ὁ Θεός; Ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα. Ἀλλά φωτίστηκε, ἀδελφοί μου, ἀπό τόν Θεό ὁ Ἰώβ καί εἶδε μελλοντικά τόν Θεό σαρκούμενο καί τόν ἄκουσε νά λέγει: «Λάβετε φάγετε τοῦτό μου ἐστί τό Σῶμά μου». Ὁ Ἰώβ λοιπόν, στήν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμη, θέλει νά «κοινωνήσει» καί λέγει: «Ποιός θά μοῦ δώσει τήν σάρκα Του νά τοῦ τήν φάω;». «Τίς ἄν δώῃ τῶν σαρκῶν αὐτοῦ ἐμπλησθῆναι;», λέγει τό κείμενο (Ἰώβ 31,31). Καί στήν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμη παρουσιάζεται Θεός μέ σάρκα. Καί κατά τήν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, χριστιανοί μου, εἴμαστε πλασμένοι κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν. Γιατί, κάνω ἕνα ἐρώτημα: Πῶς ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἔχει σῶμα, ὁ δέ Θεός δέν ἔχει σῶμα; Καί μήν μοῦ πεῖτε ὅτι τό κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ εἶναι στήν ψυχή μόνο τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι στό σῶμα. Ὄχι!Ὅπως μᾶς λέγουν οἱ ἅγιοι πατέρες, εἶναι καί στό σῶμα! Στήν προπεπτωκυῖα βέβαια κατάστασή του. Τό κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ εἶναι στόν ὅλο ἄνθρωπο, ὅπως βγῆκε ἀπό τά χέρια τοῦ δημιουργοῦ του. Γιά νά ποῦμε λοιπόν ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ, πρέπει νά βροῦμε Θεό μέ σῶμα! Καί αὐτός ὁ Θεός, κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Ὁποίου εἴμαστε πλασμένοι, Θεός μέ σῶμα, εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἔτσι αὐτό πού λέμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμέ νος κατά τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, εἶναι καλύτερα νά τό λέμε, ὅπως μᾶς λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ὅτι εἶναι πλασμένος κατά τήν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό καί λέγει ἡ Παλαιά Διαθήκη: «Ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν». Προσοχή! Στό χωρίο αὐτό ἀναφέρονται δύο πρόσωπα Θεοῦ. Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο κατά τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καί ἐρωτοῦμε: Κατά τήν εἰκόνα ποίου Θεοῦ, ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι: Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο κατά τήν εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ Του, πού ἐπρόκειτο νά ἐνανθρωπήσει!

.                 Ἄς τιμήσωμε, ἀγαπητοί μου, τήν ὑψηλή μας ἀξία γιά τήν ὁποία εἴμαστε πλασμένοι καί ἄς δο ξάσουμε τόν εὐλογημένο μας Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, πού σαρκώθηκε γιά τήν δική μας δόξα. Χρόνια σας πολλά.


πηγή

το είδαμε εδώ

«Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη»

Ενα διήγημα του ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ με ήρωα τον κυρ Αλέξανδρο


Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους…

Ο κυρ Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς ολόκληρον το Σαρανταήμερον και είχεν εξομολογηθεί τα κρίματά του (Παπά-Δημήτρη το χέρι σου φιλώ!). Και αφού εγκαίρως παρέδωσε το χριστουγεννιάτικον διήγημά του εις την «Ακρόπολιν» και διέθεσεν ολόκληρον την γλίσχρον αντιμισθίαν του προς πληρωμήν του ενοικίου και των ολίγων χρεών του, γέρων ήδη κεκμηκώς υπό των ετών και της νηστείας, αποφεύγων πάντοτε την πολυάσχολον τύρβην, αλλά φιλακόλουθος πιστός, έψαλεν, ως συνήθως, με την βραχνήν και σπασμένην φωνήν του, πλήρη όμως ενθέου πάθους, ως αριστερός ψάλτης, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ελισσαίου τας Μεγάλας Ώρας, σχεδόν από στήθους, και ότε επανήλθεν εις το πτωχικόν του δωμάτιον, δεν είχεν ακόμη φέξει!
Ήναψε το κηρίον του και τη βοηθεία του κηρίου (και του Κυρίου!) έβγαλε το υπόδημά του το αριστερόν, διότι τον ηνώχλει ο κάλος, και ημίκλιντος επί της πενιχράς στρωμνής του, πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος, ήκουε τας ορυγάς του κραταιού ανέμου και τους κρότους της βροχής και έβλεπε νοερώς τον πορφυρούν πόντον να ρήγνυται εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους του νεφελοσκεπούς και χιονοστεφάνου Άθω.
Εκρύωνεν. Αλλά το καφενείον του κυρ Γιάννη του Αγκιστριώτη ήτο κλειστόν. Αλλά και οβολόν δεν είχε να παραγγείλει:
– Πάτερ Αβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ένα ποτηράκι ρακή ή ρώμι).
Εκείνην την χρονιάν τα Χριστούγεννα έπεσαν Παρασκευήν.
 Τόσον το καλύτερον. 
Θα νηστεύσει και πάλιν, ως το είχε τάμα να νηστεύει δια βίου κάθε Παρασκευήν δια να εξαγνισθεί ο αμαρτωλός δούλος του Θεού από το μέγα κρίμα της νεότητός του, που είδε τυχαίως από την κλειδαρότρυπαν την νεαράν του εξαδέλφην να γδύνεται.
Έκαμε τον σταυρόν του κι εσκεπάσθη με την διάτρητον βατανίαν του, όπως ήτο ντυμένος και με τα υποδήματα – πλην του αριστερού.
Και τότε ευρέθη εις την προσφιλήν του νήσον των παιδικών του χρόνων με τα ρόδιν’ ακρογιάλια, τας αλκυονίδας ημέρας, τας χλοϊζούσας πλαγιάς, με τα κρίταμα, την κάππαριν και τας αρμυρήθρας των παραθαλασσίων βράχων και με τους απλούς παλαιούς ανθρώπους, θαλασσοδαρμένους ή ναυαγούς, ζωντανούς και κεκοιμημένους.
Και ήλθεν ο Χριστός με το τεθλιμμένον πρόσωπον, η Παναγία η Γλυκοφιλούσα με το λευκόν και ένθεον Βρέφος της, ο Άγιος Στυλιανός, ο φίλος και φρουρός των νηπίων, η Αγία Βαρβάρα και η Αγία Κυριακή με τους σταυρούς και τους κλάδους των φοινίκων εις τας χείρας, ο όσιος Αντώνιος και Ευθύμιος και Σάββας με τας γενειάδας και τα κομβοσχοίνιά των· και ήλθε και ο όσιος Μωϋσής ο Αιθίοψ, «άνθρωπος την όψιν και θεός την καρδίαν», η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια κρατούσα εις τας χείρας το μικρόν της ληκύθιον, το περιέχον τα λυτήρια όλων των μαγγανειών και επωδών, ο Άγιος Ελευθέριος, η Αγία Μαρίνα και είτα ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος με τα χαντζάρια των, με τας ασπίδας και τους θώρακάς των – ολόκληρον το Τέμπλον του παρεκκλησίου της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης εκεί επάνω εις τον βράχον τον μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας και λικνιζόμενον από το πολυτάραχον και πολύρροιβδον κύμα….
Φέγγος εαρινόν και θαλπωρή διεχύθησαν εντός του υγρού δωματίου και ο κυρ Αλέξανδρος λησμονήσας τον κάλον του ανεσηκώθη να φορέσει και το αριστερόν του υπόδημα δια ν’ ασπασθεί ευλαβώς τους πόδας του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων.
Αλλ’ η οπτασία εξηφανίσθη και ιδού ευρέθη εις τον Άι Γιάννην τον Κρυφόν, που εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους κι εδέχετο την εξαγόρευσιν των κρυφών αμαρτιών. Πλήθος πιστών είχεν ανέλθει από την πολίχνην, ζωντανοί και συγχωρεμένοι, να παρακολουθήσουν την Λειτουργίαν, την οποία ετέλει ο παπά-Μπεφάνης βοηθούμενος από τον μπάρμπ’ Αναγνώστην τον Παρθένην.
Κατά περίεργον αντινομίαν των στοιχείων, ήτο καλοκαίρι κι η Λειτουργία είχε τελειώσει και ήτον δεν ήτον τρίτη πρωϊνή, ότε η αμφιλύκη ήρχισε να ροδίζει εις τον αντικρυνόν ζυγόν του βουνού.
Όλοι γείτονες, λάλοι και φωνασκοί, εκάθηντο κατά γης πέριξ εστρωμένης καθαράς οθόνης. Τέσσερ’ αρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, αστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστά της λίμνης, αυγοτάραχον και εγχέλεις αλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια και μήλα – όλα τα καλούδια, προϊόντα της μικρής και ωραίας νήσου, περιέμενον τους συνδαιτυμόνας.
– Καλώς ώρισες κυρ Αλέξαντρε, κάτσε κ’ η αφεντιά σου, του είπεν η θεια η Αμέρσα.
Αλλά τι βλέπει γύρω του; Όλους τους ήρωας και τας ηρωίδας των Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. Εκεί ήτον η θεια-Αχτίτσα, φορούσα καινουργή μανδήλαν και νέα πέδιλα, επιδεικνύουσα μετ’ ευγνωμοσύνης το συνάλλαγμα των δέκα λιρών, το οποίον μόλις έλαβε από τον ξενητευμένον εις την Αμερικήν υιόν της. Δίπλα της εκάθητο κι ο Γιάννης ο Παλούκας, ο προσποιηθείς τον Καλλικάντζαρον την Παραμονήν των Χριστουγέννων και ληστεύσας τον Αγγελήν, τον Νάσον, τον Τάσον – όλα τα παιδιά τα οποία κατήρχοντο από την Επάνω ενορίαν, αφού είχαν ψάλει τα Κάλανδα. Εσηκώθη και παρέδωσεν εις τον κυρ Αλέξανδρον τας κλεμμένας πεντάρας -δεν είχε πως να μεθύσει και εορτάσει τα Χριστούγεννα εκείνην την χρονιάν (συχωρεμένος ας είναι!).
Ιδού κι ο Μπάρμπ’ Αλέξης, ο Καλοκαιρής, που δεν είχεν ανάγκην του πορθμείου του Χάρωνος δια να πηδήσει εις τον άλλον κόσμον· είχε το ιδικόν του, υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί του ήτον κι ο σύντροφός του ο Γιάννης ο Πανταρώτας ο ναυτολογημένος ως Ιωαννίδης και διατελών εν διαρκεί απουσία κατά τας ώρας της εργασίας.
– Να φροντίσεις, του είπεν ο Πανταρώτας, να πάρω την σύνταξή μου!
Και λησμονών την ιερότητα της στιγμής εμούντζωσε το κενόν συνοδεύων την άσεμνον χειρονομίαν με την ασεμνοτέραν βλασφημίαν:
– Όρσε, κουβέρνο!
Εκεί ήτον κι ο Μπάρμπα-Διόμας, ευτυχής διότι εγλύτωσεν από το ναυάγιον και ερρόφησεν απνευστί επί του διασώσαντος αυτόν τρεχαντηρίου ολόκληρον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου δια να συνέλθει – ω πενιχρά, αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!
Αλλ’ ιδού έτρεξε να του σφίξη την χείρα και ο βοσκός ο Σταθ’ς του Μπόζα, του οποίου δύο αίγες είχον βραχωθή εις τον κρημνόν υπεράνω της αβύσσου, όπου έχαινεν ο πόντος και ήτο αδύνατον να σωθούν, αν δεν τον κατεβίβαζαν δια σχοινίου εις τον βράχον με κίνδυνον της ζωής του.
– Την Ψαρή την έχω τάξει ασημένια στην Παναγιά. Τη Στέρφα (την άλλην αίγα) θα την σφάξω για σένα, να την φάμε.
Και η Ασημίνα του μαστρο-Στεφανή του βαρελά, με τας τέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας, τη Ροδαυγή, την Ελένη, τη Μαργαρώ και την Αφέντρα, η Ασημίνα, που την μίαν ημέραν εώρτασε τους γάμους της Αφέντρας με τον Γρηγόρη της Μονεβασάς και την άλλην ημέραν επένθησεν τον θάνατον του υιού της του Θανάση.
Τέλος, ω! της εκπλήξεως, ενεφανίσθη και ο έτερος εαυτός του, ο Αλέξανδρος Παπαδημούλης, ο πτωχαλαζών, ο ασχολούμενος εις έργα μη κοινώς παραδεδεγμένης χρησιμότητος!
Ο κυρ Αλέξανδρος ησθάνθη τύψεις, ότι έπλασεν όλους αυτούς τους ανθρώπους του λαού τόσον δυστυχείς και ταπεινούς ή τόσον αμαρτωλούς (ουδείς αναμάρτητος!) και τον εαυτόν του τόσον επηρμένον!…
Αλλά την στιγμήν εκείνην τον διέκοψεν η οκταόκαδος τσότρα, η περιφερομένη από χειρός εις χείρα. Δεν επρόλαβε να την εναγκαλισθή και ήχησαν τα λαλούμενα (βιολιτζήδες ντόπιοι και τουρκόγυφτοι με κλαρινέτα) και … εξύπνησεν.
Ποτέ ο κοσμοκαλόγηρος κυρ Αλέξανδρος δεν εξύπνησε τόσον χορτάτος, όσον εκείνην την αγίαν ημέραν, ο νήστις του Σαρανταημέρου και ο νήστις όλης της ζωής του! – ζωήν να έχει!

Η ΑΓΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΑΓΙΟΥ...


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΪΣΙΟ




ΚΑΠΟΤΕ ΡΩΤΗΣΑΝ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΪΣΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΜΕ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ, ΟΤΙ ΔΗΛΑΔΗ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ «ΣΗΜΕΡΟΝ ΓΕΝΝΑΤΑΙ ΕΚ ΠΑΡΘΕΝΟΥ»

Ο Χριστός με τη μεγάλη Του αγάπη και με την μεγάλη Του αγαλλίαση που σκορπάει στις ψυχές των πιστών με όλες τις άγιες γιορτές Του, μας ανασταίνει αληθινά αφού μας ανεβάζει ψηλά πνευματικά. 

Αρκεί να συμμετέχουμε και να έχουμε όρεξη πνευματική να τις πανηγυρίζουμε πνευματικά. Tότε τις γλεντάμε πνευματικά και μεθάμε πνευματικά από το παραδεισένιο κρασί που μας φέρνουν οι Άγιοι και μας κερνούν.




Τις γιορτές για να τις ζήσουμε, πρέπει να έχουμε τον νου μας στις Άγιες Ημέρες και όχι στις δουλειές που έχουμε να κάνουμε για τις άγιες ημέρες. Να σκεφτόμαστε τα γεγονότα της κάθε Άγιας Ημέρας και να λέμε την ευχή δοξολογώντας το Θεό. Έτσι θα γιορτάζουμε με πολύ ευλάβεια κάθε γιορτή. 

Όταν κανείς μελετάει τα γεγονότα της κάθε γιορτής, φυσιολογικά θα συγκινηθεί και με ιδιαίτερη ευλάβεια θα προσευχηθεί. Έπειτα στις Ακολουθίες ο νους να είναι στα γεγονότα που γιορτάζουμε και με ευλάβεια να παρακολουθούμε τα τροπάρια που ψέλνονται. Όταν ο νους είναι στα θεία νοήματα, ζει τα γεγονότα ο άνθρωπος, και έτσι δεν αλλοιώνεται.

– Γέροντα, μετά την Αγρυπνία των Χριστουγέννων δεν κοιμόμαστε;

– Χριστούγεννα και να κοιμηθούμε; Η μητέρα μου έλεγε: «Απόψε μόνον οι Εβραίοι κοιμούνται». Βλέπεις, τη νύχτα που γεννήθηκε ο Χριστός οι άρχοντες κοιμόνταν βαθιά, και οι ποιμένες «αγραυλούσαν». Φύλαγαν τα πρόβατα την νύχτα παίζοντας την φλογέρα. Κατάλαβες; Οι ποιμένες πού αγρυπνούσαν είδαν τον Χριστό.

– Πώς ήταν Γέροντα, το σπήλαιο; 




– Ήταν μία σπηλιά μέσα σε έναν βράχο και είχε μία φάτνη, τίποτε άλλο δεν είχε. Εκεί πήγαινε κανένας φτωχός και άφηνε τα ζώα του. Η Παναγία με τον Ιωσήφ, επειδή όλα τα χάνια ήταν γεμάτα και δεν είχαν πού να μείνουν, κατέληξαν σε αυτό το σπήλαιο.

Εκεί ήταν το γαϊδουράκι και το βοϊδάκι, που με τα χνώτα τους ζέσταναν τον Χριστό! «Ἔγνω βοῦς τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του κυρίου αὐτοῦ», δεν λέει ο Προφήτης Ησαΐας;


-Σε ένα τροπάριο, Γέροντα, λέει ότι η Υπεραγία Θεοτόκος βλέποντας τον νεογέννητο Χριστό, «χαίρουσα ομού και δακρύουσα» αναρωτιόταν:… «Επιδώσω σοι μαζόν, τω τα σύμπαντα τρέφοντι, ή υμνήσω σε, Υιόν και Θεόν μου; Ποίαν εύρω επὶ σοί προσηγορίαν;»


– Αυτά είναι τα μυστήρια του Θεού, η πολύ μεγάλη συγκατάβαση του Θεού, την οποία δεν μπορούμε εμείς να συλλάβουμε!


– Γέροντα, πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε το γεγονός της Γεννήσεως, ότι δηλαδή ο Χριστός «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου»;

– Για να ζήσουμε αυτά τα θεία γεγονότα, πρέπει ο νους να είναι στα θεία νοήματα. Τότε αλλοιώνεται ο άνθρωπος. «Μέγα και παράδοξον θαύμα τετέλεσται σήμερον», ψάλλουμε. Άμα ο νους μας είναι εκεί, στο «παράδοξον», τότε θα ζήσουμε και το μεγάλο μυστήριο της Γεννήσεως του Χριστού.

 Εγώ θα εύχομαι η καρδιά σας να γίνει Αγία Φάτνη και το Πανάγιο Βρέφος της Βηθλεέμ να σας δώση όλες τις ευλογίες Του.

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Περί προσευχής», Αγίου Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι ΣΤ’ (σελ. 195-196).

Ευχές







Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο να μας φέρει την δική του ειρήνη, την από μέσα μας ειρήνη,που συνήθως φέρνει και την έξω, όπως ψάλλουν οι Άγγελοι κατά τη νύχτα που γεννιέται: «και επί γης ειρήνη».

Ο Θεός μας λέγεται «Θεός της αγάπης και της ειρήνης» (Ρωμ. ιε', 33).


Η Γέννησή Του ας σημάνει την αρχή για μια καλύτερη ζωή γεμάτη αλήθεια και φως.

                                 ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 

«Με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού άναψε στην γη ένα πνευματικό και άϋλο πυρ»

Αγαπητοί αδελφοί!
Η γέννηση του Υιού και Λόγου του Θεού ως ανθρώπου, δηλαδή η ενανθρώπησή Του, δεν είναι απλώς ένα γεγονός που προξένησε μεγάλη χαρά σε όλους, αλλά είναι ένα γεγονός που δημιούργησε μια νέα κατάσταση στον κόσμο, όχι με τα όπλα και την βία, αλλά με την Θεότητά Του. Έτσι, η ανθρωπότητα χωρίσθηκε σε προ Χριστού και μετά Χριστόν, όχι μόνον χρονικά, αλλά και πνευματικά.
Ο Ίδιος ο Χριστός προς το τέλος της επίγειας δράσεώς Του, λίγο πριν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάστασή Του, προσδιόρισε το έργο Του και την αποστολή Του. Είπε στους ακροατές Του: «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τί θέλω ει ήδη ανήφθη;» (Λουκ. ιβ,’ 49). Δηλαδή, εγώ, λέγει ο Χριστός, ήλθα να βάλω φωτιά στην γη, και τί άλλο περισσότερο θέλω, αφού αύτη η φωτιά έχει ανάψει;
Ο λόγος αυτός προσδιορίζεται και από εκείνο που γράφει ο Απόστολος Παύλος: «Και γαρ ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ,’ 29), δηλαδή ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, που ερμηνεύουν αυτό το καταπληκτικό χωρίο, δίνουν πολλές ερμηνευτικές εξηγήσεις, που είναι όλες σημαντικές. Επιλέγω για την παρούσα περίπτωση ένα χωρίο του ιερού Χρυσοστόμου, που λέγει στους ακροατές του ότι αυτό το πυρ που έφερε ο Χριστός στην γη «διανέστησε ψυχάς και εθέρμανε», και το ίδιο το πυρ είναι «καταβελημένον και καιόμενον εν ταις υμετέραις ψυχαίς». Αυτό πραγματο­ποιήθηκε πρώτα στους Μαθητές Του, οι οποίοι θερμάνθηκαν από τον Χριστό και Τον ακολούθησαν, και αργότερα έλαβαν και το πυρ του Αγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, και άναψαν ως λαμπάδες φωτίζοντας όλο τον κόσμο. Αυτό το πυρ θερμαίνει και φωτίζει τις καρδιές όλων όσοι Τον αγάπησαν διά μέσου των αιώνων, Τον ακολουθούν και θυσιάζονται γι’ Αυτόν.
Ο Μέγας Αθανάσιος, ερμηνεύοντας τον λόγο αυτόν του Χριστού γράφει ότι ενώ ήμασταν απεψυγμένοι από την αμαρτία, ο Σωτήρ αναζωπύρησε την ψυχή μας σε προθυμία παντός αγαθού, με την μέθεξη του Αγίου Πνεύματος που είναι νοητό πυρ και έτσι όσοι αξιωθήκαμε της θείας Χάριτος γίναμε ζωντανοί ως προς το πνεύμα.
Επεκτείνοντας αυτόν τον λόγο μπορούμε να πούμε ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του δεν ήλθε απλώς να φέρη κάποια άλλη θρησκεία που να λειτουργή παράλληλα με τις υπάρχουσες τότε θρησκείες, ή τις θρησκείες που θα εμφανίζονταν στην συνέχεια, αλλά ήλθε να ανατρέψη τα πάντα, όχι μόνον να φωτίση τους ανθρώπους, αλλά και να κατακαύση το παλαιό, το σάπιο, το μολυσμένο.
Ξέρουμε ότι το φως έχει δύο ιδιότητες, η πρώτη είναι η φωτιστική, η δεύτερη είναι η καυστική ιδιότητα. Δηλαδή, φωτίζει αυτό που επιδέχεται φωτισμό και καίει αυτό που δεν αντέχει στο φως, δηλαδή το χορτάρι, την καλάμη, το παλαιό, το σάπιο. Έτσι, ο Χριστός ήλθε να καύση την γη από τα είδωλα, τις φιλοσοφίες, τα άδικα κοινωνικά συστήματα και να φωτίση τον κόσμο, να προσφερη την αλήθεια, την δικαιοσύνη, την αγάπη. Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του δεν συντήρησε απλώς το παλαιό, αλλά δημιούργησε κάτι καινούργιο, δεν έκανε κάποια άλλη θρησκεία, αλλά έκανε τον κόσμο Εκκλησία. Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ θρησκείας και Εκκλησίας.
Αυτές τις ημέρες με το απολυτίκιο των Χριστουγέννων ανυμνούμε τον Χριστό ως «ήλιο της δικαιοσύνης». Αυτήν την έννοια χρησιμοποίησε ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής για να πη ότι ο Θεός είναι ήλιος της δικαιοσύνης σκορπώντας σε όλους τις ακτίνες της αγιότητάς Του. Η κάθε ψυχή του ανθρώπου γίνεται κατά την γνώμη «ή κηρός (κερί) ως φιλόθεος» «ή πηλός ως φιλόϋλος». Και στην συνέχεια εξηγεί ότι όπως ο πηλός σύμφωνα με την φύση του ξηραίνεται από τον ήλιο, και το κερί κατά την φύση του μαλακώνει, έτσι συμβαίνει σε κάθε ψυχή. Όταν η ψυχή κάποιου αγαπά την ύλη και τον κόσμο, τότε ως πηλός, ακούγοντας τις νουθεσίες του Θεού και αντιδρώντας με το φρόνημα, σκληραίνεται και καταστρέφεται. Όταν, όμως, αγαπά τον Θεό, τότε σαν κερί που είναι μαλακώνει και με την εισδοχή των σημείων και των τύπων γίνεται πνευματικό κατοικητήριο τού Θεού.
Ο Χριστός είναι πυρ που φωτίζει τους ανθρώπους και τους καίει, ανάλογα με την εσωτερική τους κατάσταση, ανάλογα με την γνώμη τους, γιατί ο Θεός δεν καταστρέφει το γνωμικό θέλημα των ανθρώπων, μπορεί όμως το γνωμικό θέλημα με την διάθεση του ανθρώπου και την ενέργεια του Θεού να γίνη φυσικό θέλημα και να στρέφεται προς τον Θεό.
Με αυτήν την έννοια πρέπει να δούμε και τον λόγο του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, του Βαπτιστού του Χριστού, ο οποίος λέγει: «Εγώ σας βαπτίζω με νερό και το βάπτισμά μου είναι βάπτισμα μετανοίας. Αυτός όμως (ο Χριστός) που έρχεται ύστερα από εμένα είναι πιο ισχυρός, και δεν είμαι άξιος ούτε τα υποδήματά του να κρατήσω. Αυτός θα σας βαπτίση με Άγιο Πνεύμα και πυρ» (Ματθ. γ΄11).
Εμείς οι Χριστιανοί είμαστε βαπτισμένοι και με νερό και με πυρ, και με το βάπτισμα του ύδατος και με το βάπτισμα του Πνεύματος, όπως διδά­σκει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού άναψε στην γη ένα πνευματικό και άϋλο πυρ. Ο Χριστός είναι το φως, ο ήλιος, το πυρ, που φωτίζει τους ανθρώπους και τους καίει. Φωτίζει αυτούς που Τον αγαπούν και καίει αυτούς που δεν έχουν τις ορθές προϋποθέσεις να Τον δουν. Άλλοι αγαπούν τον Θεό και θυσιάζονται γι’ Αυτόν, και άλλοι τον μισούν και καταστρέφονται, καίγονται.
Πρέπει να συμμετέχουμε στην μέθεξη της φωτιστικής ιδιότητας του ηλίου της δικαιοσύνης, η καρδιά μας να φλεχθή από αγάπη γι’ Αυτόν, να είμαστε πνευματικές λαμπάδες, που θα ανάψουμε από το πυρ της θεότητος και στην συνέχεια να φωτίζουμε τα σκότη που υπάρχουν γύρω μας.
Εύχομαι ο Χριστός να θερμάνη την καρδιά μας με το Φως Του. Χρόνια πολλά.
Με θερμές πατρικές ευχές
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ο «πρόσφυγας» Χριστός


Του Δημητρίου Δημηνά


Ο Χριστός, την γέννηση του οποίου γιορτάζουμε, ήρθε στη γη ως πτωχός, άστεγος και καταδιωκόμενος. «Εις τα ίδια ήλθεν και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη [ Ιω.1,14], που σημαίνει ότι ο Χριστός ήρθε στα δικά του δημιουργήματα, τα οποία όμως δεν τον δέχθηκαν. Πραγματικά δε η ζωή του Χριστού στην επί γης παρουσία του, από την γέννηση μέχρι τον θάνατό του, ήταν ζωή ενός  ξένου, κυνηγημένου, πρόσφυγα και μετανάστη.
Συνελήφθη  από την Παναγία στη Ναζαρέτ και γεννήθηκε στον παγωμένο σταύλο της αφιλόξενης Βηθλεέμ. Διώκεται από τον αιμοσταγή βασιλιά Ηρώδη και καταφεύγει πρόσφυγας στην μακρινή Αίγυπτο  για να γλιτώσει την σφαγή στην νηπιακή του ηλικία. Επανέρχεται στη Ναζαρέτ και ξεκινά την δημόσια εμφάνισή του περιφερόμενος από πόλη σε πόλη καταδιωκόμενος, συκοφαντούμενος, καθυβριζόμενος, μη έχοντας «που την κεφαλήν κλίνη». [Ματ.8,2ο]. Ακόμη και μετά την ατιμωτική σταύρωση και αποκαθήλωσή Του αντιμετωπίζεται ως «ξένος». Ο κρυφός μαθητής του, ο ευσχήμων Ιωσήφ, ζητά από τον Πιλάτο το σώμα Του να το κηδεύσει με την γνωστή φράση του υμνωδού, «Δός μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενοθέντα».
Τις διώξεις, τις βιαιότητες, τα πάθη, την ακούσια ξενιτειά και προσφυγιά που έζησε επί γης o Κύριος     βιώνουν σήμερα εκατομμύρια συνάνθρωποι μας, οι οποίοι αδίκως καταδιωκόμενοι από τις εγκληματικές δραστηριότητες κάποιων σύγχρονων σφαγέων Ηρώδων εγκαταλείπουν τις εστίες τους αναζητώντας καταφύγιο και περίθαλψη σε ξένες, άγνωστες χώρες. Το  Θείο Δράμα δυστυχώς επαναλαμβάνεται σε όλη του την τραγικότητα.
Οι φρικιαστικές σκηνές των εν ψυχρώ  αποκεφαλιζομένων ανθρώπων, τα ξεβρασμένα στις ακτές των νησιών μας άψυχα αθώα κορμάκια, που γνώρισαν από την νηπιακή τους ηλικία την φρίκη του πολέμου και ο κατατρεγμός και εξαθλίωση των συνωστισμένων μπρός στα συρματοπλέγματα του αίσχους, που ύψωσαν οι «πολιτισμένοι» λαοί της Ευρώπης συνθέτουν την αποκαρδιωτική εικόνα του “homo sapiens” της σκληροτράχηλης και ανάλγητης εποχής μας.
    
Η μεγάλη γιορτή της ενσάρκωσης του θείου Λόγου μάς δίνει την ευκαιρία να εμβαθύνομε στο νόημα του μυστηρίου και μέσα από τα αδιέξοδα της ηθικής και οικονομικής κρίσης που μας περιζώνουν να ανασυνταχθούμε και να χαράξουμε μια πνευματική πορεία που οδηγεί στο ταπεινό σπήλαιο για ανοικοδόμηση μιας καινούργιας εν Χριστώ ζωής. Μιας ζωής πλημμυρισμένης από μια αγάπη δίχως όρους και όρια, όπως μας τη δίδαξε ο Κύριος στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη, που περιέθαλψε χωρίς δισταγμούς και ξενοφοβία τον ημιθανή αλλοεθνή  Ιουδαίο. Οι μέρες μας τέτοιους «Σαμαρείτες» απαιτούν.
Ο σεβασμός και το ενδιαφέρον μας για τον άλλο, τον «ξένο» είναι έκφραση πίστεως και αγάπης προς τον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος με την γέννησή Του προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Μιλώντας μάλιστα για τα  έσχατα ταυτίστηκε με τους ξένους θέτοντας ως βασικό κριτήριο αξιολόγησης των ανθρώπων κατά την τελική κρίση της Δευτέρας Παρουσίας Του την στάση τους έναντι των ξένων «ξένος ήμην και συνηγάγετέ με» [Ματθ.25,35], δηλαδή ήμουν ξένος, πρόσφυγας και μετανάστης, όπως θα λέγαμε σήμερα, και με περιμαζέψατε.
Ας ανοίξουμε, γιορτάζοντας τα δύσκολα φετινά Χριστούγεννα, τις καρδιές μας και τις πόρτες των σπιτιών μας στους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους μας, εγχώριους και ξένους, όπως παραγγέλλει στο  υπέροχο ποίημα του ο μεγάλος μας ποιητής Κ. Παλαμάς «Χριστούγεννα. Ανοίξτε τις πόρτες, ήρθαμε. Τα χέρια δώστε, η καρδιά και ο νους… σας φέρνουμε καινούργιους ουρανούς».

Η Γέννηση του Χριστού: Ιστορικά και θεολογικά στοιχεία και οι κατά καιρούς διαστρεβλώσεις τους


Το πρόσωπο του Χριστού στο επίκεντρο αμφισβητήσεων
 Η ιστορικότητα του Ιησού Χριστού είναι κάτι αυτονόητο για κάθε Χριστιανό, αλλά και για κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο. Σύμφωνα με τη σαφέστατη μαρτυρία της Αγ. Γραφής, ο Ιησούς είναι ένα ιστορικό πρόσωπο, που γεννήθηκε στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας, «επί Καίσαρος Αυγούστου», δίδαξε τον Λαό, έκανε θαύματα, σταυρώθηκε «επί Ποντίου Πιλάτου» και αναστήθηκε «τη τρίτη ημέρα». Αλλά και η επιστημονική έρευνα επιβεβαιώνει, όχι βέβαια όλα, αλλά αρκετά από τα στοιχεία του ιστορικού βίου του Ιησού, τα οποία γνωρίζουμε από τα Ευαγγέλια. Ωστόσο, από χώρους εχθρικούς προς τον Χριστιανισμό, είτε «επιστημονικούς» είτε χώρους ιδεολογικά φορτισμένους, εγείρονται κατά καιρούς αμφισβητήσεις της ιστορικότητας του Χριστού και επιστρατεύονται «επιστημονικά» επιχειρήματα για να «στηρίξουν» τις αμφισβητήσεις αυτές. Η προβολή τέτοιων αμφισβητήσεων από μέσα ενημερώσεως και κάθε είδους έντυπα εντείνεται, συνήθως, όσο πλησιάζουν οι μεγάλες εορτές του Χριστιανισμού, προκειμένου να πεισθεί το ευρύ κοινό ότι τα γεγονότα, που εορτάζει η Εκκλησία, είναι ένας μύθος, που στερείται κάθε ιστορικής βάσης.
Παράλληλα, από άλλους ιδεολογικούς χώρους προβάλλεται η παράδοξη αντίληψη ότι η ιστορικότητα του Ιησού δεν είναι απαραίτητο στοιχείο για την κατανόηση της ουσίας της χριστιανικής πίστης. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο Χριστός δεν ήταν ιστορικό (δηλαδή πραγματικό) πρόσωπο, αλλά μια ιδέα η μια κατάσταση, στην οποία καλείται να φτάσει ο καθένας από μας (η περίφημη «χριστική κατάσταση» των νεοεποχητικών ομάδων). Τέτοιες αντιλήψεις προβάλλονται από νεότερα φιλοσοφικά ρεύματα, από ομάδες και οργανώσεις των ανατολικών θρησκειών και από το κίνημα της Νέας Εποχής. Η έλλειψη γνήσιας Ορθόδοξης κατήχησης έχει ως αποτέλεσμα τέτοιες αντιλήψεις να διαδίδονται ευρύτερα και να γίνονται αποδεκτές ακόμη κι από Χριστιανούς! Στα πλαίσια αυτά τα ιστορικά στοιχεία, που περιέχουν τα Ευαγγέλια, κατανοούνται ως αλληγορίες και σύμβολα, η δε αυθαιρεσία στην ερμηνεία της Αγ. Γραφής (το να ερμηνεύει καθένας όπως νομίζει, προσδίδοντας τις πιο παράδοξες και αντιφατικές αντιλήψεις) γνωρίζει την αποκορύφωσή της. Έτσι στα νεότερα χρόνια ο γερμανός φιλόσοφος Hegel (1770-1831) ισχυρίστηκε ότι, εκείνο που έχει σημασία δεν είναι το ιστορικό πρόσωπο του Χριστού, αλλά η συνδεδεμένη με αυτό ιδέα. Ιστορικά μπορεί να πιστεύει καθένας ό,τι θέλει, όμως, το μόνο που έχει σημασία είναι η ιδέα. Το ίδιο πίστευε και ο Schelling (1775-1854), ενώ μαθητές του Hegel και φιλόσοφοι, όπως οι Schopenhauer (1788-1860), Bruno Bauer (1809-1882) κ.α., αμφισβήτησαν σαφέστερα την ιστορικότητα του Ιησού η την ερμήνευσαν συμβολικά. Δυστυχώς, και γνωστοί προτεστάντες θεολόγοι περί τον R. Bultmann (1884-1976) προέβαλαν την ανάγκη «απομύθευσης» των Ευαγγελίων και της Κ. Διαθήκης γενικά, εισάγοντας μεταξύ άλλων τη διάκριση μεταξύ «ιστορικού Ιησού» και «Χριστού της πίστεως».
Τέλος, επειδή κάθε σταθμός της ζωής του Χριστού έχει και θεολογικό περιεχόμενο, αιρέσεις προτεσταντικών κατά κανόνα καταβολών, αμφισβήτησαν το νόημα των χριστιανικών εορτών. Για παράδειγμα, οι γνωστοί Μάρτυρες του Ιεχωβά ισχυρίζονται ότι «οι εορτές γενικώς και ειδικά αυτή της Γεννήσεως του Κυρίου, δεν είναι αυτό που φαίνεται, αλλά έχει (και έχουν οι εορτές), μια παγανιστική, μη χριστιανική προέλευση, και μάλιστα συχνά συνοδεύονται από ελευθεριάζουσες πράξεις και δραστηριότητες, όπως είναι η οινοποσία, η μέθη, η πορνεία και άλλα» (Τα πάντα δοκιμάζετε, σ. 241). Τονίζουν ότι εορτές δεν μνημονεύονται στην Αγ. Γραφή, παρά μόνο κάτω από αρνητικές περιστάσεις, όπου πάντοτε θανατώνεται κάποιος, όπως τα γενέθλια του Ηρώδη, όπου θανατώθηκε ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής. Τέλος, για την εορτή των Χριστουγέννων προβάλλεται το επιχείρημα ότι ο Χριστός δεν γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, άρα δεν έχει νόημα να εορτάζουμε αυτή την ημερομηνία, που συνδέεται άλλωστε με την αρχαία λατρεία του ήλιου.
Επειδή στο θέμα της ιστορικότητας του Ιησού Χριστού με βάση τα δεδομένα της επιστήμης έχουμε ασχοληθεί σε προηγούμενα τεύχη του εντύπου μας (41, 59), στο τεύχος αυτό θα ασχοληθούμε με τη σημασία της ιστορικότητας του Κυρίου για τη χριστιανική πίστη, όπως προβάλλεται στην Καινή Διαθήκη, και ιδιαίτερα με κάποια ιστορικά και θεολογικά ζητήματα, που συνδέονται με το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού.
Η Γέννηση ως ιστορικό γεγονός
 Στην Καινή Διαθήκη απουσιάζει εντελώς η αντίληψη ότι ο Ιησούς Χριστός είναι μια ιδέα η ότι η Γέννησή Του είναι ενσάρκωση μιας ιδέας. Αντίθετα, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι είναι συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο, που γεννήθηκε και έζησε σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και συνδέεται με άλλα ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα της εποχής του. Για να τονίσουν αυτό ακριβώς οι ιεροί Ευαγγελιστές παραθέτουν γενεαλογίες της καταγωγής του Ιησού, δηλ. αλυσίδες διαδοχικών γεννήσεων, από τις οποίες καταδεικνύεται η καταγωγή του, ως ανθρώπου, από το «γένος» Δαβίδ και Αβραάμ (Ματθ. 1,1-16, Λουκ. 3,24-38). Οι Ευαγγελιστές επισημαίνουν ότι η Γέννηση του Ιησού είχε προφητευθεί από μεγάλους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης πριν από πολλούς αιώνες και ήταν κάτι αναμενόμενο. Η πρώτη σχετική «προφητεία» δίδεται από τον ίδιο τον Θεό αμέσως μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων, σύμφωνα με την οποία «το σπέρμα της γυναικός» (Εκείνος που θα γεννηθεί από μια γυναίκα) θα συντρίψει την κεφαλή του «όφεως» – διαβόλου (Γεν. 3,15). Οι μεγάλοι Προφήτες είχαν δεί συγκεκριμένα γεγονότα, συνδεόμενα με τη Γέννηση: ότι ο Χριστός θα γεννηθεί από παρθένο (Ησ. 7,14), θα καλείται Εμμανουήλ, δηλ. Θεός (Ησ. 7,14), θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ (Μιχ. 5,2), θα ονομασθεί Ναζωραίος (Ματθ. 2,23). Είχαν δεί επίσης την προσκύνηση των Μάγων (Ψαλμ. 71,10-11, Ησ. 60,6), την επιστροφή από την Αίγυπτο (Ωσ. 11,1), τον θρήνο για τη σφαγή των νηπίων (Ιερ. 38,15).
Τονίζοντας την ιστορική Γέννηση και καταγωγή του Ιησού, οι Ευαγγελιστές δεν αρνούνται την προύπαρξή Του ως Θεού, ούτε πιστεύουν ότι άρχισε να υπάρχει, όταν γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία. Αντίθετα, τονίζουν ότι προϋπήρχε ως Θεός (ως Υιος του Θεού), και, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου», έγινε ανθρωπος για τη σωτηρία μας (Γαλ. 4,4), χωρίς, βέβαια, να πάψει να είναι και Θεός. Ό,τι άρχισε να υπάρχει με τη Γέννηση του Χριστού ήταν η ανθρώπινη φύση Του, την οποία «προσέλαβε» από την Παρθένο Μαρία, δεδομένου ότι ο Χριστός ένωσε στο πρόσωπό Του, κατά παράδοξο για μας τρόπο, δύο τέλειες φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη. Η Κ. Διαθήκη τονίζει ακριβώς ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι ιστορική, πραγματική, όμοια με τη δική μας, δηλ. ο Χριστός δεν ήλθε στον κόσμο «κατά δόκησιν», δηλ. δεν νομίσαμε ότι έγινε άνθρωπος, αλλά έγινε όντως άνθρωπος. Όταν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέει ότι «ο Λόγος σαρξ εγένετο» (Ιω. 1,14) δεν εννοεί ότι σαρκώθηκε κάποιος αφηρημένος λόγος η ίδέα, κατά το παράδειγμα φιλοσοφικών και θρησκευτικών συστημάτων της εποχής του, αλλ’ ότι σαρκώθηκε ο ενυπόστατος Λόγος του Θεού, Αυτός που αποτελεί ιδιαίτερη υπόσταση, που έχει ξεχωριστή ύπαρξη. Αυτός ο Λόγος, που ταυτίζεται με τον «μονογενή υιόν, τον όντα εις τον κόλπον του πατρός» (Ιω. 1,18), προϋπήρχε κάθε δημιουργίας του Θεού αιωνίως («εν αρχή ην ο Λόγος», Ιω. 1,1) και είναι Θεός («και Θεός ην ο Λόγος», Ιω. 1,1), όπως ακριβώς και ο Πατήρ Του.
Εντάσσοντας τη Γέννηση στο τοπικό και χρονικό της πλαίσιο, οι ιεροί Ευαγγελιστές τονίζουν ότι ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας (Ματθ. 2,1), την εποχή που βασίλευε εκεί ο Ηρώδης (Ματθ. 2,1), όταν ηγεμόνας της Συρίας ήταν ο Κυρήνιος (Λουκ. 2,2) επί Ρωμαίου αυτοκράτορος «Καίσαρος Αυγούστου» (Λουκ. 2,1) και μάλιστα με αφορμή γενική απογραφή, που ο ίδιος είχε διατάξει, για ολόκληρη την αυτοκρατορία («απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην, Λουκ. 2,1), απογραφή, που ήταν η πρώτη της ηγεμονίας του Κυρηνίου στη Συρία (Λουκ. 2,2). Τα παραπάνω πρόσωπα και γεγονότα είναι ιστορικά. Ο Οκταβιανός Αύγουστος ήταν αυτοκράτορας μεταξύ των ετών 31 π.Χ και 14 μ.Χ. Ο Ηρώδης «ο Μέγας» ήταν βασιλιάς στην Ιουδαία (υποτελής στη Ρώμη) στο διάστημα 37 π.Χ – 4 π.Χ. Ο βίαιος χαρακτήρας του επιβεβαιώνεται από εξωβιβλικές πηγές. Είχε διαδοχικά δέκα συζύγους και απέκτησε πολλά παιδιά, αρκετά από τα οποία φονεύθηκαν με εντολή του. Κάποτε εκτέλεσε 45 από τα 70 μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου των Ιουδαίων, δηλ. όλη σχεδόν την πνευματική, οικονομική και πολιτική αριστοκρατία των Εβραίων (Σ. Αγουρίδη, Ιστορία των χρόνων της Κ. Διαθήκης, Θεσ/νίκη 1983, σ. 266). Όποιος γνωρίζει «πόσα μέλη της οικογένειάς του, και ιδίως πόσα παιδιά του εξόντωσε ο Ηρώδης, δεν εκπλήσεται για την ευαγγελική αφήγηση περί της σφαγής νών νηπίων στη Βηθλεέμ» (αυτόθι, σ. 268). Η ηγεμονία του Κυρηνίου επιβεβαιώνεται από τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, XVIII, 1-2), ενώ για την τακτική των συχνών απογραφών στην αυτοκρατορία μαρτυρούν πολλές εξωβιβλικές πηγές.
Με βάση αυτά και άλλα δεδομένα, μπορεί να υπολογισθεί με σχετική ακρίβεια το έτος της Γεννήσεως του Ιησού Χριστού. Η πιο γνωστή απόπειρα στο παρελθόν, στην οποία βασίζεται το ισχύον χρονολογικό σύστημα, έγινε από τον μοναχό Διονύσιο τον Μικρό στη Ρώμη το 562 μ.Χ. Μέχρι τότε ίσχυαν άλλα χρονολογικά συστήματα. Με την επικράτηση, όμως, του Χριστιανισμού και με βάση την πεποίθηση ότι το πρόσωπο του Ιησού τέμνει την ιστορία του κόσμου σε προ Χριστού και μετά Χριστόν εποχή, έπρεπε να ισχύσει ένα χρονολογικό σύστημα με αφετηρία ακριβώς το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού. Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι υπολογισμοί του Διονυσίου με τα δεδομένα της τότε εποχής είναι εσφαλμένοι και ότι, σύμφωνα με σύγχρονους και ακριβέστερους υπολογισμούς, ο ακριβής χρόνος της Γεννήσεως του Χριστού τοποθετείται λίγο πριν το έτος 4 π.Χ.
Ο αστέρας της Γεννήσεως και η προσκύνηση των Μάγων
 Το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού, όπως περιγράφεται στα ιερά Ευαγγέλια, συνοδεύθηκε από υπερφυσικά σημεία, όπως η δοξολογία των Αγγέλων, ο αγγελικός ύμνος («Δόξα εν υψίστοις Θεώ»), η εμφάνιση του Αγγέλου στους Ποιμένες, η «δόξα Κυρίου» που περιέλαμψε τους Ποιμένες της Βηθλεέμ, ο αστέρας που οδήγησε τους Μάγους στο Βρέφος, η προσκύνηση των Μάγων. Θα ήταν παράδοξο να αναμένουμε από την επιστημονική έρευνα να επιβεβαιώσει τέτοια γεγονότα, τα οποία ούτως η άλλως υπερβαίνουν τα όρια του φυσικού. Όμως, από χώρους εχθρικούς στον Χριστιανισμό και περιβελημένους επιστημονικό μανδύα, επιχειρήθηκε να εξηγηθούν κάποια από τα γεγονότα αυτά ως φυσικά, με σκοπό να απογυμνωθεί το γεγονός της Γεννήσεως του Κυρίου από κάθε υπερφυσικό περιεχόμενο.
Έτσι κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι το άστρο, που οδήγησε τους Μάγους, ήταν ένα φυσικό φαινόμενο της εποχής, δηλαδή «σύνοδος πλανητών», είτε Δία και Κρόνου, είτε Δία και Αφροδίτης, που απλώς συνέπεσε τη χρονική εκείνη στιγμή και ήταν ορατή ως αρκετά φωτεινότερο από τα υπόλοιπα άστρο. Τέτοιες ερμηνείες, εκτός του ότι δεν είναι γενικά αποδεκτές επιστημονικώς, δεν ερμηνεύουν το φαινόμενο, που περιγράφει η Βίβλος, και προκαλούν εύλογα ερωτήματα όπως: Πως η «σύνοδος» αυτή οδηγούσε ανθρώπους σε τόσο μεγάλες αποστάσεις; Πώς εξαφανίσθηκε και επανεφανίσθηκε, όταν οι Μάγοι έφθασαν στον Ηρώδη; Πόσο χρόνο διήρκεσε αυτή η «σύνοδος»; Από το βιβλικό κείμενο εξάγεται ότι δύο ολόκληρα χρόνια ταξίδευαν οι Μάγοι για να φθάσουν στο Βρέφος, οδηγούμενοι από τον αστέρα. Έτσι υπολόγισε («ηκρίβωσε») τον χρόνο ο Ηρώδης (Ματθ. 2,7) και διέταξε τη σφαγή των Νηπίων της Βηθλεέμ «από διετούς και κατωτέρω» (2,16). Είναι χαρακτηριστικό ότι η προσκύνηση των Μάγων, κατά το ιερό κείμενο, δεν έγινε στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ, αλλά «εις την οικίαν», όπου διέμενε «το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού» (2, 11). Ισως η ερμηνεία του αγίου Θεοφυλάκτου ότι ο αστέρας ήταν «αγγελική δύναμις» (Άγγελος), που οδηγούσε του Μάγους, είναι πολύ πιο λογική από «επιστημονικές» θεωρίες, όπως οι παραπάνω.
Η καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων
Είναι αληθές ότι η Βιβλική Παράδοση δεν διέσωσε την ακριβή ημερομηνία της Γεννήσεως του Χριστού. Τα ιερά κείμενα δεν παρέχουν καμμιά ασφαλή πληροφορία για την εποχή της Γεννήσεως. Η εινόνα των Χριστουγέννων που έχουμε στον νού μας, με τα χιόνια και το ψύχος, είναι μεταγενέστερης δυτικής προέλευσης και δεν στηρίζεται στα κείμενα. Το Σπήλαιο ήταν μάλλον πρόχειρο κατάλυμα της Θεοτόκου και του Ιωσήφ και όχι χώρος προστασίας από το κρύο. Κατά τον ίδιο τρόπο, η Φάτνη χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εναποθέσεως του Βρέφους («κούνια») και όχι ως θερμαντικό μέσο. Πουθενά δεν αναφέρεται χιονόπτωση, βροχή, κακοκαιρία, ψύχος, φαινόμενα άλλωστε πολύ σπάνια για την περιοχή. Η αναφορά σε «ποιμένας … αγραυλούντας και φυλάσσοντας φυλακάς της νυκτός» (Λουκ. 2,8) μάλλον παραπέμπει σε άλλη εποχή. Προσπάθειες χρονολογήσεως με βάση τη σύλληψη του Προδρόμου και την εφημερία του Ζαχαρία στον Ναό δεν έχουν οδηγήσει ασφαλή συμπεράσματα. Ουσιαστικά, η ακριβής ημερομηνία της Γεννήσεως παραμένει άγνωστη.
Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε την Εκκλησία να καθιερώσει μια μέρα τιμής για το μεγάλο αυτό γεγονός, αφού σημασία έχει η τιμή του γεγονότος κι όχι η ακριβής ημερομηνία του. Οι πρώτες αναφορές στον εορτασμό της Γεννήσεως υπάρχουν σε κείμενα του πάπα Τελεσφόρου (125-136), σύμφωνα με κάποιους ερευνητές (Ν. Ιωαννίδη «Η εορτή Χριστουγέννων – Θεοφανείων», στο Το Χριστιανικόν Εορτολόγιον, Αθήναι 2007, σ. 132). Σαφέστερες πληροφορίες παρέχουν κείμενα του 3ου μ.Χ. αι., χωρίς αυτό να σημαίνει ότι νωρίτερα η Εκκλησία δεν τιμούσε το γεγονός, περ’ ότι οι συνθήκες της εποχής καθιστούσαν προβληματικό κάθε εορτασμό, λόγω π.χ. των διωγμών του Χριστιανισμού. Είναι ιστορικά βέβαιο, ότι στην Ανατολή τον 3ο μ.Χ. αι. η Γέννηση εορταζόταν μαζί με τη Βάπτιση του Χριστού στις 6 Ιανουαρίου, με το κοινό όνομα «Θεοφάνεια», ως εορτές φανερώσεως του Θεού στον κόσμο. Άλλωστε, η προσωνυμία «Θεοφάνεια» προσιδιάζει περισσότερο στη Γέννηση παρά στη Βάπτιση, γιατί τότε «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α’ Τιμ. 3,16). Στη Δύση η Γέννηση εορταζόταν στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα που οι εθνικοί λάτρευαν τον φυσικό ήλιο. Ο λόγος του εορτασμού της Γεννήσεως τη μέρα αυτή είναι προφανής: οι Χριστιανοί ήθελαν να διακηρύξουν σε κάθε κατεύθυνση ότι ο κτιστός ήλιος δεν έχει καμμία θεία ιδιότητα και είναι απλώς δημιούργημα του αληθινού Ηλίου της Δικαιοσύνης. Σαφείς αναφορές στην ιδιότητα του Χριστού ως Ηλίου της Δικαιοσύνης υπάρχουν μέχρι σήμερα στην υμνολογία των Χριστουγέννων. Σιγά – σιγά επικράτησε και στην Ανατολή ο εορτασμός της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου. Αυτό έγινε τον 4ο μ.χ. αι., με τη συμβολή των Πατέρων της Εκκλησίας Βασιλείου του Μεγάλου και Γρηγορίου του Θεολόγου.
Πρέπει να σημειωθεί, ότι ο εορτασμός των μεγάλων εορτών, με αφορμή σταθμούς της ζωής του Χριστού, είναι απόλυτα σύμφωνος με το γράμμα και το πνεύμα της Αγ. Γραφής. Στην Παλαιά Διαθήκη εορτάζονται γεγονότα θαυμαστής σωτηρίας του Λαού του Θεού. Ο ίδιος ο Κύριος προέτρεψε τους Μαθητές να επιτελούν την «ανάμνησιν» του Πάθους Του (Λουκ. 22,19-20). Κατά το παράδειγμα της «αναμνήσεως» του Πάθους και της Αναστάσεως του Χριστού, καθιερώθηκαν οι μεγάλες Δεσποτικές εορτές. Για τη Γέννηση είναι σαφής η μαρτυρία της Κ. Διαθήκης ότι και οι Άγγελοι ανύμνησαν το γεγονός, δοξολογούντες τον Θεό και ψάλλοντες «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη» (Λουκ. 2,13-14). Αυτό επέδρασε προφανώς καταλυτικά στην πρώϊμη καθιέρωση του εορτασμού της Γεννήσεως του Χριστού από την αρχαία Εκκλησία.
Το θεολογικό νόημα της Γεννήσεως
 Η Γέννηση του Χριστού εκτός από ιστορικό γεγονός είναι «το μέγα της ευσεβείας μυστήριον» (Α’ Τιμ. 3,16), το μεγάλο μυστήριο, που πρέπει να σεβόμεθα. Ποιο ακριβώς είναι το μυστήριο αυτό; Είναι το γεγονός ότι «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α’ Τιμ. 3,16), το ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος. Μυστήριο «χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένον, φανερωθέν δε νυν» (Ρωμ. 16,25). Είναι ουσιαστικά το μυστήριο της σωτηρίας μας, το οποίο διακονεί και ενεργεί ο ίδιος ο Υίός του Θεού, ο Οποίος έγινε άνθρωπος ακριβώς για να σώσει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος από τη «δουλεία του εχθρού». Με την έλευσή Του στον κόσμο ο Υιος του Θεού ενώνεται μαζί μας και μας σώζει: αφ’ ενός μεν η ανθρώπινη φύση ενώνεται με τη θεία στο πρόσωπο του Χριστού, αφ’ ετέρου δε καθένας από μας ενώνεται με τον Χριστό κοινωνώντας το Σώμα και το Αίμα Του. Κατά τη σαφή διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας «ό,τι ενώνεται με τον Χριστό, εκείνο και σώζεται» και «εκτός του Χριστού δεν υπάρχει σωτηρία.
Είναι, λοιπόν, δυνατό να μην χαιρόμεθα και να μην πανηγυρίζουμε για την έλευση του Χριστού στον κόσμο; Είναι δυνατό να αδιαφορούμε μπροστά στο μεγάλο γεγονός, στο οποίο βασίζεται η σωτηρία μας; Μόνο όσοι δεν έχουν την παραμικρή αίσθηση η αντίληψη του μυστηρίου της σωτηρίας, του «χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένου», μπορεί να υιοθετούν μια τέτοια στάση. Αν οι Άγγελοι του ουρανού πανηγυρίζουν και ψάλλουν ύμνους για τη δική μας σωτηρία, για την «ειρήνην» και «ευδοκίαν» που ήλθε στον κόσμο («και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», Λουκ. 2,14), τι πρέπει να κάνουμε εμείς; Να γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία πανηγυρίζει τη Γέννηση του Χριστού, ως γεγονός παραπλήσιο με αυτό της Αναστάσεως. Να γιατί η υμνολογία της αποτελεί έκρηξη χαράς για τη σωτηρία, που ήλθε στον κόσμο. Να γιατί ψάλλει μαζί με τους Αγγέλους: «Χριστός γεννάται, δοξάσατε· Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε· Χριστός επί γης, υψώθητε».
Πηγή: Έντυπο «Ορθοδοξία και αίρεσις» της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, τεύχ. 71, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2010.

Όσα ακούσει κανείς τα Χριστούγεννα στην εκκλησιά του φτάνει να ζήσει μια ολόκληρη χρονιά..!


...πρέπει να προσέχουμε αυτά τα οποία περιέχονται στα βιβλία της Εκκλησίας και τα οποία είτε αναγινώσκονται είτε ψάλλονται στους ναούς και ιδιαίτερα τώρα τις μεγάλες γιορτές.

Τίποτε άλλο δεν θέλει ένας χριστιανός, τίποτε άλλο, παρά να πάει στην εκκλησία τα Χριστούγεννα, και απ' όσα θα γίνουν εκείνη την ημέρα στο ναό -σ' όποιο ναό κι αν πάει- απ' όσα θα ακούσει, πολύ λίγα να πιάσει, πολύ λίγα να κρατήσει, πολύ λίγα να φθάσουν στην ψυχή του 
Αυτά του φθάνουν να ζήσει μια ολόκληρη χρονιά, του φθάνουν για όλη του τη ζωή, του φθάνουν, αν θέλετε, για την αιωνιότητα.  
Μόνο το απολυτίκιο, ας πούμε, των Χριστουγέννων να προσέξει κανείς λέξη προς λέξη και με τον φωτισμό του Θεού να εμβαθύνει στο νόημά του, του φθάνει.  
Μόνο το κοντάκιο να προσέξει ή μόνο το εξαποστειλάριο «Επεσκέψατο ημάς...» ή ένα τροπάριο από τους αίνους ή από τις καταβασίες ή από τα καθίσματα «Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός...» του φθάνει.

Συνήθως οι προσκυνηταί των Αγίων Τόπων όταν ξεκινούν από τα Ιεροσόλυμα για τη Βηθλεέμ να επισκεφθούν εκεί το Σπήλαιο,
όποια εποχή κι αν είναι, ψάλλουν αυτό το κάθισμα: «Δεύτε ίδωμεν πιστοί...». 
Σαν άλλοι ποιμένες δηλαδή προχωρούν κι αυτοί να δουν πού γεννήθηκε ο Χριστός. Και εξαρτάται· ίσως ψάλλοντας αυτό το κάθισμα, καθώς πηγαίνουν προς τη Βηθλεέμ, οι ανθρωποι αυτοί να νιώθουν κάτι που δεν ένιωσαν σ' όλη τους τη ζωή, ενώ πήγαν και ξαναπήγαν στην εκκλησία κι άκουσαν αυτό το κάθισμα.
Θέλω να πω δηλαδή ότι φθάνει ένα τροπάριο να προσέξει κανείς. 
Αλλά να το προσέξει, να το εννοήσει, να τον φωτίσει ο Θεός να εμβαθύνει στο νόημα, να ανοίξει ο Θεός την καρδιά του, να μαλακώσει ο Θεός την καρδιά του, για να αγγίξουν τα νοήματα που περιέχονται στο καθένα απ' αυτά την καρδιά του 
Και φθάνει αυτό, για να πάθει ο άνθρωπος αλλοίωση εσωτερική, αλλαγή εσωτερική, να γιορτάσει πραγματικά Χριστούγεννα, ν' αρχίσει γι' αυτόν πράγματι μια καινούργια ζωή, να καταλάβει για πρώτη φορά γιατί ήρθε ο Χριστός στη γη, που ακούει και ξανακούει μια ζωή ολόκληρη ότι ήρθε ο Χριστός στη γη.


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...