Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Αυγούστου 31, 2012

Που βρίσκεται ο τόπος Αρμαγεδδών;



Ο Αρμαγεδδών είναι τόπος υπαρκτός.
Μέσα από την έρευνα σας παραθέτουμε αναφορές καθώς και χάρτες για τον τόπο, όπου οι βασιλείς της γης υπό των έλεγχο των δαιμόνων θα διεξάγουν την τελική μάχη εναντίον των θεϊκών δυνάμεων!
Υπάρχουν πνευματικοί άνθρωποι της εκκλησίας, (που έχω γνωρίσει), που υποστηρίζουν ότι ο πόλεμος του Αρμαγεδδώνος...
δεν θα είναι ο τρίτος παγκόσμιος, αλλά ο τέταρτος!




Αποκάλυψη 16ο κεφ.

13 Ὕστερα εἶδα νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ δράκου, ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ θηρίου καὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ψευδοπροφήτου τρία ἀκάθαρτα πνεύματα ποὺ ἦσαν σὰνβάτραχοι.
14 Αὐτὰ εἶναι πνεύματα δαιμονικὰ ποὺ κάνουν σημεῖα, καὶ ἐπῆγαν εἰς τοὺς βασιλεῖς ὅλης τῆς οἰκουμένης διὰ νὰ τοὺς συγκεντρώσουν εἰς τὸν πόλεμον τῆς Ἡμέρας ἐκείνης τῆς μεγάλης τοῦ Θεοῦ τοῦ Παντοκράτορος.
15 (Ἰδού, ἔρχομαι σὰν κλέφτης· μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἀγρυπνεῖ καὶ ἔχει τὰ ἐνδύματά του, διὰ νὰ μὴ περπατῇ γυμνὸς καὶ βλέπουν τὴν ἀσχημίαν του).
16 Καὶ τοὺς συγκέντρωσαν εἰς τὸν τόπον, ὁ ὁποῖος καλεῖται ἑβραϊστὶ Ἁρμαγεδών.



Διαβάζουμε από το wikipedia: 

Αρμαγεδδών ή Αρμαγεδδώνας αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά του εβραϊκού όρου αρ-Μαγεδών, που σημαίνει «Όρος της Μεγιδδώ» ή «Όρος Σύναξης Στρατευμάτων».

Η αναφορά του όρου Αρμαγεδδών γίνεται στην Αγία Γραφή και συγκεκριμένα στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. (16:16) Πρόκειται για προφητικό "τόπο" ή κατάσταση μεγάλου πολεμικού πεδίου όπου συγκεντρωμένες οι δυνάμεις "των βασιλέων τῆς οἰκουμένης ὅλης" υπό τον έλεγχο των "πνεύματων δαιμονίων" θα διεξαγάγουν την τελική μάχη εναντίον των θεϊκών δυνάμεων, "τὸν πόλεμον τῆς ἡμέρας ἐκείνης τῆς μεγάλης τοῦ Θεοῦ τοῦ παντοκράτορος". (16:14)

Ο όρος προφανώς ετυμολογείται από την σημαντική πόλη της Μεγιδώ, η οποία βρισκόταν 90 χλμ βόρεια της Ιερουσαλήμ και αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ως τόπος ιδιαίτερα φονικών μαχών. Αυτό συνέβαινε καθώς βρισκόταν στο πιο κρίσιμο ορεινό πέρασμα του αρχαίου Ισραήλ, στους πρόποδες του όρους Κάρμηλος.

 
πηγή

Ἀπολυτίκιον Ἁγίας Ζώνης καὶ Θεοτόκε Παρθένε. Ψάλλουν μοναχοί τῆς Ἱ.Μ. Βατοπαιδίου από την Πανήγυρι της Τιμίας Ζώνης.






\
Ἀπολυτίκιον Ἁγίας Ζώνης καὶ Θεοτόκε Παρθένε

Ἡ Κατάθεση τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος




 



Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τελεῖ τήν ἀνάμνηση τῆς καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας στίς Βλαχέρνες. Πρόκειται γιά μία ἑορτή ἑνός γεγονότος πού ἀναφέρεται στήν Παναγία μας καί ἀφορᾶ ἕνα ἔνδυμά της πού εἶναι τό «ἐπανωφόριόν» της.

Σύμφωνα μέ τόν Συναξαριστή τῆς ἡμέρας, δύο Πατρίκιοι, ὁ Γάλβιος καί ὁ Κάνδιδος, ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Βασιλέως Λέοντος τοῦ Μεγάλου, στήν πορεία τους πρός τά Ἱεροσόλυμα γιά νά προσκυνήσουν τούς Ἁγίους Τόπους, ὅταν ἔφθασαν στήν Γαλατία, βρῆκαν μία εὐσεβεστάτη Ἑβραία, πού εἶχε μέσα στήν οἰκία της τήν ἁγία Ἐσθήτα, τό ἐπανωφόριον τῆς Παναγίας. Ἡ γυναίκα αὐτή προσευχόταν μέρα καί νύκτα μιμούμενη τήν προφήτιδα Ἄννα πού βρισκόταν στόν Ναό καί ἀξιώθηκε νά δῆ τόν Χριστό, ὅταν Τόν πῆγε ἐκεῖ ἡ Παναγία τεσσαράκοντα ἡμερῶν.

Οἱ δύο Πατρίκιοι, μετά ἀπό ἕνα τέχνασμα, κατόρθωσαν νά λάβουν τόν πολύτιμον αὐτό θησαυρό καί νά τόν φέρουν στήν Κωνσταντινούπολη, τόν ἐτοποθέτησαν στό κτῆμα τους, πού ὀνομαζόταν Βλαχέρναι, καί ἐκεῖ ἔκτισαν Ναό τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Μάρκου. Ἀργότερα ὁ Βασιλεύς Λέων ὁ Μέγας, ὅταν πληροφορήθηκε αὐτό τό γεγονός, ἔκτισε Ναό τῆς Κυρίας Θεοτόκου, στόν ὁποῖο τοποθέτησε τήν θήκη ὅπου ἦταν ἀποθησαυρισμένη ἡ τιμία Ἐσθήτα, τήν ὁποία προσκυνοῦσαν οἱ Χριστιανοί καί ἔβλεπαν διάφορα θαύματα. Ὁ ἱερός ὑμνογράφος ὀνομάζει τήν ἁγίαν Ἐσθήτα «ἱεράν περιβολήν, φυλακτήριον ἄσυλον (τῆς Κωνσταντινουπόλεως), δῶρον τίμιον, ἀναφαίρετον πλοῦτον ἰαμάτων, ποταμόν πεπληρωμένον τῶν χαρισμάτων τοῦ πνεύματος».

Μέ τήν εὐκαιρία τοῦ γεγονότος τῆς καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Παναγίας, ἡ Ἐκκλησία μας ὑπενθυμίζει τό μεγάλο πρόσωπο τῆς Παναγίας, πού ἔγινε ἡ χαρά τῆς οἰκουμένης, γιατί ἦταν ἐκεῖνο τό πρόσωπο διά τοῦ ὁποίου εἰσῆλθε στόν κόσμο ὁ Χριστός πού ἐλευθέρωσε τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν διάβολο καί τόν θάνατο. Ὅλα τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, ξεκινώντας ἀπό τήν τιμία Ἐσθήτα, ὑμνοῦν τό πρόσωπο τῆς Παναγίας.

Τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς ἀναφέρεται στήν Παναγία καί μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει: «Ἐπί σοὶ γάρ καί φύσις καινοτομεῖται καί χρόνος», δηλαδή στήν Παναγία γίνεται κανούργια καί ἡ φύση καί ὁ χρόνος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ φύση καί ὁ χρόνος, πού πολλές φορές βασανίζουν τόν ἄνθρωπο, ἀποκτοῦν ἄλλο νόημα, ὑπερβαίνονται ἐν Χάριτι Θεοῦ. Στήν Παναγία, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, διατηρήθηκε ἡ παρθενία της, ἔγινε μητέρα χωρίς νά χάση τήν παρθενία της, καί παραμένει ζωντανή στούς αἰώνας, ἀφοῦ κατά τήν παράδοση καί αὐτό τό σῶμα της μετέστη πρός τόν οὐρανό.

Ἀλλά στήν σημερινή ἑορτή βλέπουμε ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἁγίασε τό σῶμα τῆς Παναγίας πέρασε καί στά ροῦχα πού φοροῦσε. Πράγματι, κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ θεία Χάρη διά τῆς ψυχῆς διαπορθμεύεται στό σῶμα καί ἀπό ἐκεῖ προχέεται καί στά ροῦχα καί γενικά στήν ἄλογη φύση. Μέ αὐτόν τόν τρόπο δέν εἴμαστε εἰδωλολάτρες καί κτισματολάτρες, ἀλλά τιμοῦμε τήν ὕλη πού ἔχει τήν ἁγιοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι οἱ πιστοί, κατά τόν ἱερόν ὑμνογράφο, κατασπάζονται μέ πίστη τήν ἁγία Ἐσθήτα τῆς Παναγίας καί λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἐνοικεῖ σέ αὐτήν.

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς ἑορτῆς θά πρέπη νά προσευχηθοῦμε νά μᾶς βάλη ἡ Παναγία μας κάτω ἀπό τήν ἁγία της Ἐσθήτα, τό ἁγιασμένο ἐπανωφόριό της, καί νά μᾶς προστατεύη ἀπό κάθε κακό. 

Ἡ Ἱστορία τῆς Ἁγίας Ζώνης


Σύγγελης Κωνσταντῖνος

 
 



Στὶς 31 Αὐγούστου θὰ ἑορτάσουμε καὶ φέτος τὴν Κατάθεση τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου. Ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ ἱερὸ κειμήλιο ποὺ σχετίζεται μὲ τὸν ἐπίγειο βίο τῆς Θεοτόκου καὶ διασῴζεται μέχρι σήμερα στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Βατοπαιδίου στὸ Ἅγιο Ὅρος, στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας. Ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος τὴν ὕφανε ἀπὸ τρίχες καμήλας.

Οἱ πληροφορίες γιὰ τὸν ἐπίγειο βίο τῆς Θεοτόκου εἶναι λιγοστὲς καὶ προέρχονται ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ ἀπὸ τὴν παράδοση ποὺ διασώθηκε ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς ἀκόμη χρόνους. Ἡ Θεοτόκος μέχρι τὴν Κοίμησή της παρέμεινε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἦταν μέλος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Τὴ φροντίδα τῆς εἶχε ἀναλάβει ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου, ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης.

Οἱ τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπίγειας ζωῆς τῆς εἶναι θαυμαστὲς καὶ συγκινητικές. Κοντὰ τῆς βρέθηκαν οἱ Ἀπόστολοι οἱ ὁποῖοι ἔφτασαν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ τρόπο θαυμαστό, «ἐπὶ νεφελῶν» . Καὶ τότε, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε θριαμβευτικὰ «ἐπὶ νεφελῶν», μὲ τὴ συνοδεία πλήθους ἀγγέλων. Ἡ Θεοτόκος προσευχήθηκε στὸν Υἱό της, παρηγόρησε τοὺς Ἀποστόλους καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ εἶναι πάντα κοντὰ στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ μεσιτεύει στὸν Υἱό της καὶ παρέδωσε τὴν πανάμωμη ψυχή της στὸν Κύριο.

Οἱ Ἀπόστολοι ἐναπόθεσαν τὴν Ἁγία Σορὸ τῆς Θεοτόκου σὲ «καινὸν μνημεῖον» στὴ Γεθσημανή. Ἐκεῖ ἡ Ἁγία Ἑλένη ἀργότερα ἔκτισε τὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως. Τρεῖς μέρες μετὰ τὴν κοίμηση κατέβηκε ὁ Κύριος μὲ τὴ συνοδεία τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ καὶ πλήθους ἀγγέλων. Ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ μὲ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου παρέλαβε τὴν Ἁγία Σορὸ τῆς Θεοτόκου καὶ ὅλοι μαζὶ ἀνῆλθαν στοὺς οὐρανούς. Ἡ θαυμαστὴ Μετάσταση τῆς Θεομήτορος εἶχε συντελεστεῖ. Τὸ ἱερὸ Σῶμα τῆς ἐνώθηκε πάλι μὲ τὴν ἁγνὴ ψυχή της.

Ὁ Ἀπόστολος Θωμὰς ἦταν ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ποὺ εἶδε τὴ θαυμαστὴ Μετάσταση τῆς Θεοτόκου. Δὲν εἶχε μπορέσει νὰ παρευρεθεῖ στὴν κηδεία τῆς εὐρισκόμενος στὶς Ἰνδίες. Ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, καὶ ἐνῷ τελοῦσε τὴ Θεία Λειτουργία, βρέθηκε στὴ Γεθσημανὴ μὲ θαυμαστὸ τρόπο καὶ εἶδε ὅλα ὅσα συνέβησαν. Τότε παρακάλεσε τὴν Παναγία νὰ τοῦ δώσει γιὰ εὐλογία τὴ Ζώνη της. Καὶ ἐκείνη, καθὼς ἀνέβαινε στοὺς οὐρανούς, τοῦ ἔριξε τὸ Ἱερὸ κειμήλιο «πρὸς δόξαν ἀκήρατον, ἀνερχομένη Ἁγνή, χειρί σου δεδώρησαι τῷ ἀποστόλῳ Θωμὰ τὴν πάνσεπτον Ζώνην σου» ψάλλουμε στὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῆς Καταθέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης. 
  
 

 Ὁ Ἀπόστολος Θωμὰς στὴ συνέχεια πληροφόρησε καὶ τοὺς ὑπόλοιπους Ἀποστόλους γιὰ τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ γεγονότα καὶ τοὺς ἔδειξε τὴν Ἁγία Ζώνη τῆς Παναγίας. Ἐκεῖνοι δοξολόγησαν τὸν Θεὸ καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς εὐλογήσει, καθὼς ἦταν ὁ μόνος ποὺ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὴν ἔνδοξη Μετάσταση τῆς Θεοτόκου.

Τὴ διαφύλαξη τῆς Ἁγίας Ζώνης ἀνέλαβαν δύο φτωχὲς καὶ εὐσεβεῖς γυναῖκες στὰ Ἱεροσόλυμα, οἱ ὁποῖες φρόντιζαν τὴ Θεοτόκο. Παρέλαβαν μὲ εὐλάβεια τὸ ἱερὸ κειμήλιο καὶ ἀπὸ τότε τὸ ἔργο τῆς διαφύλαξής του συνέχιζε ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ μία εὐλαβὴς παρθένος καταγόμενη ἀπὸ τὴν οἰκογένεια αὐτή.

Ἡ ἀνακομιδὴ τῆς Τιμίας Ζώνης καὶ ἡ μεταφορά της στὴν Κωνσταντινούπολη ἔγινε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο (395-408). Ἡ ὑποδοχὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου στὴ Βασιλεύουσα ἦταν λαμπρότατη. Ὁ αὐτοκράτορας κατέθεσε τὴν Τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου σὲ λειψανοθήκη ποὺ ὀνόμασε «ἁγίαν σορόν» . Ἡ κατάθεση ἔγινε στὶς 31 Αὐγούστου, τελευταία μέρα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Στὴν πόλη τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, τῆς ὁποίας Ὑπέρμαχος Στρατηγὸς καὶ Προστάτις ἦταν ἡ Θεοτόκος, θὰ φυλασσόταν πλέον ἡ Ἁγία Ζώνη τῆς Θεομήτορος.

Ἡ κόρη τοῦ Ἀρκάδιου, ἡ αὐτοκράτειρα Πουλχερία, ἀνήγειρε λαμπρὸ ναὸ πρὸς τιμὴ τῆς Παναγίας, τὸν περίφημο ναὸ τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων. (Χαλκοπράτεια ὀνομαζόταν ἡ συνοικία ὅπου κτίστηκε ὁ ναός• τὸ ὄνομά της ἡ συνοικία τὸ ἔλαβε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖ πρὶν κατασκευάζονταν καὶ πωλοῦνταν χάλκινα ἀντικείμενα). Στὸ ναὸ αὐτὸ ἡ αὐτοκράτειρα κατέθεσε τὴν Ἁγία Ζώνη τῆς Παναγίας. Ἡ ἴδια μάλιστα ἡ Πουλχερία κέντησε μὲ χρυσὴ κλωστὴ τὴν Τιμία Ζώνη διακοσμώντας τὴν. Ἡ χρυσὴ αὐτὴ κλωστὴ εἶναι εὐδιάκριτη καὶ σήμερα στὸ τμῆμα ποὺ φυλάσσεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου.

Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστίνος Β καὶ ἡ σύζυγός του Σοφία ἀνακαίνισαν τὸν ἱερὸ ναὸ τῶν Χαλκοπρατείων καὶ ἀνήγειραν ἐκεῖ καὶ τὸ παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σοροῦ• ἐκεῖ, μέσα σὲ λειψανοθήκη καὶ πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα, φυλασσόταν ἡ Τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου.

Πλῆθος πιστῶν συνέρρεαν γιὰ νὰ τὴν προσκυνήσουν μὲ εὐλάβεια ζητώντας ἀπὸ τὴν Παναγία νὰ μεσιτεύσει μὲ τὶς πρεσβεῖες της στὸν Κύριο. Πλῆθος θαυμάτων ἐπιτέλεσε ἡ Τιμία Ζώνη. Ἄνθρωποι δυστυχισμένοι καὶ πονεμένοι βρῆκαν λύτρωση μὲ τὴ θαυματουργὴ δύναμη τοῦ ἁγίου λειψάνου. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὑμνήθηκε ἀπὸ φημισμένους ἀνθρώπους τῆς ἐποχής• μὲ τὴ χάρη τῆς Παναγίας καθαγιάζει τοὺς πιστοὺς ποὺ προσέρχονται εὐλαβικὰ γιὰ νὰ τὸ προσκυνήσουν• τοὺς ἀνυψώνει ἀπὸ τὴ φθορά, τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ ἀσθένειες καὶ θλίψεις.

Στὴ συνέχεια ἡ Ἁγία Ζώνη τεμαχίστηκε καὶ τεμάχιά της μεταφέρθηκαν σὲ διάφορους ναοὺς τῆς Κωνσταντινούπολης. Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους τὸ 1204, κάποια τεμάχια ἁρπάχτηκαν ἀπὸ τοὺς βάρβαρους καὶ ἀπολίτιστους κατακτητὲς καὶ μεταφέρθηκαν στὴ Δύση. Ἕνα μέρος ὅμως διασώθηκε καὶ παρέμεινε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Πόλης ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ Ἡ Παλαιολόγο. Φυλασσόταν στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου τῶν Βλαχερνῶν. Ἡ τελευταία ἀναφορὰ γιὰ τὸ ἅγιο λείψανο εἶναι ἑνὸς ἀνώνυμου Ρώσου προσκυνητῆ στὴν Κωνσταντινούπολη μεταξύ του 1424 καὶ 1453.

Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1453, εἶναι ἄγνωστο τί ἀπέγινε τὸ ὑπόλοιπο μέρος τῆς Ἁγίας Ζώνης στὴ συνέχεια. Ἔτσι τὸ μοναδικὸ σωζόμενο τμῆμα εἶναι αὐτὸ ποὺ φυλάσσεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου• μὲ ἐξαιρετικὰ περιπετειώδη τρόπο ἔφτασε ἐκεῖ.

 



Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος εἶχε κατασκευάσει ἕναν χρυσὸ σταυρὸ γιὰ νὰ τὸν προστατεύει στὶς ἐκστρατεῖες. Στὴ μέση του σταυροῦ εἶχε τοποθετηθεῖ τεμάχιο Τιμίου Ξύλου• ὁ σταυρὸς ἔφερε ἐπίσης θῆκες μὲ ἅγια λείψανα Μαρτύρων, καὶ ἕνα τεμάχιο τῆς Τιμίας Ζώνης. Ὅλοι οἱ βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες ἔπαιρναν αὐτὸν τὸν σταυρὸ στὶς ἐκστρατεῖες. Τὸ ἴδιο ἔπραξε καὶ ὁ αὐτοκράτορας Ἰσαάκιος Β Ἄγγελος (1185-1195) σὲ μία ἐκστρατεία ἐναντίον τοῦ ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων Ἀσᾶν. Νικήθηκε ὅμως καὶ μέσα στὸν πανικὸ ἕνας ἱερέας τὸν πέταξε στὸ ποτάμι γιὰ νὰ μὴν τὸν βεβηλώσουν οἱ ἐχθροί. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς μέρες ὅμως οἱ Βούλγαροι τὸν βρήκαν• ἔτσι πέρασε στὰ χέρια τοῦ Ἀσᾶν.

Οἱ Βούλγαροι ἡγεμόνες μιμούμενοι τοὺς Βυζαντινοὺς αὐτοκράτορες ἔπαιρναν μαζί τους στὶς ἐκστρατεῖες τὸ σταυρό. Σὲ μία μάχη ὅμως ἐναντίον τῶν Σέρβων ὁ βουλγαρικὸς στρατὸς νικήθηκε ἀπὸ τὸν Σέρβο ἡγεμόνα Λάζαρο (1371-1389). Ὁ Λάζαρος ἀργότερα δώρισε τὸ σταυρὸ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου μαζὶ μὲ τὸ τεμάχιο τῆς Τιμίας Ζώνης.

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς διασῴζουν καὶ μία παράδοση σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου ἀφιερώθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη ΣΤ Καντακουζηνὸ (1341-1354), ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ ἀξίωμα, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάσαφ καὶ μόνασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου.

Τὰ θαύματα ποὺ πραγματοποίησε καὶ πραγματοποιεῖ ἡ Τιμία Ζώνη εἶναι πολλά. Βοηθᾷ εἰδικὰ τὶς στεῖρες γυναῖκες νὰ ἀποκτήσουν παιδί. Ἂν ζητήσουν μὲ εὐλάβεια τὴ βοήθειά της Παναγίας, τοὺς δίδεται τεμάχιο κορδέλας ποὺ ἔχει εὐλογηθεῖ στὴν λειψανοθήκη τῆς Ἁγίας Ζώνης• ἂν ἔχουν πίστη, καθίστανται ἔγκυες.
πηγή

Κατάθεση Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου


Η ανακομιδή της τίμιας Ζώνης της Θεοτόκου, άλλοι λένε ότι έγινε από το βασιλιά Αρκάδιο και άλλοι από το γιο του Θεοδόσιο τον Β'. Η μεταφορά έγινε από την Ιερουσαλήμ στην Κωνσταντινούπολη και την τοποθέτησαν σε μια χρυσή θήκη, που ονομάσθηκε αγία Σωρός. Όταν πέρασαν 410 χρόνια, ο βασιλιάς Λέων ο Σοφός άνοιξε την αγία αυτή Σωρό για τη βασίλισσα σύζυγο του Ζωή, που την διακατείχε πνεύμα ακάθαρτο. Όταν λοιπόν άνοιξε την αγία Σωρό, βρήκε την τίμια Ζώνη της Θεοτόκου να ακτινοβολεί υπερφυσικά. Και είχε μια χρυσή βούλα, που φανέρωνε το χρόνο και την ήμερα που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Αφού λοιπόν την προσκύνησαν, ο Πατριάρχης άπλωσε την τιμία Ζώνη επάνω στη βασίλισσα, και αμέσως αυτή ελευθερώθηκε από το δαιμόνιο. Όποτε όλοι δόξασαν το Σωτήρα Χριστό και ευχαρίστησαν την πανάχραντη Μητέρα Του, η οποία είναι για τους πιστούς φρουρός, φύλαξ, προστάτις, καταφυγή, βοηθός, σκέπη, σε κάθε καιρό και τόπο, ήμερα και νύκτα.
Στη συνέχεια η Αγία Ζώνη τεμαχίστηκε και τεμάχιά της μεταφέρθηκαν σε διάφορους ναούς της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204, κάποια τεμάχια αρπάχτηκαν από τους βάρβαρους και απολίτιστους κατακτητές και μεταφέρθηκαν στη Δύση. Ένα μέρος όμως διασώθηκε και παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη και μετά την απελευθέρωση της Πόλης από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο. Φυλασσόταν στον ιερό ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών. Η τελευταία αναφορά για το άγιο λείψανο είναι ενός ανώνυμου Ρώσου προσκυνητή στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ του 1424 και 1453.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τούς Τούρκους το 1453, είναι άγνωστο τι απέγινε το υπόλοιπο μέρος της Αγίας Ζώνης στη συνέχεια. Έτσι το μοναδικό σωζόμενο τμήμα είναι αυτό που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου· με εξαιρετικά περιπετειώδη τρόπο έφτασε εκεί.
Ο Άγιος Κωνσταντίνος είχε κατασκευάσει έναν χρυσό σταυρό για να τον προστατεύει στις εκστρατείες. Στη μέση του σταυρού είχε τοποθετηθεί τεμάχιο Τιμίου Ξύλου· ο σταυρός έφερε επίσης θήκες με άγια λείψανα Μαρτύρων, και ένα τεμάχιο της Τιμίας Ζώνης. Όλοι οι βυζαντινοί αυτοκράτορες έπαιρναν αυτόν τον σταυρό στις εκστρατείες. Το ίδιο έπραξε και ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β Ἄγγελος (1185-1195) σε μία εκστρατεία εναντίον του ηγεμόνα των Βουλγάρων Ασάν. Νικήθηκε όμως και μέσα στον πανικό ένας ιερέας τον πέταξε στο ποτάμι για να μην τον βεβηλώσουν οι εχθροί. Μετά από μερικές μέρες όμως οι Βούλγαροι τον βρήκαν· έτσι πέρασε στα χέρια του Ασάν.
Οι Βούλγαροι ηγεμόνες μιμούμενοι τούς Βυζαντινούς αυτοκράτορες έπαιρναν μαζί τους στις εκστρατείες το σταυρό. Σε μία μάχη όμως εναντίον των Σέρβων ο βουλγαρικός στρατός νικήθηκε από τον Σέρβο ηγεμόνα Λάζαρο (1371-1389). Ο Λάζαρος αργότερα δώρισε το σταυρό του Αγίου Κωνσταντίνου στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου μαζί με το τεμάχιο της Τιμίας Ζώνης.
Οι Άγιοι Πατέρες της Ιεράς Μονής διασώζουν και μία παράδοση σύμφωνα με την οποία η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου αφιερώθηκε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου από τον αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ Καντακουζηνό (1341-1354), ο οποίος στη συνέχεια παραιτήθηκε από το αξίωμα, εκάρη μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ και μόνασε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου.
Τα θαύματα που πραγματοποίησε και πραγματοποιεί η Τιμία Ζώνη είναι πολλά. Βοηθά ειδικά τις στείρες γυναίκες να αποκτήσουν παιδί. Αν ζητήσουν με ευλάβεια τη βοήθειά της Παναγίας, τούς δίδεται τεμάχιο κορδέλας που έχει ευλογηθεί στην λειψανοθήκη της Αγίας Ζώνης· αν έχουν πίστη, καθίστανται έγκυες.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ'
Θεοτόκε ἀειπάρθενε, τῶν ἀνθρώπων ἡ σκέπη, Ἐσθῆτα καὶ Zώνην τοῦ ἀχράντου σου σώματος, κραταιὰν τῇ πόλει σου περιβολὴν ἐδωρήσω, τῷ ἀσπόρῳ τόκῳ σου ἄφθαρτα διαμείναντα, ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις καινοτομεῖται καὶ χρόνος, διὸ δυσωποῦμέν σε, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δώρησαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ

Τῌ ΛΑ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Μνήμη τῆς καταθέσεως τῆς τιμίας Ζώνης τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου.


Τῇ ΛΑ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, ἀνάμνησις τῆς ἐν τῇ Ἁγίᾳ σορῷ 

καταθέσεως τῆς τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου,
 ἐν τῷ σεβασμίῳ αὐτῆς οἴκῳ, τῷ ὄντι ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις,
 ἀνακομισθείσης ἀπὸ τῆς Ἐπισκοπῆς Ζήλας, ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ
 τοῦ Βασιλέως. Ἔτι δὲ καὶ τοῦ γεγονότος θαύματος, 
διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης εἰς τὴν βασιλίδα 
Ζωήν, τὴν σύζυγον Λέοντος τοῦ Βασιλέως.

Χρυσῆν κορωνίδ' οἷα, σεμνὴ Παρθένε,
Τῷ τοῦ χρόνου τίθημι σὴν Ζώνην τέλει.
Θέντο σορῷ Ζώνην πρώτῃ Πανάγνου Τριακοστῇ.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ ναοῦ τῆς

 Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τῷ Νεωρίῳ.
Ταῖς τῆς ἀχράντου Μητρός σου πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, 
ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Πέμπτη, Αυγούστου 30, 2012

Η θανατηφόρος μάστιγα των ναρκωτικών (Αρχιμ. Κύριλλος Κωστόπουλος, Ιεροκήρυκας Ι. Μ. Πατρών)



Μερικά από τα πράγματα που έχουν δοθεί για το καλό του
ανθρώπου, αν χρησιμοποιηθούν με λογική και μέτρο, μπορούν
 να καλύψουν ζωτικές ανάγκες του. Αν, όμως, τα ίδια αυτά
 τα καταχρασθή, τότε αποβαίνουν καταστρεπτικά και ενίοτε
 εγκληματικά.
Έτσι τα φαρμακευτικά σκευάσματα η μορφίνη, η κοκαΐνη,
το όπιο, η ηρωίνη χρησιμοποιούνται άριστα ως φάρμακα
 στην Ιατρική. Όταν, όμως, τα ίδια αυτά φάρμακα χρησιμοποιηθούν
αλόγιστα, για μια ύπουλη τέρψη ή για καταπολέμηση της
αγχώδους ταραχής ή της καταθλίψεως, τότε προκαλούν
τρομερή καταστροφή στον ανθρώπινο οργανισμό και μπορεί
 να επιφέρουν ακόμη και αυτόν τον θάνατο.


Είναι πλέον παραδεκτό από όλους ότι η χειρότερη μάστιγα,
 η οποία απειλεί θανάσιμα την ανθρωπότητα, είναι οι
ναρκωτικές ουσίες. Εκατομμύρια ανθρώπων
– κυρίως νέοι στην ηλικία – έχουν υποδουλωθεί σ’ αυτές
και ημέρα με την ημέρα, ζώντας σε μία «ψευδαίσθηση»,
οδηγούνται με βεβαιότητα στον θάνατο.

Το νεοεμφανισθέν ναρκωτικό extasis, το οποίο διατίθεται
με αφθονία σε disco, «θερίζει» κυριολεκτικά τους νέους
 μας. Τα ναρκωτικά είναι ύπουλος εχθρός του ανθρώπου.
 Είναι εχθρός, ο οποίος στην αρχή δελεάζει. Φοράει τη
μάσκα της Φαρμακευτικής, της Ιατρικής ή ακόμη καί
της παραδεισιακής ζωής και παρασύρει κυρίως τη νεολαία μας.

Η διαχρονική εκτίμηση των επιστημόνων του Ερευνητικού
Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (Ε.Π.Ι.Ψ.Υ.)
και του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης
για τα Ναρκωτικά (Ε.Κ.ΤΕ.Π.Ν) είναι ότι η χρήση νομίμων
και παρανόμων ουσιών γίνεται κυρίως από τη νεολαία και
 ειδικότερα από τους εφήβους των 14-18 ετών, οι οποίοι,
 και αν αργότερα πεισθούν να ενταχθούν σε προγράμματα
απεξαρτήσεως, διατηρούν στην ύπαρξή τους τα ίχνη της
 ψυχοσωματικής διαστροφής και καταστροφής μέχρι θανάτου.

Προ ετών νομοθετήθηκε η ελεύθερη χρήση των «μαλακών»
ναρκωτικών με το σκεπτικό ότι υπάρχουν «μαλακά» και «σκληρά»
 ναρκωτικά. Αυτό, όμως, απορρίπτεται διεθνώς. Στον Ο.Η.Ε. το
 1972 διατυπώθηκε η επιστημονική άποψη ότι ένας τέτοιος
διαχωρισμός δεν είναι εφικτός. Και τούτο γιατί εκείνος, ο οποίος
 θα χρησιμοποιήσει τα λεγόμενα «μαλακά» ναρκωτικά, σιγά-σιγά
 εθίζεται και καταλήγει στα «σκληρά», όπως ακριβώς συνέβη στην
 Ολλανδία, ... όπου αμέσως παρουσιάσθηκε έξαρση στη χρήση των
«σκληρών» ναρκωτικών. Για τον λόγο αυτό είναι παρακινδυνευμένο
 να υποδεικνύουμε τάχα τα «μαλακά» ναρκωτικά, για να
αποφύγουμε τα «σκληρά».

Στο ερώτημα γιατί κυρίως οι νέοι και οι νέες μας καταφεύγουν στις
 θανατηφόρες ουσίες, αφού γνωρίζουν a priori ότι οδηγούνται με
μαθηματική ακρίβεια στον θάνατο, δόθηκαν πολλές απαντήσεις από
 ειδικούς επιστήμονες και ειδικές επιστημονικές επιτροπές.

Ωστόσο, η αυθεντική και περισσότερο πειστική απάντηση δίνεται
 από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Οι νέοι και οι νέες μας απογοητεύθηκαν
από τον κόσμο της αδικίας, του μίσους, του ψεύδους, της απάτης
και του αμοραλισμού που τους στενεύει τον χώρο γύρω τους
και ασφυκτιούν.

Οι περισσότεροι από τους χρήστες είναι άνθρωποι χωρίς οικογένεια
και κοινωνική στοργή. Είναι αυτοί πού έχουν διεσπασμένη προσωπικότητα,
 χωρίς προσωπική ή οικογενειακή εσωτερική συνοχή. Είναι εκείνοι που
 ζουν χωρίς εμπιστοσύνη στον Πλάστη και Θεό τους. Ο καθηγητής
 Μαντζαρίδης γράφει: «Η φθορά και ο θάνατος ως στοιχεία της
παρούσης ζωής, δεν συνιστούν επιτίμια της οργής του Θεού,
 αλλ’ αποτελούν συνέπειες της από του Θεού μακρύνσεως του
ανθρώπου» (Παλαμικά, Θεσ/νίκη 1973, σελ. 49). Είναι οι νέοι και
 οι νέες, οι οποίοι δεν τροφοδοτούνται με ιδανικά και ως εκ τούτου
 γεύονται τον πνιγμό της πλήξεως και της ανίας. Ακόμη, η
ανασφάλεια, τα επαγγελματικά προβλήματα, η αστοργία των
μεγαλυτέρων, κυρίως, όμως, η κατάρρευση των δήθεν «αξιών»
 και τα σκοτεινά συμφέροντα οδηγούν τους νέους και τις νέες μας
 προς αυτή την καταστρεπτική διέξοδο που είναι θανατηφόρο
 αδιέξοδο (Βλ. Κ. Κωστόπουλου, Είσοδος στην οντολογική
αλήθεια, Πάτρα 2002, σελ. 176).

Γενικότερα το πρόβλημα των ναρκωτικών δεν είναι αποκομμένο
 από το ευρύτερο πρόβλημα της ταραγμένης εποχής μας.
 Η καταφυγή στα ναρκωτικά είναι – κατά την πεπλανημένη
αίσθηση, κυρίως των νέων μας – η ανεύρεση του χαμένου
παραδείσου, του νοήματος της ζωής.

Είναι, όμως, φρούδη προσδοκία. Είναι ένα μάταιο όνειρο που
 τελικά δεν πραγματώνεται. Τα ναρκωτικά δεν έχουν τη δύναμη
να πληρώσουν το υπαρξιακό και ηθικό κενό, γιατί δεν είναι η
 αλήθεια. Ο Μ. Βασίλειος τονίζει: «Δέδοται ημίν το του νου
 κριτήριον εις την της αληθείας σύνεσιν. Έστι δε η αυτοαλήθεια
 ο Θεός ημών» (επ. 233, PG 32, 865C).

Η Ορθόδοξος Εκκλησία κατέχει την αλήθεια και μέσω της
ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας της Ορθοδόξου ποιμαντικής τη
ς έχει τη δυνατότητα να ιατρεύσει τον πάσχοντα, πληρώνοντας
 το κενό του με την άκτιστη χάρη του Τριαδικού Θεού.

Η ζωή του σημερινού ανθρώπου έγινε μονοσήμαντη, μέσα στον
κλοιό του νεόφερτου και ξενόφερτου ήθους, προκαλώντας
– θα έλεγε ο Sartre – ναυτία και μόνο ναυτία.

Η διδασκαλία του Ενανθρωπήσαντος Λόγου του Θεού Πατρός είνα
ι εκείνη που προσφέρει ζωή, θανατώνοντας το θάνατο. Η βίωση
 της διδασκαλίας του Θεανθρώπου εντός του μυστικού Του
 Σώματος, της Εκκλησίας, κάνει τον άνθρωπο να βιώσει,
έξω από τα όρια της πεπερασμένης λογικής, το άπειρο μυστήριο
του Θεού και της ζωής. Της ζωής, πού ολοκληρώνει την
ανθρώπινη ύπαρξη και την προετοιμάζει για το αύριο,
για το αιώνιο, για το αληθινό νόημα του «υπάρχειν».


(Δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό ΑΧΑΪΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ, 
έκδοση της Ιατρικής Εταιρείας, Δυτικής Ελλάδος Πελοποννήσου
http://www.iedep.gr/images/stories/teuxi/issue2_2010.pdf)

Η ενδεκάτη εντολή - π. Ανδρέας Aγαθοκλέους


πηγή

Ο Θεός θέλει να δώσει στους χριστιανούς ποταμούς ολόκληρους της αγάπης Του για να ξεδιψάσουν και στη συνέχεια να ξεδιψάσουν τον κόσμο Του. Αλλά εμείς αρκούμαστε με σταγόνες , οπότε ο άνθρωπος γύρω μας μένει στη δίψα του , προσπαθώντας να ξεδιψάσει με τη λάσπη της αμαρτίας. Και η τραγωδία είναι ότι '' χριστιανοί '' τον κατακρίνουν για την αναζήτηση της λυτρώσεως και της πληρώσεως με κάποιο φως ελπίδας μέσα στα μάταια του κόσμου. Μα είναι γεγονός ότι στο βάθος αυτή η αναζήτηση αποτελεί μια τάση και ελπίδα ευρέσεως του Θεού. Αν  οι '' χριστιανοί  '' είχαν φως θα έδιναν το πραγματικό φως και δεν θα κατέκριναν φαρισαϊκά τον αδελφό τους , όσο και αν η ζωή του τον ποιεί ένα νέο τελώνη ή πόρνη , άνθρωπο δυστυχισμένο. . .
Η ζωή ακολουθεί την πορεία της. Τα χρόνια φεύγουν . Ανυποψίαστοι ότι εν τη παρόδω του χρόνου ουσιαστικά εμείς φεύγουμε. '' Η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται , και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν '' ( Ματθ. ια΄, 12 ) . Όσοι προλάβουν να υπερβούν τον εαυτό τους και να αγαπήσουν , αυτοί θα δεχτούν  '' εν τη ογδόη ημέρα '' τον Νυμφίο και εραστή των ψυχών.Όσοι ασχολούνται ακόμη με την επιφανειακή τήρηση του νόμου , χωρίς την ερωτική αυτοπροσφορά , αυτοί θα περιμένουν μάταια την έλευση του Θεού και θα βυθίζονται όλο και βαθύτερα στην απόγνωση της ανέλπιδης αναμονής.

                                                      '' ΓΕΥΣΑΣΘΕ ΚΑΙ ΙΔΕΤΕ ''

ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΗ


«Σαβέλλιος μν πρς
ουδαίους βλέπων…
προσώπων συγχέων
πόστασιν».

Σπυρίδωνος K. Τσιτσίγκου Ἀν. Καθ. Παν. Ἀθηνῶν
Δρ. Θεολογίας & Δρ. Ψυχολογίας

ΕΙ­ΣΑ­ΓΩ­ΓΙ­ΚΑ

Ἡ ἑλλα­δι­κή Θε­ο­λο­γί­α, τὰ τε­λευ­ταῖα χρό­νια, φαί­νε­ται ὅτι ἔχει ὑπο­στεῖ μί­α, κα­τά τὴ γνώ­μη μας, ἐμμονὴ ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ ἀλλοί­ω­ση (ἀφοῦ δέν ἀρνούμαστε, φυσικὰ, τήν προαγωγὴ τῆς Ἱερᾶς Παράδοσης, τήν αξηση καὶ τὴν προκοπ τῆς πίστεως καὶ τόν ἐκσυγχρονισμό, ἀλλά τόν κμοντερνισμό, τήν κκοσμίκευση καὶ τήν λλοτρίωσή της) σχε­τικὰ μὲ τὴ λε­γό­με­νη «θε­ο­λο­γί­α το προ­σώ­που», ὡσάν νὰ εἶναι σύνηθες καὶ θε­μιτὸ, δίκην Προτεσταντῶν, ρθο­δό­ξως θε­ο­λο­γικὰ νὰ «κα­τα­σκευά­ζει» ὁ καθένας καὶ κατὰ τὸ δοκοῦν, λ.χ. γιὰ λόγους (μετα-Πατερικοῦ) μετα-νεωτερισμοῦ καὶ προσαρμογῆς (καὶ ὄχι συγκατάβασης) πρός τὴ σύγχρονη κοινωνικὴ καὶ πολιτισμικὴ πραγματικότητα, κατὰ καιρούς ἐπὶ μέ­ρους «θε­ο­λο­γί­ες» (ἤ ἀκόμα καὶ Θ. Λειτουργίες), καὶ μά­λι­στα αὐθαίρετα, ἀτομιστικὰ, μο­νι­στικὰ καὶ αὐταρχικὰ.
Ἡ «θε­ο­λο­γί­α το προ­σώ­που», ἐνῶ, σύμ­φω­να μὲ πλη­θώ­ρα μο­νο­γρα­φιῶν, ἔχει τὴ φι­λο­σο­φι­κο-θε­ο­λο­γι­κή της σύλ­λη­ψη καὶ προ­έ­λευ­ση στόν Προτε­στα­ντι­σμὸ ―με­τὰ τὴ φι­λο­σο­φί­α τοῦ ρομαντικοῦ Γερμανοῦ φιλόσοφου Friedrich Wilhelm Joseph Schelling (1775–1854), ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε ἔντονα τὸ πρόσωπο ἤ ἡ «προσωποποίηση» τοῦ Καλλιτέχνη-Δημιουργοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ Personalism―, στήν Ἑλλά­δα ἦλθε α) ὡς ἀντίδραση στὴν καντιανὴ πόλωση ποκειμένου καὶ ντικειμένου, β) ὡς ἀπολυτοποίηση («ὑπερβατικοποίηση») τοῦ Ἐγώ ἔναντι τῆς προτέρας θέσης του ὡς ἁπλοῦ φορέα τοῦ Ἀπολύτου Πνεύματος μέσῳ τῆς ταύτισής του μὲ αὐτό (λόγῳ τοῦ Ἐπιστημονισμοῦ καὶ τῆς ἐκκοσμίκευσης), καὶ γ) ὡς «ὑλο­ποί­η­ση» τοῦ «ἀφη­ρη­μένου» (ἤ καὶ σχο­λα­στι­κι­στι­κοῦ) θε­ο­λο­γι­κοῦ δόγ­μα­τος στήν (κοι­νω­νι­κή) πρά­ξη (βλ. Κοι­νω­νικὴ Φι­λο­σοφί­α καὶ ἀκτιβιστικὸ Περσοναλισμὸ). Δὲν θὰ ἀσχο­λη­θοῦμε μὲ τὸ ἐγχεί­ρη­μα αὐτό ad hoc, κα­θό­σον ἀφενός ἔχει ἤδη συζητηθεῖ καὶ ἀναλυθεῖ καὶ ἀφετέρου ἀπὸ μό­νο του ἐπι­δέ­χε­ται σο­βαρῆς θε­ο­λογικῆς περίσκεψης καὶ ἐπε­ξερ­γα­σί­ας ―δε­δο­μέ­νου ὅτι, ἀκρι­βο­λο­γώντας (κα­τα­φα­τικὰ καὶ ἀπο­φα­τικὰ) ὁ Θε­ός, λ.χ. κα­τά τόν π. Ἰ. Ρω­μα­νί­δη, δέν εἶναι κυριολεκτικὰ πρό­σω­πο, γεγονός ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε στήν αἵρε­ση τοῦ νθρω­πο­μορφι­σμο (ἡ ὁποία ἐκλαμβάνει κατὰ γράμμα καὶ πραγματικὰ τίς ἁγιογραφικές προσωποποιήσεις)―, καὶ ἱστο­ρικὰ ἔχει ἤδη προ­τα­θεῖ (ἐκτός ἀπό κά­ποιους Προ­τε­στά­ντες θε­ο­λό­γους) ἀπὸ διά­φο­ρους φι­λο­σό­φους καὶ ψυ­χολόγους, ὅπως, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, τόν C. Jung μὲ ἕνα εἶδος «ψυ­χο­λο­γο­ποίησης» τοῦ Χρι­στια­νι­σμοῦ μέσῳ τῆς ἀρχετυπικῆς ἑρμηνείας.
Ἡ «θε­ο­λο­γί­α τοῦ προ­σώ­που» ἐπι­χει­ρή­θη­κε μά­λι­στα, μὲ ἕνα εἶδος ἀπο­λυ­τό­τη­τας, νὰ πα­ρου­σια­σθεῖ στήν Ἑλλάδα ὡς ἡ κατ’ ἐξο­χήν εἰδο­ποιός δια­φορὰ μετα­ξύ Ἀρχαιο­ελ­λη­νι­σμοῦ καὶ Ὀρθό­δο­ξου Χρι­στια­νι­σμοῦ, ἡ ὁποί­α θαυ­μα­στὰ ἀνα­κα­λύ­φθη­κε, ἤ μᾶλλον ἀπο­κα­λύ­φθη­κε, ἐσχά­τως! Ὡστό­σο, σὲ πλεῖστες σχε­τι­κές με­λέ­τες (ἑλλη­νι­κές καὶ ξέ­νες) ἔχει δει­χθεῖ ὅτι κά­τι τέ­τοιο δέν ἀλη­θεύ­ει ἀπό­λυ­τα, δεδομένου ὅτι ἄλλη σημασία εἶχε παλαιότερα ὁ ὅρος πρόσωπο καὶ ἄλλη στή φιλοσοφία τοῦ Ὑπαρξισμοῦ καὶ τοῦ Περσοναλισμοῦ (βλ. B. Buber, F. Rosenszeig καὶ F. Ebner). Τό­σο ὁ Ἀρχαιο­ελ­λην­ισ­μός (ἰδιαίτερα ἀπὸ τόν Σωκρά­τη καὶ μετὰ), ὅσο καὶ ὁ Χριστια­νι­σμός μί­λη­σαν καὶ ἐνδια­φέρ­θη­καν γιὰ τόν ἄνθρω­πο ὡς ἀτο­μικὴ ἤ συλ­λο­γικὴ ὁλό­τη­τα, μό­νο ποὺ ὁ καθένας τους, ὅπως, ἄλλω­στε, εἶναι φυ­σικὸ, ξε­κινᾶ ἀπὸ δια­φο­ρε­τικὸ θε­ω­ρη­τι­κό (κο­σμο­θε­ω­ριακὰ καὶ βιο­θε­ω­ριακὰ) ὑπόβα­θρο (background).
Τὸ θε­ο­λο­γικὸ ὀρθό­δο­ξα πρό­βλη­μα δέν ὑφί­στα­ται ἀπό τήν ἁπλῆ καὶ «λε­λο­γι­σμέ­νη» ἐναλ­λα­κτικὰ χρή­ση τῶν ὅρων πρό­σω­πο καὶ πό­στα­ση (ἀφοῦ τό­σο στήν ἀρχαί­α ἀλλά καὶ τὴ σύγχρο­νη ἑλλη­νικὴ γλώσ­σα, ὅσο καὶ σὲ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν Μ. Βασίλειο καὶ τούς Καππαδόκες Πατέρες, ἡ τοιαύ­τη ταύ­τι­ση ἀπα­ντᾶ), ἀλλ’ ἐγεί­ρε­ται μο­νο­μερῶς, ὅταν ἡ φι­λο­σο­φι­κο-ψυ­χο­λο­γικὴ ἐκκο­σμι­κευ­μέ­νη (δυτικὰ) ἔννοια τοῦ προ­σώ­που ταυ­τί­ζε­ται ἀπό­λυ­τα μὲ τὴ δογ­μα­το­λο­γικὴ (πο­φα­τικ) θε­ο­λο­γικὰ ἔννοια τῆς πο­στά­σε­ως, στήν προσπά­θεια ἀφε­νός μιᾶς κτιστς «ἀνά­λυσης», «κα­τα­νό­η­σης» καὶ κοι­νω­νικῆς ἀπό­δο­σης τοῦ τρια­δι­κοῦ δόγ­ματος γιὰ τὸ ἄκτιστο, ἀκατάληπτο καὶ ἀκοινώνητο τῶν τριαδικῶν Θείων «προσώπων» καὶ ἀφε­τέ­ρου ἐφαρ­μογῆς στήν Ὀρθό­δο­ξη Θε­ολογί­α τοῦ γνωστοῦ σαρτρι­κοῦ motto: “Lexistence precede lessence” = « παρ­ξη προ­η­γεται τς οσί­ας» (ποὺ ὅμως, ἀφενός κατὰ τὸν ἴδιο τὸν J.-P. Sartre ἰσχύει μόνο στὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα ὄχι στὴ γενετική του οὐσία, δηλ. ὡς πρὸς τὸ γένος νθρωπος, ἀφοῦ στὸ γένος δὲν ὑφίσται ἐλευθερία, καὶ ἀφετέρου ο Heidegger καταδικάζει, ταυτίζοντας τὴν παρξη μὲ τὸ «εναι-ν-τ-κόσμ», δηλ. τὸ «εναι-κτς-αυτο», τὸ Ex-sistere), δεδομένου ὅτι οἱ Ἀνατολικοὶ Πατέρες ἀρνοῦνται (ἀποφατικὰ) στόν Θεὸ ἀκόμα καὶ αὐτὸ τὸ «εἶναι» ἤ τὴν ἔννοια τῆς «οὐσίας».
Πα­ρερ­χό­με­νοι τὴ βα­θύ­τε­ρη φι­λο­σο­φι­κο-ψυ­χο­λο­γικὴ ση­μα­σί­α τοῦ ὡς ἄνω ὑπαρ­ξι­στι­κοῦ slogan τοῦ J.-P. Sartre, ποὺ δια­θέ­τει πλού­σια ξέ­νη βι­βλιο­γρα­φί­α (διευκρινιστικὴ ἤ κριτικὴ), ἀρκούμαστε νὰ μνη­μονεύ­σουμε μό­νο τὸ θε­ο­λο­γικὸ―Πα­τε­ρικὸ ἐπι­χεί­ρη­μα ἀπό γνω­στὸ χω­ρίο τοῦ ἁγί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λαμᾶ («…οκ επεν `γ εμι  οσία’, λλ’ `γ εμι  ν’∙ ο γάρκ τς οσίας  ν, λλ’ κ το ντος  οσία»), πά­νω στὸ ὁποῖο βα­σί­ζο­νται ὅσοι ὑπο­στηρί­ζουν ὅτι ἐνδο­τρια­δικῶς (θε­ολο­γικὰ) τὸ πρό­σω­πο προ­η­γεῖται τῆς Θεί­ας φύ­σε­ως, προ­κει­μέ­νου νὰ προ­σαρ­μό­σουν προ­κρού­στεια τὴ χρι­στια­νικὴ Θε­ο­λογί­α στὴ φι­λο­σο­φί­α τοῦ Ὑπαρ­ξι­σμοῦ. Ὅμως, ἡ ἐπ’ αὐτοῦ ἀπάντη­ση τοῦ Μ. Ἀθα­να­σί­ου εἶναι κα­τα­πέλ­της: «Ε δς προειρήκαμεν, κ βουλήσεως οκ στιν  πατρικ οσία κα πόστασις, εδηλον, ς οτε τ διον τς πατρικς ποστάσεως κ βουλήσεως ν εη. ποία γρ  κα ς ἐὰν   μακαρία κείνη πόστασις, τοιοτον κα οτως εναι κα τ διον ξ ατς γέννημα δε. Κα ατς γον  Πατρ οκ επεν∙ Οτός στιν  βουλήσει μου γεγονς Υἱὸς, οδν κατ’ εδοκίαν σχον Υόν∙ λλ’ πλς, Υός μου, κα μλλον, ν  ηδόκησα∙ δεικνς κ τούτων, τι, Φύσει μν οτός στιν Υἱὸς, ν ατ δ τν μο δοκούντων  βούλησιςπόκειται».
Ἡ ἑρμη­νεί­α τῶν Χρι­στιανῶν Ὑπαρξιστῶν καὶ Περ­σο­να­λι­στῶν τοῦ γνωστοῦ χω­ρί­ου τοῦ ἁγί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λαμᾶ «…οκ επεν `γ εμι  οσία’, λλ’ `γ εμι  ν’∙ ο γάρ κ τς οσίας  ν, λλ’ κ το ντος  οσία∙ ατός γρ  ν, λον ν αυτσυνείληφε τ εναι», ὅτι δῆθεν ση­μαί­νει τήν ἐνδο­τρια­δικὴ πρό­τα­ξη τῆς παρ­ξης (ἀφή­νουμε τὸ γεγονός ὅτι, φι­λο­σο­φικὰ, ἡπαρ­ξη δέν ταυ­τί­ζε­ται ἀπό­λυ­τα μὲ τήν πό­στα­ση, ποὺ δηλώνει τόν μυστικὸ, ἀΐδιο καὶ ἐσωτερικὸ τρόπο τῆς παρξης) ἔνα­ντι τῆς οσί­ας, ἀπο­τε­λεῖ αὐθαίρετη ἑρμηνεία καὶ σόφι­σμα, για­τί στὴ θεολογικὴ ὁρολογία (τουλάχιστον μέχρι καὶ τὸν τρίτο μ.Χ. αἰώνα) ἡ με­τοχὴ τοῦ ρή­μα­τος «εμ» ἀνα­φέρεται φιλοσοφικο-θεολογικὰ στήν οσί­α, δηλ. στὸ «εἶναι» (θέλοντας μὲ τὴν ἐνεστωτικὴ μετοχὴ  ν νὰ ἐξάρει τήν ἀϊδιότητα τοῦ Θεοῦ), καὶ ὄχι στὸ πρόσω­πο, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε ―μὲ τήν ὑπαρ­ξι­στικὴ ἔννοια― ἡ διά­κριση με­τα­ξύ οσί­ας καὶ πάρ­ξε­ως: «λεγεν `γ εμ  ζω,’ λλ’ οκ ν νοοτο ζω, μ φεστηκς∙ κα τ Μωσπάλιν, `γ εμι  ν,’ τ δ ν ληθς, πς ν νοοτο οκ ν ποστάσει τ καθ’ αυτν σωζόμενον;». Ἑρμηνεύοντας τὸν δεύτερο Κανόνα («Μωσῆς Θεοῦ πρόσωπον ἐν Θαβὼρ ἴδε») τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, σημειώνει ἐπεξηγηματικά: «`οὐ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου’ (ἤτοι αὐτὴν τὴν οὐσίαν μου)». Γράφει δὲ ἐπ’ αὐτοῦ ὁ Μ. Βασίλειος: « δοσία οχ ν τι τν μ προσόντων στν, λλ’ ατ τ εναι το Θεο». Ὁ δὲ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σημειώνει: « μν ν κυρίως λέγηται, τοτο κα εναι θεόν·  δ’ ν  κατ φύσιν, τοτο κα ληθς νομάζεσθαι· επερ μ ν νόμασιν, λλ’ ν πράγμασίν στινμν  λήθεια». Ἀλλοῦ δὲ, ὁ αὐτὸς ἱερὸς Πατὴρ παρατηρεῖ: «σον δ’ ον κ τν μν φικτν,  μν ν, κα  θεός, μλλόν πως τς οσίας νόματα· κα τούτων μλλον  ν· ο μόνον τι τ Μωυσε χρηματίζων π το ρους, κα τν κλσιν παιτούμενος, τίς ποτε εη, τοτο προσεπεν αυτόν,  ν πέσταλκέ με, τ λα κελεύσας επεν· λλ’ τι κα κυριωτέραν ταύτην ερίσκομεν. μν γρ το θεο, κν π το θέειν,  αθειν, τυμολόγηται τος περ τατα κομψος, δι τ εικίνητον κα δαπανητικν τν μοχθηρν ξεων ―κα γρ πρ καταναλίσκον ντεθεν λέγεται― , λλ’ ον τν πρς τι λεγομένων στί, κα οκ φετος· σπερ κα  Κύριος φωνή, νομα εναι θεο κα ατ λεγομένη· γ γάρ, φησι, κύριος  θεός σου· τοτό μού στιν νομα. Καί, Κύριος νομα ατμες δ φύσιν πιζητομεν,  τ εναι καθ’ αυτό, κα οκ λλ συνδεδεμένον· τ δ ν διον ντως θεο, κα λον, μήτε τπρ ατο, μήτε τ μετ’ ατόν, ο γρ ν,  σται, περατούμενον  περικοπτόμενον».
Ἐπίσης, κατὰ τὸν ὀντολογικὸ (ἀρχαϊκὸ καὶ προ-κοινωνικὸ) ἀλλὰ καὶ τόν ἑβραϊκὸ τρόπο (Ἰω. 1, 1) τοῦ «σκέπτεσθαι» [Θ. Λόγος (Davar: πράξη + λόγος = «δροῦμε μιλώντας», κατὰ τὸν Αὐστριακὸ φιλόσοφο  Ludwig Josef Johann Wittgenstein, 1889–1951, ἤ «εἶμαι αὐτὸ ποὺ λέγω», κατὰ τὸν Γερμανὸ φιλόσοφο Martin Heidegger, 1889-1976], τίς δύο θεολογικές Σχολές Ἀλεξάνδρειας καὶ Ἀντιόχειας ἀλλὰ καὶ τήν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ―χωρίς, βέβαια, νὰ ὁδηγούμαστε οὔτε σὲ Σαβελλιανισμό, οὔτε στὸν ἀρειανικὸ Τριθεϊσμό, ἀπὸ τόν ὁποῖο κινδυνεύει ὄντως μία τριαδικὴ ἀνθρωπόμορφη κοινωνία― «οὐσία» (πραγματικότητα) καὶ «ὕπαρξη» (προφάνεια) ταυτίζονται διακριτῶς στόν Θεὸ, λόγῳ τῆς, κατ’ Ἰωάννη τόν Δαμασκηνὸ, διπλῆς, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, σημασίας τοῦ ὅρου πόστασις: «ο γρ πλς Λόγος νόμασται, λλΘες Λόγος» ∙ «μφότερα κατ ταυτν διδάσκων, τι κα καθ’ αυτν φέστηκε, κα ν αυτ δείκνυσι τος πατρικος χαρακτρας» ∙ «ο γρ στιν πινοσαι τ λόγ, οτε πόστασιν χαρακτήριστον, οτε λαμπ δόξαν, οτε σοφον Θεν, οκχειρα δημιουργν, οκ λογον ρχν, οκ παιδα Πατέρα».
Μάλιστα δὲ, ὁ Μ. Βασίλειος ἔχει συντάξει εἰδικὴ ἐπιστολὴ πρός τόν ἀδελφὸ του Γρηγόριο γιὰ τὴν ἑνωτικὴ διάκριση μεταξύ οσίας καὶ ποστάσεως. Ἡ πόσταση (Existenz) τοῦ Θ. Λόγου, σημαίνοντας ρμαγεγονός καὶ «παρουσία», δηλ. ἐμπειρικὴ ὕπαρξη (Dasein), ἐξαίρει τὸ «εἶναι». Ἔτσι, ἡ πόσταση εἶναι κα φύση, ἐνῶ ἡ φύση δέν εἶναι κα πόσταση. Μὲ ἄλλα λόγια, ἄν θελήσουμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, τὸ πρόσωπο συγκεφαλαιώνει τὴ Φύση, ὡς ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα, χωρὶς νὰ τὴν ἐξαντλεῖ καί, ταυτόχρονα, ὑπερβαίνει τὴ Φύση ὡς κ-στατικ ἑτερότητα. Ἄρα προσδιορίζει τὴ Φύση, χωρὶς νὰ προσδιορίζεται ἀπὸ αὐτήν. Ἔχουμε, λοιπόν, ὑπαρκτικὰ ταυτόχρονη κα ταυτότητα κα τερότητα. Στὸ ὀντολογικὸ σύστημα τοῦ φιλόσοφου George Santayana (1863-1952) κατέχει βασικὴ θέση ἡ σαφής διάκριση μεταξύ οσίας(essence) καὶ παρξης (existence), ἀντίθετα ἀπὸ τόν Παρμενίδη, γιὰ τόν ὁποῖο τὸ «εἶναι» ὁρίζεται ἀπὸ τήν παρξη, ἔτσι ὥστεοσία καὶ παρξη τελικὰ νὰ ταυτίζονται, ὅπως στούς Στωϊκούς καὶ Νεοπλατωνικούς. Ἐνῶ ὅμως ὁ Santayana διακρίνει μεταξὺ οσίας καὶ παρξης, θέτει τὴν ἔννοια τῆς «ὑπόστασης» (substanceμεταξ τῆς οσίας καὶ τῆς παρξης, ὡς ἕνα εἶδος δηλ. «περάσματος» ἤ «μέσου» μεταξύ τῶν ὡς ἄνω δύο αὐτῶν ἐννοιῶν. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός παρατηρεῖ σχετικὰ: «λλτοτο στ τ ποιον τος αρετικος τήν πλάνην τ τατόν λέγειν τήν φύσιν κα τήν πόστασιν». Μὲ ἄλλα λόγια, «τ μν κοινν ν τ γί Τριάδι, τ δ διάζον,  λόγος θεώρησεν,  μν τς κοινότητος λόγος, ες τν οσίαν νάγεται.  δ πόστασις τ διάζονκάστου σημεον στν».
Πρῶτος ὁ Γάλλος φιλόσοφος καὶ θεολόγος Ροσελῖνος (Roscellinus) τῆς Κομπιένης (Compendiensis ) ἤ Rucelinus (1050–1120/5), ἀκολουθώντας τὸν Ἀριστοτέλη, ὑποστήριξε, ὡς πατέρας τῆς νοματοκρατίας (Nominalism), ὅτι οἱ «καθολικὲς ἔννοιες» (οσία) δὲν ἔχουν ὀντολογικὴ ὑπόσταση, ἀλλὰ μόνο τὰ ἐπὶ μέρους καὶ συγκεκριμένα ὄντα (βλ. πάρξεις) ὑπάρχουν.
Ἀντίθετα, ὁ Γουλιέλμος τοῦ Σαμπὼ (Guillaume de Champeaux, 1070-1121), ἀκολουθώντας τὸν Πλάτωνα, ἐκπρόσωπος τοῦ ἀπόλυτου Ρεαλισμοῦ (Realismus), δίδασκε ὅτι μόνο τὰ «καθόλου» (Universalia) ὑπάρχουν, ἐνῶ τὰ ἐπὶ μέρους ἄτομα (οἱπάρξεις) εἶναι ἁπλᾶ συμβεβηκότα τους. Τὸ ἴδιο πίστευε, στὴ συνέχεια, καὶ ὁ πατέρας τοῦ Σχολαστικισμοῦ, Ἰταλὸς φιλόσοφος καὶ θεολόγος, Ἄνσελμος Καντερβουρίας (1033-1109), ὅπως καὶ ὁ «ἀριστοτελικὸς» φιλόσοφος, θεολόγος καὶ ἅγιος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας Ἀλβέρτος ὁ Μέγας (1193-1280).
Στὸν Νομιναλισμὸ, πάντως, τοῦ Ροσελίνου ἄσκησε δριμύτατη κριτικὴ ὁ πρώην μαθητὴς του Γάλλος φιλόσοφος καὶ θεολόγος Πέτρος Ἀβελάρδος (1079-1142), χωρὶς ὡστόσο νὰ υἱοθετήσει τὸν Ρεαλισμὸ τοῦ Γουλιέλμου.
Ὁ μέγιστος τῶν Πατέρων τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας Ἰταλὸς φιλόσοφος καὶ θεολόγος Θωμᾶς Ἀκυνάτης (1225-1274), μαθητὴς τοῦ Ἀλβέρτου στὸ Παρίσι, διακρίνει φιλοσοφικὰ (καὶ ὄχι θεολογικὰ) μεταξὺ “essentia” (οὐσίας) καὶ “esse” («εἶναι»), ἐκλαμβάνοντας ἀριστοτελικὰ τὴν οσία ὡς ἑνότητα «μορφῆς» (εδους) καὶ ὕλης, προτάσσοντας ἔτσι τὸ «εναι» ἔναντι τῆς «οσίας»∙ δηλ. οἱ οσίες, κατὰ τόν Θωμᾶ, δέν εἶναι αὐτοτελεῖς ἤ αὐτόστατες (γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ θωμιστικὴ Οὐσιοκρατία), ὅπως οἱ ἀριστοτελικές (πρβλ. καρτεσιανικὴ Οὐσιοκρατία): ὁ Θεός ὡς ἰδιοϋπόστατη αἰτία τοῦ ἑαυτοῦ Του (βλ. καρτεσιανική αὐτοαιτιότητα τοῦ Θεοῦ), ἄν καὶ ὄχι μὲ τήν ἔννοια τῆς χρονικῆς πρόταξης τῆς αἰτίας σὲ σχέση μὲ τὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ κατ’ ἀναλογία τοῦ ποιητικοῦ αιτίου. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Θωμᾶς θεωρεῖ ὡς πραγματικὲς τὶς «καθολικὲς ἔννοιες» (Universalia) μόνο μέσα στὰ ἐπὶ μέρους ὄντα (universalia in rebus), ὅπως ὁ Ἀριστοτέλης, ἄν καὶ, ἀντίθετα ἀπὸ τὸν ἀκραῖο Ἀριστοτελισμὸ τοῦ Γάλλου φιλόσοφου Siger τοῦ Brabant (1235-1282), διακρίνει μεταξύ τῆς ἀριστοτελικῆς «μορφῆς» ἤ «εἴδους», δηλ. τῆς ἀριστοτελικῆς λεγόμενης «δεύτερης οσίας» (ποὺ δηλώνει τὸ γενικ), καὶ τῆς παρξης(existentia) αὐτῆς τῆς «μορφῆς». Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ἡ «μορφὴ» (εδος) ταυτίζεται (σχεδόν) μὲ τήν, κατ’ Ἀριστοτέλη, «πρώτη οσία», ἡ ὁποία, βέβαια, σὲ ὅλα τὰ ὄντα, πλήν τοῦ Θεοῦ, διακρίνεται σαφῶς ἀπὸ τήν «ὕπαρξη». Ἡ ἀ(διά)κριτη αὐτὴ πυθαγορικὴ ταύτιση οσίας (φύσης) καὶ μορφς (ὑπόστασης) χαρακτηρίζει, κατ’ Ἰωσήφ τόν Βρυέννιο, κατ’ ἐξοχήν τὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ.
Ἡ ὡς ἄνω διάκριση ποὺ ἀπασχολεῖ τὴν παροῦσα μελέτη, ἀποκτᾶ ἰδιαίτερη θεολογικὴ βαρύτητα, μὲ βάση τὴν καντιανὴ Φιλοσοφία. Συγκεκριμένα, ἄν, γνωσιολογικά, τὰ «κατηγορήματα» (διώματα) τῶν τριῶν Θείων ὑποστάσεων προκύπτουν ἐμπειρικὰ, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ «Ὀρθόδοξοι» Περσοναλιστές, τότε αὐτὰ θὰ διαθέτουν συνθετικ φύση, ἐνῶ ἄν προκύπτουν ὀντολογικά, τότε θὰ διαθέτουν ναλυτικ φύση.
Κατὰ συνέπεια, ἡ Πα­τε­ρικὴ ἑρμη­νεί­α τοῦ «γ εμι  ν» εἶναι «ἐγώ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ εναι» (ὄχι «ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺεμαι», ποὺ καὶ πά­λι δέν θὰ σή­μαινε ὅτι ἐνδο­τρια­δικῶς ἡ παρ­ξη τῆς Ἁγί­ας Τριά­δας ―ἀφοῦ ἔχου­με ταυτότη­τα οὐσί­ας― προ­η­γεῖται τῆς οσί­ας/φύ­σης Της), ὑπονοώντας ὅλη τὴν Ἁγία Τριάδα, καὶ ὄχι ἕνα μόνο Πρόσωπο ἤ κάποια δύναμη (ἐνέργειά) Της: «Ατός γάρ ν λον ν αυτ συνείληφε τ εναι». Ἔτσι, η νοηματοδότηση τοῦ Ἐγὼ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ «εἶναι» καὶ ὄχι τὸ «εἶναι» ἀπὸ τὸ Ἐγώ. Κατὰ συνέπεια, ἡ Παλαμικὴ διάκριση μεταξύ «ὄντος» καὶ «οὐσίας» δέν ἀναφέρεται στήν (ὀντολογικὴ ἤ χρονικὴ) πρόταξη τῆς «ὑπόστασης» (παρξης) ἔναντι τῆς «οὐσίας» τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὸ γεγονός ὅτι ἡ ―μαζὶ μὲ τήν νέργειά της― μία ἄκτιστη οσία ἀποκαλύπτεται ὑποστατικὰ ὡς ἄκτιστη ὑπόσταση (« ν»), ἀφοῦ δὲν νοεῖται οὐσία ἀνυπόστατη.
Γιὰ τὶς φι­λο­σο­φικές, ψυ­χο­λο­γικὲς καὶ θε­ο­λο­γικὲς ση­μα­σί­ες ἱστο­ρικὰ καὶ συ­στη­μα­τικὰ τῆς ἔννοιας τοῦ προ­σώ­που ἔχου­με ἀσχο­λη­θεῖ ἀρκετὰ σὲ ἄλλα δη­μο­σιεύ­μα­τα, ὅπου ὁ ἐνδια­φε­ρό­με­νος μπο­ρεῖ νὰ βρεῖ καὶ ὅλη τὴ σχε­τικὴ βι­βλιο­γρα­φί­α (ἑλλη­νικὴ καὶ ξέ­νη), πα­λαιό­τε­ρη καὶ σύγ­χρο­νη.

ΟΙ ΚΥ­ΡΙΟ­ΤΕ­ΡΕς ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ-ΘΕ­Ο­ΛΟ­ΓΙ­ΚΕΣ ΣΗ­ΜΑ­ΣΙΕΣ
ΤΟΥ Ο­ΡΟΥ ΠΡΟ­ΣΩ­ΠΟ

  1. Τὸ ἐμπρόσθιο μέ­ρος τοῦ κε­φα­λιοῦ τοῦ ἀνθρώ­που (Ματ­θ. 6, 17).
  2. Ἡ ὄψη/φυ­σιο­γνω­μί­α κά­ποιου (Δευτ. 4, 38, Ψαλ­μ. 21, 10).
  3. Ἡ ἐπι­φά­νεια τῆς γῆς (Γεν. 2, 6).
  4. Ἡ προ­σω­πί­δα καὶ ἡ θε­α­τρι­κή persona.
  5. Ἡ εὐνο­ϊκὴ διά­θε­ση κά­ποιου (Μα­λαχ. 1, 8).
  6. Ἡ ἀνθρώ­πι­νη ὑπό­στα­ση: Στω­ι­κοί, Πλωτῖνος, Χρι­στια­νι­σμός, Ὑπαρ­ξι­σμός (G. Marcel, R. Guardini, Th. Hacker, P. Wust, K. Barth, E. Brunner, F. Gogarten, D. Bonhoeffer, P. Tillich, N. Berdiaeff, K. Jaspers) καὶ Personalism (M. Scheler, J. Lacroix, J. Maritain, G. Madinier, Μ. Nédoncelle, E. Mounier, M. Buber).
  7. Α­το­μι­κή ε­νέρ­γεια (Γεν. 3, 19).
  8. Ἡ ἐνώ­πιος ἐνω­πίῳ στά­ση (tête à tête).
  9. Τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στικὰ γνω­ρί­σμα­τα ἑνός ἀνθρώ­που.
  10. Ἡ ἀνα­φο­ρι­κό­τη­τα/σχε­σια­κό­τη­τα (eksistentia) τῆς ἀνθρώ­πι­νης ὕπαρ­ξης (S. Kierkegaard, M. Scheler, H. Cohen).

ΟΙ ΚΥ­ΡΙΟ­ΤΕ­ΡΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ-ΘΕ­Ο­ΛΟ­ΓΙ­ΚΕΣ ΣΗ­ΜΑ­ΣΙΕΣ
ΤΟΥ Ο­ΡΟΥ Υ­ΠΟ­ΣΤΑ­ΣΗ

  1. Τὸ νὰ ὑπάρ­χει κά­τι ὡς ὀντολογικὴ πραγματικότητα.
  2. Αὐτοτελής οὐσία ἤ ὕπαρξη, ἡ ὁποία ὅμως συνδέεται συνεκτικὰ μὲ μία ἄλλη (Πλωτῖνος).
  3. Μί­α συγκεκριμένη καὶ πραγ­μα­τικὴ ὕπαρ­ξη (Στωικοί, Νεοπλατωνικοί, Ἀρτε­μί­δω­ρος).
  4. Ὑπο­στάθ­μη, ἀπόθε­μα (Ἀρι­στο­τέ­λης).
  5. Θε­μέ­λιο, ὑπό­βα­θρο, (ὑπο)στή­ρι­γμα (Ἀρι­στο­τέ­λης).
  6. Μία φα­ντα­στικὴ ὀντό­τη­τα (κατὰ νοητικὴ ἀφαίρεση).
  7. Ἡ αἰσθητὴ ὀντότητα, ἐνόσῳ συγκρατεῖται σὲ συνεκτικὴ ἑνότητα ζωῆς ἀπὸ τήν κοσμικὴ ψυχὴ (Πλωτῖνος).
  8. Ἡ χρο­νικὴ διάρ­κεια (Γα­λη­νός).
  9. Ἀφε­τη­ρί­α.
  10. Ὁ σκο­πός μιᾶς ἐνέρ­γειας.
  11. Στρα­τό­πε­δο (Α’ Βασ. 13, 23).
  12. Κατ’ Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, «τ τς ποστάσεως νομα δύο σημαίνει∙ πλς μν γρ λεγόμενον σημαίνει τν πλς οσίαν, δ καθ’ αυτν πόστασις τ τομον σημαίνει κα τ φοριστικν πρόσωπον».
  13. Ἡ ὑπο­κει­μέ­νη (πραγ­μα­τικὴ) οὐσί­α/ὕλη ἑνός πράγ­μα­τος ἤ προσώπου (Ἑβρ. 1, 3, L. Seneca, M. Quindilianus) ποὺ ὑπάρχει ὡς βάση (θεμέλιο) καὶ ὑπόστρωμα (βλ. πο-κείμενο), καὶ στηρίζει τήν ἐξωτερικὴ του μορφδος (Θεόφραστος), ἤ τὸ ἰδιαί­τε­ρο ἤ χα­ρα­κτη­ρι­στικὸ φυ­σικὸ ἰδί­ω­μα προσώπου ἤ πράγ­μα­τος (Αὐγουστῖνος). Γρά­φει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ Μ. Ἀθα­νάσιος: «γ εμι  ν∙ δι δτο ερεμίου∙ Τίς στιν ν ποστήματι ατο, κα εδε τν λόγον ατο; κα μετ’ λίγον∙ Κα ε στησαν ν τ ποστάσει μου, κακουσαν τν λόγων μου.  δ πόστασις οσία στ, κα οδέν λλο σημαινόμενον χει  ατ τ ν∙ περ ερεμίας παρξιν νομάζει λέγων∙ Κα οκ κουσαν φωνν πάρξεως.  γρ πόστασις κα  οσία παρξίς στιν. στι γρ κα πάρχει. Τοτο νον κα Παλος, γραψεν βραίοις∙ ς ν παύγασμα τς δόξης, κα χαρακτρ τς ποστάσεως ατο. Οτοι δ ο δοκοντες εδέναι τς Γραφς, κα νομάζοντες αυτος εναι σοφος, μ θέλοντες πόστασιν λέγειν π Θεο». Ὁμοίως, ὁ Γρηγόριος Νύσσης παρατηρεῖ: «Τοῦτο ον στιν  πόστασις, οχ  όριστος τς οσίας ννοια, μηδεμίαν κ τς κοινότητος το σημαινομένου στάσιν ερίσκουσα, λλ’  τ κοινν τε κα περίγραπτον ν τ τιν πράγματι δι τν ἐπιφαινομένων ἰδιωμάτων παριστσα καπεριγράφουσα».

ΕΝ­ΝΟΙΟ­ΛΟ­ΓΙ­ΚΕΣ ΚΑΙ ΣΗ­ΜΑ­ΣΙΟ­ΛΟ­ΓΙ­ΚΕΣ ΘΕ­Ο­ΛΟ­ΓΙ­ΚΑ
ΔΙΑ­ΦΟ­ΡΟ­ΠΟΙ­Η­ΣΕΙΣ ΜΕ­ΤΑ­ΞΥ ΠΡΟ­ΣΩ­ΠΟΥ ΚΑΙ Υ­ΠΟ­ΣΤΑ­ΣΗΣ

Ὁ Οἰκουμενικὸς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας Βασίλειος  Μέγας (330-378) γνωρίζει τὴ διάκριση προσώπου καὶποστάσεως: « πλαττομένη, οχ νς δ προσώπου μνήμη, λλ τριν ποστάσεων».
Ἀλλὰ καὶ κατὰ τόν ἅγιο μφι­λό­χιο ἐπίσκοπο Ἰκονίου (340-395), ὁ συγ­χέ­ων τὸ πρό­σω­πο μὲ τήν πό­στα­ση ἐντάσσεται στήν αἵρε­ση τοῦ Σα­βελ­λια­νι­σμοῦ (ὅπως οἱ Ἀνα­το­λι­κοὶ κα­τη­γο­ροῦσαν τούς Λα­τί­νους).
Ὁμοίως, ὁ μεγάλος θεολόγος τοῦ 8ου αἰώνα καὶ Οἰκουμενικὸς διδάσκαλος ω­άν­νης  Δα­μα­σκη­νός (680-755) ἀφιερώνει εἰδικὸ ὁρισμὸ γιὰ τήν πόσταση καὶ εἰδικὸ γιὰ τὸ πρόσωπο: « δ πόστασις θέλει χειν οσίαν μετ συμβεβηκότων κα καθ’αυτν φίστασθαι κα ασθήσει γουν νεργεί θεωρεσθαι. δύνατον δ δύο ποστάσεις μ διαφέρειν λλήλων τος συμβεβηκόσι κα ριθμ διαφέρειν λλήλων. Χρ δ γινώσκειν, τι τ χαρακτηριστικ διώματα τ συμβεβηκότα εσ τ χαρακτηρίζοντα τνπόστασιν». Μὲ μία φράση, «τ κοινόν μετ το διάζοντος χει  πόστασις».
Ἐξάλλου, «πρόσωπόν στιν, περ δι τν οκείων νεργημάτων τε κα διωμάτων ρίδηλον κα περιωρισμένην τν μοφυν ατοπαρέχεται μν τν μφάνειαν, οον μφάνειαν, οον  Γαβριλ τ γί θεοτόκ διαλεγόμενος, ες τν γγέλων πάρχων, μόνοςκεσε παρν διελέγετο, κεχωρισμένος τν μοουσίων γγέλων δι τς ν τ τόπ παρουσίας κα διαλέξεως, κα  Παλος π τνναβαθμν δημηγορν, ες τν νθρώπων ν, δι τν διωμάτων κα νεργημάτων ατο τν λοιπν νθρώπων διεστέλλετο».
Τέλος, ὁ ση­μα­ντι­κός βυ­ζα­ντι­νός λό­γιος, ἱστο­ρι­κός καὶ με­γά­λος λο­γο­θέ­της τοῦ 13ου αἰώ­να Γε­ώρ­γιος κρο­πο­λί­της (1220-1282) στὸ ἔργο του <Λό­γος κατ Λα­τί­νων> (2, 17) δια­κρί­νει σαφῶς με­ταξύ προ­σώ­που καὶ πο­στά­σε­ως: «τ γάρ φη­σιν  Χρι­στς; ρ’ γ κα  πα­τήρ πρόσω­πόν σμεν ν;  το­μον;  πό­στα­σις;», ἀνα­φέ­ρο­ντας τὰ «ἰδιώ­μα­τα» στίς «θεαρχικές» πο­στά­σεις.

Συ­μπε­ρά­σμα­τα

Φι­λο­σο­φι­κο-θε­ο­λο­γικὰ, ὡς γνω­στό, ἰσχύ­ει γε­νικὰ τὸ τοῦ Μ. Ἀθα­να­σί­ου: « φύσις δύναται χειν ν αυτπλείους τς ποστάσεις. Κα γρ ο νθρωποι, ξ νς σώματος ντες κα μις πνος πάντες, μις σμεν φύσεως κα οσίας. ποστάσεις δ πολλα. Κα γρ πόστασις δι τοτο λέγεται, π το στήκειν τ οσί. Κα  μν φύσις κα  οσία λέγεται καθολικ δ πόστασις μερικ».
Ἄρα, κυριο­λε­κτι­κά, ἡ χρή­ση τοῦ ὅρου πό­στα­σις, τὴν ὁποία μάλιστα προτιμᾶ (ὡς τὸ ὀντολογικὸ θεμέλιο τῆς ὕπαρξης) Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔναντι τοῦ ὅρου πρόσωπον (στὸ ὁποῖο, ὡστόσο, προσδίδει μία πιὸ φιλελεύθερη ἔννοια), δη­λώ­νει θε­ο­λο­γικὰ μί­α βαθύτε­ρη ὀντο­λο­γικὰ ὑφὴ («πο­στσα φύ­σις»), καὶ ἄρα διασώζει τὴ φυσικ «ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων» μετα­ξύ τῶν τριῶν ὑπάρ­ξε­ων τῆς Ἁγί­ας Τριά­δας, ἀπὸ ὅ,τι λ.χ. ἡ λέ­ξη πρό­σω­πον ―ποὺ περισσότερο ἀπαντᾶ γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στὶς ad extra σχέσεις τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ σήμερα, ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Προτεσταντισμοῦ, πού, ἔναντι τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ (ὁ ὁποῖος πλατωνικὰ προτάσσει τὴ νοητικὴ οσία ἔναντι τῆς παρξης: universalia ante res), προτάσσει, ὅπως ὁ Ἀβελάρδος, τὴ βουλητικὴ παρξη ἔναντι τῆς οσίας (universalia post res), ἔχει προσλάβει μία ἀνθρωπιστική, κοινωνική, σχεσιακή, ἠθική, ὑπαρξιακή, περσοναλιστικὴ καὶ πνευματικὴ ἔννοια (πρβλ. «κκλησιολογικ πόσταση»)―, ἀφοῦ ἡ πό­στα­ση ἐννοιο­λο­γικὰ συνδέεται στενότατα μὲ κάποια φύ­ση (οὐσί­α): «που γρ ν μία τς Τριάδος πόστασις παρ, πσα πάρεστιν  Τριάς.διασπάστως γρ χει πρς αυτν, κα νωται μετ κριβείας πάσης»∙ ἤ, κατὰ τὴν περιεκτικὴ διατύπωση Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ: «Μονὰς γὰρ ἐστι ἀσύγχυτος τῇ οὐσίᾳ καὶ τῷ κατ’ αὐτὴν ἁπλῷ λόγῳ ἡ ἁγία τριὰς τῶν ὑποστάσεων, καὶ τριὰς ἐστι ταῖς ὑποστάσεσι καὶ τῷ τρόπῳ τῆς ὑπάρξεως ἡ ἁγία μονὰς».
Κατὰ τὴν προ­χαλ­κη­δό­νεια πε­ρί­ο­δο, «πόστασιν μν λέγομεν, γούμενοι τατν εναι επεν πόστασιν κα οσίαν∙ μίαν δ φρονομεν, δι τ κ τς οσίας το Πατρς εναι τν Υἱὸν, κα δι τν ταυτότητα τς φύσεως∙ μίαν γρ θεότητα». Σύμ­φω­να μὲ τὸν Μ. Ἀθανάσιο, ὁ «χαρακτρ τς ποστάσεως, οχ δ τςνεργείας.  δ χαρακτρ τς ποστάσεως οκ κ προ­κοπς τε­λειοται, λλ’ ν ατ τ εναι χει τ τέ­λειον…ξ ατς τς ταυ­τό­τη­τος». Ἔτσι, δογ­μα­τολογικὰ δὲν μπο­ροῦμε νὰ ποῦμε π.χ. γιὰ τὸν Ἰη­σοῦ Χρι­στὸ ὅτι εἶναι «πρό­σω­πον σε­σαρ­κω­μέ­νον», ἀλλ’ «πό­στα­σις σε­σαρ­κωμέ­νη», ἐφό­σον ὁ Υἱός καὶ Θ. Λό­γος «χαρακτρ γρ στι τς το Πατρός ποστάσεως, κα φς κ φωτς, κα δύναμις κα εκν ληθιν τς το Πατρός οσίας». Ἡ δεύ­τε­ρη πό­στα­ση τῆς τρια­δικῆς θε­ό­τη­τας κα­τα­στάθη­κε πόστα­ση καὶ τῆς ἀνθρώ­πι­νης φύ­σης. Γι’ αὐτό, ὁ Μ. Ἀθα­νά­σιος ὡς συ­νώ­νυ­μα τῶν τριῶν πο­στά­σε­ων χρη­σι­μο­ποιεῖ καὶ τοὺς ὅρουςδυ­νά­μειςτά­ξεις καὶ δό­ξας.
Ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς προ­η­γού­με­νης νο­η­μα­τοδό­τη­σης, συ­νι­στᾶ ἡ ἔννοια τῆς ποιο­τικῆς δια­φο­ρο­ποι­ή­σε­ως με­τα­ξύ τῶν πο­στά­σε­ων τοῦ Θ. Πα­τρός καὶ τοῦ Υἱοῦ Θ. Λό­γου· μὲ ἄλλα λό­για, ὁ Υἱός δὲν ἀπο­τε­λεῖ ἁπλῶς ἕνα ἀντίγρα­φο «πρό­σω­πο» (ἤ σωσ­ί­α) τοῦ Θ. Πα­τρός, ἀλλ’ μο­ού­σια πό­στα­ση, πρᾶγμα ποὺ λεκτικὰ δὲν μπο­ρεῖ πάλι νὰ ἀποδοθεῖ per se γιὰ τὸ πρό­σω­πο (λ.χ. ἕνα «ὁμο­ού­σιο πρό­σω­πο»). Κατὰ τὸν Μ. Ἀθα­νά­σιο, ἡ μὴ χρή­ση τοῦ ὅρου πό­στα­σις ἀπο­τε­λεῖ γνώ­ρι­σμα τῶν Ἀρειο­μα­νιτῶν (ὅπως οἱ Λατῖνοι κα­τη­γο­ροῦσαν τούς Ἀνα­το­λι­κούς Πα­τέ­ρες), οἱ ὁποῖοι «λέγουσιν πηλλοτριωμένας κα πεξενωμένας, λλοτριοουσίους τε λλήλων, κα κάστην καθ’ αυτν πόστασιν διρημένην, ς στι τ τε λλα κτίσματα».
Συ­νεπῶς, δὲν χωρίζονται οἱ τρεῖς Θεῖες ποστάσεις, ὅπως λ.χ. θὰ μπορούσαμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ἀτομικὰ γιὰ κάθε ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο (persona), οὔτε τὸ κά­θε «πρό­σω­πο» (persona) τῆς Ἁγί­ας Τριά­δας ἀνθρωπομορφικὰ «ἀκούει» [< per sonus (= ἦχος), ἤ < ψ (= ἡ φωνὴ)] ἤ «ὁρᾶ» [< πρός + ψ (= ὀφθαλμός)]  ―ὅπως ψυχολογιαρχικὰ ἰσχυ­ρι­ζό­ταν πρῶτος ὁ ἱερός Αὐγου­στῖνος (354-430), ὕστε­ρα τόν 12ο αἰώ­να ὁ αὐγουστια­νός μυ­στι­κός καὶ ἅγιος Richard Victor ἤ Victorinero (1162-1173) καί, στὴ συ­νέ­χεια, ὁλόκληρη ἡ δυτικὴ Ἐκκλησία (ταυτίζοντας πρόσωπο καὶ πόσταση, καὶ προκαλώντας ἔτσι περαιτέρω δογματική σύγχυση) καὶ ὁ χρι­στια­νι­κός Περ­σο­να­λι­σμός (πα­ραλ­λη­λί­ζο­ντας τήν ἁγιο­τρια­δικὴ κοι­νω­νί­α μὲ τὴ δια­προ­σω­πικὴ σχε­σιακὰ κοι­νω­νί­α τῶν ἀνθρώ­πων)― τό κυκλικὰ αὐτεννοιοδοτούμενο ἄλλο σὲ μία γώ ―σ (δηλ. διαλογικὴ/διαπροσωπικὴ) σχέ­ση (Ich-Du-Beziehung∙ βλ. Μ. Buber, F. Rosezweig κ.ἄ.), τ.ἔ. ὡς ἱστά­με­νο ἀπέ­να­ντί του (γιὰ νὰ ἐπα­λη­θευ­θεῖ ἐπα­κριβῶς τὸ νό­η­μα τοῦ ἀνθρω­πομορ­φι­κοῦ ὅρουPersonsein), ὅπως πί­στευε ὁ Γερ­μα­νός ἰδε­α­λι­στής φι­λό­σο­φος G. W. F. Hegel (1770–1831), μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «δίδεσθαι/προ­σφέ­ρεσθαι σὲ ἕνα κα­τέ­να­ντι» (Gegenüber) καὶ ἔτσι ἀνα­κτώ­ντας ἀκριβῶς τὸν αυ­τόν μέ­σα στὸν λλον, ἀλλὰ κοι­νω­νοῦν με­τα­ξύ τους μὲ μί­α βα­θύ­τε­ρη, ἄρρη­τη καὶ μυ­στη­ριω­δέ­στατη σχέ­ση: «διαιρεται γρ διαιρέτως, να οτως επωμεν, κα συνάπτεται διρημένως. ν γρ ν τρισν  θεότης, κατ τρία ν, ν ος  θεότης,  τ γε κριβέστερον επεν,   θεότης, θεν καστον, ν θεωρεται μόνον, τονο χωρίζοντος τ χώριστα, θεν τ τρία μετ’ λλήλων νοούμενα τ ατ τς κινήσεως κα τς φύσεως», ἀφοῦ «λον μν τ πλήρωμα τς θεότητος  Πατρ ς πατρ∙ λον δ τ πλήρωμα τς θεότητος Υἱὸς ς υἱὸς».
Χριστιανικά, ἡ ὑπαρκτικὴ διανθρώπινα (ἐμπειρικὴ ἀγαπητικὰ) σχέση δέν εἶναι προϋπόθεση τοῦ «εναι-πρόσωπον», ὅπως δέχεται μία προσωποκρατικὴ ὀντολογία, ἀλλὰ καρπός του, ποὺ ὀφείλεται στὴν κατὰ Χάρη μετοχὴ στὸ πλήρωμα τῆς «προσωπικῆς» τριαδικῆς ζωῆς. Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ πρόσωπο δὲν τὸ δημιουργεῖ ἡ σχέση ἤ σχεσιακότητα, ἀλλ’ εἶναι ατ ποὺ τὴ δημιουργεῖ: βρίσκομαι σὲ μία (τεταμένη/ἔντονη) σχέση, καὶ μάλιστα μὲ κάτι ποὺ εἶναι χωρὶς σχέση! Ἔτσι, τὸ πρόσωπο ὡς νόημα (καὶ ὄχι ὡς ψιλὴ ὕπαρξη), ὅπως παρατηρεῖ ὁ Husserl, προηγεῖται τοῦ «εἶναί» του, δηλ. τῆς προσωπιστικῆς του οὐσίας. Ὀθόδοξα, τὸ πρόσωπο, στὰ πλαίσια τῆς Τριαδολογίας, δέν δηλώνει μία σχέση ἀπόλυτων ἑνικοτήτων/μοναδικοτήτων (σημειακῶν ὑπάρξεων), δηλ. τήν ἀτομικὴ ἑτερότητα τῶν τριαδικῶν ποστάσεων, ἀλλὰ πάντα τὸ «κατ’ οσίαν» πρόσωπο, γεγονός ποὺ ἀπαγορεύει κάθε λογικὴ διάζευξη ἤ συμπλοκὴ οσίας καὶπροσώπου. Μὲ ἄλλα λόγια, δέν ἀποτελεῖ μόνη ἡ ὑπόσταση τοῦ Πατέρα, ὡς ἰδιωτικὴ ὑπόθεση, «πρόσωπον», ἀλλ’ ὁ «κατ’ οσίαν» Πατήρ, τ.ἔ. ὁ Θεός Πατήρ: «Κα  Πατήρ, οκ πε Πατήρ, Θεός∙ λλ’πε οσία τοιάδε, ες στι Πατήρ, κα  Υός Θεός. Κα δι’ ν ατίαν Πατήρ  Θεός, κα Υός Θεός καΠνεμα γιον Θεός».
Ὅμως, πέρα ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα, ἡ περσοναλιστικὴ ἑρμηνεία τῶν τριαδικῶν ποστάσεων ἀποδίδει ὀντολογικὴ ὕπαρξη ―δηλ. κατανοεῖ ὀντολογικὰ τίς κατηγορίες τοῦ προσώπου (μὲ ἀποτέλεσμα, οἱ τρόποιπαρξης τῆς Θείας οὐσίας νὰ καθίστανται ὀντογενετικές τῆς Θείας οὐσίας καὶ ἄρα, στὴ συνέχεια, νὰ ἔχουμε πολλές ὅμοιες ποστάσεις, λ.χ. πολλούς «Πατέρες», πολλούς «Υἱούς» κ.λπ.)― στίς ἄκτιστες μεθεκτές Θεῖες νέργειες (κυρίως τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης) τῆς κοινῆς ἀμέθεκτης Θείας οὐσίας, οἱ ὁποῖες, ὡς γνωστὸ, χαρακτηρίζουν κατ’ ἐξοχήν τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο στόν Περσοναλισμὸ. Τὸ ἴδιο, ὡς γνωστὸ, δίδασκε ὁ γνωστὸς Γερμανὸς φιλόσοφος Johann Gottlieb Fichte (1762-1814), προτάσσοντας τὸ ἀπόλυτο Ἐγὼ ὡς ἀρχὴ τοῦ παντὸς, καὶ ἐκλαμβάνοντάς το ὄχι ὡς οσία, ἀλλ’ ὡς νέργεια. Ἀλλ’, ἡ κάθε Θεία πόσταση δέν συνιστᾶ ἁπλᾶ ἕνα τροπικό ἰδίωμα τῆς Θείας οὐσίας, ἀλλὰ πλήρωμα τῆς κοινῆς τριαδικῆς οὐσίας.
Ἡ ἀπόλυτη καὶ πλήρης ταύτιση πόστασης καὶ προσώπου, πέρα ἀπὸ τὸ ὅτι ὁδηγεῖ στόν νθρωπομορφισμτοῦ Θείου, κινεῖται σὲ ἕναν κρυπτονεστοριανισμὸ καὶ μάλιστα τῆς β’ φάσεως (πρβλ. Θεοδώρητο Κύρου), μὲ παρακινδυνευμένες χριστολογικές συνέπειες (π.χ. εἴτε πρός μία χριστόμορφη ἤ ἄ-χριστη προσωπολογία ἤ τριαδικὸ χριστομονισμὸ, εἴτε πρός ἕναν ἄ-χριστο ἤ καὶ ἀπνευμάτιστο Πατρομονισμὸ). Ἀλλὰ, πάνω ἀπὸ ὅλα, μὲ τὸν τριαδολογικὸ Περσοναλισμὸ καταστρέφεται ἡ «μοναρχία το Πατρός», ἀκυρώνεται πλήρως ἡ ὀντολογικὴ ἔνδειξη ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ (δεδομένου ὅτι ἀφενὸς ἡ παρξη, κατὰ τὸν Πρῶσσο φιλόσοφο Immanuel Kant (1724-1804), δὲν εἶναι κατηγόρημα, καὶ ἀφετέρου ἕνα «ἀντικείμενο», κατὰ τὸν S. Kierkegaard, ὑπάρχει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ κάποιο πρόσωπο σχετίζεται μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο μὲ αὐτό), ἐφόσον ἡ λέξη πρόσωπο δέν φέρει τήν ὀντολογικὴ βαρύτητα τοῦ ὅρου πόσταση, καὶ, τέλος, ἐξαρτᾶ ὅλη τὴ χριστιανικὴ Θεολογία ὄχι ἀπὸ τήν πόσταση τοῦ Χριστοῦ (ποὺ συνιστᾶ τὴ ρίζα τοῦνυπόστατου), ἀλλ’ ἀπὸ τίς σχέσεις τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας. Μὲ ἄλλα λόγια δηλ. μεταβάλλει τὴν τριαδικὴ Θεολογία σὲ κοινωνικὴ Ἀνθρωπολογία καὶ Ψυχολογισμό. Ὅμως, τὸ καθένα τριαδικὸπρόσωπο καθαυτὸ δέν μπορεῖ θεολογικὰ νὰ δημιουργήσει σχέσεις (εἴτε ad intra, εἴτε ad extra), γιατὶ τὸ ἰδιαίτερο δίωμα ποὺ δηλώνει, δέν εἶναι κοινωνήσιμο. Κατὰ τὸν ἀείμνηστο καθηγητὴ π. Ἰ. Ρωμανίδη, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας «δέν μιλνε ποτ γι κοινωνία τν Προσώπων στν γία Τριάδα. Μιλνεντιθέτως γι τ κοινώνητο τν Προσώπων. Κοινωνία στν γία Τριάδα χομε μόνο στν οσία καστν φυσικ νέργεια τς οσίας τν Προσώπων».
Κατὰ τούς Μαξέντιο, Βοήθιο, Λεόντιο τόν Βυζάντιο καὶ Ἰουστινιανὸ, ἡ ταύτιση τῶν ὅρων πρόσωπον καὶπόστασις (ἡ πόσταση ὡς τὸ τελικὸ ἐπίπεδο στήν ἐξειδίκευση μίας κοινῆς οσίας) προκαλεῖ αἱρετικούς κινδύνους [βλ. Μονοφυσίτες, Νεστοριανούς, Ἀντιχαλκηδόνιους Ἀκέφαλους: Τιμόθεο Αἴλουρο καὶ Σεβῆρο Ἀντιοχείας (χριστολογικὴ ἕνωση ἀτομικῶν φύσεων)], ἀφοῦ ἡ πόσταση (ὄχι στήν Τριαδολογία, ἀλλὰ) στὴ Χριστολογία κατανοεῖται τριαδολογικὰ μόνο στή βάση τῶν ἐξωτερικῶν ποιοτήτων, ποὺ σημαίνουν τὴ διάκριση καὶ τὸ ἰδιαίτερο, καὶ δέν δίνεται διόλου σημασία στὸ γεγονός ὅτι αὐτή ἡ πόσταση(καὶ ὄχι ἡ φύση) ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο τῆς ὕπαρξης. Οἱ Καππαδόκες, ὅμως, σὲ ἀντίθεση μὲ τούς αἱρετικούς Νεστόριο, Εὐτυχῆ καὶ Ἀκέφαλους (Τιμόθεο Αἴλουρο καὶ Σεβῆρο Ἀντιοχείας), διέκριναν σαφῶς μεταξὺπόστασης καὶ οσίας στὴ Χριστολογία.
Κατὰ τούς Ἀνατολικούς Πατέρες, οσία καὶ παρξη στήν τριαδικὴ θεότητα συμπίπτουν ἀνθρωπίνως λογικὰ/φιλοσοφικὰ (ἤτοι «οἰκονομικὰ» καὶ ἀνθρωπομορφικὰ), ἄν καὶ ὄχι θεολογικὰ (ἐνδοτριαδικὰ), ὅπως λ.χ. δεχόταν ὁ Ἄνσελμος Κανταβριγίας (1033-1109) ὅσον ἀφορᾶ στὴ σχέση μεταξύ οσίας καὶπαρξης, ἤ ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκυνάτης ὅσον ἀφορᾶ στὴ σχέση μεταξύ ἀριστοτελικῆς «πρώτης οσίας» (δηλ.μορφς ἤ εδους) καί «εναι» (βλ. μεταφυσικὴ Ὀντοθεολογία). Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Πατερικὴ δυτική ἔννοια τῆς πόστασης (substantia) θεολογικὰ ἀντιστοιχεῖ στὸ ξεχωριστὸ «πρόσωπο», αὐτό δηλ. ποὺ ―ἀντίθετα ἀπὸ τήν ἀριστοτελικὴ οὐσιολογία― ὑποστήριζε ὁ Descartes, ὅτι δηλ. ἡ πόσταση δὲν δηλώνει ἰδιότητα τῶν πραγμάτων ὀντικὰ, ἀλλὰ τρόπο τῆς φυσικῆς σύστασης καὶ δομῆς τῆς ἴδιας τῆς οὐσίας, τ.ἔ. τῆς ἰδιότητας ποὺ τὰ ἴδια τὰ πράγματα διαθέτουν, σὲ σχέση πάντοτε μὲ τὴ δικὴ μας ἀντιληπτικὴ καὶ αἰσθητηριακὴ ἱκανότητα (πρβλ. Πέτρο Aureoli καὶ I. Kant).
Στήν Παλαιὰ Διαθήκη (Παροιμ. 27, 19) τό πρόσωπο σχετίζεται εἴτε μέ αὐτό ποὺ βλέπει, εἴτε μὲ αὐτὸ ποὺ βλέπεται (πρβλ. «φαίνεσθαι», δόξα, φῶς κ.λπ.), ἀφοῦ τὸ πρόσωπο εἶναι ὁ καθρέφτης τῆς «καρδίας» (Σ. Σειράχ 13, 25). Γιὰ παράδειγμα, γράφει Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, «πρόσωπον δ Πατρς  Υἱὸς, δι’ ογνωρίζεται  Πατήρ» καὶ ὁ «Υἱὸς ἀρχὴ τῆς πατρικῆς ὑπάρχει θέας, Πρόσωπον τοῦ Πατρὸς λεγόμενος». Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ ἄσαρκος Θ. Λόγος τοῦ Θ. Πατρὸς ἀποκαλύπτεται, ἐξωτερικεύεται, σαρκώνεται, γίνεται ἀνθρωπίνως ὁρατός, προσλαμβάνοντας καὶ δεύτερη φύση/οὐσία (τὴν ἀνθρώπινη). Μὲ αὐτὴν Του τὴ (διπλῆ) φύση καθίσταται τὸ πρόσωπο τοῦ Θ. Πατρός. Ἄρα, χριστολογικὰ ἡ ὅλη διπλῆ (θεανδρικὴ) φύση (δηλ. ὡς Θεάνθρωπος) τοῦ Θ. Λόγου ἔγινε, εἶναι καὶ λέγεται πρόσωπο. Συνεπῶς, ἄν ὁ Θ. Πατὴρ ἀποτελεῖ τὴν ὑπαρκτικὴ οὐσία ὅλης τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τήν οὐσιολογικὴ Της ὕπαρξη, ὁ σαρκωθεὶς Υἱὸς θὰ ἀποτελεῖ τὴν ὑπαρκτικὴ ὕπαρξη τοῦ Θ. Πατρός. Χριστολογικά, λοιπόν, δὲν πρόκειται γιὰ μία ἁπλῆ ἀντιστοίχιση μεταξὺ πόστασης καὶ προσώπου. Ἔτσι, ἑρμηνεύεται καὶ ἡ Παύλεια ἔκφραση «πρόσωπον πρός πρόσωπον», ἡ ὁποία ἀναφέρεται στήν ἀνθρώπινη θέα τῆς Θείας δόξας καὶ ὄχι στίς ἐνδοτριαδικές, ὅπου χρησιμοποιοῦμε τόν ὅρο πόσταση.
Σύμφωνα μὲ τὴν Κριτικ Φιλοσοφία τοῦ Kant, ἐνῶ ἡ λέξη πρόσωπο ἀποτελεῖ μία κατηγορικὴ ἔννοια (δηλ. ἀναφέρεται συνήθως στὰ ἐξωτερικὰ φαινομενολογικῶς κατηγορήματα), ὁ ὅρος πόσταση (ποὺ στόν ροτῆς Χαλκηδόνας ἀκολουθεῖ ἀμέσως μετὰ τὴ λέξη πρόσωπον, προσδιορίζοντάς την ἐπακριβέστερα, ὥστε νὰ ἀποκλεισθεῖ ἡ δυνατότητα νεστοριανικῆς ἑρμηνείας της) συνιστᾶ ὀντολογικὴ ἔννοια, δηλ. ἀναφέρεται ὡς ὀντολογικὴ «ἰδιότητα» στήν οὐσία τῶν πραγμάτων, καὶ ἐν προκειμένῳ στήν ὀντολογικοτριαδολογία τῶν τριῶν «ὑπάρξεων» τῆς Ἁγίας Τριάδας: « πόστασις τς κάστου πάρξεως σημεον στ».
Ἐξάλλου, φιλοσοφικά, μεταξύ ὄντος καὶ «εἶναι» μπορεῖ μὲν νὰ ὑφίσταται ἡ γνωστὴ «ντολογικδιαφορ» (Μ. Heidegger), ἀλλὰ ταυτόχρονα τὰ δύο αὐτὰ μεγέθη (ν καὶ «εναι») συνδέονται μὲ μία φυσικὴ καὶ ὁμοούσια σχέση, κατὰ τὸν G. Marcel. Σύμφωνα μὲ τὸν Heidegger, τὸ ὀντικὸ ὡς πρὸς τὸ «εἶναι» του ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ὀντολογικό. Κατὰ τὸν Jaspers, ἡ φιλοσοφία τοῦ Ὑπαρξισμοῦ δὲν συνιστᾶ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ἀπολυτοποίηση τῆς ὕπαρξης, ἀλλὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ μία βαθύτατη ἑνότητα ἀνάμεσα στὸ ὑποστασιακὸ καὶ στὸ ὀντολογικό. Οἱ φιλοσοφίες τῆς ὕπαρξης δὲν ἀνάγουν τὸ πᾶν στὴνὕπαρξη, γιατὶ ἡ ὕπαρξη ὀφείλει πάντοτε νὰ ὁρίζεται σὲ σχέση μὲ ἕνα ἄλλο πρᾶγμα, διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτήν, ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἔννοια τῆς ὑπέρβασης. Μὲ ἄλλα λόγια, ὄντα καὶ «εἶναι» ἀποτελοῦν δύο ὅρους, ὅπου ὁ καθένας ὑπάρχει στὴ σχέση του μὲ τὸν ἄλλον. Κατὰ τὸν S. Kierkeggard, δὲν ὑπάρχει ὑποκειμενικότητα δίχως τὴ σχέση μὲ τὸ ὄν ποὺ μᾶς ὑπερβαίνει. Ὅμοια, κατὰ τὸν Heidegger, δὲν ὑπάρχει ὑποκειμενικότητα δίχως τὴν ἐμμονὴ στὸν κόσμο.
Ἄλλωστε, καὶ κατὰ τήν Ψυχολογία, γνωρίζουμε ὅτι ὀντικὰ ἡ φύση (δηλ. ἡ ἀντικειμενικότητα) προαπαιτεῖται γιὰ τὴ διάπλαση καὶ τὴ διαμόρφωση τοῦ προσώπου (δηλ. τῆς ὑποκειμενικότητας), ἄσχετα ἄν ἀξιολογικὰ (καὶ ὑπαρξιστικὰ) τό πρόσωπο ὑπερέχει τῆς φύσεως.
Ἔτσι, παρατηρεῖ ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὅτι ἡ Τριαδικὴ Θεία φύση προηγεῖται τῆς βουλήσεώς Της. Ὁμοίως, σύμφωνα μὲ τόν Γρηγόριο Νύσσης, δέν γεννᾶ ἡ πόσταση τοῦ Θ. Πατρός τήν κοινὴ (τριαδικὴ) οσία (δέν ἀποτελεῖ δηλ. ἡ πόσταση τοῦ Θ. Πατρός τήν ὀντολογικὴ αἰτία τῶν τριαδικῶν προσώπων) ―ἀλλά μόνο τὰ ποστατικ διώματα, δηλ. τούς ὑποστατικούς τρόπους ὕπαρξης τῆς κοινῆς Θείας οὐσίας, δηλ. τίς ἄλλες δύο ἐνούσιες ποστάσεις: τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος― τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἀλλ’ ἡπόσταση τοῦ Θ. Πατρός γεννᾶται ἐκ τῆς Θείας οὐσίας. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ (τριαδικὴ Θεία) φύση (essentia) εἶναι προϋπόθεση τῆς κάθε πόστασης.
Στὰ Λα­τι­νι­κά, η λέ­ξη essentia (οὐσί­α), ἐνῶ ἀρχικὰ δή­λω­νε τὸ «εἶναι», ἄρχι­σε στα­διακὰ νὰ ἀπο­κτᾶ ὁλο­έ­να καὶ πιὸ εἰδικὴ καὶ συ­γκε­κριμέ­νη σημα­σί­α, ὁπό­τε ἑνοποιήθηκε νο­η­μα­τικὰ μὲ τὴ λέ­ξη existence (ὕπαρ­ξη). Στον δε Με­σαί­ω­να, ὁ ἀντί­στοι­χος λα­τι­νικὸς ὅρος «substantia» ―μέσῳ τῆς λέ­ξης “quid est [= «τὸ τὶ ἐστὶ» > quidditas (γαλ­λ. quiddité)]― κα­τά­ντη­σε νὰ ση­μαί­νει καὶ νὰ με­τα­φράζε­ται στὰ Ἑλλη­νικὰ ὡς οσί­α (essence).
Τέλος, κατὰ Μάξιμο τόν Ὁμολογητὴ, θὰ ἦταν ἄτοπο νὰ εἰσάγουμε τήν ἔννοια τῆς θελήσεως μέσα στήν ἐσωτερικὴ ζωὴ τῆς θεότητας, ἀφοῦ οἱ τρεῖς Ὑποστάσεις τῆς παναγίας Τριάδας συνυπάρχουν πέρα ἀπὸ κάθε εἶδος σχέσης. Ἄν, πάλι, ἐπιχειρηθεῖ νὰ παραβληθεῖ ἡ σαρτρικὴ πρόταξη τῆς ὕπαρξης ἔναντι τῆςοὐσίας μὲ τὰ δύο θελήματα (Θεῖο καὶ ἀνθρώπινο) τοῦ Χριστοῦ, θὰ πρέπει νὰ ἀποσαφηνίσουμε ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Χριστολογία, τὰ πάθη τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ δέν προηγοῦντο τῆς (θε-ανθρώπινης) θελήσεώς Του, δεδομένου ὅτι τὸ θέλημα τῆς ἀνθρώπινής Του φύσεως «εἵπετο» τῆς Θείας Του. 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...