Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Μαΐου 01, 2013

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ (ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ)π. Γεώργιος Δορμπαράκης



  

Τή Μεγάλη Πέμπτη οἱ Πατέρες μας, μᾶς παρέδωσαν νά ἑορτάζουμε τέσσερα πράγματα: τόν ἱερό Νιπτήρα, τόν Μυστικό Δεῖπνο, τήν ὑπερφυᾶ προσευχή καί ἀκόμη τήν προδοσία τοῦ ᾽Ιούδα. ᾽Εκεῖνο τό τροπάριο πού συγκεφαλαιώνει καί συνδέει τά περισσότερα ἀπό αὐτά, ἐπισημαίνοντας τίς προεκτάσεις τους καί στή δική μας ζωή, εἶναι κυρίως ὁ οἶκος τοῦ κοντακίου τοῦ ὄρθρου τῆς ἡμέρας: ῾Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τόν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τούς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καί ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καί ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες καί ἀλλήλων τούς πόδας ἐκπλύνοντες. Αὐτός γάρ ὁ Χριστός οὕτως ἐκέλευσε τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς ὡς προέφησεν. ᾽Αλλ᾽ οὐκ ἤκουσεν ᾽Ιούδας ὁ δοῦλος καί δόλιος᾽.

       1. ῾Τόν ἄρτον ὑποδεξώμεθα᾽: Ὁ ὑμνογράφος, ἐκφράζοντας τήν πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας, μᾶς καλεῖ νά προσεγγίσουμε τή μυστική Τράπεζα, προκειμένου νά κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Βρισκόμαστε ἐνώπιον τοῦ κέντρου τῆς ᾽Εκκλησίας μας, τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας, τό ὁποῖο συνέστησε ὁ Κύριος ἀκριβῶς τήν ἡμέρα αὐτή, κατά τό Μυστικό Δεῖπνο.
Ὁ Κύριος στό Δεῖπνο αὐτό τέλεσε γιά πρώτη φορά ἐπί τῆς γῆς τή Θεία Λειτουργία, καλώντας τούς μαθητές Του νά φᾶνε τό ἅγιο σῶμα Του καί νά πιοῦνε τό τίμιο αἷμα Του. Τό ῾λάβετε, φάγετε, τοῦτο γάρ ἐστι τό σῶμά μου᾽ καί τό ῾πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γάρ ἐστι τό αἷμά μου᾽ συνιστοῦν τά ἱδρυτικά τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας λόγια, τά ὁποῖα ἔκτοτε ἐπαναλαμβάνονται σέ κάθε ἀντίστοιχη σύναξη πιστῶν, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου ῾τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν᾽, διαιωνίζοντας ἀκριβῶς ἐν Πνεύματι τόν Μυστικό Δεῖπνο. Ἡ Θεία Λειτουργία ἔ τ σ ι κατανοεῖται ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας: ὡς ἡ συνέχεια τοῦ Μ. Δείπνου, γι᾽ αὐτό καί πάντοτε θεωρήθηκε ὡς τό κέντρο, ὅπως εἴπαμε, τῆς ᾽Εκκλησίας, γύρω ἀπό τό ὁποῖο ῾πλέχτηκαν᾽ καί ὅλα τά ὑπόλοιπα μυστήρια αὐτῆς. Κι εἶναι θά λέγαμε λογικό: ὁ Κύριος πού ἐρχόμενος στόν κόσμο μᾶς ἔσωσε, μέ τήν ἔννοια ὅτι μᾶς ἐνσωμάτωσε στόν ἑαυτό Του καί ἔτσι μᾶς συμφιλίωσε μέ τόν Θεό - κάτι πού ἐνεργοποιεῖται γιά τόν πιστό ἀπό τήν ὥρα πού βαπτίζεται καί χρίεται στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ - ὁ ῎Ιδιος μᾶς τρέφει μέ τό σῶμα καί τό αἷμα Του, γιά νά διατηρηθεῖ αὐτή ἡ σχέση Του μαζί μας καί νά αὐξηθεῖ ῾μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ᾽.
        Ταυτοχρόνως στό μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας ὁ Χριστιανός βιώνει αὐτό πού ἡ ᾽Εκκλησία μας κατανοεῖ ὡς Παράδοσή της. Παράδοση δέν εἶναι αὐτό πού ἔχει ἐπικρατήσει ἤ ἐπικρατεῖ ὡς εὐλογημένη ἴσως συνήθεια σέ κάποιους χριστιανικούς χώρους, μᾶλλον δέν εἶναι ἡ σώζουσα Παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας. Παράδοση καθαυτό εἶναι ἡ ἴδια ἡ Θεία Λειτουργία, τό μυστήριο τῆς προσφορᾶς τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, τό ὁποῖο ᾽Εκεῖνος παρέδωσε στούς μαθητές Του καί οἱ μαθητές Του στή συνέχεια παρέδωσαν στίς μετέπειτα γενιές. Τό διατυπώνει ἔξοχα ὁ ἀπ. Παῦλος στήν Α´ πρός Κορ. ἐπιστολή του, ὅταν λέει: ῾ἐγώ γάρ παρέλαβον ἀπό τοῦ Κυρίου ὅ καί παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδετο ἔλαβεν ἄρτον καί εὐχαριστήσας ἔκλασε καί εἶπε: λάβετε φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τό σῶμα τό ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον. Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν. ῾Ωσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνῆσαι λέγων: τοῦτο τό ποτήριον ἡ καινή διαθήκη ἐστίν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι. Τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἄν πίνητε, εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν. Ὁσάκις γάρ ἄν ἐσθίητε τόν ἄρτον τοῦτον καί τό ποτήριον τοῦτο πίνητε, τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ᾽ (11, 23-26). Κι αὐτή βεβαίως ἡ Παράδοση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου γίνεται μέ τή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού σημαίνει ὅτι ἡ Παράδοση ἔχει ἁγιοπνευματικό καί δυναμικό χαρακτήρα, ἄρα εἶναι ζωή καί ἀπαιτεῖ τή ζωή τῶν ἀνθρώπων γιά τή συνάντηση μαζί της. Καταλαβαίνει κανείς ἀπό τήν ἄποψη αὐτή πόσο πλανεμένη καί ἐκτός πραγματικότητας εἶναι ἡ ἀντίληψη ὁρισμένων ὅτι ἡ Παράδοση εἶναι μουσειακή κατάσταση καί συντηρητισμός, καλύτερα: πίσω ἀπό τήν ἀντίληψη αὐτή κρύβεται ἡ ἀπιστία καί ἡ ἀθεΐα τοῦ ἀνθρώπου.

       2. Ὁ ὑμνογράφος, λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθουμε, μᾶς καλεῖ νά κοινωνήσουμε ῾τόν ἄρτον᾽, ὑπενθυμίζοντας ὅμως καί τίς προϋποθέσεις τῆς κοινωνίας αὐτῆς: τό φόβο καί τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Ἡ συμμετοχή στή Θ. Κοινωνία δηλαδή δέν γίνεται ἀπροϋπόθετα. Μιά συμμετοχή στά ἄχραντα μυστήρια ῾εἰκῇ καί ὡς ἔτυχεν᾽, χωρίς τήν ἐνδεδειγμένη μετάνοια καί χωρίς ἐπίγνωση, δημιουργεῖ τίς συνθῆκες ἐπανάληψης τοῦ δαιμονισμοῦ τοῦ ᾽Ιούδα. Μή ξεχνᾶμε ὅτι καί ὁ ᾽Ιούδας κοινώνησε, ἀλλά μέ τήν προδοσία ἐν ἐξελίξει, μέ ἀποτέλεσμα νά δαιμονιστεῖ καί νά καταστραφεῖ. Καί τοῦτο γιατί ὁ εὐλογημένος ἄρτος δρᾶ μέσα στόν ἄνθρωπο ἐνεργοποιώντας ὅ,τι συναντᾶ στήν ψυχή του: φιλοθεΐα ἤ μισανθρωπία. Σάν τή βροχή πού πέφτοντας στή γῆ θά φέρει τήν καρποφορία εἴτε τῶν ἀγαθῶν σπερμάτων εἴτε τῶν ζιζανίων. ῎Ετσι μπορεῖ κανείς νά κοινωνήσει καί ἀντί νά καλυτερεύσει, μέ τήν ἔννοια τῆς πνευματικῆς προόδου του, νά χειροτερεύσει. Οἱ προϋποθέσεις λοιπόν κατά τόν ὑμνογράφο εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Κι αὐτά τά δύο συνδέονται ἄμεσα μεταξύ τους, φανερώνοντας τή λειτουργία τῆς μετανοίας. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ πού γνώρισμα ἔχει τήν τήρηση τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν ὁδηγεῖ στήν κάθαρση τῆς ψυχῆς, κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἑτοιμότητα μετοχῆς στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου. Ἡ μετοχή αὐτή αὐξάνει τήν καθαρότητα κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος θεώνεται ἀπό τίς θεοποιές ἐνέργειες τοῦ μυστηρίου καί πορεύεται ῾ἀπό δόξης εἰς δόξαν᾽, δεδομένου ὅτι ποτέ δέν ὑπάρχει τέλος στή διαδικασία αὐτή τῆς μετανοίας καί στήν ἐν Θεῷ αὔξησή του. Στήν κατάσταση αὐτή ὁ πιστός γίνεται κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ καί ῾ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ᾽ μιά ἄλλη φανέρωση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο.

       3῾συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ᾽: ὁ ὑμνογράφος τήν μόλις παραπάνω ἀναφερθεῖσα ἀλήθεια καταγράφει μέ τή συγκεκριμένη φράση. Ὅ,τι συνέβη στόν Μυστικό Δεῖπνο λειτουργεῖ ἀρχετυπικά, πού σημαίνει ὅτι πολλοί ἀκολουθοῦν, ὅπως ἤδη εἴπαμε, τό παράδειγμα τοῦ ᾽Ιούδα: κοινώνησε ἐν προδοσίᾳ τοῦ Χριστοῦ καί ἔφυγε γιά νά ὁλοκληρώσει αὐτήν τήν προδοσία. Ὁ ὑμνογράφος λοιπόν μᾶς προτρέπει νά συμπαραμένουμε μέ τόν Χριστό κι ἐκεῖ νά Τόν δοῦμε νά πλένει τά πόδια τῶν μαθητῶν καί νά τά σκουπίζει μέ τό λέντιο, προκειμένου μέ τόν ἴδιο τρόπο νά στεκόμαστε κι ἐμεῖς ἀπέναντι σέ κάθε συνάνθρωπό μας: ᾽ἀλλήλοις ὑποταγέντες καί ἀλλήλων τούς πόδας ἐκπλύνοντες᾽. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ὀρθή μετοχή στή Θ. Εὐχαριστία ὁδηγεῖ σέ γνήσια ἀκολουθία τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, δηλ. στήν ταπείνωση καί τήν ἐν ἀγάπῃ διακονία τῶν συνανθρώπων. Νά τό ποῦμε κι ὅπως τό διατύπωσε καί ὁ μεγάλος ρῶσος μυθιστοριογράφος καί βαθύς ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς Φ. Ντοστογιέφκσι στό τελευταῖο ἔργο του ῾᾽Αδελφοί Καραμαζώφ᾽: ῾Μπροστά σέ μερικές σκέψεις ὁ ἄνθρωπος στέκεται μπερδεμένος, ἰδίως μπροστά στή θέα τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, καί ἀναρωτιέται ἄν θά τήν πολεμήσει μέ βία ἤ μέ ταπεινή ἀγάπη. Πάντα ν᾽ ἀποφασίζεις: ῾Θά τήν πολεμήσω μέ ταπεινή ἀγάπη᾽. ῎Αν ἀποφασίσεις πάνω σ᾽ αὐτό μιά γιά πάντα, μπορεῖς νά κατακτήσεις ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ἡ γεμάτη ἀγάπη ταπείνωση εἶναι μιά τρομερή δύναμη: εἶναι τό πιό δυνατό ἀπ᾽ ὅλα τά πράγματα καί δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο σάν κι αὐτή᾽. Μετοχή στή Θ. Εὐχαριστία καί ἔχθρα πρός τό συνάνθρωπο ἤ ἀδικία του ἐκ μέρους μας καί ῾τσαλάκωμα᾽ τῆς προσωπικότητάς του μέ ὁποιονδήποτε τρόπο δέν μποροῦν νά συνυπάρξουν. Ὁ ὑμνογράφος εἶναι σαφής: Χριστιανός σημαίνει νά βλέπεις καί νά ἀκολουθεῖς τόν Χριστό, μέσα σέ εὐχαριστιακά, δηλ. ἐκκλησιαστικά πλαίσια, ζώντας πάντοτε τήν ταπεινή ἀγάπη Του. Κάθε τι διαφορετικό σημαίνει ἔκπτωση στή δολιότητα τοῦ ᾽Ιούδα.

Η αγία και Μεγάλη Τετάρτη. Γέροντος ιερομ. Πετρωνίου Τανάσε Προδρομίτη (†2011)


378343-003Ἡ ἁγία καί ΜεγάληΤετάρτη
Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε
Δικαίου Ρουμανικῆς Σκήτης
Τιμίου Προδρόμου
Ἁγίου Ὄρους
Ἡ τελευταία Λειτουργία τῆς Μεγάλης Τετάρτης εἶναι ἡ κατακλείς καί τό ἐπιστέγασμα ὁλοκλήρου τῆς  περιόδου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Μᾶς ἀποκαλύπτει τί θαυμαστά ἔργα ἠμπορεῖ νά ἐπιτελέση καί πόσες παγίδες καί πειρασμούς προξενεῖ, ὅταν ἀπουσιάζει ἀπό τήν ζωή μας.
Τό ζεῦγος τῶν γεγονότων τῆς ἡμέρας εἶναι: Ἡ ἁμαρτωλή γυναῖκα καί ὁ μαθητής Του, ὁ Ἰούδας, ὁ ἀνατροπεύς τῆς μετανοίας.
Ἡ ἁμαρτωλή εὑρίσκεται στήν χειρότερη κατάστασι τῆς ἠθικῆς πτώσεώς της, στήν ἀκολασία, ἐνῶ ὁ Ἰούδας στήν τιμιώτερη θέσι: εἶναι μαθητής τοῦ Δεσπότου.
Ἡ μετάνοια τήν ἁμαρτωλή γυναῖκα τήν ἀνυψώνει καί τήν κάνει μυροφόρο, ἐνῶ τόν Ἰούδα ἡ φιλαργυρία τόν καταβιβάζει στήν πλέον ἀπαίσια πτῶσι. Τόν κάνει προδότη τοῦ Διδασκάλου Του καί τέλος τόν ὁδηγεῖ στόν ἀπαγχονισμό του.Αὐτή ἡ ἀλλαγή τῶν δύο καταστάσεων μᾶς γεμίζει τήν καρδιά ἀπό φόβο καί ἀγωνία γιά τήν σωτηρία μας, ἀλλά καί συγχρόνως ἀπό ἐμπιστοσύνη καί ἐλπίδα στήν μεγάλη δύναμι τῆς μετανοίας.
Ἄς σταματήσουμε πιό σχολαστικά πάνω σ᾿ αὐτές τίς δύο καταστάσεις.
Οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ἰδιαίτερα, καί ὁ ἑβραϊκός λαός γενικά, εἶχαν πίστι ὅτι αὐτοί ὡς λαός ἐκλεκτός καί τηρητής τοῦ Νόμου πού ἦτο, ἦσαν προορισμένοι αὐτεπαγγέλτως νά εἶναι καί κληρονόμοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ὁ Σωτήρ σέ ἀλλεπάλληλες εὐκαιρίες τούς ἔδειξε ὅτι αὐτή ἡ πίστις τους εἶναι ἐσφαλμένη.
Ἡ παραβολή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, αὐτό ἀκριβῶς θέλει νά ἐκφράση: Ἕνας ἁμαρτωλός κι ἕνας δίκαιος μέ θέσεις καί ἔργα στήν ζωή τους, ξαφνικά ἀλλάζουν τίς θέσεις τους, λόγῳ τῆς ψυχικῆς τους ἀντιθέσεως. Οἱ γεωργοί τοῦ ἀμπελῶνος, ὅπως λέγει ἡ Παραβολή, στήν ἀρχή εἶχαν ἐμπιστοσύνη στόν οἰκοδεσπότη τοῦ ἀμπελῶνος, ἀλλά κατόπιν ἄκουσαν τήν σταθερή ἀπόφασι τοῦ Κυρίου: “Διά τοῦτο λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ᾿ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τούς καρπούς αὐτῆς” (Ματ.21,43).
Ὁ μαθητής Ἰούδας καί ἡ πόρνη πού μνημονεύονται τήν Μεγάλη Τετάρτη μᾶς ἐκφράζουν ἀκόμη πληρέστερα αὐτό τό πρᾶγμα. Ὁ μαθητής γνωρίζει καλλίτερα ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον τόν Κύριόν του. Εἶχε ζήσει χρόνια μαζί Του, εἶχε ἰδεῖ θαύματα, εἶχε ἀκούσει τόσες θαυμαστές διδασκαλίες καί μ᾿ ὅλα αὐτά, ἔγινε δοῦλος τῆς φιλαργυρίας καί κατήντησε σέ αἰώνια  ψυχική του ἀπώλεια.
Ἀντίθετα, ἡ ἀποξενωμένη, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν της γυναῖκα, προσκομίζοντας μόνο μέ μεγάλη μετάνοια τά δάκρυά της καί τό πολυτίμητο μῦρο, γίνεται μυροφόρος καί ἑτοιμάζει τά δέοντα γιά τόν ἐνταφιασμό τοῦ Κυρίου καί τό ἔργο της αὐτό διαλαλῆται πάντοτε σ᾿ ὅλο τόν κόσμο πρός ἀνάμνησιν (Μαρκ.14,9).
Ἡ ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου θέτει πάντοτε ἐνώπιόν μας αὐτές τίς δύο καταστάσεις: τοῦ μαθητοῦ καί τῆς ἁμαρτωλῆς γυναικός. Ἡ ἀλλαγή προῆλθε ἀπό τήν μετάνοια τῆς πόρνης καί τήν πτῶσιν τοῦ Ἰούδα, λόγῳ τῆς φιλαργυρίας.
“Πόρνη προσῆλθε σοι, μύρα σύν δάκρυσι κατακενοῦσα σου, ποσί Φιλάνθρωπε, καί δυσωδίας τῶν κακῶν λυτροῦται τῇ κελεύσει σου…μαθητής ὁ ἀχάριστος βορβόρῳ συμφύρεται, φιλαργυρίᾳ ἀπεμπολῶν σε…”. (Κάθισμα ὄρθρου τῆς ἡμέρας).
Ἐνῶ ἡ μοναχή Κασσιανή στό περίφημο Δοξαστικό τῶν Ἀποστίχων μᾶς ἐκφράζει τήν ψυχική ἀνησυχία πού εἶχε καί τόν ὀδυρμό τῆς πόρνης μπροστά στά πόδια τοῦ Κυρίου.
Ἡ ἀθάνατη διδασκαλία πού προκύπτει ἀπό τά γεγονότα αὐτῆς τῆς ἡμέρας δέν πρέπει σέ καμμιά περίπτωσι νά τήν ξεχνᾶμε. Αὐτό πού συνέβη μέ τόν Ἰσραήλ καί τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, τό ἴδιο μπορεῖ νά γίνη στόν Νέο Ἰσραήλ μέ τούς Χριστιανούς καί τούς ἱερούς Λειτουργούς τους, ἱερεῖς καί μοναχούς. Δέν ὁδηγεῖ στήν σωτηρία μόνο ἡ ἀντίληψις ὅτι εἴμεθα λαός ἐκλεκτός, Χριστιανοί, ἱερεῖς κλπ., ἀλλά ποιά θά εἶναι ἡ ἀπάντησις στήν πρόσκλησι γιά ἐσωτερική ζωή, μετάνοια  καί ταπείνωσι. Γι᾿ αὐτό οἱ ἅγιοι Πατέρες λέγουν συχνά ὅτι καλλίτερα ἕνας ἁμαρτωλός ταπεινός, παρά ἕνας ὑπερήφανος δίκαιος.
Στό τέλος τῆς Νηστείας ἡ μνημόνευσις τῆς πόρνης καί τῆς προδοσίας τοῦ Ἰούδα ἔχει μία ἰδιάζουσα ἐξήγησι. Πλησιάζουμε τό Ἅγιο Πάσχα, μετά ἀπό μία μακρά περίοδο προετοιμασίας μέ πολλούς κόπους. Ἄς μήν εἴμεθα ἀπράγμονες καί ἀδιάφοροι. Μία ἀπροσεξία μας μπορεῖ νά ἀφανίσει ὅλο τό κέρδος τῆς ψυχῆς μας, ὅπως ἔγινε μέ τό πάθος τῆς φιλαργυρίας τοῦ Ἰούδα.
Ἐπίσης ὁ φορτωμένος μέ πολλές ἁμαρτίες καί ἀποξενωμένος ἀπό τόν Θεό ἄνθρωπος, ἔχει κι αὐτός ἐλπίδα σωτηρίας. Μία εἰλικρινής μετάνοια καί ἀπάρνησις τῆς κακίας ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς, ἠμπορεῖ νά τόν ἀξιώση τῆς συγχωρήσεως, ὅπως συνέβη μέ τήν πρώην “δυσώδη καί βερβορωμένη ἐκπεσοῦσα γυνή”.
Μέ φόβο καί ἐλπίδα λοιπόν, ἄς ἐργαζώμεθα τήν σωτηρία μας. Μέ φόβο, λόγῳ ἀσθενείας καί καχεξίας τῆς ἀνθρωπίνες φύσεώς μας, μέ ἐλπίδα δέ, χάρις στήν δύναμι τῆς μετανοίας, ἡ ὁποία μᾶς ἀνορθώνει καί στήν ἀπέραντη εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, μπροστά στήν ὁποία καμμία ἁμαρτία δέν ἀνθίσταται. Καί ὁ Ἰούδας ἠμποροῦσε νά συγχωρηθῆ, ἐάν μετανοοῦσε. Μᾶς τό πιστοποιεῖ ἡ ἁμαρτωλή γυναῖκα, ἡ ὁποία χύνοντας τά πολλά δάκρυά της, λυτρώθηκε ἀπό τήν δυσωδία τῶν παθῶν της.
Τό αὐτό ὁμοίως μᾶς δείχνει καί ὁ ἄλλος μαθητής, ὁ Πέτρος, ὁ ὁποῖος μετά τήν τριττή ἄρνησί του καί τά πικρά δάκρυά του, ἔλαβε τήν συγχώρησι ἀπό τόν Κύριο, ὅπως ἡ πόρνη.
Ἡ Μεγάλη Τετάρτη εἶναι σκοτεινή καί λυπηρά ἡμέρα, λόγῳ τῆς διαβουλεύσεως τοῦ Ἰούδα γιά τήν πώλησι τοῦ Ἰησοῦ καί τῆς ἀποφάσεως τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων γιά τόν φόνο Του, καθώς μᾶς λέγει καθαρώτερα τό τροπάριο τῆς προφητείας στήν Τριθέκτη αὐτῆς τῆς ἡμέρας: “Σήμερον τό πονηρόν συνήχθη συνέδριον, καί κατά σοῦ κενά ἐμελέτησε. Σήμερον ἐκ συμφώνου τόν βρόχον Ἰούδας ἀρραβωνίζεται·  Καϊάφας δέν ἄκων ὁμολογεῖ, ὅτι εἷς ὑπέρ πάντων ἀναδέχῃ τό πάθος ἑκούσιον. Λυτρωτά ἡμῶν, Χριστέ ὁ Θεός δόξα σοι”.
Γι᾿ αὐτό τό ἐλεεινό ἔργο τοῦ μαθητοῦ καί τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν τόν Μεσσία, πού τόσο Τόν περίμεναν, ἡ Ἐκκλησία πενθεῖ ὅλες τίς Τετάρτες τοῦ ἔτους ἐπιβάλλοντας νηστεία καί προσευχή. Καί τοῦτο διότι ἡ ἁμαρτία τῆς πωλήσεως καί ἀρνήσεως τοῦ Δεσπότου, δέν ἐξαφανίσθηκε μέ τόν θάνατο τοῦ Ἰούδα, ἀλλά συνεχίζεται στούς αἰῶνες καί βαρύνει μέ τήν ἴδια ἐνοχή τούς Χριστιανούς. Διότι καί αὐτοί, ὅπως ὁ ἑβραϊκός λαός, ἀξιώθηκαν τῶν μεγίστων δωρεῶν τοῦ Δεσπότου, τήν ἐξαγορά ἐκ τῆς ἁμαρτίας, τήν τιμή τής μαθητείας καί ὅμως πωλοῦν τόν Δεσπότη μέ τά ἄτιμα χρήματα καί τίς μάταιες ἐπιδιώξεις τοῦ παρόντος αἰῶνος.
Λύτρωσαι, Κύριε, τίς ψυχές μας ἀπό τέτοιου εἴδους ἀνομίες!
ἀπόσπασμα από τό βιβλίο
Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε
Δικαίου Ρουμανικῆς Σκήτης Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου Ὄρους
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ  ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΤΡΙΩΔΙΟΥ
Μετάφρασις-Ἐπιμέλεια
Ὑπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου 2003
 Εὐχαριστοῦμε τόν πατέρα Δαμασκηνό Γρηγοριάτη καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.

Μητροπολίτης Κερκύρας Νεκτάριος " Ο Ελκόμενος"


Σε μία από τις πιο συγκλονιστικές αγιογραφίες των Παθών, ο Κύριος απεικονίζεται ως ο Ελκόμενος. Με τα χέρια Του δεμένα να σύρεται από τους στρατιώτες προς τον Σταυρό, ενώ ο Σίμων ο Κυρηναίος φέρει στους ώμους του το όργανο του μαρτυρίου και της ατιμώσεως του Θεού.
Εάν ένας άνθρωπος, ο οποίος συλλαμβάνεται για κάποιο έγκλημα, βιώνει τον εξευτελισμό δημόσια να του φορούν χειροπέδες και όλοι να τον απορρίπτουν, μόνο και μόνο η απεικόνιση του Θεού να πορεύεται ως ο μεγαλύτερος των κακούργων από το δημιούργημά Του, τον άνθρωπο, αποτελεί αφορμή πνευματικού θαυμασμού, αλλά και βαθύτατου συγκλονισμού.
Ο Θεός αγαπά τόσο τον άνθρωπο, ώστε προσλαμβάνει την φύση του. Και φέρει την φύση ως τα έσχατα όριά της, που είναι ο θάνατος. Όχι όμως ένας ήρεμος θάνατος, ανώδυνος, ανεπαίσχυντος, ειρηνικός. Ο Θεός θα υποστεί έναν θάνατο μαρτυρικό, επώδυνο, βίαιο. Έναν θάνατο που μαρτυρεί την ανταρσία του ανθρώπου εναντίον Του σε όλες τις διαστάσεις. Η άνοδος του Χριστού στο Σταυρό δεν αφήνει κανένα περιθώριο στον άνθρωπο να ισχυριστεί ότι υπήρχε κάτι άλλο που θα μπορούσε να κάνει ο Θεός γι’ αυτόν και δεν το έκανε. Αλλά δεν ήταν μόνο το τέλος του Χριστού κατά άνθρωπον απόδειξη της αγάπης του Θεού. Ήταν και όσα προηγήθηκαν του τέλους.
Η προδοσία. Η εγκατάλειψη από τους οικείους Του. Η παρωδία δίκης. Η άρνηση της εξουσίας να μετρήσει τη ζωή ενός προσώπου πιο πάνω από την όποια απειλή εναντίον της. Τα βασανιστήρια. Η διαπόμπευση και ο εξευτελισμός. Η αχαριστία και η αγνωμοσύνη. Η αναισθησία, ακόμη και στην τελευταία επιθυμία για λίγο νερό. Η παραθεώρηση των φυσικών συμβάντων που συνόδευσαν την άνοδο του Χριστού στου Σταυρό. Του σκοτασμού του ηλίου.
Του σεισμού. Της αναταραχής. Αλλά και η συνέχιση της κακίας των ανθρώπων με την εκ των προτέρων αμφισβήτηση της Αναστάσεως του Κυρίου, που εφάνη με την εγκατάσταση κουστωδίας έξω από τον τάφο και το σφράγισμα του λίθου. Ο άνθρωπος έκανε ό,τι μπορούσε για να δείξει στο Θεό ότι δεν Τον αγαπά. Έκανε ό,τι μπορούσε για να βεβαιωθεί ότι ο Θεός πέθανε.
Πιστεύουμε σε έναν Θεό ταπεινό. Η δόξα Του δεν είναι το να φέρει δώδεκα λεγεώνες Αγγέλων και να συντρίψει τους εχθρούς Του, επιβάλλοντας τη δικαιοσύνη. Μέσα στα όσα προηγήθηκαν της Σταυρώσεως, αλλά και όσα την ακολούθησαν, διαφαίνεται καθαρά ότι ο Θεός δεν ζητά από τον άνθρωπο να υποταχθεί στην εξουσία Του και στην παντοδυναμία Του. Δεν του ζητά ούτε καν να υποταχθεί στην αγάπη Του.
Ταπεινά προσφέρεται στον άνθρωπο, ώστε όποιος Τον ακολουθήσει να γνωρίσει ότι εν τη ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύριος. Δεν υπάρχει «δούλος μείζων του κυρίου αυτού». Ο Θεός ανέχεται να σέρνεται από τον άνθρωπο, όχι γιατί δεν μπορεί να τον σύρει ή να τον συντρίψει Εκείνος, αλλά γιατί η αγάπη δεν διαπομπεύει, δεν εξευτελίζει, όπως και δεν επιβάλλει.
Καθώς μπροστά μας περνά και πάλι ο Ελκόμενος επί Σταυρού Κύριος, ας αναρωτηθούμε πόσο διαφέρουμε από τους σταυρωτές Του. Γνώμονας εκείνων η υπερηφάνεια. Οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς θεωρούσαν τους εαυτούς τους συνεχιστές του Μωυσή. Ότι δικαιωματικά τους ανήκε το προνόμιο να εκφράζουν την αλήθεια τους και να απορρίπτουν οποιονδήποτε δεν τους αναγνώριζε ως αυθεντίες. Ο Ηρώδης και ο Πιλάτος θεωρούσαν τους εαυτούς τους εκφραστές της εξουσίας, ότι αυτοί είχαν το δικαίωμα της ζωής και του θανάτου, όχι όμως με βάση την συνείδηση και την δικαιοσύνη, αλλά με βάση το συμφέρον και την ισχύ των όπλων.
Οι στρατιώτες θεωρούσαν τους εαυτούς τους όχι απλώς ως εκτελεστικά όργανα της εξουσίας, αλλά ως έχοντες δικαίωμα να διασκεδάζουν με τον ανθρώπινο πόνο, να μοιράζονται τα ιμάτια αθώων και ενόχων και να εμπαίζουν εκείνους που παραδίδονταν εις χείρας τους. Και ο λαός θεωρούσε τον εαυτό του ως ανεύθυνο για τις επιλογές του που γίνονταν ελαφρά τη καρδία και ότι η θανάτωση εκείνου που τους ευεργέτησε, τους δίδαξε, τους ελευθέρωσε από την λύπη και τους πρότεινε νόημα ζωής και αιωνιότητας δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα θέαμα, το οποίο ικανοποιούσε την περιέργειά τους, αλλά και την αυταρέσκεια ότι αυτοί ήταν οι περιούσιοι, οι οποίοι θα είχαν το δικαίωμα να κυβερνήσουν τον κόσμο.
Αυτή η υπερηφάνεια χαρακτηρίζει και την εποχή μας. Απορρίπτουμε το Θεό στο όνομα της εξουσίας που μας δίνει η τεχνολογία, ο γιγαντισμός του ανθρωπίνου πνεύματος, οι ανέσεις και ο ευδαιμονισμός. Απορρίπτουμε το Θεό στο όνομα της όποια λογικής μας κάνει να νομίζουμε ότι μόνο εμείς κατέχουμε την αλήθεια. Απορρίπτουμε το Θεό διασκεδάζοντας με τα πάθη και την φιληδονία μας. Απορρίπτουμε το Θεό επειδή πιστεύουμε ότι μόνο ο παρών αιώνας υπάρχει και μας ανήκει, παραδομένοι στο θέμα της εικονολαγνίας και της αυταρέσκειας ότι ζωή είναι μόνο ό,τι βλέπουμε και ό,τι επιθυμούμε.
Αυτή η υπερηφάνεια μεταφέρεται τόσο εντός ημών, στην καρδιά μας, όσο και στην κοινωνία και τον κόσμο μας, με αποτέλεσμα γνώμονας της ζωής μας να είναι ο εαυτός μας και όχι η αγάπη. Αυτή την υπερηφάνεια, χαρακτηριστικό του άρχοντος του κόσμου τούτου, κρίνει ο Ελκόμενος επί Σταυρού Κύριος και μας καλεί να Τον μιμηθούμε στην ταπείνωση, να προσφέρουμε και να προσφερθούμε και να αλλάξουμε στάση ζωής, βιώνοντας τη σχέση μαζί Του εν τη Εκκλησία ως αφετηρία διαφορετικής θεάσεως του κόσμου και της ζωής μας.
Η Εκκλησία προβάλλοντας τον Ελκόμενο μας καλεί να μην λησμονούμε ότι μπορεί τα Πάθη να φαίνονται δυσβάσταχτα, όμως ο πρώην Ελκόμενος θα Αναστηθεί. Και μαζί Του και όλοι όσοι απορρίπτονται για το ταπεινό τους φρόνημα από τους υπερηφάνους του κόσμου τούτου. Ας είναι με αυτούς και η δική μας μερίδα.

Μεγάλη Πέμπτη Η απέραντη μοναξιά του Ιησού Χριστού


Στην κορυφή υπάρχει πολλή μοναξιά, και ο Ιησούς ήταν στην κορυφή. Κατά τους οπαδούς του, οι οποίοι ούτε όταν ήταν ανάμεσά τους ούτε μετέπειτα κατανόησαν τα λόγια του, ήταν η κορυφή! Μόνο που δεν θέλησαν να τον πλησιάσουν, φοβούμενοι το ύψος, και τον άφησαν μόνο εκεί πάνω.

Στη διάρκεια της τριετούς διακονίας του, παρόλο που είχε αφοσιωμένους, υποτίθεται, μαθητές, παρόλο που τον ακολουθούσε πλήθος κόσμου, ήταν μόνος. Άλλωστε τα πλήθη δεν τον ακολουθούσαν για την διδασκαλία του, αλλά για να ξεκολλήσουν κανένα θαύμα θεραπείας, ή ακόμη και για να φάνε. Το γνώριζε αυτό ο Ιησούς αλλά είχε κατανόηση. Τι θα μπορούσε άλλωστε το πλήθος να καταλάβει από την εσωτερική διδασκαλία του Ιησού; Εδώ, 2000 χρόνια αργότερα οι άνθρωποι συνεχίζουν να την παρερμηνεύουν...

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της απόλυτης μοναξιάς του Ιησού ήταν την ώρα της δραματικής προσευχής του στο όρος των Ελαιών:

«Και εξελθών υπήγε κατά την συνήθειαν εις το όρος των Ελαιών• ηκολούθησαν δε αυτόν και οι μαθηταί αυτού.
Αφού δε ήλθεν εις τον τόπον, είπε προς αυτούς: Προσεύχεσθε, διά να μη εισέλθητε εις πειρασμόν.
Και αυτός εχωρίσθη απ' αυτών ως λίθου βολήν, και γονατίσας προσηύχετο, λέγων: Πάτερ, εάν θέλεις να απομακρύνεις το ποτήριον τούτο απ' εμού πλην ουχί το θέλημά μου, αλλά το σον ας γίνει.
Εφάνη δε εις αυτόν άγγελος απ' ουρανού ενισχύων αυτόν. Και ελθών εις αγωνίαν, προσηύχετο θερμότερον, έγινε δε ο ιδρώς αυτού ως θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες εις την γην.
Και σηκωθείς από της προσευχής, ήλθε προς τους μαθητάς αυτού και εύρεν αυτούς κοιμωμένουςαπό της λύπης, και είπε προς αυτούς: Τι κοιμάσθε; Σηκώθητε και προσεύχεσθε, διά να μη εισέλθητε εις πειρασμόν.» (Κατά Λουκά 22: 39-46)

Όπως τονίζω κάθε φορά που αναφέρομαι στη Βίβλο, τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη,δεν την θεωρώ ολόκληρη ως θεόπνευστη. Είναι έργο ανθρώπων, και σαν τέτοιο και λάθη εμπεριέχει, και προκαταλήψεις , και ιστορικές ανακρίβειες, αλλά και εμπνευσμένα κομμάτια, κατάλληλα προς πνευματική οικοδομή, αν μπορέσει κανείς να εισέλθει στο εσωτερικό νόημα των συμβολισμών και αλληγοριών.

Στα ανωτέρω εδάφια βλέπουμε ότι ο Ιησούς, στην πιο δραματική ώρα πριν από την παράδοσή του στους «αρχιερείς και στρατηγούς του ιερού και πρεσβυτέρους» (εδάφιο 52), αποχωρίζεται από τους μαθητές του για να προσευχηθεί μόνος. Τι να τους έκανε μαζί του; Περιττό βάρος θα ήταν. Εκείνους τους άφησε «λίθου βολή» πιο πέρα, και το πιο φυσιολογικό που θα ανέμενε κανείς είναι ν’ αγρυπνούν ως φύλακες και να προσεύχονται και αυτοί για το Διδάσκαλό τους.

Τι συνέβη όμως; Τους πήρε ο ύπνος! Για τέτοια «πνευματική εγρήγορση» μιλάμε… Ο συγγραφέας του κατά Λουκά Ευαγγελίου προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, αποδίδοντας τον ύπνο στη δήθεν υπερβολική λύπη τους! Εγώ τον αποδίδω στον πνευματικό ύπνο τους. Πνευματικά οι μαθητές του Ιησού κοιμόντουσαν όρθιοι!

Τι είδους εναγώνια προσευχή έκανε άραγε ο Ιησούς ώστε να κατεβαίνει ο ιδρώτας αυτού ωςθρόμβοι αίματος; Κανείς δεν γνωρίζει αφού κανείς δεν ήταν παρών, ούτε σωματικά ούτε πνευματικά. Και ούτε μπορώ να φανταστώ ότι ο μεγάλος μύστης Ιησούς όταν ξύπνησε τους κοιμώμενους μαθητές τους έδωσε αναφορά για το πώς προσευχόταν. Αν ήταν να τους το κοινοποιήσει θα τους έπαιρνε μαζί του για ν’ ακούσουν οι ίδιοι την προσευχή του. Άρα λοιπόν ο Λουκάς φαντάστηκε ότι ο Ιησούς θα προσευχόταν στον πατέρα του να αποφύγει «το ποτήριον τούτο.»

Προσωπικά πιστεύω ότι η «προσευχή» του Ιησού ήταν ένας πνευματικός πόλεμος, μια μονομαχία με τις δυνάμεις τους σκότους, δηλαδή με το "κακό". Ένας μύστης δεν παρακαλάει το Θεό για να του κάνει χάρες. Ένας μύστης γνωρίζει ότι ο Θεός, δηλαδή η πνευματική δύναμη, είναι μέσα του και αυτή τη δύναμη πρέπει να χρησιμοποιήσει για να επιτύχει τους στόχους του. Αλίμονο αν η απρόσωπη θεότητα άλλαζε γνώμη ανάλογα με τα «κύριε ελέησον» των αιτούντων. Άλλωστε ο Ιησούς κατά τη διάρκεια της διακονίας του, αντί για προσευχή, απεύθυνε «λόγον» προς το πρόβλημα.
Ας θυμηθούμε την ιστορία με τον εκατόνταρχο:

«Ότε δε εισήλθεν ο Ιησούς εις Καπερναούμ, προσήλθε προς αυτόν εκατόνταρχος παρακαλών αυτόν και λέγων: Κύριε, ο δούλός μου κείται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος.
Και λέγει προς αυτόν ο Ιησούς: Εγώ ελθών θέλω θεραπεύσει αυτόν.
Και αποκριθείς ο εκατόνταρχος είπε: Κύριε, δεν είμαι άξιος να εισέλθεις υπό την στέγην μου αλλά μόνον ειπέ λόγον, και θέλει ιατρευθεί ο δούλος μου.
Διότι και εγώ είμαι άνθρωπος υπό εξουσίαν, έχων υπ' εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω προς τούτον, Ύπαγε, και υπάγει, και προς άλλον, Έρχου, και έρχεται, και προς τον δούλον μου, Κάμε τούτο, και κάμνει.
Ακούσας δε ο Ιησούς εθαύμασε και είπε προς τους ακολουθούντας: Αληθώς σας λέγω, ουδέ εν τω Ισραήλ εύρον τοσαύτην πίστιν.» (Κατά Ματθαίον, 8: 5-10)

Ένα άλλο περιστατικό, ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο "προσευχόταν" ο Ιησούς, έχουμε στην ανάσταση του Λαζάρου. Παραθέτω τα σχετικά εδάφια:

«Η Μαρία λοιπόν καθώς ήλθεν όπου ήτο ο Ιησούς, ιδούσα αυτόν έπεσεν εις τους πόδας αυτού, λέγουσα προς αυτόν: Κύριε, εάν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν ήθελεν αποθάνει.
Ο δε Ιησούς, καθώς είδεν αυτήν κλαίουσαν και τους ελθόντας μετ' αυτής Ιουδαίους κλαίοντας,εστέναξεν εν τη ψυχή αυτού και εταράχθη, και είπε: Που εβάλετε αυτόν; Λέγουσι προς αυτόν: Κύριε, ελθέ και ίδε.
Εδάκρυσεν ο Ιησούς.
Έλεγον λοιπόν οι Ιουδαίοι: Ιδέ πόσον ηγάπα αυτόν.
Τινές δε εξ αυτών είπον: Δεν ηδύνατο ούτος, όστις ήνοιξε τους οφθαλμούς του τυφλού, να κάμει ώστε και ούτος να μη αποθάνει;
Ο Ιησούς λοιπόν, πάλιν στενάζων εν εαυτώ, έρχεται εις το μνημείον ήτο δε σπήλαιον, και έκειτο λίθος επ' αυτού.
Λέγει ο Ιησούς: Σηκώσατε τον λίθον. Λέγει προς αυτόν η αδελφή του αποθανόντος η Μάρθα: Κύριε, όζει ήδη, διότι είναι τεσσάρων ημερών.
Λέγει προς αυτήν ο Ιησούς: Δεν σοι είπον ότι εάν πιστεύσεις, θέλεις ιδεί την δόξαν του Θεού;

Εσήκωσαν, λοιπόν, τον λίθον, όπου έκειτο ο αποθανών. Ο δε Ιησούς, υψώσας τους οφθαλμούς άνω, είπε: Πάτερ, ευχαριστώ σοι ότι μου ήκουσας.

Και εγώ εγνώριζον ότι πάντοτε μου ακούεις, αλλά διά τον όχλον τον περιεστώτα είπον τούτο, διά να πιστεύσωσιν ότι συ με απέστειλας.

Και ταύτα ειπών, μετά φωνής μεγάλης εκραύγασε: Λάζαρε, ελθέ έξω.

Και εξήλθεν ο τεθνηκώς, δεδεμένος τους πόδας και τας χείρας με τα σάβανα, και το πρόσωπον αυτού ήτο περιδεδεμένον με σουδάριον. Λέγει προς αυτούς ο Ιησούς: Λύσατε αυτόν και αφήσατε να υπάγει.» (Κατά Ιωάννη 11: 32-44)

Λάζαρε, ελθέ έξω! Αυτό ήταν! Δάκρυσε όμως ο Ιησούς και εστέναξε εν τη ψυχή αυτού προτού προφέρει το λόγο. Τόσο τα δάκρυα όσο και ο στεναγμός φανερώνουν ότι το πνεύμα του Ιησού προτού προφέρει το λόγο είχε εμπλακεί σ’ ένα πνευματικό πόλεμο με το θάνατο.

Αυτά ως προς τον τρόπο που "προσευχόταν" ο Ιησούς. Ας επανέλθουμε όμως στην απέραντη μοναξιά του στο Όρος των Ελαιών. Αφού ο Ιησούς κατσάδιασε τους μαθητές του που το είχαν ρίξει στον ύπνο, «Ενώ δε αυτός ελάλει έτι, ιδού όχλος, και ο λεγόμενος Ιούδας, εις των δώδεκα, ήρχετο προ αυτών και επλησίασεν εις τον Ιησούν, διά να φιλήσει αυτόν.
Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν: Ιούδα, με φίλημα παραδίδεις τον Υιόν του ανθρώπου;
Ιδόντες δε οι περί αυτόν τι έμελλε να γίνει, είπον προς αυτόν: Κύριε, να κτυπήσωμεν με την μάχαιραν;
Και εκτύπησεν εις εξ αυτών τον δούλον του αρχιερέως και απέκοψεν αυτού το ωτίον το δεξιόν.
Αποκριθείς δε ο Ιησούς, είπεν: Αφήσατε έως τούτου. Και πιάσας το ωτίον αυτού ιάτρευσεν αυτόν.» (Κατά Λουκά 22: 47-51)

Για άλλη μια φορά παρατηρούμε ότι οι μαθητές ήταν αλλού νυχτωμένοι, και λειτουργούσαν με τη σάρκα, δηλαδή παρορμητικά και εκδικητικά, διότι προφανώς δεν είχαν καταλάβει τίποτα από την διδασκαλία του Ιησού και τα όσα τους είχε πει για το εθελούσιο πάθος του.

Στη συνέχεια, σαν μια ακόμη περίτρανη απόδειξη της απόλυτης μοναξιάς του Ιησού, έχουμε την άρνηση του Πέτρου. Και ποιος ήταν ο Πέτρος; Όχι ένας τυχαίος μαθητής! Ήταν εκείνος που είχε αναγνωρίσει στο πρόσωπο του Ιησού τον Υιό του Θεού! Aς θυμηθούμε τη στιχομυθία:

«Ότε δε ήλθεν ο Ιησούς εις τα μέρη της Καισαρείας της Φιλίππου, ηρώτα τους μαθητάς αυτού, λέγων: Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι ότι είμαι εγώ ο Υιός του ανθρώπου;
Οι δε είπον: Άλλοι μεν Ιωάννην τον Βαπτιστήν, άλλοι δε Ηλίαν και άλλοι Ιερεμίαν ή ένα των προφητών.
Λέγει προς αυτούς: Αλλά σεις τίνα με λέγετε ότι είμαι;
Και αποκριθείς ο Σίμων Πέτρος είπε: Συ είσαι ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος.
Και αποκριθείς ο Ιησούς είπε προς αυτόν: Μακάριος είσαι, Σίμων, υιέ του Ιωνά, διότι σαρξ και αίμα δεν σοι απεκάλυψε τούτο, αλλ' ο Πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς.» (Κατά Ματθαίον 16: 13-17)

Αδικαιολόγητος, λοιπόν, ο Πέτρος να ψεύδεται, για να μην αποκαλυφθεί ότι ανήκε στην ομάδα του Ιησού και συλληφθεί κι εκείνος. Για να δούμε τι είπε αυτός ο δειλός:

«Συλλαβόντες δε αυτόν (τον Ιησού), έφεραν και εισήγαγον αυτόν εις τον οίκον του αρχιερέως. Ο δε Πέτρος ηκολούθει μακρόθεν.
Αφού δε ανάψαντες πυρ εν τω μέσω της αυλής συνεκάθησαν, εκάθητο ο Πέτρος εν μέσω αυτών.
Ιδούσα δε αυτόν μία τις δούλη καθήμενον προς το φως και ενατενίσασα εις αυτόν, είπε: Και ούτος ήτο μετ' αυτού.
Ο δε ηρνήθη, λέγων: Γύναι, δεν γνωρίζω αυτόν.
Και μετ' ολίγον άλλος τις ιδών αυτόν, είπε: Και συ εξ αυτών είσαι. Ο δε Πέτρος είπεν: Άνθρωπε, δεν είμαι.
Και αφού επέρασεν ως μία ώρα, άλλος τις διϊσχυρίζετο, λέγων: Επ' αληθείας και ούτος μετ' αυτού ήτο, διότι Γαλιλαίος είναι.
Είπε δε ο Πέτρος: Άνθρωπε, δεν εξεύρω τι λέγεις. Και παρευθύς, ενώ αυτός ελάλει έτι, εφώναξεν ο αλέκτωρ.
Και στραφείς ο Κύριος ενέβλεψεν εις τον Πέτρον, και ενεθυμήθη ο Πέτρος τον λόγον του Κυρίου, ότι είπε προς αυτόν ότι πριν φωνάξει ο αλέκτωρ, θέλεις με απαρνηθή τρις.
Και εξελθών έξω ο Πέτρος έκλαυσε πικρώς.» (Κατά Λουκά 22: 54-62)

Πολύ αργά για δάκρυα, Πέτρο. Άλλωστε, αν πράγματι ήταν δάκρυα μετανοίας, θα προσερχόταν αμέσως να ομολογήσει στους αρχιερείς ότι ήταν μαθητής του Ιησού γι’ αυτούς και γι’ αυτούς τους λόγους. Όμως εκείνος επέμεινε αμετανόητα στο ψέμα: «Δεν γνωρίζω αυτόν»!

Προσωπικά θεωρώ την προδοσία του Πέτρου μεγαλύτερη από εκείνη του Ιούδα. Διότι ο μεν Ιούδας, όταν κατάλαβε τι έκανε, μετανόησε ειλικρινά και κρεμάστηκε, ο δε Πέτρος απλά έκλαψε και συνέχισε ν’ αρνείται το Χριστό για να διασώσει το σαρκίο του.

Δυστυχώς οι χριστιανοί συνεχίζουν ν’ αναθεματίζουν τον ειλικρινά μετανοήσαντα Ιούδα ενώ έδειξαν κατανόηση στον υποκριτή Πέτρο, ίσως επειδή ρέπουν και οι ίδιοι προς την υποκρισία. Ωστόσο, κατά τα πιστεύω τους, ο Ιούδας ήταν μαρκαρισμένος για να κάνει τη βρώμικη δουλειά, δηλαδή να στείλει τον Ιησού στο σταυρό για να τους "λυτρώσει" από την αμαρτία και την κυριαρχία του διαβόλου. Αυτά δεν πιστεύουν; Θα έπρεπε λοιπόν να τον ευγνωμονούν, αφού χωρίς τον Ιούδα γιοκ σταύρωση, γιοκ λύτρωση, γιοκ σωτηρία! Έτσι δεν είναι;

Υπάρχουν μάλιστα και σχετικά εδάφια του Αποστόλου Παύλου, όπου ισχυρίζεται ότι ο ίδιος ο Θεός επιλέγει ποιο ρόλο θα παίξει ο καθένας!

«Αλλά μάλιστα συ, ω άνθρωπε, τις είσαι, όστις ανταποκρίνεσαι προς τον Θεόν; Μήπως το πλάσμα θέλει ειπεί προς τον πλάσαντα, διατί με έκαμες ούτως;
Ή δεν έχει εξουσίαν ο κεραμεύς του πηλού, από του αυτού μίγματος να κάμει άλλο μεν σκεύος εις τιμήν, άλλο δε εις ατιμίαν» (Προς Ρωμαίους 9: 20-21)

Ας θυμηθούμε όμως την ανάθεση του ρόλου του προδότη στον Ιούδα από τον ίδιο του Ιησού:

«Αφού είπε ταύτα ο Ιησούς, εταράχθη την ψυχήν και εμαρτύρησε και είπεν: Αληθώς, αληθώς σας λέγω ότι εις εξ υμών θέλει με παραδώσει.
Έβλεπον λοιπόν εις αλλήλους οι μαθηταί, απορούντες περί τίνος λέγει.

Εκάθητο δε κεκλιμένος εις τον κόλπον του Ιησού εις των μαθητών αυτού, τον οποίον ηγάπα ο Ιησούς.

Νεύει λοιπόν προς τούτον ο Σίμων Πέτρος διά να ερωτήσει τις είναι εκείνος, περί του οποίου λέγει.
Και πεσών εκείνος επί το στήθος του Ιησού, λέγει προς αυτόν: Κύριε, τις είναι;
Αποκρίνεται ο Ιησούς: Εκείνος είναι, εις τον οποίον εγώ βάψας το ψωμίον θέλω δώσει. Και εμβάψας το ψωμίον δίδει εις τον Ιούδαν Σίμωνος τον Ισκαριώτην.

Και μετά το ψωμίον τότε εισήλθεν εις εκείνον ο Σατανάς. Λέγει λοιπόν προς αυτόν ο Ιησούς: ό,τι κάμνεις, κάμε ταχύτερον.
» (Κατά Ιωάννη, 13: 21-27)

Προσέξτε το τελευταίο εδάφιο: μετά το ψωμίον εισήλθε ο Σατανάς στον Ιούδα! Βρε το φουκαρά! Και ο Ιησούς τον ενθάρρυνε, μάλιστα: ό,τι έχεις να κάνεις κάνε το γρήγορα! Και το ερώτημα που προκύπτει είναι αν ο Σατανάς εισήλθε στον Ιούδα επειδή ο Ιησούς τον επέλεξε για τη βρώμικη δουλειά, ή αν ο Ιησούς απλά διέγνωσε τις προθέσεις του Ιούδα...

Πάντως, ο 'εκλεκτός" μαθητής Πέτρος ενωρίτερα είχε αποτρέψει τον Ιησού από το μαρτύριο, και για το λόγο αυτό ο Ιησούς τον είχε αποκαλέσει "Σατανά"! Ας δούμε τα σχετικά εδάφια:

«Από τότε ήρχισεν ο Ιησούς να δεικνύει εις τους μαθητάς αυτού ότι πρέπει να υπάγει εις Ιεροσόλυμα και να πάθη πολλά από των πρεσβυτέρων και αρχιερέων και γραμματέων, και να θανατωθεί, και την τρίτην ημέραν να αναστηθεί.

Και παραλαβών αυτόν ο Πέτρος κατ' ιδίαν ήρχισε να επιτιμά αυτόν, λέγων: Γενού ίλεως εις σεαυτόν, Κύριε! Δεν θέλει γίνει τούτο εις σε.

Εκείνος δε στραφείς είπε προς τον Πέτρον: Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά, σκάνδαλόν μου είσαιδιότι δεν φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων.» (Κατά Ματθαίον 16: 21-23)

Όσα παρέθεσα, και πολλά ακόμη που παρέλειψα, επιβεβαιώνουν την απέραντη πνευματική μοναξιά του Ιησού κατά τη διάρκεια της επί γης διακονίας του. Αυτή δυστυχώς είναι η μοίρα των αληθινά μεγάλων από καταβολής κόσμου: Μοναξιά, προδοσία, σταύρωση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο... Γι’ αυτό η ανθρωπότητα καλύπτεται ακόμη από πυκνό πνευματικό σκοτάδι.

«Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η φονεύουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς σε, ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου καθ' ον τρόπον συνάγει η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας, και δεν ηθελήσατε.» (Κατά Ματθαίον 23: 37)

Αλίμονο, η ιστορία επαναλαμβάνεται σε κάθε "Ιερουσαλήμ" μέχρι σήμερα… Οι άνθρωποι λιβανίζουν τους διεφθαρμένους και διώκουν τους εμπνευσμένους. Το επιβεβαιώνει και ο Απόστολος Παύλος στην δεύτερη προς Κορινθίους επιστολή του: «Γιατί πράγματι δείχνετε ανοχή αν κάποιος σας υποδουλώνει, αν κάποιος σας κατατρώγει (κατεσθίει), αν κάποιος κερδοσκοπεί σε βάρος σας, αν κάποιος επαίρεται, αν κάποιος σας δέρνει κατά πρόσωπο.» (Β' Κορινθίους, 11: 20) 

Σας θυμίζει τίποτα αυτό το αυτοκαταστροφικό χούι;

Μεγάλη Τετάρτη Η Θεία Κοινωνία του Ιούδα και η δική μας σωστή προετοιμασία π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος

Μεγάλη Τετάρτη βράδυ 2004

Αδελφοί μου, «να με μιμείσθε λέγει ο Κύριος».
Ο πρώτος να είναι έσχατος και ο Δεσπότης να είναι ο διακονών. Δηλαδή να Τον μιμηθούμε όσο είναι δυνατόν περισσότερο στην ταπείνωση. Τα κηρύγματα νομίζω ότι δεν χρειάζονται, διότι όλη η Εκκλησιαστική υμνολογία είναι ένα κήρυγμα πολύ δυνατό, που αν κανένας το προσέχει λέξη προς λέξη και ειδικότερα αυτοί που έχουν και δίπλα λίγο τη μετάφραση, συγκλονίζονται από όλα όσα μας διδάσκει η Εκκλησιαστική μας υμνολογία, σήμερα βέβαια, για την προδοσία του Ιούδα.
Σε κάποιο σημείο ο κανόνας, αν δεν απατώμαι στον τελευταίο ειρμό, μας μιλάει για μια «ξενία δεσποτική και αθανάτου τραπέζης εν υπερώω τόπω». Αλήθεια αυτή η «δεσποτική ξενία» ποια μπορεί να είναι;

Τέσσερα πράγματα μας τόνισε σήμερα η Εκκλησία μας ότι γιορτάζουμε σήμερα και μέχρι αύριο το μεσημέρι.
- Τον ιερό νιπτήρα,
- Τον Μυστικό Δείπνο,
- Την υπερφυά προσευχή, την οποία θα ακούσουμε ως πρώτο Ευαγγέλιο αύριο βράδυ και
- Την προδοσία.
Άρα λοιπόν «δεσποτική ξενία» είναι ο Μυστικός Δείπνος. Και όπως λέει το κοντάκιον, η «παράδοσις των καθ’ ημάς φρικτών μυστηρίων».

Ο Μυστικός Δείπνος είναι η πιο μεγάλη φιλοξενία, για τον άνθρωπο πάνω στη γη. Φιλοξενία μεγάλης τιμής.
Ποιος μας καλεί να μας φιλοξενήσει και να μας παραθέσει δείπνον μέγα; Ποιος άλλος, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων, ο Κύριος των κυριευόντων, ο Δεσπότης Χριστός, που με το στόμα των ιερέων, μας καλεί όλους, «λάβετε, φάγετε, πίετε εξ αυτού πάντες, μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Ποιους καλεί ο παμβασιλεύς Χριστός εις το δείπνον αυτό το μέγα; Καλεί εσένα, καλεί και σένα, καλεί και μένα, καλεί τον άλλον, αυτόν που είναι απέξω, μας καλεί όλους, όλους μας καλεί. Εμάς τους αμαρτωλούς και αχρείους δούλους. Διότι τέτοιοι είμεθα. Παρά ταύτα όμως εκείνος μας καλεί στο βασιλικό δείπνον.

Στην πραγματικότητα δεν είμαστε τίποτα, απλώς φανταζόμαστε ότι είμαστε κάτι, διότι βλέπομε τον εαυτόν μας στον καθρέφτη σαν φάντασμα. Ε, λοιπόν είμεθα αμαρτωλοί, βρώμικοι και τρισάθλιοι, παραταύτα όμως ο Κύριος όπως είπαμε και χτες, καταδέχεται να μας φυτέψει μέσα Του για να μπορέσουμε να αποδώσουμε καρπούς. Και βότρυν όπως λέγει, να φέρομε καρπόν δηλαδή, ποιόν καρπόν; Τον οίνον της αμπέλου, διότι Αυτός είναι η άμπελος και μείς είμεθα τα κλήματα.
Όσοι από μας δεν έχουν ψευδαισθήσεις για τον εαυτόν τους, τρέμουν μπροστά σ’ αυτήν την τιμή την οποία μας κάνει ο Κύριος. Και σε ποιο τραπέζι μας καλεί; Στα τραπέζι της Θείας Λατρείας. Σ’ αυτό το μεγάλο και μυστικό βασιλικό δείπνο προσφέρει ο Κύριος το Πανάγιον Σώμα Του και το Τίμιον Αίμα Του. Μας το βεβαιώνει και ο ίδιος. «Η σάρξ μου αληθώς εστί βρώσις και το Αίμα μου εστί αληθώς πόσις. Ο τρώγων μου την Σάρκα και πίνων μου το Αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ».
Ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, προσφέρεται εις βρώσιν και εις πόσιν τοις πιστοίς. Είναι ο προσφέρων και ο προσφερόμενος. Ο θυσιάζων και ο θυσιαζόμενος. Είναι ο «πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος», όπως λέγομε κατά την κλάσιν του Τιμίου Σώματός Του στο «Πρόσχωμεν. Τα άγια τοις αγίοις».
Στο Μυστικό εκείνο Δείπνο, το βράδυ της μεγάλης Πέμπτης, μας το τόνισε ιδιαίτερα η υμνολογία σήμερα, ήσαν καλεσμένοι αποκλειστικά και μόνον οι Δώδεκα Μαθηταί. Και κοινώνησαν όλοι από τα χέρια Του, εάν παρακολουθήσατε το ιερό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα και τους λόγους της υμνολογίας, θα το διαπιστώσατε. Κοινώνησαν όλοι απ’ τα χέρια Του.

Ένας όμως δεν έπρεπε να κοινωνήσει, δεν ήταν καθαρός. Το έβλεπε και το είδε ο Κύριος ως καρδιογνώστης, γι’ αυτό και είπε «Υμείς καθαροί εστέ, αλλ’ ουχί πάντες». «Ήδη (ήξερε) γαρ τον παραδιδούντα αυτόν, δια τούτο είπεν ουχί πάντες». Ήξερε Αυτός ως καρδιογνώστης ότι εκτός ενός, οι υπόλοιποι ήσαν καθαροί.
Ακάθαρτος λοιπόν ήταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης. Πολλές οι αμαρτίες του. Η φιλαργυρία του, η κλεψιά – «και κλέπτης ην», λέει – ο φθόνος, η κακία, η δολιότης, η σκληροκαρδία, η προδοσία και τόσα άλλα.
Σ’ αυτές τις αμαρτίες προσετέθηκε ακόμα μία. Το ότι κοινώνησε αναξίως το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Αφού ήταν ανάξιος και ακάθαρτος, γιατί προσήλθε σ’ αυτό το δείπνο ο Ιούδας; Τι ήθελε να δείξει, ότι δήθεν ήτο καθαρός; Μα αυτό είναι υποκρισία! Θα μπορούσα να πω είναι ασυνειδησία, μέσα στα τόσα φοβερά που προσδίδει η Εκκλησία μας επίθετα στον Ιούδα, του προσέδωσε και αυτό. Σε ένα τροπάριο αν προσέξατε τον αποκαλεί ασυνείδητο. Να πως το λέγει ο υμνογράφος. «Εδέξαντο το λυτήριον της αμαρτίας Σώμα, ο ασυνείδητος, και το Αίμα το χεόμενον υπερ της του κόσμου το θείον», δηλαδή, «ο ασυνείδητος Ιούδας ελάμβανε στην δεξιά του χείρα το Σώμα του Κυρίου, δια του οποίου δίδεται, παρέχεται, η άφεσις των αμαρτιών, και το Θείον Αίμα που χύνεται για τη σωτηρία του κόσμου.»

Και τίθεται ένα ερώτημα. Είναι ασυνείδητος μόνον ο Ιούδας; Αλλά όχι. Αλλά και κάθε χριστιανός που είναι ανέτοιμος όταν προσέρχεται στη Θεία Κοινωνία. Τέτοιες μέρες σαν κι αυτές χαίρεται ο Θεός, χαίρεται ο Ουρανός, χαίρονται οι άγγελοι, χαίρονται οι άγιοι, χαίρεται η θριαμβεύουσα Εκκλησία, χαίρονται οι πάντες, διότι οι πιστοί αγωνιζόμενοι χριστιανοί προσέρχονται να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων, «ψυχαίς καθαραίς και αρίπωταις χείλεσι», όπως τονίζει. Τα χείλη μας είναι καθαρά, όπως δε και οι ψυχές μας, γι’ αυτό και τρέχομε να κοινωνήσομε του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού. Αλλά δυστυχώς όμως δεν είμαστε όλοι έτοιμοι.
Υπάρχει δε και ένα πολύ μεγάλο κακό το οποίον συνήθως το ακούμε, βιάζουν οι σύζυγοι τους άντρες των, ή και το αντίστροφο καμιά φορά, βιάζουν ακόμα δε και τα παιδιά μας τα μεγάλα, έτσι απροετοίμαστα όπως είναι, να πάνε να κοινωνήσουν «για το καλό του χρόνου». Και μάλιστα λέει και το βράδυ το Πάσχα, επειδή διαβάζεται ο Κατηχητικός Λόγος, λένε ότι αυτό είναι η συγχωρητική ευχή, δεν είναι, λόγος είναι, ένας λόγος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που μας δηλώνει για τον θρίαμβον της Αναστάσεως. Εκείνο που γίνεται μεγάλη παρεξήγησις γιατί δεν μπορούμε να τα πούμε τότε, στο «νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες», αφορά εκείνους που δεν μπορούν να νηστεύσουν για λόγους υγείας, όχι για κείνους οι οποίοι συνειδητά δεν νηστεύουν, αν και έχουν τις δυνάμεις τις σωματικές, δε μιλάει γι’ αυτούς ο Χρυσόστομος, μιλάει για κείνους που είναι άρρωστοι, που είναι ασθενείς, που είναι ανήμποροι, που είναι στο κρεβάτι, ή αν είναι όρθιοι, έχουν χίλια δυο βάσανα στο σώμα τους και οι καϋμένοι δεν μπορούν να νηστεύψουν, και όταν τρώνε, τους τρώει και μέσα τους τα σωθικά, κάθε φορά που κάνουν μια μικρή κατάλυση ή μεγάλη. Γι’ αυτούς μιλάει ο Χρυσόστομος… Λοιπόν αμαρτάνουν όλοι όσοι πιέζουν τους ανθρώπους, αυτούς τους οικείους δηλαδή, να νηστεύουν (κοινωνήσουν).

Και βέβαια ήθελα, για να τελειώνουμε κιόλας, μη σας κουράζω, θέλω να κάνω μια ερώτηση. Τι ωφέλησε τον Ιούδα που κοινώνησε και από τα ίδια τα χέρια του Κυρίου. Εμείς κοινωνάμε μόνοι μας ως ιερείς. Εσείς κοινωνάτε απ’ τα χέρια των ιερέων. Ανάξιοι, άξιοι, άγιοι, μη άγιοι, αμαρτωλοί, ξαμαρτωλοί, κοινωνάτε. Αμ’ αυτός που κοινώνησε όμως απ’ τα χέρια του Κυρίου, τι τον ωφέλησε η Θεία Κοινωνία; Αφού μετά τη Θεία Κοινωνία πήγε και πρόδωσε !... Αμαρτωλός ήταν, αμαρτωλός παρέμεινε. Βρώμικος ήταν, βρώμικος παρέμεινε. Φιλάργυρος ήταν, φιλάργυρος παρέμεινε. Ελεεινός ήταν, ελεεινός παρέμεινε. Τι τον ωφέλησε; Ξέρετε και ποιο ήταν το αποτέλεσμα. Πήγε ύστερα και κρεμάστηκε. Αυτοκτόνησε. Και όχι μόνον αυτοκτόνησε αλλά ούτε το δένδρο τον δέχτηκε. Έσπασε το κλαδί, όπως διηγείται ο Αποστολος Πέτρος, έπεσε κάτω, σχίστηκε η κοιλιά του, άνοιξαν τα σπλάχνα του και βγήκαν προς τα έξω. Ούτε η γη δεν τον δέχτηκε. Τι τον ωφέλησε η Θεία Κοινωνία όταν αφού δεν ήταν έτοιμος, δεν είχε μετάνοια… Καταδέχτηκε μάλιστα να του πλένει και τα πόδια ο Κύριος, και δεν διαμαρτυρήθηκε.
Και όταν του έδωσε το τρυβλίον, του έδωσε τον άρτο βουτηγμένο μέσα στο κρασί και του είπε ότι αυτός που θα το φάγει αυτό, αυτός θα με προδώσει, ούτε εκείνη τη στιγμή δε συνήλθε, έτσι τις περισσότερες φορές δε συνερχόμεθα και μείς.
Περνάνε τα δραματικά γεγονότα της Μεγάλης Εβδομάδος, έρχεται το Πάσχα, κροτούν τα βεγγαλικά, υπάρχουν και οι λάμψεις εις τον ουρανό με τις φωτοβολίδες, χαιρόμεθα, ψήνουμε το αρνί την άλλη μέρα, και ύστερα από λίγες μέρες τα ξεχνάμε όλα. Τα ξεχνάμε όλα.

Αν δεν είμαστε έτοιμοι, αν δεν είμαστε έτοιμοι, δεν το λέω για μας, το λέω για τους χιλιάδες των ανθρώπων και τα εκατομμύρια των Ελλήνων, που είναι σήμερα έξω από τις εκκλησίες, που θάπρεπε να ήταν όχι μόνο γεμάτες, να μη μας χωρούσαν ούτε οι πλατείες των εκκλησιών ούτε οι δρόμοι, ούτε και τα παραδρομάκια και τα σοκάκια. Γεμάτες οι εκκλησίες, μεγάφωνα παντού να υπήρχαν, για να συμμετείχαν ως χριστιανοί συνειδητά στο Θείο αυτό δράμα, μήπως μέσα από αυτό το δράμα, ζούσε ο καθένας μας το προσωπικό του δράμα, της αμαρτίας, των αδυναμιών του και των παθών του, και φώναζε, και αν δεν υπάρχει πνευματικός μπορεί να φωνάξει, «Θεέ μου ελέησέ με τον αμαρτωλόν, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου, και φωνάζω ως άλλος ο ληστής, Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου.» Και κακούργοι νάμαστε, αν έχομε μετάνοια θα σωθούμε. Και χωρίς πνευματικό. Θα σωθούμε. Αρκεί να το φωνάξουμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, συνειδητά, ως αμαρτωλοί, ότι ζητούμε το έλεος του Αγίου Θεού, και ο Θεός θα μας δώσει την ευκαιρία, πέρα από τα δάκρυα που θα χύσουμε εκείνη τη στιγμή και τον στεναγμό που θα βγάλουμε απ’ τα στήθη μας, και τη γροθιά που θα τη χτυπήσουμε πάνω εδώ, θα μας δώσει την ευκαιρία, όπως την έδωσε σε χιλιάδες ανθρώπους, και ενθυμούμε έναν, πού όταν ήτανε βαριά πληγωμένος, φώναξε μια νοσοκόμα και της είπε «κάτσε εδώ δίπλα μου», «θέλω να εξομολογηθώ», «μα δεν είμαι ιερεύς», «θα τα μεταφέρεις στον πρώτο πνευματικό που θα βρείς αυτά που θα σου εξομολογηθώ» και εξομολογήθηκε στη νοσοκόμα, και πήγε στην Βασιλεία των Ουρανών, και κείνη τα είπε κατόπιν στον πνευματικό και επίσκοπο, και διάβασε συγχωρητική ευχή, και είδε την ψυχή ανάμεσα στους αγγέλους και στους Αγίους.

Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει για κανέναν από μας, όταν θέλει να μετανοήσει για να βρεθεί στην Βασιλεία των Ουρανών.

Αδελφοί μου τέτοια μετάνοια ζητεί απ’ όλους μας ο Θεός,
Αμήν. 

Ξενία δεσποτική: Ο Μυστικός Δείπνος, Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκη


undefined
Από τη φιλοξενία της γης, υπάρχει μια άλλη φιλοξενία, απείρως ανώτερη. Θυμίζει τη φιλοξενία του παραδείσου. Επαναφέρει στη φιλοξενία του παραδείσου. Μας την παρουσιάζει η αποψινή βραδιά:
«Ξενίας δεσποτικής και αθανάτου τραπέζης εν υπερώω τόπω, ταις υψηλαίς φρεσί, πιστοί, δεύτε απολαύσωμεν, επαναβεβηκότα λόγον εκ του Λόγου μαθόντες, ον μεγαλύνομεν»(ελάτε να απολαυσουμεμε ανυψωμένο το ψυχικό μας κόσμο, τη φιλοξενία που μας κάνει ο Δεσπότης Χριστός και να απολαύσουμε το αθάνατο τραπέζι σε τόπο υψηλό,γιατί μάθαμε από το Λόγο του Θεού διδασκαλίες σπουδαίες. Αυτόν ας Τον δοξάσουμε με μεγάλη δόξα).(ειρμός της θ’ ωδής του κανόνα της Μεγ. Πέμπτης).
Ποιά είναι η «δεσποτική ξενία»; Ο Μυστικός Δείπνος. Ανάμεσα στα τέσσερα γεγονότα, που γιορτάζουμε τη Μεγ. Πέμπτη (Μεγ. Τετάρτη βράδυ ), είναι και ο Μυστικός Δείπνος, «δηλαδή η παράδοση, για μας, των φρικτών Μυστηρίων».
Ο Μυστικός Δείπνος είναι η ύψιστη φιλοξενία για τον άνθρωπο σ’ αυτή την επίγεια ζωή. Για να δούμε πόσο μεγάλη τιμή για είναι για μας η θεία Κοινωνία, ο Μυστικός Δείπνος, ας σκεφτούμε τέσσερα πράγματα.
1. Ποιός καλεί στο Δείπνο; Ο Βασιλιάς. Φαντάσου να σε καλέσει σε τραπέζι ο πρώτος άρχοντας του τόπου. Τί τιμή για σένα! Αλλ’ εδώ όχι ένας επίγειος άρχοντας, αλλ’ ο ουράνιος και αιώνιος Βασιλιάς σε καλεί. «Ο Βασιλεύς των Βασιλευόντων», ο Παμβασιλέας Χριστός. Αυτός με τους αγγελιοφόρους του, τους κληρικούς, σε καλεί: «Λάβετε φάγετε… Πιέτε εξ αυτού πάντες…».
2. Ποιόν καλεί ο Βασιλιάς; Ένα ελεεινό και βρωμερό δούλο, τον άνθρωπο. Ας καυχάται για τα μεγαλεία και τα επιτεύγματά του ο άνθρωπος. Ας έχει περί πολλού τη λεγομένη ανθρώπινη προσωπικότητα. Ας θεοποιεί το εγώ του. Στην πραγματικότητα είναι ένας ανάξιος δούλος του Θεού. Και όμως τον καλεί ο Θεός στο Μεγάλο Τραπέζι. Όσοι δεν ζουν με ψευδαισθήσεις, αλλ’ έχουν συναίσθηση της αμαρτωλής τους πραγματικότητας, αυτοί τρέμουν μπροστά στην τιμή, που τους κάνει ο Θεός. – Τί είμαι εγώ και καταδέχεται ο Κύριος μου και Θεός μου να με καλέσει στο Βασιλικό Δείπνο;…
3. Πού με καλεί; Σε τραπέζι.
4. Σε τί τραπέζι με καλεί; Στο Μυστικό Τραπέζι. Ποιά τροφή και ποιό ποτό προσφέρει σ’ αυτό το τραπέζι; Το Σώμα του και το Αίμα του. Μας το βεβαιώνει κατηγορηματικά: «Γιατί η σάρκα μου είναι αληθινή τροφή και το αίμα μου αληθινό ποτό. Εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου είναι ενωμένος μαζί μου, και εγώ με αυτόν» (Ιωάν. 6,55-56). Ο Θεάνθρωπος Κύριος προσφέρεται «για τροφή και ποτό στους πιστούς». Ο ίδιος είναι «ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος». Ο ίδιος είναι «ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος».
Κοινώνησε ο «ασυνείδητος»
Σ’ αυτό το μυστικό Τραπέζι κάλεσε για πρώτη φορά ο Χριστός τους δώδεκα μαθητές του το βράδυ της Μεγ. Πέμπτης. Είναι η πρώτη δεσποτική φιλοξενία. Στο κάλεσμα του Διδασκάλου ήλθαν όλοι, και oι δώδεκα. Από τα χέρια του Χριστού κοινώνησαν όλοι. Ένας δεν έπρεπε να κοινωνήσει. Δεν ήταν καθαρός. Οι άλλοι ήταν καθαροί. Το γνώριζε ο καρδιογνώστης Χριστός. «Εσείς είστε καθαροί, αλλ’ όχι όλοι. Ήξερε αυτόν που θα τον παραδώσει· γι’ αυτό είπε «δεν είστε όλοι καθαροί» (Ιωάν. 13,10-11). Ο ακάθαρτος ήταν ο Ιούδας. Πολλές οι αμαρτίες του: φιλαργυρία, κλοπή, φθόνος, κακία, σκληροκαρδία, προδοσία του Διδασκάλου. Κορυφαία αμαρτία του Ιούδα: Κοινώνησε ανάξια το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
Ο υποκριτής! Υποκρισία έδειξε, όταν τάχα νοιάστηκε για τους φτωχούς και θεώρησε σπατάλη το μύρο που πρόσφερε η αμαρτωλή γυναίκα. Υποκρισία έδειξε, όταν στο κήπο της Γεθσημανή έδωσε το φίλημα στο πρόσωπο του Χριστού. Κορυφαία υποκρισία του: όταν στα ακάθαρτα χέρια του δέχτηκε το θείο Μαργαρίτη, όταν στο ακάθαρτο στόμα του δέχτηκε το άγιο Ποτήριο με το καταπόρφυρο αίμα του Διδασκάλου. Ω, της υποκρισίας του ! Ω, της ασυνειδησίας του! Ασυνείδητο τον ονομάζει ο ιερός υμνογράφος: «Εδεξιούτο το λυτήριον της αμαρτίας Σώμα ο ασυνείδητος και το Αίμα το χεόμενον υπέρ κόσμου το θείον»( Ο ασυνείδητος Ιούδας έπερνε το Σώμα του Κυρίου, το οποίο ήταν λυτρωτικό των αμαρτιών, και τι Αίμα, το οποίο χυνόταν για τη σωτηρία του κόσμου) .
Ω, ο ασυνείδητος! Ποιός; Ο Ιούδας; Όχι πλέον μόνο ο Ιούδας. Ασυνείδητος και εκείνος, ο λεγόμενος χριστιανός, που τρέχει τη Μεγ. Πέμπτη το πρωί στην εκκλησία και σπρώχνεται για να κοινωνήσει ανέτοιμος, ανεξομολόγητος, ανάξιος, αδιάφορος, ασυγκίνητος. Νάξερε τί μεγάλη αμαρτία κάνει! Τί φωτιά δέχεται μέσα του!
Αδελφοί μου !Ξημερώνει η Μεγ. Πέμπτη. Ήμερα κατ’ εξοχήν του Μυστικοί Δείπνου. Χαίρει ο Χριστός, γιατί και την ήμερα αυτή, όπως και κάθε φορά που τελείται η θεία Λειτουργία, προσέρχονται πιστοί και κοινωνούν «ψυχαίς καθαραίς και αρρυπώτοις χείλεσι». Αλλά χαίρει και ο Σατανάς, γιατί βλέπει πίσω από τον Ιούδα μια μεγάλη παράταξη ανθρώπων, να έρχονται ασυνείδητα, ασυναίσθητα, αναίσθητα, για να κοινωνήσουν. Τρίβει τα χέρια του για το κατόρθωμά του: – Τους κατάφερα να πάρουν φωτιά μέσα τους και να τους ετοιμάσω για τη δική μου τη φωτιά…
Όσοι πιστοί και έτοιμοι, προσέλθετε και αύριο. Να προσέρχεσθε συχνά. Πώς; Όπως θέλει ο ιερός υμνογράφος: «Ταις υψηλαίς φρεσί, πιστοί, δεύτε απολαύσωμεν,..». Με υψηλές σκέψεις. Και είναι υψηλές οι σκέψεις, όταν αναφέρονται στην ορθή πίστη και στην αγνή ζωή. Να προσερχόμαστε στο Μυστικό Τραπέζι, στη θεία Κοινωνία, με πίστη, ότι είναι «το άχραντο Σώμα και το τίμιο Αίμα του Κυρίου και Θεοί και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού». Με καθαρή συνείδηση, με ψυχή λουσμένη στο λουτρό της εξομολογήσεως. Όσοι είστε πιστοί και καθαροί, προσέρχεσθε. Όχι μόνο τη Μεγ. Πέμπτη ή το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, αλλά κάθε Κυριακή, κάθε φορά, που ο λειτουργός ιερέας καλεί: «Μετά φόβου Θεοί, πίστεως και αγάπης προσέλθετε».
Όσοι όμως είναι ανέτοιμοι και ασεβείς, ας μη προσέλθουν. Ούτε είναι σωστό ευσεβείς σύζυγοι και μητέρες να πιέζουν τους άνδρες και τα παιδιά τους να πάνε «σώνει και καλά» να κοινωνήσουν τη Μεγ. Πέμπτη «για το καλό του χρόνου». Τί ωφέλησε τον Ιούδα η θεία Κοινωνία; Τίποτε. Το τέρμα του ήταν η κρεμάλα, και στη συνέχεια η κόλαση. Ας γίνει διαφώτιση. Όσοι επιθυμούν να κοινωνούν, όχι να κοινωνήσουν μια φορά, αλλά να κοινωνούν τακτικά, ας προετοιμάζονται κατάλληλα. Να μη χαίρεται ο Διάβολος και από τη θεία Κοινωνία. Να χαίρεται ο Χριστός μας, που έχυσε το τίμιο Αίμα του. Να χαίρεται η Εκκλησία, που τα μέλη της είναι ζωντανά, αφού τονώνονται συνεχώς με το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Να χαίρονται οι άγγελοι, που ψυχές μετανοούν και καθαρές κοινωνούν. Να χαίρονται οι ίδιες οι ψυχές, που αξιώνονται «ξενίας δεσποτικής και αθανάτου τραπέζης»
(«Στη Μεγ. Εβδομάδα», Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκη)

Ομιλία στην προδοσία του Ιούδα. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου


undefined
Ας δούμε πώς παραδόθηκε ο Δεσπότης. Για να μάθομε καλά και του προδότη όλη τη μανία, και του μαθητή την αχαριστία να γνωρίσομε, και του Δεσπότη την ανείπωτη φιλανθρωπία, ας ακροασθούμε τον Ευαγγελιστή πώς εκείνου την παρατολμία ιστορίζει.

Τότε, λέγει, πορευθείς εις εκ των δώδεκα, Ιούδας ο λεγόμενος Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς, είπεν αυτοίς· τι θέλετέ μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Θαρρώ πως είναι ξάστερα τούτα τα λόγια και δεν αφήνουνε τίποτε κρυφό.
Κι άμα τα καλοξετάσει κανένας χωριστά το καθένα, πολλά έχει να στοχαστεί και πολύ βαθιά νοήματα να πιάσει. Και πρώτα για τον καιρό. Δεν τόνε σημαδεύει απλά κι όπως νάναι, ο ευαγγελιστής. Δεν λέγει πορευθείς μονάχα· αλλά τότε πορευθείς. Τότε… Πότε;
Και για ποιον λόγο σημαδεύει τον καιρό; Δεν τόνε σημαδεύει απλά κι όπως νάναι ο ευαγγελιστής, μιλώντας μας μέσα στο Πνεύμα· γιατί εκείνος που λαλεί μέσα στο Πνεύμα τίποτε απλά και τυχαία δεν το λέγει.

Τι είναι λοιπόν, το τότε; Πριν από εκείνη την ώρα, πριν από αυτό το τότε σίμωσε το Χριστό η γυναίκα που είχε το αλάβαστρο με το μυρωδικό και που τόχυσε πάνω στο κεφάλι του. Φανέρωσε πολλή πίστη εκείνη η γυναίκα, φανέρωσε πολλήν έγνοια, φανέρωσε πολλήν υπακοή και σέβας. Άλλαξε από τον προτινό της βίο κι έγινε καλύτερη και φρονιμώτερη.
Και σαν η πόρνη μετάνοιωσε, σαν κατάλαβε τον Δεσπότη, τότε ο μαθητής παράδωσε τον Διδάσκαλο. Τότε… Πότε; Όταν ήρθε η πόρνη και το μυρωδικό λάδι έχυσε στα πόδια του Ιησού και τα σφούγγισε με τις τρίχες της κεφαλής της και πολλήν έγνοια φανέρωσε σβύνοντας με την εξομολόγηση όλα της τα κρίματα. Τότε, λοιπόν, σαν είδε τη γυναίκα εκείνη τόσην έγνοια να φανερώνει μπροστά στον Διδάσκαλο, τότες αυτός έδραμε στην παράνομη προδοσία.
Κι ενώ εκείνη από τον βυθό της αμαρτίας ανέβηκε στον ουρανό, αυτός ύστερα από τόσα θαύματα και σημεία, ύστερ’ από την ανείπωτη τη συγκατάβαση, γκρεμνίσθηκε στα τάρταρα. Τόσο μεγάλο κακό είναι η ραθυμία κι η χαλασμένη προαίρεση.
Για τούτο και ο Παύλος έλεγε· ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση. Κι ο προφήτης παλαιότερα φώναξε· μη ο πίπτων ουκ ανίσταται; ή ο αποστρέφων ουκ επιστρέφει; Για να μη θαρρεύει εκείνος που στέκεται, αλλά πάντα νάχει αγωνία, μηδέ κείνος που έπεσε ν’ απελπίζεται. Γιατί τόση είναι η δύναμη του Κυρίου, που και πόρνες και τελώνες να τραβήξει και να βάλει κάτω από το ζυγό του.

Τι γίνεται, λοιπόν; Αυτός που τράβηξε κοντά του τις πόρνες, δεν μπόρεσε να κρατήσει τον μαθητή; Ναι, μπορούσε να κρατήσει και τον μαθητή· αλλά δεν ήθελε να τον κάνει καλόν με την ανάγκη, μηδέ με τη βία να τον κρατήσει κοντά του.
Για τούτο ο ευαγγελιστής, ιστορώντας μας για τον αχάριστο μαθητή, λέγει· τότε πορευθείς, ήγουν δίχως να τον καλέσει κανένας, δίχως να τον αναγκάσει ή να τον σπρώξει άλλος, αλλά από μονάχος του κινήθηκε σ’ εκείνη την πράξη, από δική του γνώμη σ’ εκείνο το παράνομο τόλμημα ώρμησε, δίχως να κινηθεί από άλλη αιτία, αλλά από την κακία που ερχότανε από μέσα του πήγε να πέσει στην προδοσία του Δεσπότη.
Τότε πορευθείς εις των δώδεκα. Και τούτο είναι όχι μικρό βάρος που λέγει εις των δώδεκα. Γιατί ήτανε κι άλλοι εβδομήντα μαθητάδες, για δαύτο είπε εις των δώδεκα, ήγουν ένας από τους διαλεχτούς, από εκείνους που κάθε μέρα συναναστρεφόντανε μ’ αυτόν, που είχανε πολύ το θάρρος μαζί του.
Για να μάθεις, λοιπόν, πως ήτανε από τους πρώτους μαθητάδες, λέγει εις των δώδεκα. Και δεν τ’ αποκρύβει τούτα, γράφοντας ο ευαγγελιστής, για να νοιώσεις πως αυτό που φαίνεται ατιμία, φανερώνει τη φροντίδα του Δεσπότη σε μας, που τον προδότη και τον κλέφτη τον αξίωσε με τόσα αγαθά, κι ίσαμε το τελευταίο βράδι τον συμβούλευε και τον πρότρεπε.

Είδες την πόρνη πώς σώθηκε, επειδή συνήρθε, και πώς ο μαθητής γκρεμνίσθηκε με τη ραθυμία; Μη λοιπόν απελπίζεσαι, κυττάζοντας την πόρνη, μηδέ πάλι να θρασέψεις, ρίχνοντας τα μάτια σου στην αποτολμία του μαθητή.
Γιατί και τα δύο τούτα είναι ολέθρια. Εύκολα γλυστράει η γνώμη μας και ξεστρατίζει η πρόθεσή μας. Για δαύτο απ’ ολούθε πρέπει ν’ ασφαλίζεται κανένας. Τότε πορευθείς εις των δώδεκα, Ιούδας ο Ισκαριώτης. Βλέπεις από τι συντροφιά ξέπεσε; Βλέπεις από τι διδασκαλία έμεινε πίσω;

Βλέπεις τι κακό μεγάλο είναι η ραθυμία; Ιούδας, λέγει, ο Ισκαριώτης, γιατί ήτανε κι άλλος συνονόματος με τούτον, ο λεγόμενος του Ιακώβου. Βλέπεις του ευαγγελιστή τη σοφία, που όχι από την πράξη μα από τον τόπο μάς τον ονοματίζει, ενώ τον άλλον όχι από τον τόπο αλλά από το όνομα του πατέρα του μάς τον κάνει γνωστό;
Ενώ μπορούσε φυσικά να πει Ιούδας ο προδότης. Αλλά για να μας διδάξει πως πρέπει να κρατάμε καθαρή τη γλώσσα από κατηγόρια, τσιγκουνεύτηκε τη λέξη προδότης. Ας μάθομε, λοιπόν, να μην κακολογούμε τον εχθρό μας.
Γιατί αν αυτός ο μακάριος δεν θέλησε να κατηγορήσει τον προδότη, ιστορώντας το παράνομο τούτο τόλμημα, αυτό το περισώπασε και τον ονομάτισε από τον τόπο απ’ όπου καταγότανε, πώς εμείς θα συγχωρεθούμε κατηγορώντας τον διπλανό μας; Εμείς, που πολλές φορές όχι μονάχα τους εχθρούς θυμόμαστε με κακολογία, αλλά κι εκείνους που θέλουνε το καλό μας, ας μην κάνομε τέτοια, σας παρακαλώ.

Είναι συμβουλή και του Παύλου που λέγει: Πας λόγος σαπρός εκ του στόματος υμών μη εκπορευέσθω. Έτσι ο μακάριος Ματθαίος, όντας καθαρός από τέτοιο πάθος, έλεγε: Τότε πορευθείς εις εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας ο Ισκαριώτης προς τους αρχιερείς είπε· τι θέλετέ μοι δούναι καγώ υμίν παραδώσω αυτόν;
Ω βρωμερό λάλημα! Ω ασυλλόγιστη τόλμη! Το θυμούμαι και τρέμω, αγαπητοί, πώς βγήκεν από στόμα το λάλημα, πώς κίνησε τη γλώσσα, πώς δεν ξεριζώθηκε από το κορμί η ψυχή, πώς δεν παραλύσανε τα χείλη, πώς ο νους του δεν ξεστάθηκε.
Τι θέλετέ μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Λέγε μου, Ιούδα, αυτό σ’ έμαθε ο Διδάσκαλος τόσον καιρό; Έτσι λησμόνησες τις αδιάκοπες συμβουλές του; Δεν σου έλεγε μη κτήσεσθε χρυσόν μήτε άργυρον, από την αρχή κυττάζοντας πώς να βάλει χαλινάρι στην ακράτητη μανία σου για τα λεφτά;
Δεν σε συμβούλευε λέγοντας εάν τις σε ραπίση εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην; Για ποιο λόγο, πες μου, παράδοσες τον Διδάσκαλο; Επειδή σου χάρισε εξουσία καταπάνω στους δαίμονες, και να γιατρεύεις αρρώστειες, και λεπρούς να καθαρίζεις, κι άλλα πολλά τέτοια θαύματα να φανερώνεις;
Για τόσες λοιπόν ευεργεσίες, τέτοιαν αμοιβή του πληρώνεις; Ω ξέφρενη καρδιά ή μάλλον φιλαργυρία! Γιατί όλα τούτα τα κακά η φιλαργυρία τα γεννάει, η ρίζα όλων των κακών, που σκοτεινιάζει τις ψυχές μας και τους ίδιους τους νόμους της φύσεως, και μας βγάζει από τα συλλοϊκά μας και δεν αφήνει μηδέ φιλία μηδέ συγγένεια μηδέ τίποτ’ άλλο να θυμόμαστε. Αλλά μια και σακατέψει τα μάτια της ψυχής, μας βάζει να περπατάμε μέσα στο σκοτάδι.

Και για να το μάθεις αυτό καλά, ιδές πόσα δεν έδιωξε από την ψυχή του Ιούδα. Σαν μπήκε εκεί μέσα, τη συναναστροφή, τη συνήθεια, τη θαυμαστή διδασκαλία, τη φιλία, όλα τούτα τάρριξε στη λησμοσύνη. Καλά έλεγε ο Παύλος ρίζα πάντων των κακών εστιν η φιλαργυρία.
Τι θέλετε μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Παραδίνεις, Ιούδα, αυτόν που όλα τα κρατάει μέσα στο πρόσταγμά του; Πουλάς τον αχώρετο στον νου, τον χτίστη του ουρανού και της γης, τον πλάστη της φύσεώς μας, αυτόν που με λόγο και νεύμα τάφτιαξε όλα;
Για να δείξει, λοιπόν, πως θεληματικά παραδόθηκε, άκου τι έκαμε. Την ώρα της προδοσίας, όταν ήρθανε καταπάνω του με μάχαιρες και κοντάρια, και με δαδιά αναμένα και φανάρια, τους λέγει τίνα ζητείτε;
Και πάψανε παρευθείς να ξέρουνε ποιον θα πιάνανε. Τόσο ήτανε εκείνος μακρυά από το να μπορέσουνε να τον πιάσουνε, που ούτε να τον δούνε μπροστά τους δεν μπορούσανε, ενώ ήτανε, τόση φωτοχυσία. Και πως αυτό θέλει να πει, ήγουν πως ενώ είχανε δαδιά και φανάρια δεν τον βλέπανε μολαταύτα, βγαίνει από τα παρακάτω λόγια. Και ο Ιούδας ειστήκει μετ’ αυτών, αυτός που τους είχε πει εγώ υμίν παραδώσω αυτόν.
Γιατί ο Χριστός τους σύγχυσε τη διάνοια, θέλοντας να φανερώσει τη δύναμή του, για να μάθουνε πως καταπιάνονταν με τ’ αδύνατα. Και σαν ακούσανε τη φωνή του πισωπερπατήσανε σκυφτοί και πέσανε τέλος χάμου. Είδες πώς δεν αποκριθήκανε λόγο, αλλά πέφτοντας δείξανε καταφάνερα την αδυναμία τους; Κύτταξε τη φιλανθρωπία του Δεσπότη!
Μια και μηδέ μ’ αυτόν τον τρόπο δεν συγκίνησε την αδιαντροπιά του προδότη, μηδέ την αγνωμοσύνη των Ιουδαίων, παραδίνεται τότε και λέγει ο Κύριος. Σαν τους έδειξα πως καταπιάνονται με τ’ αδύνατα, θέλησα να τους ημερώσω τη μανία· δεν θέλουνε, μα επιμένουνε στην κακία τους. Ιδού, λοιπόν, παραδίνομαι.
Αυτά σας τα λέγω, για να μην κατηγορήσει κανένας τον Χριστό λέγοντας: Γιατί δεν άλλαξε την καρδιά του Ιούδα; Γιατί δεν τον έκαμε καλύτερο; Και πώς έπρεπε να κάμει τον Ιούδα φρόνιμο και καλόκαρδο, με τη βία ή με την προαίρεση; Αν με τη βία, μηδέ μ’ αυτόν τον τρόπο δεν έμελλε να γίνει καλύτερος· γιατί κανένας δεν γίνεται καλύτερος με την ανάγκη.
Αν με την προαίρεση και τη θέλησή του, όλα ο Κύριος τα χρησιμοποίησε για να τον ανεβάσει από χαμηλά. Κι αν εκείνος δεν θέλησε να πάρει τα φάρμακα, δεν φταίει ο γιατρός, αλλά ο άρρωστος που τ’ απαρνήθηκε.
Θέλεις να μάθεις πόσα έκαμε για να τον κρατήσει κοντά του; Του χάρισε πολλά θαύματα, του προείπε την προδοσία, τίποτα δεν παράτησε να κάνει σ’ αυτόν σαν σε μαθητή αγαπημένο. Και για να μάθεις, πως ενώ μπορούσε ν’ αλλάξει, δεν το θέλησε, αλλά από την ίδια τη ραθυμία του έγινε ό,τι έγινε: αφού παράδοσε τον Κύριο και πήρε τέλος η μανία του, έρριψε τα τριάκοντα αργύρια λέγοντας ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον.
Προτύτερα έλεγε τι θέλετέ μοι δούναι καγώ υμίν παραδώσω αυτόν. Σαν τέλεσε την αμαρτία το κατάλαβε. Απ’ αυτό μαθαίνομε πως σαν η ψυχή μας είναι ράθυμη, ούτε παραίνεση ούτε νουθεσία ωφελεί.
Κι όταν είμαστε ξύπνιοι στο καλό, μονάχοι μας μπορούμε να σηκωθούμε. Στοχάσου· όταν τον συμβούλευε και πάσχιζε να τον κρατήσει από την κακή πράξη, δεν άκουσε μηδέ δέχθηκε τη νουθεσία. Και σαν δεν ήτανε πια κανένας να τον συμβουλεύσει, αναταράχθηκε η συνείδησή του, κι εκεί που κανένας δεν τον δίδασκε, άλλαξε και πέταξε τα τριάντα αργύρια.
Γιατί, λέγει ο ευαγγελιστής, έστησαν αυτώ τριάκοντα αργύρια. Πληρώσανε το αίμα εκείνου που ήταν ατίμητος. Τι παίρνεις, Ιούδα, τριάντα αργύρια; Δωρεάν κατέβηκε ο Χριστός να χύσει το αίμα του για την οικουμένη και συ τώρα παζαρεύεις αυτό το αίμα; Ποια ντροπή τρανότερη από τέτοιο παζάρεμα! Ποιος είδε και ποιος άκουσε!

Μεταφρ. Βασ. Μουστάκη

ΚΙΒΩΤΟΣ
ΕΤΟΣ Α' ΜΑΡΤΙΟΣ 1952
ΑΡΙΘΜ. ΦΥΛΛ. 

«Εγώ Ειμί»


Σε μία από τις πιο συγκλονιστικές αγιογραφίες των Παθών, ο Κύριος απεικονίζεται ως ο Ελκόμενος. Με τα χέρια Του δεμένα να σύρεται από τους στρατιώτες προς τον Σταυρό, ενώ ο Σίμων ο Κυρηναίος φέρει στους ώμους του το όργανο του μαρτυρίου και της ατιμώσεως του Θεού.
Εάν ένας άνθρωπος, ο οποίος συλλαμβάνεται για κάποιο έγκλημα, βιώνει τον εξευτελισμό δημόσια να του φορούν χειροπέδες και όλοι να τον απορρίπτουν, μόνο και μόνο η απεικόνιση του Θεού να πορεύεται ως ο μεγαλύτερος των κακούργων από το δημιούργημά Του, τον άνθρωπο, αποτελεί αφορμή πνευματικού θαυμασμού, αλλά και βαθύτατου συγκλονισμού.
Ο Θεός αγαπά τόσο τον άνθρωπο, ώστε προσλαμβάνει την φύση του. Και φέρει την φύση ως τα έσχατα όριά της, που είναι ο θάνατος. Όχι όμως ένας ήρεμος θάνατος, ανώδυνος, ανεπαίσχυντος, ειρηνικός. Ο Θεός θα υποστεί έναν θάνατο μαρτυρικό, επώδυνο, βίαιο. Έναν θάνατο που μαρτυρεί την ανταρσία του ανθρώπου εναντίον Του σε όλες τις διαστάσεις. Η άνοδος του Χριστού στο Σταυρό δεν αφήνει κανένα περιθώριο στον άνθρωπο να ισχυριστεί ότι υπήρχε κάτι άλλο που θα μπορούσε να κάνει ο Θεός γι’ αυτόν και δεν το έκανε. Αλλά δεν ήταν μόνο το τέλος του Χριστού κατά άνθρωπον απόδειξη της αγάπης του Θεού. Ήταν και όσα προηγήθηκαν του τέλους.
Η προδοσία. Η εγκατάλειψη από τους οικείους Του. Η παρωδία δίκης. Η άρνηση της εξουσίας να μετρήσει τη ζωή ενός προσώπου πιο πάνω από την όποια απειλή εναντίον της. Τα βασανιστήρια. Η διαπόμπευση και ο εξευτελισμός. Η αχαριστία και η αγνωμοσύνη. Η αναισθησία, ακόμη και στην τελευταία επιθυμία για λίγο νερό. Η παραθεώρηση των φυσικών συμβάντων που συνόδευσαν την άνοδο του Χριστού στου Σταυρό. Του σκοτασμού του ηλίου.
Του σεισμού. Της αναταραχής. Αλλά και η συνέχιση της κακίας των ανθρώπων με την εκ των προτέρων αμφισβήτηση της Αναστάσεως του Κυρίου, που εφάνη με την εγκατάσταση κουστωδίας έξω από τον τάφο και το σφράγισμα του λίθου. Ο άνθρωπος έκανε ό,τι μπορούσε για να δείξει στο Θεό ότι δεν Τον αγαπά. Έκανε ό,τι μπορούσε για να βεβαιωθεί ότι ο Θεός πέθανε.
Πιστεύουμε σε έναν Θεό ταπεινό. Η δόξα Του δεν είναι το να φέρει δώδεκα λεγεώνες Αγγέλων και να συντρίψει τους εχθρούς Του, επιβάλλοντας τη δικαιοσύνη. Μέσα στα όσα προηγήθηκαν της Σταυρώσεως, αλλά και όσα την ακολούθησαν, διαφαίνεται καθαρά ότι ο Θεός δεν ζητά από τον άνθρωπο να υποταχθεί στην εξουσία Του και στην παντοδυναμία Του. Δεν του ζητά ούτε καν να υποταχθεί στην αγάπη Του.
Ταπεινά προσφέρεται στον άνθρωπο, ώστε όποιος Τον ακολουθήσει να γνωρίσει ότι εν τη ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύριος. Δεν υπάρχει «δούλος μείζων του κυρίου αυτού». Ο Θεός ανέχεται να σέρνεται από τον άνθρωπο, όχι γιατί δεν μπορεί να τον σύρει ή να τον συντρίψει Εκείνος, αλλά γιατί η αγάπη δεν διαπομπεύει, δεν εξευτελίζει, όπως και δεν επιβάλλει.
Καθώς μπροστά μας περνά και πάλι ο Ελκόμενος επί Σταυρού Κύριος, ας αναρωτηθούμε πόσο διαφέρουμε από τους σταυρωτές Του. Γνώμονας εκείνων η υπερηφάνεια. Οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς θεωρούσαν τους εαυτούς τους συνεχιστές του Μωυσή. Ότι δικαιωματικά τους ανήκε το προνόμιο να εκφράζουν την αλήθεια τους και να απορρίπτουν οποιονδήποτε δεν τους αναγνώριζε ως αυθεντίες. Ο Ηρώδης και ο Πιλάτος θεωρούσαν τους εαυτούς τους εκφραστές της εξουσίας, ότι αυτοί είχαν το δικαίωμα της ζωής και του θανάτου, όχι όμως με βάση την συνείδηση και την δικαιοσύνη, αλλά με βάση το συμφέρον και την ισχύ των όπλων.
Οι στρατιώτες θεωρούσαν τους εαυτούς τους όχι απλώς ως εκτελεστικά όργανα της εξουσίας, αλλά ως έχοντες δικαίωμα να διασκεδάζουν με τον ανθρώπινο πόνο, να μοιράζονται τα ιμάτια αθώων και ενόχων και να εμπαίζουν εκείνους που παραδίδονταν εις χείρας τους. Και ο λαός θεωρούσε τον εαυτό του ως ανεύθυνο για τις επιλογές του που γίνονταν ελαφρά τη καρδία και ότι η θανάτωση εκείνου που τους ευεργέτησε, τους δίδαξε, τους ελευθέρωσε από την λύπη και τους πρότεινε νόημα ζωής και αιωνιότητας δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα θέαμα, το οποίο ικανοποιούσε την περιέργειά τους, αλλά και την αυταρέσκεια ότι αυτοί ήταν οι περιούσιοι, οι οποίοι θα είχαν το δικαίωμα να κυβερνήσουν τον κόσμο.
Αυτή η υπερηφάνεια χαρακτηρίζει και την εποχή μας. Απορρίπτουμε το Θεό στο όνομα της εξουσίας που μας δίνει η τεχνολογία, ο γιγαντισμός του ανθρωπίνου πνεύματος, οι ανέσεις και ο ευδαιμονισμός. Απορρίπτουμε το Θεό στο όνομα της όποια λογικής μας κάνει να νομίζουμε ότι μόνο εμείς κατέχουμε την αλήθεια. Απορρίπτουμε το Θεό διασκεδάζοντας με τα πάθη και την φιληδονία μας. Απορρίπτουμε το Θεό επειδή πιστεύουμε ότι μόνο ο παρών αιώνας υπάρχει και μας ανήκει, παραδομένοι στο θέμα της εικονολαγνίας και της αυταρέσκειας ότι ζωή είναι μόνο ό,τι βλέπουμε και ό,τι επιθυμούμε.
Αυτή η υπερηφάνεια μεταφέρεται τόσο εντός ημών, στην καρδιά μας, όσο και στην κοινωνία και τον κόσμο μας, με αποτέλεσμα γνώμονας της ζωής μας να είναι ο εαυτός μας και όχι η αγάπη. Αυτή την υπερηφάνεια, χαρακτηριστικό του άρχοντος του κόσμου τούτου, κρίνει ο Ελκόμενος επί Σταυρού Κύριος και μας καλεί να Τον μιμηθούμε στην ταπείνωση, να προσφέρουμε και να προσφερθούμε και να αλλάξουμε στάση ζωής, βιώνοντας τη σχέση μαζί Του εν τη Εκκλησία ως αφετηρία διαφορετικής θεάσεως του κόσμου και της ζωής μας.
Η Εκκλησία προβάλλοντας τον Ελκόμενο μας καλεί να μην λησμονούμε ότι μπορεί τα Πάθη να φαίνονται δυσβάσταχτα, όμως ο πρώην Ελκόμενος θα Αναστηθεί. Και μαζί Του και όλοι όσοι απορρίπτονται για το ταπεινό τους φρόνημα από τους υπερηφάνους του κόσμου τούτου. Ας είναι με αυτούς και η δική μας μερίδα.

Αρχιμ. Αθηναγόρας Καραματζάνης, Ιούδας. Το μυστηριωδέστερο πρόσωπο στην ιστορία του κόσμου.



ioudas.jpg
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
«Γιατί ο Χριστός πήρε μαθητή του τον Ιούδα αφού ήξερε ότι θα τον προδώσει; Αν δεν υπήρχε ο Ιούδας πως θα θυσιαζόταν ο Χριστός για να σωθεί ο κόσμος; Αφού ο Ιούδας μετάνοιωσε και πέταξε τα αργύρια στο Ναό συγχωρήθηκε από το Θεό;»
Το πρόσωπο του Ιούδα πράγματι αποτελεί ένα πρόβλημα. Ο Ιούδας είναι μία αινιγματική μορφή και όπως χαρακτηρίσθηκε «το μυστηριωδέστερο πρόσωπο στην ιστορία του κόσμου».
Πολλά βέβαια από πολλούς έχουν λεχθεί και γραφεί για το θέμα αυτό· εμείς δεν θα στηριχθούμε σε θεωρίες και φαντασίες αλλά στις πληροφορίες, που μας δίνουν οι μόνες αυθεντικές και αξιόπιστες πηγές, τα Ευαγγέλια.
Τα Ευαγγέλια αναφέρουν ότι ο Χριστός, μεταξύ των άλλων μαθητών, τους οποίους κάλεσε ως συνεργάτες του και οι οποίοι «αφέντες άπαντα ηκολούθησαν αυτώ», κάλεσε και τον Ιούδα. Και αυτός ανταποκρίθηκε αυτοπροαίρετα και αυτοβούλως. Ο Χριστός και αυτόν τον τίμησε με το αποστολικό αξίωμα. Δείχνοντάς του δε μια ιδιαίτερη θα λέγαμε εύνοια, του εμπιστεύθηκε το ταμείο της ομάδας των δώδεκα. Αυτός όμως φάνηκε ανάξιος της θείας κλήσεως και εμπιστοσύνης, αφού έγινε προδότης του Χριστού.
Το τραγικό αυτό τέλος του βεβαία ο Κύριος το προεγνώριζε, όπως άλλωστε όλα. Αυτή όμως η πρόγνωση δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να σταθεί εμπόδιο για το Χριστό να συγκαταλέξει τον Ιούδα μεταξύ των μαθητών του.
Έτσι τον έκανε αναπολόγητο γιατί ενώ μπορούσε, αν ήθελε να μη γίνει προδότης του Χριστού, αυτός άφησε τον εαυτό του να γίνει ο «υιός της απωλείας». «Ο Θεός δεν τον κάλεσε με τη βία – λέει ο ιερός Χρυσόστομος σχολιάζοντας την περίπτωση του Ιούδα- η μεταβολή οφείλεται στην προαίρεση. Αύτη είναι η πάντοτε αιτία και των αγαθών και των κακών».
Ας λάβουμε δε υπ’ όψη μας ότι πάρα πολλές φορές και με πολλούς τρόπους ο Χριστός προσπάθησε να τον φέρει σε συναίσθηση και να τον αποτρέψει από το απαίσιο εγχείρημά του. Κορυφαία εκδήλωση αγάπης το νίψιμο των ποδιών του και δείγμα ύψιστης φιλοφροσύνης το βουτηγμένο στο πιάτο του ψωμί κατά το μυστικό δείπνο. Σε ύμνο της Μεγ. Πέμπτης ψάλλουμε: «Ποίος σε τρόπος, Ιούδα, προδότην του Σωτήρος ειργάσα­το; Μη του χορού σε των Αποστόλων εχώρισε; Μη του χαρίσματος των ιαμάτων εστέρησε; Μη, συνδειπνήσας εκείνοις, σε της τραπέζης απώσατο; Ω πό­σων αγαθών αμνήμων εγένου!» ( Ω Ιούδα, ποιά ενέργεια (του Κυρίου) σε έκανε προδότη του Σωτήρα. Μήπως σε ξεχώρισε από τον όμιλο των Αποστόλων; Μήπως σε στέρησε από το χάρισμα να θεραπεύεις αρρώστους; Μήπως, όταν δείπνησε με εκείνους σε έδιωξε από το τραπέζι;…Ω πόσες ευεργεσίες λησμόνησες!)
Ο Ιούδας όμως όχι μόνον δεν συγκινείται από αυτά, αλλά φεύγει από το δείπνο μέσα στη νύχτα και τρέχει προς τους Αρχιερείς και Πρεσβυτέρους με απόφαση να διαπραγματευθεί την παράδοση. Έχει πλέον γίνει όργανο του Σατανά. Με δραματικό τρόπο μας περιγράφει τη σκηνή ο Εύαγ. Λουκάς. Και η Εκκλησία μας ψάλλει: «ο δε παράνομος Ιούδας ουκ ηβουλήθη συνιέναι ( δεν θέλησε να συνετιστεί)».
Πρέπει βέβαια να παραδεχθούμε ότι ο Ιούδας δεν πρέπει να ξεκίνησε από την αρχή με αυτές τις διαθέσεις. Ίσως διέθετε ενθουσιασμό ιεραποστολικό και αγάπη προς το πρόσωπο του Ιησού. Όμως αυτές οι καλές διαθέσεις του δεν άργησαν να μεταστραφούν σε μίσος και αποστροφή προς αυτόν. Στην αλλαγή αυτή δεν αποκλείεται να συνέβαλε και κάποια απογοήτευσή του στις κοσμικές μεσσιανικές προσδοκίες του για το Χριστό, από την ημέρα των Βαΐων και μετά. Και έτσι, παγιδευμένος προ πολλού και από το φοβερό πάθος της φιλαργυρίας, αποκομμένος πια ψυχικά από το Χριστό και την υπόλοιπη συντροφιά των μαθητών, κατρακυλά στα ζοφερά σκοτάδια της συναλλαγής: « τι θα μου δώσετε ώστε να σας τον παραδώσω;» (Ματθ. 26,15). «Δεν λεπτολογεί ως προς τον καθορισμό της τιμής αλλά τον πωλεί σαν ένα δραπέτη δούλο (που δεν έχει αξία). Γιατί είναι συνήθεια στους κλέφτες να ποδοπατούν τα πολύτιμα αντικείμενα…Επειδή η λύσσα της φιλαργυρίας τον έκαμε να συμπεριφέρεται σαν τρελλός κατά του Κυρίου» (απόστιχ. Μ. Τετάρτης).
Έτσι ο Ιούδας με την εκούσια τραγική του έκπτωση από την αγάπη του Χριστού, θα γίνει ο αρχέτυπος και η εικόνα του προδότη και το σύμβολο της φιλαργυρίας, που θα επισύρει έκτοτε την κατακραυγή και τον αποτροπιασμό όλων των αιώνων. Εκφραστικό είναι επίσης το τροπάριο: «παράνομε Ιούδα νοσών φιλαργυρίαν εκέρδησας μισανθρωπίαν».(παράνομε Ιούδα με αφορμή την αρρωστημένη φιλαργυρία σου, κέρδησες το μίσος των ανθρώπων). Ύστερα από αυτά πώς μπορούμε να μιλάμε για δήθεν συμβολή του Ιούδα στο σωτήριο δράμα του Γολγοθά με την προδοσία, όπως διατείνονται ορισμένοι αδαείς; Αν ο προδοτικός ρόλος του Ιούδα, κατά κάποιο τρόπο, υπηρέτησε τα σχέδια του Θεού, τότε ο Ιούδας όχι μόνον δεν είναι ένοχος, αλλά πρέπει να ανακηρυχθεί άγιος και ευεργέτης της ανθρωπότητας!!
Αλλά τότε τί θέση έχει η μαρτυρία του ίδιου του Χριστού; « ο Υιός του ανθρώπου, βέβαια, θα πεθάνει όπως το λένε οι Γραφές γι’αυτόν, αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνον που τον προδίδει. Θα ήταν καλύτερα γι’ αυτόν να μην είχε γεννηθεί»; (Μαρκ. 14,21).
Διαφωτιστική επίσης είναι και εδώ η παρατήρηση του Ιερού Χρυσοστόμου: «Τη σωτηρία μας την πραγματοποίησε όχι η προδοσία του Ιούδα αλλά η σοφία του Χριστού».
Ο Χριστός θυσιάσθηκε από αγάπη για το ανθρώπινο γένος και δεν είχε βεβαίως ανάγκη κανενός προδότη, για να τον διευκολύνει… Φυσικά όλοι όσοι συνήργησαν στο έγκλημα της Χριστοκτονίας, έχει ο καθένας ακέραιη την ευθύνη του, όπως και ο Ιούδας. Η μεταμέλειά του όμως δεν στάθηκε δυστυχώς ικανή να τον σώσει. Δεν ήταν μετάνοια και συντριβή μπροστά στο Χριστό, έστω την ώρα της σταυρώσεως. Ήταν σχιζοφρενής απελπισία εξαιτίας των τρομερών τύψεων που τον οδήγησε τελικά στην αυτοκτονία.
Ο Κύριος, που και αυτούς τους σταυρωτές του συγχώρησε, οπωσδήποτε θα συγχωρούσε και αυτόν. «Πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία του Χριστού! -αναφωνεί ο άγιος Χρυσόστομος- ο μεν Ιούδας τον πούλησε για τριάντα δηνάρια, ο Χριστός δε και μετά από την προδοσία θυσίασε το αίμα του για την άφεση των αμαρτιών και για τον προδότη, εάν βέβαια το ήθελε». Αλλά ο Ιούδας προτίμησε… το σχοινί της αγχόνης και όχι τα ματωμένα πόδια του Θεανθρώπου! Γι’ αυτό και η Εκκλησία με πόνο ψάλλει: «ω αθλιότητα του Ιούδα· γλύτωσε Θεέ τις ψυχές μας από αυτήν».
(Αρχ. Α. Καραματζάνη, «Οι Πατέρες και τα προβλήματα της ζωής μας», εκδ .Ι. Μ. Αγ. Αθανασίου Κολινδρού, 1988).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...