Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Μαΐου 31, 2013

Πίσω από το δικό μου μικρό ανάστημα, τις στιγμές εκείνες, βρισκόταν το μεγάλο πνευματικό μέγεθος του Γέροντα Παϊσίου του Αγιορείτου




25cf258325ce25ac25cf258125cf258925cf258325ce25b70002gpa
Βαρδάκας Κωνσταντίνος,
Διδάκτωρ Οδοντιατρικής, Αθήνα
Το 1995, στην ονομαστική μου γιορτή, ένας άδελφικός μου φίλος μου χάρισε κάποιο από τα πρώτα βιβλία που κυκλοφόρησαν για το Γέροντα Παΐσιο. Ήδη από τα προηγούμενα χρόνια, πολλοί γνωστοί μου μου ανέφεραν θαυμαστά περιστατικά και γεγονότα που έζησαν από την προσωπική επαφή τους με το Γέροντα. Έτσι, θεώρησα το δώρο αυτό ιδιαίτερη ευλογία και άρχισα να το διαβάζω αμέσως μόλις το πήρα στα χέρια μου, συντομεύοντας μάλιστα, για το λόγο αυτό, τα ευχετήρια τηλεφωνήματα που στο μεταξύ δεχόμουν. Βράδιασε, άρχισε να ξημερώνει, κι εγώ συνέχιζα να διαβάζω. Κάποια στιγμή, έκλεισα για λίγο τα μάτια με το βιβλίο στην αγκαλιά κι αισθάνθηκα ότι κάποιος με πλησίαζε. Άνοιξα αμέσως τα μάτια μου κι αντίκρισα μπροστά μου ζωντανή τη μορφή του Γέροντα Παϊσίου, όπως την έβλεπα στις φωτογραφίες του βιβλίου. Μόνο που τώρα ήταν πραγματική. Κάθισε με οικειότητα στην απέναντι πολυθρόνα, κι εγώ ανασηκώθηκα από σεβασμό. Ο Γέροντας μου έγνεψε να μην ανησυχώ· και τότε, σαν να ακινητοποιήθηκα.


«Σου φέρνω την ευλογία της Παναγίας μας από το Άγιον Όρος», μου είπε και συνέχισε: «Τις επόμενες μέρες θα σε καλέσουν στην τηλεόραση να μιλήσεις, κι εγώ θα είμαι μαζί σου.»
Όπως εμφανίστηκε μπροστά μου η μορφή του Γέροντα, έτσι ανάλαφρα έφυγε, αφήνοντάς μου, ωστόσο, μία πρωτόγνωρη χαρά και γαλήνη. Ταυτόχρονα αισθανόμουν ξεκούραστος, σαν να είχα κοιμηθεί όλη νύχτα.
Η πρωτόγνωρη αυτή εμπειρία μου προκάλεσε πολλά ερωτηματικά, καθώς μάλιστα δεν είχα καμία σχέση με τα τηλεοπτικά μέσα. Ποιος θα με καλούσε στην τηλεόραση; Για ποιο λόγο; Τί θα έλεγα; Άφησα, τελικά, το θέμα στο Θεό και κράτησα για μένα τη ζεστή παρουσία του Γέροντα.
Κάποια από τις επόμενες μέρες, έτρεξα κι εγώ μαζί με πλήθος πιστών να υποδεχτούμε και να προσκυνήσουμε την Τίμια Ζώνη της Θεοτόκου που ήρθε από τη Μονή Βατοπεδίου, για να ευλογήσει την πόλη της Αθήνας. Τόσο η κοσμοσυρροή που παρατηρήθηκε όσο και η υπομονή των πιστών στις ατέλειωτες ουρές που σχηματίζονταν εντυπωσίασαν τα Μ.Μ.Ε.. Παράλληλα, κάποιοι άλλοι άρχισαν να αρθρογραφούν λέγοντας ότι τέτοιου είδους προσκυνήματα δημιουργούν συνθήκες εκμετάλλευσης και εμπορίας «δήθεν γενομένων θαυμάτων». Άλλο που δεν ήθελαν οι δηλωμένοι εχθροί της Ορθοδοξίας για να δημιουργήσουν μία περιρρέουσα ατμόσφαιρα «πλάνης των πιστών», ώστε να πετύχουν τους σκοπούς τους. Στα δελτία ειδήσεων το θέμα προβλήθηκε πρώτο, χωρίς, όμως, να είναι δυνατή η απόκρυψη της αλήθειας. Αντίθετα, οι ουρές των πιστών αύξαναν, όπως έδειχναν οι απευθείας τηλεοπτικές συνδέσεις. Όλη αυτή η πολεμική που εφαρμοζόταν με δαιμονική μαεστρία με έβρισκε απόλυτα αντίθετο προσωπικά, καθώς μόλις πρόσφατα η οικογένειά μου είχε ζήσει ένα ζωντανό θαύμα.
Συγκεκριμένα, τον περασμένο Φεβρουάριο (1995), ο βαριά καρδιοπαθής πατέρας μου παρουσίασε εκτεταμένες αθηρωματικές βλάβες σε παλιά μοσχεύματα αρτηριών. Η κατάστασή του ήταν τόσο σοβαρή, που οι θεράποντες γιατροί μας συνέστησαν να τον μεταφέρουμε σε ειδικό κέντρο στο εξωτερικό. Ο ίδιος όμως (συνομήλικος του Γέροντα Παϊσίου, γεννημένος τις μέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής, μετά την αποβίβαση των προσφύγων γονιών του από τη Μικρά Ασία στα απέναντι νησιά της Ελλάδας, και αργότερα ασυρματιστής κατά την ίδια πολεμική περίοδο με το Γέροντα), διέθετε την απλότητα της πίστης και τα γνήσια νάματα της Ορθοδοξίας. Με παρακάλεσε, λοιπόν, να βρώ τρόπο και μέσο για να προσκυνήσει τους νεοφανείς αγίους της Λέσβου, Ραφαήλ, Νικόλαο και Ειρήνη, στους οποίους είχε μεγάλη ευλάβεια. Έτσι, πριν μεταβεί στο καρδιολογικό νοσοκομειακό κέντρο στο Λονδίνο, πήγαμε μαζί στη Μυτιλήνη και προσκυνήσαμε. Λίγες μέρες αργότερα, πήρε εξιτήριο για το εξωτερικό, όπου οι γιατροί, μετά από επανειλημμένες διαγνωστικές εξετάσεις, δεν κατάφεραν να βρουν καμία απολύτως βλάβη.
Όλοι χαρήκαμε, αλλά και συγκλονιστήκαμε ταυτόχρονα· ιδίως εγώ, καθώς, με την ιατρική μου ιδιότητα, κατάλαβα το μέγεθος του θαύματος, που έγινε ευρύτερα γνωστό μέσω φίλων και συναδέλφων. Είναι πιθανό από εκεί να το πληροφορήθηκαν κάποιοι δημοσιογράφοι, όπως συνειδητοποίησα μερικούς μήνες μετά, όταν μου τηλεφώνησαν από μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι εθνικής εμβέλειας, για να συμμετάσχω σε γνωστή εκπομπή υψηλής τηλεθέασης. Φυσικά, σάστισα, όχι τόσο γιατί με κάλεσαν να συμμετάσχω σε τηλεοπτική συζήτηση με θέμα τα θαύματα, αλλά γιατί την ίδια εκείνη στιγμή βίωνα το προσωπικό μου θαύμα, φέρνοντας στο μυαλό μου την «επίσκεψη» του Γέροντα και τη σχετική πρόρρησή του για την πρόσκληση αυτή. Κάνοντας υπακοή στο Γέροντα, δέχτηκα.
Μεταξύ των προσκεκλημένων υπήρχαν προβεβλημένα πρόσωπα και εκκλησιαστικοί παράγοντες. Από την άλλη, πολλά άρθρα του Τύπου είχαν δημιουργήσει την ίδια μέρα (2.6.1995) ένα γενικότερο αρνητικό κλίμα, αμφισβητώντας την ίδια τη σκοπιμότητα της επίσκεψης της Τίμιας Ζώνης.
Με έβαλαν σ ένα ιδιαίτερο τηλεοπτικό στούντιο, με σκοπό να με φέρουν στη συζήτηση αργότερα και να απαντήσω σε συγκεκριμένες ερωτήσεις που θα μου απηύθυνε ο κεντρικός παρουσιαστής. Την αμηχανία μου σε όλα αυτά την ακολούθησε βαρύτατος κατασκανδαλισμός, όταν στο διπλανό τηλεοπτικό στούντιο πολλοί από τους προσκεκλημένους μιλούσαν με απαξιωτικά λόγια για το πρόσωπο της Θεοτόκου, ενώ τους άκουγαν όλοι οι παριστάμενοι, καθώς και το τηλεοπτικό κοινό που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την εκπομπή, την οποία φρόντισαν από νωρίς να διαφημίσουν ποικιλοτρόπως.
Προσπάθησα με νοήματα να μου δώσουν το λόγο, αλλά στο δικό μου χώρο υπήρχε μάλλον φραγή. Αισθάνθηκα σαν «τηλεοπτική γλάστρα», ενώ ξεχείλιζα από αγανάκτηση με όσα άκουγα. Σκέφτηκα πολλές φορές να φύγω, αλλά θυμόμουν το Γέροντα κι έκανα υπομονή. Μετά από μία ώρα συζήτησης και φωνασκίας, έβγαλαν κι έμενα για να τους μιλήσω για το θαύμα που συνέβη στον πατέρα μου. Όπως έμαθα αργότερα, η ακροαματικότητα εκείνη την ώρα ξεπερνούσε το 70%. Με το που πήρα το λόγο, ένιωσα άμεση την ανάγκη να αποστομώσω αυτούς που απαξίωναν τα ιερά και τα όσιά μας. Τους μίλησα όχι στην ξύλινη γλώσσα τους αλλά στην απλή γλώσσα της ελληνικής καρδιάς. Εκείνοι δεν περίμεναν ότι ένας τεχνοκράτης με διδακτορικό δίπλωμα και κοσμικές περγαμηνές θα υπερασπιζόταν με σθένος το ιερό σέβασμα της Τίμιας Ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ανάμεσα σε όλα τα άλλα, τους μίλησα και για το θαύμα που έγινε στον πατέρα μου. Φυσικά, όλα αυτά τους εξαγρίωσαν περισσότερο, με αποτέλεσμα να με χαρακτηρίσουν «θαυματολόγο». Μετά την παρέμβασή μου, ωστόσο, η συζήτηση πήρε άλλη τροπή· πολλοί από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες στήριξαν τα επιχειρήματά μου, ενώ ο συντονιστής δημοσιογράφος φιλότιμα προσπαθούσε να μας δώσει χρόνο ομιλίας, για να αντιλέγουμε στα λυσσώδη επιχειρήματα των εναντίων. Ό,τι θάρρος διέθετα εκείνες τις στιγμές της πνευματικής μάχης, το απέδωσα στην ευλογία της Παναγίας μας και στις ευχές του Γέροντα Παϊσίου.
Για πολύ καιρό, ως και μήνες ακόμα, γνωστοί κι άγνωστοι απ’ όλες τις γωνιές της Ελλάδας μου τηλεφωνούσαν για να μου δώσουν συγχαρητήρια, τα οποία, φυσικά, ανήκαν αλλού. Χαιρόμουν, ωστόσο, γιατί με την παρέμβασή μου στη συζήτηση σταμάτησε ο κατασκανδαλισμός, και οι πιστοί αναθάρρησαν βλέποντας έναν δικό τους καθημερινό άνθρωπο να υπερασπίζεται με σθένος όλα εκείνα που είναι αδιαπραγμάτευτα στην ελληνική ψυχή. Πίσω από το δικό μου μικρό ανάστημα, τις στιγμές εκείνες, βρισκόταν το μεγάλο πνευματικό μέγεθος του Γέροντα Παϊσίου.
Μετά από δεκαπέντε χρόνια σιωπής και, ενώ η ιστορία έχει κάνει τους απολογισμούς της, με τις συνέπειες και τα αποτελέσματα που ήδη ζούμε σήμερα, συνειδητοποίησα ότι η επίσκεψη της Τίμιας Ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου, την επόμενη χρονιά από την κοίμηση του π. Παϊσίου, ήταν ένα μείζον πνευματικό γεγονός που έδωσε ευλογία και δύναμη στον ελληνικό λαό, που τα επόμενα χρόνια θα δεχόταν την ανηλεή επίθεση του αντίχριστου πνεύματος, όπως το βιώσαμε και το βιώνουμε και σήμερα. Η αγιότητα του Γέροντα προγνώριζε το σκανδαλισμό που απεργάζονταν οι ενάντιοι εξαιτίας αυτής της ευλογίας, και φρόντισε να τον περιορίσει.
Ο π. Παΐσιος εξακολουθεί να μεριμνά για όλα τα θέματα του Έθνους. Ειδικά σήμερα, ο άγιος αυτός Γέροντας νοιάζεται περισσότερο από ποτέ για τον πονεμένο λαό τον με την παρρησία που διαθέτει, εύχεται στον Τριαδικό Θεό, μέσω της Υπεραγίας Θεοτόκου, να οδηγηθούμε σε εθνική μετάνοια και στην αναγέννηση του ορθόδοξου φρονήματος των πατέρων μας.


Πηγή: Μαρτυρίες προσκυνητών,Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης 1924-1994, Β’ ΤΟΜΟΣ Θεσσαλονίκη 2013. Εκδόσεις Αγιοτόκος Καππαδοκία.
§ Θαυμαστά Γεγονότα – Προορατικό χάρισμα, Βαρδάκας Κωνσταντίνος -Διδάκτωρ Οδοντιατρικής- Αθήνα

Καληνύχτα, Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ...

Καληνύχτα, Κεμάλ


 Του Τάκη Θεοδωρόπουλου

Ο Χατζιδάκις μόλις είχε παραιτηθεί από τη διεύθυνση του Τρίτου Προγράμματος· αν δεν κάνω λάθος, είχε δηλώσει ότι απαγορεύει στο κρατικό ραδιόφωνο να μεταδίδει μουσική του, διότι τη μεταδίδει για να την κακοποιήσει. Το ωραίο στην υπόθεση δεν είναι η ίδια η απαγόρευση. Είναι η αιτιολογία. Θυμωμένος όπως ήταν με το κράτος του ανερχόμενου πασοκισμού, δήλωνε με τον τρόπο του ότι δεν θέλει να έχει καμία σχέση μαζί τους. Οχι μόνον δεν χρειάζεται το κρατικό ραδιόφωνο, αλλά το θεωρεί και επιβλαβές για το έργο του. Υπερβολές θα μου πείτε. Ωραίες υπερβολές ενός ανθρώπου που ήξερε να υπερασπίζεται την ευαισθησία του όχι μόνον με τη μουσική του, αλλά και με τη δημόσια παρουσία του.
Το θυμήθηκα διαβάζοντας πως σε δημοτικό σχολείο η δασκάλα της μουσικής αντιμετώπισε την οργή γονέως αλλά και της διευθύντριας, επειδή έμαθε στα παιδιά να τραγουδούν τον «Κεμάλ».


Οπως αποκαλύπτει, ο γονέας διαμαρτυρήθηκε στη διευθύντρια ότι η περί ης ο λόγος ασκεί φιλοτουρκική προπαγάνδα κι εκείνη την κάλεσε σε απολογία, αφού κατάσχεσε τις φωτοτυπίες με τους στίχους του Νίκου Γκάτσου, τις οποίες και έσκισε. Φαντάζομαι ότι αν ζούσαν και το μάθαιναν, ο μεν Γκάτσος θα αδιαφορούσε αρειμανίως, ο δε Χατζιδάκις θα προέβαινε σε δημόσια δήλωση απαγόρευσης ακρόασης της μουσικής του από τη διευθύντρια και τον γονέα λόγω περιορισμένης νοημοσύνης.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Στην κορυφή της πυραμίδας ας τοποθετήσουμε τη μικρή θεά που ταλανίζει τη ζωή μας και ακούει στο όνομα βλακεία. Κανείς δεν θέλει να συγχρωτίζεται μαζί της, όμως εκείνη η άτιμη πάει και χώνεται παντού. Και όπως είχε πει και ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, αν θυμάμαι καλά, η βλακεία είναι ακατανίκητη. Ακριβώς κάτω από τη μικρή θεά υπάρχει το δυσάρεστο πρόσωπο της αμορφωσιάς. Οπου αμορφωσιά δεν σημαίνει απαραιτήτως άγνοια της ακριβούς χρονολογίας της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, η οποία ήταν ναυμαχία και έγινε πολύ πριν από το Βατερλώ, αλλά κυρίως και πρωτίστως αδυναμία κρίσης. Η διαφορά ενός αμόρφωτου από έναν μορφωμένο είναι πολύ απλή: ο πρώτος δεν διαθέτει τα μέσα για να επιλέξει, γιατί δεν αντιλαμβάνεται ακόμη κι αν ανήκει στον ευφυέστερο λαό του πλανητικού μας συστήματος. Στη βάση της πυραμίδας καταπλακώνονται από τα αδρανή υλικά της κορυφής οι μαθητές.
Τις προάλλες είχα γράψει για τον Φον Γερμανούχτεν, που σε λύκειο του Βόλου ανεβαίνει ως θεατρικό έργο για την τόνωση του αντιμνημονιακού φρονήματος των μαθητών. Η απαγόρευση του «Κεμάλ» είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, οι εκπαιδευτικοί αποδεικνύονται ακατάλληλοι για το έργο που έχουν αναλάβει. Αλήθεια, τι έγινε μ’ εκείνη την αξιολόγηση; Και θα ληφθεί υπ’ όψιν το μορφωτικό και διανοητικό επίπεδο των αξιολογουμένων, όταν καλή ώρα πραγματοποιηθεί; Διότι το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι ο γονιός. Αυτός μπορεί να βλέπει καθημερινά τον «Σουλεϊμάν» στην τηλεόραση για να μπορεί την επομένη στο καφενείο να επιτίθεται κατά των τουρκικών σειρών. Εξάλλου, όπως μου λέει φίλος σχολικός σύμβουλος, η Χρυσή Αυγή έχει βρει διάφορους τρόπους για να παρεμβαίνει στα δημοτικά.
Το πρόβλημα είναι η διευθύντρια. Συμφώνησε με τον γονέα ή απλώς δεν ήξερε τον Χατζιδάκι και δεν κατάλαβε; Δεν ξέρω τι από τα δύο είναι χειρότερο.
Εν κατακλείδι: Ο «Κεμάλ» είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του Χατζιδάκι και του Γκάτσου, ο οποίος έγραψε τους στίχους πάνω στη μουσική αφού η πρώτη του εκτέλεση ήταν με λόγια στα αγγλικά στο «Reflection». Αξίζει να το ξανακούσετε, με τη φωνή του ίδιου του συνθέτη να το κλείνει με τον στίχο:
«Καληνύχτα, Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ».

πηγή  /  αντιγραφή

Δωρεά οργάνων. Η Εκκλησία ήπιε το αμίλητο νερό;



Όπως είναι γνωστό από της πρώτης Ιουνίου, θα είναι σε ισχύ ο νόμος που καθιστά όλους τους Έλληνες πολίτες υποχρεωτικά, (εάν συναινούν τα μέλη της οικογένειάς τους), δότες οργάνων σε περίπτωση που χαρακτηριστεί κανείς εγκεφαλικά "νεκρός" (άρθρο νόμου "περί εικαζόμενης συναίνεσης").  Η μόνη περίπτωση να το αναιρέσουμε για τον εαυτό μας ή τα ανήλικα παιδιά μας, είναι να αποστείλουμε στον Ε.Ο.Μ. υπεύθυνη δήλωση για να προστεθεί σε σχετικό αρχείο  

Το όλο νομοθέτημα είναι καθαρά φασιστικού χαρακτήρα και δεν είναι δυνατόν ένας νόμος να παρεμβαίνει σε ένα τόσο μεγάλης σημασίας θέμα όπως είναι η τύχη της σωρού ενός νεκρού ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις εν άγνοια του δεν θα είχε κάνει μια υπεύθυνη δήλωση για να τοποθετηθεί στο τόσο σημαντικό αυτό ζήτημα. Πέραν τούτου όμως το θέμα είναι υψίστης θρησκευτικής σημασίας καθώς υπάρχουν πολλές αναφορές Πατέρων που έχουν τοποθετεί με σαφή τρόπο αρνητικά σε ένα τέτοιο νομοθέτημα που με καθαρά δικτατορικό τρόπο αποφασίζει να γίνονται δωρεά τα όργανα ενός νεκρού, (και εδώ υπάρχει κεφαλαιώδες ζήτημα το πότε θεωρείτε κάποιος νεκρός). Για να μην κάνουμε καμία αναφορά στο μεγάλο λαθρεμπόριο ανθρωπίνων οργάνων που έχουν δημιουργήσει τεράστιες  μαφίες σε πολλά μέρη του κόσμου
Σύμφωνα με τον μεγάλο πατέρα της εκκλησίας, τον Μέγα Αθανάσιο, ο άνθρωπος κατά την φύση του είναι σύνθετο, μεικτό, όν. Πλά­σθηκε κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Θεού και αποτελείται από την ψυ­χή, που συνιστά το πνευματικό μέ­ρος του ανθρώπου και τον εντάσσει στον πνευματικό κόσμο, και από το σώμα, με το οποίο εντάσσεται στον υλικό, αισθητό κόσμο. Είναι μείξη και κράση πνεύματος και ύλης, «σύνδεσμος της ορατής και αορά­του φύσεως». Και το μεν σώμα είναι υλικό, σύνθετο και φθαρτό, η δε ψυ­χή είναι «ουσία ζώσα, απλή, ασώμα­τος, σωματικοίς οφθαλμοίς κατ' οικείαν φύσιν αόρατος, λογική τε και νοερά, ασχημάτιστος... αθάνα­τος» (Αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Επομένως η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι απλή βιολογική ενέργεια του σώματος, όπως είναι των ζώων, τα οποία για τον λόγο αυτό είναι θνητόψυχα, δεν επιβιώνουν μετά τον σωματικό θάνατο, αλλά είναι ουσία αθάνατη με δική της ενέρ­γεια. Ο θάνατος δεν είναι παντελής εξαφάνιση του όλου ανθρώπου, άλλα χωρισμός της ψυχής από το σώμα, το οποίο στη συνέχεια, ως σύνθετο, φθείρεται και διαλύεται, ενώ η ψυχή εξακολουθεί να υπάρ­χει και να ενεργεί· «Ούχ η ψυχή εστιν η αποθνήσκουσα, αλλά δια την ταύτης αναχώρησιν αποθνήσκει το σώμα»  
Και ενώ υπάρχουν αυτές οι παρακαταθήκες από την πατερική διδασκαλία το απαράδεκτο είναι η ένοχη σιωπή της εκκλησίας, ή καλύτερα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, (πλην κάποιων εξαιρέσεων),  απέναντι σε αυτόν τον φασιστικό νόμο. Αντί να πάρει σαφή θέση και όχι αόριστα μισόλογα η κεφαλή της ελληνικής εκκλησίας αρέσκεται να βγαίνει φωτογραφίες με τους κυρίους Βενιζέλο, Κουβέλη και Σια, που έχουν καταστρέψει την χώρα, που έχουν εξαθλιώσει τον ελληνικό λαό και τώρα ετοιμάζονται να ξεπουλήσουν όσο όσο την εθνική κυριαρχία. Ουσιαστικά στο κεφαλαιώδες αυτό ζήτημα της θρησκευτικής μας συνείδησης η εκκλησιαστική ιεραρχία ήπιε το «αμίλητο νερό». Με την στάση της επιβεβαιώνει αυτές τις προφητείες του Όσιου Νείλου από το Άγιο Όρος : «Θα έρθει η εποχή που οι αρχιερείς και ιερείς, (εκτός ολίγων εξαιρέσεων), θα είναι άντρες κενόδοξοι, παντελώς μη γνωρίζοντες την δεξιάν οδό από την αριστερά  και οι εκκλησίες θα στερηθούν ευλαβών και ευσεβών ποιμένων και αλλοίμονο τότε σε αυτούς  τους χριστιανούς που βρίσκονται στον κόσμο».
Η ελληνική ιεραρχία ενδιαφέρεται περισσότερο για τους λαθρομετανάστες, για τους μουσουλμάνους, για το προδοτικό πολιτικό σύστημα, για τους απατεώνες που κατέκλεψαν το ελληνικό κράτος, για τους αρτίστες και για τις εμετικές δημόσιες σχέσεις της διεφθαρμένης ελίτ που έσυρε την χώρα στον γκρεμό. Τέτοια ιεραρχία δεν αξίζει στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία αλλά και σε όλους τους ένδοξους ρασοφόρους που έδωσαν το αίμα τους σε όλη την ελληνική ιστορία για τον ελληνισμό.
πηγή

«Συνωστίζονται…»

Του Θανάση Νικολαΐδη 

Η Μικρασιατική τραγωδία (μας) δεν έχει προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία. Τόσος ηρωισμός και αθλιότητες, τέτοιος (ηρωικός) στρατός, τόσο μεγάλη προδοσία…
ΔΕΝ το θέλουν οι «Σύμμαχοι», δεν αποκαθίσταται τα θύματα, δεν δικαιώνεται ο ελληνισμός. Ωστόσο, αν αυτοί (που παραμένουν «Σύμμαχοι») δεν έχουν λόγο μη φανεί η προδοσία τους, κι αν μερίδα ελλήνων πιστεύει πως αποδόθηκε δικαιοσύνη στο Γουδί, η Ιστορία δεν στέργει και θα γράψει τα δικά της. Όταν φύγουν κι οι τελευταίοι του δράματος κι ας έκλεισε βιαστικά η αυλαία. 

ΤΟ σχεδίασαν οι «Σύμμαχοι» να ξεριζωθεί ο πανάρχαιος ελληνισμός της Ιωνίας, το εκτέλεσαν οι Τούρκοι και το έζησαν οι διωγμένοι. Και δεν έχει προηγούμενο το φευγιό της Σμύρνης. Τούρκοι πυρπόλησαν την πόλη και οι καπνοί πανικόβαλλαν τους κυνηγημένους, τσέτες τους σημάδευαν κι ήταν(;) η θάλασσα διέξοδος και λυτρωμός. Εκεί, στην ήρεμη παραλία της Σμύρνης όπου έπινε τον καφέ της η ελληνοτουρκική φιλία και συνύπαρξη, μύριζε θάνατο. Κι ήταν τόσα τα επιπλέοντα πτώματα ελλήνων, που μπορούσες, περπατώντας πάνω τους, να φτάσεις στα «συμμαχικά» πολεμικά. Κάποια (κουφάρια) χωρίς χέρια, κομμένα με μπαλτάδες Αγγλο-Γάλλων του πληρώματος, μαρτυρούσαν τις «συμμαχικές» προθέσεις απέναντι στην «ευκολόπιστη και πάντα προδομένη». Αυτά είδαν τρομαγμένα μάτια επιζώντων και τα περιέγραψαν, αυτά γράφουν οι ιστορικοί.

ΩΣΤΟΣΟ, η «ημετέρα» ιστορικός ονόματι Ρεπούση άλλα… κελεύει. Η Ελληνίδα(;) που δεν άντεξε ενός λεπτού για τη γενοκτονία των Ποντίων και πήγε προς… νερού της. Απέναντί της ιστορικοί ξένοι και Έλληνες, «παγκόσμιοι», φιλέλληνες και ανθέλληνες, σοφοί, γνώστες και μελετημένοι, (εξ)ιστορούν, γραπτά, και περιγράφουν. Η παραπάνω μόνη, ετερόδοξη και αιρετική, θρασεία, πείσμων και επίμονα…ανιστόρητη. Με τους τίτλους της συμπυκνωμένους σε ένα (σύνηθες) μεταπτυχιακό στην αλλοδαπή και ένα (συνηθέστερο) πτυχίο στην ημεδαπή και με τον… φιλελληνισμό της στον «συνωστισμό». Σηκώνονται κι οι πέτρες, ο «συνωστισμός» γίνεται «συνωστίζονται», κάτι ψελλίζει και μας παραπέμπει στα… βιβλία της. Με το «έγκλημα» ατιμώρητο και την ίδια «από καναλίου εις κανάλιον»… Δεν το μετάνιωσε, δεν ανακάλεσε, δεν πήγε στην παραλία της Σμύρνης να… πνιγεί είτε στο Ζάλογγο να πέσει στο γκρεμό, σπίτι της ή να καλογριέψει.

ΕΙΝΑΙ και πολιτικός η παραπάνω κυρία. Με 1670 σταυρούς-κατά τα άλλα «δεν φταίει ο λαός…». Αυθαδιάζει δημόσια και δεν της τραβάει το αυτί ο αρχηγός, το Κόμμα δεν τη διαγράφει.

ΟΙ λαοί έχουν την ιστορία τους με γεγονότα και αλήθειες, έχουν ακόμα και μύθους που τους κρατάνε στη ζωή. Αν δεν τα ξεχωρίσατε, κυρία μου, έχετε πρόβλημα.
πηγή

Ποιοί έχουν ανάγκη προσευχής;




  Άγιος Συμεών Νέος Θεολόγος

  
about-our-prayer-Αλφαβητικά ΙΘΌτι επτά είναι οι κατηγορίες αυτών που έχουν ανάγκη προσευχής. Και ότι όσοι παρακαλούν τον Θεό για πράγματα που δεν κατανοούν, δεν εισακούονται. Εάν τώρα είναι ο καιρός που πρέπει οι άνθρωποι να προσκυνούν τον Θεό εν πνεύματι και αληθεία, και δεν προσεύχονται εν πνεύματι, τότε ματαιοπονούν διότι δεν φωτίζονται από τον Θεό.
Κεφάλαιο ΙΘ’
Επτά είναι τα τάγματα αυτών που χρειάζονται σωτηρία: οι απολωλότες, οι αιχμάλωτοι, οι πλανεμένοι, οι τσακισμένοι, οι κλονιζόμενοι, οι σταθεροί, και σοι βαδίζουν το δρόμο τους. Υπάρχει και όγδοο: αυτοί που «λησμονούν τα παλαιά και προχωρούν προς εκείνα που είναι, εμπρός». Καθένα λοιπόν από αυτά τα οκτώ τάγματα έχει ανάγκη από ιδιαίτερη προσευχή γι’ αυτό, εκ μέρους της Εκκλησίας του Θεού. Έτσι χρειάζεται προσευχή το απολωλός, για να το αναζητήσει ο Θεός ο πανταχού παρών, στον οποίο είναι ολοφάνερα και ο άδης και η απώλεια. Το αιχμάλωτο, για να λυτρωθεί με τη ρομφαία της δύναμης του παντοκράτορα· γιατί δεν μπορεί να ελευθερωθεί μόνος του ο αιχμάλωτος που οδηγείται στη φυλακή. Το πλανεμένο, ώστε οι οφθαλμοί του Θεού που βλέπουν τα πάντα, να το φωτίσουν, να του υποδείξουν και να το οδηγήσουν στην οδό της αλήθειας, καθώς λέει και ο ψαλμός: «Οδήγησέ με Κύριε στην οδό σου, και θα πορευθώ σύμφωνα με την αλήθειά σου.» Το τσακισμένο, για να το ανορθώσει ο Κύριος· γιατί κανένας από τους τσακισμένους δεν μπορεί να ανορθωθεί με τη δύναμή του. Το κλονιζόμενο, για να το στηρίξει ο υπερμεγέθης βραχίονας του Υψίστου. Το σταθερό, για να εδραιωθεί με την θεία χάρη, και να μην περιφέρεται εδώ κι εκεί. Αυτό που βαδίζει στο δρόμο του, για να προχωρεί χωρίς προσκόμματα·


εφόσον αγγελική δύναμη θα σηκώνει τις πέτρες και, τις δυσκολίες του μακρινού και στενού δρόμου, για να μην καταπονείται παραπάνω απ’ όσο αντέχει. Και το όγδοο, για να μη νομίζει ότι είναι υπεράνω των κακών, αλλά να λυπάται διότι υστερεί στα καλά, και να διδάσκεται πόσο ακόμα υπολείπεται από το αληθινό ύψος, αυτός που βρίσκεται υπεράνω πάντων. Αυτό είναι σύμφωνα με τον Απόστολο το έργο των τελείων, καθώς ο ίδιος λέει: «Όσοι είμαστε τέλειοι, ας σκεπτόμαστε κατ’ αυτό τον τρόπο: να προχωρούμε επιδιώκοντας το βραβείο της επουρανίου κλήσεως.»
Όταν λοιπόν κάποιος εξαιτίας της αγάπης του Θεού θελήσει ή αξιωθεί να προσευχηθεί για κάποιο από αυτά τα οκτώ τάγματα, ας προσέξει ώστε να κάνει ωφέλιμη και κατάλληλη προσευχή για το καθένα, για να μην κοπιάσει μάταια ζητώντας τη σωτηρία που δεν είναι ταιριαστή για καθένα από αυτά τα τάγματα. Διότι πώς θα τον ακούσει ο Κύριος; Κάποιος από τους πατέρες λέει προς τον προεστώτα: «Μην αποκάμεις να προσεύχεσαι για τους εντελώς αμελείς, εφόσον σου το ζητούν, όχι για να ελεηθούν διότι αυτό είναι αδύνατον αν δεν συνεργούν κι εκείνοι άλλα για να ξυπνήσουν και να αγωνιστούν.» Επειδή και αυτός που θα θελήσει να δώσει στερεά τροφή στο νήπιο που ακόμη πίνει γάλα, δεν θα το δυναμώσει, αλλά μάλλον θα το καταστρέψει και θα το θανατώσει. Κι αν κανείς θηλάζει κάποιον που εισέρχεται στην ανδρική ηλικία, σίγουρα είναι και οι δύο ανόητοι. Ο Θεός είναι της τάξεως και της ειρήνης Θεός. Όμως εξαιτίας της άγνοιας σ’ αυτά είναι ανάγκη αυτός που προσεύχεται, να ζητεί το συμφέρον, γι’ αυτό το οποίο προσεύχεται. ’Επειδή κι ο Ιησούς έτσι προσευχόταν προς τον Πατέρα του λέγοντας: «Ας μη γίνει το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου.»
Εάν κάποιος παρακαλεί να προσεύχονται για τον εαυτό του ώστε να απαλλαγεί από τη φθορά και το θάνατο, προηγουμένως ας ακούσει και ας διδαχθεί· και αφού μάθει τί είναι αφθαρσία και τί είναι ζωή: τότε να προσεύχεται για τον εαυτό του, είτε έχει παρρησία είτε δεν έχει· ώστε όταν λάβει αυτό που ζητεί, το αίτημα για το οποίο παρακαλεί, να ευχαριστήσει και να μείνει στην ευχαριστία. Γιατί εάν το αγνοήσει μετά που θα το λάβει, πώς θα ευχαριστήσει αυτόν που του το έδωσε; Και όταν δεν ευχαριστήσει, τότε θα γίνει άξιος για τιμωρίες. Αυτός που λέει «σώσον με», βρίσκεται σίγουρα σε αιχμαλωσία, και αυτός που λέει «λύτρωσέ με», βρίσκεται σίγουρα σε φυλακή και δεσμά. Εάν λοιπόν αυτοί πού λένε αυτά τα λόγια, τα λένε επιπόλαια κι από κάποια συνήθεια, αγνοώντας και τον κίνδυνο και την αιχμαλωσία και τη φυλακή και τα δεσμά, ποιός θα τους ακούσει; Γι’ αυτό όσοι φωνάζουν νύχτα και μέρα στον Θεό, «Κύριε σώσον με· Κύριε ρύσαι με· Κύριε λύτρωσέ με», χωρίς να γνωρίζουν τον επαπειλούμενο κίνδυνο, την πικρή αιχμαλωσία, τη σκοτεινή φυλακή και τα σιδερένια και αναπόδραστα δεσμά, ούτε εισακούστηκαν, ούτε εισακούονται, ούτε θα εισακουστούν. Πρέπει λοιπόν προηγουμένως να διδαχθούμε και να τα μάθουμε αυτά από εκείνους που τα γνωρίζουν και να τα κατανοήσουμε, κι έπειτα να παρακαλούμε. Και εάν δεν βρίσκονται εύκολα αυτοί που γνωρίζουν, πρέπει να τους αναζητούμε με επιμονή και να τους βρίσκουμε. Εάν όμως δεν υπάρχουν αυτοί, να παρακαλούμε τον Θεό, να μας δείξει αοράτως και τον κίνδυνο και την αιχμαλωσία και τη φυλακή και τα δεσμά, ώστε μετά την επίγνωση των τόσο μεγάλων κακών, να φωνάξουμε προς αυτόν με δάκρυα και δυνατή κραυγή, ώστε αφού ελεήσει τους αν άξιους ελέους, να μας σώσει και να μας ελευθερώσει και να μας λυτρώσει. Διαφορετικά ο Θεός δεν μπορεί να μας ελεήσει. Όπως ο άνθρωπος που θα μπορούσε, δεν μπορεί να ελεήσει τον συνάνθρωπο που δεν γνωρίζει το έλεος. Ο Θεός που μπορεί να κάνει τα πάντα, δεν μπορεί να πει ψέματα, δεν μπορεί να αρνηθεί τον εαυτό του. Γι’ αυτόν το λόγο όποιος δεν μετανοεί, δεν μπορεί να τον ελεήσει. Αυτόν που δεν ζητεί, δεν του δίνει. Αυτόν που δεν αναζητεί, δεν τον καθοδηγεί προς την εύρεση. Αυτόν που δεν κτυπά, δεν του ανοίγει τη θύρα του ελέους. Αυτόν που ζητεί με κακό τρόπο, δεν του δίνει. Αυτόν που δεν ελεεί και λέει «ελέησόν με», δεν τον ελεεί. Γιατί όπως είναι παντοδύναμος, έτσι είναι και δίκαιος. Η δύναμή του εκδηλώνεται με δικαιοσύνη, και το έλεός του με ζύγι και μέτρο. Είναι αναγκαίο λοιπόν κάθε άνθρωπος να διδαχθεί όσα είναι δυνατά για τον Θεό, και κατόπιν να παρακαλεί για να τα λάβει. Διότι εάν ο σαρκικός πατέρας όταν ο γιός του τού ζητάει δηλητήριο, δεν μπορεί να του το δώσει, πολύ περισσότερο ο Θεός που λέει: «Μπορεί η μάνα να λησμονήσει το παιδί της; αλλ’ ακόμη κι αν το λησμονήσει, εγώ δεν θα σε λησμονήσω»· και πάλι: «Ρωτήσατέ με για τους υιούς και τις θυγατέρες μου.» Αν λοιπόν υιούς και θυγατέρες ονομάζει τους ανθρώπους, πώς μπορεί να τους δώσει θανατηφόρα πράγματα, ακόμη κι αν ζητούν αυτά με πολλούς στεναγμούς και δάκρυα και για πολύ χρονικό διάστημα;
Ο Θεός στο χριστιανό που παρακαλεί, δίνει μεγάλα δώρα τα οποία δεν μπορεί να τα αποκτήσει κανείς μόνος του: καρδιά συντετριμμένη και τεταπεινωμένη, που βρίσκεται σε νήψη, σωφρονεί, μετανοεί, έχει κατάνυξη, μνήμη θανάτου, μνήμη της μελλούσης κρίσεως, σοφία ώστε να κατανοεί το λόγο του Θεού, σύνεση, δύναμη για να τον φοβάται, σθένος για να προσεύχεται πρόθυμα με φόβο και ευλάβεια, αγνότητα, πραότητα, υπομονή και μακροθυμία, ώστε όποιος λάβει αυτά και τα κάνει κτήμα του, να του δώσει τον αγιασμό, δηλαδή την υγεία. Και υγεία είναι το να μην ορεγόμαστε κανένα από τα αμαρτήματα που περιέχουν επιθυμία κοσμική: χρήματα, σαρκική ηδονή, δόξα και τιμή επίγεια από τους ανθρώπους. Ο Θεός δεν μπορεί να θεραπεύσει όποιον προηγουμένως δεν έλαβε και δεν έκανε κτήμα του τα δώρα που αναφέραμε, με σκοπό να μην λάβει την υγεία του πριν να τα λάβει, και αποβλέψει στην ανθρώπινη δόξα ως υγιής και ανενόχλητος από κάθε νόσημα, και πέσει στην παγίδα του διαβόλου, την υπερηφάνεια, και γίνουν τα έσχατα αυτού χειρότερα από τα πρώτα. Διότι η υπερηφάνεια είναι η μεγαλύτερη απ’ όλες τις αμαρτίες. Εξαιτίας της και μόνον ακολούθησαν όλα τ’ άλλα αμαρτήματα και αυτή είναι η αρχή της αμαρτίας. Λέει: «Αρχή αμαρτίας, υπερηφανία.»
Ο Κύριος είπε στη Σαμαρείτιδα: «Πίστεψέ με γυναίκα, ότι έρχεται ώρα και μάλιστα ήρθε ήδη, που οι αληθινοί προσκυνητές θα λατρεύσουν τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά· ο Θεός είναι πνεύμα, κι εκείνοι που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν πνευματικά και αληθινά.» Και ο Απόστολος λέει ότι ο Θεός, δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς ούτε υπηρετείται από χέρια ανθρώπινα, μια και δεν έχει ανάγκη από κάτι. Διότι ο Θεός είναι αυτάρκης και πλήρης, και όχι μόνον οι άνθρωποι αλλά κι αυτοί οι άγιοι άγγελοι του Θεού παίρνουν κάτι από την πληρότητά του, επειδή όλοι έχουν ανάγκη από τον ανελλιπή και πλήρη. Και είτε τον ευχαριστούν είτε τον υμνούν είτε τον δοξάζουν, δεν το κάνουν με τη δική τους δύναμη, αλλά αφού δυναμωθούν προηγουμένως με τη μετοχή στην πληρότητα της χάριτός του, τότε μπορούν να ευχαριστούν και να υμνούν και να δοξάζουν, τον Θεό και δεσπότη που τους εδημιούργησε εκ του μη όντος.
Ποιοί λοιπόν είναι οι αληθινοί προσκυνητές, που δεν περιορίζουν τη λατρεία σε ορισμένο τόπο, και λατρεύουν τον Θεό πνευματικά; Διότι όταν είπε «Πνεύμα ο Θεός», δεν δήλωσε τίποτε άλλο, παρά μόνον ότι είναι ασώματος. Πρέπει λοιπόν η λατρεία του ασωμάτου, να προσφέρεται με το ασώματο που υπάρχει μέσα μας, δηλαδή με την ψυχή. Διότι ο ασώματος λατρεύεται με το νου και την καθαρότητα της διάνοιας. Επειδή λοιπόν, καθώς ο Κύριος είπε και το προαναφέραμε, «είναι κοντά ο καιρός, ήρθε κιόλας», πώς είναι δυνατόν να λατρεύεται διαφορετικά ο Θεός με οσιότητα και δικαιοσύνη, παρά μόνο με το νου και τη διάνοια; Και είναι αδύνατον η διάνοια και ο νους όλος του ανθρώπου να προσκυνήσει τον Θεό, εάν δεν γίνει προηγουμένως η κάθαρσή τους με την πίστη στο Χριστό, χάρη στη θεραπεία και γιατρειά και απολύτρωση που δίνει μονάχα ο ίδιος ο Χριστός. Γι’ αυτούς λοιπόν των οποίων ο νους και η διάνοια δεν δέχθηκαν προηγουμένως την γιατρειά και τη θεραπεία και την απολύτρωση από τον Χριστό μυστικά και νοητά, καταντούν ανώφελα όλα όσα νομίζουν ότι πράττουν για τη δόξα του Θεού, είτε τα ονομάσεις νηστεία, είτε προσευχή, είτε ελεημοσύνη, είτε αγρυπνία, είτε χαμευνία και κάθε άλλη κακοπάθεια, είτε έσχατη ακτημοσύνη. Διότι δεν προσκύνησαν ακόμη τον Θεό πνευματικά· κι αυτό είναι η αλήθεια· και εφόσον απουσιάζει η αλήθεια όλα τα άλλα είναι ψεύδος και απάτη και αγνωσία Θεού και άγνοια της κατά Χριστόν ζωής, και τελικά εξαιτίας της απερισκεψίας τους αποβαίνουν αναισθησία και ζωή πλανεμένη σε σχέση με τον απλανή Χριστό.
Συνεπώς αυτοί των οποίων η διάνοια είναι ακόμη αγιάτρευτη κι έτσι δεν μπορούν να προσκυνούν πνευματικά τον Θεό, ας αγωνιστούν να αποκτήσουν προηγουμένως αυτό το αγαθό – για το οποίο και ο Χριστός σταυρώθηκε και πέθανε , χωρίς να παραλείπουν τίποτε από όσα ελκύουν το έλεος του Θεού για τον σκοπό αυτό. Αυτό είναι η λύτρωση, την οποία ο Κύριος απέστειλε με τον Ιησού στο λαό του, και αυτό είναι το μέγα έλεος, και αυτό είναι ο ιλασμός, και αυτό είναι η διάλυση του μεσότοιχου του μεγάλου φραγμού, και αυτό είναι η ανάσταση της ψυχής πριν από την κοινή ανάσταση των σωμάτων, και αυτό είναι η αφθαρσία, και αυτό είναι η αιώνια ζωή, και αυτό είναι η συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους, και αυτό είναι η στερέωση της οικουμένης που δεν θα κλονιστεί πλέον, κι εδώ είναι το, ο τελευταίος απ’ όλους και ο δούλος όλων, να γίνει πρώτος, κι εδώ είναι ο πτωχός τω πνεύματι, στον οποίο ανήκει η βασιλεία του Θεού, κι εδώ είναι ο καθαρός στην καρδιά, οπότε αυτός θα δει τον Θεό, κι εδώ είναι ο ειρηνοποιός ο οποίος και θα ονομαστεί υιός του Θεού.
Αυτό λοιπόν το τόσο μεγάλο και τόσο σπουδαίο αγαθό, πώς θα το αποκτήσει κάποιος σίγουρα, χωρίς να έχει καθημερινά οδηγό; Διότι λένε οι πατέρες σχετικά με το πως πρέπει ο χριστιανός να ζει, ότι δεν χρειάζεται τόσο ο λόγος, όσο το καθημερινό παράδειγμα. Μετά τί ακολουθεί; Αυτός που απόκτησε αυτό το αγαθό, με το να έχει υγιή και τέλειο το νου του, κατανοεί τα θαυμάσια του Θεού από το νόμο του Θεού, αφού έχει ανοίξει τα μάτια του με τη χάρη του Χριστού. Κι εάν αυτό γίνεται από τη χάρη, άρα δεν υπάρχει μισθός· αν όμως υπάρχει μισθός, δεν υπάρχει χάρη. Πού είναι λοιπόν η καύχηση; Αποκλείστηκε, σύμφωνα με τον Απόστολο. Διότι με τη χάρη δόθηκε η δυνατότητα να πολιτεύεται κατά Χριστόν κάθε πολίτης ουράνιος, που έχει το πολίτευμά του στους ουρανούς από τον Χριστό, διά του Χριστού και όχι να ζει για τον εαυτό του αλλά εν Χριστώ. Γι’ αυτό και αυτός αφού αποθέσει την εικόνα του χοϊκού, φορεί την εικόνα του επουρανίου.
Ο Υιός του Θεού αφού έγινε άνθρωπος, και όντας ο ίδιος Θεός και άνθρωπος, ως άνθρωπος μεν μεταδίδει τη δική τον αρετή και φύση στους συνανθρώπους, σ’ αυτούς δηλαδή που τον δέχθηκαν, με τον τρόπο που θα λέγαμε ότι ο Αδάμ μετέδωσε σε όλους τους απογόνους του με φυσικό τρόπο τη δική του παρεκτροπή, ώστε οι άνθρωποι του Ιησού να γίνονται επουράνιοι, όπως ακριβώς από τον Αδάμ γεννήθηκαν χοϊκοί· διότι δεν μπορούν μόνοι τους και με τις δυνάμεις τους να γίνουν αρεστοί στον Θεό, παρά μόνο εν Χριστώ. Ως Θεός μάλιστα μεταδίδει τη θεότητά του, σ’ αυτούς που ανορθώθηκαν και μεταμορφώθηκαν με τη δύναμη της ενανθρωπήσεώς του. Διότι δεν είναι δυνατόν με άλλον τρόπο να πλησιάσουμε τον άγιο και καθαρό, αν προηγουμένως δεν αγωνιστούμε και καθαριστούμε και γίνουμε αγαθοί, και θεωθούμε με αυτό τον τρόπο. Διότι οι πατέρες έχουν αποφανθεί ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να πραγματοποιηθεί η σωτηρία, αν δεν θεωθούν οι σωζόμενοι.
(Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Αλφαβητικά κεφάλαια, έκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος, σ. 256-269)

''Πτωχός εγώ ειμί και πένης'' Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου


Αλαζονεία σημαίνει να θεωρούμε τον εαυτό μας ανώτερο απ' τους άλλους και ανάλογα να συμπεριφερόμαστε. Η αλαζονεία είναι τυφλότητα ως προς την αληθινή φύση της αγάπης. Δεν βλέπουμε τα δώρα του Θεού ως δώρα και τα θεωρούμε ως αποκτήματα δικά μας. Το να σκέφτεται κανείς έτσι, δείχνει ότι αγνοεί την αληθινή φύση του Θεού. Ο Θεός είναι αγάπη (χωρίς ανταπόδοση). Αν αγαπάμε περιμένοντας ανταπόδοση, δεν είμαστε μαθητές του Χριστού. Έτσι κάνουν αυτοί που δεν πιστεύουν στην ανιδιοτελή αγάπη. "Μη δανείζετε ελπίζοντας να σας επιστρέψουν το δάνειο".

Στον μύθο του Προμηθέα υπάρχουν πολλά ψυχολογικά στοιχεία της σύγχρονης ζωής. Μελετώντας τα μυθικά πρόσωπα που συνδέονται μαζί του μπορείς να μπεις στο νόημα του μύθου. Ένα από τα μυθικά αυτά πρόσωπα που συνδέονται με τον μύθο του Προμηθέα είναι η Πανδώρα, που ονομάστηκε έτσι γιατί έλαβε δώρα από όλους τους θεούς. Ο Ήφαιστος την έπλασε εκ γης και ύδατος και της έδωσε ωραιότατη μορφή παρθένου όμοια με τις θεές. Της έδωσε επίσης ανθρώπινη φωνή και δύναμη. Η Αθηνά της δίδαξε τα γυναικεία έργα. Η Αφροδίτη της χάρισε τη χάρη και την τέχνη να φροντίζει το σώμα της. Ο Ερμής της έδωσε θάρρος και πονηριά. Κι όμως απ' την Πανδώρα προήλθαν όλα τα κακά!

Το ερώτημα είναι γιατί απ΄ την Πανδώρα προήλθαν όλα τα δεινά της ανθρωπότητας. Τί σημαίνει ο αρχαίος αυτός μύθος που θέλει να προέρχεται όλη η δυστυχία του κόσμου από ένα πλάσμα προικισμένο με όλα τα δώρα του Θεού;

Θα καταλάβουμε το μύθο του Προμηθέα, αν δούμε τις συνέπειες της αλαζονείας. Αν δούμε πού μας οδηγεί η αλαζονεία. Η αλαζονεία, κατά τον Τόμας Μέρτον, είναι τυφλότητα ως προς την αληθινή φύση της αγάπης: Δεν βλέπουμε τα δώρα του Θεού ως δώρα και τα θεωρούμε αποκτήματα δικά μας.
Το να σκέφτεται κανείς έτσι δείχνει ότι αγνοεί την αληθινή φύση του Θεού.

Ένα από τα επακόλουθα της αλαζονείας είναι η φιληδονία, με την έννοια της σύγκλισης όλων των παθών και όλων των αισθήσεων προς το "εγώ" του ανθρώπου. "Η αλαζονεία και ο εγωισμός επιδρούν το ένα στο άλλο μέσα σ' ένα φαύλο κύκλο, αυξάνοντας το ένα τη δυνατότητα του άλλου να καταστρέψει τη ζωή μας. Κατά μια άποψη η αλαζονεία είναι απλώς ένα είδος υπέρτατης και απόλυτης υποκειμενικότητας, που βλέπει όλα από τη σκοπιά του ατομικού "εγώ", που έγινε κέντρο του σύμπαντος. (...) Αν είμαι το κέντρο του σύμπαντος μου ανήκουν όλα. Μπορώ να κλέψω, να κοροϊδέψω και να κακομεταχειριστώ τους άλλους. Έχω το δικαίωμα να πάρω για τον εαυτό μου οτιδήποτε θέλω και κανένας δεν πρέπει να μου αντισταθεί.

Η ταπεινοφροσύνη, λοιπόν, είναι απαραίτητη, αν θέλει ο άνθρωπος να αποφύγει να ενεργεί σ' όλη του τη ζωή σαν μωρό παιδί. Το να μεγαλώσει κανείς σημαίνει να γίνει πραγματικά ταπεινός, να απαλλαγεί από την ψευδαίσθηση ότι είναι το κέντρο όλων κι ότι οι άλλοι υπάρχουν για να μου εξασφαλίσουν άνεση και ευχαρίστηση." (Τόμας Μέρτον, Ο Καινούριος άνθρωπος, Εκδ.Καλός Τύπος)

πηγή /αντιγραφή

Όταν η απάντηση αργεί...

Ρώτησε μια φορά ένας άνθρωπος κάποιον ασκητή:

Γιατί ο Θεός γράφει τους νόμους Του
Πάνω στις καρδιές μας;
Γιατί όχι μέσα στις καρδιές μας
Εκεί που πραγματικά Τον έχουμε ανάγκη;
Ο ασκητής απάντησε:
Ποτέ ο Θεός δεν αναγκάζει τους ανθρώπους
Να Τον έχουν στην καρδιά τους.
Γράφει τα λόγια Του πάνω στην καρδιά
Ώστε όταν αυτή ραγίσει, τότε Εκείνος πέφτει μέσα!
Πολλές φορές ο Θεός δίνει στα παιδιά Του
Εκείνο που του ζητούν ακριβώς όταν Του το ζητούν
Και όπως Του το ζητούν.


Πολλές φορές ο Θεός αργοπορεί την απάντησή στην προσευχή
Όπως την προφέρουμε γιατί Εκείνος έχει τους λόγους Του
Και ξέρει ότι δεν πρόκειται να είναι για το αιώνιο συμφέρον μας εκείνο που ζητούμε.
Πολλές φορές ο Θεός απαντά στην προσευχή μας επιτρέποντας μας
Να περάσουμε μεγάλες θλίψεις.
Καταλαβαίνει από κείνα που Του ζητούμε
Ότι χρειαζόμαστε τη θλίψη για να γιατρευτούμε πνευματικά.
Πολλές φορές ο Θεός απαντά την προσευχή μας δίνοντάς μας
Κάτι πολύ καλύτερο από εκείνο που ζητούμε.

πηγή

Φώτης Κόντογλου - Ἡ Μοναδικότητα τῆς Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας

Φώτης Κόντογλου - Ἡ Μοναδικότητα τῆς Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας

(Ἀπάντησις σὲ ἀρχιμανδρίτην τῶν Ἀθηνῶν)

Ὑπάρχει φανερὴ ὑπερηφάνεια, ὑπάρχει καὶ κρυφὴ ὑπερηφάνεια.
Τὴν κρυφὴ ὑπερηφάνεια ἐννοεῖ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, λέγοντας: «Ἡ ὑπερηφάνεια ἀναγκάζει ἐπινοεῖν καινοτομίας μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον».
Αὐτὴ τὴν ὑποχθόνια ὑπερηφάνεια, ποὖναι κρυμμένη κάτω ἀπὸ τὴν ταπεινολογία καὶ τὴν ταπεινοφάνεια, ἔχουνε ὅσοι δὲν σέβουνται τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὴ λατρεία καὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, καὶ θέλουνε νὰ εἰσάξουνε σ᾿ αὐτὴ κάποιους νέους τρόπους ποὺ εἶναι ὁλότελα ξένοι πρὸς τὴν οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ὄχι μοναχὰ ξένοι πρὸς τὸν πνευματικὸν χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὁλότελα ἀντιορθόδοξοι.
Εἶδες τί λέγει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τῶν νεωτερισμῶν; Δὲν λέγει ἁπλῶς «κινεῖ» ἀλλὰ «ἀναγκάζει», βιάζει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει τὴν ὑπερηφάνεια. Καὶ ἔπειτα λέγει «ἐπινοεῖν», νὰ ἐφεύρει, νὰ φτιάξει κάποια ψεύτικα πράγματα. Τὸ «ἐπινοεῖν» ἔχει μέσα του τὴν πονηρία. Καὶ παρακάτω λέγει ὁ ἅγιος: «μὴ ἀνεχομένη». Ἡ περιφάνεια, λέγει δὲν ἀνέχεται, δὲν χωνεύει, δὲν ὑποφέρει «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ «τὴν παράδοση», ἀλλὰ τὴν πολεμᾶ μὲ λύσσα. Πῶς νὰ τὴν ἀνεχθεῖ ἀφοῦ τὴ μποδίζει στοὺς νεωτερισμοὺς ποὺ ἐπιθυμᾶ νὰ ἐπιδίδεται. Ἡ ὑπερηφάνεια, λοιπόν, μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὸ ἔργον τῶν εὐσεβῶν ψυχῶν ποὺ μᾶς παραδώσανε τὸν ἐξωτερικὸ χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας μαζὶ μὲ τὸν ἐσωτερικό, γιὰ νὰ τὰ φυλάξουμε μὲ δέος καὶ μὲ ἀγάπη. Τὸ νὰ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι φυσικὸ ἰδίωμά της. Ἀλλὰ τί μισεῖ; Μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὴν παράδοση. Μά, ἕνα πράγμα ποὺ τὸ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια, τὸ σατανικὸ αὐτὸ πάθος, θὰ πεῖ πὼς αὐτὸ ποὺ μισεῖ πρέπει νὰ εἶναι κάποιο πράγμα ἁγιασμένο, ἱερώτατο, ποὺ κάνει τὴ διαβολικὴ ὑπερηφάνεια νὰ φρυάξει καταπάνω του.
Λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ κάνουνε τοὺς νεωτερισμοὺς ὁποὺ παραμορφώνουνε τὸν χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἴτε στὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ οὐσία της, εἴτε στὴν ἐξωτερικὴ μορφή της, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τὴν τελετουργία καὶ μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, σπρώχνουνται σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀνίερο ἔργο ἀπὸ τὸν σατανᾶ τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς ἀπιστίας. Ἀπ᾿ ἐναντίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε μέσα τους τὴ βλογημένη ταπείνωση, νοιώθουνε τέτοια ἀγάπη πρὸς τὴν παράδοση, ποὺ ἡ χαρά τους εἶναι νὰ τῆς ὑποτάσσονται προθυμερά, ὅπως ὁ καλὸς δόκιμος ὑποτάσσεται στὸν πνευματικὸν πατέρα του, κι ὁ πόθος τους εἶναι νὰ συντηρηθεῖ αὐτὴ ἡ πολύτιμη κληρονομιὰ τῆς παράδοσης, κι ὄχι νὰ παραμορφωθεῖ καὶ νὰ καταστραφεῖ, ὅπως εὔχουνται οἱ ἀσεβεῖς νεωτεριστές.
Καὶ μὅλα ταῦτα, κάποιοι τέτοιοι νεωτεριστὲς παρουσιάζονται, οἱ ἀθεόφοβοι, σὰν ἀνακαινιστὲς τῆς ὀρθοδοξίας, καὶ γιορτάζουνε τὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εἶναι ἡ νίκη τῆς Ἐκκλησίας καταπάνω στοὺς ἴδιους αὐτοὺς νεωτεριστές. Ναί, γιορτάζουν μαζὶ μὲ κείνους ποὺ κρατοῦνε τὶς παραδόσεις σὰν ἀτίμητο θησαυρό.
Ἀλλά, τοῦτοι οἱ καταργητές, αὐτοὶ ποὺ μισοῦν τὴν ἱερὴ παράδοση, (ποὺ ὁ θρίαμβός της εἶναι ἡ γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας), θέλουν νὰ διδάξουν τί ἐστὶ Ὀρθοδοξία στὰ τέκνα τὰ γνήσια τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ τοῦτοι οἱ πονηροὶ καθηγηταὶ εἶναι χειροτονημένοι ἀπὸ τοὺς ὀρθοδοξώτατους Προτεστάντες δασκάλους τους! Ἀπ᾿ αὐτοὺς διδαχθήκανε ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία, κι ὄχι ἡ πεπαλαιωμένη κείνη Ὀρθοδοξία ποὺ διδάξανε οἱ Πατέρες ποὺ μᾶς τὴν παραδώσανε, καὶ ποὺ βεβαιώσανε τὴ διδασκαλία τους μὲ τὴν ἁγιωσύνη τῆς ζωῆς τους.
Ἀπὸ τέτοιους καθηγητὲς περιμένει νὰ φωτισθεῖ ἡ Ἑλλάδα, ποὺ πήγανε νὰ μάθουνε τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της, κι ἀπὸ κείνους ποὺ καταξεράνανε μὲ τὴν ἄπιστη σοφία τους τὸ δροσόφυλλο δέντρο τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πήγανε στὸ ἔρεβος τοῦ Μέλανος θεολογικοῦ Δρυμοῦ, γιὰ νὰ φέρουνε τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου στὸν λαὸ ποὺ τὸ κήρυξε στὰ ἔθνη, αὐτοὶ ποὺ ἀφήσανε τὰ ἡφαίστεια τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ πυρπολήσανε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ πήγανε στὰ παγόβουνα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ἀπιστίας, γιὰ νὰ φέρουνε σ᾿ ἐμᾶς, ποὺ μᾶς ἔθρεψε ἐπὶ αἰῶνες τὸ μάνα τῆς παράδοσης, τὴν ψύχρα τῆς πονηρῆς γνώσης. Αὐτοὶ μιλοῦν γιὰ Ὀρθοδοξία ἐν ὀνόματι τῶν ἁγίων Πατέρων Χάρνακ, Στράους, Ρενὰν καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς ἁγιασάντων!!
Τόσο ἀφιονισθήκανε, λοιπόν, οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὸ ἀφιόνι τῆς Δύσης, ὥστε νὰ γίνουνται μαθητὲς κι ἀκροατὲς σὲ τέτοιους δασκάλους, ποὺ διαφημίζουνε πὼς τοὺς φέρνουνε μιὰ Εὐρωπαϊκὴ Ὀρθοδοξία, μαζὶ μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ σπίτια, μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ προϊόντα καὶ μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ πλυντήρια;
Αὐτοὶ οἱ ἐπιστημονικοὶ θεολόγοι καὶ νεορθόδοξοι δὲν θὰ εἶναι παράξενο νὰ ὑποστηρίζουνε κάποτε, ἐπιστημονικῶς, πὼς κατὰ λάθος γράφηκε ὅτι οἱ Πατέρες ποὺ διδάξανε στὸν κόσμο τὸν Χριστιανισμὸ γεννηθήκανε ἐδῶ στὴν Ἀνατολή, καὶ πὼς κατόπιν τῶν νέων ἐρευνῶν τῆς ἐπιστήμης ἐβεβαιώθη ὅτι ὁ μὲν Βασίλειος γεννήθηκε στὴν σεπτὴν Φραγκφούρτη, ὁ Χρυσόστομος στὴν ἁγίαν πόλιν τοῦ Μονάχου, τὴν νέαν Σιών, ὁ Γρηγόριος στὸ ἱερὸν Ἀμβοῦργον, ὁ Ἀντώνιος πὼς ἀσκήτεψε παρὰ τὴν Βαλτικὴν θάλασσαν, κ.λπ.
Ὅσον γιὰ τὸν Ἐφραὶμ τὸν Σῦρο, ποὺ εἴπαμε παραπάνω, ποῦ νὰ καταδεχτοῦνε νὰ τὸν γράψουνε στὰ σοφὰ συγγράμματά τους, ἕναν ἄξεστον καὶ ἀπαίδευτον τουρκοκαλόγηρον, καθὼς καὶ τοὺς ἄλλους, μὲ τὴν περιορισμένη διάνοια, ὅπως εἶναι ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, Βαρσανούφιος, Νεῖλος, Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Νικήτας Στηθᾶτος, Γρηγόριος Σιναΐτης, κι οἱ ἄλλοι φανατικοὶ καὶ μισαλλόδοξοι ἀνατολίτες.
Ἡ σημερινὴ «θεολογικὴ ἐπιστήμη», λένε οἱ ἐξ Ἑσπερίας φωτοδόται, ἐσυγχρονίσθη εἰς τὰς πολιτισμένας χώρας, καὶ ὁδηγεῖται εἰς τὴν ἔρευνάν της ὑπὸ τῶν πορισμάτων τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν, τῆς βιολογίας, γεωλογίας, τῆς ἀστρονομίας κ.λπ. Ζῶμεν εἰς τὸν αἰῶνα τῶν ἐπιστημονικῶν θαυμάτων, τῶν πυραύλων, τῶν σπούτνικ. Εἰς τὰ ἀγωνιώδη ἐρωτήματα τὰ ὁποῖα προβάλλουν οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, τί εἶναι εἰς θέσιν ν᾿ ἀπαντήσουν οἱ ἀγαθοὶ καὶ ἁπλοϊκοὶ ἐκεῖνοι γέροντες τῆς ἐρήμου, οἱ ζήσαντες ἐν σπηλαίοις ὡς οἱ τρωγλοδῦται, καὶ εἰς μίαν ἐποχὴν καθ᾿ ἣν ἐβασίλευεν ἡ βαρβαρότης, ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ νοσηρὰ δεισιδαιμονία;
Ποιὰ θρησκεία λοιπὸν παραμορφώθηκε σὲ τέτοιον ἀπίστευτον βαθμό; Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς ἔφερε τὴν ἀλήθεια, ἁπλή, καθαρὴ σὰν κρύσταλλο, καὶ ποὺ γλύτωσε τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ ἀπὸ τὴν πολύπλοκη καὶ μπερδεμένη ψευτιὰ τῆς γνώσης, αὐτὴ ἡ θρησκεία ἔπεσε πάλι στὰ πονηρὰ συστήματα ἐκείνων γιὰ τοὺς ὁποίους εἶπε ὁ Χριστὸς πὼς εἶναι κλέφτες καὶ ληστὲς ποὺ ληστεύουνε τὶς ψυχές.
Αὐτοὶ δὲν μπαίνουνε στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων ἀπὸ τὴ θύρα, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἀλλὰ πηδᾶνε ἀπάνω ἀπὸ τὴ μάντρα, καὶ παρουσιάζουνται σὰν ποιμένες, ἐνῶ εἶναι ληστὲς καὶ κλέφτες.
Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοί; Εἶναι τοῦτοι οἱ λαοπλάνοι, ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ τὰ Πανεπιστήμια τῆς ἀπιστίας, βαστώντας στὰ χέρια τους διπλώματα καὶ πιστοποιητικὰ τῆς θεολογίας, σὰν νὰ εἶναι ἡ θεολογία γιατρικὴ ἢ χημεία, καὶ χαλᾶνε μὲ τὴν πονηρὴ διδασκαλία τους τὰ ἁπλοϊκὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, λέγοντάς τους πὼς ἡ πίστη τους εἶναι δεισιδαιμονία καὶ τυπολατρεία, καὶ πὼς ἡ ἱερὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας τὴ μποδίζει νὰ συγχρονισθῆ, δηλαδὴ νὰ γίνει σὰν τὴ Χριστιανικὴ ἀθεΐα ποὺ λέγεται Προτεσταντισμός.
Ναί. Αὐτοὶ εἶναι οἱ κλέφτες κι οἱ ληστὲς ποὺ εἶπε ὁ Κύριος πὼς ἀνεβαίνουνε ἀπ᾿ ἀλλοῦ καὶ μπαίνουνε στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων, δηλαδὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ δὲν μπαίνουνε ἀπὸ τὴ θύρα, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ θέλουνε νὰ ξεγελάσουνε τὰ ἀθῶα τὰ πρόβατα ποὺ ζοῦνε μὲ τὴν πατροπαράδοτη εὐσέβεια καὶ ποὺ γνωρίζουνε καλὰ τὸν Χριστό, καὶ Ἐκεῖνος τὰ γνωρίζει.
Φώτιος Κόντογλου
Σημ. Μίλησα γιὰ τὶς ξένες χῶρες ποὺ σπουδάζουνε οἱ θεολόγοι μας. Αὐτοὶ οἱ λαοὶ εἶναι ἀγαθὴ γῆ καὶ καλοδεχτική, γιὰ νὰ φυτρώσει μέσα τους ὁ σπόρος τῆς ἀληθινῆς πίστης. Ἀλλὰ οἱ δικοί μας ποὺ πηγαίνουνε νὰ σπουδάσουνε ἐκεῖ ἀπὸ ματαιοδοξία, ἀντὶ νὰ μεταλαμπαδεύουνε τὴν Ὀρθοδοξία σὲ κεῖνες τὶς ψυχές, ποὺ τὶς ξέρανε ὁ λίβας τοῦ Προτεσταντικοῦ ὀρθολογισμοῦ, φέρνουν ἀπὸ κεῖ σὲ μᾶς, στὴ φυλὴ ποὺ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, τὸν παραμορφωμένον ἐκεῖνον Χριστιανισμό, πιθηκίζοντας τὰ ξένα κι ἀποθεώνοντάς τα, ὅπως ὁ Παυσανίας ὁ Περιηγητὴς λέγει, πὼς κάνανε οἱ Ἕλληνες τῆς παρακμῆς στὸν καιρό του: «Ἕλληνες ἐν θαύματι τιθέασι τ᾿ ἀλλότρια, ἢ τὰ οἰκεῖα».

«Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται. Καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων ταῦτα οἱ ὅντες μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (Ἰωάν. Θ´, 39).
«Ἦλθα σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, λέγει ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δοῦνε τὸ φῶς ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουνε, καὶ γιὰ νὰ τυφλωθοῦνε ὅσοι βλέπουνε».
«Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουνε» εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουνε τὴν ὑπερήφανη ἰδέα πὼς εἶναι σοφοὶ στὰ τῆς θρησκείας, ὅπως ἡμεῖς ποὺ πιστεύουμε μὲ ἁπλότητα καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ Εὐαγγέλιο καὶ σὲ ὅσα μᾶς παραδώσανε οἱ Πατέρες, διατηρώντας μὲ εὐλάβεια ὀλότελα ἀνάλλαχτον τὸν χαρακτήρα τῆς λατρείας, καὶ θεωρώντας πὼς εἶναι ἀσέβεια τὸ νὰ βάζουμε τὰ τῆς θρησκείας μας κάτω ἀπὸ τὴ δική μας κρίση. Ἤμαστε τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, κι ὅπως τὰ πρόβατα ἐμπιστεύουνται στὸν τσομπάνη, κι ἐμεῖς ἐμπιστευόμαστε στὸν ἀρχιποιμένα τὸν Χριστὸ καὶ στοὺς ποιμένας ποὺ διώρισε Ἐκεῖνος νὰ φροντίζουνε γιὰ τὴν αὐλὴ τῶν προβάτων, ἤγουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Καί «ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουνε» εἶναι ὅσοι ἔχουνε τὴν περιφανῆ ἰδέα πὼς εἶναι σοφοὶ στὰ θρησκευτικὰ πράγματα, ἐπειδὴ σπουδάσανε σὲ κάποια μεγάλα σχολεῖα τῆς Εὐρώπης, ἐκεῖ ποὺ διδάσκουνε ἀνάμεσα στὶς ἄλλες ἐπιστῆμες καὶ τὴ θεολογία, σὰν νὰ εἶναι ἡ θεολογία μιὰ κοσμικὴ γνώση, ὅπως εἶναι ἡ γιατρική, ἡ μηχανικὴ κ.λπ.
Αὐτοὶ λοιπὸν «οἱ βλέποντες», ἐρευνοῦνε καὶ κρίνουνε τὰ τῆς θρησκείας, κι ἄλλα παραδέχουνται, ἄλλα δὲν τὰ παραδέχουνται, ἐπειδή, κατὰ τὴν κρίση τους, δὲν εἶναι σωστὰ ἀλλὰ εἶναι γεννήματα τῆς ἀμάθειας, κι ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς πρέπει ν᾿ ἀλλάξουνε, γιατὶ παληώσανε, μὴν πιστεύοντας πὼς εἶναι ἀνάλλαχτα κι αἰώνια, ἐπειδὴ δὲν πιστεύουνε πὼς προέρχουνται ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τοῦτοι λοιπὸν «οἱ βλέποντες», ἤγουν «οἱ οἰόμενοι βλέπειν», τυφλώνουνται, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, σὲ καιρὸ ποὺ κάνουνε τὸν καθηγητὴ καὶ τὸν ὁδηγό. Κι ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά τους, κοιτάζουνε «τοὺς μὴ βλέποντας», δηλαδὴ ἐκείνους ποὺ παραδίνουνται σὰν τὸν τυφλὸ νὰ τοὺς χειροκροτήσει ἡ ἀμετασάλευτη πίστη τους στὴν ἁγιασμένη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς κοιτάζουνε λοιπὸν μὲ περιφρόνηση σὰν ἀμαθεῖς τυπολάτρες ποὺ ἔχουνε στενὴ ἀντίληψι τῆς θρησκείας.
Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ξενοσπουδασμένους θεολόγους, ἔβγαλε λόγο σὲ μιὰ ἐκκλησιά, κατὰ τὴ λειτουργία τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ γιορτὴ αὐτὴ γίνεται σὲ ἀνάμνησιν τῆς νίκης τῆς Ὀρθοδοξίας καταπάνω στοὺς νεωτεριστές. Φαντάσου λοιπόν, ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς νεωτεριστὲς νὰ γιορτάζει, πρῶτος καὶ καλίτερος, γιὰ τὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας καταπάνω στοὺς ὁμοίους του, καὶ νὰ βγάζει καὶ λόγο, γεραίροντας αὐτὸν τὸν θρίαμβο.
Ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας ἤτανε τότε κατὰ τῶν εἰκονομάχων, ἀλλὰ ἀπ᾿ ἀφορμὴ τῶν εἰκονομάχων, καταδικαστήκανε ὅλοι μαζὶ οἱ ἀνίεροι νεωτεριστές, ποὺ ἐπιχειρήσανε κι ἐπιχειροῦνε νὰ ξεσχίσουν τὸν ἄρραφο κι ἀκομμάτιαστον χιτώνα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡστόσο, ὁ καλόβουλος αὐτὸς θεολόγος, ποὺ εἶναι κι ἱερωμένος, συμβίβασε τὴν Ὀρθοδοξία με τοὺς νεωτερισμούς. Στὴν ἐκκλησία ποὺ λειτούργησε καὶ κήρυξε ὁ νεωτεριστὴς Ὀρθόδοξος, οἱ εἰκόνες κι ἡ μουσικὴ ἤτανε εὐρωπαϊκές, ἀντιορθόδοξες. Κι ἡ λειτουργία, σὲ πολλὰ παραμορφωμένη ἐπὶ τὸ νεωτεριστικώτερο, τὸ ὕφος δυτικό, ἡ ἀτμόσφαιρα χωρὶς τίποτα σχεδὸν Ἑλληνικὸ καὶ Ὀρθόδοξο.
Ἀλλὰ κι ὁ ἴδιος, πρόθυμα, θὰ ἔβγαζε πολλὰ περιττὰ ἀπὸ τὴ λειτουργία, θὰ ἔκοβε τὰ γένειά του, θὰ ἄλλαζε τὰ ἄμφιά του μὲ πολιτικὰ ροῦχα, θὰ καταργοῦσε τὰ κεριά, τὸ λιβάνι, τὰ καντήλια, τὰ πάντα, «ὡς ἐπουσιώδη», ὅπως συμπεραίνει κανεὶς ἀπὸ τὸν λόγο του.
Κατὰ βάθος ἴσως νὰ ἐλεεινολογοῦσε μάλιστα καὶ τοὺς Πατέρας ποὺ θεσπίσανε τὴν ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ θὰ τὄλεγε, ἂν δὲν φοβότανε τὸν «ὄχλο». Γιατὶ, κατὰ τὴ γνώμη του, ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἤτανε ἡ νίκη τῆς τυπολατρείας καὶ τῆς δεισιδαιμονίας κατὰ τῆς ὑψηλῆς καὶ εὐρείας ἀντιλήψεως τῆς θρησκείας, ἡ ὁποία, κατ᾿ αὐτόν, εὑρίσκεται μέσα στὰ κεφάλια τῶν καθηγητῶν ποὺ εἶχε στὴν Εὐρώπη.
Γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὅμοιούς του δὲν ἔχει καμμιὰ σημασία τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς μακάριζε τὶς ἁπλὲς ψυχές, λέγοντας στοὺς Ἀποστόλους πὼς εἶναι μακάριοι γιατὶ ἀξιωθήκανε, αὐτοὶ οἱ ψαράδες, νὰ δοῦνε καὶ νὰ νοιώσουνε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ θελήσανε νὰ τὰ δοῦνε σοφοὶ καὶ σπουδαῖοι ἄνθρωποι, καὶ δὲν μπορέσανε γιατὶ τὰ ἔκρυψε ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Θεός. Ναί, τὰ ἔκρυψε, γιατὶ δὲν ἤτανε ἄξιοι νὰ τὰ δοῦνε, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν ψεύτικη σοφία τους.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἐκκλησία τῶν ἁπλῶν ψυχῶν κι ὄχι τῶν σοφῶν καὶ τῶν ἐπιστημόνων, δηλ. ἐκκλησία ὅπως τὴ θέλησε ὁ Χριστός. Ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας δὲν χρειάζεται σπουδασμένους θεολόγους, ἀλλὰ ἱερεῖς ποὺ νὰ ὑπηρετοῦνε τὸν Θεὸ «ἐν ἀφελότητι καρδίας». Πρὶν ἀπὸ χρόνια ἔγραφα σ᾿ ἕνα βιβλίο μου τὰ παρακάτω λόγια: «Τοῦτο τὸ γραΐδιο ποὺ κάνει τὸν σταυρό του καὶ στέκεται σὰν κουρούνα μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα, εἶναι ψυχὴ χιλιάδων χρονῶν καὶ ξέρει ἀπὸ ποῦ βαστᾶ καὶ ποῦ πάει, καλίτερα ἀπὸ τὸν κάθε λιμοκοντόρο ποὺ σπουδάζει στὰ Παρίσια» (Ταξίδια, ΜΗΛΟΣ). Ὁ εὐσεβὴς λαός μας διψᾶ γιὰ ἁγιότητα, κι ὄχι γιὰ ἐπιστημονικὲς θεολογίες.
Ἡ Ὀρθοδοξία ἔζησε πάντα μέσα στὴν ἁπλότητα ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός, ἐνῶ οἱ εὐρωπαϊκὲς ὀργανώσεις ποὺ λέγουνται Ἐκκλησίες, ξεπέσανε στὰ πολύπλοκα συστήματα τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης. Ἰδοὺ τί ἔγραφε γιὰ τοὺς παπιστὲς ἕνας Πατριάρχης, ποὺ σκοτώθηκε ἀπὸ τοὺς κακούργους δυτικούς: «Ἂν δὲν ἔχομεν σοφίαν ἐξωτέραν (δηλαδὴ κοσμική, θύραθεν), ἔχομεν, χάριτι Χριστοῦ, σοφίαν ἐσωτέραν καὶ πνευματικήν, ἡ ὁποία στολίζει τὴν Ὀρθόδοξόν μας πίστιν, καὶ εἰς τοῦτο πάντοτε εἴμεσθεν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς λατίνους, εἰς τοὺς κόπους, εἰς τὰς σκληραγωγίας καὶ εἰς τὸ νὰ σηκώνωμεν τὸν σταυρόν μας καὶ νὰ χύνωμεν τὸ αἷμα μας διὰ τὴν πίστιν καὶ ἀγάπην, τὴν πρὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ἂν εἶχε βασιλεύση ὁ Τοῦρκος εἰς τὴν Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανοὺς ἐκεῖ δὲν εὕρισκες. Καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα τώρα τριακόσιους χρόνους εὑρίσκεται, καὶ κακοπαθοῦσιν οἱ ἄνθρωποι καὶ βασανίζονται διὰ νὰ στέκουν εἰς τὴν πίστιν των, καὶ λάμπει ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μυστήριον τῆς εὐσεβείας, καὶ ἐσεῖς μοῦ λέγετε ὅτι δὲν ἔχομεν σοφίαν; Τὴν σοφίαν σου δὲν ἐθέλω ὀμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ».
Ἄκοῦς θεολόγε ξενοσπουδασμένε, τί λέγει ὁ Πατριάρχης στοὺς δασκάλους σου τοὺς πολύξερους; «Τὴν σοφία σου δὲν τὴν θέλω, ἐμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ».
Τέτοιοι εἶναι οἱ Ὀρθοδοξοι Χριστιανοί. Τέτοιοι εἶναι οἱ λέοντες τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔχουνε μέσα στὴν καρδιά τους τὴ μωρία τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ τοὺς ὀνομάζεις ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου τυπολάτρες καὶ στενοκέφαλους. Αὐτοὺς λοιπόν, ποὺ δὲν εἶναι σὰν κι ἐσένα «μαθόντες» στὰ Πανεπιστήμια, ἀλλὰ ποὺ εἶναι «παθόντες τὰ θεῖα», κατὰ τὸν θεωρητικότατον ἅγιον Διονύσιον, αὐτοὺς ποὺ δὲν χωρίζουνε τὸ πνεῦμα ἀπὸ τὸν τῦπο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ τὴν ζοῦνε σὰν ἕνα πράγμα ἀτόφιο, αὐτοὺς ἔρχεσαι νὰ διδάξεις, ἀντὶ νὰ διδαχθεῖς ἐσὺ ἀπ᾿ αὐτούς;
Πλέκεις ἕνα ρητορικὸ ἐγκώμιο τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ ἐκεῖνο τὸ τυποποιημένο ὕφος ποὺ ἔχουνε οἱ παρόμοιες ὁμιλίες, καὶ ἐξυμνεῖς «τὰ χρυσορρήμονα στόματα», «τὴν ζωοποιὸν δύναμιν τοῦ λαοῦ μας», «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας». Ἀλλά, μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ρίχνεις καὶ τὸ ὕπουλο καὶ φαρμακερὸ σύνθημα, λέγοντας: «Προσοχὴ ὅμως! Δὲν πρέπει νὰ παρεξηγήσωμεν τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας οὔτε νὰ ὑποβαθμίσωμεν τὴν ἀξίαν Της. Ὁ θησαυρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας μας δὲν ταυτίζεται οὔτε μὲ συνδυασμοὺς χρωμάτων μιᾶς στενῆς καθορισμένης τεχνοτροπίας, οὔτε μὲ τὴν ποικιλίαν καὶ τὴν ποιότητα μουσικῶν ἤχων, μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς».
Μὲ ἄλλα λόγια θέλεις νὰ πεῖς πὼς τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἄσχετο μὲ τὰ ἔργα τῆς λειτουργικῆς μουσικῆς καὶ τῆς ἁγιογραφίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἐκφράζεται ἐπὶ αἰῶνες. Πὼς αὐτὰ εἶναι κάποια συμβατικὰ στολίδια τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ πρέπει νὰ τ᾿ ἀλλάξουμε, δηλαδὴ κάποιο φόρεμα ποὺ πάλιωσε, καὶ πὼς πρέπει νὰ τῆς φορέσουμε ἄλλο, καινούργιο.
Ἀληθινά, μοναχὰ ἕνας «ἐπιστημονικός» θεολόγος μπορεῖ νὰ ἔχει τόσο λίγη εὐαισθησία καὶ τόση ψυχικὴ ἀμορφοσιά, μ᾿ ὅλα τὰ πτυχία τῆς Εὐρώπης, γιὰ νὰ λέγει τέτοια ἀσύστατα πράγματα! Μοναχὰ μιὰ ψυχὴ ποὺ λείπει ἀπὸ μέσα της ἡ θερμὴ αἴσθηση τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ ποὺ τὴν ἔχει ξεράνει ὁ χιονιᾶς τοῦ ὀρθολογισμοῦ, ψυχὴ ποὺ τὴν στέγνωσε ἡ πρακτικὴ βορεινὴ μεθοδολογία, καὶ γιὰ νὰ πῶ μ᾿ ἕναν σύντομο λόγο, ποὺ λείπει ἀπὸ μέσα της ὁλότελα ἡ βλογημένη καὶ δροσερὴ πνοὴ ποὺ λέγεται ποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας, κι ἡ κατάνυξη ποὺ τὴν μεθᾶ μὲ τὸν οὐράνιον οἶνον, μιὰ τέτοια ψυχὴ μοναχὰ μπορεῖ νὰ πεῖ καὶ νὰ γράψει παρόμοια λόγια.
Ἀλλά, πρῶτα-πρῶτα, τί γνωρίζεις Πανοσιολογιώτατε, ἀπὸ τέχνη, καὶ μιλᾶς μὲ τέτοια κατηγορηματικότητα γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ γιὰ τὰ ἔργα της; Ξέρουμε πὼς ἐσὺ καὶ οἱ ὅμοιοί σου δὲν ἤσαστε σὲ θέση νὰ νοιώσετε παραπάνω ἀπὸ τὶς λιθογραφίες ποὺ κρέμουνται στὰ κορνιζοπωλεῖα τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ, κι ἀπὸ τὶς ἐλεεινὲς χαλκομανίες... Μὲ ἄλλα λόγια, πὼς βρισκόσαστε στὸ νηπιαγωγεῖο τῆς ζωγραφικῆς.
Τὸ ἴδιο καὶ στὴ μουσική. Μ᾿ ὅλο ποὺ κάνετε τοὺς μοντέρνους καὶ τοὺς συγχρονισμένους, δὲν ἤσαστε σὲ θέση νὰ νοιώσετε παραπάνω ἀπὸ τὶς ζακυνθινὲς βαρκαρόλες καὶ τὰ πρίμα-σεγκόντα τῆς Πλάκας. Τὸ πολὺ-πολύ, νὰ ἐνθουσιασθῆτε ἀπὸ τὴν αἰσθηματικὴ γεροντοκόρη Νόρμα τοῦ Μπελλίνι.
Μ᾿ αὐτὰ λοιπὸν τὰ σπουδαῖα ἐφόδια, δηλαδὴ μ᾿ αὐτὴ τὴν παιδαριώδη καὶ οἰκτρὴ αἰσθηματολογία, ἐπιχειρεῖς νὰ κρίνεις τὰ ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, ποὺ ἔχουνε καταπλήξει σήμερα τὸν κόσμο; Κι ἡ τεχνικὴ κατάρτισή σου εἶναι τόσο μεγάλη, ποὺ νὰ μιλᾶς τόσο ἄπρεπα γι᾿ αὐτά; λέγοντάς τα «συνδυασμοὺς χρωμάτων μιᾶς στενῶς καθορισμένης τεχνοτροπίας;».
Ὡστόσο, αὐτὰ τὰ εἰκονίσματα προσκυνούσανε ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Χρυσόστομος, ὁ Φώτιος, ὁ Παλαμᾶς, κι ἀπ᾿ αὐτὰ φούντωνε μέσα τους ἡ φλόγα τῆς πίστης. Αὐτὰ τὰ ἔργα κάνανε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Νύσσης, τὸν ἄξιο ἀδελφὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νὰ χύνει δάκρυα κατανύξεως, καὶ τὸν Χρυσόστομο νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ζήσει καὶ νὰ προσευχηθῆ, χωρὶς νὰ ἔχει κρεμασμένο στὸ κελλί του τὸ εἰκόνισμα τοῦ Ἁγίου Παύλου, ποὺ τὸ ἀσπαζότανε κι ἔκλαιγε. Αὐτὰ τὰ ἔργα ἔβλεπε ὁ Μέγας Φώτιος νὰ καταστολίζουνε τὴν Ἁγία Σοφία, καὶ σκιρτοῦσε ἀπὸ θεῖον οἶστρο, καὶ τὰ ἐγκωμίαζε στὶς ὁμιλίες του. Ναί, αὐτὰ τὰ ἔργα μᾶς παραδώσανε, μαζὶ μὲ τὴν Ὀρθόδοξο πίστη, οἱ μεγάλοι Πατέρες, γιὰ νὰ τὰ προσκυνοῦμε στὸν αἰῶνα, ὅσο θὰ ἔχουμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Γιατὶ δὲν εἶναι ἕνα φόρεμα φθαρτό, ποὺ τῆς τὸ φορέσαμε μιὰ φορὰ καὶ ποὺ πάλιωσε, καὶ ποὺ θέλετε ἐσεῖς οἱ νεωτεριστὲς νὰ τ᾿ ἀλλάξετε, ἀλλὰ εἶναι στολὴ ἄφθαρτη, ποὺ μ᾿ αὐτὴ θὰ ὑπάρχει στολισμένη στὴν αἰωνιότητα. Εἶναι περισσότερο ἀπὸ στολὴ ἄφθαρτη. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ ἁγιασμένο σῶμα της, ποὺ τὸ φόρεσε, ὅπως ὁ Χριστὸς τὸ δικό του, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὴ δοῦμε «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ» με τὰ σαρκικὰ μάτια μας, καὶ ν᾿ ἀκούσουμε τὴ φωνή της μὲ τὰ σαρκικὰ αὐτιά μας.
Κι ἐσύ, ὁ ἱερεύς, ἀντὶ νὰ σκύψεις καὶ νὰ προσκυνήσεις τὶς ἅγιες εἰκόνες τῆς Ὀρθοδοξίας, σήμερα ποὺ γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία τὴν ἀναστήλωσή τους, καὶ νὰ παρακινήσεις καὶ τοὺς ἄλλους, σὰν ἱερωμένος, νὰ τὶς ἀσπασθοῦνε, σήμερα, αὐτὴ τὴ μέρα ποὺ σείσθηκε ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κι ἔκλαψε ἀπὸ χαρὰ γιατὶ οἱ περιπόθητες εἰκόνες ρίξανε πάλι τὴ λάμψη τους στὶς καρδιὲς τῶν Ὀρθοδοξων, σήμερα βρῆκες τὴν εὐκαιρία νὰ ρίξεις τὸ δηλητήριο, λέγοντας πὼς αὐτὰ περάσανε, πὼς αὐτὰ τὰ ἱερὰ ἔργα εἶναι «μιᾶς ὡρισμένης ἐποχῆς», πὼς πρέπει δηλ. νὰ τὰ κατεβάσουμε, (σήμερα, ποὺ γιορτάζουμε τὴν ἀναστήλωσή τους!), καὶ νὰ βάλουμε στὴ θέση τους ἄλλα, μοντέρνα, φράγκικα, τῆς ἀρεσκείας σου.
Ἀλλά, καλίτερα νὰ ἔλεγες νὰ μὴ βάλουμε τίποτα. Τουλάχιστον θὰ ἤσουνα ἕνας ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους, μ᾿ ὅλον ποὺ θὰ ἤσουνα ὁ χειρότερος, γιατὶ διάλεξες τὴν Κυριακή της Ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων γιὰ νὰ κάνεις τὸ ὕπουλο κήρυγμα τῆς νέας εἰκονομαχίας. Αὐτὸ ποὺ κάνεις εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν εἰκονομαχία. Εἶναι εἰκονομαχία κρυμμένη κάτω ἀπὸ τη ψεύτικη εἰκονολατρευτικὴ προσωπίδα.
Σ᾿ ἕνα ἐξαίσιο βιβλίο ποὺ ἔγραψε γιὰ τὴ σημασία τῆς Εἰκόνας ὁ ὀρθοδοξώτατος καὶ εὐσεβέστατος Λεωνίδας Οὐσπένσκης, καθηγητὴς τῆς εἰκονογραφίας στὸ Ὀρθόδοξο Ρωσσικὸ Ἰνστιτοῦτο τῆς Γαλλίας (τέτοιοι καθηγητὲς εἶναι σεβαστοί, γιατὶ εἶναι ἐχθροὶ τῶν ὑπόπτων νεωτεριστῶν), λέγει τὰ παρακάτω λόγια: «Τὸν καιρὸ τῶν εἰκονομάχων, κατὰ τὸν η´ καὶ θ´ αἰῶνα, μέσα στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή της, ἡ Ἐκκλησία ὑπερασπίσθηκε τὸ δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ «Θεὸς γέγονεν ἄνθρωπος». Σήμερα κινδυνεύει ὁ σκοπὸς τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ «ἵνα ὁ ἄνθρωπος γένηται Θεός». Ἡ σημερινὴ εἰκονομαχία, ποὺ δὲν τὴν ὑποπτεύουνται οὔτε ἐκεῖνοι ποὺ τὴν κάνουν, δὲν εἶναι τόσο ἡ ἄρνηση τῆς Εἰκόνας, ἀλλὰ περισσότερο ἡ παραμόρφωσή της, μάλιστα ἡ παραφθορά της, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουνε πιὰ τὴ δογματικὴ καὶ διδακτικὴ σημασία της. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, τὴν Εἰκόνα τὴν θεωροῦνε σὰν κάποιο πράγμα δευτερεῦον. Μοναχὰ ὁ λόγος, τὸ κήρυγμα, κρίνεται πὼς εἶναι ἀρκετὸ ὅπως κάνουνε οἱ Προτεστάντες. Ξεχνᾶνε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μοναχὰ ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ἡ Εἰκὼν τοῦ Πατρός... Ἡ Εἰκόνα, γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, δὲν εἶναι ἕνα ἀντικείμενο ποὺ μᾶς δίνει μιὰ αἰσθητικὴ ἀπόλαυση ἢ μᾶς κινεῖ τὴν ἐπιστημονικὴ περιέργεια, ἀλλὰ ἔχει μιὰ θεολογικὴ ἔννοια. Ὅπως ἡ κοσμικὴ τέχνη παριστάνει τὴν πραγματικότητα τοῦ κόσμου τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν αἰσθημάτων, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ τὴν βλέπει κάθε τεχνίτης, ἡ Εἰκόνα παριστάνει τὴν πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν».
Βλέπει λοιπὸν κανείς, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, πόσα πράγματα σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τέχνη γνωρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ προσεγγίζουν μὲ βαθειὰ εὐλάβεια καὶ μὲ δέος τὰ ἔργα της, καὶ μὲ πόσον ζῆλο ἀγωνίζονται γιὰ τὴ συντήρηση τῆς ἱερῆς παράδοσης, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος πόση ἀμάθεια, σ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ εἶναι τόσο σημαντικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἔχουνε κάποιοι, ποὺ μὲ ἐλαφρὴ κι ἀνύποπτη συνείδηση, ἀποφθέγγονται γι᾿ αὐτά, ὡς ἀπὸ τρίποδος, καὶ μολονότι εἶναι θεόγυμνοι ἀπὸ κάθε ἰδέα τέχνης, καὶ βρίσκουνται σὲ πρωτόγονη κατάσταση, ἔχουνε τὸ θράσος, συνεργούσης καὶ τῆς ἀσέβειας καὶ τῆς πνευματικῆς ὑποταγῆς στὰ θεότυφλα Πανεπιστήμια ποὺ τοὺς δώσανε τὰ διπλώματα, ἔχουνε λοιπὸν τὸ θράσος νὰ δογματίζουν, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, ἐν ὀνόματι τῆς προόδου καὶ τῆς «ἐπιστημονικῆς θεολογίας», καὶ νὰ ὑποδεικνύουν μὲ τί ἔργα πρέπει νὰ στολισθοῦν οἱ ναοί μας, γιὰ νὰ εἶναι συγχρονισμένοι, γιὰ νὰ μοιάζουνε δηλαδὴ μὲ τὰ ἀρχοντοχωριάτικα σπίτια τους, ποὺ φανερώνουνε τὴν πιὸ φρικτὴ ἀκαλαισθησία. Ἀφοῦ δὲν ἔχουν, οἱ δυστυχεῖς, μήτε τὴν συνηθισμένη εὐαισθησία, στὰ σπίτια τους, στὰ γραφεῖα τους, στὰ βιβλία τους, σὲ ὅλα τους, ποὺ βασιλεύει ἐπιδεικτικὰ ἡ πιὸ ἀηδιαστικὴ ἀκαλαισθησία, θέλουνε νὰ γίνουνε οἱ ὁδηγοὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, ποὺ εἶναι ἄβυσσοι μυστηρίου κι οἱ πιὸ ἀποκαλυπτικοὶ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους ἀξιώθηκε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐκφράσει τὸ ἀνέκφραστο. Καὶ μάλιστα, αὐτοὶ ποὺ ἰκανοποιοῦνται μὲ τὶς κοκκινοπράσινες λιθογραφίες καὶ μὲ τὰ ἰταλικὰ ναπολιτάνικα τραγούδια, ξεστομίζουν πὼς εἶναι ἄτεχνες καὶ κατώτερες ἀπὸ τὶς πνευματικὲς ἀπαιτήσεις των (!!) οἱ βυζαντινὲς εἰκόνες μὲ τὴν βαθύτατη ἱερατικότητα, καθὼς καὶ τὰ ἀριστουργήματα τῆς μυστικῆς μουσικῆς, ποὺ κάνουν ν᾿ ἀπορήσουν ὅσους ἔχουν πνευματικὲς κεραῖες γιὰ νὰ τ᾿ ἀντιληφθοῦν. Ἐπειδὴ ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους γράφουνται αὐτὰ ποὺ γράφω, ἐκτιμοῦν ὑπὲρ πᾶν ἄλλο τὴ γνώμη τῶν Εὐρωπαίων γιὰ τὰ δικά μας πράγματα, ἀναφέρω πὼς ὁ μέγας μουσικὸς SΑΙΝΤ SΑΕΝS κι ὁ διάσημος συγγραφεὺς Ἀλέξανδρος Δουμᾶς, ἐγκωμιάσανε τὴ βυζαντινὴ μουσική μας.
Ἀλλά, τί νὰ νοιώσει ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει αὐτὲς τὶς κεραῖες, ποὺ δὲν ἔχει δηλαδὴ τὴν παντογνωστικὴ δύναμη ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ἡ πνευματικὴ ἐγρήγορση, κι ἡ βλογημένη ταπείνωση, ἡ ὁποία δὲν θέλει νὰ στήσει τὸ θέλημά της ἀπάνω ἀπὸ τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν παράδοση; Πῶς νὰ ὑψωθεῖ στὴν ὑπερούσια γνώση, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ταπεινώθηκε ἀληθινά; Πῶς νὰ ἀξιωθεῖ νὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ νὰ ἰδεῖ τὰ μυστήρια της, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀρνήθηκε, μαζὶ μὲ τὰ αἰσθητὰ ἀγαθά, καὶ τὴν ἁμαρτωλὴ γνώση, «τὸν νοῦν τῆς σαρκὸς αὐτοῦ», μαζὶ μὲ τὴν οἴηση ποὺ φέρνει αὐτὴ ἡ γνώση, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει ὁ ἄνθρωπος; «Τὰ γὰρ μυστήρια τοῖς ταπεινόφροσιν ἀποκαλύπτεται».
Ἀλλά, ἂς κρίνουμε τὰ γραφόμενα τοῦ ἱερωμένου ποὺ ἔγραψε κι εἶπε αὐτὴ τὴν ὁμιλία μὲ τὸν παραπλανητικὸ τίτλο «Θεματοφύλακες τοῦ Θριάμβου», ἂς κρίνουμε λοιπὸν τὰ λεγόμενα αὐτοῦ τοῦ «θεματοφύλακος» ποὺ ἐκτιμᾶ τόσο λίγο αὐτὰ ποὺ λέγει πὼς φυλάγει, ἂς τὸν κρίνουμε μὲ κάποια μέτρα ποὺ εἶναι πιὸ χεροπιαστὰ καὶ ποὺ τὰ νοιώθει ὁ καθένας:
Ἐνῶ, ὅπως εἴπαμε, πλέκει τὸν ὕμνο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐγκωμιάζει «τὴν κληρονομίαν τὴν ἄφθαρτον καὶ ἀμίαντον καὶ ἀμάραντον» (Α´ Πέτρ. α´, 4), μὲ τὴν ὁποίαν «ἐγαλουχήθησαν αἱ γενεαὶ τῶν Πατέρων μας», καθὼς καὶ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας» (τῆς Ὀρθοδοξίας), μαζὶ μ᾿ αὐτά, τὴν ἴδια στιγμή, λέγει πὼς κάποια ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας εἶναι μαραμένα καὶ ξερά, ἐννοώντας τὴ θεοδώρητη λειτουργικὴ εἰκονογραφία γιὰ τὴν ὁποία λέγει πὼς εἶναι «συνδυασμὸς χρωμάτων μιᾶς στενῶς καθορισμένης τεχνοτροπίας», καθὼς καὶ γιὰ τὰ ἐξαίσια ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς μας, ποὺ γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὁμοίους του ἄξεστους φραγκολάτρες εἶναι: «ποικιλία καὶ ποιότης μουσικῶν ἤχων μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς». Μὲ ἄλλα λόγια, κατὰ τὴ γνώμη του, ἡ κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση εἰκονογραφία καὶ μουσικὴ δὲν τὸν ἱκανοποιοῦν, γιατὶ τὰ ἔργα τους εἶναι βάναυσα κι ἀνυπόφορα γιὰ ἀνθρώπους σοφοὺς κι εὐρωπαϊσμένους, ποὺ ἔχουνε γιὰ ἀριστουργήματα τὰ παιδιακίσια κάρτ-ποστάλ, ποὺ τὰ λένε οἱ Γάλλοι SAINT SULPICE, (ἐπειδὴ τὰ πουλᾶνε στὴν πλατεία αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας), καθὼς καὶ τὰ ἀνάλατα μουσικὰ κατασκευάσματα, τύπου «Ἀνθισμένης ἀμυγδαλιᾶς», φτάνει νὰ λέγουνται μὲ πρίμο καὶ μὲ σεγκόντο! Ὤ! Ἀληθινά, μοναχὰ οἱ σοφοὶ κι οἱ ἐπιστήμονες μποροῦν νὰ ποῦν τέτοιες ἐπιστημονικὲς ἀνοησίες. Κι ἀντὶ νὰ κρύψουνε τὴν ἀμάθειά τους, οἱ τέτοιοι φωστῆρες, θέλουν νὰ κάνουνε καὶ τὸν προφέσορα!
Ἂς μᾶς ἐξηγήσει λοιπὸν ὁ προκείμενος δύσκολος κριτὴς τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας καὶ τῆς λειτουργικῆς μουσικῆς, ποὺ δὲν ἔχει κἂν ἰδέαν ἀπὸ τὸ τί θὰ πεῖ λειτουργικὴ καὶ τί μὴ λειτουργικὴ τέχνη, ἂς μᾶς ἐξηγήσει ποιὰ εἶναι γι᾿ αὐτὸν τὰ «ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λειτουργίας», καὶ ποιὰ εἶναι τὰ μαραμένα. Μήπως «τὰ ἀμάραντα» εἶναι, κατὰ τὴν ἐπιστημονικὴ γνώμη του, μοναχὰ οἱ ὁμιλίες τῶν Πατέρων, ποὺ θὰ τὶς ἐκτιμᾶ σὰν ρητορεῖες, καὶ ἡ ὑμνολογία, χωρὶς ὅμως τὴ μουσική, ἐπειδὴ τὸν θαμπώνει τὸ κλασικὸν κάλλος τῶν ἰάμβων, ἀπὸ προγονοπληξία; Γιατὶ, τί ἄλλο μποροῦνε νὰ εἶναι «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς λατρείας»;
Ὥστε ἔχουμε μέν, κατὰ τὸν γλαφυρὸν ὁμιλητὴν τῶν κοινοτοπιῶν τοῦ ἄμβωνος, «ἀμάραντα μνημεῖα» τῆς ὑμνολογίας ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰ κρατήσουμε γυμνὰ ἀπὸ τὴν μουσική τους, ἐπειδή, κατὰ τὴ γνώμη του αὐτὴ ἡ μουσικὴ εἶναι «μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς». Σάμπως τὰ λόγια τῆς ὑμνολογίας δὲν εἶναι μιᾶς ὡρισμένης ἐποχῆς, καὶ γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ τὰ ντύσουμε, αὐτὰ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα» τῆς ὑμνολογίας, μὲ ἄλλο μουσικὸ φόρεμα τῆς ἐποχῆς μας, ἤγουν μὲ τὴν ἀνθισμένην ἀμυγδαλιά, μὲ βαρκαρόλες, καὶ τὰ παρόμοια. Δηλαδή, ἔχουμε κι ἐδῶ ἕναν ἄλλον Σοῦτσο ποὺ ἔλεγε γιὰ τὰ ποιήματα τοῦ Σολωμοῦ πὼς ἤτανε «ἰδέαι πλούσιαι, πτωχὰ ἐνδεδυμέναι», κι ἤθελε νὰ τὸν πάρει κοντά του ὁ Σολωμὸς νὰ ράβει αὐτὸς τὰ πλούσια ροῦχα γιὰ νὰ ντύνει τὶς ἰδέες τοῦ Σολωμοῦ. Ἐδῶ μάλιστα, ὁ προκείμενος ἐπιδιορθωτὴς τῆς ὑμνωδίας μας εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν Σοῦτσο, γιατὶ θέλει νὰ ντύσει τὰ ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας μας, ὅπως εἶναι π.χ. τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου» ἢ τὸ ἰαμβικὸ «Ἰμερτὸν ἐξέφηνε σὺν πανολβίῳ ἤχῳ Πατήρ, ὃν γαστρὶ ἐξηρεύξατο», μὲ μουσικὴν τῆς Νόρμας τοῦ Μπελλίνι ἢ τῆς Τραβιάτας τοῦ Βέρντι! Λοιπόν, βλέποντες πόσο ἀνώτερος εἶναι ὁ συγγραφεὺς τῶν «Θεματοφυλάκων τοῦ Θριάμβου» ἀπὸ τὸν ποιητὴν Σοῦτσον, μποροῦμε νὰ ἀναφωνήσουμε· «Ἰδού, πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε! Ἰδού, πλεῖον Σολομῶντος ὧδε!»
Ἂν ὁ συγγραφεὺς δὲν ἐννοεῖ τὴν ὑμνολογία, γράφοντας γιὰ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας», τότε τί ἄλλο μπορεῖ νὰ ἐννοεῖ; Μήπως τὴν τελετουργικὴ διάταξη; Μὰ καὶ κείνη θέλει ἀλλαγὴ καὶ διόρθωμα, κατὰ τὸν συγγραφέα καὶ τοὺς ὁμοίους του. Ἢ ἐννοεῖ τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων; Μὰ αὐτὰ δὰ εἶναι ποὺ δὲν τὰ φέρνει ποτὲ στὸ στόμα του ὁ συγγραφεὺς κι οἱ ὅμοιοί του, ὡς πεπαλαιωμένα, ἐνῶ μεταφράζει τὸν Χόλτσνερ καὶ κάποια ἄλλα ψυχολογικὰ δοκίμια, σὲ καιρὸ ποὺ ἡ φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ τ᾿ ἄλλα Ὀρθόδοξα πατερικὰ συγγράμματα μεταφράζουνται στὶς ξένες γλῶσσες, καὶ γίνουνται πνευματικὴ τροφὴ τῶν λαῶν ποὺ προσκυνᾶνε οἱ δικοί μας νεωτεριστές, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία καὶ μὲ τὴ βυζαντινὴ μουσική. Μήπως ἀκόμα γιὰ «ἀμάραντα ἄνθη» ἐννοεῖ ὁ ὁμιλητὴς τὰ ἔργα ποὺ κάνουνε οἱ ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς τέχνες τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ μικροτεχνία, ἡ ποικιλτική; Ἀλλὰ κι ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν νοιώθει περισσότερο ἀπ᾿ ὅτι νοιώθει ἀπὸ εἰκονογραφία κι ἀπὸ ψαλμωδία, καὶ θὰ τὰ νομίζει κι αὐτὰ ὁλότελα συμβατικά, ἀσήμαντα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ χρήζοντα ἀλλαγῆς.
Μὲ λίγα λόγια, τὸ συμπέρασμα ἀπ᾿ ὅλη τούτη τὴν ἀνιαρὴ ἀνάλυση τῆς ὁμιλίας τοῦ καθηγητοῦ, εἶναι, ἂν κατάλαβα καλά, πὼς χτυπᾶ μιὰ στὸ καρφὶ καὶ μιὰ στὸ πέταλο, χωρὶς νὰ γνοιασθεῖ καθόλου ἂν συμφωνοῦν μεταξύ τους αὐτὰ ποὺ λέγει. Ἐκτὸς ἂν παραλογίζεται ἄθελά του.
Ἔχω ὅμως τὴν ἰδέα ὅτι ἀπὸ τὰ λεγόμενά του φαίνεται πὼς ἐπιχειρεῖ πολὺ ἀδέξια νὰ κρύψει τὴν ἀντιπάθειά του πρὸς τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, θέλοντας νὰ συμβιβάσει τὰ ἀσυμβίβαστα, τὴν Ὀρθοδοξία με τὶς ἀντιορθόδοξες καινοτομίες, παρουσιάζοντας ἔτσι ἕνα τερατῶδες κατασκεύασμα. Ἀλλά, δὲν ἀκούει τί λέγει ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, ποὺ τὸν συχνοαναφέρει στὰ γραφόμενά του, ἀπὸ προτεσταντικὴ μίμηση, ὅπως φαίνεται: «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες... Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τίς δὲ συμφώνησις Χριστοῦ πρὸς Βελίαλ;»
Δὲν πιστεύω πὼς ἀδικῶ τὸν πανοσιολογιώτατον καθηγητήν. Μακάρι νὰ ἤτανε ἄλλη ἡ ἀλήθεια. Θὰ χαιρόμουνα πολὺ νἄβγαινα ψεύτης. Μὰ τὰ ἔργα ποὺ κάνουνε αὐτοὶ οἱ νεωτεριστές, μαρτυροῦν ἀπὸ τὰ λόγια τους αὐτὸ τὸ ἀλλοπρόσαλλο κατάντημά τους: Οἱ ἐκκλησίες στὶς ὁποῖες εἶναι προϊστάμενοι δὲν ἔχουνε τίποτα ποὺ νὰ εἶναι ὀρθόδοξο. Εἶναι ἀπογυμνωμένες ἀπὸ τὸν θερμὸ ἑλληνικὸ χαρακτήρα τους. Ἡ ἁγιογραφία, ἡ μουσική, τὰ σκεύη, τὰ κηρύγματα, ἀκόμα, σὲ πολλά, κι ἡ ἀκολουθία, μυρίζουν προτεσταντικὴ μούχλα. Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι ψυχροσχολαστική, ἀκατάνυκτη, χωρὶς ἐκείνη τὴ ζεστὴ μυστικοπάθεια ποὺ ἔχουνε οἱ γνήσιες ἐκκλησίες μας. Ἀκόμα καὶ τὰ κεριά, ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ἁπλό, κι ἴσως τὸ πιὸ πνευματικὸ σύμβολο τῆς ψυχῆς ποὺ προσεύχεται μὲ ταπείνωση, ἀκόμα καὶ τὸ θυμίαμα ποὺ προσφέρνεται «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς», κι αὐτὰ ἀκόμα ἔχουνε καταργηθεῖ σὲ κάποιες ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς ἐκκλησίες ποὺ εἶπα. Ἀλλὰ καὶ τὸν σταυρό τους, ἐκεῖ μέσα, τὸν κάνουνε πολὺ ἀραιά, μὲ πολλὴ οἰκονομία, ἢ καθόλου, παπάδες κι ἐκκλησιαζόμενοι. Ὅ,τι ποιητικὸ στοιχεῖο συντείνει στὸ νὰ νοιώσει κατάνυξη ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανός, δὲν τὸ θέλουνε ἐκεῖνες οἱ παγωμένες καρδιές, ποὺ τὶς ξέρανε ὁ λίβας τῆς σχολαστικῆς καὶ τῆς στενόψυχης ἠθικῆς. Γιατὶ γι᾿ αὐτοὺς ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα κατάξερο ἠθικὸ σύστημα, κατάλληλο γιὰ πρακτικὲς καὶ μικρολόγες σκοπιμότητες. Οὔτε ἀποκάλυψη φρικτῶν μυστηρίων, οὔτε εὐωδία τοῦ καινοῦ ἀέρος τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ εὐφροσύνη, οὔτε πυρπόλησις τῆς καρδίας, οὔτε μέθη ἀπὸ τὸν πνευματικὸν οἶνον, οὔτε χαρμολύπη, οὔτε δάκρυον κατανύξεως, οὔτε συντριβή, οὔτε κοινωνία τοῦ Παρακλήτου, οὔτε μυστικὴ ὅρασις καὶ ἀκοή, οὔτε ὑπὲρ αἴσθησιν αἴσθησις. Τίποτα!
Πῶς νὰ μὴν εἶναι λοιπὸν τόσο ψυχρὲς κι ἀκατάνυκτες οἱ ἐκκλησίες τους, ἀφοῦ ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, «ἡ καρδία ἔσωθεν ὁμοίως τοῖς ἐξωτέροις σχήμασιν ἐνδιατυποῦται»;
Τί σχέση μποροῦνε νὰ ἔχουν αὐτὰ τὰ ἀνέκφραστα τραγούδια ποὺ ἀκούονται ἐκεῖ μέσα, μὲ τὴν ὀρθόδοξη λατρεία, μὲ τὴν ἱερατικὴ γλώσσα τῆς ὑμνολογίας, μὲ τὸν σοβαρὸ χαρακτήρα τῆς προγονικῆς μας εὐσέβειας;
Ὤ! Τί βεβήλωση εἶναι αὐτή, νὰ μπαίνουνε οἱ μίμοι καὶ νὰ ἀσχημονοῦν μέσα στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, μὲ κάποιες φωνὲς ποὺ γαργαλίζουν τὴ σάρκα τους; Ὥστε αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία σας, νὰ μὴν ἔχει ὁ ναὸς τίποτα ὀρθόδοξο; Ἡ πνευματικὴ γεύση σας τόσο πολὺ χάλασε, ὥστε κάθε τί ποὺ στάθηκε γιὰ τοὺς Ἁγίους ὁ οὐράνιος ἄρτος κι ὁ ὑπερούσιος οἶνος, νὰ σᾶς φαίνεται στυφὸ καὶ πικρό; Τὰ ἁγιασμένα ὁράματα καὶ ἀκούσματα, ποὺ εὐφράνανε μυριάδες εὐλαβεῖς ψυχές, ἐσεῖς δὲν τὰ κρίνετε ἄξια νὰ τὰ διατηρήσουμε, ἀλλὰ θέλετε νὰ τὰ ἀλλάξετε, καὶ νὰ βάλετε στὴ θέση τους τὰ μουγκρίσματα τῶν ζώων, γιὰ νὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν ἐκφυλισμένη ἐποχή μας;
Λέτε πὼς σεβόσαστε καὶ τιμᾶτε τοὺς Ἁγίους. Ἀλλὰ ποιοί μᾶς παρέδωσαν, μαζὶ μὲ τὴν πίστη, τὸν τρόπο τῆς λατρείας καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες; Δὲν μᾶς τὰ παραδώσανε οἱ Πατέρες; Γιατί λοιπὸν δὲν τὰ σεβόσαστε καὶ δὲν τὰ τιμᾶτε;
Ἰδιαίτερα δὲν σᾶς ἀρέσει ἡ μουσική της ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ ἡ μόνη ἱερατικὴ χριστιανικὴ μουσική. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔψελνε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους κι ὑμνοῦσε τὸν Θεό: «Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Καὶ μὲ τί εἴδους μουσικῆς ἄραγε ὕμνησαν; Ρωτῶ νὰ μοῦ πεῖς. Μήπως μὲ τὴ θεατρικὴ μουσικὴ ποὺ εἰσάγεις στὶς ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ, μ᾿ αὐτή, λέγω τὴν εὐρωπαϊκὴ τετραφωνία, ἢ μὲ τὴν ἱεροπρεπῆ ἀνατολικὴ μουσικὴ ποὺ δὲν τὴν θέλεις, ποὺ τὴν θεωρεῖς βάρβαρη, ἐσὺ ὁ βάρβαρος καὶ βλάσφημος;
Ναί! Ἐδῶ δὲν εἶναι θολὲς καὶ ὀμιχλώδεις θεωρίες, σὰν κι αὐτὲς ποὺ ἄκουσες στὰ μουχλιασμένα Πανεπιστήμια. Ἐδῶ εἶναι καθαρὰ καὶ ἁπλὰ πράγματα: Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε σὰν ἄνθρωπος στὴν Ἀνατολή, καὶ δὲν γεννήθηκε, ὅπως θἄθελες, στὸ Παρίσι ἢ στὴ Στοκχόλμη ἢ στὴ Λόντρα. Γεννήθηκε σ᾿ ἕνα φτωχοχώρι τῆς Ἰουδαίας. Ἡ γλώσσα ποὺ μιλοῦσε ἤτανε Ἀνατολίτικη. Κι ἡ μουσική, ποὺ μ᾿ αὐτὴ ὑμνοῦσε τὸν Θεό, ἤτανε κι αὐτὴ Ἀνατολίτικη, ἢ τὸ θέλεις εἴτε δὲν τὸ θέλεις.
Λοιπόν, γιατί δὲν τὴ καταδέχεσαι αὐτὴ τὴ μουσική, ἐσὺ ὁ ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ τὴ μουσικὴ ποὺ τὴν ἁγίασε ὁ Χριστός; Ἐγὼ φρίττω, δακρύζω, καταπλήττομαι, μόνο ποὺ συλλογίζουμαι πὼς μ᾿ αὐτὴ τὴ μουσικὴ ἔψελνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ πὼς ἀξιονόμαστε κι ἐμεῖς νὰ τὴ ψέλνουμε ὅπως Ἐκεῖνος! Κι ἐσύ, ἀντὶ νὰ ἀγάλλεσαι, ἀντὶ νὰ νοιώθεις πνοὴ ἀθανασίας ἀπάνω σου ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ θεαγάπητη μουσική, ποὺ μᾶς κληροδοτήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα οὐράνια δῶρα ὁποὺ βρίσκουνται φυλαγμένα μέσα στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς γεραρᾶς παραδόσεώς μας, ἐσὺ δὲν τὴν θέλεις, τὴν ἀπεχθάνεσαι, τὴν λὲς τούρκικη, δὲν τὴ νομίζεις ἄξια γιὰ τὰ ἁμαρτωλὰ στόματά μας!
Τέτοια τύφλωση, λοιπόν, παθαίνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ τὴ ματαιότητα καὶ ζητᾶ τὸ ψεῦδος.

* * *

Ὁ Θεὸς ἂς μὲ συγχωρήσει γιὰ ὅσα ἀναγκάσθηκα νὰ πῶ γιὰ ἕναν ὑπηρέτη του.
Κύριε, νά, εἶμαι μπροστά σου, καὶ κρίνε με. Ἐσὺ εἶσαι καρδιογνώστης καὶ ξέρεις τὴν πίκρα τῆς καρδιᾶς μου γιὰ τὴ βεβήλωση ποὺ παθαίνουν οἱ ἅγιες ἐκκλησίες σου. Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με. Ἐσὺ ποὺ ἐπέτρεψες στὸν Προφήτη Ἠλία, νὰ ἐξαγριωθεῖ ἀπὸ τὸν πύρινο ζῆλο ποὺ τὸν ἔκαιγε, Ἐσὺ ποὺ τὸν συγχώρεσες γιὰ τὴ φοβερὴ ἁμαρτία ποὺ ἔκανε νὰ σφάξει τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ, ἐπειδὴ εἶδες πὼς ἤτανε ὁ μονώτατος δοῦλος σου ποὺ πίστευε σὲ Σένα, καὶ τὸν στεφάνωσες μὲ τὸν ἀμάραντον στέφανο, καὶ τὸν ἅρπαξες ἀπάνω σ᾿ ἕνα ἁμάξι πύρινο καὶ τὸν πῆρες κοντά Σου μὲ τὸ σάρκινο κορμί του, δίχως νὰ δοκιμάσει θάνατο, Ἐσύ, Κύριε, εὔσπλαχνε καὶ δίκαιε, συγχώρεσε κι ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό. Γιατὶ Ἐσὺ ἄνοιξες τὸ στόμα μου, ὅπως ἄνοιξες τὸ στόμα τῆς ὄνου τοῦ Βαλαάμ, γιὰ νὰ μιλήσω γιὰ τὴ βεβήλωση τοῦ οἴκου σου, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ματαιότητας.
Φώτισε, Κύριε, τὶς σκοτισμένες διάνοιές μας. Ἐλευθέρωσέ τες ἀπὸ τὰ φιλόσαρκα φρονήματα. Γέμισε τὴν καρδιά μας μὲ τὴν πανευφρόσυνη λύπη σου. Γιατὶ μ᾿ αὐτὴ βρίσκουμε τὸν μυστικὸ δρόμο ποὺ μᾶς φέρνει σὲ Σένα, κι ὄχι μὲ τὶς ἀπατηλὲς σοφίες τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ λύπη τῆς διανοίας εἶναι θυμίαμα εὔοσμο, ποὺ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν θρόνο σου. Αὐτὴ ἀνοίγει τὴν κλεισμένη πύλη, γιὰ νὰ μπεῖ ἡ ψυχή μας στὴ χώρα τῶν μυστηρίων Σου. Γιὰ τοῦτο εἶπες· «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».
Φώτης Κόντογλου,
Μεγάλη Παρασκευή, 1960

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...