Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Αυγούστου 31, 2013

Εκκλησιαστική και πολιτική Πρωτοχρονιά Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ιερού Παρεκκλησίου Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Χατζηκυριακείου Ιδρύματος Πειραιώς

Mιά εσφαλμένη αντίληψη, πού κυκλοφορεί ιδίως αυτές τίς ημέρες του ιερού δωδεκαημέρου, αγαπητοί μου, είναι η υιοθέτηση της 1ης Ιανουαρίου ως (πολιτικής) πρωτοχρονιάς, ως αρχή του νέου πολιτικού έτους. Ας δούμε, όμως, πώς όντως έχουν τά πράγματα.
Σύμφωνα με τό συναξάριο, την 1η Ιανουαρίου η Εκκλησία μας εορτάζει την Δεσποτική εορτή της Περιτομής του Χριστού και την μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Βασιλείου αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας του Μεγάλου και Ουρανοφάντορος. Βλέπουμε, λοιπόν, αγαπητοί μου, ότι δέν γίνεται καμμιά μνεία, καμμία αναφορά γιά πρωτοχρονιά καί αρχή του νέου έτους. Καί τότε πώς προέκυψε νά εορτάζουμε τήν 1η Ιανουαρίου ως αρχή του νέου έτους; θά ρωτούσε κάποιος. Δυστυχώς, αγαπητοί μου, είναι κατάλοιπο της ειδωλολατρείας. 

Σύμφωνα μέ τόν Όσιο Νικόδημο τόν Αγιορείτη, ο Ρωμαίος βασιλιάς Νουμάς ονόμασε τόν μήνα αυτό Ιανουάριο πρός τιμή του ψευδοθεού Ιανού. Αυτός ο ψευδοθεός Ιανός κατά μία εκδοχή ήταν ένα τετράμορφο άγαλμα, το οποίο απεικόνιζε τίς τέσσερεις εποχές του χρόνου.
Άλλοι έγλυφαν τό δεξί του χέρι, στό οποίο κρατούσε ή ένα κλειδί, τό οποίο δήλωνε τήν άνοιξη καί τήν αρχή του χρόνου, ή τό στοιχείο «τ», καί άλλοι έγλυφαν τό αριστερό του χέρι, στό οποίο κρατούσε τό στοιχείο «ξε», τό οποίο δήλωνε τίς 365 ημέρες του χρόνου. 
Κατά τήν άλλη εκδοχή ο ψευδοθεός Ιανός παρουσιάζεται μέ δύο πρόσωπα, από τά οποία τό μέν γηραλέο σημαίνει τό παλαιό έτος, πού έληξε, τό δέ νέο τόν χρόνο, πού ήδη άρχισε. Άλλοι πάλι λένε ότι τό ένα πρόσωπο παριστάνει τόν ψευδοθεό Ιανό καί τό άλλο τόν Κρόνο, τόν οποίο ο Ιανός παρέλαβε συμβασιλέα[1].

Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, αγαπητοί μου, ότι ο εορτασμός της 1ης Ιανουαρίου ως πολιτικής πρωτοχρονιάς είναι ειδωλολατρικό έθιμο.
Η Εκκλησία μας έχει καθορίσει τήν 1η Σεπτεμβρίου νά εορτάζεται ως αρχή του νέου εκκλησιαστικού έτους. Πολλοί από τούς ύμνους, τούς οποίους ακούμε εκείνη τήν ημέρα, είναι αφιερωμένοι στόν νέο, τόν καινούργιο χρόνο. Η Εκκλησία μας δέν εορτάζει πρωτοχρονιά τήν 1η Ιανουαρίου. Η Εκκλησία μας εορτάζει πρωτοχρονιά τήν 1η Σεπτεμβρίου.
Τότε, λοιπόν, πρέπει νά εορτάζουμε τόν καινούργιο χρόνο καί τότε πρέπει νά ευχόμασθε «ευλογημένο καί σωτήριο χρόνο». Στό συναξάριο της 1ης Σεπτεμβρίου διαβάζουμε: «Αρχή της Ινδίκτου, δηλαδή του νέου έτους». Ίνδικτος ή Ινδικτιών στά Λατινικά σημαίνει ορισμός, επινέμηση, δηλαδή μερισμός του χρόνου. Πρέπει νά γνωρίζουμε, αγαπητοί μου, ότι η Εκκλησία εορτάζει τήν 1η Σεπτεμβρίου τήν Ινδικτιώνα γιά τρία αίτια˙

Πρώτον, επειδή αυτή είναι η αρχή του χρόνου. Γι’ αυτό καί αυτή τιμόταν πολύ από τούς παλαιούς Ρωμαίους από αρχαιοτάτων χρόνων.

Δεύτερον, επειδή αυτή τήν ημέρα πήγε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός στή συναγωγή των Ιουδαίων καί τού δόθηκε τό βιβλίο του Προφήτου Ησαΐου, καθώς γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, τό οποίο, αφού άνοιξε ο Κύριος, βρήκε αμέσως τό χωρίο εκείνο, δηλαδή τήν αρχή του 61ου κεφαλαίου του Προφήτου Ησαΐου, στό οποίο είναι γραμμένα γι’ Αυτόν τά εξής λόγια : «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ˙ ου ένεκεν έχρισέ με˙ ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν καί τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει˙ κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν»[2].
Αφού διάβασε ο Κύριος αυτά τά λόγια, πού σχετίζονταν μέ Αυτόν, ασφάλισε τό βιβλίο καί τό έδωσε στόν υπηρέτη˙ έπειτα, αφού κάθισε, είπε στόν λαό «ότι σήμερον ετελειώθησαν οι λόγοι της προφητείας ταύτης εις τά ώτα υμών»[3]˙ γι’ αυτό ο λαός, πού άκουγε αυτά, θαύμαζε γιά τά χαριτωμένα λόγια, τά οποία έβγαιναν από τό στόμα Του, όπως γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς.

Υπάρχει καί τρίτη αιτία, γιά τήν οποία η Εκκλησία του Χριστού κάνει τήν 1η Σεπτεμβρίου τήν ενθύμηση της Ινδίκτου καί εορτάζει τήν αρχή του νέου χρόνου. Μέσω της υμνωδίας καί της ικεσίας, τήν οποία προσφέρουμε στόν Θεό σ’ αυτή τήν εορτή, νά γίνει ο Θεός ίλεως σ’ εμάς, νά ευλογήσει τόν νέο χρόνο, νά μας τόν χαρίσει ευτυχή καί γεμάτο από όλα τά σωματικά αγαθά, νά φωτίσει τίς διάνοιές μας ώστε νά περάσουμε όλο τόν χρόνο καθαρώς καί μέ αγαθή συνείδηση καί νά ευαρεστήσουμε τόν Θεό μέ τήν φύλαξη των εντολών Του καί έτσι νά τύχουμε των ουρανίων καί αιωνίων αγαθών.
Επιπλέον, ο Σεπτέμβριος λέγεται αρχή του χρόνου, διότι, κατά τή διάρκεια αυτού του μηνός, ως επί τό πλείστον, παύει μέν η γη από τό νά γεννά τούς καρπούς, αρχίζει δέ πάλι νά συλλαμβάνει κατά κάποιον τρόπο καί νά εγκυμονεί άλλους νέους καρπούς. Τέλος, είναι γνωστό ότι Σεπτέμβριος ήταν όταν οι υιοί Ισραήλ κυρίευσαν τήν γη της επαγγελίας. Γι’ αυτό κατ’ αυτόν άρχισαν νά γεωργούν τήν γη[4].

[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, τ. Γ΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 9.
[2] Λκ. 4, 18-19.
[3] Λκ. 4, 21.
[4] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, τ. Α΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 45-49.

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ (Λουκ. δ΄, 16-22)

 

Στή σημερινή περικοπή, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ὁ Χριστός μπροστά στούς ἔκπληκτους Ἰουδαίους πού βρίσκονταν στή Συναγωγή τῆς Ναζαρέτ κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, λέει μέ ἁπλό καί φυσικό τρόπο ὅτι: «Σήμερα βρίσκει τήν ἐκπλήρωσή της ἡ προφητεία πού μόλις ἀκούσατε».

Ἑρμηνεύοντας τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα στό Πρόσωπό Του καί ἔχοντας πλήρη αὐτοσυνειδησία, ἀφήνει νά φανερωθεῖ ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ἀπό αἰώνων κεχρισμένος μέ Πνεῦμα Θεοῦ. Δέν εἶναι ἁπλά ἕνας ἄνθρωπος πού σέ μία στιγμή τῆς ζωῆς τοῦ ἦλθε ἐπ’ αὐτόν τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τοῦ χάρισε μία παροδική, μικρή ἤ μεγάλη θεοπνευστία. Δέν εἶναι ἕνα ἔκτακτο ἤ ὑπερφυσικό  γεγονός πού θά βοηθοῦσε τούς ἀνθρώπους μέσω τοῦ Χριστοῦ νά γνωρίσουν τό Θεό. Εἶναι Αὐτός, στόν Ὁποῖο ἐνυπάρχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα Του, κατέχει τήν ὕπαρξή Του, ὁδηγεῖ τήν ἐπίγεια ζωή Του στήν ὁλοκλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς θείας φιλανθρωπίας. Ὁ Χριστός ἦλθε στή γῆ νά φέρει τό μήνυμα τῆς Σωτηρίας καί τῆς ἐπερχομένης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους.

Ἡ Βασιλεία πού ἐπαγγέλλεται ὁ Χριστός δέν εἶναι κοσμική. Δέν εἶναι μία βασιλεία πού θά ἀποκαταστήσει ἀνθρώπινα βασίλεια, πού θά συντρίψει ἀντίπαλα ἔθνη καί ἀσεβεῖς βασιλιάδες. Δέν εἶναι μία βασιλεία πού περιλαμβάνει προνομιούχους λαούς, πού ὁρίζει ἡγεμόνες, πού περιβάλλει καί θάλπει τήν ἐξουσία. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού ἀνακοινώνει ὁ Χριστός στή Συναγωγή τῆς Ναζαρέτ, ἔχει ὡς κέντρο της τή Σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τό μήνυμά της ἀπευθύνεται στούς φτωχούς, στούς μικρούς καί ταπεινούς αὐτοῦ του κόσμου, σ’ αὐτούς πού νιώθουν τήν ὕπαρξή τους ἀσήμαντη μπροστά στό Ἄπειρό του Θεοῦ. Φέρνει τήν κατάργηση τῆς αἰχμαλωσίας τῶν ἀνθρώπων ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, τήν ἀπαλλαγή, τή λύτρωση ἀπ’ ὅσα τούς κρατοῦσαν δέσμιους μέχρι τώρα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι αἰχμαλωσία πού δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά δεῖ καί νά βρεῖ τόν ἀληθινό του προορισμό, πού τόν κατέχει δέσμιο σέ μία κατάσταση φθαρτότητας σωματικῆς καί ψυχικῆς.

Αὐτή τήν ἀνθρωποκτόνο κατάσταση τῆς ἁμαρτίας πού κρατάει δέσμιο τόν ἄνθρωπο θά συντρίψει ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του στό τέλος τῆς ἐπίγειας παρουσίας Του. Μέχρι νά ὁδηγηθεῖ στό Πάθος καί στή σωτήρια Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός θά χαρίσει τό φῶς στούς τυφλούς. Φυσικό φῶς στούς σωματικά τυφλούς, οὐράνιο καί ἀποκαλυπτικό στούς πνευματικά τυφλούς. Αὐτό δέν σημαίνει παντοῦ καί πάντα ὅτι ὅσοι ἀκοῦνε καταλαβαίνουν καί ὅσοι βλέπουν ἀντιλαμβάνονται. Προϋπόθεση γιά τήν ἀνάβλεψη τῶν πνευματικά τυφλῶν εἶναι ἡ ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς, ἡ πίστη, ἡ ἀποδοχή τῶν λόγων τοῦ Κυρίου. Ἡ σκληρότητα, ἡ σκληροκαρδία, ἡ δυσπιστία στό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου, καί ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀναλγησία πρός τούς ἀνθρώπους θά κρατοῦν πάντα κλειστές τίς πόρτες στό φῶς ἤ θά δυσκολεύουν πάντα νά φτάσει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων τό πνευματικό φῶς. Ὅμως ἀκόμη καί σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις τά ἀδύνατα γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι δυνατά γιά τό Θεό. Ὁ Χριστός εἶναι πάντα σέ θέση νά ἀποκαλύψει τό Θέλημα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα Του καί Πατέρα μας, δίνοντας στούς ἀνθρώπους τήν πνευματική ἀνάβλεψη.

Ὁ τραυματισμένος ἄνθρωπος ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, τοῦ ὁποίου ἀμαυρώθηκε τό «κατ’ εἰκόνα» καί ἐσκοτίσθη ἡ διάνοια, δέν ἦταν σέ θέση νά φτάσει μόνος του στή σωτηρία. Ὁ Νόμος πού δόθηκε στό Μωϋσῆ ἀπό τό Θεό στό ὅρος Σινᾶ, προκειμένου νά παιδαγωγήσει τόν Ἰσραήλ καί δι’ αὐτοῦ νά ἀνακαινίσει καί τούς ὑπόλοιπους λαούς, ἐξέπεσε λόγω τῆς ἀδυναμίας τοῦ Ἰσραήλ σέ ἐπίπεδο νομικιστικῶν καί ἠθικῶν διατάξεων, τύποις καί ὄχι οὐσίας. Γράμματος καί ὄχι Πνεύματος. Πιστεύοντας ὅτι ἡ ἁπλή τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ Νόμου φέρνει τή σωτηρία, παραγνωρίστηκαν καί παραμελήθηκαν τό πνεῦμα καί ἡ θεϊκή του προέλευση, φτάνοντας στό ἐπίπεδό της φαρισαϊκῆς τήρησής του.

Σ’ αὐτό τόν ἄνθρωπο ὁ Χριστός φέρνει τό σωτήριο μήνυμά Του, πού δέν εἶναι πλέον τό γράμμα τοῦ Νόμου, ἀλλά ἡ ἐν πνεύματι ὁλοκληρωτική ἀνακαίνιση, ὁ φωτισμός τῆς διανοίας του, πού ἐπιτυγχάνονται μέ τήν ὑπακοή καί μίμηση τῆς θυσιαστικῆς προσφορᾶς Του, τήν ἀποδοχή τῶν Λόγων Του, μέ τήν ἀγάπη ἀκόμη καί στούς ἐχθρούς, μέ τήν ἐν «Πνεύματι καί Ἀληθεία» λατρεία στό Θεό.

Ἡ ἄφεση χαρίζεται πλέον ἀπό τό Χριστό στόν ἄνθρωπο ὄχι ἐπειδή τηρεῖ μηχανικά κάποιες διατάξεις, οὔτε ἐπειδή ὑπακούει σέ στεῖρα νομοθετήματα. Τούτη ἡ ἄφεση πού ἐπαγγέλλεται ὁ Χριστός προϋποθέτει τήν ὁλοκληρωτική μεταστροφή τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, χαρίζεται ὡς δῶρο ζωῆς ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τό Θεό «ἐξ ὅλης της καρδίας του καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς του, καί ἐξ ὅλης της ἰσχύος του καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας του καί τόν πλησίον του ὡς σεαυτόν» (Λουκ. 10,27). Ἡ Θυσιαστική πράξη τοῦ Χριστοῦ, ὁ Σταυρός τοῦ Μαρτυρίου, εἶναι λύτρο γιά ὅλους, εἶναι Ἄφεση, εἶναι Λύτρωση, εἶναι Ἀπαλλαγή, εἶναι Ἀποκατάσταση στήν ἀρχέγονη πρότερη θέση πού εἶχε ὁ ἄνθρωπος κατά τή δημιουργία του ἀπό τό Θεό.

Ὅλα αὐτά ὅμως, ἀγαπητοί, δέ θά γίνουν μέσα σέ μία ἡμέρα, ὡς ἀστραπή, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ. Ὁ Χριστός δέν ἦλθε γιά νά καταδικάσει, γιά νά ἀπολέσει καί νά ἀπειλήσει τόν πάσχοντα καί πονεμένο ἄνθρωπο μέ τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Δέν ἦλθε γιά νά κρίνει τόν κόσμο, ἀλλά γιά νά  τόν σώσει˙ «οὐ γάρ ἦλθον ἵνα κρίνω τόν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τόν κόσμον» (Ἰωάν.12,47).

Κηρύττει «ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν», δηλαδή μία περίοδο χάριτος καί μετανοίας, καί εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πού δέν στέκει ἀπόμακρος καί ἀπροσμέτρητος στό ὕψος τῆς Θεότητάς Του, ἀλλά εἶναι ὁ ἀπό αἰώνων «κρούων τή θύρα» περιμένοντας τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου πού τόσο «ἠγάπησεν ὁ Θεός, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀποληται ἀλλ’ ἔχη ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16). Ἀμήν
.


Μητροπολίτης Γόρτυνος Ιερεμίας, 1η Σεπτεμβρίου- Η αρχή του εκκλησιαστικού έτους, «αρχή Ινδίκτου»

Η ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ

1. Σήμερα, αγαπητοί μου χριστιανοί, 1η Σεπτεμβρίου, είναι η πρώτη του έτους. Αλλά θα πείτε: Δεν είναι πρώτη του έτους η 1η Ιανουαρίου; Όχι, χριστιανοί μου! Η 1η Ιανουαρίου είναι η πρώτη του πολιτικού έτους. Την ημέρα αυτή την γιορτάζουν για πρωτοχρονιά όλοι οι άνθρωποι της γης, και Ορθόδοξοι και Καθολικοί και Μουσουλμάνοι και άθεοι και άπιστοι. Εμείς όμως, σαν Ορθόδοξοι χριστιανοί, πρέπει να έχουμε μιά δική μας πρωτοχρονιά. Και αυτή είναι η 1η Σεπτεμβρίου. Η 1η Σεπτεμβρίου είναι η αρχή του εκκλησιαστικού έτους, «αρχή Ινδίκτου», όπως την γράφουν τα εκκλησιαστικά μας βιβλία. Και είναι αυτή η ημέρα η πρώτη του έτους κατά το ημερολόγιο της Παλαιάς Διαθήκης, που το έτος άρχιζε από το Φθινόπωρο. Βλέπετε λοιπόν ότι και το εκκλησιαστικό τυπικό μας το ρυθμίζει η Παλαιά Διαθήκη.

2. Αλλά θα σας πω τώρα και κάτι άλλο, για να δείτε ακόμη περισσότερο πόσο η Παλαιά Διαθήκη ρυθμίζει το τυπικό του χρόνου. Ο μήνας στον οποίο μπαίνουμε από σήμερα λέγεται «Σεπτέμβριος» και ο άλλος μήνας λέγεται «Οκτώβριος» και μετά από αυτόν ο μήνας λέγεται «Νοέμβριος». «Σεπτέμβριος» σημαίνει έβδομος». «Οκτώβριος» σημαίνει «όγδοος». «Νοέμβριος» σημαίνει «ένατος», όπως και «Δεκέμβριος» σημαίνει «δέκατος». Αλλά πώς είναι ο Σεπτέβριος έβδομος μήνας, αφού από αυτόν αρχίζει το εκκλησιαστικό έτος; Έπρεπε να λέγεται ο πρώτος μήνας. Εδώ, αγαπητοί μου χριστιανοί, έχω να σας πω ότι μας κυβερνάει ένα άλλο τυπικό της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο είναι και το πιο σωστό. Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν δύο ημερολόγια. Το ένα, όπως σας είπα, αρχίζει το Φθινόπωρο και κατά το τυπικό αυτό έχουμε και εμείς ως πρώτο μήνα τον Σεπτέμβριο. Κατά το άλλο όμως ημερολόγιο της Παλαιάς Διαθήκης το έτος αρχίζει από την Άνοιξη με πρώτο μήνα τον Μάρτιο, τον «Αβίβ», όπως τον λέγει η Παλαιά Διαθήκη. Ο Μάρτιος, αδελφοί μου χριστιανοί, στην πραγματικότητα είναι ο πρώτος μήνας του έτους. Αν αριθμήσετε τώρα με πρώτο μήνα τον Μάρτιο, θα βγάλετε τον Σεπτέμβριο έβδομο μήνα, τον Οκτώβριο όγδοο, τον Νοέμβριο ένατο και τον Δεκέμβριο δέκατο. «Ντέσεμ» σημαίνει «δέκα». Αλλά γιατί είναι ο Μάρτιος ο πρώτος μήνας του έτους; Ακούστε, χριστιανοί μου: Τον μήνα Μάρτιο έγινε η δημιουργία του κόσμου. Και φαίνεται αυτό από την ζωογόνηση που έχει η γη τον μήνα αυτό. Όλα αυτά που λέει το βιβλίο της Γένεσης για την δημιουργία του κόσμου έγιναν τον μήνα Μάρτιο. Αυτό το λέγει και το τονίζει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Μεγάλος Πατέρας αυτός, αδελφοί μου χριστιανοί! Είναι η συνισταμένη όλων των αγίων Πατέρων! Τον Μάρτιο λοιπόν έγινε η δημιουργία του κόσμου. Αλλά χάλασε αυτός ο κόσμος. Τον χάλασε η αμαρτία. Γι᾽ αυτό από αγάπη ο Θεός ξανάφτιαξε τον χαλασμένο από την αμαρτία κόσμο. «Αναδημιουργία» λέγεται αυτό. Πότε έγινε η αναδημιουργία του κόσμου; Έγινε πάλι τον μήνα Μάρτιο. Γιατί η αναδημιουργία έγινε με τον Ευαγγελισμό της Παναγίας μας, που τον εορτάζουμε τον μήνα Μάρτιο. Γι᾽ αυτό ο μήνας Μάρτιος είναι ο πρώτος μήνας του έτους.
Ώστε λοιπόν και τα δύο ημερολόγια της Παλαιάς Διαθήκης και εκείνο που αρχίζει από το Φθινόπωρο και εκείνο που αρχίζει από την Άνοιξη, μπήκαν και τα δύο στον Εκκλησιαστικό μας βίο. Για την 1η Ιανουαρίου ως αρχή του έτους, με τα κοσμικά της ξεφαντώματα, δεν μιλάω καθόλου. Θέλησαν όλα τα έθνη της γης να έχουν μία κοινή ημερομηνία ως πρώτη του έτους, για να συνεννοούνται στις εμπορικές τους συναλλαγές, και έβαλαν την 1η Ιανουαρίου. Και αυτή η κοσμική πρωτοχρονιά μάς σκέπασε την μεγάλη δεσποτική εορτή της Περιτομής του Κυρίου και την άλλη μεγάλη πάλι εορτή του Ιεράρχου Βασιλείου. Και η κοσμική βέβαια αυτή εορτή της Πρωτοχρονιάς δεν συνδέεται με λατρεία.
3. Ελάτε τώρα πάλι στην Παλαιά Διαθήκη, για να δείτε πώς ετελείτο σ᾽ αυτήν η Πρωτοχρονιά. Πρώτα-πρώτα η Παλαιά Διαθήκη σε όλες τις διαιρέσεις του χρόνου έχει προσευχή. Η πρώτη απλή διαίρεση του χρόνου είναι η εσπέρα και το πρωί. Πρώτα έγινε η εσπέρα και μετά το πρωί. Γι᾽ αυτό η Εκκλησία μας αρχίζει την ημέρα με τον Εσπερινό. Άλλη διαίρεση του χρόνου είναι η εβδομάδα, το «Σάββατο», όπως το λέγει η Παλαιά Διαθήκη. Άλλη διαίρεση είναι οι μήνες και έπειτα το έτος. Σε όλες αυτές τις διαιρέσεις του χρόνου η Παλαιά Διαθήκη κανονίζει προσευχή. Μάλιστα δε η προσευχή που γίνεται το πρωί λέγεται στην Παλαιά Διαθήκη «ταμίτ» και σημαίνει «διαρκής», δηλαδή αδιάλειπτη. Να είναι προσευχή όλη την ημέρα. Και αφού όλη την ημέρα έχουμε προσευχή, όλο το έτος λοιπόν κυλάει με προσευχή.
4. Αλλά για την σημερινή ημέρα 1η Σεπτεμβρίου, που είναι η πρώτη του εκκλησιαστικού έτους, μάς ενδιαφέρει περισσότερο να πούμε πώς γιόρταζαν οι Ιουδαίοι στην Παλαιά Διαθήκη την Πρωτοχρονιά τους. Την γιόρταζαν με πολλή προσευχή και ολόκληρη λατρευτική ακολουθία. Την πρωτοχρονιά τους την είχαν συνδέσει με την εργασία τους. Ποιά είναι η εργασία στην Παλαιά Διαθήκη; Είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. Έννοια μας, αδελφοί μου χριστιανοί! Θα το πληρώσουμε πολύ ακριβά γιατί εγκαταλείψαμε αυτές τις δύο αρχαίες εργασίες, την γεωργία και την κτηνοτροφία. Ο Άβελ ήταν βοσκός προβάτων και ο Κάιν ήταν γεωργός. Σήμερα οι άνθρωποι ούτε τα χωράφια καλλιεργούν, ούτε τα πρόβατα βοσκάνε. Εν τω μεταξύ θέλουν να πίνουν το γάλα και να τρώνε το κρέας! Οι Ιουδαίοι λοιπόν στην Παλαιά Διαθήκη είχαν συνδέσει την Πρωτοχρονιά τους με την γεωργία, με την συγκομιδή των καρπών και γιόρταζαν αυτήν την εορτή μία εβδομάδα ολόκληρη. Την πρώτη ημέρα πήγαιναν στον ναό και ευχαριστούσαν τον Θεό για το έτος που πέρασε. Έσβηναν τα φώτα (τις λυχνίες), δείγμα αυτό ότι έσβησε ο παλιός ο χρόνος. Έπειτα άναβαν καινούργια φώτα, πολλές λυχνίες, για το νέο έτος που έρχεται. Γινόταν ολόκληρη φωτοχυσία. Σε μιά τέτοια περίπτωση ο Χριστός είπε εκείνον τον λόγο Του: «Εγώ ειμι το φως του κόσμου». Τις επόμενες μέρες της εβδομάδος πήγαιναν στα χωράφια τους, αφού η εορτή ήταν για την γεωργία. Πού να έμεναν εκεί; Έκαναν σκηνές και έμεναν σ᾽ αυτές. Γι᾽ αυτό και η εορτή λεγόταν «της Σκηνοπηγίας» εορτή. Στο τέλος της εορτής αυτής πήγαιναν πάλι στον ναό, όπου υποδέχονταν έναν ιερέα, που έφερνε με πομπή νερό σε ένα δοχείο από την κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Αυτό το νερό το έχυναν σε μία λεκάνη και έλεγαν: «Αντλήσατε ύδωρ εκ των πηγών του σωτηρίου». Αυτό, χριστιανοί μου, εσήμαινε ότι για να πάει καλά η γεωργία τους πρέπει να έχουν νερό, πρέπει να πέσει βροχή από τον ουρανό. Και τελείωνε λοιπόν η εορτή αυτή της Πρωτοχρονιάς ή της Σκηνοπηγίας με προσευχή για την κατάπεμψη της βροχής.
5. Άργησα, χριστιανοί μου, και δεν σάς είπα το κυριώτερο για την εορτή της Πρωτοχρονιάς στην Παλαιά Διαθήκη. Σάς το λέω με δυό λόγια αυτό που θέλω να πω. Πριν από την αρχή της Πρωτοχρονιάς στην Παλαιά Διαθήκη ο Αρχιερεύς έκανε μία πένθιμη θυσία: Φορώντας ένα λινό ένδυμα έπαιρνε έναν τράγο. Στο κεφάλι του τράγου αυτού έβαζε το χέρι του και έλεγε τα αμαρτήματα του λαού: Ψέματα, κλοπές, μοιχείες, φόνους κ.λπ. Αυτό εσήμαινε ότι τα αμαρτήματα του λαού μεταβιβάζονταν στον τράγο. Τον τράγο αυτό τον οδηγούσαν έπειτα μακρυά και τον γκρέμιζαν σε ένα μεγάλο γκρεμό. Ήταν ο «αποδιοπομπαίος τράγος». Φορούσε έπειτα ο αρχιερεύς λαμπρά ενδύματα και έκανε μιά άλλη θυσία. Η θυσία αυτή λεγόταν «θυσία του εξιλασμού». Με την θυσία αυτή ο λαός ένοιωθε καθαρός στην ψυχή από τα αμαρτήματά του και έτσι υποδεχόταν το νέο έτος. Αυτό, χριστιανοί μου, για μας σημαίνει την εξομολόγηση. Νέο έτος ήρθε. Ας πετάξουμε από πάνω μας τα βάρη των αμαρτιών μας με την εξομολόγηση. Ας πάρουμε την απόφαση να απαρνηθούμε τον πρώτο μας αμαρτωλό βίο και να εφαρμόζουμε σταθερά τον νόμο του Θεού. Αυτό λέγεται ΜΕΤΑΝΟΙΑ. Εύχομαι το έτος αυτό να είναι για όλους μας έτος μετανοίας, για να λάβουμε την Χάρη του Θεού και να δούμε καλύτερες ημέρες, ΑΜΗΝ.
Με πολλές ευχές,

† Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας
.

Εκκλησιαστική Πρωτοχρονιά 1η Σεπτεμβρίου (αρχή της Ινδίκτου) Του Νίκου Φλεμετάκη

Να ευχηθούμε σε όλους καλό μήνα και καλή σχολική χρονιά σε όλα τα σχολιαρόπουλα που σε λίγο θα πλημμυρίσουν με τις χαρούμενες φωνούλες τους τις αυλές των σχολείων!!

Πρώτη του μήνα λοιπόν σήμερα και στον ημεροδείκτη μας σημειώνεται, εκτός των εορταζόντων αγίων, οσίων κ.λπ., ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ.

Πολλοί ίσως διαβάζοντας τη φράση αυτή θα διερωτηθούν τι σημαίνει η λέξη ίνδικτος και τι αρχίζει την συγκεκριμένη ημερομηνία.

Η λέξη ίνδικτος είναι λατινική ελληνοποιημένη και σημαίνει ορισμός, διάγγελμα διάταγμα( Indictus, indictio= επαγγελία, κήρυξη, διάγγελμα. διάταγμα), το οποίον εκδιδόταν από τους αυτοκράτορες της Ρώμης με σκοπό να καθορίσουν το ύψος του φόρου επί της γεωργικής παραγωγής που θα πλήρωναν οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας για τη συντήρηση και τη διατροφή των στρατιωτών.

Ήταν δηλαδή ένα φορολογικό διάταγμα το οποίον είχε διάρκεια 15 χρόνων, γιατί τόσα ήταν τα έτη που υπηρετούσαν οι στρατιώτες στο Ρωμαϊκό στρατό.

Με την απόλυση δε των παλαιών και με την κατάταξη των νέων άρχιζε νέα ίνδικτος, με ίσως μικρότερη ή μεγαλύτερη φορολογία, ανάλογα με τον αριθμό των νέων στρατιωτών.

Με την πάροδο του χρόνου η λέξις ίνδικτος έπαψε να σημαίνει μόνο διάταγμα και σήμαινε χρονική περίοδος 15 ετών. Έγινε δηλαδή η ίνδικτος «μονάδα μέτρησης του χρόνου»(μία ίνδικτος = 15 έτη ).

Η Ίνδικτος, δηλαδή η χρονική περίοδος 15 ετών, εισήχθη στο ρωμαϊκό ημερολόγιο κατά το πρώτο έτος του Ιουλίου Καίσαρος (100 πΧ-44 μ.Χ.) και ονομάστηκε ΚΑΙΣΑΡΙΚΗ.

Έτσι άρχισαν να μετρούν το χρόνο σε ινδίκτους (πρώτη ίνδικτος, β΄ίνδικτος κ.ο.κ.)

Στο Βυζάντιο υπολογισμό του χρόνου με ινδίκτους εισήγαγε ο Μέγας Κων/ντίνος το 312 μ.Χ. και η οποία ονομάστηκε Κωνσταντίνειος Iνδικτιών.

Ακόμη να πούμε ότι ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουστινιανός ο Α΄, το έτος 537 εισήγαγε τη μέτρηση κατά ινδικτιώνες στα κρατικά και δικαστικά έγγραφα. Έλεγαν δηλαδή 1ο έτος, ή 2ο έτος της τάδε ινδικτιώνος κ.ο.κ.

Τι αρχίζει τώρα την πρώτη του μήνα Σεπτεμβρίου, (στα λατινικά σημαίνει έβδομος), (εβδόμου μήνα από την δημιουργία του κόσμου από τον Θεό ,αρχής γενομένης από μήνα Μάρτιο):

Η ίνδικτος άρχιζε την πρώτη Σεπτεμβρίου γιατί κατά το μήνα αυτό η γη παύει να γεννά καρπούς και θεωρείτο αρχή του χρόνου διότι η γή οργώνεται και δέχεται τους σπόρους όλων των καρπών που θα παραχθούν ως τον μήνα Μάρτιο που θεωρείτο η αρχή γεννήσεως των καρπών.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο γνώριζαν οι Ρωμαίοι το ποσόν του φόρου που θα πλήρωναν.

Επίσης την 1ην Σεπτεμβρίου επήγε ο Ιησούς Χριστός στη συναγωγή της Ναζαρέτ και έκανε το πρώτο κήρυγμά του, όπως αναφέρεται στο ευαγγέλιο του Λουκά (4, 16-22) και το οποίον αναγιγνώσκεται την ημέρα αυτή.

Η 1η Σεπτεμβρίου καθορίστηκε ως αρχή της εκκλησιαστικής χρονιάς ως εξής:

Στην περιοχή της Ανατολής τα περισσότερα ημερολόγια είχαν ως πρωτοχρονιά την 24η Σεπτεμβρίου, ημέρα της φθινοπωρινής ισημερίας.

Επειδή όμως η 23η ήταν η γενέθλια ημέρα του αυτοκράτορα της Ρώμης Οκταβιανού (Γεννήθηκε στη Ρώμη στις 23 Σεπτεμβρίου του 63 π.Χ.) η πρωτοχρονιά μετατέθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου, η οποία και καθορίστηκε ως αρχή της Ινδίκτου, δηλαδή της περιόδου του ρωμαϊκού διατάγματος για τον φόρο που ίσχυε για 15 έτη.

Αυτή την Πρωτοχρονιά, δηλαδή 23 Σεπτεμβρίου, βρήκε η Εκκλησία και της έδωσε χριστιανικό περιεχόμενο, αφού τοποθέτησε σ’ αυτήν την εορτή της συλλήψεως του Προδρόμου, που αποτελεί και το πρώτο γεγονός της Ευαγγελικής Ιστορίας.

Αργότερα, το 462 μ.Χ., για πρακτικούς λόγους και για να συμπίπτει η πρώτη του έτους με την πρώτη του μηνός, η εκκλησιαστική πρωτοχρονιά μετατέθηκε την 1η Σεπτεμβρίου.

Διευκρινίζεται ότι η πρωτοχρονιά της 1ης Ιανουαρίου έχει Ρωμαϊκή προέλευση και ήρθε στην Ορθόδοξη Ανατολή κατά τα νεότερα χρόνια.

Η Εκκλησία υιοθέτησε αυτό το σύστημα μέτρησης του χρόνου και μετρούσε τα έτη με τίς Ινδικτους. Έτσι το Εκκλησιαστικό έτος άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου με Πατριαρχική Θεία Λειτουργία και ιδιαίτερη Iερά Παράκληση, ώστε να ευλογήσει ο Θεός τον καινούριο χρόνο.

Με τον καιρό ορίστηκαν δύο είδη Ινδίκτου:

Η Καισαρική, δηλαδή η παλαιά ρωμαϊκή πού άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου και την οποία συνέχισε τό Βυζάντιο, και η Παπική, η οποία άρχιζε στίς 25 Δεκεμβρίου και αργότερα την 1η Ιανουαρίου.

Στη Δύση σιγά-σιγά επικράτησε ως αρχή του νέου έτους η 1η Ιανουαρίου, ενώ στην Aνατολή είχε παραμείνει η 1η Σεπτεμβρίου.

Αυτός είναι και ο λόγος που η πρώτη Σεπτεμβρίου παρέμεινε μέχρι και σήμερα η αρχή του Εκκλησιαστικού έτους, δηλαδή: Η Εκκλησιαστική Πρωτοχρονιά.

Ας ευχηθούμε λοιπόν η νέα εκκλησιαστική χρονιά να είναι ευλογημένη και να πλημμυρίσει τις καρδιές των ανθρώπων από καρπούς της ειρήνης, της αγάπης, της αλληλεγγύης,της φιλαλληλίας, και γενικά από καρπούς ανθρωπιάς και πολιτισμού.

ΚΥΡΙΑΚΗ 1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013 ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ (Λουκ. δ΄ 16-22) -(Α΄ Τιμ. β΄ 1-7) Ο χρόνος σε φάση ευλογίας «Απέσταλκέ με…κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν» εκ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου

Η Εκκλησία μέσα από τη σοφία της ξεδιπλώνει μπροστά μας τις πιο ευλογημένες προοπτικές, προκειμένου να επιτυγχάνεται μια αρμονική συνύπαρξη της ζωής μας με τον ανώτερο προορισμό στον οποίο μάς έταξε η αγάπη του Θεού.  Σήμερα, λοιπόν, η μητέρα μας Εκκλησία μάς ξανοίγει στους ορίζοντες του καινούργιου, οι οποίοι παραπέμπουν σε ανεπανάληπτες ευκαιρίες για να επανατοποθετήσουμε τον εαυτό μας με μεγαλύτερη αξιοπιστία και σιγουριά στις σταθερές της αιωνιότητας. Να επιτρέψουμε δηλαδή σ’ αυτόν να βιώνει τον χρόνο, όχι βέβαια στον εφιάλτη της ανασφάλειας της φθοράς και του θανάτου –στοιχεία που ζώνουν από παντού στην καθημερινή μας ζωή- αλλά ως εμπειρία και πρόγευση του αιωνίου, δηλαδή της παρουσίας του Θεού σε κάθε στιγμή  και σε κάθε μας βήμα.
Το νόημα της ημέρας εστιάζεται στην υψηλή πρόσκληση που μάς απευθύνει η Εκκλησία να βιώσουμε τον χρόνο στην προοπτική και την αιώνια αξία του καινούργιου. Εορτάζει την 1η Σεπτεμβρίου ως αρχή της Ινδίκτου, δηλαδή του νέου εκκλησιαστικού έτους, όπως καθιερώθηκε εδώ και πολλούς αιώνες. Η σημασία της Ινδίκτου, όπως αυτή πέρασε και στα ρωμαϊκά χρόνια, συνίστατο στην απαρχή του νέου έτους από άποψης χρόνου.  Οι Ρωμαίοι προσδιόριζαν το νέο χρόνο και τον συνέδεαν με γεωργικές δραστηριότητες και ειδικότερα με τη σπορά. Ο ενιαυτός είναι δανεισμένος  από το ομηρικό ρήμα «ενιαύω», που σημαίνει αναπαύομαι, ξεκουράζομαι. Στην Παλαιά Διαθήκη και ειδικότερα στο Λευιτικό , εντοπίζεται διάταξη, η οποία χαρακτηρίζει άγιο κάθε «ιωβηλαίο»  έτος, δηλαδή το πεντηκοστό έτος που έρχεται ως επιστέγασμα επτά εβδομάδων ετών. Η είσοδος του αγίου έτους σημαινόταν με σάλπιγγες και προσελάμβανε ένα χαρούμενο και ευφρόσυνο χαρακτήρα. Κάθε 50 χρόνια με σκοπό την αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής απελευθερώνονταν οι Εβραίοι δούλοι, χαρίζονταν δυσβάστακτα χρέη και επίσης τα διάφορα προϊόντα δεν συγκεντρώνονταν πλέον στις αποθήκες των μεγαλοϊδιοκτητών, αλλά είχε πρόσβαση σ’ αυτά όλος ο κόσμος και κυρίως οι πτωχοί άνθρωποι.
Ποιοτικό περιεχόμενο
Πώς όμως συνδέονται τα γεγονότα με τον Χριστό και την Εκκλησία;  Ένας πρώτος συσχετισμός εξακριβώνεται αν καταφύγει κάποιος στα Προφητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.  Ο προφήτης Ησαϊας αναφέρει για το Μεσσία: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ού ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με…κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν». Σύμφωνα με τους προφητικούς αυτούς λόγους, ο «ενιαυτός του Κυρίου» αποβλέπει όχι μόνο στην τακτοποίηση υλικών αγαθών και βιοτικών μεριμνών αλλά στην πνευματική ανύψωση του ανθρώπου. Την ένταξή του δηλαδή στην προοπτική της αιωνιότητας. Σε μια τροχιά που ο χρόνος παύει πλέον να κυλά μέσα στην τραγικότητα και τον εφιάλτη της φθοράς και του θανάτου, αλλά αναδεικνύεται ως ροή ευκαιριών για ν’ ανυψωθεί υπαρξιακά ο άνθρωπος και ν’ αναπαύεται αιωνίως στις αγκάλες της αγάπης του Θεού. Τότε ο καινούργιος χρόνος κηρυσσόταν ως έτος αφέσεως των χρεών και άλλων συναφών υποχρεώσεων. Απελευθερώνονταν οι άνθρωποι από δυσβάστακτα βάρη και χρέη που τους γονάτιζαν και τους οδηγούσαν σε συνθήκες εξαθλίωσης. Όπως βλέπουμε δυστυχώς να συμβαίνει και σήμερα με την κρίση που μαστίζει την ανθρωπότητα, όχι μόνο σε οικονομικό αλλά κυρίως σε πνευματικό επίπεδο. Ο χρόνος στον χώρο της Εκκλησίας είναι πάντα καινούργιος και αποκτά ένα βαθύτερο περιεχόμενο, πέραν από ένα ανιαρό και επιφανειακό πέρασμά του. Με την αξιοποίησή του ο άνθρωπος απελευθερώνεται τώρα από τα δεσμά της αμαρτίας και καταξιώνεται ως πρόσωπο, με την ανεκτίμητη αξία του ως εικόνα του Θεού. Γιατί ακριβώς αξιώνεται να εγκολπώνεται την αγάπη Του σε μια συναρπαστική και βαθιά υπαρκτική συνάντηση μαζί Του.
Αγαπητοί αδελφοί, το πέρασμα από τον παλιό στον καινούργιο χρόνο όταν δεν υπάρχει ο Χριστός στη ζωή του ανθρώπου, σημαίνει σκλαβιά και υποδούλωση. Σημαίνει μια ψυχοφθόρα βίωση των πραγμάτων. Αντίθετα, αποδοχή της αγάπης Του, συνιστά απελευθέρωση από την καταδυνάστευση της αμαρτίας,  που παραπέμπει  στη φοβερότερη μορφή δουλείας. Ο Χριστός είναι τελικά εκείνος που ελευθερώνει τον σκοτισμένο  νου του ανθρώπου και επανασυνδέει όλες τις τεθραυσμένες ψυχοσωματικές δυνάμεις του και του χαρίζει την ελευθερία στην αυθεντικότερη μορφή της. Το παλιό «ιωβηλαίο έτος» ονομάζεται τώρα «ενιαυτός Κυρίου». Δηλαδή, ο Θεός αρέσκεται στην προσφορά αγάπης σε όλους τους ανθρώπους. Ας αφήσουμε επομένως πρόσφορο έδαφος στην καρδιά μας για να καρποφορήσει ο «ενιαυτός του Κυρίου», με την κάθε ευλογημένη στιγμή που συνεπάγεται το πέρασμά του.
Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος

Σκέψεις στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής της Ινδίκτου εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου


Απόστολος: Α΄ Τιμοθ. Β΄ 1-7
Ευαγγέλιο: Λουκά Δ΄16-22
«Πάντες εμαρτύρουν αυτώ και εθαύμαζον επί τοις λόγοις της χάριτος τοις εκπορευομένοις εκ του στόματος αυτού
 Από σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, πρώτη Σεμπτεμβρίου, αρχίζει το εκκλησιαστικό έτος, η Πρωτοχρονιά, δηλαδή, κατά την εκκλησιαστική τάξη. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας, κατά τη σημερινή Θεία Λειτουργία, διαβάζει το μέρος εκείνο του Ιερού Ευαγγελίου, στο οποίο αναφέρεται σε περίληψη το σωτήριο για το ανθρώπινο γένος, έργο του Σωτήρος Χριστού, που άρχισε από την ημέρα που ήλθε στη γη και θα διαρκέσει μέχρι την Δευτέρα Παρουσία Του. Όλη αυτή η περίοδος, χαρακτηρίζεται από τον Προφήτη Ησαΐα, «ως ενιαυτός Κυρίου δεκτός» (Ησ. ΞΑ΄,2). Δηλαδή χαρακτηρίζεται σαν ένα νέο, μεγάλο, μακρύ σε διάρκεια αιώνιο έτος, που εκδηλώνεται πλήρης, τέλεια και αμέριστη η ευσπλαχνία του Θεού προς τους αμαρτωλούς ανθρώπους και προσφέρεται η Θεία Χάρη του Κυρίου, προς μετάνοια και σωτηρία.

 Κι έτσι, το νέο έτος που αρχίζει από σήμερα, είναι έτος αφέσεως για τον καθένα μας και έτος προσφοράς της ψυχικής μας σωτηρίας, από μέρους του Πανοικτίρμονος Θεού, με την προϋπόθεση βέβαια ότι και από μέρους μας το έτος αυτό θα καταστεί έτος μετάνοιας και επιστροφής. «Πάντες εμαρτύρουν αυτώ και εθαύμαζον», μας λεει ο ιερός Ευαγγελιστής, «επί τοις λόγοις της χάριτος τοις εκπορευομένοις εκ του στόματος αυτού». Δηλαδή, όλοι συμφωνούσαν μαζί Του και θαύμαζαν για τα γεμάτα Χάρη λόγια που έβγαιναν από το στόμα Του. Με την ευκαιρία αυτή, ας δούμε κι εμείς σήμερα σε ποιους χαρίζεται η Θεία Χάρη και τι χαρίζει αυτή η Θεία Χάρη, στον καθένα μας.
Η Χάρη του Θεού χαρίζεται σ’ όσους πιστεύουν στον Ιησού Χριστό. Η σωτήρια αυτή Θεία Χάρη φάνηκε και εκδηλώθηκε στον κόσμο, δια μέσου του Μονογενούς Υιού του Θεού, που δέχτηκε τη σταυρική θυσία για μας. Με τη θυσία Του αυτή ο Κύριος ίδρυσε επί της γης την Εκκλησία, με τα Ιερά της Μυστήρια, για να συνεχίζει το έργο Του στους αιώνες. Γι’ αυτό και  για να λάβει κάποιος τη Θεία Χάρη, πρέπει πρώτιστα να έχει πίστη στον Εσταυρωμένο Κύριο Ιησού. Η πίστη αυτή όμως δεν πρέπει να είναι διανοητική και θεωρητική, αλλά πίστη καρδιακή και ζωντανή. Πίστη που δια μέσου των Ιερών Μυστηρίων της Εκκλησίας μας, να δημιουργεί σχέση προσωπική και σύνδεσμο ουσιαστικό με τον Σωτήρα Κύριο. Δεν είναι επομένως τυχαίο το γεγονός, ότι κατά τη βάπτιση και την ένταξή μας στους κόλπους της Εκκλησίας, ζητείται πρώτα να συντασσόμαστε με το Χριστό και να πιστεύουμε σ’ Αυτό. Τότε μόνο γινόμαστε μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας και έχουμε δικαίωμα συμμετοχής στο θεόσδοτο θησαυρό, που εκείνη κατέχει και διαχειρίζεται και ο οποίος λέγεται Θεία Χάρη.
Βέβαια η πίστη είναι η πρώτη και βασική προϋπόθεση. Δεν είναι όμως αρκετή μόνη η πίστη. Χρειάζεται να υπάρχει και ταπεινό φρόνημα στον άνθρωπο, που πλησιάζει στην πηγή της Θείας Χάρης. Όπου υπάρχει περηφάνια, εγωισμός και ψηλό φρόνημα είναι αδύνατο να εκχυθεί και να εκδηλωθεί η Θεία Χάρη. Ο εγωισμός, σαν άλλο φράγμα, ανακόπτει και εμποδίζει την Χάρη του Θεού, να κατέλθει από τους ουρανούς και να πλημμυρίσει την ύπαρξή μας. Η βαθιά και αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι ο απαραίτητος αγωγός, δια μέσου του οποίου διοχετεύεται ανεμπόδιστα στην ψυχή το σωστικό νερό της Θείας Χάρης. Οσοδήποτε μεγάλοι κι αν είμαστε δεν παύουμε από του να είμαστε άνθρωποι με αδυναμίες και ασθένειες, που έχουμε ανάγκη βοήθειας  και στηριγμού.
Όλοι ανεξαίρετα έχουμε ανάγκη επείγουσα να παίρνουμε δυνάμεις από τη Χάρη του Χριστού, την οποία το Άγιο Πνεύμα μας φέρει στην ψυχή, γιατί όλοι οι άνθρωποι είμαστε αδύνατοι. Η δύναμη που έχουμε είναι ασθενής. Μπορεί να νομίζουμε ότι είμαστε ισχυροί και ότι διαθέτουμε πολλές δυνάμεις, ώστε να μπορούμε να τα καταφέρνουμε μόνοι μας στον πνευματικό μας αγώνα. Όμως η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Οι άνθρωποι μοιάζουμε με καλάμι σαλευόμενο από τον άνεμο. (Ματθ. ΙΑ΄,7). Πολλές φορές ένας μικρός πειρασμός μας ρίχνει στο έδαφος αμέσως. Άλλοτε δυσκολευόμαστε να υπερνικήσουμε τις αμαρτωλές κλίσεις της ψυχής μας. Και άλλοτε μας τραβά τόσο εύκολα ο κόσμος της αμαρτίας που δεν μπορούμε να του αντισταθούμε. Και στις μεγάλες δοκιμασίες δεν αντέχουμε σχεδόν καθόλου.
Και είναι αλήθεια ότι η Θεία Χάρη μας χαρίζει δώρα ύψιστα και σωτήρια. Χαρίζει την άφεση των παραπτωμάτων μας, κατακαίει τα  αγκάθια των αμαρτημάτων και καθαρίζει την ύπαρξη μας από κάθε μολυσμό της σάρκας και του πνεύματος. Δίνει νέο και ουσιαστικό περιεχόμενο στις σκέψεις και τις επιθυμίες μας. Μας στρέφει προς τα πνευματικά και αιώνια και μας αποσπά από τα πρόσκαιρα, τα φθαρτά και υλικά θέματα της παρούσας ζωής. Χαρίζει διάθεση για προσευχή και ακρόαση και μελέτη του λόγου του Θεού. Μας κάμνει να ζούμε, όχι για να τρώγουμε, αλλά να ζούμε σαν άνθρωποι με ψηλό και ιερό προορισμό. Μας τονώνει στον αγώνα κατά της αμαρτίας και μας προφυλάσσει από τις προσβολές του πονηρού. Ότι όλα αυτά δεν είναι θεωρία, φαίνεται ολοκάθαρα από πολλά παραδείγματα ανθρώπων, που από την στιγμή που τους επισκέφθηκε η Θεία Χάρη, έγιναν τελείως διαφορετικοί από πριν, αληθινά άγιοι.
Μαζί δε με το δώρο αυτό του αγιασμού, η Θεία Χάρη ανοίγει μπροστά μας και την πύλη του Παραδείσου. Του Παραδείσου του ουρανού, που είναι ασύγκριτα ανώτερος από τον Παράδεισο της Εδέμ, που χάσαμε με την παράβαση των πρωτοπλάστων. Αν δεν άπλωνε το Πανάγιο χέρι Του ο Χριστός, για να μας ελκύσει κοντά Του, θα ήταν τελείως αδύνατο, να εισέλθει κάποιος άνθρωπος στον Παράδεισο. Η σωτηρία από την αμαρτία και η κληρονομιά της μακαριότητας των ουρανών, δεν είναι κατόρθωμα δικό μας. Είναι δώρον ουράνιο, που μας το πρόσφεραν τα τρυπημένα χέρια του Εσταυρωμένου Ιησού. Η σωτήρια Χάρη του Εσταυρωμένου, που έκαμε το ληστή, πρώτον πολίτη του Παραδείσου, εκείνη είναι που οδηγεί από τότε συνεχώς, κάθε μετανοημένο άνθρωπο, στο γαλήνιο λιμάνι της Βασιλείας των Ουρανών.
Αδελφοί μου! Ο κόσμος μας σήμερα περνά δύσκολες μέρες. Όλα τα σημάδια είναι απογοητευτικά. Πνευματική αδιαφορία, ανηθικότητα, κατήφορος, διάλυση. Ας μιμηθούμε κι εμείς τον απόστολο Παύλο, ο οποίος λεει, ότι «χάριτι Θεού ειμι ό ειμι»  δηλαδή με τη Χάρη του Θεού έγινα αυτό που έγινα (Κορ. Α΄,10) και ότι τη δύναμή του δεν την οφείλει στον εαυτό του, αλλά στη Χάρη του Θεού, που τον δυνάμωσε για να μείνει σταθερός στις δυσκολίες και τους πειρασμούς και να νικήσει τον πονηρόν και τις μηχανουργίες του. Θα ήταν παραλογισμός, αν λέγαμε ότι θα μπορούσαμε μόνοι μας, χωρίς τη Χάρη του Χριστού να νικήσουμε στους πνευματικούς αγώνες και μάλιστα εναντίο των εχθρών της πίστης μας. Γι’ αυτό, όλοι  μας ανεξαίρετα θα πρέπει να κατανοήσουμε πόσο αδύνατοι είμαστε και πόσο έχουμε ανάγκη τη Χάρη του Χριστού, για να κατορθώσουμε να φτάσουμε στον ουρανό και να κερδίσουμε τη Βασιλεία του Θεού. Όταν αυτό γίνει φρόνημά μας και συνεχώς επικαλούμαστε τη Χάρη του Θεού, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα νικήσουμε και εμείς για να γίνουμε μέτοχοι της ουρανίου Βασιλείας του Θεού.

 † Ηγούμενος Χρυσορροϊατίσσης κ. Διονύσιος –Μητρόπολη Πάφου

Του αρχιμανδρίτη π. Σπυρίδωνα Πετεινάτου «Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ, και πολλάκις εις το ύδωρ»

Μολονότι φαίνεται παράξενον, εν τούτοις μέγας ευεργέτης του ανθρώπου είναι η θλίψις και ο πόνος. Ο πόνος κάμνει τον άνθρωπον να αισθανθή την αδυναμίαν του, να ταπεινωθή, να μετανοήση, να καταφύγει εις τον Θεόν τον ελεήμονα, να ζητήση με πόθον και να εύρη την θείαν βοήθειαν και προστασίαν. Καθαρά το βλέπομεν αυτό εις τον δυστυχή πατέρα του δαιμονισμένου παιδιού του σημερινού ευαγγελίου.
Πράγματι ο πατέρας αυτός είναι δυστυχής και ο πόνος καθημερινώς σπαράσσει την πατρικήν του καρδίαν. Φαίνεται από χρόνια πολλά να τον μαστίζη η θλίψις. Αλλά τώρα το κακόν έχει κορυφωθή. Δι’αυτό ταπεινωμένος έρχεται προς τον Χριστόν, γονατίζει εμπρός του και με πόνον εκφράζει την βαθείαν του θλίψιν. Του λέγει «Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ, και πολλάκις εις το ύδωρ». Το ταλαίπωρο παιδί! Κυριευμένο από πνεύμα πονηρόν περνά φοβερές κρίσεις. Με του πονηρού την επενέργειαν τυραννείται, βασανίζεται, υποφέρει πολύ. Και το πλέον επικίνδυνον είναι ότι το δαιμόνιον τον ρίχνει συχνά εις την φωτιάν ή εις το νερόν δια να τον θανατώση. Συμφορά μεγάλη και δι ‘αυτό, κυρίως όμως δια τον πατέρα. Ακριβώς δε η συμφορά αυτή τον οδηγεί προς τον Χριστόν. –Προηγουμένως είχε προσφύγει ο πατέρας αυτός εις τους μαθητάς του Κυρίου. Αυτοί όμως δεν μπόρεσαν να το θεραπεύσουν. Το αναφέρει τώρα και ζητεί του Χριστού την επέμβασιν προς θεραπείαν του παιδιού του. Ο Κύριος ελέγχει τότε την απιστίαν της γενεάς εκείνης, που έστεκε εμπόδιον δια να θαυματουργή εις πολλούς ο Χριστός και να τους θεραπεύη. Έπειτα, δίνει εντολήν να φέρουν το παιδί εμπρός του, «φερετέ μοι αυτόν ώδε». Μόλις του παρουσίασαν τον νεαρόν δαιμονισμένον, «επετίμησεν αυτώ ο Ιησούς, και εξήλθεν απ‘ αυτού το δαιμόνιον, και ιάθη ο παίς από της ώρας εκείνης». Έτσι, κοντά εις τον Χριστόν και με την χάριν του Χριστού, εσώθη το δαιμονισμένο παιδί και ξαναβρήκε ο δυστυχής πατέρας την χαράν και την ειρήνην του σπιτιού του.
Άλλ ‘εκείνο, που είπεν ο Χριστός εις τον πατέρα αυτόν, το λέγει και εις όλους τους Χριστιανούς γονείς, που υποφέρουν εξ αιτίας της κακής ζωής των παιδιών των. «Φέρετέ μοι αυτά ώδε». Φέρετε εις εμέ τα παιδιά σας. Φέρετέ τα εις τον ναόν μου, εις το Κατηχητικόν μου, εις την εξομολόγησιν και την θείαν Κοινωνίαν. Εκεί θα διδαχθούν την αλήθειαν και θα λάβουν την σωτήριον χάριν μου. Εκεί θα φωτισθούν, θα αλλάξουν, θα αγιασθούν. Κακά παιδιά, θυμώδη, πεισματάρικα, ανυπάκουα, με ψεύδη και λόγια πικρά εις το στόμα είναι τώρα. Άλλ ‘ όταν τα φέρετε εις εμέ και δεχθούν την χάριν μου, τα κακά θα γίνουν καλά, ενάρετα, τίμια, σωφρονισμένα, άγια παιδιά. Με την ιδικήν μου χάριν θα εξαγιασθή και η ψυχή και η ζωή των. Δεν θα βασανίζεσθε τότε, δεν θα εντρέπεσθε, διότι έχετε τέτοια παιδιά. Θα τα χαίρεσθε και θα τα καμαρώνετε, θα τα ζηλεύη δε όλη η γειτονιά και όλη η κοινωνία διότι αυτά θα είναι το στήριγμα και η χαρά του σπιτιού σας και το καύχημα της Πατρίδος. Λοιπόν, γονείς, λέγει ο Χριστός, μη στέκεσθε ψυχροί και αδιάφοροι και μην αφίνετε τα παιδιά σας να τα παρασύρει ο πονηρός εις τον δρόμον τον κακόν και να τα βασανίζουν οι κακίες των. Φέρετέ τα εις εμέ, δια να σωθήτε και σεις και εκείνα.
Αλλά, δια να γίνη αυτό, δηλαδή η προσαγωγή των παιδιών εις τον Χριστόν και η ψυχική των θεραπεία, χρειάζεται εις τους γονείς πρωτίστως πίστις μεγάλη και θερμή. Είπαμε  προτήτερα, ότι οι μαθηταί δεν μπόρεσαν να βγάλουν το δαιμόνιον και να θεραπεύσουν τον νεανίαν. Όταν το έβγαλεν ο Κύριος, οι μαθηταί ερωτούν τον Διδάσκαλον των: «Διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτώ;» Ο Κύριος τους απαντά: «Διά την απιστίαν υμών». Δεν είχατε και σεις και ο πατέρας του παιδιού όσην εχρειάζετο πίστιν. Δι’ αυτό και δεν έγινεν από σας το θαύμα. Και τους επρόσθεσεν ο Σωτήρ, εάν έχετε πίστιν ζωντανήν, θερμήν, καίουσαν πίστιν, που να υπενθυμίζη την θερμότητα, την οποίαν έχει ο σπόρος του σιναπιού, αν δηλαδή έχετε φλόγα πίστεως εις την ψυχήν σας, θα λέγετε εις το βουνό αυτό –έδειξε το βουνό που ήτο εκεί επάνω –πήγαινε από εδώ εκεί και θα γίνεται, και εις σας δεν θα είναι τίποτε αδύνατον. Δηλαδή, και τα αδύνατα θα γίνωνται δυνατά, εύκολα, κατορθωτά.
Και πράγματι. Η ιστορία της πίστεως είναι ιστορία θαυμάτων. Και η ιστορία των θαυμάτων είναι ιστορία της πίστεως. Πίστις και θαύμα, είναι αιτία και αποτέλεσμα, ρίζα και καρπός, Θεού και ανθρώπου πλήρης συμμαχία, δια να γίνωνται τα αδύνατα δυνατά και ο μικρός και αδύνατος άνθρωπος να απολαμβάνη του Θεού τα μεγάλα και υπερθαυμαστά έργα. Δια τον Χριστιανόν, όχι τον ολιγόπιστον και χλιαρόν, αλλά τον πιστόν που αισθάνεται εις την ψυχήν του τον Χριστόν, είναι όλα δυνατά. Πίστευε, Χριστιανε. Πίστευε ακλονήτως. Πίστευε με όλην σου την ψυχήν. Και εις τας μεγαλυτέρας συμφοράς της ζωής σου, εις τους τρομερωτέρους σου πειρασμούς, μένε ακλόνητος, σταθερός, με πλήρη εμπιστοσύνην εις τον Χριστόν και την βοήθειάν του. Και τότε μεγάλα θαύματα, θαύματα αληθινά θα δής εις την ζωήν σου, που θα τα κάμνει ο Θεός προς σωτηρίαν ιδικήν σου.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Κυριακή 1η Σεπτεμβρίου 2013 (Α΄ Τιμ. β΄, 1 -7)Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀριθμός 31
Κυριακή 1η Σεπτεμβρίου 2013
(Α΄ Τιμ. β΄, 1 -7)

Σήμερα πρώτη Σεπτεμβρίου, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ νέου Ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἡ ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, ὅπως σημειώνει τό Ἐκκλησιαστικό ἡμερολόγιο. Τά τροπάρια πού ψάλλονται στήν Ἐκκλησία μας σήμερα εἶναι σχετικά μέ τήν ἀρχή τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους καί τήν ἐπίκληση στό Θεό νά εὐλογήση τόν «νέον ἐνιαυτόν» τῆς χρηστότητός Του.

Ὁ ἱερός ὑμνῳδός, μέ ἀφορμή τό νέο χρόνο, ἀνάγεται στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καί ἔρχεται νά ὑμνήση τόν Χριστό σάν τόν προαιώνιο Λόγο τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος τήν σύμπασα κτίσι ἐδημιούργησε, «παραγαγών ἐκ μή ὄντων εἰς τό εἶναι» καί νά Τόν παρακαλέση νά εὐλογήση καί τή νέα χρονική περίοδο, τήν ὁποία βλέπει ὡς ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.

Τό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἔρχεται νά μᾶς βοηθήση νά δοῦμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά περαιώσουμε μέ τρόπο ὠφέλιμο γιά μᾶς τόν χρόνο πού ὁ Θεός ἔχει δώσει στόν καθένα μας.

Στό ἀνάγνωσμα αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει στόν Τιμόθεο καί μέσῳ αὐτοῦ στούς πιστούς νά προσεύχωνται γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καθώς, ἐπίσης, καί γιά τούς ἄρχοντες καί γενικότερα αὐτούς πού βρίσκονται σέ ὑψηλές θέσεις, γιά νά ζοῦν καί οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι βίο ἤρεμο καί ἥσυχο μέ κάθε εὐσέβεια καί σεμνότητα. Τονίζει μάλιστα ὅτι αὐτή ἡ προσευχή εἶναι πολύ ἀρεστή στό Θεό, ὁ Ὁποῖος θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά σωθοῦν καί νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια.

Ὁ ἱερός Ἀπόστολος καί σέ ἄλλο σημεῖο παραγγέλλει στούς πιστούς νά ἐξαγοράσουν τόν καιρό τους, γιατί οἱ ἡμέρες εἶναι πονηρές. Ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς ἐξαγορᾶς, προκειμένου ὁ χρόνος νά γίνει μέσο σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ προσευχή. Ἡ καθημερινή, ζωντανή καί ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι ὁ κατ’ἐξοχήν τρόπος καθαγιασμοῦ τοῦ χρόνου καί φωτισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν ἐπίγεια πορεία του. Μάλιστα ἡ παραγγελία τοῦ Ἀποστόλου γιά προσευχή γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους προσανατολίζει τόν πιστό γιά τήν κατεύθυνση τῆς ζωῆς του.

Κατ’ ἀρχήν ἡ προσευχή διατηρεῖ ζωντανή τήν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἑνώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό. Ἡ προσευχή εἶναι δρόμος ἑνώσεως, κοινωνίας καί παραμονῆς στόν Θεό. Δέν προσευχόμεθα μόνο καί μόνο γιά νά ζητήσουμε κάτι ἀπό τό Θεό. Προσευχόμεθα γιατί θέλουμε τήν ἀληθινή ζωή. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θεωρεῖ τήν προσευχή σάν τήν ἀναπνοή τῆς ψυχῆς καί τονίζει ὅτι εἶναι πιό ἀπαραίτητο νά προσευχώμεθα παρά νά ἀναπνέουμε.

Ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπᾶ τό Θεό προσεύχεται καί μάλιστα προσεύχεται πολύ. Ἡ προσευχή εἶναι ἡ ζωή του. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σέ ἄλλο σημεῖο παραγγέλει «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Ὅλος ὁ ἄνθρωπος γίνεται προσευχή καί δέν ἐμποδίζεται ἀπό τήν καθημερινότητα ἡ προσευχή του. Ὅταν ἡ προσευχή μᾶς κουράζει, ὅταν τήν θεωροῦμε καθῆκον ἤ καί κατά κάποιον τρόπο «ἀγγαρεία», αὐτό φανερώνει ὅτι ἔχει παγώσει ἡ ἀγάπη μας γιά τόν Χριστό. Ἄν μᾶς κουράζει ἡ προσευχή, ἄν τήν ἀντιμετωπίζουμε ὡς ὑποχρέωση, αὐτό φανερώνει ὅτι μᾶς λείπει καί ἡ ἀγάπη γιά τό Θεό καί ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωϊστής ἄνθρωπος δέν νιώθει τήν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ καί πιστεύει ὅτι εἶναι ἀρκετός ὁ ἑαυτός του.

Ἡ προσευχή εἶναι τό ὅπλο γιά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη, τό μέσο γιά τήν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν τοῦ Χριστοῦ, τό μέσο τῆς συνεχοῦς παραμονῆς μας στό Θεό.

Γιά τό πῶς θά πρέπει νά προσευχώμεθα, νά θυμηθοῦμε ὅσα οἱ Πατέρες καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μᾶς λέγουν. Πρῶτα – πρῶτα εἶναι ἡ προσπάθεια καί ὁ ἀγώνας μας νά εἶναι ζωντανή ἡ προσευχή μας, νά εἴμεθα παρόντες στήν προσευχή μας. Ὁ νοῦς μας εὔκολα διασπᾶται. Πολλές φορές διαπιστώνουμε ὅτι ἐνῶ προσευχόμεθα, ὁ νοῦς μας ἔχει φύγει μακρυά. Νά μήν ἀποκάνουμε, νά μαζεύουμε καί πάλι τό νοῦ μας.

Ἀνάγκη ἀκόμα νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ προσευχή εἶναι πρῶτα τρόπος καί μετά λόγος. Νά ἀφήσουμε στήν ἄκρη ὅλα τά ἄλλα, νά σταματήσουμε ἀπό τίς ποικίλες, ἀκόμα καί τίς καλές, ἀσχολίες μας, νά εἰσέλθουμε στό «ταμιεῖον» μας, στό νοῦ μας, ἀφήνοντας ἔξω ὅλα τά ἄλλα καί νά ἔχουμε τήν αἴσθηση ὅτι εἴμαστε μόνοι «μόνῳ Θεῷ».

Πρακτικότερα γιά τήν ἀτομική μας προσευχή, πού καταχρηστικά τή λέμε ἀτομική γιατί τίποτα μέσα στήν ἐκκλησία δέν εἶναι ἀτομικό, οἱ προσευχές τῆς Ἐκκλησίας μας προσφέρονται σέ καθημερινή χρήση. Ἡ χρησιμοποίηση, ἐπίσης, τῆς εὐχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» εἶναι ἕνα ἰσχυρότατο πνευματικό ὅπλο, γι’αὐτό καί οἱ Ἅγιοί μας μᾶς συμβουλεύουν ۠ «ὀνόματι Ἰησοῦ μάστιζε πολεμίους». Ὅμως ὁ κάθε πιστός γιά νά μήν πλανηθῆ, ἐπειδή ὁ πονηρός χρησιμοποιεῖ τεχνάσματα, ἔχει ἀνάγκη ἀπό πνευματικό πατέρα, πού θά παρακολουθῆ συστηματικά τήν πνευματική του πορεία καί θά τοῦ δώση καί τόν κατάλληλο κανόνα προσευχῆς.

Ἡ προσευχή εἶναι βασική λειτουργία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Γι’αὐτό ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει πάθος κατά τοῦ ἀδελφοῦ του, δέν μπορεῖ νά προσευχηθῆ μέ καθαρότητα στό Θεό. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ἀληθινή προσευχή χωρίς ἀγάπη, ἀλλά καί ἡ οὐσιαστικότερη ἔκφραση τῆς ἀγάπης γιά τόν ἀδελφό εἶναι ἡ προσευχή γι’αὐτόν. Ἡ προσωπική προσευχή δέν μπορεῖ νά ἀντικαταστήσει τή λειτουργική τῆς Θ. Λειτουργίας καί τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ὅπως καί ἡ λειτουργική προσευχή δέν καταργεῖ τήν προσωπική προσευχή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος πού στό χρόνο τῆς ζωῆς του βάζει τήν προσευχή σάν τό κύριο συστατικό του, θά μπορέση νά διαφυλάξη τή ζωή του καί νά ἐξαγοράση τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ΑΜΗΝ!

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου

Κυριακή Ι Ματθαίου

Μπροστά σε ένα ανθρώπινο δράμα βρίσκεται ο Κύριός μας, αδελφοί μου Χριστιανοί, όπως διηγείται το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ένας τραγικός πατέρας πλησιάζει και Τον παρακαλεί να θεραπεύσει το παιδί του, το οποίο υποφέρει, ευρισκόμενο υπό την επήρεια δαιμονικών δυνάμεων. Ο άνθρωπος αυτός εκφράζει το παράπονό του για το γεγονός ότι οδήγησε το παιδί του και ενώπιον των Μαθητών, οι οποίοι, όμως, δε μπόρεσαν να το λυτρώσουν από την δύναμη του σατανά. Ο Κύριος ήλεγξε την ελλειμματική πίστη τόσο του πατέρα, όσο και των Μαθητών και αφού επετίμησε το δαιμονικό πνεύμα ελευθέρωσε το παιδί και το παρέδωσε υγιές στην οικογένειά του. Οι Μαθητές εξέφρασαν την απορία τους για την αδυναμία τους να θεραπεύσουν το δαιμονισμένο παιδί και ο Κύριος την απέδωσε στην προβληματική τους πίστη, ενώ επεσήμανε πως η αληθινή και απόλυτη πίστη είναι ικανή να επιτελέσει σημεία θαυμαστά και υπέρλογα.

Ο προβληματικός χαρακτήρας της πίστης των Μαθητών μάς δίδει την ευκαιρία να προσεγγίσουμε το γεγονός της πίστης και να το εξετάσουμε υπό το πρίσμα της σημερινής πραγματικότητας, να το
φέρουμε στα μέτρα της δικής μας πίστης, ως Ορθοδόξων Χριστιανών, μελών της Εκκλησίας του Χριστού. Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, «Πιστεύω» σημαίνει εμπιστεύομαι, αποδέχομαι, συναινώ. Αποδέχομαι ότι ο Θεάνθρωπος Ιησούς είναι η εγγύηση της προσωπικής μου καταξίωσης, δικαίωσης και λύτρωσης. Εμπιστεύομαι σ’ Εκείνον τη ζωή μου όλη, με τις χαρές και τις λύπες της, με τα πάθη και τα προβλήματά της και αγωνίζομαι, με τη δική Του βοήθεια, με το δικό Του λόγο, να βρω την ελπίδα και να κατακτήσω την σωτηρία.

Η πίστη, στη γλώσσα του Αποστόλου Παύλου, ξεπερνά την έννοια της πιστότητας στο Θεό και της εμπιστοσύνης στο θέλημά Του. Αναλαμβάνει την έννοια της αξιοπιστίας εκείνου που δηλώνει άνθρωπος
του Θεού, έναντι των άλλων κι έναντι του Θεού. Η αξιοπιστία είναι αγαθό δυσεύρετο σήμερα, ενώ, συχνά, απουσιάζει και από τη ζωή και τους λόγους και των ανθρώπων της Εκκλησίας. Πόσο δύσκολο είναι να
βρεθεί σήμερα άνθρωπος που ο λόγος του να είναι συμβόλαιο, να ταυτίζεται και με τις προθέσεις του αλλά και με τις πράξεις του, να μη λειτουργεί ως επικάλυμμα υποκρισίας και κακότητας; Η αξιοπιστία είναι
ίδιον των ταπεινών ανθρώπων εκείνων που όντως έγιναν φορείς του Πνεύματος του Θεού, όντας ειλικρινείς διάκονοί του και όχι αδίστακτοι υπηρέτες του άκρατου εγωισμού, της φιλαυτίας και της κενότητάς τους,
στο βωμό των οποίων είναι ικανοί να θυσιάσουν σχέσεις αγάπης και αλληλεγγύης, αλλά και να προδώσουν δεσμούς πνευματικούς.

Άραγε, αγαπητοί μου, πιστεύουμε στην εποχή μας; Είμαστε αξιόπιστοι έναντι Θεού και ανθρώπων, εμείς που δηλώνουμε Ορθόδοξοι Χριστιανοί, που εκκλησιαζόμαστε και τηρούμε με ευλάβεια τα θρησκευτικά σχήματα και τις συμβατικές προς την Εκκλησία μας υποχρεώσεις; Πιστεύουμε πραγματικά και πώς εκφράζουμε την πίστη μας αυτή;

Προ ετών,. δημοσιεύθηκε μια πρωτότυπη δημοσκόπηση, με γενικό τίτλο «Σε ποιόν Θεό πιστεύουμε;»1. Τα προϊόντα της έρευνας αποκαλύπτουν την αληθινή εικόνα της Ελληνικής κοινωνίας, όσον αφορά στον τρόπο και στην έκφραση της θρησκευτικής πίστης. Το συντριπτικό ποσοστό των ερωτηθέντων, για την ακρίβεια το 91,6%, δήλωσε ότι πιστεύει στο Θεό. Την ίδια στιγμή το 57,8% αποδέχεται την ύπαρξη των ψυχών και το 57% την ύπαρξη του σατανά. Στην μετά θάνατον ζωή πιστεύει το 46,7% και ακόμη μικρότερο, 45,5%, στην Δευτέρα Παρουσία και στη μέλλουσα κρίση. Ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό πιστεύει, τέλος, στην μετεμψύχωση, στα φαντάσματα, στην αστρολογία και στα μέντιουμ.

Τα αποτελέσματα της έρευνας αποδεικνύουν, αν μη τι άλλο, ότι οι νεοέλληνες χαρακτηριζόμαστε από βαθιά και ανησυχητική σύγχυση όσον αφορά στο τί και πώς πιστεύουμε. Παρατηρείται το φαινόμενο ν’
αποδεχόμαστε είτε αυτά που μπορούν να δικαιολογηθούν και να ερμηνευτούν από την κρησάρα της λογικής μας, είτε αυτά που μπορεί να αντέξει η ασθενής και αδύναμη φύση μας. Αντί να προσαρμόζουμε τη
ζωή μας στο θέλημα του Θεού, προσαρμόζουμε τον Θεό στα μέτρα της δικής μας αδυναμίας, φτιάχνοντας, τελικά, τόσους Θεούς όσοι είμαστε κι εμείς. Αυτό, όμως, δε συνιστά γνήσια και αυθεντική πίστη, αλλά έναν
ιδιότυπο και επικίνδυνο πολυθεϊσμό.

Εύλογα αναρωτιέται κανείς: να πιστεύουμε τα πάντα χωρίς έλεγχο; Την απάντηση δίδει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας: «Τί χρηστότερο από τις εντολές ή τί αληθέστερο από τις αλήθειες που νομοθέτης τους ήταν ο
ίδιος ο Θεός; Αυτός και καθοδηγητής, αφού Αυτός μόνος είναι η αλήθεια, Αυτός ο μόνος αγαθός»2.

Η γνήσια και αυθεντική πίστη, αδελφοί μου, είναι αυτή που πραγματώνεται χωρίς όρους και προϋποθέσεις, χωρίς τους κανόνες που υπαγορεύει η ατελής ανθρώπινη λογική που απαιτεί να δει για να πιστέψει. Μια πίστη που, όταν λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχει ως αμοιβή να δει, τελικά, αυτό που προσδοκά.

ΑΜΗΝ!

Αρχιμ. Ε.Ο.
1 Ταχυδρόμος, 19/3/2005
2 «Περί της εν Χριστώ ζωής», σελ. 219


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

Κυριακὴ Ι΄ Ματθαίου (Ματθ. ιζ΄ 14–23) Μητροπολίτης Πάφου Γεώργιος

Σὲ τρεῖς λόγους ἀποδίδει σήμερα ὁ Χριστὸς τὴν ἀδυναμία τῶν μαθητῶν νὰ θεραπεύσουν τὸ δαιμονιζόμενο νέο, νὰ τὸν ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου. Πρῶτα, στὴν ἐλλιπῆ τους πίστη: «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν», τοὺς λέει. Δεύτερον, στὴν ἐλαττωματική τους προσευχή. Καὶ τρίτον, στὴν ἀνυπαρξία νηστείας: «Τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ», προσθέτει.

Πολὺ σύντομα θὰ ἀναφερθοῦμε στὶς τρεῖς αὐτὲς χριστιανικὲς ἀρετές.

Μὲ τὸν ὅρο «πίστις» ἐννοοῦμε τὴν ἀποδοχὴ πραγμάτων ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Θεὸς καὶ πού, χωρὶς νὰ εἶναι παράλογα, εἶναι ὑπέρλογα καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐξηγηθοῦν μὲ τὴ λογική μας. Γίνονται ἀποδεκτὰ γιατί ἐμπιστευόμαστε ἐκεῖνον ποὺ μᾶς διαβεβαιώνει γιὰ τὴν ὕπαρξή τους. Δείχνουμε πίστη π.χ. ὅταν ἀποδεχόμαστε τὴν ὕπαρξη ἀγγέλων, τὴν ὕπαρξη τοῦ παραδείσου, τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Δείχνουμε πίστη ὅταν δὲν ἔχουμε καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι θὰ γίνει ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ ὅτι θὰ ὑπάρξει κρίση καὶ ἀνταπόδοση. Αὐτὸ τὸ κάνουμε γιατί ξέρουμε ὅτι εἶναι «πιστὸς ὁ ἐπαγγειλάμενος». Μὲ τὶς προηγούμενες ἐνέργειές του, ὁ Θεός, ἀπέδειξε ὅτι εἶναι ἀληθὴς καὶ μπορεῖ νὰ ἐκπληρώσει ὅ,τι ὑπόσχεται.

Θὰ ’πρεπε οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἤξεραν ὅτι ὁ Θεὸς συντήρησε τοὺς προπάτορές τους στὴν ἔρημο γιὰ σαράντα χρόνια μὲ τὸ μάννα, ποὺ τοὺς πέρασε μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα, νὰ μὴν εἶχαν καμιὰν ἀμφιβολία ὅτι μποροῦσε νὰ ἐκδιώξει καὶ ἕνα δαιμόνιο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ λέμε πίστη. Τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ κι ὄχι στὸν ἄνθρωπο. Ἡ πίστη εἶναι μία ἕκτη αἴσθηση ποὺ μᾶς διευρύνει τὸν ὁρίζοντα.

Ὅσες φορὲς οἱ ἄνθρωποι ἐπέδειξαν πίστη, πέτυχαν τὸ θαῦμα. Ὅσες φορές, ὅμως, ταλαντεύτηκαν, ἀπέτυχαν. Ἀπόδειξη καὶ τώρα οἱ ἐννέα μαθητές: «Οὐκ ἠδυνήθησαν ἐκβαλεῖν αὐτό, διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν». Κι ἂν ἐλέγχονται δριμύτατα, ἂν χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸ Χριστὸ «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη» εἶναι γιατί εἶχαν ὅλες τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ πιστέψουν. Εἶδαν νεκροὺς νὰ ἐγείρονται, λεπροὺς νὰ καθαρίζονται, παραλύτους νὰ συσφίγγονται. Πῆραν πολλὲς ἀποδείξεις γιὰ τὴ δύναμη τῆς πίστης. Κι ὅμως γίνονται περίγελοι τοῦ σατανᾶ.

Μεγάλη εἶναι, ὅμως, καὶ ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς, τῆς ἄμεσης ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεό. Στὴν προσευχὴ ὁ ἄνθρωπος στέκεται «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» μὲ τὸν Θεό, σὲ μία σχέση παιδιοῦ πρὸς πατέρα. Εἶναι καὶ ἡ προσευχὴ ἐκδήλωση ἐμπιστοσύνης στὸν Θεό. Εἶναι, ταυτόχρονα, καὶ ἀναγνώριση τῶν ὁρίων μας, τῆς μεγάλης διαφορᾶς ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ Ἐκεῖνον. Μὲ τὴν προσευχὴ ἀναγνωρίζουμε τὴν εὐτέλεια καὶ τὴν ἀδυναμία μας καὶ ξανοιγόμαστε στὸ πέλαγος τῆς μεγαλοσύνης καὶ τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀβραάμ, προσευχόμενος στὸν Θεό, ἔπεσε κατὰ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ φώναξε: «Οἴμοι, ὅτι ἐγὼ εἰμὶ γῆ καὶ σποδός». Ἀλοίμονο! Μιλῶ μὲ τὸν Θεό, μὰ εἶμαι χῶμα καὶ στάχτη. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἠσαΐας καὶ οἱ ἄλλοι προφῆτες καὶ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ὁ τελώνης τῆς παραβολῆς, συναισθανόμενος τὴν ἀναξιότητά του καὶ τὴν ἀπόσταση ποὺ τὸν χώριζε ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν τολμοῦσε οὔτε τὰ μάτια του νὰ ψηλώσει στὸν οὐρανό, ἀλλὰ κτυποῦσε μόνο τὸ στῆθος του, λέγοντας: «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

Ὁ Χριστός, πολλὲς φορές, διαβεβαίωσε τόσο τοὺς ἀποστόλους ὅσο καὶ ὅλους τους ἀκροατές του, λέγοντάς τους: «Πάντα ὅσα ἂν αἰτήσησθε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήψεσθε». Ὅσα ζητήσετε μὲ πίστη κατὰ τὴν προσευχή σας, θὰ σᾶς δοθοῦν.

Μὲ τὸ νὰ πεῖ σήμερα ὁ Χριστὸς ὅτι «τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ», ἤθελε νὰ καταστήσει σαφὲς ὅτι μὲ τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις ἡ ἐκδίωξη τοῦ δαίμονος ἦταν ἀδύνατη. Μόνον ἡ ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ θερμὴ προσευχή, ἦταν δυνατὸν νὰ ἀπαλλάξει τὸ νέο ἀπὸ τὸ δαιμόνιο.

Καὶ τῆς νηστείας εἶναι μεγάλη ἡ δύναμη, ὅπως μᾶς διαβεβαίωσε, σήμερα, ὁ Χριστός. Δηλώνει κι αὐτὴ τὴν ἀναγνώριση τῶν ὁρίων μας καὶ τὴν ὑποταγή μας στὸ θεῖο θέλημα. Κάποιος ποὺ δὲν ἔχει Κύριον, συμπεριφέρεται ὅπως θέλει. Ἕνας ποὺ ἔχει Κύριον, ὑπακούει στὸν Κύριό του. Κι ἐμεῖς μὲ τὸ νὰ μὴν τρῶμε ὅ,τι θέλουμε σὲ κάποιες περιόδους ἀλλὰ νὰ ὑπακοῦμε στοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, δηλώνουμε τὴν ὑποταγή μας στὸ Θεό. Κι εἶναι αὐτὴ ἡ ὑποταγή μας καὶ ἡ ἀναγνώριση τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐπιτελεῖ τὸ θαῦμα.

Ἡ πραγματικὴ νηστεία, βέβαια, δὲν εἶναι ἁπλὴ ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένα εἴδη φαγητῶν. Εἶναι μία ἄσκηση τῆς θέλησής μας ποὺ συνοδεύεται καὶ ἀπὸ πολλὲς ἄλλες ἀρετές. «Ἀληθὴς νηστεία (εἶναι) ἡ τῶν παθῶν ἀλλοτρίωσις. Ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός…»

Πίστη, λοιπόν, καὶ προσευχὴ ποὺ ἐνισχύονται ἀπὸ τὴ νηστεία εἶναι οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ νὰ ἐπιτελεσθεῖ τὸ θαῦμα. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἐνδυναμώσουμε τὴν πίστη μας στὸν Θεό, ἂς ἐπικοινωνοῦμε συνεχῶς διὰ τῆς προσευχῆς μὲ αὐτὸν κι ἂς προετοιμαζόμαστε μὲ τὴ νηστεία ὥστε ὅταν χρειαστεῖ, στὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του νὰ εἰσακουσθεῖ καὶ νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ αἴτησή μας
.

Κυριακὴ Ι' Ματθαίου (Μάτθ. Ιζ΄ 14-23) Γράφει ὁ Αρχιμανδρίτης Ἰωὴλ Κωνστάνταρος

Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ διαφωνεῖ μὲ τὴν ἀλήθεια ὅτι ἡ ζωὴ κρύβει περιπέτειες καὶ δυσκολίες μεγάλες. Ὑπάρχουν ὅμως ὁρισμένες περιπτώσεις ποὺ ὁ ἄνθρωπος (ἐπιστήμη, νόμος, πολιτεία...), δὲν μπορεῖ νὰ προσφέρει ἀπολύτως τίποτε γιὰ νὰ μὴν ὑποστηρίξουμε ὅτι μὲ τὴν παρέμβασή του, ὑφίσταται κίνδυνος τὰ πράγματα νὰ καταλήξουν στὸ χειρότερο.
Μία τέτοια τραγικὴ ὄντως περίπτωση, μᾶς περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος στὴν περικοπὴ τῆς Κυριακῆς.
Ὁ δύστυχος πατέρας “γονυπετών” παρακαλεῖ τὸν Ἰησοῦ νὰ τοῦ θεραπεύσει τὸ παιδί, τὸ ὁποῖο “σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει, πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ”.
Καὶ φυσικά, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἔλεγξε τὴν ἀπιστία τῶν ἀνθρώπων, ἐπετίμησε τὸ φοβερὸ δαιμόνιο καὶ “ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης”.
Ἐπιτελέστηκε λοιπὸν ἕνα θαῦμα ποὺ συγκλόνισε τοὺς παρισταμένους καὶ ποὺ ἀπέδειξε τὴν παντοδυναμία καὶ τὴν κυριότητα τοῦ Χριστοῦ!
Εἶναι δὲ πολὺ χαρακτηριστικό, ὅτι στὴν συνέχεια, καὶ μέσα στὴν ὁμάδα τῶν μαθητῶν, ὁ Κύριος ἐπεξηγεῖ τόσο τὴν αἰτία ποὺ οἱ μαθητὲς δὲν κατόρθωσαν νὰ ἐκβάλλουν τὸ δαιμόνιο (διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν), ὅσο καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν...
ὁποῖον “ἐκπορεύεται τὸ γένος αὐτὸ τῶν δαιμόνων”. Καὶ ἡ νίκη ἐναντίον τοῦ κακοῦ, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ στηρίζεται στὴν Πίστη, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχή.
Ἕνα σημεῖο ποὺ συγκινεῖ στὴν Εὐαγγελικὴ Περικοπὴ εἶναι καὶ ἡ ταπείνωση τοῦ ἴδιου του πατέρα μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ.
Φυσικά, ὁ ἄνθρωπος, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος, εἶχε ἀπευθυνθεῖ πρῶτα στοὺς μαθητές. Ὅμως, οὔτε ἐκεῖ μπόρεσε νὰ βρεῖ αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε. Καὶ ὁπωσδήποτε, πρὶν φθάσει στοὺς μαθητές, θὰ εἶχε ἐπισκεφθεῖ καὶ ὁποιονδήποτε στὴν εὐρύτερη περιοχὴ ποὺ ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ θεραπεύσει τὸ παιδί του.
Ἂς προσπαθήσουμε ἔστω καὶ γιὰ λίγο νὰ φανταστοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε τὸν πόνο τοῦ πατέρα, καὶ γενικῶς τὰ βάσανα τῶν γονεῶν σὲ παρόμοιες περιπτώσεις. “Θέε μού”, ἔλεγε μία πονεμένη ψυχή, “ἀπάλλαξε τὸ σπλάχνο μου ἀπὸ τὸν πόνο, καὶ ρίξε σ' ἐμένα τὴν ἀρρώστια τού”!
Καὶ ὁπωσδήποτε, σὲ τέτοιες καταστάσεις ὁ γονέας ὑποφέρει πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὸ παιδί του. Εἶναι δὲ τόσες οἱ αἰτίες. Ἀσθένειες σωματικές, ἀδυναμίες ψυχικές, καταστάσεις ἐπώδυνες ποὺ πραγματικὰ σύρουν ὁλόκληρη τὴν οἰκογένεια. Ὅταν μάλιστα συνυπάρχει μὲ τὸ σταυρὸ τῆς ἀσθένειας καὶ αὐτὸς τῆς οἰκονομικῆς δυσχέρειας, τότε χρειάζονται τεράστια ἀποθέματα ὑπομονῆς.
Ὑπομονῆς ποὺ καρποφορεῖ στὸ ὀργωμένο ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία (τοῦ πόνου) χωράφι τῆς πίστεως καὶ ἀνθοφορεῖ ἀπὸ τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχή.
Συγκινεῖ πάντως τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πατέρας τῆς περικοπῆς, ἔκανε τὴν κίνηση ποὺ ἔπρεπε. Ἀπευθύνθηκε στὸν μόνο Ἰατρό, στὸν Θεάνθρωπο, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ δώσει τὶς λύσεις σὲ ὅλα τὰ προβλήματα καὶ τὴ θεραπεία σὲ ὅλες τὶς παθήσεις. Εἶναι αὐτὸς ποὺ καὶ μόνο στὴν Παρουσία Του, τὰ δαιμόνια “σπαράσσουν” καὶ ἐξερχόμενα ὁμολογοῦν ὅτι “αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεού”!
Ἀλλά, προβάλλει τώρα μπροστά μας καὶ ἕνα ἄλλο καταλυτικὸ ἐρώτημα.
Σήμερα, ὑφίστανται τέτοιες καταστάσεις; Ὑπάρχουν νέοι οἱ ὁποῖοι “κακῶς σεληνιάζονται”;
Θὰ βρισκόμασταν ἐκτὸς πραγματικότητας, ἐὰν ὑποστηρίζαμε τὸ ἀντίθετο. Μᾶλλον τονίζουμε ὅτι ἐὰν στοὺς περασμένους καιροὺς ὑπῆρχαν σπάνιες περιπτώσεις νέων ποὺ βασανίζονταν, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ περιγράφει τὸ Εὐαγγέλιο, σήμερα τὰ πράγματα ἔχουν φθάσει νὰ εἶναι σὲ πολὺ χειρότερη μορφή.
Γιατί, ναὶ μέν, σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ τόπο ὑπῆρχαν καὶ πάντα θὰ ὑπάρχουν κρούσματα “σεληνιασμού”, ἀλλὰ ἡ ἐποχὴ μᾶς κατέχει τὸ “προσόν” οἱ νέοι νὰ χάνουν τὸν ἠθικό τους προσανατολισμὸ καὶ τὴν πνευματική τους ἰσορροπία “πέφτοντας εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ” τῶν παθῶν καὶ τῶν ποικίλων διαστροφῶν.
Ὑπάρχει χειρότερο πῦρ ἀπὸ τὴν δαιμονικὴ φωτιὰ τῶν σαρκικῶν παθῶν ποὺ ἡ ἐποχή μας καὶ ἡ κοινωνία μας, ὄχι ἁπλῶς ἀναζωπυρώνουν, ἀλλὰ καὶ ἐπιμένουν μάλιστα νὰ τὰ παρουσιάσουν ὡς φυσιολογικὸ τρόπο ζωῆς; Καὶ ὑπάρχει χειρότερο ὕδωρ ἀπὸ τὸ μολυσμένο νερὸ τῆς ἀθείας, τῆς ἀπιστίας καὶ τῶν καταστροφικῶν αἱρέσεων καὶ τῆς παραθρησκείας;
Ἀπὸ τὴν ἄποψη λοιπὸν αὐτή, σήμερα, πολλὲς νέες καὶ ὄχι μόνο, ψυχές, σπαράσσουν καὶ βασανίζονται σὲ πολὺ χειρότερη μορφὴ ἀπὸ τὸ δαιμονισμένο νέο της Εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
Καὶ ναὶ μέν, ὁ ταλαίπωρος αὐτὸς νέος, εἶχε τὸν πατέρα του, ποὺ τελικῶς τὸν ὁδηγεῖ ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε γιὰ νὰ θεραπευτεῖ.
Τὰ δικά μας παιδιὰ ὅμως σήμερα, μέσα στὴν παραζάλη τοῦ δικοῦ τους παραλογισμοῦ, ποιοὺς ἔχουν ἄραγε ὥστε νὰ τὰ ὁδηγήσουν στὴν θεραπεία;
Τὴν πολιτεία; Μά, γιὰ ποιὰ πολιτεία, φίλοι μου κάνουμε λόγο, ὅταν οἱ ἴδιες οἱ κυβερνήσεις καὶ τὰ ἴδια τὰ καθ' ὕλην ἁρμόδια ὑπουργεῖα (παιδείας ;;; ), ὡς Μήδεια στραγγαλίζουν τὰ παιδιά μας; Καὶ ποιὸ πνεῦμα ἀθλητισμοῦ, φερ' εἰπεῖν, μποροῦμε νὰ ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἐλευθερώνει καὶ ἀναδεικνύει τὴν προσωπικότητα, ὅταν ἀποκλείονται ἐκ τῶν ὀλυμπιακῶν ἀγώνων ταλαντοῦχες προσωπικότητες , γιὰ δῆθεν “ρατσιστικὰ” ἀνέκδοτα; (ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν “κουνιέται φύλλο” γιὰ τὰ ποντιακὰ ἀνέκδοτα ἀπὸ τοὺς εὐαίσθητους αὐτοὺς ἀντιρατσιστές;).
Μήπως πάλι ὑφίσταται ἡ οἰκογένεια ποῦ θὰ ὁδηγήσει τοὺς νέους σὲ δρόμους ὀρθοὺς κι εὐλογημένους; Κάποτε σ' ἕναν τόπο ποὺ ἀνθοῦσε ἡ Ρωμιοσύνη, μποροῦσες νὰ θαυμάσεις καὶ νὰ δεῖς τί ἐστὶ Ἑλληνοχριστιανικὴ οἰκογένεια, δήλ. Κατ' οἶκον ἐκκλησία”.
Μήπως πάλι εἶναι δυνατὸν ὁρισμένοι γονεῖς ν' ἀπευθυνθοῦν σὲ πρόσωπα καὶ σὲ χώρους ποὺ κανονικὰ θὰ 'πρεπε νὰ “ἐκδιώκονται τὰ δαιμόνια” καὶ νὰ ἐπέρχεται ἡ θεραπεία; Ἀλλ' ἂς κλείσουμε ἀμέσως τὴν παρένθεση αὐτή, διότι κινδυνεύουμε γιὰ κάποιες περιπτώσεις νὰ ἀκούσουμε καὶ πάλι τὸν ἐλεγκτικὸ λόγο τοῦ Ἰησοῦ... “οὺ δύνασθε θεραπεῦσαι, διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμών”...
Ἑπομένως, τί γίνεται; Ποιὸς θ΄ἀναλάβει νὰ παίξει τὸν ρόλο τοῦ τραγικοῦ πατέρα καὶ ποιὸς στὴ συνέχεια θὰ ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια; Ποιὸς θὰ πονέσει; Ποιὸς θὰ θρηνήσει τὴν κατάσταση τῆς κοινωνίας μας καὶ μάλιστα τῶν νέων; Ὑπάρχει κανεὶς ποὺ “γονυπετών” καὶ ἐκ βαθέων θὰ κράξει : “Κύριε, σῶσον ἠμᾶς. Κύριε, σῶσον τὸν τρυφερὸ ἀνθὸ τοῦ Ἔθνους μας, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει”;
Ναί, φίλοι μου. Ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε. Ἂς μὴν πέφτουμε στὴν χειρότερη παγίδα τοῦ διαβόλου ποὺ εἶναι ἡ ἀπογοήτευση. Θὰ ζοῦμε μὲν μὲ ρεαλισμὸ καὶ θὰ βλέπουμε τὰ πρόσωπα καὶ τὶς κατατάσεις στὴ σωστή τους διάσταση, ταυτοχρόνως ὅμως ὡς πιστοὶ καὶ μάλιστα Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, μέσα στὶς καρδιές μας θὰ ψάλλουμε ἀκαταπαύστως τὴ συμφωνία τῆς ἐλπίδας.
Οὐδέποτε ἔπαυσαν νὰ ὑπάρχουν οἱ αὐθεντικές, οἱ καθοδηγητικὲς μορφές, οἱ πατέρες ποὺ νυχθημερὸν δέονται στὸν Ἰησοῦ ὑπὲρ τῶν τέκνων τους. Οὐδέποτε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς ἀφήσει ὀρφανούς, παρὰ τὰ βάσανα καὶ τὶς ἀστοχίες μας.
Καὶ ἂς μὴ λησμονοῦμε ποτέ, ὅτι τὸν τελευταῖο λόγο δὲν τὸν ἔχει ἡ ἀδυναμία καὶ ἡ ἀπιστία, ἀλλ' Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς, ὁ μεγάλος Ἰατρὸς καὶ Σωτήρας μας ὁ ὁποῖος σὲ κάθε ψυχὴ καὶ μάλιστα νεανικὴ καὶ πονεμένη τονίζει:“Ἐγὼ πατήρ, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφή, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ρίζα, ἐγὼ θεμέλιος, πᾶν ὅπερ ἂν θέλεις ἐγώ, μηδενὸς ἐν χρεία καταστῆς. Ἐγὼ καὶ δουλεύσω. Ἦλθον γὰρ διακονῆσαι, οὗ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος, καὶ μέλος, καὶ κεφαλή, καὶ ἀδελφός, καὶ μήτηρ, πάντα ἐγώ. Μόνο οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ, καὶ ἀλήτης διὰ σέ, ἐπὶ σταυροῦ διὰ σέ, ἐπὶ τάφου διὰ σέ. Ἄνω ὑπέρ σου ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπέρ σου παραγέγονα παρὰ τοῦ πατρός. Πάντα μοὶ σύ, καὶ ἀδελφός, καὶ συγκληρονόμος, καὶ φίλος, καὶ μέλος.
Τί πλεὸν θέλεις;”
Ἀμήν
.


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...