Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 30, 2013

Φώς και ελευθερία σε όλους τους δαιμονισμένους...

Παραμονές των Χριστουγέννων κυκλοφόρησε ένα κατάπτυστο άρθρο, πού θυμίζει ναζιστική ή  σοβιετική προπαγάνδα στις πλέον ξύλινες και γραφικές της μορφές.Ήταν ανερυθρίαστα αντικληρικαλιστικό και απόλυτα αφοριστικό σε βαθμό γραφικης υστερίας. Για την ακρίβεια παρουσίαζε όλο τον ιερό κλήρο της χώρας, σαν εσμό φιλάργυρων και παιδοφίλων.Σε μια ένδειξη μεγαλοψυχίας χαλάλιζε τον τίτλο του άξιου θρησκευτικού λειτουργού(μια και η λέξη ιερέας είναι αναθεματισμένη τη σήμερον) σε πολύ λίγους.

Η συντάκτης ή μάλλον πιό ορθά και δίκαια , οι απαιτούντες ένα τέτοιο άρθρο διάλεξαν την εποχή. Είναι σύνηθες και σχεδόν εθιμικό, σαν τις χριστουγεννιάτικες μπάλες του δέντρου ή τα λαμπροκούλουρα, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, να γράφεται κάτι "δυνατό" και "αποκαλυπτικό" για την ... σάπια ηθική και την προκλητική πολιτεία ημών των ιερέων. Το μόνιμο σκάνδαλο της εκκλησιαστικής περιουσίας, πού την διαχειριζόμαστε σαν στυγνοί Αλ Καπόνε και φυσικά η αυτόματη μετάλλαξη μας σε σεξουαλικά τέρατα μόλις φορέσουμε το ράσο.

Δεν θέλω να μπώ σε διαδικασία απολογητικής για το ποιόν των ιερέων ή το έργο της Εκκλησίας , πού είναι εγνωσμένα και τα δύο σε αυτούς πού δεν ζούν μέσα από πάνελ μισθωτών παπαγαλακίων και μανιφέστα γεροντοκοριασμένων ψυχών, αλλά στην πραγματική οδυνηρή ζωή. Η καλύτερη απόδειξη και τα πιστοποιητικά μας σαν Εκκλησία ή σαν ιερέων, σαν προσώπων και θεσμών τελικά, βρίσκεται στα χέρια και τις καρδιές, του απλού κοινού μέσου πολίτη του μόχθου και της ζωηρής πραγματικότητας. Γράφονται πολλά εις μάτην για την υπεράσπιση μας. Την αφήνω σιωπηρά και με εμπιστοσύνη σε εκείνους πού ξέρουν.Άλλωστε η περιπτωσιολογία και το ψιλολόγι είτε μας ευνοεί είτε στρέφεται εναντίον μας υπόκειται στον ψεύτη νόμο της στυγνής σχετικότητας πού δεν αποδεικνύει αλήθεια ή αλήθειες.

Όμως δεν διστάζω να πώ και αυτό είναι τραγική αλήθεια και ορθό ψηλαφητό συμπέρασμα, πώς όλες αυτές οι κινήσεις, όλα αυτά τα ψόφια ψελλίσματα ταπεινής και μοχθηρής μίσθαρνης δημοσιογραφίας δεν είναι παρά μικρές ομολογιακές πράξεις απόταξης του ιδίου του Χριστού. Η λάσπη στους ιερείς αφορά στο πρόσωπο του Χριστού. Καμία τάξη ή κάστα δεν πολεμήθηκε τόσο όσο αυτή των ιερέων, των ορθόδοξων ιερέων δηλαδή. Γιατί ο Χριστός δεν βολεύει. Ο Χριστός θέτει ηθικά διλήμματα αιματηρά και μια στάση ζωής σταυρώσιμης και επώδυνης για γενναίες και όχι τυχάρπαστες ψυχές. Ο συντάκτης και ο πανελίστας καλούνται να δώσουν όρκο πίστης και απόταξης, μικρά ομολογιακά κείμενα πείρας(δοκιμασίας), υπογραφές σε δηλώσεις, δηλωσίες πού επιζητούν ανέλιξη και αναγνώριση στην θρησκεία της επαγγελματικής και κοινωνικής ανέλιξης, στρατιωτάκια του στάτους.


Ποτέ δεν κατάλαβα πώς είναι να ζείς συνειδητά τρώγοντας σάπιο και πουλημένο ψωμί. Ποτέ δεν κατάλαβα την μικροψυχολογία του συκοφάντη υπαλληλίσκου, την αναξιοπρέπεια της στρατευμένης πένας, το να ζείς υπό τον ήλιο με φιλοδοξίες ψιχίων, πιπτόντων από της τραπέζης επιτήδειων προαγωγών(λαϊκά νταβατζήδες) και να καμαρώνεις για την συστράτευση σου με τις δυνάμεις προπαγάνδας και επιβολής.

Έρχεται κάποια στιγμή η ώρα για τον καθένα να ξεπληρώσει ενώπιον του εαυτού του ακριβά τιμήματα, λέξεις πού δύσκολα αναθιβάλονται και είναι δυσπρόφερτες μέσα στον ζόφο του συνειδελέγχου.

Εύχομαι για περισσότερο φώς και ελευθερία σε όλους τους δαιμονισμένους...

Νὰ προσέχουμε τὶς αἰσθήσεις μας γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν Θεία Χάρη

Κεφάλαιο ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ γέροντος Ἰωσὴφ Μ. Δ.: «Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης», ὁ ἁπλοϊκὸς ἡγούμενος καὶ διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Λέγουν οἱ ἅγιοι πατέρες, «ὑπὲρ τὴν ἐργασίαν, ἡ φυλακή». Εἶναι πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι ὁμολογουμένως πολὺ φιλότιμα ἐπιμελοῦνται τόσον τὴν ὑπακοὴν ὅσον καὶ τὴν νυκτερινὴν ἀγρυπνίαν. Μάλιστα κοπιάζουν πολύ, ἰδιαιτέρως προκειμένου νὰ φθάσουν στὴν συντριβὴν καὶ τὰ δάκρυα πρὶν τὴν Θ. Κοινωνία. Ἐν τούτοις, ἂν προσέξουμε στὸν ἑαυτό μας, παρατηροῦμε ὅτι παραμένουμε σχεδὸν στὸν ἴδιο παρονομαστὴν ἢ καὶ πολλὲς φορὲς πρὸς τὰ πίσω μᾶλλον ἐπιστρέφουμε ἀντὶ νὰ ἐπεκταθοῦμε πρὸς τὰ ἐμπρός. Διερωτᾶται κανείς: «Τί φταίει; Ὑπακοὴ κάμνω, ἐξομολογοῦμαι, νηστεύω, ἀγρυπνῶ, συγχωρῶ, εὔχομαι ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων καὶ διωκόντων. Τί φταίει;».
Τὴν ἀπάντησι μᾶς τὴν δίνει ἕνας μεγάλος ἡσυχαστὴς τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὁ Γέροντας Δανιήλ, ὁ ὁποῖος διέπρεψε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας στὴν Λαυριώτικη σπηλιὰ τοῦ ἁγίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου. Ζώντας αὐτὸς ὁ ὄντως μέγας μὲ ἄκραν ἡσυχίαν, μόλις ἐτελείωνε τὴν Θ. Λειτουργία, χωρὶς καμμίαν ὁμιλία μετέβαινε δρομαῖος νὰ κλειστὴ στὸ κελλί του. Κατ΄ ἐξαίρεσιν, δεχόταν μόνον τοὺς ὁμοτρόπους του μεγάλους ἀσκητὲς Ἰωσὴφ καὶ Ἀρσένιον. Κατὰ κανόνα ὁ πρῶτος του λόγος ἦταν ὁ ἑξῆς: «Λέγει ἡ ἁγία Συγκλητική, “τὸ λυχνάρι φωτίζει, ἀλλὰ τὰ χείλη του καίει”». Μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὑπονοοῦσε πόσο ὁ ἴδιος ἐφοβόταν, μήπως ἀπὸ τὶς συνομιλίες ἀπωλέση τὴν χάρι, ὅπου μὲ τὸν κόπον τῆς ἀγρυπνίας ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Θ. Κοινωνίαν ἔλαβε...
μέσα του.
Ἂς φαντασθῆ καθένας ἀπὸ ΄μᾶς τώρα, πόσες θυρίδες ἀνοίγουμεν, ὅταν ὄχι μόνον πνευματικὲς συνομιλίες, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρες συζητήσεις πραγματοποιοῦμε. Κατόπιν τούτου, διερωτόμαστε τί μᾶς φταίει! Ἂν οἱ ἀρχικὰ πνευματικὲς συζητήσεις, καταλήξουν στὴν συνέχεια σὲ ματαιολογίες, ἀργολογίες, πολιτικολογίες καὶ κατακρίσεις, μήπως ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ὅτι ἐπανέρχεται ὁ ἐχθρός, ὅπου μὲ πολὺν κόπον ἐξεβλήθη, ἀσφαλῶς δριμύτερος;

Γιὰ τὸν λόγον αὐτὸν καὶ ὁ μακαριστὸς καὶ ἅγιος Γέροντας Ἰωσήφ, παρέλαβε καὶ μετέδωσε καὶ στὰ τέκνα του αὐτὴν τὴν τάξιν: δηλαδὴ ἀμέσως μετὰ τὴν Θ. Λειτουργίαν καὶ τὴν, ἀσφαλῶς συχνήν, Θ. Μετάληψιν, ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ σιωπηλοὶ ἀποσύρονταν στὰ κελλιά τους, ἐκτὸς ἀνωτέρας ἀνάγκης. Αὐτὴν τὴν τάξιν παρέλαβε καὶ ὁ Γέροντάς μου παπα-Χαράλαμπος καὶ ἡ τάξις αὐτὴ ἐτηρεῖτο αὐστηρά, κυρίως στὴν Ν. Σκήτη καὶ στὸ «Μπουραζέρι». Χωρὶς δὲ καμμίαν ἀντιλογία οἱ πνευματικοὶ καρποὶ εἶναι καταφανεῖς σὲ ὅσους, μαζὶ μὲ τὴν ἐργασίαν, τηροῦν συγχρόνως καὶ φυλακὴν τῶν αἰσθήσεων, ἰδιαιτέρως δὲ τῆς γλώσσας. Αὐτὸ νομίζω εἶναι τὸ «ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν».

Έχει δικαίωμα η ομοφυλοφιλία; Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκη, ιεροκήρυκος


Έχει δικαίωμα η ομοφυλοφιλία;
Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκη, ιεροκήρυκος
Σκληρά συμπεριφέρονται. Πιό σκληρά θά μιλήσουν οι χριστιανοί. Όχι από εκδίκησι. Κανέναν δεν εκδικείται η Εκκλησία. Δεν ανταποδίδει ύβρι στην ύβρι, λάσπη στη λάσπη, βία στη βία. Αλλά και δεν ανέχεται πάνω της βρωμερό, διεστραμμένο, βούρκο!
Πρόκειται γιά τήνομοφυλοφιλία, ή μάλλον για τους ομοφυλοφίλους, που δεν είναι θύματα αρρώστιας ή αμαρτίας, αλλά είναι δράστεςτης πιο φρικτής και σκληρής διαστροφής.
 Ομοφυλόφιλος, στρατευμένος στα σκοτεινά και πολυώνυμα κυκλώματα της ψυχοσωματικής ανωμαλίας, δεν μετανοεί. Ας μη ξενίζη η διαπίστωσίς μας.

Είναι τόσο πωρωμένος, ώστε έχει στραγγαλίσει παντελώς την ελευθερία του. Και χωρίς ελευθερία η χάρις του Θεού δεν μπορεί να επενεργήση, για να λειτουργήση η μετάνοια.
 Ξενίστηκαν μερικοί με την πρότασι του μητροπολίτου Πειραιώς π. Σεραφείμ, που δήλωσε, ότι θα αφορίση βουλευτές, που θα ψηφίσουν την καθιέ­ρωσι«συμβολαίου συμβίωσης» ομοφυλοφίλων («γάμου» μεταξύ ανωμά­λων!!!).
 Όσα λέει και πράττει η Εκκλησία αφορούν σε χριστιανούς, που ζουν σε χριστιανική χώρα, όπως η Ελλάδα!
 Ερωτάται: Τι έκανε ο απόστολος Παύλος, όταν πληροφορήθηκε την α­νώμαλη σχέσι του αιμομίκτη στην Κόρινθο; Μήπως σεβάστηκε το... δικαίωμά του; Έχειδικαίωμα κάποιος να ζη σεξουαλικά με τη γυναίκα του πατέρα του, τή μητρυιά του;
Αν μια φορά δεν έχη σε μια χριστιανική κοινότητα κάποιος δικαίωμα να είναι αιμομίκτης, εκατό φορές δεν έχει δικαίωμα να είναι ομοφυλόφιλος.
 Τί ώφειλαν να πράξουν αμέσως οι χριστιανοί της Κορίνθου; Να τον α­φορίσουν, να τον πετάξουν έξω από το χώρο της Εκκλησίας. Είχαν δικαίωμα να τον ανέχωνται στους κόλπους τους; Όχι, λέει ο απόστολος Παύλος.
Ποιός σας είπε, ότι η Εκκλησία αναγνωρίζει «δικαίωμα» στη διαστροφή; Όχι μόνο το καυτηριάζει, αλλά και αποκόπτει τους τύπους, που λέγονται ο­μοφυλόφιλοι.
Αυτό επιτάσσει το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού. «Υμείς -λέει ο Παύλος- ουκ επενθήσατε, ίνα εξαρθή εκ μέσου υμών ο το έργον τούτο ποιήσας» (Α΄ Κορ. Ε΄ 2). Δηλαδή, όχι απλώς πενθεί η Εκκλησία για τη διαστροφή, όχι μόνο οφείλει να χτυπήση πένθιμα τις καμπάνες, γιατί βρέθηκαν κόμματα και βου­λευτές να προτείνουν νομιμοποίησι «γάμου» μεταξύ ομοφυλοφίλων, αλλά και οφείλει να αφορίση αμέσως όσους θεωρητικά υποστηρίζουν την ομοφυλο­φιλία, όσους ζουν προκλητικά ως ομοφυλόφιλοι, όσους προπαγανδίζουν την ομοφυλοφιλία, όσους θέλουν να σκυλοποιήσουν την κοινωνία. Είμαστε, ως Εκκλησία, ευγενέστεροι του αποστόλου Παύλου, που παρέχει την ψήφο του (Α΄Κορ. Ε΄4) πρός αφορισμόν του διεστραμμένου αιμομίκτη;
 Ερωτάται: Έχει δικαίωμα ο έμπορος ναρκωτικών να εξασκή το βρω­μερό του επάγγελμα; Δικαίωμα νά ζη κανείς την ανάστασι, ασφαλώς έχει. Δεν έχει όμως δικαίωμα να σκοτώνει τους άλλους.
 Οι ομοφυλόφιλοι έχουν φυσικά δικαίωμα νά ζουν, αφού η Εκκλησία δεν έχει δικαίωμα να τους αφαιρή την αναπνοή. Δεν έχουν όμως δικαίωμα να σκοτώνουν τοκατά φύσιν, για να προβάλουν και νά... επιβάλουν το παρά φύσιν.
Έχει ο οποιοσδήποτε δικαίωμα να ζη ως άνθρωπος. Αυτό όμως το δι­καίωμα κατ' ουσίαν το απορρίπτει ο ομοφυλόφιλος. Η ζωή νοείται μόνο φυσι­ολογική. Και φυσιολογικά υπάρχουν μόνο ή άντρες ή γυναίκες. 'Αλλα ανθρώ­πινα όντα, μή όντα άντρες ή γυναίκες, δεν υπάρχουν.
 Έχει δικαίωμα εντάξεως στην κοινωνία των ανθρώπων ο οποιοσδή­ποτε άρρωστος ή εξαρτημένος. Όχι όμως όποιος αρνείται την ένταξί του στη φυσιολογική ζωή. Αυτός στιγματίζεται ως κακοποιός και εγκληματίας αισχί­στου είδους.
 Δεν έχει δικαίωμα το κράτος να νομιμοποιή καταστάσεις, με κριτήρια πελατειακά ή κομματικά. Κριτήριο για νομοθετική κάλυψι είναι το ηθικό, το φυσιολογικό, το κοινωνικό, το ανθρώπινο, οι ανάγκες του λαού.
Επειδή υπάρχουν οπωσδήποτε και διεστραμμένοι (ομοφυλόφιλοι), πρέπει και αυτούς να τους νομιμοποιήσουμε; Εν τοιαύτη περιπτώσει, επειδή πολλοί κλέβουν ή είναι φοροφυγάδες ή έχουν επιχειρήσεις με κυκλώματα ναρκωτικών καί εμπορία«λευκής σαρκός», ας νομιμοποιήση το κράτος και την κλοπή και τη φοροδιαφυγή και το εμπόριο ναρκωτικών!
 Το κράτος δεν σκεπάζει με το πάπλωμα Νόμου παλιανθρωπιές, απαν­θρωπιές, ατιμίες, διαστροφές.
 Επειδή πολλοί προβαίνουν σε κτηνοβασίες, να νομιμοποιήσουμε λοιπόν και τη συμβίωσι («γάμο») ανθρώπου μέ ζώο!!! Τα ζώα είναι καλύτερα από τους σκληρούς ομοφυλόφιλους. Δεν λειτουργούν παρά φύσιν.
 Επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωσις έχει διατάξει τη νομιμοποίησι «γάμων» ο­μοφυλοφίλων, θα υπακούσουμε και μεις;
Μά -λένε μερικοί- η Ευρωπαϊκή Ένωσις μας έχει επιβάλει πρόστιμα, ε­πειδή δεν αφήνουμε να παντρεύωνται διεστραμμένοι, ανώμαλοι, μεταξύ τους. Καί λοιπόν;
Οι μάρτυρες της Πίστεώς μας δεν πλήρωσαν απλώς πρόστιμα. Πλήρω­σαν με το αίμα τους, για να μη προδώσουν τη Χριστιανική Αλήθεια και Ζωή.
 Όσο για τους βουλευτές, που στηρίζουν την πρότασι «γάμων» ομοφυ­λοφίλων, μόνοι τους αυτοκαταδικάζονται σε ευτελισμό.
Η Εκκλησία πάντως έχει τη δύναμι να αντισταθή και να νικήση. Και προ παντός να περιφρουρήση το χώρο της. Τά σκυλιά μπήκαν στην αυλή της, στά Άγια των Αγίων. «Έξω οι κύνες» ('Αποκ. Κβ΄15) καί οι κίναιδοι!

Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου: «Πότε υπακούουμε στον επίσκοπο;»

Κρατάτε την Ευχή, έρχονται συγκλονιστικά γεγονότα...

 
Σας παρουσιάζω την συγκλονιστική ομιλίας του πατρός Νεκταρίου, στο οποίο θα ακούσετε -μεταξύ άλλων: 
Πατέρας Εφραίμ Αριζόνας: Κρατάτε την Ευχή, έρχονται συγκλονιστικά γεγονότα...(στο β΄ μέρος)
 
Συγκλονιστική μαρτυρία με πρώην μασόνο.
Το κούνημα των καντηλιών στο μοναστήρι του πατρός Εφραίμ στην Αριζόνα.

"Θα υπάρξει (αρχικά) διοίκηση της Πόλεως από τρεις επιτρόπους, ένα Ευρωπαίο, ένα Ρώσο και έναν Έλληνα, όμως μετά από αυτό θα υποδειχθεί ο Βασιλεύς...
Ο Γέρο-Σοφρώνιος του Έσσεξ έχει προφητεύσει, ότι το 2020 πρωτεύουσα της Ελλάδος θα είναι η Κωνσταντινούπολη!"


 Το πρώτο μέρος της συγκλονιστικής ομιλίας του πατρός Νεκτάριου, στο οποίο θα ακούσετε -μεταξύ άλλων- πολύτιμες πνευματικές συμβουλές, θαυμαστές μαρτυρίες, εκτιμήσεις, αλλά και αναφορές σε άγνωστες προρρήσεις από παλαιούς και σύγχρονους Πατέρες της Εκκλησίας.





του π. Νεκτάριου - Κουτλουμουσιανού,
Ι.Κ. Ζωοδόχου Πηγής Αγίου Όρους


Στο πρώτο μέρος της συγκλονιστικής τριλογίας θα ακούσετε μεταξύ άλλων:

- Το Ευαγγέλιο, από το οποίο άρχισε να ρέει αίμα πριν 25 χρόνια!

- Γιατί κουνιότανε 30 ώρες σταυροειδώς η καντήλα της Αγίας Άννης στο Άγιο Όρος την πρώτη φορά και δύο την δεύτερη;

- Μετάνοια… Για να γλυτώσουμε ένα μέρος από το βαρύτατο επιτίμιο, που μας έχει προγραμματιστεί και το οποίο μας έχει ανακοινωθεί.

- Οι τελευταίοι Άγιοι της Εκκλησίας μας έχουν πει… περιμένουμε σεισμό, περιμένουμε πείνα και θα είναι μερικών μηνών, περιμένουμε ασθένειες.

- Είναι πιθανό στις μεγάλες μας πόλεις να έχουμε πόλεμο μεταξύ οπλισμένων ξένων και Ελλήνων.

- Έχει προετοιμαστεί το έδαφος… δεν έχουμε πατριώτες, όπως είχαμε μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

- Πρέπει να αποφασίσουμε την επιστροφή μας σε αυτά, που καταφρονήσαμε.

- Χωρίς Χριστό θα μπλέξουμε, δεν μπορούμε να πάμε πουθενά… Μόνο με τον Χριστό από εδώ και πέρα.

- Όμορφες και πολύτιμες συμβουλές για Μετάνοια και Εξομολόγηση.

- Ξέρουμε ότι αυτοί οι πολιτικοί είναι όλοι μασόνοι και προετοιμάζουν το δρόμο για τον αντίχριστο, για τον κυβερνήτη του κόσμου.

- Τους νόμους τούς έχουν ετοιμάσει, την τεχνολογία την ελέγχουν, τη μαγεία την ελέγχουν, ο αντίχριστος λένε μερικοί πατέρες ότι έχει γεννηθεί, προσπαθούν τώρα να προετοιμάσουν τον κόσμο για να μην υπάρξει αντίδραση για να φέρουν ένα παγκόσμιο κυβερνήτη.

- …και μπορεί να μην είναι ο τελικός αντίχριστος αυτός που τώρα ετοιμάζουν, γιατί θα τους χαλάσει τα σχέδια ο Κύριος.

- Θα γίνουν τα γεγονότα της Πόλεως… θα υποδειχθεί ποιος θα βασιλεύσει, όχι αμέσως, θα υπάρξει (αρχικά) διοίκηση της Πόλεως από τρεις επιτρόπους, ένα Ευρωπαίο, ένα Ρώσο και έναν Έλληνα, όμως μετά από αυτό θα υποδειχθεί ο Βασιλεύς και θα διοικήσει αυτός με συμβούλους πνευματικά ορατούς ή αόρατους.

- Θα διευρυνθούν τα όρια της Ελλάδος.

- Ο Γέρο-Σοφρώνιος του Έσσεξ έχει προφητεύσει ότι το 2020 πρωτεύουσα της Ελλάδος θα είναι η Κωνσταντινούπολη.

- Άγιος Πορφύριος σε παρέα, που συζητούσε για τον αντίχριστο, την Πόλη, γεγονότα και προφητείες: «Μην στεναχωριέστε, γιατί για όλα αυτά που συζητάτε, ο Κύριος θα στείλει άνθρωπο να τα λύσει».

- Μας περιμένει στάδιο λαμπρό, να εξασφαλίσουμε την συμμετοχή* μας σε αυτόν τον προγραμματισμό του Θεού.

* Με τη Μετάνοια και συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας.









πηγή   εδώ  και  εδώ

Να πάρουμε τον Χριστό και να φύγουμε....

 Να πάρουμε τον Χριστό και να φύγουμε... 

 Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν ένας κόσμος δίχως Χριστιανούς, με αφορμή τη Συρία της μεγάλης δοκιμασίας όπου τα αδέλφια μας ή δίνουν την ομολογία του αίματος ή εξαναγκάζονται σε προσφυγιά (για να γίνουν με άλλον τρόπο μάρτυρες...).

Αλλά μετά λέω πως κόσμος χωρίς Χριστιανούς δεν μπορεί να υπάρξει καθώς η διαφοροποίηση είναι πως μειώνονται τα μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας και αυξάνονται εκείνα της θριαμβεύουσας. 
Και τί μ'αυτό; 
Μήπως, μέσα από την θεία Ευχαριστία, δεν ανταμώνουμε, δεν ενωνόμαστε εμείς που είμαστε ορατοί (άρα στόχος των βαρβάρων εχθρών της πίστης μας) και οι κεκοιμημένοι που -αόρατα- γεύονται τις πρώτες χαρές του Παραδείσου; 
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι ένας κόσμος χωρίς Χριστιανούς αλλά Αυτός ο Χριστός που -σαν αδικεμένο Έρωτα- καλούμαστε να Τον πάρουμε στους ώμους και να Τον πάμε μακριά από τις προσβολές. Και τούτο το "μακριά" είναι τόσο κοντά -τελικά- γιατί είναι η ίδια μας η ψυχή την ώρα που κλαίμε γι αυτούς που πονούν, την ώρα που αρνούμαστε να ξεχάσουμε τις ερημωμένες εκκλησιές, τους σπασμένους σταυρούς, τα ματωμένα μοναστήρια, τους δεσποτάδες που εξαφάνισαν, τις καλόγριες που άρπαξαν, τα παιδιά που φτερούγισαν με 
αίματα στα μικρά τους ρούχα, τις μανάδες που ούρλιαξαν απόγνωση και κατάρες, τους άντρες που κάπνισαν τελευταίο τσιγάρο, την ίδια τους την καρδιά. 

Να πάρουμε τον Χριστό και να φύγουμε, καταμεσής της ψυχής μας .... 

Να βρούμε "Αίγυπτο" καινούργια, όχι πια για να σωθεί Εκείνος αλλά για να διασωθεί το δικό μας δικαίωμα να τον λατρεύουμε και να είμαστε δικοί Του. 

Βλέπετε ανάμεσα στα τόσα "δικαιώματα" που υπερασπίζονται οι "πολιτισμένοι" δεν υπάρχει χώρος για τον αληθινό Θεό. 
Και.... καλά κάνει και δεν υπάρχει, γιατί Αυτός είναι επικίνδυνος γι'αυτούς, όπως και για καθένα που δουλεύει για τον ενάντιο. 
Δεν αστειεύεται ο Θεός. Δεν γουστάρει κόλπα. Το είπε καθαρά πως όποιος δεν είναι μαζί Του, είναι εναντίον Του. 

Και τούτοι οι εξουσιαστές της πλάκας, οπωσδήποτε, προτιμούν την..θεότητα για τον εαυτό τους.....

Άρα Εκείνος είναι εχθρός. Μαζί Του και εμείς. 
Και οι εχθροί δεν έχουν δικαιώματα. Λογικό.....Όχι όμως θεϊκό. Και τούτο κάνει την διαφορά η οποία κάνει αυτούς της Συρίας να γίνονται μάρτυρες και εμάς να ανάβουμε κεριά, καντήλια και να καίμε προσευχές εντός μας, για τα αδέλφια που άρχισαν να ζουν διωγμούς και κατακόμβες. 
Αύριο ίσως να είμαστε εμείς. (Ήδη δι' άλλης οδού, απεργάζονται τον χαμό μας. Όμως, Κύριε, εμείς ΠΑΝΤΑ θα σε παίρνουμε και θα φεύγουμε, στην Άνοιξη της ψυχής! 
Αξίωνέ μας να φεύγουμε με Σένα και για Σένα..... 
Μην μας στερήσεις τούτη την υπέρτατη τιμή. 
Όχι για να γίνουμε άγιοι (κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, που έλεγε η γιαγιά μου) αλλά απλά για να μην Σε χάσουμε και χαθούμε.

ΠΗΓΗ

Βίντεο: Ο Μητροπολίτης Δημήτριος μιλά για τα θαύματα


  
Ο Μητροπολίτης Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου κ. Δημήτριος Μπεκιάρης μιλά για τα θαύματα. 
Δείτε το βίντεο..

Ὁ χρόνος καὶ ὁ κόσμος τῆς φθορᾶς ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Ἡ πιὸ φοβερὴ καὶ ἡ πιὸ ἀνεξιχνίαστη δύναμη στὸν κόσμο εἶναι ὁ Χρόνος, ὁ Καιρός. Καλὰ-καλὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ δύναμη δὲν τὸ ξέρει κανένας, κι ὅσοι θελήσανε νὰ τὴν προσδιορίσουνε, μάταια πασκίσανε. Τὸ μυστήριο τοῦ Χρόνου ἀπόμεινε ἀκατανόητο, κι ἂς μᾶς φαίνεται τόσο φυσικὸς αὐτὸς ὁ Χρόνος. Τὸν ἴδιο τὸν Χρόνο δὲ μποροῦμε νὰ τὸν καταλάβουμε τί εἶναι, ἀλλὰ τὸν νοιώθουμε μοναχὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια ποὺ κάνει, ἀπὸ τὰ σημάδια ποὺ ἀφήνει πάνω στὴν πλάση. Ἡ μυστηριώδης πνοὴ του ὅλα τ’ ἀλλάζει. Δὲν ἀπομένει τίποτα σταθερό, ἀκόμα κι ὅσα φαίνονται σταθερὰ κι αἰώνια. Μία ἀδιάκοπη κίνηση στριφογυρίζει ὅλα τὰ πάντα, μέρα-νύχτα, κι αὐτὴ τὴν ἄπιαστη καὶ κρυφὴ κίνηση δὲ μπορεῖ νὰ τὴ σταματήσει καμμιὰ δύναμη. Τοῦτο τὸ πράγμα ποὺ τὸ λέμε Χρόνο, τὸ ἔχουμε συνηθίσει, εἴμαστε ἐξοικειωμένοι μαζί του, ἀλλιῶς θὰ μᾶς ἔπιανε τρόμος, ἂν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε καλὰ τί εἶναι καὶ τί κάνει. Ὅπως εἴπαμε, δουλεύει μέρα-νύχτα, αἰῶνες αἰώνων, ἀδιάκοπα, βουβά, κρυφά, κι ὅλα τ’ ἀλλάζει μὲ μία καταχθόνια δύναμη, ἄπιαστος, ἀόρατος, ἀνυπάκουος, τόσο, ποὺ νὰ τὸν ξεχνᾶ κανένας καὶ νὰ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχει, αὐτὸς ποὺ εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ ὑπάρχει καὶ ποὺ δὲ μπορεῖ ἡ διάνοιά μας, μὲ κανέναν τρόπο, νὰ καταλάβει πὼς κάποτε δὲν θὰ ὑπάρχει, πὼς θὰ καταστραφεῖ, πὼς θὰ λείψει. Πῶς, ἀφοῦ αὐτὸ τὸ «κάποτε» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χρόνος; Πῶς μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κανένας πῶς κάποτε θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ «κάποτε»;
Ἂν λείψει ὁ Χρόνος θὰ λείψουνε ὅλα τὰ πάντα. Αὐτὸς τὰ γεννᾶ, κι αὐτὸς πάλι τὰ λυώνει, τὰ κάνει θρύψαλα, καὶ τὰ ἐξαφανίζει. Γι’ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες λέγανε στὴ Μυθολογία τους πώς ὁ Κρόνος, δηλαδὴ ὁ Χρόνος, ἔτρωγε τὰ παιδιά του. Γέννηση, μεγάλωμα, φθορὰ καὶ θάνατος εἶναι τ’ ἀκατάπαυστα ἔργα του. Ἐνῶ βρίσκεται γύρω μας, ἀπάνω μας, μέσα μας, δὲν τὸν νοιώθουμε ὁλότελα, αὐτὸν τὸν ἀκατανόητο ἄρχοντά μας, αὐτὸν πού εἶναι φίλος κι ἐχθρός μας, γιατί αὐτὸς μᾶς φέρνει ὅλα τὰ καλὰ πού μᾶς χαροποιοῦνε, κι ὅλα τὰ κακὰ πού μᾶς πικραίνουνε. Μᾶς δίνει τὴ γέννηση, τὴ γλυκειὰ λέξη τῆς ζωῆς, τὴ χαρὰ τῆς νιότης, τὴ δύναμη τῆς ἀντρείας, μᾶς δωρίζει παιδιά, ἐγγόνια, ἔργα λαμπρὰ πού μᾶς ξεγελοῦνε, κάθε λογῆς εὐχαρίστηση κι ἀνάπαψη. Καὶ πάλι, ὁ ἴδιος μᾶς δίνει τὶς στενοχώριες, τὶς θλίψεις, τοὺς πόνους, τὶς ἀρρώστειες, τὸ ἀπίστευτο ἄλλαγμα καὶ χάλασμα τοῦ κορμιοῦ μας καὶ τῶν ἔργων, πού κοπιάσαμε νὰ τὰ κάνουμε, καὶ στὸ τέλος μᾶς ποτίζει τὸ φαρμάκι ἀπὸ τὸ ἴδιο ποτήρι πού μᾶς πότισε τὸ γλυκὸ κρασὶ τῆς χαρᾶς, δίνοντάς μας τὸν θάνατο, σ’ ἐμᾶς καὶ στοὺς δικούς μας.
Ὤ! ποιὸς θὰ πιάσει αὐτὸν τὸν κλέφτη, ποὺ μέρα-νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, τὴν ὥρα ποὺ κοιμόμαστε καὶ τὴν ὥρα ποὺ εἴμαστε ξυπνητοί, ἀδιάκοπα, χωρὶς νὰ σταματήσει μήτε ὅσο ἀνοιγοκλείνει τὸ μάτι μας, τριγυρίζει παντοῦ, ὁλόγυρά μας, μέσα μας, στὸ φῶς καὶ στὸ σκοτάδι, μπαίνει σὲ κάθε μέρος, στὸν οὐρανὸ ποὺ γυρίζουνε τ’ ἄστρα καὶ στὰ καταχθόνια, σὲ κάθε στεριὰ καὶ σὲ κάθε θάλασσα, σὲ κάθε τρύπα, σὲ κάθε ζωντανὸ κι ἄψυχο, σὲ κάθε ἁρμὸ τοῦ βράχου, σὲ κάθε καρδιά, κι ὅλα τὰ παλιώνει, τὰ τρίβει σὰν τὴ μυλόπετρα, τὰ κάνει σκόνη· καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ ἴδιος φτιάνει κάθε λογῆς κτίσμα καὶ κάθε πλάσμα, κάθε κορμί, κάθε τί ποὺ ὑπάρχει σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!
Ὅπως λοιπὸν ὅλα τὰ πάντα, ἔτσι κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε παίγνια στὰ χέρια αὐτοῦ τοῦ ἀκαταμάχητου γίγαντα, ποὺ εἶναι μαζὶ εὐεργέτης μας καὶ τύραννός μας. Καὶ δεχόμαστε τὸ ποτήρι ποὺ μᾶς κερνᾶ μὲ τὸ ʼνα χέρι του καὶ ποὺ ʼναι γεμάτο γλυκὸ κρασί, καὶ πίνουμε, καὶ τ’ ἄλλο ποτήρι ποὺ κρατᾶ στ’ ἄλλο χέρι του καὶ ποὺ ἔχει μέσα τὸ πικρὸ φαρμάκι. Τί εἶναι λοιπὸν αὐτὸ τὸ σκληρὸ παιχνίδι πού παίζει μ’ ἐμᾶς αὐτὸ τὸ τέρας, ποὺ δὲν ἔχει μήτε μορφή, μήτε φωνή, μήτε τίποτα ἀπ’ ὅ,τι ἔχουνε ὅσα πλάσματα γεννᾶ καὶ σκοτώνει, καὶ πού τὸ παίζει δίχως νὰ γελᾶ, μήτε νὰ κλαίει, ἀδιάφορος κι ἀνέκφραστος, κρύος σὰν φάντασμα, αὐτὸς ὁ ἴδιος πού ἀνάβει τὴ φλόγα τῆς ζωῆς;
Ἀλλοίμονο! Αὐτὴ τὴν ἄσπλαχνη μυλόπετρα ποὺ τ’ ἀλέθει ὅλα στὸν κόσμο, τὴ γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά, καὶ τὴ φχαριστοῦμε γιὰ ὅσα μᾶς ἔκανε πρίν, καὶ γιὰ ὅσα θὰ μᾶς κάνει ὕστερα, γιὰ τὰ πολλὰ κακὰ ποὺ θὰ πάθουμε ἀπ’ αὐτή, κοντὰ στὰ λίγα καλὰ ποὺ θὰ μᾶς φέρει καὶ ποὺ θὰ μᾶς τὰ πάρει βιαστικά. Ἐμεῖς εἴμαστε σὰν τοὺς δυστυχισμένους κατάδικους ποὺ καλοπιάνουνε τὸν δήμιό τους, σὰν τοὺς μονομάχους τῆς Ρώμης ποὺ χαιρετούσανε τὸν Καίσαρα, πρὶν νὰ σφάξει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, κράζοντάς του: «Χαῖρε, ὢ Καίσαρ, οἱ μελλοθάνατοι σὲ χαιρετοῦνε»! Ἔτσι, κ ἐμεῖς, χαιρετᾶμε τὸν καινούριο Χρόνο ποὺ θὰ μᾶς πάει πιὸ κοντὰ στὸ στόμα του γιὰ νὰ μᾶς φάγει, καὶ χοροπηδᾶμε καὶ τραγουδᾶμε οἱ δύστυχοι, σὰν τὰ σαλιγκάρια τοῦ Αἰσώπου, τὴν ὥρα ποὺ ψηνόντανε.
Τοῦτος ὁ ὑλικὸς κόσμος εἶναι τὸ βασίλειο τοῦ Χρόνου, ποὺ τὸν κάνει ν’ ἀνθίζει καὶ νὰ μαραίνεται ἀδιάκοπα. Ἡ φθορὰ εἶναι ὁ σκληρὸς νόμος ποὺ ἔβαλε ἀπάνω του τοῦτος ὁ τύραννος. Μ’ αὐτὴ τὴν ἄσπαστη ἁλυσίδα βαστᾶ καὶ τὸν ἄνθρωπο, σκλάβο ἀνήμπορον κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του.
Μόνο μία ἐλπίδα ὑπάρχει γι’ αὐτόν, νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴ φθορά: ὁ Χριστός, ὁ λυτρωτής, ὁ καθαιρέτης τῆς φθορᾶς. Ἐκεῖνος ποὺ πάτησε τὸν θάνατο καὶ ποὺ εἶπε: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἄν ἀποθάνη ζήσεται. Ἐγὼ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς. Ἐὰν τις φάγη ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰώνα»!
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ κλειδοκράτορας τοῦ μυστικοῦ κόσμου, λέγει: «Ἡ κτίσις ὑποτάχθηκε στὴ ματαιότητα, ἄθελά της, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς κι αὐτὴ ἡ κτίση θὰ λευτερωθεῖ ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς φθορᾶς, στὴν ἐλευθερία τῆς δόξας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Γιατί γνωρίζουμε, πὼς ὅλη ἡ κτίση ἀναστενάζει καὶ πονᾶ μαζί μας ὡς τώρα. Κι ὄχι μοναχὰ ἡ κτίση, ἀλλὰ κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ποὺ ἔχουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας, ἀναστενάζουμε, περιμένοντας τὴν υἱοθεσία (δηλ. νὰ γίνουμε τέκνα τοῦ Θεοῦ), ἤγουν νὰ λυτρωθεῖ τὸ σῶμα μας ἀπὸ τὴ φθορά». Κι ἀλλοῦ λέγει: «Ἂν κατοικεῖ μέσα σας τὸ Πνεῦμα Ἐκείνου ποὺ ἀνάστησε τὸν Ἰησοῦ, Αὐτὸς ποὺ ἀνάστησε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ ζωοποιήσει τὰ θνητὰ σώματά σας μὲ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ κατοικεῖ μέσα σας».
Ναί. Μοναχὰ ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς καὶ ποὺ πῆρε ἀπʼ Αὐτὸν κάθε ἐξουσία, θὰ δώσει τὴν ἀφθαρσία στοὺς ἀγαπημένους του, καταργώντας καὶ τὸν χρόνο καὶ τὸν τόπο τῆς ὕλης, ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς. Νά, τί λέγει ὁ ἅγιος Πέτρος γι αὐτὴ τὴν ἀλλαγή: «Ἤξει δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ἐν οἱ οὐρανοὶ ριζηδὸν παρελεύσονται, στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται, καὶ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται».
Καὶ στὴν Ἀποκάλυψη εἶναι γραμμένα τὰ παρακάτω λόγια γιὰ τὸν καινούριο κόσμο τῆς παλιγγενεσίας: «Καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἐκεῖ, καὶ χρείαν οὐκ ἔχουσι λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς, καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων».

Το νέο έτος Αλέξανδρου Σμέμαν


Είναι παλιό το έθιμο: την παραμονή του Νέου Έτους, όταν το ρολόι κτυπήσει μεσάνυχτα, σκεφτόμαστε τις επιθυμίες μας για το νέο έτος και προσπαθούμε να εισέλθουμε στο άγνωστο μέλλον μ’ ένα όνειρο, προσδοκώντας ταυτόχρονα την εκπλήρωση κάποιας αγαπητής μας επιθυμίας. Σήμερα, για άλλη μια φορά βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα νέο έτος.Τι επιθυμούμε για τους ίδιους, για τους άλλους, για τον καθένα; Ποιο είναι το τέλος όλων μας των ελπίδων; Η απάντηση είναι μονίμως η ίδια αιώνια λέξη: ευτυχία. Ευτυχές το Νέο Έτος! Ευτυχία για το Νέο Έτος! Η ιδιαίτερη ευτυχία που επιθυμούμε είναι φυσικά διαφορετική και προσωπική για τον καθένα, αλλά όλοι μας μετέχουμε στην κοινή πίστη πως αυτό το έτος η ευτυχία θα μάς πλησιάσει, πως μπορούμε να ελπίσουμε σ’ αυτή με προσδοκία.
Πότε όμως είναι κάποιος αληθινά ευτυχισμένος; Μετά από αιώνες εμπειρίας και γνώσης σχετικά με τον άνθρωπο, δεν μπορούμε πλέον να εξισώσουμε την ευτυχία με οποιοδήποτε εξωτερικό γνώρισμα, π.χ. χρήματα, υγεία, επιτυχία κλπ. Γνωρίζουμε πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ανταποκρίνεται πλήρως σ’ αυτή τη μυστηριώδη και πάντοτε φευγαλέα έννοια της ευτυχίας. Είναι σαφές πως η φυσική άνεση φέρνει ευτυχία, αλλά και άγχος. Η επιτυχία φέρνει ευτυχία, αλλά και φόβο. Είναι εκπληκτικό πως όσο περισσότερη εξωτερική ευτυχία διαθέτουμε, τόσο περισσότερο εύθραυστη γίνεται και πιο ατίθασος ο φόβος πως θα τη χάσουμε και θα μείνουμε με άδεια χέρια. Πιθανώς αυτός είναι και ο λόγος που ευχόμαστε ο ένας στον άλλο «μια νέα ευτυχία» για το Νέο Έτος. Η «παλιά» ευτυχία ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, κάτι πάντοτε έλειπε. Τώρα όμως ατενίζουμε ξανά μπροστά μας με μια ευχή, ένα όνειρο, μια ελπίδα...
Χριστέ και Παναγία! Το ευαγγέλιο πριν από πάρα πολύ καιρό είχε καταγράψει την ιστορία ενός ανθρώπου που πλούτισε, έκτισε καινούριες αποθήκες για να αποθηκεύσει τα αγαθά του, και αποφάσισε πως πλέον είχε όλα τα αναγκαία που εγγυώντο την ευτυχία του! Είχε άνεση και μέσα. Εκείνη όμως τη νύχτα άκουσε: «άφρων, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. 12, 20). Η σταδιακή συνειδητοποίηση ότι τίποτε δεν μπορεί να κρατηθεί, πως μπροστά μας βρίσκεται ο αναπόφευκτος θάνατος και η φθορά, είναι το δηλητήριο που δηλητηριάζει τη μικρή και περιορισμένη ευτυχία που διαθέτουμε. Αυτός είναι σίγουρα και ο λόγος για τη συνήθεια που έχουμε να κάνουμε τέτοιο σαματά και θόρυβο, φωνάζοντας και γελώντας, καθώς το ρολόι κτυπάει δώδεκα την παραμονή του Νέου Έτους. Φοβούμαστε να μείνουμε μόνοι και σιωπηλοί, καθώς το ρολόι κτυπάει σαν την ανελέητη φωνή της μοίρας: πρώτο κτύπημα, δεύτερο, τρίτο και συνεχίζει, τόσο αδυσώπητα, ομοιόμορφα, τόσο τρομακτικά μέχρι τέλους. Τίποτε δεν μπορεί να το αλλάξει, τίποτε να το σταματήσει.
Έτσι έχουμε δύο πολύ βαθείς και ακατάλυτους άξονες της ανθρώπινης συνείδησης: φόβος και ευτυχία, εφιάλτης και όνειρο. Η καινούρια ευτυχία που ονειρευόμαστε την παραμονή του Νέου Έτους θα μπορέσει τελικά να ηρεμήσει, να σκορπίσει και να κατανικήσει το φόβο; Ονειρευόμαστε μια ευτυχία στην οποία να μην παραμονεύει ο φόβος βαθιά μέσα της, ένας φόβος από τον οποίο προσπαθούμε πάντοτε να προφυλαχθούμε, πίνοντας, ή με το να είμαστε συνεχώς απασχολημένοι, περιβαλλόμενοι από θόρυβο. Η σιγή όμως αυτού του φόβου είναι ισχυρότερη από κάθε άλλο θόρυβο. «Άφρων»! Μάλιστα, το αθάνατο όνειρο της ευτυχίας είναι εκ φύσεως ανόητο σ’ έναν κόσμο μολυσμένο από φόβο και το θάνατο. Ακόμη και στις ανώτερες στιγμές του ανθρώπινου πολιτισμού, οι άνθρωποι το γνωρίζουν καλά. Μπορούμε να νιώσουμε τη θλίψη και τη θλιβερή αλήθεια πίσω από τα λόγια του μεγάλου ποιητή Αλέξανδρου Πούσκιν, που τόσο πολύ αγαπούσε τη ζωή, όταν έγραφε: «Δεν υπάρχει ευτυχία στον κόσμο». Όντως, μια βαθιά θλίψη διαπερνά κάθε γνήσια τέχνη. Μόνο χαμηλά, στον πάτο του ανθρώπινου πολιτισμού, τα πλήθη ξετρελαίνονται με το θόρυβο και τις φωνές, ως εάν ο θόρυβος και τα θορυβώδη πάρτυ θα μπορούσαν να φέρουν την ευτυχία.
«Εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων, και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιωάν. 1,4-5). Αυτό που υπονοεί αυτή η φράση είναι πως το φως δεν μπορεί να καταποθεί από τον φόβο και το άγχος, δεν μπορεί να σκορπισθεί από τη λύπη και την απελπισία. Να μπορούσαν οι άνθρωποι, σ’ αυτή, σ’ αυτή τη μάταιη δίψα για στιγμιαία ευτυχία, να έβρισκαν μέσα τους τη δύναμη να σταματήσουν, να σκεφτούν, να ατενίσουν τα βάθη της ζωής! Να μπορούσαν να ακούσουν τα λόγια, τη φωνή που τους καλεί αιώνια μέσα σ’ αυτά τα βάθη.Ας γνώριζαν μόνο τι είναι αληθινή ευτυχία. «Την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών» (Ιωάν. 16, 22). Δεν είναι αυτό που ονειρευόμαστε όταν το ρολόι κτυπήσει μεσάνυκτα; Τη χαρά που κανείς δεν μπορεί να αφαιρέσει. Πόσο σπάνια όμως φτάνουμε σε τέτοια βάθη! Πόσο τα φοβόμαστε για κάποιο λόγο και τα παραμερίζουμε: «Όχι σήμερα, αλλά αύριο, ή μεθαύριο, θα στρέψω την προσοχή στα ουσιώδη και αιώνια, μόνο, όχι σήμερα. υπάρχει καιρός».
Ο καιρός όμως στην πραγματικότητα είναι τόσο λίγος. Μόνο στιγμές περνούν πριν το βέλος του χρόνου σφυρίξει πετώντας προς το μοιραίο στόχο. Γιατί καθυστερούμε; Επειδή ακριβώς εδώ, ανάμεσά μας, δίπλα μας, στέκεται Κάποιος: «ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω» (Αποκ. 3, 20). Αν μόνο παραμερίζαμε το φόβο μας και Τον κοιτάζαμε, θα βλέπαμε ένα τέτοιο μια τέτοια χαρά, και μια τέτοια περίσσεια ζωής, που σίγουρα θα καταλαβαίναμε το νόημα αυτής της φευγαλέας και μυστηριώδους λέξης «ευτυχία».
  
Από το βιβλίο:
Εορτολόγιο
Ετήσιος Εκκλησιαστικός Κύκλος
Αλέξανδρος Σμέμαν
Εκδόσεις Ακρίτας

Γιὰ τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς Anthony Bloom

Γιὰ τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς

Metropolitan Anthony Bloom
Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἕνας νέος χρόνος πλησιάζει. Ὅταν εἴμαστε νέοι ὑποδεχόμαστε τὸν καινούριο χρόνο μὲ ἀνοιχτὲς καρδιές, νομίζοντας πὼς ὅλα θὰ μᾶς εἶναι δυνατὰ κατὰ τὴ διάρκειά του. Τὸν βλέπουμε ν’ ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν μία ἀτέλειωτη πεδιάδα καλυμμένη μὲ παρθένο χιόνι, ποὺ οὔτε μιὰ πατημασιὰ δὲν ἔχει ἀκόμη σημαδέψει τὴ λευκότητά της, τὰ πάντα εἶναι δυνατά, τὰ πάντα εἶναι ἁγνὰ καὶ φωτεινά. Στὴν προχωρημένη ἡλικία περιμένουμε τὸ νέο χρόνο μὲ ἕνα εἶδος ἐσωτερικῆς ὑπομονῆς, μὲ τὴν αἴσθηση πὼς θὰ εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἐπανάληψη τοῦ παρελθόντος ἴσως νὰ μᾶς συμβοῦν ἄφθονα καινούρια περιστατικά, θὰ εἶναι ὅμως γνωστά, γήινα περιστατικὰ μὲ τὰ ὁποῖα γνωρίζουμε πῶς νὰ ζήσουμε. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις εἴμαστε λανθασμένοι
Ἡ νέα χρονιὰ πράγματι ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν ἕνα ἀπάτητο ἀκόμη μονοπάτι, μιὰ πλατειὰ παρθένα πεδιάδα ποὺ θὰ πρέπει ν’ ἀνθίσει μ’ ἕνα πλοῦτο καλῶν ἀνθρώπινων πράξεων. Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἡλικία μας ἕνα μονοπάτι ἁπλώνεται μπροστά μας καὶ ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται ἂν θὰ τὸ κάνουμε «ὁδὸν Κυρίου» ἢ ὄχι. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται τὸ ἂν γιὰ τοὺς γύρω μας καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιὲς θὰ φτιάξουμε δρόμο γιὰ τὸν Οὐρανὸ ἢ τὴν Κόλαση – τὴν αἰώνια Κόλαση, ἢ ἁπλῶς τὴ σκληρὴ ἀνθρώπινη κόλαση τῆς γῆς. Ταυτόχρονα, αὐτὸ ποὺ ἁπλώνεται μπροστὰ μας εἶναι, ὅπως τὸ βλέπει ἡ γεροντικὴ ἡλικία, τὸ συνηθισμένο καὶ τὸ οἰκεῖο, μόνο ποὺ δὲν ἔχει συμβεῖ ποτὲ πρὶν σ’ ἐμᾶς. Ἡ ζωὴ ἴσως νὰ μὴ φέρνει τὸ διαφορετικό, μπορεῖ ὅμως ἐμεῖς νὰ εἴμαστε διαφορετικοί, τὰ ἴδια περιστατικὰ μπορεῖ νὰ ξανασυμβοῦν καὶ νὰ εἶναι τελείως καινούρια, διότι ἐμεῖς θὰ ἔχουμε ἀλλάξει.
Μποροῦμε νὰ μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ δημιουργικά, μόνο ὅμως μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ μποῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος βρίσκεται στὴ χρονιὰ αὐτή, ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Κύριος καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ σωστὸ μέρος, μὲ τὴν πίστη ὅτι τίποτα δὲ θὰ συμβεῖ χωρὶς τὴ θέληση ἤ τὴ συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἡ στάση μας εἶναι τέτοια θὰ δοῦμε πὼς τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο (αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὴν τύχη δὲν πιστεύει στὸ Θεό), πὼς δὲν ὑπάρχουν ἄσκοπες συναντήσεις καὶ πὼς τὸ κάθε πρόσωπο μᾶς ἔχει σταλεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἂν μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ γνωρίζοντας ὅτι τὸ κάθε τι -φωτεινὸ καὶ σκοτεινό, καλὸ καὶ τρομακτικὸ – εἶναι ἕνα δῶρο ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἔρχεται ὥστε μέσα ἀπὸ μᾶς ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου νὰ ἔλθουν στὸν κόσμο, ἂν ἔχουμε σταθερὴ πίστη πὼς τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἔρχεται στὸ δρόμο μας μᾶς ἔχει σταλεῖ γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουμε τὸ λόγο ἢ τὴν πράξη τοῦ Κυρίου ἢ γιὰ νὰ τὰ δεχτοῦμε ἀπὸ ἐκεῖνο, τότε ἡ ζωὴ θὰ εἶναι πλούσια καὶ θὰ ἔχει νόημα -διαφορετικὰ θὰ παραμείνει ἕνα παιγνίδι τῆς τύχης, μιὰ ἀτέλειωτη ἁλυσίδα τυχαίων περιστατικῶν.
Ἂς μποῦμε στὸν καινούριο χρόνο μ’ αὐτὴ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ μὲ τέτοια πνευματικὴ φλόγα, ἂς δεχτοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ὁποιονδήποτε ὁ Θεὸς μᾶς στείλει, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Κύριος δέχεται ἐμᾶς στὴν πορεία μας κι ἂς δεχτοῦμε ὅ,τι καὶ ἂν μᾶς συμβεῖ σὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ σ’ ὅλες τὶς περιστάσεις ἂς συμπεριφερόμαστε σὰν Χριστιανοί· τότε ὅλα θὰ πᾶνε καλά
Ὁ παλιὸς χρόνος ἔχει φύγει καὶ πολλοὶ περιμένουν τώρα τὸν ἐρχομὸ τοῦ νέου χρόνου στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ κείνους ἔχει τελειώσει ὁ ἀγώνας, ἐνῶ ἐμεῖς ζοῦμε ἀκόμα πάνω στὴ γῆ. Ἂς θυμηθοῦμε ὅσους ἔζησαν ἀνάμεσά μας, ἐκείνους ποὺ γνωρίζαμε κι ἀγαπούσαμε κι ἐκείνους ποὺ ἀπὸ ἀπροσεξία οὔτε κἄν παρατηρήσαμε. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς ἀμέτρητους ἀνθρώπους ποὺ πέθαναν φέτος δυστυχισμένοι ἀπὸ ἀρρώστιες, σὲ δυστυχήματα, σὲ πολέμους. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς πάντες χωρὶς ν’ ἀφήσουμε κανέναν ἔξω κι ἂς μποῦμε στὴν καινούρια χρονιὰ μὲ καρδιὰ ἀνοιχτὴ γιὰ τοὺς πάντες. Ἂς ψάλουμε «αἰωνία ἡ μνήμη» γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους πρὶν χωριστοῦμε καὶ ἂς διατηρήσουμε αὐτὴ τὴν αἰωνία μνήμη στὶς καρδιές μας μὲ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε νὰ συναντήσουμε ἀνθρώπους τοὺς ὁποίους μπορέσαμε ν’ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ σεβαστοῦμε, ἀνθρώπους τῶν ὀποίων τὸ παράδειγμα μπόρεσε νὰ μᾶς ἐμπνεύσει.
Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσει τὸ Νέο Ἔτος. Σᾶς εὔχομαι ἕναν εὐτυχισμένο καινούριο χρόνο, νὰ ζήσετε, ν’ ἀγαπᾶτε τὸ Θεό, ν’ ἀγαπᾶτε καὶ νὰ ἐξυπηρετεῖτε τοὺς ἀνθρώπους.

Ἀπό τό βιβλίο: Ἡμέρα Κυρίου, ἐκδ. Ἀκρίτας

Φώτης Κόντογλου - Ὁ χρόνος, ὁ φθονερὸς γέρων

Ὁ καιρὸς εἶναι ἕνα πρᾶγμα ἄπιαστο καὶ κατὰ βάθος ἀκατανόητο. Τὸ μυαλό μας κ᾿ ἡ καρδιά μας τὸν νοιώθουνε ἀπὸ τὶς ἀλλαγὲς ποὺ γίνονται στὸν κόσμο. Μὰ κάποιες ἀλλαγὲς μπορεῖ νὰ γίνουνε πολὺ γρήγορα, ἀπὸ μιὰ μέρα σὲ ἄλλη, ὅπως ἡ παραμόρφωση τοῦ ἄνθρωπου ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια, ἢ ἕνας ξαφνικὸς θάνατος ποὺ μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἕνα ἀγνώριστο κουφάρι. Τὸν καιρὸ τὸν νοιώθουμε πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τὸ πάλιωμα κι ἀπὸ τὸ γῆρας, ποὺ ἀλλάζουνε τὰ νεαρὰ καὶ τὰ ζωντανὰ πλάσματα, κι αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ τὴν καταλαβαίνουμε σκληρά. Τὸν νοιώθουμε κι ἀπὸ τὴν καινούργιεψη τοῦ κόσμου, μὰ πιὸ δυνατὰ τὸν νοιώθουμε ἀπὸ τὴ φθορά· καὶ τὸν νοιώθουμε ἀπ᾿ αὐτὴ πιὸ δυνατά, γιατὶ πονᾶμε, κι ὁ πόνος εἶναι πιὸ βαθὺς ἀπὸ τὴ χαρά.
Γι᾿ αὐτὸ στεκόμαστε περίφοβοι μπροστὰ στὸν καινούργιο χρόνο, μπροστὰ σ᾿ ἕνα τεχνητὸ χώρισμα, ποὺ βάλαμε στὸ πέλαγος τοῦ καιροῦ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, σὰν νὰ μὴν εἶναι ἡ κάθε μέρα ἀρχὴ καινούργιου χρόνου. Σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀτελείωτον ὠκεανὸν δὲν ὑπάρχει μήτε νησί, μήτε στεριὰ γιὰ νὰ ἀράξεις. Τὰ ρεύματα σέρνουνε τὸ καράβι σου μέρα-νύχτα καὶ τὸ πᾶνε παραπέρα, εἴτε θέλεις εἴτε δὲν θέλεις, ὣς ποὺ νὰ σὲ πετάξουνε ἀπάνω σὲ μιὰ ξέρα, ἢ νὰ σὲ πᾶνε σ᾿ ἕνα λιμάνι ἀπ᾿ ὅπου δὲν θὰ ξαναβγεῖς πιά.
*
Ὁ καιρὸς ἄρχισε μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Πρὶν νὰ γίνει ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ μᾶς φαίνεται πὼς θὰ ὑπῆρχε ὁ καιρός, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπάτη τοῦ μυαλοῦ μας, γιατὶ ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ ἀλλάζει κ᾿ ἔτσι νὰ φαίνεται πῶς περνᾷ ὁ καιρός, πῶς ὑπῆρχε ὁ καιρός; Στὸ τίποτα δὲν ὑπάρχει καιρός. Πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία ἤτανε «σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου» (Γένεσις α´, 2). Σκότος κι ἄβυσσος εἶναι ἔννοιες ποὺ φανερώνουνε τὸ τίποτα, τὴν ἀνυπαρξία. Παρακάτω εἶναι γραμμένο, στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως: «Καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀναμέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀναμέσον τοῦ σκότους. Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν, καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα, καὶ ἐγένετο πρωὶ ἡμέρα μία» (Γένεσ. α´, 4-5). Μόλις ἔγινε τὸ φῶς ἄρχισε κι ὁ καιρός, «ἐγένετο πρωῒ ἡμέρα μία».
Ἡ θρησκεία μας αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ βλέπουμε τὸν λέγει «παρόντα αἰῶνα». Σ᾿ αὐτὸν τὸν «αἰῶνα» ὑπάρχει ὁ χρόνος, ἐνῷ στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» δὲν θὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ θὰ καταργηθεῖ, ἂν καὶ λέγεται «αἰώνας». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων» (Α´ Κορινθ. β´, 6). Δηλαδή, τοῦτος ὁ κόσμος κι ὅσοι τὸν πιστεύουνε, ἤγουν οἱ σαρκικοὶ ἄνθρωποι, «καταργοῦνται», φθείρονται καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο πεθαίνουνε. Ἐνῶ στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» οἱ δίκαιοι θὰ γίνουνε ἄφθαρτοι κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Ὁ ἴδιος θεόπνευστος ἀπόστολος λέγει τοῦτα τὰ φοβερὰ λόγια, γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀλλαγή: «Ἰδού, μυστήριον ὑμῖν λέγω. Πάντες μὲν οὖν κοιμηθησόμεθα, πάντες ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι (Α´ Κορινθ. ιε´, 51). Μιλώντας γιὰ τὴν καταστροφὴ τούτου τοῦ κόσμου, γράφει: «Εἴτε προφητεῖαι καταργηθήσονται, εἴτε γλῶσσαι, παύσονται, εἴτε γνῶσις καταργηθήσεται. Ἐκ μέρους γὰρ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· ὅταν δὲ ἔλθη τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται» (Α´ Κορινθ. ιγ´, 8). Τὸ «τέλειον» θὰ εἶναι ἄφθαρτο, κ᾿ ἡ ἀφθαρσία καταργεῖ τὸν χρόνο. Στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» δὲν ὑπάρχει οὔτε γέννα, οὔτε θάνατος.
Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἀνθρώπους αὐτὰ εἶναι ἀσύστατες φαντασίες, ποὺ τὶς πιστεύουνε μοναχὰ «οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Μὰ αὐτοὶ ποὺ τὰ λένε αὐτὰ εἶναι γιὰ λύπη, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «Ἂν ἐλπίζουμε, λέγει, μοναχὰ σὲ τούτη τὴ ζωή, εἴμαστε οἱ πιὸ ἐλεεινοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους». Γιατὶ μὲ ὅποια ἐλπίδα κι ἂν ξεγελασθοῦμε, καὶ μὲ ὅση ἀδιαφορία κι ἂν ἀρματωθοῦμε, θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ θὰ δοῦμε, θέλοντας καὶ μὴ θέλοντας, τὴ φθορὰ ποὺ μᾶς ζώνει σὰν πλημμύρα ἀπὸ παντοῦ, καὶ θὰ τρομάξουμε.
*
Γύρω μας τὰ πάντα ἀλλάζουνε, μέρα μὲ τὴν μέρα. Τὰ πρόσωπα παραμορφώνουνται, τὰ κορμιὰ σακατεύουνται, τὰ μάτια θολώνουνε, ὅλα βουλιάζουνε μέσα σ᾿ ἕνα βουβὸ χάος. Ἡ φθορά! Καὶ πιὸ ζωηρὰ μᾶς χτυπᾶ αὐτὸ τὸ ξέφτισμα τοῦ κόσμου καὶ μᾶς κάνει νὰ συλλογισθοῦμε τὴ ματαιότητά μας στὴν ἀρχὴ τοῦ καινούργιου χρόνου.
Οἱ Ρωμαῖοι παριστάνανε τὸν πρῶτο μήνα μὲ τὴ ζωγραφιὰ τοῦ Ἰανοῦ ποὺ εἶχε δυὸ πρόσωπα, ὁποὺ ἤτανε γυρισμένα ἀπὸ τὶς δυὸ μεριές, (κι ἀπ᾿ αὐτό, τὸν βγάλανε Ἰανουάριο). Τὸ ἕνα πρόσωπο ποὺ παρίστανε τὸν περασμένο χρόνο ἤτανε γερασμένο, καὶ τ᾿ ἄλλο ποὺ παρίστανε τὸν καινούργιο χρόνο ἤτανε νεαρό. Οἱ πιὸ πολλοὶ ποὺ μιλᾶνε γιὰ τὴν πρωτοχρονιά, σᾶς δείχνουνε τὸ νεαρὸ πρόσωπο. Ἐγὼ σᾶς δείχνω τὸ γέρικο. Δὲν τὸ κάνω γιὰ νὰ σᾶς κακοκαρδίσω, ἀλλὰ γιατὶ πιστεύω πὼς ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ξεγελιέται, ἀλλὰ ποὺ βλέπει τὴν ἀδυναμία του καὶ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, εἶναι κερδισμένος, ἐπειδὴ γίνεται πιὸ χριστιανός, δὲν παραδίνεται στὶς ἡδονὲς ποὺ χαλᾶνε τὴν ψυχή του, λιγοστεύει τὸν ἐγωισμό του, συμπονᾶ τοὺς δυστυχισμένους, ταπεινώνεται, συντρίβεται, ἀποζητᾶ προστασία κι ἁπλώνει τὰ χέρια του στὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι ὁ Ἄφθαρτος, ποὺ δίνει τὴν ἀφθαρσία, (Α´ Τιμοθ. α´ 17), ὁ Βράχος (Α´ Κορινθ. ι´, 4), ὁ Πρῶτος καὶ ὁ Ἔσχατος (Ἄποκαλ. β´, 8), ὁ Ῥυόμενος (Ρωμ. ια´, 26), χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες (Ἑβρ. ιγ´, 8), καὶ ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. ιδ´, 6), «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή». (Ἰω. ια´, 25). «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἀρχὴ καὶ τέλος» (Ἀποκαλ. α´, 8), « Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη´, 18), «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰω. ια´, 26).
Ὅποιος λοιπὸν πιστεύει στὸν Χριστὸ δὲν φοβᾶται καὶ δὲν θέλει νὰ ξεγελιέται σὰν τὸ καμηλοπούλι, ποὺ χώνει τὸ κεφάλι του στὸν ἄμμο καὶ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχει ὁ κηνυγὸς ποὺ θέλει νὰ τὸ σκοτώσει, ἐπειδὴ δὲν τὸ βλέπει. Αὐτὸς ἔχει τὸ θάρρος νὰ ἀντικρίζει τὴν ἀλήθεια, γιατὶ «ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἐστὶν ἀθανασίας πλήρης» (Σολομ.). Ὁ νοῦς του στέκεται ἀτάραχος μέσα στὴ βουβὴ φουρτούνα τοῦ καιροῦ καὶ στὸ ἀσταμάτητο ρεῦμα του, καὶ φέρνει μπροστά του τὶς μυριάδες τὶς μέρες καὶ τὶς νύχτες ποὺ περάσανε καὶ σβήσανε, ἀπὸ τότε ποὺ βγῆκε ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ χάος τῆς ἀνυπαρξίας ὡς τὴ σημερινὴ μέρα, ποὺ καμμιὰ καρδιὰ δὲν τὶς θῦμαται πιά. Ἡ καρδιά του δὲν λιγοψυχᾶ, οὔτε πνίγεται ἡ ψυχή του μέσα στὰ βουβὰ κύματα τῆς φθορᾶς, ἐπειδὴ «ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἀθανασίας πλήρης». Γιατὶ ὁ Χριστιανὸς πιστεύει πὼς μὲ τὸν Χριστὸ καταργήθηκε ἡ φθορά, καὶ δὲν φοβᾶται τὸ δόντι τοῦ καιροῦ ποὺ τὰ τρώγει ὅλα. Μὲ τὸν Χριστὸ «ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης, τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Οἴδαμεν γάρ, ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. η´, 21). Ναί, ὅλη ἡ κτίση ἀναστενάζει καὶ πονᾶ μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ εἶναι σκλαβωμένη στὴ φθορά. Κανένα πλάσμα δὲν θέλει νὰ πεθάνει, γιατὶ μέσα στὸ κάθε ἕνα εἶναι ριζωμένη ἡ ἀγάπη τῆς μακροζωίας. Καὶ ὅμως, ὅλα λυώνουνε καὶ χάνουνε τὴν ὄψη τους καὶ γίνουνται χῶμα ἀναίσθητο, κι ἀφανίζεται ἡ τόση λεπτότητα κ᾿ ἡ τόση σοφὴ σύστασή τους. Ἡ ρόδα τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλέθει καὶ τὰ κάνει σκόνη, καὶ λιώνει ὡς κι αὐτὴ τὴ θύμησή τους καὶ τούτη ἡ ἄσπλαχνη ρόδα γυρίζει ἀδιάκοπα, μέρα καὶ νύχτα. Κατὰ τὸ ποίημα τοῦ Ἀνδρέα Κάλβου:
Ὁ γέρος φθονερὸς
καὶ τῶν ἔργων ἐχθρός
καὶ πάσης μνήμης, ἔρχεται.
Περιτρέχει τὴν θάλασσαν
καὶ τὴν γῆν ὅλην.
Ἀπὸ τὴν στάμναν χύνει
τὰ ρεύματα τῆς λήθης,
καὶ τὰ πάντα ἀφανίζει.
*
Ὁ Χρόνος δὲν ὑπάρχει, εἶναι ἕνας ἴσκιος τῆς φαντασίας. Ὑπάρχει ὁ θάνατος. Στὸν ἄλλον κόσμο, ποὺ θὰ καταργηθεῖ ὁ θάνατος, οἱ μακάριες ψυχὲς τῶν δικαίων δὲν θὰ νοιώθουνε τὸν χρόνο. Ἄλλα κι ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ δὲν ἔχει πολὺ ἐξουσία ἀπάνω τους, σὰν νὰ μὴν τὸν νοιώθουνε καὶ πολύ, γι᾿ αὐτὸ γράφει ὁ Σολομώντας: «Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται. Γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δὲ ἔστι φρόνησις ἀνθρώποις, καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος. Εὐάρεστος τῷ Θεῷ γενόμενος ἠγαπήθη, καὶ ζῶν μεταξὺ ἀμαρτωλῶν μετετέθη. Ἠρπάγη μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς. Ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίω ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐν διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ». «Ὁ δίκαιος ἂν ἔρθει ἡ ὥρα του νὰ τελευτήσει; θά ῾ναι ἀναπαυμένος. Γιατὶ γῆρας τίμιο δὲν εἶναι τὸ νὰ ζήσει κανένας πολὺ κι οὔτε μετριέται μὲ τὰ χρόνια. Ἀλλὰ γεροντικὴ εἶναι ἡ φρονιμάδα στοὺς ἀνθρώπους, κ᾿ ἡ ἡλικία εἶναι ἀψεγάδιαστη ζωή. Ἐπειδὴ εὐαρέστησε στὸν Θεόν, ἀγαπήθηκε, καὶ ἐπειδὴ ζοῦσε ἀνάμεσα σὲ ἁμαρτωλούς, πάρθηκε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. Ἁρπάχτηκε, μήπως ἡ κακία ἀλλάξει τὴ φρονιμάδα του, εἴτε μήπως ἡ πονηρία ξεγελάσει τὴν ψυχή του. Πεθαίνοντας μὲ λίγα χρόνια σὰν νά ῾ζησε πολλά. Γιατὶ ἤτανε ἀγαπημένη ἀπὸ τὸν Κύριο ἡ ψυχή του· γιὰ τοῦτο βιάσθηκε νὰ φύγει μέσα ἀπὸ τὴν πονηριά. Μὰ οἱ ἄνθρωποι εἴδανε καὶ δὲν καταλάβανε, πὼς ἡ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς διαλεχτούς του, κ᾿ ἡ προστασία του μαζὶ μὲ τοὺς ὁσίους του».

Στὸ κατώφλι τοῦ νέου χρόνου Anthony Bloom

Καθὼς ὁ ἕνας χρόνος διαδέχεται τὸν ἄλλον σᾶς μιλοῦσα γιὰ τὴν νέα χρονιὰ ποὺ ἐρχόταν παρομοιάζοντάς την μὲ μιὰ πεδιάδα πού, ἀκηλίδωτη, ἁγνή, εἶναι σκεπασμένη ἀπὸ χιόνι, καὶ ζητοῦσα νὰ δώσετε προσοχὴ στὸ γεγονὸς ὅτι πρέπει νὰ βαδίζουμε μὲ ὑπευθυνότητα ἐκεῖ ποὺ ἁπλώνεται τὸ λευκὸ τοπίο ποὺ εἶναι ἀκόμα παρθένο, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ βαδίζουμε, θὰ ὑπάρχει μιὰ ὁδὸς ποὺ θὰ τὸ διασχίζει, ὅταν ἀκολουθοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἢ βήματα πλανεμένα ποὺ μοναχὰ θὰ λερώνουν τὴν λευκότητα τοῦ χιονιοῦ. Ἀλλὰ ἕνα πράγμα δὲν μποροῦμε, οὔτε πρέπει νὰ ξεχάσουμε τούτη τὴ χρονιὰ περισσότερο ἀπὸ τὶς προηγούμενες φορές, εἶναι ὅτι ὑπάρχει σκοτάδι ποὺ περιβάλλει, καλύπτει τούτη τὴ λευκότητα καὶ αὐτὸ τὸ ἄγνωστο τοπίο, ὅπως ἕνας τροῦλος, ἕνα σκοτάδι μὲ λίγα ἢ πολλὰ ἀστέρια, πλὴν ὅμως ἕνα σκοτάδι θολό, ἐπικίνδυνο καὶ τρομακτικό. Βγαίνουμε ἀπὸ μία χρονιά, ὅπου ὅλοι μας ἔχουμε ἀντιληφθεῖ τὸ σκοτάδι ὅπου εἶναι ἀκόμαδιαδεδομένη ἡ βία καὶ ἡ σκληρότητα.
Πῶς θὰ συναντήσουμε τὴ νέα χρονιά; Θὰ ἦταν ἀφελὲς καὶ πολὺ ἀντιχριστιανικό, νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς προστατέψει, νὰ κάνει τὴ γῆ ἕναν παράδεισο εἰρήνης, ἐνῶ γύρω μας δὲν ὑπάρχει εἰρήνη. Ὑπάρχει διαμάχη, ἔνταση, ἀποθάρρυνση, φόβοι, βία, φονικό. Δὲν μποροῦμε νὰ ζητᾶμε γιὰ μᾶς εἰρήνη, ὅταν αὐτὴ ἡ εἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ ἁπλωθεῖ πέρα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅταν δὲν ἔρχεται σὰν ἀκτίνες φωτὸς νὰ διαλύσουν τὸ σκοτάδι. Ἕνας πνευματικὸς συγγραφέας τῆς Δύσης εἶχε γράψει ὅτι ὁ Χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔχει ἐμπιστευθεῖ τὴν εὐθύνη ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ αὐτὴν τὴν εὐθύνη πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε νὰ φέρουμε εἰς πέρας. Σὲ λίγα λεπτά, θὰ ἱκετεύσουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄγνωστη νέα χρονιὰ καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ τὴν καλύπτει, μὲ τὴν μεγαλύτερη εὐχὴ ποὺ προφέρεται στὶς λειτουργικὲς ἀκολουθίες, «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἂς εἶναι εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τοῦτα τὰ λόγια προφέρονται σπάνια: στὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας, σὰν εὐχὴ γιὰ τὸν νέο χρόνο καὶ σὲ στιγμὲς ὅπου ἑνώνεται χρόνος καὶ αἰωνιότητα, ὅταν μὲ τὰ μάτια τῆς πίστης μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν αἰωνιότητα συνυφασμένη μὲ τὸν χρόνο. Ὁ χριστιανὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ βλέπει τὴν ἱστορία, ὅπως τὴν βλέπει ὁ Θεός, σὰν ἕνα μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ ἐπίσης σὰν μιὰ τραγωδία τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας καὶ πτώσης. Καὶ σὲ σχέση μὲ αὐτὰ τὰ τελευταῖα, πρέπει νὰ πάρουμε θέση. Ὁ Χριστὸς λέει στὸ Εὐαγγέλιο: «Ὅταν ἀκούσετε ὅτι γίνονται πόλεμοι ἢ φῆμες ποὺ μιλοῦν γιὰ πολέμους, μὴν πανικοβληθῆτε»· σηκῶστε ψηλὰ τὰ κεφάλια, δὲν ὑπάρχει χῶρος στὴν καρδιὰ καὶ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ γιὰ διστακτικότητα, δειλία καὶ φόβο, ποὺ εἶναι ὅλα γεννήματα τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς μέριμνας γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀκόμα καὶ ἂν αὐτὴ ἡ μέριμνα ἀγγίζει αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε. Ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ πρέπει νὰ γίνουμε συνεργάτες Του καὶ μᾶς στέλνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ εἶναι δικός Του γιὰ νὰ μεταβάλλει τὴν παράφωνη Πολιτεία τῶν ἀνθρώπων σὲ ἁρμονία ποὺ θὰ ὀνομάζεται Πολιτεία τοῦ Θεοῦ.
Καὶ πρέπει νὰ θυμόμαστε τὰ λόγια του Ἀποστόλου ποὺ λέει, ὅτι ὅποιος ἐπιθυμήσει νὰ ἐργασθεῖ γιὰ τὸν Κύριο, θὰ ὁδηγηθεῖ σὲ δίκη, καὶ τὰ λόγια ἑνὸς ἄλλου Ἀποστόλου ποὺ μᾶς λέει νὰ μὴν φοβόμαστε τὴ δοκιμασία τῆς φωτιᾶς. Στὸν σημερινὸ κόσμο, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δικαστοῦμε καὶ ἕτοιμοι νὰ ὑπομείνουμε, ἴσως μὲ τὸ φόβο στὴν καρδιὰ μήπως χάσουμε τὴν πίστη μας, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ μείνουμε ἀκλόνητοι στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅταν κοιτάξουμε πίσω τὴν προηγούμενη χρονιά, τὰ λόγια της λιτανείας μᾶς χτυποῦν καὶ μᾶς κατηγοροῦν. Ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς συγχωρέσει ὅσα ἔχουμε κάνει ἢ ὅσα ἔμειναν ἀτέλειωτα τὴν χρονιὰ ποὺ πέρασε. Ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι· εἴμαστε Ὀρθόδοξοι δὲν σημαίνει μόνο νὰ ὁμολογοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ὁλότητά του καὶ νὰ τὸ διακηρύττουμε στὴν ἁγνότητά του, ἀλλὰ συνίσταται, ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ αὐτό, στὸ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ αὐτό. Καὶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν συμβιβάζεται μὲ τίποτα παρὰ μὲ τὸ μεγαλεῖο του ἀνθρώπου καὶ τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς λατρείας.
Μποροῦμε πράγματι νὰ μετανοήσουμε ἐπειδὴ ποιὸς θὰ ἔλεγε, βλέποντάς μας, καθὼς ἔλεγαν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τοὺς πρώτους Χριστιανούς, «Δεῖτε πῶς ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον!». Ποιός, βλέποντάς μας, θὰ ἔλεγε ὅτι κατέχουμε τὸ νόημα τῆς ζωῆς, τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς πηγαίνει πέρα ἀπὸ κάθε σύγκριση, ποὺ προκαλεῖ τὸν καθένα νὰ ἀναρωτηθεῖ ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτό; Ποιὸς τοὺς τὸ ἔδωσε; Πῶς μποροῦν νὰ ὑπομείνουν τὴν δοκιμασία; Καὶ ἂν θέλουμε τούτη τὴ χρονιὰ νὰ γίνουμε ἄξιοι τοῦ Θεοῦ, τῆς Χριστιανικῆς μας κλήσης, τοῦ ἁγίου ὀνόματος τῆς Ὀρθοδοξίας, πρέπει χωριστὰ καὶ σὰν ἕνα σῶμα νὰ γίνουμε γιὰ ὅλους, γιὰ τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἴσως νὰ μᾶς χρειάζεται, ἕνα ὅραμα γιὰ τὸ τί μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ γιὰ τὸ τί μιὰ κοινότητα ἀνθρώπων μπορεῖ νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἂς προσευχηθοῦμε γιὰ συγχώρεση, ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε μέχρι τώρα μακρυὰ ἀπὸ τὴν κλήση μας, ἂς προσευχηθοῦμε νὰ μᾶς δίνει ὁ Κύριος γενναιότητα, κουράγιο, θέληση νὰ δικαιώσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ σηκώσουμε τὸν σταυρό μας, νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ βήματα τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ ὅπου μᾶς καλεῖ.
Στὸ ξεκίνημα τοῦ πολέμου εἰπώθηκε κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ λέμε ξανὰ κάθε νέο χρόνο. Στὸ μήνυμά του πρὸς τὸ Ἔθνος διαβάζει ἕνα ἀπόσπασμα: « Εἶπα στὸν ἄνθρωπο ποὺ στάθηκε στὸ κατώφλι τοῦ νέου χρόνου: δῶσε μου ἕνα φῶς γιὰ νὰ πορευτῶ μὲ ἀσφάλεια πρὸς τὸ ἄγνωστο, καὶ ἀπάντησε: πήγαινε ἔξω στὸ φῶς καὶ βάλε τὸ χέρι σου στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ εἶναι καλύτερο γιὰ σένα ἀπὸ ὅ,τι τὸ φῶς καὶ ἀσφαλέστερο ἀπὸ ἕναν συνηθισμένο δρόμο.»
Αὐτὸ καλούμαστε νὰ κάνουμε, καὶ ἴσως σήμερα νὰ πάρουμε μιὰν ἀπόφαση, μιὰ ἀπόφαση νὰ εἴμαστε πιστοὶ στὴν κλήση μας καὶ νὰ ξεκινήσουμε τὴν Νέα Χρονιὰ μὲ κουράγιο. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...