Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαρτίου 29, 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Μαρκ. Θ΄ 17-31) Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Μαρκ. Θ΄ 17-31)
 Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Δρ. Πωγ. & Κονίτσης

   Δεν υφίσταται χειρότερη τυραννία, από αυτή που επιφέρει ο εχθρός, ο διάβολος, στα θύματά του.
Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αφέλεια, από το να ισχυρίζεται κανείς ότι δεν υπάρχει διάβολος.
Αυτή ακριβώς την πραγματικότητα, του φοβερού μίσους του εχθρού μας, αλλά και την αντιμετώπιση αυτού, βλέπουμε στην Ευαγγελική περικοπή της Δ΄ Κυριακής των νηστειών.
Ο τραγικός πατέρας, απελπισμένος από την ανίατη κατάσταση και τον δαιμονικό βασανισμό του τέκνου του, προστρέχει στους μαθητές του Χριστού. Αυτοί όμως, οι μαθητές, παρά την προσπάθεια τους, δεν κατόρθωσαν να εκβάλουν τον φοβερό δαιμόνιο από την ταλαίπωρη νεανική ύπαρξη, και τελικώς η θεραπεία επέρχεται από τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού.
Να σταθούμε για λίγο αδελφοί μου, στο μεγάλο θέμα του δαιμονισμού. Της τυραννίας δηλαδή που επιβάλει ο εχθρός, όταν για διαφόρους λόγους, κατορθώσει να κυριεύσει την ανθρωπίνη ύπαρξη.
Όντως, δεν μπορεί να υπάρξει χειρότερος βασανισμός για έναν άνθρωπο, από το να πέσει στα νύχια του διαβόλου, και το ακάθαρτο ή τα ακάθαρτα πνεύματα να κυριεύουν το σώμα.
Όσοι δε έχουν γνώση και εμπειρία τέτοιων φρικτών καταστάσεων, ομολογούν ότι ο άνθρωπος κατά τις στιγμές της δαιμονικής κρίσεως, στην κυριολεξία υφίσταται μαρτύριο.
Και είναι αλήθεια η γνώμη των Αγίων της Εκκλησίας μας, ότι εάν ο άνθρωπος που υφίσταται τον δαιμονικό βασανισμό, έχει πίστη και κάνει υπομονή (όταν βεβαίως βρίσκεται σε ηρεμία και νηφαλιότητα) , ο Θεός, αυτόν τον βασανισμό που προκαλούν τα ακάθαρτα πνεύματα, τον εκλαμβάνει ως μαρτύριο!
Αλλ’ όσο κι αν ακούγεται παράδοξος ο λόγος μας, εκτός αυτού του ακουσίου δαιμονισμού, υφίστανται και δύο άλλες περιπτώσεις, εκουσίου, δυστυχώς, δαιμονισμού!
Υπάρχουν δηλ. οι περιπτώσεις κατά τις οποίες, ο ίδιος ο άνθρωπος, με την θέλησή του υποτάσσεται στο θέλημα του εχθρού, και έτσι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στις περιπτώσεις αυτές, ο δαιμονισμός είναι χειρότερος από την πρώτη περίπτωση, έστω και αν ο άνθρωπος φαίνεται ήρεμος και ήσυχος ή συμπεριφέρεται με κατά κόσμον, άψογη συμπεριφορά.
Με το δίκιο του τώρα, ο καθένας θα ρωτήσει, ποιες ακριβώς είναι οι μορφές αυτές του δαιμονισμού στις οποίες αναφερόμαστε.
          Α) Είναι, όταν ο άνθρωπος, με τη θέλησή του ξεπέφτει στα πάθη της ατιμίας και στα αμαρτήματα, που μετά βεβαιώτητος, οδηγούν τον άνθρωπο στην απώλεια.
Όταν ο άνθρωπος, ενώ γνωρίζει ότι ως πιστός Χριστιανός, θα πρέπει να αγωνίζεται τον καλόν αγώνα της πίστεως και της αρετής, αυτός ολισθαίνει σε πάθη που αποδιώκουν την χάρη του Θεού,  τότε περιέρχεται σε κατάσταση εκκουσίου δαιμονισμού. Το αποτέλεσμα βεβαίως, κάποιες φορές, είναι, αυτός ο κακός δρόμος να καταντά τον άνθρωπο, όπως και στην πρώτη περίπτωση. Δηλ. στον καθ’ αυτό δαιμονισμό της όλης υπάρξεως.
Είναι οι περιπτώσεις που ο άνθρωπος παίζει με την αμαρτία, όπως ακριβώς και το μικρό παιδί που βάζει το σύρμα μέσα στην ηλεκτρική πρίζα, με αποτέλεσμα φυσικά τραγικό.
Έτσι λοιπόν χαλαρώνει ο άνθρωπος και νομίζει ότι τα πάθη και η αμαρτία είναι μια «απόλαυση».
Το αποτέλεσμα δε αυτής της ζοφερής καταστάσεως, προϊόντως του χρόνου, είναι να δένεται η ύπαρξη ολοένα και περισσότερο, με τελικό αποτέλεσμα, να χάνει ο άνθρωπος την ψυχή του. Να «κερδίζει» δηλ. τελικώς αυτό το οποίο ο ίδιος εντελώς ελεύθερα επέλεξε. Να «απολαμβάνει» τα πάθη και την αμαρτία στον χώρο της αιωνιότητας. Πράγμα το οποίο συνεπάγεται την αιώνια, αλλοίμονο, κόλαση.
Αλλ’ εκτός της περιπτώσεως αυτής που ήδη αναφέραμε, υπάρχει και μία άλλη κατάσταση δαιμονισμού, περισσότερο τραγική. Και ποια είναι τώρα αυτή;
Β) Είναι η περίπτωση κατά την οποία ο άνθρωπος, ο βαπτισμένος Χριστιανός, αυτός που έχει γνώση όλου του φάσματος, τόσο των θετικών, όσο και των αρνητικών δυνάμεων, επιλέγει συνειδητά να πέσει από την Κιβωτό της Σωτηρίας (την Ορθόδοξη Εκκλησία), και να καταποντιστεί στα μανιασμένα κύματα των αιρέσεων και της παραθρησκείας, και ιδίως να συνθλιβεί μέσα στα γρανάζια των μυστικιστικών οργανώσεων. Των οργανώσεων αυτών που υπόσχονται στον άνθρωπο, δόξα και πλούτο. Των φοβερών δηλ. αυτών καταστάσεων που συνεπάγονται τον τρίτο πειρασμό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στην έρημο.(Λουκά Δ΄5-8).
Πόσοι αλήθεια, Ορθόδοξοι αδελφοί μας, μάλλον πρώην Ορθόδοξοι, υπέκυψαν τελικώς στον φοβερό αυτόν πειρασμό, για να λάβουν δήθεν κάποιο αξίωμα στην υπηρεσία τους ή οπουδήποτε αλλού; Πόσοι, στην κυριολεξία αφελείς, για να κερδίσουν τον χρυσό, αρνούνται τον Χριστό; 
Πόσοι και πόσοι δένουν την όλη ύπαρξή τους με φρικτούς όρκους, υπογράφοντας στην κυριολεξία με το ίδιο τους το αίμα, στον ίδιο τον διάβολο, για να πετύχουν οι ταλαίπωροι, μια δήθεν κοινωνική καταξίωση; Ομολογουμένως, οι καταστάσεις αυτές, αποτελούν την χειρότερη περίπτωση του δαιμονισμού. Και τούτο, διότι συνειδητά πλέον ο άνθρωπος, αρνείται, προδίδει και ξανασταυρώνει τον Χριστό, για πρόσκαιρες απολαύσεις που κάνουν το θύμα τους να προγεύεται την κόλαση...
Αδελφοί μου. Εάν δεν είμαστε στην πρώτη περίπτωση, δηλ. στην δαιμονοπληξία που κατασπαράσσει στην κυριολεξία τον άνθρωπο, εάν, Θεός φυλάξοι, δεν ανήκουμε στις ακραίες και στις ποικίλες στοές με τα πολύπλοκα παρακλάδια τους, εάν αποφεύγουμε τα θανάσημα και φρικτά αμρτήματα, ελλοχεύει όμως μεγάλος, θανάσιμος θα λέγαμε κίνδυνος, δίχως βεβαίως να το συνειδητοποιούμε τις περισσότερες φορές, να βρισκόμαστε ήδη στην πλέον ύπουλη παγίδα του εχθρού. Στην παγίδα που ονομάζεται χλιαρότητα, με αποτέλεσμα σιγά σιγά να απομακρυνόμαστε από τα σωστικά μυστήρια της εκκλησίας μας και γενικώς από την ορθόδοξη βιωτή που εκφράζεται με το ορθό δόγμα και το ακέραιο χριστιανικό ήθος.
Κι ας μιλήσουμε με δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα, που φωτογραφίζουν την εποχή μας και αποδεικνύουν το που μπορεί να καταντήσει ο άνθρωπος όταν σιγά-σιγά, αφήνει να ψυχρανθεί η αγάπη του προς τον Θεάνθρωπο Ιησού. Τι μεγαλύτερη πτώση, από το να αρνείται κανείς το ευλογημένο μυστήριο του Γάμου της Εκκλησίας μας, και να συζεί παράνομα με τον λεγόμενο “πολιτικό γάμο”; Ή τι πνευματική διαστροφή, από το να αρνούνται ορισμένοι νέοι γονείς, να βαπτίσουν τα τέκνα τους, διότι δήθεν τους στερούν την ελευθερία; Όντως,οι παγίδες αυτές των δαιμόνων τρελαίνουν στην κυριολεξία τον άνθρωπο και τον κάνουν έρμαιο των παθών και των διαφόρων πλανών που καθημερινώς βλέπουμε να αυξάνουν στην αλλοπρόσαλλη κοινωνία μας, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά κοινωνία αποστασίας, ηθικού εκτραχηλισμού και τέλος δαιμονισμού.
Και τώρα, ποιόν να πονέσει αλήθεια, κανείς πιο πολύ, και για ποιόν να θρηνήσει περισσότερο; Γι αυτόν που ενοχλείται από τα ακάθαρτα πνεύματα, αλλά αγωνίζεται να τα αποδιώξει με την δύναμη του Χριστού από την ύπαρξή του, ή γι αυτόν που συνειδητά ανοίγει την πόρτα στον εχθρό και με τον τρόπο ζωής του οδηγείται στο “πυρ το αιώνιον  τω ητοιμασμένω τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού»(Ματθ. ΚΕ΄ 41).
Αγαπητοί μου. Ο λόγος του Κυρίου μας είναι ξεκάθαρος: «τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Μαρκ. Θ΄ 29). Δηλ. Αυτό το είδος του δαιμονίου, δεν βγαίνει με τίποτε άλλο παρά με προσευχή που συνοδεύεται με νηστεία.
Η περίοδος της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μας χαλυβδώνει στον αγώνα μας εναντίον του εχθρού, μας προφυλάσσει από τον μακρά του Θεού κόσμο, και κυρίως μας ενδυναμώνει στον αγώνα εναντίον του κακού εαυτού μας.
Εάν όντως θέλουμε, και πράγματι θέλουμε να βγούμε νικητές, καθίσταται ανάγκη, επιτακτική ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε τι εστί Ορθόδοξη Πνευματικότητα. Ταυτοχρόνως δε, αφού αρνηθούμε οποιονδήποτε συμβιβασμό, να συνεχίσουμε τον ευλογημένο μας αγώνα, γνωρίζοντας ότι ο Θεός τελικώς ευλογεί τις προσπάθειες και μας χαρίζει τη Νίκη.
Και ας μη λησμονούμε: «Κανένας δεν αγωνίστηκε τόσο πολύ, ώστε να μη μπορεί να αγωνιστεί περισσότερο».
Αμήν.

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Παροναξίας

Τη σημερινή Κυριακή διαβάζεται η περικοπή που αναφέρεται στη θεραπεία του σεληνιαζιομένου νέου. Το αναφερόμενο περιστατικό του σημερινού ευαγγελικού αναγνώσματος έγινε λίγο μετά τη θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου και διασώζεται και από τους τρεις συνοπτικούς Ευαγγελιστές.
          Ο πατέρας του νέου μέσα στην απελπισία του οδηγεί το παιδί του στον Χριστό, την έσχατη ελπίδα του, αποζητώντας τη λύση στο δράμα που ζούσε αυτός και μαζί η οικογένειά του.
          Όμως, ο Χριστός τη στιγμή εκείνη απουσίαζε από τη συνοδεία του. Οι μαθητές που βρέθηκαν εκεί στάθηκαν ανήμποροι να κάνουν κάτι. Τι κι αν ανήκαν στο στενό κύκλο των δώδεκα μαθητών; Δεν είχαν τη δύναμη να προβούν στη λύση της τραγωδίας που διαδραματίζονταν μπροστά τους, να αποτρέψουν τη δαιμονική επιρροή που σπάραζε το νεαρό παλικάρι. Μπορεί εύκολα κανείς να αντιληφθεί τη δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκαν.
          Ο Χριστός απουσιάζει. Όλοι και όλα βρέθηκαν σε αδυναμία και αδιέξοδο.
        Η απουσία του Χριστού είναι μια θέση ζωής, που παίρνει ο άνθρωπος στην προσπάθεια αυτονομήσεως, φανταζόμενος πως έτσι είναι ελεύθερος από κηδεμονίες και δεσμεύσεις. Την ίδια όμως ώρα χαλκεύει δεσμά ανελευθερίας.
          Στο περιστατικό που αναφέρει το Ευαγγέλιο σήμερα, ο Χριστός δεν απουσιάζει γιατί κάποιος τον έδιωξε. Έχει ανέβει στο όρος Θαβώρ. Εκεί πραγματοποιείται ένα εξαίσιο γεγονός. Μια θεοφάνεια. Έδειξε στους τρεις μαθητές, Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη, το φως της δόξης Του . Τα χοϊκά μάτια δεν μπορούσαν να δουν σε πληρότητα το . Κάποια λίγα αντιλαμβάνονται και πέφτουν καταγής .
          Εντυπωσιασμένοι, μέσα στο δέος που τους περιβάλλει, οι τρεις μαθητές, ζητούν την παραμονή σ’ αυτήν τη μοναδική κατάσταση που γεύονται, . Ασφαλώς δεν τους άρεσε το ύψος του βουνού, ή η ομορφιά του τοπίου. Δεν ζουν ένα εξωτερικό ερέθισμα. Ζουν μια άλλη εμπειρία η οποία σημαδεύει την καρδιά, τον έσω άνθρωπο, που υφίσταται την . Απολαμβάνουν μια διαφορετική εμπειρία, που τους προξενήθηκε από τη βίωση ενός γεγονότος ξένου και διαφορετικού με τις μέχρι τότε εμπειρίες της καθημερινότητας τους.
        Και ενώ στο όρος συμβαίνει η φωτοχυσία, στους πρόποδες του Θαβώρ κυριαρχεί η απελπισία. Ζητείται θαύμα και αυτό δεν γίνεται. Λείπει ο Χριστός.
          Η παρουσία του Χριστού στη ζωή κάνει να γεμίζει με φως και χαρά η ανθρώπινη ύπαρξη. (Άγ. Μάξιμος ο Ομολογητής).
          Η παρουσία του Χριστού την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτή δίνει νόημα και προοπτική, γιατί ανοίγει νέες καταστάσεις, εμπειρίες που δίχως αυτή την παρουσία δεν αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος του αισθησιασμού και της νοησιαρχίας. , δίδασκε ο όσιος των ημερών μας γέροντας Πορφύριος, .
          Αντίθετα η απουσία της παρουσίας Του κάνει τραγική τη ζωή μας, χωρίς προοπτικές, με την απελπισία να είναι ο αχώριστος σύντροφος μας.
          Η απουσία του Χριστού προξενεί στασιμότητα ζωής και παρά τις φαινομενικές μας επιτυχίες, παραμένουμε χωρίς ελπίδα στην μοναξιά του κόσμου αυτού. Ζούμε όλοι μια κατάσταση που οι αρμόδιοι τη βάπτισαν . Η κρίση όμως, υπάρχει γιατί βρίσκεται σε κρίση ο ίδιος ο άνθρωπος. ,
          Όταν ο Χριστός δεν υπάρχει στη ζωή μας τότε χάνουμε την πορεία και τον προσανατολισμό μας. Το δαιμονικό στοιχείο στις ποικίλες του εκφάνσεις ταλαιπωρεί και αδειάζει την καρδιά μας. Είναι θέμα αδιαφορίας, απιστίας;
\

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - Ἰωάννου τῆς Κλίμακος - Μρκ. θ, 17-31 εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβιών και Κοζάνης

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
- Ἰωάννου τῆς Κλίμακος -
Μρκ. θ, 17-31
Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἀδελφοί, εἶναι κατεξοχήν περίοδος πνευματικῶν ἀγώνων. Ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ, μέσα σ’ αὐτόν τόν κόσμο τῆς ἀσθένειας, τοῦ κακοῦ καί τῆς φθορᾶς, εἶναι ἕνας συνεχής ἀγώνας. Αὐτό μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ περίοδος πού διανύουμε ἀλλά καί ἡ μνήμη σήμερα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, τοῦ συγγραφέα τῆς «Κλίμακας». Δέν φθάνουμε στό τέλος καί στό σκοπό τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, πού εἶναι ἡ συνάντηση μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, ἄν δέν ἀνεβοῦμε ἀγωνιστικά, σάν σέ κλίμακα, μία-μία τίς ἀρετές πού μᾶς ὁδηγοῦν σ’ Αὐτόν.
Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή ἀναφέρεται στή θεραπεία ἑνός δαιμονισμένου παιδιοῦ, τό ὁποῖο φέρνει ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ γιά νά τό θεραπεύσουν, ἀλλά ἀδυνατοῦν. Ὁ Χριστός, ὅμως, κατεβαίνοντας ἀπό τό ὅρος ὅπου συνέβη τό γεγονός τῆς Μεταμόρφωσης, θεραπεύει τό ἄρρωστο παιδί.
Ὅλο τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κατάργηση τοῦ πονηροῦ. Ἀλλά κι ἐμεῖς οἱ
μαθητές του ὀφείλουμε νά ἀγωνιζόμαστε ἐνάντια στίς ἀντίθεες δυνάμεις. Τά ὄπλα πού μᾶς προτείνει τό εὐαγγέλιο εἶναι ἡ πίστη ἀφενός καί ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία ἀφετέρου.
Ἀναρωτιέται ὅμως κανείς: ὅταν λέμε πίστη, στήν περίπτωση αὐτή τί ἐννοοῦμε; Ἐννοοῦμε τήν ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί τήν πεποίθηση ὅτι ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἰσχυρότερες ἀπό τή δύναμη τοῦ πονηροῦ. Μπροστά στό θάνατο, μπροστά σέ ἀρρώστιες, σάν τοῦ παιδιοῦ τῆς σημερινῆς περικοπῆς, μπροστά σέ δυνάμεις τοῦ κακοῦ πού ἐπιζητοῦν νά κατεξουσιάσουν τή ζωή τῶν ἀνθρώπων δένουμε πολλές φορές τά χέρια μας ἀπογοητευμένοι σέ μία στάση παράδοσης στίς ἐπιβλητικές αὐτές δυνάμεις τῆς ἄρνησης καί τῆς φθορᾶς. Πιστεύουμε περισσότερο στή δύναμη τοῦ κακοῦ ἀπ’ ὅτι ἐμπιστευόμαστε στή δύναμη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἡ καρδιά ὅμως τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἀπό τό ὅρος τῆς Μεταμόρφωσης, ἀπό τήν περιοχή τῆς θείας Δόξας του, κατέρχεται πάντοτε· βρίσκεται κοντά μας, γιά νά ὑπενθυμίσει τήν ἀληθινή φύση τοῦ κόσμου, γιά νά ψέξει τήν
ὀλιγοπιστία μας, γιά νά μᾶς ἐνισχύσει, γιά νά πολεμήσει τό κράτος τοῦ πονηροῦ καί νά ἀνοίξει τό δρόμο γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ πίστη στή συνεχῆ παρουσία τοῦ Χριστοῦ «δύναται ὅρη μεθιστάνειν».
Λέγοντας πίστη, στήν περίπτωση τῆς περικοπῆς μας, ἐννοοῦμε ὄχι κάποια ἔκτακτη θαυματουργική ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου, κάτι πού μπορεῖ νά τοῦ συμβεῖ μία ἤ δύο φορές στή ζωή του, ἀλλά τό οὐσιῶδες καί μόνιμο χαρακτηριστικό της ζωῆς μας ὄχι σάν βιολογικῶν ὄντων ἀλλά σάν ἀνθρώπινων ὑπάρξεων. Ὅταν ἐμπιστευόμαστε τό Θεό, νικᾶμε τόν κόσμο καί τόν μεταμορφώνουμε σέ ἀλήθεια, ἀγάπη καί ὀμορφιά, σέ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἀπιστοῦμε στό Θεό, βουλιάζουμε μέσα στόν κόσμο τοῦ πονηροῦ, ἀλλοτριώνουμε τή φύση καί τόν ἑαυτό μας ἀπό τό Δημιουργό, ἀπό τίς δημιουργικές δυνάμεις τῆς ζωῆς, μετατρέπουμε τή δημιουργία σέ κόλαση, σέ φθορά, σέ θάνατο.
Προσκλητήριο γιά ὅλους μας ἀποτελεῖ ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή σ’ ἕνα ἱερό πόλεμο τῆς πίστης κατά τῆς δύναμης τοῦ πονηροῦ καί τοῦ κακοῦ στή ζωή μας. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι ἀκριβῶς ἡ περίοδος γιά
τέτοιους πνευματικούς ἀγῶνες. Χρειάζεται ὅμως, σέ ἀντίθεση μέ τά φαινόμενα, παρά τήν ἐπιβλητικότητα καί τήν ποικιλόμορφη δικτύωση τοῦ κακοῦ, χρειάζεται ἐμπιστοσύνη στή δύναμη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τόλμη καί ἀγωνιστικότητα.
Στό ἔργο της αὐτό τό ἀγωνιστικό κατά τοῦ πονηροῦ, τήν πίστη στηρίζουν καί προάγουν ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία, ἡ κοινωνία μέ τή δύναμη τῆς ἁγνότητας καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, καθώς καί ἡ πρόθυμη διάθεση νά στερηθοῦμε τήν ἱκανοποίηση πολλῶν ἐπιθυμιῶν μας, ἀφοῦ αὐτό ἀσκεῖ καί προάγει τίς δυνάμεις μας στόν ἀγώνα κατά τοῦ κακοῦ.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, στό τέρμα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Στό τέρμα τοῦ ἀγώνα τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν εἶναι ἡ δική τους ἀνάσταση καί ἡ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου σέ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Ομιλία εις την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών (Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς)

Τι έχει θέμα το ευαγγέλιο που αναγινώσκεται κατ' αυτήν όπου γίνεται λόγος και για την επιμέλεια των εσωτερικών λογισμώνΠερίληψη ομιλίας εις την Τετάρτην Κυριακήν των Νηστειών: Περι­γράφει την παιδαγωγικήν μέθοδον του Χριστού προς τον σκοπόν να φέρη εις την πίστιν τον πατέρα του δαιμοναζομένου νέου, του κωφαλάλου. Η θεραπεία έπρεπε να εξασφαλισθή δια της πίστεως. Το δαιμόνιον τούτο είναι το της ακολασίας και προς εκδίωξίν του απαιτείται προσευχή και νηστεία· με την νηστείαν χαλινώνεται το σώμα, με την προσευχήν κατευνάζον­ται οι λογισμοί της ψυχής, οι εξερεθίζοντες προς το πάθος. Τα πάθη δε είναι τα δαιμόνια, τα οποία πρέπει να εκβάλωμεν.


ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ


1. Πολλές φορές ωμίλησα προς την αγάπη σας περί νηστείας και προσευχής, ιδιαιτέρως μάλιστα αυτές τις ιερές ημέρες· εναπέθεσα ακόμη στις φιλόθεες ακοές και ψυχές σας ποια δώρα προσφέρουν στους εραστάς των και πόσων αγαθών πρόξενοι γίνονται σ' αυτούς που τις ασκούν, πράγμα που επιβεβαιώνεται γι' αυτές κυρίως από την φωνή του Κυρίου που αναγινώσκεται σήμερα στο ευαγγέλιο.

Ποια δε είναι αυτά; Είναι μεγάλα, τα μεγαλύτερα όλων θα ελέγαμε· διότι εκτός από τα άλλα μπορούν να παράσχουν και εξουσία κατά πονηρών πνευμάτων, ώστε να τα εκβάλλσυν και να τα απελαύνουν, και τους δαιμονισμένους να τους ελευθερώνουν από την επήρειά τους. Όταν πραγματικά οι μαθηταί είπαν προς τον Κύριο περί του αλάλου και κωφού δαιμονίου, ότι «εμείς δεν μπορέσαμε να το εκβάλωμε», είπε προς αυτούς ο Κύριος· «τούτο το γένος δεν εκδιώκεται, παρά με προσευχή και νηστεία».


2. Ίσως γι' αυτό, μετά την προσευχή επάνω στο όρος και την κατ' αυτήν εμφάνισι της θεϊκής αυγής, κατέβηκε αμέσως και ήλθε στον τόπο, όπου ευρισκόταν ο κατεχόμενος από τον δαίμονα εκείνον. Λέγει δηλαδή ότι, αφού παρέλαβε τους εγκρίτους μαθητάς, ανέβηκε στο όρος να προσευχηθή και έλαμψε σαν ο ήλιος, και ιδού εφάνηκαν να συνομιλούν με αυτόν ο Μωυσής και ο Ηλίας, οι άνδρες που περισσότερο από κάθε άλλον άσκησαν την προσευχή και τη νηστεία, δεικνύοντας και δια της παρουσίας των στην προσευχή την συμφωνία και εναρμόνισι μεταξύ προσευχής και νηστείας, ώστε κατά κάποιον τρόπο η νηστεία να συνομιλή με την προσευχή ομιλώντας προς τον Κύριο. Εάν η φωνή αίματος του φονευθέντος Άβελ βοά προς τον Κύριο, καθώς λέγει αυτός προς τον Κάιν, όπως εμάθαμε από τα λόγια του Μωυσέως, πάντως και όλα τα μέρη και μέλη του σώματος, κακοπαθούντα με την νηστεία, θα βοήσουν προς τον Κύριο και, συνομιλώντας με την προσευχή του νηστεύοντος και περίπου συμπροσευχόμενα, δικαίως θα την καταστήσουν ευπροσδεκτικώτερη και θα δικαιώσουν αυτόν που υφίσταται εκουσίως τον κόπο της νηστείας. Μετά λοιπόν την προσευχή και την κατά θείο τρόπο λάμψι, αφού ο Κύριος κατέβηκε από το όρος, έρχεται προς τον όχλο και τους μαθητάς, στους οποίους ωδηγήθηκε εκείνος ο κατειλημμένος από το δαιμόνιο, ώστε, όπως έδειξε επάνω στο όρος ότι εκείνο ήταν βραβείο νηστείας και προσευχής, όχι μόνο μεγάλο αλλά και επάνω από το μεγάλο (πραγματικά έδειξε ότι η θεία λαμπρότης υπήρξε άθλον αυτών), έτσι, αφού κατεβή, θα επιδείξη ότι έπαθλο τούτων είναι και η ισχύς κατά των δαιμόνων.


3. Αλλά, επειδή κατά την παρούσα Κυριακή των ιερών νηστειών είναι συνήθεια ν' αναγινώσκεται στην εκκλησία η διήγησις περί του θαύματος τούτου, ας εξετάσωμε από την αρχή όλη την ευαγγελική περικοπή που το περιγράφει. Μόλις λοιπόν ήλθε ο Ιησούς προς τους μαθητάς και τους παρευρισκομένους με αυτούς κι' ερώτησε, τι συζητείτε, κάποιος από το πλήθος είπε· «διδάσκαλε, έφερα σε σένα τον υιό μου που έχει πνεύμα άλαλο και όπου τον καταλάβη, τον συγκλονίζει και αυτός αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξηραίνεται».


4. Πώς λοιπόν άφριζε αυτός κι' έτριζε τα δόντια κι' εξηραινόταν; Του δαιμονισμένου πάσχει πρώτο και περισσότερο από όλα τα μόρια του σώματος ο εγκέφαλος· διότι ο δαίμων χρησιμοποιεί ως όχημα το ψυχικό πνεύμα που ευρίσκεται σ' αυτόν και από αυτό σαν ακρόπολι καταδυναστεύει όλο το σώμα. Όταν δε πάσχη ο εγκέφαλος, αφήνεται από εκεί μια ροή προς τα νευρα και τους μυς του σώματος αφρώδης και φλεγματώδης, που φράσσει τις διεξόδους του ψυχικού πνεύματος· και από αυτό προκαλείται κλονισμός και ρήξις και ακουσία κίνησις σε όλα τα αυτόβουλα μόρια, μάλιστα δε στις γνάθους, που πλησιάζουν περισσότερο στο μόριο που έπαθε πρώτο. Καθώς το υγρό ρέει περισσότερο προς το στόμα λόγω της χωρητικότητος των πόρων και της εγγύτητος προς τον εγκέφαλο, επειδή εξ αιτίας της άτακτης κινήσεως των οργάνων η αναπνοή δεν μπορεί να εκπνευσθή αθρόα, αλλά και ανακατεύεται με το πλήθος του υγρού, δημιουργείται στους πάσχοντας αφρός. Έτσι ο δαίμων εκείνος άφριζε και έτριζε τα δόντια, που προσέκρουαν μεταξύ τους φοβερά κι έσφιγγαν με μανία. Εξηραινόταν δε έπειτα από την σφοδροτέρα επήρεια του δαιμονίου. Όπως οι ατμοί που κινούνται από την θέρμη της ηλιακής ακτίνος, αν αυτή είναι σφοδροτέρα, πάλι αφανίζονται από αυτήν διασκορπιζόμενοι τελείως, έτσι και η υγρότης που προέρχεται από τα σπλάγχνα με την επήρεια του δαίμονος, αν αυτή είναι σφοδρότερα, σε λίγο δαπανάται και η έμφυτη υγρασία της σάρκας κι εκείνος ο δαιμονισμένος καταξηραίνεται.


5. Ο πατέρας του δαιμονισμένου προσέθεσε προς τον Κύριο, ότι είπε στους μαθητάς να το εκβάλουν και δεν κατώρθωσαν· ο δε Κύριος, αποτεινόμενος όχι προς αυτόν αλλά και προς όλους, λέγει, «ω γενεά άπιστη, έως πότε θα είμαι με σας, έως πότε θα σας ανεχθώ;». Μου φαίνεται ότι οι παρόντες τότε Ιουδαίοι, λαμβάνοντας αφορμή από το ότι δεν μπόρεσαν να εκβάλουν τον δαίμονα οι μαθηταί, θα εβλασφήμησαν κάπως. Τι δεν θα έλεγαν, αφού ευρήκαν αφορμή, αυτοί που, και όταν ετελούνταν θαύματα, δεν άφηναν τις βλασφημίες; Γνωρίζοντας λοιπόν ο Κύριος τους γογγυσμούς και τους ονειδισμούς τούτων, τους εξελέγχει και τους καταισχύνει, όχι μόνο με λόγους επιτιμητικούς, αλλά και με πράξεις και λόγια γεμάτα φιλανθρωπία.


Πραγματικά προστάσσει, φέρετέ τον εδώ σ' εμένα, και τον έφεραν, και μόλις το δαιμόνιο είδε τον Κύριο εσπάραξε τον άνθρωπο που έπεσε κι εκυλιόταν αφρίζοντας· διότι του επιτρεπόταν να καταστήση φανερά την κακία του.


6. Ο δε Κύριος ερώτησε τον πατέρα του παιδιού, «από πόσον χρόνο του συνέβηκε τούτο;». Αυτήν την ερώτησι την κάμει ο Κύριος, για να τον οδηγήση προς την πίστι και την με πίστι παράκλησι. Τόσο απείχε από την πίστι ο άνθρωπος αυτός, ώστε να μη παρακαλή ούτε υπέρ της σωτηρίας του παιδιού. Γι' αυτό δεν παρακάλεσε καθόλου ούτε τους μαθητάς· «τους είπα», λέγει, «να τον εκβάλουν»· δεν εγονάτισε, δεν ικέτευσε, δεν παρακάλεσε. Αλλά δεν φαίνεται ούτε τον Κύριο να παρακάλεσε ακόμη. Γι' αυτό ο Κύριος, αφήνοντας το παιδί που ήταν ελεεινώς ξαπλωμένο εμπρός στα μάτια του, συζητεί μ' εκείνον, ερωτώντας τον χρόνο του πάθους και προκαλώντας τον προς την παράκλησι. Αυτός δε αποκρίνεται ότι του συμβαίνει από την παιδική ηλικία και ότι πολλές φορές τον έβαλε στη φωτιά και στα ύδατα, για να τον αφανίση, και προσθέτει· «αλλ' αν μπο-ρής, λυπήσου μας και βοήθησέ μας».


7. Βλέπετε, πόση είναι η απιστία του ανθρώπου; Διότι αυτός που λέγει, 'αν μπορής', φυσικά φανερώνει ότι δεν πιστεύει ότι μπορεί ο άλλος. Ο δε Κύριος είπε, «αν μπορής να πιστεύσης, όλα είναι δυνατά στον πιστεύοντα»· το λέγει δε τούτο όχι αγνοώντας την απιστία εκείνου, αλλά προβιβάζοντάς τον βαθμιαίως στην πίστι και συγχρόνως δεικνύοντας ότι αιτία που δεν έβγαλαν οι μαθηταί τον δαίμονα είναι η απιστία του. Πρόσεξε δε τον ευαγγελιστή· δεν λέγει ότι ο Κύριος είπε προς τον πατέρα του παιδιού «αν μπορής να πιστεύσης», διότι πάντοτε ο Κύριος απαιτεί την πίστι από τους ζητούντας τις θεραπείες· αφού ήταν δεσπότης και κηδεμών και των ψυχών, εφρόντιζε να θεραπευθούν κι' αυτές διά της πίστεως· αλλ' εκείνος ο πατέρας του παιδιού, μόλις άκουσε ότι στην πίστι του ακολουθεί η ίασις, έλεγε με δάκρυα· «πιστεύω, Κύριε, βοήθησε την απιστία μου». Βλέπετε αρίστη προκοπή ηθών; Διότι όχι μόνο επίστευσε περί της θεραπείας του παιδιού, αλλ' ότι ο Κύριος μπορεί να κατανικήση και την απιστία του, αν θελήση. Ενώ δε ο όχλος επάνω σ' αυτά τα λόγια συνέρρεε, επετίμησε, λέγει, ο Κύριος το ακάθαρτο πνεύμα, λέγοντάς του· «το άλαλο και κωφό πνεύμα, εγώ σε διατάσσω, έξελθε από αυτόν και να μη εισέλθης ποτέ πάλι σ' αυτόν».


8. Το δαιμόνιο τούτο φαίνεται ότι είναι φοβερώτατο και θρασύτατο· την δε θρασύτητά του αποδεικνύει η σφοδρότης της επιτιμήσεως και η παραγγελία να μη εισέλθη άλλη φορά πλέον διότι, όπως φαίνεται, χωρίς την παραγγελία αυτή μπορούσε να επιστρέψη πάλι μετά την εκβολή. Εξ άλλου είχε κατεξουσιάσει σε μεγάλη έκτασι τον άνθρωπο, ήταν δυσκολοαπόσπαστο, έμενε κωφό και άλαλο, ώστε να μη επαρκή η φύσις να εξυπηρετή την υπερβολική του μανία, γι' αυτό και είχε καταντήσει τελείως αναίσθητη, διότι λέγει, «αφού έκραξε και τον εσπάραξε δυνατά, εξήλθε· ο δε άνθρωπος έγινε σαν νεκρός, ώστε πολλοί να λέγουν ότι απέθανε». Η δε κραυγή δεν αντίκειται προς το γεγονός ότι το δαιμόνιο ήταν άλαλο· διότι η μεν λαλιά είναι φωνή σημαντική κάποιας εννοίας, η δε κραυγή είναι άσημη φωνή. Αφήνεται δε το δαιμόνιο να σπαράξη τον άνθρωπο τόσο πολύ και να τον καταστήση σαν νεκρό, για να φανερωθή όλη η κακία του. Ο Κύριος λοιπόν, πιάνοντας το χέρι του ανθρώπου, τον ανήγειρε, ώστε εσηκώθηκε, δεικνύοντας έτσι ότι έχει πολλή ενέργεια· το ότι τον έπιασε από το χέρι ήταν εκδήλωσις της κτιστής ιδικής μας ενεργείας, το δε ότι τον ανέστησε απηλλαγμένο από πάθη ήταν εκδήλωσις της άκτιστης και θείας και ζωαρχικής ενεργείας.


9. Όταν δε έπειτα οι μαθηταί ερώτησαν ιδιαιτέρως, «γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλωμε;», είπε προς αυτούς ότι τούτο το δαιμόνιο «δεν μπορεί να εξέλθη με τίποτε άλλο, πλην της προσευχής και της νηστείας». Λέγουν λοιπόν μερικοί ότι αυτή η προσευχή και η νηστεία πρέπει να γίνονται από τον πάσχοντα· δεν είναι όμως σωστό αυτό, διότι ο ενεργούμενος από πονηρό πνεύμα, και μάλιστα τόσο φοβερό, αφού είναι όργανο εκείνου και καταδυναστεύεται από εκείνο, πώς θα μπορούσε να προσευχηθή ή νηστεύση επωφελώς για τον εαυτό του;


10. Φαίνεται ότι το δεινότατο τούτο δαιμόνιο είναι της ακολασίας, αφού άλλοτε μεν ρίπτει τον κατειλημμένο στη φωτιά (διότι τέτοιοι είναι οι αλλόκοτοι και αναίσθητοι έρωτες), άλλοτε δε τον βυθίζει στα ύδατα διά της αδηφαγίας και των αμέτρων και αφθόνων πότων και συμποσίων. Είναι δε και σ' αυτούς κωφό και άλαλο το δαιμόνιο τούτο, διότι αυτός που πείθεται στις υποβολές τοιούτου δαιμονίου δεν υποφέρει εύκολα ν' ακούη και να λαλή τα θεία. Αλλ' όμως όταν κανείς δεν έχη ενοικισμένο το πονηρό αυτό πνεύμα, αλλά φέρεται από τις υποβολές εκείνου, όταν ανασηκωθή προς επιστροφή (διότι έχει το αυτεξούσιο), χρειάζεται προσευχή και νηστεία, ώστε με την νηστεία μεν να χαλινώση το σώμα και καταστείλη τις επαναστάσεις του, δια της προσευχής δε να αδρανοποιήση και κατευνάση τις προλήψεις της ψυχής και τους λογισμούς που ερεθίζουν προς το πάθος· κι έτσι, απελαύνοντας με προσευχή και νηστεία την σατανική προσβολή και επήρεια, να κυριαρχήση το πάθος. Όταν όμως δεν ενεργήται απλώς από την υποβολή του δαίμονος, αλλ' έχει ένοικο τον ίδιον τον δαίμονα, ούτε κατά τα ανθρώπινα πλέον πάσχει ούτε ο ίδιος μπορεί να πράξη κάτι προς θεραπεία του, αλλ' ό,τι θα έπραττε εκείνος, αν είχε ελεύθερο νου, τούτο, πραττόμενο υπέρ αυτού από τους ελευθέρους, και μάλιστα κατόχους θείου Πνεύματος, θα συντέλεση μεγάλως προς την εκβολή του δαίμονος.


11. Αλλά βέβαια δεν μας ζητείται ν' απελαύνωμε δαίμονας, και αν μπορέσωμε ν' απελάσουμε, κανένα όφελος δεν θα προέλθη για μας, αν έχωμε ακατάστατο βίο. Διότι, λέγει, «πολλοί θα μου ειπούν εκείνη την ημέρα· Κύριε, δεν επροφητεύσαμε στο όνομά σου και δεν εκβάλαμε δαιμόνια στ' όνομά σου; Και θα τους απαντήσω· δεν σας γνωρίζω, απομακρυνθήτε από κοντά μου όσοι εργάζεσθε την ανομία». Επομένως πολύ επωφελέστερο είναι να σπεύσωμε ν' απελάσωμε το πάθος της πορνείας και της οργής, του μίσους και της υπερηφανείας, από το να εκβάλλωμε δαιμόνια. Πραγματικά, δεν αρκεί μόνο ν' απαλλαγούμε από τη σωματική αμαρτία, αλλά πρέπει να καθάρωμε και την ενέργεια που οικουρεί μέσα στην ψυχή. Διότι οι κακοί διαλογισμοί εκπορεύονται από την καρδιά μας, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες και τα παρόμοια (αυτά δε είναι που κινούν τον άνθρωπο), και «αυτός που κυττάζει γυναίκα με πόθο, ήδη την εμοίχευσε στην καρδιά του». Όταν άπρακτη το σώμα είναι δυνατό να ενεργήται η αμαρτία νοερώς· όταν δε η ψυχή αποκρούη εσωτερικώς την προσβολή του πονηρού δια προσευχής και προσοχής και μνήμης θανάτου, διά της κατά τον Θεό λύπης και του πένθους, τότε της αγιωσύνης συμμετέχει και το σώμα, αποκτώντας την απραξία στα κακά. Κι αυτό είναι εκείνο που λέγει ο Κύριος ότι αυτός που εκαθάρισε το απ' έξω του ποτηριού, δεν εκαθάρισε και το εσωτερικό, αλλά καθαρίσατε το εσωτερικό του ποτηριού, κι έτσι θα είναι καθαρό ολόκληρο.


Πραγματικά καταβάλλοντας κάθε φροντίδα ώστε να είναι κατά το θέλημα του Θεού η εσωτερική σου εργασία, θα νικήσης τα εξωτερικά πάθη· διότι εάν η ρίζα είναι αγία και οι κλάδοι θα είναι άγιοι, εάν είναι η ζύμη, θα είναι και το φύραμα. «Να περιπατήτε κατά το πνεύμα», λέγει ο Παύλος, «και να μη εκτελήτε επιθυμία σαρκός».


12. Γι' αυτό και ο Χριστός δεν κατήργησε την Ιουδαϊκή περιτομή, αλλά την ετελείωσε· διότι αυτός είναι που λέγει, «δεν ήλθα να καταλύσω τον νόμο, αλλά να τον συμπληρώσω». Πώς λοιπόν τον συμπλήρωσε; Ο νόμος εκείνος ήταν σφραγίς και υπόδειγμα και συμβολική διδαχή περί της περιτομής των πονηρών λογισμών στην καρδιά. Οι Ιουδαίοι που δεν εφρόντιζαν γι' αυτήν ωνειδίζονταν από τους προφήτες ως απερίτμητοι στην καρδιά, εμισούνταν από τον βλέποντα στην καρδιά και στο τέλος έγιναν απόβλητοι· διότι ο άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπο, ο Θεός στην καρδιά, κι εάν αυτή είναι γεμάτη ρυπαρούς ή πονηρούς λογισμούς, ο άνθρωπος εκείνος γίνεται άξιος θείας αποστροφής. Γι' αυτό πάλι ο απόστολος παραινεί να κάμωμε τις ευχές χωρίς οργή και διαλογισμούς.


13. Όταν δε ο Κύριος μας διδάσκη να φροντίσωμε για την πνευματική περιτομή της καρδιάς, μακαρίζει τους καθαρούς στην καρδιά και τους πτωχούς στο πνεύμα και της μεν καθαρότητος αυτής τονίζει ότι έπαθλο είναι η θεοπτία, στους πτωχούς δε υπόσχεται τη βασιλεία των ουρανών· πτωχούς δε λέγει αυτούς που ζουν σε ένδεια και ευτέλεια. Δεν μακαρίζει δε απλώς τους τοιούτους ανθρώπους, αλλά τους κατά το φρόνημα τοιούτους, δηλαδή αυτούς που, εξ αιτίας της εσωτερικής στην καρδιά ταπεινώσεως και αγαθής προαιρέσεως, διαθέτουν αναλόγως και τα εξωτερικά. Απαγορεύει δε όχι μόνο τον φόνο, αλλά και την οργή, και προτάσσει να συγχωρούμε από καρδιά αυτούς που μας πταίουν και δεν δέχεται το προσφερόμενο από μας δώρο, αν δεν συνδιαλλαγούμε προηγουμένως κι αφήσωμε την οργή.


14. Το ίδιο διδάσκει και για τα πορνικά πάθη· διότι και αυτήν την από περιέργεια θέα και την από αυτήν επιθυμία εδίδαξε ότι είναι μοιχεία στην καρδιά· και εξετάζοντας αυτά τα θέματα γενικώτερα λέγει, εάν το φώς που έχης μέσα σου, δηλαδή ο νους και η διάνοια, είναι σκότος, γεμάτα από τις αφώτιστες προσβολές των αρχόντων του σκότους, πόσο μάλλον το σκότος, δηλαδή το σώμα και η αίσθησις, τα οποία δεν έχουν δικό τους νοερό φέγγος, γεννητικό αληθείας και απαθείας; Εάν δε το μέσα σου φώς είναι καθαρό, σε περίπτωσι που δεν σκοτίζουν τα σαρκικά φρονήματα, θα είσαι τελείως φωτεινός κατά την ψυχή, όπως όταν σε φωτίζη το λυχνάρι με την λάμψι του. Τέτοια είναι η περιτομή της καρδίας κατά το πνεύμα, διά της οποίας ο Κύριος συμπλήρωσε την κατά τον νόμο περιτομή στην σάρκα, που εδόθηκε στους Ιουδαίους, για να υποσημαίνη εκείνην και να οδηγή προς εκείνην. Επειδή δε αυτοί δεν εφρόντισαν να την αποκτήσουν, η περιτομή τους, όπως λέγει ο Παύλος, έγινε ακροβυστία και αποξενώθηκαν από τον Θεό που δεν βλέπει στο πρόσωπο, δηλαδή στα φανερά δικαιώματα της σαρκός, αλλά στην καρδιά, δηλαδή στα αφανή και μέσα μας κινήματα των λογισμών.


15. Ας προσέχωμε λοιπόν κι εμείς, αδελφοί, παρακαλώ, κι ας καθαρίσωμε τις καρδιές μας από κάθε μολυσμό, για να μη συμπαρασυρθούμε μ' εκείνους που κατακρίθηκαν. Αν ο νόμος που εκτέθηκε διά του Μωυσέως «επιβεβαιώθηκε και κάθε παράβασις και παρακοή έλαβε δικαία ανταπόδοσι, πώς θα ξεφύγωμε εμείς που αμελήσαμε για την σωτηρία μας, η οποία αρχίζοντας να διακηρύσσεται από τον Κύριο διαβιβάσθηκε προς εμάς εγκύρως από εκείνους που άκουσαν, ενώ ο Θεός συνεπεκύρωνε με σημεία και τέρατα και ποικίλες δυνάμεις και με διαμερισμό του αγίου Πνεύματος;». Ας φοβηθούμε λοιπόν τον διερευνώντα καρδιά και νεφρούς· ας εξιλεώσωμε τον Κύριο των εκδικήσεων· ας βάλωμε μέσα μας ένοικο την ειρήνη, τον αγιασμό, την προσευχή με κατάνυξι, χωρίς τα οποία κανείς δεν θα ιδή τον Κύριο· ας ποθήσωμε γεμάτοι πίστι την υπεσχημένη εκείνη στους καθαρούς στην καρδιά θέα, και ας πράξωμε τα πάντα, για να επιτύχωμε αυτήν, με την οποία μαζί είναι η αιωνία ζωή, το άφθαρτο κάλλος, ο αδαπάνητος πλούτος, η αναλλοίωτη και απέραντη τρυφή και δόξα και βασιλεία.


16. Αυτά είθε να επιτύχωμε όλοι εμείς σ' αυτόν τον βασιλέα των αιώνων Χριστό· στον οποίο μόνο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό πνεύμα, στους απεράντους αιώνες. Γένοιτο.




(Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

Κυριακή Δ Νηστειῶν (Μάρκ. 9, 17-31) Ἀρχιμανδρίτου π. Μάρκου Κ. Μανώλη

ὸ θαῦμα, περὶ τοῦ ὁποίου γίνεται λόγος εἰς τὴν περικοπὴν τῆς Δ' Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, τοποθετεῖται ἀμέσως μετὰ τὴν κάθοδον τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοῦ ὄρους Θαβώρ, ὅπου μετεμορφώθη ἐνώπιον τῶν τριῶν μαθητῶν του.
Μὲ ἀπαστράπτον ἀκόμη τὸ πρόσωπον κατέρχεται ὁ Ἰησοῦς πρὸς τὸν ὄχλον, ὁ ὁποῖος ἐκθαμβεῖται βλέπων αὐτόν. Ἡ σκηνὴ μᾶς φέρει εἰς τὸν νοῦν μίαν ἀντίστοιχον ἐκ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Κατ᾽ αὐτὴν ὁ Μωυσῆς κατέρχεται ἐκ τοῦ Σινᾶ μὲ «δεδοξασμένην τὴν ὄψιν τοῦ χρώματος τοῦ προσώπου αὐτοῦ» (Ἔξ. 34, 38).
Ὁ πατὴρ τοῦ δαιμονιζομένου παιδίουφαίνεται ὅτι ἦτο πολὺ ἀσθενὴς εἰς τὴν πίστιν. Αὐτὸ τὸ φανερώνει ἡ Ἁγ. Γραφὴ διὰ πολλῶν. Ὅταν εἶπε ὁ Χριστὸς «τῷ πιστεύοντι πάντα δυνατὰ» (Μᾶρκ. Θ´ 23). Ἀπὸ ἐκεῖνο, ποὺ εἶπε ὁ πατήρ «Βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ». (Αὐτ. 22) καὶ πάλιν «Εἰ δύνασαι».
Καὶ ἐὰν ἡ ἀπιστία του ἔγινε αἰτία νὰ μὴ βγῆ ὁ δαίμων, διατὶ κατηγορεῖ τοὺς μαθητάς; Μὲ αὐτὸ ἤθελε νὰ διδάξη ὁ Κύριος ὅτι καὶ χωρὶς τὴν πίστιν τῶν ἰδικῶν του, εἶναι δυνατὸν νὰ θεραπεύσουν τὸν ἀσθενῆ. Ὅπως ἔφθανε πολλάκις ἡ πίστις τοῦ προσάγοντος, διὰ νὰ θεραπευθῆ ὁ ἀσθενής.
Καὶ τὰ δύο μαρτυροῦνται εἰς τὴν Ἁγ. Γραφήν, λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Εἶναι φανερὸν ὅτι ἐδῶ οἱ μαθηταὶ ἠσθένησαν ἀλλὰ ὄχι ὅλοι. Οἱ στῦλοι (Πέτρος - Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης) δὲν παρευρίσκοντο.
 * * * 

«Προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου καὶ οὐκ ἴσχυσαν αὐτὸν θεραπεῦσαι». Κατηγορεῖ ὁ πατὴρ τοὺς μαθητάς τοῦ Κυρίου. Ἀλλ᾽ ὁ Χριστὸς ἀπαλλάσσει τοὺς μαθητάς τῆς κατηγορίας καὶ ρίπτει τὴν μεγαλυτέραν εὐθύνην εἰς ἐκεῖνον. «ὦ γενεὰ ἄπιστος, λέγει, καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν».
Δὲν τὸν ἐλέγχει κατὰ πρόσωπον, ἀλλὰ γενικῶς ὅλους τούς Ἰουδαίους. Δὲν σταματᾶ ὅμως μέχρις ἐδῶ. Ἀλλὰ τί λέγει. «Φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε». Καὶ ἐρωτᾶ πόσον χρόνον εἶναι ἀσθενής, ἀπολογούμενος ὑπὲρ τῶν μαθητῶν του καὶ ἐκεῖνον βοηθῶν νὰ πιστεύση ὅτι θὰ γίνη καλὰ τὸ παιδί του.
Καὶ «ἀφίησιν αὐτὸν σπαράττεσθαι» ὄχι πρὸς ἐπίδειξιν, ἀλλὰ διὰ τὸν πατέρα. Ὅταν δὲ ἐκεῖνος εἶπε «ἐκ παιδὸς» (Μᾶρκ. θ' 21) καὶ ὅτι «εἰ δύνασαι, βοήθει μοι» λέγει διορθώνοντας αὐτὸν «τῷ πιστεύοντι πάντα δυνατὰ» καὶ «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι».
Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἀπήλλαξε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ δαιμόνιον. Οἱ μαθηταὶ «τότε προσελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾽ ἰδίαν. Ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;» Φαίνεται ὅτι οἱ μαθηταὶ κατελήφθησαν ἀπὸ ἀγωνίαν καὶ ἐφοβήθησαν μήπως ἔχασαν τὴν χάριν κατὰ τῶν δαιμόνων.
Διότι εἶχον λάβει τὴν ἐξουσίαν κατὰ δαιμόνων ἀκαθάρτων. Καὶ ὁ Κύριος τούς εἶπε «τοῦτο τὸ γένος (= τῶν δαιμόνων) ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσ ευχῇ καὶ νηστείᾳ».
Ἀλλὰ ἐάν, διὰ νὰ βγῆ ὁ δαίμων, χρειάζεται πίστις, διατὶ καὶ τὴν νηστείαν ζητεῖ ὁ Κύριος; Διότι, λέγει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, μαζὶ μὲ τὴν πίστιν καὶ ἡ νηστεία, δὲν δίδει ὀλίγην δύναμιν εἰς τὸν πιστόν. «Καὶ γὰρ φιλοσοφίαν πολλὴν ἐντίθησιν, καὶ ἄγγελον ἐξ ἀνθρώπου κατασκευάζει καὶ ταῖς ἀσωμάτοις δυνάμεσι πυκτεύει».
Καὶ πάλιν ὄχι μόνον ἡ νηστεία. Ἀλλὰ χρειάζεται καὶ προσευχή. Καὶ μάλιστα πρώτη ἡ προσευχή. Ἂς δοῦμε τώρα μαζὶ μὲ τὸν Ἱ. Χρυσόστομον πόσα ἀγαθὰ γίνονται ἀπὸ τὴν νηστείαν καὶ τὴν προσευχήν. Ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται καθὼς πρέπει καὶ νηστεύει, δὲν χρειάζεται πολλά.
Αὐτὸς ποὺ δὲν χρειάζεται πολλά, δὲν θὰ γίνη φιλοχρήματος. Ὁ μὴ φιλοχρήματος, εἶναι πρόθυμος καὶ διὰ ἐλεημοσύνην. Ὁ νηστεύων εἶναι ἀνάλαφρος καὶ φτερωτὸς καὶ προσεύχεται, μετὰ νήψεως, καὶ τὰς κακάς ἐπιθυμίας σβήνει καὶ ἐξιλεώνει τὸν Θεὸν καὶ τὴν ψυχήν, ποὺ ὑπερηφανεύεται, ταπεινώνει. Διά τοῦτο καὶ οἱ Ἀπόστολοι, καὶ οἱ Πατέρες καὶ οἱ μάρτυρες καὶ οἱ ὅσιοι καὶ οἱ δίκαιοι καὶ πάντες οἱ ἅγιοι πάντοτε σχεδὸν ἐνήστευαν.
Ὁ προσευχόμενος μὲ νηστείαν, ἔχει διπλάς φτερούγας καὶ εἶναι ἐλαφρότερος καὶ αὐτῶν τῶν ἀνέμων. Δὲν χασμουριέται, δὲν τεντώνεται, δὲν ἀποκοιμιέται προσευχόμενος (πρᾶγμα ποὺ παθαίνουν πολλοί), ἀλλὰ εἶναι ὁρμητικώτερος τῆς φωτιᾶς καὶ ἀνώτερος τῆς γῆς, ἕνας οὐράνιος ἄνθρωπος καὶ ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος.
 Διά τοῦτο αὐτὸς κατ᾽ ἐξοχὴν εἶναι ἐχθρὸς τῶν δαιμόνων. «Οὐδὲν ἀνθρώπου, γνησίως εὐχομένου δυνατώτερον» λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Διότι ἐὰν ἡ γυνὴ τὸν ὠμὸν ἄρχοντα, ποὺ οὔτε Θεὸν ἐφοβεῖτο οὔτε ἄνθρωπον ἐντρέπετο, κατώρθωσε νὰ τὸν λυγίση, πολὺ περισσότερον δύναται νὰ ἐπιτύχη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὁ συνεχῶς προσευχόμενος καὶ κρατεῖ τῆς κοιλίας του καὶ ἐκδιώκει τὴν τρυφήν. Ἀντιθέτως, ἡ τροφὴ καὶ ἡ μέθη εἶναι ἡ πηγὴ καὶ ἡ μήτηρ ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν κακῶν.
«Χοίρους ἐξ ἀνθρώπων ποιεῖ, καὶ χοίρων χείρους.» (Χοῖρος, βόρβορος, τρυφηλαὶ μίξεις, ἀθέσμου καὶ παρανόμου ἔρωτος). Ὁ τοιοῦτος οὐδὲν δαιμονιῶντος διαφέρει». Ἀλλὰ τὴν προσεχῆ Κυριακὴν ἑορτάζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ ἕνα μεγάλον ὅσιον καὶ ἀσκητήν, ποὺ ἐτήρησε πι στῶς αὐτοὺς τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, τὸν ἐν ἁγίοις Πατέρα ἡμῶν Ἰωάννην συγγραφέα τῆς Κλίμακος.
Ὅπως δὲ ἀναφέρει ἐν συντομίᾳ τὸ Τριώδιον ὁ ὅσιος Ἰωάννης ἐγεννήθη εἰς τὴν Παλαιστίνην περὶ τό 523, εἰς ἡλικίαν δὲ 16 ἐτῶν, ἐπειδὴ ἦτο φρόνιμος καὶ πολὺ φιλόθεος, παρέδωκε τὴν ζωὴν του εἰς τὸν Θεόν, καὶ ἔγινε εἰς αὐτὸν θυσία ἱερωτάτη, ἀφοῦ ἀνῆλθε ὡς ἀναχωρητὴς εἰς τὸ Ὄρος Σινᾶ.
Κατόπιν μετὰ 19 χρόνους, ἔρχεται εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς ἡσυχίας. Διέμεινε ἐκεῖ 40 χρόνια, θερμαινόμενος εἰς τὴν καρδίαν ἀπὸ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπην. Ἔτρωγε ἀπὸ ὅλα ὅσα εἶναι ἐπιτρεπτὰ εἰς τὴν μοναχικὴν ζωήν, ἀλλὰ πάντοτε ὀλίγον, ἐκοιμᾶτο ὀλίγον καὶ προσηύχετο ἀκαταπαύστως, μὲ δάκρυα πάντοτε εἰς τοὺς ὀφθαλμούς.
Μὲ αὐτάς τὰς ἀρετάς ἔζησε θεαρέστως καὶ συνέγραψε τοὺς λόγους περὶ ἀρετῆς, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ καθεὶς περιλαμβάνει μίαν ἀρετὴν καὶ προχωρῶν ἀπὸ τὰς πρακτικάς εἰς τὰς θεωρητικάς, ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπον, ὡς διὰ βαθμίδων τινων, εἰς οὐράνιον ὕψος. Ἐκοιμήθη τῷ 603, ἐτῶν ὀγδοήκοντα. Ἡ μνήμη αὐτοῦ τελεῖται τὴν 30 Μαρτίου. Ἑορτάζεται δὲ καὶ τὴν προσεχῆ Κυριακή, ἴσως διότι ἀπ᾽ ἀρχῆς τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς ἄρχεται συνήθως ἀναγινωσκομένη ἡ Κλῖμαξ τῶν λόγων αὐτοῦ.
Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» καὶ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος μᾶς δίδουν, φρονοῦμεν, τὴν εὐκαιρίαν νὰ ποῦμε δύο λόγια καὶ γιὰ τὸν Ὀρθόδοξον Μοναχισμόν.
Θὰ ἀκολουθήσωμεν ἕνα βοήθημα ἑνὸς εὐσεβοῦς συγχρόνου θεολόγου. Ὁ κληρικὸς αὐτὸς κατάγεται ἀπ᾽ ἐκεῖ ὅπου ἔγινε ὁ πρόσφατος μεγάλος σεισμός, ἀπὸ τὴν Ρουμανίαν, καὶ ἀγαπᾶ πολὺ τὴν ταπεινὴν προσπάθειαν τῆς Ἑνώσεώς μας.
Γνωρίζει τὰ Ἑλληνικά, μελετᾶ τοὺς Ἁγίους Πατέρας, ἔχει ζήσει εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔχει μεταφράσει τὴν Φιλοκαλίαν εἰς τὰ Ρουμανικά. Ὅταν ἦλθε πρὸ 5 ἐτῶν εἰς τὴν Ἀθήνα εἶπε εἰς μίαν διάλεξίν του πρὸς μοναχοὺς καὶ φιλομονάχους μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἕνας φιλόσοφος κάποιας χώρας ἔγραψε στὸν γιό του, ποὺ ἔγινε μοναχός.
«Γιατί, παιδί μου, ἐμίσησες τὸν κόσμο μὲ τὴν γλυκύτητά του κι ἐδιάλεξες μία ζωὴ θλίψεως;» Ὁ φιλόσοφος εἶχε δίκιο. Ἀλλὰ μόνον ὡς πρὸς τὴν ἐπιφάνεια. Ἄφησε τὸν ἑαυτό του νὰ ξεγελασθῆ ἀπὸ τὴν ἐπιφανειακὴ καὶ παροδικὴ μόνο χαρὰ καὶ γλυκύτητα, ποὺ προσφέρει ὁ κόσμος.
Δὲν διέκρινε ὅτι μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν φαινομενικὴ γλυκύτητα καὶ χαρὰ ἔρχεται ἡ δουλεία, ἡ θλῖψις, τὸ κενὸ καὶ ἡ ἔλλειψις νοήματος. Δὲν τοῦ ἦτο γνωστὸ ὅτι ὀφείλομε νὰ σταυρώσωμε αὐτὲς τὶς ἐπιφανειακὲς καὶ παροδικὲς χαρὲς καὶ γλυκύτητες, γιὰ νὰ βροῦμε μία πιὸ βαθειὰ χαρά. Τὴν χαρὰ τῆς συναντήσεως καὶ τῆς διαρκοῦς συνυπάρξεως μετὰ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας.
Αὐτὴ ἡ συνάντησις δίδει στὸν κόσμο μία βαθύτερη ὀμορφιά, μία ἀληθινὴ αἴσθησι, ποὺ προξενεῖ στὸν μοναχὸ μία ἁγνὴ καὶ δυνατὴ χαρά. Ἡ χαρὰ αὐτῆς τῆς συναντήσεως καὶ τῆς κοινωνίας μετὰ τοῦ Θεοῦ ἔχει γιὰ τὸν μοναχό, καὶ ἀκριβέστερα γιὰ τὴν μοναχή, τὸν χαρακτῆρα τῆς χαρᾶς μιᾶς νύμφης. Ἀλλὰ εἶναι πολὺ πιὸ βαθειὰ καὶ πολὺ πιὸ ἁγνὴ ἀπὸ ἐκείνη τῆς κοσμικῆς νύμφης. Καὶ γιὰ μία εὐτυχισμένη νύμφη τὸ πᾶν λάμπει ἀπὸ ὀμορφιά.
 * * * 

Γι᾽ αὐτὸ ὁ μοναχὸς δὲν μισεῖ τὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸν βλέπει μέσα σὲ μία προοπτικὴ μεταμορφωμένης ὀμορφιᾶς μέσα στὴν αἰωνιότητα. Καὶ δι᾽ αὐτῆς δίδει στὸν κόσμο μίαν ἀξίαν ἄφθαρτη καὶ ἀπείρως βαθειὰ καὶ ἔτσι τὸν ἀποκαλύπει στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ὁ κόσμος εἶναι θλιβερὸς καὶ ἀκάθαρτος γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν γνωρίζει παρὰ τὴν γήϊνη μορφὴ τῆς ζωῆς. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι θλιμμένοι, κυρίως σήμερα, ἔστω κι ἂν ζητοῦν νὰ διασκεδάζουν τὸν περισσότερον καιρὸ σ᾽ ἕνα ἐπίπεδο χαμηλό.
Εἶναι σὰν τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ γελοῦν γιὰ ἐπιφανειακὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα κι ἔπειτα διερωτῶνται: γιατί γελάσαμε; Γιατί πέσαμε τόσο χαμηλὰ γελῶντας γιὰ τὸ τίποτε; Γελάσαμε σὰν τοὺς τρελλοὺς χωρὶς αἰτία ἢ γιὰ νὰ λησμονήσωμε τὰ ἀγκάθια τῶν φροντίδων ποὺ ὑπάρχουν, γιὰ νὰ λησμονήσωμε τὴν πραγματικότητα. …
Ὅταν γνωρίζω ὅτι, ἐργαζόμενος γιὰ νὰ κάνω τὸ καλό, ἀπαρνούμενος δι᾽ ἑνὸς σταυροῦ τὶς ἐγωϊστικὲς καὶ παροδικὲς εὐχαριστήσεις μου, θὰ συναντήσω τὸ καλὸ αὐτὸ στὴν αἰωνιότητα, εἶμαι χαρούμενος. Καὶ ὁ μοναχὸς βεβαιώνει ὅτι πρέπει νά κάνη μέσα στὸν κόσμο τὸ καλὸ γιὰ τὴν αἰώνια ἀξία, ποὺ ἔχει καὶ δι᾽ αὐτοῦ δίδει τὴ ζωὴ μέσα στὸν κόσμο.
Καὶ δίνει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τὸν ἐρεθισμὸ νὰ περάσουν τὸ κενό, τὴν ἔλλειψι νοήματος ἑνὸς ἐπιφανειακοῦ κόσμου, βοηθώντας τους νὰ δώσουν στὸν κόσμο αὐτὸν μιὰ ἀληθινὴ ἀξία. Ἀλλὰ γιὰ αὐτὸ πρέπει νὰ σταυρώσωμε τὸν κόσμο καὶ τὸν ἑαυτό μας. «Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ κερδίση τὴν ψυχὴ του πρέπει νὰ τὴν θυσιάση γιὰ μένα καὶ τὸ Εὐαγγέλιό μου» εἶπε ὁ Κύριός μας.
Ὁ μοναχὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ πραγματοποιεῖ τοῦτο. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἅπαξ βρῆκε ἕνα θησαυρὸ κρυμμένο σὲ κάποιο χωράφι, πωλεῖ ὅλα τὰ ἀγαθά του, γιὰ νὰ ἀγοράση τὸ χωράφι μὲ τὸν θησαυρό. Αὐτὸς ὁ θησαυρός, ἀνεκτίμητα πολύτιμος εἶναι ὁ Θεός, καὶ τὸ χωράφι εἶναι ἡ μοναχικὴ ζωή, ποὺ ἐπιφανειακὰ δὲν δίδει τὴν ἐντύ- πωσι ὅτι ἔχει μία μεγάλη ἀξία, ἀλλὰ ἡ ὁποία κρύβει τὸν αἰώνιο θησαυρό.
Ἰδοὺ ὁ σταυρὸς καὶ ἰδοὺ ἡ χαρά, ποὺ ἔρχεται μετὰ ἀπὸ αὐτόν. Καλύτερα μπορεῖ νὰ πῆ κανεὶς ὅτι ἡ χαρὰ εἶναι κρυμμένη μέσα στὸ Σταυρό. Στὴν ἐπιφάνεια εἶναι ἕνας Σταυρὸς καὶ στὸ βάθος μία μεγάλη χαρά.
* * * 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος χαρακτηρίζει τὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν, ποὺ εἶναι ταπεινὴ καὶ χωρὶς καμιὰ ἐξωτερικὴ αἴγλη ταυτόχρονα σκυθρωπὴ καὶ λάμπουσα. Σκυθρωπὴ στὴν ἐπιφάνεια, λάμπουσα στὸ βάθος. Σκυθρωπὴ στὸ νὰ μὴ χαίρεται, νὰ μὴ ἀπολαμβάνη τὶς παροδικὲς κι ἐπιφανειακὲς χαρές. Λάμπουσα, γιατί γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔχει καὶ τότε τὴ χαρά, ὅταν δὲν πέφτη χαμηλά, ἀλλὰ ζῆ στὰ ὕψη κοντὰ στὸ Θεό.
Εἶναι κάτι σπουδαῖο αὐτὴ ἡ χαρὰ μέσα στὴν ἀπάρνησι τῶν ἐπιφανειακῶν ἀπολαύσεων, γιατί πολὺ δύσκολα ἀρνούμεθα αὐτὲς τὶς εὐχαριστήσεις. Αὐτὴ ἡ ἀπάρνησι συνοδεύεται πάντοτε ἀπὸ μία χαρὰ πολὺ πιὸ μεγάλη.
Ἕνας μοναχὸς ἔδωσε ἀμέσως τὸ ὡραῖο ἔνδυμα, ποὺ τοῦ ἐχάρισαν, σ᾽ ἕνα φτωχὸ ποὺ συνάντησε μετὰ ἀπὸ ὀλίγο. Τὸν ρώτησαν: Ποῦ εἶναι, ἀδελφέ, τὸ ἔνδυμα πού σοῦ ἔδωσαν; Ὤ! εἶναι πλέον εἰς τὸν Παράδεισον καὶ μὲ περιμένει, ἀπάντησε.
Ἰδοὺ ὁ ἐξωτερικὸς σταυρὸς καὶ ἡ ἐσωτερικὴ χαρά. Ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ παράδειγμα βλέπομε ὅτι ὁ μοναχὸς δὲν μισεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς ἀγαπᾶ ἐν Θεῷ. Καὶ γι᾽ αὐτὸ τοὺς δίνει μεγαλύτερη ἀξία. Ἔτσι οἱ μοναχοὶ βλέπουν τὰ πράγματα ἐν Θεῷ καὶ ἀποκαλύπτουν τὶς βαθύτερες αἰτίες τῆς ὑπάρξεώς τους.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος θεολόγος εἶπε: Στὸ πρόσωπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου πρέπει νὰ βλέπωμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ «Πάντας τοὺς πιστοὺς ὡς ἕνα βλέπειν ὀφείλομεν καὶ ἐφ᾽ ἑνὶ ἑκάστῳ αὐτῶν εἶναι λογίζεσθαι τὸν Χριστόν· καὶ οὕτω τῇ πρὸς αὐτὸν ἀγάπῃ διάκεισθαι, ὡς ἑτοίμους εἶναι ὑπὲρ αὐτοῦ τιθέναι τὰς ἰδίας ψυχάς».
Κάνοντας αὐτὸ ταπεινώνομαι ἐνώπιόν του. Ἔτσι δὲν θὰ ταπεινώσω τὸν ἄλλον. Δὲν θὰ ζητήσω τὴ χαμηλὴ καὶ κατώτερη εὐχαρίστησι, ποὺ τὸν ταπεινώνει. Δὲν θὰ φερθῶ μὲ ἐγωϊσμὸ καὶ μὲ ὑπερηφάνεια ἐνώπιόν του καὶ δὲν θὰ τὸν κάμω ἀντικείμενον ἱκανοποιήσεως τῶν διεστραμμένων καὶ τῶν ἐγωϊστικῶν μου προθέσεων καὶ ἐπιθυμιῶν.
Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπον θὰ κερδίσω καὶ ἐκεῖνον γιὰ τὸν Χριστόν. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον οἱ μοναχοὶ ἐπιστρέφουν στὸν Θεὸν ὅλα τὰ πράγματα καὶ τὰ πρόσωπα ἐξωραϊσμένα. Ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ μοναχοῦ ἔχουν μεταστραφῆ ἀπὸ τὴν κατεύθυνση τοῦ ἐγωιστικοῦ συμφέροντος πρὸς τὴν κατεύθυνσι τῆς ἐργασίας διὰ τὴν κοινωνίαν καὶ κατὰ συνέπειαν διὰ τὸν Θεόν. Ἢ μᾶλλον διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
 * * * 

Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ θεωροῦμεν τὸν κόσμον σὰν ἕνα μεγάλο δῶρον τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ τὸ δῶρον προσφέρεται ἀπὸ κάποιον γιὰ νὰ κερδίση τὴν ἀγάπην, γιὰ νὰ πραγματοποιήση ἕνα διάλογο ἀγάπης, μεταξὺ αὐτοῦ καὶ ἐκείνου στὸν ὁποῖον τὸ προσφέρει.
Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος προσκολλᾶται ἐξ ὁλοκλήρου στὸ δῶρον καὶ ξεχνᾶ τὸν δωρητήν, τότε δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν ἀγάπην του καὶ ὁ διάλογος τῆς ἀγάπης μεταξύ τους δὲν πραγματοποιεῖται. Ὀφείλομε νὰ λησμονήσωμε καὶ νὰ ὑπερπηδήσωμε μὲ κάθε τρόπον τὸ δῶρον, γιὰ νὰ ἰδοῦμε τὸν Θεόν, τὸν Δωρητήν.
Ὀφείλομε νὰ μεταχειριζώμεθα, τὰ δῶρα σὰν νὰ μὴ ὑπῆρχαν, γιὰ νὰ συναντήσωμε τὸν Δωρητήν. Ὁ Σταυρὸς εἶναι τοποθετημένος στὸ δῶρον, γιὰ νὰ βλέπωμε τὸν δωρητήν. Ὁ Σταυρὸς κάνει τὸν κόσμον καὶ μᾶς τοὺς ἴδιους διαφανεῖς, γιὰ νὰ βλέπωμε τὸν Θεόν.
Διά τοῦ Σταυροῦ οἱ μοναχοὶ ἔρχονται σὲ ἄμεση ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεόν, ὅπως οἱ ἄγγελοι. Εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη χαρὰ νὰ ἐπικοινωνήσης μετὰ τοῦ Θεοῦ ὡς προσώπου, παρὰ μὲ ὅλα τὰ πράγματα. Χαίρομαι γιὰ τὸ δῶρο, πού μοῦ προσφέρει ἕνας φίλος.
Ἀλλὰ ὅταν ἔλθη ὁ φίλος λησμονῶ τὸ δῶρον. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀπείρως περισσότερον ἀνεκτίμητος ἀπὸ τὰ δῶρα. Μέσα στὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν ἔρχεται ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος, γιατί ἐκεῖνοι ξεχνοῦν τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ δοῦν ἐν συνεχείᾳ τὸν Θεόν. (Ἰώβ κλπ).
* * * 

Ἡ σταύρωσις τῆς κλίσεως πρὸς τὶς ἀπολαύσεις εἶναι ἐπίσης ἕνα μέσον, γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ ἄλλοι σταυροί, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀπελπι- σία. Οἱ σταυροὶ ἐκείνων, ποὺ χάνοντας τὸν κόσμο χωρὶς τὴν θέλησί τους πιστεύουν ὅτι δὲν ὑπάρχει πλέον τίποτε παρὰ μόνον τὸ μηδέν.
Ἕνας πατέρας τῆς ἐκκλησίας λέγει: Γνωρίζω τρεῖς σταυρούς: Ἕνα σταυρὸ πού σώζει. Εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα σταυρὸ διὰ τοῦ ὁποίου σώζεται ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ καλοῦ ληστοῦ, τοῦ ἐκ δεξιῶν τοῦ Χριστοῦ σταυρωθέντος.
Γνωρίζω κι ἕνα τρίτο σταυρό, ποὺ σὲ κάνει νὰ χάνεσαι γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ ἐξ ἀριστερῶν τοῦ Χριστοῦ σταυρωθέντος ληστοῦ. Οἱ τύποι αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, τῶν δύο ληστῶν, ἀντι- προσωπεύουν ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα.
 Ἡ ζωὴ τῆς προσευχῆς τῶν μοναχῶν δείχνει ὅτι εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Θεόν. Ἡ λησμοσύνη τοῦ κόσμου δὲν σημαίνει ἀδιαφορίαν γιὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Οἱ μοναχοί, ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ αὐστηροὶ ἐρημῖται, προσεύχονται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς παρηγοροῦν περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 9,17-31) ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΓΟΝΕΩΝ +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε Τετάρτη (Δ΄) Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Θέλω νὰ στρέψω τὴν προσοχή σας στὸ εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας. Εἶνε ἡ ἱστορία ἑνὸς πατέρα, καὶ συγχρόνως ἡ ἱστορία ὅλων τῶν οἰκογενειαρχῶν ὅλων τῶν αἰ­ώνων κάθε ἐποχῆς καὶ ἰδίως τῆς σημερινῆς.

* * *

Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο; Ἕνας πατέρας εἶχε ἕ­να παιδὶ ποὺ ἀρρώστησε ἀπὸ ἀρρώστια φοβερή· τὰ αἴτιά της ἦταν ὄχι φυσικὰ ἀλλὰ ὑ­περφυσικά· ὀνομάζεται δαιμονισμός. Καὶ σήμερα πολλὰ πράγματα ποὺ συμβαί­νουν στὶς οἰκογένειες πιστεύω ὅτι δὲν ἐξηγοῦνται ἀλ­λιῶς· εἶνε δαιμονισμός, ὅπως περιέγραψε ὁ ῾Ρῶ­σος Ντοστογιέφσκυ στὸ ἔργο του Δαιμονισμένοι. Ὅπως τὸ βόδι, ποὺ ἅμα τὸ πιάσῃ ὁ τάβανος δὲν ἡσυχάζει πιὰ ἀλλὰ τρέχει ἀσυγ­κρά­­τητο μὲ τὸ κεφάλι κάτω, ἔτσι μοιάζουν πολλὰ παιδιά. Δὲν ἡσυχάζουν· εἶνε δυστυχισμένα, καὶ πιὸ δυστυχισμένοι οἱ γονεῖς τους.
Τὸ παιδὶ αὐ­τὸ λοιπὸν δαιμονίστηκε, τὸ «τσί­μ­πησε μῦγα» δαιμονική. Ὅταν τό ᾽πιανε κρίσις ἔπεφτε κάτω καὶ χτυπιόταν, σπαρταροῦσε σὰν τὸ ψάρι, ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπ᾽ τὸ στόμα κ᾽ ἔτριζε τὰ δόντια. Ὁ πατέρας τὸ εἶχε πάει παντοῦ, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν οὔτε γιατροὶ οὔτε μάγοι οὔτε κανεὶς ἄλλος νὰ τὸ θεραπεύσουν. Ἀ­πελπισμένος πιὰ πῆγε στὸ Χριστό. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ εἶδε τὸ παιδὶ νὰ κυλιέται μπροστὰ στὰ πόδια του, ρώτησε τὸν πατέρα· ―Πόσον και­ρὸ εἶνε ἔτσι τὸ παιδί; Καὶ ὁ πατέρας ἀπήν­τησε· ―«Παιδιόθεν», ἀπὸ μικρό (Μᾶρκ. 19,21).
Γεννᾶται ἡ ἀπορία· γιατί ρωτάει ὁ Χριστός; δὲν ξέρει; Ὡς Θεὸς παντογνώστης ξέρει ὅ­λες τὶς λεπτομέρειες, ἀλλὰ ρώτησε ἐπίτηδες. Ὅπως ὁ δάσκαλος ρωτάει τὸ μαθητὴ ὄχι διότι ἀγνοεῖ, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν διδάξῃ κάτι, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ὁ αἰώνιος διδάσκαλος· ρώτησε, διότι ἀπὸ τὴν ἀπάντησι τοῦ πατέρα ἤθελε νὰ βγάλῃ μιὰ μεγάλη διδασκαλία· ὅτι οἱ γονεῖς πρέπει νὰ ἐνδιαφέρωνται γιὰ τὰ παιδιά τους ἀπὸ νωρίς, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννιῶνται κι ἀ­κούγεται τὸ πρῶτο τους κλάμα, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θηλάζουν καὶ λένε τὶς πρῶτες λέξεις.
Τὸ ἐπεισόδιο λοιπὸν αὐτὸ ἔχει μεγάλη παιδαγωγικὴ σημασία, ἰδίως γιὰ τοὺς γονεῖς. Τότε ἦταν αὐτὸς ὁ πατέρας μὲ δαιμονισμένο τὸ παιδί· σήμερα χιλιάδες παιδιὰ εἶνε δαιμονισμένα. Ποιός φταίει, ποιός εὐθύνεται γι᾽ αὐτό; Εὐθύνη φέρει καὶ ἡ πολιτεία – τὸ κράτος, εὐ­θύνη φέρει καὶ ἡ Ἐκκλησία, εὐθύνη φέρει καὶ ἡ κοι­νωνία· ἀλλὰ σὲ τελευταία ἀνάλυσι τὸ μεγάλο μερίδιο εὐθύνης φέρουν ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα, οἱ γονεῖς. Ἐξετάζοντας τὴ διαγωγὴ τῶν γονέων μποροῦμε νὰ τοὺς κατατάξουμε στὶς ἀκόλουθες τέσσερις κατηγορίες.
⃝ Πρώτη κατηγορία γονέων εἶνε οἱ ἀδιάφο­ροι. Γι᾽ αὐτοὺς «πέρα βρέχει». Εἶνε ἄνθρωποι ποὺ συνήθισαν νὰ κάνουν πάντα τὰ κέφια τους. Ἔτσι καὶ στὸ γάμο. Παν­τρεύονται καὶ γεννοῦν παιδιά, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ γεννηθῇ τὸ παιδὶ ἀμελοῦν τὸ χρέος τους ἀπέναντί του· δὲ νοιάζονται γιὰ τὴν ἀνατροφή του. Συνεχίζουν τὴ ζωή τους ὅ­πως πρίν· κυνηγοῦν τὶς δι­ασκεδάσεις καὶ τὰ θεάματα, τρέχουν στὰ κέν­τρα, στὸ χαρτοπαί­γνιο, στὸ ξενύ­χτι, στὸ πιοτὸ καὶ στὸ μεθύσι…. Ὡς πρὸς τὴ διαπαιδαγώγησι τοῦ παιδιοῦ μένουν τελείως ἀδιάφοροι.
Ἔγραψαν οἱ ἐφημε­ρίδες τὸ ἑξῆς φοβερό. Κάποιο εὐκατάστατο ἀντρόγυνο στὴν Ἀθήνα ἔκλεισαν τὰ δυὸ μικρά τους παιδιά, ἡλικίας 3 – 4 ἐτῶν, μέσα στὸ πολυ­τελὲς διαμέρισμά τους, τοὺς ἔδωσαν καὶ ὑ­πνωτικὸ νὰ κοιμηθοῦν, κι αὐ­τοὶ βγῆκαν σὲ κέντρο στὴ Γλυφάδα νὰ διασκεδάσουν. Ξύπνησαν ὅμως τὰ παιδιά, εἶδαν ὅτι ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα λείπουν, ἔβαλαν τὶς φωνὲς μέσ᾽ στὸ σκοτάδι κι ἀναστάτωσαν ὅλη τὴν πολυκατοικία. Οἱ συγκάτοικοι εἰδοποίησαν καὶ ἡ ἀστυνομία ἦρθε καὶ τὰ βρῆκε ὁλομόναχα. Τὸ πρωὶ κατὰ τὶς 5 ἡ ὥρα γύρισαν οἱ προκομμένοι οἱ γονεῖς. Προτίμησαν τὴ διασκέδασι ἀ­διαφορώντας γιὰ τὰ παιδιά τους.
Δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ ἦρθε στὴ μητρό­πολι ἀπὸ ἕνα χωριὸ μιὰ γυναίκα μὲ πέντε παιδάκια. Εἶμαι δυστυχισμένη, λέει. Ὁ ἄντρας μου μᾶς ἄφησε, πῆγε στὴ Γερμανία τάχα νὰ ἐργαστῇ, καὶ ἕνα χρόνο τώρα οὔτε ἕνα μάρκο δὲν ἔστειλε. Τρώει τὰ λεφτά του μὲ ξένες γυναῖ­κες. Ἔγραψα στὸν πρόξενο ἐκεῖ, μὰ ποῦ νὰ τὸν βρῇ κι αὐτὸς στὴν ἀχανῆ χώρα; Μᾶς ξέχασε…
Αὐτοὶ οἱ γονεῖς δὲ διδάσκονται ἔστω ἀπὸ τὰ ζῷα; Πῆγα σ᾽ ἕνα χωριὸ κι ἄκουσα μιὰ ἀγελάδα νὰ κλαίῃ ὅλη νύχτα. ―Τί ἔπαθε; ρωτῶ. ―Τῆς πῆραν τὸ μοσχαράκι, μοῦ λένε. Δὲν πᾷς νὰ πά­ρῃς ἀπὸ μιὰ προβατίνα τὸ ἀρνάκι της; Δὲν τολμᾷς νὰ πάρῃς τὸ λιονταράκι ἀπὸ τὴ λέαινα; θὰ σὲ ξεσχίσῃ. Ἀνέβηκε κυνηγὸς στὴ φωλιὰ ἑνὸς ἀετοῦ νὰ πάρῃ τὰ πουλιά του, κι ὁ ἀετὸς ἔπεσε πάνω του καὶ τὸν σκότωσε. Τὰ ζῷα ἔ­χουν περισσότερη φροντίδα γιὰ τὰ μικρά τους.
Ὑπάρχουν βέβαια γονεῖς ποὺ φροντίζουν νὰ ἔχουν τὰ παιδιά τους ροῦχα, παπούτσια, κάλτσες, βιβλία, καὶ πρὸ παντὸς φαῒ καλὸ καὶ πλούσιο – γι᾽ αὐτὸ δὲν τὰ νηστεύουν Τετάρτη – Παρασκευή. Φροντίζουν δηλαδὴ γιὰ τὰ ὑ­λικά, καὶ νομίζουν ὅτι ἔτσι τελείωσε ἡ ὑποχρέ­ωσί τους, ἀλλὰ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ κανένας λόγος. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶνε, ὅτι τέτοια παιδιά, ποὺ στεροῦνται τὴν ψυχικὴ καλλι­έρ­γεια, γίνονται ἀνάγωγα καὶ διεστραμμένα.
⃝ Ἡ δεύτερη κατηγορία εἶνε οἱ μοντέρνοι γο­νεῖς. Αὐτοὶ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ παιδιά· τὸ ἐν­διαφέρον τους ὅμως εἶνε νὰ ἐξελιχθοῦν κα­τὰ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, σύμφωνα μὲ τὸ ῥεῦ­μα τῆς ἐποχῆς. Ἡ κόρη τους νὰ ντυθῇ μὲ τὴν τελευταία μόδα· ὁ γυιός τους νὰ μετέχῃ σὲ ὅ­λες τὶς κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις καὶ τὰ παιχνί­δια· νὰ μάθουν μουσική, ξένες γλῶσσες, τρόπους εὐγενείας. Θέλουν νὰ ἔχουν παιδιὰ ἐξελιγμένα κατὰ τὰ εὐρωπαϊκὰ καὶ ἀμερικανικὰ πρότυπα, ὄχι χωριάτες. Ἐνδιαφέρονται λοι­πόν, ἀλλὰ λανθασμένα. Ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν πνευματικὴ διάπλασι τῶν παιδιῶν, ἀποφεύγουν νὰ τοὺς δώσουν χριστιανικὴ ἀνατροφή, δὲν τ᾽ ἀ­φήνουν νὰ ἔρθουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ διδασκαλία της. Ἀλλ᾽ ἐὰν τὸ παιδί σου μάθῃ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου, δὲν γίνῃ ὅμως ἄνθρωπος, τί νὰ τὸ κάνῃς;
⃝ Τρίτη κατηγορία γονέων εἶνε οἱ ἄθεοι. Αὐτοὶ δὲν πιστεύουν, καὶ εἶνε ὄχι ἁπλῶς ἀδιάφοροι ἀλλὰ καὶ ἐπιθετικοί· πᾶνε κόντρα στὴ χριστια­νι­κὴ διαπαιδαγώγησι τῶν παιδιῶν τους. Θέλουν νὰ ξερριζώσουν ἀπὸ τὴν ψυχή τους τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα καὶ νὰ τὰ κάνουν ἄθεα.
Μιὰ φορὰ σὰν ἱεροκήρυκας, ὅταν πλησιάσα σ᾽ ἕνα χωριό, ἄκουσα μιὰ φοβερὴ βλαστήμια. Πλησιάζω καὶ τί νὰ δῶ· κάτω ἀπὸ ἕνα δέν­τρο ἕνας πατέρας κρατοῦσε τὸ παιδάκι του στὴν ἀγκαλιὰ καὶ τὸ μάθαινε νὰ βλαστημάῃ τὸ Θεό!
Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Πτολεμαΐδος ἕνα παιδὶ τε­­λείωσε τὸ σχολεῖο μὲ ἄριστα καὶ παίρνον­τας τὸ ἀπολυτήριο εἶπε στοὺς γονεῖς του, ὅτι θὰ σπουδάσῃ θεολόγος, γιὰ νὰ γίνῃ ἱεροκήρυκας καὶ νὰ πάῃ μάλιστα στὴν Οὐγκάντα ἱεραπόστολος. Κι ὁ πατέρας σήκωσε καρέκλα νὰ τὸ χτυπήσῃ. Ἔκαναν οἰκογενειακὸ συμβούλιο κ᾽ ἔβαλαν τοὺς συγγενεῖς ὅλους νὰ πιέσουν τὸ παιδὶ ν᾽ ἀλλάξῃ ἀπόφασι καὶ νὰ σπουδάσῃ κάτι προσοδοφόρο. Καὶ ἦταν τέτοιος ὁ πόλεμος νεύρων, ὥστε τώρα τὸ παιδὶ ἀπὸ ἀριστοῦχος κατήντησε νὰ εἶνε στὸ ψυχιατρεῖο. Γι᾽ αὐτὸ ὑ­πάρχει σήμερα τόση ἔλλειψις κληρικῶν.
⃝ Πρώτη κατηγορία λοιπὸν οἱ ἀδιάφοροι, δευ­τέρα κατηγορία οἱ μοντέρνοι, τρίτη κατηγορία οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, καὶ τετάρτη κατηγορία οἱ εἰδωλολάτρες. Γονεῖς εἰδωλολάτρες εἶ­νε ἐκεῖ­νοι ποὺ κάνουν τὸ παιδί τους εἴδωλο καὶ τὸ λατρεύουν. Σπεύδουν ν᾽ ἀνταποκρι­θοῦν σὲ κάθε ἐπιθυμία του, ἱκανοποιοῦν ὅλες τὶς ἀ­­παιτήσεις του, ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ παράλο­γες, δὲν τοῦ χαλοῦν ποτέ χατίρι. Οἱ γονεῖς αὐ­τοὶ δὲν βλέπουν στὸ παιδί τους κάτι ποὺ νὰ θέλῃ δι­όρθωσι, θεω­ροῦν τὸν κανακάρη τους ἰδανικό. Γι᾽ αὐτὸ δὲν φρον­τίζουν νὰ τὸν διαπλά­σουν, νὰ περικόψουν ἐλαττώματα καὶ νὰ καλλιεργή­σουν ἀγαθὰ στοιχεῖα ποὺ λείπουν. Δὲν παιδεύουν, δὲν μαλώνουν, δὲν τιμωροῦν τὸ παιδί. Τὸ ἐπαινοῦν μπροστά του, καὶ καυχῶνται στοὺς ἄλλους γι᾽ αὐτὸ μπροστὰ καὶ πίσω του. Ἂν κάποιος τοὺς ἐνημερώσῃ γιὰ κάποια ἀταξία του καὶ τοὺς ἐπισημάνῃ κάποια ἀδυναμία του, τὸν κάνουν ἐχθρό.
Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς κακῆς ἀγωγῆς εἶνε ὅτι διαπλάθονται φίλαυτοι καὶ ἐγωιστικοὶ τύ­ποι, ἀπαιτητικοὶ καὶ ἐριστικοί, ἀκοινώνητοι καὶ ἀγύμναστοι στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς. Καὶ αὐτὰ τὰ γεύονται πρῶτοι οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς πού, ἀντὶ τῶν τόσων περιποιήσεων, εἰσπράττουν συχνὰ ἀπὸ τὸ κακομαθημένο παιδί τους ἀστοργία καὶ ἀδιαφορία, ὅπως περιγράφει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς στὶς διδαχές του.

* * *

Ὁ σωστὸς γονεύς, ἀγαπητοί μου, οὔτε ἀδι­αφορεῖ γιὰ τὸ παιδί του, ἀλλ᾽ οὔτε τὸ κάνει εἴ­δωλο. Ἐνδιαφέρεται καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸ διαπαιδαγωγήσῃ ἀπὸ τὴ μικρή του ἡλικία μακριὰ ἀπὸ τὴ μόδα καὶ τὴν ἀθεΐα. Σκοπός του εἶνε νὰ τοῦ κληροδοτήσῃ τὴν πίστι καὶ νὰ τοῦ διδάξῃ τὴν ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 23-3-1974 Σάββατο ἑσπέρας)

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΛΙΜΑΚΟΣ) « Κύριε, βοήθει μου τη απιστία!» Αρχιμ. Σπυρίδων Πετεινάτος

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)
« Κύριε, βοήθει μου τη απιστία!»
Ο λόγος του δυστυχισμένου πατέρα με το βαρειά άρρωστο παιδί φανερώνει πως η πίστη του ήταν μερική, όχι δυνατή και ολοκληρωμένη. Όταν οι μαθητές απέτυχαν να θεραπεύσουν το παιδί του κλονίζεται και πλησιάζει τον Κύριο με αμφιβολία. « Ει τι δύνασαι, βοήθησον ημίν σπλαχνισθείς εφ΄ ημάς ». Και όταν ο Κύριος τον επιτιμά, λέει : « Πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τη απιστία ».
Ούτε ο πόνος του, ούτε τα όσα θα είχε ακούσει για τις θαυματουργικές του Κυρίου θεραπείες ήταν αρκετά να τον υψώσουν στις κορυφές της μεγάλης πίστεως. Ζούσε και ο πατέρας εκείνος στο δραματικό κλίμα της ολιγοπιστίας.
Αλλ΄ όχι μόνο ο πατέρας εκείνος. Και πολλοί άλλοι και εμείς συχνά ζούμε στο κλίμα της ολιγοπιστίας. Δεν είμαστε οι άπιστοι. Είμαστε οι ολιγόπιστοι, οι κλονιζόμενοι. Όταν όλα πάνε καλά, όταν υπάρχει ειρήνη, όταν όλα μας τα δίνει ο Θεός τότε καλά. Όταν όμως έρθει μια συμφορά, μια αρρώστια στο σπίτι, ένας θάνατος, μια οικονομική δυσχέρεια, μια ηθική θλίψη, κλονιζόμαστε. Μοιάζουμε, με τον Απόστολο Πέτρο πάνω στα κύματα. Μόλις σηκώθηκε μια βίαιη πνοή του ανέμου άρχισε να καταποντίζεται. Και δεν κλονιζόμαστε μόνο. Κάποτε φθάνουμε και στην απιστία. Λέμε τὀτε τον σκληρό λόγο : « Δεν ενδιαφέρεται για μένα ο Θεός » ή «με ξέχασε ο Θεός ! »
Το πρωταρχικό αίτιο του κλονισμού αυτού είναι εσωτερικό, βαθύ. Προέρχεται από την ψυχή, που δεν έχει ρίξει ρίζα βαθειά. Από την ψυχή που δεν έχει ρίξει άγκυρα, η οποία να φθάνει και να γαντζώνεται από τον ασάλευτο βράχο. Αρκείται ο άνθρωπος αυτός στην επιφάνεια, στην επιφανειακή πίστη. Πηγαίνει κάπου – κάπου στην εκκλησία, τηρεί μερικά θρησκευτικά καθήκοντα, παρουσιάζεται, όπου τον συμφέρει, άνθρωπος πιστός. Δεν έχει όμως ποτέ ενδιαφερθεί για μια βαθυτέρα αυτοκαλλιέργεια, για μια συστηματική τόνωση της πίστεώς του, ώστε όταν έρθουν οι καταιγίδες, οι άνεμοι και οι βροχές να είναι ακλόνητος. Αυτός κτίζει το πνευματικό του οικοδόμημα πάνω στην άμμο. Γι΄ αυτό όταν λυσσομανά ο βορριάς και οι καταιγίδες ορμητικές παρασύρουν τα πάντα, παρασύρουν και τούτο το οικοδόμημα. Και η πτώση του τότε είναι μεγάλη.
Η ολιγοπιστία πολλών ανθρώπων έχει και μια δεύτερη αιτία: το κλίμα της εποχής μας, που είναι κλίμα αμφιβολίας και κλονισμού της πίστεως στην πρόνοια και στην αγάπη του Θεού, όπως λέγεται συχνά. Τούτα τα κηρύγματα και συγχρόνως ο ρυθμός της εποχής μας, η ταχύτητα, ο θόρυβος, το κυνηγητό των ποικίλων απολαύσεων, σπρώχνουν πολλούς ν΄αδιαφορούν για κάθε τι το πνευματικό, το υπερυλικό, το θεϊκό. Οι γέφυρες με τον Ουρανό είναι μισογκρεμισμένες. Κρατάμε τον Θεό μακρυά μας και ζούμε χωρίς της ελπίδος των ζωογόνο πνοή.

Αλλ΄ο πατέρας του ταλαιπωρημένου εκείνου παιδιού, δεν μένει στην ολιγοπιστία του, προχωρεί, την ομολογεί στον Κύριο, κάνοντας την επανάστασή του. Κάνει το πρώτο βήμα και ζητάει αμέσως να τον βοηθήσει. « Βοήθει μου τη απιστία ». « Βοήθησέ με να υπερνικήσω την απιστία μου ». Και οι μαθητές κάποτε είχαν ζητήσει να τους τονώσει ο Κύριος την πίστη τους, όταν και αυτού βρέθηκαν σε δύσκολες ώρες, είχαν τότε κραυγή ανυψώσει : « Πρόσθες ημίν πίστιν, Κύριε ».
Η προσευχή, που ζητάει ενίσχυση της πίστεως σε ώρες σκληρές, είναι από τις πιο υπέροχες αιτήσεις. Και σήμερα τούτο πολλοί το έχουμε δοκιμάσει. Κάποια ώρα που λυγίζουμε από τον πόνο, που κάμπτεται η εμπιστοσύνη μας στον Θεό, όταν γονατίσουμε και προσευχηθούμε, όταν μπούμε σε μια ήσυχη εκκλησία και ζητήσουμε να μας ενισχύσει την πίστη, με φτερά γυρίζουμε στο σπίτι μας. Ο Κύριος, ο σπλαχνικός Πατέρας περιμένει αυτή την προσευχή, και την ακούει και δίνει την χάρη και την συμπαράστασή Του.
Και όσοι αμφιβάλλουμε για την αλήθεια αυτή, δεν έχουμε παρά στην δύσκολη στιγμή, που θα νοιώσουμε κάποια αμφιβολία, να πούμε : « Κύριε, βοήθει μου τη απιστία !»

\

Κυριακή Δ Νηστειών Η θεραπεία του δαιμονισμένου

Μπορούμε να προσευχηθούμε εμείς…

Μόλις ο Κύριος κατέβηκε από το όρος Θαβώρ, από το φως της Μεταμορφώσεως κάτω στον κόσμο, ένας πατέρας έτρεξε κοντά του να Του πει τον μεγάλο πόνο του: Διδάσκαλε, σου έφερα τον γιο μου, που τον κυρίευσε δαιμονικό πνεύμα και του πήρε τη φωνή. Υποφέρει πολύ! Όταν τον πιάσει, τον ρίχνει στη γη, τον κάνει ν’ αφρίζει, να τρίζει τα δόντια του και τον αφήνει ξερό και αναίσθητο. Πολλές φορές τον έριξε στη φωτιά και στο νερό για να τον εξοντώσει. Παρακάλεσα τους μαθητές σου να τον ελευθερώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν.
Τότε ο Κύριος γεμάτος παράπονο αναφώνησε:
— Ω γενεά που παραμένεις άπιστη και διεστραμμένη, ενώ είδες τόσα θαύματα! Μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας και θα σας ανέχομαι; Φέρτε τόν μου εδώ.
Μόλις όμως έφεραν τον νέο μπροστά στον Κύριο, το θέαμα ήταν φοβερό. Το πονηρό πνεύμα άρχισε να συνταράζει με σπασμούς τον νέο, ο οποίος, αφού έπεσε στη γη, κυλιόταν κι έβγαζε αφρούς από το στόμα του.
Δεν μπορούσε όμως να πει ούτε λέξη. Μόνο κραυγές μπορούσε να βγάζει πολλές, που συγκλόνιζαν τις καρδιές όσων τον έβλεπαν. Ο νέος αυτός δεν μπορούσε να μιλήσει, να εκφράσει την ικεσία του στον Κύριο, να ζητήσει τη σωτηρία του. Κι αντί γι’ αυτόν παρακαλεί ο πατέρας.
Εδώ έχουμε μία περίπτωση δαιμονισμένου παιδιού. Όμως ο διάβολος και με πολλούς άλλους τρόπους εξουσιάζει τους ανθρώπους, ιδιαιτέρως στη δαιμονοκρατούμενη εποχή μας, πόσοι νέοι ζουν μακριά από τον Θεό και υποφέρουν κυριευμένοι από τα δαιμονικά τους πάθη. Μαζί τους βασανίζονται και οι συγγενείς τους. Κι όταν αυτοί είναι άνθρωποι του Θεού, υποφέρουν ακόμη περισσότερο κατανοώντας την κατάσταση των αγαπημένων τους.
Ο πατέρας όμως του Ευαγγελίου δίνει σ’ όλους αυτούς και σ’ όλους τους πιστούς ένα μεγάλο δίδαγμα. Όταν αυτοί δεν μπορούν ή δεν θέλουν να προσευχηθούν για τον εαυτό τους, να προσευχόμαστε εμείς γι’ αυτούς. Κάθε φορά που βλέπουμε στους ιερούς ναούς μας ότι απουσιάζουν από τη θεία λατρεία χιλιάδες νέοι, νέοι που ξενύχτησαν στα σκοτεινά κέντρα του κόσμου και πολλοί έχασαν τη νεανική τους δροσιά και καθαρότητα, ας προσευχόμαστε εμείς γι’ αυτούς. Ας πονέσουμε εμείς για το δικό τους μαρτύριο. Ας κλάψουμε εμείς για το δικό τους δράμα. Και να είμαστε βέβαιοι ότι τα δικά μας δάκρυα, οι δικές μας ικεσίες, θα μαλακώσουν κάποτε τις ψυχές πολλών νέων, θα φέρουν τη μετάνοια και την επιστροφή τους.

Προσευχή και νηστεία

Ο πατέρας συνεχίζει την ικεσία του. Κύριε, εάν μπορείς να κάνεις κάτι, λυπήσου μας και βοήθησέ μας. Όμως ο Ιησούς του αποκρίνεται: Εσύ εάν μπορείς να πιστεύσεις, τότε όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει. Κι αμέσως ο πατέρας γεμάτος δάκρυα φωνάζει: Πιστεύω, Κύριε, βοήθησέ με στην ολιγοπιστία μου.
Τότε ο Ιησούς Χριστός με θεϊκή εξουσία λέει: Πνεύμα άλαλο και κουφό, εγώ σε διατάζω, βγες από αυτόν και μην ξαναμπείς ποτέ μέσα του. Και το πονηρό πνεύμα, αφού έκραξε και συντάραξε τον νέο, έφυγε αφήνοντάς τον κάτω στη γη σαν νεκρό. Τότε ο Κύριος τον έπιασε από το χέρι και τον σήκωσε. Οι μαθητές έκπληκτοι Τον ρωτούν κατόπιν ιδιαιτέρως: Γιατί, Κύριε, εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το πονηρό πνεύμα; Κι Εκείνος απαντά: Αυτό το είδος του δαιμονίου δεν φεύγει από τον άνθρωπο παρά μόνο με προσευχή και νηστεία.
Γιατί όμως το σκληρό αυτό είδος διαμονίου δεν μπορεί να βγει από τον άνθρωπο παρά μόνο με προσευχή και νηστεία; Αλλά και γενικότερα γιατί η προσευχή μαζί με τη νηστεία έχουν τόσο μεγάλη δύναμη;
Διότι όταν ο άνθρωπος προσεύχεται έπειτα από νηστεία τροφών και παθών, η προσευχή του έχει το στοιχείο της ασκήσεως, της θυσίας και της προσφοράς. Τότε ο άνθρωπος δεν δυσκολεύεται να προσευχηθεί, δεν κουράζεται από το βάρος των φαγητών ή από το βάρος των τύψεων, αλλά είναι ανάλαφρος. Η νηστεία που ορίζει η Εκκλησία μας δίνει φτερά στην προσευχή, διότι ταπεινώνει τον άνθρωπο. Τον γυμνάζει σωματικά και ψυχικά. Απονεκρώνει τις σαρκικές επιθυμίες και ηδονές και προετοιμάζει το σώμα κατάλληλα για να μην καταστεί εμπόδιο, αλλά να υπηρετήσει την ψυχή την ώρα της προσευχής. Μια τέτοια προσευχή, που γίνεται με νηστεία τροφών και παθών, επειδή έχει το στοιχείο της ταπεινώσεως, αυξάνει και την πίστη. Και γίνεται έτσι μια ζωντανή εμπειρία, αυξάνει τη θέρμη της καρδιάς μας, μας κάνει να αισθανόμαστε την παρουσία του Θεού μπροστά μας. Και φέρνει τη χάρη του Θεού και το θαύμα.
Αυτά ακριβώς τα δυο πνευματικά όπλα, την προσευχή συνδυασμένη με τη νηστεία, μας καλεί η Εκκλησία μας να χρησιμοποιήσουμε περισσότερο τώρα κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Τώρα περισσότερη προσευχή, μεγαλύτερες Ακολουθίες, αλλά και αυστηρότερη νηστεία, εντατικότερη άσκηση. Ας  συνεχίσουμε λοιπόν τον αγώνα μας στον πνευματικό στίβο με τα όπλα αυτά και θα έχουμε μαζί μας την ακατανίκητη δύναμη της Χάριτος του Θεού.
Σ1975

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...