Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 19, 2014

Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου: Μελέτη Εις την Ανάστασιν του Κυρίου

 
Του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου

Μελέτη

Εις την Ανάστασιν του Κυρίου,
εις την οποίαν χρεωστούμεν να συγχαρώμεν
Α'. Με τον αναστάντα Χριστόν.
Β'. Με την αγιωτάτην Μητέρα Του.
Γ'. Με το σώμα μας.

         Συλλογίσου αγαπητέ, ότι παρακινούμενοι ημείς από τον προφήτην Δαυίδ όπου λέγει να αγαλλώμεθα εις την ημέραν της Αναστάσεως του Κυρίου.«αύτη η ημέρα, ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή» (Ψαλμ. ριζ' 23) έχομεν χρέος εν πρώτοις να συγχαρώμεν τον Ιησούν Χριστόν, ο Οποίος εις την χαρμόσυνόν Του Ανάστασιν απέκτησε πάλιν με κέρδος άπειρον όλα εκείνα όπου είχε χάσει εις το πάθος Του. Τέσσαρα πράγματα είχε χάσει τότε: την χαράν, την ωραιότητα, την τιμήν και την ζωήν. Τώρα δε όπου ανέστη ανέλαβε την ζωήν, αλλά τι λογής ζωήν; Μίαν ζωήν όπου εθανάτωσε τελείως τον θάνατον και δια τούτο θέλει είναι δια πάντα ζωή μοναχή, χωρίς να φοβήται να λάβη άλλην μίαν φοράν θάνατον.«Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκ έτι αποθνήσκει.θάνατος αυτού ουκ έτι κυριεύει» (Ρωμ. στ' 9).

 Ανέλαβε την τιμήν και εξουσίαν, επειδή Εκείνος ο ίδιος όπου προ ολίγου ελογίζετο ολιγώτερον παρά άνθρωπος και εκαταφρονείτο χειρότερον παρά ένας σκώληξ, τώρα ανασταίνεται και αρχίζει να βασιλεύη εν τω ουρανώ και εν τη γη. Δια τούτο και έλεγε μετά την Ανάστασιν.«εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη' 18). Ανέλαβε την χαράν, επειδή διερράγησαν πλέον τα μεσότοιχα όπου εκρατούσαν πρότερον εκείνο το πέλαγος της χαράς εις μόνον το ανώτερον μέρος τη ψυχής του Κυρίου και τώρα, όλον το πλήρωμα της χαράς εκείνης όπου εκρατείτο τριαντατρείς χρόνους, έτρεξεν εις το να κατακλύση τας κατωτέρας δυνάμεις της ψυχής και τα μέλη του Λυτρωτού.

Δια τούτο και όταν ανέστη από τον τάφον, ο πρώτος λόγος όπου έβγαλεν από το άγιον στόμα Του, ήτο δηλωτικός ταύτης Του της χαράς: «και ιδού ο Ιησούς απήντησεν αυταίς λέγων χαίρετε» (Ματθ. κη' 9). Ανέλαβε και την ωραιότητα και την δόξαν, διότι Εκείνος όπου ήτο χθές και προχθές άμορφος, άδοξος, ανίδεος, τώρα ανέστη εκ του μνήματος, ωσάν ένας νυμφίος από τον θάλαμόν του: όλος ωραιότατος, όλος δεδοξασμένος, όλος ηλιόμορφος, επειδή η χάρις και η δόξα του αναστηθέντος σώματος του Χριστού είναι τόσον υπερβολική, όπου εις τον ουρανόν αυτή θέλει είναι η ανωτάτη μακαριότης της ψυχής και του σώματος και όλων των αισθήσεών μας. Και θέλει είναι αρκετή να ειδοποιήση εις όλους τους μακαρίους, τόσον αγγέλους όσον και ανθρώπους ένα Παράδεισον, εις τον οποίον έχουν να ευφραίνωνται αχόρταστα εις πάντας τους αιώνας. Θέλεις να το καταλάβης καλλίτερα; Σχημάτισαι με τον νουν σου ένα ήλιον τόσον λαμπρόν, όπου με το φως του να σκεπάζη μυριάδας ηλίους, καθώς και ούτος ο αισθητός ήλιος σκεπάζει όλους τους αστέρας.

Τώρα ένας ήλιος τόσον λαμπρός, βέβαια ήθελεν είναι ένα μικρόν κάρβουνον συγκρινόμενος με το ένδοξον σώμα του Ιησού, το οποίον με την υπερβολικήν λάμψιν του θέλει καταρροφήσει την λάμψιν τόσων μυριάδων μακαρίων σωμάτων των Αγίων, από τα οποία το κάθε ένα θέλει είναι λαμπρότερον από τούτον τον ήλιον, ως γέγραπται: «τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτού» (Ματθ. ιγ' 43), όπου το, «ως», δεν δηλοί ομοίωσιν, αλλ υπεροχήν, ήγουν λάμψουσιν υπέρ τον ήλιον, καθώς ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος και αύτη είναι η δόξα εκείνη και ωραιότης όπου εζητούσεν ο Χριστός με τόσην παρακάλεσιν από τον ουράνιόν του Πατέρα προ του πάθους Του, λέγων: «δόξασόν με πάτερ παρά σεαυτώ τη δόξη, η είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοί» (Ιω. ιζ' 5).

 Με τα οποία λόγια δείχνει ότι εζήτει και ήθελε να εξαπλωθή η δόξα της θεότητός Του δια να δοξάση πληρέστατα και την ανθρωπότητά Του, επειδή χωρίς αυτήν την δόξαν και ωραιότητα της ανθρωπότητος του Ιησού Χριστού κανένας δεν ηδύνατο να γίνη δεκτικός της του Θεού δόξης και μακαριότητος και ακολούθως κανένας δεν ηδύνατο να γίνη ποτέ μακάριος, ούτε άγγελος ούτε άνθρωπος. Διότι η ανθρωπότης του Θεού Λόγου εστάθη ωσάν ένα μεθόριον ανάμεσα εις τον Κτίστην και εις τα λοιπά κτίσματα και πέρνουσα αυτή εις τον εαυτόν της όλον το πλήρωμα της του Θεού δόξης και μακαριότητος το συγκερνά τρόπον τινά και ούτω δια μέσου εαυτής μεταδίδει την δόξαν ταύτην και μακαριότητα εις όλους τους μακαρίους αγγέλους τε και ανθρώπους. Αλλ όχι καθώς αυτή την λαμβάνει από τον Θεόν άκρατον, διότι είναι αδύνατον να την δεχθή έτσι άκρατον, κανένα κτίσμα ψιλόν.αλλά συγκεκραμένην και μετριωτέραν δια να γίνωνται ταύτης δεκτικοί οι μακάριοι τόσον οι άγγελοι όσον και οι άνθρωποι.
Ότι μεν ουν οι άγγελοι λαμβάνουσι την δόξαν και μακαριότητα δια μέσου του αναστάντος Ιησού Χριστού, μάρτυς ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος λέγων, ότι αι τάξεις των Αγγέλων μετέχουσι της του Ιησού φωτοδοσίας, όχι με εικόνας τινάς αλλά με πρώτην μετουσίαν της γνώσεως, των θεουργικών αυτού φώτων1. Και ο σοφός Θεοδώρητος ο Κύρου λέγει: «μετά την σάρκωσιν ώφθη (ο Θεός) και τοις αγγέλοις ουκ εν ομοιώματι της δόξης αλλ αληθεί και ζώντι χρησάμενος ως περιβολή της σαρκός τω καλύμματι» (Διάλογ. α'. κατά Ευτυχ.). Μάλιστα δε ο άγιος Ισαάκ λέγων ότι προ της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού δεν ήτο δυνατόν εις τους αγγέλους να έμβουν εις τα υψηλότερα μυστήρια της θεότητος. Ότε δε εσαρκώθη ο Λόγος ηνοίχθη αυτοίς θύρα εν τω Ιησού. (Λόγος πδ'. σελ. 478). Και πάλιν: «και αυτή η πρώτη τάξις θαρρούσα λέγει ότι ουκ αφ εαυτής, αλλά διδάσκαλον έχει τον μεσίτην Ιησούν εκείνον, υφ ου υποδέχεται και τοις κάτω επιδίδωσιν» (αυτόθ. 477). Ότι δε και οι μακάριοι άγιοι δια μέσου της ανθρωπότητος του Ιησού βλέπουσι την δόξαν του Θεού, εδήλωσεν ο Κύριος ειπών: «Πάτερ ους δέδωκάς μοι θέλω ίνα όπου ειμί εγώ, κακείνοι ώσι μετ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν». Και δεν στέκει έως εδώ αλλά προσθέτει: «ην δέδωκάς μοι» δια να φανερώση με τούτο την δόξαν όπου εδόθη εις την ανθρωπότητά Του (βλ. Ιω. ιζ' 24).
Ω δόξαις! Ω λαμπρότηταις! Ω μεγαλεία της Αναστάσεως του Κυρίου! Όντως αύτη είναι η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος. Διότι την μεν δευτέραν και τρίτην ημέραν εποίησε το πρωτόγονον εκείνο φως και την τετάρτην και πέμπτην και έκτην και εβδόμην εποίησεν τον εν τη δ' ημέρα γενόμενον ήλιον. Την δε Κυριακήν και πρώτην ταύτην ημέραν, και εν τη κοσμογενεσία, μόνος ο Κύριος αμέσως εποίησεν εκ του μη όντος εις το είναι (το γαρ εν αυτή γεγονός φως ουχί από το πρωί, αλλά από μεσημβρίας ήρξατο, κατά τους Θεολόγους) και τώρα πάλιν μόνος ο νοητός Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός ταύτην εποίησεν από του μνήματος ως από ορίζοντος αναστάς. Και αυτή η Κυριακή, τώρα μεν είναι εικών του μέλλοντος αιώνος.τότε δε έχει να ήναι αυτός εκείνος ο όγδοος αιών2.
«Όντως αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού» (Ψαλμ. ριζ' 23). Οι εχθροί Του δαίμονες, ο εχθρός Του θάνατος, ο εχθρός Του η αμαρτία, ο εχθρός Του άδης, οι εχθροί Του Ιουδαίοι οι τούτον σταυρώσαντες και μισούντες Αυτόν. Όντως εκινδύνευε το καράβι να πνιγή και να πλέη δεν ηδύνατο όπου ερρίφθη ο Ιωνάς εις την θάλασσαν και κατεπόθη από το κήτος. Καράβι είναι ο κόσμος όπου δεν ηδύνατο να υπάγη εμπρός εις το αγαθόν. Θάλασσα είναι τα πάθη και αι θλίψεις του κόσμου. Ιωνάς ο Χριστός, κήτος ήτον ο θάνατος και ο άδης. Ερρίφθη ο Χριστός εις την θάλασσαν και τα πάθη. Κατεπόθη από τον θάνατον και τον άδην. Και επειδή η ζωοποιός θεότης δεν εχωρίσθη ούτε από το νεκρωθέν σώμα το κείμενον εις τον τάφον ούτε από την ψυχήν την καταβάσαν εις άδην δια τούτο ενέκρωσε και τον άδην και ανέστη τριήμερος και ούτως ο κόσμος όπου εκινδύνευε διεσώθη «ώσπερ γαρ ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται ο υιος του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας» (Ματθ. ιβ' 40).
Τώρα εσύ αδελφέ, είναι δυνατόν να μελετήσης ταύτας τας αληθείας, και να μη γεμίση από χαράν η καρδία σου δια την ανωτάτην ευδαιμονίαν και δόξαν, εις την οποίαν βλέπεις πως έφθασεν ο Λυτρωτής σου δια της Αναστάσεως, όχι μόνον κατά την ψυχήν, αλλά και κατά το πανάγιον σώμα Του; Όθεν επιθύμησαι να έχης όλαις ταις χαραίς των αγγέλων και όλων των Αγίων όπου συνέστησαν σήμερον και ελευθερώθησαν από τον άδην, δια να συγχαρής με αυτάς τον αναστάντα Δεσπότην, και δια να ευφρανθής με όλην σου την καρδίαν εις την νέαν ταύτην χαράν και δόξαν και νίκην Του, στοχαζόμενος πως η ιδική Του χαρά είναι και χαρά ιδική σου. Η ιδική Του δόξα είναι και δόξα ιδική σου και η ιδική Του νίκη είναι και νίκη ιδική σου. Και απλώς όσα Αυτός προνόμια και αξιώματα έλαβε δια της Αναστάσεώς Του, όλα ταύτα γίνονται και ιδικά σου δια της προς Αυτόν πίστεως και θερμής αγάπης. Εκείνου ως κεφαλής και εσένα ως μέλους. Εκείνου ως Πατρός και εσένα ως υιού. Εκείνου ως αρχιστρατήγου και βασιλέως και εσένα ως στρατιώτου και βασιλευομένου. Εκείνου ως φιλουμένου και εσένα ως φιλούντος.επειδή η αγάπη έχει φυσικόν ιδίωμα να κοινοποιή τα των φίλων κατά την παροιμίαν.«τα των φίλων κοινά». Και καθώς χθές και προχθές εκοινωνήσατε εις τα Πάθη και την θλίψιν του Κυρίου δια της πίστεως και αγάπης έτσι και σήμερον είναι δίκαιον να κοινωνήσετε εις την χαράν Αυτού και δόξαν και Ανάστασιν, «καθώς κοινωνείτε τοις του Χριστού παθήμασι χαίρετε ίνα και εν τη αποκαλύψει της δόξης Αυτού χαρήτε αγαλλιώμενοι» (Α' Πέτρ. δ' 13).
Και αν ο Αβραάμ προτήτερα από τρεις χιλιάδας χρόνους είδε την ημέραν ταύτην της Αναστάσεως του Σωτήρος και εχάρη, όταν έλαβε ζωντανόν τον υιόν του καθώς είπεν ο Κύριος: «Αβραάμ ο πατήρ υμών ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν και είδε και εχάρη». (Ιωάν. η' 56). Πως εσύ να μη χαρής αδελφέ εις την ημέραν ταύτην του Κυρίου, εις την οποίαν η φθορά μετεβλήθη εις αφθαρσίαν, ο θάνατος εις ζωήν, ο ακάνθινος στέφανος εις ρόδα και άνθη, ο κάλαμος, η λόγχη, οι ήλοι, ο Σταυρός και τα λοιπά όργανα του Πάθους και της ατιμίας, έγιναν όργανα δόξης και απαθείας; Πως να μη ευφρανθής εις την ημέραν ταύτην, εις την οποίαν οι μεν εν ουρανώ άγγελοι αγάλλονται απολαβόντες και αυτοί δια της Αναστάσεως την σωτηρίαν; Ήγουν την τελείαν ατρεψίαν και ακινησίαν εις το κακόν, ην ουκ είχον πρότερον, καθώς ο θεολόγος Γρηγόριος τούτο δηλοί εις το Πάσχα λέγων: «σήμερον σωτηρία τω κόσμω, όσος τε ορατός και όσος αόρατος» και ο τούτου σχολιαστής ερμηνεύει Νικήτας3.
Οι εν τω άδη Προπάτορες ευφραίνονται, οι εν τοις μνημείοις εγείρονται, οι εν τη γη Απόστολοι χαίρουσι, και ο ίδιος άδης πανηγυρίζει με όλα ομού τα επίγεια και ουράνια και άλλο δεν ακούεται εις κάθε μέρος, παρά το «Χριστός Ανέστη!». Πως εσύ να μην αγαλλιάσης εις την ημέραν ταύτην της αγαλλιάσεως, ήτις είναι των εορτών Εορτή και Πανήγυρις των πανηγύρεων κατά τον θεολόγον Γρηγόριον; Έαρ της Εκκλησίας μεταξύ των καιρών. Ήλιος μεταξύ των αστέρων, χρυσός μεταξύ των μετάλλων και βασιλίς, μεταξύ όλων των ημερών του ενιαυτού. Ήξευρε γαρ ότι αν δεν χαρής πνευματικώς εις όλα ταύτα τα υπερφυσικά χαρίσματα της του Χριστού Αναστάσεως, είναι κακόν σημάδι δια λόγου σου, πως δεν αγαπάς τον αναστάντα Χριστόν και ακολούθως πως δεν είσαι αληθινός Χριστιανός, αλλά ξένος του Χριστού και αλλότριος, διότι δεν συγχαίρεσαι εις την χαράν και δόξαν του Κυρίου σου.
Δια τούτο άναψαι αδελφέ την καρδίαν σου με μίαν φλόγα αγάπης προς τον αναστάντα Χριστόν, ευφραινόμενος εις την ευδαιμονίαν και εις το ιδικόν του καλόν περισσότερον, παρά όπου ήθελες ευφρανθή αν ήτο ιδικόν σου. Και επειδή σήμερον έγιναν καινούργια όλα τα πάντα, ως λέγει ο Παύλος: «τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (Β' Κορ. ε' 17): καινός ο τάφος, καιναί αι σινδόνες, καινή η Ανάστασις του Κυρίου. Καινοί οι αναστάντες Προπάτορες και Δίκαιοι, καινός ο ουρανός, καινή η γη. Ψάλλε και εσύ ακολούθως καινά άσματα καθώς σε προστάζει ο Δαβίδ: «άσατε τω Κυρίω άσμα καινόν». (Ψαλμ. ρμθ' 1). Και συλλογίζου καινούργιους λογισμούς. Κάμνε έργα καινούργια, ζήσαι ζωήν καινούργιαν και αξίαν της του Χριστού καινής Αναστάσεως. Εσύ όταν εβαπτίσθης, συναπέθανες και συνεταφιάσθης μαζί με τον Χριστόν εις την αγίαν κολυμβήθραν και συνανεστήθης μαζί με Αυτόν και υπεσχέθης να ζήσης μίαν καινούργιαν ζωήν, ως λέγει ο Παύλος «συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον ίνα ως περ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ' 4). Λοιπόν, εντράπου πως έως τώρα παρέβης την υπόσχεσιν αυτήν και έζησες μίαν ζωήν παλαιάν και διεφθαρμένην και από της σήμερον και εις το εξής αποφάσισαι να ανακαινίσης την πρώτην εκείνην υπόσχεσιν όπου έδωκες εις το άγιον Βάπτισμα και να ζήσης μίαν άλλην καινούργιαν ζωήν, όχι με τρυφάς και ξεφαντώματα και χορούς και τραγούδια. Όχι με φιληδονίας και φιλοδοξίας, όχι με φιλαργυρίας και άλλας αμαρτίας. Διότι αυτά είναι της φθαρτής ζωής του παλαιού ανθρώπου, τον οποίον εκδύθης εις το Βάπτισμα και όποιος ταύτα εργάζεται, έχει να αποθάνη «ει γαρ κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν» (Ρωμ. η' 13). Αλλά με την παρθενίαν και αφθαρσίαν του σώματος, με την καθαρότητα και απάθειαν της ψυχής. Με την πνευματικήν γνώσιν και θεωρίαν του νοός και με τας λοιπάς ζωοποιούς αρετάς και καλά έργα, τα οποία είναι της νέας ζωής του καινού ανθρώπου και της Αναστάσεως του Χριστού, ο Οποίος αφ ου ανέστη, έζησε μίαν νέαν ζωήν, ελευθέραν έως και από τα αδιάβλητα πάθη της φύσεως, πείναν δηλ. και δίψαν και ψύχραν και τα λοιπά.
Έτσι και εσύ ως συναναστηθείς τω Χριστώ δια της πίστεως, χρεωστείς να ζήσης ελεύθερος καν από τα διαβεβλημένα πάθη και αμαρτίας και να φυλάττης καθαράν αυτήν την νέαν ζωήν όπου σου εχάρισεν ο Χριστός και μη σε πλανήση ο διάβολος λέγωντάς σου εις αυτάς τας αγίας ημέρας: τώρα είναι Ανάστασις και λαμπρά και τρώγε, πίνε, ευφραίνου, ξεφάντωνε. Διότι λέγει ο θείος Χρυσόστομος, ότι αν και ο καιρός της νηστείας επέρασεν, αλλ ο καιρός της εγκρατείας είναι πάντοτε με ημάς και μάλιστα, διότι η αγία Πεντηκοστή είναι οπίσω και μας προσμένει και πρέπει να καθαριζώμεθα εις τας ημέρας ταύτας, δια να λάβωμεν εις την ψυχήν μας τον ερχομόν και την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, καθώς και η Εκκλησία ούτω ψάλλει: «νέαν και καινήν πολιτείαν παρά Χριστού μεμαθηκότες, ταύτην μέχρι τέλους φυλάττειν, διαφερόντως πάντως σπουδάσωμεν, όπως Αγίου Πνεύματος την παρουσίαν απολαύωμεν.» Όθεν είπε και ο μέγας Βασίλειος «πως ημάς η Πεντηκοστή υποδέξεται, ούτω του Πάσχα καθιβρυσθέντος, η Πεντηκοστή του Πνεύματος έσχε του αγίου την εναγή και πάσι γνωρίμην επιδημίαν.συ δε προλαβών σεαυτόν, οικητήριον του αντικειμένου εποίησας Πνεύματος, εγένου ναός ειδώλων, αντί του γενέσθαι ναός Θεού δια της ενοικήσεως του Πνεύματος του Αγίου και επεσσάσω την αράν του προφήτου ειπόντος εκ προσώπου του Θεού.«ότι στρέψω τας εορτάς αυτών εις πένθος» (Αμώς στ' 16)» (Εν τω τέλει του «Κατά μεθυόντων» λόγου).
Ευχαρίστησε τον Κύριον δια τα χαρίσματα όπου σου εχάρισε δια μέσου της Αναστάσεώς Του και μάλιστα διότι σε έκαμε με την Ανάστασίν Του καινούργιον αντί παλαιού «ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β' Κορ. ε' 17). Και επειδή κατά τους νηπτικούς και θεοσόφους Πατέρας, τρεις είναι αι αναστάσεις όπου ενεργούνται μυστικώς και ηθικώς εις τον άνθρωπον, η μία του σώματος, η άλλη της ψυχής και άλλη του νοός4. Η μία της αρετής ήτις κατορθούται δια της πρακτικής φιλοσοφίας, η άλλη του λόγου, ήτις κατορθούται δια της των όντων θεωρίας και πνευματικής γνώσεως και άλλη της υπέρ λόγον σιγής, ήτις κατορθούται δια της αρπαγής προς Θεόν. Παρακάλεσαι τον σήμερον αναστάντα Κύριον να ενεργήση εις τον εαυτόν σου δια της Χάριτός Του αυτάς τας τρεις αναστάσεις και να ζωοποιήση το σώμά σου όπου ενεκρώθη από την εμπάθειαν, την ψυχήν σου όπου ενεκρώθη από την ηδυπάθειαν, και τον νουν σου τον νεκρωθέντα από την προσπάθειαν.
Και ούτω ζωοποιήσας αυτά τα τρία μέρη δια της απαθείας, να σε αξιώση να αναστηθής από εδώ μαζί με Αυτόν, όχι δια ψιλής πίστεως, αλλά δια πείρας και νοεράς αισθήσεως, ώστε να λέγης κατά αλήθειαν και όχι με λόγον μόνον το : «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον». Και να βασιλεύη και να ζη ο Χριστός μόνος εις εσένα και εσύ αντιστρόφως να βασιλεύεσαι και να ζής εις μόνον τον Χριστόν, κατά την παραγγελίαν όπου σου δίδει ο Απόστολος: «ίνα οι ζώντες μηκέτι εαυτοίς ζώσιν, αλλά τω υπέρ αυτών αποθανόντι και εγερθέντι» (Β' Κορ. ε' 15).
Συλλογίσου αγαπητέ, ότι έχομεν χρέος δεύτερον να συγχαρώμεν με την Παναγίαν Παρθένον, ήτις όταν είδε τον θείον Υιόν Της όπου ανέστη, εγέμισε παρευθύς από τόσην μεγάλην χαράν όση ήτο μεγάλη και η περασμένη θλίψις όπου εδοκίμασεν εις τα Πάθη Του. Οι πόνοι Αυτής και αι θλίψεις μετρούνται από την γνώσιν όπου είχε της απείρου αξιότητος του ενσαρκωμένου Λόγου, και από την αγάπην όπου είχεν εις Αυτόν, όχι μόνον ως Θεόν ομού, και ως γέννημα των σπλάγχνων Της, αλλά και ως Μονογενή Αυτής Υιόν και ως μόνη ούσα Μήτηρ Αυτού χωρίς πατρός, τα οποία όλα δεν άφιναν την αγάπην Της να μοιρασθή εις άλλα πράγματα, αλλά την επολλαπλασίαζαν εις μόνον τον γλυκύν Της Υιόν. Όθεν επειδή και Τον εγνώριζε περισσότερον, Τον ηγάπα και περισσότερον, παρά όπου Τον εγνώριζαν και Τον ηγάπων όλοι οι άγγελοι εις τον ουρανόν, λοιπόν ακόλουθον είναι να ειπούμεν, ότι η Παναγία Παρθένος έπαθεν εις το Πάθος του Υιού Της περισσότερον από εκείνο όπου έπαθαν όλα ομού τα κτίσματα. Και ότι η λύπη Της δεν ευρίσκει άλλην παρόμοιαν δια να συγκριθή πάρεξ την λύπην όπου εδοκίμασεν ο ηγαπημένος Της Ιησούς. «Και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. β' 35).
Αφ ου όμως Αυτή πρώτη επήγε κατά το μεσονύκτιον δια να θεωρήση τον τάφον του Υιού Της.και αφ ου δι Αυτήν και μόνην έγινεν ο σεισμός και Αρχάγγελος Γαβριήλ ο συνήθης διακονητής και τροφεύς και Ευαγγελιστής Της4 κατέβη από τους ουρανούς και εκύλισε την πέτραν από την πόρταν του τάφου και εκάθητο επάνω εις αυτήν αστραπόμορφος και χιονοειδέστατος: «Άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού, προσελθών απεκύλισε τον λίθον από της θύρας και εκάθητο επάνω αυτού.ην δε η ιδέα αυτού ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών». (Ματθ. κη' 2).Αφ ου λέγω κατέβη ο θείος Γαβριήλ.ω, πως μετετράπη ευθύς εις υπερβολικήν χαράν η υπερβολική Της λύπη! Ω πόσον ηγαλλίασε το πνεύμα Της, όταν είδεν, ότι δι Αυτήν μόνην ανοίχθη ο τάφος του Υιού Της! (Καθώς γαρ δια την Θεοτόκον ανοίχθησαν εις τους ανθρώπους τα ουράνια και τα επίγεια, έτσι και δια την Θεοτόκον ανοίχθη ο ζωοποιός Τάφος του Κυρίου).ως λέγει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος: «εμοί δε δοκεί και δι Αυτήν πρώτην τον ζωηφόρον εκείνον ανοιγήναι τάφον.δι Αυτήν γαρ πρώτην και δι Αυτής πάντα ημίν ηνέωκται, όσα επί του Ουρανού άνω και όσα επί της γης κάτω». (Λόγ. εις την Κυριακήν των Μυροφόρων).
Και όταν Αυτή πρώτη εθεώρησε την Ανάστασιν του Υιού Της! Ω πόσον ευφράνθη, όταν πλησιάζουσα εις τον αγαπητόν Της Ιησούν επίασε με άκραν ευλάβειαν και αγάπην τους αγίους Του πόδας και τους επροσκύνησε! Και όταν είδε γεμάτα απο θείον φως και από της Αναστάσεως τα μέλη του γλυκυτάτου Της Υιού, τα οποία προ ολίγου ήσαν όλα καταξεσχισμένα.όλα άτιμα και ανίδεα! Μάλιστα δε εξαιρέτως πόσον εχάρη, όταν ήκουσεν από το θείον στόμα του Υιού Της τον χαροποιόν εκείνον λόγον όπου Της είπε το, «χαίρε». Μολονότι και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει, ότι ήτο μαζί Της και η Μαγδαληνή Μαρία και επίασε και αυτή τους πόδας του Κυρίου και το «χαίρε» και αυτή ήκουσε, με σκοπόν δια να μη αμφιβάλλεται η Ανάστασις του Κυρίου μαρτυρουμένη από μόνην την θείαν Μητέρα Του δια την φυσικήν οικειότητα, ως ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (μετά Ξανθοπούλου εν τω συναξαρίω του Πάσχα) αποδεικνύει τούτο ισχυρώς. (Λόγος εις την Κυριακήν των Μυροφόρων). Και λοιπόν ποίος νους ημπορεί να καταλάβη τι λογής τελειότης αγάπης και χαράς απέρασεν αναμεταξύ της Θεοτόκου και του Χριστού, αναμεταξύ μιας τοιαύτης Μητρός και ενός τοιούτου Υιού;
Όθεν αν η Θεοτόκος ήναι φυσική μεν Μήτηρ του Χριστού, θετή δε και πνευματική μήτηρ όλων των Χριστιανών και τοιαύτη μήτηρ, ώστε όπου, καθώς ο Χριστός μας παραγγέλλει να μη καλέσωμεν πατέρα εις την γην, επειδή κυρίως ένας είναι ο Πατήρ μας ο επουράνιος «και πατέρα μη καλέσητε υμών επί της γης.εις γαρ εστιν ο Πατήρ υμών ο εν τοις Ουρανοίς» (Ματθ. κγ' 9). Έτσι έχομεν δίκαιον να ειπούμεν, και ότι ημείς μητέρα άλλην κυρίως δεν έχομεν, ει μη την Θεοτόκον6. Αν λέγω η Θεοτόκος ήναι μήτηρ των Χριστιανών, χρεωστείς και συ αδελφέ ως Χριστιανός και υιος της Παρθένου να συγχαρής εις την μεγάλην ταύτην χαράν Της. Διότι, ανίσως και εις καιρόν της τόσης Της ευτυχίας, εάν δεν ήθελες συγχαρή με την Παναγίαν, βέβαια έχεις να φανής ανάξιος της αγάπης Της. Και εάν φανής ανάξιος της αγάπης Της, έχεις να φανής ανάξιος δια να δεχθής υπό κάτω εις την Σκέπην Της, και εάν Αύτη η κοινή μήτηρ δεν σε δεχθή υπό την Σκέπην Της αλλοίμονον εις εσέ! ποία ελπίς πλέον θέλει μένει δια την σωτηρίαν σου; Επειδή Αυτή είναι η μήτηρ της ελεημοσύνης και δια μέσου των χειρών Αυτής περνούν όλαι αι του Θεού χάριτες, τόσον εν τω ουρανώ, όσον και εν τη γη. τόσον εις τους αγγέλους, όσον και εις τους ανθρώπους.
Αυτή μόνη γαρ μεθόριον γενομένη αναμεταξύ του Θεού και των κτισμάτων, λαμβάνει από την Τρισήλιον Θεαρχίαν όλας τας υπερφυσικάς δωρεάς και χαρίσματα και τα μεταδίδει ως φιλανθρωποτάτη Βασίλισσα εις όλας τας τάξεις των αγγέλων και των ανθρώπων, κατά την αναλογίαν της αγάπης όπου έχουν προς Αυτήν, ώστε Αυτή μόνη είναι και ο ταμιούχος εν ταυτώ και ο χορηγός του πλούτου της Θεότητος και χωρίς την μεσιτείαν αυτής, δεν δύναται να πλησιάση τινάς εις τον Θεόν, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, καθώς περί Αυτής υψηγορεί ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος εν τω α' λόγω των Εισοδίων7.
Όθεν ακολούθως και αι πρεσβείαι της Θεοτόκου ηθέλησεν ο Κύριος, να είναι νόμοι απαράβατοι, δια να γίνεται παρ Αυτού έλεος και ευσπλαγχνία εις εκείνους, δια τους οποίους πρεσβεύει: «στόμα δε ανοίγει σοφώς και νομοθέσμως, η δε ελεημοσύνη αυτής ανέστησε τα τέκνα αυτής και επλούτησαν» (Παροιμ. κθ' 26). Και ο άγιος Γερμανός «ουδέ γαρ ενδέχεταί Σε ποτέ παρακουσθήναι.επειδή πειθαρχεί Σοι κατά πάντα, και δια πάντα, και εν πάσιν ο Θεός, ως αληθινή Αυτού αχράντω Μητρί» (Λόγ. εις την Κοίμησιν). Συγχαίρου λοιπόν εξ όλης σου της καρδίας με Αυτήν την Δέσποιναν του Ουρανού και της γης, της χαράς το δοχείον επειδή εις Αυτήν πρώτην εδόθη η χαρά και προ της Αναστάσεως εις τον Ευαγγελισμόν Της, και μετά την Ανάστασιν σήμερον. Συγχαίρου με την Θεοτόκον, καθώς την συγχαίρεται και όλη η του Χριστού Εκκλησία εις χίλια μέρη των ασματικών τροπαρίων Της ψάλλουσα εις Αυτήν χαρμοσύνως και πανηγυρικώς, τώρα μεν «ο άγγελος εβόα τη Κεχαριτωμένη, αγνή Παρθένε χαίρε και πάλιν εώ χαίρε.ο Σός Υιος ανέστη τριήμερος εκ τάφου», τώρα δε «Συ δε αγνή τέρπου Θεοτόκε, εν τη εγέρσει του τόκου Σου» και ποτέ μεν «Αναστάντα κατιδούσα σόν Υιόν και Θεόν, χαίροις συν Αποστόλοις, Θεοχαρίτωτε αγνή», ποτέ δε «την γαρ εν τω πάθει σου μητρικώς πάντων υπεραλγήσασαν, έδει και τη δόξη της σαρκός Σου, υπερβαλλούσης απολαύσαι χαράς». Τι λέγω; Συγχαίρου με την Θεοτόκον, καθώς την συγχαίρεται και αυτή όλη η άλογος και αναίσθητος κτίσις και χαίρει εις την Ανάστασιν του Υιού Της και Την δωροφορεί με όλα τα κάλλιστα και εξαίρετα δώρα και χάριτας του έαρος και της γλυκυτάτης ανοίξεως.
 Και δεν βλέπεις και μόνος με τους οφθαλμούς σου, πως τώρα ο ουρανός είναι διαυγέστερος; ο κύκλος της Σελήνης είναι λαμπρότερος και αργυροειδέστερος, και όλος ο χορός των αστέρων φαίνεται καθαρώτερος; Δεν βλέπεις πως τώρα η γη είναι στεφανωμένη με τα πολυποίκιλά της χορτάρια, με τα ανοιγμένα διάφορα δένδρα της και με τα ποικιλόχροα και ευωδέστατα άνθη και ρόδα της, τα οποία άλλα μεν ευγήκαν τελείως από τους κάλυκάς των και παρρησιάζουν εις τους ορώντας την ροδόπνοον χάριν τους άλλα δε εβγήκαν ολίγον και άλλα ακόμη ευρίσκονται εις τους κάλυκάς των μέσα ωσάν εις νυμφικόν θάλαμον; Δεν ακούεις με τα αυτιά σου την συμφωνίαν και εναρμόνιον μουσικήν όπου τώρα κάμνουν με τα γλυκυτάτας φωνάς των επάνω εις τα χρυσοπράσινα και δασύφυλλα δένδρα αι αηδόνες, αι χελιδόνες, αι τρυγόνες, οι κόσσυφοι, οι κόκκυγες, αι πέρδικες, αι κίσσαι, αι φάσσαι, οι σπίνοι και όλα τα λοιπά ωδικά όρνεα και πουλιά και πως συνερίζονται να νικήση ένα το άλλο με τα ποικιλόφθογγα και γοργογλυκόστρεπτα αυτών κελαδήματα; Και πως κατασκευάζουν τόσον τεχνικά τας φωλέας των και τα μεν θηλυκά κάθηνται και πυρώνουν τα αυγά μέσα εις αυτάς, τα δε αρσενικά πετούν τριγύρω και κελαδούν γλυκύτατα; Δεν βλέπεις πως τώρα αι βρύσες τρέχουν καθαρώτερα; Πως οι ποταμοί λυθέντες από τους χειμερίους πάγους ρέουσι πλουσιώτερα και ποτίζουν όπου περνούν της γης το πρόσωπον; Πως τα περιβόλια ευωδιάζουν;
Πως το χορτάρι κόπτεται; Πως τα μικρά και τρυφερά αρνάκια πηδούν και χορεύουν επάνω εις τους χλοηφόρους κάμπους και τα χωράφια; Δεν βλέπεις πως αι φιλόπονοι μέλισσαι τώρα ευγαίνουσαι από τα κοφφίνιά των βομβούσιν ηδύτατα και πετούν τριγύρω εις τους λειμώνας και περιβόλια και κλέπτουν τα άνθη και πλάττουσι τα κηρία των, βάνουσαι τας ευθείας γραμμάς αντίθετα εις τας γωνίας δια περισσοτέραν ασφάλειαν εν ταυτώ και κάλλος του έργου των και το γλυκύτατον μέλι κατασκευάζουσι; Δεν βλέπεις πως τώρα οι άνεμοι ησυχάζουσι; Πως αι γλυκείαι αύραι των ζεφύρων πνέουσι; Πως η θάλασσα είναι γαληνιαία και ήρεμος; Πως οι ναύται ταξιδεύουν άφοβα και πως οι δελφίνες συμπεριπατούν ομού με τα πλοία φυσώντες και κολυμβώντες γλυκύτατα και ξεπροβοδίζουν τους ναύτας με ευθυμίαν; Δεν βλέπεις πως τώρα οι γεωργοί, τα βόδια ζεύξαντες τέμνουσι την γην με το άροτρον και με τας καλάς ελπίδας των καρπών, όλοι είναι πασίχαροι;
Πως οι ποιμένες και βουκόλοι κατασκευάζοντες σύριγγας και συραύλια μέσα εις τα δένδρα περνούσι την άνοιξιν και πως οι αλιείς και ψαράδες τα δίκτυα και τους γρίπους εις την θάλασσαν ρίπτοντες, τα βγάνουν τώρα γεμάτα από ψάρια; Δεν βλέπεις πως τώρα όλα τα ορατά κτίσματα, όπου και αν γυρίσης να ιδής, είναι τερπνά, είναι ευώδη, είναι δροσώδη, είναι χαριέστατα και πανευφρόσυνα, ευχαριστούντα τας πέντε αισθήσεις του σώματος; Και πως φαίνονται ωσάν να συνανεστήθησαν με τον Χριστόν και αυτά και να εζωντάνευσαν από εκεί όπου ήσαν πρότερον ωσάν νεκρωμένα και αποθαμένα από την προλαβούσαν ψύχραν και δριμύτητα του χειμώνος;8 Και δια να ειπώ με συντομίαν, συγχαίρου με την Θεοτόκον και εσύ αδελφέ, καθώς την εσυγχάρηκαν και αι θείαι μυροφόροι, η Μαγδαληνή Μαρία και η Σαλώμη και η Ιωάννα. Δύνασαι γαρ εάν θέλης να γίνης και εσύ ωσάν αυτάς κατά την ψυχήν, καθώς σε παρακινεί ο θεολόγος Γρηγόριος εις το Πάσχα λέγων: «καν Μαρία τις ης, καν Σαλώμη, καν Ιωάννα, δάκρυσον ορθρία, ίδε πρώτη τον λίθον ηρμένον, τυχόν δε και τους αγγέλους και Ιησούν αυτόν», όπου ο σχολιαστής Νικήτας λέγει: «Μαρία Μαγδαληνή είναι κάθε ψυχή πρακτική, καθαρθείσα δια λόγου των Ευαγγελικών εντολών, ωσάν από δαιμόνια, από την προσπάθειαν της εβδοματικής ταύτης ζωής. Σαλώμη δε, ειρήνη ερμηνευομένη, είναι η ψυχή εκείνη όπου νικήση τα πάθη και υποτάξη το σώμα εις την ψυχήν και δια της θεωρίας των πνευματικών νοημάτων την των όντων γνώσιν περιλαμβάνουσα και δια τούτο ειρήνην τελείαν έχουσα. Ιωάννα δε, περιστερά ερμηνεύεται και είναι η ψυχή εκείνη η άκακος και γονιμωτάτη εις τας αρετάς, η οποία απέβαλε κάθε πάθος με την πραότητα και είναι θερμή εις το να γεννά τα πνευματικά νοήματα με γνώσιν και διάκρισιν.
Εάν τοιαύτη γίνη η ψυχή σου αγαπητέ, πήγαινε ωσάν τας μυροφόρους μετά προθυμίας και σπουδής (ο γαρ όρθρος ταχύτητα και σπουδήν δηλοί) εις τον τάφον, ήγουν εις το βάθος, εν ω είναι κεκρυμμένος ο λόγος των επιγείων και ουρανίων και εις την ιδικήν σου καρδίαν9 και ζήτησαι με δάκρυα νοητά και αισθητά να μάθης εάν ανεστήθη ο εν σοί λόγος της αρετής και της γνώσεως. Και εάν ζητήσης με τοιούτον τρόπον, πρώτον μεν θέλεις ιδεί να σηκωθή από την καρδίαν σου ο λίθος, ήγουν η πώρωσις της ασάφειας του λόγου, και αφ ου αυτή σηκωθή θέλεις ιδεί τους αγγέλους, ήγουν τας κινήσεις της συνειδήσεώς σου να σου κηρύττουν, ότι ανέστη ο εν σοί δια κακίαν νεκρωθείς λόγος της αρετής και της γνώσεως, επειδή εις την ψυχήν του φαυλοβίου ανθρώπου ο λόγος δεν ενεργεί, αλλά τρόπον τινά είναι νεκρός. Και εις όλον το ύστερον θέλεις ιδεί και αυτόν τον λόγον να σου εμφανίζεται εις τον νουν γυμνός και χωρίς τύπους και σύμβολα και να γεμίζει τας νοεράς δυνάμεις της ψυχής σου από χαράν πνευματικήν. Όθεν αφού τοιουτοτρόπως πληροφορηθής την του λόγου ανάστασιν δια της πρακτικής, συγχαίρου και με την άλλην Μαρίαν, ήγουν την Μητέρα του Θεού, ήτις εις την θεωρίαν περιλαμβάνεται, η οποία αφ ου επρόλαβε μίαν φοράν και είδε την Ανάστασιν του Υιού Της, επληροφορήθη και ησύχασε και πλέον εις τον τάφον δεν επήγεν, ωσάν τας άλλας μυροφόρους, επειδή και η θεωρία προλαμβάνει και απλώς νοεί, η δε πράξις έπεται και πείρα λαμβάνει την γνώσιν»11.
Η μεγαλυτέρα δε χαρά όπου έχεις να προξενήσης εις την Θεοτόκον είναι εάν κάμης απόφασιν να νικάς τα πάθη σου εις κάθε καιρόν και να παρθενεύης δια την αγάπην της Παρθένου. Και δια να γίνης άξιος να σε υπερασπίζεται και να σε έχη δια υιόν Της επιμελήσου να υποτάσσεσαι και να δουλεύης όσον δύνασαι περισσότερον Αυτήν και τον Μονογενή Της Υιόν και παρακάλεσαί Την να σε συναριθμήση με τους ευλαβητικούς δούλους Της και να σε αξιώση να χαίρεσαι με Αυτήν αιωνίως εις τον ουρανόν, ψάλλοντας εις Αυτήν εκείνο το Δαυιτικόν: «μνησθήσομαι του ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά.δια τούτο λαοί εξομολογήσονταί σοι εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. μδ' 17).
Συλλογίσου αγαπητέ, ότι πρέπει τρίτον να συγχαρώμεν με το σώμά μας, διότι ο αναστάς εκ των νεκρών Κύριος δεν ευχαριστήθη μόνον με τον τύπον του θανάτου και της Αναστάσεώς Του όπερ εστί το άγιον Βάπτισμα. Τούτων γαρ τύπον έχει το θείον Βάπτισμα, ως λέγει ο θείος Παύλος: «ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου Αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα» (Ρωμ. στ' 5), δεν ευχαριστήθη λέγω μόνον με τον τύπον της Αναστάσεώς Του να συγχωρήση το προπατορικόν μόνον αμάρτημα, να αφήση δε την ποινήν και τα αποτελέσματά του να ενεργούν, αλλά σήμερον με την πραγματικήν Του Ανάστασιν εξαλείφει ακόμη και αυτήν την ποινήν και το αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος.όπερ εστίν ο θάνατος. «Έσχατός φησιν εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α' Κορ. ιε'). Και ούτω με τελειότητα σηκώνει από το μέσον ως νέος Αδάμ την αμαρτίαν με όλας τας ρίζας και κλάδους της και καρπούς.
Διότι με την δύναμιν της σημερινής Αναστάσεώς Του χαρίζει εις όλην την φύσιν των ανθρώπων την ανάστασιν των σωμάτων τόσον των πιστευόντων εις Αυτόν, όσον και εκείνων όπου απιστούν. Και κατά τούτο υπερβαίνει το χάρισμα του νέου Αδάμ από το αμάρτημα του παλαιού, καθ ότι, όσοι μεν εμέθεξαν από το αμάρτημα εκείνου, ούτοι και απέθανον. Όσοι δε εμέθεξαν από την πίστιν του Χριστού, δεν αναστένωνται μόνοι, αλλά ακόμη και όσοι δεν εμέθεξαν από ταύτην την πίστιν, ως λέγει ο κριτικός Φώτιος ερμηνεύων το αποστολικόν εκείνο, «πλήν ουχ ως το παράπτωμα, ούτω και το χάρισμα.ει γαρ τω του ενός παραπτώματι οι πολλοί απέθανον, πολλώ μάλλον η χάρις του Θεού και η δωρεά εν χάριτι του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού εις τους πολλούς επερίσσευσε» (Ρωμ. ε' 15).
Και η αιτία είναι διότι, καθώς όλην την φύσιν των ανθρώπων ανέλαβεν ο Κύριος εις την θείαν Του υπόστασιν, έτσι ανεκαίνισε όλην την φύσιν, αναστήσας και τους απίστους αυτούς, διότι φυσικώς εν τω Αδάμ ήμαρτον και ου προαιρετικώς. Επειδή όμως προαιρετικώς δεν ηθέλησαν να πιστεύσουν εις τον νέον Αδάμ, δια τούτο και τα μέλλοντα αναστηθήναι σώματα αυτών θέλουν έχει μεγάλην και ασύγκριτον διαφοράν από τα αναστηθησόμενα σώματα των πιστών και εναρέτων. Καθ ότι εκείνα μεν θέλουν είναι σκληρά βαρέα, άσχημα, άτιμα, μαύρα, σκοτεινά, ψυχρά και χονδρά και αυτά όλα τα άθλια ιδιώματα έχουν να αυξάνουν η να ολιγοστεύουν εις αυτά, κατά την αναλογίαν της απιστίας αυτών και κακίας, τα δε σώματα των πιστών και Ορθοδόξων έχουν εκ του εναντίου να είναι μαλακά, κούφα, ωραία, ένδοξα, διαφανή, φωτεινά, θερμά και πνευματικά. Και αυτά όλα τα μακαριστά ιδιώματα έχουν να αυξάνουν η να ολιγοστεύουν εις αυτά κατά την αναλογίαν της πίστεως και αρετής αυτών, καθώς γενικώς περί τούτων των ιδιωμάτων αναφέρει ο Απόστολος εν τη Α' προς Κορινθ. κεφ. ιε' 42 λέγων: «σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία.σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη. σπείρεται εν ασθενεία, εγείρεται δυνάμει.σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν».
Συλλογίσου λοιπόν αδελφέ, πόσον μας ηγάπησεν ο Δεσπότης μας Ιησούς Χριστός ώστε όπου χωρίς ημάς δεν ηθέλησε να ήναι αθάνατος και μακάριος κατά την ψυχήν και κατά το σώμα, αλλά ηθέλησε και τα ιδικά μας σώματα να θριαμβεύσουν κατά του θανάτου και να γυρίσουν πάλιν να ζουν ομού με Αυτόν δια παντός, δεδοξασμένα και μακάρια: «ει γαρ πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας δια του Ιησού άξει συν αυτώ» (Α' Θεσσαλ. θ' 13). Επειδή με το μέσον του θανάτου και της Αναστάσεώς Του μας έκαμεν αξίους δια μίαν τοιαύτην ζωήν και μακαριότητα, γενόμενος ημών Πατήρ αθάνατος και ημείς αθάνατα τέκνα Του εις αιώνας αιώνων, κατά τον τίτλον όπου Του έδωκεν ο Προφήτης: «Πατήρ του μέλλοντος αιώνος». (Ησ. θ' 6). Μάλιστα ηθέλησεν όχι μόνον να υπηρετήση εις την ανάστασίν μας ως μισθός, αλλά και ως αρχέτυπον. Ώστε το σώμα μας όταν αναστηθή να έχη μεγάλην αναλογίαν και ομοιότητα με το μέτρον εκείνου του δεδοξασμένου Του σώματος: «μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών, εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης Αυτού» (Φιλιπ. γ' 21). Και καθώς ο αισθητός ήλιος όταν κτυπήση τας ακτίνας του εις ένα καθαρόν καθρέπτην, ο καθρέπτης εκείνος γίνεται άλλος ήλιος, έτσι και ο νοητός ήλιος Χριστός εν τη μελλούση αναστάσει κτυπώντας τας ακτίνας Του εις τα αναστηθέντα σώματά μας, έχει να τα κάμη να λάμπουν ωσάν άλλοι ήλιοι όμοιοί Του καθώς είναι γεγραμμένον: «τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του Πατρός αυτών» (Ματθ. ιγ' 43).
Ω θαυμαστά εφευρέματα όπου εύρεν ο γλυκύτατός μας Ιησούς δια να μας αγαθοποιήση! Ω ασύγκριτα χαρίσματα όπου μας εχάρισε δια της Αναστάσεώς Του! Και τι άλλο μεγαλύτερον και θεοπρεπέστερον χάρισμα ηδύνατο να χαρίση εις ημάς ωσάν αυτό όπου μας εχάρισεν, ήγουν το να δοξάση με τόσην μεγαλοπρέπειαν αιωνίως όχι μόνον την ψυχήν αλλά και αυτό το σώμά μας; Έστω.η ψυχή εις όλον το ύστερον είναι καθαρόν πνεύμα.είναι συγγενές με τους αγγέλους και εικών της Θεότητος, όθεν δεν φαίνεται τόσον υπερβολική αγάπη το να πάθη ο Κύριος, δια να την δοξάση αιώνια. Αλλά τι λογής υπερβολή αγάπης είναι αύτη το να πάθη τόσον ένας Υιος του Θεού δια να αξιώση μιας αιωνίου δόξης το σώμά μας όπου είναι μία γη και σποδός; όπου είναι ένα σκεύος γεμάτον από δυσωδίαν και ακαθαρσίαν και μάλιστα όπου απεστάτησε τόσαις και τόσαις φοραίς από το θείόν Του θέλημα με τας κακάς του ορέξεις; Κατά αλήθειαν ανίσως και ημείς ηθέλαμεν καταξεσχίση δια τον Ιησούν Χριστόν με χίλια μαρτύρια το σώμά μας.ανίσως και ηθέλαμεν το καρφώση δι αγάπην Του επάνω εις τον Σταυρόν.η το ολιγώτερον ανίσως ηθέλαμεν το φυλάξη καθαρόν από κάθε λογής αμαρτίαν και μολυσμόν, πάλιν δεν ήτο άξιον το σώμά μας να απολαύση εις τον ουρανόν ένα προνόμιον τόσον υψηλόν, όπου να συνδοξασθή με το σώμα του Λυτρωτού μας «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ. η' 18).Και τώρα να απολαύση αυτό το υψηλόν προνόμιον τούτο το σώμα, ύστερα αφ ου ύβρισε τον Θεόν δια να θεραπεύση τον εαυτόν του και αφ ου εμολύνθη με τόσας αμαρτίας μόνον διότι εκαθαρίσθη μετρίως με την μετάνοιαν; Τούτο εκπλήττει κάθε νουν. Τούτο κάμνει άφωνον κάθε γλώσσαν.
Ω μακάριαι λοιπόν όπου είναι αι ελπίδες των Χριστιανών, με τας οποίας προσμένουν βέβαια να λάβουν τα σώματά των μίαν τοιαύτην ανάστασιν και δόξαν! Αυταί αι ελπίδες της αναστάσεως κάμνουσι σήμερον να χαίρωνται οι Προπάτορες και Προφήται. Ο αποκτανθείς Άβελ, ο απιστούμενος Νώε, ο εν τοις ξένοις ξενωθείς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ. Ο λεπρωθείς Ιώβ, ο διωχθείς Μωσής, ο διαβληθείς Ααρών, ο πολεμών Ιησούς ο του Ναυή, ο πεινών Δαβίδ, ο απογνούς εαυτόν Ηλίας, ο περιγελώμενος Ελισσαίος. Ο πριονισθείς Ησαίας, ο εν τω λάκκω βληθείς Ιερεμίας. Ο ραπισθείς Μιχαίας, ο λιθοβολιθείς Ναβουθαί. Αυταί αι ελπίδες κάμνουσι να ευφραίνωνται οι Απόστολοι και οι μάρτυρες Ιάκωβος και Παύλος οι αποκεφαλισθέντες.Πέτρος και Ανδρέας οι σταυρωθέντες.ο ποτήριον φαρμάκου πιών11 και εν ζέοντι ελαίω βληθείς12 Ιωάννης ο Θεολόγος.Ματθαίος και Πολύκαρπος οι πυρποληθέντες.οι Γεώργιοι, οι Δημήτριοι, οι Ευστάθιοι και πάντες οι λοιποί. Αυταί αι ελπίδες κάμνουσι σήμερον να αγάλλωνται όλοι οι Όσιοι και Ασκηταί, οι οποίοι επλανώντο εν ερημίαις και όρεσι και σπηλαίοις, κακουχούμενοι, θλιβόμενοι και βασανίζοντες την σάρκα των με διαφόρους κακοπαθείας και όσον περισσότερον εβασανίζοντο, τόσον περισσότερον εχαίροντο. Διατί; Δια να λάβουν ενδοξοτέραν ανάστασιν: «ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν» (Εβρ. ια' 35).
Αυταί, αυταί αι μακάριαι ελπίδες της αναστάσεώς σου, πρέπει να κάμνουν και εσένα αδελφέ να χαίρεσαι εις τας θλίψεις σου, να πλουτίζης εις την πτωχείαν σου, να παρηγορήσαι εις τας ασθενείας σου και να ευφραίνεσαι εις όλας τας δυστυχίας όπου σου έρχονται. Διότι όσον περισσότερον θλιβής και κακοπαθήσης εδώ, τόσον ενδοξοτέραν ανάστασιν έχεις να λάβης: «ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν». Όθεν αν τυφλωθής, χαίρε ότι αυτά τα μάτια έχουν να λαμπρυνθούν περισσότερον και να θεωρούν καθαρώτερον το φως της Τρισηλίου Θεότητος. Αν κουλλαθής χαίρε, διότι αυτά τα χέρια έχουν να εκτείνωνται με περισσοτέραν παρρησίαν εις τον Θεόν. Αν κουτσαθής χαίρε, διότι θέλεις χορεύει καλύτερα εις τον Παράδεισον. Αν λεπρωθή όλον σου το σώμα χαίρε, διότι έχει να αναστηθή ενδοξότερον, λαμπρότερον και ωραιότερον. Αν μετανοής και κλαίης δια τας αμαρτίας σου, χαίρε, διότι με τα δάκρυα αυτά θέλεις πλυθή από κάθε μολυσμόν και θέλεις αναστηθή καθαρώτερος. Και λοιπόν διατί φρίττεις και τρομάζεις τόσον πολύ την μετάνοιαν; Διατί αποφεύγεις τόσον κάθε λογής πειρασμόν και θλίψιν αντί να επιθυμής να έλθουν καταπάνω σου όλαι αι τιμωρίαι δια να δοκιμασθής τώρα εις αυτά, ωσάν το χρυσάφι και να αναστηθής λαμπρότερος;
Και τι νομίζεις; Ένας αναμάρτητος Ιησούς, ήτον ανάγκη να πάθη τόσα βάσανα, δια να έμβη εις την δόξαν, ήτις ήτο χρεωστουμένη εις το θείόν Του σώμα, δια πολλά αίτια. «Ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού;» (Λουκ. κδ' 26), και εσύ θέλεις να μη πάθης τίποτε και να έμβης εις την αυτήν δόξαν, αφ ου έγινες ανάξιος δια αυτήν τόσαις φοραίς όσαις ήμαρτες; Έβγαλε από τον νουν σου αυτήν την πλάνην ανάμεσα εις όλον το πλήθος των δικαίων, όπου ο θεολόγος Ιωάννης εις την Αποκάλυψίν του, κανένας δεν ηδυνήθη να απολαύση τόσην ευδαιμονίαν με άλλο πάρεξ με μίαν μεγάλην θλίψιν: «ούτοί εισιν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης» (Αποκ. θ' 14), και εσύ θέλεις να γίνη δια λόγου σου μία καινούργια πόρτα εις τον Παράδεισον δια να περάσης ακόπως να χαίρεσαι με την ψυχήν και με το κορμί όλας τας τρυφάς του ουρανού, αφ ου εθεράπευσες τας αισθήσεις σου με όλας τας τρυφάς της γης;
Ανόητος όπου είσαι. Ένας Παύλος έχαιρε να συγκοινωνή εις τα παθήματα του Χριστού με τα βάσανα και να συμμορφώνεται με τον θάνατόν Του, δια να απολαύση την μέλλουσαν δόξαν της αναστάσεως: «ευρεθώ εν αυτώ έχων την κοινωνίαν των παθημάτων αυτού, συμμορφούμενος αυτού εν τω θανάτω, είπως καταντήσω εις την εξανάστασιν των νεκρών» (Φιλιππ. γ' 10), και εσύ θέλεις να απολαύσης αυτήν την δόξαν της αναστάσεως τρώγωντας και πίνωντας και μη θέλωντας να δοκιμάσης καμμίαν θλίψιν και βάσανον; Πεπλανημένος όπου είσαι από τον κόσμον και από τον διάβολον. Ήξευρε γαρ, ότι καθώς ο άνθρωπος είναι διπλούς εκ ψυχής και σώματος, έτσι και η ανάστασις είναι διπλή, πρώτη και δευτέρα. Η πρώτη είναι της ψυχής, την οποίαν ενεργεί εις αυτήν η Χάρις του Αγίου Πνεύματος εν τη παρούση ζωή, δια μέσου της εργασίας των εντολών του Χριστού και της καθάρσεως των ψυχικών παθών και των σωματικών, περί της οποίας αναστάσεως γέγραπται εν τη Αποκαλύψει: «Αύτη η ανάστασις η πρώτη» (Αποκ. κ' 5). Η δευτέρα ανάστασις είναι του σώματος, ήτις μέλλει να γίνη εν τη συντελεία του κόσμου. Και όποιος αξιωθή απ εδώ να αναστηθή κατά την ψυχήν, ούτος δεν θέλει δοκιμάσει τον δεύτερον θάνατον, όπου είναι η κόλασις, αλλά θέλει αναστηθή με το σώμα, δια να ζήση και να συμβασιλεύση αιωνίως με τον Χριστόν, κατά την αυτήν Αποκάλυψιν: «μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν τη αναστάσει τη πρώτη.επί τούτων ο δεύτερος θάνατος ουκ έχει εξουσίαν» (Αποκ. κ' 6).
Όποιος δε απ εδώ δεν αναστηθή κατά την ψυχήν, αυτός κινδυνεύει, όχι να δοξασθή με την ανάστασιν του σώματος, αλλά να κολασθή με το σώμα, και με την ψυχήν. Λέγει γαρ ο μέγας Γρηγόριος, ο της Θεσσαλονίκης, ότι καθώς ο αληθινός θάνατος, ήτοι η αμαρτία, ο αίτιος του πρώτου και δευτέρου και προσκαίρου και παντοτεινού θανάτου της ψυχής και του σώματος άρχισε μέσα εις τον τόπον της ζωής, ήτοι εις τον Παράδεισον, έτσι και η αληθινή ζωή, ήτοι η αρετή και η μετά Θεόν ένωσις, πρέπει δια να αρχίση από τον τόπον του θανάτου, ήτοι από την παρούσαν ζωήν. Και όποιος αυτήν την ζωήν δεν σπουδάση να αποκτήση απ εδώ, ούτος ας μη απατά τον εαυτόν του με ελπίδες εύκεραις, ότι θέλει την λάβη εκεί: «ώστε και η όντως ζωή η και ψυχή και σώματι πρόξενος της αθανάτου και όντως ζωής, εν τω τόπω τούτω του θανάτου έξει την αρχήν και ο μη σπεύδων κτήσασθαι αυτήν κατά ψυχήν ενταύθα, μη κεναίς ελπίσιν απατάτω εαυτόν, ως λήψεται αυτήν εκεί» (Λόγος εις την Ξένην). Εντράπου λοιπόν αδελφέ, δια την αγνωσίαν όπου είχες τούτων των αληθειών και διότι ενόμισες πως έχεις να απολαύσης την μέλλουσαν δόξαν της αναστάσεως, χωρίς θλίψεις και βάσανα.
Όθεν μη αφίσης τον εαυτόν σου να πλανηθή πλέον. Κάμε απόφασιν από τώρα και εμπρός να παθαίνης μεν θεληματικώς κάθε κόπον αρετής.να υπομένης δε ευχαρίστως κάθε ακούσιον πειρασμόν, δια την ελπίδα της μελλούσης αναστάσεως όπου σε προσμένει. Καθώς και ο γεωργός δια την ελπίδα των καρπών υπομένει κόπους, χιόνας, βροχάς, χειμώνας και θέρη και ο πραγματευτής δια το κέρδος τρέχει επάνω και κάτω δια ξηράς και δια θαλάσσης. Και ο στρατιώτης δια την ελπίδα της νίκης δεν συλλογίζεται τελείως τον πόλεμον, και ο ασθενής δια την ελπίδα της υγείας πίνει μετά χαράς τα πικρά ιατρικά. Και επειδή ο Κύριος είναι η Ανάστασις και η Ζωή: «εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή.ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται» ι(Ιω. ια' 25), δια τούτο παρακάλεσαί Τον να εντυπώση μέσα εις την καρδίαν σου τούτον τον λογισμόν: «εγώ έχω βέβαια να αναστηθώ και συνδοξασθώ, με τον Ιησούν», λοιπόν πρέπει να ετοιμάζωμαι, ίνα με τούτον τον λογισμόν και την ελπίδα καθαρίζης τας αισθήσεις και όλα τα μέλη σου από κάθε λογής μολυσμόν και αμαρτίαν, καθώς είναι γεγραμμένον: «πας ο έχων την ελπίδα ταύτην επ αυτώ, αγνίζει εαυτόν, καθώς εκείνος αγνός εστι» (Α' Ιω. γ' 3). Και ούτω ποιών να ετοιμασθής απ εδώ με μίαν ζωήν καθαράν, αγίαν και αξίαν δια να λάβης εμπράκτως τέτοιαις εξαίρεταις επαγγελίαις εις τον καιρόν εκείνον.ήγουν δια να αναστηθής, όχι εις ανάστασιν κρίσεως, καθώς έχουν να αναστηθούν οι αμαρτωλοί, αλλά εις ανάστασιν ζωής, καθώς έχουν να αναστηθούν οι δίκαιοι: «και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες, εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες, εις ανάστασιν κρίσεως».(Ιω. ε' 29).


Υποσημειώσεις:
1. Τα λόγια του θείου Διονυσίου άπερ περί της πρώτης τάξεως των θρόνων Χερουβίμ και Σεραφίμ λέγει είναι ταύτα: «της δε Ιησού κοινωνίας ωσαύτως ηξιωμένας ουκ εν εικόσιν ιεροπλάστοις μορφωτικώς αποτυπούσι (ήτοι αποτυπούσαις αττικών γαρ εστι το τας αρσενικάς μετοχάς θηλυκοίς συντάττειν, ως ερμηνεύει ο θείος Μάξιμος) την θεουργικήν ομοίωσιν.αλλ ως αληθώς αυτώ πλησιαζούσας εν πρώτη μετουσία της γνώσεως των θεουργικών αυτού φώτων» (περί ουραν. Ιεραρχ. Κεφ. ζ').
2. Και τα δύω ταύτα βεβαιοί ο μέγας Βασίλειος. Απορήσας γαρ ο Άγιος διότι ωνόμασεν ο Μωϋσής μίαν και ουχί πρώτην την Κυριακήν λέγει «ίνα ουν προς την μέλλουσαν ζωήν την έννοιαν ημών απαγάγη μίαν ωνόμασε του αιώνος την εικόνα την απαρχήν των ημερών.την ομήλικα του φωτός.την αγίαν Κυριακήν, την τη Αναστάσει του Κυρίου τετιμημένην.εγένετο ουν εσπέρα φησί και εγένετο πρωί, ημέρα μία» (Ομιλ. β' εις την Εξαήμερον).
Ότι δε η Κυριακή έχει να ήναι αυτός εκείνος ο όγδοος αιών, λέγει πάλιν ο αυτός Βασίλειος ταύτα εκείσε: «επεί ανέσπερον και αδιάδοχον και ατελεύτητον την ημέραν εκείνην είδεν ο λόγος, ην και ογδόην ο Ψαλμωδός προσηγόρευσε δια του έξω κείσθαι του εβδοματικού τούτου χρόνου. Ώστε καν ημέραν είπης καν αιώνα την αυτήν ερείς έννοιαν» (αυτόθι). Σχεδόν τα αυτά περί της Κυριακής λέγουσιν ό τε Γρηγόριος ο Θεολόγος εις την Πεντηκοστήν και ο Νύσσης και ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντες την επιγραφήν του στ' ψαλμού υπέρ της ογδόης. Και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος εις την Καινήν Κυριακήν: «δια τούτο και η του Χριστού Εκκλησία όλην την διακαινήσιμον Εβδομάδα ταύτην ως μίαν ημέραν της Κυριακής και λαμπροφόρου λογίζεται, δια να δείξη με τούτο ότι και όλος ούτος ο εβδοματικός αιών της παρούσης ζωής έχει να γίνη μία ημέρα ογδόη και Κυριακή, ήτις έσται ο όγδοος εκείνος αιών της μελλούσης ζωής. Επειδή γαρ κατά το μεσονύκτιον της Κυριακής έχει να γίνη η Δευτέρα Παρουσία και να έλθη ο άδυτος Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός, καθώς τούτο οι θεοφόροι Πατέρες λέγουσι. Λοιπόν η Κυριακή εκείνη αφ ου μίαν φοράν καταυγασθή από τας ακτίνας του ηλίου εκείνου, δεν λαμβάνει πλέον εσπέραν, αλλ έσται μία ημέρα ανέσπερος και αδιάδοχος εις αιώνας αιώνων.»
3. Τα λόγια του σοφού Νικήτα εισί ταύτα: «οι δε άγγελοι δυσκίνητοι όντες προς το κακόν αλλ ουκ ακίνητοι μετά την του Χριστού Ανάστασιν, εγένοντο λοιπόν και ακίνητοι ου φύσει αλλά χάριτι. Είη αν αυτοίς σωτηρία η ατρεψία μηκέτι φοβουμένοις την επί το χείρον μεταβολήν και την εκ ταύτης απώλειαν. Ακίνητοι δε εγένοντο οι άγγελοι προς το κακόν μετά την Ανάστασιν, επειδή και έργω έμαθον από τον Δεσπότην Χριστόν την ταπείνωσιν, όστις εταπεινώθη ου μόνον ότι εγένετο άνθρωπος αλλά πολλώ μάλλον ότι κατεδέξατο έως και να νίψη τους πόδας των μαθητών και εγένετο υπήκοος μέχρι Παθών και Σταυρού και θανάτου και ταφής. Δι ό και ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος είπεν: εντεύθεν άγγελοι νυν το απερίτρεπτον έλαβον, έργω παρά του Δεσπότου μαθόντες, οδόν υψώσεως και της προς Αυτόν ομοιώσεως ου την έπαρσιν ούσαν, αλλά την ταπείνωσιν». (Λόγος εις την Χριστού Γέννησιν).
4. Μη θαυμάσης, ω αναγνώστα, ανίσως εδώ μεν λέγομεν τρεις αναστάσεις, εις δε τον ακόλουθον γ'. Συλλογισμόν της Μελέτης ταύτης λέγομεν δύω αναστάσεις, ψυχής και σώματος. Αι γαρ αύται εις δύω συγκεφαλαιούνται, του νοός, από της ψυχής διαιρουμένου τη επινοία.
5. Ότι ο θείος Γαβριήλ ήτο ο καταβάς απ ουρανού και κυλίσας τον μέγαν λίθον από της θύρας του μνήματος του Κυρίου, πολλά ασματικά τροπάρια της Εκκλησίας αναφέρουσιν.
6. Περί της Θεοτόκου όρα και εις την ζ' Εξέτασιν.
7. Τα λόγια του θείου Πατρός εισι ταύτα: «ουκούν αύτη μόνη μεθόριόν εστι κτιστής και ακτίστου φύσεως, και ουδείς αν έλθοι προς Θεόν ει μη δι αυτής της τε και του εξ αυτής μεσίτου, και ουδέν αν εκ του Θεού των δωρημάτων, ει μη δια ταύτης γένοιτο και αγγέλοις και ανθρώποις». Και πάλιν, «Πάσα φωτοφανείας θείας πρόοδος, και πάσα θεαρχικωτάτων μυστηρίων αποκάλυψις, και πάσα πνευματικών ιδέα χαρισμάτων, άπασιν αχώρητος χωρίς Αυτής. Αύτη δε πρώτη δεχομένη το πλήρωμα του τα σύμπαντα πληρούντος, καθίστησι τοις πάσι χωρητόν κατά την αναλογίαν και το μέτρον της εκάστου καθαρότητος. Ώστ Αυτήν είναι και ταμίαν, και πρύτανιν του πλούτου της θεότητος, και προς Αυτήν οράν και ταύτη πεποιθέναι τας ανωτάτω Χερουβικάς Ιεραρχίας, και απλώς πάσί τε και πάσαις κατά το μέτρον του προς ταύτην απαθούς και θείου πόθου. Και του αύλου και αλήκτου έρωτος... και η στάσις έψεται, και η του θείου φωτισμού τρανότης».
8. Όρα τας χάριτας του έαρος ταύτας και άλλας περισσοτέρας εν τω εις την Καινήν Κυριακήν πανηγυρικώ λόγω του Γρηγορίου του Θεολόγου.
9. Λέγει γαρ ο άγιος Μάξιμος ότι «μνημείόν εστι δεσποτικόν η εκάστου πιστών καρδία» (Κεφ. ξα' της α' εκατοντ. των θεολογικών).
10. Εκ του παραδείγματος του Ιωάννου του εις την θεωρίαν παραλαμβανομένου και του Πέτρου του εις την πράξιν αναγομένου, πίστευσον ταύτα. Έτρεχον γαρ οι δύο ούτοι ομού, ως λέγει το Ευαγγέλιον, αλλ όμως ο Ιωάννης επρόλαβε τον Πέτρον: «ο άλλος» φησί «μαθητής προέδραμε τάχιον του Πέτρου». Πάλιν: «ο μεν Ιωάννης βλέπει κείμενα τα οθόνια μόνον και πιστεύει, ο δε Πέτρος εισέρχεται εις τον τάφον και περιεργάζεται τα οθόνια και το σουδάριον και τα λοιπά και ούτω πιστεύει».
11. Τούτο λέγει ο Ιερός Αυγουστίνος εν τη κγ' ερωτική ευχή.
12. Τούτο λέγει Γεώργιος ο Κορέσιος.λόγος εις την Ανάστασιν.
 

Ἰωάννης Χρυσόστομος – «Ἀληθῶς Ἀνέστη»

Ανάστασις
Ἡ πλάνη πάντα αὐτοκαταστρέφεται καί, παρόλο ποὺ δὲν τὸ θέλει, στηρίζει σὲ ὅλα τὴν ἀλήθεια.
Πρόσεξε: Ἔπρεπε ν᾿ ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε καὶ τάφηκε καὶ ἀναστήθηκε.
Ἔ, λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ κατοχυρώνουν οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί!
Ἐφ᾿ ὄσoν ἔφραξαν μὲ τὸν βράχο καὶ σφράγισαν καὶ φρούρησαν τὸν τάφο, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει καμία κλοπή.
Ἀφοῦ ὅμως δὲν ἔγινε κλοπὴ καὶ ἐν τούτοις ὁ τάφος βρέθηκε ἄδειος, εἶναι ὁλοφάνερο καὶ ἀναντίρρητο ὅτι ἀναστήθηκε. Εἶδες πὼς καὶ μὴ θέλοντας στηρίζουν τὴν ἀλήθεια;
Ἀλλὰ καὶ πότε θὰ τὸν ἔκλεβαν οἱ μαθηταί; Τὸ Σάββατο;
Μὰ ἀφοῦ δὲν ἐπιτρεπόταν ἀπὸ τὸν νόμο νὰ κυκλοφορήσουν. Κι ἂν ὑποθέσουμε ὅτι θὰ παραβίαζαν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ,
πῶς θὰ τολμοῦσαν αὐτοὶ οἱ τόσο δειλοὶ νὰ βγοῦν ἔξω ἀπ᾿ τὸ σπίτι;
Καὶ μὲ ποῖο θάρρος θὰ ριψοκινδύνευαν γιὰ ἕνα νεκρό;
Προσμένοντας ποία ἀνταπόδοση; Ποία ἀμοιβή;
Καὶ στ᾿ ἀλήθεια, ποῦ στηρίζονταν;
Στὴ δεινότητα τοῦ λόγου τους;
Ἀλλὰ ἦταν ἀπ᾿ ὅλους ἀμαθέστεροι.
Στὰ πολλά τους πλούτη;
Ἀλλὰ δὲν εἶχαν οὔτε ραβδὶ οὔτε ὑποδήματα.
Μήπως στὴν ἔνδοξη καταγωγή τους;
Ἀλλὰ ἦταν οἱ ἀσημότεροι τοῦ κόσμου.
Μήπως στὸ πλῆθος τους;
Ἀλλὰ δὲν ξεπερνοῦσαν τοὺς ἕνδεκα, ποὺ κι αὐτοὶ σκόρπισαν.
Ἂν ὁ κορυφαῖος τους φοβήθηκε τὸν λόγο μιᾶς γυναίκας θυρωροῦ κι ὅλοι οἱ ἄλλοι,
ὅταν εἶδαν τὸν Διδάσκαλό τους δεμένο,
σκόρπισαν καὶ διαλύθηκαν,
πὼς θὰ τοὺς περνοῦσε κἂν ἀπ᾿ τὸν νοῦ νὰ τρέξουν στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ νὰ φυτέψουν πλαστὸ κήρυγμα ἀναστάσεως;
Ἀφοῦ φοβήθηκαν τὴ γυναικεία ἀπειλῆ καὶ τὴ θέα μόνο τῶν δεσμῶν, πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ τὰ βάλουν μὲ βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες καὶ λαούς, ὅπου ξίφη καὶ τηγάνια καὶ καμίνια καὶ μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, ἂν δὲν εἶχαν ἀπολαύσει καὶ οἰκειοποιηθεῖ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἕλξη τοῦ Ἀναστάντος;
Ἀλλὰ γι᾿ αὐτὰ πρέπει νὰ ἐπανέλθουμε.
Ἂς ξαναρωτήσουμε ὅμως τώρα τοὺς Ἑβραίους:
Πῶς ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ οἱ μαθηταί, ὦ ἀνόητοι;
Ἐπειδὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι λαμπρὴ καὶ ὁλοφάνερη, τὸ ἰουδαϊκὸ ψέμα δὲν μπορεῖ οὔτε σὰν σκιά, νὰ σταθεῖ.
Πῶς θὰ τὸ ἔκλεβαν, ποὺ εἶχαν τὴν ὑποψία καὶ ἀγρυπνοῦσαν καὶ πρόσεχαν;
Μὰ καὶ γιὰ ποῖο λόγο θὰ τὸ ἔκλεβαν;
Γιὰ νὰ πλάσουν τὸ δόγμα τῆς Ἀναστάσεως;
Καὶ πῶς τοὺς ᾖρθε νὰ πλάσουν κάτι τέτοιο αὐτοὶ οἱ δειλοί;
Καὶ πῶς κύλησαν τὸν ἀσφαλισμένο βράχο;
Πῶς ξέφυγαν ἀπὸ τόσους ἄγρυπνους κι ἄγριους φρουρούς;
Πρόσεξε ὅμως πὼς μὲ ὅσα κάνουν οἱ Ἑβραῖοι πιάνονται πάντα στὰ ἴδια τους τὰ δίχτυα.
Νά, ἂν δὲν πήγαιναν στὸν Πιλότο κι ἂν δὲν ζητοῦσαν τὴν κουστωδία, πιὸ εὔκολα θὰ μποροῦσαν νὰ λένε τέτοια ψεύδη οἱ ἀδιάντροποι.
Μὰ τώρα ὄχι.
(Ὑπῆρχε ἡ κουστωδία. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ γλιτώσει ἀπ᾿ τὴν ἄγρυπνη προσοχή της κι ἀπ᾿ τὰ ξίφη της).
Κι ἔπειτα γιατί νὰ μὴν κλέψουν τὸ σῶμα νωρίτερα;
Ἀσφαλῶς ἂν εἶχαν σκοπὸ νὰ κάνουν κάτι τέτοιο,
θὰ τὸ ἔκαναν ὅταν δὲν ἐφρουρεῖτο ὁ τάφος,
τότε ποὺ ἦταν καὶ ἀκίνδυνο καὶ σίγουρο, δηλ. τὴν πρώτη νύχτα- γιατὶ τὸ Σάββατο πῆγαν οἱ Ἑβραῖοι στὸν Πιλότο καὶ ζήτησαν τὴν κουστωδία καὶ φρούρησαν τὸν τάφο, ἐνῷ, τὴν πρώτη νύχτα δὲν ἦταν κανένας ἐκεῖ.
Καὶ τί γυρεύουν στὸ ἔδαφος τὰ σουδάρια ποτισμένα μὲ τὴ σμύρνα, ποὺ βρῆκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι;
Εἶχε πάει πρώτη ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία.
Κι ὅταν γύρισε καὶ ἀνήγγειλε τὰ θαυμαστὰ συμβάντα στοὺς ἀπόστολους, ἐκεῖνοι χωρὶς καθυστέρηση τρέχουν ἀμέσως στὸ μνημεῖο καὶ βλέπουν κάτω τὰ ὀθόνια.
Αὐτὸ ἦταν σημεῖο Ἀναστάσεως.
Γιατί ἂν ἤθελαν κάποιοι νὰ τὸν κλέψουν,
δὲν θὰ τὸν ἔκλεβαν βέβαια γυμνό.
Αὐτὸ θὰ ἦταν ὄχι μόνο ἀτιμωτικὸ ἄλλα καὶ ἀνόητο.
Δὲν θὰ κοίταζαν νὰ ξεκολλήσουν τὰ σουδάρια,
νὰ τὰ τυλίξουν μὲ ἐπιμέλεια καὶ νὰ τὰ βάλουν τακτοποιημένα σ᾿ ἕνα μέρος.
Ἀλλὰ τί θὰ ἔκαναν;
Θ᾿ ἅρπαζαν ὅπως-ὅπως τὸ σῶμα καὶ θἄφευγαν γρήγορα.
Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε προηγουμένως ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἶπε ὅτι τὸν ἔθαψαν μὲ πολλὴ σμύρνα ποὺ κολλάει τὰ ὀθόνια πάνω στὸ σῶμα, ὅπως τὸ μολύβι τὰ μέταλλα, καὶ δὲν ἦταν καθόλου εὔκολο νὰ ξεκολλήσουν ὥστε ὅταν ἀκούσεις ὅτι τὰ σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, νὰ μὴν ἀνεχθεῖς ἐκείνους ποὺ λένε ὅτι ἐκλάπη. θὰ πρέπει νὰ ἦταν βέβαια πολὺ ἠλίθιος ὁ κλέφτης, ὥστε νὰ σπαταλήσει γιὰ ἕνα περιττὸ πράγμα τόση προσπάθεια.
Γιὰ ποῖο σκοπὸ θ᾿ ἄφηνε τὰ σουδάρια;
Καὶ πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ ξεφύγει τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἔκανε αὔτη τὴν ἐργασία;
Γιατὶ ἀσφαλῶς θὰ δαπανοῦσε πολὺ χρόνο καὶ ἦταν φυσικὸ καθυστερώντας νὰ συλληφθεῖ ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ.
Ἀλλὰ καὶ τὰ ὀθόνια γιατί κείτονται χωριστὰ καὶ χωριστὰ τὸ σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα;
Γιὰ νὰ βεβαιωθεῖς ὅτι δὲν ἦταν ἔργο βιαστικῶν οὔτε ἀνήσυχων κλεφτῶν τὸ νὰ τοποθετήσουν χωριστὰ ἐκεῖνα καὶ χωριστὰ τοῦτο τυλιγμένο.
Κι ἀπὸ ἐδῶ λοιπὸν ἀποδεικνύεται ἀπίθανη ἡ κλοπή.
Ἄλλωστε καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Ἑβραῖοι τὰ σκέφθηκαν ὅλα αὐτὰ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔδωσαν χρήματα στοὺς φρουροὺς λέγοντας: «Πεῖτε σεῖς πὼς τὸν ἔκλεψαν, κι ἐμεῖς θὰ τὰ κανονίσουμε μὲ τὸν ἡγεμόνα».
Ὑποστηρίζοντας ὅτι οἱ μαθηταὶ τὸν ἔκλεψαν ἐπικυρώνουν καὶ μ᾿ αὐτὸ πάλι τὴν Ἀνάσταση, γιατὶ ἔτσι ὁμολογοῦν πάντως ὅτι τὸ σῶμα δὲν ἦταν ἐκεῖ.
Ὅταν ὅμως αὐτοὶ οἱ ἴδιοι βεβαιώνουν ὅτι τὸ σῶμα δὲν ἦταν ἐκεῖ, ἐνῷ ἄπα τὴν ὅλη μεριὰ ἡ κλοπὴ ἀποδεικνύεται ψευδὴς καὶ ἀπίθανη ἀπὸ τὴ σχολαστικὴ φρούρηση καὶ τὶς σφραγίδες τοῦ τάφου καὶ τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο καὶ τὴ δειλία τῶν μαθητῶν, ἀναμφισβήτητα προβάλλει καὶ ἀπὸ τὰ δικά τους τὰ λόγια ἡ ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως.
Ρωτᾶνε ὅμως πολλοί: Γιατί μόλις ἀναστήθηκε νὰ μὴ φανερωθεῖ ἀμέσως στοὺς Ἰουδαίους;
Αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι περιττός.
Ἂν ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ τοὺς ἑλκύσει στὴν πίστη, δὲν θ᾿ ἀμελοῦσε νὰ φανερωθεῖ σὲ ὅλους.
Ἀλλὰ ὅτι δὲν ὑπῆρχε τέτοια ἐλπίδα τὸ ἀπέδειξε ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου: Ἂν καὶ ἦταν ἤδη τέσσερις μέρες νεκρὸς καὶ εἶχε ἀρχίσει νὰ μυρίζει καὶ νὰ σαπίζει, τὸν ἀνέστησε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων. Παρὰ ταῦτα, ὄχι μόνο δὲν ἑλκύστηκαν στὴν πίστη, ἀλλὰ καὶ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἤθελαν νὰ σκοτώσουν κι Αὐτὸν καὶ τὸν Λάζαρο.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλων ἀνάστησε καὶ ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ καὶ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον του, ἂν ὁ ἴδιος μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ τοὺς φανερωνόταν, δὲν θὰ ἐξαγριώνονταν πολὺ περισσότερο τυφλωμένοι ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν ἀπιστία τους;
Ἀλλὰ γιὰ ν᾿ ἀφοπλίσει τὸν ἄπιστο ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία, ὄχι μόνο σαράντα ὁλόκληρες ἡμέρες ἐμφανιζόταν στοὺς μαθητές του καὶ ἔτρωγε μάλιστα μαζί τους, ὅλα παρουσιάσθηκε καὶ σὲ πάνω ἀπὸ πεντακόσιους ἀδελφούς, δηλ. σὲ πλῆθος ὁλόκληρο. Στὸ Θωμᾶ μάλιστα πoὺ δυσπιστοῦσε, ἔδειξε τὰ σημάδια ἀπ᾿ τὰ καρφιὰ καὶ τὸ τραῦμα ἀπ᾿ τὴ λόγχη.
Καὶ γιατί, λένε, νὰ μὴν κάνει μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ μεγάλα κι ἐντυπωσιακὰ θαύματα, ὅλα μόνο ἔφαγε καὶ ἤπιε; Γιατὶ αὐτὴ καθ᾿ ἐαυτὴ ἡ Ἀνάσταση ἦταν τὸ μέγιστο θαῦμα, καὶ ἡ πιὸ ἰσχυρὴ ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως ἦταν ὅτι ἔφαγε καὶ ἤπιε.
Μά, γιὰ σκέψου, ἂν οἱ ἀπόστολοι δὲν ἔβλεπαν τὸν Χριστὸ Ἄνασταντα, πῶς τοὺς ᾖρθε νὰ φαντασθοῦν ὅτι θὰ κυριέψουν τὴν οἰκουμένη; Μήπως τρελάθηκαν ὥστε νὰ νομίζουν ὅτι θὰ κατόρθωναν κάτι τέτοιο; Ἂν ὅμως ἦταν στὰ λογικά τους, ὅπως ἔδειξαν καὶ τὰ πράγματα, πώς, χωρὶς ἀξιόπιστα ἐχέγγυα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ χωρὶς θεία δύναμη, πώς, πές μου, θ᾿ ἀποφάσιζαν νὰ βγοῦν σὲ τόσους πολέμους, νὰ τὰ βάλουν μὲ στεριὲς καὶ θάλασσες καί, δώδεκα ὅλοι κι ὅλοι, ν᾿ ἀγωνισθοῦν μὲ τόση γενναιότητα γιὰ νὰ μεταβάλουν ὅλης της οἰκουμένης τὰ ἔθνη, ποὺ ἦταν ἐπὶ τόσα χρόνια νέκρα ἀπ᾿ τὴν ἁμαρτία;
Καὶ ἂν ἀκόμη ἦταν ἔνδοξοι καὶ πλούσιοι καὶ δυνατοὶ καὶ μορφωμένοι, οὔτε τότε θὰ ἦταν λογικὸ νὰ ξεσηκωθοῦν γιὰ τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Ἀλλὰ ἐπιτέλους θὰ εἶχε κάποιο λόγο ἢ προσδοκία τους. Αὐτοὶ ὅμως εἶχαν περάσει τὴ ζωὴ τοὺς ἄλλοι στὶς λίμνες, ἄλλοι κατασκευάζοντας σκηνὲς κι ἄλλοι στὰ τελωνεῖα. Ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἐπαγγέλματα δὲν ὑπάρχει σχεδὸν τίποτε πιὸ ἄχρηστο καὶ γιὰ τὴ φιλοσοφία καὶ γιὰ νὰ πείσεις κάποιον νὰ σκέπτεται ἀνώτερα, ὅταν μάλιστα δὲν ἔχεις νὰ τοῦ ἐπιδείξεις ἀνάλογο προηγούμενο. Πόσο μᾶλλον ποὺ οἱ ἀπόστολοι, ὄχι μόνο δὲν εἶχαν ἀνάλογα παραδείγματα ἀπ᾿ τὸ παρελθόν, ὅτι θὰ ἐπικρατήσουν, ἀλλὰ ἀντίθετα εἶχαν παραδείγματα, καὶ μάλιστα πρόσφατα, ὅτι δὲν θὰ ἐπικρατήσουν.
Εἶχαν ἐπιχειρήσει πολλοὶ νὰ εἰσαγάγουν καινούργιες διδασκαλίες, ἀλλὰ ἀπέτυχαν. Κι ὄχι μὲ δώδεκα ἀνθρώπους, μὰ μὲ πολὺ πλῆθος. Ὁ Θευδᾶς κι ὁ Ἰούδας π.χ. ἔχοντας ὁλόκληρες μάζες ἀνθρώπων χάθηκαν μαζὶ μὲ τοὺς ὀπαδούς των.
Ὁ φόβος ἐκεῖνος θὰ ἦταν ἀρκετὸς νὰ τοὺς διδάξει. Ἀλλὰ ἂς ὑποθέσουμε ὅτι περίμεναν νὰ κυριαρχήσουν. Μὲ ποιὲς ἐλπίδες θὰ ἔμπαιναν σὲ τέτοιους κινδύνους, ἂν δὲν ἀπέβλεπαν στὰ μέλλοντα ἀγαθά;
Τί κέρδος προσδοκοῦσαν μὲ τὸ νὰ ὁδηγήσουν ὅλους στὸν μὴ ἀναστάντα, καθὼς ἰσχυρίζονται οἱ ἐχθροί;
Ἂν τώρα ἄνθρωποι ποὺ πίστεψαν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ στὰ ἀμέτρητα ἀγαθὰ δύσκολα δέχονται νὰ κινδυνέψουν, πῶς ἐκεῖνοι θὰ ὑπέμεναν τὰ πάνδεινα ματαίως ἢ μᾶλλον γιὰ κακό τους; Γιατί ἂν δὲν ἔγινε ἡ Ἀνάσταση, ποὺ ἔγινε, κι ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, τότε προσπαθώντας νὰ τὰ πλάσουν ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ πείσουν τοὺς ἄλλους, ἔμελλαν ὁπωσδήποτε νὰ προκαλέσουν τὴν ὀργὴ τοῦ θεοῦ καὶ νὰ περιμένουν μύριους κεραυνοὺς ἀπ᾿ τὸν οὐρανό.
Ἄλλωστε κι ἂν ἀκόμη εἶχαν μεγάλη προθυμία ὅταν ζοῦσε ὁ Χριστός, θὰ ἔσβηνε μόλις πέθανε. Ἂν δὲν τὸν ἔβλεπαν Ἀναστημένο, τί θὰ ἦταν ἱκανὸ νὰ τοὺς βγάλει σ᾿ ἐκεῖνο τὸν πόλεμο; Ἂν δὲν εἶχε ἀναστηθεῖ, ὄχι μόνο δὲv θὰ ριψοκινδύνευαν γι᾿ αὐτόν, μὰ θὰ τὸν θεωροῦσαν ἀπατεῶνα: τοὺς εἶχε πεῖ «μετὰ τρεῖς ἡμέρες θ᾿ ἀναστηθῶ» καὶ τοὺς ὑποσχέθηκε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. τοὺς εἶπε ὅτι ἀφοῦ λάβουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ κυριαρχήσουν στὴν οἰκουμένη κι ἀκόμη τόσα ἄλλα ὑπερφυσικὰ καὶ οὐράνια. Ἂν τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν γινόταν, ὅσο κι ἂν τὸν πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δὲν θὰ τὸν ὑπάκουαν φυσικά, ἂν δὲν τὸν ἔβλεπαν Ἀναστάντα.
Καὶ μὲ τὸ δίκιο τους, γιατί θὰ ἔλεγαν: «Μετὰ τρεῖς ἡμέρες», μᾶς εἶπε, «θ᾿ ἀναστηθῶ», καὶ δὲν ἀναστήθηκε. Ὑποσχέθηκε νὰ μᾶς στείλει Πνεῦμα Ἅγιο, καὶ δὲν τὸ ἔστειλε. Πῶς λοιπὸν νὰ τὸν πιστέψουμε γιὰ τὰ μέλλοντα, ἀφοῦ διαψεύδονται τὰ παρόντα;
Ἀλλὰ γιὰ πές μου, σὲ παρακαλῶ, γιὰ ποῖο λόγο, χωρὶς ν᾿ ἀναστηθεῖ, κήρυτταν ὅτι ἀναστήθηκε; Γιατί, λέει, τὸν ἀγαποῦσαν. Μὰ τὸ λογικὸ θὰ ἦταν νὰ τὸν μισοῦν τώρα, ἐπειδὴ τοὺς ἐξαπάτησε καὶ τοὺς πρόδωσε. Ἐνῷ τοὺς ξεμυάλισε μὲ χίλιες δυὸ ἐλπίδες καὶ τοὺς χώρισε ἀπ᾿ τὰ σπίτια τους κι ἀπ᾿ τοὺς γονεῖς τους κι ἀπ᾿ ὅλα καὶ ξεσήκωσε κι ὁλόκληρο τὸ ἰουδαϊκὸ ἔθνος ἐναντίον τους, ὕστερα τοὺς πρόδωσε. Κι ἂν μὲν ἦταν ἀπὸ ἀδυναμία, θὰ τὸν συγχωροῦσαν. Τώρα ὅμως ἦταν σωστὸ κακούργημα: Ἔπρεπε νὰ τοὺς εἶχε πεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ ὄχι νὰ τοὺς ὑποσχεθεῖ τὸν οὐρανό, ἀφοῦ ἦταν θνητός.
Ὥστε λοιπὸν ἦταν φυσικὸ νὰ κάνουν τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο: Νὰ κηρύττουν τὴν ἀπάτη καὶ νὰ τὸν λένε ἀπατεώνα καὶ μάγο. Ἔτσι θὰ γλίτωναν κι ἀπὸ τοὺς κινδύνους κι ἀπὸ τοὺς πολέμους τῶν ἀντίπαλων. Ὅλοι ξέρουν ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἀναγκάστηκαν νὰ δωροδοκήσουν τοὺς στρατιῶτες, γιὰ νὰ ποῦν ὅτι ἔκλεψαν τὸ σῶμα ἂν λοιπὸν πήγαιναν οἱ ἴδιοι οἱ μαθηταὶ κι ἔλεγαν, «ἐμεῖς τὸ κλέψαμε, δὲν ἀναστήθηκε», πόσες τιμὲς δὲν θ᾿ ἀπολάμβαναν; Ὥστε ἦταν στὸ χέρι τους καὶ νὰ τιμηθοῦν καὶ νὰ στεφανωθοῦν! Ἔ, λοιπὸν δὲν ἀναρωτιέσαι γιατί ν᾿ ἀνταλλάξουν ὅλα αὐτὰ μὲ τὶς ἀτιμίες καὶ τοὺς κινδύνους, ἂν δὲν ἦταν μία θεία δύναμη ποὺ τοὺς βεβαίωνε, δυνατότερη ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ γήινα ἀγαθά;
Κι ἂν μὲ ὅλα αὐτὰ δὲν σὲ πείσαμε, σκέψου καὶ τοῦτο: Ἔστω ὅτι δὲν εἶχε γίνει ἡ Ἀνάσταση. Κι ἂν ἀκόμη οἱ ἀπόστολοι ἦταν ἀποφασισμένοι νὰ διδάξουν τὸν κόσμο, ἐπ᾿ οὐδενὶ λόγῳ θὰ κήρυτταν στὸ ὄνομά του. Γιατὶ εἶναι γνωστό, πὼς ὅλοι μας δὲν θέλουμε οὔτε τὰ ὀνόματα ν᾿ ἀκούσουμε, ὅσων μᾶς ἐξαπάτησαν. Ἄλλωστε γιατί θὰ διατυμπάνιζαν τὸ ὄνομά του; Ἐλπίζοντας νὰ ἐπικρατήσουν μ᾿ αὐτό; Μὰ θὰ ἔπρεπε νὰ περιμένουν τὸ ἀντίθετο, γιατὶ κι ἂν ἔμελλαν νὰ κυριαρχήσουν θὰ χάνονταν φέρνοντας στὴ μέση τὸ ὄνομα ἑνὸς ἀπατεῶνα.
Ἃς θυμηθοῦμε ἐξ ὅλου ὅτι ἡ ἀγάπη τῶν μαθητῶν πρὸς τὸν Διδάσκαλο, ἐνῷ ζοῦσε ἀκόμη, μαραινόταν σιγὰ-σιγὰ ἀπ᾿ τὸν φόβο τοῦ ἐπικείμενου μαρτυρίου. Ὅταν τοὺς προανήγγειλε τὰ δεινὰ ποὺ θ᾿ ἀκολουθοῦσαν καὶ τὸν σταυρό, πάγωσαν ἀπ᾿ τὸν φόβο τους κι ἔσβησαν τελείως. Ἕνας μάλιστα δὲν ἤθελε οὔτε κἂν νὰ τὸν ἀκολουθήσει στὴν Ἰουδαία, ἐπειδὴ ἄκουσε γιὰ κινδύνους καὶ γιὰ θανάτους. Ἂν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ φοβόταν τὸν θάνατο, χωρὶς αὐτὸν καὶ τοὺς ἄλλους μαθητάς, μόνος δηλαδή, πῶς θ᾿ ἀποτολμοῦσε;
Ἐπὶ πλέον: Πίστευαν ὅτι θὰ πεθάνει μέν, ἀλλὰ θ᾿ ἀναστηθεῖ κι ὅμως ὑπέφεραν τόσο. Ἂν δὲν τὸν ἔβλεπαν Ἀναστημένο, πῶς δὲν θὰ ἐξαφανίζονταν καὶ δὲν θὰ ζητοῦσαν ν᾿ ἀνοίξει ἡ γῆ νὰ τοὺς καταπιεῖ ἀπ᾿ τὴν ἀπελπισία τους γιὰ τὴν ἀπάτη κι ἀπ᾿ τὴ φρίκη γιὰ τὰ ἐπερχόμενα; Θ᾿ ἀντιμετώπιζαν τώρα τὴν κατακραυγὴ γιὰ τὴν ἀδιαντροπιά τους. Τί θὰ εἶχαν νὰ πoῦν; Τὸ πάθος τὸ ἤξερε ὅλος ὁ κόσμος: Τὸν κρέμασαν σὲ ψηλὸ ἰκρίωμα, ἦταν μέρα μεσημέρι, μέσα στὴν πρωτεύουσα καὶ στὴν πιὸ μεγάλη γιορτὴ ποὺ κανένας δὲν ἦταν δυνατὸ ν᾿ ἀπουσιάζει.
Τὴν Ἀνάσταση ὅμως δὲν τὴν εἶδε κανεὶς ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους. Κι αὐτὸ δὲν ἦταν μικρὸ ἐμπόδιο γιὸ νὰ τοὺς πείσουν. Πῶς λοιπὸν θὰ μποροῦσαν νὰ βεβαιώσουν στεριὰ καὶ θάλασσα γιὰ τὴν Ἀνάσταση; Καὶ γιατί, πές μου, ἀφοῦ σῴνει καὶ καλὰ ἤθελαν νὰ τὸ κάνουν αὐτό, δὲν ἐγκατέλειπαν τὴν Ἰουδαία ἀμέσως, νὰ πᾶνε στὶς ξένες χῶρες; Ἀλλὰ δὲν θαυμάζεις ὅτι ἔπεισαν πολλοὺς καὶ μέσα στὴν Ἰουδαία;
Εἶχαν τὴν τόλμη νὰ παρουσιάσουν τὰ τεκμήρια τῆς Ἀναστάσεως στοὺς ἴδιους τους φονεῖς, σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν σταύρωσαν καὶ τὸν ἔθαψαν, στὴν ἴδια τὴν πόλη ὅπου ἀποτολμήθηκε τὸ φοβερὸ κακούργημα. Ὥστε καὶ ὅλοι οἱ ἔξω ν᾿ ἀποστομωθοῦν. Γιατὶ ὅταν οἱ «σταυρώσαντες» γίνονται «πιστεύσαντες», τότε καὶ ἡ παρανομία τῆς σταυρώσεως βεβαιώνεται καὶ λάμπει ἡ ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως.
Γιὰ νὰ ἑλκύονται ὅμως τὰ πλήθη σημαίνει πὼς οἱ μαθηταὶ ἔκαναν θαύματα. Ἂν ὅμως δὲν ἀναστήθηκε καὶ μένει νεκρός, πῶς οἱ ἀπόστολοι θαυματουργοῦσαν στὸ ὄνομά του; Πῶς πάλι, ἂν δὲν ἔκαναν θαύματα, ἔπειθαν; Καὶ ἂν μὲν ἔκαναν -καὶ βεβαίως ἔκαναν- εἶχαν θεοῦ δύναμη. Ἂν ὅμως δὲν ἔκαναν καὶ ἐν τούτοις κυριαρχοῦσαν παντοῦ, θὰ ἦταν ἀκόμη πιὸ ἀξιοθαύμαστο. θὰ ἦταν τὸ μέγιστο θαῦμα, ἂν χωρὶς θαύματα διέσχιζαν καὶ κυρίευαν τὴν οἰκουμένη δώδεκα φτωχοὶ καὶ ἀγράμματοι ἄνθρωποι. Ἀσφαλῶς οὔτε μὲ τὰ πλούτη οὔτε μὲ τὴ σοφία τους ἐπεκράτησαν οἱ ψαράδες. Ὥστε καὶ χωρὶς νὰ θέλουν κηρύττουν ὅτι μέσα τους ἐνεργοῦσε ἢ θεία δύναμη τῆς Ἀναστάσεως. Γιατὶ εἶναι τελείως ἀδύνατο ἀνθρώπινη δύναμη νὰ κατορθώσει ποτὲ τέτοια ἐκπληκτικὰ πράγματα.
Προσέξτε μὲ πολὺ ἐδῶ, γιατί αὐτὰ εἶναι ἀναμφισβήτητες ἀποδείξεις τῆς Ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ θὰ ἐπαναλάβω πάλι: Ἂν δὲν ἀναστήθηκε, πῶς ἔγιναν ἀργότερα στὸ ὄνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανεὶς βέβαια δὲν κάνει μετὰ τὸν θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα ἀπ᾿ ὅσα ὅταν ζοῦσε. Ἐνῷ ἐδῶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ γίνονται θαύματα μεγαλύτερα καὶ κατὰ τὸν τρόπο καὶ κατὰ τὴ φύση: Κατὰ τὴ φύση ἦταν μεγαλύτερα, γιατί ποτὲ ἡ σκιὰ τοῦ Χριστοῦ δὲν θαυματούργησε. Ἐνῷ οἱ σκιὲς τῶν ἀποστόλων ἔκαναν πολλὰ θαύματα. Κατὰ τὸν τρόπο πάλι ἦταν μεγαλύτερα, ἐπειδὴ τότε μὲν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πρόσταζε καὶ θαυματουργοῦσε. Μετὰ τὴ Σταύρωση ὅμως καὶ τὴν Ἀνάστασή του οἱ δοῦλοι του ἐπικαλούμενοι ἁπλῶς τὸ σεβάσμιο καὶ ἅγιο ὄνομά του μεγαλύτερα καὶ ἐκπληκτικότερα ἐπιτελοῦσαν. Ἔτσι δοξαζόταν κι ἀκτινοβολοῦσε πιὸ πολὺ ἡ δύναμή του.
Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅρισαν νὰ διαβάζονται ἀμέσως μετὰ τὸν σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή του, οἱ «Πράξεις» ποὺ περιγράφουν τὰ θαύματα τῶν ἀποστόλων καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν ἐπικυρώνουν τὴν Ἀνάσταση, γιὰ νὰ ἔχουμε σαφῆ καὶ ἀναμφισβήτητη τῆς Ἀναστάσεως τὴν ἀπόδειξη: Δὲν τὸν εἶδες Ἀναστάντα μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος; Ἀλλὰ τὸν βλέπεις μὲ τὰ μάτια τῆς Πίστεως. Δὲν τὸν εἶδες μὲ τὰ «ὄμματα» τοῦτα; Θὰ τὸν δεῖς μὲ τὰ θαύματα ἐκεῖνα. Τῶν θαυμάτων ἢ ἐπίδειξη σὲ χειραγωγεῖ στῆς Ἀναστάσεως τὴν ἀπόδειξη.
Θέλεις ὅμως νὰ δεῖς καὶ τώρα θαύματα; Θὰ σοῦ δείξω. Καὶ μάλιστα πιὸ μεγάλα ἀπ᾿ τὰ προηγούμενα: Ὄχι ἕνα νεκρὸ ν᾿ ἀνασταίνεται, ὄχι ἕνα τυφλὸ νὰ ξαναβλέπει, ἀλλὰ τὴ γῆ ὁλόκληρη νὰ ἐγκαταλείπει τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης.
Μεγίστη ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ὅτι ὁ Ἐσφαγμένος Χριστὸς ἔδειξε μετὰ τὸν θάνατο τόση δύναμη, ὥστε ἔπεισε τοὺς ζωντανοὺς νὰ περιφρονήσουν καὶ πατρίδα καὶ σπίτι καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή τους γιὰ χάρη του καὶ νὰ προτιμήσουν μαστιγώσεις καὶ κινδύνους καὶ θάνατο. Αὐτὰ δὲν εἶναι κατορθώματα νεκροῦ κλεισμένου στὸν τάφο, ἀλλὰ ἀναστημένου καὶ ζωντανοῦ.
Πρόσεξε παρακαλῶ: Οἱ ἀπόστολοι, ὅταν μὲν ζοῦσε ὁ Διδάσκαλος ἀπὸ τὸν φόβο τοὺς τὸν πρόδωσαν κι ἐξαφανίσθηκαν ὅλοι. Ὁ Πέτρος μάλιστα τὸν ἀρνήθηκε μὲ ὅρκο τρεῖς φορές. Ὅταν ὅμως πέθανε ὁ Χριστός, αὐτὸς ποὺ τὸν ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς καὶ πανικοβλήθηκε μπροστὰ σὲ μίαν ὑπηρετριούλα, τόσο ἀπότομα ἄλλαξε, ὥστε ν᾿ ἀψηφήσει ὁλόκληρο λαὸ καὶ μέσ᾿ στὴ μέση του Ἰουδαϊκοῦ ὄχλου νὰ διακηρύξει ὅτι ὁ σταυρωθεὶς καὶ ταφεὶς ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν τὴν τρίτη ἡμέρα καὶ ὅτι ἀνέβηκε στὰ οὐράνια. Καὶ τὰ κήρυξε ὅλα αὐτὰ χωρὶς νὰ ὑπολογίσει τὴ φοβερὴ μανία τῶν ἐχθρῶν καὶ τὶς συνέπειες.
Ποῦ βρῆκε αὐτὸ τὸ θάρρος; Ποῦ ἀλλοῦ, παρὰ στὴν Ἀνάσταση. Τὸν εἶδε καὶ συνομίλησε μαζί του καὶ ἄκουσε γιὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθά, κι ἔτσι ἔλαβε δύναμη νὰ πεθάνει γι᾿ Αὐτὸν Καὶ νὰ σταυρωθεῖ μὲ τὴν κεφαλὴ πρὸς τὰ κάτω. Τὸ ἐξόχως σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὄχι μόνο ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι, ἄλλα, καὶ ὁ Ἰγνάτιος, ποὺ οὔτε κὰν τὸν εἶδε οὔτε ἀπόλαυσε τὴ συντροφιά του, ἔδειξε τόση προθυμία γιὰ χάρη του, ὥστε γι᾿ Αὐτὸν πρόσφερε θυσία τὴ ζωή του. Καὶ μόνο ὁ Ἰγνάτιος καὶ οἱ ἀπόστολοι; Καὶ γυναῖκες καταφρονοῦν τὸν θάνατο, πού, πρὶν ἀναστηθεῖ ὁ Χριστός, ἦταν φοβερὸς καὶ φρικώδης ἀκόμη καὶ σὲ ἄνδρες καὶ μάλιστα ἁγίους.
Ποιὸς τοὺς ἔπεισε ὅλους αὐτοὺς νὰ περιφρονήσουν τὴν παροῦσα ζωή; Φυσικὰ δὲν εἶναι κατόρθωμα ἀνθρώπινης δυνάμεως νὰ πειστοῦν τόσες μυριάδες, ὄχι μόνο ἀνδρῶν, ἄλλα καὶ γυναικῶν καὶ παρθένων καὶ μικρῶν παιδιῶν, νὰ πειστοῦν νὰ θυσιάσουν τὴν παροῦσα ζωή, νὰ τὰ βάλουν μὲ θηρία, νὰ περιγελάσουν τὴ φωτιά, νὰ καταπατήσουν κάθε εἶδος τιμωρίας καὶ νὰ σπεύσουν πρὸς τὴ μέλλουσα ζωή!
Καὶ ποίος, παρακαλῶ, τὰ κατόρθωσε ὅλ᾿ αὐτά; Ὁ νεκρός; Ἀλλὰ τόσοι νεκροὶ ὑπῆρξαν καὶ κανένας δὲν ἔκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ἦταν μάγος καὶ ἀγύρτης; Πλῆθος μάγοι καὶ ἀγύρτες καὶ πλάνοι πέρασαν, ἄλλα ξεχάστηκαν ὅλοι, χωρὶς ν᾿ ἀφήσουν τὸ παραμικρὸ ἴχνος μαζὶ μὲ τὴ ζωή τους ἔσβησαν κι οἱ μαγγανεῖες τους. Ἡ φήμη ὅμως κι ἡ δόξα κι οἱ πιστοί του Χριστοῦ κάθε μέρα αὐξάνουν κι ἁπλώνονται σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Οἱ ἄπιστοι φρίττουν κι οἱ πιστοὶ διακηρύττουν:
Χριστὸς ἀνέστη! Ἀληθῶς ἀνέστη!

ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ
Ἐπιμέλεια: Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου

ΑΝΑΣΤΑΣΗ: Η δοκιμασία της λογικής


Δεν είναι καθόλου παράλογο το κήρυγμα περί της Αναστάσεως του Χριστού να εγείρει πλείστες όσες αμφιβολίες και ερωτηματικά. Οι ενστάσεις για το θέμα αυτό άρχισαν να καταγράφονται ευθύς ως συνέβη το υπερφυσικό αυτό γεγονός, που αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε το οικοδόμημα της Χριστιανικής Εκκλησίας. «Για τους Εβραίους της Βιβλικής Ιερουσαλήμ ήταν βλασφημία των αποστατών Χριστιανών να ισχυρίζονται ότι ένας σταυρωμένος εγκληματίας μπορούσε ποτέ να είναι ο Μεσσίας. Για τους καλλιεργημένους Έλληνες, που ήδη πίστευαν στην αθανασία της ψυχής, ακόμα και η σκέψη ενός αναστημένου σώματος ήταν αποκρουστική. Ακόμα και για τους Γνωστικούς Χριστιανούς του 2ου αιώνα ήταν προτιμότερη η άποψη που έφερε τον Ιησού ως αθάνατο πνεύμα που απαλλάχθηκε από το φθαρτό σαρκίο του».
Είναι αλήθεια πως η Ανάσταση του Ιησού αποτελεί αληθινό μαρτύριο για την ανθρώπινη λογική. Δε χρειάζεται να πάμε μακριά, αρκεί να κοιτάζουμε στον περίγυρο του Κυρίου και θα α­ντιληφθούμε την καχυποψία και την αμφιβολία που είχε εμφιλοχωρήσει ακόμα και στο στενό κύκλο των Μαθητών για το φοβερό γεγονός. Οι Δώδεκα κλεισμένοι στο υπερώο αμφισβητούν έντονα τη σχετική πληροφορία όπως τη μετέφεραν οι Μυροφόρες γυναίκες, αποδίδοντάς την στη γυναικεία υπερβολή και στο υπερβάλλον συναίσθημα. Στην πορεία προς Εμμαούς οι δύο Μαθητές έχουν στο πλάι τους τον Αναστημένο Ιησού και αδυνατούν να αναγνωρίσουν στο πρόσωπό Του τον αγαπημένο Διδάσκαλο. Ο Θωμάς, κινούμενος μέσα στα στενά πλαίσια της λογικής του, αρνείται πεισματικά τις πληροφορίες για την Ανάσταση.
Φθάνοντας στην εποχή μας, το κήρυγμα της Αναστάσεως φαντάζει ακόμα πιο εξωπραγματικό και εξωφρενικό. Και αυτό γιατί η εποχή μας είναι αυτή που αποθεώνει τη λογική, καυχάται για τις κατακτήσεις και τα επιτεύγματα του ανθρώπινου δυναμικού και αρχίζει σταδιακά να μορφοποιεί στο νου του επηρμένου ανθρώπου την αίσθηση της απολύτου αυτάρκειας και παντοδυναμίας. Αυτή η παντοδυναμία όμως δημιουργεί και πλήρη σύγχυση, αφού παρατηρείται το φαινόμενο πολλοί σήμερα να δηλώνουν Χριστιανοί, αλλά να αρνούνται να δεχθούν το γεγονός της Ανάστασης, αφού δεν μπορούν να το κατανοήσουν. Αλλά τί είδους Χριστιανισμός είναι αυτός;
Η ίδια η Εκκλησία δηλώνει ότι δεν μπορούμε να προσεγγίζουμε αυτό το γεγονός με λογικά και ανθρώπινα μέτρα. Δεν είναι ούτε φυσική ούτε, πολλώ μάλλον, παρά φύσιν πραγματικότητα, δεν είναι λογική, ούτε, πολλώ μάλλον, παράλογη αλήθεια. Είναι ένα υπέρ φύσιν γεγονός, μια υπέρλογη πραγματικότητα, που αγνοεί τη λογική, υπερβαίνει τα στενά και ασφυκτικά δεσμά της και απελευθερώνεται με τη δύναμη της Θείας βούλησης. Η Ανάσταση απαιτεί το στοιχείο της πίστης για να την προσεγγίσει και να την αποδεχθεί κανείς, μιας πίστης χωρίς όρια και περιορισμούς, χωρίς ναι, μεν, αλλά, μιας πίστης που δίνει νόημα και όραμα και σε αυτήν και στην άλλη ζωή, μιας πίστης που δε συζητά αυτές τις αλήθειες, γιατί δεν μπορούν να συζητηθούν, δεν μπορούν να κατανοηθούν, δε μπορούν να αντέξουν σε σαθρά επιχειρήματα, σε κοσμικές, άρα φθαρτές και πεπερασμένες, αρχές, σε ξεπερασμένες αρνήσεις, που κρατούν δέσμιο τον άνθρωπο στα εντός και επί τα αυτά της μικρής και ελάχιστης υπάρξεώς του. «Η γνώση τούτου του κόσμου δεν μπορεί να γνωρίσει άλλο τίποτα, παρεκτός από ένα πλήθος λογισμούς, όχι όμως εκείνο που γνωρίζεται με την απλότητα της διάνοιας». Και η Ανάσταση απαιτεί απλότητα στη διάνοια, απλότητα στη σκέψη, παιδική, άρα καθαρή και ανόθευτη πίστη.
Η Ανάσταση του Χριστού σηματοδοτεί τη νίκη επί του θανάτου και την εδραίωση της ελπίδος για την αθανασία. Αυτή η ελπίδα είναι ικανή να δώσει κουράγιο, να παράσχει δύναμη και καρτερία για να αντέξει κανείς τα προβλήματα και τους πόνους αυτού του βίου. Η Ανάσταση είναι η απόληξη του Πάθους, η εικόνα που διαδέχεται ευθύς την τραγικότητα του Σταυρού. Αυτή ακριβώς είναι και η ελπίδα. Το γεγονός ότι πίσω από το Σταυρό που σηκώνει ο κάθε άνθρωπος, μηδενός εξαιρουμένου, σε αυτή τη ζωή, υπάρχει ο Κυρηναίος Χριστός που συμπάσχει μαζί μας. υπάρχει ο Αναστημένος Θεός που παρέχει σε όλους τη λύση, τη λύτρωση, τη δικαίωση, την ανάσταση της ζωής και της συνείδησης, το τέλος του πόνου και της οδύνης. Έγραψε σοφά ο αείμνηστος π. Ιουστίνος Πόποβιτς ότι «χωρίς την Ανάσταση δεν υπάρχει ούτε εις τον ουρανόν, ούτε υπό τον ουρανόν τίποτε πιο παράλογον από τον κόσμος αυτόν, ούτε μεγαλύτερα απελπισία από την ζωήν αυτήν, δίχως αδανασίαν».
Ας πιστέψουμε λοιπόν αυτό που δεν είδαμε και δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε. Ανταμοιβή αυτής της πίστης θα είναι να δούμε κάποτε Αυτόν που πιστέψαμε. Χριστός Ανέστη!


(Αρχιμ. Επιφάνιος Σ. Οικονόμου, «Από την ατέλεια στην αγιότητα»)

ΣΤΗ ΦΩΤΟΦΟΡΟ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Αγίου Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης

ΣΤΗ ΦΩΤΟΦΟΡΟ ΚΑΙ ΑΓΙΑ
ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Του εν Αγίοις Πατρός ημών
Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης
 
«Ευλογητός ο Θεός» (Λουκ. 1, 68). Ας επαινέσομε σήμερα τον Μονογενή Θεό τον δημιουργό των ουρανίων, αυτόν που έσκυψε πάνω στις μυστικές λαγόνες της γης και με τις φωτοφόρες ακτίνες του φώτισε όλη την οικουμένη. Ας υμνήσομε σήμερα την ταφή του Μονογενούς, την ανάσταση του Νικητή, τη χαρά του κόσμου, τη ζωή των λαών (Ιω. 16, 20. Λουκ. 2, 10). Ας υμνήσομε σήμερα αυτόν που φόρεσε την αμαρτία (Β' Κορ 5, 21). Ας ευφημήσομε σήμερα τον Θεό Λόγο, που ντρόπιασε τη σοφία του κόσμου (Α' Κορ. 1, 20), επιβεβαίωσε την αναγγελία των προφητών, συγκέντρωσε την ομάδα των αποστόλων, διάδωσε την κλήση της Εκκλησίας και τη χάρη του Πνεύματος. Γιατί να, εμείς που κάποτε ήμαστε ξένοι από την επίγνωση του Θεού (Εφ. 2, 13.19), γνωρίσαμε το Θεό και εκπληρώθηκε ό,τι έχει γραφεί: «θα θυμηθούν και θα στραφούν στον Κύριο όλα τα πέρατα της γης και θα πέσουν να τον προσκυνήσουν όλες οι φυλές των λαών» (Ψαλμ. 21, 28).
2. Τι θα θυμηθούν; Την παλαιά πτώση, τη νέα ανάσταση, την αρχαία παράβαση και την κατοπινή διόρθωση, το θάνατο της Εύας, τη γέννηση της Παρθένου, την αποκατάσταση των λαών, τη συγχώρηση των αμαρτωλών, την προαναγγελία των προφητών, το κήρυγμα των αποστόλων, την αναγέννηση από την κολυμβήθρα (Ιω. 5, 1-30), την επανεγκατάσταση στον Παράδεισο, την επιστροφή των ουρανών, τον δημιουργό που αναστήθηκε, εκείνον που απέθεσε όσα δεν του ταίριαζαν, εκείνον που με τη θεϊκή μεγαλοσύνη του ξαναέχυσε σαν μέταλλο το φθαρτό σε αφθαρσία. Και ποια απέθεσε που δεν του ταίριαζαν; Εκείνα που είπε ο Ησαίας, «τον είδαμε», λέει, «και δεν είχε ούτε είδος ούτε κάλλος, αλλά το πρόσωπό του ήταν ατιμασμένο και στερούσε ως προς την ωραιότητα από όλων των ανθρώπων» (Ησ. 53, 2-3).
3. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν συναναστρεφόταν με τους αλιτήριους Ιουδαίους και τον αποκαλούσαν Σαμαρείτη και δαιμονισμένο (Ιω. 8, 48).όταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης και τα γεννήματα του σκότους κρατούσαν τον αχώρητο για να τον θανατώσουν. Δεν έλεγε αδικαιολόγητα ο Ιωάννης γι αυτούς.«γεννήματα εχιδνών.ποιος σάς συμβούλεψε να ξεφύγετε την μελλοντική οργή;» (Ματθ. 3, 7). Γιατί πραγματικά η οργή του Θεού θα μείνει επάνω τους.
4. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν αντιμετώπιζαν το βλαστό της επιείκειας με ραπίσματα και ζητούσαν απαντήσεις με όρκους από αυτόν που είναι δικαστής των όρκων (Μαρκ.14, 65).
5. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν δίκαζαν το δικαστή και έκριναν τον κριτή του κόσμου, όταν ο δούλος ρωτούσε και ο Κύριος σώπαινε, το φως ησύχαζε και το σκοτάδι γαυριούσε, το πλάσμα έδειχνε θρασύτητα και ο Δημιουργός έδειχνε υπομονή.
6. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν οι ταύροι χτυπούσαν με τα κέρατα και ο μόσχος στεκόταν, όταν το λιοντάρι βρυχιόταν και οι ταύροι κοίταζαν αγέρωχοι, όπως έχει γραφτεί.«με περικύκλωσαν πολλά μοσχάρια και με τριγύρισαν ταύροι καλοθρεμμένοι, άνοιξαν το στόμα τους καταπάνω μου σαν λιοντάρι αρπαχτικό» (Ψαλμ. 21, 12).
7. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν αλυχτούσαν τα σκυλιά και ο αφέντης έδειχνε ανοχή, όταν οι λύκοι είχαν βγεί για ν αρπάξουν και το πρόβατο ήταν παρόν εκεί. Όταν ο ληστής δεχόταν πρόσκληση στη ζωή, ενώ η ζωή του κόσμου συρόταν στο θάνατο, όταν έβγαζαν τις άτακτες και θεοκτόνες εκείνες φωνές «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν. Το αίμα του επάνω σ εμάς και τα παιδιά μας» (Ιω. 19, 15. Ματθ. 27, 25), οι φονιάδες του Κυρίου και των προφητών, οι θεομάχοι, οι μισόθεοι, οι υβριστές του νόμου, οι πολέμιοι της χάριτος, οι εχθροί της πίστης των πατέρων, οι συνήγοροι του διαβόλου, τα γεννήματα των εχιδνών, οι ψιθυριστές, οι καταλαλητές, εκείνοι που είχαν βουτηγμένο το νού τους στο σκοτάδι, η ζύμη των Φαρισαίων (Ματθ. 16, 6. Μάρκ. 8, 15. Λουκ. 12, 1), το συνέδριο των δαιμόνων, οι μιαροί, οι πάμφαυλοι, οι λιθοβολιστές, οι μισόκαλοι. Και δικαιολογημένα φώναζαν, «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν». Γιατί τους καταπλάκωνε η παρουσία της θεότητας με σάρκα και τους δυσαρεστούσε ο έλεγχος για τον τρόπο ζωής τους. Είναι συνήθεια πάγια των αμαρτωλών να μισούν τη συναναστροφή των δικαίων.
8. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν τον φραγγέλωσαν και βασάνιζαν το Άγιο σώμα εκείνου που υπέφερε θεληματικά τα πάθη, για να θεραπεύσει τις παλιές πληγές των αμαρτημάτων μας.όταν σήκωσε στους ώμους του το ξύλο του σταυρού το τρόπαιο κατά του διαβόλου, όταν έβαζαν στεφάνι από αγκάθια σ εκείνον που στεφανώνει όσους πιστεύουν σ αυτόν. Όταν φόρεσαν την πορφύρα σ αυτόν που χαρίζει αφθαρσία σε όσους αναγεννιούνται με νερό και Πνεύμα Άγιο (Ιω. 3, 5. Ματθ. 27, 48).όταν κάρφωσαν στο ξύλο αυτόν που είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου.
9. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν οι στρατιώτες θριάμβευαν περιπαίζοντας τον Κύριο της στρατιάς των ουρανών.
10. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν έδεσαν στο καλάμι σπόγγο γεμάτο με ξίδι και τον πότιζαν δίνοντας χολή, αυτόν που τους έριξε το μάννα σά βροχή (Εξ. 16, 13-15).όταν έσπαζαν οι πέτρες και σκιζόταν το καταπέτασμα του ναού κατάπληκτα από το θράσος των αλιτηρίων, όταν ο ήλιος πενθούσε και φορούσε το σκότος σαν πένθιμο σάκκο πενθώντας την πτώση των Ιουδαίων, γιατί η ημέρα θρηνούσε τις συμφορές των Ιουδαίων, όταν η ζωή ήταν κρεμασμένη ανάμεσα στους ληστές και ο ένας τον χλεύαζε και τον κατηγορούσε, ενώ ο άλλος με τη μετάνοιά του λήστευε τον Παράδεισο (Λουκ. 23, 39-43).
11. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν το σώμα παραδινόταν για την ταφή.
12. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν οι στρατιώτες φύλαγαν και η γη έκρυβε αυτόν που στήριξε τη γη πάνω στα νερά (Γεν. 1, 9).όταν οι απόστολοι κρύβονταν μη μπορώντας να υποφέρουν τον όγκο των πειρασμών.
13. Αλλά πρόσεχε, αγαπητέ, τα θαύματα του Θεού και τα κατορθώματα της χαράς μετά το πάθος. Ο περιφρονημένος μεταβαλλόταν σε ένδοξο και η χαρά του κόσμου ανασταίνεται άφθαρτη μαζί με το σώμα. Τότε είχε ωδίνες η γη και κυοφόρησε η ημέρα και ο θάνατος απέβαλε τη ζωή των όλων. Δεν ήταν δυνατό να κρατήσει ο θάνατος Εκείνον που κρατεί τα πάντα με το λόγο του.
14. Ας εορτάσομε λοιπόν την τριήμερη ανάσταση που έγινε πρόξενος αιώνιας ζωής. Γιατί, όπως η Θεοτόκος Μαρία δε δοκίμασε παρθενικές ωδίνες κόρης ανύμφευτης, αλλά με τη θέληση του Θεού και τη χάρη του Πνεύματος γέννησε τον Δημιουργό των αιώνων, τον Θεό Λόγο του Θεού, έτσι και η γη από τις λαγόνες της, αποφεύγοντας τις ωδίνες του θανάτου (Πράξ. 2, 24), άφησε ελεύθερο, όταν διατάχτηκε τον Κύριο των Ιουδαίων, γιατί δεν μπορούσε να κατέχει ένα σώμα που είχε γίνει φορέας αθανασίας. Φέροντας λοιπόν στο νού ο προφήτης Δαβίδ την αποκατάσταση του μεγαλείου, την κατάργηση του θανάτου, την ελευθερία όσων ήταν κάποτε δούλοι, φωνάζει και λέει, «ο Κύριος έγινε βασιλιάς, φόρεσε το μεγαλείο του» (Ψαλμ. 92, 1).
15. Ποιο μεγαλείο ντύθηκε; Την αφθαρσία, την αθανασία, τη σύναξη των αποστόλων, το στεφάνι της Εκκλησίας. Δεν προδίδει πια ο Ιούδας, δεν απειλεί ο Καϊάφας, δεν αρματώνεται ο Ηρώδης για το φόνο των παιδιών, δεν δικάζει ο Πιλάτος, ούτε φυλακίζουν οι Ισραηλίτες. Το φθαρτό έγινε άφθαρτο κι Εκείνος που τον θεωρούσαν απλό άνθρωπο μόνο, αποδείχτηκε Θεός αληθινός. Γι αυτό φωνάζομε κι εμείς, «που είναι, θάνατε, το κεντρί της δύναμης; Που είναι, άδη, η νίκη σου;» (Α' Κορ. 15, 55). «Ο Κύριος έγινε βασιλιάς, ντύθηκε μεγαλείο, ντύθηκε και ζώστηκε δύναμη» (Ψαλμ. 92, 1). Δύναμη εννοεί την οικονομία της ένσαρκης παρουσίας του, γιατί δεν είναι τίποτα δυνατότερο από αυτήν.με το σώμα του ο ασώματος νίκησε τους δαίμονες, με το σταυρό υποδούλωσε τις αντίπαλες δυνάμεις.
16. Επειδή δηλαδή στην αρχή η αμαρτία συγκλόνιζε τη γη, αφού αναστήθηκε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός όπως προείπε, τη στερέωσε με το ξύλο του σταυρού, για να μην βαδίζει στον γκρεμό της απώλειας ούτε να την δέρνουν οι άνεμοι της πλάνης. Και μάρτυρα του λόγου μας ας φέρουμε τον μακάριο Παύλο που λέει τα εξής.«πρέπει τούτο το φθαρτό να ντυθεί αφθαρσία και το θνητό αυτό να ντυθεί αθανασία» (Α' Κορ. 15, 53). Γι αυτό κι ο ψαλμωδός λέει.«έτοιμος είναι ο θρόνος σου από τότε, εσύ υπάρχεις από τον αιώνα» (Ψαλμ. 92, 2) και «η βασιλεία σου είναι βασιλεία αιώνια, που δε θα καταλυθεί» (Δαν. 7, 14). Και πάλι, «η βασιλεία σου είναι βασιλεία όλων των αιώνων» (Ψαλμ. 144, 13), και πάλι, «ο Κύριος έγινε βασιλιάς, ας αναγαλλιάσει η γη, ας ευφρανθούν νησιά πολλά» (Ψαλμ. 96, 1), γιατί σ αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν.
 

Όταν πρόκειται να κοινωνήσει κάποιος σε αγρυπνία ή την Ανάσταση το βράδυ πόση ώρα πρέπει να είναι νηστικός;

Θεία Κοινωνία
Ο 29ος κανών της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, και οι 28 καί 56 Κανόνες της Καρθαγένης ορίζουν ότι οι πιστοί, κληρικοί και λαϊκοί, οφείλουν να προσέρχονται στη Θεία Ευχαριστία νηστικοί. Η απαράβατος λοιπόν νηστεία προ της Θείας Κοινωνίας είναι η από του μεσονυκτίου απόλυτος αποχή τροφής. (Ιωάννης Φουντούλης).   Επομένως δια να κοινωνήση ο πιστός στη νυκτερινή Θεία Λειτουργία της Λαμπρής και σε κάποια άλλη αγρυπνία πρέπει να μην έχει φάει κάτι μετά το μεσονύκτιο.
Για περισσότερες πληροφορίες ιδέ∙
  1. Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκη. «Πότε και πώς πρέπει να κοινωνής». Αθήνα 1984.
  2. Ξενοφώντος Παπαχαραλάμπους. «Όροι και προϋποθέσεις δια την συμμετοχήν εις την Θείαν Ευχαριστίαν εξ απόψεως Ορθοδόξου». Αθήναι 2002.
  3. Ιωάννου Φουντούλη. «Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας». Τομ Α. Εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αθήνα 1997.
Καθώς επίσης βλ. και στις ιστοσελίδες:
  1. http://www.egolpion.com
  2. http://www.pistos.gr
  3. http://www.pigizois.net
πηγή

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, Η ΕΙΣ ΑΔΟΥ ΚΑΘΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

                                     Παπαδόπουλου Παναγιώτη

Καθηγητού

  1. Ο θάνατος του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού

Ενώ όλη η προχριστιανική ανθρωπότητα θεωρεί τον θάνατον (του σώματος ) “τό μέγιστον τῶν δεινῶν”, διότι ο Άδης στον οποίον οδηγούνται οι ψυχές των νεκρών είναι μια ζοφερή κατάσταση, όπου «ο καλύτερος των νεκρών είναι σε πολύ πιο οδυνηρή θέση από τον χειρότερο εν ζωή δούλο» (όπως απεκάλυψε ο νεκρός Αχιλλέας στον Οδυσσέα που κατέβηκε ζωντανός στον Άδη) και δεν υπάρχει ελπίδα αναστάσεως ούτε στην πιο ζωηρή φαντασία, έρχεται να αλλάξει άρδην τα μέχρι τότε δεδομένα, ο θάνατος και η κάθοδος του Σωτήρος Χριστού στον Άδη. Αυτά τα δύο συγκλονιστικά γεγονότα έρχονται να ανατρέψουν ολότελα την προ Χριστού κατάσταση και να δώσουν μία νέα προοπτική, την “προοπτική Αναστάσεως” σε όλο το ανθρώπινο γένος”.

 Η ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού (του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος) αποτελεί την απαρχή της απαλλαγής του ανθρώπου από τα δεσμά του θανάτου, που πραγματοποιείται με τον Σταυρό, τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού. Ολόκληρο το κοσμοσωτήριο έργο του Χριστού, το θεϊκό Του κήρυγμα, τα θαύματά Του αλλά κυρίως  οι νεκραναστάσεις που επετέλεσε (του υιού της χήρας της Ναΐν, της θυγατρός του Ιαείρου, και του Λαζάρου) τονίζουν την θεαθρώπινη ιδιότητά Του. Ιδιαιτέρως όμως η Ανάσταση του τετραημέρου Λαζάρου, (η οποία είναι ένα μεγάλο, πραγματικό και αδιαμφισβήτητο θαύμα, διότι ο Λάζαρος ευρίσκετο ήδη σε κατάσταση απο-σύνθεσης και είχε ήδη αρχίσει να μυρίζει άσχημα), αποδεικνύει τον Χριστό εξουσιαστή της ζωής και του θανάτου και προαναγγέλλει και την δική του Ανάσταση.

Ο Σταυρός και ο θάνατος του Χριστού ήταν απολύτως εκούσιος. Άφησε να τον συλλάβουν όταν το θέλησε, και πέθανε πάνω στον Σταυρό, πάλι μόνον όταν Εκείνος το θέλησε, αφού όμως είχε εκπληρώσει στο ακέραιο το έργο που ο “Πατήρ” Του είχε αναθέσει. Με το “τετέλεσται” που είπε επάνω στο Σταυρό και την συγχώρηση των σταυρωτών Του, επεράτωσε επιτυχώς το έργο Του στη γή.

Ο Χριστός ως ελεύθερος από το προπατορικό αμάρτημα και ως απολύτως αναμάρτητος δεν ώφειλε να πεθάνει. Παρά ταύτα πέθανε σαν κοινός άνθρωπος εκούσια και ελεύθερα, από απέραντη αγάπη και φιλανθρωπία προς τον “παραπεσόντα ἂνθρωπο”. Όπως λέγει η Αγία Γραφή ο Χριστός «ἦλθε δοῦναι την ψυχήν (δηλ. τη ζωήν) αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» (Ματθ. κ΄ 28 και κστ΄ 28 , Μαρκ. ι΄ 45). Δεν πέθανε ως άγιος και αναμάρτητος για να προσφέρει «θυσίαν δεκτήν εἰς τήν ὑπό τῆς ἁμαρτίας τρωθεῖσαν Θείαν Δικαιοσύνην» όπως λέγει η υπό του Ανσέλμου διατυπωθείσα στην Δύση “θεωρία της ικανοποιήσεως της Θείας Δικαιοσύνης”, αλλά “προσέλαβε” και “εθεράπευσε” όλην την “πεπτωκυίαν ανθρώπινη φύση και τελευταίο νίκησε και τον θάνατο. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συμπυκνώνει αυτή τη διδασκαλία με δύο λέξεις: «τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον». Επομένως η ανθρώπινη φύση με την φθοράν της και τον θάνατον, προσληφθείσα ολόκληρη, πλην της αμαρτίας, υπό του Θεανθρώπου Χριστού, θεραπεύτηκε. Με την Ανάσταση του Χριστού και την Ανάληψή Του στους ουρανούς, η ανθρώπινη φύση θεώθηκε δηλ. συμμετέχει με το δοξασμένο Του Χριστού σώμα, στη ζωή της Αγίας Τριάδος.

Ο θάνατος του Χριστού δεν είναι ένας κοινός ανθρώπινος θάνατος. Λόγω της υποστατικής ενώσεως του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού με την ανθρώπινη φύση Του, είναι ένας «Αναστάσιμος θάνατος». Πάνω στο Σταυρό έπαθε και πέθανε η ανθρώπινή φύση Του, «ἀλλ’ ἡ Θεότης ἀπαθής διέμεινε» (δηλ. η Θεότητα δεν υπέστη καμμία φθορά ή μεταβολή). Την παραδοξότητα του θάνατου του Χριστού που είναι συγχρόνως και Θεός, περιγράφει πολύ εύστοχα, ο παρακάτω υμνος του Μεγ. Σαββάτου: «ἐν νεκροῖς λογίζεται,ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν καί τάφῳ σμικρῷ ξενοδοχεῖται» δηλ. Αυτός, που ως Θεός κατοικεί στον ουρανό, καταλογίζεται μεταξύ των νεκρών και φιλοξενείται σε μικρό τάφο .

Ο θάνατος του Χριστού είναι ένα παγκοσμίου σημασίας και αξίας γεγονός. Διότι αποτελεί τον τελικό σκοπό της θείας ενσαρκώσεως και το μέσον καταλλαγής της ανθρωπότητας με το Θεό. Ο Χριστός «ἣπλωσε τάς παλάμας καί ἣνωσε τά τῷ πριν διεστώτα» δηλ. συμφιλίωσε την ανθρωπότητα (που βρισκόταν σε διάσταση με τον Θεό) με την θεότητα. Ο θάνατος του Χριστού επάνω στο Σταυρό ήταν ανθρωπίνως ο πιο επώδυνος (ο φυσιολογικός άνθρωπος έκανε 3-4 μέρες επάνω στον σταυρό μέχρι να πεθάνει) αλλά και ο πιο ταπεινωτικός, γι’ αυτό προοριζόταν μόνο για δούλους. Ο Χριστός γεύτηκε πάνω στον Σταυρό όλη την πίκρα του θανάτου, τη λύπη της εγκαταλείψεως και το βάρος της αμαρτίας όλης της ανθρωπότητας.

Με την Ανάστασή Του ο Χριστός, νίκησε τον θάνατο «γεγονός νεκρῶν πρωτότοκος» δηλ. ο πρώτος Αναστάς από όλη την ανθρωπότητα. Με νέο “δοξασμένο” και άφθαρτο σώμα γίνεται πλέον ο πρώτος «ἐκ κοιλίας Ἂδου» εξελθών και αναστάς από όλη την ανθρωπότητα. Θα τον ακολουθήσουν όλοι οι άνθρωποι, όταν ηχήσουν οι σάλπιγγες της Δευτέρας παρουσίας και ο θεός αναστήσει όλους τους ανθρώπους στην κοινή Ανάσταση, με “νέα δοξασμένα σώματα”  που θα είναι μιά  “νέα δημιουργία” του θεού”.

Η Ανάσταση του Χριστού αλλάζει πια το χαρακτήρα του θανάτου κάθε ανθρώπου. Ο θάνατος πλέον γίνεται ένα συμβάν, ένα παροδικό γεγονός σε όλη τη ζωή του ανθρώπου. Από άφατη τραγωδία που ήταν προ Χριστού, γίνεται για αυτούς που πίστευσαν στον Χριστό και τήρησαν τις εντολές Του “εὐλογημένη ἀνάπαυση” με ελπίδα και προσδοκία Αναστάσεως.

Η σωτηρία που προσέφερε ο Λυτρωτής Χριστός είναι συγχρόνως:



α. “καταλλαγή τοῦ κάθε αμαρτωλοῦ ἀνθρώπου με τον Θεό”,

β. δυνατότητα άρσης και εξάλειψης της αμαρτίας μέσω των συσταθέντων Μυστηρίων της Μετανοίας και Εξομολογήσεως αφ’ ενός και της θείας Ευχαριστίας και

γ. νέα προοπτική ζωής μέσα στη Χάρη του Θεού, στην κατάσταση της “υιοθεσίας”,    

    όπου ο άνθρωπος από «δούλος τοῦ Θεοῦ» γίνεται “κατά χάριν υἱός τοῦ Θεοῦ”.



Έτσι ο θάνατος του Χριστού, γίνεται αιτία της αιωνίου ζωής για τον άνθρωπο, που ήταν νεκρός (χωρισμένος από τον Θεό) λόγω της αμαρτίας. Δικαίως η εκκλησία με χαρά και άφατη αγαλλίαση ψάλλει την Δευτέραν της Διακαινησίμου τον ύμνον: «Τῷ σῷ Σταυρῷ Χριστέ Σωτήρ, θανάτου κράτος λέλυται καί διαβόλου ἡ πλάνη κατήρ-γηται, γένος δέ ἀθρώπων πίστει σωζόμενον, ὓμνον σοι καθ’ ἑκάστην προσφέρει»

Τέλος, ο Απ. Παύλος λέγει ότι, «ἳνα διά τοῦ θανάτου καταργήσει τόν τό κράτος ἒχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τόν Διάβολο, καί ἀπαλλάξει τούτους ὃσοι φόβῳ θανάτου, διά παντός τοῦ ζῆν ἒνοχοι ἦσαν δουλείας» (Εβρ. β′ 14-16), δηλ.. ο Χριστός ήλθε για να καταστήσει διά του θανάτου του ανίσχυρον εκείνον, που είχε την δύναμη και το κράτος του θανάτου , δηλαδή τον διάβολο. Καί έτσι να απαλλάξη αυτούς, που ένεκα του φόβου που είχαν πρός τον θάνατο σ’ ολόκληρη την ζωήν τους κατεκρατούντο από την δουλεία της αγωνίας και της ανησυχίας, μήπως πεθάνουν και στερηθούν μεν την παρούσαν ζωήν, υποστούν δε και τα δεινά της μετά θάνατον καταδίκης.



  1. Η  “είς Ἃδου κάθοδος”  του Χριστού

Στην τραγωδία του μεγάλου μας τραγικού ποιητή Αισχύλου « Ο Προμηθέας Δεσμώτης», υπάρχει μια αναπάντεχη αλλά πραγματική προφητεία για τον Χριστό.

Ο Προμηθέας, ο οποίος εμφανίζεται ως εκπρόσωπος όλης της ανθρωπότητας, αμάρτησε βαρύτατα προς τους θεούς, διότι έκλεψε το “πύρ” από τους θεούς και το έδωσε στους ανθρώπους. Για το αμάρτημα αυτό τιμωρήθηκε από τον Δία και τους θεούς. Δέθηκε με βαριές αλυσίδες (τις οποίες έφτιαξε ο Ήφαιστος), στην κορυφή του όρους Καύκασος και ένας πελώριος γύπας διατάχθηκε να έρχεται κάθε μέρα να του τρώει το «ἧπαρ» (σηκώτι). Καθ’ όλη την ημέρα που μεσολαβούσε, το «ἧπαρ» του Προμηθέα ανεπλάσσετο και πάλι στην κανονική του κατάσταση, μέχρι την επομένη μέρα, που πάλι θα το έτρωγε ο γύπας. Αυτό το μαρτύριο θα συνεχιζόταν αιώνια.

         Από την τραγική αυτή θέση προλέγει ο ποιητής δια του αγγελιοφόρου των θεών Ερμή, ότι ο Προμηθέας θα λυτρωθεί από τον «υἱό τῆς παρθένου Ἰοῦς». Αυτός θα είναι υιός Θεού και υιός παρθένου και θα γεννηθεί υπερφυσικά. Ο παρθενογέννητος αυτός θεάνθρωπος θα καταλύσει το κράτος των παλαιών θεών σε 13 γεννεές (κάθε γεννεά κατά τον Πλάτωνα διαρκεί 35 χρόνια) δηλ. σε 13 Χ 35= 455 χρόνια σύν 33 χρόνια τα χρόνια της ζωής του Χριστού, συνολικά 488 χρόνια, και θα κατέβει στο σκοτεινό βασίλειο του Άδη (Προμ. Δεσμ. στιχ. 1026-1029). Τα λόγια του Αισχύλου στο πρωτότυπο έχουν ως εξής:  «Τοιούτου μόχθου τέρμα μή τι προσδόκα πρίν ἂν θεός τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων φανεῖ, θελήσει τε εἰς ἀναύγητον μολεῖν Ἂδην, Κνεφέα τ’ ἀμφί ταρτάρου βάθη» δηλαδή Προμηθέα (άνθρωπε) κατανοώ τα πάθη σου αλλά μην περιμένεις εύκολη λύση από τα δεινά σου, πριν ένας από τους θεούς σε σπλαχνιστεί και γίνει διάδοχος των πόνων σου και αναλάβει όλο το δικό σου φορτίο και κατέβει κάτω στα αιωνίως σκοτεινά τάρταρα του Άδη.

 

      Η εκπληκτική αυτή προφητεία πραγματοποιήθηκε με την εκ Παρθένου γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού και την κάθοδό Του στον Άδη.



     Μετά το “τετέλεσται”, που ανεφώνησε ο Χριστός επί του Σταυρού και που είχε την σημασία ότι, το έργο Του επί της γης τελείωσε επιτυχώς, επήλθε ο σωματικός θάνατος της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. Η ψυχή Του όμως ενωμένη υποστατικά με τη θεϊκή του φύση κατήλθε στον Άδη, για να κηρύξει στους προ Αυτού απελθόντας το θεϊκό του κήρυγμα. Εκεί όσοι ήσαν καλοπροαίρετοι στην ζωή τους τον δέχτηκαν και με την Ανάστασή Του τους πήρε μαζί του στον Παράδεισο, με πρώτο τον επί του Σταυρού μετανοήσαντα ληστή. Έτσι ο Διάβολος που νόμισε ότι σταυρώνοντας (δηλ. θανατώνοντας) τον Χριστό θα τερμάτιζε το έργο Του πάνω στη γη – δεν μπορούσε βεβαίως να προβλέψει την Ανάστασή Του διότι δεν γνωρίζει το μέλλον – έχασε και τις ψυχές που είχε αλυσοδέσει στον Άδη. Έτσι όπως πολύ εύγλωττα λέγει ο ψαλμωδός «ἐσκύλευται ὁ Ἂδης» δηλ. λαφυραγωγήθηκε ο Άδης χάνοντας τις ψυχές που κατείχε. Και «ὁ Ἂδης στένων βοά» (δηλ. βοά στενάζων), διότι κατελύθει η εξουσία του επάνω στους ανθρώπους και «κατεπόθη το κράτος του». Η κάθοδος του Κυρίου στον Άδη διέρρηξε «θανάτου δεσμούς ἀλύτους» και «πύλας χαλκάς συνέτριψε και μοχλούς σιδηρούς συνέθλασε» διότι απελευθέρωσε τους δεσμίους του ¨Αδη, όσους κατείχε ο ¨Αδης από τον Αδάμ μέχρι τον Χριστό .

       Η προφητεία αυτή του Αισχύλου μπορεί να παραλληλισθεί με τους στίχους του Προφήτη Ησαΐα «Οὑτος τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται.». Ο Χριστός λοιπόν είναι ο νέος Θεός που θα γίνει “διάδοχος των πόνων” του τιμωρημένου ανθρώπου-Προμηθέα (Ο οποίος εδώ εκπροσωπεί όλο το ανθρώπινο γἐνος).



Ο θάνατος του Κυρίου, αν και πραγματικός, δεν επέφερε φθορά στο σώμα Του, το οποίο δεν έμεινε στην κατάσταση της νεκρώσεως, επειδή ήταν ενωμένο με την Θεότητα. Κατά τον Μεγ. Αθανάσιο το σώμα Του «οὐκ εἶδεν διαφθοράν, ὁλόκληρον γάρ ἀνέστη». Έτσι ο θάνατος του Χριστού ήταν μάλλον ύπνος. Γι’ αυτό, ο ψαλμωδός σε γνωστό ύμνο του Μεγ. Σαββάτου λέγει: «Σαρκί ὑπνώσας ὡς θνητός, ὁ Βασιλεύς καί Κύριος, τριήμερος ἐξανέστης,Ἀδάμ (δηλ. τον άνθρωπο, όλη την ανθρωπότητα) ἐγείρας ἐκ φθορᾶς. Καί καταργήσας θάνατον, Πάσχα τῆς ἀφθαρσίας τοῦ κόσμου σωτήριον».



Η θεόσωμος ταφή του Χριστού εξέπληξε και αυτά ακόμα τα αγγελικά τάγματα. Ο μεγάλος θεολόγος και υμνογράφος της Εκκλησίας του 8ου αιώνα Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός την περιγράφει ως εξής στο κάθισμα του Μεγ. Σαββάτου «ἐξέστησαν οἱ χοροί τῶν Ἀγγέλων ὁρῶντες, τόν ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Πατρός καθεζόμενον, πῶς τάφῳ κατατίθεται ὡς νεκρός ὁ ἀθάνατος»,.



Το συμπέρασμα που εξάγουμε για τον θάνατο και την κάθοδον του Χριστού στον Άδη είναι : Ο Χριστός ως αναμάρτητος δεν ήταν υποχρεωμένος να πεθάνει και μάλιστα επάνω στο Σταυρό. Μπορούσε να τελειώσει το επίγειο έργο Του δίνοντας τις τελευταίες εντολές και υποδείξεις στους μαθητές Του και να αναληφθεί στους ουρανούς. Επειδή ο Θεός είναι τελείως ανενδεής και απόλυτα ταπεινός κατ’ ουδένα τρόπο, ο Χριστός δεν είχε υποχρέωση να «ικανοποιήσει την Θείαν Δικαιοσύνη» όπως λέγει η Δυτική Εκκλησία. Άλλωστε μια τέτοια σχέση «δοῦναι καί λαβεῖν» δημιουργεί ένα απαράδεκτο παζάρι μεταξύ Θεού και ανθρώπου: ότι επειδή οι άνθρωποι όλων των εποχών αμάρτησαν έπρεπε κάποιος “αναμάρτητος” να “πληρώσει τα σπασμένα” (δηλ. τα χρέη) όλης της ανθρωπότητος στο Θεό, για να σβηστούν οι αμαρτίες των ανθρώπων. Αντί όλων αυτών μπορούμε να πούμε, ότι ο Χριστός πέθανε πάνω στον Σταυρό για τους παρακάτω λόγους :



α. Για να δώσει στους ανθρώπους υπόδειγμα άκρας ταπεινώσεως.
β. Για να θεραπεύσει όλην την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε (χωρίς την αμαρτία) δηλ. να θεραπεύσει και τον θάνατο (βλ. Ματθ. κ’ 28 και Μαρκ. ι 45).
γ. Για να σώσει και τους προ Αυτού νεκρούς με το κήρυγμα του Ευαγγελίου Του στον Άδη και να τους ανεβάσει μαζί του στον Παράδεισο, με την Ανάσταση.



Η συνήθως χρησιμοποιούμενη έκφραση του Παύλου ότι ο Χριστός «ἒδωκεν τήν ψυχήν (δηλ. την ζωήν) αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» δεν έχει την έννοια του ανταλλάγματος προς τον Θεό, αλλά είναι μια ανθρωπομορφική έκφραση πολύ κατανοητή από τους ανθρώπους της εποχής του Παύλου, ότι ο Χριστός έδωσε τη ζωήν του λύτρον για πολλούς (όλους όσοι θα θελήσουν), για να τους ελευθερώσει από την αμαρτία (όπως έδιναν λύτρα την εποχή εκείνη για να απελευθερώσουν αιχμαλώτους).

Tην αλήθεια αυτή, ότι δια του θανάτου Του ο Χριστός νίκησε τον θάνατον, εκφράζεται πολύ εύστοχα και ποιητικά από την υμνολογία του Μεγ. Σαββάτου στο τροπάριο: «Διά θανάτου το θνητόν, διά ταφῆς τό φθαρτόν μεταβάλλεις, ἀφθαρτίζεις γάρ θεοπρεπέστατα (με τρόπο που αρμοζει στον Θεό) ἀπαθανατίζων τό πρόσλημα (κάνοντας αθάνατο αυτό που προσέλαβες, δηλ. την ανθρώπινη φύση)». Με την πυκνή αυτή διατύπωση περιγράφεται η μεγάλη αλήθεια, ότι η προσληφθείσα υπό του Χριστού ανθρώπινη φύση με την Ανάστασή  Του απαθανατίστηκε. (δηλ. έγινε άφθαρτη και αθάνατη). Γνωρίζουμε δε  στη  συνέχεια ότι με την Ανάληψή και την Ύψωσή Του ο Θεάνθρωπος Χριστός, «ἐθέωσε» την ανθρώπινη φύση, η οποία έκτοτε μετέχει  με το «δοξασμένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ» στή ζωή της Αγίας Τριάδος.



  1. Η Ανάσταση του Χριστού, μια νέα προοπτική για την ανθρωπότητα



Οι άσπλαχνοι και αγνώμονες Εβραίοι, μετά το φρικτό τους έγκλημα να καρφώσουν επάνω στον Σταυρό τον πολλαπλώς ευεργετήσαντα αυτούς Θείο διδάσκαλο, τον Ιησού Χριστό, ασφαλίζουν τον τάφο με κουστωδία 24 οπλισμένων ανδρών (Ματθ. κζ 66) και πανηγυρίζουν την νίκη τους. Παρά ταύτα, ένας ακόμα φόβος υποβόσκει μέσα τους, μήπως επαληθευθούν τα λόγια που είπε «ἐκεῖνος ὁ πλάνος ἒτι ζῶν, ὃτι μετά τρεῖς ἡμέρες ἐγείρομαι» (Ματθ. κζ’ 62). Γι’ αυτό η οπλισμένη κουστωδία φυλλάττει τον τάφο νυχθημερόν, μήπως έλθουν την νύχτα οι μαθητές και κλέψουν το σώμα και διαδώσουν ότι αναστήθηκε.

Κατά τον Ιερό Χρυσόστομο μία  τέτοια  κλοπή  είναι αδύνατη, αφότου τποθετήθηκε η φρουρά. Μόνον την πρώτη νύχτα, από Παρασκευή προς Σάββατο, που δεν υπήρχε φρουρά, θα μπορούσε να κλαπεί το σώμα.. Αλλά τότε οι μαθητές από φόβο μήπως χάσουν και την δική τους ζωή (πρβλ. «διά τον φόβον των Ιουδαίων»), ήσαν κλεισμένοι στο υπερώον της Ιερουσαλήμ, στην οικία της Μαρίας της μητέρας του Μάρκου, όπου έγινε ο Μυστικός Δείπνος. Το σώμα του νεκρού Ιησού ήταν γυμνό και “ἐσμυρνισμένο” δηλ. αλειμμένο με σμύρνα, μιά πυκτή αρωματική ουσία που κολλάει πάνω στα οθόνια (σεντόνια), με τα οποία ήταν τυλιγμένο το σώμα του. Τα οθόνια, ως εκ τούτου για να αφαιρεθούν θα απαιτούσαν πολύ χρόνο και μεγάλη προσπάθεια. Επί πλέον ο λίθος που εκάλυπτε την θύρα του μνημείου ήταν πολύ μεγάλος και βαρύς. Έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια των μαθητών, να πάρουν το σώμα του Ιησού, θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Άλλωστε ποιός θα διεννοείτο να κλέψει νεκρό και γυμνό σώμα, διακινδυνεύοντας και τη ζωή του;

Την επομένη της ταφής νύχτα, τη νύχτα «τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων» και πριν ανατείλει ο ήλιος γίνονται, σύμφωνα με τη διήγηση των ευαγγελιστών, συγκλονιστικά γεγονότα. Μεγάλος σεισμός συγκλονίζει την περιοχή. Μέσα σε μια εκτυφλωτική αστραπή «ἂγγελος Κυρίου καταβάς ἐξ ουρανοῦ προσελθών ἀπεκύλησε τόν λίθο ἀπό τῆς θύρας καί ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ (δηλ. του μνημείου) Ἦν δέ ἡ ἰδέα (δηλ. η όψη του) αὐτοῦ ὡς ἀστραπή καί τό ἒνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιών. Ἀπό δέ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες (στρατιώτες) καί ἐγένοντο ὡσεί νεκροί» (Ματθ. κη’ 2-4).

Η Μαρία η Μαγδαληνή, η άλλη Μαρία (η μητέρα του Κυρίου) και οι άλλες μυροφόρες γυναίκες όταν έφθασαν στον τάφο «λίαν πρωΐ ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου» (Ματθ. ιστ 2) «θεωροῦσιν ὃτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος, ἦν γάρ μέγας σφόδρα. Καί εἰσελθοῦσαι εἰς τό μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον (άγγελον) καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν καί ἐξεθάμβήθησαν (θαμπώθηκαν γέμισαν φόβο και κατάπληξη). Ὁ δέ λέγει αὐταῖς, μή ἐκθαμβεῖσθε. Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν τόν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη οὒκ ἒστιν ὧδε. Ἲδε ὁ τόπος ὃπου ἒθηκαν αὐτόν. Ἀλλ’ ὑπάγετε εἲπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτού καί τῷ Πέτρῳ, ὃτι προάγει ὑμᾶς (πηγαίνει προτήτερα από σας) εἰς τήν Γαλιλαίαν ἐκεί αὐτόν ὂψεσθε (θα τον δείτε) καθώς εἶπεν ὑμῖν. Καί ἐξελθοῦσαι  ἒφυγον ἀπό τοῦ μνημείου εἶχε (κατείχε) δέ αὐτάς τρόμος καί ἒκστασις, καί οὐδενί οὐδέν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ».

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο άγγελος διακρίνει τον Πέτρο από τους υπόλοιπους μαθητές. Κι αυτό γιατί ο Πέτρος με την τριπλή μεθ’ όρκου άρνηση του Χριστού είχε εκπέσει του Αποστολικού αξιώματος. Και θα χρειαστεί η τριπλή ερώτηση του Κυρίου «Πέτρο φιλείς με;», η τριπλή καταφατική απάντηση του Πέτρου «ναι Κύριε συ οίδας ότι φιλώσε» και η τριπλή εντολή «ποίμαινε τα πρόβατά μου» για να αποκατασταθεί στο Αποστολικό του αξίωμα.

Στη συνέχεια το πρωί της «τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων» ο αναστημένος Χριστός εμφανίζεται στην Μαρία την Μαγδαληνή, η οποία τον νομίζει για κηπουρό στην αρχή και τον αναγνωρίζει αμέσως μετά όταν την προσφωνεί «Μαρία». Επιστρέφοντας αναγγέλλει στους μαθητές «ἑώρακα τον Κύριον» αναγκάζοντας τον Πέτρο και τον Ιωάννη να πάνε στον τάφο τρέχοντας για να διαπιστώσουν το «κενό μνημείο». Το ίδιο βράδυ και «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» εμφανίζεται στους 10 μαθητές (διότι έλλειπε ο Θωμάς), τους χαιρετά με το «εἰρήνη «ὑμῖν», τους δείχνει τους τύπους των ήλων στα χέρια Του και την λογχισθείσα πλευράν Του, λαμβάνει τροφή ενώπιόν τους (λίγο ψητό ψάρι και κομμάτι από κηρύθρα με μέλι) για να διαπιστώσουν ότι δεν είναι φάντασμα αλλά έχει σώμα απτό και ψηλαφητό. Μια εβδομάδα αργότερα και ενώ οι μαθητές αναγγέλλουν στον Θωμά «ἑωράκαμεν τόν Κύριον» εμφανίζεται ξανά και ψηλαφείται από τον Θωμά.

Ακολουθούν πολλές άλλες εμφανίσεις του αναστημένου  Ιησού «εν ετέρα μορφή» κατά τις οποίες συνομίλησε, συμπερπάτησε και συνέφαγε μαζί με τους μαθητές «ὀπτανόμενος αὐτοῖς δι’ ἡμερῶν τεσσαράκοντα» (Πραξ. α′ 3). Τέλος εμφανίζεται στη Βηθανία όπου έδωσε τις τελευταίες Του εντολές στους μαθητές Του και τους συνέστησε να μείνουν συγκεντρωμένοι όλοι μαζί στα Ιεροσόλυμα μέχρι να λάβουν «δύναμιν ἐξ’ ὓψους» δηλ. το Άγιο Πνεύμα. Στη συνέχεια ανελήφθη στους ουρανούς μέσα σε μια φωτεινή νεφέλη, δύο δε άγγελοι με απαστράπτοντα κατάλευκα ενδύματα προανήγγελλαν στους έκθαμβους και εκστατικούς θεατάς της αναλήψεως ότι ο Ιησούς «ὁ ἀναληφθείς ἀφ’ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὓτως ἐλεύσεται (θα έλθει) ὃν τρόπον ἐθεάσασθαι αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν ουρανόν» (Πραξ. α 11), προανήγγειλαν δηλ. την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού στη γη, όπου θα έλθει πλέον «ὡς Κριτής της Οικουμένης».



ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Είναι άξιο προσοχής ότι ο Χριστός ενώ εμφανίστηκε αναστάς σε περισσότερους από 500 ανθρώπους και πολλές φορές, δεν εμφανίστηκε σε κανένα από τους διώκτες του πλήν του Απ. Παύλου στη Δαμασκό. Δεν θέλησε έτσι να εκβιάσει την πίστη αυτών που δεν ήθελαν να τον πιστέψουν και να τον δεχθούν ως Μεσσία και Σωτήρα.

Ο εκατόνταρχος Λογγίνος, ήταν ο επικεφαλής του αποσπάσματος που εκτέλεσε την σταύρωση του Χριστού. Είδε όλα τα υπερφυσικά γεγονότα που ακολούθησαν την σταύρωση και επίστευσε στον Χριστό. ¨Οπως λένε τα Ευαγγέλια «ὁ δε ἑκατόνταρχος καί οἱ μετ’ αὐτοῦ τηροῦντες τόν Ἰησοῦ, ἰδόντες τόν σεισμόν καί τά γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες : Ἀληθῶς Θεοῦ Ὑιός ἧν οὗτος» (Ματθ. κζ 54, Λουκ. κγ 47)..

Εκτός από δύο, οι στρατιώτες της κουστωδίας δωροδοκήθηκαν από τους Αρχιερείς να πουν ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ εκοιμώντο, οι μαθητές έκλεψαν το σώμα του Ιησού. Από τους 24 στρατιώτες, μόνο αυτοί οι δύο πίστεψαν στον Χριστό και αρνήθηκαν να πάρουν τα χρήματα από τους Αρχιερείς. Αυτοί λίγο αργότερα έφυγαν μαζί με τον εκατόνταρχο Λογγίνο στην Καππαδοκία, όπου εκήρυξαν τον Χριστό Υιό του Θεού «ἐσταυρωμένο καί ἀναστάντα». Αυτό το γεγονός πληροφορηθείς ο Πιλάτος, έστειλε γράμμα στον αυτοκράτορα Τιβέριο ζητώντας του να τους τιμωρήσει. Πράγματι, ο Τιβέριος διέταξε την εκτέλεσή του Λογγίνου και των δύο στρατιωτών και προς απόδειξη, έστειλε το κεφάλι του Λογγίνου στον Πόντιο Πιλάτο.

Με την πίστη στην Ανάσταση του Χριστού, οι Χριστιανοί πέτυχαν υπερφυσικά και αδιανόητα για την κοινή λογική πράγματα. Η νίκη του Χριστού κατά του θανάτου Τον καθιστά το μοναδικό πρόσωπο στην ιστορία, το οποίο κυρίευσε το τελευταίο προπύργιο της φθοράς και του Άδη. Γι’ αυτό και ο απόστολος Πέτρος (στην ομιλία του προς το συγκεντρωμένο πλήθος μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος) θεωρεί την Ανάσταση ως την αδιαφιλονίκητη απόδειξη ότι ο Ιησούς είναι όντως ο Κύριος και Χριστός, ο αναμενόμενος Μεσσίας και Λυτρωτής του ανθρωπίνου γένους.

Γι’ αυτό η Ανάστασή Του αποτελεί διαχρονικά την ελπίδα όλων των Αγίων και των μαρτύρων, την προσδοκία των δικαίων, την ανάπαυση των κεκοιμημένων και την υπομονή των ζώντων και αγωνιζομένων. Όλοι πορευόμεθα πλέον προς την Κοινή Ανάσταση, η Εκκλησία (στρατευομένη και θριαμβεύουσα), η υλική κτήση και ο κόσμος όλος.

Ο Χριστός με την Ανάστασή Του αναίρεσε το φόβητρο του θανάτου, έτσι ώστε ο θάνατος Χριστιανικά να νοείται ως ύπνος, που αναμένει την «Κοινήν Ανάστασην». Δεν θεωρείται πλέον αφανισμός αλλά μετάσταση και αποδημία.

Στην Γ’ Στάση της γονυκλισίας της Πεντηκοστής ο υμνογράφος λέει: Οὐκ ἒστιν οὖν Κύριε τοῖς δούλοις σου θάνατος, ἐκδημούντων ἡμῶν ἀπό τοῦ σώματος καί πρός Σέ τόν Θεόν ενδημούντων, ἀλλά μετάβασις ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα και ανάπαυσις και χαρά»

Ετσι, ο θάνατος γίνεται η μεγάλη και υποχρεωτική μύηση του κάθε ανθρώπου στον πνευματικό κόσμο, στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού.

Ο Χριστός με την ενσάρκωσή Του, δηλ. την πρόσληψη ολόκληρης της ανθρώπινης φύσεως -πλήν της αμαρτίας-, συμμετέχει πλέον στην κοινή φύση του ανθρωπίνου γένους. Επί πλέον όμως στον «Χριστό κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. β 9) δηλ. έχουν ενωθεί άρρηκτα η ανθρωπότητα με τη θεότητά Του. Σ’ αυτή την ενότητα ο θάνατος χάνει την δύναμη να χωρίζει από τη ζωή, που είναι ο Χριστός, διότι «ἐν τῶ Χριστῶ καί διά τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάντες ἑνωμένοι μέσα στην Θεία Ευχαριστία». Για τόν λόγο αυτό, μέσα στη Θεία Ευχαριστία μνημονεύονται συγχρόνως οι νεκροί μετά των ζώντων. Δεν γίνεται διάκριση νεκρών και ζώντων.
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...