Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Μαΐου 28, 2014

Ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος και ο γέροντας Ιάκωβος : από τις συνομιλίες τους-ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΛΕΜΟΣ.

γεροντας τσαλικηςΤον Άγιο Ιωάννη τον Pώσσο, ο Γέροντας τακτικά τον επισκεπτόταν, κυρίως πηγαίνοντας για την Αθήνα για τους γιατρούς που τον παρακολουθούσαν.
 Κάποτε πήγα έλεγε ο γέροντας και βλέπω τον άγιο ζωντανό μέσα στη λάρνακά του.
Του λέω. 
– Άγιε μου πως περνούσες στη Μικρά Ασία, τι αρετές είχες και αγίασες;
Ο Άγιος μου απάντησε.
-Μέσα στη σπηλιά που ήταν στάβλος κοιμόμουνα και με τα άχυρα σκεπαζόμουνα τον χειμώνα για να μην κρυώνω.
Είχα και την ταπείνωση και την πίστη.

Σε λίγο μου λέει.
Περίμενε, πάτερ Ιάκωβε, γιατί ήρθαν τώρα δυο άνθρωποι και με παρακαλούν για ένα παιδί άρρωστο.
Περίμενε να πάω να βοηθήσω.
Ξαφνικά άδειασε η λάρνακα γιατι ο Άγιος έφυγε. Σε λίγη ώρα ξαναγύρισε, δεν τον είδα πως γύρισε,
αλλά τον είδα να τακτοποιείται μέσα στη λάρνακα του σαν ένας άνθρωπος.


  Στις 15 Ιουλίου 1990, ημέρα Κυριακή, το πρωί, μόλις ο π. Ιάκωβος κατέβηκε από το κελλάκι του στο Ναό για την Θεία Λειτουργία περιέγραφε μέσα στο ιερό με πρόσωπο εκστατικό σε Πατέρες της Μονής του όσα ο Θείος Ιωάννης ο Ρώσος «πνευματικό τω τρόπω» του είχε πει την νύχτα  που πέρασε – «ο Θεός οίδε» – εμπρός στην Ιερά Λάρνακα με το αδιαλώβητο σκήνος  Του στο Ναό Του στο Προκόπι.

-Νομίζουν πως κοιμάμαι, πεθαμένος, είμαι νεκρός και δεν υπολογίζουν οι Χριστιανοί. Εγώ όμως είμαι ζωντανός.Τους πάντες βλέπω. Το σώμα μου είναι μέσα, αλλά εγώ εξέρχομαι πολλές φορές από την λάρνακα μου.

.

Εγώ τους βλέπω και τους ακούω τι λένε.
Και πάλι μπαίνω στη λάρνακα μου. Αλλά άκουσε Πάτερ μου να σου πω. 
Πολλή η αμαρτία στο κόσμο, πολλή η ασέβεια και πολλή η απιστία.

-Γιατί τα λες αυτά Άγιε μου; Του απάντησα. Δε βλέπεις πόσος κόσμος έρχεται στη χάρη σου και σε προσκυνά;
-Πολλοί έρχονται, Πάτερ Ιάκωβε, αλλά λίγα είναι τα τέκνα μου, πρόσθεσε ο Όσιος και συνέχισε.
Για αυτό πρέπει να γίνει πόλεμος. Γιατί πολλή η αμαρτία στο κόσμο.
-Όχι, Άγιε μου του είπα ταραγμένος.
Από μικρό παιδί όλο σε πολέμους και ταλαιπωρίες βρέθηκα. Στην Μικρά Ασία που γεννήθηκα  αλλά και όταν ήλθαμε στην Ελλάδα. Ύστερα Άγιε μου αν γίνει έξαφνα ο πόλεμος θα χαθούν  και ψυχές πριν προφτάσουν να μετανοήσουν.
-Πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει πόλεμος,
απάντησε λυπημένα με μια σταθερή φωνή ο Όσιος και συνέχισε ότι θα γίνουν ορισμένες πλημμύρες, πυρκαγιές και άλλες καταστροφές στην περιοχή της Εύβοιας κα κάπου άλλα δεινά.

Όλα όσα είπε ο Όσιος στον Γέροντα εκείνο το βράδυ πράγματι συνέβησαν και συμβαίνουν.
Την πρώτη Αυγούστου 1990 κηρύχτηκε πόλεμος στον περσικό κόλπο., ενώ λίγο αργότερα στην Εύβοια έγιναν πλημμύρες από καταρρακτώδης βροχές, χάθηκαν ανθρώπινες ζωές και προξενήθηκαν μεγάλες υλικές καταστροφές και φωτιές κατέκαψαν δάση και άλλες εκτάσεις.

από :Πηγή Ζωής, όπου περισσότεροι λόγου του Γέροντος Ιακώβου

«Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ – ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ»



ALVSH
Λόγος Επιμνημόσυνος, ρηθείς τη 29η Μαΐου του 1916
Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου

Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

Η εορτή της Πεντηκοστής του έτους 1916 συνέπεσε να είναι την 29ηΜαΐου, αποφράδα ημέρα της αλώσεως της των πόλεων Βασιλίδος, της «Θεοτοκουπόλεως και αγιοτόκου» Κωνσταντινουπόλεως.  Ο εκ Κομοτηνής καταγόμενος και ορμώμενος, αοίδιμος Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών) κατ’ εκείνη την μεγάλη Κυριακή της Πεντηκοστής λειτουργούσε στον Μητροπολιτικό ναό της Τραπεζούντος και εξεφώνησε εμπνευσμένο  λόγο για την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως εν είδει «επιμνημοσύνου προσλαλιάς» υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των βιαίω και μαρτυρικώ τω τρόπω πεσόντων και τελειωθέντων υπερασπιστών της Κωνσταντίνου Πόλεως και ιδιαιτέρως του τελευταίου μάρτυρος και μεγαλομάρτυρος Αυτοκράτορος αυτής, του Κωνσταντίνου ΙΑ’ του Παλαιολόγου.
Η ομιλία αυτή εξεδόθη στο περιοδικό «Κομνηνοί» του έτους 1916, υπό τον τίτλο: «Λόγος Επιμνημόσυνος ρηθείς τη 29η Μαΐου».  Ο μνημειώδης αυτός λόγος του Τραπεζούντος Χρυσάνθου άρχεται με το ρητό: «Ανδρών αγαθών πάσα γη τάφος» (Θουκ. Βιρλ. Β΄. Κεφ. 43 εδαφ. 3) και έχει ως εξής: «Όταν ο μέγας της ελληνικής κλασσικής αρχαιότητος ρήτωρ και πολιτικός Περικλής εξεφώνησε τον λαμπρό εκείνο επιτάφιο λόγο στους πεσόντες υπέρ πατρίδος Αθηναίους κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο είπε πλην άλλων και τους υψηλούς τούτους λόγους: « ανδρών αγαθών πάσα γη τάφος», ότι δηλ. τάφος των ηρώων είναι πάσα γη και χώρα και όχι κάτωθεν στηλών και μαρμάρων φορτωμένων από μεγαλοπρεπείς και πολυτελείς επιγραφές.  Και στα πέρατα της οικουμένης η ανάμνηση των κατορθωμάτων τους χαράσσεται στον νου και τις καρδιές των ανθρώπων βαθύτερα παρά στους τάφους και στα μνημεία. 
Αν υπάρχει περίσταση κατά την οποία εφαρμόζεται το ρητό τούτο σε όλη του την έννοια, είναι ακριβώς η παρούσα σεμνή και εύσημη ημέρα της Πεντηκοστής, η οποία συνήγαγε όλους εμάς υπό τον ιερό θόλο του Μητροπολιτικού ναού, προκειμένου, αφού δεηθούμε με κλίση αυχένος και γονάτων υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των Πατέρων και αδελφών μας, να αναπέμψουμε ευχές και διά μνημοσύνου να τιμήσουμε τους επί των επάλξεων των τειχών του Βυζαντίου κατά την αποφράδα ταύτη ημέρα της 29ης Μαΐου ενδόξως πεσόντες προγόνους μας, ηγουμένου του γενναίου αυτοκράτορος της Κων/πόλεως Κωνσταντίνου και Παλαιολόγου του οποίου η ηρωικός θάνατος επεσφράγισε τον μακρόν βίον και την ιστορίαν του βυζαντινού κράτους.
Αδελφοί, όσους η μνήμη των ηρώων τούτων και μαρτύρων του καταρρέοντος κράτους εκάλεσε εδώ, ας ανοίξουμε προς στιγμήν την φωτεινή και ένδοξη ταύτη σελίδα της περιπετειώδους ιστορίας του βυζαντίου και ας θαυμάσουμε την απαράμιλλη ψυχική ρώμη και τον ηρωισμό, ο οποίος έθαλε κατά τις τελευταίες φθινοπωρινές ημέρες του φθίνοντος βυζαντινού κράτους καθ’ όν χρόνο βαρύς επήρχετο ο βαρύς και παγερός χειμώνας της τουρκικής βαρβαρότητας και τυραννίας, ο οποίος επάγωσε το αίμα της ζωής και της ελευθερίας και του πολιτισμού των Ελλήνων.  Αφού δε εξετάσουμε τα πραγματικά αίτια της παρακμής και πτώσεως του βυζαντίου, θα πορισθώμε τα προσήκοντα μαθήματα για το παρόν και το μέλλον.
Μετά από μακρά πολιορκία κι αντίσταση των γενναίων υπερασπιστών της Πόλεως ανέτειλε η 29η Μαΐου 1453 και εκυμάτιζε ακόμη επί της πύλης του Ρωμανού η σημαία του δικεφάλου αετού.  Ο Βασιλεύς ακούραστος έτρεχε ενθαρρύνοντας τον στρατό και λέγοντας: «ημών εστί η νίκη, ο Θεός υπέρ ημών πολεμεί».  Οι Τούρκοι πολεμούσαν λυσσαλέως, ενώ οι ημέτεροι ανθίσταντο ερρωμένως (με ρώμη).  Ένα Αλλάχ! Ακουγόταν με άγρια φωνή και οι ορμητικές επιθέσεις στρατιωτών, σοφτάδων, γενιτσάρων επέρχονταν ως κύματα θαλάσσης, συντριβόμενα επάνω στον βράχο του ηρωισμού των ημετέρων.
Παντού αντηχεί βοή, κρότοι, αλληλοσπαραγμοί.  Ο αυτοκράτορας με πέδιλα χρυσά φέροντα τον δικέφαλο αετό και με την σπάθη στα χέρια εμάχετο ηρωικότατα στην πύλη του Ρωμανού. «Συστρατιώται αδελφοί», εφώνει, «στήτε ανδρείως διά τους οικτιρμούς του Θεού!».  Οι ιερείς έκαναν λιτανείες, τα γυναικόπαιδα προσεύχονταν, και οι μοναχοί και μετ’ αυτών και άλλοι πολλοί λησμονούντες το «συν Αθηνά και χείρα κίνει» ανέμεναν τον Άγγελο Κυρίου, προκειμένου με πύρινη ρομφαία να συντρίψει το θηρίο της αποκαλύψεως.
Επί τέλους ήλθε η φοβερά και φρικώδης στιγμή.  Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος επί τέσσερις ήδη ώρες είχε αποκρούσει τέσσερις μεγάλες εφόδους και έλπιζε ότι θα κατίσχυε της επιμονής του Μωάμεθ του Β΄, είδε απροσδοκήτως να εισβάλλουν εντός των τειχών οι πολέμιοι και να περικυκλώνεται πανταχόθεν και άκουσε την απαίσια κραυγή του πλήθους «η Πόλις εάλω, εάλω η Πόλις». 
Απελπισμένος εκέντησε τον ίππο και όρμησε στο πυκνότερο μέτωπο του εχθρού, αγωνιζόμενος ως ο έσχατος των στρατιωτών «και το αίμα ποταμηδόν εκ των ποδών και χειρών αυτού έρρεεν».  Μαζί με τον αυτοκράτορα και αξίως αυτού  μάχονταν οι λοιποί ήρωες καθώς έπεφταν ο ένας μετά τον άλλον.  Πολλούς εν τω μεταξύ είχε θερίσει η σπάθη του βασιλέως έως ότου εθραύσθη και κατέστη άχρηστη.  Βλέποντας δε και για τον εαυτό του τον κίνδυνο και φοβούμενος μην πέσει ζωντανός στα χέρια του εχθρού ανέκραξε: «δεν υπάρχει Χριστιανός να λάβει την κεφαλήν μου;» είπε και θηριώδης άραψ ορμήσας όπισθεν αποκόπτει την κεφαλήν του.
Έτσι διά του μαρτυρικού αυτού αίματος επισφραγίζει ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Δραγάτσης την ιστορία του Βυζαντίου, της οποίας και η τελευταία αυτή σελίδα θα παραμείνει για την Ελληνική φυλή χρυσή και αθάνατη ιδιαιτέρως για την ηρωική αντίσταση κάποιων χιλιάδων γενναίων ανδρών, προ πάντων και κατά το πλείστον Ελλήνων, οι οποίοι επί δύο μήνες διά μόχθων ατελευτήτων επολεμούσαν εναντίον εχθρού είκοσι φορές υπερτέρου κατά τον αριθμό, εναντίον των πρώτων στρατευμάτων του κόσμου κατά την εποχή εκείνη, και μέχρι τελευταίας πνοής υπεράσπισαν τα φρούρια της βασιλίδος των πόλεων, του θεοφρουρήτου βασιλείου, της ακροπόλεως ταύτης του χριστιανικού πολιτισμού στην Ανατολή.  Και την αθανασία της τελευταίας ταύτης χρυσής σελίδος της βυζαντινής ιστορίας επιστέφει ο ένδοξος θάνατος του ήρωος μάρτυρος αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου, ηρωικώς υπέρ της πατρίδος πεσόντος κοντά στην πύλη του Ρωμανού την πρωία της 29 Μαΐου 1453, σε ηλικία 49 ετών, τριών μηνών και είκοσι ημερών.
Ο τάφος του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου παραμένει άγνωστος, «αλλ’ ανδρών αγαθών πάσα γη τάφος», το δε ευκλεές αυτού όνομα περιφέρεται από γενεάς σε γενεά στη διάνοια και την καρδία πάντων και παραμένει αθάνατο.  Με την ζωή του Βασιλέως έσβησε και η ζωή του κράτους του και έκτοτε αρχίζει η μακρά και ζοφερά και ασέληνη νύκτα της τουρκικής τυρρανίας!
Υπέρ τα δύο χιλιάδες έτη είχαν παρέλθει αφ’ ότου ήλθαν εκ Μεγάρων οι πρώτοι άποικοι του Βυζαντίου και έκτοτε πόσας πολέμους είδε, πόσες πολιορκίες, πόσες δόξες! Και κατόπιν επειδή ο Ρωμαίος αυτοκράτορας απογοητεύθηκε από την λιγόψυχη Ρώμη, ανέδειξε το Βυζάντιο ως πρωτεύουσα της Ανατολής, προορισμένο να αναστηλώσει την ελληνική δόξα.  Ο Ρωμαϊκός αετός ολοένα και έφθινε και έσβυνε και φαεινή ανέτειλε η ελληνική πολιτεία με τον σταυρό επί του μετώπου.  Ενίκησε η ζωτικότητα και ηθική δύναμη της ελληνικής φυλής, υπεχώρησε ο Ρωμαϊκός πολιτισμός και εδημιουργήθη και άνθισε και εμεγαλούργησε ο ελληνικός Χριστιανικός πολιτισμός, έως ότου ήλθε η μόρσιμος ημέρα της πτώσεως αυτών.
Περί των ΑΙΤΙΩΝ της παρακμής και της  πτώσεως του βυζαντινού κράτους ποικίλες εξηνέχθησαν και εκφέρονται γνώμες.  Οι επιπολαίως και εκ προκαταλήψεως τα πράγματα κρίνοντες ζητούν να εύρουν μία μόνον αιτία φαινομένου τόσο πολυπλόκου.  Προβάλλουν λόγους ηθικούς και θρησκευτικούς.  Κατά την γνώμη τους ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός είναι η αιτία της παρακμής του Βυζαντίου.
Αν θέλουμε να είμαστε αμερόληπτοι και εντός της επιστημονικής αλήθειας, πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο Χριστιανισμός όχι ως θρησκεία αγνή, αλλ’ ως δεισιδαιμονία, στην οποία εκφυλίσθηκε κατά τους τελευταίους αιώνες, είχε κάποια επίδραση στην επιτάχυνση της παρακμής ταύτης.  Εφ’ όσον ο Χριστιανισμός ήταν γνησία και ενεργός εκδήλωση αισθημάτων ζωηρών του λαού, εδημιούργησε τον θαυμάσιο βυζαντινό πολιτισμό και ανέπτυξε ανδρεία και ρώμη ψυχής στον βυζαντινό λαό, και για να πεισθούμε περί τούτου, αρκεί να ενθυμηθούμε όλα τα ευώδη και αθάνατα άνθη, τα οποία παρήγαγε ο βυζαντινός πολιτισμός, την απαράμιλλη εκκλησιαστική ρητορεία του Χρυσοστόμου, Βασιλείου και Γρηγορίου, την θαυμάσια εκκλησιαστική ποίηση και μουσική και το εξαίσιο θαύμα της αρχιτεκτονικής τέχνης, τον ναό της Αγίας Σοφίας.
Ο ναός της Αγίας Σοφίας και η εντός αυτού ψαλείσα εκκλησιαστική ποίηση και βυζαντινή μουσική τοσούτο εγοήτευσαν τους αδελφούς Ρώσσους, όταν κατ’ εντολήν του αυτοκράτορός τους επεσκέφθησαν και την Κωνσταντινούπολη προς εύρεση της καταλληλότερης θρησκείας, η οποία καλύτερα θα προσαρμοζόταν στην σλαυϊκή ψυχή, ώστε αφού παρατήρησαν τα αριστουργήματα αυτά του βυζαντινού πολιτισμού ως στοιχεία ζωτικότητας της Χριστιανικής Θρησκείας, αυτήν ασπάσθηκαν αμέσως και αυτή διεδόθη στον ευσεβή ρωσσικό λαό.  Έτσι ο βυζαντινός πολιτισμός έγινε πατήρ του νεωτέρου ρωσσικού πολιτισμού.  Υπό της αγνής Χριστιανικής θρησκείας εμπνεόμενοι οι βυζαντινοί διέπραξαν και εν πολέμω θαυμάσια ηρωικά κατορθώματα ιδιαίτερα κατά τους οκτώ πρώτους αιώνες.
Όταν όμως τα αισθήματα αυτά άρχισαν να μαραίνονται και η θρησκεία έπαυσε να είναι ενεργός εκδήλωση αυτών, ο Χριστιανισμός περιορίσθηκε σε εξωτερικούς μόνον τύπους και κατάντησε δεισιδαιμονία και ασκητισμός, έχοντας ως συνέπεια και την αύξηση των μοναστηριών κατά τους τελευταίους αιώνες του βυζαντινού κράτους στα οποία κατά χιλιάδες συνέρρεαν κατ’ έτος μοναχοί δαπανώντες άφθονο τον πλούτο του κράτους και ουδέν παράγοντες.
Η δε ιστορία μαρτυρεί ότι ουδέποτε οι πολλοί ασκητές συνετέλεσαν στην οικονομική, πολιτική και στρατιωτική πρόοδο μιας χώρας.  Η αγνή θρησκεία και εν γένει πάσα πίστη σε κάτι το ιδεώδες, είτε πατρίδα λέγεται τούτο, είτε έθνος, είτε κράτος, είτε φιλανθρωπία, είτε πρόοδος, είτε αλληλεγγύη, που είναι απαύγασμα ζωντανών αισθημάτων είναι απαραίτητη στον βίο και την πρόοδο των λαών και μόνον εκείνοι οι λαοί ανεδείχθησαν στην ιστορία μεγάλοι, ισχυροί, μεγαλουργοί, στους οποίους τα αισθήματα αυτά ήταν βαθέα και ενεργά.  Όλοι δε οι λαοί στους οποίους τα αισθήματα αυτά εξασθενούν και μαραίνονται, περιπίπτουν σε παρακμή.
Τέτοια ζωντανά αισθήματα πίστεως του λαού εδημιούργησαν το μεγαλείο των Αθηνών, της Σπάρτης και κατόπιν της Ρώμης, τον πολιτισμό και το μεγαλείο της κραταιάς Ρωσσίας, η οποία εκ μακρών ορμηθείσα διά των αισθημάτων αυτών του λαού της ανεδείχθη μεγάλη και κραταιά.  Τουναντίον δε όπου τα αισθήματα αυτά εμαράνθησαν και επεκράτησαν η δεισιδαιμονία και η δουλεία των τύπων… εκεί οι λαοί παρήκμασαν και έγιναν λεία του πρώτου ελθόντος κατακτητού, όπως ακριβώς συνέβη στο βυζαντινό κράτος.
Και η ίδρυση δε απολυταρχικότατης κυβερνήσεως και η άρση κάθε ελευθερίας υπήρξε αιτία και συγχρόνως αποτέλεσμα της εξασθενήσεως των χαρακτήρων και έτσι εκλείπουν εντελώς οι ανδρικές εκείνες αρετές, οι οποίες αποτελούσαν την δύναμη και το μεγαλείο της αρχαίας ρωμαϊκής και βυζαντινής αυτοκρατορίας.  Πλην τούτων και ο βαθμιαίος εκφυλισμός και εξαφανισμός της τάξεως των αρίστων οι οποίοι δεν αντικαθίσταντο από νέα αριστοκρατία μεστής δυνάμεως και σφρίγους, συνετέλεσε στην παρακμή και κατάλυση του βυζαντινού κράτους.
Αλλ΄ «αν είμαι χάρος χαλαστής είμαι και χάρος πλάστης», ψάλλει η μούσα ενός εθνικού μας ποιητού και ό,τι είναι θαυμαστό στη μακρά ιστορία του ημετέρου έθνους είναι ότι εκ της τέφρας του βυζαντινού κράτους ανέστη ως ο φοίνιξ της μυθολογίας νέο και ακμαίο Βασίλειο, το Βασίλειο της Ελλάδος και υπό την κραταιά σκέπη και προστασία της κραταιάς προστάτιδος των πιεζομένων λαών Ρωσσίας ελευθερούται και αναγεννάται ο υπό την πτέρνα του τυρράνου στενάζων υπόδουλος ελληνικός λαός.
Ήδη σε εμάς τους νεωτέρους απόκειται να αναδειχθούμε άξιοι των προγόνων και των προσδοκιών των άλλων εθνών.  Και αφήνοντας την ύλη μέσα στην οποία είμεθα βυθισμένοι να εξιδανικευθούμε, ιπτάμενοι υψηλά στον κόσμο των ιδεωδών και γινόμενοι δημιουργού νέου πολιτισμού ανταξίου των προγενεστέρων. Ανδριζόμενοι δε και κραταιούμενοι κατά πάντα και στην αρετή θα δικαιούμεθα με θάρρος να λέμε προς τους προγόνους το: «άμμες δε γ’ εμές, ην δε λης πείραν λάβε»… Και αφού παρασκευάσουμε το έδαφος στις επερχόμενες γενεές και δημιουργήσουμε υγιές περιβάλλον, οπότε οι παίδες μας μόνον υγιείς αρχές και αγνά φρονήματα θα προσλαμβάνουν, θα  ακούσουμε παρ’ αυτών το «άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες»… Τότε θα σκιρτήσουν εκ χαράς εν τάφω τα οστά των ενδόξων μας προγόνων, οι οποίοι κλείσαντες την ιστορία δικαίως τιμώνται και γεραίρονται περιφερόμενοι στη διάνοια και την καρδιά πάντων, «ανδρών αγαθών πάσα γη τάφος».

Αφιέρωμα: Στην Κωνσταντινούπολη την Πόλιν των Πόλεων την Βασιλεύουσα και στον τελευταίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

clip_image00329η    Μαϊου   1453    η Άλωση 
Του Ανδρέα Σταυρίδη, Ταξίαρχου (ε.α.).
1.    Εισαγωγή   
Από την  29η  Μαίου   του 1453 , την  αποφράδα εκείνη μέρα, πάνε 559 χρόνια που το θλιβερό μήνυμα«ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ», διαδόθηκε από στόμα σε στόμα μεταξύ των λιγοστών εναπομεινάντων, αποκαμωμένων μαχητών και κατοίκων της πόλης των πόλεων, της Βασιλεύουσας.
«ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ»
Ένα γεγονός που σημάδεψε καθοριστικά, μέχρι και τις μέρες μας, ολόκληρη την Ασία, την υστερομεσαιωνική και ανακύπτουσα από τον σκοταδισμό, τότε Ευρώπη, ιδιαίτερα όμως, σημάδεψε την πορεία του Ελληνικού έθνους και την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία μας.
Στο αφιέρωμα, ξεδιπλώνεται το ανείπωτο  δράμα της παρακμής της Βασιλεύουσας, εξαιτίας του διχασμού, θρησκευτικού και πολιτικοκοινωνικού, οι υστερόβουλες επιχειρήσεις του Πάπα, των Γενουατών, Λατίνων και των Σταυροφόρων, για συνδρομή, τάχα στην ενίσχυση της Πόλης, η έντεχνη τελικά επιβολή της υποτέλειας, του κράτους στους «σωτήρες», η τελική αποδυνάμωση της και η εγκατάλειψη της στις ορδές των μωαμεθανών και τελικά την άλωσή της.

Παράλληλα αποτίεται ο οφειλόμενος φόρος τιμής στην Ορθοδοξία και στονΕλληνισμό, την Αγία Σοφία και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τους φωτοδότες του Χριστιανισμού και το Έθνους, για το χρέος των Πανελλήνων προς τα θεία και Εθνικά ιδεώδη.
2. Η κατάσταση προ της Άλωσης – Η Ανάπτυξη του Βυζαντίου
Η Κωνσταντινούπολη, κτίστηκε επί της χερσονήσου, μεταξύ του κόλπου του Χρυσού Κέρατος του Βοσπόρου και της Προποντίδας στην θέση του ...αρχαίου Βυζαντίου. Στην αρχαιότητα, παρά την στρατηγική του θέση και το εξαίρετο λιμάνι, το Βυζάντιο, σπάνια χαρακτηριζόταν για την σπουδαιότητά του.    Το 324 μ.Χ. όταν επανενώθηκαν από τον Μέγα Κωνσταντίνο τα δύο μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ωρίμασε ο χρόνος για την αλλαγή της πρωτεύουσας. Η Ρώμη ευρισκόμενη τότε σε πλήρη παρακμή, η οικονομική της ηγεσία επέλεξε την δραστηριοποίησή της στο ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας.
Τότε λοιπόν, ο Μέγας Κωνσταντίνος άμεσα, επιλέγει το Βυζάντιο, για νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Η επιλογή του δεν ήταν τυχαία διότι, το Βυζάντιο λόγω της στρατηγικής του θέσης γειτνίαζε προς την πρωτεύουσα της ανατολής της Νικομήδεια. Η αμυντική του θέση ήταν σχεδόν απόρθητη. Έλεγχε το εμπόριο προς τέσσερις κατευθύνσεις, προς Εύξεινο Πόντο, προς το Αιγαίο, προς την Ανατολή (Μικρά Ασία) και προς τη Δύση (Ευρώπη). Η είσοδος εχθρικού στόλου μέσα στην Προποντίδα, μπορούσε να εμποδιστεί, μετά από την οχύρωση των Δαρδανελίων, (αυτό διαπιστώθηκε και από τους συμμάχους το 1915), ενώ το ίδιο μπορούσε να γίνει προς Βορρά, κατά μήκος του Βοσπόρου. Η ορθότητα της εκλογής του Κωνσταντίνου, έμελλε να καταφανεί στους εννιά σχεδόν αιώνες (330-1204 μ.Χ.), της επιτυχούς άμυνας εναντίον αλλεπάλληλων επιθέσεων, τις οποίες προκαλούσε η ανθηρότητα του εμπορίου και ο πλούτος του Βυζαντίου.
Την 11η  Μαϊου του  330μ.Χ., το Βυζάντιο αφού ο Κωνσταντίνος το διεύρυνε  και το ανακαίνισε, μεταβαπτίζεται, μετονομάζεται από Βυζάντιο σε Κωνσταντινούπολη προς τιμήν του αυτοκράτορα, οπότε γίνονται και τα επίσημα εγκαίνια του.
3. Το Μεγαλείο της Πόλης
Από την πρώτη στιγμή, ο πληθυσμός της πόλης είναι σύνθετος, ένα μωσαϊκό από όλες σχεδόν τις φυλές με μια κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα. Η όλη εικόνα της ανάπτυξης και του μεγαλείου της Βασιλεύουσας, συνίσταται όχι μόνο στην άνθηση γραμμάτων, των τεχνών και του εμπορίου αλλά και σε ρυμοτομικά και αρχιτεκτονικά έργα, διαχρονικής αξίας και αποτελούν αντικείμενα μελέτης από γενεές επιστημόνων και ειδικών.     Η Βασιλεύουσα κτισμένη πάνω σε επτά λόφους, εξ’ού και «επτάλοφος», επιγραμματικά περιελάμβανε τα πάρα κάτω έργα:
Τα τείχη 20 και πλέον χιλιομέτρων.
Τις 50 πύλες επί των τειχών.
Τις οχυρώσεις επί των τειχών με τα κλιμακωτά προπετάσματα.
Τις τρεις λεωφόρους με δεντροστοιχίες, που διέσχιζαν την πόλη από την ανατολή προς την δύση και με άριστο αποχετευτικό σύστημα.
Τις επίγειες και υπόγειες στέρνες.
Τα λιμάνια.
Το Αυγοσταίον (μεγαλοπρεπές κτήριο) το οποίο περιελάμβανε, ευρεία αγορά και λοιπά βοηθητικά κτήρια.
Τον Μεγάλο Ιππόδρομο.
Τα Δικαστήρια.
Το παλάτι των Βλαχερνών.
Την Σύγκλητο.
Το μεγάλο παλάτι του Αυτοκράτορα.
Τις Σχολές, την Θεολογική Σχολή της Χάλκης, τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και πλήθος άλλων.
Μοναστήρια και Ιερούς Ναούς.
Το Πατριαρχείο
Αιώνιος φάρος της Ελληνικής φυλής.
Κολυμβήθρα αναβάπτισης της Χριστιανικής πίστης εις τους αιώνες.
Ο Πατριαρχικός Ναός του Αγίου Γεωργίου.
Συνοδικό, Βιβλιοθήκες, Τοιχογραφίες, Τάξη, Ευπρέπεια και Μεγαλοπρέπεια και τέλος,
Η  Αγία Σοφία

Το τελειότερο δημιούργημα της Χριστιανοσύνης προς δόξαν της του Θεού Σοφίας.
Το τέμπλο, εικόνες, επιγραφές, αγιογραφίες, πολυέλαιοι, μανουάλια, στασίδια.
Κάθε γωνιά και Ιστορία.
Το  Άγιο Βήμα, η Αγία Τράπεζα με το μαύρο βελούδο, το Ιερό  Ευαγγέλιο, τα Άγια Σκεύη, ο Σταυρός, τα Εξαπτέρυγα.
Τι να πρωτοκοιτάξουν τα μάτια και τι να πρωτοθαυμάσουν; Πόσα να συγκρατήσει το μυαλό;
Δέκα  χιλιάδες άνθρωποι εργάστηκαν επί πεντέμισι χρόνια υπό τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο και ο Ιουστινιανός με το πέρας του κτίσματος  Αναφώνησε:
«Δόξα του Αγίω Θεώ
Νενίκηκα σε Σολομών»
και η κρήνη, η κρήνη με την
καρκινοειδή γραφή της
Για να θυμίζει  στο  διάβα  του  χρόνου  σ’ όλους εμάς
<< ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ >>
Κωνσταντινούπολη, Βασιλεύουσα, πόλη των πόλεων, Παγκόσμιο Λίκνο Πολιτισμού. Αιώνιε πλούτε, Εθνικό και Θείο όνειρο των Πανελλήλων.
4. Η Παρακμή
Οι πρώτες απειλές εναντίον της Κωνσταντινούπολης ήλθαν όχι απ’ έξω, από εχθρούς, αλλά από μέσα, διχόνοια η κατάρα της φυλής.
Οι θρησκευτικές έριδες και οι επαναστάσεις των Πράσινων και Βένετων προσλαμβάνουν σταδιακά, πολιτικό και θρησκευτικό χαρακτήρα όπου, οι Βένετοι εκπροσωπούν τους Ορθόδοξους Χριστιανούς και οι Πράσινοι τους Μονοφυσίτες. Αποκορύφωμα της διένεξης, η Στάση του Νίκα το 532μ.Χ., όπου σκοτώθηκαν, 30 χιλιάδες λαού και καταστράφηκε από πυρκαγιά μεγάλο μέρος του ναού της Αγίας Σοφίας.
Σταδιακά η αυτοκρατορία, παράλληλα με τις εσωτερικές συγκρούσεις σπαρασσόταν από τις περιφερειακές και μία μετά την άλλη, οι επαρχίες επαναστατικά, αποσχίζονται και οι τοπικοί ηγεμόνες εγκαθιδρύουν δυτικού τύπου αιμοσταγή, φεουδαρχικά καθεστώτα. Η συρρίκνωση της αυτοκρατορίας διαφαίνεται ότι συντελείται και είναι μη αναστρέψιμη.
Μέσα σ’ αυτή πολιτικοστρατιωτική δίνη οι αυτοκράτορες, Ιουστινιανός, Ηράκλειος, οι Ισαύροι, οι Κομνηνοί και οι Παλαιολόγοι προσπαθούν να συγκρατήσουν τα εξ’ ανατολών στίφη, αρχικά των Αράβων και στη συνέχεια των Μωαμεθανών.
Σύντονες και επίμονες προσπάθειες  αυτοκρατόρων, προσεταιρισμού της Δύσης και του Πάπα, απέβαιναν άκαρπες, αφ’ ενός λόγω της εσωτερικής αντίδρασης και της σκληρής στάσης των ανθενωτικών και αφ’ ετέρου, λόγω της υποτέλειας της Ορθόδοξης στη Δυτική εκκλησία, που επιχειρούσαν, τόσο θρησκευτικοί όσο και πολιτικοί- στρατιωτικοί ειδικοί της Δύσης (Πάπας, Λατίνοι και Γενουάτες). Τελικά επέρχεται και το οριστικόΣχίσμα των δύο Εκκλησιών το 1054 μ.Χ. Επί Κομνηνών, με δικές τους ενέργειες, επιχειρείται δια των Σταυροφοριών ενίσχυση της συρρικνωμένης ήδη αυτοκρατορίας. Αποτέλεσμα αυτής της κίνησης των Κομνηνών, προσεταιρισμού,γενικά των δυτικών ήταν να κατακλυστεί η Κωνσταντινούπολη από Γενουάτες και Λατίνους εμπόρους, οπότε άρχισε ένας ανελέητος πόλεμος, μεταξύ των Ελλήνων και των ξενόφερτων εμπόρων.
Το 1182 οι Έλληνες εξεγέρθηκαν και κατάσφαξαν τους Δυτικούς. Μετά το1204 οι Δυτικοί, με την 4η σταυροφορία και με το πρόσχημα της αποκατάστασης του Ισαάκιου Κομνηνού στην εξουσία, με υποκίνηση των Ενετών, εισβάλουν στην πόλη, την κυριεύουν και μεταφέρουν στη Δύση όσους θησαυρούς μπόρεσαν.
Το 1261 η Πόλη ανακαταλαμβάνεται από τους Έλληνες και αρχίζει και πάλιν η ανοικοδόμησή της. Κατά την ανοικοδόμηση της  και με την περάτωση της, επιχειρούνται απανωτές πολιορκίες από τους Τούρκους οι οποίες αποκρούονταν αποφασιστικά. Από το 1391 μέχρι και το 1452 η Πόλη, παρά τις απώλειες της και την εξασθένησή της ανθίστατο σθεναρά. Ήδη διαφαίνονται ξανά σημεία κάμψης της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής της δομής. Το 1452 ο Μωάμεθ ο Β΄συμπλήρωσε τις κατακτήσεις του και θέτει το Βόσπορο υπό τον έλεγχο του.
5. Η άλωση της Πόλης
Ο τελευταίος των Βυζαντινών Παλαιολόγων Αυτοκρατόρων, οΚωνσταντίνος Παλαιολόγος ο 11ος, σε ηλικία 45 χρόνων, μετά από πολλές στρατιωτικές και προσωπικές περιπλανήσεις Αγχίαλος, Εύξεινος Πόντος, Πελοπόννησος, Πάτρα, Μυτιλήνη και Μυστράς, μετά το θάνατο του αδελφού αυτοκράτορα Ιωάννου του 8ου στις 3 του Οκτώβρη του 1448, δεν αντιτάσσεται στην μυστική φωνή του έθνους, παρά τις στρατιωτικές αποτυχίες και την συρρίκνωση πλέον της αυτοκρατορίας, καθώς και το προσωπικό του δράμα, το ότι παρέμεινε άτεκνος παρά τους δύο γάμους του, όπου οι σύζυγοι του απεβίωναν κατά τον τοκετό, φαίνεται ότι, αντί τρίτου νυμφικού στεφάνου έμελλε να φορέσει το φωτοστέφανο του μαρτυρίου.
Την 12η Μαρτίου του 1449 καταφθάνει με την συνοδεία Καταλανικών πλοίων και μπαίνει στην πόλη. Τον συνοδεύει η βαθιά πίστη στο Θεό. Η αγάπη και η προσδοκία του λαού του, τον περιβάλλουν μ’ ελπίδα κρυφή σαν σωτήρα του έθνους.
Τέσσερα χρόνια μαρτυρικής και αγωνιώδους διοίκησης και αντίστασης διέρρευσαν με τον Κωνσταντίνο στο θρόνο (12 του Μάρτη του 1449 μέχρι τις 29 Μαΐου του 1453).
Τα γεωγραφικά όρια του κράτους δεν επεκτείνονταν πέραν της Κωνσταντινούπολης  της Σηλυβρίας στην Προποντίδα, της Μεσημβρίας στον Εύξεινο Πόντο και της Αγχιάλου.
Η άλλοτε πρώτη πόλις του κόσμου, διερχόταν τις πιο δραματικές στιγμές της ιστορίας της. Κάτω από τα ανηλεή πλήγματα των Οθωμανών Σουλτάνων, διάνυε τις τελευταίες θλιβερές μέρες του μακρού υπερχιλιετούς βίου της και μαζί της, κατέρρεε η γερασμένη πια αυτοκρατορία του Βυζαντίου.
Φαίνεται ότι οι καιροί επιφύλαξαν την άλωση της Πόλης στον Μωάμεθ.  Τολμηρό ηγεμόνα, νοήμονα με πολιτικές και στρατιωτικές αρετές αλλά παράλληλα, λοιπές ιδιότητες του ήταν η ωμότητα και η ορμητικότητα και το πείσμα. Στρατολογεί από κάθε κατεύθυνση στρατιώτες Μωαμεθανούς, Χριστιανούς και Γενίτσαρους και σύρει μαζί με τον στρατό του πλήθη αμάχων. Αποδύεται το 1452-1453 σε μια λυσσώδη προσπάθεια στην Αδριανούπολη, για ανασυγκρότηση και προετοιμασία του στρατού του. Η δύναμη του σε Πεζικό και Ιππικό ήταν η μεγαλύτερη της εποχής.
Οι Γενίτσαροι, που αποτελούντο από 15 χιλιάδες άνδρες, ήταν το πιο αξιόμαχο σώμα. Άλλες 30 χιλιάδες, βίαια, συνακολουθούντες Χριστιανοί. Συνολικά ο στρατός του ανήρχετο σε 265 χιλιάδες, ο δε στόλος του που συγκεντρώθηκε στην Καλλίπολη, αριθμούσε 350 σκάφη. Δύναμη τρομακτική για την τότε χρονική περίοδο. Η δύναμη του σε τηλεβόλα ανάλογη.
Απέναντι στο στρατό του Μωάμεθ, ο Κωνσταντίνος ετάχθη από την ιστορία να οργανώσει την μέχρις εσχάτων την άμυνα της Πόλης. Μικρή βοήθεια κατέφθασε από την Ενετία και την Γένοβα. Μέσα σε ατμόσφαιρα τρόμου ο Μωάμεθ, άρχισε στις 7 του Απρίλη του 1453 τον ακήρυκτο πόλεμο. Παρά τις υπερβολές των αριθμών, το πιθανότερο είναι ότι οι αμυνόμενοι μόλις υπερέβαιναν τις 8 χιλιάδες.
Ο Κωνσταντίνος οργάνωσε την άμυνα όσο γινόταν καλύτερα. Εγκατέστησε το στρατηγείο του στην Πύλη του Ρωμανού, που εθεωρείτο το πιο ευπαθές σημείο των τειχών. Μια λακωνική φράση καταδεικνύει την συμπεριφορά, το είναι του και την σκέψη του τις στιγμές εκείνες «θέληση για Αγώνα και Έρωτας με τον θάνατο».
Ο πολιορκητής, κάνει πρόταση στον Κωνσταντίνο να του παραδώσει την πόλη, με αναξιοπρεπή ανταλλάγματα. Αξιωματούχοι του στρατού, του υποδεικνύουν «Φύγε να σωθείς για να οργανώσεις την άμυνα κατά του εχθρού, σε άλλο, προσφορότερο σημείο». Η απάντηση του Κωνσταντίνου στην θρασύτατη πρόταση του μωαμεθανού πολιορκητή παραμένει στους αιώνες. «Την δε πόλιν ου σοι δίδομεν, κοινή γαρ γνώμη πάντες, αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν, και ού φεισόμεθα της ζωής ημών». Το τελειότερο επίγραμμα Φιλοπατρίας και Ηθικής. Στη δε υπόδειξη των δικών του ανθρώπων για να φύγει να σωθεί, εξεγείρεται η τίμια συνείδηση  του άνδρα: «Σας ικετεύω να ζητήσετε να μην σας εγκαταλείψω για να σωθώ, επιθυμώ μαζί σας ν’ αποθάνω».
Ο Κωνσταντίνος δεν ασχολείται μόνον με την πύλην του Ρωμανού όπου εγκατέστησε το αρχηγείο του. «Έφιππος δι’ όλης την ημέρας και νυκτός  περιπατών  ην, γύρωθεν και ένδον της πόλεως και των τειχών». Αεικίνητος διέτρεχε όλην την πόλιν, εξορκίζοντας τους αξιωματούχους του στρατού και τους ίδιους τους στρατιώτες εμψυχώνοντας τους και προτρέποντας τους να εμμείνουν αντρίκια, μέχρι και τον τελευταίο, για την άμυνα της πόλης. Με προσωπική επίβλεψη εφαρμόζει το σχέδιο του τάσσοντας ο ίδιος τους στρατιωτικούς του αξιωματούχους στα επίκαιρα σημεία άμυνας της Πόλης.
(1)    Στην Χρυσή Πύλη μέχρι και την παραλία της Προποντίδας τάσσει τον Ανδρόνικο Κατακουζινό.
(2)    Στην πύλη του Πολυανδρίου τάσσει τους Παύλο Αντώνιο και Τρωίλο Μποκάρδο.
(3)    Από την πύλη του Αγίου Ρωμανού μέχρι την Πύλη του Πέμπτου τάσσει τον Ιωάννη Ιουστινιάνη.
(4)    Από την Πύλη της Ανδριανουπόλεως μέχρι και την Κερκόπορτα τάσσει τον Λεοντάρη  Βρυέννιο.
(5)    Στην Πύλη της Καλλιγαρίας τάσσει τον γηραιό μαχητή Θεόδωρο Καρυστίνο.
(6)    Στην Κυλιόμενη πόρτα τάσσει τον Μανουήλ Παλαιολόγο.
(7)    Στην Βασιλική Πύλη τάσσει τον Λουκά Νοταρά.
(8)    Στην είσοδο του Κεράτιου Κόλπου τάσσει τον Ενετό πλοίαρχο Γαβριήλ Τρεβιζάνο.
(9)    Στο 4ο μέρος του τείχους της Προποντίδας τάσσει τον Ιάκωβο Κονταρίνη.
Το πυροβολικό των αμυνόμενων, ολιγάριθμο ενώ έλειπαν ο εκρηκτικές ύλες λόγω της συνεχούς χρήσης αφ’ ενός και αφ’ ετέρου λόγω του αποκλεισμού, προέκυψαν όπως ήταν φυσικό,  δυσχέρειες στον ανεφοδιασμό.
Τη νύκτα της 18ης Απριλίου πλήθος Τούρκων πλησίασε τα τείχη, των οποίων οι κραυγές ακούονταν μέχρι τα Ασιατικά παράλια.  Προηγήθηκε επί αρκετές ημέρες σφοδρός βομβαρδισμός, από τους οποίους προκλήθηκαν σοβαρές ζημιές σε μεγάλο μέρος του τείχους, εσωτερικά και εξωτερικά και μερικοί του πύργοι στην κοιλάδα του Λύκου κατέρρευσαν.
Ο Μωάμεθ έτεινε να πιστεύει, ότι μπορούσε με μια έφοδο πια, να καταλάβει την πόλη. Στην πόλη κατάθλιψη, αγωνία και πολύς πόνος επικρατούσε. Ο αυτοκράτορας θλιμμένος, πίστευε πια, ότι η γενική μάχη ήταν σχεδόν έτοιμη ν’ αρχίσει. Οι απώλειες του εχθρού σοβαρές, των αμυνομένων ουδεμία. Συλλογική και σύντονη προσπάθεια των υπερασπιστών απλού λαού και αμάχων, συνέτειναν στην πρόχειρη επισκευή των ρηγμάτων του τείχους, με άμεσο αποτέλεσμα ν’ αποτύχει η έφοδος των Τούρκων. Το γεγονός αυτό ενθάρρυνε τους υπερασπιστές.
Το πρωί της 20ης Απριλίου, μεγάλο φορτηγό πλοίο με τη συνοδεία τριών Γενουατικών, μετέφεραν εφόδια, χρήματα και στρατιώτες στους πολιορκημένους. Πλήθη, με δακρυσμένα μάτια οι πολιορκημένοι, παρακολουθούν με αγωνία την αναμενόμενη ναυμαχία. Μετά από πολλές επιθέσεις των Τούρκων και της εμπλοκής των Γενουατών και Τούρκων σε μάχη σώμα με σώμα μαχόμενοι με πέλεκεις, αρπάγες και ακόντια και μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο φωνών, γογγυσμών, αλαλαγμών, κατάρων και βλασφημιών των μωαμεθανών, κατορθώνει ο στολίσκος των Γενουατών βοηθούμενος και από τον πνέοντα νότιο άνεμο, να εισέλθει ασφαλισμένος πλέον, σωθείς από θαύμα, στο στόμιο του Κεράτιου κόλπου. Ο κάματος των Χριστιανικών πληρωμάτων ανείπωτος, ανείπωτη όμως ήταν η χαρά και η ανακούφιση των πολιορκημένων.
Η πολιορκία πέρασε από πολλές φάσεις. Οι περιγραφές των μαχών που έγιναν μεταξύ 18 και 20 τ’ Απρίλη του 1453, δίδουν ζωηρή εικόνα της μαχητικότητας και προπάντων του πείσματος, πολιορκουμένων και πολιορκητών.
Αντιλαμβάνεται πλέον ο Μωάμεθ ότι, με τα Ελληνικά και Φράγκικα πλοία συγκεντρωμένα στο Κεράτιο κόλπο, ήταν αδύνατη η ολοκλήρωση της πολιορκίας και της τελικής εφόδου προς την πόλιν. Τότε λοιπόν επινόησε σατανικό σχέδιο, ίσως μετά από υπόδειξη Γενουατών ή Ιταλών μισθοφόρων συμβούλων.
Τοποθέτησε πάνω από τον Κεράτιο κόλπο επί των λόφων του Γαλατά, ελαφρύ πυροβολικό και βομβάρδιζε τα Ελληνικά και Φράγκικα πλοία μέσα σ’ αυτόν. Υπό την κάλυψη των πυκνών πυρών μέσα σε μια νύκτα, μετέφερε 70 τούρκικα πλοία, από το Διπλοκιόνιο στο Κεράτιο κόλπο. Αυτό έγινε δυνατό με την διολίσθηση των πλοίων πάνω σε τεχνητό δρόμο, κατασκευασμένο από σανίδες, αλειμμένες με λάδι και λίπος. Η μέθοδος αυτή λεγόταν υπερνεώλκησις, ήταν δε γνωστή στους Βυζαντινούς.
Οι προασπιστές της πόλης καταλήφθηκαν από σύγχυση, αγωνία και τρόμο, αφού είδαν τον τούρκικο στόλο, μέσα στον Κεράτιο Κόλπο, να προσεγγίζει από το ανατολικό μέρος τα τείχη και περικυκλωμένο πλέον τον Ελληνικό στολίσκο.    Ο Κωνσταντίνος αναγκάζεται να διαθέσει μεγάλο μέρος, από τις τόσο λίγες δυνάμεις του, για την προάσπιση της πόλης στο Ανατολικό τείχος (προς τον Κεράτιο Κόλπο).
Ο Μωάμεθ βρίσκεται πλέον σε πλεονεκτική θέση από πλευράς αριθμών, έμψυχου και άψυχου υλικού και μετά την επιτυχία της τακτικής κίνησης του, να βρεθεί προ των πυλών της Κωνσταντινούπολης και περισφίγγοντας τον Ελληνικό στολίσκο εντός του Κεράτιου, εφαρμόζει το τελικό του σχέδιο. Με τηλεβόλα όπλα «πετροβόλες μηχανές», ανοίγει ρήγματα στα χερσαία τείχη και γεμίζει τις προ των τειχών τάφρους, με πέτρες και χώμα και διευκολύνει την προσπέλαση των Τούρκων. Χρησιμοποιεί έτοιμους ή πρόχειρα ανοιγμένους υπονόμους, καθώς και ξύλινους πύργους για να εισέλθει στην Πόλη.
Οι προασπιστές της πόλης μάχονται μέρα και νύκτα, οι μαχητές αντιμετωπίζουν τον εχθρό και οι άμαχοι επισκευάζουν τις ζημιές ή καταπνίγουν τους Τούρκους μέσα στους υπονόμους και κατακαίγουν τους ίδιους πάνω στους ξύλινους πύργους τους. Ο Μωάμεθ θέτει σ’ εφαρμογή και το τελικό σχέδιο του. Ήδη βρισκόμαστε την παραμονή της θλιβερής εκείνης μέρας, περιέρχεται έφιππος τους στρατιώτες του μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από φωνές, σάλπιγγες, σαντούρια, τύμπανα, κύμβαλα, φωταψίες, εκφωνεί εμπρηστικούς και φανατικούς λόγους και εξωθεί τους στρατιώτες να πολεμήσουν γενναία, υποσχόμενος σ’ αυτούς διαρπαγήν του πλούτου της πόλης, για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Στο στρατόπεδο των πολιορκητών επικρατούν πολεμικός αναβρασμός, χαρά και αγαλλίαση, για την επικείμενη άλωση της πόλης.
Στο στρατόπεδο των λιγοστών Ελλήνων Χριστιανών, υπερασπιστών  της Πόλης, επικρατεί η κατήφεια, η κατάθλιψη, η κούραση και η έλλειψη των πάντων και ο Αυτοκράτορας ,  σεμνός, λιτός, στρατιώτης μαζί με τους τελευταίους προασπιστές της βασιλεύουσας, έγραφαν τον επίλογο της μεγάλης πράξης σ’ όλο της το ηθικό μεγαλείο. Από κοντά του το αρχοντολόι, ο λαός και λαμπρός πρωθυπουργός του, Λουκάς Νοταράς,πρόθυμοι όλοι τους να χύσουν το αίμα τους για την χαρά και την ελπίδα όλων των Ελλήνων και να επιτελέσουν το υπέρτατο χρέος, έναντι της Ιστορίας.  ΟΓεώργιος Σχολάριος αφηγείται:  «Την ημέρα, την προτεραία της αποφράδας εκείνης, πάνδημος λιτανεία οργανώθη ανά την πόλιν και τα τείχη. Της συναθροίσεως ηγούντο εν στολή οι κληρικοί με τα της θρησκείας σύμβολα». Ηκολούθουν άρχοντες και αρχόμενοι, άνθρωποι πάσης τάξεως και παντός φύλου. Κραυγή απογνώσεως ήτο η προσευχή των, δέησις και ικεσία εκ βαθέων. Κλαυθμοί, γογγυσμοί, στεναγμοί, πόνος, λιποψυχίες και δάκρυα εχαρακτήριζον τον έκτακτον εκείνο συναγερμό. Μυριόστομος ήτο η κραυγή των ελεύθερων πολιορκημένων «Κύριε ελέησον!!!» Η απλή αυτή φράση, συνόψιζε το άλγος και την ικεσίαν του πλήθους προς το θείον, δια ν’ αποτραπεί ο φοβερός κίνδυνος».
Το βράδυ της ίδιας μέρας, ο αυτοκράτορας κάλεσε στο παλάτι τους στενότερους του συνεργάτες, άρχοντες και αξιωματούχους. Οι λόγοι του, περήφανη κατακλείδα του υπερχιλιετούς ένδοξου βίου της αυτοκρατορίας.«Δια τούτο λέγω και παρακαλώ υμάς, ίνα στήτε ανδρείως και μετά γενναίας ψυχής ως πάντοτε έως του νυν εποιήσατε, κατά τον εχθρών της πίστεως ημών. Παραδίδω δε εις υμάς, την εκλαμπρότατην και περίφημον ταύτην πόλιν και βασιλεύουσαν των πόλεων. Καλώς λοιπόν γιγνώσκετε, αδελφοί, ότι δια τέσσαρα τινά οφείλομεν κοινώς πάντες, να προτιμήσωμεν τον θάνατο μάλλον ή την ζωήν, πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσέβειας, δεύτερον δε υπέρ της πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως ως Χριστού του Κυρίου και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων».
Με αυτούς και άλλους λιτούς και απέρριτους αλλά μεγαλειώδεις και προφητικούς λόγους ο αυτοκράτορας συνέχισε εκείνη την σύναξη. Η κατακλείδα του Βασιλικού λόγου ήταν γεμάτη τραγικό μεγαλείο και εχαλύβδωνε τις ψυχές των υπερασπιστών της αθάνατης πόλης. Διετράνωνε την ακράδαντη πεποίθησή του ο βασιλιάς και στρατιώτης, με τους προφητικούς του λόγους, μαργαρίτες για το έθνος, «Οφειλέται κοινώς εσμέν, ίνα προτιμήσωμεν αποθάνειν μάλλον η ζην, ότι γαρ η μνήμη και η φήμη και η ελευθερία αιώνιος γενήσεται».
Μετά την δημηγορία του αυτοκράτορα, η επωδός αυτής προήλθε ομόφωνη, η ορκοδοσία όλης της σύναξης εις το παλάτι και ήτο αυτή η μυστική φωνή των υπερασπιστών όλων της πόλης «μαχητών και άμαχων, γερόντων και εφήβων, ανδρών και γυναικών». «Αποθανώμεν υπέρ της Χριστού Πίστεως και της πατρίδος ημών».
Προτού επισφραγίσει με έργα, όσα είπε στη σύναξη του παλατιού της 28ης του Μάη, ο Κωνσταντίνος σαν τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, αποτέλεσε το ύστατο χρέος που αισθανόταν σαν Χριστιανός.
Κατά την τελευταία εκείνη νύκτα της μακράς και πολυκύμαντης ζωής της Αυτοκρατορίας, ετελείτο κατανυκτική θεία λειτουργία για τελευταία φορά μέσα σ’ αυτό τον ιερό χώρο, τον Ιερό ναό της του Θεού Σοφίας.
Αυτοκράτορας, Πρωθυπουργός, Πατριάρχης, κλήρος και λαός με έκσταση και κατάνυξη με δάκρυα στα μάτια ψάλλουν προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον τον Ακάθιστο Ύμνο.
«Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα Νικητήρια…»
Ο Αυτοκράτορας, Άνθρωπος και Μαχητής, με συντριβή καρδιάς και θλίψιν πολλήν, προσέρχεται στην ωραίαν πύλη και γονυπετής, κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων, αφού καλός χριστιανός όπως ήτο ζήτησε συγχώρεση από τους χριστιανούς αδελφούς του. Τον Κωνσταντίνον ακολουθούν οι άρχοντες, οι συναγωνιστές του και το εκκλησίασμα.
Εκείνες πραγματικά οι στιγμές ήταν οι ωραιότερες και τελευταίες, της μαρτυρικής  ζωής, του τραγικού τούτου τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Μετά τη θεία λειτουργία ο Κωνσταντίνος, μεταβαίνει στο παλάτι, για λίγο χρόνο, και αφού ζητά συγχώρεση από όλους τους παρευρισκομένους, ξεκινά για το Στρατηγείο του, παρά την πύλη του Ρωμανού.
Ο Σφραντζής, χρονογράφος, μας άφησε αποτυπωμένες τις τραγικές στιγμές:
«Τήδε την ώραν τις διηγήσεται τους τότε κλαυθμούς και θρήνους τους εν των παλατίω, εάν άνθρωπος ήτο ή εκ πέτρας ή εκ ξύλου ουκ αδύνατο μη θρηνήσαι».
Ο Μωάμεθ με συγκεντρωμένες πλέον τις δυνάμεις κοντά στα τείχη, περιμετρικά της πόλης, ενεργεί την τελική επίθεση σε τρεις διαδοχικές φάσεις. Οι επιτιθέμενοι επιχειρούσαν ν’ αναρριχηθούν επί τους τείχους. Εν ριπή οφθαλμού έστησαν εκατοντάδες κλιμάκων και ανήρχοντο στο τείχος μανιωδώς κατά κύματα, παρά την σθεναρή αντίσταση των πολιορκουμένων. Η κατά κύματα επίθεση του Μωάμεθ αποσκοπούσε, στην καταπόνηση των λιγοστών υπερασπιστών της πόλης και η επίθεση έβαινε χρόνο με το χρόνο πλέον λυσσώδης και με αφάνταστη αγριότητα. Στην τρίτη και τελευταία φάση ο Μωάμεθ με τις εφεδρικές και ακμαίες του δυνάμεις επιχειρεί την τελευταία φάση της επίθεσης.
Ο Αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος αφηγείται στο χρονικό του «Ο ουρανός συνεσκοτάζετο (συννέφιασε) από τα βλήματα και τα βέλη των επιτιθέμενων».
Στην πύλη του Ρωμανού όπου ήταν το ασθενέστερο σημείο των τειχών όπου και το Στρατηγείο του Κωνσταντίνου, έπεσε το βάρος όλο, της λυσσώδους εφόρμησης. Εκεί, αφηγούνται πολλοί χρονογράφοι, έγιναν οι πιο λυσσώδεις μάχες και οι αντίπαλοι εμάχοντο με πείσμα σώμα με σώμα.
Φαίνεται όμως, ότι η τύχη βοήθησε τον Μωάμεθ, να επιτελέσει το ανοσιούργημα του. Ενώ ο Κωνσταντίνος εμάχετο στην πύλη του Ρωμανού, όπου είχε σημειωθεί μεγάλο ρήγμα στο τείχος και παράλληλα, ενώ προσπαθούσε ν’ αντικαταστήσει τον φονευθέντα πλησίον της ίδιας πύλης γενναίο μαχητή του Ιουστινιάνη και αφού ανέλαβε προσωπικά την διοίκηση των κατάκοπων, λιγοστών υπερασπιστών της πύλης, μεσολαβεί το μεγάλο και άτυχο γεγονός που άλλαξε άρδην την τύχη του αγώνα. Μικρή πύλη ανατολικά της πύλης του Ρωμανού λεγόμενη Κερκόπορτααφέθηκε ανοικτή και αφύλακτη. Πόσες φορές άραγε, αφήσαμε τις Κερκόπορτες ανοικτές από τότε μέχρι σήμερα; Ρωμιοσύνη – Ρωμιοσύνη. Από αυτό το σημείο λοιπόν οι πολιορκητές κατά κύματα και με λυσσώδη μανία, εισέρχονται στην πόλη και φθάνουν στην κοιλάδα του Λύκου και στα νώτα του Κωνσταντίνου που υπεράσπιζε την πύλη του Ρωμανού. Η τύχη της πόλης είχε πλέον κριθεί, οι μαχητές εξαθλιωμένοι, κατακουρασμένοι, αλλά με ψηλό το φρόνημα, μάχονται και μόνοι  και μετά  των λιγοστών εναπομεινάντων και πέφτει ο ένας μετά τον άλλον.
Ο Κωνσταντίνος μάχεται σαν απλός στρατιώτης. Κατάκοπος αλλά αποφασισμένος κατέβηκε από το άλογο του, αφαίρεσε την αυτοκρατορική του στολή και όλα τα σύμβολα του ψηλού αξιώματός του. Διατήρησε μόνο τα ερυθρά πέδιλα (καμπάγια), με τους χρυσούς δικέφαλους αετούς, και αφού ξεγύμνωσε το σπαθί του, καλυπτόμενος προ της ασπίδας του, όρμησε στο κρισιμότερο σημείο το πλήθος των επιδρομών και ο Σφραντζής αφηγείται «Εμάχετο ο Άνθρωπος και Βασιλεύς επί ώραν πολλή, βρυχόμενος ως λέων και την ρομφαίαν (σπαθί) εσπασμένη έχων εν τη δεξιά, πολλούς των πολεμίων κατέσφαξε και το αίμα ποταμηδόν εκ των χειρών και των ποδών αυτού έρρεε».
Σε τέτοια στιγμή στην ορμή της μάχης, μεγαλείου – αυτοθυσίας και υπερβάσεως από τη γήινα, έπεσεν μαχόμενος ο τελευταίος των Παλαιολόγων και μαζί του έπεσεν και η Αυτοκρατορία και ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ, κραυγή, που σε λίγες μόνον στιγμές ακούστηκε σ’ όλη την πόλιν.
Την υστάτην στιγμή προ της θυσίας του, ιστορικοί καταμαρτυρούν ότι ο Παλαιολόγος ανεφώνησεν: «Ουκ εστί τις των Χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν απ’ εμού». Φράση που καταδεικνύει την αγωνία του Χριστιανού Εθνομάρτυρα να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Αγαρηνών.
Οι κατακτητές  αναζητούν το νεκρό σώμα του Αυτοκράτορα: «πλείστας κεφαλάς των αναιρεθέντων έπλυναν, ει τύχοι και την Βασιλική γνωρίσωσι και ουκ ηδυνήθησαν γνωρίσαι αυτήν, ει μη, το τεθνεός πτώμα του βασιλέως ευρόντες, ο εγνώρισαν εκ του Βασιλικών περικνημίδων ή και πεδίλων ένθα χρυσοί δικέφαλοι αετοί ήσαν γεγραμμένοι, ως έθος υπήρχε τοις Βασιλεύσι».
Ο χρονογράφος και φίλος του Κωνσταντίνου, Σφραντζής διηγείται: «Την Αυγήν της 29ης Μαΐου 1453 περί την 4ην πρωινή ημέρας Τρίτης, συμπληρών της ηλικίας αυτού έτη 49 μήνας 3 και ημέρας 20, έπεσεν ο ηγεμών Κωνσταντίνος ο 11ος Παλαιολόγος κατά την 55ην ημέραν της πολιορκίας της Βασιλεύουσας, ομού μετ’ αυτής».
Κατά  τον Σφραντζή, ο Μωάμεθ αφού αναγνώρισε την Βασιλική υπόσταση του Κωνσταντίνου, το θάρρος την τιμή και το μεγαλείον του, με προσταγή του, ετάφη το πτώμα του Βασιλέως μετά Βασιλικών τιμών, παρέλειψε όμως επιμελώς ν’ αναφέρει που ετάφη. Είναι γεγονός ότι ελλείψει σύγχρονης μαρτυρίας, η έστω παράδοσης, δεν έχει πληροφορηθεί κανένας ποτέ, που ετάφη η ήρωας Βασιληάς. Μεταγενέστερες δημιουργηθείσες παραδόσεις οφείλονται σε διηγήσεις και ευσεβείς απηχήσεις.
«Ο Μαρμαρωμένος»
Η φαντασία του Ελληνικού Έθνους και ο θρύλος, θέλει τον Κωνσταντίνο,  Μαρμαρωμένο,  όπου Άγγελος Κυρίου προτού κτυπηθεί από το σπαθί του αράπη, τον άρπαξε και τον πήρε σε μια σπηλιά βαθιά κάτω στη γη, κοντά στην Χρυσόπορτα. Εκεί μένει «Μαρμαρωμένος» και καρτερεί την ώρα να ’ρθεί πάλιν ο Άγγελος, να τον σηκώσει, να του δώσει και πάλι στο χέρι το σπαθί του και να μπει στην πόλη από την Χρυσόπορτα και κυνηγώντας με τα φουσάτα του τους Τούρκους, να τους διώξει μέχρι την Κόκκινη Μηλιά…την Μέκκα. Είναι όμως και η λαϊκή ρήση πολύ χαρακτηριστική της παράδοσης και του πόθου των Ελλήνων.
«Κωνσταντίνος την έκτισε,
Κωνσταντίνος την έχασε,
Κωνσταντίνος θα την πάρει»
Η παράδοση αποκορυφώνει τους μυστικούς πόθους των Ελλήνων και διαχρονικά  περισαρκώνει την Μεγάλην Ιδέα την ανασύσταση της πάλαι τότε κραταιάς Πόλης της Βασιλεύουσας και της Αυτοκρατορίας, αποκατάσταση στον θρόνο του Αυτοκράτορα και με το σκήπτρο πλέον στο χέρι και υπό την σημαία του Δικέφαλου ν’ ανακτήσει και η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία την παλαιά αίγλη και λαμπρότητα και να επιφέρει την συνένωση των όπου γης Χριστιανών.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Την 29 του Μάη του 1453, Εάλω η Πόλις. Δεν αλώθηκε όμως η Ελληνική ψυχή και η Χριστιανική πίστη. Μπορεί «να έπαψε το χερουβικόν και χαμήλωσαν τ’ άγια» και τούρκεψε η Πόλη. Η ιστορία όμως επαναλαμβάνεται. Πάλι με χρόνια…με καιρούς, πάλι δική μας θάναι».
Μήπως «ο Μαρμαρωμένος» δεν βγήκε από τότε από την Χρυσόπορτα,  με τον δικέφαλο στα χέρια και περιέλουσε με χρυσή βροχή, τους πολεμιστές των νεωτέρων χρόνων 1821, 1912, 1922, 1940, 1955 και το 1974; Ο Παλαιολόγος είναι ένας των ευγενέστερων ηρώων της ελληνικής ιστορίας. Προμαχώνας στον ωραίον αγώνα υπέρ της Βασιλεύουσας, θυσίασε ένδοξα τη ζωή του μαζί με τους συναγωνιστές του.
Σε ελληνική γη, δεν έχει ανεγερθεί μαρμάρινο μνημείο, αντάξιο της μεγάλης θυσίας του μάρτυρα Βασιληά. Η ελληνική συνείδηση έπλεξε εκ λίθων τιμίων τον φωτοστέφανον του. Το Σεμνό του μαυσωλείο έχει θρονιάσει στις ψυχές των Ελλήνων, το ελληνικό φιλότιμο του ανάβει σ’ ένδειξη τιμής, μόνιμα, φωτίζοντας τις ψυχές όλων μας, αλλά υποδεικνύοντας μας ταυτόχρονα και το βαρύ εθνικό μας χρέος.
Έλληνες αφυπνισθείτε και γρηγορείτε, οι καιροί για τον Ελληνισμό είναι δύσκολοι. Το Ελληνικό έθνος κραταιό ενδοξότερο και σοφότερο από αρχαιοτάτων χρόνων, υπέκυψε στο νόμο της ύλης, της ευκολίας. Η υπέρτατη προσήλωση στην θεία πίστη και την φιλοπατρία, η οποία έπαψε επί των ημερών μας να καθοδηγεί την σκέψη και το είναι μας, κατολισθαίνει τον Ελληνισμό και τον συρρικνώνει . Συνεργοί  προς  τούτο, μεθοδικά   και  ακατάπαυστα, οι  ταγοί  της  νέας  τάξης  πραγμάτων για  επιβολή  των άνομων σχεδίων τους, της  παγκοσμοιοποίησης, δηλαδή την  απαξίωση    των Χριστιανικών  και  Ελληνικών συμβόλων  και  ιδεωδών, με τελικό στόχο την εξαφάνισή  τους. Έχουμε  δικαίωμα, νομιμοποιούμαστε  να  επιτρέψουμε τέτοιο  ξεπεσμό και  κατάντια;
Η μοίρα έταξε το Ελληνικό έθνος πλησίον εχθρού, αδίστακτου, ύπουλου και καιροσκόπου. Αυτός λοιπόν ο καταχθόνιος και καταστροφέας του ανθρώπινου πολιτισμού καταπατεί τ’ άγια χώματα της Πόλης, της Μικράς Ασίας, του Πόντου  και της Βόρειας Κύπρου. Το 1453, το 1821, το 1922 και το 1953 στην Κωνσταντινούπολη και το 1974 στην Κύπρο, βίασε, άρπαξε, κατάστρεψε, λεηλάτησε κάθε ιερό και όσιο μας. Ποιός στ’ αλήθεια θα ξεπλύνει αυτή την ντροπή; Ποιός άλλος από εμάς φυσικά, την σημερινή γενιά. Βαρύ το χρέος και μεγάλη λοιπόν η ευθύνη μας. Δεν μας επιτρέπεται να υπνώττουμε να εφησυχάζουμε και να αδιαφορούμε.
Έχουμε Ιερό καθήκον και εθνικό χρέος, οι απανταχού Έλληνες, να αποτινάξουμε την διχόνοια, την κατάρα αυτή, που μας κυριολεκτικά κατασπαράσσει την φυλή μας και γινόμαστε εύκολη λεία στον εχθρό. Ας ανατρέξουμε την ιστορία, αυτή διδάσκει, όχι μόνο για τα αίτια της υποδούλωσης και της συρρίκνωσης του έθνους, διδάσκει και για τα αίτια που λιγοστοί Έλληνες με σύμπνοια, ομόνοια και καθαρούς στόχους με υπέρβαση από τα ανθρώπινα, τα γήινα και τα προσωπικά αποδύθηκαν σε τιτάνιους αγώνες για τα ωραία τα μεγάλα και τ’ αληθινά και μεγαλούργησαν κι εκπλήρωσαν το θείο προ τη πίστη και ιερό για την πατρίδα χρέος.
Γρηγορείτε λοιπόν Έλληνες. Γρηγορείτε, μην εφησυχάζετε, εστέ έτοιμοι γιατί  οι αθάνατοι, Λεωνίδας, Παλαιολόγος, Παπαφλέσας, Δαβάκης και Αυξεντίου και οι τόσοι άλλοι αθάνατοι ήρωες μας, όταν αρχίσουμε τον ωραίο αγώνα μας, θάναι προστάρηδες, εις όπου γην, Ελληνικήν  και  καταπατημένην, περιλούοντας μας με Θεία και Εθνικά  νάματα αλτρουϊσμού, φιλοπατρίας και αυτοθυσίας και θα μας δείχνουν σταθερά κι επίμονα, τον στόχο και σκοπό μας, εκεί, εκεί στην Πόλη, την Σμύρνη, τον Πόντο  και  την Κερύνεια και σ’ όλες τις σκλαβωμένες πόλεις και χωριά μας, ναι, εκεί στους ιερούς ναούς μας υπό την γαλανόλευκον και τον δικέφαλον, ηγεσία, κλήρος και λαός άδοντες «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ» και «Σε γνωρίζω από την όψη»   θ’ αναφωνήσουμε …
Αθάνατοι!!!
Ζήτω το Αθάνατον των Ελλήνων Γένος
Ζήτω  η   Ελευθερία
Ρωννύμενοι υπό Χριστού την Πίστη την Αγία.
πηγή  το είδαμε εδώ

Ἡ τελευταία ὁμιλία πρὸς τὸν λαόν- Κωνσταντῖνος ΙΑ´ Παλαιολόγος






(ὀλίγον πρὸ τῆς Ἁλώσεως)

Ἐμεῖς μέν, εὐγενέστατοι Ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι στρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλὸς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ Ὥρα καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἡμῶν βούλεται ἵνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώσῃ ἡμῶν μετὰ πάσης δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τὸν ἰὸν ἐκχύσῃ καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο λέγω καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατὰ τὸν Ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν. Παραδίδωμι δὲ ὑμῖν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. Καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσερά τινα ὀφείλεται κοινῶς ἐσμεν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὅπερ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὅπερ πατρίδος, τρίτον ὅπερ τοῦ βασιλέως ὡς Χριστοῦ Κυρίου, καὶ τέταρτον ὅπερ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου πολλὰ μᾶλλον ὅπερ πάντων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι.

Ἐὰν διὰ τὰ ἐμὰ πλημμελήματα παραχωρήσῃ ὁ Θεὸς τὴν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὅπερ τῆς πίστεως ἡμῶν τῆς Ἁγίας, ἣν Χριστὸς ἐν τῷ οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν, ὅ ἐστι κεφάλαιον πάντων. Καὶ ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδίσῃ τις καὶ τῶν ψυχῶν ζημιωθῇ, τί τὸ ὄφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως ὑστερούμεθα καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν. Τρίτον βασιλείαν τήν ποτε μὲν περιφανῆ, νῦν δὲ τεταπεινωμένην καὶ ἐξουθενωμένην ἀπωλέσαμεν, καὶ ὑπὸ τοῦ τυράννου καὶ ἀσεβοῦς ἄρχεται. Τέταρτον δὲ καὶ φιλτάτων τέκνων καὶ συμβίων καὶ συγγενῶν ὑστερούμεθα. Αὐτὸς δὲ ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ἡμᾶς ἐλθὼν ἀπέκλεισεν καὶ μετὰ πάσης μηχανῆς καὶ ἰσχύος καθ᾿ ἡμέραν τε καὶ νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκῶν ἡμᾶς καὶ χάριτι τοῦ παντεπόπτου Χριστοῦ Κυρίου ἡμῶν ἐκ τῶν τειχῶν μετὰ αἰσχύνῃς ἄχρι τοῦ νῦν πολλάκις κακῶς ἀπεπέμφθη. Τὰ νῦν δὲ πάλιν, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσητε, ἐὰν καὶ τοῖχος μακρόθεν ὀλίγον ἐκ τῶν κρότων καὶ τῶν πτωμάτων τῶν ἐλεπόλεων ἔπεσε, διότι, ὡς ὑμεῖς θεωρεῖτε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἐδιορθώσαμεν πάλιν αὐτό. Ἡμεῖς πᾶσαν τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν τοῦ Θεοῦ ἀνεθέμεθα, οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὖτοι ἐν ἵπποις καὶ δυνάμει καὶ πλήθει, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν πεποίθαμεν, δεύτερον δὲ καὶ ἐν ταῖς ἡμετέραις χερσὶ καὶ ῥωμαλεότητι, ἣν ἐδωρήσατο ἡμῖν ἡ θεία δύναμις. Γνωρίζω δὲ ὅτι αὕτη ἡ μυριαρίθμητος ἀγέλη τῶν ἀσεβῶν, καθὼς ἡ αὐτῶν συνήθεια, ἐλεύσονται καθ᾿ ἡμῶν μετὰ βαναύσου καὶ ἐπηρμένης ὀφρῦος καὶ θάρσους πολλοῦ καὶ βίας, ἵνα διὰ τὴν ὀλιγότητα ἡμῶν θλίψωσι καὶ ἐκ τοῦ κόπου στενοχωρήσωσι, καὶ μετὰ φωνῶν μεγάλων καὶ ἀλαλαγμῶν ἀναριθμήτων, ἵνα ἡμᾶς φοβήσωσι. Τὰς τοιαύτας αὐτῶν φλυαρίας καλῶς οἴδατε, καὶ οὐ χρῇ λέγειν περὶ τούτων. Καὶ ὥρα ὀλίγοι τοιαῦτα ποιήσωσι, καὶ ἀναριθμήτους πέτρας καὶ ἕτερα βέλη καὶ ἐλεβολίσκους, ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν ἄνωθεν ἡμῶν πτήσουσι, δι᾿ ὧν, ἐλπίζω γάρ, οὐ βλάψωσι, διότι ὑμᾶς θεωρῶ καὶ λίαν ἀγάλλομαι καὶ τοιαύταις ἐλπίσι τὸν λογισμὸν τρέφομαι, ὅτι εἰ καὶ ὀλίγοι πάνυ ἐσμέν, ἀλλὰ πάντες ἐπιδέξιοι καὶ ἐπιτήδειοι ῥωμαλέοι τε καὶ ἰσχυροὶ καὶ μεγαλήτορες καὶ καλῶς προπαρασκευασμένοι ὑπάρχετε. Ταῖς ἀσπίσιν ὑμῶν καλῶς τὴν κεφαλὴν σκέπεσθε ἐπὶ τῇ συμπλοκῇ καὶ συρρήξει. Ἡ δεξιὰ ὑμῶν ἡ τὴν ῥομφαῖαν ἔχουσα μακρὰν ἔστω πάντοτε. Αἱ περικεφαλαίαι ὑμῶν καὶ οἱ θώρακες καὶ οἱ σιδηροῖ ἱματισμοὶ λίαν εἰσὶν ἱκανοὶ ἅμα καὶ τοῖς λοιποῖς ὅπλοις, καὶ ἐν τῇ συμπλοκῇ ἔσονται πάνυ ὠφέλιμα, ἃ οἱ ἐνάντιοι οὐ χρῶνται, ἀλλ᾿ οὔτε κέκτηνται.

Καὶ ὑμεῖς ἔσωθεν τῶν τειχῶν ὑπάρχετε σκεπόμενοι, οἱ δὲ ἀσκεπεῖς μετὰ κόπου ἔρχονται. Διό, ὦ συστρατιῶται γίγνεσθε ἕτοιμοι καὶ στερεοὶ καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ. Μιμηθῆτε τούς ποτε τῶν Καρχηδονίων ὀλίγους ἐλέφαντας, πὼς τοσοῦτον πλῆθος ἵππων Ῥωμαίων τῇ φωνῇ καὶ θέᾳ ἐδίωξαν, καὶ ἐὰν ζῷον ἄλογον ἐδίωξε πόσον μᾶλλον ἡμεῖς ἡ τῶν ζῴων καὶ ἀλόγων ὑπάρχοντες κύριοι, καὶ οἱ καθ᾿ ἡμῶν ἐρχόμενοι ἵνα παράταξιν μεθ᾿ ἡμῶν ποιήσωσιν ὡς ζῷα ἄλογα καὶ χείρονές εἰσιν. Οἱ πέλται ὑμῶν καὶ ῥομφαῖοι καὶ τὰ τόξα καὶ ἀκόντια πρὸς αὐτοὺς πεμπέτωσαν παρ᾿ ἡμῶν. Καὶ οὕτως λογίσθητε ὡς ἐπὶ ἀγρίων χοίρων καὶ πληθὺν κυνήγιον, ἵνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετὰ ἀλόγων ζῴων ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλὰ μετὰ κυρίων καὶ αὐθεντῶν αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων. Οἴδατε καλῶς ὅτι ὁ δυσσεβὴς αὐτὸς ὁ ἀμηρᾶς καὶ ἐχθρὸς τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως χωρὶς εὔλογον αἰτίας τινος τὴν ἀγάπην ἣν εἴχομεν ἔλυσεν, καὶ τοὺς ὅρκους αὐτοῦ τοὺς πολλοὺς ἠθέτησεν ἀντ᾿ οὐδενὸς λογιζόμενος καὶ ἐλθὼν αἰφνιδίως φρούριον ἐποίησεν ἐπὶ τὸ στενὸν τοῦ Ἀσωμάτου, ἵνα καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν δύνηται βλάπτειν ἡμᾶς. Τοὺς ἀγροὺς ἡμῶν καὶ κήπους καὶ παραδείσους καὶ οἴκους πυριαλώτους ἐποίησε, τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς Χριστιανοὺς ὅσους εὗρεν, ἐθανάτωσε καὶ ἠχμαλώτευσε, τὴν φιλίαν ἡμῶν ἔλυσεν. Τοὺς δὲ τοῦ Γαλατᾶ, ἐφιλίωσε, καὶ αὐτοὶ χαίρονται, μὴ εἰδότες καὶ αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι τὸν τοῦ γεωργοῦ παιδὸς μῦθον, τοῦ ἐψήνοντος τοὺς κοχλίας καὶ εἰπόντος. Ὦ ἀνόητα ζῷα, καὶ τὰ ἐξῇς.

Ἐλθὼν οὖν ἀδελφοί, ἡμᾶς ἀπέκλεισε, καὶ καθ᾿ ἑκάστην τὸ ἀχανὲς αὐτοῦ στόμα χάσκων, πῶς εὕρῃ καιρὸν ἐπιτήδειον ἵνα καταπίῃ ἡμᾶς καὶ τὴν πόλιν ταύτην, ἣν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακάριστος ἐκεῖνος καὶ τῇ πανάγνῳ δεσποίνῃ ἡμῶν Θεοτόκῳ καὶ ἀειπαρθένῳ Μαρίᾳ ἀφιέρωσεν καὶ ἐχαρίσατο τοῦ κυρίαν εἶναι καὶ βοηθὸν καὶ σκέπην τῇ ἡμετέρα πατρίδι καὶ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων τὸ καύχημα πᾶσι τοῖς οὖσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν. Καὶ οὖτος ὁ ἀσεβέστατος τήν ποτε περιφανῆ καὶ ὀμφακλίζουσαν ὡς ῥόδον τοῦ ἀγροῦ βούλεται ποιήσαι ὑπ᾿ αὐτόν. Ἣ ἐδούλωσε σχεδόν, δύναμαι εἰπεῖν, πᾶσαν τὴν ὑφ᾿ ἥλιον καὶ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῆς Πόντον καὶ Ἀρμενίαν, Περσίαν καὶ Παμφλαγονίαν, Ἀμαζόνας καὶ Καππαδοκίαν, Γαλατίαν καὶ Μηδίαν, Κολχοὺς καὶ Ἴβηρας, Βοσποριανοὺς καὶ Ἀλβάνους, Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσσοποταμίαν, Φοινίκην, Βακτριανοὺς καὶ Σκύθας, Μακεδονίαν καὶ Θετταλίαν, Ἑλλάδα, Βοιωτία, Λοκροὺς καὶ Αἰτωλούς, Ἀκαρνανίαν, Ἀχαΐαν καὶ Πελοπόννησον, Ἤπειρον καὶ τὸ Ἰλλυρικὸν Λύχνιτας κατὰ τὸ Ἀδριατικόν, Ἰταλίαν, Τουσκίνους, Κέλτους καὶ Κελτογαλάτας, Ἰβηρίαν τε καὶ ἕως τῶν Γαδείρων, Λιβύαν καὶ Μαυριτανίαν καὶ Μαυρουσίαν, Αἰθιοπίαν, Βελέδας, Σκούδην, Νουμιδίαν καὶ Ἀφρικὴν καὶ Αἴγυπτον, αὐτὸς τὰ νῦν βούλεται δουλώσαι καὶ τὴν κυριεύουσαν τῶν πόλεων, ζυγῷ ὑποβαλεῖν καὶ δουλείᾳ καὶ τὰς ἁγίας ἐκκλησίας ἡμῶν, ἔνθα ἐπροσκυνεῖτο ἡ Ἁγία Τριὰς καὶ ἐδοξολογεῖτο τὸ πανάγιον, καὶ ὅπου οἱ ἄγγελοι ἠκούοντο ὑμνεῖν τὸ θεῖον καὶ τὴν ἔνσαρκον τοῦ Θεοῦ Λόγου οἰκονομίαν, βούλεται ποιῆσαι προσκύνημα τῆς αὐτοῦ βλασφημίας καὶ τοῦ φληναφοῦ ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, καὶ κατοικητήριον ἀλόγων καὶ καμήλων. Λοιπὸν ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, κατὰ νοῦν ἐνθυμηθῆτε ἵνα τὸ μνημόσυνον ὑμῶν καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται.

Η Ανάληψη του Κυρίου π. Χρίστος Πιτυρίνης

analipsisΗ εορτή της Αναλήψεως, σαράντα ημέρες μετά την Ανάσταση, σηματοδοτεί το τέλος της επίγειας παρουσίας του Κυρίου μας και την άνοδό Του στους ουρανούς, πλησίον του Θεού και Πατρός. Ο Χριστός όμως δεν επιστρέφει από εκεί που ξεκίνησε πριν την Σάρκωσή Του, ως Θεός μόνο. Πλέον, ανεβάζει στους ουρανούς την ανθρώπινη φύση και ξαναδίδει στον άνθρωπο αυτό που του έλειπε:  την δυνατότητα συνεχούς κοινωνίας με το Θεό, τη δυνατότητα υπερβάσεως της αμαρτίας και του θανάτου, τη δυνατότητα της σωτηρίας, της θεώσεως και της λυτρώσεως. Και αυτή η σωτηρία δεν υπάρχει πλέον ως προσδοκία ή ως επιθυμία, αλλά ως βεβαιότητα.
Τούτο αποτυπώνεται στις τελευταίες φράσεις του Απολυτικίου που ψάλλουμε στην εορτή: «βεβαιωθέντων αὐτῶν – τῶν μαθητῶν- διὰ τῆς εὐλογίας, ὅτι σὺ εἰ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου». Επί σαράντα ημέρες ο Αναστημένος Κύριος εμφανίζεται στους μαθητές Του. Συνομιλεί μ’ αυτούς. Συντρώγει. Επιλύει τις τελευταίες απορίες τους. Ποιεί σημεία. Τους φανερώνει την αγάπη Του. Τους καλεί να αναμένουν τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Τους υπόσχεται ότι δεν θα τους αφήσει ορφανούς.
Τους δίδει πλέον την βεβαιότητα ότι όχι μόνο επάτησε τον θάνατο, αλλά και ότι  προετοιμάζει για τον καθένα την κοινή Βασιλεία. Ότι όχι μόνο θα αναστηθούμε, αλλά και θα ζήσουμε σε κοινωνία με το Θεό. Γιατί το νόημα της υπάρξεώς μας δεν είναι απλώς το να ζήσουμε αιώνια.
Αλλά το να ζήσουμε αιώνια με το Θεό και μαζί Του, μέσα στην Εκκλησία. Και αυτό επιτυγχάνεται από αυτήν εδώ τη ζωή και όχι όταν πεθάνουμε. Ο Κύριός μας επισφραγίζει την Ανάσταση, την διδασκαλία Του, τις υποσχέσεις Του με την Ανάληψή Του. Συνοδευόμενος από τους Αγγέλους, εν νεφέλη φωτεινή, ανεβαίνει εις ουρανούς. Δείχνει στους μαθητές Του, αλλά και σε κάθε χριστιανό ότι τα πάντα γι’ Αυτόν είναι δυνατά. Το επίγειο έργο Του ετελείωσε. Το αφήνει τώρα παρακαταθήκη στους μαθητές, αλλά και σε όλους εμάς που πιστεύουμε σ’ Αυτόν.
Και Εκείνος μας περιμένει, έχοντας δώσει στον καθένα την δυνατότητα να νικήσει την φύση του, να ανεβούμε πνευματικά εις ύψος νοητόν, σε κοινωνία και σχέση μαζί Του, να αφήσουμε την όποια προσκόλληση στην καθημερινότητα της ζωή μας και να ζητήσουμε και την δική μας ανάληψη πλησίον Του. Όχι αποκόπτοντας τον εαυτό μας από τη ζωή μας, αλλά δίδοντάς της άλλο νόημα.
 Αυτό το διαφορετικό νόημα είναι βεβαιότητα για την Εκκλησία μας. Δεν είναι υπόθεση, ούτε ιδέα. Δεν είναι απλή πίστη, ούτε θρησκευτική εκδήλωση. Είμαστε βέβαιοι ότι ο Κύριός μας αναστήθηκε και ανελήφθη εις ουρανούς. Είμαστε βέβαιοι ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού και ο Λυτρωτής του κόσμου. Είμαστε βέβαιοι ότι η ανθρώπινη φύση μας απέκτησε άλλες δυνατότητες. Ότι μπορούμε να είμαστε μαζί με το Θεό. Και αντλούμε αυτή τη βεβαιότητα μέσα από τρεις δρόμους.
Ο πρώτος είναι η ίδια η διδασκαλία της Εκκλησίας μας, όπως αυτή αποτυπώνεται στην Καινή Διαθήκη, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια των αιώνων. Οι Απόστολοι υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες της Αναλήψεως του Κυρίου. Τον ψηλάφησαν μετά την Ανάστασή Του. Τον άκουσαν να τους ομιλεί. Τον είδαν να πορεύεται μαζί Τους. Και είχαν την ευλογία να τον δούνε τη στιγμή που έφευγε από κοντά τους  εν δόξη. Όχι απλά και ταπεινά όπως ήρθε. Αλλά μέσα στο Φως και την μεγαλοπρέπεια που αρμόζει στο Θεό. Και αυτή η μαρτυρία της Αναλήψεως διαπότισε τη ζωή της Εκκλησίας ανά τους αιώνες. Η βεβαιότητα μεταδόθηκε από γενεά σε γενεά. Και συνδυάσθηκε με την προσδοκία της οριστικής επανόδου εν τη Αναστάσει των νεκρών και εν τη ζωή του μέλλοντος αιώνος.
Ο δεύτερος δρόμος είναι η παρουσία των Αγίων μας. Οι Άγιοι, καθόλη την διάρκεια της Ιστορίας, αποδεικνύουν τις νέες δυνατότητες της ανθρωπίνης φύσεως, όταν κοινωνεί με τον Θεό. Ο Άγιος μπορεί και υπερβαίνει τα πάθη του, παραιτείται από τα δικαιώματά του, ακόμη και από την ίδια του τη ζωή, πρόθυμος να υποστεί τα φρικτότερα μαρτύρια, αγαπά και τους εχθρούς του, ειρηνεύει εν τη καρδία του, χαίρεται κάθε στιγμή της υπάρξεώς του, θαυματουργεί χάρις στην κοινωνία με το Θεό, γίνεται Φως και δόξα για όλο τον κόσμο. Είναι άνθρωπος. Είναι όμως ταυτοχρόνως και κοινωνός της θείας φύσεως. Και επειδή ουδέποτε οι άγιοι θα εκλείψουν, η βεβαιότητα της Αναλήψεως θα δίδει δύναμη στον καθέναν μας να ακολουθεί αυτόν τον δρόμο.
Ο τρίτος δρόμος είναι η ευλογία που μας δίδεται στη ζωή της Εκκλησίας μας. Όχι μόνο η ανθρώπινη φύση, αλλά και κάθε τι το υλικό μέσα στην Εκκλησία μας, αγιάζεται και ανεβαίνει προσφερόμενο στο Θεό. Το ψωμί και το κρασί, το κερί και το λιβάνι, τα χρώματα των εικόνων, το νερό και το λάδι, οι καρποί και τα γεννήματα της γης, ευλογούνται μέσα στα μυστήρια και τις ακολουθίες και μας υπενθυμίζουν ότι είναι δικά Του, ότι χωρίς Αυτόν δεν μπορούμε να επιτύχουμε πραγματικά τίποτα, γιατί μόνο η σχέση μας μαζί Του δίδει νόημα στη ζωή μας. Η ύλη δεν θα παύσει να είναι ύλη. Ακόμη όμως και αυτή θυμίζει τις δυνατότητες  της φύσεώς μας να είναι πλησίον του Θεού.
Ο κόσμος μας εξακολουθεί να πορεύεται με άλλες βεβαιότητες. Έχει εμπιστοσύνη στην εξουσία, την τεχνολογία, το χρήμα, την γνώση, την αναζήτηση της ηδονής. Ενίοτε περιφρονεί τις βεβαιότητες της πίστεώς μας, θεωρώντας τες ξεπερασμένες για την εποχή μας. Διαπιστώνουμε όμως ότι οι ανθρώπινες βεβαιότητες κρατούν μέχρι του τάφου. Μπροστά στον πόνο, την αρρώστια και τον θάνατο, κάθε βεβαιότητα συντρίβεται και φανερώνεται γυμνή, καθότι κρατά την ανθρώπινη φύση καθηλωμένη στα πεπερασμένα όρια της φθαρτότητας.
Η βεβαιότητα της πίστεως ανεβάζει τον άνθρωπο εις ουρανούς. Δίδει δόξα, τιμή και ελπίδα στον πιστό. Προσφέρει γνήσια χαρά, που αγιάζει τη ζωή μας. Και δια της σχέσεως με τον Αναληφθέντα Κύριό μας εν τη Εκκλησία, επαναφέρει το «ἀρχαῖον κάλλος» στην φύση μας. Δεν είμαστε μόνοι μας. Δεν καταλήγει η ζωή μας στον θάνατο. Μπορούμε να νικήσουμε την ματαιότητα και την φθαρτότητα. Ο ίδιος ο Κύριός μας, δια της Αναλήψεώς Του, μας δίδει αυτή την βεβαιότητα. Και η ευλογία βιώνεται κάθε φορά που η Εκκλησία μας τελεί τα μυστήρια της, εορτάζει τους Αγίους της, υπενθυμίζει τον λόγο του Κυρίου στο Ευαγγέλιο. Αυτή την βεβαιότητα ουδείς την εγκρέμισε στους αιώνες. Και κάθε φορά που ο καθένας μας τη ζει, ανέρχεται πλησίον του Θεού. Δια του Αναληφθέντος Κυρίου μας.


Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως

Ἡ μεγάλη ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως εἶναι ἡ πρό τελευταία ὑπόθεσις τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ἕνα γεγονός ἀκόμη ὑπολείπεται γιά τό "πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζώντας καί νεκρούς". Ἡ Ἁγία Πεντηκοστή, κατά τήν ὁποία τό ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν ἐπάνω στούς Ἁγίους Ἀποστόλους.
Ἐπί σαράντα ἡμέρες, μετά τήν ἀνάστασή Του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός φανερώθηκε πολλές φορές στούς μαθητάς Του. Συζήτησε καί ἔφαγε μέ αὐτούς, γιά νά δείξει καί ἐκεῖνοι νά βεβαιωθοῦν, ὅτι δέν εἶναι κανένα φάντασμα, ἀλλά πραγματικά ὁ ἀναστημένος Κύριος. Ὅταν βρισκόταν μαζί τους τούς μιλοῦσε γιά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Νά ἑνα καλό μάθημα καί δίδαγμα γιά ὅλους μας. Αὐτό μᾶς ὑποδεικνύει ποιό θά πρέπει νά εἶναι τό περιεχόμενο τῶν συζητήσεών μας. Ὄχι περί ἀνέμων καί ὑδάτων, ὄχι γιά τό ΠΡΟ_ΠΟ ἤ τό ποδόσφαιρο ἀποκλειστικά, οὔτε ἡ μόδα καί ἡ ἐπικαιρότητα, οὔτε ἄλλες σαβοῦρες, ἀλλά πρέπει νά μᾶς ἀποσχολεῖ ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.
Δυστυχῶς ὅμως ἀκοῦμε ὄχι λίγους νά λένε, δέν μᾶς ἀπασχολοῦν, οὔτε μᾶς ἐνδιαφέρουν τά θρησκευτικά πράγματα. Ἔτσι χάνουμε τόν καιρό μας, παιρνοῦν τά χρόνια, χωρίς νά κάνουμε τίποτε τῆς προκοπῆς. Χάνοντας τόν καιρό μας, χάνουμε κάτι πολύ σπουδαῖο καί μάλιστα δέν μποροῦμε νά τό ξαναβροῦμε, νά διορθώσουμε τό κακό.
Ὁ Χριστός λοιπόν εἶχε στενή σχέση μέ τούς Μαθητάς Του. Τούς παρήγγειλε νά μή φύγουν, νά μή ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, γιατί σέ λίγες ἡμέρες θά δεχυθοῦν τήν ἐπαγγελία τοῦ Πατρός Του, τήν ὑπόσχεση πού ἔδωσε ὁ Θεός, ὅτι θά τούς στείλει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Θά λουσθοῦν καί θά βαπτισθοῦν μέσα στό Ἅγιο Πνεῦμα.
Πότε θά γίνουν αὐτά, Κύριε; Τώρα, σ᾿ αὐτόν τόν καιρό θά ἀποκαταστήσεις τήν βασιλεία στό Ἰσραήλ; Καί αὐτοί ἀκόμη τόν περίμεναν σάν κοσμικό βασίλέα, πού θά ἐλευθέρωνε τούς Ἑβραίους ἀπό τούς Ρωμαίους. Αὐτό μή σᾶς ἐνδιαφέρει, δέν εἶναι δική σας δουλειά. Αὐτό τό γνωρίζει μόνο ὁ Πατέρας μου. Τό ἀκοῦτε; Μόνο ὁ Θεός τό γνωρίζει. Ποῦ εἶναι οἱ ταλαίπωροι Χιλιασταί, πού θέλουν δῆθεν νά γνωρίζουν, νά ὁρίζουν χρόνους καί καιρούς, πάντοτε ὅμως νά διαψεύδωνται, νά ρεζιλεύοωνται, ἀλλά ποτέ νά μή βάζουν μυαλό; Ἐσεῖς κοιτᾶξτε πῶς θά σωθεῖτε, πῶς ξεφύγετε ἀπό τόν πονηρό. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι δουλειά τοῦ Θεοῦ. Δικό σας ἔργο εἶναι νά κηρύξετε τό Εὐαγγέλιο ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς, μέ τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού θά λάβετε.
Αὐτό σημαίνει, ὅτι μόνοι μας δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτε, δέν μποροῦμε νά προκόψουμε, δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε. Μόνοι μας δέν μποροῦμε νά κόψουμε οὔτε ἕνα ἐλάττωμα. Θά προσευχηθοῦμε καί θά ζητήσουμε τήν χάρη καί τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Τότε θά ἔχουμε ἐπιτυχίες.
Ὁ Πέτρος στήν ἀρχή Τόν ἀρνήθηκε γιατί φοβήθηκε. Καί μάλιστα μπροστά σέ μία νεαρή ὑπηρέτρια. Νἆταν τοὐλάχιστον κάποια ἀρχόντισσα, θά εἶχε ἴσως κάποια δικαιολογία. Μετά ὅμως, ἀφοῦ ἔλαβε δύναμιν ἐξ ὕψους, βγῆκε στόν ἐξώστη τοῦ ὑπερώου καί κήρυξε τόν Ἰησοῦ Χριστό μπροστά σέ χιλιάδες κόσμου. Ἐγώ σᾶς κηρύσσω τόν Χριστό, πού ἐσεῖς σταυρώσατε. Σᾶς λέγω τήν ἀλήθεια κι᾿ ἐσεῖς κόψτε μου τό κεφάλι, ἄν θέλετε.
Ἀκόμη τούς εἶπε ὁ Χριστός, ὅτι θά εἶναι μάρτυρες δικοί Του. Ἔσεσθέ μοι μάρτυρες. Ἄς θυμηθοῦμε καί πάλι τούς Χιλιαστές, πού θέλουν νά ὀνομάζωνται Μάρτυρες τοῦ Ἱεχωβᾶ. Ὁ Χριστός θέλει νά εἴμαστε ξκαί νά γίνουμε μάρτυρες δικοί Του. Αὐτοί ὅμως δέν πιστεύουν στό Χριστό, πῶς θά ὀνομάζωνται μάρτυρες δικοί Του; Τήν περασμένη Κυριακή εἴδαμε τήν θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Τόν ἐρώτησε ὁ Ἰησοῦς; Σύ πιστεύεις εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ; Δέν ρώτησε, ἄν πιστεύει στόν Θεό, ἀλλά στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτό πρέπει νά κάνουμε, Αὐτός εἶναι ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, Αὐτός μᾶς σώζει.
Κατόπιν τούς ἔβγαλε ἔξω στήν Βηθανία καί εὐλογώντας τους ἀνελήφθη στόν οὐρανό. Ἐκεῖνοι τἄχασαν, κοίταζαν, ὅπως λέμε, μέ ἀνοιχτό τό στόμα. Τότε φάνηκαν δύο λευκοφορεμένοι ἄγγελοι. Τί θαυμάζετε; τί ἀπορεῖτε, ἄνδρες Γαλιλαῖοι; Αὐτόν πού βλέπετε νά ἀνεβαίνει στόν οὐρανό, πάλι θά ἔρθει. Ὄχι ὅμως ὅπως τήν πρώτη φορά, ἀλλά τότε μετά δυνάμεως καί δόξης πολλῆς.Αὐτή εἶναι εἴδησις τοῦ οὐρανοῦ, μέσα ἀπό τό ἐπιτελεῖο τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτό εἶναι σίγουρη, βέβαιη, ἀληθινή, πραγματική. Δέν χωράει καμία ἀμφιβολία περί τούτου. Ὁ Κύριος καί πάλι θά ἔρθει γιά νά κρίνει ζῶντες καί κεκοιμημένους. Εἴτε ζοῦμε, εἴτε εὑρισκόμαστε μεταξύ τῶν κεκοιμημένων, θά σηκωθοῦμε, γιά νά Τόν προϋπαντήσουμε. Στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἔγραψαν οἱ 318 Θεοφόροι Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἐμεῖς τό ἐπαναλαμβάνουμε τακτικά, καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης καί Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν. Ἄλλοι θά εἴμαστε εἰς ἀνάστασιν ζωῆς καί ἄλλοι εἰς ἀνάστασιν κρίσεως. 
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Αὐτά πού λέμε τά πιστεύουμε; Δέν τό νομίζω. Γιατί, ἄν πιστεύαμε, θά εἴχαμε ποιό προσεκτική ζωή. Ἄν πιστεύαμε, θά παίρναμε τά ἀνάλογα μέτρα, θά κάμναμε τήν ἀναλογη προετοιμασία, γιά νά Τόν ὑποδεχθοῦμε. Μέχρι σήμερα ποιά προετοιμασία κάναμε γι᾿ αὐτό τό τόσο σπουδαῖο θέμα;
Ἄς πάρουμε τήν ὑπόθεση στά σοβαρά. Νά κάνουμε ὅ,τι περνάει ἀπό τό χέρι μας, ὥστε κατά τήν δευτέρα ἔλευση τοῦ Κυρίου, νά δοῦμε τό πρόσωπό Του, εἰρηνικό, ἤρεμο, χαρούμενο. Νά κάνουμε μεγάλο ἀγώνα μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιατί ἐδῶ εἶναι οἱ ἀγῶνες καί τά σκάματα. Ἐδῶ εἶναι  οἱ κόποι καί ὁ ἱδρώτας. Ἐκεῖ τά βραβεῖα καί ἔπαθλα. Ἐκεῖ ἡ πληρωμή καί οἱ ἀμοιβές. Ὅλοι νά ἀξιωθοῦμε τῆς μεγάλης χάρης καί χαρᾶς τοῦ οὐρανοῦ. Ἀμήν.-

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...