Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 19, 2014

ΓΗ ΘΡΑΚΙΚΗ – ΓΗ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ


imagesK0UCD5UQΙωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός
* Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην εκλεκτή πνευματική θυγατέρα του και προσφυγομάνα Θράκη.
* Η Θράκη στο διάβα των αιώνων τελεί αδιαλείπτως υπό το «Πρωτόθρονο Μητρικό Ωμοφόριο» του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η αδέκαστη ιστορία έχει καταγράψει αψευδώς και διά «τεκμηρίων πολλών» ότι η εκκλησιαστική οργάνωση των Επαρχιών του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου της θρακικής Γης είναι συνυφασμένη ακατάλυτα με την ζωή της πρωτοθρόνου και πρωτευθύνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας. Ο Απόστολος  Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος των Αποστόλων, έδρασε, σύμφωνα με αξιόπιστες ιστορικές πηγές και την παράδοση της Εκκλησίας, στην Μικρά Ασία, τiς περί τον Εύξεινο Πόντο περιοχές, την Θράκη και την Αχαΐα, όπου και εμαρτύρησε. Έτσι, η αποστολικότητα του θρόνου της Μητρός Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας είναι αποδεδειγμένα συνδεδεμένη και με την αποστολικότητα των ιδρυθεισών κατά τόπους Εκκλησιών στις παραπάνω περιοχές, όπου έδρασε ο Πρωτόκλητος Απόστολος Ανδρέας, και μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και εκείνες της ευλογημένης Θρακικής Γης.
Ο «κοινός αποστολικός σύνδεσμος» ανάμεσα στην Θράκια Γη και την ιερά εκκλησιαστική Καθέδρα της του Κωνσταντίνου Πόλεως, της Θεοτοκουπόλεως Βασιλίδος των Πόλεων, ενισχύεται κατά τους μετέπειτα χρόνους και εκ του γεγονότος ότι προ του Μεγάλου Κωνσταντίνου η μικρά πόλις (Πολίχνη) του λεγομένου Βυζαντίου, η αρχαία αυτή αποικία των Μεγαρέων ήταν επισκοπή κατά το χριστιανικό αυτής τμήμα, υπαγομένη στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Μητροπολίτου της εν Θράκη Ηρακλείας. Ο δε εκάστοτε Μητροπολίτης Ηρακλείας μέχρι και σήμερα, εάν βεβαίως υπάρχει εν ενεργεία Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό τον τίτλο του «Ηρακλείας», σύμφωνα με αρχαιότατο εκκλησιαστικό έθος, εγχειρίζει την πατριαρχική ποιμαντορική ράβδο (πατερίτσα) στον εκάστοτε νεοεκλεγέντα και ενθρονιζόμενο Οικουμενικό Πατριάρχη.
Η άλλοτε τοπική Εκκλησία της πολίχνης του Βυζαντίου, αρχικώς υπαγομένη στον εκάστοτε Μητροπολίτη Ηρακλείας, κυρίως δε από την Β’ Οικουμενική Σύνοδο (381 μ.Χ.) και ακόμη σταθερότερα και εντονότερα με τις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.) κατέστη σταδιακά και συν τω χρόνω στην «καθ’ ημάς Ανατολή» η όντως τροφός και φιλόστοργος «Ιερά καθέδρα και το αδιάσειστον Ιερόν Κέντρον» των Επισκοπών, Αρχιεπισκοπών και Μητροπόλεων, μεταξύ των οποίων και εκείνες του ενιαίου γεωγραφικού χώρου της θρακικής Γης, που υπήγοντο στην εκκλησιαστική, πνευματική και διοικητική δικαιοδοσία αυτής.
Παρόλο που οι επαρχίες του λεγομένου Ανατολικού Ιλλυρικού (το πλείστον μέρος της Βαλκανικής Χερσονήσου- η άλλοτε Γιουγκοσλαβία, πλην της Δαλματίας η οποία υπήγετο στο Δυτικό Ιλλυρικό, η Αλβανία, η Δυτική Βουλγαρία, η Ελλάς, η Κρήτη, η Μακεδονία) υπήγοντο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Επισκόπου Ρώμης, εντούτοις από τα τέλη του Δ’  αιώνος οι Επίσκοποι αυτών, παραθεωρούντες τις αντιδράσεις της Εκκλησίας της «Πρεσβυτέρας Ρώμης», προτιμούσαν να απευθύνονται στον Κωνσταντινουπόλεως ως τον πρωτόθρονο Επίσκοπο της «Νέας Ρώ-μης» για την ρύθμιση των επαρχιακών εκκλησιαστικών και εν γένει πνευματικών υποθέσεών τους, τις οποίες η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως επέλυε στο πλαίσιο της «κηδεμονικής προνοίας και συναντιλήψεως αυτής». Έτσι, αυτό που de facto επικρατούσε ως εκκλησιαστική πρακτική, επιβεβαιώθηκε και de jure, όταν η Δ’  εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδος (451 μ.Χ.) με τον 28ο κανόνα αυτής υπήγαγε τις τρεις Διοικήσεις Πόντου, Ασίας και Θράκης στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. Εν προκειμένω δε ο πολύς συγγραφέας Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος στο μνημειώδες έργο του, υπό τον τίτλο: «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία», γράφει σχετικά ότι: «Τούτο δε κρίνεται μάλλον ως φυσική κατάστασις, α) διότι προηγήθη η διοικητική μεταρρύθμισις και απόσπασις του Ιλλυρικού από του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας, β) διότι εις τας επαρχίας του ανατολικού Ιλλυρικού η γλώσσα της λατρείας ήτο η ελληνική, οι δε Επίσκοποι αυτού, ιδίως της Μακεδονίας και όλων των ελληνικών επαρχιών, ωμίλουν ελληνιστί, και γ) διότι γενικώς επρόκειτο περί πληθυσμών πλησιέστερων και οικειότερων, υπό πάσαν έποψιν, προς τον θρόνον Κωνσταντινουπόλεως».
Ο ίδιος συγγραφέας σε άλλο σημείο αναφερόμενος στην πολιτιστική σύνδεση και συνάφεια των περιοχών της Θράκης με την νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Νέα Ρώμη, την Θεοτοκούπολη Κωνσταντινούπολη, γράφει: «Ενώ δηλαδή εν Αιγύπτω αναπτύσσεται κυρίως η κοπτική φιλολογία και εν τη Διοικήσει της Ανατολής η συριακή και η αρμενική, αι περιοχαί της Θράκης, της Ασίας και του Πόντου, διαποτίζονται και καλλιεργούνται ολονέν και περισσότερον υπό της ελληνικής γλώσσης και παιδείας. Η πολιτιστική αυτή συγγένεια επέδρα μεγάλως εις τον προσανατολισμόν των Επισκόπων των τριών Διοικήσεων προς την Κωνσταντινούπολιν, η οποία εγένετο ήδη το κυριώτερον κέντρον της ελληνικής παιδείας».
Στο διάβα των αιώνων λοιπόν σφυρηλατήθηκαν ακατάλυτοι και άρρηκτοι εκκλησιαστικοί, πνευματικοί και ιστορικοί δεσμοί ανάμεσα στην ευλογημένη θρακική Γη και την Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία. Έκτοτε και μέχρι σήμερα αδιαλείπτως η Θράκη ως ενιαίος γεωγραφικός χώρος (στη σύγχρονη εποχή πλην της Βορείου Θράκης ή Ανατολικής Ρωμυλίας που υπάγεται στο Πατριαρχείο Βουλγαρίας) τελεί υπό το «Πρωτόθρονο Κηδεμονικό Ωμοφόριο» του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εν τοις πράγμασι αποδεικνύεται αυτό που από ετών εγράψαμε «περί Γης Θρακικής- Γης Πατριαρχικής». Δεν νοείται δηλαδή εκκλησιαστική οργάνωση των επαρχιών της γεωγραφικώς ενιαίας Θράκης άνευ της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς επίσης δεν νοείται και το Οικουμενικό Πατριαρχείο άνευ των εκλεκτών εκκλησιαστικών επαρχιών του στον ενιαίο γεωγραφικό χώρο της Θράκης.
Στο σχέδιο του Θεού η θρακική Γη υπήρξε και παραμένει ανά τους αιώνες ο «ζωτικός φυσικός χώρος» της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του μαρτυρικού και δι’ αιμάτων καθαγιασμένου Οικουμενικού Πατριαρχείο, το οποίο αδιαλείπτως συνεχίζει να σκέπει υπό τις φιλόστοργες πτέρυγές του την θρακική Γη. Δεν θα ήταν υπερβολή εάν επισημαίναμε ότι από τις πλέον εκλεκτές εκκλησιαστικές επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίες υπήρξαν και παραμένουν αλησμόνητες, είναι εκείνες της Ανατολικής Ρωμυλίας ή Βορείου Θράκης και της Ανατολικής Θράκης, που από το 1922/1923 είναι απορφανεμένες από το ποίμνιό τους, ενώ ακμαίες και δραστήριες παραμένουν οι επαρχίες του Οικουμενικού Θρόνου στη Δυτική Θράκη, οι οποίες αποτελούν αδιάκοπα μέσα στον χωροχρόνο κανονικό έδαφος της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της Κωνσταντινουπολίτιδος Μητρός Εκκλησίας μέχρι και στις μέρες μας.
Στον ενιαίο γεωγραφικό χώρο της Θράκης έχουν καταγραφεί «χρυσοίς γράμμασι» στις σελίδες της εκκλησιαστικής ιστορίας από την βυζαντινή περίοδο και μέχρι το 1922 οι περισσότερες Επισκοπές, Αρχιεπισκοπές και Μητροπόλεις εν συγκρίσει με άλλες εκκλησιαστικές επαρχίες, οι οποίες υπήγοντο στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρ-χείου. Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα που καταγράφονται από τους
κατά καιρούς ερευνητές, στον ενιαίο γεωγραφικό χώρο της Θράκης (Βόρεια, Ανατολική και Δυτική) από Χριστού και μέχρι την δεκαετία του 1930 διέλαμψαν περί τις 94 συνολικά Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επι-σκοπές, στις οποίες, κατά προσέγγιση και στο ίδιο χρονικό διάστημα, ε-ποίμαναν περί τους 1824 αρχιερείς (Μητροπολίτες, Αρχιεπίσκοποι, Επίσκοποι), εν ενεργεία ή απλώς τιτουλάριοι).
Όλες αυτές οι Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές είχαν την έδρα τους στην έκταση των 6 Επαρχιών που αποτελούσαν το έδαφος της «Διοικήσεως» της Θράκης, η οποία με τη σειρά της αποτελούσε μέρος του «Ανατολικού Θέματος» σύμφωνα με την υπό του Μ. Κωνσταντίνου γενομένη νέα διαίρεση του αχανούς Ρωμαϊκού Κράτους σε «Υπαρχίας ή Θέματα» και αυτά σε «Διοικήσεις», οι οποίες διαιρούνταν σε «Επαρχίες». Οι έξι Επαρχίες της Διοικήσεως Θράκης ήταν: 1) Ευρώπης (Ηρακλείας). 2) Ροδόπης (Τραϊανουπόλεως), 3) Αιμιμόντου (Αδριανουπόλεως), 4) Θράκης (Φιλιππουπόλεως), 5) Μυσίας ή Αιμιμόντου (Μαρκιανουπόλεως) και 6) Σκυθίας (Τόμης).
Ο αριθμός των παραπάνω Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών της καθόλου Θράκης υπέστη σημαντικές αυξομειώσεις και μεταβολές δια μέσου των αιώνων και μέχρι της αλώσεως (1453). Έτσι, από της αλώσεως και μέχρι την δεκαετία του 1920 καταγράφονται, κατόπιν πολλών συγχωνεύσεων, στην Ανατολική και Δυτική Θράκη, οι παρακάτω Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές: Αδριανουπόλεως, Μετρών και Αθύρων, Αίνου, Αργυρουπόλεως, Αρκαδιουπόλεως, Βιζύης και Μηδείας, Γάνου και Χώρας, Δέρκων (αρχικά υπό τον Ηρακλείας), Διδυμοτείχου, Ηρακλείας και Ραιδεστού, Καλλιουπόλεως και Μαδύτου, Μαρωνείας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Ξάνθης και Περιθεωρίου, Παμφίλου, Σαράντα Εκκλησιών, Τυρολόης και Σερεντίου, Σηλυβρίας, Σκοπέλου (υπό τον Αδριανουπόλεως), Τραϊανουπόλεως, Χαριουπόλεως κ.ά. Άξιο μνείας είναι ότι στην καρδιά της γεωγραφικής εκτάσεως της σημερινής λεγομένης Δυτικής Θράκης, από του Δ’ αιώνος και μέχρι τον ΙΔ΄ αιώνα, κυριαρχούσε η Μητρόπολη Τραϊανουπόλεως έχουσα ως Επισκοπές τις εξής: Μαρωνείας, Μαξιμιανουπόλεως, Αίνου, Τοπείρου, Κυψάλων, Αναστασιουπόλεως, Διδυμοτείχου, Μάκρης, Μοσυνουπόλεως, Πόρων, Ξανθείας, Περιθεωρίου κ.ά. Πλείστες εξ αυτών ανεβιβάσθησαν σε Αρχιεπισκοπές και αργότερα συγχωνεύθησαν στις ήδη από του ΙΓ΄ και ΙΔ΄ αιώνος ιδρυθείσες Μητροπόλεις της Δυτικής Θράκης, ήτοι Μαρωνείας, Διδυμοτείχου, Ξάνθης και Περιθεωρίου, ενώ η εσχάτως ιδρυθείσα Μητρόπολη της Δυτικής Θράκης είναι της Αλεξανδρουπόλεως (1922).
Στην δε Βόρεια Θράκη ή Ανατολική Ρωμυλία από της αλώσεως (1453) και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1910, οι καταγεγραμμένες Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, κατόπιν πολλών μεταβολών και συγχωνεύσεων, ήταν οι εξής: Αγαθονικείας, Αγαθουπόλεως, Αγχιάλου, Αξιουπόλεως, Βάρνης, Βιδύνης, Βράτσας, Διοσπόλεως, Δρύστρας, Κεστεντηλίου, Κωνσταντίας, Λεύκης, Λιτίτσης. Λοφτσού, Μεσημβρίας, Περκόφτσας, Πρεσλάβας, Ροδοστόλου, Σαμακοβίου, Σοφίας, Σωζοπόλεως (Σωζοαγαθουπόλεως), Τζερβενού, Τορνόβου, Φιλιππουπόλεως.
Η ύπαρξη τόσου μεγάλου αριθμού Μητροπόλεων, Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Θράκης συγκριτικά με άλλες γεωγραφικές περιοχές, που υπήγοντο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, δεν υπήρξε ένα γεγονός τυχαίο και περιστασιακό. Αντιθέτως, αποδεικνύει περίτρανα τόσο το υψηλό και γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα των Θρακών, όσο  και την ιδιαιτέρα μεγάλη σημασία και βαρύτητα που έδιδε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σ’ όλες αυτές τις νευραλγικές εκκλησιαστικές επαρχίες του με τον υψηλού επιπέδου ακμάζοντα ορθόδοξο πληθυσμό, ο οποίος ήταν αφοσιωμένος, παρά το κατά καιρούς βαρύτατο κόστος που πλήρωναν λό-γω της προσηλώσεως και αφοσιώσεώς τους στην μαρτυρική και «αει εσταυρωμένη» Μητέρα τους Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.
Οι Μητροπόλεις αυτές, κυρίως μετά την άλωση της Πόλεως (1453), υπήρξαν οι «Κιβωτοί της Σωτηρίας» για το δεινώς δοκιμαζόμενο υπόδουλο γένος των Ρωμηών σε όλη την ενιαία γεωγραφική έκταση της θρακικής Γης και όχι μόνον. Ανεδείχθησαν όντως οι «πνευματικές ασπίδες προστασίας» του Χριστεπωνύμου πληρώματος, αλλά και η «πνευματοφόρος εστία» της προόδου σε όλα τα επίπεδα. Οι Μητροπολίτες της Θρακώας γης και οι υπ’ αυτούς Επίσκοποι, οι οποίοι εξελέγοντο και απεστέλοντο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις «Φαναριοσκέπαστες» αυτές επαρχίες, όπου χτυπούσε δυνατά η καρδιά της αθανάτου Ρωμηοσύνης του φιλοχρίστου και φιλοθέου γένους μας, εφύτευαν και μεταλαμπάδευαν στους Θράκες τα «ανόθευτα νάματα» της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεως, την άσβεστη φλόγα της Ρωμηοσύνης, την γνήσια και ανόθευτη συνείδηση ότι οι εκκλησιαστικές επαρχίες της θρακικής Γης ήταν και μέχρι σήμερα παραμένουν πατριαρχικό έδαφος, και ότι επίσης το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελούσε την «αει εσταυρωμένη» και φιλόστοργη Μητέρα
τους Εκκλησία. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι ως Μητροπολίτες και Επίσκοποι στις Εκκλησιαστικές επαρχίες της Θράκης εξελέγοντο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο οι άριστοι των πατριαρχικών κληρικών από τους οποίους πολλοί στο διάβα των αιώνων ανήρχοντο ως Οικουμενικοί Πατριάρχες στο θρόνο της Κωνσταντινουπολίτιδος Μητρός Εκκλησίας.
Η Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε η «κιβωτός της ελληνορθοδόξου παιδείας» και η «πνευματοφόρος κολυμβήθρα» του αναβαπτισμού των ρωμηόπουλων στα γράμματα και τις τέχνες. Δεν μεριμνούσε δηλαδή μόνο να εκλέγει και να αποστέλει τους αρίστους Επισκόπους και Μητροπολίτες στις εκκλησιαστικές επαρχίες της Θράκης, αλλά ως Εθναρχούσα Εκκλησία αόκνως και νυχθημερόν αγωνιζόταν να ιδρύονται Εκκλησίες, ιερές μονές (Παπίκιον Όρος επί της οροσειράς της Ροδόπης, Ι.Μονή Παναγίας Πετριτσονιτίσσης Μπατσκόβου- Βόρεια Θράκη, Ι.Μ. Παναγίας Σκαλωτής- Ανατολική Θράκη, Ι.Μ. Παναγίας Κοσμοσώτειρας- Δυτική Θράκη κ.α.), ευαγή φιλανθρωπικά και κοινωφελή ιδρύματα, καθώς επίσης νηπιαγωγεία, δημοτικά σχολεία, σχολαρχεία (Αστικές Σχολές) και λοιπά ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αλλεπάλληλα τα αιτήματα του Πατριαρχείου προς την Υψηλή Πύλη για την έκδοση Σουλτανικών Φιρμανίων και την χορήγηση υπουργικής αδείας με σκοπό την ανίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων κάθε βαθμίδος. Το Πατριαρχείο με τους διακεκριμένους φιλεκπαιδευτικούς και φιλοπροόδους συλλόγους της Κωνσταντινουπόλεως φρόντιζε να αποστέλλονται διδάσκαλοι και διδασκάλισσες σε όλα τα σχολεία της Θράκης προκειμένου τα Ρωμηόπουλα να γεύονται τα νάματα της ελληνορθοδόξου παιδείας και παραδόσεως με τα οποία ως θώρακα και ασπίδα προστασίας να ανθίστανται στις προπαγανδιστικές και προσηλυτιστικές απόπειρες του εκτουρκισμού, εκβουλγαρισμού και εκλατινισμού τους.
Η μέριμνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που ήταν και παραμένει το «Ιερόν Κέντρον» του φιλοχρίστου και ευσεβούς Γένους μας, για την παιδεία και μόρφωση των υποδούλων τέκνων του εφάνη σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την άλωση, όταν, παρόλες τις άθλιες συνθήκες υπό τις οποίες ζούσε η Θράκη, επετεύχθη η άνθιση της ελληνορθοδόξου παιδείας με την πρωτοβουλία του εξ Αγχιάλου Θρακός Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄ του επικαλουμένου Τρανού (1572-1579, 1580-1584, 1587-1595), ο οποίος κατά το έτος 1593 ενεπνεύσθη και απέστειλε την ιστορικής σημασίας σχετική εγκύκλιο για την ίδρυση σχολείων απανταχού των εδαφών της δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου, όπου υπήρχε έστω και η ελάχιστη εστία ελληνισμού. Έτσι άρχισε η άνθιση της ελληνικής παιδείας στη Θράκη με την πληθώρα των λογίων Θρακών, κληρικών και λαϊκών, που ανεδείχθησαν καθ’ όλη την διάρκεια της οθωμανοκρατίας.
Από δε την δεκαετία 1850/1860 και εντεύθεν το Οικουμενικό Πατριαρχείο νυχθημερόν και με επιμονή απαιτούσε την έκδοση και υπογραφή φιρμανίων από την Υψηλή Πύλη και σχετικών υπηρεσιακών αδειών (ιστιλάμιον) από τα αρμόδια υπουργεία της εκάστοτε οθωμανικής κυβερνήσεως για την ίδρυση εκπαιδευτηρίων, τα οποία επληθύνοντο ραγδαίως σε όλες τις πόλεις, τις κωμοπόλεις και στα πλέον απομακρυσμένα χωριά όλου του ενιαίου θρακικού χώρου, όπου λειτουργούσαν όλων των βαθμίδων εκπαιδευτήρια, όπως γραμματοδιδασκαλεία, Δημοτικά, Παρθεναγωγεία, Αρρεναγωγεία (Σχολαρχεία), Ημιγυμνάσια, Γυμνάσια, Ανώτερα και Ανώτατα φροντιστήρια. Σημειώνουμε εν προκειμένω ότι κατά την περίοδο 1881-1912 υπήρχαν στις ένδοξες Μητροπόλεις της Αν. και Βορ. Θράκης, κατά μία πρώτη προσέγγιση, τετρακόσιες τρεις κοινότητες στις οποίες λειτουργούσαν ισάριθμα σχολεία, πλην, βεβαίως, των μεγάλων σχολείων των αστικών κέντρων, στα οποία κύρια φροντίδα ήταν η μετάδοση όχι μόνον των γνώσεων, αλλά και η εμπέδωση της εθνικής συνειδήσεως και της Ορθοδόξου πίστεως.
Το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο ως «αεί εσταυρωμένη» φιλόστοργη Μητέρα Εκκλησία με πρώτον τον εκάστοτε Πατριάρχη του Γένους και συν αυτώ με άπαντες τους Μητροπολίτες, Αρχιεπισκόπους, Επισκόπους και τους εν γένει αγάμους και εγγάμους κληρικούς αυτού απανταχού των επαρχιών του στη Θράκη, από της υποδουλώσεως της ευλογημένης θρακικής Γης στους Οθωμανούς και εντονότερα μετά την άλωση της Βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως (1453), καθώς και κατά την διάρκεια της εθνικής παλιγγενεσίας (1821), προσέφερε αφειδώς «ημέρας και νυκτός» προς τους φιλοχρίστους και φιλογενείς Θράκες την σκέπη και προστασία του. Ποταμοί αιμάτων Πατριαρχών, Αρχιερέων, ιερέων, ιερομονάχων, μοναχών και μοναζουσών «ως λύτρον αντί πολλών» άρδευσε την θρακική Γη, όταν το ποίμνιο οδηγούνταν στην απώλεια ή τον βίαιο εξισλαμισμό τους.
Όταν και πάλι οι πολιτικές σκοπιμότητες και ο άκρατος εθνοφυλε-τισμός (εθνικισμός) έφεραν δίσεκτα και δυσχείμερα έτη για τον θρακικό ελληνισμό, ο οποίος εδέχετο την βιαία δράση της σχισματικής και αντικανονικής βουλγαρικής εξαρχίας και μετά το 1908 και αυτού του κινήματος των Νεοτούρκων (Νέο-Οθωμανών), που αποσκοπούσαν, αντιστοίχως, είτε στον εκβουλγαρισμό είτε στον εκτουρκισμό των Θρακών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανθέστη αυτοθυσιαστικώς υπέρ του περιποθήτου Ποιμνίου του εν Θράκη. Μετά δε το έτος 1914, όταν άρχισε από μέρους των ακραίων εθνικιστών Νεοτούρκων ο βίαιος εκτοπισμός και ο γενοκτονικός αφανισμός των Θρακών, η Μητέρα Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία προσέφερε και πάλι το τίμιο αίμα των κληρικών της προκειμένου να αποφευχθεί το αναπόφευκτο.
Οι δ ε Θράκες, οι οποίοι ήταν προσηλωμένοι στην Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και είχαν βαθύτατα πατριαρχικό φρόνημα, διαποτισμένοι οι ίδιοι μέχρι «μυελού οστέων» από την ζωογόνο εκκλησιαστική πνοή του μαρτυρικού και εστευρωμένου φαναρίου, σε πολλές και ιδιαίτερα δυσχερείς και λίαν επικίνδυνες περιόδους, αν και θα μπορούσαν να απαρνηθούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να σωθούν, εκείνοι με απαράμιλλη γενναιοφροσύνη παρέμεναν πιστά, ακλόνητα και αφοσιωμένα τέκνα της «Μεγάλης και Μαρτυρικής Μάνας τους Εκκλησίας», και θυσιάζονταν «μέχρις ενός». Και πλησίον τους και οι παπάδες, οι καλόγεροι και οι Μητροπολίτες τους εκ των οποίων πλείστοι όσοι είναι εθνοϊερομάρτυρες και Άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Στο σημείο τούτο άξιο μνείας και προς απόδειξη της απολύτου και άκρας αφοσιώσεως και μέχρι λατρείας αγάπης των Θρακών στην Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, στη Μάνα τους Εκκλησία, είναι και το αψευδές ιστορικό γεγονός που συνέβη κατά την διάρκεια της δράσεως της σχισματικής- αντικανονικής βουλγαρικής εξαρχίας στον γεωγραφικό χώρο της Θράκης. Ο Έλληνας Πρόξενος στις Σέρρες Αντώνιος Σαχτούρης σε υπηρεσιακή έκθεσή του προς το ΥΠΕΞ έγραφε λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του ήρωος Μακεδονομάχου Παύλου Μελά, ότι σε ένα ελληνορθόδοξο χωριό, πλησίον του χωριού Καβακλί (Ανατ. Ρωμυλία), οι σχισματικοί βουλγαροεξαρχικοί κομιτατζήδες σύναξαν βιαίως τους χωρικούς στην κεντρική πλατεία και τους επέβαλαν να φωνάξουν: «Κάτω το Πατριαρχείο- Ζήτω η Βουλγαρική Εξαρχία». Όλοι όμως παρέμειναν σιωπηλοί και ακίνητοι. Τότε σηκώθηκε ο γέροντας παπάς του χωριού και με αγέρωχη φωνή βροντοφώναξε: «Αδελφοί μου, εκατό φορές πεθαμένοι και πιστοί στο Πατριαρχείο μας, παρά ζωντανοί και προδότες του Πατριάρχου μας». Όλοι τους τουφεκίσθησαν, αλλά προδότες του Πατριαρχείου, της Μητέρας τους Εκκλησίας δεν έγιναν.
Επετειακώς γράφοντες και ευγνωμόνως αναμιμνησκόμενοι των μεγάλων προσωπικοτήτων, που ανεδείχθησαν στα άγια χώματα της λατρευτής και αλησμονήτου Πατρίδος των προγόνων μας, αναφέρουμε ότι Θράκες την καταγωγή που ανήλθαν στον Οικουμενικό θρόνο μετά την άλωση (1453) ήταν: 1) Ο εξ Αγχιάλου Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός (1572-1579, 1580-1584, 1587-1595), 2) Ο εκ της επαρχίας Ξάνθης, Μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως και έπειτα Τυρνόβου, Πατριάρχης Κύριλλος Γ΄ ο Σπανός (α΄ 1652, β΄ 1654), 3) Ο εξ Ανδριανουπόλεως Κύριλλος Στ΄ (1813-1818), 4) ο εκ της επαρχίας Αδριανουπόλεως Αγαθάγγελος (1826-1830), 5) Ο εκ του Νε-οχωρίου Ραιδεστού Άνθιμος Ε΄ (1841-1842), ο οποίος διετέλεσε το πρότερον και Μητροπολίτης στις θρακικές επαρχίες Αγαθουπόλεως και Αγχιάλου, 6) Ο εξ Ανδριανουπόλεως Διονύσιος Ε΄ (1887-1891), ο οποίος διετέλεσε και Μητροπολίτης στις θρακικές επαρχίες Διδυμοτείχου και Αδριανουπόλεως.
Από τους Μητροπολίτες, οι οποίοι διεποίμαναν εκκλησιαστικές επαρχίες της Μητρός Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και ανήλθαν στον Οικουμενικό θρόνο, ενδεικτικώς και μόνον αναφέρουμε τους εξής: 1) Ο από Αδριανουπόλεως Γερμανός Γ΄ (1267), 2) Ο από Αδριανουπόλεως Ιωάσαφ Β΄ ο μεγαλοπρεπής (1555-1565), 3) Ο από Αδριανουπόλεως Άνθιμος Β΄ (1623), 4) Ο από Αδριανουπόλεως Παρθένιος Α΄  (1639-1644), 5) Ο από Αδριανουπόλεως Παρθένιος Β΄ (1644-1646, 1651), 6) Ο από Ηρακλείας Ιω-αννίκιος Β΄ (1646-1648, 1651, 1652, 1653-1654, 1655-1656), 7 ) Ο από Ηρα-κλείας Γαβριήλ Β΄ (1657), 8) Ο από Αδριανουπόλεως Νεόφυτος Δ΄ (1688-1689), 9) Ο από Αδριανουπόλεως Αθανάσιος Ε΄ (1709-1711), 10) Ο από Μα-ρωνείας Νεόφυτος Ζ΄ (1789-1794, 1799-1801), ο οποίος ως Μητροπολίτης Μαρωνείας ενήργησε αόκνως και επέτυχε την ανέγερση του Μητροπολι-τικού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κομοτηνής και της Αγίας Αναστασίας Φαρμακολύτρας Μάκρης-Ν. Έβρου, που την περίοδο εκείνη υπήγετο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Μητροπολίτου Μαρωνείας, 11) Ο από Αδριανουπόλεως Κύριλλος ο Στ΄ (1813-1818), 12) Ο από Αδριανουπόλεως Διονύσιος Ε΄ (1887-1891), 13) Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ ο μεγαλοπρεπής (1878-1884, 1901-1912), ο οποίος διετέλεσε και Μητροπολίτης Βάρνης (1864-1874), 14) Ο Πατριάρχης Φώτιος Β΄ (1929-1935), ο οποίος διετέλεσε και Πατριαρχικός Επίτροπος Φιλιππουπόλεως (1906-1914), 15) Ο από Ηρα-κλείας Πατριάρχης Βενιαμίν Α΄ (1936-1946) κ.ά.
Εκκλησιαστικές προσωπικότητες, οι οποίες κατήγοντο από τις Πα-τριαρχικές επαρχίες του ενιαίου γεωγραφικού χώρου της Θράκης ή έδρασαν σε αυτές, ήταν: 1) Ο εξ Αγχιάλου της Βορείου Θράκης Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός (1572-1579, 1580-1584, 1587-1595), όπως και οι λοιποί προαναφερθέντες Θράκες την καταγωγήν Οικουμενικοί Πατριάρχες, 2) Ο εκ Σωζοπόλεως, Μητροπολίτης Νικαίας Πορφύριος Α΄ (τέ-λη ΙΣΤ΄ -μέσα ΙΖ΄ αι.), 3) Ο εξ Αίνου, Πατριάρχης Ιεροσολύμων Μελέτιος (τέλη ΙΖ΄ – αρχάς ΙΗ΄ αι.), 4) Ο εκ Ραιδεστού, Πατριάρχης Ιεροσολύμων Αθανάσιος Ε΄ (τέλη ΙΗ΄ – μέσα ΙΘ΄ αι.), 5) Ο εκ Ραιδεστού, Μητροπολίτης Αθηνών (1783-1799) Αθανάσιος (Μιχαήλ Τατλίκαρις), 6) Ο εξ Αίνου, Μητροπολίτης Αίνου και έπειτα Θεσσαλονίκης και Κυζίκου Ματθαίος (μέσα ΙΗ΄ – μέσα ΙΘ΄ αι.), 7) Ο εκ Περιστάσεως, Ιερομόναχος Αγάθων Παντοκρατορινός (ΙΘ΄ αι.), ο οποίος έλαβε το Οφφίκιον του Μεγάλου Εκκλησιάρχου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Εκοιμήθη το 1887, 8) Ο εκ των Γανοχωρίων, Πατριάρχης Αντιοχείας Ιερόθεος (τέλη ΙΗ΄ -1855), 9) Ο εκ Μαδύτου, πεπαιδευμένος Μητροπολίτης Αμασείας Άνθιμος Αλεξούδης (1825-1907), 10) Ο εξ Αδριανουπόλεως, Μητροπολίτης Κυζίκου Αθανάσιος Μεγακλής (1848-1909), 11) Ο εξ Αδριανουπόλεως, Μητροπολίτης Σάρδεων Μιχαήλ Κλεόβουλος (1848-1918), 12) Ο εκ Σηλυβρίας, Μητροπολίτης Ιερισσού και Αγίου Όρους Σωκράτης Σταυρίδης (1866-1945), 13) Ο από τους Δελλιώνες της επαρχίας Σηλυβρίας, Μητροπολίτης Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας Γερμανός Στρηνόπουλος (1872-1951), 14) Ο εκ Σηλυβρίας, Μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Βεροίας και Ναούσης, Ελευθερουπόλεως Σωφρόνιος Σταμούλης (1875-1960), 15) Ο εκ Μαδύτου, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Α΄ Παπαδόπουλος (1922-1938), ο οποίος υπήρξε και Καθηγητής του Παν/μίου Αθηνών, 16) Ο εκ Κριθίας της Θρακικής Χερσονήσου, Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος Τρύφωνος, 17) Οι θρακικής καταγωγής καθηγητές της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αδελφοί κατά σάρκα, Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Κωνσταντίνος Βαφείδης (+1899), ο οποίος διετέλεσε και Μητροπολίτης Μαρωνείας, και ο από Διδυμοτείχου Μητροπολίτης Ηρακλείας Φιλάρετος Βα-φείδης (+1933), ο οποίος υπήρξε μέγας εκκλησιαστικός ιστορικός. Ο δε ανεψιός των δύο ως άνω αρχιερέων, ο Αρχιμ. Νικόλαος Βαφείδης, Πρωτοσύγκελλος και Ιεροκήρυξ της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, υπήρξε δεινός συγγραφεύς ιστορικών και λοιπών εκκλησιαστικών μελετών, 18) Ο εκ Μαρωνείας του Ν. Ροδόπης, Μητροπολίτης Κορίνθου και έπειτα Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Μιχαήλ Κωνσταντινίδης (1892-1958), 19) Ο εκ Κομοτηνής του Ν. Ροδόπης, Μητροπολίτης Τραπεζούντος και έπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης (1881-1949), 20) Ο εθνεγέρτης Ροδόπης κατά την επανάσταση του 1821, Μητροπολίτης Μαρωνείας Κωνστάντιος Α΄ (1810-1821), 21) Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας (1922-1938) Άνθιμος ο Δ΄ (Σαρρίδης), ο από Βιζύης και Μηδείας, ο οποίος υπήρξε ο διορθωτής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου και ο εισηγητής του «Νέου Ημερολογίου». κ.ά.
Οι κατά την καταγωγή Θράκες ή εν Θράκη μαρτυρήσαντες Άγιοι και Νεομάρτυρες της Εκκλησίας είναι: Α) Άγιοι: 1) Η εκ των Επιβατών της Ανατ. Θράκης Οσία Παρασκευή η Νέα (μεταξύ του 10-12 αι. μ.Χ.), 2) Ο εκ Σηλυβρίας Άγιος Νεκτάριος, Επίσκοπος Ραιδεστού, Μητροπολίτης Ηρακλείας Γρηγόριος Καλλίδης (1844-1925).
Ιεράρχες ποιμάναντες την Μητρόπολη Αδριανουπόλεως, οι οποίοι εντάσσονται στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι: 1) Λούκιος (+348, 11η Φεβρουαρίου), 2) Φίλιππος (+362, 22 Οκτωβρίου), 3) Μανουήλ (787-813, 22 Φεβρουαρίου), 4) Νικόλαος (+976), 5) Μιχαήλ, διάδοχος του ως άνω (4 Φεβρουαρίου).
Β) Άγιοι Νεομάρτυρες, Θράκες την καταγωγή ή εν Θράκη μαρτυρή-σαντες είναι: 1) Γεώργιος εξ Αδριανουπόλεως (+1437), 2) Μιχαήλ Μαυροειδής, Αδριανουπολίτης (17 Φεβρουαρίου 1493 ή 1490;) του οποίου τμήμα ιε-ρού λειψάνου φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεο-τόκου Κομοτηνής, 3) Οσιομάρτυρας Ιάκωβος και οι μαθητές αυτού Ιάκω-βος Διάκονος και Διονύσιος Μοναχός (+1519, Αδριανούπολη ή κατ’ άλλους το έτος 1520 στο Διδυμότειχο), τιμώνται την 1η Νοεμβρίου), 4) Δημήτριος Αδριανουπολίτης (+1521), 5) Γαβριήλ Επίσκοπος Γάνου (Προύσα, +1659), 6) Δήμος Αδριανουπολίτης, μαρτυρήσας εν Σμύρνη την 5η Απριλίου 1763 ή κατ’ άλλους την 10η Απριλίου 1763, 7) Επίσκοπος Διδυμοτείχου Παρθένιος (+1805, Διδυμότειχο), 8) Οσιομ. Χριστοφόρος Διονυσίατης (+1818 ή κατ’ άλ-λους το 1808, Αδριανούπολη), 9) Προκόπιος εκ Βάρνης, μαρτυρήσας στη Σμύρνη (25 Ιουνίου 1810), 10) Οσιομ. Τιμόθεος Εσφιγμενίτης (+1820, Α-δριανούπολη), 11) Στέφανος εξ Αίνου (17 Απριλίου 1821), 12) Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Δωρόθεος ο Πρώϊος (4 Μαίου 1821, Κωνσταντινού-πολη), 13) Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ΄ , Αδριανουπολίτης, (Απρίλιος 1821, Αδριανούπολη), 14) Οι εκ Σαμοθράκης, εν Μάκρη του Ν. Έβρου μαρτυρήσαντες (+1836) Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος, Μιχαήλ, Γεώργιος), 15) Ιερομ.  Ευδόκιμος ο Ιβηρίτης (+1913, Μάλγαρα;). κ.ά.
Απ’ όλα τα παραπάνω δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι από τις πλέον εκλεκτές και ηγαπημένες εκκλησιαστικές επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίες παραμένουν μέχρι και σήμερα αλησμόνητες στις καρδιές των επιγενομένων Θρακών, είναι εκείνες της Ανατολικής και Βορείου Θράκης, και τούτο συμβαίνει διότι οι πρόσφυγες όλων των επαρχιών αυτών με την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών (1923) ήλθαν και εγκατεστάθησαν πρωτίστως στην «Προσφυγομάνα Δυτική Θράκη» και φυσικά και σε άλλα μέρη της Ελλάδος διατηρώντας άσβεστη την «φλόγα της αγάπης και της άκρας αφοσιώσεως» προς την Μητέρα τους Εκκλησία, που ήταν και παραμένει το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Βόρεια Θράκη ανήκει πλέον στο Πατριαρχείο της Βουλγαρίας και η Ανατολική Θράκη είναι από το 1923 απορφανεμένη από το ευσεβές ποίμνιό της, αλλά οι επιγενόμενοι των προσφύγων εκείνων Θράκες που διαβιούν στην Ελληνική Θράκη και σ’ όλη την Ελλάδα διατηρούν ζώσα την συνεί-δηση μέσα στο ιστορικό  DNA τους ότι αποτελούν και θα συνεχίσουν να αποτελούν ποίμνιο εκλεκτό και περιπόθητο της μαρτυρικής και σταυραναστάσιμης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας.
Δικαίως λοιπόν γράφουμε και υπομνηματίζουμε, αμεταθέτως και αστασιάστως, στους ενίοτε αγνώμονες και επιλήσμονες και πολλάκις φέροντες «φιλοπατριαρχικόν προσωπείον» ψευδαδέλφους, ότι η «Θρακική Γη είναι Γη Πατριαρχική», συνεχίζουσα αδιαλείπτως ανά τους αιώνες και μέχρι σήμερα να τελεί υπό το «Πρωτόθρονον Μητρικόν Ωμοφόριον» του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχου.
πηγή

Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΛΑΙΔΗΣ ΓΚΑΓΚΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ

Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης
Η Ελλάδα υποδέχτηκε την απόλυτη ντίβα της ποπ μουσικής, την τραγουδίστρια Lady Gaga. Η Lady Gaga δεν πρόλαβε καλά-καλά να πατήσει το πόδι της στην Ελλάδα, και τρέλανε όλους τους θαυμαστές της που την περίμεναν υπομονετικά για ένα αυτόγραφο. Στην συναυλία που θα δοθεί στο ΟΑΚΑ, αναμένεται να γίνει το ..σώσαι. Χιλιάδες Νεοέλληνες θα τρέξουν για να απολαύσουν τον… «Χορό των Δαιμόνων», καθώς η χώρα αυτή προδομένη και απαξιωμένη εκείνο που της απέμεινε είναι να δοξάζει μια άσπρη διχτυωτή φούστα με ροζ string από μέσα, και με δυο κοχύλια να καλύπτουν το στήθος.

 Η Αφροδίτη του Μποτιτσέλι για πολλούς, για άλλους η γοργόνα των παραμυθιών, η «πόρτα» για ότι πιο απίθανα αισχρό έχει να φανταστεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος, μέσα σε χρυσοποίκιλτα πούπουλα κάτω από μια ελληνική σημαία στην Ακρόπολη. Οι Νεοέλληνες πανηγυρίζουν γιατί ήρθε η Λαίδη Γκαγκά στην Αθήνα. Τι κρίμα όμως. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που δεν πρόλαβαν να πανηγυρίσουν αυτόν τον «θρίαμβο». Ας δούμε ποιοι είναι αυτοί κόντρα σε όλο αυτόν το πανηγυρικό κλίμα.

Ο Γιώργος ήταν ένα παιδί με φοβερό μυαλό. Τελείωσε πληροφορική και έπαιζε όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα στα δάχτυλα ενώ είχε και ένα πνευματικό που τον συμβούλευε για πολλά πράγματα. Πανδρεύτηκε την μοναδική κοπέλα που γνώρισε στην ζωή του, (!!!), και έκανε ένα παιδί μαζί της. Ο Γιώργος άνοιξε ένα μαγαζί με κομπιούτερ και από την αρχή η δουλειά πήγε πολύ καλά. Έτσι αποφάσισε να ανοίξει και δεύτερο μαγαζί. Ξέσπασε όμως η κρίση, η δουλειά άρχισε να πέφτει με κατακόρυφο ρυθμό. Οι μικρές επιχειρήσεις έπρεπε να καταστραφούν γιατί έτσι το ήθελε η ξένη μνημονιακή κατοχή. Σε λίγο καιρό άρχισαν να τον πνίγουν τα χρέη. Την τελευταία φορά που τον είδα μου είπε ότι κλείνει το τελευταίο του μαγαζί που τον γέμισε με χρέη και φεύγει στην Αγγλία όπου ζούσε ο κουνιάδος του, ο οποίος του υποσχέθηκε να του βρει την καλύτερη δουλειά. «Η χώρα αυτή δεν έχει να μου προσφέρει τίποτα παρά μόνο χρέη και καταστροφή. Αν και δεν το ήθελα αυτό ούτε και ο πνευματικός μου, φεύγω και δεν ξέρω αν θα ξαναγυρίσω ποτέ πίσω», ήταν τα τελευταία του λόγια.

Η Μαρία ήταν φοιτήτρια Οικονομικών Επιστημών. Ο πατέρας της ήταν υψηλόβαθμος υπάλληλος σε μια μεγάλη ιδιωτική εταιρία. Η μητέρα της δούλευε και αυτή στην ίδια εταιρία στην αποθήκη. Είχαν ένα αρκετά ευρύχωρο σπίτι κληρονομιά από τους παππούδες της και ο πατέρας της είχε πάρει ένα δάνειο για να αγοράσουν και το διπλανό που το προόριζαν για την ίδια. Η Μαρία είχε και ένα αδελφό που πήγαινε ακόμα στο γυμνάσιο. Από τα τέλη του 2011 η εταιρεία του πατέρα της άρχισε να κάνει «κοιλιά» και με την κρίση να πέφτουν οι πωλήσεις στο κατακόρυφο. Μια μέρα, ο πρόεδρος τους μάζεψε και τους ανήγγειλε ότι η εταιρεία θα κλείσει και ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να τους δώσει κάποια αποζημίωση. Ο πατέρας της Μαρίας καταστεναχωρέθηκε και κλείστηκε στο σπίτι χωρίς να μιλά σε κανένα. Εντωμεταξύ άρχισαν να τρέχουν και οι δόσεις του δανείου χωρίς να μπορεί να τις πληρώσει. Δουλειά δεν μπορούσε να βρει πουθενά γιατί ήδη ήταν 55 χρονών. Τον είχε πιάσει μεγάλη κατάθλιψη. Μια μέρα η Μαρία γυρίζοντας στο σπίτι ενώ η μάνα έλειπε ψάχνοντας απελπισμένη για κάποια ευκαιριακή εργασία και ο αδελφός της ήταν στο σχολείο, όταν άνοιξε την πόρτα αντίκρισε ένα σοκαριστικό θέαμα. Ο πατέρας κείτονταν ξαπλωμένος νεκρός στο σαλόνι. Είχε καταπιεί ένα ολόκληρο κουτί. Ο πατέρας της Μαρίας είχε αυτοκτονήσει.

Η κυρία Ελένη ήταν συνταξιούχος υποστράτηγου. Είχε δυο παιδιά αλλά ζούσαν στο εξωτερικό και έτσι έμενε μόνη της. Σχεδόν κάθε μέρα έρχονταν μια ανιψιά της και την κοίταζε. Είχε βέβαια καλή σύνταξη αλλά με τις συνεχείς περικοπές άρχισαν τα πράγματα να δυσκολεύουν. Παρ’ όλα αυτά θεωρούνταν προνομιούχα γιατί τα έξοδα της ήταν λίγα και τα λεφτά της σύνταξης την αρκούσαν και με το παραπάνω. Μια μέρα που πήγε να πάρει την σύνταξη από την τράπεζα, όταν βγήκε έξω δεν παρατήρησε ότι την κοιτούσαν έντονα δυο μελαψά άτομα. Περπάτησε μέχρι το σπίτι της και όταν έφτασε μπήκε στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας και κατευθύνθηκε στο ισόγειο διαμέρισμα όπου έμενε. Μόλις άνοιξε την εξώπορτα της ξαφνικά ξεπήδησαν από το πουθενά τα δυο μελαψά άτομα που την είχαν ακολουθήσει χωρίς να το καταλάβει και την έσπρωξαν με βία μέσα. «Δώσε αμέσως τα λεφτά», της είπαν με σπαστά ελληνικά. Η κυρία Ελένη τρόμαξε, άρχισε να ζαλίζεται, είδε τα πάντα γύρω της να χάνονται από το ξαφνικό σοκ. Σωριάστηκε κάτω. Την άλλη μέρα τα κεντρικά δελτία ειδήσεων έλεγαν πως μια χήρα συνταξιούχος βρέθηκε νεκρή στην εξώπορτα του σπιτιού της, προφανώς θύμα ληστείας γιατί μόλις είχε εισπράξει την σύνταξη της. Σε λίγες μέρες οι δυο μελαψοί πιαστήκαν από την αστυνομία αλλά κανένα κανάλι δεν μετέδωσε την είδηση και ούτε ανέφερε ότι επρόκειτο για δυο μελαψά άτομα, (σσς! γιατί υπάρχει και το αντιρατσιστικό).

Αυτή είναι η ευτυχισμένη Ελλάδα της Λαίδης Γκαγκά και του μνημονίου της ξενικής κατοχής. Η Ελλάδα που τα βράδια στενάζει στις καφετέριες και στα μπαράκια. Η Ελλάδα που για μια ποδοσφαιρική ομάδα σφάζονται σαν τα κριάρια. Η Ελλάδα της απόγνωσης, της αυτοκτονίας, και της ιστορικής καταστροφής. «Πολιτικά ερπετά» με εκατομμύρια στις καταθέσεις τους, είτε προέρχονται από τα αριστερά, είτε προέρχονται από τα δεξιά, αρέσκονται να παρελαύνουν κάθε μέρα στις οθόνες και να μιλούν ατελείωτα για μια χώρα που… βρίσκεται κάπου στο υπερπέραν.
Είναι οι ζηλωτές της Λαίδης Γκαγκά. 
Την ζηλεύουν και φιλοδοξούν να την φτάσουν σε δημοτικότητα.
 Η Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα. 
Η Ελλάδα που σαν σύγχρονη Μήδεια τρώει τα παιδιά της.
Υπάρχει και μια άλλη Ελλάδα. 
Εκεί που χτυπά μια καμπάνα, υπάρχει το πορτραίτο του Καποδίστρια.
 Άραγε αύριο τι μας ξημερώνει ;;; 

ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος 
Το  είδαμε εδώ

Ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ θὰ σώση τὴν Ἑλλάδα Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση

Ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ θὰ σώση τὴν Ἑλλάδα
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Ο ΠΡΟΧΕΙΡΟΣ καί ἐπιπόλαιος λόγος καθημερινά καταπονεῖ τούς Ἕλληνες, παράλληλα μέ τή φοβερή οἰκονομική κρίση. Ἡ τηλεόραση, τό ραδιόφωνο καί οἱ ἐφημερίδες φιλοξενοῦν ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀναλύουν καί «λύνουν» ὅλοι τά προβλήματα τῆς πατρίδας μας. Στή θεωρία πᾶμε καλά! Ὅλοι ἔχουν στό νοῦ τους τή λύση γιά τό κάθε πρόβλημα καί τή διατυπώνουν μέ μεγάλη εὐκολία, ἀλλά καί προθυμία, προκειμένου νά προβληθοῦν στό λαό καί νά ἀποσπάσουν στήν κατάλληλη στιγμή τήν ψῆφο του. Κανένας ἀπό τούς μονολογοῦντες, ἀλλά καί τούς συνομιλοῦντες, δέν δηλώνει ἀδυναμία στό νά βρεῖ κάποια λύση. Ὅλοι τά ξέρουν ὅλα! Ὅλοι εἶναι κατάλληλοι γιά ὅλα! Ὅλοι μποροῦν νά «σώσουν» τή χώρα! Μάταια κοπιάζω πολλές φορές νά καταγράψω καί νά καταμετρήσω τίς λύσεις πού προτείνουν. Γιά κάθε πρόβλημα ἔχουμε πολλές λύσεις, ἐνῶ μία εἶναι ἡ ἄριστη λύση.
Τό γεγονός αὐτό φανερώνει ὅτι οἱ πολιτικοί μας καί οἱ πολιτικολογοῦντες δέν ἔχουν γνώση καί σοφία, δέν ἔχουν στέρεη κρίση καί προπαντός ἀγαθή προαίρεση. Γι᾿ αὐτό καί ἡ πατρίδα πηγαίνει ἀπό τό κακό στό χειρότερο. Μᾶς λείπουν οἱ φωτισμένοι ἡγέτες πού θά ἐργάζονται μέ ἀποφασιστικότητα καί ζῆλο γιά τό καλό τοῦ τόπου. Λείπουν οἱ ἡγέτες μέ ὅραμα καί ἠθικές ἀξίες πού θά ἐργάζονται χωρίς νά δημαγωγοῦν καί νά ὑπολογίζουν τήν ἑπόμενη ἐπανεκλογή τους. Θεωρῶ ἀδιανόητο νά δεχτῶ ὅτι μπορεῖ ἕνας ἡγέτης νά ἔχει ὅραμα γιά τήν πατρίδα καί τόλμη νά τό ὑλοποιήσει καί ἀπό τήν ἄλλη νά εἶναι ἀνήθικος καί διεστραμμένος χαρακτήρας. Καί ὅμως! Στήν συντριπτική πλειοψηφία αὐτοί πού ἀσχολοῦνται μέ τήν πολιτική καί τά κοινά εἶναι ἀδειανοί πνευματικά. Εἶναι κύμβαλα ἀλαλάζοντα. Μοναδική τους ἔγνοια ἡ ἐκλογική τους ἐπιτυχία, γιά νά ἱκανοποιήσουν τή φιλοδοξία τους, ἀλλά καί τή φιλοχρηματία τους.
Ἡ πατρίδα ἀντιμετωπίζει πολλά προβλήματα καί οἱ ἄνθρωποι βυθίζονται στή δυστυχία. Αὐτό μᾶς κάνει νά ἀναρωτηθοῦμε. Ἆραγε, ἡ Ἑλλάδα θά μπορέσει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν κακοδαιμονία, τήν ἀδικία καί τήν ἄγρια ἐκμετάλλευση; Θά μπορέσει «νά κρατηθεῖ ὄρθια πάνω στά ἱστορικά της βράχια;». Ὑπάρχουν δυνάμεις γι᾿ αὐτό; Τήν ἀπάντηση ἔδωσε πρό δεκαετιῶν ὁ ἀείμνηστος ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης, πού τόνιζε ὅτι ἡ Ἑλλάδα θά κρατηθεῖ ὄρθια μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία «ἐπιτρέπει θύελλες καί καταιγίδες γιά νά τήν ἀναδείξει ἀκόμα μιά φορά καί νά καταισχύνει ὅσους μισοῦν τήν ἀλήθεια καί τό φῶς. Παρομοίαζε μάλιστα τήν Ἑλλάδα μέ πλοῖο πού ταξιδεύει ἀνάμεσα στά κύματα ἀλλά ποτέ δέν καταποντίζεται. «Ἡ Ἑλλάδα δέν θά καταστραφεῖ. Ἔχει σημαία τό σταυρό, πηδάλιο τό Εὐαγγέλιο, πυξίδα τήν ἁγνή της συνείδηση, ἄγκυρα τήν ἐλπίδα, πολικό ἀστέρα τίς θυσίες τῶν ἀναρίθμητων μαρτύρων, κυβερνήτη τό Χριστό. Ὁ Κύριος εἶναι μαζί της. Ὅταν φαίνεται νά καταποντίζεται, Ἐκεῖνος ἐκτείνει τόν βραχίονά του τόν ἰσχυρό καί μᾶς ἐμψυχώνει φωνάζοντας Ἕλληνες “θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμί μή φοβεῖσθε”». Παράλληλα προέτρεπε ὅλους τούς Ἕλληνες σέ πνευματική κινητοποίηση: «Ἀδελφοί! Τό πλοῖο τῆς Ἑλλάδος ἐξακολουθεῖ νά κλυδωνίζεται. Μέσα σ᾿ αὐτό εἴμαστε ὅλοι. Τέτοιες ὧρες ποιός θά μείνει ἀναίσθητος. Ὅταν τό πλοῖο κινδυνεύει, ἀπό τόν πλοίαρχο μέχρι τόν τελευταῖο ναύτη ὅλοι ἀγωνίζονται γιά τή σωτηρία του. Ὅλοι ἄς κοπιάσουμε, ἄς ἀγρυπνήσουμε γιά τήν πατρίδα. Ταυτοχρόνως νά χρησιμοποιοῦμε τόν ἀσύρματο τῆς προσευχῆς μέ τό σῆμα “Κύριε, σῶσόν με!”».

Ορθόδοξος Τύπος, 19/9/2014 και dtatsis.blogspot.gr
Το είδαμε εδώ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». π. Γεώργιος Δορμπαράκης



«Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι».

α. Μέσα στο κλίμα της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού η Εκκλησία μας επιμένει να μας υπενθυμίζει, με την επιλογή των αναγνωσμάτων της, ότι άλλος τρόπος για να ζήσει κανείς την εν Χριστώ ζωή από τη συσταύρωση με τον Κύριο δεν υπάρχει. Αυτό συνιστά την ακολουθία του Χριστού, που οδηγεί στην εύρεση της αληθινής ζωής. Τυχόν απόρριψη του Χριστού θα σημάνει μεν την ελευθερία του ανθρώπου ως δυνατότητα αυτοκαθορισμού του ερήμην του Θεού, αλλά θα αποτελεί ταυτόχρονα την καταστροφή του ίδιου, κατά τρόπο αντίστοιχο με εκείνον που επιλέγει ως ζωή την αυτοκτονία. Η προτροπή μάλιστα του Κυρίου, που προκαλεί τη βούληση του ανθρώπου να Τον ακολουθήσει, κάτω βεβαίως από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ακούγεται ως η πιο παρήγορη φωνή που έχει ακουστεί ποτέ για τον άνθρωπο, διότι ενώ του αποκαλύπτει την τραγικότητα της πορείας του, του δείχνει ταυτόχρονα τον δρόμο της υπέρβασης και της σωτηρίας του. «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι».
β. 1. Ο Κύριος δεν παίζει με τον άνθρωπο ούτε θέλει να τον εκμεταλλευτεί. Μία τέτοια στάση ακολούθησαν και ακολουθούν όλοι εκείνοι οι κατακτητές ή οι δημαγωγοί, σε όλους τους αιώνες, οι οποίοι είτε με τον φόβο είτε με την κολακεία θέλησαν να έχουν τον λαό υποχείριό τους, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τα άνομα σχέδιά τους, που δεν ήταν άλλα από την ικανοποίηση των παθών τους. Ο Κύριος μέσα στα πλαίσια της άπειρης αγάπης Του προς τον άνθρωπο, τέτοιας που Τον οδήγησε  πάνω στον Σταυρό, μας καλεί να Τον ακολουθήσουμε, που σημαίνει αφενός ότι η πορεία μας μακριά από Εκείνον είναι λανθασμένη, αφετέρου ότι ο Ίδιος είναι η σωτηρία μας.
2. Η ακολουθία του Κυρίου συνιστά βεβαίως μία χαρισματική κατάσταση, με την έννοια ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη δύναμη και τη χάρη του Ίδιου, όπως σε άλλο σημείο θα επισημάνει: «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Διότι πέραν του ότι ο άνθρωπος θολωμένος και τραυματισμένος από την αμαρτία του και την υποδούλωσή του στον διάβολο αδυνατούσε να δει την αλήθεια της σωτηρίας του – ποιος ήταν ο Θεός του – αδυνατούσε πολύ περισσότερο και να πραγματοποιήσει το οποιοδήποτε βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Ο Κύριος λοιπόν έρχεται και όχι μόνο του ανοίγει τα μάτια για να δει τον ορθό προσανατολισμό του, αλλά τον εντάσσει μέσα στον εαυτό Του, ώστε με τη δική Του δύναμη να βρει τον βηματισμό του. Αν δεν συνέβαινε αυτό, αν ο Κύριος ερχόταν απλώς για να μας πει μόνοι μας να Τον ακολουθήσουμε, δεν θα διέφερε από τους άλλους τυράννους της ανθρωπότητας, και μάλιστα ακόμη περισσότερο: όντως θα «έπαιζε» μαζί μας, «διασκεδάζοντας» με τις αδυναμίες μας και την επίγνωση από εμάς αυτών των αδυναμιών.
3. Η ένταξή μας αυτή μέσα στον Κύριο, διά της οποίας και εισέρρευσαν σ’ εμάς οι δυνάμεις Του, ώστε κι εμείς να ζούμε σαν Εκείνον – το ακολουθείν τω Χριστώ – πραγματοποιήθηκε με την ενανθρώπησή Του και με  όλη βεβαίως τη ζωή Του, κυρίως όμως με τη Σταυρική Του θυσία. Διότι στον Σταυρό καταργήθηκε το σώμα της αμαρτίας και έτσι εν Χριστώ εισήλθαμε στη Βασιλεία του Θεού. Και ό,τι πια ο Χριστός μάς πρόσφερε και μας προσφέρει, δηλαδή την ίδια τη ζωή Του, μπορεί κανείς να αποκτήσει  και να γευτεί με την είσοδό του στην Εκκλησία και ζώντας τη ζωή της Εκκλησίας. Το βάπτισμα επομένως, το άγιο χρίσμα, η Θεία Ευχαριστία, μέσα στην ατμόσφαιρα της μετανοίας, είναι η δυνατότητα παροχής της ζωής αυτής του Χριστού στον άνθρωπο.
4. Η κλήση λοιπόν του Χριστού να Τον ακολουθήσουμε γίνεται, αφού έχει δώσει όλες τις δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Κι είναι σημαντική η επισήμανση ότι η κλήση αυτή γίνεται σε χρόνο διαρκείας: «ακολουθείτω μοι». Να ακολουθούμε τον Χριστό, πάντοτε και χωρίς διακοπές. Όπως είναι αδιανόητο το χέρι ή το πόδι σ’ ένα σώμα να μην ακολουθούν την κίνηση του σώματος, κατά τον ίδιο τρόπο είναι αδιανόητο για εκείνον που είναι μέλος πια Χριστού να μην ακολουθεί τον Χριστό. Μία διακεκομμένη ακολουθία λοιπόν του Χριστού – μία μαζί Του και μία όχι – συνιστά τη διψυχία που λέει ο άγιος Ιάκωβος, κύριο γνώρισμα της οποίας είναι η ακαταστασία. Ο ίδιος ο Κύριος μάλιστα σε άλλο σημείο απεκάλυψε ότι κάθε μη ακολουθία Του δεν είναι στάση, που μπορεί να φέρει την επανεκκίνηση από το ίδιο σημείο, αλλά οπισθοδρόμηση και εναντίωσή Του. «Ο μη ων μετ’  εμού κατ’  εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’  εμού σκορπίζει». Ας φανταστούμε και πάλι ένα χέρι ή ένα πόδι πότε να είναι στο ρυθμό του σώματος και πότε να κτυπούν το σώμα ως κάτι το ενάντιο.

5. Ακριβώς λοιπόν πάνω σ’  αυτήν την αδιάκοπη ακολουθία του Χριστού, για να μην υπάρχουν οι αποκλίσεις που ακυρώνουν τη σωτηρία του ανθρώπου, έρχονται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Ίδιος. Η δωρεά είναι δωρεά, αλλά όχι κατά τρόπο μαγικό.  Απαιτείται και η ανταπόκριση του ανθρώπου.
(1) Και πρώτη προϋπόθεση είναι η ελευθερία του ανθρώπου. «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν». Όσο κι αν είναι εντελώς απαραίτητη η ακολουθία του Κυρίου – πιο απαραίτητη κι από τον ίδιο τον αέρα που αναπνέουμε – όμως ο Θεός δεν μας εκβιάζει. Μας δίνει την ώθηση, παρακολουθεί την πορεία μας, αλλά δεν μας υποκαθιστά. Τον τελευταίο λόγο για τη σωτηρία του δηλαδή τον έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Γι’  αυτό και ο πιστός  δεν μπορεί ποτέ  να εφησυχάσει και να επαναπαυθεί. Κι ο λόγος είναι γνωστός: ο Θεός μάς δημιούργησε ελεύθερους. Ας θυμηθούμε τα λόγια του σοφού και αγίου Γέροντος Πορφυρίου πάνω σ’  αυτό: «Ο Θεός δεν μας έδωσε απλώς ελευθερία. Χάραξε την ελευθερία μέσα μας». Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να είναι χριστιανός με τρόπο εκβιαστικό. Η χριστιανική πίστη αναπτύσσεται μέσα στον αέρα της ελευθερίας.
(2) Δεύτερη προϋπόθεση είναι η απάρνηση του εαυτού. «Απαρνησάσθω εαυτόν». Πρόκειται περί του εγωιστικού εαυτού, εκείνου που «τραβάει» τον άνθρωπο πάντοτε προς τα κάτω, στα πάθη της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας. Και πρέπει να το εξηγήσουμε: ο Χριστός ναι μεν μας απάλλαξε διά της ενεργείας της χάρης Του από την αναγκαστική ροπή της αμαρτίας – κάτι που δίνεται στον άνθρωπο διά του αγίου βαπτίσματος – δεν μας κατήργησε όμως, όπως είπαμε, την ελευθερία. Το τρεπτό της θελήσεώς μας εξακολουθεί και υφίσταται, συνεπώς εναπόκειται σε εμάς αν θα επιβεβαιώνουμε τη ζωή μας ως ακόλουθοι του Χριστού ή ως ακόλουθοι των παθών μας. Το μεγαλύτερο εμπόδιο λοιπόν για να είμαστε χριστιανοί είναι αυτός ο «κακός» εαυτός μας, ο οποίος λειτουργεί ως πειρασμός διαρκώς στην πνευματική πορεία μας. Από την άποψη αυτή ο χριστιανός ασκεί ένα είδος βίας στον εαυτό του, τέτοιας που τον κάνει να μπορεί να βρίσκεται στα χνάρια του Κυρίου. Το βεβαίωσε άλλωστε ο Ίδιος: «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Η ακολουθία λοιπόν του Χριστού προϋποθέτει μία συνεχή κίνηση του ανθρώπου, μία αδιάκοπη και στο έπακρο ενεργητικότητά του. Ποτέ με άλλα λόγια ο χριστιανός δεν μπορεί να είναι κοιμισμένος. Η νήψη, ως εγρήγορση, είναι το κύριο χαρακτηριστικό του. Ακόμη και στις όποιες πτώσεις του στην αμαρτία, ο χριστιανός δεν μπορεί να παραμείνει στάσιμος. Την ίδια στιγμή της πτώσης του, αν είναι χριστιανός, θα σηκωθεί και θα προχωρήσει. Διαρκής υπέρβαση του εαυτού λοιπόν η χριστιανική ζωή, γι’  αυτό και λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά στον πιστό. «Οσάκις αν πέσης, έγειραι και σωθήση».
(3) Και η τρίτη προϋπόθεση ακολουθίας του Κυρίου, κατά τον λόγο Του, είναι η άρση του σταυρού. «Και αράτω τον σταυρόν αυτού». Πρόκειται για τη συσταύρωσή μας με Εκείνον, όπως το διατυπώνει ο απόστολος Παύλος: «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να παρακάμψουμε τον σταυρό, ακολουθώντας τον Κύριο, αφού ο Σταυρός υπήρξε το κύριο γνώρισμα της ζωής Του, απαρχής μέχρι τέλους. Τι σημαίνει όμως άρση του σταυρού; Με το δεδομένο ότι ενούμενοι με Εκείνον διά των μυστηρίων ο Σταυρός γίνεται «δομικό» στοιχείο της ύπαρξής μας, απαιτείται στη συνέχεια η ενεργοποίηση αυτής της σταυρικής κατάστασης στην καθημερινότητά μας. Κι αυτό σημαίνει ζωή, κατά το πρότυπο του Κυρίου, απόλυτης υπακοής στον Θεό, θυσιαστικής αγάπης στον συνάνθρωπο, ταπείνωσης ως προς τον εαυτό. Με άλλα λόγια, αίρω τον σταυρό μου, δηλαδή συσταυρώνομαι με τον Κύριο, θα πει: κάνω κέντρο της ζωής μου το θέλημα του Θεού, άρα αγαπώ Εκείνον και την εικόνα Του τον άνθρωπο, κι αυτό με τη βεβαιότητα ότι απλώς πορεύομαι στη φυσιολογία της ζωής μου: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διατεταγμένα υμίν, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν, ότι ο οφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν».
γ. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος δίνοντας τον ορισμό του αληθινού μοναχού λέει ότι «μοναχός εστι βία φύσεως διηνεκής». Αλλά συνειδητοποιούμε ότι το ίδιο ισχύει και για κάθε χριστιανό. Η χριστιανική πίστη μάς καλεί σε μία συνεχή, όπως είπαμε, υπέρβαση του εαυτού μας, για να βρισκόμαστε μέσα στην ατμόσφαιρα της χαρισματικής παρουσίας του Κυρίου μας. Όποιος είπε ότι ο χριστιανισμός είναι εύκολη υπόθεση, μάλλον είναι άγευστος της χριστιανικής ζωής. Το παρήγορο όμως είναι ότι κι αν κάπου αποκλίνουμε, αν στην καθημερινή ζωή μας βλέπουμε το πόση αδυναμία παρουσιάζουμε στην πλήρη ακολουθία του Χριστού, όμως δεν απελπιζόμαστε. Η πτώση μας, αν μας οδηγεί σε ταπείνωση και επίγνωση των αδυναμιών μας, λειτουργεί ανυψωτικά, γιατί και εκεί έρχεται ο Κύριος, ο Οποίος μας προσφέρει πολλαπλασίως τη χάρη Του. Το θέμα είναι μήπως ακολουθούμε δαιμονική οδό: να αμαρτάνουμε και να καυχόμαστε γι’  αυτό.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ῾῞Ο δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ᾽ π. Γεώργιος Δορμπαράκης





῾῞Ο δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ᾽
 ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος συχνά στίς ἐπιστολές του προβάλλει τά προσωπικά του βιώματα ἀπό τή σχέση του μέ τόν Χριστό - ἀφότου ᾽Εκεῖνος τόν ἐλέησε καί τόν κάλεσε ὡς ἀπόστολό Του - προκειμένου νά διδάξει καί νά καθοδηγήσει τούς πιστούς καί τούς μαθητές του στούς ὁποίους ἀπευθύνεται. ῾Ο λόγος του δέν εἶναι ἕνας ξερός δασκαλίστικος λόγος, γιατί θά σημειώσει ἀλλοῦ ὅτι δέν εἶναι ὁ ἴδιος ἕνας ἁπλός παιδαγωγός, ἀλλά ὁ πατέρας πού πονάει μέχρις ὅτου δεῖ νά γεννιέται στίς καρδιές τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν ὁ Σωτήρας Χριστός. Στόν Χριστό πάντοτε παραπέμπει, ᾽Εκεῖνον προβάλλει ὡς τόν μοναδικό Σωτήρα τῶν ἀνθρώπων, κι ἐπιβεβαιώνει τή σωτηριώδη ἐνέργεια τοῦ Χριστού ἀπό τό τί Αὐτός ἔφερε στή δική του ζωή: νά φύγει ἀπό τή δουλεία τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ὁ ὁποῖος βεβαίως λειτουργοῦσε παιδαγωγικά μέχρις ὅτου ἔλθει ὁ Χριστός, καί νά ζεῖ μέσα στήν ἀγάπη καί τήν ἐλευθερία τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Αὐτήν τήν ἀλήθεια πού συνιστᾶ προσωπικό του βίωμα προβάλλει καί στήν ἐπιστολή του πρός Γαλάτας. Συνεχόμενος ἀπό τήν ἀγωνία γιά τή σωτηρία τους, μπροστά στόν κίνδυνο ἀλλοιώσεως τοῦ εὐαγγελίου πού τούς κήρυξε ἀπό τούς ᾽Ιουδαιοχριστιανούς, μαρτυρεῖ: ῾ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ᾽. Ἡ τωρινή σωματική μου ζωή εἶναι ζωή βασισμένη στήν πίστη μου στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού μέ ἀγάπησε καί πέθανε ἑκούσια γιά χάρη μου.
β. 1. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι σαφής: ῾τά ἀρχαῖα παρῆλθε. ᾽Ιδού γέγονε καινά τά πάντα᾽.  Ἡ ζωή πού ζεῖ τώρα, ἀφότου γνώρισε τόν Χριστό, εἶναι μία ζωή διαγραφῆς καί ὑπέρβασης τοῦ παρελθόντος. ῞Ο,τι συνιστοῦσε ζωή του στό παρελθόν, ὅ,τι εἶχε θεωρήσει ὡς κάτι σημαντικό, ἀκόμη κι ὁ ἴδιος ὁ Μωσαϊκός Νόμος, ὁ δοσμένος στούς ᾽Ιουδαίους ἀπό τόν Θεό, αὐτό ἔχει πιά νεκρωθεῖ. Μπροστά στόν Χριστό καί τή ζωή μέ ᾽Εκεῖνον, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ σκοπός ὅλων, τά πάντα θεωροῦνται ἕνα τίποτε. Θά τό πεῖ μέ ἔνταση σέ ἄλλο σημεῖο: ῞Ολα τά θεωρῶ σκουπίδια, προκειμένου νά κερδίσω τόν Χριστό. ῾῾Ηγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω᾽. ῾Η ζωή του πιά βασίζεται στήν πίστη του στόν Χριστό. ῾Ο Χριστός εἶναι ᾽Εκεῖνος πού τόν ἀγάπησε, πρόσφερε τή ζωή Του γιά τόν ἴδιο, ὁ ἴδιος βιώνει τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὡς συσταύρωση μέ Αὐτόν, συνεπῶς ἔχοντας σχέση ταυτίσεως μέ ᾽Εκεῖνον. ῾Χριστῷ συνεσταύρωμαι. Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός᾽.
2. Δέν πρόκειται γιά ἕνα ἀτομικό βίωμα τοῦ ἀποστόλου. Κάτι τέτοιο πιθανόν νά μή μᾶς ἐνδιέφερε. Αὐτό πού μαρτυρεῖ ἐκφράζει τό βίωμα κάθε πιστοῦ τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀπό τήν ὥρα πού βαπτίζεται ἐν Χριστῷ καί γίνεται μέλος ᾽Εκείνου. ῾Ο κάθε πιστός δηλαδή εἶναι ὀργανικά δεμένος μέ τόν Κύριο, ὡς τό μέλος ἔναντι τοῦ σώματος καί τῆς κεφαλῆς. Τό βάπτισμα συνιστᾶ τή χαρισματική στιγμή τῆς ἐνσωματώσεως τοῦ ἀνθρώπου στόν Χριστό, διά τοῦ βαπτίσματος πεθαίνει ὁ παλαιός ἄνθρωπος καί γεννιέται ὁ νέος ὁ ἐν Χριστῷ, ὁπότε κάθε πιστός πιά ἀποτελεῖ καί μία προέκταση τοῦ Χριστοῦ, κλαδί στό δένδρο ᾽Εκείνου, κατά τήν εἰκόνα πού ὁ ῎Ιδιος μᾶς ἀπεκάλυψε. ῾᾽Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα᾽. Αὐτό πού λέει λοιπόν ὁ ἀπόστολος ἐκφράζει τό ἐκκλησιαστικό του βίωμα: ὅ,τι ζεῖ μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Νιώθει ταυτισμένος μέ τόν Κύριο, ἕνα μέ Αὐτόν, γιατί αὐτήν τή χάρη ἔδωσε καί δίνει ὁ Κύριος καί  γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ἦλθε στόν κόσμο: ῾ἵνα πάντες ἕν ὦσιν᾽, μέ ᾽Εκεῖνον καί μεταξύ τους. ῾᾽Εγώ ἐν αὐτοῖς καί αὐτοί ἐν ἐμοί᾽.
Κι ἴσως πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ τή ῾βλασφημία᾽ κάποιων ψυχολόγων, οἱ ὁποῖοι, μή ἔχοντας προφανῶς συνείδηση τοῦ τί λένε, θεωροῦν τήν ταύτιση αὐτή τοῦ χριστιανοῦ μέ τόν Χριστό ὡς ψυχολογικό ἐνδιάμεσο, προκειμένου νά προχωρήσουν στήν ἀπόκτηση τῆς δικῆς τους ταυτότητας. Πρόκειται γιά τό λεγόμενο φαινόμενο τοῦ ψυχολογισμοῦ, κατά τό ὁποῖο τά πάντα κρίνονται μέ κριτήρια ψυχολογικῶν ἀρχῶν, συνεπῶς μέ κριτήρια ἀνθρώπινα. ᾽Αλλά τοῦτο δέν συνιστᾶ ἀκριβῶς βλασφημία; ᾽Ακόμη δηλαδή καί τά πνευματικά γεγονότα νά προσεγγίζονται κάτω ἀπό τόν ὁλοκληρωτισμό ἀνθρωπίνων ἀρχῶν; ῾Ὁ πνευματικός πάντα ἀνακρίνει᾽, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ῾αὐτός δέ ὑπ᾽ οὐδενός ἀνακρίνεται᾽. Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά βάλει στό ῾μικροσκόπιο᾽ τοῦ περιορισμένου ἀνθρωπίνου νοῦ ὅ,τι ἀποτελεῖ ἐνέργεια καί χάρη τοῦ Θεοῦ; ῾Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;᾽ Συνεπῶς ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό ἔχει χαρακτήρα μυστηριακό, προσφέρεται ὡς χάρη Θεοῦ στόν  ἄνθρωπο πού βαπτίζεται καί χρίεται, κι ἀπό κεῖ καί πέρα ἀρχίζει ἡ πνευματική ζωή διακρατήσεως καί αὐξήσεως τῆς χάρης αὐτῆς.
3. Κι ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος ἔρχεται νά μᾶς διευκρινίσει τά στοιχεῖα τοῦ μυστηριακοῦ καί πνευματικοῦ αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματός του: (1) ἡ ἑνότητα μέ τόν Χριστό προϋποθέτει τόν θάνατο τοῦ ῾ἐγώ᾽, κάτι πού ἐξηγεῖ τό τί σημαίνει συσταύρωση μέ τόν Χριστό.  ῾Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ᾽, λέει, ῾ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός᾽. Δέν μπορεῖ δηλαδή κανείς, ἔστω κι ἄν εἶναι βαπτισμένος, νά παραμένει ἐν Χριστῷ, ἐφόσον τό ῾ἐγώ᾽ του εἶναι ζωντανό καί ἐνεργό. Καί τί σημαίνει ῾ἐγώ᾽; ῎Οχι βεβαίως τή συναίσθηση τῆς ἀτομικότητάς μας, ἀλλά αὐτό πού ἐξηγεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: τή φιλαυτία καί τόν ἐγωϊσμό, συνεπῶς τήν ἴδια τήν ἁμαρτία. Τό ῾ἐγώ᾽ ἐν προκειμένω ταυτίζεται μέ τό ἁμαρτωλό φρόνημα καί ὅ,τι ἔχει ὡς παρακλάδια: τή φιληδονία, τή φιλαργυρία, τή φιλοδοξία. ῎Ετσι δέν μπορεῖ νά συνυπάρχει ὁ Χριστός μέ τήν ἁμαρτία. Πρέπει νά πεθάνει τό ἁμαρτωλό φρόνημα, ὁ παλαιός, ὅπως εἴπαμε, ἄνθρωπος, γιά νά φανερωθεῖ ὁ νέος ἐν Χριστῷ, πού κύρια γνωρίσματα ἔχει τήν ἐγκράτεια, τήν προσφορά ἐν ἀγάπῃ στόν  συνάνθρωπο, τήν ταπείνωση.
(2) ἡ ἑνότητα μέ τόν Χριστό βιώνεται πάντοτε ῾νῦν᾽, τώρα. Αὐτό πού ζῶ τώρα, λέει ὁ ἀπόστολος. ῞Οχι μόνο μέ τήν ἔννοια τῆς ὑπέρβασης καί τῆς διαγραφῆς τοῦ παρελθόντος - τό ἐξηγήσαμε παραπάνω - ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια τῆς ὑπέρβασης τοῦ πειρασμοῦ τοῦ μέλλοντος. Μέ ἄλλα λόγια ὁ χριστιανός τή χριστιανικότητά του τήν ζεῖ στό ἐδῶ καί στό τώρα. Τό τώρα τοῦ δίνει ὡς εὐλογία ὁ Θεός γιά νά ἐργάζεται τή μετάνοιά του - ῾ἔδωκα χρόνον ἵνα μετανοήσῃ᾽ λέει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν ᾽Αποκάλυψη - κι ὄχι τό χθές ἤ τό αὔριο. ῎Αλλωστε τό χθές παρῆλθε, ἐνῶ τό αὔριο εἶναι ἄδηλο ἄν θά ἔλθει. ῾Μή μεριμνήσητε εἰς τήν αὔριον᾽, λέγει ὁ Κύριος. ῾᾽Αρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς᾽. Τό τώρα λοιπόν εἶναι τό πεδίο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, αὐτό πού ὁ Κύριος προσφέρει γιά νά φανερώσει κανείς τούς καρπούς τῆς ὀργανικῆς σχέσεώς του μέ ᾽Εκεῖνον.
Καί (3) ἡ ἑνότητα μέ τόν Κύριο βιώνεται ῾ἐν σαρκί᾽. Κανείς δέν μπορεῖ δηλαδή νά εἶναι χριστιανός ἔξω ἀπό τό σῶμα του ἤ παραθεωρώντας τό σῶμα του. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη κατανοεῖται μέ τρόπο ψυχοσωματικό, συνεπῶς μία χριστιανική ζωή ἐκτός σώματος δέν συνιστᾶ χριστιανική ζωή. ῞Οταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, προσλαμβάνοντας σῶμα καί ψυχή, αὐτό σημαίνει ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ὑπερβεῖ τή βάση αὐτή. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ σωματικότητα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ ἀποτελοῦσε καί ἀποτελεῖ γιά τήν ᾽Εκκλησία μας τό καίριο κριτήριο ὀρθῆς πίστεως. ῾Πᾶς μή ὁμολογῶν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν᾽, βροντοφωνάζει ὁ ἀπόστολος ᾽Ιωάννης. ῎Ετσι ἀφενός κατανοεῖ κανείς τήν ἐπιμονή τῆς ᾽Εκκλησίας μας γιά τή συμμετοχή τοῦ σώματος στήν πνευματική ζωή, μέ τίς διάφορες νηστεῖες, τίς γονυκλισίες, τήν ἐν γένει ἐγκράτεια, προκειμένου νά καταπολεμηθεῖ τό ἁμαρτωλό φρόνημά της ὡς στροφή πρός τά πάθη, ἀφετέρου δέν γίνεται ἀποδεκτή μία πνευματικότητα ῾ἐξωσωματικῶν᾽  ἐμπειριῶν. Οἱ διάφορες ῾ἐξωσωματικές᾽  ἐμπειρίες, ἐκεῖνες πού ὅπως εἴπαμε παραθεωροῦν τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά νά παραπέμψουν σέ κάποια εἴδη ῾πνευματικῆς᾽ ζωῆς, δέν ἐντάσσονται μέσα στήν ὀρθόδοξη χριστιανική ἐκκλησιαστική παράδοση, γι᾽ αὐτό καί πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται μέ μεγάλη ἐπιφύλαξη καί προσοχή.
῾Ο ἀπόστολος Παῦλος γιά μία ἀκόμη φορά καταθέτει τόν ἑαυτό του καί μᾶς καλεῖ νά τόν μιμηθοῦμε. Νά τόν μιμηθοῦμε ὄχι μέ τήν ἔννοια νά ἀναζητήσουμε κάτι ἔξω ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά νά ζήσουμε αὐτό πού ἤδη μᾶς ἔχει δοθεῖ διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Κάποτε πρέπει νά πιστέψουμε στήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά ἐμᾶς καί στήν ἤδη ἐγγύτητά Του πρός τόν καθένα μας. Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι ζωή πού μᾶς ἀνήκει, ἀρκεῖ νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι τό ἐγώ μας, μέ τόν τρόπο πού ἐξηγήσαμε,  εἶναι καί τό κεντρικό πρόβλημα πού δέν μᾶς ἀφήνει νά ζήσουμε αὐτό πού εἴμαστε: μέλη Χριστοῦ.
π. Γεώργιος Δορμπαράκης

Είκοσι Επτά Κεφάλαια περὶ τηρήσεως τοῦ νοῦ - Ἅγιος Ἠσαΐας ὁ Ἀναχωρητής



 


ΣΥΝΤΟΜΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ὁ ὅσιος πατέρας μας Ἠσαΐας ὁ Ἀναχωρητής ἔζησε γύρω στό 370 μ.Χ.. Ἦταν σύγχρονος τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου τοῦ Μεγάλου. Μελετώντας νύχτα καί ἡμέρα τίς θεῖες Γραφές, ἄντλησε ἀπό τίς σωτήριες πηγές τους πλούσιο τό νερό τῆς πνευματικῆς σοφίας καί ἔγραψε πολλούς καί πάρα πολύ καλούς λόγους πάνω σέ διάφορα ψυχωφελῆ θέματα, ὥστε ν' ἀποτελοῦν ὁλόκληρο βιβλίο. Ἀπό αὐτούς παραθέτουμε ἐδῶ αὐτόν τόν μικρό λόγο, γιά χάρη ἐκείνων πού ἐπιθυμοῦν νά προσέχουν καί νά φυλάγουν τό νοῦ τους. Ὁ λόγος αὐτός διδάσκει μέ συντομία πῶς νά ἀποκρούομε τίς προσβολές τῶν πονηρῶν λογισμῶν, γιά νά μή μᾶς κατηγορεῖ ἡ συνείδηση, πῶς νά μελετοῦμε τά θεῖα καί πῶς νά διατηροῦμε καθαρά τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς μέ κάθε ἀταραξία καί ἐπιτηδειότητα.



ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Ἀσκητής τῆς ἐποχῆς τοῦ πρωτογενοῦς μοναχισμοῦ τῆς Αἰγύπτου, ὁ ὅσιος Ἠσαΐας ὁ Ἀναχωρητής, μεταξύ τῶν ἄλλων ἔργων του παρήγαγε καί τά εἰκοσιεπτά κεφάλαια, τά ὁποῖα οἱ ἐκδότες τῆς Φιλοκαλίας, ὡς ὠφελιμότατα, ἐνσωμάτωσαν σ' αὐτήν.

Πρόκειται γιά μία δέσμη πνευματικῶν καί ἀσκητικῶν ἐμπειριῶν ἑνός μεγάλου ἡσυχαστῆ, πού ἡ ἀξία τους αὐξάνεται ἀπό τό γεγονός τῆς πρωτοτυπίας τους, ἀφοῦ ἀποτελοῦν ἄνθη τοῦ πρώιμου μοναχισμοῦ καί ἔχουν γραφεῖ χωρίς τήν βοήθεια τῆς ἀνύπαρκτης ἀκόμη ἡσυχαστικῆς παραδόσεως.

Βέβαια, τοῦ ὁσίου Ἠσαΐα προηγήθηκαν ἐλάχιστα μέν, πλήν μεγάλα ἀναστήματα τῆς Ἐρήμου, πού, ὡς ταπεινός, ἐπωφελήθηκε τῆς πείρας τους καί διασταύρωσε τήν πνευματική του γνώση. Ἀλλά ὁ ἴδιος συνεισέφερε τό μεγαλύτερο μέρος ἀπό τήν προσωπική του ἐμπειρία, κατά τούς πολέμους μέ τόν διάβολο καί τά πάθη, ἀλλά καί ἀπό τήν μελέτη τῶν Γραφῶν, ὅπως προκύπτει ἀπό ὅλο τό ἔργο του καί τά κεφάλαια «περί τηρήσεως τοῦ νοός», μέ τίς συχνές ἀναφορές στίς ἱερές Γραφές.

Τό ἀπόσπασμα αὐτό ἀπευθύνεται σέ μοναχούς, κυρίως ἡσυχαστές, ἀλλά εἶναι ὠφελιμότατο καί γιά τούς λαϊκούς χριστιανούς, ἀφοῦ καί τά ψεκτά πάθη εἶναι κοινά, κοινή ἡ ἀνθρωπολογική σύνθεση, κοινή ἡ πίστη, κοινή ἡ χάρη καί κοινοί οἱ πόλεμοι ἀπό τόν κόσμο, τόν διάβολο καί τά πάθη.

Στά εἰκοσιετπά κεφάλαια γίνεται αἰσθητή ἡ προσωπική ἐμπειρία τοῦ Ὁσίου, πού ἀποτελεῖ καί τό βασικό κριτήριο τῆς διδασκαλίας του, σέ συνδυασμό μέ τίς Γραφικές μαρτυρίες. Ἐξαίρει, σάν παράγοντα ἀντιστάσεως στίς προκλήσεις τῶν παθῶν καί στίς προσβολές τῶν δαιμόνων, τόν θυμό. Δηλαδή τήν ἐξέγερση τοῦ θυμοειδοῦς μέρους τῆς ψυχῆς, προκειμένου νά κινηθεῖ ἡ ψυχή μέ ἀνδρεία κατά τῆς ἐπιτιθέμενης ἁμαρτίας. Καί εἶναι γνωστό, ἀπ' ὅλη τήν ἀσκητική γραμματεία, ὅτι ὁ κύριος σκοπός τοῦ θυμοειδοῦς εἶναι ἡ ρωμαλέα ἀντίσταση καί ἡ ὁρμητική ἐπίθεση μόνο κατά τῆς ἁμαρτίας.

Στή συνέχεια ἀποκαλύπτει τίς μεθοδικές ἀπάτες τῶν δαιμόνων, τίς ὁποῖες ἡ ψυχή πρέπει νά ἀντιμετωπίζει μέ τήν προσοχή, τίς ἀσκητικές πράξεις καί τήν προσευχή. Κι αὐτά ὅλα εἶναι ὅσα ὀφείλονται νά γίνουν ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά. Τή νίκη ὅμως μόνον ὁ Κύριος θά δώσει στήν ταπεινή ψυχή, τήν ὁποία συνεχῶς βοηθεῖ, ὑπό τόν ὅρο ὅτι διαμένει στήν ταπείνωση καί τήν αὐτομεμψία της.

Βέβαια, εἶναι αὐτονόητο, ὅτι ὁ ὅσιος Ἠσαΐας θέλει τούς μοναχούς καί τούς λαϊκούς σέ συνεχῆ κατάσταση ἐγρηγόρσεως, ἀφοῦ ἡ σύσταση τοῦ Κυρίου: «Γρηγορεῖτε», ἐπαναλαμβάνεται συχνά καί ἀπό τόν ἴδιο καί τούς ἀποστόλους. Ἐννοεῖται, ὅτι ἡ ἐγρήγορση εἶναι ἀπαραίτητη ὅσο ἡ ψυχή εἶναι ἀσθενής καί ἐνεργεῖται ἀπό τά πάθη. Ὅταν ὅμως, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νικήσει τά πάθη καί φθάσει στήν μακαρία ἀπάθεια, διά τῆς ἑνοποιήσεως ψυχῆς, σώματος καί πνεύματος, τότε ἡ «ἀπάθεια ἀπολέμητος ἐστιν». Πρόκειται γιά τήν ἴδια ἄποψη πού διατυπώνει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, γιά τήν εἰρήνη «τῆς ἐν σοι τριάδος», καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς πού λέγει: «Ὅταν τό ἑνιαῖον τῆς ψυχῆς γένηται τρισσόν μένον ἑνιαῖον....». Ἀλλά τοῦ τελευταίου ἡ ἄποψη εἶναι κάπως διαφορετική, ἀφοῦ «τρισσόν» ἐννοεῖ τήν οὐσία τοῦ νοῦ, τήν ἐνέργειά του καί τή βούληση. Πάντως πρόκειται περί κοινῶν ἐμπειριῶν μέ διαφορετική διατύπωση.

Ὁλόκληρο τό κείμενο τοῦ ὁσίου Ἠσαΐα ἀποτελεῖ μία ἀσκητική ὑποτύπωση μέ προσωπική γεύση τῆς διδασκαλίας, ἡ ὁποία, μαζί μέ τά ἄλλα ἔργα του, τόν ἀνέδειξε σ' ἕναν σημαντικό Γέροντα τοῦ ἀρχαίου μοναχισμοῦ, πού ἐπηρέασε ἀποφασιστικά τή διαμόρφωση τῆς ἀσκητικῆς καί ἡσυχαστικῆς παραδόσεως. Μέ τά κεφάλαια τοῦ ἀρχαίου αὐτοῦ ἀγωνιστῆ τῶν Ἐρήμων, βεβαιώνεται ὅτι ἡ «νόμιμη ἄθληση» ὁδηγεῖ στίς κοινές, ὅσο καί ἰδιότυπες, σάν προσωπικές, ἐμπειρίες καί ἔτσι πραγματοποιεῖται ἡ ἀκαταμάχητη «συμφωνία τῶν Πατέρων», πού ἀποτελεῖ τό ὕψιστο κριτήριο ἀλήθειας καί τήν ὁποία ἀπεργάζεται τό ἕνα καί ἑνοποιό Ἅγιο Πνεῦμα.



27 ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΝΟΥ

 
1.

Ἡ ὀργή εἶναι φυσική ἰδιότητα τοῦ νοῦ. Καί χωρίς ὀργή οὔτε στήν καθαρότητα φτάνει ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν ὀργιστεῖ ἐναντίον ὅλων τῶν πονηρῶν λογισμῶν πού σπέρνει μέσα του ὁ διάβολος. Καί ὅταν τόν βρῆκε ὁ Ἰώβ, ἔβρισε τούς ἐχθρούς του μέ αὐτά τά λόγια: «Ἄτιμοι καί ἐξαχρειωμένοι, πού δέν ἔχετε κανένα καλό πάνω σας, πού δέν σᾶς θεωρῶ οὔτε σάν τούς σκύλους τῶν ποιμνίων μου»(1). Ἐκεῖνος πού θέλει νά φτάσει στή φυσική ὀργή (δηλαδή σ' ἐκείνη πού στρέφεται ἐναντίον τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν), κόβει ὅλα τά θελήματά του μέχρις ὅτου φτάσει στήν κατάσταση τοῦ νοῦ του, ὅπως τή δημιούργησε ὁ Θεός.
 
2.

Ἄν ἀντιστέκεσαι στήν καταδρομή τοῦ διαβόλου καί δεῖς ὅτι ἐξασθένησε καί ὑποχωρεῖ, μή χαρεῖς, γιατί ἡ κακία τῶν πονηρῶν πνευμάτων δέν ἐξαντλήθηκε ἀκόμη, ἀλλά ἀκολουθεῖ πίσω ἀπό αὐτά. Ἑτοιμάζουν πόλεμο χειρότερο ἀπό τόν πρῶτο, τόν ἔχουν ἀφήσει πίσω ἀπό τήν πόλη καί τοῦ ἔδωσαν ἐντολή νά μήν κινηθεῖ. Καί ἄν ἀντισταθεῖς σ' αὐτούς, φεύγουν νικημένοι. Ἄν ὅμως ὑπερηφανευτεῖς ὅτι τούς ἐδίωξες καί ἀφήσεις ἀφύλαχτη τήν πόλη, τότε ἄλλοι ἔρχονται ἀπό πίσω καί ἄλλοι στέκονται ἐμπρός, καί ἡ ταλαίπωρη ψυχή ἀνάμεσά τους δέ βρίσκει καταφύγιο πουθενά. Πόλη εἶναι ἡ προσευχή. Ἀντίσταση εἶναι ἡ ἀντίκρουση τῶν πονηρῶν λογισμῶν στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Βάση εἶναι ὁ θυμός.
 

3.

Λοιπόν, ἀγαπητοί, ἄς σταθοῦμε μέ φόβο Θεοῦ καί ἄς φυλάγομε τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν καί ἄς μή βάζομε ἐμπόδιο στή συνείδησή μας. Ἄς προσέχομε τόν ἑαυτό μας μέ φόβο Θεοῦ, μέχρις ὅτου ἡ συνείδησή μας ἐλευθερωθεῖ καί μαζί της κι ἐμεῖς καί πραγματοποιηθεῖ ἕνωση ἀνάμεσα σ' αὐτήν καί σ' ἐμᾶς. Καί τότε ἡ συνείδηση γίνεται φύλακάς μας καί μᾶς δείχνει ποῦ σφάλλομε. Ἄν ὅμως δέν ὑπακούσομε σ' αὐτήν, θά φύγει ἀπό μᾶς καί θά μᾶς ἐγκαταλείψει καί τότε πέφτομε στά χέρια τῶν ἐχθρῶν καί δέν μᾶς ἀφήνουν πλέον. Ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Κύριός μας: «Ἄκουσε τόν ἀντίδικό σου ἕως ὅτου βρίσκεσαι μαζί του στό δρόμο γιά τό δικαστήριο»(2). Ἀντίδικος, ἐννοοῦν μερικοί ὅτι εἶναι ἡ συνείδηση, ἡ ὁποία ἀντιστέκεται στόν ἄνθρωπο πού θέλει νά κάνει τό ἁμαρτωλό του θέλημα. Καί ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀκούσει τήν συνείδησή του, τότε αὐτήν τόν παραδίνει στούς ἐχθρούς του.
 

4.

Ἄν ὁ Θεός δεῖ ὅτι ὑποτάχθηκε σ' Αὐτόν ὁ νοῦς μέ ὅλες του τίς δυνάμεις καί δέν ἔχει ἄλλη βοήθεια παρά Αὐτόν μόνο, τότε τόν ἐνδυναμώνει καί λέει: «Μή φοβᾶσαι, παιδί μου Ἰακώβ, ὀλιγάριθμε Ἰσραήλ»(3). Καί πάλι λέει: «Μή φοβᾶσαι, γιατί σέ λύτρωσα. Σοῦ ἔδωσα τό ὄνομά μου, σύ εἶσαι δικός μου. Καί ἄν περνᾶς ἀπό νερό, εἶμαι μαζί σου, ποτάμια ὁλόκληρα δέν θά σέ παρασύρουν, κι ἄν περάσεις ἀνάμεσα ἀπό φωτιά δέ θά καεῖς καί ἡ φλόγα δέν θά σέ κατακάψει, γιατί ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ, πού σέ σώζω»(4).
 

5.

Ἄν λοιπόν ὁ νοῦς ἀκούσει αὐτά τά ἐνθαρρυντικά λόγια, ἀψηφᾶ τούς δαίμονες λέγοντας: «Ποιός εἶναι ποὺ μέ πολεμᾶ; Ἄς σταθεῖ ἀπέναντί μου. Ποιός ἀντιδικεῖ μ' ἐμένα; Ἄς μέ πλησιάσει. Ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου, ποιός θά μοῦ κάνει κακό; Ὅλοι ἐσεῖς θά παλιώσετε ὅπως τά ροῦχα πού τρώει ὁ σκόρος»(5).
 
6.

Ἄν ἡ καρδιά σου ἔφτασε νά ἀποκτήσει σάν φυσικό τό μίσος κατά τῆς ἁμαρτίας, τότε νίκησε καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό ἐκεῖνα πού γεννοῦν τήν ἁμαρτία καί ἔβαλε στήν μνήμη σου τήν κόλαση. Καί γνώριζε ὅτι Ἐκεῖνος πού σέ βοηθεῖ μένει κοντά σου. Καί σύ νά μήν Τόν λυπεῖς μέ καμία ἁμαρτία, ἀλλά κλαῖε ἐμπρός Του καί λέγε: «Ἐσύ Κύριε ἔχεις τό ἔλεος γιά νά μέ γλυτώσεις ἀπό τήν ἁμαρτία καί τούς δαίμονες, γιατί ἐγώ ἀδυνατῶ νά ξεφύγω ἀπό τούς ἐχθρούς χωρίς τήν βοήθειά Σου». Καί πρόσεχε νά μήν παραδεχτεῖς πονηρές σκέψεις, καί Αὐτός σέ φυλάγει ἀπό κάθε κακό.
 

7.

Ὀφείλει ὁ μοναχός νά κλείσει ὅλες τίς πόρτες τῆς ψυχῆς, δηλαδή τίς αἰσθήσεις του, γιά νά μήν πέσει ἐξαιτίας τους στήν ἁμαρτία. Καί ὅταν δεῖ ὁ νοῦς ὅτι δέν κυριεύεται ἀπό κανένα πάθος, ἑτοιμάζεται γιά τήν ἀθανασία καί μαζεύει τίς αἰσθήσεις του ὅλες κοντά καί τίς κάνει ἕνα σῶμα.
 

8.

Ἄν ἀπαλλαγεῖ ὁ νοῦς ἀπό κάθε ἐλπίδα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, αὐτό εἶναι τό σημεῖο ὅτι πέθανε μέσα σου ἡ ἁμαρτία.
 

9.

Ἄν ὁ νοῦς μείνει ἐλεύθερος ἀπό τά κοσμικά πράγματα, τότε ἐκείνη ἡ ἀπόσταση πού ὑπάρχει μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ, χάνεται.
 

10.

Ἄν ἐλευθερωθεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ὅλους τοὺς ἐχθρούς του, δηλ. ἀπό τά πάθη, καί ἀναπαυτεῖ, τότε βρίσκεται σέ καινούργια ζωή καί σκέφτεται καινούργια πράγματα, θεϊκά καί ἄφθαρτα. Ὅπου βρίσκεται τό πτῶμα, ἐκεῖ θά μαζευτοῦν οἱ ἀετοί(6), (δηλαδή ὅπου ἡ ἠρεμία ἀπό τά πάθη, ἐκεῖ καί οἱ θεϊκές καί ἄφθαρτες σκέψεις).
 

11.

Οἱ δαίμονες συνηθίζουν νά ἀποτραβιοῦνται μέ δόλο προσωρινά, γιά νά ξεθαρρευτεῖ ὁ ἄνθρωπος νομίζοντας ὅτι ἔγινε ἀπαθής καί νά ἀφήσει τόν ἑαυτό του χωρίς προσοχή, Καί τότε ξαφνικά πηδοῦν πάνω στήν ταλαίπωρη ψυχή του καί τήν ἁρπάζουν σάν σπουργίτι. Καί ἄν τήν νικήσουν, τή ρίχνουν χωρίς οἶκτο σέ κάθε ἁμάρτημα, χειρότερο ἀπό ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα ζητοῦσε πρωτύτερα συγχώρηση. Ἄς σταθοῦμε λοιπόν μέ φόβο Θεοῦ καί ἄς φυλάξομε τήν καρδιά μας, ἐκτελώντας τήν ἄσκησή μας. Καί ἄς κρατοῦμε τίς ἀρετές, πού ἀποτελοῦν ἐμπόδιο στήν κακία τῶν ἐχθρῶν δαιμόνων.
 

12.

Ὁ δάσκαλός μας Ἰησοῦς Χριστός πού γνωρίζει τήν ἀσπλαχνία τῶν δαιμόνων καί σπλαχνίζεται τό ἀνθρώπινο γένος, μᾶς ἔδωσε αὐστηρή ἐντολή λέγοντας: «Νά εἶστε ἕτοιμοι γιά κάθε ὥρα, γιατί δέν γνωρίζετε ποιά ὥρα ἔρχεται ὁ ληστής, μήπως ἔρθει καί σᾶς βρεῖ νά κοιμᾶστε»(7). Καί σέ ἄλλο μέρος λέει: «Προσέχετε μή βαρύνουν οἱ καρδιές σας ἀπό τήν κραιπάλη καί τήν μέθη καί τίς βιοτικές μέριμνες καί ἔρθει ξαφνικά ἡ ὥρα γιά σᾶς»(8). Στάσου λοιπόν καλά καί πρόσεχε τίς αἰσθήσεις σου. Καί ἄν κρατεῖς εἰρηνικά στό νοῦ σου τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, τότε βλέπεις τούς ληστές δαίμονες πού προσπαθοῦν νά τήν ἀφαιρέσουν κρυφά. Γιατί ἐκεῖνος πού προσέχει μέ ἀκρίβεια τούς λογισμούς του, ἀντιλαμβάνεται ἐκείνους πού θέλουν νά μποῦν καί νά τόν μολύνουν. Οἱ κακοί λογισμοί ταράζουν τό νοῦ γιά νά γίνει μετέωρος, φουσκωμένος καί ἀργός. Ἀλλά ἐκεῖνοι πού γνωρίζουν τήν κακία τους, μένουν ἀτάραχοι, προσευχόμενοι στόν Κύριο.
 

13.

Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν μισήσει τά ἔργα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ νά λατρεύσει τόν Θεό. Καί ποιά εἶναι ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ; Τό νά μήν ἔχει κανείς τίποτε ξένο στό νοῦ του, ὅταν προσεύχεται σ' Αὐτόν· νά μήν νιώθει ἄλλη ἡδονή, ὅταν Τόν δοξολογεῖ. νά μή διατηρεῖ καμιά κακία, ὅταν ψάλλει σ' Αὐτόν. νά μήν ἔχει μίσος ἐναντίον κανενός, ὅταν προτιμᾶ Αὐτόν· οὔτε νά ὑπάρχει καμιά ζηλοφθονία πονηρή πού νά μᾶς ἐμποδίζει ὅταν ἀπευθυνόμαστε σ' Αὐτόν συνεχῶς καί νά τόν θυμόμαστε πάντοτε. Γιατί τά παραπάνω σκοτεινά ἐμπόδια εἶναι τεῖχος πού περικυκλώνει τή δυστυχισμένη ψυχή καί δέν μπορεῖ νά λατρεύσει καθαρά τόν Θεό, ἐφόσον τά ἔχει αὐτά. Γιατί τῆς γίνονται ἐμπόδια στό δρόμο της πρός τόν Θεό καί δέν τήν ἀφήνουν νά Τόν συναντήσει καί νά Τόν δοξολογήσει μέσα της καί νά προσευχηθεῖ σ' Αὐτόν μέ γλυκύτητα στήν καρδιά γιά νά φωτιστεῖ ἀπό Αὐτόν. Γι' αὐτό ὁ νοῦς σκοτίζεται πάντοτε καί δέν μπορεῖ νά προκόψει κατά Θεόν, γιατί δέν φροντίζει νά τά κόψει ὅλα αὐτά μέ πνευματική γνώση.
 

14.

Ὅταν ὁ νοῦς σώσει τίς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς ἀπό τά θελήματα τῆς σάρκας καί τίς ὁδηγήσει στήν ἀπάθεια καί ξεχωρίσει τήν ψυχή ἀπό τά θελήματα τῆς σάρκας, τότε ἄν δεῖ ὁ Θεός τήν ἀδιαντροπιά τῶν παθῶν, ὅτι ὁρμοῦν πάνω στήν ψυχή γιά νά φέρουν τίς αἰσθήσεις στήν ἁμαρτία, καί φωνάξει ὁ νοῦς κρυφά ἀπό τό Θεό καί ἀκατάπαυστα, στέλνει τήν βοήθειά Του καί ὅλα αὐτά ἀμέσως τά καταστρέφει.
 

15.

Σέ παρακαλῶ, ἐφόσον βρίσκεσαι στή ζωή, μήν ἀφήσεις ἐλεύθερη τήν καρδιά σου. Γιατί ὅπως ὁ γεωργός δέν μπορεῖ νά εἶναι σίγουρος γιά τούς καρπούς του, ἐπειδή δέν γνωρίζει τί μπορεῖ νά συμβεῖ μέχρις ὅτου τούς μαζέψει, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος δέν ἐπιτρέπεται νά ἀφήσει ἀφύλαχτη τήν καρδιά του ὅσο ἀναπνέει. Ὅπως δέν γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ποιό πάθος θά τοῦ ἔρθει ὡς τήν τελευταία του πνοή, ἔτσι δέν πρέπει νά ἀφήσει ἐλεύθερη τήν καρδιά του μέχρι τήν ὥρα ἐκείνη, ἀλλά πρέπει πάντοτε νά φωνάζει πρός τό Θεό νά τόν βοηθήσει καί νά τόν ἐλεήσει.
 

16.

Ἐκεῖνος πού δέν βρίσκει βοήθεια σέ καιρό πολέμου, οὔτε στήν εἰρήνη μπορεῖ νά ἔχει ἐμπιστοσύνη.
 

17.

Ὅταν χωριστεῖ κανείς ἀπό τήν ἁμαρτωλή ζωή, θά γνωρίσει μέ ἀκρίβεια ὅλα τά ἁμαρτήματα μέ τά ὁποῖα ἁμάρτησε στό Θεό. Γιατί δέν βλέπει τίς ἁμαρτίες του πρίν χωριστεῖ ἀπό αὐτές, πράγμα πού θά τοῦ φανεῖ πικρό καί δύσκολο. Ὅσοι φτάνουν σ' αὐτό τό μέτρο, κλαῖνε γιά τίς ἁμαρτίες τους καί παρακαλοῦν καί ντρέπονται μπροστά στό Θεό, φέρνοντας στό νοῦ τίς πονηρές φιλίες πού εἶχαν μέ τά πάθη. Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν ἀδελφοί κατά τήν δύναμή μας καί ὁ Θεός μᾶς βοηθᾶ κατά τό πλῆθος τοῦ ἐλέους Του. Καί ἄν δέν φυλάξαμε καθαρή τήν καρδιά μας, τουλάχιστον ἄς βάλομε τά δυνατά μας νά φυλάξομε τά σώματά μας, ὅπως ζητάει ὁ Θεός, ἀναμάρτητα καί ἄς πιστεύομε ὅτι κατά τόν καιρό τῆς πνευματικῆς πείνας πού μᾶς βρῆκε, μᾶς ἐλεεῖ μαζί μέ τούς Ἁγίους Του.
 

18.

Ἐκεῖνος πού ἔδωσε τήν καρδιά του στήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ μέ ἀληθινή εὐσέβεια, δέν μπορεῖ νά σκέφτεται ὅτι εἶναι ἀρεστός στό Θεό. Ἐπειδή ὅσο τόν ἐλέγχει ἡ συνείδησή του γιά τίς ἁμαρτίες πού ἔκανε, δέν ἀπόκτησε τήν ἐλευθερία. Ἐφόσον ὑπάρχει ὁ ἐλέγχος, ὑπάρχει καί ἐκεῖνος πού κατηγορεῖ. καί ἐφόσον ὑπάρχει κατηγορία, δέν ὑπάρχει ἐλευθερία. Ἄν λοιπόν στήν προσευχή σου δεῖς ὅτι δέν σέ κατηγορεῖ κανένα εἶδος κακίας, ἄρα εἶσαι ἐλεύθερος καί μπῆκες στήν ἁγία ἀνάπαυση τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τό θέλημά Του. Ἄν δεῖς ὅτι ὁ καλός καρπός δυνάμωσε καί δέν τόν πνίγουν πλέον τά ζιζάνια τοῦ ἐχθροῦ. καί ὅτι δέν ἔφυγαν μόνοι τους οἱ ἐχθροί καί ἔπαψαν ἀπό πανουργία νά πολεμοῦν πλέον μέ τίς αἰσθήσεις σου. καί ἄν ἡ νεφέλη ἔριξε τή σκιά της πάνω στή σκηνή καί ὁ ἥλιος δέν σέ ἔκαψε τήν ἡμέρα, οὔτε ἡ σελήνη τή νύχτα(9). καί ἄν βλέπεις ὅτι ἑτοίμασες τήν σκηνή νά τή στήσεις καί νά τή φυλάξεις κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ ἔχεις νικήσει. Καί τότε Αὐτός θά ρίξει τή σκιά Του πάνω στή σκηνή γιατί εἶναι δική Του. Καί ἕως ὅτου γίνεται πόλεμος, ὁ ἄνθρωπος ἔχει φόβο καί τρόμο, ἤ νά νικήσει σήμερα, ἤ νά νικηθεῖ. ἤ νά νικηθεῖ αὔριο ἤ νά νικήσει. γιατί ὁ ἀγώνας σφίγγει τήν καρδιά ὁλόγυρα. Ἡ ἀπάθεια ὅμως εἶναι ἀκαταμάχητη, γιατί ἔλαβε πιά τό βραβεῖο καί ἔπαψε πιά νά μεριμνᾶ γιά κάποιο ἀπό τά τρία μέρη, ἐπειδή εἰρήνευσαν μεταξύ τους καί μέ τό Θεό. Τά τρία αὐτά μέρη εἶναι ψυχή, σῶμα καί πνεῦμα. Ὅταν λοιπόν τά τρία αὐτά γίνουν ἕνα μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν μποροῦν πλέον νά χωριστοῦν. Μή νομίζεις λοιπόν τόν ἑαυτό σου ὅτι εἶσαι νεκρός ὡς πρός τήν ἁμαρτία, ὅσο στενοχωρεῖσαι καί πολεμεῖσαι μέ ὁρμή ἀπό τούς ἐχθρούς σου τούς δαίμονες, εἴτε ξυπνητός, εἴτε στόν ὕπνο σου. Ὅσο ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος βρίσκεται στό στάδιο τοῦ ἀγώνα, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀσφαλής.
 

19.

Ἄν ὁ νοῦς ἀποκτήσει πνευματική δύναμη καί ἑτοιμάσει τόν ἑαυτό του νά ἀκολουθήσει τήν ἀγάπη πού σβήνει ὅλα τά πάθη τοῦ σώματος καί πού δέν ἀφήνει μέ τή δύναμή της καμιά κακία νά ἐξουσιάζει τήν καρδιά, τότε ὁ νοῦς ἀντιστέκεται ἐναντίον τῆς κακίας μέχρις ὅτου τήν χωρίσει ἀπό τίς καλές διαθέσεις τῆς ψυχῆς.
 

20.

Ἐξέταζε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέ μεγάλη προσοχή τόν ἑαυτό σου, ἀδελφέ, κάθε ἡμέρα, καί βλέπε τήν καρδιά σου, ποιό πάθος βρίσκεται μέσα σ' αὐτήν. Καί πέταξέ το μακριά ἀπό τήν καρδιά σου, γιά νά μή σοῦ γίνει ἀφορμή καταδίκης.
 

21.

Πρόσεχε λοιπόν ἀδελφέ μου τήν καρδιά σου καί ἀγρύπνα γιά ν' ἀντιμετωπίσεις τούς ἐχθρούς σου. Γιατί εἶναι πανοῦργοι καί μέ κάθε εἶδος κακίας. Καί πίστεψε μέσα σου βαθιά ὅτι εἶναι ἀδύνατο ὁ ἄνθρωπος πού πράττει τό κακό, νά πράξει καλά. Γι' αὐτό καί ὁ Σωτήρας μας μᾶς δίδαξε νά εἴμαστε προσεκτικοί καί ἄγρυπνοι, λέγοντας: «Ὅτι εἶναι στενή ἡ πύλη καί δύσκολος ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στή ζωή καί εἶναι λίγοι ὅσοι τόν βρίσκουν»(10).
 

22.

Πρόσεχε λοιπόν στόν ἑαυτό σου μήπως κάτι ἀπ' ὅσα ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια σέ ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί φύλαγε τήν καρδιά σου καί μήν ἀμελήσεις καί πεῖς: «Πῶς νά φυλάξω τήν καρδιά μου, ἀφοῦ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός;» Γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείψει τίς ἁμαρτίες του καί ἐπιστρέψει στό Θεό μετανοιωμένος, ἡ μετάνοια τόν ξαναγεννᾶ καί τόν κάνει ὅλον καινούργιο.
 

23.

Παντοῦ ἡ Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή, μιλᾶ γιά τή φύλαξη τῆς καρδιᾶς. Ὁ Δαβίδ λέει: «Γιοί τῶν ἀνθρώπων, ὡς πότε θά ἔχετε βαριά καρδιά;(11), καί πάλι: «Ἡ καρδιά τούς εἶναι κούφια»(12). Γιά ἐκείνους πάλι πού σκέφτονται μάταια, λέει: «Εἶπε μέσα στήν καρδιά του, θά μείνω ἀμετακίνητος»(13). Καί πάλι: «Εἶπε μέσα στήν καρδιά του, ξεχάστηκε ὁ Θεός»(14), καί ἄλλα πολλά παρόμοια. Ὀφείλει λοιπόν ὁ μοναχός νά ἐννοεῖ τό σκοπό τῆς Γραφῆς, γιά ποιόν καί πότε μιλάει, καί νά κρατᾶ συνεχῶς τόν ἀγώνα τῆς ἀσκήσεως. νά προσέχει τίς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου καί σάν καλός πλοίαρχος νά ξεπερνᾶ τά κύματα, καθώς θά τόν κυβερνᾶ ἡ χάρη, χωρίς νά ξεφεύγει ἀπό τόν δρόμο του καί νά προσέχει μόνο στόν ἑαυτό του. καί νά πλησιάζει τό Θεό, χωρίς νά πλανιέται ἡ σκέψη του ἐδῶ κι ἐκεῖ, καί χωρίς περιέργεια τοῦ νοῦ του.
 

24.

Ὁ καιρός τῶν ἀγώνων ἀπαιτεῖ ἀπό μᾶς τήν προσευχή, ὅπως τόν πλοίαρχο οἱ ἄνεμοι καί οἱ τρικυμίες καί οἱ φουρτοῦνες. Γιατί δεχόμαστε προσβολή λογισμῶν καί ἐναρέτων καί κακῶν. Κύριος τῶν παθῶν εἶναι ὁ εὐσεβής καί φιλόθεος λογισμός. Πρέπει ἐμεῖς οἱ ἡσυχαστές μέ σύνεση νά διακρίνομε καί νά ξεχωρίζομε καί τίς ἀρετές καί τίς κακίες. καί ποιές ἀρετές νά ἐργαζόμαστε μπροστά στούς ἀδελφούς μας καί ποιές μόνοι μας. καί ποιά εἶναι ἡ πρώτη ἀρετή, ποιά ἡ δεύτερη καί ποιά ἡ τρίτη. καί ποιό πάθος εἶναι ψυχικό καί ποιό σωματικό, καί ποιά ἀρετή ψυχική καί ποιά σωματική· καί ἀπό ποιά ἀρετή ἡ ὑπερηφάνεια χτυπᾶ τό νοῦ, ἀπό ποιά ἔρχεται ἡ κενοδοξία, ἀπό ποιά πλησιάζει ὁ θυμός καί ἀπό ποιά ἔρχεται ἡ γαστριμαργία. Γιατί ὀφείλομε νά ἀνατρέπομε τίς πονηρές σκέψεις καί κάθε ὑψηλοφροσύνη πού ὑψώνεται καί ἐμποδίζει τούς ἀνθρώπους νά γνωρίσουν τό Θεό(15).
 

25.

Πρώτη ἀρετή εἶναι ἡ ἀμεριμνία, δηλαδή θάνατος σέ σχέση μέ κάθε ἄνθρωπο καί κάθε πράγμα. Αὐτή γεννᾶ τήν ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτή πάλι γεννᾶ τή φυσική ὀργή, ἡ ὁποία ἀντιστέκεται σέ κάθε πειρασμό τοῦ διαβόλου. Τότε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ βρίσκει κατοικία στόν ἄνθρωπο καί διαμέσου τοῦ φόβου φανερώνεται ἡ ἀγάπη.
 

26.

Πρέπει τήν προσβολή τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ νά τήν ἀνατρέπομε ἀπό τήν καρδιά μας μέ εὐσεβῆ ἀντιλογία κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, μήπως καί βρεθοῦμε νά προσευχόμαστε στό Θεό μέ τά χείλη, ἐνῶ στήν καρδιά νά σκεφτόμαστε τά ἄτοπα. Γιατί ὁ Θεός δέν δέχεται ἀπό τόν ἡσυχαστή προσευχή θολή καί περιφρονητική. Σέ ὅλα τά μέρη της ἡ Γραφή συνιστᾶ ἔντονα νά φυλάγομε τίς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς. Ἄν ὑποταχθεῖ τό θέλημα τοῦ μοναχοῦ στό νόμο τοῦ Θεοῦ, κατά τό νόμο αὐτό θά κυβερνήσει καί ὁ νοῦς ὅσα ἐξαρτῶνται ὡς ὑπήκοοί του ἀπό αὐτόν, δηλ. ὅλες τίς ψυχικές κινήσεις καί ἰδιαίτερα τό θυμό καί τήν ἐπιθυμία. Αὐτοί εἶναι οἱ ὑπήκοοι τοῦ νοῦ. Ἀρετή ἐργαστήκαμε καί κάναμε τό σωστό, στρέψαμε τήν ἐπιθυμία στό Θεό καί τά θελήματά Του, καί τό θυμό κατά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου. Τί εἶναι λοιπόν ἐκεῖνο ποὺ ζητεῖται ἀπό μας; Ἡ ἐσωτερική μελέτη.
 

27.

Ἄν ὁ σπόρος τῆς αἰσχρότητας σπαρεῖ στήν καρδιά σου, ὅταν κάθεσαι στό κελί σου, πρόσεξε. Ἀντιστάσου κατά τῆς κακίας, μήπως σέ κυριεύσει. Θυμήσου τό Θεό ὅτι εἶναι παρών καί σέ προσέχει, καί ὅ,τι ἔχεις στήν καρδιά σου εἶναι φανερό μπροστά Του. Πές λοιπόν στήν ψυχή σου: «Ἄν φοβᾶσαι ὁμοίους σου ἀνθρώπους ἁμαρτωλούς νά μή δοῦν τίς ἁμαρτίες σου, πόσο μᾶλλον τό Θεό ποὺ ὅλα τά βλέπει; Καί ἀπό αὐτό φανερώνεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή σου. Καί ἄν μείνεις μαζί του, μένεις ἀκίνητος ὡς πρός τά πάθη, ὅπως εἶναι γραμμένο: «Ὅσοι στηρίζονται στόν Κύριο εἶναι σάν τό ὅρος Σιῶν. δέν θά σαλευτεῖ στόν αἰώνα ὅποιος κατοικεῖ στήν Ἱερουσαλήμ»(16). Καί σέ κάθε πράγμα πού κάνεις, νά πιστεύεις ὅτι ὁ Θεός βλέπει κάθε σκέψη σου καί δέν θά ἁμαρτήσεις ποτέ. Σ' Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.


* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *

1. Ἰώβ 30, 1,4.
2. Ματθ. 5, 25.
3. Ἠσ. 41, 13.
4. Ἠσ. 43, 1-3.
5. Ἠσ. 50, 8.
6. Λουκ. 17, 37.
7. Ματθ. 24, 42-44.
8. Λουκ. 21, 34.
9. Ψαλμ. 120, 6.
10. Ματθ. 7, 14.
11. Ψαλμ. 4, 3.
12. Ψαλμ. 5, 10.
13. Ψαλμ. 9, 27.
14. Ψαλμ. 9, 32.
15. Β΄ Κορ. 10, 5.
16. Ψαλμ. 124, 1.

Πατέρες καὶ πατερικὴ Ὀρθοδοξία π. Γεώργιος Μεταλληνός

«ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ’ οὐ πολλοὺς πατέρας...»


Ὅταν ὁ «ἄρχων τῶν Ἰουδαίων» Νικόδημος ἐπισκέφθηκε νύκτα τὸν Χριστό, Ἐκεῖνος τοῦ μίλησε γιὰ μία γέννηση πέρα ἀπὸ τὴν σωματικὴ - βιολογική. Τοῦ ἀπεκάλυψε τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ πιστοῦ «ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος», μὲ τὴν ὁποία εἰσέρχεται κανεὶς στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὴν τὴν γέννηση μιλεῖ σήμερα καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὑπογραμμίζοντας τὴν παρουσία ὡρισμένων προσώπων στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιώνονται νὰ γίνουν οἱ κατ’ ἄνθρωπον συντελεστές της. Καὶ τὰ πρόσωπα αὐτὰ εἶναι οἱ Πατέρες, ἕνα μέγεθος οὐσιαστικότατο στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Πατέρες – Παιδαγωγοὶ

Ὁ Παῦλος κάνει διάκριση ἀνάμεσα σὲ Πατέρες καὶ Παιδαγωγοὺς - Διδασκάλους τῶν πιστῶν.....

Οἱ πρῶτοι εἶναι λίγοι σὲ σύγκριση μὲ τοὺς δευτέρους. Οἱ Πατέρες εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ γεννοῦν τέκνα πνευματικά. οἱ Παιδαγωγοὶ συντελοῦν στὴν περαιτέρω ἀνάπτυξη καὶ καλλιέργειά τους. Οἱ Πατέρες φέρνουν στὴν πνευματικὴ ὕπαρξη· οἱ Παιδαγωγοὶ συμπληρώνουν τὸ ἔργο ἐκείνων μὲ τὴν «ἐποικοδομὴ» τους. Ὅταν λέγει αὐτὰ ὁ Παῦλος, ἔχει ὑπόψη του τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Τὸ λέγει, ἄλλωστε, καθαρὰ στοὺς Κορινθίους, ὅτι εἶναι ὁ πνευματικός τους πατέρας. Γι’ αὐτὸ μπορεῖ ἁπτὰ καὶ συγκεκριμένα νὰ περιγράψει τὸ ἔργο του σ’ αὐτούς, σ’ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸ ἔργο τῶν πολλῶν διδασκάλων ποὺ εἶχαν. Αὐτὸς «ἐφύτευσε», ἐνῶ ὁ Ἀπολλώς -μετὰ ἀπ’ αὐτὸν- μόνο «ἐπότισε». Αὐτὸς «ἔθηκε θεμέλιον»· ὅσοι ἦλθαν μετὰ ἀπ’ αὐτὸν ἁπλῶς «ἐποικοδόμησαν». (Α’ Κόρ. γ’ 6, 10).

Ὑπάρχει μία ἀναλογία ἀνάμεσα στοὺς πνευματικοὺς καὶ τοὺς σαρκικοὺς πατέρες. Εἶναι καὶ οἱ δύο μοναδικοὶ καὶ ἀναντικατάστατοι. Γιατί καὶ οἱ δύο ὁδηγοῦν στὴν ὕπαρξη, βιολογικὴ ἢ πνευματική. Καὶ αὐτὸ γίνεται μία φορὰ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπαρξιακὸ καὶ ἀνεπανάληπτο γεγονὸς δὲν εἶναι μόνο ἡ γέννηση, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀναγέννηση. Ὑπάρχει βέβαια καὶ μία οὐσιαστικὴ διαφορά: οἱ σαρκικοὶ πατέρες γεννοῦν γιὰ τὸν κόσμο· οἱ πνευματικοὶ πατέρες γεννοῦν γιὰ τὸν Χριστό.

Προσδιορίζοντας τὴν δεύτερη αὐτὴ «γέννηση» ὁ Ἀπόστολος τὴν ὀνομάζει «ἐν Χριστῷ» καὶ «διὰ τοῦ Εὐαγγελίου» χαράζοντας ἔτσι καὶ τὶς συντεταγμένες τῆς πνευματικῆς πατρότητος στὴν Ἐκκλησία. Οἱ Πατέρες τῶν πιστῶν εἶναι «ἐν Χριστῷ» πατέρες καὶ τὰ πνευματικά τους τέκνα γίνονται μέσω αὐτῶν, ὄχι δικά τους, ἀλλὰ -οὐσιαστικὰ καὶ κύρια- «τοῦ Χριστοῦ» τέκνα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ γίνει κανεὶς στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ πατέρας, πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος πρῶτα «ἐν Χριστῷ», δηλαδὴ ἀναγεννημένος, ἀληθινὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ, τοῦ ΜΟΝΟΥ κατ’ οὐσίαν ΠΑΤΡΟΣ (Ἐφεσ. γ’ 15).

Ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ προϋπόθεση, δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει κανεὶς στὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση. Δὲν γεννᾶ πνευματικά. Δὲν ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία. Ὅπως ὑπῆρχαν ψευδοπροφῆτες στὴν Π. Διαθήκη, ποὺ σφετερίζονταν τὸ ἔργο τῶν γνησίων προφητῶν, ἔτσι μπορεῖ νὰ ὑπάρξουν καὶ ψευδοπατέρες, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στὴν ἀναγέννηση τὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ δὲν εἶναι οἱ ἴδιοι ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένοι. Ὄχι σπάνια δέ, καταντοῦν «πατρυιοί», γιατί ἀντὶ νὰ ὁδηγοῦν στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, ὑποτάσσουν τὰ «πνευματικά τους τέκνα» στὸν ἑαυτό τους, δημιουργώντας θύματα καὶ ὄργανα ὑπηρετικὰ στοὺς ὁποιουσδήποτε σκοπούς τους. Μὴ μπορώντας νὰ ἀναγεννήσουν «διὰ τοῦ Εὐαγγελίου», δὲν γεννοῦν «ἐν Χριστῷ», ἀλλὰ «ἐν πλάνῃ καὶ ἁμαρτίᾳ». Προσφέρουν δηλαδὴ μία γέννηση, ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ θάνατο. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅσους ἀναλαμβάνουν τὸ ἔργο τοῦ «πατρὸς» χωρὶς νὰ εἶναι ἀναγεννημένοι ἐν Χριστῷ οἱ ἴδιοι!


Πατερικὴ ἡ Ὀρθοδοξία


Ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀδιανόητη χωρὶς Παύλους, χωρὶς Πατέρες καὶ Μητέρες ἐν Χριστῷ, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση τὰ πνευματικά τους τέκνα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ Μητέρες ὅλων τῶν αἰώνων συνιστοῦν τὴν εὐθεία καὶ ἀδιάσπαστη γραμμὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. Δηλαδὴ τὴν συνέχεια τῆς εἰσαχθείσης στὸν κόσμο διὰ τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ - Λόγου νέας ζωῆς, τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Οἱ Πατέρες εἶναι οἱ διάδοχοι τοῦ Παύλου καὶ τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων, ὄχι ἁπλῶς στὴν ἀνάληψη διοικητικῶν καὶ πρακτικῶν καθηκόντων, ἀλλὰ κυρίως στὴν συνέχιση τῆς «καινῆς κτίσεως», τοῦ ἀπεκεκαλυμένου νέου τρόπου ζωῆς - ὑπάρξεως, ποὺ ἐκφράζεται καὶ πραγματώνεται ὡς ὀρθόδοξη πίστη καὶ φρόνημα, ὡς δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐν ἀληθείᾳ καὶ ὡς τριαδοκεντρικὴ ζωὴ καὶ πολιτεία - κοινωνία.

Οἱ Πατέρες ὅλων τῶν αἰώνων, ἐνεργοῦν στὸ ποιμαντικό τους ἔργο ὅπως οἱ γιατροὶ -καθηγηταὶ σὲ μία Ἰατρικὴ Σχολή. Δὲν περιορίζονται στὴν διάγνωση καὶ θεραπεία τῶν ἀσθενῶν, ἀλλὰ δημιουργοῦν καὶ συνεχιστὲς τοῦ ἔργου των. Τὰ πνευματικά τους τέκνα πρῶτα τὰ ὁδηγοῦν στὴν θεραπεία ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ νὰ γίνουν καὶ ἐκεῖνα μὲ τὴ σειρὰ τους πατέρες ἄλλων τέκνων, συνεχίζοντας τὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση. Στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας αὐτὴ ἡ σχέση Πνευματικοῦ Πατρὸς - Πνευματικοῦ Τέκνου μένει ἀκατάλυτη. Κοντὰ στοὺς ἁγίους Πατέρες γεννῶνται οἱ ἅγιοι Πατέρες! Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος κοντὰ στὸν μέγα Ἀντώνιο, ὁ μέγας Βασίλειος κοντὰ στοὺς Γέροντες τῆς ἐρήμου κ.ο.κ.

Ἔτσι κατανοοῦμε τὴν φαινομενικὴ ἀπολυτότητα, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀληθινὲς διαστάσεις, τῆς ἀκόλουθης φράσεως τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, βιβλίου τοῦ δ’ αἰώνα: «Οὗτος διδάσκαλος εὐσεβείας, οὗτος μετὰ Θεὸν πατὴρ ἡμῶν, δι’ ὕδατος καὶ Πνεύματος ἀναγεννήσας ἡμᾶς» (Η’ 26). Τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο εἶναι μία συνεχὴς (ἀνα)γέννηση, ἡ ὁποία εἶναι ἀδύνατη, ἂν δὲν ὑπάρχουν πραγματικοὶ Πατέρες.

Μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ δοῦμε, πιστεύω, καὶ τὴν σημερινὴ -συνεχῶς αὐξανομένη- καταφυγὴ τόσων ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα νέων, στοὺς χώρους τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως, τὰ μοναστήρια μας, καὶ μάλιστα τὰ ἀθωνικά, γιὰ ἀναζήτηση Πατέρων. Τότε μόνο θὰ καταλάβουμε, πὼς καὶ στοὺς κρίσιμους καιρούς μας τὸ Πατρικὸ Χέρι τοῦ Θεοῦ δὲν ἔπαυσε νὰ βοηθεῖ καὶ νὰ κατευθύνει τὸ Λαό μας!

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 18, 2014

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΙ Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ.





ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΙ Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ

Ζούσε κάποτε σέ μια ερημιά ένας άνθρωπος καλός και δίκαιος. Μα κάποια μέρα θέλησε να γυρίσει στον κόσμο. Ξεκίνησε, λοιπόν, έφτασε σέ μια πόλη και μπήκε στο σπίτι ενός άρχοντα πού τον δέχτηκε με τιμές. Ό άρχοντας αυτός είχε ένα οκτάχρονο γιό πού ήταν ή χαρά κι ή περηφάνια του.

Πέρασε καιρός. Μια μέρα ακούστηκαν θρήνοι έξω από την πόρτα του αρχοντικού. Περνούσε ένα λείψανο. 'Ο πατέρας είπε στο γιό του:

—     Βγες στην πόρτα κι υστέρα έλα πες μου αν αυτός ό νεκρός σώθηκε ή καταδικάστηκε στην Κόλαση.
Το παιδί βγήκε κι υστέρα από λίγο γύρισε χαρούμενο

—     Σώθηκε! Σώθηκε!

Ύστερα από κάμποσο καιρό πέρασε άλλη μια κηδεία έξω από το σπίτι, κι ό πατέρας έστειλε και πάλι το γιό του να μάθει για το νεκρό. Αυτή τη φορά το παιδί γύρισε λυπημένο.

—     Αυτός πάει για την Κόλαση.

Ό ερημίτης είπε τότε:

—     ’Έζησα σαράντα χρόνια στην έρημο, ένας άγγελος μου έφερνε τροφή. Κι όμως, δεν καταφέρνω να ξεχωρίσω ποιός καταδικάστηκε στο πυρ το αιώνιο και ποιός σώθηκε. Πώς μπορεί να το μαντέψει αυτό το παιδί;

Και το παιδί αποκρίθηκε:

—     Να πώς ξεχωρίζω τον καλό από τον κακό. Ακούω αυτά πού λένε οι άνθρωποι πού ακολουθούν τη κηδεία. Στον πρώτο έλεγαν: «Τί καλός, τι ευσεβής: κουνούπι δεν πείραξε». Κατάλαβα, λοιπόν, πώς είχε σωθεί. Οι πράξεις του το μαρτυρούσανε. Αυτή τη φορά, όμως, οι άνθρωποι βαρυγκωμούσαν. «’Ήταν κακός, άδικος, ψεύτης, αδίσταχτος». Τούς ανθρώπους τούς γνωρίζεις από τις πράξεις τους.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΟΥΛΚΧΑΝ ΣΑΜΠΑ ΟΡΜΠΕΛΙΑΝΙ. Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ.     πηγή

18 Σεπτεμβρίου 1943. Στη Κεφαλονιά σφαγιάζονται 9.600 Ιταλοί στρατιώτες απο τους Γερμανούς

Η ιστορία είναι τραγική και αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι η γερμανική Βέρμαχτ ήταν ένας στρατός αδίστακτος. Πρόκειται για την ιστορία της εκτέλεσης των πρώην συμμάχων Ιταλών στη Κεφαλονιά.

Μετά την ανακωχή της Ιταλίας με τους Συμμάχους τον Σεπτέμβριο του 1943, στις 11 Σεπτεμβρίου, η ιταλική ηγεσία έστειλε δύο σαφείς οδηγίες στον Ιταλό στρατηγό  Gandin, σύμφωνα με τις οποίες «τα γερμανικά στρατεύματα πρέπει να θεωρηθούν ως εχθρικά» και ότι «στις προσπάθειες αφοπλισμού από τις γερμανικές δυνάμεις, πρέπει να αντισταθούμε με όπλα». Στις 13 Σεπτεμβρίου, μια γερμανική νηοπομπή πέντε πλοίων προσέγγισε την πρωτεύουσα του νησιού, το Αργοστόλι. Οι ιταλοί αξιωματικοί πυροβολικού με δική τους πρωτοβουλία, διέταξαν το πυροβολικό να ανοίξει πυρ, βυθίζοντας έτσι δύο γερμανικά αποβατικά σκάφη και σκοτώνοντας πέντε Γερμανούς


Μετά από την ιταλική παράδοση, ο Χίτλερ έδωσε διαταγή επιτρέποντας στους Γερμανούς να εκτελούνν με συνοπτικές διαδικασίες κάθε Ιταλό αξιωματικό ο οποίος αντιστεκόταν και στις 18 Σεπτεμβρίου, η γερμανική ανώτατη εντολή εξέδωσε ένταλμα όπου αναφέρεται ότι "λόγω της άπιστης και ύπουλης συμπεριφορά των Ιταλών της Κεφαλονιάς, δεν πρέπει να κρατηθούν ως αιχμάλωτοι". Οι Γερμανοί στρατιώτες ξεκίνησαν την εκτέλεση των Ιταλών σε ομάδες των 4 έως 10 κρατουμένων, σκοτώνοντας πρώτα τους Ιταλούς που παραδόθηκαν, με πολυβόλα. Μετά οι Γερμανοί μετέφεραν τους υπόλοιπους αιχμαλώτους στο δημαρχείο των Αγίων Θεοδόρων και εκεί οι κρατούμενοι εκτελέστηκαν από οκτώ αποσπάσματα.

Ο ίδιος ο Χίτλερ είχε δώσει τη διαταγή να χτυπήσουν τους Ιταλούς χωρίς οίκτο.
Η σφαγή χιλιάδων Ιταλών αιχμαλώτων πολέμου στην Κεφαλονιά αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της γερμανικής Βέρμαχτ στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.Είναι η ιστορία που μεταφέρθηκε στο κινηματογράφο με την ταινία "Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι".

Το είδαμε Εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...