Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 24, 2014

Συναξαριστής της 24ης Δεκεμβρίου

Ἡ Ἁγία Εὐγενία ἡ Ὀσιοπαρθενομάρτυς καὶ Παραμονὴ Χριστουγέννων (Νηστεία ἐκ πάντων)
 

Ἔζησε στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ οἱ γονεῖς της ὀνομαζόταν Φίλιππος καὶ Κλαυδία. Ἐπίσης, εἶχε καὶ δυὸ ἄλλα ἀδέλφια, τὸν Ἀβίτα καὶ τὸ Σέργιο.

Ὁ πατέρας της διορίστηκε ἔπαρχος στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ πῆγε ἐκεῖ μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια. Ἐκεῖ ἡ Εὐγενία σπούδασε κατὰ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο καὶ ἔμαθε ἄριστα τὴν ἑλληνικὴ καὶ ρωμαϊκὴ φιλολογία. Ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές της, ψάχνοντας γιὰ περισσότερη γνώση πῆρε στὰ χέρια της ἀπὸ μία χριστιανὴ κόρη τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὅταν τὶς διάβασε, ἐντυπωσιάσθηκε πολύ.

Ἐκεῖ μέσα δὲν ὑπῆρχαν θεωρίες καὶ φιλοσοφικὲς δοξασίες. Οἱ γραμμές τους ἐνέπνεαν ζωὴ καὶ ἐλπίδα. Ἐκείνη τὴν περίοδο, οἱ γονεῖς της ἤθελαν νὰ τὴν δώσουν σύζυγο σὲ κάποιο Ῥωμαῖο ἀξιωματοῦχο, τὸν Ἀκυλίνα. Τότε ἡ Εὐγενία, ἀρνούμενη νὰ δεχθεῖ αὐτὴ τὴν πρόταση τῶν γονέων της, κάποια νύχτα ντύθηκε ἀνδρικὰ καὶ ἔφυγε σὲ ἄλλη πόλη.

Ἐκεῖ κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε χριστιανὴ καὶ ἔλαβε συγχρόνως τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Μετὰ ἀπὸ χρόνια, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι της καὶ ἡ ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς γονεῖς της ἔγινε μέσα σὲ δάκρυα καὶ ἀνέκφραστη χαρά.

Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ ὅλοι στὸ σπίτι τῆς Εὐγενίας δέχθηκαν τὸ χριστιανισμό. Ἀπὸ μῖσος τότε οἱ εἰδωλολάτρες τραυμάτισαν θανάσιμα τὸν πατέρα της. Καὶ ὅταν ἡ Εὐγενία ἐπέστρεψε στὴ Ῥώμη, ἐπειδὴ δὲ θυσίαζε στὰ εἴδωλα, τὴν ἀποκεφάλισαν, τερματίζοντας ἔτσι ἔνδοξα «τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως» μαζὶ μὲ τὴν ἐπίγεια ζωή της.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος τῇ ὑμνωδίᾳ, φῶς προσέλαβες θεογνωσίας, Εὐγενία Χριστοῦ καλλιπάρθενε· καὶ ἐν ὁσίων χορείᾳ ἐκλάμψασα, ἀθλητικῶς τὸν ἐχθρὸν ἐθριάμβευσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὴν τοῦ κόσμου πρόσκαιρον, φυγοῦσα δόξαν, τὸν Χριστὸν ἐπόθησας, τὸ εὐγενές σου τῆς ψυχῆς, ἀδιαλώβητον σῴζουσα, Μάρτυς θεόφρον, Εὐγενία πανεύφημε.


 

 
Ἡ Ἁγία Βάσιλα

Στοὺς Συναξαριστὲς σημειώνεται μόνο, ὅτι συμμαρτύρησε μὲ τὴν Ἁγία Εὐγενία καὶ θανατώθηκε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.

Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης ὅμως, νομίζει ὅτι ἡ Ἁγία αὐτὴ εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, διότι μαζὶ μ᾿ αὐτὴ ἀναφέρεται καὶ ἡ μνήμη τοῦ πατέρα τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, Φιλίππου, καθὼς καὶ τῶν ὑπηρετῶν της, Πρωτᾶ καὶ Ὑακίνθου, ποὺ ὅλοι μαζὶ μαρτύρησαν στὴν Ῥώμη ἐπὶ Κομόδου (180-192 μ.Χ.).

Ἀλλ᾿ ὁ Γαλανὸς στοὺς «Βίους τῶν Ἁγίων» ἀναφέρει ὅτι τὴν Βάσιλα προσήλκυσε στὸ χριστιανισμὸ ἡ Ἁγία Εὐγενία στὴ Ῥώμη. Ὁ μνηστῆρας ὅμως τῆς Ἁγίας Βασίλας, Πομπήιος, ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ κατέδωσε στὶς ἀρχὲς τὴν Ἁγ. Βάσιλα καὶ τὴν Ἁγία Εὐγενία, μὲ ἀποτέλεσμα, ἡ μὲν πρώτη νὰ ἀποκεφαλιστεῖ, ἡ δὲ δεύτερη ἀφοῦ πρῶτα ῥίχτηκε στὸν ποταμὸ Τίβερη καὶ διασώθηκε, κατόπιν νὰ ἀποκεφαλιστεῖ καὶ αὐτή.


 

 
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος

Ἦταν πατέρας τῆς Ἁγίας Εὐγενίας καὶ μαρτύρησε, ἀφοῦ θανατώθηκε μὲ μαχαῖρι.


 

 
Οἱ Ἅγιοι Πρωτᾶς καὶ Ὑάκινθος

Ἦταν ὑπηρέτες καὶ ἀργότερα συνασκητὲς τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν διὰ ξίφους στὴ Ῥώμη.


 

 
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος «ὁ ἀπὸ στρατιωτῶν»

Αὐτὸς ὁ Ἅγιος ἦταν στρατιώτης καὶ πῆρε μέρος στὸν πόλεμο κατὰ τῶν Βουλγάρων, ἐπὶ Νικηφόρου τοῦ Λογοθέτου (802-811).

Σὲ μία ὁδοιπορία διανυκτέρευσε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο. Τὴ νύχτα ὅμως, ἡ κόρη τοῦ ξενοδόχου τοῦ ἐπιτέθηκε μὲ ἁμαρτωλὲς προθέσεις. Ἀλλ᾿ ὁ Νικόλαος συγκρατήθηκε καὶ δὲν μόλυνε τὸ σῶμα του ἀπὸ τὴν αἰσχρὴ πράξη, στὴν ὁποία τὸν καλοῦσε καὶ τὸν ἐρέθιζε ἡ πονηρὴ κόρη.

Τότε ἀξιώθηκε νυκτερινῆς ὀπτασίας, ποὺ ἐπιβράβευσε τὴν ἁγνότητά του. Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν πόλεμο σῶος καὶ ἀβλαβῆς, ἀποσύρθηκε σὲ κάποια Μονή, ὅπου ἔγινε μοναχός. Καὶ ἀφοὺ ἔζησε ζωὴ ὁσία, πέθανε εἰρηνικά.


 

 
Ὁ Ἅγιος Ἀχαϊκός
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.


 

 
Ὁ Ὅσιος Ἀντίοχος

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὑποθέτει, ὅτι ὁ Ὅσιος αὐτὸς εἶναι ὁ λεγόμενος Πάνδεκτος (δηλαδὴ ὁ συγγραφέας τῆς Πανδέκτου), ποὺ ἔζησε στὰ μέσα τοῦ 7ου αἰῶνα, καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλατία καὶ ἦταν μοναχὸς στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα στὰ Ἱεροσόλυμα.

Αὐτὸς μάλιστα περιέγραψε καὶ τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες καὶ θρήνησε τὸ φόνο τῶν μοναχῶν τῆς Λαύρας ἀπὸ τοὺς ἐπιδρομεῖς.

Γιὰ τὸν Ἀντίοχο καλὴ μελέτη ἔγραψε ὁ ἀρχιμ. Κάλλιστος (1910) καὶ ὁ Ἰ. Φωκυλίδης στὸ ἔργο του «Ἡ Ἱερὰ Λαύρα Σάββα τοῦ ἡγιασμένου».


 

 
Ὁ Ὅσιος Βιτιμίων

Μᾶλλον ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου ποὺ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


 

 
Ὁ Ὅσιος Ἀφροδίσιος

Μᾶλλον ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου ποὺ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


 

 
Οἱ Ἅγιοι Σόσσιος καὶ Θεόκλειος

Ἄγνωστοι στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου.

Ἀναφέρονται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621, μὲ λίγα βιογραφικὰ στοιχεῖα.

Μαρτύρησαν ἐπὶ Μαξιμιανοῦ (286-305) καὶ Μαγνεντίου. Συνελήφθησαν σὰν χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Βαῦδο (ποὺ ἦταν ἡγεμόνας τῆς Ἀδριανουπόλεως τῆς Μακεδονίας) καὶ ἐπειδὴ δὲν πείστηκαν ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό, βασανίστηκαν ἀνελέητα μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο. Τόσα πολλὰ εἶναι τὰ βασανιστήριά τους, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀπαριθμηθοῦν καὶ ἀπορεῖ κανεὶς πὼς κατόρθωσαν νὰ ἐπιζήσουν. Τελικά τους ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ ἄφθαρτα στεφάνια τοῦ μαρτυρίου.


 

 
Ὁ Ἅγιος Κάστουλος

Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου καὶ τὰ ἔντυπα Μηναῖα.

Ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621 μὲ σύντομο βιογραφικὸ ὑπόμνημα.

Σύμφωνα λοιπὸν μ᾿ αὐτό, ὁ Ἅγιος αὐτὸς μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λικινίου (307-323), στὸν ὁποῖο καταγγέλθηκε σὰν χριστιανός. Ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν, τὸν κρέμασαν καὶ τοῦ ἔγδαραν τὸ δέρμα. Κατόπιν τὸν παρέδωσαν στὸν ἡγεμόνα Ζηλικίνθιο καὶ ἐπειδὴ δὲν κατάφερε κι᾿ αὐτὸς νὰ ἀλλαξοπιστήσει τὸν μάρτυρα, τὸν βασάνισε σκληρὰ καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε.


 

 
Ὁ Ἅγιος Ἀχμέδ ὁ Νεομάρτυρας

Ἦταν μωαμεθανὸς στὸ θρήσκευμα καὶ ὑπηρετοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη σὰν γραφέας τοῦ «δευτεράρη», ἐπικαλούμενος Πατσουρούνης.

Στὸ σπίτι του εἶχε σὰν ὑπηρέτρια κάποια χριστιανὴ Ῥωσίδα, στὴν ὁποία ἐπέτρεπε νὰ τελεῖ ἐλεύθερα τὰ θρησκευτικά της καθήκοντα στοὺς ναούς. Ὁ ἴδιος βαπτίσθηκε κρυφὰ καὶ ἔγινε χριστιανός.

Σὲ κάποια ἐπίσημη συζήτηση, ποὺ ἔγινε μὲ μορφωμένους μωαμεθανοὺς ἰσχυρίστηκε ὅτι ἡ μόνη ἀληθινὴ θρησκεία εἶναι ἡ Χριστιανικὴ καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό.

Τότε καταγγέλθηκε στὶς τουρκικὲς ἀρχές, συνελήφθη καὶ ἀπαγχονίστηκε στὶς 3 Μαΐου 1682 στὸ Κεάτχανε Μπαξὲ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ μαρτύριό του συνέγραψε ὁ Ἰ. Καρυοφύλλης.


 

 
Ὁ Ὅσιος Ἀγάπιος ὁ νεώτερος

Ὁ Ἀγάπιος ὁ νεώτερος, κατὰ κόσμον Ἀντώνιος Ἀντωνόπουλος, γνωστὸς καὶ ὡς Ἀγάπιος Παπαντωνόπουλος (Δημητσάνα, 1753-1812).

Φοίτησε στὴ σχολὴ τῆς γενέτειράς του, ὅπου εἶχε διδασκάλους τὸν Ἀγάπιο Λεονάρδο καὶ τὸν Γεράσιμο Γοῦνα. Ὅταν μὲ τὰ Ὀρλοφικὰ ἡ σχολὴ ἔκλεισε, ὁ Ἀγάπιος ἀκολούθησε τὸν Γεράσιμο Γοῦνα στὴ Σμύρνη, ὅπου συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ φημισμένη σχολὴ τῆς πόλης μὲ σχολάρχη τὸν Ἰερόθεο Δενδρινό.

Στὴ Σμύρνη πῆρε καὶ τὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ. Ἀργότερα ἀκολούθησε τὸν Γεράσιμο Γοῦνα στὴ Χίο καὶ τελικὰ ἐπέστρεψε στὴ γενέτειρά του Δημητσάνα, ὅπου τὸν Αὔγουστο τοῦ 1781 ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση τῆς παλιᾶς σχολῆς του.

Τὴ φήμη της ἡ σχολὴ τῆς Δημητσάνας τὴν ὀφείλει κατὰ κύριο λόγο στὸν Ἀγάπιο τὸν νεώτερο, ὁ ὁποῖος ἐπὶ 32 ὁλόκληρα χρόνια ἄσκησε τὰ καθήκοντα τοῦ σχολάρχη μὲ μοναδικὴ εὐσυνειδησία, ἐργατικότητα καὶ ἐντιμότητα.

Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό του Ἀγάπιου, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτεται στὴν ἀλληλογραφία του, εἶναι ἡ ἁπλότητα καὶ λιτότητα τῆς ζωῆς του: «... ζῶμεν δημητσανίτικα», γράφει στὸν Ἄνθιμο Καράκαλλο, ποὺ ἔνθερμα ὑποστήριζε τὸ ἔργο τῆς σχολῆς, «πότε μὲ μολόχες, πότε μὲ τζικνίδες, πότε μὲ ἁβρονιές, πότε μὲ ἀριάνι, πότε μὲ μοναχὸ ψωμί». Συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἀγάπιου δὲν ἔχουμε. Ἡ διδασκαλία του ὅμως, ἦταν ὁ σπόρος ἀπὸ τὸν ὁποῖο βλάστησαν πολλοὶ ἔξοχοι διδάσκαλοι καὶ κληρικοὶ τῆς ἐποχῆς.

Η σωτηριολογική προοπτική των Χριστουγέννων, απέναντι στη παγανιστική – μαγική παρουσία, διαφόρων καινοφανών πνευμάτων

Πολύς ο λόγος αναφορικά με τα Χριστούγεννα κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, ένας λόγος όμως παραπειστικός, κενός νοηματικού περιεχομένου, αφού ξαστοχά συστηματικά και δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ, στο ουσιαστικό νόημα των Χριστουγέννων, ως αφορμή υπαρξιακής σωτηρίας του ανθρώπου, με την ενανθρώπιση του θεανθρώπου Χριστού.
Τα λαμπιόνια τα στολίδια, οι εξωπραγματικές φάτνες και τα πρόσωπα που ανεπιτυχώς προσομοιάζονται για να θυμίσουν το γεγονός,  απέχουν μακράν από το να αποδώσουν το νόημα, του σωτηριολογικού γεγονότος της  γέννησης του Χριστού.
Από τη στιγμή που τα Χριστούγεννα απέκτησαν παγκοσμιοποιημένη διάσταση, ήταν μοιραίο να αδειάσουν ουσίας και να παραμείνουν νομιναλιστικά (ονομαστικά) μόνο, αφού κατάντησαν μια «απογυμνωμένη» ματεριαλιστική φιέστα, εμπορικού και οικονομικού χαρακτήρα. Τα Χριστούγεννα για τον «κόσμο» και το φρόνημά του, κατέστησαν μια «πλαστική» εορτή δίχως «σχήμα», «είδος» και «κάλλος», όπως και τόσες άλλες γιορτές και επέτειοι που κενώθηκαν νοήματος και απέμειναν άρρωστα σύμβολα, αφού ότι χάνει το νόημά του μέσα στο χρόνο, είναι καταδικασμένο να απενεργοποιηθεί, να στοιχειώσει,  και να μετατραπεί σε σαμανικό ξόανο.
Την  θέση όμως της απούσας ουσίας, τελολογικά σχεδόν πάντα, την καταλαμβάνει ο «τύπος» ή το «είδωλο» και αυτό ακριβώς συνέβη και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Έρχονται – φεύγουν τα Χριστούγεννα και εμείς μένουμε άγευστοι και άοσμοι της συγκλονιστικής φανέρωσης πως ένας «Θεός εφανερώθη εν σαρκί»(1), ως «Υιός του Ανθρώπου»(2). Εμείς παραμένουμε αυτιστικά «αλλού» τυρβάζοντας και μεριμνώντας περί πολλών και διαφόρων ενώ «ενός δε εστί χρεία»(3).
Είναι διάχυτη πλέον, στη ζωή που μας πλαισιώνει,  η προσπάθεια που καταβάλουν εγνωσμένα ή ανεπίγνωστα οι περισσότεροι από εμάς, να κρυφτούν από την πραγματικότητα και να δραπετεύσουν από τις ευθύνες τους, η πίεση για αποφυγή του εαυτού μας, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυξάνεται κάθε χρόνο με την αύξηση της εμπορικότητας, της εκοσμικεύσεως, και των διαφόρων ψευδο – ανθρωπιστικών θρησκευτικών εκδηλώσεων αυτής της περιόδου(4), ως  μπαλώματα και άλλοθι μιας καταρρακωμένης συνείδησης.
Επειδή λοιπόν το γεγονός αυτό καθαυτό του περιεχομένου των Χριστουγέννων,  δημιουργεί αδιαχείριστο άγχος αφού αρνούμαστε να μεταμορφωθούμε (μετανοήσουμε), ως ψυχική αντίσταση  επιλέγουμε να μεταμορφώσουμε τα Χριστούγεννα, από γεγονός πανανθρώπινης λυτρωτικής σωτηρίας, σε ένα «σκηνικό δράσης» απροσδιόριστων πνευμάτων παγανιστικής ιδιοπροσωπίας, με μαγικά χαρακτηριστικά, τα οποία  δήθεν, αν μας αγγίξουν θα μας χαρίσουν τύχη, υγεία, πλούτο, δόξα και βιολογική μακροζωία, δηλαδή τις τέσσερις βασικές πύλες της ψευδαίσθησης ανάμικτης με  την φθαρτότητα, την χοϊκότητα, την οίηση και την ματαιότητα.
Το τέλος των ψευδαισθήσεων όμως σήμανε πλέον οριστικά, και είναι μια ευκαιρία πρώτης τάξης, αυτό να το συνδέσουμε με το γεγονός των Χριστουγέννων, για μια προσωπική νέα αρχή, μια επανεκκίνηση, αφού προηγηθεί ένα ενσυνείδητο σβήσιμο, μια κάθαρση, μια μετανοημένη αυτοσυνειδησία, του εμπαθούς παθογόνου παρελθόντος μας, με την οριστική καταστροφή των παντός είδους «ιών», που κατάντησαν τη ζωή μας  αβίωτη  και οδήγησαν  την αυτοεκτίμησή μας  στο ναδίρ, δίχως μελλοντικό όραμα και ελπίδα.
Η υπέρβαση του ανθρωπίνως αδυνάτου, περιγράφεται με θεολογική σαφήνεια, από τον μακαριώτατο αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο  ως εξής: H πίστη και η προσωπική σχέση με τον Χριστό, αποδεσμεύουν και ενεργοποιούν κρυμμένες μέσα μας δυνάμεις για την υπέρβαση των ανθρωπίνως αδυνάτων Μεταγγίζουν συγχρόνως εκπληκτική ζωτικότητα στην ανθρώπινη ψυχή, για να αντέχει και στις πιο αντίξοες συνθήκες στερήσεως, κατατρεγμού, πιέσεων• και να συνεχίζει να δρα με αισιοδοξία δημιουργική. Την εμπειρία αυτή συμπυκνώνει η μαρτυρία του Αποστόλου Παύλου: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. 4:13). Οι εορτές της Εκκλησίας, μας καλούν να αναθεωρήσουμε τη ζωή μας. Να συνέλθουμε από την ταραχή και την κατάθλιψη. Να ανανεώσουμε την πίστη και τη βεβαιότητά μας ότι ο Χριστός, του Οποίου την έλευση στόν κόσμο εορτάζουμε, παραμένει “μεθ᾽ ἡμῶν”• ότι ῍τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστιν” (Λουκ. 18:27). Να αλλάξουμε τρόπο σκέψεως και συμπεριφοράς. Να συντονίσουμε τη ζωή μας με το θέλημα το δικό Του. Και η προσωπική αυτή αλλαγή αντανακλά πάντοτε ευεργετικά στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο• τονώνει την αντοχή, την αλληλεγγύη, την ειρήνη, τη δημιουργικότητα, με τρόπους που συχνά παραμένουν αθέατοι αλλά που είναι ουσιαστικοί. Η υπέρβαση του ανθρωπίνως αδυνάτου παραμένει κεντρικό μήνυμα των Χριστουγέννων και προσωπική εμπειρία εκείνων που ζουν εν Χριστῷ (5).
Οι άνθρωποι και οι κοινωνίες τους, δεν έχουν ανάγκη από μια νέα εποχή, που θα κουβαλάει στο DNA της την νοσογόνο παθογένεια των προηγουμένων εποχών, αλλά από μια νέα αρχή  η οποία θα εδράζεται στην αυτό-συναίσθηση και την μετάνοια, ως προοπτικών μιας καινής επανανοημαδοτημένης ζωής.
________________________________

1.Καινή Διαθήκη  Α΄ Τιμ. γ΄ 16
2.Καινή Διαθήκη  Ιωαν. ιβ΄23
3.Καινή Διαθήκη  Λουκ. ι΄42
4.παπα-Σταύρος Κοφινάς «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ» Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1982, σ.150
5.Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος  http://www.amen.gr/article7859 (22/12/2011)\

πηγή

Ξέσπασµα τῆς καρδιᾶς µου








Γλυκύτατε Ἰησοῦ µου, σκέπτοµαι πόσο µὲ ἀγάπησες.

Κάτι µὲ τραβοῦσε κοντά Σου.

Πόσες φορές, τὸ γνωρίζεις, τὸ εἶδες, Σὲ ἄφησα.

Μὲ τὴ ζωή µου τὴν ἁµαρτωλή Σοῦ ἔλεγα: δὲν σὲ ἀγαπῶ.

Καὶ ὅµως Σύ, Κύριε, “ἐπέτασας χείρας” σ΄ ἕνα παιδὶ ἄτακτο καὶ δύστροπο.

Ἔφτασα µέχρι τὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου.

Τὴν τελευταία στιγµὴ µὲ ἔπιανες καὶ µὲ τραβοῦσες ἀπὸ τὴν καταστροφή.

Πολλὲς φορὲς ἔφυγα ἀπὸ κοντά Σου, κι ἄλλες τόσες φορές, Φίλε µου Καλέ,

Γλυκέ, Σύντροφε τῆς ζωῆς µου, Παρηγοριὰ τῆς ψυχῆς,

πεφιληµένε µου καὶ ἀγαπητικὲ τῆς καρδιᾶς µου,

µὲ δάκρυα καὶ λυγµούς Σοῦ ἔλεγα:

“Σοὶ µόνῳ ἁµαρτάνω καὶ Σοὶ µόνῳ προσπίπτω”.

Ἐλέησόν µε . . . καὶ µὲ ἐλεοῦσες.

Δὲν µποροῦσα ὅµως ποτέ, Κύριέ µου, νὰ φαντασθῶ

Πὼς τόσο πολὺ θὰ µ΄ ἀγαποῦσες.

Τί νὰ πῶ; Ἐσὺ ξέρεις πιὸ πολλὰ ἀπ΄ ὅλους µας.

Οἱ ἀναστεναγµοί µου Σοῦ τὰ λένε.

Κύριε, Κύριε, θὰ ἀπαντήσω πὼς εἶσαι ὁ πόθος τῆς καρδιᾶς µου.

Ναί, Κύριε, Σ΄ ἀγαπῶ, παρ΄ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα στοιχεῖα µου.

Πορεύου, Κύριε µαζί µου κάθε στιγµή !

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ




῾Η προσέλευση τῶν Χριστιανῶν στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας συνιστᾶ τή μεγαλύτερη κατάφαση καί ἀποδοχή τοῦ γεγονότος τῆς ᾽Ενανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Θεός μας ἦλθε μέν στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος ῾ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου᾽, κατά τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, θέλησε ὅμως νά διαιωνίσει τή σάρκωσή Του αὐτή μέ τήν ἵδρυση τῆς ᾽Εκκλησίας Του. ῾Η ᾽Εκκλησία, κατά τήν αὐγουστίνεια ἔκφραση, εἶναι ῾ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας᾽, ὁ ῾Οποῖος θέλησε νά ὑπάρχει στόν κόσμο καί μετά τήν ᾽Ανάληψή Του στούς οὐρανούς μέ ἄλλον τρόπο ἀπό ὅ,τι ἦταν στήν πρώτη Του παρουσία: ἐν Πνεύματι καί μάλιστα ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου. Στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας  βλέπουμε αὐτό πού εἶναι ἡ ᾽Εκκλησία: ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πού βρίσκεται μαζί μέ τούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται νά Τόν φᾶνε καί νά Τόν πιοῦνε, προκειμένου νά γίνουν ῞Ενα μ᾽ ᾽Εκεῖνον. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή καταλαβαίνει κανείς τήν ἐπιμονή τῆς ᾽Εκκλησίας γιά τή συμμετοχή τοῦ πιστοῦ στή Θεία Λειτουργία. Χωρίς τή συμμετοχή αὐτή ὁ χριστιανός ἀκυρώνει τήν πίστη του καί δέν ἐνεργοποιεῖ τό βάπτισμά του. Χριστιανός λοιπόν χωρίς ἑτοιμασία γιά Θεία Κοινωνία ἰδιαιτέρως τά Χριστούγεννα, ὅπως καί τίς ἄλλες μεγάλες ἑορτές τῆς Χριστιανοσύνης, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει.
Ἡ παραπάνω ἀλήθεια καθιστᾶ φανερή τή σημασία τελικῶς τῶν Χριστουγέννων. ῎Αν ἡ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ ἐκτείνεται μέσα στόν χρόνο εἶναι γιατί Αὐτός πού σαρκώθηκε δέν ἦταν ἕνα τυχαῖο ὄν, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεός πού ῾ἔκλινε οὐρανούς καί κατέβη᾽. Κατά τή μαρτυρία τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ἤδη στήν ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου του ῾ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος...Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν᾽. Καί γιά ποιο σκοπό πραγματοποιήθηκε ἡ κάθοδος αὐτή; Κατέβηκε ὁ Θεός γιά νά ἀνέβη ὁ ἄνθρωπος. Σκοπός τῆς ᾽Ενανθρωπήσεως ἦταν ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐπανασύνδεσή του δηλαδή μέ τόν Δημιουργό του, ἀπό τόν ῾Οποῖο εἶχε ξεπέσει λόγω τῆς ἁμαρτίας του. ῾Ο Χριστός ἔρχεται στόν κόσμο γιά νά καθαρίσει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο καί νά τοῦ ἀνοίξει καί πάλι τή χαμένη του προοπτική, νά μοιάσει στόν Θεό.
Σέ ὅλο αὐτό τό μεγαλειῶδες σχέδιο τοῦ Θεοῦ πού ἡ ἀνθρώπινη λογική ἀδυνατεῖ νά κατανοήσει ἐπισημαίνουμε μεταξύ τῶν ἄλλων δύο καίριες ἀλήθειες: τό μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρῶτον, τήν ἄπειρη ταπείνωσή Του δεύτερον.
Καί ὡς πρός τό πρῶτο. ῾Ο πιστός ἄνθρωπος στό γεγονός τῶν Χριστουγέννων ἀναγνωρίζει ὡς γενεσιουργό αἰτία τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κανένας καί τίποτε δέν κίνησε τόν Θεό, παρά μόνον ἡ ἐλεύθερη ἀγάπη Του. ῾Οὔτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον – σημειώνει ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Εὐαγγελιστής - ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον᾽. Κι αὐτή ἡ ἀγάπη Του διαπιστώνεται ὄχι μόνο κατά τή συγκεκριμένη στιγμή τῆς ᾽Ενανθρωπήσεώς Του, ἀλλά καί κατά τήν προετοιμασία τοῦ ἐρχομοῦ Του, ὅπως καί στή συνέχεια μετά από αὐτήν. Τί ἐννοοῦμε;
῾Η προετοιμασία τοῦ ἐρχομοῦ Του γίνεται μέ τήν ἀποστολή τῶν προφητῶν τοῦ Θεοῦ τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. ῾Η Π. Διαθήκη συνιστᾶ ἀκριβῶς τήν προετοιμασία, τήν ὑπόσχεση τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πού ὁ Θεός εἶχε ὑποσχεθῆ ἤδη ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τῶν Πρωτοπλάστων – τό λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο: θά ἔρθει στόν κόσμο ὁ ἀπόγονος τῆς γυναίκας πού θά συντρίψει τόν διάβολο καί θά ἀποκαταστήσει τή χαλασμένη λόγω τῆς ἁμαρτίας σχέση τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό – αὐτό διαρκῶς ἀνανεωνόταν μέ τήν ἀποστολή τῶν διαφόρων προφητῶν. Οἱ προφῆτες τῆς Π. Διαθήκης ὡς ἔργο εἶχαν ἀκριβῶς νά κηρύσσουν τή μετάνοια στόν λαό τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐκεῖνος ἀπομακρυνόταν ἀπό τήν ὀρθή πορεία του, καί νά ἀνανεώνουν τήν ἀρχική ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν ἄφηνε τόν κόσμο, κάτι πού ἰδιαιτέρως φάνηκε, ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα γιά νά ἔλθει ὄχι κάποιος ἁπλός ἀπεσταλμένος Του ἀλλά ὁ ῎Ιδιος ὁ Υἱός Του.
Ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου λοιπόν ἀποτελεῖ κορυφαία ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, ἀγάπης ὅμως πού συνεχίστηκε καί μετέπειτα, μέ ἀποκορύφωση τή σταυρική Του θυσία. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ θεολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας ἀπαρχῆς συνέδεσε τά δύο αὐτά γεγονότα, διότι ἀκριβῶς τά εἶδε κάτω ἀπό τήν ἴδια προοπτική τῆς ἀγάπης. Γέννηση καί Σταυρός συνυπάρχουν, γι᾽ αὐτό καί ὁ χρωστήρας τῶν θεολόγων ζωγράφων τῆς ᾽Εκκλησίας ἀποτύπωσε τή συνύπαρξη αὐτή  κ α ί  στήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ - ὅταν στό σπήλαιο ὁ μικρός Χριστός κείτεται σπαργανωμένος πάνω σέ μία λάρνακα – κ α ί  στή γνωστή εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς τοῦ χάρου, καθώς λέγεται, στήν ὁποία ἡ Παναγία κρατᾶ τόν μικρό Χριστό ὄχι στή συνηθισμένη Του μορφή, ἀλλ᾽ ὡς μικρό ἐσταυρωμένο. Τό ῾ἔδει παθεῖν τόν Χριστόν᾽ καί τό γεγονός ὅτι εἶναι ῾τό ἀρνίον τό ἐσφαγμένον ἀπό καταβολῆς κόσμου᾽ βρίσκουν στό σημεῖο αὐτό τήν ἀκριβή τους ἐκπλήρωση.
῾Ως πρός τό δεύτερο σημεῖο τῆς ταπείνωσης τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός μας δέν διστάζει, κινούμενος ἀπό τήν ἀπειρία τῆς ἀγάπης Του, νά ἔλθει ὡς ἄνθρωπος, νά προσλάβει δηλαδή τήν ἀνθρώπινη φύση, σῶμα καί ψυχή, χωρίς νά ἀποστρέφεται τήν ῾ἀνοστιά᾽ αὐτῆς (ἱ. Χρυσόστομος). Δέν θεώρησε ὅτι ἦταν κάτι ὑποτιμητικό γιά τή μεγαλοσύνη Του τό γεγονός τοῦτο. Δέν θεώρησε ὅτι ὑποβαθμίστηκε. Κι αὐτό συμβαίνει γιατί ὁ Θεός μας - ἄς ἐπιτραπῆ ἡ προκλητική ἔκφραση – δέν εἶναι ῾κομπλεξικός᾽. ᾽Εμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε κομπλεξικοί, γι᾽ αὐτό καί πιστεύουμε ὅτι δέν ἀξίζει νά ῾ρίχνουμε᾽ τόν ἑαυτό μας καί θά πρέπει νά τόν κρατᾶμε στό ῾ὕψος᾽ του. ῾Ο Θεός μας ὅμως εἶναι τέλειος καί δέν περιμένει ἀναγνώριση ἀπό κανέναν. Ἡ αὐτοσυνειδησία Του εἶναι ἀπόλυτη καί ὁ ῎Ιδιος εἶναι ὁ μόνος κριτής τοῦ ῾Εαυτοῦ Του. ῾Η μόνη ἀναγνώριση πού θέλει ὁ Θεός εἶναι ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου σέ Αὐτόν, διότι ἀπό αὐτήν ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία του. ῎Ετσι ὁ Θεός μας ἐπιλέγει νά ἔλθει ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά καί πάλι μέ τρόπο πού προκαλεῖ τήν ἀνθρώπινη ῾χαλασμένη᾽ λογική: νά περικλεισθεῖ μέσα σέ ἕνα ῾μικρό κομμάτι κρέας καί ὑποκάτω εἰς τήν μωρίαν ἑνός ἀγνώστου καί ἀφώνου νηπίου᾽ ( ἅγιος Νικόδημος ἁγιορείτης), καί μάλιστα σέ μία περιοχή ἀπό τίς πιό ἄγνωστες τῆς γῆς: σ᾽ ἕνα χωριό τῆς ᾽Ιουδαίας! Τά χτυπήματα στή λογική τοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνεχῆ καί ἀπανωτά! Δέν φτάνει δηλαδή τό γεγονός ὅτι γίνεται ἄνθρωπος, πράξη δηλαδή ἐντελῶς ὑποτιμητική γι᾽ Αὐτόν, ἔρχεται καί ὡς βρέφος καί μάλιστα ἄσημα καί ἄδοξα! Τουλάχιστον, θά σκεφτόταν κάποιος μέ ῾τετράγωνη᾽ λογική, ἄς ἐρχόταν ὡς πριγκηπόλουλο. Θεός εἶναι! Κι ὅμως! Δέν ἐπιλέγει οὔτε αὐτό, τό ἐντελῶς ἁπλό καί λογικό. Γιατί; Διότι θέλει νά μᾶς σώσει, δηλαδή νά κερδίσει ὄχι τόν θαυμασμό μας, ὄχι τήν ὑποταγή μας, ἀλλά τήν καρδιά μας. Γιά νά μήν ἀφήσει περιθώριο σέ κανέναν, ἀκόμη καί σ᾽ ἐκεῖνον πού θά ἔλεγε ὅτι ἔρχεται ῾ταξικά᾽, γι᾽ αὐτό καί ἐπιλέγει καί τήν πιό ταπεινή θέση. ῾Μυστήριον ξένον ὁρῶ καί παράδοξον, οὐρανόν τό σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν τήν Παρθένον, τήν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος, Χριστός ὁ Θεός, ὅν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνωμεν᾽! ῾Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν. Πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν᾽.
῾Η ἱστορία τῆς Θείας Οἰκονομία, ἤδη ἀπό τήν πρώτη φάση της μέ τήν Παλαιά Διαθήκη, μᾶς ἔχει προσανατολίσει στόν τρόπο αὐτῆς τῆς ταπεινῆς ἐμφάνισης τοῦ Θεοῦ. ᾽Ενδεικτικά καί μόνον νά μνημονεύσουμε τό γνωστό καί πάντα συγκινητικό περιστατικό τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στόν προφήτη ᾽Ηλία. ῾Ο προφήτης διωγμένος καί ἐξόριστος βρίσκεται μόνος καί ἀπελπισμένος. Κατά τή γνώμη του ὅλοι εἶχαν ἀλλαξοπιστήσει στόν ᾽Ισραήλ. Καί προσφεύγει στόν Θεό, ὁ ῾Οποῖος τοῦ ὑπόσχεται ὅτι τήν ἑπομένη τῆς προσευχῆς του θά τοῦ φανερωθεῖ. ῾Ετοιμάζεται ὁ προφήτης καί τήν ἑπομένη πράγματι βγαίνει ἀπό τό σπήλαιό του γιά νά ὑποδεχθεῖ τόν Δημιουργό του. Τά γεγονότα εἶναι ὄντως συγκλονιστικά: βίαιος ἄνεμος ἀρχίζει καί σαρώνει τά πάντα στό πέρασμά του. ῾῾Ο Θεός!᾽, σκέφτεται ὁ προφήτης κι ἑτοιμάζεται νά προσκυνήσει. ᾽Αλλά ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ μέσα του εἶναι σαφής: δέν εἶναι ὁ Θεός στόν δυνατό καί βίαιο ἄνεμο! ῞Υστερα μέγας σεισμός συγκλονίζει τόν τόπο πού βρίσκεται ὁ προφήτης. Καί στή σκέψη του πάλι ὅτι ἦλθε ὁ Θεός παίρνει τήν ἀπάντηση: δέν εἶναι στόν σεισμό ὁ Θεός! ῎Επειτα δυνατή φλόγα ἀρχίζει καί καίει τόν ὅλο χῶρο. ᾽Αλλά γι᾽ ἀκόμη μία φορά ἀκούει ὁ προφήτης: δέν εἶναι στή φλόγα ὁ Θεός. Καί τέλος, ἕνα ἁπλό καί δροσερό ἀεράκι ἀρχίζει νά φυσάει, μία αὔρα πού ἔνιωθε ὁ προφήτης ὅτι τόν ἀναζωογονεῖ καί τόν παρηγορεῖ. Κι ἀκούει πιά τή φωνή: ἐδῶ εἶναι ὁ Θεός! Στό περιστατικό μαθαίνει ὁ προφήτης τόν τρόπο ἐμφάνισης τοῦ Θεοῦ. ῞Οσο ὁ κόσμος αὐτός βρίσκεται στήν κατάσταση πού εἶναι, ὅσο ἀκόμη δέν ἔρχεται ἡ γενική κρίση τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ κόσμου, ὁ Θεός μας θά ἐπιλέγει τήν ἁπαλή παρουσία, τήν ταπεινή ἐμφάνεια, αὐτό πού κατεξοχήν εἴδαμε μέ τήν ᾽Ενανθρώπή Του ἐν Βηθλεέμ τῆς ᾽Ιουδαίας.
Κι αὐτό τό γεγονός βεβαίως καθορίζει καί τήν πορεία ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων: ὄχι μόνο καλούμαστε νά ζοῦμε τήν ᾽Ενανθρώπηση μέ τήν κοινωνία τοῦ σώματος και τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ στή Θεία Κοινωνία, ἀλλά καί μέ τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση πού πρέπει νά ἔχουμε στή ζωή μας. Οἱ ἅγιοί μας ἄν ἔχουν τή μεγάλη σημασία πού ἔχουν στήν ᾽Εκκλησία μας εἶναι διότι καί μετεῖχαν πάντα στά μυστήρια τῆς ᾽Εκκλησίας καί μάλιστα στή Θεία Εὐχαριστία, ἀλλά καί ἐπέλεγαν διαρκῶς στήν ὅλη συμπεριφορά τους τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ μας! ῾Η διπλή αὐτή ἐπιλογή – συμμετοχή στά μυστήρια καί ζωή ταπείνωσης καί ἀγάπης – κάνει τελικῶς τόν ἄνθρωπο νά μορφώνει μέσα του τόν Χριστό, νά παίρνει δηλαδή ᾽Εκεῖνος μορφή μέσα μας. ᾽Αλλά αὐτό συνιστᾶ καί τόν σκοπό μας ὡς ἀνθρώπων πάνω σ᾽ αὐτή τή γῆ πού βρεθήκαμε: νά γίνουμε Χριστός. Καί γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ἦλθε ὁ Χριστός στόν κόσμο. 
πηγή

Τρίτη, Δεκεμβρίου 23, 2014

Πώς πάμε Στο Χριστό;

Ἅγια, εἶναι ἡ νύχτα, πού ἦρθε στόν κόσμο ὁ Χριστός. Ἅγια· καί ὁλόφωτη.
•Τότε ἦρθε στόν κόσμο τό ΦΩΣ· τό ΦΩΣ τό ἐκ ΦΩΤΟΣ.
Μά, αὐτό τό γενικό, μόνο του ΔΕΝ ἀρκεῖ! Πρέπει καί ἐμεῖς, ὁ καθένας μας, νά Τόν δεχθῆ· νά ᾿ρθῆ σέ σχέση προσωπική μαζί Του. Πρέπει νά γίνει πιστός· χριστιανός. Πιστός στόν Χριστό!
Τότε κάποιοι Τόν βρῆκαν. Μποροῦμε νά Τόν βροῦμε καί ἐμεῖς. Ἀρκεῖ νά Τόν ἀναζητήσουμε σωστά· ἀκολουθώντας, ὄχι κάποιο δρόμο, ἀλλά ἕνα ἐγγυημένο δρόμο.
Καί δρόμοι ἐγγυημένοι εἶναι δύο:
Ὁ ἕνας εἶναι ὁ δρόμος τῆς Παναγίας.
Ὁ ἄλλος εἶναι ὁ δρόμος τῶν Ποιμένων καί τῶν Μάγων.
* * *
1. Ἡ Παναγία, ἡ Μαρία ἀπό τήν Ναζαρέτ, ἦταν μιά ἁπλῆ κοπέλλα. Δέν ἦταν, οὔτε ἱστοριοδίφης· οὔτε φυσιοδίφης· οὔτε στοχαστής. Πίστευε στήν πραγματικότητα. Καί εἶχε ὁδηγό της, τήν πραγματικότητα.
Τῆς μίλησε ὁ ἄγγελος Γαβριήλ. Τῆς εἶπε, ὅτι θά γεννήσει τόν Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Μά αὐτή ΔΕΝ χάρηκε. Ἀντέδρασε. Καί ἀπάντησε: Πῶς μπορεῖ γυναίκα νά γεννήσει παιδί, χωρίς συνεύρεση μέ ἄνδρα;
Τῆς ἀπάντησε ὁ ἄγγελος: Μπορεῖ! Ὅταν θέλει ὁ Θεός, δέν λειτουργοῦν, πάνε στήν ἄκρη, οἱ νόμοι τῆς φύσης! ΔΕΝ στέκουν ἐμπόδιο στήν θέληση τοῦ Θεοῦ!
Καί ἡ Μαρία, τό κατάλαβε. Τό κατάλαβε σωστά. Καί εἶπε:
Ἐγώ εἶμαι ΔΟΥΛΗ τοῦ Κυρίου. Γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου!
Καί συνέλαβε τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ: «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου».
Καί γι᾿ αὐτό ἡ Παναγία ξέροντας, ὅλα αὐτά καί τόν τρόπο πού γέννησε, μόλις ἔτεκε τόν Χριστό, Τόν προσκύνησε! Σάν Θεό της. Σάν σωτήρα της. Σάν σωτήρα ὅλου τοῦ κόσμου.
2. Ἄλλος δρόμος, ἁπλούστερος, πιό βατός σέ μᾶς τούς ἀδύναμους, εἶναι ὁ δρόμος τῶν ποιμένων.
Ἀγρυπνοῦσαν κοντά στά πρόβατά τους. Καί ἐκεῖ εἶδαν ξαφνικά ἄγγελο. Καί ὁ ἄγγελος τούς μίλησε καί τούς εἶπε:
-Σᾶς φέρνω χαρμόσυνο μήνυμα. Γεννήθηκε στήν Βηθλεέμ ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου! Πηγαίνετε νά Τόν ἰδεῖτε· καί νά Τόν προσκυνήσετε!
Καί αὐτοί μέ ἁπλότητα· μά ἀποφασιστικά εἶπαν:
- Πᾶμε! Ἐπιτρέπεται, μετά ἀπό τέτοιο μήνυμα, νά διστάζει ἄνθρωπος καί νά βαριέται; Νά μετράει βήματα;
Καί ξεκίνησαν νά ἰδοῦν. Τί νά ἰδοῦν; Ἕνα νεογέννητο! Καί ἐπῆγαν. Καί τό βρῆκαν στό σπήλαιο. Καί τό εἶδαν. Καί τό προσκύνησαν! Τόσο εὔκολα;
Ναί. Γιατί κατάλαβαν, ὅτι τά λόγια τοῦ Ἀγγέλου, ἦταν λόγια σοβαρά. Καί τά δέχθηκαν. Γιατί κατάλαβαν, ὅτι τό βρέφος ἐκεῖνο, δέν ἦταν ἕνα κάποιο βρέφος, ἀλλά ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ συνάναρχος, καί ὁμόθρονος μέ τόν ΠΑΤΕΡΑ.
Καί «ἐθαύμασαν». Δηλαδή κατάλαβαν, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ· καί πόσο ἀπέραντη ἡ ἀγάπη Του γιά μᾶς.
Κάτι ἀνάλογο ἔκαμαν καί οἱ μάγοι. Εἶδαν ἀστέρι στόν Οὐρανό. Καί κατάλαβαν. Καί ξεκίνησαν, ψάχνοντας γιά ἕνα μεγάλο βασιλιά, κυρίαρχο στόν κόσμο ὅλο! Καί ἐπῆγαν. Καί Τόν βρῆκαν μικρό παιδί, μωρουδάκι. Καί κατάλαβαν πολύ περισσότερα ἀπό ὅσα ἄφιναν νά φανοῦν τά φαινόμενα. Κατάλαβαν, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ταπείνωση.
Ἀγάπη πού ἦρθε νά μᾶς σώσει μέ τήν ταπείνωσή Του.
Καί Τόν προσκύνησαν μέ διπλό πόθο καί μέ ἀπέραντη πίστη!...
* * *
Γιά τήν Παναγία, γιά τούς μάγους καί γιά τούς ποιμένες, αὐτά ἦταν... αὐτονόητη πορεία!
Γιατί γιά μᾶς ἁπλῶς μένουν ἀπορία; Μήπως, γιατί δέν ἔχομε καλή καί καθαρή καρδιά;
Ἄς φροντίσωμε, νά κάνωμε τήν καρδιά μας λίγο πιό καθαρή. Γιά νά μπορεῖ νά ᾿ρθῆ ὁ Χριστός κοντά μας, καί νά τήν γεμίσει μέ τήν χάρη Του, μέ τήν εἰρήνη Του, μέ τήν εὐλογία Του.
+ ὁ Ν. Μ.
Το είδαμε εδώ

Λόγος στη Γέννηση του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Μυστήριο παράξενο και παράδοξο βλέπω. Ποιμένες ακούγονται στα αυτιά μου, όχι επειδή παίζουν ένα υπαίθριο σκοπό, αλλά επειδή τραγουδούν ουράνιο ύμνο. Άγγελοι τραγουδούν, Αρχάγγελοι μέλπουν, υμνούν τα Χερουβίμ, δοξολογούν τα Σεραφίμ, οι πάντες γιορτάζουν επειδή βλέπουν τον Θεό πάνω στην γή και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Τον (Θεό πού είναι) άνω (τώρα να είναι) κάτω από οικονομία και τον (άνθρωπο που είναι) κάτω (τώρα να είναι) άνω από φιλανθρωπία. Σήμερα η Βηθλεέμ τον ουρανό εμιμήθηκε. Επειδή αντί για αστέρια αγγέλους που υμνούν δέχθηκε και αντί για τον ήλιο τον Ήλιο της Δικαιοσύνης απεριγράπτως εχώρεσε. Και μην αναζητάς πως. Επειδή όπου θέλει ο Θεός νικιέται η τάξη της φύσεως. Επειδή θέλησε, το κατόρθωσε, κατήλθε, έσωσε. Όλα (τα κτίσματα) συντρέχουν με τον Θεό (τον Κτίστη). Σήμερα ο Ων τίκτεται και ο Ων γίνεται αυτό που δεν ήταν. Γιατί ενώ είναι Θεός, γίνεται άνθρωπος, χωρίς να πάψει να είναι Θεός. Επειδή δεν έγινε άνθρωπος με το να πάψει να είναι Θεός, αλλά ούτε πάλι με το να προκόψει από άνθρωπος έγινε Θεός. Αλλά ενώ είναι ο (Θεός) Λόγος, έγινε σαρξ (δηλαδή και άνθρωπος) με απάθεια, χωρίς να μεταβληθεί η φύση Του (σημ: στο Ένα πρόσωπο του Χριστού αποδίδονται η Θεία και η ανθρώπινη φύση)...

Επειδή λοιπόν όλοι σκιρτούν από χαρά, να σκιρτήσω θέλω κι εγώ, να χορεύσω επιθυμώ, να πανηγυρίσω θέλω. Αλλά χορεύω χωρίς να παίζω κιθάρα, χωρίς να κινώ κλαδιά κισσού, χωρίς να κρατώ αυλούς, χωρίς να ανάβω λαμπάδες, αλλά αντί για μουσικά όργανα κρατώντας τα σπάργανα του Χριστού. Γιατί αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά η ζωή μου, αυτά η σωτηρία μου, αυτά ο αυλός μου, αυτά η κιθάρα μου. Γι’ αυτό κι έρχομαι κρατώντας αυτά, για να λάβω με την δύναμή τους ισχύ λόγων και να πω μαζί με τους Αγγέλους “Δόξα εν υψίστοις Θεώ” και μαζί με τους ποιμένες “κι επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία”. Σήμερα αυτός, που γεννήθηκε αρρήτως εκ του Πατρός, αφράστως τίκτεται από Παρθένο για μένα. Αλλά τότε γεννήθηκε κατά φύσιν από τον Πατέρα πριν τους αιώνες, καθώς ο Πατέρας γνωρίζει. Ενώ πάλι σήμερα παρά φύσιν ετέχθη καθώς γνωρίζει η Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και η άνω γέννησή του αληθής και η κάτω γέννηση αψευδής. Και αληθινά Θεός εκ Θεού εγεννήθη και αληθινά άνθρωπος ο Ίδιος εκ Παρθένου ετέχθη. Άνω μόνος εκ μόνου Μονογενής, κάτω μόνος εκ Παρθένου μόνης Μονογενής ο Ίδιος. Επειδή όπως ακριβώς (είναι) ασεβές να εννοήσουμε μητέρα για την άνω γέννηση έτσι (είναι) βλάσφημο να υπονοήσομε πατέρα για την κάτω γέννηση. Ο Πατέρας γέννησε απαθώς χωρίς να μειωθεί η Θεία Του φύση και η Παρθένος αφθόρως έτεκε. Επειδή ούτε ο Πατέρας έπαθε κάποια μείωση όταν γέννησε, επειδή θεοπρεπώς εγέννησε. Ούτε η Παρθένος έπαθε φθορά όταν έτεκε, επειδή πνευματικώς έτεκε.
Όπως ακριβώς ο τεχνίτης όταν βρει χρησιμότατο υλικό κατασκευάζει ωραιότατο σκεύος έτσι κι ο Χριστός όταν βρήκε της Παρθένου άγιο το σώμα και την ψυχή, κατεκόσμησε για τον εαυτόν Του έμψυχο ναό, με τρόπο που θέλησε έπλασε άνθρωπο μέσα στην Παρθένο και αφού ντύθηκε αυτόν (σημ: από την σύλληψή Του ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος), σήμερα έρχεται, χωρίς να ντραπεί την ασχήμια της (ανθρώπινης) φύσεως. Επειδή δεν θεωρούσε ύβρη για τον εαυτόν Τον να φορέσει το δικό του έργο. Και το πλάσμα απέκτησε μεγίστη δόξα επειδή έγινε ένδυμα του Τεχνίτη. Επειδή όπως ακριβώς κατά την πρώτη δημιουργία ήταν αδύνατον να κατασκευάσει τον άνθρωπο πριν έλθει ο πηλός στα χέρια Του, έτσι και το φθαρμένο σκεύος ήταν αδύνατον να μεταποιηθεί εάν δεν γινόταν ένδυμα του Δημιουργού. Αλλά τι να πω και τι να λαλήσω; Επειδή το θαύμα με εκπλήττει. Ο Παλαιός των ημερών Παιδί έγινε, Αυτός που κάθεται σε θρόνο υψηλό και ανυψωμένο τοποθετείται σε φάτνη, ο ανέγγιχτος, ο απλός κι ασύνθετος κι ασώματος με ανθρώπινα χέρια τυλίγεται, Αυτός που σπάει τα δεσμά της αμαρτίας με σπάργανα εμπλέκεται, επειδή αυτό θέλει. Επειδή θέλει την ατιμία να την κάνει τιμή, την αδοξία να την ντύσει με δόξα, την ύβρη να κάνει αρετή. Γι’ αυτό και λαμβάνει το δικό μου σώμα για να χωρέσω εγώ τον δικό του Λόγο (σημ: με την Θεία Μετάληψη ο πιστός γίνεται ναός του Χριστού). Και επειδή έλαβε την δική μου σάρκα μου δίνει το δικό Του Πνεύμα. Έτσι ώστε δίνοντας και λαμβάνοντας να μου εμπορευθεί τον θησαυρό της ζωής. Μου λαμβάνει την σάρκα για να με αγιάσει. Μου δίνει το Πνεύμα για να με διασώσει. Αλλά τι να πω και τι να λαλήσω; “Να, η Παρθένος θα συλλάβει”. Δεν λέγεται πια σαν κάτι που θα γίνει, αλλά θαυμάζεται σαν πεπραγμένο.
Διασκευασμένο απόσπασμα από το
“ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ” του Αγ. Ιωάννη Χρυσοστόμου

Χριστούγεννα...οπως ξέρειησιάζουμε ξανά στην ημερομηνία των γενεθλίων μου...

 Όπως θα ξέρεις, πλησιάζουμε ξανά στην ημερομηνία των γενεθλίων μου. Κάθε χρόνο γίνεται γιορτή προς τιμή μου, έτσι και φέτος.

Αυτές τις μέρες ο κόσμος κάνει πολλά ψώνια, γίνονται διαφημίσεις μέχρι και στο ράδιο, την τηλεόραση και παντού κανείς δεν μιλά για κάτι άλλο εκτός από το τι λείπει μέχρι να έρθει εκείνη η μέρα...

Είναι ευχάριστο να ξέρω ότι τουλάχιστον μία μέρα τον χρόνο κάποιοι με σκέφτονται.

Όπως θα γνωρίζεις πριν από πολλά χρόνια ξεκίνησαν να γιορτάζουν τα γενέθλιά μου. Στην αρχή φαινόντουσαν να καταλαβαίνουν και με ευχαριστούσαν γι' αυτό που έκανα για εκείνους. Όμως σήμερα κανείς δεν γνωρίζει τι γιορτάζουν.

Οι άνθρωποι συναντώνται και περνούν πολύ καλά όμως κανείς δεν ξέρει περί τίνος πρόκειται....

Θυμάμαι πέρυσι, την ημέρα των γενεθλίων που έκαναν μια μεγάλη γιορτή προς τιμή μου. Στο τραπέζι υπήρχαν τα πάντα, όλα ήταν διακοσμημένα όμορφα και υπήρχαν πολλά δώρα, αλλά ...; Ξέρεις τι;...

Ούτε που με κάλεσαν, ενώ ήμουν ο επίτιμος καλεσμένος κανείς δεν θυμήθηκε να με καλέσει. Και η γιορτή γινόταν για μένα...

Και όταν έφτασε η μεγάλη μέρα... με άφησαν απ' έξω, μου έκλεισαν την πόρτα... εγώ ήθελα να βρεθώ στο τραπέζι μαζί τους...

Η αλήθεια είναι ότι δεν εξεπλάγην γιατί τα τελευταία χρόνια όλοι μου κλείνουν την πόρτα. Μιας και δεν με κάλεσαν, σκέφτηκα να παραβρεθώ χωρίς να κάνω θόρυβο κι έτσι μπήκα και στάθηκα σε μια γωνίτσα.

Διασκέδαζαν όλοι, κάποιοι έλεγαν ιστορίες, γελούσαν, πέρναγαν πολύ καλά, μέχρι που έφτασε ένας....




Γέρος χοντρός, ντυμένος στα κόκκινα με άσπρα γένια... Και φώναζε... χο, χο, χο!, λες και είχε πιει λίγο παραπάνω...κάθισε βαριά βαριά σε μια πολυθρόνα και... Όλοι έτρεξαν καταπάνω του λέγοντας...Άγιε Βασίλη! ...λες και η γιορτή ήταν γι' αυτόν...


Ήρθαν τα μεσάνυχτα και όλοι άρχισαν να αγκαλιάζονται, άπλωσα κι εγώ τα χέρια μου ελπίζοντας πως κάποιος θα με αγκαλιάσει... Και ξέρεις; Κανείς δεν με αγκάλιασε.

Ξαφνικά άρχισαν όλοι να ανταλλάσσουν δώρα, ένας ένας τα άνοιγαν μέχρι που τελείωσαν όλα... Πλησίασα να δω μήπως παρ' ελπίδα υπήρχε κάποιο για μένα, αλλά δεν υπήρχε τίποτα...

Πώς θα αισθανόσουν αν την ημέρα των γενεθλίων σου αντάλλασσαν δώρα όλοι μεταξύ τους κι εσένα δεν σου δώριζαν τίποτα;

Τότε κατάλαβα ότι εγώ περίσσευα σε εκείνη τη γιορτή, βγήκα χωρίς να κάνω θόρυβο, έκλεισα την πόρτα κι αποσύρθηκα...

Κάθε χρόνος που περνάει είναι χειρότερα, ο κόσμος θυμάται μόνο το δείπνο, τα δώρα και τις γιορτές. Κανείς δεν θυμάται εμένα...

Θα ήθελα αυτά τα Χριστούγεννα να μου επιτρέψεις να έρθω στη ζωή σου, να αναγνωρίσεις ότι πριν από δύο χιλιάδες χρόνια ήρθα σε αυτόν τον κόσμο για να δώσω τη ζωή μου για σένα, στον σταυρό, και να σε σώσω.

Το μόνο που θέλω σήμερα είναι να το πιστέψεις με όλη σου την καρδιά ...

Θα σου πω κάτι: σκέφτηκα, μιας και πολλοί δεν με προσκαλούν στη γιορτή που κάνουν, θα κάνω τη δική μου γιορτή και θα είναι σπουδαία, όπως κανένας δεν την έχει φανταστεί, μια γιορτή πολύ μεγάλη. Ακόμη κάνω τις τελευταίες προετοιμασίες, στέλνω πολλές προσκλήσεις και σήμερα υπάρχει μία ειδικά για εσένα.

Θέλω μόνο να μου πεις αν θέλεις να βοηθήσεις, θα σου κρατήσω μια θέση και θα γράψω το όνομά σου, στη μεγάλη λίστα μου με τους καλεσμένους με κράτηση και... Θα πρέπει να μείνουν απ' έξω εκείνοι που δεν θα απαντήσουν στην πρόσκλησή μου... Ετοιμάσου γιατί όταν όλα θα είναι έτοιμα, μια μέρα που δεν θα το περιμένει κανείς, θα κάνω μια μεγάλη γιορτή...


ΧΡΙΣΤΕ,

Σ' ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕΣ


πηγή

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΛΕΥΚΑΔΟΣ & ΙΘΑΚΗΣ κ.κ. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


ΚΥΡΙΑΚΉ, 21 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 2014

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 105 ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΛΕΥΚΑΔΟΣ & ΙΘΑΚΗΣ κ.κ. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Phi_12_25
ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 105
ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΛΕΥΚΑΔΟΣ & ΙΘΑΚΗΣ κ.κ. ΘΕΟΦΙΛΟΥ
ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Πρός
Τόν Ἱερόν Κλῆρον καί τόν εὐσεβῆ Λαόν
τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
                                                 
«Χριστός Γεννᾶται· δοξάσατε.
Χριστός ἐξ Οὐρανῶν· ἀπαντήσατε.
Χριστός ἐπί γῆς· ὑψώθητε…»

Ἀγαπητά μου παιδιά Πνευματικά,
Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ περιβάλλεται τή χοϊκή καί ἐφάμαρτη ἀνθρώπινη φύση, γιά νά τήν ἐξαγνίσει, νά τήν ἀφθαρτοποιήσει, νά τήν κάνει κοινωνό Θείας φύσεως.
«Ἐπεσκέψατο καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ» (Λκ. 1,68). Ὁ Κύριός μας πτώχευσε, γιὰ νὰ πλουτίσουμε ἐμεῖς (Β΄ Κορ. 8,9). Τό μεγαλεῖο τῆς οὐράνιας δόξας ἔσμιξε μέ τή φτώχεια τῆς ἀνθρωπότητας γιά τήν ὑπέρβαση τῆς γήϊνης ζωῆς.
Τήν ἐλευθερία μᾶς τή χάρισε ἡ συγκλονιστική συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, πού σαρκώθηκε, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τήν ἁμαρτία. «Ἦλθε γάρ ἡ προσδοκία τῶν Ἐθνῶν· ἦλθεν, ἔσωσεν ἡμᾶς ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ». Ἡ ἐλευθερία πού μᾶς χάρισε ὁ Χριστός εἶναι μιά μεγάλη προσωπική εὐθύνη τοῦ καθενός μας. Ἔχει σημασία πῶς θά τήν χρησιμοποιήσουμε· σέ ποιούς ὑψηλούς στόχους θά τήν ἀφιερώσουμε· πῶς θά τήν προφυλάξουμε ἀπό τή φθορά τοῦ ἀνθρώπινου βίου καί ἀπό τούς ἐχθρούς της. Πρέπει ἡ ζωή μας νά εἶναι τίμια, γόνιμη, χαρακτηρισμένη ἀπό σεμνότητα καί ἀμετακίνητη ἀπόφαση γιά τήν ἀρετή.
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἀγάπη. Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τούς ἀδελφούς μας, ὅπως τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Ν’ ἀπομακρύνουμε ἀπό τίς καρδιές μας τή φιλαυτία καί τήν ἰδιοτέλεια, τό φθόνο καί τήν ἔχθρα, τή διχόνοια καί τήν ὀργή, τή μνησικακία καί τήν ἐμπάθεια. Νά συγχωροῦμε τούς ἄλλους, ὅπως θέλουμε νά μᾶς συγχωροῦν κι ἐκεῖνοι. Νά συγκαταβαίνουμε στίς ἀδυναμίες τους. Νά τούς βοηθοῦμε ἐγκάρδια καί μέ προθυμία, ὅταν μᾶς χρειάζονται. Ἡ ἀγάπη εἶναι τό κυριώτερο γνώρισμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἑμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλλοις» (Ἰω. 13,35).
Ἡ ἔλλειψη τοῦ μηνύματος αὐτῆς τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐλευθερίας ἀπό τήν ψυχή τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν κοινωνικῶν καταστροφικῶν ἐξελίξεων, τῶν ὁποίων καθημερινῶς εἶναι αὐτόπτης μάρτυς, καί τίς ὁποῖες καλεῖται ἐνσυνείδητα ἤ ἀσυνείδητα νά ζήση. Ἔτσι ὁ κόσμος δέν ξέρει πιά πώς ἡ πιό μεγάλη χαρά εἶναι νά προσφέρεις καί ὄχι νά παίρνεις· νά θυσιάζεσαι καί ὄχι νά ἀπαιτῇς θυσίες· νά ἔχεις τή χαρά, ἀλλά καί τή Χάρη.
Χτυπιέται ἡ χριστιανική Πίστη, ἡ Πίστη τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή βαρβαρότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου καί ἀπό τήν ἀπελπισία τοῦ θανάτου. Ὁ Χριστός μας ἦλθε γιά νά ἐλευθερώση τούς ἀνθρώπους. Ἦλθε νά φέρει τήν «ἐπὶ γῆς Εἰρήνη», πού εἶναι ὁ δίκαιος καημός τοῦ ἀνθρώπου καί νά μᾶς δώσῃ καί πάλι τή δυνατότητα νά ἀντλήσουμε ἐφόδια πνευματικά ἀπό τή «λησμονημένη πηγή τοῦ Θεοῦ»: τήν ἀγάπη, τόν σεβασμό, τήν ἀξιοπρέπεια καί τήν ἐλπίδα.
Ἀδελφοί μου εὐλογημένοι,
Ἡ σάρκωση τοῦ Θεανθρώπου εἶναι προϊόν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς. Εἶναι θυσία τοῦ Οὐρανοῦ γιά χάρη μας. Ἄς ψάλλουμε μαζί μέ τούς ὁδοιπόρους πρός τό Σπήλαιο:
«Χορεύουσιν Ἄγγελοι πάντες ἐν οὐρανῷ, καὶ ἀγάλλονται σήμερον· σκιρτᾶ δὲ πᾶσα ἡ κτίσις διὰ τὸν γεννηθέντα ἐν Βηθλεέμ, Σωτῆρα Κύριον· ὅτι πᾶσα πλάνη τῶν εἰδώλων πέπαυται καὶ βασιλεύει Χριστός εἰς τοὺς αἰῶνας…»
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ!
Διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης σας
Ο ΠΟΙΜΕΝΑΡΧΗΣ ΣΑΣ



† Ὁ Λευκάδος καί Ἰθάκης Θεόφιλος

«ΟΤΙ ΠΑΙΔΙΟΝ ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΗΜΙΝ, ΥΙΟΣ, ΚΑΙ ΕΔΟΘΗ ΗΜΙΝ» Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΜΑΣ!

Η Χριστολογία αποκλείει την θεωρία της Εξελίξεως
«ΟΤΙ ΠΑΙΔΙΟΝ ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΗΜΙΝ, ΥΙΟΣ,
ΚΑΙ ΕΔΟΘΗ ΗΜΙΝ» Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΜΑΣ!

Τά Χριστούγεννα δέν ἑορτάζουμε τήν γέννηση ἑνός ἀνθρώπου, ἀλλά τήν Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου. Δέν ἑορτάζουμε τήν γέννηση ἑνός ἀνθρώπου πού συνελήφθη στήν κοιλία τῆς μητέρας του ἀπό τήν ἕνωση ἑνός πατρικοῦ σπερματοζωαρίου καί ἑνός μητρικοῦ ὠα­ρί­ου, καί ἀναπτύχθηκε σταδιακά ἀπό ἄμορφο ἔμβρυο σέ τέλεια σχηματισμένον ἄνθρωπον. Ἑορτάζουμε τήν Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, πού συνελήφθη στήν κοιλία τῆς Θεοτόκου «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου», ὄχι ὡς ἄμορφο ἔμβρυο, «οὐ ταῖς κατά μικρόν προσθήκαις ἀπαρτιζομένου τοῦ σχήματος, ἀλλ’ ὑφ’ ἕν τελειωθέντος αὐτός ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος χρη­ματίσας τῇ σαρκί ὑπόστασις»1.
Τά Χριστούγεννα ἑορτάζουμε Αὐτόν πού ἐγεννήθη ἀχρόνως «Υἱός Μονογενής παρά Πατρός» καί «ἐδόθη ἡμῖν» ἐν χρόνῳ Παιδίον ἐσχηματισμένον ἐντός τῆς παναχράντου κοιλίας τῆς Ὑπεραγίας Θεο­τόκου. Δέν μᾶς ἐδόθη ὡς καρπός σπέρματος καί αἵματος ἀλλά μᾶς ἐδόθη ὡς καρπός Ἁγίου Πνεύματος καί τῶν παρθενικῶν αἱμάτων τῆς Παναγίας μας, τῆς Μητέρας «τοῦ Θεοῦ ἡμῶν».
Ὡς Θεός αὐτεξούσιος ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱός τοῦ Πατρός, «Υἱός τῆς Παρθένου γίνεται» στήν Παρθενική Μήτρα της καί ἐνῶ λαμβάνει ἀνθρώπινη φύση «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλή­ρω­μα τῆς Θεότητος σωματικῶς». «Ἅμα σάρξ, ἅμα Θεοῦ Λόγου σάρξ, ἅμα σάρξ ἔμψυχος λογική τε καί νοερά, ἅμα Θεοῦ Λόγου σάρξ ἔμψυχος λογική τε καί νοερά»2.
Δηλαδή, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώ­θη­κε μέ τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, καί γι’ αὐτό δέν ἐγεννήθη ὁ Χριστός ὅπως ὁ κάθε μεταπτωτικός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀπό ἔμβρυο ἀρχικά ἀσχη­­μά­­τιστο λαμβάνει σταδιακά ἀνθρώπινη μορ­φή, ἀλ­λά ὁ Χριστός μας «ἐξ ἄκρας συλ­λή­ψεώς του» μέ τόν Εὐαγ­γελισμόν τῆς Θεοτόκου ὑπό τοῦ Ἀρχαγ­γέ­λου Γαβριήλ, εὐθύς ἐσχη­μα­τίσθη ἐντός της ὁ Θεάνθρωπος, Τέλειος Θεός καί Ὁλο­κλη­ρω­μέ­νος Τέλειος Ἄνθρωπος.
Τό ὅτι ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος δέν συνελήφθη μέ σπέρμα ἀν­δρι­κό, ὄχι μόνο δέν μειώνει τήν ἀνθρώπινη φύση Του, ἀλλά καί τήν ἀναδεικνύει Τελεία, ὅπως τέλεια ἦταν ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ πρω­τοπλάστου Ἀδάμ, ἡ ὁποία ἦλθε στήν ὕπαρξη «δημιουργικῶς» καί ὄχι «σπερματικῶς». Ὅπως ὁ Ἀδάμ δημιουργήθηκε χωρίς νά μεσολαβήση ἀνδρικό σπέρμα, παρομοίως καί ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος χωρίς ἀνθρώπινο σπέρμα καί χωρίς νά κληρονομήση καί ὁ Ἴδιος ἀν­θρώ­πινο σπέρμα, ἀφοῦ τό σπέρμα ἐδόθη λόγῳ τῆς ἀδαμιαίας πα­ρα­κοῆς μέ τούς «δερματίνους χιτῶνας» καί διά τοῦ σπέρματος με­ταγ­γίζεται στούς ἀπογόνους τό Προπατορικό ἁμάρτημα, τό ὁποῖο ὁ Χριστός δέν προσέλαβε.
Ὁ μεγάλος Πατέρας μας, ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, σημειώνει χαρακτηριστικά ὅτι ὁ Χριστός «ἦτο ὄχι μόνον ἀνώτερος ἀπό κάθε προσβολήν ἐμπαθοῦς καί ἡδονικοῦ λογισμοῦ καί κλίσεως ἁμαρτητικῆς, ἀλλά οὔτε ἐκ σπέρματος ἐγεννήθη, οὔτε σπέρμα εἶχε ὁλότελα»3.
Μετά τήν παρακοή τῶν Πρωτοπλάστων, ἔπαψε ἡ ἀνθρώπινη φύ­ση νά εἶναι τέλεια, ἀφοῦ πλέον ὑπόκειται στήν ἀναγκαιότητα καί στήν θνητότητα. Γι’ αὐτό, ὅταν ὀνομάζουμε τόν Χριστόν «Τέ­λει­ον Ἄνθρωπον», δέν ἐννοοῦμε ὅτι ἔγινε ὅμοιος μέ ἐμᾶς τούς με­τα­­πτω­τικούς ἀνθρώπους, πού εἴμαστε ἀτελεῖς, ἀφοῦ βρισκόμαστε ἀναγ­καστικά περιορισμένοι στά «ἀδι­ά­βλητα πάθη μας» (τῆς πείνας, τῆς δίψας, τῆς κοπώσεως, τῆς φθαρ­τότητος, τοῦ θανάτου), ἀλλά ἐννοοῦμε ὅτι ὁ Χριστός ἔγινε «δεύτερος Ἀδάμ», μέ μοναδικό, ὅμως, τρόπο ὑπερέχων καί τοῦ προπτωτικοῦ Ἀδάμ, ἐφ’ ὅσον ἔδωσε στήν ἀνθρώπινη φύση Του ὡς Πρόσωπό της, τό Θεῖο Του Πρόσωπο, τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Ἔγινε «δεύτερος Ἀδάμ» αὐτεξουσίως ὡς Υἱός, καί πραγματο-ποίησε τήν Εὐδοκία τοῦ Πατρός νά σαρκωθῆ ὁ Υἱός Του μέ τήν Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος: «Ὁ Πατήρ ηὐδόκησεν, ὁ Λόγος Σάρξ ἐγέ­νε­το καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Αὐτεξουσίως, ὡς Θεός, ἐγεννήθη, καί αὐτεξουσίως ἐξῆλθε ἀπό τήν Παρθενική κοιλία τῆς Θεοτόκου «τάς κλεῖς τῆς Παρθενίας αὐτῆς μή λυμηνάμενος ἐν τῷ τόκῳ»4, παραμένων ἀναλλοίωτος καθ’ ὅλη τήν ἐπίγεια ζωή Του, ἀλλά καί μετά τήν Ἀνάστασή Του, γι’ αὐτό καί μετά τόν θάνατο καί τήν Ταφήν Του ψάλλουμε: «Προῆλθες ἐκ τοῦ μνή­ματος καθώς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου»5.
Ὁ Χριστός, ἀπηλλαγμένος ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα εἶναι ἐλεύθερος ἀπό τόν καταναγκασμό τῶν «ἀδιαβλήτων παθῶν», δέν εἶ­ναι ἀναγκασμένος νά ἐνεργῆ αὐτά χωρίς τήν Θέλησή Του ἀλλά τά ἐνερ­γεῖ ὅποτε καί ὅπως Αὐτός θέλει. Ἔτσι, μέ τήν ἀνθρώπινη Φύση πού ἔλαβε ἐπαναφέρει –μόνο καί ἀποκλειστικά διά τοῦ Ἑαυτοῦ Του– τό ἀνθρώπινο Γένος στήν προπτωτική του κα­τά­σταση. Ἀποκαθιστᾶ τό ἀ­μαυ­ρωθέν «κατ’ εἰκόνα» στήν ἀρχική του λαμπρότητα ἀλλά καί πραγ­μα­το­ποιεῖ τό «καθ’ ὁμοίωσιν», ἀφοῦ μέ τήν ἕνωση τῆς Θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης Φύσεως στό Θεῖο Του Πρό­σω­πο, ἡ ἀνθρώπινη Φύση ἐ­θε­ώ­θη. Γι’ αὐτό, χωρίς τήν ἀχώριστη ἕνωσή μας μέ τόν Χριστό, δέν ὑπάρ­χει γιά μᾶς σωτηρία.
Αὐτή ἡ φυσιολογία τοῦ Χριστοῦ εἶναι καί ἡ ἐπιστημονική ἀπό­δειξη, –εἶναι ἡ ἀποδεδειγμένη Ἀλήθεια– περί τῆς προελεύσεως καί δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι οἱ φανταστικές διηγήσεις καί θεωρίες ἀνθρώπων μέ πανεπιστημιακά πτυχία, πού ὑπηρετοῦν τήν ματαιοδοξία τους ἤ πολυποίκιλες ἀθεϊστικές σκοπιμότητες, καί τῶν ὁποίων τά ἀναπόδεικτα στοιχεῖα καί συμπεράσματά τους τά ὀνομάζουν “ἐπιστη­μονική ἔρευνα” καί “ἐπιστημονική ἀλήθεια”!
Ἡ Δογματική Ἀλήθεια περί τῆς ἀνθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χρι­στοῦ, στήν ὁποία κρύπτεται καί ἡ δημιουργία τοῦ προπτωτικοῦ Ἀδάμ, δέν ἀφήνει περιθώρια σέ κανένα πιστό –πολύ δέ περισσότερο σέ Ὀρ­θό­δοξο Θεολόγο ἤ Κληρικό– νά ἀναμιγνύη τήν «θεωρία τῆς ἐξε­λί­ξε­ως» –δηλαδή, «μωράς ζητήσεις καί γενεολογίας»– μέ τήν ἀπο­κά­λυ­ψη τοῦ Θεοῦ περί τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ποῦ, ἄραγε μπορεῖ νά στηριχθῆ ἡ περί ἐξελίξεως θεωρία6, χωρίς νά ἀθετηθῆ ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἀνθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ὁποία εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν Θεία Του Φύση; Γι’ αὐτό ἀποροῦμε πῶς κάποιοι θεολόγοι “ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ” συγκατανεύουν στήν ὅλως ἀθεολόγητη ἀλλά καί ἀντιεπιστημονική ἐξελικτική θεωρία, χωρίς, μάλιστα, τόν παραμικρό δισταγμό;
Ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὅπως ἱστορεῖται στό Ἀποκα­λυπτικό βιβλίο τῆς Γενέσεως ἀλλά καί ὅπως ἐπιβεβαιώνεται μέ τήν καθημερινή πραγματικότητα φανερώνει ὅτι ὑπάρχει ὄντως ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀλλά ἀπό τό καλό στό χειρότερο καί στό κάκιστο! Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο «καλόν λίαν» καί οἱ ἄνθρωποι «ἐν τιμῇ ὄντες» δέν ἐκτιμήσαμε τήν θεοειδῆ μας κατάσταση ἀλλά θελήσαμε νά πορευθοῦμε «ἐν τοῖς θελήμασι τῶν καρδιῶν ἡμῶν».
Τό ἀποτέλεσμα τῶν ἐπιλογῶν μας ἦταν νά γίνουμε θνητοί καί νά περιπέσουμε σέ ποικίλες περιπέτειες καί ὀδῦνες, ἀπό τίς ὁποῖες πλειστάκις μᾶς ἐλύτρωσε ὁ Θεός μέ τό ἔλεός Του, γιά νά φθάσουμε στό σημερινό κατάντημα, ἀφοῦ προηγουμένως «παρεσυνεβλήθημεν τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις» καί γίναμε ὅμοιοι στίς ἐπιθυμίες μέ τά κτήνη, ἐπιλέξαμε νά ὁμοιωθοῦμε μέ τούς πιθήκους καί νά τούς ἀναγορεύσουμε προγόνους μας μέ πανηγυρικό τρόπο, γιατί ταυτισθήκαμε ἀπόλυτα μέ τήν ἠθική τῶν πιθήκων! Ἤδη στά βιβλία τῆς Γ΄ Λυκείου διαλαλεῖται ὅτι ἡ θεωρία τῆς Ἐξελίξεως εἶναι ἡ ἐπικρατέστερη ἐπιστημονική ἄποψη!
Ἡ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ μας νά μᾶς ἀναβαπτίση μέ τό ὕδωρ τῆς Ἀληθινῆς Γνώσεως καί διά τῆς Θεογνωσίας νά ἐπανεύ­ρουμε τόν χαμένο ἑαυτό μας καί τήν Θεία Καταγωγή μας!
Καλά καί Εὐλογημένα Χριστούγεννα!
π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 148
Δεκέμβριος 2014

Ὑποσημειώσεις:
1. Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, «Περί τοῦ τρόπου τῆς συλλήψεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καί τῆς θείας αὐτοῦ σαρκώσεως», Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1976, τ.1, σελ. 286.
2. Ὅπου ἀνωτέρῳ, σελ. 286
3. Γυμνάσματα Πνευματικά, Μελέτη ΚΑ΄, σελ. 158, Ἐκδ. Ρηγοπούλου, 1971.
4.Ἐκτῆςστ΄ὠδῆςτοῦΚανόνοςτοῦΠάσχα.
5. Στιχηρά Ἀναστάσιμα τῶν Αἴνων, ἦχος πλ. Α΄.
6. Νάσημειώσουμεὅτιτήνθεωρίααὐτή, ἀμφισβήτησεκαίἴδιοςδημιουργόςτηςΔαρβῖνος, στόβιβλίοτου «Περίτῆςἐξελίξεωςτῶνεἰδῶν», παρατηρῶνταςτήνπολυ­πλο­κό­τητατῆςλειτουργίαςτοῦἀνθρώπινουὀφθαλμοῦ.

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΓΕΝΙΑ





       «Ως ευσεβής κλάδος ευγενούς ρίζας βγήκε η Ευγενία, η δόξα του γένους της. Γεννήθηκε στην παλαιά πόλη της Ρώμης και ο πατέρας της έλαβε την τιμή από τον βασιλιά να γίνει έπαρχος της Αλεξανδρείας, οπότε πήγε εκεί μαζί με την Ευγενία και τη σύζυγό του. Η Ευγενία κάποια στιγμή έφυγε κρυφά νύκτα μαζί με δύο υπηρέτες και πήγε σε κάποιον από τους επισκόπους, με εμφάνιση άνδρα, κι αφού βαπτίστηκε και έγινε χριστιανή, κάρηκε μοναχή, παίρνοντας το όνομα Ευγένιος. Πήγε λοιπόν γρήγορα το πρωί σε μοναστήρι και εξάσκησε εκεί κάθε αρετή με ασκητικούς κόπους και αγώνες και με αγρυπνίες. Τόσο πολύ έλαμψε στη Μονή, σαν μεγάλος ήλιος, ώστε όταν ο προεστώς της Μονής έφυγε από τη ζωή αυτή, οι αδελφοί τον παρακαλούσαν να αναλάβει αυτός την ευθύνη και την προστασία της. Η αγία, που φαινόταν ως μοναχός Ευγένιος, συμφώνησε, χωρίς να το θέλει, από τη βία του πόθου και των παρακλήσεων των μοναχών, και έτσι ο Ευγένιος αναδείχτηκε σε όλους λαμπρότατος και μέγας στην πράξη και όχι στα λόγια. Η ασκητική αυτή πράξη του, που είναι ο δρόμος για τη μοναδική θεωρία του Θεού, τράβηξε όλους κατά παράδοξο τρόπο, όπως τραβάει ο μαγνήτης το σίδερο, ώστε όλοι να απολαμβάνουν στο πρόσωπό του την ιδέα του καλού. Μία μοναχή όμως, Μελανθία στο όνομα και στην ψυχή, που ζούσε με κοσμικό φρόνημα – αλλοίμονο για την ακαθαρσία της ψυχής – καθώς είδε τον Ευγένιο όμορφο από φυσικού του, καταλήφθηκε από φοβερό σαρκικό έρωτα γι’ αυτόν, και τον πίεζε, με πονηρή πρόφαση μία τάχα ανίατη αρρώστια που είχε, να του μιλήσει κρυφά και κατά μόνας, διότι διαφορετικά δεν είναι δυνατόν να απαλλαγεί από την αρρώστια. Ο Ευγένιος, με συντριμμένη την καρδιά και απονήρευτη διάθεση, υποχώρησε, όπως αγαπά ο Θεός, στα απατηλά λόγια της Μελανθίας, αγνοώντας τον δόλο της. Όταν λοιπόν ο ακόλαστος οίστρος της Μελανθίας της άναψε σαν φωτιά τον έρωτα της καρδιάς, τυφλωμένη και καιομένη από το πάθος της, επεχείρησε να του επιτεθεί αμαρτωλά. Ο Ευγένιος αμέσως αντέδρασε και την έκανε πέρα, χωρίς έτσι αυτή να πετύχει τους σκοπούς της. Οπότε αυτή συκοφάντησε τον θεωρούμενο Ευγένιο. Ότι δηλαδή ο θείος προστάτης της τάδε Μονής, θρασύς πόρνος στην πραγματικότητα, απατώντας με δόλια λόγια αγνές γυναίκες, ήλθε και σε εμένα. Ο έπαρχος λοιπόν και πατέρας της κόρης Ευγενίας, όταν άκουσε τις κατηγορίες, εξοργίστηκε και κάλεσε, ως κατηγορούμενους και δέσμιους, τον ηγούμενο Ευγένιο και τους μοναχούς της Μονής – ψευδολάτρες ή καλύτερα κακεργάτες κατ’ αυτόν – να παρουσιαστούν  γρήγορα ενώπιόν του και να απολογηθούν. Καθώς λοιπόν παρέστησαν τα δύο μέρη στη δίκη, άρχισε αμέσως να ομιλεί η Μελανθία, υβρίζοντας τον θείο προστάτη της Μονής, κοροϊδεύοντας και διακωμωδώντας τον Ευγένιο και τους μοναχούς του με σκληρά λόγια, δείχνοντας και στους φίλους ότι είναι εργάτης της αμαρτίας. Με μεγάλη φωνή μάλιστα έλεγε περίπου τα εξής: Ακούστε με όλοι, λέω την αλήθεια – ω, για την ανοχή σου, Δέσποτα παντοκράτορ! Τότε ο Ευγένιος σηκώθηκε και έσκισε τον χιτώνα του και αμέσως έδειξε ότι ήταν γυναίκα – θαύμα φρικτό και παράξενο! Και μίλησε με θάρρος στους παρευρισκομένους: «Έπρεπε να ευχαριστούμε τον Θεό και να υποφέρουμε τις ύβρεις, τις κοροϊδίες και τα κτυπήματα των σωμάτων. Αλλά για να μη γίνεται αντικείμενο γέλωτος το σχήμα του μοναχού, εγώ είμαι γυναίκα κατά τη φύση, είμαι θυγατέρα του δικαστή πατέρα μου και κριτή δικού μου. Έχω δε μητέρα τη σύζυγό του που με γέννησε. Όλοι αυτοί δε που κατηγορούνται είναι αδελφοί και δεν τους ονομάζω δούλους». Ενώ έλεγε αυτά η καλή Ευγενία, όλοι έπεσαν σε έκπληξη, ενώ η θεία δίκη τιμώρησε  τη Μελανθία, με  τρόπο που αν το ακούσει κανείς, θα θαυμάσει.  Ο πατέρας της λοιπόν, που ήταν ειδωλολάτρης, αμέσως δέχεται τη χάρη του Θεού και αναγεννάται πνευματικά, εγκαταλείποντας την ανθρώπινη δόξα, τον πλούτο και τον φαντασμένο τρόπο ζωής. Γίνεται δε πιστός ποιμένας των ανθρώπων της πόλεως, γεγονός που έκανε τους ειδωλολάτρες να αντιδράσουν και να τον οδηγήσουν σε μαρτύριο, οπότε από τα σκληρά κτυπήματά τους απήλθε στις ουράνιες μονές. Η μητέρα όμως της Ευγενίας, μαζί με αυτήν, εγκατέλειψαν γρήγορα την Αλεξάνδρεια και κατέφυγαν πάλι στην αγαπημένη τους πόλη, τη Ρώμη. Κι όταν βγήκε διαταγή  του βασιλιά οι χριστιανοί να θυσιάζουν στα είδωλα, διαφορετικά θα πεθαίνουν με πολύ κακό τρόπο, έλαμψε σε όλους η πίστη της Ευγενίας. Διότι από τον πόθο του Χριστού ομολόγησε την πίστη της, γι’ αυτό και προσδέθηκε σε πολύ βαρύ λίθο και ρίχτηκε στο νερό. Κι επειδή κατά παράδοξο τρόπο δεν έπαθε τίποτε, της απέκοψαν το κεφάλι, οπότε με χαρά πορεύτηκε στον αγαπημένο της Νυμφίο Χριστό».
      
Η αγία Ευγενία υπήρξε όχι μόνον ευγενής ως προς την καταγωγή της, αλλά ευγενής και από χαρακτήρος. Αυτήν τη φυσική της ευγένεια προβάλλει καταρχάς μεταξύ άλλων και ο υμνογράφος της, άγιος Θεοφάνης, ο οποίος όμως σχετίζει αυτήν με τον πόθο και την αγάπη του Χριστού, προκειμένου να παραμείνει η ευγένειά της σταθερή και ολόκληρη. «Την του κόσμου πρόσκαιρον φυγούσα δόξαν, τον Χριστόν επόθησας, το ευγενές σου της ψυχής αδιαλώβητον σώζουσα, μάρτυς θεόφρον, Ευγενία πανεύφημε». (Απέφυγες την πρόσκαιρη κοσμική δόξα, Ευγενία πανεύφημε, γι’ αυτό και πόθησες τον Χριστό, κρατώντας έτσι χωρίς πληγές την ευγένεια της ψυχής σου). Κι ακόμη: όχι μόνο να παραμείνει η ευγένεια αυτή σταθερή, αλλά να προχωρήσει στην υψηλή της κατάσταση. «Υμνωδίας, Νύμφη του Χριστού, θείας επακούσασα, προς υψηλήν επτερώθης ευγένειαν» (Άκουσες θεϊκή υμνωδία, νύμφη του Χριστού, κι απέκτησες φτερά για την υψηλή ευγένεια).  Ο υμνογράφος με απέριττο και σαφή λόγο εκφράζει στα τροπάρια αυτά μία από τις μεγαλύτερες αλήθειες: η πίστη και η αγάπη του Χριστού, η στροφή προς Εκείνον κάνει τον άνθρωπο να οδηγείται στην αληθινή ευγένεια, δηλαδή να ζει με υγεία ψυχής. Και αντιθέτως: όταν ο άνθρωπος στρέφεται εμπαθώς προς τον κόσμο, εκζητώντας τη δόξα του κόσμου, τότε δυστυχώς πληγώνεται στην ψυχή, χάνεται η ομορφιά αυτής και ο άνθρωπος γίνεται δύσμορφος. Αιτία γι’ αυτό βεβαίως είναι ότι η σχέση με τον Θεό, τον αληθινό εν Χριστώ Θεό, συνιστά τη φυσιολογία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό για να ζει με τον Θεό και να κατατείνει προς Εκείνον. «Ότι εξ Αυτού και δι’ Αυτού και εις Αυτόν τα πάντα», που σημειώνει και ο απόστολος Παύλος. Η ευγενής αγία Ευγενία λοιπόν προβάλλεται καταρχάς ως τύπος του αληθινού και φυσιολογικού ανθρώπου.
       
Η διαφύλαξη της ευγένειάς της με τον θερμό πόθο που είχε για τον Χριστό ήταν ευνόητο ότι πέρασε και από πειρασμούς. Δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος του Θεού να πορεύεται κατά το θέλημα του Θεού χωρίς να υφίσταται δαιμονικές επιθέσεις. Αν ο ίδιος ο Κύριος δέχτηκε την επήρεια των πειρασμών, πολύ περισσότερο ο κάθε άνθρωπος, μάλιστα ο πιστός. Κι ένας από τους πειρασμούς της αγίας ήταν βεβαίως ο αναφερόμενος στο συναξάρι με την ταλαίπωρη Μελανθία. Ο άγιος υμνογράφος μάλιστα θεωρεί τη Μελανθία ως όργανο του διαβόλου. Εκείνος ως ο αρχαίος όφις κρυβόταν πίσω από τις κακές ενέργειές της. «Δρόμον τον σον ευθυνούμενον βλέπων προς σωτηρίαν όφις ο ψυχόλεθρος, αθληφόρε, αναρριπίζει πειρασμούς σοι ποικίλους, τον σον τόνον λύειν πειρώμενος, τούτον δε, θεόφρον αγνή, κατεπάτησας» (Ο καταστροφέας των ψυχών, ο όφις διάβολος, βλέποντας τον δρόμο της ζωής σου να βρίσκεται στην κατεύθυνση της σωτηρίας, σου δημιουργεί ποικίλους πειρασμούς, προσπαθώντας να χαλαρώσει τη δύναμη της ψυχής σου. Αυτόν όμως, θεόφρον αγνή, τον κατεπάτησες). Ο διάβολος λοιπόν κάνει τη «δουλειά» του: να γίνεται εμπόδιο στην πορεία μας προς τον Θεό. Μπορούμε όμως και τον καταπατάμε, σαν την αγία, αν μένουμε σταθεροί στο θέλημα Εκείνου. Στη σταθερότητα αυτή διαπιστώνουμε την αδυναμία τελικώς του διαβόλου.
       
Ο άγιος Θεοφάνης επιμένει πολύ βεβαίως στην ομορφιά και την ωραιότητα του βίου της αγίας, καθώς διαπιστώνει τη σκληρή πνευματική της άσκηση, η οποία επιστεγάστηκε και με τη δοξασμένη άθλησή της («Κοσμίως σου και ωραίως τον βίον εφαίδρυνας, ασκήσει το πρότερον σαρκός τα πάθη μαράνασα∙ ύστερον αθλήσει δε περιφανώς, Ευγενία, διαλάμψασα» (Λάμπρυνες τον βίο σου με κόσμιο και ωραίο τρόπο, αφού μάρανες τα αμαρτωλά πάθη προηγουμένως με την άσκησή σου, κι ύστερα έλαμψες  με τη δοξασμένη άθλησή σου, Ευγενία). Αναφέρεται όμως και στην αρχή της μεταστροφής της στον Θεό, τότε που κινούμενη από τη χάρη του Θεού εγκατέλειψε τα εγκόσμια, για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά σ’ Εκείνον. Και κάνει εντύπωση η επισήμανσή του ότι η μεταστροφή της αυτή – πέραν της μελέτης των θεοπνεύστων επιστολών του αποστόλου Παύλου, οι οποίες την σαγήνευσαν – σχετίστηκε με την υμνολογία της Εκκλησίας μας, το θεολογικό περιεχόμενό της. «Υμνωδίας, Νύμφη του Χριστού, θείας επακούσασα, προς υψηλήν επτερώθης ευγένειαν∙ ως γαρ φως ενήστραψε τη καρδία σου των ασμάτων του Πνεύματος η θεολογία, πάσαν αθεότητα διώκουσα» (Η θεϊκή υμνωδία που άκουσες, νύμφη του Χριστού, σου έδωσε φτερά για να ανέβεις στην υψηλή ευγένεια. Διότι σαν φως άστραψε στην καρδιά σου η θεολογία των ασμάτων του Πνεύματος, διώχνοντας έτσι κάθε αθεότητα).
       
Το τροπάριο  αυτό του αγίου Θεοφάνους συνιστά ύμνο κυριολεκτικά στην υμνολογία. Διότι αφενός τονίζει ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας περιέχουν όλη τη θεολογία της, κατ’  έμπνευση του αγίου Πνεύματος, αφετέρου η ίδια η υμνωδία, ως τρόπος ασματικός, γίνεται όργανο αναγωγής προς τον Θεό, κατανύξεως της καρδίας. Πόση μεγάλη είναι η ευθύνη των ψαλτών της Εκκλησίας μας, οι οποίοι έχουν τον κλήρο και το χάρισμα να μεταφέρουν με ασματικό τρόπο την πίστη της Εκκλησίας. Γίνονται πραγματικά τα όργανα του Θεού για να ανεβάζουν τις ανθρώπινες ψυχές, να δημιουργούν κατάνυξη με τη σωστή εκφορά των ύμνων και με την προσευχητική διάθεσή τους. Μακάρι όλοι οι ψάλτες μας να είχαν την επίγνωση και τη συναίσθηση αυτή.
π. Γεώργιος Δορμπαράκης

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...