Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Μαρτίου 27, 2015

Γέροντας Παΐσιος: «Εύκολα μην πιστεύετε σε ό,τι ακούτε»

Γέροντας Παΐσιος: «Εύκολα μην πιστεύετε σε ό,τι ακούτε»
Εύκολα μην πιστεύετε σε ό, τι ακούτε, για τι είναι και μερικοί που τα λένε όπως εκείνοι τα καταλαβαίνουν.
Πήγε μια φορά ένας στον Χατζηαφεντή και του λέει: «Να έχω την ευχή σου, Χατζηεφεντή, εκατό φίδια μαζεύτηκαν εκεί επάνω». «Εκατό φίδια; Πού βρέθηκαν;», απόρησε ο Άγιος Αρσένιος. «Ε, αν δεν ήταν εκατό, πενήντα θα ήταν σίγουρα». «Πενήντα φίδια!». «Είκοσι πέντε πάντως θα ήταν»!
«Είκοσι πέντε φίδια άκουσες να μαζεύτηκαν ποτέ;», του λέει πάλι ο Άγιος. Μετά του λέει ότι ήταν δέκα οπωσδήποτε. «Καλά, του λέει ο Άγιος, συνέδριο είχαν και μαζεύτηκαν δέκα φίδια; Πάψε. Δεν είναι δυνατόν!».«Πέντε θα ήταν», λέει τότε εκείνος. «Πέντε;». «Ε, δύο θα ήταν». Ύστερα τον ρωτάει ο Άγιος Αρσένιος: «Τα είδες;».
«Όχι, λέει, τα άκουσα να κάνουν μέσα στα κλαδιά “σσσς…”». Μπορεί δηλαδή να ήταν και καμιά σαύρα!... Εγώ από όσα ακούω ποτέ δεν βγάζω συμπεράσματα, χωρίς να εξετάσω. Άλλος μπορεί να λέει κάτι, για να κατηγορήσει, άλλος να το λέει απλά και άλλος σκόπιμα.
Τι σκανδαλοποιοί είναι μερικοί! Ήταν δύο φίλοι στην Κόνιτσα πολύ αγαπημένοι. Τις γιορτές και τις Κυριακές δεν γύριζαν μέσα στην πόλη. Έρχονταν στο μοναστήρι, στο Στόμιο. Έψελναν κιόλας. Ύστερα ανέβαιναν στο βουνό, στην Γκαμήλα. Μια μέρα ένας διεστραμμένος τύπος τους έβαλε σκάνδαλα.
Πάει στον ένα και του λέει: «Ξέρεις τι είπε για σένα αυτός; Αυτό και αυτό». Αμέσως έγιναν και οι δύο θηρία και πιάνουν έναν καυγά μέσα στο μοναστήρι! Εν τω μεταξύ εκείνος που έβαλε το φυτίλι έφυγε, και αυτοί δώστου να μαλώνουν. Ο μικρότερος ήταν και λίγο νευρικός και έβριζε τον μεγαλύτερο.
«Τώρα, λέω, τι να κάνω; Βρε τον πειρασμό, τι κάνει!». Πάω και λέω στον μεγάλο: «Kοίταξε, μικρός είναι. Αφού είναι και λίγο νευρικός, μην τον παρεξηγείς. Ζήτησέ του συγγνώμη». «Πάτερ, τι συγγνώμη να ζητήσω, μου λέει, δεν βλέπεις πώς με βρίζει; Εγώ ούτε καν έχω ιδέα από αυτά που λέει». Πάω και στον μικρό και του λέω:«Κοίταξε, μεγάλος είναι. Δεν είναι έτσι που τα βλέπεις τα πράγματα.
Πήγαινε, ζήτησε του συγγνώμη». Αρπάχθηκε εκείνος. Έβαλε τις φωνές: «Θα μαλώσουμε και μαζί, Πάτερ!». «Ε, να μαλώσουμε, ρε Παντελή! Άφησέ με όμως να ετοιμασθώ λίγο…», του είπα και έφυγα. Έξω από το μοναστήρι είχα κάτι ξύλα μακριά, για να φράξω τον κήπο.
Πάω, παίρνω από τετρακόσια μέτρα μακριά ένα ξύλο κοντά στα πέντε μέτρα και το σβάρνιζα σιγά-σιγά, για να τον κάνω να γελάσει. Εκείνος άκουγε που το σβάρνιζα, αλλά πού να φαντασθεί τι το ήθελα! Μπήκα μέσα στην αυλή, σβαρνίζοντας το ξύλο, μέχρι που έφθασα κάτω από τον νάρθηκα. «Σταμάτα, ρε Παντελή, να μαλώσουμε!», του λέω. Έσκασαν στα γέλια και οι δύο, μόλις κατάλαβαν τι το ήθελα το ξύλο! Αυτό ήταν. Έσπασε ο πάγος. Έσκασε ο διάβολος. «Είστε στα καλά σας; τους λέω. Τι είναι αυτά;». Και αγαπήθηκαν πάλι.
-Η διαβολή την ίδια μέρα έγινε;
-Ναι, και βρίζονταν άσχημα! Βλέπεις ο διάβολος τι κάνει; Ο άλλος ίσως τους ζήλευε που ήταν τόσο αγαπημένοι σαν αδέλφια, διέβαλε τον έναν στον άλλον και έφυγε. Η διαβολή είναι πολύ κακό. Για αυτό και ο πειρασμός λέγεται διάβολος. Διαβάλλει. Άλλα λέει στον έναν, άλλα στον άλλον και δημιουργεί σκάνδαλα. Και είδες, τα πίστεψαν οι καημένοι και πιάστηκαν!
-Επίτηδες τα είπε εκείνος;
Ναι, για να τους χωρίσει από… αγάπη, ήγουν από φθόνο…
Από το βιβλίο «Πνευματική Αφύπνιση»
Γέροντος Παΐσιου Αγιορείτου Λόγοι Β’

«Κόρη μου, να πηγαίνης στην Εκκλησία»

«Κόρη μου, να πηγαίνης στην Εκκλησία»
Σ’ ένα από τα μεγάλα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας συνέβη το εξής περιστατικό. Η μητέρα μιας κοπέλας, καλή και ευσεβής, έφυγε για την αιώνια Βασιλεία του Θεού. Πράγματι, ήταν μια γνήσια χριστιανή σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής της.
Την Κυριακή, εκτός αν ήταν άρρωστη, πρωί-πρωί ξεκινούσε για την Εκκλησία κι εκεί η καθαρή και φιλόθεη ψυχή της πραγματικά συναντούσε κι ερχόταν σε επικοινωνία με τον Θεό. 
Συχνά-πυκνά κοινωνούσε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, που της έδινε ζωή και δύναμη.
Και η κόρη της καλή κοπέλα ήταν, αλλά μετά τον θάνατο της μητέρας της αραίωσε τον εκκλησιασμό και δεν πήγαινε τακτικά στην Εκκλησία. Κι αν πήγαινε, πήγαινε προς το τέλος.
Και για να δικαιολογηθεί στη συνείδησή της, που την έτυπτε, προφασιζόταν ότι είχε πολλές δουλειές, την φροντίδα των ζώων και δεν την έφθανε ο χρόνος. Οι συνηθισμένες προφάσεις, ενώ, όταν θέλει ο άνθρωπος, βρίσκει λύσεις για όλα.
Έτσι συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση και η ψυχή της όσο πήγαινε και πάγωνε, όπως ένα κάρβουνο, όταν το βγάλεις έξω από την φωτιά σβήνει και παγώνει!
Ένα βράδυ όμως, κατ’ ευδοκίαν Θεού ,έγινε η άνωθεν παρέμβαση. Δηλαδή της εμφανίστηκε στον ύπνο της η κεκοιμημένη μητέρα της μέσα σε άπλετο φως και της είπε στοργικά τα εξής αξιοπρόσεκτα λόγια:
- Κόρη μου, να πηγαίνεις την Κυριακή στην Εκκλησία. Εμείς εδώ επάνω, εκείνη την ώρα είμαστε όλοι κάτω από τον Παντοκράτορα και χαιρόμαστε όταν βλέπουμε κάποιον δικό μας να έρχεται στην Εκκλησία να δοξολογεί τον Θεό!
Και πρόσθεσε:
- Να πηγαίνεις παιδί μου πρωί, ν’ ακούς τα ωραία λόγια του Όρθρου και όχι στην τρίτη καμπάνα.
Αυτό το θεόσταλτο όνειρο συγκλόνισε την κόρη. Από τότε κάθε Κυριακή πρωί-πρωί πηγαίνει πρόθυμα στην Εκκλησία. Έχει πια την βεβαιότητα ότι θα παίρνει κι εκείνη την ευλογία του Παντοκράτορα, αλλά και την ευχή της μανούλας της.
Αυτό βέβαια ισχύει για όλους. Ας το σκεφθούμε…
Πηγή: «Εκφράσεις του πνευματικού κόσμου, Ουράνια μηνύματα, Θαυμαστά γεγονότα», Έκδοσις Ιεράς Γυναικείας Μοναστικής Αδελφότητος Παναγίας Βαρνακοβας, Δωρίδα, 2009
το είδαμε εδώ

Τό μυστήριο τῆς Ἐξομολόγησης (γιά ἡλικία 6-13)


  
Ερωτήσεις που πρέπει να κάνουμε στον εαυτό μας πριν πάμε να εξομολογηθούμε (ηλικία 6-13)
1. Η ζωή μου μπροστά στο Θεό

• Προσευχήθηκα στο Θεό κάθε μέρα; Πριν και μετά το φαγητό;
• Τον ευχαρίστησα για τα δώρα που μου χαρίζει, τροφή, μόρφωση, υγεία κλπ ;
• Μήπως μίλησα χωρίς σεβασμό για το Θεό;
• Έδειξα αγάπη στο Θεό και προσπάθησα να ζήσω σύμφωνα με τις εντολές του; Ποιες εντολές του ξέχασα;
• Πηγαίνω τακτικά στην Εκκλησία; Κοινωνώ τακτικά;
2. Η συμπεριφορά μου στην οικογένειά μου και στους φίλους μου

• Θυμήθηκα στις προσευχές μου την οικογένειά μου, τους φίλους μου και άλλους ανθρώπους που έχουν ανάγκη την βοήθεια του Θεού;
• Ήμουν καλός κι έδειξα την αγάπη μου στους γονείς μου; Όταν με ρώτησαν για κάτι, τους είπα την αλήθεια; Μήπως τους είπα ψέματα; Μήπως ήμουν πεισματάρης κι έδειξα ασέβεια; Μήπως θύμωσα εναντίον τους; Μήπως δεν τους υπάκουσα; Μήπως φέρθηκα με αγένεια στον παππού και στη γιαγιά ή σε άλλα πρόσωπα της οικογένειας;
• Ήμουν καλός με τα αδέρφια μου; Τους έδινα ευχαρίστως τα πράγματά μου; Ή ήμουν εγωιστής και τα ήθελα όλα δικά μου; Τους βοήθησα; Έκανα, με τη σειρά μου, θελήματα και δουλειές του σπιτιού; Ενδιαφερόμουν γι’ αυτούς ή μήπως τους πείραζα και τους κορόιδευα; Μήπως τους ζηλεύω;
• Ήμουν καλός στους φίλους μου και τους δασκάλους μου; Μήπως θύμωσα και μάλωσα μαζί τους; Μήπως ήμουν εγωιστής και έδειξα ασέβεια; Μήπως πήρα κάτι που δεν ήταν δικό μου; Μήπως παραμέλησα τα μαθήματά μου ή ξεγέλασα τους δασκάλους μου; Προσπάθησα να βοηθήσω έστω και λίγο κάποιον συμμαθητή μου; Μήπως ειρωνεύτηκα ή μίσησα κάποιον;
• Προσπάθησα να κάνω φίλο κάποιον που ήταν «μόνος» του και δεν είχε άλλους φίλους;
• Μήπως μίλησα άσχημα για κάποιον άλλο ή τον χτύπησα; Είπα ψέματα για τον εαυτό μου ή για άλλους;
• Χρησιμοποίησα με καλό τρόπο τα πράγματα που ο Θεός , οι γονείς μου και οι φίλοι μου χάρισαν; Μήπως κακομεταχειρίστηκα σπίτια, δένδρα, μικρά ζώα ή πουλιά; Φέρθηκα καλά σ’ άλλους ανθρώπους; Έκανα ελεημοσύνες;

3. Η προσωπική μου ζωή

• Ήμουνα υπεύθυνος; έκανα δηλαδή ότι μου ζήτησαν να κάνω στο σπίτι, στο σχολείο ή σε κάποια άλλη συντροφιά;
• Υπερηφανεύτηκα για τον εαυτό μου, ότι είμαι τάχα καλύτερος από τους άλλους; Είμαι εγωιστής;
• Θυμώνω συχνά; Ζηλεύω τους άλλους; Τεμπελιάζω; Πεισμώνω; Λεω άσχημες λέξεις;

4. Γενικά

• Λυπάμαι ειλικρινά για τις αμαρτίες μου; Λυπάμαι ειλικρινά γιατί έβλαψα τους άλλους; Συγχωρώ τους άλλους που με έβλαψαν;

• Θέλω ν’ αλλάξω συμπεριφορά και συνήθειες και να ζήσω όπως θέλει ο Θεός;
• Γνωρίζω ότι ο Θεός μ’αγαπάει και ότι θα με βοηθήσει ν’ αλλάξω συμπεριφορά; Πιστεύω ότι ο Θεός είναι καλός και ότι θα με συγχωρέσει;
πηγή

Το είδαμε εδώ

Οσία Ματρώνα η εν Θεσσαλονίκη

Οσία Ματρώνα η εν Θεσσαλονίκη (27 Μαρτίου)
Έζησε και έλαμψε στο τέλος του 3ου  και αρχές του 4ου  αιώνα, στη συμπρωτεύουσα. Ματρώνα, ση­μαίνει δέσποινα, οικοδέσποινα και κυρία. Είναι λατι­νική λέξις. Ήταν υπηρέτρια σε μια Εβραία, της οποίας ο άντρας ήταν αρχιστράτηγος και αρχισυνάγωγος στη Θεσσαλονίκη μας. Συνόδευε την κυρία της στη Συναγωγή, που πήγαινε εκείνη κάθε μέρα. Οι Εβραίοι φροντίζουν την πίστη τους, τη θρησκεία τους, το έθνος τους, κι είναι παράδειγμα προς μίμησιν, ως προς αυτό το σημείο. Κι εκείνη, στη συνέχεια, έτρεχε στη δική της εκκλησία, στην ορθόδοξη. Και κατάφερνε να γυρίζει εγκαίρως. Και έτσι η κυρία της δεν ήξερε τι έκανε στο χρόνο της αναμονής. Δεν μπήκε ποτέ στη Συναγωγή. Δεν τό ’φερνε η καρδιά της.
Πηγή:www.saint.gr/
Πηγή:www.saint.gr/
Κάποια φορά, όμως, άργησε να γυρίσει και η κυ­ρία είχε βγει και φώναζε. «Πού είσαι; Και τί κάνεις; Τέτοια κάνεις κάθε φορά; Πού να τό ’ξερα;» Κι έμαθε πως πήγε στην εκκλησιά. Κι έβαλε, λοιπόν, τους υπηρέτες της και της έριξαν τόσο ξύλο, που την άφησαν σχεδόν μισοπεθαμένη. Αυτοί είναι οι Εβραί­οι! Και ύστερα την έκλεισε σε μια πανάθλια φυλακή, καθώς σημειώνει το ιερό Συναξάριο. Και την άφησε εκεί τέσσερεις μέρες νηστική και δεν επέτρεπε σε κανένα να την επισκεφθεί. Την επισκέφθηκε, όμως, Εκείνος που βρίσκεται παντού, ο φιλάνθρωπος Χρι­στός μας, την αγαπημένη Του Ματρώνα, η οποία υπέστη πληγές και δεινά, για τη δική Του αγάπη και πίστη. Και την έκαμε καλά. Την θεράπευσε τελείως. Κανένα ίχνος δεν υπήρχε. Και όταν πήγαν, λοιπόν, οι υπηρέται να την φέρουν, την βρήκαν να είναι θερα­πευμένη. Και η Εβραία, αντί να θαυμάσει και να ευχαριστήσει τον Θεό της, έστω, τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, κοντά είμαστε με τους Εβραίους. Άμα ένα σκαλοπάτι δρασκελίσουν, θα μπούνε στον Χριστό και στη σωτηρία. Στον Χριστό Εκείνο, τον Οποίο εσταύρωσαν. Κι Αυτός, απ’ το ύψος του Σταυρού παρακαλούσε τον Πατέρα Του, να τους συγχω­ρήσει. Και τί; Διατάσσει πάλι να την ραβδίσουν, πιο άγρια, πιο σκληρά και πιο απάνθρωπα. Και την ξανάριξαν στη φυλακή. Τώρα πια η ψυχούλα δεν άντεξε. Αιμορραγούσε συνεχώς. Κι ο Χριστός δεν ήλθε, για να την κάνει καλά. Ήλθε, όμως, για να την πάρει, και να την παραλάβει στην αιώνια ζωή. Την αγαπημένη Του Ματρώνα. Και η κυρία, για να μην έχει, τάχα, ευθύνη, διέταξε τους δικούς της, την πήραν νύχτα και κρυφά, την πήγαν επάνω στο τείχος και την έριξαν κάτω, για να φανεί πως αυτοκτόνησε. Αλλά, άμα κάνομε κάτι, το φορτώνεται η ψυχή μας κι η συνείδησή μας. Και σ’ ό,τι μετά και να προβούμε, δεν διαφοροποιείται, αν δεν μετανιώσουμε και δεν αλλάξομε ριζικά. Και δεν ζητήσομε τη συγ­χώρηση του Θεού. Γι’ αυτό, μη μπορώντας ν’ αντέξει το μεγάλο κακό που έκανε στη Ματρώνα, την υπηρέτρια της, —στην ουσία το μεγάλο καλό που έκανε σ’ εκείνην, αλλά στον εαυτό της η Εβραία πήρε φορτίο—, πήγε κι αυτή και έριξε τον εαυτό της κάτω από το τείχος. Το κακό, όταν το κάνομε, μας τιμωρεί το ίδιο. Ας προσέχομε. Κι ας μας φυλάει ο Θεός από κάθε κακό, αλλά και από κάθε πονηρό και άτοπο συνάνθρωπό μας.
(Αρχιμ. Ανανίας Κουστένης, Εαρινό Συναξάρι, τ. Α΄, εκδ. Ακτή, σ. 120-122)

Παρασκευή του Ακάθιστου Ύμνου


Ακάθιστος ΎμνοςΑκάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.

Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε οίκος ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα), και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας.

Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και είναι εμπλουτισμένος από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.

Κατά το έτος 626 μ.Χ., και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.

Στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».

Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼνἐν γνώσει»), με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο, στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.

Σύμφωνα, όμως, με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673 μ.Χ.), Λέοντος του Ισαύρου (717 - 718 μ.Χ.) και Μιχαήλ Γ΄ (860 μ.Χ.). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο, η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.

Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (βλέπε 9 Σεπτεμβρίου), που συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος». Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431 μ.Χ., αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626 μ.Χ.

Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ., Ρωμανό τον Μελωδό (βλέπε 1 Οκτωβρίου). Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό. Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.

Όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές, που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά στοιχεία μετά την εποχή του Ρωμανού. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι πλησίασε τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728 μ.Χ., που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626 μ.Χ., στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.

Επιπλέον υπάρχουν και άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου. Η μία εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715 - 730 μ.Χ.) (βλέπε 12 Μαΐου), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της από τους Άραβες το 718 μ.Χ., επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός, ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 μ.Χ. από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου.

Η άλλη εκδοχή που υποστηρίζεται βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό (βλέπε 14 Οκτωβρίου), ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718 μ.Χ., καθώς απεβίωσε το 752 ή 754 μ.Χ.

Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο, τον ιερό Φώτιο (βλέπε 6 Φεβρουαρίου), τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.

Βέβαιο, είναι πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού (676 - 749 μ.Χ.) (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου (βλέπε 3 Απριλίου).

Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.

Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.

Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.

Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).

Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενορία και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, υπάρχουν και άλλα λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου. Η ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την πρεσβεία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σε ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακαθίστου.

Ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέθηκε με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προφανώς, εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου. Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεορτίων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας. Το βράδυ της Παρασκευής και το Σάββατο είναι μέρες που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες μέρες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μετατίθενται οι γιορτές της εβδομάδας. Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά, ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν πέντε μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού και κατά άλλα τον όρθρο της μέρας της γιορτής. 

γγελος πρωτοστάτης,
οὐρανόθεν ἐπέμφθη,
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκω τὸ Χαῖρε·
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο,
κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δ' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Βλέπουσα ἡ Ἁγία,
ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ,
φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·
τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς,
δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται·
ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως,
τὴν κύησιν πὼς λέγεις κράζων·
Ἀλληλούια.

Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι,
ἡ Παρθένος ζητοῦσα,
ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα·
ἐκ λαγόνων ἁγνῶν,
υἷον πῶς ἔσται τεχθῆναι δυνατόν;
λέξον μοι.
Πρὸς ἥν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ,
πλὴν κραυγάζων οὕτω·
Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις,
χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον,
χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός,
χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα,
χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα,
χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν,
Χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Δύναμις τοῦ Ὑψίστου,
ἐπεσκίασε τότε,
πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω·
καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν,
ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι,
τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,
ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως·
Ἀλληλούια.

χουσα θεοδόχον,
ἡ Παρθένος τὴν μήτραν,
ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ.
Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνόν,
τὸν ταύτης ἀσπασμὸν ἔχαιρε,
καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν,
ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμάραντου κλῆμα,
χαῖρε, καρποῦ ἀκήρατου κτῆμα.
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον,
χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἠμῶν φύουσα,
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν,
χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις,
χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα,
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία,
χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων,
λογισμῶν ἀμφιβόλων,
ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη·
πρὸς τὴν ἄγαμόν σὲ θεωρῶν,
καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε·
μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν,
ἐκ Πνεύματος Ἁγίου,
ἔφη·
Ἀλληλούια.

κουσαν oἱ ποιμένες,
τῶν Ἀγγέλων ὑμνούντων,
τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν·
καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα,
θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον,
ἐν γαστρὶ τῆς Μαρίας βοσκηθέντα,
ἥν ὑμνοῦντες εἶπον·
Χαῖρε, Ἀμνοῦ καὶ Ποιμένος Μῆτερ,
χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων.
Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον,
χαῖρε, Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον.
Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ,
χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα,
χαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.
Χαῖρε, στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα,
χαῖρε, λαμπρὸν τῆς Χάριτος γνώρισμα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγυμνώθη ὁ Ἅδης,
χαῖρε, δι' ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Θεοδρόμον ἀστέρα,
θεωρήσαντες Μάγοι,
τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ·
καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν,
δι' αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν Ἄνακτα,
καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον,
ἐχάρησαν αὐτῷ βοῶντες·
Ἀλληλούια.

δον παῖδες Χαλδαίων,
ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου,
τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους·
καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν,
εἰ καὶ δούλου μορφὴν ἔλαβεν,
ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι,
καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ·
Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ,
χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα,
χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα.
Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς,
χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.
Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας,
χαῖρε, ἢ τοῦ βορβόρου ρυομένη τῶν ἔργων.
Χαῖρε πυρὸς προσκύνησιν παύσασα,
χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάττουσα.
Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης,
χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Κήρυκες θεοφόροι,
γεγονότες οἱ Μάγοι,
ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα,
ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμόν,
καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν,
ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη,
μὴ εἰδότα ψάλλειν·
Ἀλληλούια.

Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ,
φωτισμὸν ἀληθείας ἐδίωξας,
τοῦ ψεύδους τὸ σκότος·
τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης Σωτήρ,
μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκεν,
οἱ τούτων δὲ ρυσθέντες,
ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων,
χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων.
Χαῖρε, τὴν ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα,
χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὴν δόξαν ἐλεγξασα.
Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν,
χαῖρε, πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψῶντας τὴν ζωὴν.
Χαῖρε, πύρινε στῦλε ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει,
χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
Χαῖρε, τροφὴ τοῦ μάνα διάδοχε,
χαῖρε, τρυφῆς ἁγίας διάκονε.
Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας,
χαῖρε, ἐξ ἧς ρέει μέλι καὶ γάλα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Μέλλοντος Συμεῶνος,
τοῦ παρόντος αἰῶνος,
μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος,
ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ,
ἀλλ' ἐγνώσθης τούτω καὶ Θεὸς τέλειος·
διόπερ ἐξεπλάγη σου τὴν ἄρρητον σοφίαν,
κράζων·
Ἀλληλούια.

Νέαν ἔδειξε κτίσιν,
ἐμφανίσας ὁ Κτίστης,
ἡμῖν τοῖς ὑπ' αὐτοῦ γενομένοις·
ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός,
καὶ φυλάξας ταύτην,
ὥσπερ ἦν ἄφθορον,
ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες,
ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες·
Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας,
χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.
Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα,
χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί,
χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ' οὗ σκέπονται πολλοί.
Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις,
χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις,
χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.
Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παρρησίας,
χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ξένον τόκον ἰδόντες,
ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες·
διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεός,
ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος·
βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος,
τοὺς αὐτῷ βοώντας·
Ἀλληλούια.

λως ἦν ἐν τοῖς κάτω,
καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν,
ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γὰρ θεϊκή,
οὐ μετάβασις τοπικὴ γέγονε,
καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου,
ἀκουούσης ταῦτα·
Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα,
χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.
Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα,
χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.
Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ,
χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφείμ.
Χαῖρε, ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγαγοῦσα,
χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνῦσα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐλύθη παράβασις,
χαῖρε, δι' ἧς ἠνοίχθη παράδεισος.
Χαῖρε, ἡ κλεὶς τῆς Χριστοῦ βασιλείας,
χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων,
κατεπλάγη τὸ μέγα,
τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον·
τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν,
ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον,
ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα,
ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ρήτορας πολυφθόγγους,
ὡς ἰχθύας ἀφώνους,
ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε·
ἀποροῦσι γὰρ λέγειν,
τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις,
καὶ τεκεῖν ἴσχυσας·
ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον,
χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα,
χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτὶ ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί,
χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα,
χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα,
χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι,
χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον,
ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ,
πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε·
καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός,
δι' ἡμᾶς ἐφάνη καθ' ἡμᾶς ἄνθρωπος·
ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας,
ὡς Θεὸς ἀκούει·
Ἀλληλούια.

Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων.
Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε,
οἰκήσας ἐν τῇ μήτρα σου,
καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·
Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας,
χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτήριας.
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως,
χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς,
χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα,
χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.
Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,
χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,
χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

μνος ἅπας ἡττᾶται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς,
ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε,
οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον,
ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν·
Ἀλληλούια.

Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν,
ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον·
τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς,
ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,
αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα,
κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,
χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,
χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον,
χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.
Χαῖρε, λουτὴρ ἔκπλυνων συνείδησιν,
χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας,
χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Χάριν δοῦναι θελήσας,
ὀφλημάτων ἀρχαίων,
ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων,
ἐπεδήμησε δι’ἑαυτοῦ,
πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον,
ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ψάλλοντές σου τὸν τόκον,
ἀνυμνοῦμέν σε πάντες,
ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε.
Ἐν τῇ σῇ γὰρ οὶκήσας γαστρί,
ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,
ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας·
Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,
χαῖρε, Ἁγία ἁγίων μείζων.
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι,
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.
Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν,
χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος,
χαῖρε, τῆς Βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγείρονται τρόπαια,
χαῖρε, δι' ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

 πανύμνητε Μῆτερ,
ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων,
ἁγιώτατον Λόγον·
δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν,
ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας,
καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
τοὺς σοὶ βοῶντας·
Ἀλληλούια.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη, ὁ ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμω· ὁ κλίνας ἐν καταβάσει τοὺς οὐρανούς, χωρεῑται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοι· Ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζων σοι· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε· ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοί· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.

Μεγαλυνάριον
Ὕμνοις ἐν αΰπνοις οἱ εὐσεβεῖς, ἀκαθίστῳ στάσει, ἀνυμνοῦμεν πανευλαβῶς, τὴν πρὸς τὸν λαόν σου, θερμήν σου προστασίαν, Παρθένε Θεοτόκε, ἡμῶν βοήθεια.

Άγιοι Φιλητός ο Συγκλητικός, Λυδία σύζυγος αυτού, Θεοπρέπιος και Μακεδόνας τα τέκνα αυτών, Αμφιλόχιος ο Δούκας και Κρονίδης ο κομενταρήσιος οι Μάρτυρες


Eις τον Φιλητόν και Λυδίαν.
Ὥσπερ Φιλητοῦ καὶ Λυδίας σάρξ μία,
Οὕτως ἓν αὐτῶν καὶ μετ' εἰρήνης τέλος.

Eις τον Θεοπρέπιον και Mακεδόνα.
Θνῄσκει Θεοπρέπιος σὺν Μακεδόνι,
Θεοπρεπῶς ᾄδοντες ὕμνους Κυρίῳ.

Eις τον Aμφιλόχιον και Kρονίδην.
Δοὺξ συντελευτᾷ τῷ Κομενταρησίῳ,
Ἐξουσιάζων ἐξυπηρετουμένῳ.

Άγιοι Φιλητός ο Συγκλητικός, Λυδία σύζυγος αυτού, Θεοπρέπιος και Μακεδόνας τα τέκνα αυτών, Αμφιλόχιος ο Δούκας και Κρονίδης ο κομενταρήσιος οι Μάρτυρες
Σε καιρό διωγμού (125 μ.Χ.), και όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αδριανός (117 - 138 μ.Χ.), ο Φιλητός με τη σύζυγο του Λυδία και τα δυο τους παιδιά, συνελήφθησαν και τους ζητήθηκε ν' αρνηθούν το Χριστό. Αλλά γονείς και παιδιά, έμειναν πιστοί στην ομολογία Του. Μάλιστα, επειδή δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην σοφία του Αγίου Φιλητού, τους παρέδωσαν στον Δούκα Αμφιλόχιο, που ήταν δούκας στην Σλαβονία, ο οποίος, αφού κρέμασε τον Άγιο Φιλητό και την Αγία Λυδία επάνω σε ξύλο, τους έγδαρε. Τότε πίστεψε στον Χριστό ο Κρονίδης ο κομενταρήσιος, ο οποίος μαζί με τους λοιπούς Αγίους φυλακίστηκε.

Τη νύχτα, ενώ οι Άγιοι έψαλλαν και προσεύχονταν, ήλθαν Άγγελοι που τους έδωσαν θάρρος για τους μαρτυρικούς αγώνες. Την επόμενη ημέρα παρουσιάσθηκαν οι Άγιοι στον Αμφιλόχιο, ο οποίος έδωσε εντολή να τους ρίξουν μέσα σε χάλκινο λέβητα πυρωμένο και γεμάτο με λάδι και ρητίνη. Μόλις, όμως, οι Άγιοι έκαναν το σημείο του Σταυρού, ο λέβητας ψυχράνθηκε. Όταν το είδε αυτό ο Αμφιλόχιος πίστεψε στον Χριστό και έριξε τον εαυτό του στον λέβητα λέγοντας: «Κύριε, βοήθησε με». Τότε ήλθε φωνή από τον ουρανό που είπε: «Άκουσα την δέησή σου, ανέβα προς Εμένα με χαρά».

Όταν ο βασιλέας έμαθε ότι οι Άγιοι είχαν διαφυλαχθεί σώοι και υγιείς τους άφησε ελεύθερους και έτσι τελείωσαν τον βίο τους προσευχόμενοι.

Άγιος Εφραίμ Αρχιεπίσκοπος Ροστώβ της Ρωσίας


Ο Άγιος Εφραίμ γεννήθηκε περί τα τέλη του 14οι αιώνος μ.Χ. στη Ρωσία. Στις 13 Απριλίου 1427 μ.Χ. χειροτονήθηκε Επίσκοπος της πόλεως Ροστώβ από τον Άγιο Φώτιο, Μητροπολίτη Κιέβου (τιμάται 2 Ιουλίου). Σύμφωνα με τα τοπικά Χρονικά, αμέσως μετά την άνοδό του στον θρόνο, άρχισε την ανοικοδόμηση της μονής Βαρινίσκιζ της Τριάδος του Αγίου Σεργίου, στο Πσκωφ, στο μέρος όπου βρισκόταν η οικία του ευγενούς Κυρίλλου, πατέρα του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ.

Ο Άγιος αναδείχθηκε φίλος της μοναχικής πολιτείας και υπερασπιστής του κοινοβιακού συστήματος δίνοντας την ευλογία του για την ίδρυση μονών.

Σπουδαίο ρόλο ανέπτυξε και στα πολιτικά - στρατιωτικά πράγματα της εποχής του και ιδιαίτερα στις συγκρούσεις, που ανεφύησαν μεταξύ των ετών 1430 - 1440 μ.Χ., για την υπεροχή των Ρώσων. Αν και η περιοχή του Γκαλίτς ανήκε στην κανονική δικαιοδοσία της Μητροπόλεώς του, ο Άγιος Εφραίμ υπήρξε σθεναρός αντίπαλος των ηγεμόνων του Γκάλιτς και υποστηρικτής των ηγεμόνων της Μόσχας. Το έτος 1453 μ.Χ. ο πρίγκιπας του Γκάλιτς, Βασίλειος Κοζόυ, απήγαγε τον Άγιο και τον ανάγκασε, μαζί με άλλους Επισκόπους, να υπογράψει επιστολές και εγκυκλίους κατά του αντιπάλου του, πρίγκιπα Δημητρίου Σεμζάκα.

Ο Άγιος Εφραίμ υπήρξε, επίσης, φλογερός πολέμιος της ενώσεως Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία αποφασίσθηκε το έτος 1439 μ.Χ. στην Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας και υπεγράφη από τον Μητροπολίτη Μόσχας Ισίδωρο, που έλαβε μέρος στην Σύνοδο. Για τον λόγο αυτό συμμετείχε σε έκτακτη Σύνοδο των Ρώσων Επισκόπων το 1440 - 1441 μ.Χ., η οποία καταδίκασε τελικά την στάση του λατινόφρονος Ισιδώρου.

Το έτος 1448 μ.Χ. προήδρευσε της Συνόδου της Μόσχας, κατά την διάρκεια της οποίας εξελέγη Μητροπολίτης Μόσχας και πασών των Ρώσων ο Άγιος Ιωνάς (τιμάται 31 Μαρτίου).

Ο Άγιος Εφραίμ κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1454 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στον καθεδρικό ναό του Ροστώβ. Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του, επίσης, στις 23 Μαΐου, εορτή της Συνάξεως των Αγίων του Ροστώβ και Γιαροσλάβ.

Συναξαριστής της 27ης Μαρτίου

Ἡ Ἁγία Ματρώνα ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ

 


Ἡ Ματρώνα ἔζησε στὰ ἀρχαῖα χριστιανικὰ χρόνια καὶ ἦταν ὑπηρέτρια, στὸ σπίτι ἑνὸς ἀνωτέρου ἀξιωματούχου Ἑβραίου, στὴ Θεσσαλονίκη. Αὐτὸς ἦταν παντρεμένος μὲ μία, ἐπίσης Ἑβραία, ποὺ ὀνομαζόταν Παντίλλα. Ἡ Ματρώνα, χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν οἱ κύριοί της, ἔγινε χριστιανή. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔμεινε κρυφὸ γιὰ πολὺ καιρό, διότι ἐκτελοῦσε μὲ πολλή ἀκρίβεια τὴν ὑπηρεσία της καὶ εἶχε τὴν εὐμένεια τῆς κυρίας της.

Μὲ τὸν καιρό, ὅμως, ἀποκαλύφθηκε. Ἐνῷ ἡ Ἑβραία κυρία πήγαινε στὴ συναγωγή, ἡ Ματρώνα ἐκμεταλλευόμενη τὴν εὐκαιρία ἐκτελοῦσε τὰ θρησκευτικά της καθήκοντα στὴ χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Τὴν κατασκόπευσαν, ὅμως, οἱ ἄλλες ὑπηρέτριες καὶ τὴν πρόδωσαν στὴν Παντίλλα. Ἡ σκληρὴ Ἑβραία τὴν κάλεσε νὰ τῆς πεῖ ἂν ὅλα αὐτὰ ἀληθεύουν.

Ἡ Ματρώνα τότε ὁμολογεῖ τὴν πίστη της καὶ κακοποιεῖται ἄγρια ἀπὸ τὴν Παντίλλα. Χωρὶς καμιὰ μνησικακία ἡ Ματρώνα, ὁμολογεῖ καὶ πάλι ὅ,τι ὑπαγορεύει ἡ συνείδησή της, δηλαδὴ Χριστὸν Ἐσταυρωμένον. Διότι ἡ ψυχή της εἶχε μέσα «ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς καὶ πίστεως ἀνυπόκριτου».

Δηλαδή, ἀγάπη ἀπὸ καθαρὴ καὶ ἀνιδιοτελῆ καρδιὰ καὶ συνείδηση ἀγαθή, ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε τύψη, καὶ πίστη ἀληθινή. Ἡ Παντίλλα τότε μὲ περισσότερη ὠμότητα τὴν μαστιγώνει καὶ τὴν ρίχνει στὴ φυλακή. Ἐκεῖ μέσα ἡ Ματρώνα παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸ Θεό.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Γνώμην ἀήττητον, Ματρῶνα φέρουσα, πίστιν τὴν ἔνθεον, ἄσυλον ἔσωσας, μὴ δουλωθεῖσα τὴν ψυχήν, Ἑβραίων τῇ ἀπηνείᾳ· ὅθεν ἀριστεύσασα, καὶ τὸν δόλιον κτείνασα, μυστικῶς νενύμφευσαι, τῷ Δεσπότῃ τῆς κτίσεως. Αὐτὸν οὖν ἐκτενῶς ἐκδυσώπει, πάσης ἡμᾶς ῥυσθῆναι βλάβης.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Φωτὶ νοητῷ, Ματρῶνα ἀτενίζουσα, εἱρκτῆς τὴν φρουράν, ὡς θάλαμον λελόγισαι, ἐξ ἧς Μάρτυς ἔδραμες, πρὸς παστάδα πάμφωτον κράζουσα· Τῇ σῇ Λόγε θείᾳ στοργῇ, μαστίγων τὴν πεῖραν, καθυπέστην φαιδρῶς.

Μεγαλυνάριον
Οὐδόλως δεδούλωσαι τὴν ψυχὴν, ἀλλ’ ἐλευθερίᾳ, ἐνδιέπρεψας εὐσεβεῖ, καὶ ἀρρενωθεῖσα, τὴν φρένα ὦ Ματρῶνα, ἠγώνισαι ἀνδρείως, κατὰ τοῦ ὄφεως.

 
Ὁ Ὅσιος Κήρυκος ὁ ἐν τῷ Ἄσπρῳ

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Οἱ Ἅγιοι Φίλητος, Λυδία, τὰ δυό τους παιδιὰ Θεοπρέπιος καὶ Μακεδόνας, Ἀμφιλόχιος ὁ δούκας καὶ Κρονίδης ὁ Κομενταρήσιος

Σὲ καιρὸ διωγμοῦ, καὶ ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἀδριανὸς (117-138), ὁ Φίλητος μὲ τὴν σύζυγό του Λυδία καὶ τὰ δυό τους παιδιά, συνελήφθησαν καὶ τοὺς ζητήθηκε ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Ἀλλὰ γονεῖς καὶ παιδιά, ἔμειναν πιστοὶ στὴν ὁμολογία Του. Οὔτε ταράχτηκαν καθόλου, ὅταν δόθηκε ἡ διαταγὴ νὰ τοὺς θανατώσουν μὲ βασανιστήρια. Ἀντίθετα, τὰ ὐπέμειναν μὲ θαυμαστὴ καρτερία.

Τέτοια δὲ ὑπῆρξε ἡ σταθερότητα καὶ ἡ πραότητά τους ἀπέναντι στοὺς δημίους, ὥστε οἱ παρευρισκόμενοι ἄρχοντες, Ἀμφιλόχιος καὶ Κρονίδης, ἦλθαν καὶ αὐτοὶ στὴ χριστιανικὴ θρησκεία. Καὶ ἐπειδὴ ἐπέμεναν, διατάχθηκε νὰ θανατώσουν μαρτυρικὰ καὶ αὐτούς. Κατόπιν, σειρὰ βασανιστηρίων ἐφαρμόστηκαν ἐναντίον τῆς οἰκογένειας, ποὺ μὲ παρέμβαση τῆς θείας δυνάμεως δὲν εἶχαν ἀποτέλεσμα. Τελικά τους βρῆκε ὁ θάνατος καὶ κατατάχθηκαν ὅλοι στὸν ἔνδοξο μαρτυρικὸ χορό.

 
Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης καὶ Βαρούχιος

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

 
Ὁ Προφήτης Ἀνάνι

Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἰούδα (955 π.Χ.). Ὁ βασιλιὰς Ἀσὰ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶχε στὴν ἀρχὴ ἀποκρούσει νικηφόρα τὴν ἐναντίον του ἐπιδρομὴ τοῦ βασιλιᾶ τῆς Συρίας.

Κατόπιν ὅμως ὁ Ἀσὰ συνθηκολόγησε μὲ τὸν βασιλιὰ τῆς Συρίας καὶ τοῦ ἔστειλε χρυσὸ καὶ ἀσῆμι, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει στὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ.

Τότε ὁ Προφήτης Ἀνάνι, παρουσιάστηκε στὸν Ἀσὰ καὶ τοῦ ἔκανε δριμύτατη παρατήρηση (Β´ Παραλειπ. ιστ´ 7-10). Ὁ Ἀσὰ ὀργισμένος, φυλάκισε τὸν Προφήτη. Τελικὰ ὅμως αὐτὸς ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ἐπίσκοπος Κορίνθου

Ὁ Ἅγιος Παῦλος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ θεοφιλεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀκολούθησαν τὸν μοναχικὸ βίο. Ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Πέτρου, Ἐπισκόπου Ἄργους († 3 Μαΐου) καὶ ἀσκήτεψε μαζί του στὴν Κόρινθο. Ἀργότερα ὁ Ἅγιος Παῦλος ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Κορίνθου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

 
Ὁ Ὅσιος Εὐτύχιος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
 

 
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ Ἀρχιεπίσκοπος Ροστὼβ τῆς Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ γεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. στὴ Ρωσία. Στὶς 13 Ἀπριλίου 1427 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπός της πόλεως Ροστὼβ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Φώτιο, Μητροπολίτη Κιέβου († 2 Ἰουλίου). Σύμφωνα μὲ τὰ τοπικὰ Χρονικά, ἀμέσως μετὰ τὴν ἄνοδό του στὸν θρόνο, ἄρχισε τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς μονῆς Βαρινίσκιζ τῆς Τριάδος τοῦ Ἁγίου Σεργίου, στὸ Πσκώφ, στὸ μέρος ὅπου βρισκόταν ἡ οἰκία τοῦ εὐγενοῦς Κυρίλλου, πατέρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ.

Ὁ Ἅγιος ἀναδείχθηκε φίλος τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ ὑπερασπιστὴς τοῦ κοινοβιακοῦ συστήματος δίνοντας τὴν εὐλογία του γιὰ τὴν ἵδρυση μονῶν.

Σπουδαῖο ρόλο ἀνέπτυξε καὶ στὰ πολιτικὰ – στρατιωτικὰ πράγματα τῆς ἐποχῆς του καὶ ἰδιαίτερα στὶς συγκρούσεις, ποὺ ἀνεφύησαν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1430 – 1440, γιὰ τὴν ὑπεροχὴ τῶν Ρώσων. Ἂν καὶ ἡ περιοχὴ τοῦ Γκαλὶτς ἀνῆκε στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς Μητροπόλεώς του, ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὑπῆρξε σθεναρὸς ἀντίπαλος τῶν ἡγεμόνων τοῦ Γκάλιτς καὶ ὑποστηρικτὴς τῶν ἡγεμόνων τῆς Μόσχας. Τὸ ἔτος 1453 ὁ πρίγκιπας τοῦ Γκαλίτς, Βασίλειος Κοζόϋ, ἀπήγαγε τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ἀνάγκασε, μαζὶ μὲ ἄλλους Ἐπισκόπους, νὰ ὑπογράψει ἐπιστολὲς καὶ ἐγκυκλίους κατὰ τοῦ ἀντιπάλου του, πρίγκιπα Δημητρίου Σεμζάκα.

Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὑπῆρξε, ἐπίσης, φλογερὸς πολέμιος τῆς ἑνώσεως Ὀρθόδοξης καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποφασίσθηκε τὸ ἔτος 1439 στὴν Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας καὶ ὑπεγράφη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Ἰσίδωρο, ποὺ ἔλαβε μέρος στὴν Σύνοδο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συμμετεῖχε σὲ ἔκτακτη Σύνοδο τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων τὸ 1440 – 1441, ἡ ὁποία καταδίκασε τελικὰ τὴν στάση τοῦ λατινόφρονος Ἰσιδώρου.

Τὸ ἔτος 1448 προήδρευσε τῆς Συνόδου τῆς Μόσχας, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας ἐξελέγη Μητροπολίτης Μόσχας καὶ πασῶν τῶν Ρώσων ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς († 31 Μαρτίου).
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1454 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ροστώβ. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη του, ἐπίσης, στὶς 23 Μαΐου, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως τῶν Ἁγίων του Ροστὼβ καὶ Γιαροσλάβ.

 
Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος Πατριάρχης Γεωργίας

Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος (Τσελάϊα) γεννήθηκε τὸ ἔτος 1861 στὸ χωριὸ Μαρτβίλι τῆς περιοχῆς Σαμεγκρέλο τῆς Γεωργίας καὶ σπούδασε στὸ σεμινάριο τῆς Τυφλίδος. Ἐξελέγη Μητροπολίτης τῆς πόλεως Κοντίντι καὶ στὶς 15 Ὀκτωβρίου τοῦ 1917 Καθολικὸς Πατριάρχης Γεωργίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1927.

Τὸ μεγαλεῖο καὶ οἱ εὐθύνες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς- Anthony Bloom



Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς του (2 Κορ. 12.9) ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς λέει ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ τελειώνεται καὶ ἀποκαλύπτεται στὴν ἀσθένεια. Πάντοτε νομίζουμε ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ ἀφοροῦν τὸν καθένα μας ὡς ἄτομο, τὸ κάθε πρόσωπο στὸ ὁποῖο ἀποκαλύπτεται ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ παρὰ τὸ εὔθραυστο, παρὰ τὴν ἁμαρτία διότι ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχουν στιγμὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ λόγος μας εἶναι λόγος ἀληθινὸς καὶ οἱ ἐνέργειές μας ἔργα τῆς ἀλήθειας, ὅτι λέμε καὶ κάνουμε πράγματα πολὺ ἀνώτερα ἀπ' αὐτὸ ποὺ εἴμαστε καὶ ἀπ' αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἴμαστε ἄξιοι νὰ διακηρύξουμε. Κατὰ περίεργο ὅμως τρόπο αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία: μὲ τρόπο παράδοξο ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα ἀνθρώπων ἄρρωστο καὶ ὅμως ἱκανὸ νὰ γιατρέψει.

Ἡ ἀρρώστια εἶναι κάτι τὸ πραγματικὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία, βρίσκεται στὴν ἁμαρτία τοῦ καθενὸς μας γίνεται φανερὴ στὴν μερικὲς φορὲς καταστρεπτικὴ ἀτέλεια τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας σωμάτων, τῶν ἐνοριῶν ἡ τῶν πιὸ πολυάριθμων ὁμάδων. Καὶ ὅμως μὲ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται σ' ἐμᾶς παρὰ τὴν ἀδυναμία μας, διὰ μέσου τῆς ἀδυναμίας μας, ἡ ἐκκλησία εὐπαθής, ἁμαρτωλὴ στὰ μέλη της, δίνει ἕνα μήνυμα ἀλήθειας καὶ ζωῆς καὶ κάτι ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ ἕνα μήνυμα: δίνει ζωὴ καὶ κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ κοινωνοῦν μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ αὐτὸ γιατί ὁ Θεὸς βρίσκεται ἀνάμεσά μας.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνο μία ὁμάδα ἀνθρώπων ποὺ πιστεύουν στὸν Κύριο, ποὺ προσπαθοῦν νὰ Τὸν ὑπακοῦνε καὶ οἱ ὁποῖοι μερικὲς φορὲς πλησιάζουν στὸ νὰ εἶναι ἄξιοι τοῦ Κυρίου τους καὶ ἄλλες φορὲς ἀποτυχαίνουν. Ἡ ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα στὸ ὁποῖο εἶναι παρὼν ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Μέσῳ τῆς ἐνανθρώπησης ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος ἔγινε γιὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ πρωτότοκος τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ πρόσωπό Του ἀποκαλύπτονται ὅλη ἡ πληρότητα, ὅλο τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ ὡραιότητα καὶ ὅλο τὸ βάθος τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τὸ βάθος αὐτὸ εἶναι τόσο μεγάλο ποὺ ὁ ἄνθρωπος νὰ μπορεῖ νὰ χωράει τὴ θεϊκὴ παρουσία.

Ἡ πληρότητα τῆς Θεότητας ἐνοίκησε στὴ σάρκα μέσῳ τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πληρότητα τῆς θεϊκῆς Του παρουσίας ἐξακολουθεῖ νὰ ἐνεργεῖ σπερματικὰ μέσα μας μὲ τὰ μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς Κοινωνίας καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀκόμη παρὼν μὲ τὴ ζωοδοτική, ἀναδημιουργικὴ καὶ μεταμορφωτικὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ δόθηκε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τὴ βραδιά τῆς Ἀνάστασής Του καὶ ποὺ ἔγινε δεκτὴ ἀπ' ὅλα τὰ μέλη της μέσῳ τῆς δωρεᾶς τοῦ Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους τὴν Πεντηκοστὴ ἡ παρουσία τοῦ Πνεύματος συνεχίζεται μὲ τὴ μετάδοση τῆς ἴδιας δωρεᾶς σ' ἐμᾶς.

Μέσῳ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δημιουργεῖται μία νέα σχέση ἀνάμεσα σ' ἐμᾶς καὶ τὸ Θεὸ κι ὄχι ἁπλῶς μία σχέση, κάτι περισσότερο: ἐγκεντριζόμαστε στὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, γινόμαστε κλαδιὰ ἑνὸς ἀμπελιοῦ, σὰν ἕνα μπόλι τὸ ὁποῖο παίρνει ζωὴ ἀπὸ τὸ χυμὸ καὶ τὴ δύναμη ἑνὸς δέντρου. Αὐτὸ ποὺ ἀληθεύει γιὰ τὸ Χριστὸ γίνεται ἀληθινὸ καὶ γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς ἂν μόνο ἀφήσουμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς ὑπερνικήσει, νὰ μᾶς μεταμορφώσει, νὰ μᾶς σώσει. Μέσα στὴν ὁρατὴ αὐτὴ Ἐκκλησία στὴν ὁποία οἱ ἀπ' ἔξω βλέπουν τὴν ἀδυναμία μας καὶ ἀντιλαμβάνονται τὴν ἁμαρτία μας, στὴν ὁποία ὁ καθένας μας ὑποφέρει μὲ τὴ δική του ἁμαρτωλότητα καὶ τὴν ἁμαρτωλότητα τοῦ καθενὸς καὶ τῶν πάντων ὑπάρχει μία θεϊκὴ παρουσία καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθινῆς ἀνθρωπότητας. Στὸ σύμβολο λοιπὸν τῆς Πίστεως μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ μία ἁγία Ἐκκλησία ἐφ' ὅσον αὐτὴ διακατέχεται ἀπὸ τὴν ἁγιότητα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.

Εὐπαθεῖς, ἁμαρτωλοί, ἐξακολουθοῦμε νὰ εἴμαστε ἕνα συνάθροισμα ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νὰ ἀνήκουν στὸ Θεό, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διαλέξει γιὰ Θεὸ τους τὸ Θεὸ ἀντὶ γιὰ ὅλα τὰ εἴδωλα τοῦ κόσμου. Παρὰ τὴν ἀναξιότητά μας ἀποτελοῦμε ἕνα συνάθροισμα ἀνθρώπων ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ὁ ζωντανὸς Θεὸς εἶναι παρὼν καὶ δυναμικὰ δραστήριος στὸν κόσμο. Αὐτὸ βέβαια ἀντὶ νὰ ἐλαττώνει αὐξάνει τὴν εὐθύνη μας διότι ἡ ἁμαρτία μέσα μας ἀποτελεῖ ἐμπόδιο στὴν ἐλεύθερη καὶ ἀποτελεσματικὴ δράση τοῦ Θεοῦ: εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐνεργήσει μέσω μας, γιὰ τὸ ὅτι φέρνουμε ἐμπόδια στὸ δρόμο Του καὶ σκοτίζουμε τὶς βουλὲς Του τὸ ὄνομά Του βλαστημιέται ἐξ αἰτίας μας.

Ὑπάρχουν δυὸ ἀπόψεις τῆς ἁμαρτωλότητάς μας τὶς ὁποῖες ὀφείλουμε νὰ ὑπερνικήσουμε. Ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ὑπάρχουν οἱ ἁμαρτίες τὶς ὁποῖες ἐνῶ ἀναγνωρίζουμε ἔχουμε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ μισοῦμε καὶ νὰ ἀπορρίπτουμε, ἔστω καὶ μὲ τὴν πρόθεση καὶ τὴ θέλησή μας. Οἱ ἁμαρτίες αὐτές, ὅσο σκοτεινὲς καὶ ἂν εἶναι ἐξακολουθοῦν νὰ ἀποτελοῦν σημεῖα συνάντησής μας μὲ τὸ Θεό, διότι ὁ Θεὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ σωτηρία μας ὅσο κι ἐμεῖς καὶ πραγματικὰ ἀκόμη περισσότερο.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὑπάρχει μέσα στὸν καθένα μας καὶ στὴν κάθε ὁμάδα ἀνθρώπων ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ἀνήκουν στὸ Χριστὸ μία πιὸ σκοτεινὴ περιοχή: ὑπάρχει ὁ ἀλύτρωτος ἄνθρωπος, ὁ παλιὸς Ἀδὰμ ὁ ὁποῖος ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ μέσα μας καὶ ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι διατεθειμένος νὰ ἐγκαταλείψει τὶς ἀξιώσεις του γιὰ αὐτονομία, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι διατεθειμένος νὰ παραδώσει τὸν ἑαυτὸ του ἀνεπιφύλακτα στὸ Θεὸ καὶ φοβᾶται νὰ πέσει στὰ χέρια τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἄποψη τῆς ζωῆς μᾶς φαίνεται ἀκόμα πιὸ σκοτεινὴ σ' ἐμᾶς ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὡς τόπους ἐνοίκησης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὡς ἄτομα ἀλλὰ καὶ στὴ θλιβερὴ ἀλληλεγγύη μας μέσα στὴν ἁμαρτία διατηροῦμε τὸ δικαίωμά μας νὰ παραμείνουμε εἰδωλολάτρες, νὰ κρατήσουμε ἔξω ἀπὸ τὸ θεϊκὸ χῶρο κάτι ἀπὸ τοὺς ἑαυτούς μας τὸ ὁποῖο θεωροῦμε πολύτιμο, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸ εἶναι θάνατος καὶ φθορά.

Ἡ ἐκκλησία εἶναι πραγματικὰ ἕνα ἄρρωστο σῶμα καὶ παρ' ὅλον ὅτι μὲ τὴ δύναμη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐπιφέρει τὴ θεραπεία καὶ τὴ σωτηρία ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ὀφείλει νὰ ρωτήσει τὸν ἑαυτό του: «μέχρι ποιοῦ σημείου ἔχω μετανοήσει γιὰ τὴν ἁμαρτία μου, μέχρι ποιοῦ σημείου ἡ ἁμαρτία μου μὲ στρέφει στὸ Θεὸ μὲ μία κραυγὴ γιὰ σωτηρία καὶ μέχρι ποιοῦ σημείου δὲν εἶναι αὐτὴ μία ἑκούσια ἄρνηση νὰ ἀποδεχτῶ τὸ ζωντανὸ Θεὸ καὶ νὰ Τοῦ ἀνήκω;» Ἡ τελευταία αὐτὴ εἶναι μία ἀληθινὰ δαιμονικὴ ἀξίωση γιὰ τὸ δικαίωμα νὰ εἴμαστε ὁ ἐαυτὸς μας ξεχωριστὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀκόμη παρὰ τὸ Θεό.

Ἂς τὸ σκεφτοῦμε αὐτό. Ὄχι μόνο οἱ προσωπικὲς σχέσεις καὶ οἱ σχέσεις μέσα στὴ Χριστιανικὴ κοινότητα θὰ ἄλλαζαν, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρος ὁ κόσμος θὰ ἄλλαζε ἂν ὅσοι ὀνομάζονται Χριστιανοὶ δεχόντουσαν νὰ Τοῦ ἀνήκουν ἀνεπιφύλακτα, ὄχι μόνο σ' ἐκεῖνο ποὺ ἤδη εἶναι δικό Του ἀλλὰ καὶ στὰ μύχια ἐκεῖνα τοῦ μυαλοῦ ποὺ πρέπει νὰ ὑποταχτοῦν, νὰ καταστραφοῦν ἀπὸ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ γίνουν κτῆμα τοῦ Θεοῦ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...