Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Αυγούστου 09, 2015

Περί πειρασμών

Περί πειρασμών

Ολόκληρη η πάλη και ο αγώνας του ανθρώπου στην στρατευομένη Εκκλησία ένα νόημα και σκοπό έχει, τη νίκη προς το οργανωμένο κακό, το οποίο είναι η άρνηση του θείου θελήματος. Όλες οι επί μέρους αντιστάσεις, οι οποίες προκαλούν και πιέζουν να γίνουμε προδότες και αρνητές, λέγονται πειρασμοί και έχουν την αρχή τους σε διάφορα αίτια. Το όνομά τους φανερώνει και μέρος της ιδιότητάς τους, διότι με την πάλη και τη μάχη αποκτούμε πείρα του πολέμου και ακόμα μαθαίνομε τα μυστήρια της θείας δικαιοσύνης, «του πνευματικού νόμου», με τον οποίον ο Κύριός μας κυβερνά την κτίση του. Οι μορφές των πειρασμών είναι πολλές, αλλά ο στόχος τους ένας. Να μας αποδείξουν δειλούς και απίστους ενώπιον του Θεού και να μας στερήσουν τα επαγγελθέντα στους πιστούς αγαθά, τα οποία είναι «η ανάσταση και η ζωή». Κάθε πειρασμός που συμβαίνει δεν είναι άσκοπος ή τυχαίος, όπως ίσως θεωρείται, αλλά ούτε και προϊόν της κακοβουλίας μόνον αυτού που τον προκάλεσε, είτε δαίμονος είτε ανθρώπου. Αυτοί που προκαλούν και μεταφέρουν τους πειρασμούς είναι συνήθως γνωστοί και ποικίλοι. Οι πειρασμοί όμως δεν είναι έργο της δικής τους εξουσίας, αλλά παραχώρηση του Θεού που διοικεί και κατευθύνει τα πάντα. Εάν «οι τρίχες της κεφαλής μας είναι όλες μετρημένες»( Ματ. 10, 30) και «όλα εξαρτώνται από το έλεος του Θεού και όχι από την ανθρώπινη θέληση και προσπάθεια»(Ρωμ. 9, 16), τότε πραγματικά «ο άνθρωπος πορεύεται στη ζωή του σαν μια αμυδρή εικόνα και μάταια ταράσσεται»(Ψαλμ. 38, 7). Παραθέσαμε ως τώρα γνώμες των Πατέρων μας γι’ αυτά και για το ότι τα περιστατικά που συμβαίνουν στον άνθρωπο αποτελούν καρπούς των δικών του νοημάτων ή ενεργειών.
Οι πνευματοφόροι Πατέρες επισημαίνουν πέντε κύριες αιτίες, για τις οποίες επιτρέπει ο Θεός στους εχθρούς μας να μας πολεμούν.
Πρώτη αιτία είναι ότι πολεμούμενοι και αντιπολεμούντες αποκτούμε διάκριση της αρετής και της κακίας.
Δεύτερη είναι, για να γίνει και να μείνει σταθερή κατάκτηση αυτό που κατορθώνεται  με πόνο και πόλεμο.
Τρίτη είναι για να μένουμε ταπεινοί, αφού προκόψουμε στην αρετή και τη δικαιοσύνη, και να μην υψηλοφρονούμε.
Τέταρτη είναι να μισήσουμε με ολοκληρωτικό μίσος την κακία.
Πέμπτη τέλος είναι, ότι «όταν γίνουμε  απαθείς με τη χάρη του Θεού» να μη λησμονούμε την αδυναμία μας, ούτε τον Θεό που μας βοηθά σε όλα. Επειδή είναι εκ φύσεως αγαθός  ο Θεός, ή μάλλον αυτοαγαθότης και υπεράγαθος, δεν περιέχει στο κατ’ ευδοκίαν θέλημά του ταλαιπωρία ή θλίψη για τα πλάσματά του και ειδικά τον άνθρωπο.
Τα δεινά που ταλαιπωρούν τη φύση μας δεν είναι συνέπειες της θείας ευδοκίας, αλλά της θείας οικονομίας και παραχωρήσεως. Εάν ο άνθρωπος παρέμενε σταθερά στο πρώτο κατ’ ευδοκίαν θείο θέλημα, τα υπόλοιπα θα ήσαν άγνωστα, γιατί δεν θα είχαν θέση για τη διόρθωση της επαναστατημένης διαγωγής. Η παρακοή και η πτώση του ανθρώπου διέστρεψαν την αρμονία της λειτουργίας των όντων, και έτσι εφαρμόσθηκαν και τα άλλα ιδιώματα του θείου θελήματος, τα οποία προκαλούν την ισορροπία  στην αποστατημένη πλέον φύση. Όλοι πλέον οι πειρασμοί, οι οποίοι προκαλούν την αδιάκοπη πάλη μας, επιτρέπονται οικονομικώς από το Θεό για την επαναφορά μας στην τάξη, εφ’ όσον τα εντός, τα έκτος και τα πέριξ, τα οποία αποτελούν τον κόσμο μας, ευρίσκονται σε επανάσταση και προς τον εαυτόν τους και προς το Δημιουργό. Ο πονηρός και επίβουλος εχθρός και εκδικητής διάβολος απόκτησε εξουσία πάνω μας, ένεκα της εκούσιας υποταγής των πρωτοπλάστων σ’ αυτόν, και της αδυναμίας έκτοτε της ανθρωπίνης φύσεως. Έτσι μετά την πτώση διαστράφηκε η γνώμη μας και αποκτήσαμε «στραμμένη στα πονηρά σκέψη»(πρβλ. Γεν. 8, 21), η οποία έγινε φορέας του παραλόγου και του πονηρού. Στο νόημα της μετανοίας, που δόθηκε από τον Θεό, συμφωνούμε κατά την πρόθεση. Στην πρακτική όμως εφαρμογή αντιστέκονται οι ανωτέρω παράγοντες, και γι’ αυτό ήταν αναγκαία η επέμβαση και επικουρική βοήθεια, για να επιτύχουμε τη λύτρωση. Η επικουρική συμπαράσταση, η οποία μας δόθηκε ελέω Θεού, είναι οι «συμβατικές επιφορές» (δηλ. τα δεινά που μας συμβαίνουν) της θείας οικονομίας για τον αφυπνισμό και διόρθωση, αφού τα περισσότερα στοιχεία της υπάρξεως μας ενεργούν αρνητικά. «Αν εξετάζαμε τους εαυτούς μας, δεν θα τιμωρούμαστε από τον Θεό· αλλά όταν ο Κύριος μας τιμωρεί, μας διαπαιδαγωγεί, έτσι ώστε να μην υποστούμε την τελική καταδίκη μαζί με τον κόσμο»(Α΄Κορ.11,31-32).
Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, «όπως τις ημέρες διαδέχονται οι νύκτες και τα καλοκαίρια οι χειμώνες, έτσι την κενοδοξία και ηδονή διαδέχονται λύπες και οδύνες, είτε στο παρόν, είτε στο μέλλον»(Μαξίμου Ομολογητού, Τετρακόσια Κεφάλαια περί Αγάπης, Εκατοντάς Β, §65).
Παραχωρήθηκαν οι οδύνες και οι λύπες, για να εξοφληθεί εδώ η εμπαθής ζωή, διαφορετικά θα συνεχιζόταν η ασθένεια της αμαρτίας και στο μέλλον, οπότε θα χανόταν η σωτηρία. «Δεν είναι δυνατόν», λέγει πάλιν ο άγιος, «να εκφύγει την μέλλουσα κρίση εκείνος, ο οποίος αμάρτησε, χωρίς να υπομείνει εδώ εκούσιους κόπους ή ακούσιες επιφορές» (ενθ’ ανωτέρω, §66)· και αλλού επαναλαμβάνει, «κανείς να μη σε εξαπατήσει, μοναχέ, ότι είναι δυνατόν να σωθείς, εάν είσαι δούλος στην ηδονή και στην κενοδοξία»(ενθ’ ανωτέρω, §63).
«Όταν σου έλθει πειρασμός από απροσδόκητο γεγονός, να μην κατηγορείς εκείνον, από τον οποίο συνέβη, αλλά αναζήτησε το γιατί συνέβη και θα βρεις οπωσδήποτε διόρθωση. Επειδή, είτε από εκείνον είτε από άλλον άνθρωπο, οπωσδήποτε θα έπινες το πικρό ποτήρι των κριμάτων του Θεού»(ενθ’ ανωτέρω, §42).
Μια ακόμη ερμηνεία για τη γενικότητα των πειρασμών, αναφέρει ο Άγιος Μάξιμος. «Οι επιφορές (επιθέσεις) των πειρασμών συμβαίνουν σε άλλους για την εξάλειψη των αμαρτημάτων, τα οποία έχουν γίνει. Ενώ σε άλλους για την εξάλειψη των αμαρτημάτων, τα οποία τώρα διαπράττονται. Σε άλλους επέρχονται για την παρεμπόδιση αμαρτημάτων, τα οποία πρόκειται να γίνουν, εκτός από εκείνες τις επιθέσεις των πειρασμών, οι οποίες επισυμβαίνουν για δοκιμασία, όπως στην περίπτωση του Ιώβ»(ενθ’ ανωτέρω, §45).
Σημειώνουμε  ένα απλό παράδειγμα από την καθημερινή ζωή. Ως χριστιανοί προσπαθούμε να εκπληρώνουμε τα καθήκοντά μας, αλλά όση και αν είναι η προσπάθειά μας, κάπου ξεφεύγουμε, εφ’ όσον αναμαρτησία δεν υπάρχει. Διά της μετανοίας διορθώνουμε τα λάθη ασφαλώς κατά την κρίση μας, αλλά δεν είναι συνήθως η μετάνοιά μας τόσον ακριβής, ώστε να εξαλείφει την ενοχή μας, και άρα παραμένουν χρέη ανεξόφλητα. Τα χρέη αυτά με το πέρασμα του χρόνου αυξάνουν εξ αιτίας των πολλών αιτίων και αφορμών και της δικής μας αδυναμίας. Οι μονάδες γίνονται δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες, και είναι άγνωστες στη δική μας κρίση, ενώ στη δικαιοσύνη του Θεού είναι γνωστές με ακρίβεια. Τί πρέπει να γίνει τώρα; Ή αυστηρή και ανάλογη μετάνοια σ’ αυτή τη ζωή, ή μέλλουσα κατάκριση μετά θάνατον, οπότε χάνεται η σωτηρία. Τότε το κατ’ οικονομίαν θείο θέλημα αποστέλλει παιδείαν, η οποία είναι «συμβατική επιφορά», ακούσιο οδυνηρό σύμπτωμα, το οποίον αναλογεί στον όγκο των σφαλμάτων και έτσι προκαλείται η εξόφληση, διαφορετικά θα κινδύνευε η σωτηρία. Αυτός είναι ένας τρόπος παραχωρήσεως των πειρασμών.
Γενικώς όμως τέτοιας φύσεως είναι όλα τα θλιβερά, τα οποία μαστίζουν τη ζωή μας, και εμείς επειδή δεν καταλαβαίνουμε το σκοπό της θείας προνοίας εξαγριωνόμαστε κατά των προσώπων ή των πραγμάτων, τα οποία προκάλεσαν τα συμβάντα. Μερικές φορές δεν έχουν συμβεί ως δικά μας λάθη, αλλά ευρίσκονται  στον κατάλογο της δικής μας απροσεξίας και αφέλειας. Για να προλάβει η θεία παναγαθότητα τη ζημιά, ίσως πελώρια πολλές φορές, επιτρέπει σε ένα πειρασμό να εμποδίσει την πρόοδο των αποφάσεών μας. Αυτοί είναι οι ονομαζόμενοι «προλαμβάνοντες πειρασμοί». Υπάρχουν επίσης και «οι επίκτητοι» με τη μετοχή στην ανιούσα και κατιούσα μορφή. Μετέχει κανείς σε ξένους πειρασμούς, όπως παραδείγματος χάριν ο αδικών στους πειρασμούς  του αδικουμένου, ο καταλαλών στους πειρασμούς  του καταλαλουμένου, ο συκοφαντών στους πειρασμούς του συκοφαντουμένου, και γενικά ο πειράζων στους πειρασμούς του πειραζομένου. Αυτή είναι η κατιούσα μορφή της μετοχής στους πειρασμούς.
Στην ανιούσα μορφή οι πνευματικοί Πατέρες με την προσευχή τους κρατούν τους πειρασμούς των πνευματικών τους τέκνων και γενικά εκείνων για τους οποίους αυτοί προσεύχονται. Είναι και οι μεγάλοι πειρασμοί των αγίων και του Χριστού, οι οποίοι βάσταξαν τις αμαρτίες του κόσμου και θεμελίωσαν την Εκκλησία. Γι’ αυτό κανένας πειραζόμενος δεν πρέπει να αγανακτεί και να γογγύζει εναντίον κάποιου, επειδή πληρώνει τις οφειλές της δικής του αμέλειας ή κακοφροσύνης.
Θελήσαμε να γράψουμε για τους πειρασμούς και τις ιδιότητές τους, αλλά δεν κρύβουμε  ότι νοιώσαμε φόβο και μόνον από την περιγραφή. Όταν η αγία Μαρία η Αιγυπτία εξομολογείτο στον αββά Ζωσιμά και διηγείτο τις σκληρές δοκιμασίες των πειρασμών τους οποίους δοκίμασε, στα ερωτήματα του αγίου γι’ αυτούς είπε: «Αββά Ζωσιμά, μη με αναγκάζεις να λεπτολογώ γι’ αυτούς, διότι φοβούμαι μήπως επανέλθουν». Το ίδιο ισχύει και για τον καθένα, όταν ομιλεί γι’ αυτούς. Ο Θεός να μας σώσει από την ορμή και τη μανία τους, αλλά πώς να γίνει, όταν χωρίς αυτούς είναι αδύνατη η σωτηρία; «Εκείνον που αγαπά ο Κύριος τον παιδαγωγεί, μαστιγώνει δε κάθε παιδί του, που αναγνωρίζει ως δικό του»(Παροιμ. 3, 12). Και πάλιν «είναι ευτυχής ο άνθρωπος τον οποίον θα παιδαγωγήσεις, Κύριε, και θα τον διδάξεις με το νόμο σου»(Ψαλμ. 93, 12). Και «αν πάλι δεν έχετε τη διαπαιδαγώγηση που έχουν πάρει όλοι, τότε είστε νόθα και όχι γνήσια παιδιά»(Εβρ. 12, 8).
Δεν είναι τόσον δύσκολος ο αγώνας προς τις δοκιμασίες, όταν συμπαρίσταται η θεία χάρις. «Εγώ θανατώνω και ζωοποιώ, εγώ πληγώνω και γιατρεύω, και δεν υπάρχει κανένας, ο οποίος θα ελευθερώσει (κάποιον) από τα χέρια μου»(Δευτ. 32, 39). Όταν μυστικά συμπαρίσταται η μητρική πρόνοια της χάριτος και βαστάζει τον αθλητή, όλα είναι υποφερτά, διότι αυτός που παιδαγωγεί είναι συγχρόνως και παρηγορητής· «διαπαιδαγωγεί για το καλό μας, για να μετάσχουμε στην αγιότητά  του»(βλ. Εβρ. 12, 10). Αυτό γίνεται στους «κατά φύσιν» πειρασμούς, οι οποίοι συμβαίνουν ή από φυσική αδυναμία και απειρία ή από το φθόνο του εχθρού ή για την πνευματική τελείωση του ανθρώπου. Όλα αυτά θεωρούνται φυσιολογικά εμπόδια, τα οποία υπάρχουν απαραιτήτως στο αγωνιστικό στάδιο του ανθρώπου, για να ολοκληρώσει την ομολογία του. Σ’ όλα αυτά παραφυλάττει αθέατη η συμπαράσταση της χάριτος και παρηγορεί μυστικά τους αγωνιζομένους, οι οποίοι γι’ αυτό πρέπει να έχουν πάντοτε θάρρος. Εκεί όμως, όπου υπάρχουν «παρά φύσιν» πειρασμοί, ο αγώνας είναι πολύ σκληρός και χωρίς ελπίδα, και το θάρρος χάνεται τελείως, ενώ η απόγνωση πνίγει και αποθαρρύνει τον αγωνιζόμενο, μέχρις ότου γογγύσει γιατί γεννήθηκε.
Κύριέ μου, Ιησού Χριστέ, η μόνιμη παρηγορία όσων ελπίζουν σε σένα, γλύτωσέ μας  από αυτή τη σκοτοδίνη και γέμισέ μας με τη δική σου ελπίδα. Αμήν.
Οι «παρά φύσιν» πειρασμοί δεν παράγονται μόνον από επιβουλή του εχθρού, διότι δεν έχει τέτοια εξουσία, αλλά είναι και αποτελέσματα της ραθυμίας και υπερηφανείας, την οποίαν παραλόγως αποδέχθηκε ο άνθρωπος. Η αμέλεια των καθηκόντων ενός αγωνιστή προκαλεί την εγκατάλειψη, διότι είναι ο «γνους και μη ποιήσας» δηλ. αυτός που ενώ γνωρίζει το θέλημα του Θεού, δεν το εφαρμόζει. Παραχωρείται να πέσει στα χέρια των εχθρών του να τον ταπεινώσουν, για να μάθει ποιός τον έσωσε και τον ανέβασε  στο επίπεδο της γνώσεως και της χάριτος, και ότι αυτά δεν ήσαν δικά του κατορθώματα, εφ’ όσον χωρίς τον Χριστό «κανένας δεν μπορεί να κάνει τίποτε»(πρβλ. Ιω. 15, 5), και να είναι στο εξής ταπεινός και νηφάλιος και να μη καταφρονεί τη δωρεά. Οι πειρασμοί όμως όσων δέχθηκαν την υπερηφάνεια είναι σκληρότεροι, διότι «ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται»(Ιακ. 4, 6), και όταν ο Θεός αντιτάσσεται, τότε ποιός θα συμπαρασταθεί;
Ειδικά σ’ αυτούς τους πειρασμούς απουσιάζει το θάρρος. Ο άνθρωπος αισθάνεται εντελώς αβοήθητος και καμιά από τις δεήσεις του δεν εισακούεται. Αισθάνεται απαρρησίαστος και ο Θεός του φαίνεται άτεγκτος και σκληρός. Οι υπόλοιποι τρόποι, οι οποίοι προκαλούσαν την θείαν αντίληψη, τώρα δεν βοηθούν, και ο άνθρωπος δοκιμάζει την αίσθηση του Άδη και πίνει τα πικρά νάματα της κολάσεως. Το μόνο παρήγορο στοιχείο, το οποίον τον συγκρατεί είναι τα δάκρυα, εάν υπάρχουν – διότι και αυτά στερεύουν – και η βαθύτατη ταπείνωση, η οποία κατέρχεται διά μέσου του νου και της κραυγής του «έως Άδου κατωτάτου». Εδώ καταλαβαίνει ο άνθρωπος τη σημασία του «εργάζεσθαι και φυλάσσειν», διότι εάν εργάζεται μεν, δεν φυλάσσει δε, μαθαίνει εκ πείρας ότι «είναι φοβερό να πέσει στα χέρια του αληθινού Θεού»(Εβρ. 10, 31). Όσοι πέσουν σ’ αυτούς τους σκληρούς πειρασμούς έχουν ανάγκην πνευματικής συμπαραστάσεως και ευχών πεπειραμένων Γερόντων, οι οποίοι «γνωρίζουν τον σκοπό των πειρασμών»(βλ. Β’ Κορ. 2, 11) και έμαθαν έτσι «να βοηθούν όσους πειράζονται».
Ο άγιος Μάξιμος αναφέρει τέσσερεις τρόπους εγκαταλείψεως, κατά τους οποίους η σκληρότητα των πειρασμών είναι τρομακτική. Πρώτος είναι ο «οικονομικός», όπως συνέβη στον Κύριόν μας, ο οποίος, αν και με επιμονή και ικεσία ζήτησε απαλλαγή, δεν εισακούσθηκε αλλά εγκαταλείφθηκε, ώστε να επαναφέρει στην πατρική κηδεμονία εμάς τους εγκαταλελειμμένους. Ο δεύτερος είναι ο «δοκιμαστικός», όπως έγινε στον Ιώβ και τον Ιωσήφ, ώστε ο μεν Ιώβ να αναδειχθεί στύλος υπομονής και ανδρείας σε όλες  τις γενεές, ο δε Ιωσήφ αγνότητος και σωφροσύνης. Τρίτος είναι αυτός που έχει σκοπό  την «παίδευσιν», όπως στον Παύλο, για να μείνει ταπεινός λόγω της υπερβολής των χαρισμάτων, και ο τέταρτος ο προς «αποστροφήν», όπως συνέβη στους Ιουδαίους, ώστε τιμωρούμενοι να αναζητήσουν την μετάνοια.
Κάθε πειρασμός γίνεται επωφελής, εάν γίνει καταλλήλως αποδεκτός από τους πάσχοντες. Η συναίσθηση των λόγων της Γραφής, η οποία βεβαιώνει ότι «θα πεταχτούν έξω στο σκοτάδι· εκεί θα κλαίνε, και θα τρίζουν τα δόντια τους»(Ματ. 8, 12) όσοι κριθούν ως αρνητές του θείου θελήματος και όσοι δεν υπομείνουν «εις τέλος» τις δοκιμασίες της χριστιανικής ομολογίας, δυναμώνει το φρόνημα και ανακαινίζει τις δυνάμεις προς υπομονή. Ασφαλώς τα δεινά τα οποία εξαγγέλθηκαν ότι περιμένουν τους αρνητές και προδότες της πίστεως προς τον Θεό δεν διαψεύδονται, διότι δεν είναι παραβολικές αλλά σταθερές δηλώσεις του Κυρίου μας. Το βασανιστικότερο δε από όλα είναι η πληροφορία ότι ξεπέσαμε από την θείαν αγάπη διότι προσβάλαμε και αρνηθήκαμε πλήρως την πατρική στοργή του Σωτήρα μας, η οποία εκδηλώθηκε απολύτως θεοπρεπώς. Κανένας νομίζω δεν θα το αντέξει αυτό. «Έδειξε την αγάπη του ως το τέλος (στο μέγιστο βαθμό) σ’ αυτούς που, μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο του ανήκαν και τους αγαπούσε»(Ιω. 13, 1). Και αυτοί οι ίδιοι ολοκληρωτικά τον αποστράφηκαν!
Πηγή: vatopedi.gr (Γέροντος Ιωσήφ, «Αθωνική Μαρτυρία», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 2, εκδ. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδιού, σ. 67-76)
το είδαμε εδώ

Η Παναγία και οι Άγιοι του Άθωνα

Το βουνό που αγάπησαν αυτοί που αγάπησαν πολύ την Παναγία. Στην χιλιόχρονη ιστορία του έχουμε πάνω από Εκατοντριάντα ανακηρυγμένους αγίους. Πρώτοι της ισάγγελης αυτής σειράς οι άγιοι Αθανάσιος ο κτήτορας της Μεγίστης Λαύρας και ο Ξηροποταμηνός Παύλος. Οι δυο πρώτες λαμπάδες π’ ανάφτηκαν στο μπρός στην εικόνα της Παναγίας μανουάλι και φωτίζουν τα πρόσωπα των μοναχών μέχρι σήμερα. Είναι οι Πρόδρομοι π’ ανοίγουν δρόμους για να γνωρίσουν μυριάδες ανθρώπων κατοπινών την εξαίσια παρηγοριά που δίνει στους πιστούς η Θεοτόκος.
panagiagionoros2
Μια τίμια σειρά αφοσιωμένων δούλων που έντονα αφήνουν να φανεί η ποικιλία των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος. Έτσι έχουμε αγιορείτες αγίους μοναχούς, διακόνους, ιερομονάχους, κατοπινούς ιεράρχες, αρχιεπισκόπους και πατριάρχες και πατριάρχες πάλι που γίνονται μοναχοί. Έχουμε βασιληάδες και βασιλόπαιδες, αξιωματούχους, ηγουμένους και υποτακτικούς κτήτορες, έγκλειστους, ασκητές και κοινοβιάτες, πτωχούς, νέους και γέροντες, ιερομάρτυρες και νεομάρτυρες, θαυματουργούς, μυροβλύτες, συγγραφείς, αντιγραφείς, μεταφραστές, ζωγράφους και ποιητές… Όλοι κεριά αναμμένα μπρός στη τιμιωτέρα των χερουβείμ που τους έγινε μητέρα, αδελφή, γιάτρισσα, προστάτισσα… Αυτή που την ευλαβούνταν βαθιά, π’ αγαπούσαν με τρυφερότητα μικρού παιδιού, την παρακαλούσαν ολοήμερα με καθημερινούς χαιρετισμούς, παρακλήσεις, δεήσεις, θεοτοκάρια, θεοτοκία, κανόνες, πολύωρες αγρυπνίες και λιτανείες να πρεσβεύει υπέρ αυτών και όλου του κόσμου.
Κι εκείνη, με την άφατη φιλοστοργία της υπόσχονταν, παρουσιάζονταν σε οράματα και σε όνειρα, μιλούσαν οι εικόνες της, θαυματουργούσε, παραμυθούσε, ελευθέρωνε από πειρασμούς, τους ευχαριστούσε, τους προέλεγε και κάποτε διέταζε και απαιτούσε κι άλλοτε με χρυσό φλουρί και με χαρά πλήρωνε τους ψάλτες για τον κόπο της όμορφης ψαλμωδίας τους… Δυστυχώς ούτε μόνα τα ονόματά τους ο φιλόξενος αυτός χώρος δεν φτάνει για ν’ αναφέρουμε.
Κάποιους μυστικούς μαγνήτες έχει ο Άθωνας και τραβά τόσα ανήσυχα πνεύματα, τόσο αποφασισμένους ανθρώπους, τόσο δυνατούς. Άλλοι χάνονται στις δίχως νερό ερημιές, σε ρέματα, σπηλιές, πλαγιές με γκρεμούς, παραλίες βραχοσκέπαστες. Ψάχνουν ένα τόπο νάναι μόνοι, αυτοί κι ο Θεός. Τόποι δίχως παρηγοριά ανθρώπινη, δίχως ανθούς, καρπούς, στρουθιά, κακοτράχαλοι. Άλλοι πάλι βρίσκουν απερίγραπτης ομορφιάς θέσεις για το χτίσιμο των μοναστηριών τους και των κελλιών τους. Δε φοβηθήκανε τη βροχή, το χιόνι, το κάμα. Πως ζήσανε τόσο χρόνια μόνοι; Μερικούς δεν τους γνώρισαν παρά στο τέλος της ζωής τους κι άλλους καθόλου. Στους χειμώνες, είχανε τη ζεστασιά την αγιοπνευματική και στά καλοκαίρια τη δροσιά της θείας χάριτος.
Τα μοναστήρια του Άθωνα αυξήθηκαν και λιγόστεψαν. Από χρόνια μένουν είκοσι. Στρατόπεδα κατά της εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας, κέντρα πολιτισμού και αγάπης. Χώροι υποταγμένων ελευθέρων ανθρώπων, φονευτές δυνάμεων σκοτεινών, φώτα ζωής, χαράς, ειρήνης. Ο κύριος ρόλος τους απέραντα σπουδαίος για όλο τον κόσμο: η αδιάκοπη προσευχή. Οι άγιοι κτήτορές τους δε θέλησαν ούτε μετά την κοίμησή τους να δοξασθούν κι έτσι κρύψανε τα τίμια λείψανά τους. Κανένα μοναστήρι και μεγάλη σκήτη δεν είναι που να μην έχει τους δικούς της αγίους, που η παρουσία τους είναι τόσο έντονη σαν της μεγάλης Εφόρου Παναγίας.

Η ΕΞ ΥΨΟΥΣ ΔΥΝΑΜΙΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ

ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΘΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ




 Γράφει ο Ηλίας Σταμπολιάδης

Αλγεινή εντύπωση προξενεί η λυσσαλέα επίθεση των συμπολιτευόμενων, στην επιτελούμενη εθνική προδοσία, κομμάτων της ‘αντιπολίτευσης’ εναντίων όσων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ έχουν μείνει πιστά στις προεκλογικές θέσεις του κόμματος. Έχοντας αλλάξει το νόημα των λέξεων κατηγορούν για προδοσία όσους δεν έχουν υποταχθεί στα συνωμοτικά σχέδια των ευρωναζί κατακτητών και αγωνίζονται να σώσουν ότι ακόμη μπορεί να σωθεί.

Αυτή η παραφροσύνη αποτελεί εθνικό εξευτελισμό για μία χώρα που αν μη τι άλλο ο ορθός λόγος αποτελεί βασικό στοιχείο της ιστορικής της πορείας . Μόνο για αυτή τη διαστρέβλωση, θα έπρεπε να είναι μέσα οι ΒΒ Μεϊμαράκηδες, Σ. Θεοδωράκηδες , Φ.Γεννηματούδες, η Πασοκοπλατφόρμα του ΖΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης, οι καναλάρχες και οι χυδαίοι εκφωνητές τους, συμπεριλαμβανομένων όλων των προκατόχων τους της μεταπολίτευσης.

 Δυστυχώς δεν έχει φανεί ακόμη ο άνθρωπος που θα συσπειρώσει τον Ελληνισμό ενάντια στον αφανισμό του που ήδη επιτελείται σε τρία σημαντικά επίπεδα.
Το οικονομικό, με την υπογραφή μνημονίων  που καταδικάζουν την χώρα σε ύφεση και υποτέλεια.
Το βιολογικό, με την εισαγωγή πλήθους αλλόθρησκων  μεταναστών που την κρίσιμη στιγμή θα τους οπλίσουν εναντίον μας.

Το πολιτιστικό, που είναι και το σημαντικότερο για την διατήρηση της εθνικής μας ταυτότητας και συντελείται με την αφαίρεση της εθνικής μας μνήμης, την αλλοίωση της ιστορίας και  γλώσσας και την αμφισβήτηση των αξιών που είναι σημαντικές για όλη την ανθρωπότητα και μας έχουν αναδείξει σε πρότυπο του ανθρώπινου πολιτισμού που θέλουν να τον καταστρέψουν και η παρουσία μας αποτελεί το μεγαλύτερο τους εμπόδιο.

Είμαστε παγιδευμένοι στο Δυτικό σύστημα της κοινοβουλευτικής κομματοκρατίας με το ψευδώνυμο της δημοκρατίας, στο οποίο ο λαός τελεί υπό σύγχυση χωρίς ουσιαστικά να υπάρχει ο αρχηγός  που να αναλαμβάνει τις ευθύνες καθοδήγησής του. Τα δύο κόμματα που θα μπορούσαν να συσπειρώσουν τον λαό σε έμπρακτη αντίσταση, το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή, ευρίσκονται όχι μόνο περιθωριοποιημένα αλλά και σε εχθρική διάθεση μεταξύ τους.

Από τη μεριά του το ΚΚΕ δεν έχει πρόγραμμα εξουσίας. Το σύστημα της κοινοκτημοσύνης που  προτείνει έχει αποδειχθεί  και ιστορικά ότι δεν δουλεύει διότι καταπιέζει την ιδιωτική  δημιουργικότητα και τελματώνει την παραγωγή πράγμα που το εξαναγκάζει σε μέτρα φασιστικής καταπίεσης των πολιτών. 

Δυστυχώς, τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα στελέχη του είναι άσχετα με την παραγωγική διαδικασία και την διακίνηση των αγαθών, δεν επεξεργάζονται τα προβλήματα και στηρίζονται σε μία συνδικαλιστική διαχείριση κομματόσκυλων.

Από την άλλη  μεριά η Χρυσή Αυγή έχει και αυτή τη ρετσινιά του φασίστα, που το κατεστημένο έχει φροντίσει να διογκώσει. Η Χρυσή Αυγή σπαταλά τον χρόνο της ενάντια στα ‘κουμούνια’ αλλά και ενάντια στον εθνομηδενισμό με ανορθόδοξο όμως τρόπο. Αυτό έχει δώσει λαβή στους κατακτητές να υποβαθμίζουν τη σημασία της εθνικής ταυτότητας.

Ο λαός όμως είναι αυτός ο απλός πολίτης που αν και ανήκε και στις δύο αυτές παρατάξεις αντιστάθηκε στους Γερμανούς με τα ΤΑΝΚS  στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και είναι πάλι διατεθειμένος να αντισταθεί στους Γερμανούς με τα BANKS του νέου πολέμου που έχει άλλους όρους και χρειάζεται άλλη μεθόδευση της αντίστασης. Είναι άφελές αυτό που προτείνει π.χ. το ΚΚΕ, ο καθένας να παλεύει μόνος του στον χώρο εργασίας απέναντι στο θηρίο που έχει νομική κατοχύρωση να τον ποδοπατήσει, την στιγμή που ο άνθρωπος έχει ανάγκη την εργασία σε ένα περιβάλλον ανταγωνιστικό όχι μόνο από τους συμπολίτες του αλλά και από τον πεινασμένο μετανάστη.

Χρειάζεται ηγεσία αποφασισμένη και ενωμένη, οι ιστορικές μνήμες που στο κάτω-κάτω άλλοι δημιούργησαν,  μπορεί να μας χωρίζουν αλλά η ανάγκη συλλογικής μας επιβίωσης πρέπει να μας ενώσει πάλι ενάντια στον κοινό εχθρό. Αυτή τη στιγμή είμαστε υπό  κατοχή και είμαστε σε πόλεμο. Πρέπει να το καταλάβουμε, να αντισταθούμε και να δραστηριοποιηθούμε υπό κοινή εθνική καθοδήγηση.  Δεν πρέπει να συνεχίσουμε σαν την ακέφαλη αγέλη της πλατείας Συντάγματος  που την διαλύουν οι  πληρωμένοι εμπρηστές και την  εξαπατούν οι νέοι δημαγωγοί. Αν δεν ανακηρύξουμε εμείς τον δικό μας
Βασιλέα  θα μας φέρουν εκείνοι τον δικό τους. 

Δυστυχώς λείπουν οι διαδικασίες που θα τον αναδείξουν και για αυτό πρέπει να ζητήσουμε από τον  Θεό να τον υποδείξει και να τον χρίσει. Θα πρέπει ακόμη η ορθοδοξία να γίνει το κύριο χαρακτηριστικό του Έλληνα όπως ο Ιουδαϊσμός είναι το γνώρισμα των  Εβραίων. Για το λόγο αυτό μεγάλη είναι η ευθύνη των ιερέων πολύ δε περισσότερο των επισκόπων που αυτή τη στιγμή στο μεγαλύτερο ποσοστό τους έχουν  αποποιηθεί το θυσιαστικό τους καθήκον και έχουν ταυτιστεί με τον Καίσαρα και τη Δύση, αναπαυόμενοι στο Σταυρό του Κυρίου.

Ηλίας Σταμπολιάδης

ΑΙΔΩΣ...

Hλιάδης Σάββας

Δάσκαλος
Κιλκίς, 26-7-2015


Καλοκαίρι. Βλέπω τους ανθρώπους να πηγαινοέρχονται πέρα στο δρόμο. Με την ελάχιστη παρατηρητικότητα, ανάμεσα στις άλλες προ των οφθαλμών ρέουσες εικόνες, προβάλλουν στην πλειονότητά τους  επαναλαμβανόμενες ως  ακριβές  αντίγραφο η μια κατόπιν της άλλης αυτές του θήλεος φύλου, πάσης ηλικίας,συνθέτοντας κατά ασχήμονα και απειρόκαλο τρόπο μια αισθησιακή, επιτηδευμένη, αφύσικη και εν πολλοίς απροκάλυπτη,  «αποκαλυπτική» και προκλητική παρέλαση,  έναν «ξενισμό»  παντελώς άγευστο της  «ευωδίας», που αναδύει μέσα από τους αιώνες η  ιστορία της  Ρωμιάς γυναίκας.
 Η κρατούσα νοοτροπία, με τον κατακερματισμό της συνολικής εικόνας του  θείου και χαριτωμένου πλάσματος,  με τη δημιουργία σύγχυσης στο πρότυπο της γυναίκας, που  είναι  η Παναγία μας,  με την επιχείρηση   διαγραφής  της ιδιαιτερότητας της αποστολής αυτού του φύλου και με την επίμονη προσπάθεια αποκάλυψης και προβολής σε δημόσια θέα των μελών του σώματος, που έχουν εκ φύσεως ιερή αποστολή -επινόηση δυτικής προέλευσης, αισθησιακού  χαρακτήρα  και ολότελα ξένης προς την ελληνορθόδοξη Παράδοσή μας - πέτυχε   να  επιβληθεί και να επικρατήσει. Ως μη ορθά δε αξιολογημένη για την καταλυτική της δύναμη επί του ορθόδοξου ήθους, «εισέβαλε» στη ζωή ακόμη και των λεγόμενων ηθικών ανθρώπων, αλλά και πολλών ενσυνείδητα αγωνιζόμενων χριστιανών.
Καθιερώθηκε  λοιπόν και στη δική μας  απροετοίμαστη κοινωνία, η οποία είναι πλέον πεπεισμένη,  πως  δε συμβαίνει τίποτε με όλον αυτόν  για  τη γυναικεία φύση και ύπαρξη  ξεπεσμό, που δίνει το στίγμα  της οριστικής  μετάλλαξης αυτής και της αποστολής της στη ζωή. Για τη γυναίκα κόρη. Για τη γυναίκα σύζυγο. Για τη γυναίκα μητέρα. Για τη γυναίκα γιαγιά. Για τη γυναίκα, σύμβολο της συστολής, της σεμνότητας, της αιδούς.
Ρεύμα ισχυρό πλέον στην πληγωμένη από τον εκδυτικισμό κοινωνία μας.
Κακέκτυπο  προδοτικό προς τους αρχαίους προγόνους μας:
«άμα δε και κιθώνι εκδυομένω συνεκδύεται και την αιδώ η γυνή». (Ηρόδοτος)Απ΄τη στιγμή που η γυναίκα θα βγάλει το ρούχο της, ταυτόχρονα πετάει και την ντροπή.
 Αλλά και προς τους Αγίους μας:
 «άνθος έν εστι γυναιξίν εράσμιον, εσθλόν έρευθος». (Γρηγ. Ο Θεολόγος) Το πιο θελκτικό και όμορφο λουλούδι στις γυναίκες, είναι το υπέροχο κοκκίνισμα της ντροπής.
Όλα αυτά  ακροθιγώς, σαν αφορμή  για  το θέμα «Αιδώς» και η συνέχεια σε ένα μικρό βιβλίο, το οποίο  κυκλοφόρησε πριν από μια εικοσαετία περίπου.
Τίτλος του: «ΑΙΔΩΣ» και συγγραφέας ο  αείμνηστος  Μιχαήλ Μιχαηλίδης. Εκεί μπορεί να  ενημερωθεί κάθε καλοπροαίρετος ανήσυχος νους και να προβληματιστεί περί του θέματος.
 Απλό και προσιτό στην κατανόησή του από τον καθένα και πάντα επίκαιρο, όπως επίκαιρη και διαχρονική παραμένει και η αιδώς ως έννοια  εφαρμοσμένη, αλλά και  εφαρμόσιμη και εφαρμοστέα.
Παραθέτω τον πρόλογο του βιβλίου, εκδόσεων «Άγιος Νικόλαος»:
«Στις αρχές του εικοστού αιώνα, το ναυάγιο του «Τιτανικού» υπήρξε το πιο τρομακτικό στην ιστορία της θάλασσας.
 «Αβύθιστο» το είπανε, μα στο παρθενικό του ταξίδι χτύπησε σε παγόβουνο και βούλιαξε στα βαθιά νερά του Ατλαντικού.
Λήγοντος του εικοστού αιώνα, ένα άλλο ναυάγιο-πολύ πιο τρομακτικό- βρίσκεται σε εξέλιξη. Πρόκειται για το ναυάγιο της Ευρώπης.
Μόνο της Ευρώπης; Όλης της ανθρωπότητας. Ένα χωρίς προηγούμενο ναυάγιο. Μια πρωτόγνωρη παρακμή των ηθικών αξιών και του πολιτισμού. Μια παρακμή που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο μαρασμό και τον πνευματικό θάνατο.
Τα «δρώμενα» σε όλα τα επίπεδα, το πιστοποιούν και το προσυπογράφουν. Ένας τεχνολογικός γιγαντισμός, που στηρίζεται σε καλαμένια πόδια. Μια παχυσαρκία, που δεν αφήνει το πνεύμα να ισχυροποιηθεί. Μια ποιότητα ζωής με τυρί και λουκάνικο, αλλά με ψυχή που λιμοκτονεί.
Όσο ξεψυχάει η αιδώς, πεθαίνει μαζί της η ομορφιά, ο πολιτισμός, ο άνθρωπος.
Σκοπός του βιβλίου: Να σημάνει συναγερμό για την περιφρούρηση των μεγάλων αξιών της ζωής, όπως είναι η Αιδώς, και το διαμάντι της σεμνότητας.
Με τη βοήθεια του Θεού, υπάρχει ελπίδα».
Στο πρώτο κεφάλαιο, μεταξύ άλλων γράφει:
«Ελάχιστες λέξεις στο ελληνικό λεξιλόγιο έχουν τόσο αμέτρητο βάθος και τόσον πλούτο εννοιών και συναισθημάτων, όσο η αιδώς. Είναι μια λέξη με απέραντο ηθικό περιεχόμενο. Με κάποια προέκταση, θα λέγαμε πως είναι μια σύνοψη της ηθικής ή μια έκφραση του όλου ηθικού νόμου. Συγκεφαλαιώνει όλες μαζί τις αρετές.Η Ιωάννα Τσάτσου στέκεται με θαυμασμό και αναφωνεί:

Κάποτε τον παληό καιρό
Άγραφος ακόμα ο νόμος
ελεύθερος ο άνθρωπος
από το φόρτο της γνώσης
στην πρώτη διδαχή
μια λέξη

«Αιδώς»

Μια λέξη για τους άριστους
που κλείνει όλους τους νόμους
τη συστολή, το σεβασμό
και την ευγένεια.
Σχολιάζοντας το μικρό, αλλά συμπυκνωμένο από νοήματα, ποίημα, ο Σαράντος Καργάκος σημειώνει: «Η ποιήτρια τοποθετεί τη λέξη «αιδώ» στο κέντρο του ποιήματος, όπως τον παληό καιρό ήταν τοποθετημένη στο κέντρο της κοινωνικής ζωής και διαμόρφωνε το ήθος των παλαιών ανθρώπων. Έτσι απομονωμένη, μοιάζει με φωτιστική εστία που φωτίζει το υπόλοιπο λεκτικό στερέωμα».
Όσες καλοπροαίρετες ψυχές έχουν ενδιαφέρον, ανησυχίες και ερωτηματικά, μπορούν να καταφύγουν σ΄ αυτό το μικρό βιβλίο. Θα αποκτήσουν γνώσεις,  για τις οποίες μέχρι τώρα δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να ενημερωθούν και να προβληματιστούν, προς ωφέλεια πνευματική.
Είναι κρίμα να κλείσουμε το άρθρο, χωρίς να καταφύγουμε  στην Καινή Διαθήκη, στην οποία η λέξη «αιδώς» αναφέρεται δύο φορές.
Στην προς Εβραίους επιστολή: «Διὸ βασιλείαν ἀσάλευτον παραλαμβάνοντες ἔχωμεν χάριν, δι' ἧς λατρεύωμεν εὐαρέστως τῷ Θεῷ μετὰ αἰδοῦς καὶ εὐλαβείας». (Εβρ. 12, 28) Η αιδώς και η ευλάβεια αναφέρονται στη διάθεσή μας απέναντι στο Θεό. Από μόνη της η αιδώς έχει την έννοια του σεβασμού και του δέους. Να «ντραπούμε» το Θεό.
Στην Α΄ προς Τιμόθεον«Ὡσαύτως καὶ γυναῖκας ἐν καταστολῇ κοσμίῳ, μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς, μὴ ἐν πλέγμασιν ἢ χρυσῷ ἢ μαργαρίταις ἢ ἱματισμῷ πολυτελεί». (Α΄ Τιμ. 2,9) Εδώ αναφέρεται στο ντύσιμο και το στόλισμα των γυναικών κατά τη δημόσια λατρεία.
Ο Ζιγαβηνός ερμηνεύει: «Λέγοντας δε (ο απόστολος Παύλος) εν καταστολή κοσμίω, μετά αιδούς και σωφροσύνης, απαγόρευσε  όσα καλλυντικά επαλείφονται στα μάγουλα και τα βαψίματα  των ματιών και το λικνιστό βάδισμα και τη χαύνη, προκλητική φωνή».
Και συνεχίζει ο Χρυσόστομος: «και το φιλήδονο βλέμμα, που είναι πλήρες από κάθε πορνική διάθεση, το επιμελημένο ανασήκωμα της καλύπτρας του προσώπου, τη ζώνη την εντυπωσιακή, τα εξεζητημένα υποδήματα». (Π. Τρεμπέλα, Υπομνήματα)
Ο απόστολος Παύλος αναφέρεται παρακάτω και σε άλλου είδους καλλωπισμούς. Την επιτηδευμένη κόμμωση, τα χρυσά βραχιόλια και δαχτυλίδια, τα σκουλαρίκια, τα πολυτελή ρούχα. Και καταλήγει πως τα αγαθά έργα ενώπιον του Θεού είναι ο καλύτερος στολισμός.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ


Του Νικολάου Σωτηρόπουλου


Οι Χιλιασταί δεν παραδέχονται την μητέρα του Κυρίου ως Θεοτόκον και αειπάρθενον, ισχυρίζονται ότι μετά τον Χριστόν απέκτησε και άλλα τέκνα εκ σαρκικής μίξεως μετά του Ιωσήφ, και δεν αποδίδουν εις αυτήν ιδιαιτέραν τιμήν.
Ουδέποτε χρησιμοποιούν περί αυτής ονόματα δεικνύοντα τρυφεράν αγάπην, θαυμασμόν και σεβασμόν, ως π.χ. το όνομα Παναγία, αλλά πάντοτε ομιλούν περί αυτής ως ομιλεί τις περί συνήθους γυναικός. Η Μαρία και η Μαρία, λέγουν συνεχώς, ως εάν επρόκειτο περί εξαδέλφης των! Αλλ' η Γραφή ελέγχει την ασέβειάν των.

Θεοτόκος
«Καί πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με;» (Λουκ. α' 43).
Η Ελισάβετ, εν Πνεύματι Αγίω ομιλούσα, ονομάζει την Παρθένον μητέρα του Κυρίου της. Ποίον δε εγνώριζε και ανεγνώριζεν ως Κύριόν της η Ελισάβετ, ειμή τον Θεόν του Ισραήλ; Και πας πιστός ένα Κύριον αναγνωρίζει εν θρησκευτική έννοια, τον αληθινόν Θεόν. Η φράσις συνεπώς της Ελισάβετ «μήτηρ του Κυρίου» ισοδυναμεί προς την φράσιν «μήτηρ του Θεου» και προς το όνομα «Θεοτόκος».
«Και εἷπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· μή φοβεῖσθε· ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος, ἐν πόλει Δαβίδ» (Λουκ. β' 11).
Κατά το κοσμοχαρμόσυνον τούτο μήνυμα του αγγέλου προς τους ποιμένας της Βηθλεέμ ο εν τη πόλει του Δαβίδ γεννηθείς Σωτήρ είνε ο Χριστός ο Κύριος· ο Μεσσίας δηλαδή, τον οποίον προεφήτευον αι Γραφαί, ο Κύριος, τον οποίον επίστευον ως Θεόν οι Ισραηλίται. Αυτός ο Κύριος, ο Γιαχβέ Θεός του Ισραήλ, έγινε Χριστός, Μεσσίας, γεννηθείς εκ της Παρθένου (Ιεζ. μδ' 2). Η Παρθένος εγέννησε «Χριστόν Κύριον», άνθρωπον και Θεόν, Θεάνθρωπον, και δια τούτο ομολογείται «κυρίως Θεοτόκος», Θεοτόκος δηλαδή εν κυριολεξία.
«Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἔξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσουσι το ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός» (Ματθ. α' 23. Ἰδέ καί Ἠσ. ζ' 14).
«Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχή ἐγενήθη ἐπί τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καί καλεῖται το ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος (=ἐξάγγελος), θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Ἠσ. θ' 6).
Συμφώνως προς τα δύο ταύτα χωρία το όνομα του υιού της Παρθένου είνε «Θεός ισχυρός» και «Εμμανουήλ», τουτέστι «μεθ' ημών ο Θεός». Το όνομα εδώ δεικνύει την φύσιν του υιού. Ο υιός είνε Θεός πλήρης ισχύος, είνε ο Θεός, ο οποίος ήλθε και είνε μεθ' ημών, είνε ολόκληρος η Θεότης, η οποία εσκήνωσε μεθ' ημών δια της θείας ενανθρωπήσεως (Ιδέ και Κολ. α' 19 και β' 9).
Και εντεύθεν λοιπόν γίνεται φανερόν, ότι η Παρθένος εγέννησε Θεόν ενανθρωπήσαντα και άρα ορθώς καλείται Θεοτόκος.
Αειπάρθενος
Κατά της αειπαρθενίας της Θεοτόκου οι Χιλιασταί χρησιμοποιούν τα εξής χωρία:
«Καί οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὖ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» (Ματθ. α' 25).
«Οὐχ οὖτος ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; Οὐχί ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαρία και οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ Ἰάκωβος καί Ἰωσῆς καί Σίμων καί Ἰούδας; Καί αἱ ἀδελφαί αὐτοῦ οὐχί πᾶσαι πρός ἡμᾶς εἰσι;» (Ματθ. ιγ' 55-56. Ιδέ και Μάρκ. στ' 3· Λουκ. η' 19 κ.ά.).
Εκ της φράσεως «τον πρωτότοκον» οι Χιλιασταί συμπεραίνουν, ότι μετά τον Ιησούν η Μαρία εγέννησε και άλλα τέκνα. Αλλά «πρωτότοκος» λέγεται ο πρώτος γεννώμενος, ο διανοίγων μήτραν, ασχέτως αν ακολουθούν ή όχι άλλα τέκνα (Εξόδ. ιγ' 2, 12-13· λδ' 19 έξ.).
Όταν εγεννάτο ούτος, έλεγον ότι εγεννήθη ο πρωτότοκος, χωρίς να γνωρίζουν αν θα ηκολούθει άλλο τέκνον. Επειδή δε ο πρωτότοκος ήτο προνομιούχος, η λέξις πρωτότοκος σημαίνει και «εκλεκτός» (Εξόδ. δ' 22· Ψαλμ. πη' 28 [πθ' 27]· Εβρ. ιβ' 23).
Ο Χριστός άλλωστε λέγεται πρωτότοκος όχι μόνον ως υιός της Παρθένου, αλλά και ως Υιός του Θεού (Κολ. α' 15· Έβρ. α' 6).
Εκ του ότι δε ο Υιός του Θεού λέγεται πρωτότοκος, δυνάμεθα να συμπεράνωμεν, ότι ο Θεός Πατήρ έχει και δευτερότοκον Υιόν; Όχι βεβαίως. Διότι ο Χριστός είνε Υιός «μονογενής» (Ιωάν. α' 14, 18· γ' 16, 18· Α' Ιωάν. δ' 9).
Το «πρωτότοκος» λοιπόν δεν σημαίνει κατ' ανάγκην, ότι ακολουθεί άλλο ή άλλα τέκνα.
Εκ της φράσεως επίσης «ἕως οὖ ετεκεν» οι Χιλιασταί συμπεραίνουν, ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ εγνώριζε σαρκικώς την Μαρίαν, είχε δηλαδή μετ' αυτής σαρκικήν μίξιν.
Αλλ' όπως το «πρωτότοκος» δεν σημαίνει κατ' ανάγκην ότι ακολουθεί δεύτερον τέκνον, ούτω και το «εως ού ετεκε» δεν σημαίνει κατ' ανάγκην ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ συνευρέθη μετά της Μαρίας.
Λέγων ο Ευαγγελιστής «και οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὖ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς» δεν ενδιαφέρεται να δείξη τι είνε η Μαρία, αλλά τι είνε ο Χριστός. Δεν θέλει να είπη, ότι η Μαρία ήτο παρθένος μέχρι της γεννήσεως του Ιησού και κατόπιν έπαυσε να είνε παρθένος, ως νομίζουν οι Χιλιασταί, αλλά θέλει να είπη, ότι ο Χριστός είνε καρπός τελείας αγνότητος, διότι ο Ιωσήφ δεν εγνώριζε σαρκικώς την Μαρίαν έως ότου εγέννησεν αυτόν.
Ο Ευαγγελιστής ενδιαφέρεται διά τον χρόνον μέχρι της γεννήσεως του Χριστού, το δε πέραν της γεννήσεως αφήνει απροσδιόριστον. Κατά τοιούτον τρόπον η Γραφή εκφράζεται πολλάκις. Ούτω π.χ. εν Β' Βασ. (Β' Σαμ.) στ' 23 λέγεται: «Καί τῇ Μελχόλ θυγατρί Σαούλ οὐκ ἐγένετο παιδίον ἕως τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτήν». Θα ήτο αστείον να συμπεράνωμεν εκ του «ἕως», ότι η Μελχόλ εγέννησε παιδίον μετά θάνατον!
Επίσης εν Ματθ. κη' 20 ο Χριστός λέγει: «Καί ἰδού ἐγώ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Θα ήτο φοβερόν λάθος να συμπεράνωμεν εκ του «ἕως», ότι μετά την συντέλειαν του κόσμου ο Χριστός θα παύση να είνε μετά των εκλεκτών του.
Και εκ του λόγου του Ευαγγελιστού λοιπόν δεν δυνάμεθα να συμπεράνωμεν ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ εγνώριζε την Μαρίαν σαρκικώς.
Ούτε επίσης εκ των εδαφίων, όπου γίνεται λόγος περί «αδελφών» του Ιησού, δυνάμεθα να συμπεράνωμεν, ότι η Μαρία εγέννησε και άλλα τέκνα. Διότι, εκτός του ετεροθαλούς αδελφού, αδελφός ελέγετο και ο εξάδελφος και ο ανεψιός. Η Καινή Διαθήκη ομιλεί περί αδελφών του Ιησού, αλλ' όχι περί τέκνων της Μαρίας.
Ως φαίνεται εκ των επομένων χωρίων, η Θεοτόκος εκτός του Ιησού δεν εγέννησεν άλλα τέκνα και είνε αειπάρθενος.
«Εἶπε δε Μαριάμ πρός τόν ἄγγελον πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω (=δεν γνωρίζω σαρκικώς);» (Λουκ. α' 34).
Αφού η Παρθένος ήτο «μεμνηστευμένη ανδρί» (στίχ. 27), αν επρόκειτο να ζήση συζυγικώς μετά του ανδρός, δεν θα έπρεπε να έχη απορίαν και να ερωτήση πώς θα απέκτα υιόν. Θα απέκτα υιόν εκ του Ιωσήφ. Αλλά τώρα απορεί και ερωτά, διότι ο Θεός άλλως είχεν ορίσει, και αυτή, ως φαίνεται, εγνώριζεν ότι ο μνήστωρ δεν θα ήτο σύζυγος της, αλλά προστάτης. Η έννοια λοιπόν της ερωτήσεως της Παρθένου είνε η εξής: «Έχω μεν άνδρα, αλλ' αφού δεν συνευρίσκομαι μετ' αυτού, δεν πρόκειται να συνευρεθώ ποτε, πώς θα γεννήσω υίόν;».
«Ἀνέβη δε καί Ἰωσήφ... εἰς πόλιν Δαβίδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ,... ἀπογράφασθαι σύν Μαριάμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί, οὔση ἐγκύῳ» (Λουκ. β' 5).
Η περίοδος της μνηστείας έληγε κατά την ημέραν του γάμου, καθ' ην ο ανήρ παρελάμβανε την γυναίκα εις την οικίαν του. Αλλ' εν προκειμένω, καίτοι ο Ιωσήφ είχε παραλάβει την Μαρίαν εις τον οίκόν του (Ματθ. α' 20, 24), εν τούτοις αύτη εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται ως «μεμνηστευμένη».
Και μετά, δηλαδή, την παραλαβήν και συγκατοίκησιν, ο Ιωσήφ είνε μνήστωρ και η Μαρία μνηστή, όχι γαμετή ήτοι σύζυγος.
«Ἐγερθείς παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί φεῦγε εἰς Αἴγυπτον» (Ματθ. β' 13. Ίδέ και στίχ. 11, 14, 20, 21· Λουκ. β' 33, 34, 48, 51).
Δεν λέγει «το παιδίον σου και την γυναίκα σου», αλλά «το παιδίον και την μητέρα αυτού». Προ της γεννήσεως του Χριστού το Ευαγγέλιον αναφέρει τον Ιωσήφ ως «άνδρα» της Μαρίας (Ματθ. α' 16, 19), την δε Μαρίαν ως «γυναίκα» του Ιωσήφ (Ματθ. ά 20, 24· Λουκ. β' 5), αν και δεν υπήρχε συζυγική σχέσις μεταξύ των. Μετά δε την γέννησιν ουδέποτε αναφέρονται ούτως, αλλ' η Μαρία αναφέρεται πάντοτε ως «μήτηρ» του Ιησού.
Και γεννάται το ερώτημα: Αφού δεν υπήρχε σαρκική συνάφεια καθ' ον χρόνον ο Ιωσήφ αναφέρεται ως «ανήρ» της Μαρίας και η Μαρία ως «γυνή» του Ιωσήφ, πώς θα υπήρχε συνάφεια κατόπιν, ότε ουδέποτε αναφέρονται ούτως, αλλ' η Μαρία αναφέρεται πάντοτε ως «μήτηρ» του Ιησού;
«Τελευτήσαντος δέ τοῦ Ἡρώδου ἰδού ἄγγελος Κυρίου κατ' ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσήφ ἐν Αἰγύπτω λέγων· ἐγερθείς παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ- τεθνήκασι γάρ οἱ ζητοῦντες τήν ψυχήν τοῦ παιδίου. Ὁ δέ ἐγερθείς παρέλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί ἦλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ» (Ματθ. β' 19-21).
Τρεις μετέβησαν εις Αίγυπτον, ο Ιωσήφ μετά του παιδίου και της μητρός αυτού, τρεις και επέστρεψαν εκ της Αιγύπτου. Τέταρτος, άλλο δηλαδή τέκνον της Μαρίας, δεν φαίνεται.
«Ἰησοῦς οὖν ἰδών τήν μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστῶτα ὅν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· γύναι,ἴδε ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδού ἡ μήτηρ σου. καί ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητής αὐτήν εἰς τά ἴδια» (Ιωάν. ιθ' 26-27).
Αν η Θεοτόκος είχε και άλλα τέκνα, διατί ο Ιησούς θα ανέθετε την προστασίαν της εις τον μαθητην; (Ο Ιωσήφ, ως φαίνεται, είχεν αποθάνει). Ο λόγος του Ιησού προς την μητέρα «ἴδε ὁ υἱός σου» έχει την εξής ἔννοιαν: «Ἐνα υιόν είχες και η κακία των ανθρώπων τον εσταύρωσε. Τώρα υιός σου θα είνε ο Ιωάννης. Αυτός θα φροντίζη δια σε».
«Ἰούδας, Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ἀδελφός δέ Ἰακώβου» (Ἰούδ. 1).
Ο Ιούδας, ενώ υπό άλλων εμφανίζεται ως αδελφός του Ιησού (Ματθ. ιγ' 55· Μάρκ. στ' 3), ενταύθα αυτοσυνιστάται, όχι ως αδελφός του Ιησού, αλλ' ως αδελφός του Ιακώβου, του δε Ιησού ως δούλος (Πρβλ. Ιάκ. α' 1).
Οι λεγόμενοι «αδελφοί» του Ιησού φαίνεται ότι ήσαν μέλη της οικογενείας του Ιωσήφ και διέμενον εν τη οικία αυτού εν Ναζαρέτ (Ματθ. ιγ' 55-57). Αλλά δεν ήσαν τέκνα της Μαρίας και πραγματικοί αδελφοί του Ιησού.
Ήσαν τέκνα του Ιωσήφ εκ προτέρας γυναικός αυτού. Επειδή δε ο Ιωσήφ κατά νόμον ήτο «ανήρ» της Μαρίας και «γονεύς» ή «πατήρ» του Ιησού (Λουκ. β' 27, 41, 48), δια τούτο κατά νόμον τα τέκνα του Ιωσήφ ήσαν ετεροθαλείς αδελφοί του Ιησού. Εντεύθεν ονομάζονται αδελφοί αυτού όχι μόνον υπό των αγνοούντων το μυστήριον της Παρθένου, αλλά και υπ' αυτών των θεοπνεύστων συγγραφέων (Ματθ. ιβ' 46· Ίωάν. β' 12· ζ' 3, 5, 10· Πράξ. α' 14· Α' Κορ. θ' 5· Γαλ. α' 19).
«Ἐστάθην υἱός τοῦ πατρός μου, ἀγαπητός καί μονογενής ἐνώπιον τῆς μητρός μου» (Παροιμ. δ' 3 κατά το Εβραϊκόν).
Εν τω χωρίω τούτω δεν ομιλεί ο Σολομών, ο συγγραφεύς του βιβλίου των Παροιμιών. Ο Σολομών δεν ήτο «μονογενής» εις την μητέρα του. Η Βηρσαβεέ είχε και άλλα τέκνα (Α' Παρ. [Χρον.] γ' 5). Εν τω χωρίω ομιλεί ο Χριστός, η ενυπόστατος Σοφία του Θεού, όπως ομιλεί και εις άλλα μέρη του βιβλίου των Παροιμιών (ιδέ π.χ. το κεφ. η'). Αφού δε ο Χριστός λέγει, ότι ήτο μονογενής εις την μητέρα του, το χωρίον αποδεικνύει, ότι η Μαρία δεν εγέννησεν άλλα τέκνα.
«Καί ἐπέστρεψέ με κατά τήν ὁδόν τῆς πύλης τῶν ἁγίων τῆς ἐξωτέρας τῆς βλεπούσης κατά ἀνατολάς, καί αὕτη ἦν κεκλεισμένη. Καί εἶπε Κύριος πρός με· ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται, καί οὐδείς μή διέλθῃ δι' αῦτῆς ὅτι Κύριος ὁ Θεός Ἰσραήλ εἰσελεύσεται δι' αὐτῆς, καί ἔσται κεκλεισμένη» (Ἰεζ. μδ' 1-2).
Περιγράφων διά μακρών ο προφήτης ένα ιδανικόν ναόν, εν τω χωρίω τούτω αναφέρεται εις μίαν πύλην του ναού βλέπουσαν κατά ανατολάς. Η πύλη αύτη ήτο κεκλεισμένη. Και ο Κύριος είπεν η πύλη αύτη θα παραμείνη κεκλεισμένη, δεν θα ανοιχθή, και δεν θα διέλθη δι' αυτής κανείς, διότι ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ θα εισέλθη δι' αυτής και θα είνε κεκλεισμένη. Ποιος ο ιδανικός ναός; Και ποία η κεκλεισμένη πύλη, εκ της οποίας ουδείς διέρχεται, ειμή μόνον ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ;
Την ερμηνείαν δίδει η Εκκλησία, «ὁ στῦλος καί τό ἐδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α' Τιμ. γ' 15). Ο ιδανικός ναός είνε η Εκκλησία, και η κεκλεισμένη πύλη είνε η Παρθένος Μαρία. Ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ συνελήφθη εις την μήτραν της Παρθένου και εγεννήθη υπερφυώς, χωρίς να βλάψη την παρθενίαν της. Όπως ο Κύριος Ιησούς εισήρχετο εις την οικίαν των Ιεροσολύμων «των θυρών κεκλεισμένων» και εξήρχετο, ούτως εισήλθεν εις την Παρθένον και εξήλθεν. Και ύστερον ουδείς εισήλθε προς αυτήν. Η Θεοτόκος είνε παρθένος προ του τόκου, παρθένος εν τω τόκω, και παρθένος μετά τον τόκον, αειπάρθενος.
Τέλος η γνώμη περί γαμηλίου συμβιώσεως της Παρθένου μετά του Ιωσήφ δεν συμβιβάζεται προς την υψηλήν περιωπήν της «κεχαριτωμένης», «ευλογημένης εν γυναιξί» και «μητρός του Κυρίου», Θεομήτορος. Πώς η Παρθένος, αφού εγέννησε τον ίδιον τον Θεόν, θα κατεδέχετο ύστερον σαρκικήν συνάφειαν; Εάν συνέβαινε τούτο, αύτη δεν θα ήτο η ανωτέρα μεταξύ των γυναικών, αλλά θα ήτο κατωτέρα πολλών αγίων γυναικών, αι οποίαι εφύλαξαν ισοβίως παρθενίαν. Και μόνον εκ της ιδέας, την οποίαν έχουν δια την μητέρα του Κυρίου, οι Χιλιασταί αποδεικνύουν την κατωτερότητα της σκέψεως και των αισθημάτων των. Η πνευματικότης των διαφέρει της ορθοδόξου πνευματικότητος τεραστίως, και είνε μάλλον σαρκικότης παρά πνευματικότης.
Παναγία
Δια να εκφράζουν τα τρυφερά αισθήματα και τον ιδιαίτερον σεβασμόν των προς την μητέρα του Χριστού οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ονομάζουν αυτήν Παναγίαν. Είνε το γλυκύτερον όνομα εις τα χείλη των πιστών μετά το όνομα του Χριστού.
Οι Χιλιασταί καταφέρονται κατά του ονόματος τούτου, όπως και κατ' άλλων ονομάτων, λέγοντες: «ὁ Θεός εἶνε ἅγιος· καί ἡ Μαρία εἶνε Παναγία;».
Παρεξηγούν και εν τω σημείω τούτω οι Χιλιασταί τους ευσεβείς. Διότι την Παρθένον οι ευσεβείς ονομάζουν Παναγίαν όχι εν συγκρίσει προς τον Θεόν, αλλ' εν συγκρίσει προς τούς ανθρώπους.
Κατά παρόμοιον τρόπον εκφράζεται και η Γραφή. Ούτω π.χ. ο προφήτης Δανιήλ χρησιμοποιεί δια τον Ναβουχοδονόσορα τον τίτλον «βασιλεύς βασιλέων» (Δαν. β' 37), τουτέστιν υπέρτατος βασιλεύς. Επίσης ο ευαγγελιστής Λουκάς προσφωνεί τον άρχοντα Θεόφιλον ως «κράτιστον» (Λουκ. α' 3), όπερ είνε υπερθετικός βαθμός του επιθέτου «αγαθός» (αγαθός, κρείττων, κράτιστος).
Και όπως οι Χιλιασταί δια το «Παναγία», ούτω και ημείς δια το «κράτιστος» θα ηδυνάμεθα να είπωμεν: «Ο Θεός αγαθός, και ο Θεόφιλος κράτιστος;»! Αλλ' η σύγκρισις, ως ήδη είπομεν, δεν είνε προς Θεόν, αλλά προς ανθρώπους.
Πράγματι δε η Θεοτόκος είνε η ανωτέρα των αγίων, αγία αγίων (κατά το «βασιλεύς βασιλέων»), υπεραγία ή παναγία. Τούτο δεικνύουν οι Γραφικοί χαρακτηρισμοί «κεχαριτωμένη» (Λουκ. α' 28), πλήρης δηλαδή χαρίτων, και «ευλογημένη εν γυναιξί» (Λουκ. α' 28, 42), ευλογημένη δηλαδή υπέρ πάσας τας γυναίκας, αφού εξ όλων των γυναικών αυτή ηξιώθη να γεννήσει τον ίδιον τον Κύριον και να μείνει παρθένος και αειπάρθενος.
Αειμακάριστος
Η Εκκλησία τιμά τους αγίους, εξαιρέτως δε την υπεραγίαν Θεοτόκον. Δεν προσφέρει εις αυτήν λατρείαν, διότι η λατρεία ανήκει μόνον εις τον Θεόν. Προσφέρει εις αυτήν σχετικήν τιμήν. Τιμά αυτήν ως αγιωτέραν των αγίων και μητέρα του Θεού. Εν τούτοις οι Χιλιασταί κατακρίνουν την τιμήν προς την Παρθένον Μαρίαν. Αλλ' η τιμή της Θεοτόκου στηρίζεται εις χωρία της Γραφής, τα οποία αναφέρονται ειδικώς εις το πρόσωπον της.
«Καί εἰσελθών ὁ ἄγγελος πρός αὐτήν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετά σοῦ· εὐλογημένη συ ἐν γυναιξί» (Λουκ. α' 28).
Δια των λόγων τούτων αυτός ο ουρανός έπλεξε το εγκώμιον της Θεοτόκου. Η δε Εκκλησία τι άλλο πράττει, ειμή να μιμήται τον αρχάγγελον και ν' αναπτύσση το εγκώμιον αυτού προς την Παρθένον;
«Καί ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ καί ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καί εἶπεν· εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου. Καί πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; Ἰδού γάρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνή τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τά ὦτά μου, ἐσκίρτησε τό βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλία μου. Και μακαρία η πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρά Κυρίου» (Λουκ. α' 41-45).
Διά των λόγων τούτων η γηραιά Ελισάβετ εξυμνεί μεγαλοφώνως έν Πνεύματι Αγίω την νεαράν κόρην, εκφράζουσα κατάπληξιν και θαυμασμόν δι' αυτήν. Η δέ Εκκλησία τι άλλο πράττει, ει μή να μιμήται το παράδειγμα της Ελισάβετ;
«Ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λουκ. α' 48).
Δεν ήτο εις τον χαρακτήρα της ταπεινής κόρης της Ναζαρέτ να περιαυτολογή. Εν τούτοις εδώ λέγει ένα πολύ μεγάλον λόγον διά τον εαυτόν της, ότι όλαι αι γενεαί θα την μακαρίζουν. Τον λόγον η σεμνή Παρθένος δεν είπεν αφ' εαυτής· το Πνεύμα το Άγιον ενέπνευσεν αυτήν και εκίνησε την γλώσσαν αυτής διά να ειπή τον μεγάλον τούτον λόγον. Ο λόγος είνε προφητεία.
Η Παρθένος προεφήτευσεν, ότι όλαι αι γενεαί των ευσεβών ανθρώπων, όλοι οι αιώνες, θα τιμούν το πρόσωπόν της, διότι ο Θεός εποίησε μεγαλεία εις αυτήν και ανύψωσεν αυτήν εκ της ταπεινώσεως και αφανείας της. Η τιμή, την οποίαν αποδίδουν αι γενεαί των Ορθοδόξων διά μέσου των αιώνων εις την Θεοτόκον, αποτελεί εκπλήρωσιν της προφητείας της Παρθένου. Οι δε Χιλιασταί, και μόνον διότι δεν αποδίδουν εξαιρετικήν τιμήν εις την μητέρα του Κυρίου, αποδεικνύονται εκτός αληθείας και ευσέβειας ευρισκόμενοι.
«Ἐγένετο δέ ἐν τῷ λέγειν αὐτόν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνή φωνήν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας» (Λουκ. ια' 27).
Ενω ο Χριστός εδίδασκε, μία γυναικεία φωνή υψώθη εκ του όχλου και εμακάρισε την μητέρα, η οποία εβάστασεν εις την κοιλίαν της και εθήλασε τον Χριστόν. Ο μακαρισμός αυτός είνε μία εκπλήρωσις της εν Λουκ. α' 48 προφητείας της Παρθένου.
Ο δε ισχυρισμός των Χιλιαστών, ότι ο Χριστός κατέκρινε τον μακαρισμόν της μητρός του, διότι εν συνεχεία είπε, «μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. ια' 28), είνε άτοπος, όπως θα ήτο άτοπον, αν επί τη βάσει του εν Λουκ. η' 21 λόγου του Χριστού ισχυρίζετο κανείς, ότι ο Χριστός ηρνήθη την μητέρα του.
Ιδέ και τον Ψαλμόν μδ' (με'), όπου εκτός του βασιλέως - Χριστού εγκωμιάζεται και «η βασίλισσα» και «θυγάτηρ του βασιλέως», η οποία είνε η Παναγία ή η Εκκλησία, της οποίας όμως το εκλεκτότερον μέλος είνε η Παναγία. Ιδέ ομοίως το Άσμα Ασμάτων και το Αποκ. ιβ' 1.


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...