Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Αυγούστου 13, 2015

Άγιος Τύχων Επίσκοπος Ζαντόνσκ


Άγιος Τύχων Επίσκοπος ΖαντόνσκΟ Άγιος Τύχων του Ζαντόνσκ δικαίως θεωρείται ο Χρυσόστομος της Ρωσίας. Όλα τα έργα του είναι γεμάτα από ζωντανή εμπειρία της κοινωνίας με το Χριστό που εκφράζεται με μιά πολύ ζωντανή και ποιητική γλώσσα η οποία κυριολεκτικά ευωδιάζει μ' αυτή την εμπειρία. Είναι ο θεωρητικότατος εκκλησιαστικός συγγραφέας της Ρωσίας. Τα έργα του συναρπάζουν τον αναγνώστη και με ένα θαυμαστό τρόπο τον μυούν στις θείες εμπειρίες του συγγραφέα.

Ο Άγιος Τύχων (κατά κόσμον Τιμόθεος Σοκολώφ) γεννήθηκε το 1724 μ.Χ. στο χωριό Κόροτσκτου νομού του Νόβγκοροντ στην οικογένεια του διακόνου Σαβελλίου.

Η οικογένειά του ήταν μεγάλη. Ο Τιμόθεος είχε άλλους τρεις αδελφούς και δύο αδελφές. Ο πατέρας του πέθανε πολύ νωρίς και γι' αυτό ο Τιμόθεος δεν τον θυμόταν. Η οικογένεια ζούσε μέσα σε μεγάλη φτώχεια. Γι' αυτό ο Τιμόθεος αναγκάστηκε από νωρίς να αρχίσει να δουλεύει σ' έναν πλούσιο αγρότη, που του έδινε για αμοιβή μόνο λίγο ψωμί.

Τότε στο Νόβγκοροντ άνοιξε μια καινούργια Ιερατική Σχολή, όπου εγγράφηκε και ο Τιμόθεος. Σε λίγο χρόνο πέθανε η μητέρα του. Τις σπουδές του ο Τιμόθεος πραγματοποίησε με έξοδα του δημοσίου, γ' αυτό πάντοτε είχε μεγάλη ανάγκη. Ο ίδιος θυμόταν ότι όταν έπαιρνε το ψωμί του, έτρωγε μόνο το μισό και το άλλο μισό το πούλαγε για να αγοράζει κερί να μπορεί να διαβάζει.

Στην Ιερατική Σχολή ο Τιμόθεος υπέφερε από τις κοροϊδίες και τα πειράγματα των συμμαθητών του. Όπως διηγείται ο ίδιος: «Οι συμμαθητές μου βγάζανε τις βέργες από παλαιά τσαρούχια και μετά γέλαγαν με μένα και με έσειαν με αυτές τις βέργες, ψάλλοντας Μεγαλύνομέν σε...

Όταν χειροτονήθηκα επίσκοπος και ήρθα στο Νόβγκοροντ, οι ίδιοι μ' επισκέφθηκαν για να πάρουν, κατά την συνήθεια, ευλογία. Τότε του είπα: Εσείς, αδελφοί, τότε όταν ήμασταν παιδιά στην Ιερατική Σχολή, με περιγελούσατε και με σείατε με τις βέργες από τα παλαιά τσαρούχια, και τώρα θα με θυμιατίζετε με θυμιατό - επειδή μερικοί από αυτούς ήταν ιερείς και άλλοι διάκονοι. Και αυτοί μου είπανε: συγχώρησέ μας Δέσποτα άγιε. Και εγώ τους είπα: Αστειεύομαι, αδελφοί μου».

Στην Ιερατική Σχολή ο Τιμόθεος παρουσίασε τόσες ικανότητες στα μαθήματα, ώστε πριν ακόμη να τελειώσει τις σπουδές του η Διεύθυνση να τον διορίσει δάσκαλο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Και όταν αποφοίτησε από την Σχολή τον Ιούλιο του 1754 μ.Χ., επίσημα πιά διορίστηκε δάσκαλος της ρητορικής.

Στις 10 Απριλίου του 1758 μ.Χ. εκάρη μοναχός με το όνομα Τύχων. Στις 27 Αυγούστου του ιδίου έτους διορίστηκε δάσκαλος της φιλοσοφίας. Τη 13 Ιανουαρίου του 1759 μ.Χ. έγινε επιθεωρητής της Ιερατικής Σχολής. Την 26 Αυγούστου του ιδίου έτους εγκαταστάθηκε στην επισκοπή της Τβερ, όπου τοποθετήθηκε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ζόλτικοβ και αργότερα της Ιεράς Μονής Ότροτς. Ταυτόχρονα εκτελούσε χρέη σχολάρχη και δασκάλου της θεολογίας στην Ιερατική Σχολή της Τβερ.

Ο ίδιος ο Άγιος διηγείται πως εξελέγη επίσκοπος: «Όταν ήμουν ηγούμενος στην Τβερ και υπάλληλος στο αρχιερατικό γραφείο και σχολάρχης της ιερατικής Σχολής, την ημέρα του Αγίου Πάσχα συλλειτούργησα στον καθεδρικό ναό με τον επίσκοπο Αθανάσιο. Και λοιπόν τι συνέβη; Όπως και πάντοτε στη Θεία Λειτουργία, την οποία εκτελεί αρχιερέας, την ώρα του Χερουβικού, όταν ο αρχιερέας βγάζει μερίδες από το πρόσφορο υπέρ υγείας, πλησίασα το θυσιαστήριο και είπα: Μνήσθητί μου, Δέσποτα Άγιε. Ο αρχιερέας έπρεπε να πει: Της ιερωσύνης σου, αλλά αντί αυτού είπε: Της αρχιερωσύνης σου μνησθείη Κύριος ο Θεός εν τη βασιλεία αυτού. Μετά χαμογέλασε και μου είπε: Να σας ευλογήσει ο Θεός να γίνετε επίσκοπος. Μετά έμαθα ότι την ίδια μέρα του Πάσχα στην Πετρούπολη ο Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, ο Μητροπολίτης Δημήτριος Σέτσενοβ, μαζί με τον Επιφάνιο της Σμολένσκ, πραγματοποίησαν εκλογή νέου επισκόπου με τη μέθοδο της κληρώσεως. Είχαν γράψει επτά ονόματα. Τότε ο επίσκοπος της Σμολένσκ πρότεινε στο Μητροπολίτη: Επιτρέψτε να γράψουμε ακόμη ένα όνομα, του σχολάρχη της Τβερ Τύχωνα. Ο Δημήτριος όμως αντέτεινε: Είναι ακόμη πολύ νέος. Δεν ήρθε ο καιρός του. Όμως γράψε το, - είπε στον υπηρέτη του. Και το όνομά μου ήταν όγδοο. Τράβηξαν κλήρο τρεις φορές και κάθε φορά έβγαινε το δικό μου όνομα. Ο μητροπολίτης τότε είπε: Λοιπόν, έτσι θέλει ο Θεός, να γίνει επίσκοπος. Τον ήθελα όμως για αλλού. Αργότερα ο μητροπολίτης μου εκμυστηρεύθηκε ότι ήθελε να με κάνει ηγούμενο της Λαύρας του Αγίου Σεργίου».

Με αυτό τον τρόπο ο Άγιος Τύχων χειροτονήθηκε στις 13 Μαΐου του 1761 μ.Χ. στην Αγία Πετρούπολη χωρεπίσκοπος της επισκοπής της Νόβγκοροντ, σε ηλικία 37 χρονών. Στις 3 Φεβρουαρίου του 1763 μ.Χ. έγινε επίσκοπος της Βορόνεζ, όπου υπηρέτησε 4 χρόνια και 7 μήνες. Με μεγάλο ζήλο εκτελούσε τα καθήκοντά του στην έδρα αυτή. Μεριμνούσε για τη βελτίωση της πνευματικής καταστάσεως της επισκοπής του. Υπέδειξε π.χ. στους ιερείς να έχει ο καθένας μαζί του το Ιερό Ευαγγέλιο και να το διαβάζει συχνά. Φρόντιζε οι ιερείς του να τελούν ορθά τα ποιμαντικά και ιερατικά τους καθήκοντα. Ίδρυσε στη Βορόνεζ μια Ιερατική σχολή και πολλά κατώτερα εκκλησιαστικά σχολεία σε διάφορες πόλεις. Φρόντιζε με εξαιρετικό ζήλο το ποίμνιό του. Του άρεσε πολύ να κηρύττει το λόγο του Θεού.

Ο μητροπολίτης του Κιέβου Ευγένιος Μπολχοβίτινοβ, ο οποίος πρώτος συνέταξε το βίο του Αγίου Τύχωνος, έγραψε σχετικά για τη δράση του Αγίου στην έδρα του:Ο Άγιος «ποτέ δεν ήταν αργόσχολος, και όταν χρειαζόταν να εκτελέσει το ποιμαντικό καθήκον του, συχνά περνούσε τις νύχτες του χωρίς ύπνο και δεν επέτρεπε στον εαυτό του να αναπαυθεί προτού να τελειώσει τη δουλειά του. Το πρωί συνήθως ασχολούνταν με υποθέσεις της επισκοπής και έδειχνε άριστη αμεροληψία στις κρίσεις του. Το απόγευμα, μετά από σύντομο ύπνο, σχεδόν πάντοτε μέχρι τα μεσάνυχτα συνέτασσε τις νουθεσίες και τους λόγους του για τους ιερείς και το λαό. Αντί να ξεκουράζεται, μελετούσε τους Αγίους Πατέρες και ιδιαίτερα το Χρυσόστομο...Πάντοτε ήταν πολύ προσιτός στους φτωχούς. Η ευαίσθητη καρδιά του δεν ασχολούνταν με τίποτε άλλο τόσο πολύ όσο με το να βοηθήσει τους φτωχούς και να παρηγορεί τους θλιμμένους. Γι αυτόν δεν ήταν αρκετό να δέχεται συχνά τους φτωχούς στο σπίτι του, αλλά κάθε φορά το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και κάποιες άλλες ημέρες, π.χ. την Κυριακή των Απόκρεω, έστελνε χρήματα στα φτωχοκομεία, τις φυλακές και αλλού . Μερικές φορές ο ίδιος φορούσε ένα απλό μοναχικό ράσο και το βράδυ επισκεπτόταν τις φυλακές. Όταν έδινε στους κρατουμένους βοήθεια, τους απηύθυνε ταυτόχρονα νουθεσίες και τους παρηγορούσε».

Όμως από τα παιδικά του χρόνια ο Άγιος Τύχων αγάπησε την ερημική ζωή, γι' αυτό κουραζόταν πολύ από την εκτέλεση των αρχιερατικών του καθηκόντων. Ο ίδιος έλεγε: «Εάν ήταν δυνατόν, θα αποχωρούσα από την αρχιερωσύνη μου. Και όχι μόνο από την αρχιερωσύνη, αλλά και από την κουκούλα και το μανδύα μου και θα έλεγα στους άλλους ότι είμαι απλός αγρότης και θα έφευγα στο πιο μακρινό μοναστήρι και θα εκτελούσα εκεί οποιαδήποτε δουλειά: θα έκοβα ξύλα, θα έφερνα νερό, θα κοσκίνιζα αλεύρι, θα έφτιαχνα ψωμί και λοιπά. Αλλά το κακό είναι ότι αυτό είναι αδύνατο στη Ρωσία». Επίσης πολλές φορές μιλούσε για το Άγιο Όρος: «Πολλοί αδελφοί μας επίσκοποι έχουν αφήσει τις επισκοπές τους και μένουν εκεί στα μοναστήρια στη μοναξιά».

Τελικά ο Άγιος Τύχων κατάφερε να αποσυρθεί από την έδρα του. Εκτός από την αγάπη του για τον ερημιτικό βίο άλλος σοβαρός λόγος που τον ώθησε στην απομάκρυνσή του από την επισκοπή ήταν η υγεία του. Στα μέσα του 1767 μ.Χ. απηύθυνε στην Ιερά Σύνοδο μια αίτηση παραιτήσεως, η οποία ικανοποιήθηκε προς το τέλος του ιδίου έτους.

Ο Άγιος εγκαταστάθηκε στην αρχή στην Ιερά Μονή της Τόλσεβοκ και μετά στη Μονή της Ζαντόνσκ, όπου εγκαταβίωσε παραπάνω από 13 χρόνια, μέχρι την κοίμησή του.

Αυτή η περίοδος ήταν η πιο καρποφόρα στη ζωή του, και από πνευματική και από συγγραφική άποψη. Στην αρχή όμως είχε κάποιους πειρασμούς. Τον πρώτο χρόνο της ζωής του στο μοναστήρι τον κατέλαβε ανία και μελαγχολία. Τον ενοχλούσε ο λογισμός ότι παίρνει την σύνταξή του χωρίς να το αξίζει και ότι θα μπορούσε κι άλλο να ωφελήσει το ποίμνιό του.

Ο λογισμός τον έσερνε πάλι στην έδρα του. Πολεμώντας αυτόν τον λογισμό, μερικές φορές αισθανόταν τόσο άσχημα, ώστε ολόκληρες μέρες να μην βγαίνει από το κελί του. Μετά πάροδο ενός έτους, μια μέρα ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και σκεφτόταν για το ίδιο θέμα. Ξαφνικά σηκώθηκε και κραύγασε αποφασιστικά: «Κύριε! Ακόμη κι' αν πεθάνω, δεν θα φύγω».

Και από τότε ο λογισμός αυτός υποχώρησε και δεν τον ενοχλούσε πια τόσο πολύ.

Για την ζωή του Αγίου την περίοδο αυτή μας διηγούνται δύο πρόσωπα που έζησαν κοντά του. Ο πρώτος ήταν ο υπηρέτης του Βασίλειος Ιβάνοβιτς Τσεμποταρέβ, και ο άλλος ο Ιβάν Ευθύμωφ (αργότερα εκάρη μοναχός με το όνομα Τύχων) που έζησε κοντά στον Άγιο ιδιαίτερα στη δεύτερη περίοδο παραμονής του στη Μονή.

Ο πρώτος γράφει ότι ο Άγιος Τύχων είχε τη συνήθεια την ώρα γεύματος να ακούει αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη. Κατά την διάρκεια της ανάγνωσης πολύ σπάνια δεν έκλαιγε, ιδιαιτέρως δε όταν διάβαζαν το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα. Μερικές φορές παρακαλούσε τον αναγνώστη μοναχό να ξαναδιαβάσει το ίδιο κεφάλαιο και τότε άφηνε το κουτάλι του και έκλαιγε.

«Είχε την συνήθεια - γράφει ο Βασίλειος Τσεμποταρέβ - να περνάει τις νύχτες του χωρίς ύπνο και πήγαινε στο κρεβάτι μόνο τα ξημερώματα. Τη νύχτα έκανε προσευχές με μετάνοιες. Και οι προσευχές του δεν ήταν ψυχρές, αλλά πολύ θερμές και προέρχονταν από συντριβή της καρδιάς, γι αυτό και πολλές φορές φώναζε δυνατά: Κύριε ελέησον! Ζωοδότα ελέησον!

Το καλοκαίρι του άρεσε να κάνει περιπάτους στον κήπο του μοναστηριού η πίσω από το μοναστήρι. Μου είπε να τον ενοχλώ μόνο σε περιπτώσεις ακραίας ανάγκης, όμως και τότε, προτού τον πλησιάσω, έπρεπε να βήχω. Έτσι και έκανα. Αλλά μια φορά συνέβη το εξής: Ενώ αυτός βρισκόταν στον κήπο, εγώ έβηξα πολύ αλλά δεν τον πλησίασα. Ήταν τόσο πολύ βυθισμένος στον εαυτό του, και δεν με άκουσε. Στεκόταν γονατισμένος με το πρόσωπο στραμμένο προς την Ανατολή και τα χέρια του υψωμένα προς τους ουρανούς. Τον πλησίασα και είπα: Σεβασμιώτατε! Και εκείνος τρόμαξε πολύ και τον περιέλουσε κρύος ιδρώτας. Μου είπε: Η καρδιά μου μέσα μου σκιρτά σαν περιστέρι. Σου έχω πει να μη με πλησιάζεις χωρίς να βήχεις...

Πουθενά και ποτέ δεν πήγαινε χωρίς Ψαλτήρι, αλλά πάντοτε το είχε στον κόρφο του, επειδή ήταν μικρό σε μέγεθος. Τελικά το έμαθε απέξω. Αυτό το Ψαλτήρι μετά το χάρισε σ' εμένα. Στον δρόμο, όπου πήγαινε, πάντοτε διάβαζε το Ψαλτήρι και μερικές φορές το έψελνε δυνατά. Ακόμη μου έδειχνε ορισμένους στίχους η εξηγούσε κάποιο απόσπασμα. Κάθε μέρα πήγαινε στη Θεία Λειτουργία και έψελνε. Σπάνια έψελνε χωρίς δάκρυα. Είχε ειδικό χάρισμα των δακρύων, και τα μάτια του πάντοτε ήταν δύο πηγές. Πολύ σπάνια χαμογελούσε για κάτι, και μετά αμέσως έλεγε: Κύριε, συγχώρησέ με, αμάρτησα ενώπιόν σου ο κολασμένος.

Στο μοναστήρι της Τόλσεβσκ τα μεσάνυχτα μόνος του έκανε το γύρο της εκκλησίας και ανέπεμπε γονατιστός θερμές προσευχές μπροστά σε κάθε πόρτα. Και είμαι μάρτυρας τούτου. Τότε διάβαζε το Δόξα εν υψίστοις Θεώ και λοιπά, όπως και τους ιερούς ψαλμούς. Μπροστά στη δυτική πόρτα προσευχόταν περίπου μισή ώρα και παραπάνω, και μετά γρήγορα επέστρεψε στο κελί του. Εκεί (στο μοναστήρι της Τόλσεβσκ) είχε περισσότερους κόπους, μερικές φορές και ξύλα έκοβε ο ίδιος... Μια φορά έκανε περίπατο πίσω από το μοναστήρι και, όταν μπήκε στο κελί, μου είπε: Βρήκα στο δάσος ένα δοκάρι από το οποίο θα έχουμε δύο η περισσότερα φορτώματα ξύλα. Πάρε τσεκούρι και έλα να το κόψουμε, επειδή αγοράζουμε τα ξύλα. Πήγαμε στο δάσος και αρχίσαμε να κόβουμε. Και αυτός ξεντύθηκε και έμεινε με ένα πουκάμισο και μου είπε: Κουράστηκα πολύ και δίψασα. Πήγαινε στο μοναστήρι και φέρε μου ένα «κβας». Έτσι μας έδινε παράδειγμα φιλοπονίας. Τον πείραζε περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο, όταν ερχόταν σ' εμάς στο Ζαντόνσκ και μας έβλεπε αργόσχολους. Συχνά μας έλεγε: Όποιος ζει στην αργία, αμαρτάνει ασταμάτητα».

Σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Βασιλείου Τσεμποταρέβ, ο Άγιος Τύχων ήταν ακτήμων και δεν είχε στο κελί του τίποτε περιττό, παρά μόνο τα τελείως απαραίτητα. Για κλινοστρωμνή χρησιμοποιούσε μόνο ένα μικρό χαλί και δύο μαξιλάρια. Δεν είχε κουβέρτες και σκεπαζόταν με γούνα από προβιά. Είχε μόνο ένα ράσο από τσόχα. Επίσης πρόσεχε πολύ να μη δεθεί ο νους του με κάποιο φθαρτό πράγμα. Μερικές φορές συνέβαινε, όταν ερχόταν από την Θεία Λειτουργία και ο Βασίλης άρχιζε να τακτοποιεί το ράσο του, να το παίρνει από τα χέρια του και να το πετάει, λέγοντας: Άφησέ το, αδελφέ, γρήγορα στρώσε τραπέζι επειδή πεινάω. Στο κελί του δεν είχε κάποιο διακοσμητικό αντικείμενο, εκτός από πίνακες με ζωγραφισμένα τα Πάθη του Κυρίου.

Το πρώτο θέμα για το οποίο συνεχώς μιλούσε και σκεφτόταν ήταν ο θάνατος. Γι' αυτό πάνω από το κρεβάτι του, από την πλευρά των ποδιών, είχε έναν πίνακα όπου ήταν ζωγραφισμένος ένας ασπρομάλλης γέροντας μέσα σε φέρετρο, ντυμένος στα μαύρα. Ο Άγιος συχνά κοίταζε αυτόν τον πίνακα και έλεγε: «Γνώρισόν μοι Κύριε το πέρας μου και τον αριθμόν των ημερών μου τις εστιν ίνα γνω τι υστερώ εγώ». (Ψαλμ. 38,5). Πολύ συχνά, μέρα - νύχτα, επαναλάμβανε ο Άγιος αυτόν το στίχο, και πάντοτε από τα μάτια του ανάβλυζαν δάκρυα. Επίσης, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ιβάν Ευθύμωφ, τέσσαρα η πέντε χρόνια πριν από το θάνατό του ο Άγιος είχε κατασκευάσει ένα φέρετρο, το οποίο τοποθέτησε σ' ένα μικρό και κρυφό δωμάτιο. Και πολύ συχνά ο Άγιος ερχόταν εκεί και έκλαιγε επί πολύ χρόνο.

Ο Άγιος είχε διακεκριμένο χάρισμα λόγου, το οποίο μαρτυρούν όλα τα έργα του. Ο ίδιος ο Ευθύμωφ διηγείται για το πως γράφθηκαν τα συγγράμματά του: «Όταν μερικές φορές έγραφα κάτι στο κελί του καθ' υπαγόρευση, τα λόγια έτρεχαν από τα χείλη του τόσο γρήγορα, ώστε δεν τα προλάβαινα. Και όταν το Άγιο Πνεύμα δεν ενεργούσε μέσα του ως συνήθως , η σκέψη του γινόταν λιγότερο βαθιά και ο ίδιος βυθιζόταν στο στοχασμό. Τότε με έστελνε στο κελί μου και ο ίδιος γονατισμένος η ξαπλωμένος στο πάτωμα με δάκρυα προσευχόταν στον Θεό να του στείλει το Πανενεργό Πνεύμα. Και όταν μετά πάλι με φώναζε, άρχιζε να ομιλεί τόσο γρήγορα, ώστε το χέρι μου δεν προλάβαινε να γράφει».

Όταν έμενε στο μοναστήρι, ο Άγιος δεν τελούσε τη Θεία Λειτουργία ο ίδιος αλλά απλώς κοινωνούσε, και μάλιστα πολύ συχνά. Ακόμη πιό συχνά κοινωνούσε, όταν ήταν άρρωστος πριν το θάνατό του. Μετά από τη Θεία Κοινωνία όλη την ημέρα ήταν πολύ χαρούμενος και μάλιστα μερικές φορές έλεγε: «Ιβάν, είμαι μεθυσμένος».

Ήταν πολύ εύσπλαχνος και σχεδόν όλα τα χρήματα που έπαιρνε ως σύνταξη η του έδιναν οι δωρητές του, τα μοίραζε στους φτωχούς. Μερικές φορές έμενε χωρίς λεφτά. Τότε, εάν έρχονταν και άλλοι φτωχοί, παρακαλούσε τον Βασίλειο να πάει στην πόλη και να δανειστεί από γνωστούς τους χρήματα για να τα δώσει στους φτωχούς. Ακόμη και τα ρούχα και τα πράγματα, που του δώριζαν οι άλλοι, δεν τα άφηνε για τον εαυτό του, αλλά τα μοίραζε στους φτωχούς.

Όπως στην επισκοπική έδρα του, έτσι και στο μοναστήρι ο Άγιος δεν ξεχνούσε ποτέ εκείνους που βρίσκονταν στη φυλακή. Πολλές φορές επισκεπτόταν τους κρατουμένους στην Ελέτς και το Ζαντόνσκ. Τους βοηθούσε και με χρήματα και με πνευματικές νουθεσίες. Οι κρατούμενοι στο Ζαντόνσκ ζούσανε με δαπάνες του Αγίου.

«Μια φορά - διηγείται ο Βασίλης Τσεμποταρέβ - τον Μάη, μου είπε: Οι Πράξεις των Αποστόλων γράφουν ότι οι χριστιανοί της Αντιόχειας είχαν μαζέψει ελεημοσύνη και την έστειλαν στους φτωχούς χριστιανούς των Ιεροσολύμων. Έτσι και εγώ θέλω να σε στείλω στο χωριό Κόροτσκ (πατρίδα του Αγίου) στον αδελφό μου Ευθύμιο, με χρήματα, επειδή εκεί ζούνε πολλοί φτωχοί άνθρωποι. Να τα μοιράσετε μαζί με τον αδελφό μου και θα έχεις από το Θεό μεγάλη αμοιβή».

Εκείνα τα χρόνια ένας επίσκοπος στη Ρωσία είχε μεγάλη, μάλιστα και κοσμική, εξουσία και θεωρούνταν κατά κάποιο τρόπο άρχοντας - πράγμα που δεν ίσχυε ήδη τον επόμενο ΙΘ' αιώνα. Όμως, παρ' όλα αυτά, ο Άγιος Τύχων υπέφερε πολύ από τους απλούς μοναχούς στο μοναστήρι και μάλιστα από τους υπηρέτες - πράγμα ανήκουστο, όπως είπαμε, για εκείνη την εποχή. Τον κορόιδευαν και τον αδικούσαν, επειδή αυτός είχε άλλο πνεύμα και επειδή συχνά έλεγε την αλήθεια σ' εκείνους που ζούσαν ασεβώς. Αναφερόμενος σ' όλες αυτές τις κοροϊδίες και τα πειράγματα ο Άγιος έλεγε: «Ο Θεός θέλει να με περιγελούν ακόμη και οι υπηρέτες. Και είμαι άξιος τούτου λόγω των αμαρτιών μου. Αλλά δεν αρκεί και αυτό». Μετά χαμογελούσε και έλεγε: «Δεν είναι δύσκολο καθόλου να τους τιμωρήσω. Ακόμη και τον ηγούμενο. Αλλά δεν θέλω να εκδικούμαι κανένα. Η συγχώρεση είναι καλύτερη από την εκδίκηση». Και ευεργετούσε πολύ ακόμη και τους υβριστές του: τους έδινε ψωμί, χρήματα και άλλα πράγματα.

Επίσης, όταν κάποιος ήθελε να τιμωρήσει τους υβριστές του η οποιονδήποτε άλλον, ο Άγιος του το απαγόρευε πολύ αυστηρά.

Για την ακακία και την ταπείνωση του Αγίου διηγούνται το εξής: Μεταξύ των αντιγραφέων των έργων του ο Άγιος είχε και ένα δόκιμο μοναχό της Μονής του Ζαντόνσκ. Μια φορά, όταν αυτός έγραφε κάτι στο κελί του Αγίου, τον χρειάστηκε για κάποιο πράγμα ο ηγούμενος και έστειλε έναν μοναχό να τον φωνάξει. Ο Άγιος είπε ότι ο δόκιμος θα τελειώσει και θα έρθει αμέσως. Τότε ο ηγούμενος πάλι έστειλε να τον καλέσουν. Ο μοναχός αυτός έσπευσε στον ηγούμενο και πίσω του ακολούθησε ο Άγιος, για να προστατέψει το μοναχό σε περίπτωση που θα τον κατσάδιαζε ο ηγούμενος. Όταν πλησίασε, άκουσε θόρυβο και τις ύβρεις του ηγουμένου. Άνοιξε την πόρτα και, δεν πρόλαβε να κάνει ένα βήμα, και εισέπραξε ένα χαστούκι από τον ηγούμενο. Τότε ο Άγιος έπεσε στα πόδια του ηγουμένου και άρχισε να ζητάει από αυτόν συγγνώμη. Αυτό κατέπληξε τόσο πολύ τον ηγούμενο, ώστε και αυτός να πέσει στα πόδια του επισκόπου και να ζητήσει συγχώρηση.

Ο Άγιος αξιώθηκε πολλά οράματα. Αναφέρουμε ένα παράδειγμα: ΤΟ 1770, όταν έγραφε το βιβλίο «Περί του αληθινού Χριστιανισμού», είδε το εξής: Στοχαζόταν για τα Πάθη του Χριστού, επειδή του άρεσε πολύ αυτή η ενασχόληση. Έτσι λοιπόν καθόταν πάνω στο κρεβάτι του απέναντι από τον πίνακα με τα Πάθη του Χριστού. Και ξαφνικά βρέθηκε σε έκσταση και είδε το Χριστό να κατεβαίνει πληγωμένος και ματωμένος από το σταυρό και να πλησιάζει τον Τύχωνα. Τότε εκείνος με συμπόνια και δάκρυα έπεσε στα πόδια του και άρχισε να τα φιλάει, φωνάζοντας: Και Εσύ, Σωτήρ μου, έρχεσαι σ' εμένα;

Μια φορά το 1755 μ.Χ. ο ηγούμενος της Μονής αρρώστησε σοβαρά. Επί τρείς ημέρες έχασε τις αισθήσεις του, ακόμη και την αναπνοή του, και όταν συνήλθε, ρώτησε τους παρόντες, που βρίσκεται. Μετά συγκέντρωσε τους μοναχούς και τους διηγήθηκε αυτό που είχε δεί. Είπε ότι τον οδήγησαν σε θαυμαστούς τόπους και του έδειξαν όλα τα έργα του, με τα οποία αμάρτησε ενώπιον του Θεού. Και μετά άκουσε μια λεπτή φωνή που του έλεγε: «Δι' ευχών της Παναγίας και των ιερομαρτύρων Μωϋσή και Ανδρέα του Στρατηλάτη σου χαρίζεται η ζωή. Ο τόπος αυτός θα δοξασθεί από ένα Άγιό μου».

Ο Άγιος Τύχων όλη τη ζωή του ήταν άρρωστος. Και τελικά εξαντλήθηκε εντελώς από τις αρρώστιες του. Ο Θεός με θαυματουργό τρόπο του αποκάλυψε την ημέρα της αποδημίας του, ετοιμάστηκε, όπως πρέπει, και κοιμήθηκε με ειρήνη τη 13 Αυγούστου του 1783 μ.Χ.

Ο ίδιος είχε γράψει στη διαθήκη του να τον θάψουν στην νότια πλευρά της εκκλησίας κοντά στην είσοδο κάτω από μια πλάκα, την οποία είχε ετοιμάσει ο ίδιος. Έτσι ήθελε να πατάει ο καθένας που θα μπαίνει στην εκκλησία τον τάφο του. Όμως ο τότε επίσκοπος της Βορόνεζ, ο οποίος επίσης λεγόταν Τύχων, από σεβασμό στον Άγιο έδωσε εντολή να τον θάψουν στο ιερό του ναού. Έτσι τελείωσε η ζωή ενός μεγάλου, σχεδόν συγχρόνου μας, Αγίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας.Ο Άγιος Τύχων είναι ένας από τους πολυγραφότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς της Ρωσίας. Έγραψε έργα ποιμαντικά, οικοδομικά, κατηχητικά, ερμηνευτικά και κατανυκτικά. Επίσης έχουν καταγραφεί πολλές ομιλίες του. Τα πιο γνωστά του έργα είναι «Θησαυροί πνευματικοί» (1770 μ.Χ.) και «Περί του αληθινού Χριστιανισμού» (1776 μ.Χ.). Ως παράδειγμα του συγγραφικού του έργου παραθέτουμε τρία ποιήματά του που έχουν έντονα κατανυκτικό χαρακτήρα.

Ο Χριστός προσκαλεί την αμαρτωλή ψυχή.
Γιατί με εγκατέλειψες, ω άνθρωπε;
Γιατί αποστράφηκες από τον αγαπήσαντά σε;
Γιατί πάλιν ενώθηκες με τον εχθρό μου;
Θυμήσου πως κατέβηκα για σένα από τους ουρανούς.
Θυμήσου πως έγινα για σένα σάρκα.
Θυμήσου πως γεννήθηκα για σένα από την Παρθένο.
Θυμήσου πως έγινα για σένα βρέφος.
Θυμήσου πως ταπεινώθηκα για σένα.
Θυμήσου πως εφτώχυνα για σένα.
Θυμήσου πως έζησα για σένα επί της γης.
Θυμήσου πως υπέμεινα για σένα διωγμούς.
Θυμήσου πως αποδέχτηκα, για σένα,
τις κακολογίες,
τις ύβρεις,
τις ατιμώσεις,
τις πληγές,
τους εμπτυσμούς,
τους κολαφισμούς,
τις κοροϊδίες
και τις καταδίκες.
Θυμήσου πως για σένα «μετά ανόμων ελογίσθην».
Θυμήσου πως για σένα έλαβα τον ατιμωτικό θάνατο.
Θυμήσου πως για σένα ενταφιάστηκα.
Κατέβηκα από τους ουρανούς για να σε ανεβάσω στους ουρανούς.
Ταπεινώθηκα για να σε υψώσω. Επτώχευσα για να σε πλουτίσω.
Ατιμάστηκα για να σε δοξάσω.
Πληγώθηκα για να σε ζωντανέψω.
Εσύ έκανες την αμαρτία, και Εγώ πήρα αυτή την αμαρτία επάνω μου.
Εσύ φταις, και Εγώ εκτελέστηκα.
Εσύ είσαι οφειλέτης, και Εγώ πλήρωσα το χρέος. Εσύ καταδικάστηκες σε θάνατο, και Εγώ πέθανα για σένα.
Με προσέλκυσε να το κάνω η αγάπη μου, η ευσπλαχνία μου.
Δεν μπόρεσα να αντέξω να υποφέρεις, ευρισκόμενος σε τόση δυστυχία.
Και εσύ περιφρονείς αυτήν την αγάπη μου;
Αντί αγάπης μου ανταποδίδεις το μίσος.
Αντί Εμένα αγαπάς την αμαρτία.
Αντί να με υπηρετείς υπηρετείς τα πάθη σου.
Αλλά τι βρήκες σε Μένα που θα ήταν άξιο προς αποφυγή;
Γιατί δεν θέλεις να έρθεις σ' Εμένα;
Αναζητάς καλό για τον εαυτό σου;
Κάθε καλό το έχω Εγώ.
Αναζητάς την μακαριότητα;
Κάθε μακαριότητα την έχω Εγώ.
Αναζητάς την ομορφιά;
Τι υπάρχει πιο όμορφο από Μένα;
Αναζητάς την ευγένεια;
Ποιος είναι πιο ευγενής από τον Υιό του Θεού και την Παρθένο;
Αναζητάς το υψηλόν;
Τι είναι πιο υψηλό από το Βασιλέα των ουρανών;
Αναζητάς την δόξα;
Ποίος είναι πιο ένδοξος από Μένα;
Αναζητάς τον πλούτο;
Όλα τα πλούτη βρίσκονται σε Μένα.
Αναζητάς τη σοφία;
Εγώ είμαι η Σοφία του Θεού.
Αναζητάς την φιλία;
Ποιος είναι φιλικότερος από Μένα, που έδωσα την ψυχή μου για όλους;
Αναζητάς την βοήθεια;
Ποιος μπορεί να σε βοηθήσει εκτός από Μένα;
Αναζητάς τον γιατρό;
Ποιος μπορεί να σε θεραπεύσει εκτός από Μένα;
Αναζητάς την αγαλλίαση;
Ποιος θα σου την δώσει εκτός από Μένα;
Αναζητάς την παρηγοριά μέσα στις θλίψεις σου;
Ποιος θα σε παρηγορήσει εκτός από Μένα;
Αναζητάς την ησυχία;
Σ' εμένα θα βρεις την ησυχία για την ψυχή σου.
Αναζητάς την ειρήνη;
Εγώ είμαι η ειρήνη της ψυχής.
Αναζητάς τη ζωή;
Εγώ έχω πηγή ζωής.
Αναζητάς το φως;
Εγώ είμαι το φως του κόσμου.
Αναζητάς την αλήθεια;
Εγώ είμαι η αλήθεια.
Αναζητάς την οδό;
Εγώ είμαι η οδός.
Αναζητάς τον οδηγό στον Ουρανό;
Εγώ είμαι ο πιστός οδηγός.
Λοιπόν, γιατί δεν θέλεις να έρθεις σ' Μένα;
Δεν τολμάς να με πλησιάσεις;
Ποιος αλήθεια είναι πιο ευπρόσιτος από Μένα;
Φοβάσαι να Με παρακαλείς;
Πότε, αλήθεια, αρνήθηκα να πραγματοποιήσω κάτι, όταν Με παρακάλεσαν με πίστη;
Δεν σου επιτρέπουν οι αμαρτίες;
Όμως Εγώ πέθανα για τους αμαρτωλούς.
Στενοχωριέσαι για το πλήθος των αμαρτιών σου;
Αλλά η ευσπλαχνία μου είναι πιο μεγάλη.
«Δεύτε προς Με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς».

Αναστεναγμοί της αμαρτωλής ψυχής προς τον Χριστόν Υιόν του Θεού.
«Εξάγαγε εκ φυλακής την ψυχήν μου του εξομολογήσασθαι τω ονόματί σου».
Ιησού Υιέ Θεού, ελέησόν με.
Έλξε με για να σε πλησιάσω.
Είμαι κρατούμενος στη φυλακή, Κύριε, και με περιβάλλει το σκοτάδι. Είμαι δεμένος με πολλά δεσμά σιδερένια και δεν έχω ανακούφιση. Λύσε τα δεσμά μου, για να καταστώ ελεύθερος. Δίωξε το σκοτάδι, για να δω το Φως σου. Εξάγαγέ με από τη φυλακή για να σε πλησιάσω.
Δώσε μου τα ώτα να σε ακούω.
Δώσε μου τους οφθαλμούς να σε βλέπω.
Δώσε μου τη γεύση να σε γευτώ.
Δώσε μου την όσφρηση να σε οσφραίνομαι.
Δώσε μου τα πόδια να έρθω σ' Εσένα.Δώσε μου τα χείλη να μιλάω για Σένα.
Δώσε μου την καρδιά να σε φοβάμαι και να σε αγαπώ.
«Οδήγησόν με, Κύριε, τη οδώ σου και πορεύσομαι εν τη αληθεία σου».
Επειδή είσαι η οδός, η αλήθεια και η ζωή.
Πάρε από μένα το δικό μου και δώσε μου το θέλημά σου να ποιώ το θέλημά σου το αγαθό.
Πάρε από μένα το παλαιό και δώσε μου το καινούργιο.
Πάρε από μένα την καρδιά την πέτρινη και δώσε μου την καρδιά την σάρκινη, που θα σε αγαπάει,
θα σε τιμάει,
θα σε παρακολουθεί.
Δώσε μου οφθαλμό να δω την ταπείνωσή σου, για να την παρακολουθήσω.
Δώσε μου οφθαλμό να δω την πραότητα και την υπομονή σου, για να τις παρακολουθήσω.
Πες λόγο και θα γίνουν τα πάντα.
Επειδή ο λόγος σου είναι πράξη.
«Πιστεύω, βοήθει μου τη απιστία».

2) Ιησού Υιέ Θεού, ελέησόν με.
Να είσαι τροφή και ποτό της ψυχής μου.
Να είσαι πηγή για τη διψώσα ψυχή μου.
Να είσαι το φως για τη σκοτισμένη ψυχή μου.
Να είσαι παρηγοριά μέσα στις θλίψεις μου.
Να είσαι αγαλλίαση στη λύπη μου.
Να είσαι λύτρωση στην αιχμαλωσία μου.
Να είσαι ειρήνη και ησυχία έναντι της κακής συνειδήσεώς μου.
Να είσαι σοφία έναντι της αφροσύνης μου.
Να είσαι προστάτης έναντι των συκοφαντών μου.
Να είσαι δικαιοσύνη έναντι των αμαρτιών μου.
Να είσαι αγιασμός έναντι της ακαθαρσίας μου.
Να είσαι νίκη έναντι των εχθρών μου.
Να είσαι ασπίδα έναντι των διωκόντων με.
Να είσαι ειρηνοποιός έναντι του θυμού του Θεού.
Να είσαι θυσία για τις αμαρτίες μου.
Να είσαι ισχύς μου στην αδυναμία μου.
Να είσαι ζωή έναντι του θανάτου μου.
Να είσαι συμβουλή έναντι της αγνοίας μου.
Να είσαι δύναμη έναντι της εξαντλήσεώς μου.
Να είσαι αιώνιος Πατήρ για μένα τον ορφανό.
Να είσαι Δικαστής έναντι των αδικούντων με.
Να είσαι Βασιλιάς έναντι της διαβολικής βασιλείας.
Να είσαι οδηγός στις οδούς μου.
Να είσαι υπερασπιστής μου την ώρα του θανάτου μου.
Να είσαι προστάτης μου μετά τον θάνατό μου.
Να είσαι η αιώνιά μου ζωή μετά την ανάστασή μου.
Ιησού Υιέ Θεού, ελέησόν με.
«Δος δόξαν τω ονόματί σου», και εμοί την αιώνιαν σωτηρίαν.
«Μη ημίν, Κύριε, μη ημίν αλλ' η τω ονόματί σου δος δόξαν».
Αμήν.

Πνευματικόν μαρτύριον.
Α' Τι είναι είδωλο;
Είναι αμαρτία.
Β' Τι είναι ειδωλολατρικός ναός;
Είναι η καρδιά που αγαπά την αμαρτία.
Γ' Ποιος είναι ειδωλολάτρης;
Είναι ο άνθρωπος που αγαπά την αμαρτία.
Δ' Τι είναι ειδωλολατρία;
Είναι το να αγαπά κανείς τα πάθη.
Ε' Τι είναι αγώνας των μαρτύρων;
Είναι η αντίδραση στην αμαρτία.
ΣΤ' Ποιος είναι βασανιστής;
Είναι το κακό σύνθημα.
Ζ' Ποιοι είναι υπηρέτες του βασανιστή;Είναι οι λογισμοί που οδηγούν στην αμαρτία.
Η' Τι είναι διάφορα βασανιστήρια;
Είναι ο αδιάκοπος αγώνας κατά των λογισμών.
Θ' Τι είναι άρνηση του Χριστού;
Είναι η επιθυμία της αμαρτίας.
Ι' Τι είναι θυσία στο είδωλο;
Είναι η πραγματοποίηση της αμαρτίας.
Όποιος αντιδρά σ' όλα αυτά, είναι μάρτυρας χωρίς αίμα.

Εκ του περιοδικού Θεοδρομία
Έτος Ε - Τεύχος 1 - Ιανουάριος - Μάρτιος 2003

Απόδοση της εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού


Απόδοση της εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού

Για την εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού βλέπε στις βλέπε 6 Αυγούστου.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος βαρύς.
Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεός, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου, καθὼς ἠδυναντο. Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι.

Τετάρτη, Αυγούστου 12, 2015

Η δύναμη του λόγου του Θεού- Αυγουστίνος Καντιώτης


Στο πολύ μικρὸ ἀπόπασμα τοῦ ντοκυμαντέρ ποὺ θὰ ἀκούσετε, ὁ π. Αὐγουστίνος αναφέρει ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ θείου λόγου στὰ Γρεβενά και ἐμεῖς δημοσιεύουμε ἕνα δεύτερο ἀπὸ τὸν ἴδιο τόπο. Το καζάνι του μίσους και των πολιτικών παθών ἔβραζε καὶ στὰ Γρεβενά. Αδελφός σκότωνε αδελφό.
Ο αείμνηστος Αθανάσιος Μησιάκας, θεολόγος, έλεγε με ευγνωμοσύνη:
– Εγώ, αν δεν ερχόταν ο π. Αυγουστίνος στα Γρεβενά τὸ 1946 και δεν τον γνώριζα, θα ήμουνα όχι θεολόγος, αλλά φονιάς.
Μικρό παιδί τότε, είχα ορκιστεῖ να σκοτώσω τον φονιά του πατέρα μου. Ο Θεός, μέσω του π. Αυγουστίνου, με έσωσε.
Μπήκα στο ναό τὴν ὥρα ποὺ μιλοῦσε και συγκλονίστηκα από τα λόγια του. Ζήτησα στο τέλος του κηρύγματος να τον δω. Του είπα τον πόνο μου και τους όρκους για εκδίκησι, που έδωσα. Και μετά την συνάντησι αυτή από φονιάς, που ετοιμαζόμουν να γίνω, έγινα θεολόγος. «Αυτή η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου!».

Ο αδελφός Αθανάσιος, που πολύ γρήγορα έφυγε από αυτόν τον μάταιον κόσμο, στο κάλεσμα του Γέροντος επισκόπου να επανδρώση με ευλαβείς καθηγητάς το Εκκλησιαστικό Γυμνάσιο και Λύκειο της Φλώρινας, υπήκουσε. Εγκτέλειψε την Θεσσαλονίκη και την εργασία του και ήρθε στη Φλώρινα. Υπήρξε μέχρι τέλους πιστός συνεργάτης του π. Αυγουστίνου. Ήταν βαθύς και δυνατός επιστήμονας.


Ἡ συμβολή τῆς Θεοτόκου στο ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Λάμπρου Σκόντζου

                                                                  Αποτέλεσμα εικόνας για κοιμηση θεοτοκου


Ἡ ἱερὴ μνήμη τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας εἶναι, μιά καλή εὐκαιρίᾳ νά ἐκδηλώσει ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῶν πιστῶν τὴν ἀγάπη, τὸν σεβασμό, καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη τοῦ πρὸς Αὐτήν, ἡ Ὁποία ὄντας ἄνθρωπος, ἀξιώθηκε νά γίνει τὸ τιμιότατο θεῖο δοχεῖο, τὸ ἱερότατο σκεῦος, ὥστε νά δεχτεῖ τὸν ἄπειρο Θεὸ στό καθαρότατο σαρκίο Της, νά κυοφορήσει τὸν ἄναρχο καὶ ἀναλλοίωτο Θεὸ στήν τίμια γαστέρα Της, νά θρέψει τὸν ἀπόλυτα αὐτάρκη Θεὸ ἀπὸ τὰ παρθενικὰ Της αἵματα, νά κρατήσει στά σεπτὰ Της χέρια τὸν «ἀχώρητον παντί».

    Τὸ ἱερὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ, σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία μας, μέρος τοῦ ἀπερινοήτου μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας. Μετὰ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ Αὐτὴ κατέστη τὸ κύριο πρόσωπο, τὸ ὁποῖο συνέβαλε οὐσιαστικὰ στήν ὑλοποίηση τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἐκλέχτηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀνάμεσα σὲ ἑκατομμύρια ἄλλα κορίτσια, ἀμετρήτων γενεῶν, ὡς ἡ καθαρότερη καὶ ἁγιότερη ἀνθρωπίνη ὑπάρξῃ, προκειμένου νά γίνει Θεοτόκος. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας λένε πώς γιά τὴν ὑλοποίηση τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὁ Θεὸς ἔδωσε τὸν Υἱὸ Του τὸν μονογενῆ καὶ ἡ ἀνθρωπότητα ἔδωσε τὴν Παναγία. Στό ἱερὸ πρόσωπο Ἐκείνης ἔγινε ἡ μεγάλη συνάντηση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Μέσα στό πάναγνο σῶμα Ἐκείνης ἔγινε ἡ μεγάλη καταλλαγή (Ἐφεσ.2:16) καὶ ἀπὸ αὐτὸ  ξεκίνησε ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἡ ἀναδημιουργία καὶ ἡ θέωση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου.
  Ὁ μεγάλος Πατέρας τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας  Εἰρηναῖος (+199) παραλλήλισε καὶ σύγκρινε  τὴν Θεοτόκο μὲ τὴν προμήτορα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὴν Εὕα, ὥστε να δείξει τή διαφορά μεταξὺ τους. Ἡ παρθένος Εὕα δέν ἔκαμε καλὴ χρήσῃ τῶν θείων δωρεῶν καὶ δυνατοτήτων, ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ τὰ χρησιμοποίησε γιά τὸ κακὸ καὶ τὴν καταστρατήγηση τοῦ θείου θελήματος. Ἡ αἰτία καὶ ἡ ῥίζα τῆς ἀνταρσίας αὐτῆς ὑπῆρξε ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ ἔπαρση. Ἂν ἐκείνη ὑπῆρξε φορέας τῆς ἀλαζονείας, ἡ Παναγία ὑπῆρξε τὸ πρότυπο τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ταπείνωσης.   Ὁ ἱερὸς πατὴρ τονίζει πώς: «...ἡ Εὕα (ἔπρεπε) νά ἀποκατασταθεῖ ἐν τῇ Μαρίᾳ, ἵνα μία παρθένος νά γίνει συνηγόρος ἄλλης παρθένου καὶ νά ἐξαλήψει τὴν ἀνυπακοὴν τῆς πρώτης διὰ τῆς παρθενικῆς ὑπακοῆς» (Εἰρ. Ἐπιδ. Ἀποστ. Κηρύγματος 32,33). Ἐπίσης ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων (+ 386) ἔγραψε πώς: «Δία παρθένου τῆς Εὕας ᾖλθεν ὁ θάνατος, ἔδει διὰ παρθένου, μᾶλλον δὲ ἐκ παρθένου φανῆναι τὴν ζωήν» (Κυρίλ. Ἱερ. Κατηχ. 12,ιε ). Ἡ εὐλογημένη ῥήση Της πρὸς τὸν ἄγγελο τοῦ εὐαγγελισμοῦ: «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λουκ.1: 38) ἀποτελεῖ σαφῶς τὴν πεμπτουσία τῆς συμβολῆς Της στό ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τοῦ κόσμου.
Τὸ πρῶτο ἀνθρώπινο πλάσμα, στό ὁποῖο ἀποκαταστάθηκε ἡ ἀνθρωπίνη φύσῃ στήν ἀρχαία προπτωτικὴ της μορφὴ καὶ ὡραιότητα, ὑπῆρξε ἡ Θεοτόκος. Μὲ τὴν ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ (Λουκ.1: 35) καθαρίστηκε  ἀπὸ τὸν ῥύπο τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τὸν ὁποῖο ἔφερε καὶ Αὐτὴ ἕκουσα, ὡς μέτοχος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καθιστῶντας Την πλέον ἄμωμη κηλῖδος ὥστε, νά δεχτεῖ στά ἁγνὰ σπλάχνα Της τὸ «πῦρ τῆς θεοτητος » καὶ νά μὴν κάει. Ἀπὸ τότε ἔγινε ἡ «Κεχαριτωμένη», ἡ ἁγιοτέρα ὑπάρξῃ μετὰ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Στό πρόσωπο Της ἔγινε ἡ ἀπαρχὴ τῆς λυτρώσεως τοῦ κόσμου καὶ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
  Ἡ συμβολὴ τῆς Παναγίας μας κατὰ τῇ διάρκεια τοῦ ἐπὶ γῆς ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε τεράστιο. Βρισκόταν συνεχῶς πλάι στόν Λυτρωτή μας, ἀπὸ τή Γεννήση ὡς τὸ Πάθος, τὴν Ἀναστάσῃ καὶ τὴν Ἀναλήψη. Δοκίμασε, ὡς μητέρα, τὶς πίκρες τῶν παθημάτων τοῦ Θείου Γιοῦ της, μὲ ἀποκορύφωμα ἐκείνη τοῦ σταυρικοῦ θανάτου Του. Ἔνοιωσε κοντὰ Του τὴν ἀγωνία Ἐκείνου γιά τὴν ὑλοποίηση τοῦ θείου σχεδίου τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου . Σύμφωνα ἐπίσης μὲ τὴν ἀρχέγονη παράδοση τῆς Ἐκκλησία μας, Αὐτὴ ἦταν πού ἐμψύχωνε τοὺς διωκομένους πρώτους χριστιανοὺς τῆς νεαρᾶς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων.
 Κοντολογὶς ἡ ἐπὶ γῆς ζωὴ τῆς Παναγίας μας ὑπῆρξε ἕνας συνεχὴς ἀγῶνας καὶ προσφορὰ γιά τή σωτηρίᾳ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Αὐτὸ τὸ γνωρίζει πολὺ καλὰ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ ἀποδίδει στή Θεοτόκο, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὡς σήμερα, ὕψιστη τιμή, τή μεγαλύτερη, μετὰ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Πρέπει νά σημειωθεῖ ἐδῶ, πὼς μόνο ἡ Ὀρθοδοξία μας ἀποδίδει τὴν δέουσα τιμὴ στήν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας.
   Τὸ πρῶτο δεκαπενθήμερο τοῦ Αὐγούστου εἶναι ἀφιερωμένο στήν Παναγία μας.  Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί, συμμετέχουμε καθημερινὰ στίς Ἀκολουθίες τῶν ὑπερόχων Παρακλητικῶν Κανόνων, νηστεύουμε, ἐξομολογούμαστε, κοινωνοῦμε. Τρέχουμε μὲ δάκρυα στά μάτια νά ἐναποθέσουμε σὲ Αὐτή τίς δυσκολίες καὶ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς μας, Τὴν παρακαλοῦμε μὲ ζέση ψυχῆς νά ἐλαφρώσει τὸν βαρὺ ζυγὸ μας, διότι πιστεύουμε ἀκράδαντα πῶς ἡ γλυκιά Θεομάνα καὶ μετὰ τὴν σεπτὴ Της Κοίμηση συνεχίζει νά ἀγαπᾶ καὶ νά νοιάζεται γιά μᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Μέσα στή μεγάλη καρδία Της ὑπάρχει χῶρος γιά τὸν κάθε ἄνθρωπο, ὄχι μόνο γιά τοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ γιά τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀσεβεῖς , ἄκομα καὶ γιά τοὺς ὑβριστὲς Της! Ἡ μακάρια θέση Της κοντὰ στον Υἱὸ Της καὶ Θεὸ μας Ἰησοῦ Χριστό, τῆς δίνει τὴν εὐχέρεια νά προσεύχεται γιά τὸν καθένα μας, γιά κάθε μας πρόβλημα. Τὰ ἀποτελέσματα τῶν βοηθειῶν Της εἶναι ἁπτά. Γι’ αὐτὸ ψάλλουμε στόν περίφημο Μικρὸ Παρακλητικὸ Κανόνα πρὸς Αὐτήν: «Οὐδεὶς προστρέχων ἐπὶ σοὶ κατησχυμένος ἀπὸ σοῦ ἐκπορεύεται, ἁγνὴ Παρθένε Θεοτόκε, ἀλλ’ αἰτεῖται τὴν χάριν καὶ λαμβάνει τὸ δώρημα, πρὸς τὸ συμφέρον τῆς αἰτήσεως». 


Λόγος εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου.Αγίου Λουκά αρχιεπισκόπου Κριμαίας

                                         Αποτέλεσμα εικόνας για κοιμηση θεοτοκου

Τον καθένα από μας τον βασανίζει το ερώτημα: τι θα γίνει με μας και τι μας περιμένει μετά το θάνατο; Μία σαφή απάντηση σ' αυτό το ερώτημα μόνοι μας δεν μπορούμε να την βρούμε. Αλλά η Αγία Γραφή και πρώτα απ' όλα ο λόγος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μας αποκαλύπτουν αυτό το μυστικό.
Μας το αποκαλύπτουν επίσης το απολυτίκιο και το κοντάκιο της μεγάλης αυτής γιορτής της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου και οι εκκλησιαστικοί ύμνοι που ψάλλονται σ' αυτή τη γιορτή.
Θέλω όλοι σας να καταλάβετε, γιατί ο θάνατος της Υπεραγίας Θεοτόκου και Παρθένου Μαρίας λέγεται Κοίμησή της. Ο μέγας απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος στο 20ο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως μιλάει για τον πρώτο και το δεύτερο θάνατο. Ο πρώτος μόνο θάνατος, ο οποίος είναι αναπόφευκτος για όλους τους ανθρώπους, περιμένει και τους αγίους και τους δικαίους. Αλλά ο δεύτερος, ο φοβερός και αιώνιος θάνατος, περιμένει τους μεγάλους και αμετανόητους αμαρτωλούς, οι οποίοι αρνήθηκαν την αγάπη και την δικαιοσύνη του Θεού και είναι καταδικασμένοι να βρίσκονται αιωνίως σε κοινωνία με το διάβολο και τους αγγέλους του.
Στο Ευαγγέλιο του ίδιου μεγάλου αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου διαβάζουμε τα λόγια του Χριστού, τα οποία είναι πολύ στενά συνδεδεμένα με όσα γράφει η Αποκάλυψη: «αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ίωάν. 5, 24).
Το ακούτε, το καταλαβαίνετε; Νομίζω ότι ακόμα και θα πρέπει να σας κινήσει την περιέργεια το γεγονός ότι όλοι όσοι υπακούουν στο λόγο του Χριστού και πιστεύουν στον Ουράνιο Πατέρα του, ο οποίος τον έστειλε, αμέσως μετά το θάνατο τους θα περάσουν στην αιώνια ζωή. Δεν υπάρχει λόγος να δικαστούν αυτοί που έχουν ζωντανή πίστη στο Θεό και υπακούουν στις εντολές του.
Και στους μεγάλους δώδεκα αποστόλους είπε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός: «αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο Υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ» (Ματθ. 19, 28).
Δικαστές και κατήγοροι θα είναι κατά την Φοβερά Κρίση του Θεού οι Απόστολοι του Χριστού και, βεβαίως, είναι τελείως αδύνατο να φανταστούμε να δικάζονται η Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, ο Βαπτιστής του Κυρίου Ιωάννης, οι μεγάλοι προφήτες του Θεού, ο Ηλίας και ο Ενώχ τους οποίους ζωντανούς τους πήρε ο Θεός στον Ουρανό, όλο το αμέτρητο πλήθος των μαρτύρων του Χριστού, οι δοξασμένοι από τον Θεό άγιοι αρχιερείς και θαυματουργοί με επί κεφαλής τον άγιο Νικόλαο, αρχιεπίσκοπο Μύρων της Λυκίας.
Είναι αδύνατον ακόμα και να περάσει από το μυαλό μας η σκέψη πως θα δικαστούν αυτοί, οι όποιοι άκουσαν από το στόμα του Χριστού: «Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν» (Λκ. 17, 21). Σ' αυτούς τους μεγάλους αγωνιστές του Χριστού, σαν σε πολύτιμους ναούς κατοικούσε το Άγιο Πνεύμα. Ακόμα και ζώντας στη γη, αυτοί βρισκόταν στην άμεση κοινωνία με τον Θεό, επειδή έτσι είπε ο Κύ¬ριος μας Ιησούς Χριστός: «Εάν τις αγαπήση με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυ¬τόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' αυτώ ποιήσομεν» (Ίωάν. 14, 23).
Η Υπεραγία Παρθένος Μαρία υπήρξε άχραντος ναός του Σωτήρος και σ' αυτήν κατοίκησε το Άγιο Πνεύμα και από την αγιότατη μήτρα της έλαβε το ανθρώπινο σώμα ο Υιός του Θεού, ο Οποίος κατέβηκε από τους Ουρανούς. Γι' αυτό ο σωματικός της θάνατος δεν ήταν θάνατος αλλά Κοίμηση, δηλαδή ένα άμεσο πέρασμα από τη Βασιλεία του Θεού εντός της στη Βασιλεία των Ουρανών και την αιώνια ζωή.
Μού ήρθε τώρα στο μυαλό και κάτι καινούριο. Σ' ένα από τα προηγούμενα κηρύγματα μου σάς έλεγα, ότι έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε, ότι και το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου με τη δύναμη του Θεού έγινε άφθαρτο και ανελήφθη στους ουρανούς. Αυτό μάς λέει και το κοντάκιο της μεγάλης γιορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου: «Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον, και προστασίαις αμετάθετον ελπίδα, τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν ως γαρ ζωής Μητέρα, προς την ζωήν μετέστησεν, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».
Προσέξτε: «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν». Σκεπτόμενοι αυτό, ας θυμηθούμε και τι γράφει η Αγία Γραφή για το θάνατο του μεγαλυτέρου προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, του Μωυσή στο 34ο κεφάλαιο του βιβλίου του Δευτερονομίου, ότι πέθανε σύμφωνα με το λόγο του Θεού στο όρος Νεβώ και τάφηκε στη γη Μωάβ. Ο τάφος του μεγάλου αυτού προφήτη έπρεπε να είναι για πάντα τόπος προσκυνήματος για όλο το λαό του Ισραήλ. Όμως στη Βίβλο διαβάζουμε, ότι: «ουκ οίδεν ουδείς την ταφήν αυτού έως της ημέρας ταύτης» (Δευτ. 34, 6). Όμως κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος Θαβώρ εμφανίστηκε ο Μωυσής στον Κύριο και Δεσπότη του τον Ιησού μαζί με τον προφήτη Ηλία, ο οποίος αρπάχτηκε ζωντανός στους ουρανούς.
Νομίζω ότι δεν θα είναι αμαρτία αν θα πούμε, ότι το σώμα του μεγάλου Μωυσή, όπως και το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, με τη δύναμη του Θεού, έμεινε άφθαρτο. Γι' αυτό και ο τάφος του είναι άγνωστος.
Να σκεφτόμαστε, αδελφοί και αδελφές μου, την μακάρια Κοίμηση της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας και να θυμόμαστε τα λόγια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ίωάν. 5, 24). Να μας αξιώσει ο Θεός να γευθούμε και εμείς οι αμαρτωλοί τη μεγάλη αυτή χαρά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω Αυτού Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν.

Τι μπορεί να 'ναι πιο γλυκό από τη Μητέρα του Θεού;


Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού

«Θεοτόκος» και «Παναγία», «Θεομήτωρ» ή «Μήτηρ Θεού», «Υπέραγνη Δέσποινα» και «αγία Μαρία η αειπάρθενος», είναι μερικές από τις προσωνυμίες της Μαρίας, της μητέρας του Ιησού Χριστού, της "λαμπρότερης μορφής στo αγιολόγιο και εορτολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας".

Ο Ορθόδοξος κόσμος, την τιμά ως το γλυκύτερο και υψηλότερο δημιούργημα τού Θεού, της οποίας τη δόξα τοποθετεί πιο πάνω από τη δόξα των αγγέλων, την ψάλλει ως «τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ». 
Η ευλάβεια προς το πρόσωπό της δεν φαίνεται μόνο από την επίκλησή της για βοήθεια και συμπαράσταση, αλλά και από το πλήθος των ναών και μονών που είναι αφιερωμένοι σ' αυτήν, τις εικονογραφικές παραστάσεις, τους εκκλησιαστικούς ύμνους και τα εγκωμιαστικά έργα τα οποία έχουν γραφτεί προς τιμή της.
Η τιμή προς τη Θεοτόκο, έχει τις ρίζες της στην αρχαιότατη παράδοση της Εκκλησίας, από την οποία προσαγορεύεται έτσι, επειδή έτεκε (=γέννησε) τον ενανθρωπήσαντα θείο Λόγο και Υιό του Θεού. Γι΄ αυτό ψάλλεται ως «Κλίμαξ επουράνιος», δια της οποίας ήρθε στη γη και σαρκώθηκε, ως τέλειος άνθρωπος ο Χριστός-Λόγος.

Η Εκκλησία, ως έκφραση ευχαριστίας αποδίδει στη Θεοτόκο τιμητική προσκύνηση και μέσω αυτής λατρεύει τον χορηγό της σωτηρίας Θεό, δεδομένου ότι τα ιδιώματα και χαρίσματα της Παναγίας αποδίδονται σ' αυτήν ως Θεομήτορα και πάντοτε σε σχέση με τον απ' αυτήν γεννηθέντα κατά σάρκα Θεό και Σωτήρα Χριστό.

Εφ’ όσον με τη δύναμη και του Υιού του Θεού μεταδίδεται η θεία χάρη στους Χριστιανούς, η Θεοτόκος γίνεται η Παναγία μητέρα τους και η γέφυρα η "μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν". Αυτή μιμούνται πνευματικά οι Χριστιανοί, όταν με την πίστη τους και τη θεία χάρη, γεννιέται στις ψυχές τους μυστικά ο Χριστός, και με τον τρόπο αυτό, διά της Θεοτόκου συμμετέχουν βιωματικά στην εν Χριστώ σωτηρία τους, αφού παίρνουν, πνευματικά, τη θέση της Παναγίας και προσφέρονται για να γεννηθεί και να μορφωθεί στην ύπαρξη τους ο Χριστός.

Όσιος Παΐσιος: Η Παναγία τρέχει αμέσως να μας Βοηθήσει


Όσιος Παΐσιος- Η Παναγία τρέχει αμέσως να μας Βοηθήσει
– Γέροντα, γιατί η Παναγία άλλοτε µου δίνει αµέσως αυτό που της ζητώ και άλλοτε όχι;
– Η Παναγία, όποτε έχουµε ανάγκη, απαντά αµέσως στην προσευχή µας όποτε δεν έχουµε, µας αφήνει, για να αποκτήσουµε λίγη παλληκαριά.
Όταν ήµουν στην Μονή Φιλοθέου, µια φορά, αµέσως µετά την αγρυπνία της Παναγίας µε έστειλε ένας Προιστάµενος να πάω ένα γραµµα στην Μονή Ιβήρων.

Ύστερα έπρεπε να πάω κάτω στον αρσανά της µονής και να περιµένω ένα γεροντάκι που θα ερχόταν µε το καραβάκι, για να το συνοδεύσω στο µοναστήρι µας – απόσταση µιαµιση ώρα µε τα πόδια.
Ήµουν από νηστεία και από αγρυπνία. Τότε την νηστεία του Δεκαπενταυγούστου την χώριζα στα δύο• µέχρι της Μεταµορφώσεως δεν έτρωγα τίποτε, την ηµέρα της Μεταµορφώσεως έτρωγα, και µετά µέχρι της Παναγίας πάλι δεν έτρωγα τίποτε.

Έφυγα λοιπόν αµέσως µετά την αγρυπνία και ούτε σκέφθηκα να πάρω µαζί µου λίγο παξιµάδι. Έφθασα στην Μονή Ιβήρων, έδωσα το γραµµα και κατέβηκα στον αρσανά, για να περιµένω το καραβάκι. Θα ερχόταν κατά τις τέσσερις το απόγευµα, αλλά αργούσε να έρθη.
Άρχισα εν τω µεταξύ να ζαλίζωµαι. Πιό πέρα είχε µια στοίβα από κορµούς δένδρων, σαν τηλεγραφόξυλα, και είπα µε τον λογισµο µου: «Ας πάω να καθήσω εκεί που είναι λίγο απόµερα, για να µη µε δη κανείς και αρχίση να µε ρωτάη τι έπαθα». Όταν κάθησα, µου πέρασε ο λογισµος να κάνω κοµποσχοίνι στην Παναγία να µου οικονοµήση κάτι.
Αλλά αµέσως αντέδρασα στον λογισµο και είπα: «Ταλαίπωρε, για τέτοια τιποτένια πραγµατα θα ενοχλής την Παναγία;». Τότε βλέπω µπροστά µου έναν Μοναχό. Κρατούσε ένα στρογγυλό ψωµι, δύο σύκα και ένα µεγάλο τσαµπι σταφύλι. «Πάρε αυτά, µου είπε, εις δόξαν της Κυρίας Θεοτόκου», και χάθηκε. Ε, τότε διαλύθηκα µε έπιασαν τα κλαµατα, ούτε ήθελα να φάω πιά … Πα, πα! Τι Μάνα είναι Αυτή! Να φροντίζη και για τις µικρότερες λεπτοµέρειες! Ξέρεις τι θα πη αυτό!

το είδαμε εδώ

Άγιοι Φώτιος και Ανίκητος


Πῦρ Ἀνίκητον συμφλέγει τῷ Φωτίῳ,
Οὓς φωτὸς οἶκος ὡς ἀνικήτους φέρει.
Πῦρ κατὰ δωδεκάτην κτάνε Φώτιον ἠδ' Ἀνίκητον.
Άγιοι Φώτιος και Ανίκητος
Ο Φώτιος ήταν ανεψιός του Ανίκητου. Κατάγονταν και οι δύο από τη Νικομήδεια. Όταν ο Διοκλητιανός θέλησε να κινήσει διωγμό κατά των χριστιανών, μίλησε μπροστά στη Σύγκλητο με τους πιο υβριστικούς λόγους εναντίον τους. Εκεί ήταν παρών και ο Ανίκητος, που όταν άκουσε αυτά τα λόγια του βασιλιά, όχι μόνο δεν φοβήθηκε, αλλά σηκώθηκε με θάρρος, δήλωσε ότι είναι χριστιανός και είπε στο Διοκλητιανό: «Πλανάσαι, βασιλιά, αν νομίζεις ότι με τα μέτρα κατά των Χριστιανών θα πετύχεις τους ασεβείς σκοπούς σου. Μάθε ότι οι χριστιανοί αποτελούν σήμερα την υγιέστερη μερίδα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Και θα ήταν ανόητοι και αναίσθητοι αν πίστευαν στα είδωλα. Γι' αυτό όποια μέτρα και αν πάρεις εναντίον τους, στο τέλος ζημιωμένος θα είσαι εσύ, ενώ αυτοί ένδοξοι μάρτυρες». Ο Διοκλητιανός, προσβεβλημένος από την παρατήρηση του Ανίκητου, διέταξε και τον έριξαν τροφή σε ένα τρομερό λιοντάρι. Αλλά το λιοντάρι σταμάτησε την άγρια ορμή του και ημέρεψε σαν πρόβατο. Τότε έγινε μεγάλος σεισμός και συνετρίβησαν πολλά ειδωλολατρικά αγάλματα. Κατόπιν τον έβαλαν σε τροχό με αναμμένη φωτιά από κάτω. Αλλά ω του θαύματος, ο τροχός σταμάτησε και η φωτιά έσβησε. Τότε έτρεξε και τον αγκάλιασε ο ανεψιός του Φώτιος. Μόλις είδαν αυτό οι ειδωλολάτρες, έδεσαν και τους δύο μέσα στο λεγόμενο λουτρό του Αντωνίου. Και αφού υπερθέρμαναν το νερό, παρέδωσαν και οι δύο ένδοξα το πνεύμα τους.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ συμφωνία, τὴν οἰκείωσιν, τῆς συγγενείας, δι' ἀγώνων ἱερῶν ἐλαμπρύνατε, θεομακάριστε Μάρτυς Ἀνίκητε, σὺν τῷ Φωτίῳ φωτὸς τῷ θεράποντι. Ἀλλὰ αἰτήσασθε, δοθήναι πταισμάτων ἄφεσιν, τοὶς μέλπουσιν ὑμῶν τὴν θείαν ἄθλησιν.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Καταβαλόντες τοῦ ἐχθροῦ τὰς ἐπάρσεις, τῇ καρτερίᾳ τῶν δεινῶν ἀθλοφόροι, τὸν οὐρανὸν ᾠκήσατε γηθόμενοι, Φώτιε ἀοίδιμε, καὶ Ἀνίκητε μάκαρ· ὅθεν μακαρίζεσθε, εἰς αἰῶνας αἰῶνος, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύοντες Χριστῷ, τῶν ἐκτελούντων ὑμῶν τὰ μνημόσυνα.

Το όραμα του Αιγύπτιου Μοναχού, για τους Μοναχούς των έσχατων χρόνων


Οι άγιοι πατέρες, οι μοναχοί των πρώτων χριστιανικών χρόνων, γεμάτοι Άγιο Πνεύμα, είχαν λάβει πολλές αποκαλύψεις για τους μοναχούς των εσχάτων χρόνων και έκαναν διάφορες προφητείες. Μία από αυτές είναι και η παρακάτω.
 Κάποτε, ένας Αιγύπτιος μοναχός έπεσε σε έκσταση και είδε ένα παράξενο όραμα:

 
Είδε τρεις μοναχούς, να στέκωνται στην ακτή της θάλασσα. Και να, από την απέναντι ακτή ακούστηκε μια φωνή:
«Πάρετε φωτιά και έλετα σε μένα!»
Αμέσως τότε οι δύο μοναχοί απέκτησαν πύρινα φτερά και πέταξαν γρήγορα στην άλλη όχθη. Μα ο τρίτος έμεινε εκεί που ήταν! Και άρχισε να κλαίει και να στενάζει. Τελικά εδόθησαν και σ’ αυτόν φτερά – όχι πύρινα – αλλά άλλα αδύναμα. Και έτσι πέταξε και αυτός στην αντίπερα όχθη, μα με πολύ κόπο.
Πολλές φορές κουραζόταν τόσο που κινδύνευε να πέσει και να πνιγεί. Εστέναζε πικρά. Πετούσε επάνω από την θάλασσα. Πότε ψηλά και πότε χαμηλά. Πότε κουραζόταν και έπεφτε στα νερά της θάλασσας. Πότε στέναζε και ξανασηκωνόταν. Και τελικά, μόλις που το κατόρθωσε να περάσει το πέλαγος εκείνο, εντελώς εξαντλημένος!
Από αυτούς, οι δύο πρώτοι συμβολίζουν τους μοναχούς των πρώτων χριστιανικών αιώνων, ενώ ο τρίτος τους μοναχούς των εσχάτων χρόνων, που θα είναι λίγοι σε αριθμό και φτωχοί σε προκοπή πνευματική. (Γεροντικόν Αββά Ιωάννου του Κολοβού, ιδ’).
από το βιβλίο: «Προσφορά στον σύγχρονο Μοναχισμό» του Αγίου Ιγνατίου Μπραντσιανίνωφ (Έκδοση Ι.Μ. Νικοπόλεως).

πηγη

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...