Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 05, 2016

Συναξαριστής της 29ης Φεβρουαρίου

 Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος


Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς γεννήθηκε στὴν Ρώμη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐπιφανεῖς, οἱ ὁποῖοι φρόντισαν νὰ τὸν ἀναθρέψουν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἡ γνωριμία καὶ ἡ συναναστροφή του, ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, μὲ Ἁγίους ἀνθρώπους ἐπέδρασε εὐεργετικὰ στὴ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας καὶ τοῦ ὅλου τρόπου ζωῆς του. Σπούδασε τὴν ἐπιστήμη τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἀστρονομίας καὶ μελέτησε ἰδιαίτερα τὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων καὶ τὴν Ἁγία Γραφή.

Ὁ Ὅσιος ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο, γενόμενος μοναχὸς σὲ μία σκήτη καὶ ἐπισκέφθηκε τὰ μοναστήρια τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Θηβαΐδας, τῆς Νιτρίας, τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Καππαδοκίας. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει χαρακτηριστικά: «ὁ Ἅγιος μετέβη εἰς διαφόρους τόπους καὶ συνήντησε ἁγίους καὶ γνωστικωτάτους Ὁσίους καὶ τὰς ἀρετὰς ὅλων συναθροίζει εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὡς ἄλλη φιλόπονος μέλισσα, ὥστε καὶ αὐτὸς ἔγινε εἰς τοὺς ἄλλους τύπος καὶ παράδειγμα παντὸς εἴδους ἀρετῆς. Ὅθεν ἀνώτερος τῶν παθῶν γενόμενος καὶ τὸν νοῦν καθαρίσας, ἐγνώρισε τὴν τελείαν κατὰ τῶν παθῶν νίκην».

Στὸν πρῶτο τόμο τῆς Φιλοκαλίας, περιλαμβάνονται δύο λόγοι τοῦ Ὁσίου Κασσιανοῦ, «Πρὸς Κάστορα Ἐπίσκοπον, περὶ τῶν ὀκτὼ τῆς κακίας λογισμῶν, γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας, ὀργῆς, λύπης, ἀκηδίας, κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανείας» καὶ «Πρὸς Λεόντιον ἡγούμενον, περὶ τῶν κατὰ τὴν Σκήτην ἁγίων Πατέρων καὶ λόγος περὶ διακρίσεως», ποὺ δείχνουν τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς του καὶ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του καὶ προξενοῦν μεγάλη ὠφέλεια. Ὁ δὲ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος πλέκει δίκαιο ἐγκώμιο στὸν Ὅσιο Κασσιανὸ στὸν περὶ ὑπακοῆς Λόγο του.
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Τῆς σοφίας τὸν λόγον Πάτερ τοῖς ἔργοις σου, ἀσκητικῶς γεωργήσας ὡς οἰκονόμος πιστός, ἀρετῶν μυσταγωγεῖς τὰ κατορθώματα· σὺ γὰρ πράξας εὐσεβῶς, ἐκδιδάσκεις ἀκριβῶς, Κασσιανὲ θεοφόρε, καὶ τῷ Σωτήρι πρεσβεύεις, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον.
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Οἱ λόγοι σου σοφέ, οὐρανίου κασσίας, ὀσμὴν πνευματικήν, διαπνέουσι κόσμῳ· φιάλαι γὰρ ὤφθησαν, ἀρωμάτων ὡς γέγραπται, σιαγόνες σου, αἱ ἀναπτύσσουσαι πᾶσι, τὰς ἐν Πνεύματι, πνευματικὰς ἀναβάσεις, Κασσιανὲ Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Γνώσεως τῆς θύραθεν μετασχών, ὤφθης κεκρυμμένης, ἐπιστήμης μυσταγωγός, ἧς τὰς ἐπιδόσεις, λόγοις ἡμᾶς παιδεύεις, Κασσιανὲ θεόφρον, Πνεύματος σκήνωμα.


 

 
Ὁ Ὅσιος Γερμανὸς ἐκ Ρουμανίας

Ὁ Ὅσιος Γερμανὸς τῆς Ντομπρουζία γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 358 μ.Χ. Ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴ Ρουμανία. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 405 – 415 μ.Χ.



 

 
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Δεφέλτου


Ὁ Ἅγιος Γεώργιος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἀναφέρεται στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα Ε 152 φ. 367α. Ἀγωνίσθηκε ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοθελητῶν, τὸν 7ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ὑπέμεινε πολλὲς δοκιμασίες ἀπὸ τοὺς Σκύθες, γιὰ τὴν προσήλωσή του στὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ εὐσέβεια.


 

 
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Μητροπολίτης Ροστὼβ


Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος (Ματσίεβιτς) γεννήθηκε στὴ Ρωσία, ἐξελέγη Μητροπολίτης τῆς πόλεως Ροστὼβ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1772.


 

 
Ὁ Ὅσιος Μελέτιος Ἐπίσκοπος Χαρκώβ


Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Μελετίου, Ἐπισκόπου Χαρκώβ, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία την 12η Φεβρουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του. Ἄγνωστο γιατὶ ἐπαναλαμβάνεται σήμερα.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 04, 2016

Δαιμονικά όνειρα

Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, εξαίροντας τη σημασία της νυχτερινής προσευχής και της εν γένει προετοιμασίας του πιστού πριν τον ύπνο, γράφει:
''Πάσα ευχή, την οποία προσφέρεις εν καιρώ νυκτός, ας σου είναι τιμιωτέρα από όλας τας πνευματικάς πράξεις της ημέρας... ιδίως δε γίνου σώφρων και καθαρός, εν τη ώρα του ύπνου, προσέχων όχι μόνον τους λογισμούς σου, αλλά και τα μέλη του σώματός σου''.

Αλλά με την προσευχή συνδέεται και η νηστεία, κατά τους λόγους του Χριστού, ότι ''τούτο το γένος (των δαιμόνων δηλαδή) ουκ εκπορεύεται, ει μή εν προσευχή και νηστεία'' (Ματθαίος 17.21).

Οι Πατέρες συνιστούν τον περιορισμό της τροφής ιδίως τις εσπερινές ώρες και μετέπειτα, για να μη γίνεται η πολυφαγία πρόξενος κακών ονείρων.

Δυστυχώς οι περισσότεροι άνθρωποι μελετώντας τα όνειρά τους παγιδεύονται στην πλάνη του Διαβόλου και γίνονται σιγά - σιγά υποχείρια του.

Ο Άγιος Διόδοχος Φωτικής επικρίνοντας όσους δίνουν σημασία στα όνειρα, χωρίς βέβαια να απορρίπτει εκείνα που προέρχονται από τον Θεό και συνιστούν ''αποκαλύψεις'', λέγει ότι ''είναι αρκετό για την πρόοδο προς την αρετή το να μην πείθεται ο άνθρωπος καθόλου στα όνειρα..''.

Κι αν ακόμη μας αποκαλυφθεί με όνειρο κάτι θεϊκό και εμείς το απορρίψουμε, ο Κύριος δεν θα οργισθεί, όπως δεν οργίσθηκε και ο οικοδεσπότης προς τον υπηρέτη του, ο οποίος τη νύκτα αρνήθηκε ν΄ανοίξει την πόρτα της οικίας στον κύριό του, που ήρθε ύστερα από μακρινή αποδημία, γιατί νόμισε ότι επρόκειτο για απατεώνα που εμιμείτο τη φωνή του.

Το πρωί όταν τον γνώρισε και του άνοιξε την πόρτα πήρε πολλούς επαίνους από τον κύριό του.  

Από το βιβλίο: Τα όνειρα - Ευάγγελου Γ. Καρακοβούνη του Θεολόγου
 

πηγή

Όταν νιώθεις να πνίγεσαι, π. Ανδρέας Κονάνος (βίντεο)


 Συνεχίστε για να δείτε το βίντεο με την ομιλία.

 πηγή: εδώ

To είδαμε : εδώ

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 03, 2016

ΔΗΛΩΣΗ ΑΓΙΟΤΑΦΙΤΗ ΠΑΤΕΡΑ




 

Ο ΘΕΟΣ ΕΧΕΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ.

 Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΑΦΗΣΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΗΝ ΦΟΒΑΣΤΕ ΤΙΠΟΤΑ.. 
ΕΧΟΥΜΕ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ. 
ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΣΤΕΙΤΕ. 
ΚΑΝΤΕ ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΘΑ ΔΕΙΤΕ Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΤΙ ΘΑ ΠΑΘΕΙ ΣΕ ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ. 
ΜΗΝ ΧΑΝΕΤΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΣΑΣ.


Το είδαμε 

Τρίτη, Φεβρουαρίου 02, 2016

ΣΙΝΑΙΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ.




........ΟΜΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΗΜΕΙΩΣΟΥΜΕ ΚΑΤΙ .


 ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΙΡΟ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΒΟΟΥΝ ΟΙ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΠΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΡΝΑ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΑΚΟΥΣ Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΙΣΙΟΣ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΚΛΠ ΔΙΟΤΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑ ΘΕΟ.

ΤΑ ΠΗΡΑΝ ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΑ ΒΑΖΟΥΝ ΕΚΕΙ ΔΙΠΛΑ ΣΤΑ ΑΙΣΧΡΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΤΕΡΩΝ. ΑΛΛΑ ΞΕΡΟΥΜΕ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΕΚΑΝΑΝ ΚΑΙ ΕΔΩ ΘΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ. 


ΞΕΡΟΥΝ ΟΤΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ .

ΣΥΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΠΩ ΟΠΩΣ ΠΟΛΛΟΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΑΙΣΧΡΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΠΟΛΛΗ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΑΔΕ ΚΑΙ ΤΑΔΕ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΡΗΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ. 


ΜΑ ΘΑ ΠΕΙΣ ΙΙΑΤΕΡ ΤΙ ΛΕΣ ΤΩΡΑ. ΤΟ ΛΕΩ ΜΕ ΚΑΘΕ ΓΝΩΣΗ. ΔΗΛΑΔΗ Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΑΝΤΗΣ. ΔΕΝ ΠΡΟΛΕΓΕΙ ΑΠΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΛΕΓΕΙ.


ΗΤΑΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟΣ.


 ΞΕΡΕΤΕ ΠΟΥ ΤΑ ΕΛΕΓΕ ΑΥΤΑ. 

ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 70 ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 80 ΠΟΥ ΟΛΟΙ ΗΤΑΝ  ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΕΝΟΙΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ...

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΑΥΞΗΘΗΚΑΝ ΟΙ ΜΙΣΘΟΙ ΠΗΓΑΙΝΑΝ ΜΕ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΟΥΣ ΕΛΕΓΕ 
ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΟΝ ΤΑΔΕ ΜΗΝΑ ΤΟ ΤΑΔΕ ΕΤΟΣ ΚΑΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΑΥΤΟ ΟΠΩΣ ΛΕΝΕ ΜΕΡΙΚΟΙ Η ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΝΑ ΜΑΖΕΨΕΤΕ ΤΡΟΦΙΜΑ ΟΑΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΕΛΕΓΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΙΣΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΑΝΑΠΑΥΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΗΜΕΡΙΑ. ΜΗΝ ΕΠΑΝΑΠΑΥΕΣΤΕ ΕΛΕΓΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΝ. ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΙΟΤΙ ΑΥΤΑ ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΙΜΑ. ΑΥΤΟ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΕΙ Ο ΑΓΙΟΣ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΟΝ ΜΑΝΤΗ.

ΜΙΑ ΜΕΓΑΑΗ ΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΑΣΧΟΛΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΙΣΙΟ ΔΕΝ ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΑΝ ΠΟΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ.

ΔΕΝ ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΑΝ ΠΟΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΜΑΣ ΣΥΜΦΕΡΕΙ. ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ  ΔΕΝ ΜΑΣ ΣΥΜΦΕΡΕΙ Η ΑΣΚΗΣΗ.

ΔΕΝ ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΑΝ ΠΟΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ .

ΕΝΑ ΕΙΧΕ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΟΛΥ ΦΑΝΕΡΟ. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΟΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. ΠΟΙΟΣ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΕΛΕΓΕ ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΟΥΤΟ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΘΑ ΜΑΖΕΨΟΥΜΕ ΤΡΟΦΙΜΑ ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΑΝ   ΜΕ ΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΜΟΙΑΖΩ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΙΣΙΟ.
 ΠΩΣ ΘΑ ΑΓΑΠΗΣΩ ΤΟΣΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ΝΑ ΒΡΩ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΒΡΗΚΕ ΑΥΤΟΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΑΚΟΥΜΕ ΚΑΤΑ ΚΑΙΡΟΥΣ. ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΤΑ  ΘΕΣΟΥΜΕ
ΜΑΚΡΙΑ.


 ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΕΜΕΙΣ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΣΕ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΛΕΕΙ Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΙΠΕ ΚΑΙ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΑΝ ΤΑ ΕΓΚΥΡΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΣΟΥΡΩΤΗ ΑΠΟ ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΕΙΣ ΤΑ ΟΠΟΙΟ ΙΔΡΥΣΕ ΚΑΙ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΕ. 

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΣΕ ΑΥΤΑ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ;


 

«Περισσότερο απ’ όλα να μαθαίνετε την γλώσσα της αγάπης, την πιο ζωντανή και εκφραστική γλώσσα» 

Περί Παιδαγωγίας- Άγιος Ιωάννης Κροστάνδης 
«Προσπαθήστε να προοδεύετε στην εσωτερική καρδιακή επιστήμη, στην επιστήμη δηλαδή της αγάπης, της πίστεως, της προσευχής, της πραότητος, της ταπεινοφροσύνης, της ευγενείας, της υπακοής, της σωφροσύνης, της συγκαταβατικότητος, της συμπαθείας, της αυτοθυσίας, της καθάρσεως από πονηρούς και κακούς λογισμούς… «Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού,, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. στ’ 33).» 
«Περισσότερο απ’ όλα να μαθαίνετε την γλώσσα της αγάπης, την πιο ζωντανή και εκφραστική γλώσσα. Χωρίς αυτή, η γνώσις των ξένων γλωσσών δεν φέρνει καμμιά ουσιαστική ωφέλεια.» «Ο απ. Παύλος παραγγέλλει «το Πνεύμα μη σβέννυτε» (Α’ Θεσ. ε’ 19). 
Πρέπει να θυμάται αυτό κάθε χριστιανός ιδιαίτερα όμως ο ιερεύς και ο διδάσκαλος των παιδιών. Ιδιαίτερα εμείς πρέπει πάντοτε να φλεγώμεθα από το Αγ. Πνεύμα κατά την εξάσκησι της υψηλής μας υπηρεσίας προς τον Θεό και τους ανθρώπους». 
«Μπορεί κάποιος να γίνη σοφός και όμως να καταντήση άχρηστος άνθρωπος. Εμείς πρέπει να δημιουργήσουμε όχι μόνον σοφούς ανθρώπους και ωφέλιμα μέλη της κοινωνίας, αλλά κυρίως ευλαβείς και φωτισμένους χριστιανούς. Αυτό είναι το πιο απαραίτητο. Είθε να ευλογήση ο Θεός το έργο της παιδείας, ώστε απ’ όλες τις γνώσεις να σχηματισθή στις ψυχές των παιδιών εκείνη η αρμονική συμφωνία, εκείνο το σταθερό χριστιανικό σύστημα των κανόνων και των έξεων, το οποίον αποτελεί την αληθινή χριστιανική μόρφωσι. Αλλά εάν τα παιδιά πιέζωνται από πολλά μαθήματα της κοσμικής σοφίας, εάν αποσπούν για την προετοιμασία των μαθημάτων αυτών ώρες από τις θείες ακολουθίες, εάν και μέσα στον ναό ασχολούνται με τα μαθήματα τους έτσι ώστε να μη αποτελή η θεία ακολουθία τροφή για τον νου και την καρδιά, εάν ακόμη στενοχωριούνται μέσα στον ναό, τότε το έργο της παιδαγωγικής μας θ’ αποτύχη. Διότι την καλυτέρα παιδαγωγική προσφέρει η Εκκλησία με την θαυμασία, την ουρανία, την λυτρωτική ακολουθία». 
«Οι φωνές των διδασκάλων εξωτερικά μόνο χρησιμεύουν για βοήθεια και προτροπή. Ένας είναι ο αληθινός διδάσκαλος, ο Χριστός. Ο λόγος Του διδάσκει μέσα μας. Όταν δεν υπάρχη μέσα μας ο σωτήριος λόγος Του, υπάρχουν ασήμαντα λόγια, κενός θόρυβος.» 
«Δεν προέρχεται άραγε η ψυχρότης στην ακολουθία από το ότι άλλοι δεν την καταλαβαίνουν και άλλοι την νιώθουν μόνο νοησιαρχικά, χωρίς ζωντάνια, την στιγμή που η ακολουθία είναι και υψηλή θεωρία του νου αλλά και γλυκύτης της καρδιάς;» 
«Διδάσκεις τα παιδιά σου ή τα παιδιά των άλλων; Θεώρησε την εργασία αυτή σαν υπηρεσία προς τον Θεό. Να τα διδάσκης με ζέσι, με εγκαρδιότητα, αφού προηγουμένως αναζητήσης να βρης τρόπους για μια διδασκαλία σαφή, κατανοητή, ωλοκληρωμένη και καρποφόρα.» . 
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΡΟΣΤΑΝΔΗΣ – ΠΕΡΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΑΣ

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 01, 2016

ΝΕΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΓΑΒΡΙΗΛ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΡΥΕΣ. ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015.Встреча с афонским старцем Гавриилом Кариеским

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ – Μικρό σχόλιο στη βυζαντινή εικόνα


02 Φεβρουαρίου, η εν τω ναώ Υπαπαντή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού – Μικρό σχόλιο στη βυζαντινή εικόνα της εορτής, Υμνολογική εκλογή.
«Λέγε Συμεών, τίνα φέρων εν αγκάλαις, εν τω ναώ αγάλλη;», ερωτά υμνογραφώντας ο άγιος Γερμανός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στο πρώτο Στιχηρό ιδιόμελο του Εσπερινού της Υπαπαντής, ήχου α. Η βυζαντινή εικόνα της Υπαπαντής του Κυρίου, αποτολμά ν’ απαντήσει στο υμνολογικό αυτό ερώτημα μ’ ένα άλλο είδος τέχνης, περισσότερο προσιτό στο ευρύτερο σώμα των πιστών.
Η σκηνή εικονίζει την εκπλήρωση του εβραϊκού έθους. Του έθους που καθόρισε η απαίτηση του ίδιου του Θεού, «παν άρσεν το την μήτραν διανοίγον», να αφιερώνεται σ’ Αυτόν. ( Εξοδ. ιγ´ 2), όπως εμφατικά σημειώνεται και στον Ειρμό της εννάτης ωδής της Υπαπαντής. Αυτή την πραγματοποίηση του «ειθισμένου, κατά το ειρημένον του νόμου» (Λουκ. Β. 24, 27), ιστορεί η εικόνα της Υπαπαντής. Πέντε πρόσωπα απαρτίζουν την σύνθεση. Η Υπεραγία Θεοτόκος με τον Ιωσήφ φέρνουν στον ναό τον τεσσαρακονθήμερο Ιησού Χριστό. Τα δύο άλλα πρόσωπα είναι πρόσωπα του ναού, και συναντούν τους προσερχομένους εντός του ιερού χώρου. Ο Συμεών ο πρεσβύτης, άνθρωπος χαριτωμένος απ’ το Πνεύμα του Θεού, «δίκαιος και ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ» (Λουκ. β´ 25), και η αγία Άννα η προφήτιδα, θυγατέρα Φανουήλ, σε προχωρημένη ηλικία και αυτή. Λαμπάδα λιωμένη στην υπηρεσία του ναού από τη νεότητά της, από τότε που χήρευσε. Στα χέρια της, που τόσα χρόνια διακόνησαν τις ανάγκες του ναού, κρατεί ειλητάριο με λόγους προφητικούς, που αναφέρονται στο πρόσωπο του προσφερομένου βρέφους Ιησού. «Τούτο το βρέφος, ουρανόν και γην εστερέωσεν».
Ο εικονογράφος δεν επιλέγει να ισορροπήσει τη σύνθεση σ’ ένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα, παρόλο που κεντρική θέση έχουν κατά βάση δύο. της Υπεραγίας Θεοτόκου, και του βρέφους Ιησού. Το κέντρο της εικόνας κατέχει το ιερό, στηριζόμενο σε τέσσερις κολώνες, στεφανωμένες από μια σινδόνη. Το ιερό με τη σινδόνη μοιάζουν να διαιρούν την εικόνα στα δύο. Άλλωστε το όλο συμβάν της Υπαπαντής του Κυρίου ενώνει δύο σαφέστατα διαφορετικούς χώρους. Το χώρο της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη. Της προσδοκίας των αιώνων, με Τον Προσδοκώμενο. Της φθοράς του γήρατος και του θανάτου, με την αφθαρσία και τη ζωή του βρέφους Ιησού.
Δεν σημαίνονται όμως μόνο συνθετικά οι δύο κόσμοι που ενοποιούνται από το γεγονός που περιγράφει η εικόνα, αλλά και υφολογικά υποδηλώνεται το διττό μήνυμα της εορτής. Η χαρά και η λύπη. Η χαρά εκπεφρασμένη από τον πρεσβύτη Συμεών. Τον γέροντα που με τρεμάμενα από το βαθύ γήρας χέρια, προσδέχεται Αυτόν που ανέμενε αιώνες η παλαιοδιαθηκική ευσέβεια, και διψούσε ο ιουδαϊκός λαός: τον λυτρωτή του κόσμου. Τον Συμεών, που αξιώνεται να γίνει θεοδόχος! Τα πόδια του λυγίζουν από ευλάβεια. Τα μάτια του κοιτούν με δέος «το σωτήριον φως» (Λουκ. Β. 30, 32) του θεανθρωπίνου Βρέφους. Τα χέρια του, σκεπασμένα από συστολή και σεβασμό με μια άκρη του ενδύματός του, γίνονται θρόνος. Θρόνος όχι για να υποδεχθούν ένα κοινό βρέφος, αλλά για να κρατήσουν Αυτόν που κρατεί ολόκληρη την οικουμένη. Τα χέρια του πρεσβύτου Συμεών, που με τόση ευλάβεια κρατούν το θείο Βρέφος πάνω από το θυσιαστήριο του ναού, θυμίζουν τόσο πολύ την εικόνα των λειτουργών ιερέων που προβάλλουν ενώπιόν μας το θυσιασμένο και αναστημένο Σώμα και Αίμα του Κυρίου Ιησού. Όλες οι γραμμές του σώματος του αγίου Συμεών, μαζί με τις πτυχώσεις των ενδυμάτων του τείνουν προς τον Κύριο. Λυγίζουν, και με μια καμπυλόγραμμη κίνηση υποτυπώνουν το δοχείο που πληρούται από το περιεχόμενό του, που δεν είναι τίποτε άλλο εν προκειμένω από τη θεία Χάρη.
Αλλά αν η χαρά και η ανέκφραστη αγαλλίαση αφορούν και αποτυπώνονται στον πρεσβύτη Συμεών, η Υπεραγία Θεοτόκος ενσαρκώνει τον πόνο και την θλίψη. Πόνο γιατί προσφέρει και αποχωρίζεται τον Υιό της. Τα χέρια της διατηρούν μια κίνηση σαν να κρατούν ακόμη τον Ιησού Χριστό, σαν να μην θέλουν να Τον αποχωρισθούν. Και ο Υιός της, φαίνεται να ανταποκρίνεται στα μητρικά της αισθήματα. Απλώνει κι αυτός το χέρι του σε μια προσπάθεια να μην αποχωρισθεί την Παναγία μητέρα Του. Μια έκφραση των αισθημάτων της τελείας ανθρωπίνης φύσεώς Του.
Ανάμεσα στην Υπεραγία Θεοτόκο και τον θεοδόχο Συμεών, υψώνεται το ιερό, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της εικόνας, σχηματίζοντας ένα φράγμα απαγορευτικό. Η Θεομήτωρ στερείται τον Υιό της, και η θλίψη της επιτείνεται από τα προφητικά λόγια του αγίου Συμεών «και σου την καρδίαν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. Β. 35). Η Παναγία πλέον αρχίζει να στρατεύεται στον δρόμο του σταυρού, που είναι το δώρο του Υιού της σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Το δώρο αυτό που χαρίζεται και στην ίδια, με μια διπλή επίπτωση. Της χαράς, της σωτηρίας και της λυτρώσεως από τη μια, και από την άλλη, της θλίψεως της μητρικής καρδιάς της μπροστά στην άρνηση αποδοχής από τον κόσμο του υιού και Θεού της. Άρνηση που θα φθάσει μέχρι τον σταυρικό θάνατο.
« Ανοιγέσθω η πύλη του ουρανού σήμερον), όπως ψάλλεται και στο Δοξαστικό των εκεκραγαρίων του Εσπερινού της Υπαπαντής, σε ήχο πλ. Του β. γι’ αυτό και ο εικονογράφος ιστορεί τα κτήρια και τις στέγες τους να συγκλίνουν σ’ Αυτόν που αγιάζει ολόκληρη την κτίση. Αυτόν που είναι «φως διασκεδάζον των απίστων εθνών την σκοτόμαιναν, και δόξαν του νεολέκτου Ισραήλ», όπως τονίζεται και στο ιδιόμελο της Λιτής της Υπαπαντής, που ψάλλεται σε ήχο α. Λυτρωτής τόσο του εθνικού ειδωλολατρικού κόσμου, όσο και του ισραηλιτικού λαού. Και το λυτρωτικό αυτό μήνυμα που αφορά όλο τον κόσμο, υποδηλώνεται από τα δύο περιστέρια, τα οποία προσφέρει ο Ιωσήφ στον ναό. Δεν ανταποκρίνονται μόνο στην καθορισμένη προσφορά, αλλά συμβολίζουν και τους δύο κόσμους, για τους οποίους προσφέρεται η θυσία του Κυρίου μας. Τον κόσμο των εθνικών και της ειδωλολατρίας, και τον κόσμο του ευεργετηθέντος Ισραήλ.
Υπαπαντή! Σημαίνει συνάντηση του Κυρίου με την προσδοκία του κόσμου.
Υπαπαντή! Καθ’ ην «Χορός αγγελικός,
εκπληττέσθω το θαύμα!
βροτοί δε ταις φωναίς,
ανακράξωμεν ύμνον,
ορώντες την άφατον
του Θεού συγκατάβασιν», όπως θαυμάσια προτρέπει το Κάθισμα της πρώτης στιχολογίας του Όρθρου της εορτής, ήχου α., και μέσα από την περιγραφική, συμβολική, αγία και ιεροπρεπή τέχνη της βυζαντινής εικονογραφίας. Ας προσκυνήσουμε λοιπόν το ιστορούμενο γεγονός. Ας προσκυνήσουμε τον νηπιάσαντα και βρεφοκρατούμενο Σωτήρα και Λυτρωτή μας.

Aφιέρωση -- (η γιορτή της Υπαπαντής) Του αείμνηστου Στεργίου Σάκκου, Ομοτ. Καθηγητού Α.Π.Θ.

Σαν πίδακες ζωντανού νερού ξεπηδούν μέσα από τα γεγονότα της ιστορίας του Θεού, που έγιναν γιορτές της Εκκλησίας, οι αλήθειες, που λυτρώνουν και δροσίζουν την ψυχή μας. Φθάνει εμείς να σκύψουμε με την αγωνία της σωτηρίας και να σκάψουμε με τη λαχτάρα του ουρανού μέσα στην ιστορία τους, να γονατίσουμε μπροστά τους με ανοιχτό το Ευαγγέλιο και να τα γιορτάσουμε με το Πνεύμα το Άγιο μέσα στην Εκκλησία. Κι ο Θεός, που ήλθε στην ιστορία μας και μπήκε στη ζωή μας, μας ελκύει στην ιστορία Του και μας ενώνει με τη ζωή Του, με μια θεία δύναμη μας εντάσσει μέσα στο σωτήριο σχέδιό Του. Μια τέτοια φλέβα χαρίτων είναι η γιορτή της Υπαπαντής, με την οποία τιμούμε τη Θεομήτορα, αλλά και τον Δεσπότη· την Παναγία Μητέρα, που προσάγει στο ναό τον Ιησού, σαραντάμερο βρέφος και τον Θεάνθρωπο Κύριό μας, που προσφέρεται στον Θεό ως πρωτότοκος. Μας παρασύρει συνήθως η πρώτη όψη της γιορτής, η εικόνα της Θεοτόκου, που κρατώντας στην αγκαλιά Της τον Ιησού μπαίνει στο ναό – καθώς ανταποκρίνεται στο πολύ γνωστό μας ανθρώπινο και συγκινητικό γεγονός του σαραντισμού — και καλύπτει αυτή όλη τη γιορτή. Αλλά ο σαραντισμός της Θεοτόκου είναι εντελώς τυπικός, εφόσον η παρθένος Μαρία δεν έχει ανάγκη από καθαρισμό. Αποτελεί, βέβαια, οπωσδήποτε γεγονός σωτηρίας και λόγω εορτής, για μας ότι «νηπιάζει ο Παλαιός των ημερών και καθαρσίων κοινωνεί ο καθαρώτατος Θεός», διότι έτσι πιστοποιεί ότι έγινε άνθρωπος για χάρη μας και πήρε πάνω Του την ανθρώπινη φύση, για να τη λυτρώσει. Μέσα όμως από τα σπλάγχνα της γιορτής, από την ουσία της κι όχι από τον τύπο της, ξεπηδά ένα άλλο εξίσου μεγάλο και συνάμα ιδιαίτερο, για τη γιορτή και μοναδικό σ΄ αυτήν μήνυμα: Η αφιέρωση.
Είχε ορίσει ο Θεός, όταν έσωσε το λαό Του από τη σκλαβιά των Φαραώ μ΄ εκείνη τη φοβερή σφαγή όλων των πρωτοτόκων των Αιγυπτίων, να του προσφέρουν οι Ισραηλίτες σε ανάμνηση και για ευγνωμοσύνη κάθε πρωτότοκο αρσενικό, δηλαδή το πρώτο αρσενικό που γεννιόταν. Και τα μεν ζώα τα πρόσφεραν θυσία στο ναό, τους δε πρωτότοκους υιούς τούς απήλασσαν από την προσφορά πληρώνοντας γι΄ αυτούς ένα συμβολικό ποσό στους Λευϊτες (Εξ. 13, 12-16· Αρ. 18, 15-18). Σύμφωνα μ΄ αυτό το νόμο η Παναγία παρουσίασε τον Ιησού στο ναό και ο Ιησούς αφιέρωσε ως άνθρωπος τον εαυτό Του στον Θεό. Και είναι αξιοσημείωτο ότι ο ευαγγελιστής Λουκάς, που περιγράφει το περιστατικό, δεν αναφέρει ότι καταβλήθηκαν τα καθορισμένα, για τον πρωτότοκο λύτρα. Η αφιέρωση του Ιησού δεν εξαγοράσθηκε· υπήρξε τέλεια, ολοκληρωτική ζωντανή. Το γεγονός αυτό, που αποτελεί την ουσία της γιορτής της Υπαπαντής, σημειώνει ένα νέο καθεστώς, για τον νέο Ισραήλ, τον καινούργιο λαό του Θεού, τους πιστούς της Καινής Διαθήκης. Όλοι όσοι πιστεύουμε πλέον στον Υιό του Θεού και γινόμαστε μέλη στο σώμα Του και συνιστούμε την Εκκλησία Του, όλοι θεωρούμαστε πρωτότοκοι και ανήκουμε στον Κύριο. Η αφιέρωσή μας συντελείται την ιερή ώρα του βαπτίσματος, αφού δηλώσουμε με την ελεύθερη θέλησή μας ότι αποτασσόμαστε το σατανά και συντασσόμαστε τον Χριστό και η σφραγίδα, που δείχνει πάνω μας ότι είμαστε ιδιοκτησία του Θεού, είναι το χρίσμα, που παίρνουμε από το Πνεύμα το Άγιο. Με τα μυστήρια αυτά μετέχουμε στη ζωή του Χριστού και συμμετέχουμε στην αφιέρωσή Του προσφέροντας κι εμείς τον εαυτό μας με την υποταγή του θελήματός μας. Έτσι, όλοι οι χριστιανοί είναι αφιερωμένοι, «άγιοι τω Κυρίω», κτήμα και περιουσία του Θεού. Αλλά, βέβαια, ο Θεός, που ζητά την αφιέρωσή μας, δεν την ζητά από κάποια ανάγκη· «ανενδεές γαρ το θείον». Την ζητά, για να δώσει σε μας το δικαίωμα, το προνόμιο, την ευλογία και την εξουσία να γίνουμε συνεργάτες Του στο μεγάλο έργο της σωτηρίας και του αγιασμού μας, να γίνουμε συνεταίροι στην ευλογημένη εταιρεία Του, την Εκκλησία, με την οποία δωρεάν φωταγωγεί τον κόσμο με το φως της αλήθειας, υδρεύει την πλάση με το νερό της χαράς, χορηγεί στην ανθρωπότητα αιώνια ζωή. Αφιερώνοντας ο άνθρωπος τον εαυτό του στον Θεό, δίνει ένα παλιό κι άσχημο σκεύος και παίρνει ένα καινούργιο κι ωραίο. Μέσα στη ύπαρξή του αρχίζουν να κυλούν οι χυμοί της θεότητος, που του χαρίζουν ειρήνη και την ώρα της πιο φρικτής δοκιμασίας. Και αφιερώνω τον εαυτό μου στον Θεό δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά υπακούω στο νόμο Του, αγωνίζομαι για τη βασιλεία Του, δοξάζω με τη ζωή μου το άγιο όνομά Του. Μ΄ αυτόν τον τρόπο γίνομαι συνεργάτης και συνεταίρος Του και παίρνω την τιμή και τη δόξα να Του μοιάζω όλο και περισσότερο, μέχρις ότου αξιωθώ να γίνω τέλεια και ολοκληρωμένα κοινωνός της θείας δόξης. Εν τούτοις, εκτός από τη γενική αφιέρωση των πιστών, που είναι ο κανόνας μέσα στην Εκκλησία, υπάρχει και η ειδική των ψυχών, που παρουσιάζεται σαν έκτακτο χάρισμα. Όπως παράλληλα με τη γενική ιερωσύνη, που έχουν όλοι οι πιστοί, το «βασίλειον ιεράτευμα» του Κυρίου, υπάρχει η ειδική ιερωσύνη των ιερέων, που λαμβάνουν τη χάρη να τελούν τα μυστήρια, έτσι ορισμένες ψυχές δέχονται την κλήση και παίρνουν το χάρισμα, για μια ειδική αφιέρωση. Θέτουν τον εαυτό τους άνευ όρων και άνευ διεκδικήσεων στο έργο του Θεού, αφοσιώνονται ολοτελώς στην υπόθεσή Του και κάνουν μοναδικό μέλημά τους τον ευαγγελισμό και τον αγιασμό του κόσμου. Και ενώ η γενική αφιέρωση είναι θέμα της σωτηρίας μας και αποτελεί παράγγελμα του Κυρίου για όλους μας, η ειδική αφιέρωση είναι θέμα της εκλογής του Θεού και το μόνο, που απαιτεί είναι, για μεν τον ίδιο τον άνθρωπο να διακρίνει και να καταλάβει τι ο Θεός θέλει από αυτόν, για τους άλλους δε γύρω του να μη αποδοκιμάσουν και καταφρονήσουν την κλήση του. Διότι το χάρισμα της αφιερώσεως όχι απλώς δεν είναι αποτυχία, όπως το θεωρούν οι κοσμικοί άνθρωποι, που ξέρουν να κρίνουν μόνο με τα ψεύτικα μέτρα αυτού του κόσμου, αλλά είναι το πιο επιτυχημένο έργο, με το οποίο μπορεί ο άνθρωπος να υπηρετήσει τον συνάνθρωπο και την κοινωνία. Ο κόσμος, πράγματι, δεν είναι δυνατόν να σωθεί ούτε από τους μηχανικούς, ούτε από τους γιατρούς, ούτε από τους δικηγόρους. Άλλα είναι εκείνα, που του σφίγγουν το λαιμό, άλλα εκείνα, που του μαχαιρώνουν την καρδιά, άλλα εκείνα, που του σκοτεινιάζουν τη ζωή. Ο κόσμος έχει ανάγκη από αποστόλους και ιεραποστόλους, από ιερουργούς και διδασκάλους, που θα του φέρουν το μήνυμα της αληθινής ειρήνης, θα τον αναστήσουν και θα τον αναγεννήσουν εν Χριστώ. Αυτοί σαν μηχανικοί και αρχιτέκτονες της χάριτος κατασκευάζουν το δρόμο για τη βασιλεία του Θεού και στήνουν τη γέφυρα, για τον ουρανό· σαν γιατροί και θεραπευτές φέρνουν τα φάρμακα της σωτηρίας και ασχολούνται με την ιατρεία όχι των σωμάτων, αλλά των ψυχών· σαν δικηγόροι και πολιτικοί βοηθούν στη συνδιαλλαγή ανθρώπων του Θεού και εξηγούν το νόμο Του, που μας δικαιώνει. Σε σύγκριση με όλα τα επαγγέλματα του κόσμου, το χάρισμα της αφιερώσεως υπερέχει όσο ο ουρανός από τη γη κι όσο η αιωνιότητα από την προσωρινότητα, διότι αυτό επαγγέλλεται στην ανθρωπότητα αγαθά αιώνια και άφθαρτα. Αλλά για να μπορέσουμε να δεχθούμε αυτή την αλήθεια, πρέπει προηγουμένως να καταλάβουμε την άλλη βασική αλήθεια, που μας αποκαλύπτει η γιορτή της Υπαπαντής· ότι όλοι οι πιστοί, εφόσον βαπτισθήκαμε στο όνομα του τριαδικού Θεού, είμαστε αφιερωμένοι στον Κύριο και οφείλουμε να Του δώσουμε την πρώτη θέση στην καρδιά μας. Είμαστε οι «πρωτότοκοι» της ανθρωπότητος, που μέσα στη στρατευομένη Εκκλησία αγωνιζόμαστε να μιμηθούμε τον Κύριό μας, για να συνταχθούμε μία ημέρα με τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, την οποία ο Απ. Παύλος ονομάζει «εκκλησία πρωτοτόκων εν ουρανοίς απογεγραμμένων» (Εβρ. 12: 23). «Μας διάλεξε ο Αθάνατος μεσ΄ απ΄ τα πλήθη των γενιών και των καιρών», κι εμείς δεχθήκαμε την κλήση Του και γίναμε δικοί Του. Μας εξαγόρασε από το θάνατο και τη φθορά με το πολύτιμο αίμα του Υιού Του, και δεν ανήκουμε στον κόσμο ούτε στον εαυτό μας. Μας έσωσε από τη σκλαβιά των παθών και της αμαρτίας και είμαστε απελεύθεροι και δούλοι Του. Προσφέρουμε, λοιπόν, τον εαυτό μας μια θυσία ζωντανή ενώπιόν Του, θυσία της ελευθερίας μας στην αγάπη Του, για να μένουμε αληθινά ελεύθεροι και αιώνια χορτασμένοι στη αγκαλιά Του.

Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ ,Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου

Σαράντα ἡμέρες ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα Γέννησή Του ὁ Χριστὸς προσφέρθηκε στὸν Ναό, σύμφωνα μὲ τὰ καθιερωμένα ἀπὸ τὸν νόμο. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖ στὸν Ναὸ τοῦ ἔγινε ὑποδοχὴ ἀπὸ πνευματοκίνητους ἀνθρώπους, καὶ μάλιστα ἐπειδὴ ὁ Συμεὼν τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του, γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγεται Ὑπαπαντή. Ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ὑπαντάω καὶ σημαίνει ἔρχομαι σὲ συνάντηση κάποιου.
Ἡ Ἐκκλησία καθόρισε ἡ μεγάλη αὐτὴ Δεσποτικοθεομητορικὴ ἑορτὴ νὰ ἑορτάζεται τὴν 2α Φεβρουαρίου, γιατὶ αὐτὴ ἡ ἡμέρα εἶναι ἡ τεσσαρακοστὴ ἀπὸ τὴν 25η Δεκεμβρίου, ποὺ ἑορτάζεται ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ κατὰ σάρκα. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο διαιρεῖ τὸν ἐτήσιο χρόνο μὲ τοὺς σταθμοὺς τῆς θείας οἰκονομίας καὶ τὸν εὐλογεῖ. Ταυτόχρονα δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα νὰ μυηθῇ στὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ θεοῦ.
Τὸ περιστατικὸ τῆς προσφορᾶς τοῦ Χριστοῦ στὸν Ναό, κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν Γέννησή Του περιγράφεται μόνον ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ (Λουκ. β´ 22-39).

α´

Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, δηλαδὴ ὁ ἄσαρκος Λόγος τοῦ θεοῦ, ἔδωσε τὴν ἐντολὴ τοῦ καθαρισμοῦ κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα στὸν Μωϋσῆ καὶ εἶχε καθιερωθῆ γιὰ ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας. Καὶ μάλιστα ἡ ἐντολὴ αὐτὴ δόθηκε στὸν Μωϋσῆ πρὶν ἀκόμη γίνῃ ἡ ἔξοδος τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, δηλαδὴ πρὶν τὴν διάβασή τους ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα.
Ἡ σχετικὴ ἐντολὴ εἶναι ἡ ἑξῆς: «Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωϋσῆν λέγων ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενὲς διανοϊγον πάσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους, ἐμοὶ ἐστίν» (Ἐξ. ιγ´ 1-2). Αὐτὴ ἡ ἐντολὴ ἀναφερόταν καὶ στὰ πρωτότοκα ἀρσενικὰ τῶν ζώων, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ ξεχωρίζωνται καὶ νὰ προσφέρωνται στὸν Θεό. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἦταν σαφής: «καὶ ἀφελεῖς πᾶν διανοῖγον μήτραν, τὰ ἀρσενικά, τῷ Κυρίῳ» (Ἐξ. ιγ´ 12).
Αὐτὴ ἡ ἀφιέρωση ἦταν σημεῖο ἀναγνωρίσεως τῆς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπόδειξη ὅτι ἀνήκουν σὲ Αὐτόν. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ ἐντολὴ τῆς ἀφιερώσεως τοῦ πρωτοτόκου ἀρσενικοῦ παιδιοῦ δόθηκε στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό, διὰ τοῦ Μωϋσέως, ἀμέσως μετὰ τὴν πάταξη τῶν πρωτοτόκων παιδιῶν τῶν Αἰγυπτίων, ὅποτε ὁ Φαραὼ ἀμέσως ἔδωσε τὴν ἄδεια τῆς ἐξόδου, καὶ βέβαια πρὶν ἀκόμη περάσουν τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ αἰτιολογία τῆς πράξεως αὐτῆς: «ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεὸς ἐξ Αἰγύπτου» (Ἐξ. ιγ´ 9).
Σὲ ἄλλο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στὸ Λευιτικό, φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς δίνει περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὴν τελετὴ τῆς ἀφιερώσεως καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης. Ἡ γυναίκα ποὺ θὰ γεννήσῃ ἀρσενικὸ παιδὶ θὰ τοῦ κάνῃ τὴν περιτομὴ τὴν ὀγδόη ἡμέρα καὶ κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα θὰ τὸ προσφέρῃ στὸν Ναό. Καὶ μαζὶ μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ γεννηθέντος «προσοίσει ἀμνὸν ἐνιαύσιον ἄμωμον εἰς ὁλοκαύτωμα, καὶ νεοσσὸν περιστερᾶς ἡ τρυγόνα περὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου πρὸς τὸν ἱερέα» (Λευιτ. ιβ´ 1-6).
Ἀφοῦ Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔδωσε τὸν νόμο στὸν Μωϋσῆ, ὅταν προσέλαβε τὴν ἀνθρωπινὴ σάρκα ἔπρεπε νὰ τὸν ἐφαρμόση, γιὰ νὰ μὴ φανῇ παραβάτης τοῦ νόμου. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγει ὅτι ὅταν βλέπῃ κανεὶς τὸν Χριστὸ νὰ τηρῇ τὸν νόμο αὐτὸν δὲν πρέπει νὰ σκανδαλισθῇ, οὔτε Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἐλεύθερος νὰ τὸν θεωρήσῃ δοῦλο, ἀλλὰ νὰ ἐννοήσῃ περισσότερό «της οἰκονομίας τὸ βάθος».
Καὶ ἡ τήρηση τοῦ νόμου τῆς προσφορᾶς στὸν Ναὸ ὑπάγεται στὸ μυστήριο τῆς θείας κενώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἀνάγκη καθαρισμοῦ, ἀφοῦ ὁ καθαρμὸς νομοθετήθηκε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ γιὰ τοὺς γεννήτορας καὶ γιὰ τὰ γεννώμενα, ἀλλὰ τὸ ἔκανε χάριν ὑπακοῆς στὸν Νόμο ποὺ Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ἔδωσε. Δὲν εἶχε ἀνάγκη καθαρμοῦ ὁ Χριστός, γιατὶ συνελήφθη ἀσπόρως καὶ γεννήθηκε ἀφθόρως. «Πάντως οὐκ ἦν χρεία καθαρισμοῦ, ἀλλ᾿ ὑπακοῆς ἦν ἔργον». Βέβαια, ἡ ὑπακοὴ ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ὑπακοῆς στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ὑπακοῆς τοῦ νέου Ἀδάμ, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν ἀνυπακοὴ τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ. Καὶ ἐὰν ἡ ἀνυπακοὴ τοῦ πρώτου Ἀδὰμ εἶχε συνέπεια τὴν πτώση καὶ τὴν φθορά, ἡ ὑπακοὴ τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ, ἐπανέφερε τὴν παρακούσασα ἀνθρώπινη φύση στὸν Θεὸ καὶ θεράπευσε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν εὐθύνη τῆς παρακοῆς.

β´

Ἡ προσαγωγὴ τῶν παιδιῶν στὸν Ναὸ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἦταν ἑορτὴ καθαρισμοῦ. Ἡ μητέρα καὶ τὸ παιδὶ ἔπρεπε νὰ καθαρισθοῦν ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς γεννήσεως.
Βεβαίως, ἡ γέννηση τῶν παιδιῶν εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ ἁγνοῆται ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο γεννᾶται ὁ ἄνθρωπος εἶναι καρπὸς καὶ ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως, εἶναι οἱ λεγόμενοι δερμάτινοι χιτῶνες, ποὺ φόρεσε ὁ Ἀδὰμ μετὰ τὴν πτώση καὶ τὴν ἀπώλεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ πρέπει νὰ δοῦμε τὸ ψαλμικό: «Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50, 7). Τελικά, ὁ Θεὸς εὐλόγησε αὐτὸν τὸν τρόπο γεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ παραχώρηση, ἀλλὰ ὅμως εἶναι καρπὸς τῆς πτώσεως. Τόσο οἱ γονεῖς ὅσο καὶ τὰ παιδιὰ πρέπει νὰ ἐνθυμοῦνται αὐτὴν τὴν πραγματικότητα. Μέσα στὰ θεολογικὰ αὐτὰ πλαίσια πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ἡ τελετὴ τοῦ καθαρισμοῦ.
Ὅταν σκεφθοῦμε αὐτὲς τὶς θεολογικὲς ἀλήθειες μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅτι οὔτε ὁ Χριστὸς οὔτε ἡ Παναγία εἶχαν ἀνάγκη καθαρισμοῦ. Ἡ ἄσπορη σύλληψη καὶ ἡ ἄφθορη γέννηση δὲν συνιστοῦν ἀκαθαρσία.

γ´

Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ δόθηκε στὸν Μωϋσῆ ἔλεγε: «Γυνή, ἥτις ἐὰν σπερματισθῇ καὶ τέκῃ ἄρσεν, καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἑπτὰ ἡμέρας» (Λευτ. ιβ´ 2). Αὐτὸ τὸ χωρίο ἐμμέσως δείχνει τὴν καθαρότητα τῆς Παναγίας, γιατὶ ἀκάθαρτος εἶναι ἡ γυναίκα ποὺ θὰ γεννήσῃ ἀφοῦ σπερματωθῇ ἀπὸ ἄνδρα. Ἡ Παναγία, ὅμως, συνέλαβε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ὄχι σπερματικῶς, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἦταν ἀκάθαρτη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπαγόταν στὴν περίπτωση αὐτή, ἀλλὰ πῆγε στὸν Ναὸ γιὰ νὰ τηρήσῃ τὸν νόμο.
Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἦταν σαφής: «ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενὲς διανοῖγον πᾶσαν μήτραν» (Ἐξ. ιγ´ 2). Αὐτὴ ἡ ἐντολὴ ταυτόχρονα εἶναι προφητεία, ποὺ ἀναφέρεται στὴν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἔχει ἀπόλυτη ἐφαρμογὴ σὲ κάθε πρωτότοκο ἀρσενικὸ παιδί.
Τὸ χωρίο αὐτὸ δὲν ἔχει ἀπόλυτη σχέση μὲ τὶς γεννήσεις τῶν ἄλλων πρωτοτόκων, γιατὶ κανεὶς ἄνθρωπος, οὔτε ὁ πρωτότοκος, ἀνοίγει τὴν μήτρα τῆς μητέρας του. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος σὲ σχετικὴ ὁμιλία τοῦ λέγει ὅτι δὲν ἀνοίγουν τὰ βρέφη τὴν μήτρα τῆς μητέρας τους, «ἀλλ᾿ ἡ τοῦ ἀνδρὸς πρὸς τὴν γυναίκα συνέλευσις». Ἡ μήτρα ἀνοίγει κατὰ τὴν συνέλευση τοῦ ἀνδρογύνου καὶ τὴν σύλληψη τοῦ παιδιοῦ. Μόνον ὁ Χριστὸς ἄνοιξε τὴν μήτρα τῆς μητέρας Του, χωρὶς βεβαίως νὰ καταστρέψῃ τὴν παρθενία, ἀφοῦ τὴν ἄφησε καὶ πάλιν κεκλεισμένη. «Ὅταν μηδενὸς ἔξωθεν κρούσαντος, αὐτὸ τὸ βρέφος ἔσωθεν διανοίγει».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, ἀφοῦ ἀναφέρει ὅτι αὐτὸ ποὺ γινόταν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν τύπος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, στὴν συνέχεια λέγει ὅτι μόνο ὁ Χριστὸς ἄνοιξε τὴν παρθενικὴ μήτρα «θεοπρεπῶς καὶ ὑπὲρ κατάληψιν ἀνοίξας γὰρ αὐτὴν ἐν τῷ γεννᾶσθαι, κεκλεισμένην πάλιν διεφύλαξεν, ὥσπερ ἦν πρὸ τοῦ συλληφθῆναι καὶ γεννῆσαι».
Ὁ Χριστὸς εἶναι πρωτότοκος, καὶ ἔτσι χαρακτηρίζεται στὴν Ἁγία Γραφή. Βέβαια, αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμὸς δὲν δηλώνει ὅτι ὑπάρχει καὶ δευτερότοκος καὶ τριτότοκος, ἀλλὰ ὅτι γεννήθηκε πρῶτος, ἀνεξάρτητα ἂν ὑπάρχῃ δεύτερος ἢ τρίτος. Ὁ ὅρος «πρωτότοκος» πρέπει νὰ συνδεθῇ μὲ τὸ «μονογενής», ὅπως καὶ πάλι χαρακτηρίζεται ὁ Χριστὸς στὴν Ἁγία Γραφή.
Ὁ ὅρος πρωτότοκος ἀναφέρεται καὶ στὶς δύο γεννήσεις τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ στὴν προαιώνια ἀπὸ Παρθένο Πατέρα, χωρὶς μητέρα, καὶ τὴν ἐν χρόνῳ γέννηση ἀπὸ Παρθένο Μητέρα, χωρὶς πατέρα (ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς).
Ὁ Χριστὸς λέγεται πρωτότοκος κατὰ τρεῖς τρόπους. Πρῶτον, γιατὶ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «ὃς ἐστὶν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολ. α´ 15). Καὶ ὅπως εἴδαμε προηγουμένως τὸ «πρωτότοκος» ταυτίζεται μὲ τὸ «μονογενής». Δεύτερον, λέγεται πρωτότοκος κατὰ τὴν ἀνθρώπινη γέννηση, καὶ ἀνεξάρτητα ἂν γεννήθηκε ἄλλος ἀπὸ τὴν Παναγία. «Καὶ ἔτεκεν τὸν Υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον» (Λουκ. β´ 7). Καὶ τρίτον, λέγεται πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, γιατὶ πρῶτος Αὐτὸς ἀναστήθηκε, καὶ ἔτσι ἔδωσε τὴν δυνατότητα σὲ κάθε ἄνθρωπο νὰ ἀναστηθῇ στὸν κατάλληλο καιρό. Ὁ χαρακτηρισμὸς «γέννηση» λέγεται καὶ γιὰ τὴν ἀνάσταση, γιατὶ ἡ ἀνάσταση θεωρεῖται γέννηση. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «ὁς ἐστὶν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν» (Κολ. α´ 18). Ἡ πρώτη ἔννοια τοῦ πρωτότοκου συνδέεται μὲ τὴν κατὰ φύση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γέννηση, ὁ ὅρος, δηλαδή, ἀναφέρεται στὴν θεολογία, καὶ οἱ ἄλλες δύο συνδέονται μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου καὶ ἀναφέρονται στὴν οἰκονομία.
Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ ζωοποιήσῃ τὴν δική μας ἀνθρώπινη φύση ἔγινε πρωτότοκος κατὰ τρεῖς τρόπους. Φυσικά, μὲ αὐτὸ ποὺ λέγει, δὲν ἐννοεῖ τὴν πρὸ πάντων τῶν αἰώνων γέννησή Του ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἔτσι, ὅπως ἡ δική μας ἀνθρώπινη φύση ζωοποιειται μὲ τρεῖς γεννήσεις, ἤτοι τὴν ἀπὸ τὴν μητέρα μας, τὴν ἀπὸ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴν ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ποὺ ἐλπίζουμε νὰ γίνῃ στὸ μέλλον, τὸ ἴδιο καὶ ὁ Χριστὸς ἔγινε πρωτότοκος γιὰ μᾶς μὲ τρεῖς τρόπους, ὥστε νὰ ζωοποιηθῇ καὶ νὰ θεοποιηθῇ ἡ δική μας ἀνθρώπινη φύση. Διότι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σωματικὴ γέννηση πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἀκολουθήση καὶ ἡ πνευματική.

δ´

Εἶναι συγκινητικὴ ἡ σκηνὴ ποὺ ὁ Χριστὸς προσφέρεται ὡς νήπιο, ὡς βρέφος στὸν Ναό. Ὁ προαιώνιος Θεός, ποὺ ταυτόχρονα ὡς Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦταν πάντοτε ἑνωμένος μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ διηύθυνε τὸν κόσμο, ὅλα τὰ σύμπαντα, παρουσιάζεται ὡς βρέφος στὸν Ναό, εὐρισκόμενος στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας Του.
Καίτοι ὁ Χριστὸς ἦταν νήπιο, ταυτόχρονα ἦταν «πρὸ αἰώνων Θεός», καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦταν σοφώτερος ἀπὸ κάθε ἄλλον. Γνωρίζουμε ὅτι ἀπὸ τὴν ἕνωση θείας καὶ ἀνθρωπινῆς φύσεως στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, μέσα στὴν κοιλία τῆς Θεοτόκου, ἡ ἀνθρώπινη φύση θεώθηκε, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ ἦταν πλουτισμένη μὲ τὸ πλήρωμα τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως. Μόνο ποὺ ἡ σοφία αὐτὴ ἐκφραζόταν ἀνάλογα μὲ τὴν ἡλικία Του, γιατὶ ἂν γινόταν διαφορετικὰ θὰ φαινόταν ὅτι ἦταν τέρας (ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός). Πάντως, καίτοι ὁ Χριστὸς ἦταν νήπιος, ἐν τούτοις ἦταν Θεός, ἔχοντας ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς καὶ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη σοφία καὶ γνώση, δυνάμει τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως θείας καὶ ἀνθρωπινῆς φύσεως.
Μὲ τὴν νηπιότητα αὐτὴ θεράπευσε τὸ «νηπιῶδες φρόνημα» τοῦ Ἀδάμ. Ὅταν ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο, ὁ Ἀδὰμ ἦταν νήπιος ὡς πρὸς τὴν Χάρη καὶ τὸν ἁγιασμό. Εἶχε, βέβαια, φωτισμὸ νοός, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ δοκιμασθῇ καὶ νὰ φθάση στὴν θέωση. Ἐπειδὴ ἦταν ἄπλαστος καὶ νήπιος πνευματικά, ἐπειδὴ εἶχε νηπιῶδες φρόνημα, γι᾿ αὐτὸ εὔκολα ἀπατήθηκε ἀπὸ τὸν πονηρὸ δαίμονα, ποὺ ἐγήρασε στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν πονηρία. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστός, ἔχοντας τὴν σωματικὴ νηπιακὴ ἡλικία, θεράπευσε ὄχι μόνον τὸ νηπιῶδες φρόνημα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ ἔκανε αὐτὸ ποὺ δὲν κατόρθωσε νὰ κάνῃ ὁ πρῶτος Ἀδάμ. Ἔτσι, μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ Του, ὁ Θεὸς Πατὴρ ἔκανε πιὸ σίγουρη καὶ ἀποτελεσματικὴ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν μποροῦσε πιὰ ὁ διάβολος νὰ πλανήσῃ τὴν ἐν Χριστῷ ἀνθρώπινη φύση, ὅπως τὸ ἔκανε μὲ εὐχέρεια στὸν πρῶτο Ἀδάμ.
Ἡ κένωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοί, ὅπως φαίνεται καὶ στὴν περίπτωση τῆς προσφορᾶς Του στὸν Ναό, ὑπερέβη καὶ τὴν ἀντίληψη τῶν ἀγγέλων, ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ ἐξεπλάγησαν ἀπὸ τὴν ἄπειρη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Προφήτης Ἀββακοὺμ προφητεύει τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ: «ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμᾶν ἤξει, καὶ ὁ ἅγιος ἐξ ὅρους κατασκίου δασέος· ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ, καὶ αἰνέσεως αὐτοῦ πλήρης ἡ γῆ» (Ἀββακ. γ´ 3). Μὲ τὴν λέξη ἀρετὴ ἐννοεῖται ἡ ἐνανθρώπηση καὶ ἡ θεία κένωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Τὸ «ἐκάλυψε τοὺς οὐρανοὺς» δηλώνει ὅτι ἐκάλυψε, σκέπασε καὶ τὸ ὕψος τῶν ἀγγέλων, ἀφοῦ καὶ οἱ ἄγγελοι ἐξεπλάγησαν, βλέποντας τὴν ἄπειρη καὶ ἀνέκφραστη συγκατάβαση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.

ε´

Ὁ Θεὸς εἶχε καθορίσει ὥστε ἡ προσφορὰ τοῦ ἀρσενικοῦ πρωτοτόκου νὰ συνοδεύεται μὲ προσφορὰ ἀμνοῦ ἄμωμου ἡ ζεύγους τρυγόνων ἡ δύο νεοσσῶν περιστερῶν. Στὸ Λευιτικὸ γράφεται: «προσοίσει ἀμνὸν ἐνιαύσιον ἄμωμον εἰς ὁλοκαύτωμα καὶ νεοσσὸν περιστερᾶς ἡ τρυγόνα περὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου πρὸς τὸν ἱερέα» (Λευϊτ. ιβ´ 1-6). Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς λέγει ὅτι οἱ γονεῖς τοῦ Χριστοῦ τὸν ὁδήγησαν στὸν Ναὸ «τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν νόμω Κυρίου, ζεῦγος τρυγόνων ἡ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν» (Λουκ. β´ 24).
Οἱ γονεῖς τοῦ Χριστοῦ δὲν πρόσφεραν ἀμνό, ὅπως ἔδινε τὴν δυνατότητα ὁ νόμος, ἐπειδὴ ἦσαν πτωχοί. Οἱ πλούσιες τάξεις προσέφεραν ἀμνὸ ἐνιαύσιο καὶ ἄμωμο, ἐνῶ οἱ πτωχότερες τάξεις ἕνα ζευγάρι τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν (Προκόπιος). Πραγματικά, ὁ Χριστὸς γεννήθηκε σὲ πτωχικὴ οἰκογένεια καὶ μεγάλωσε ὡς πτωχός. Τελικά, ὅμως, ἡ πτωχεία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔγκειται μόνο στὸ ὅτι γεννήθηκε καὶ ἔζησε πτωχός, ἀλλὰ κυρίως στὸ ὅτι ἐνανθρώπησε καὶ προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἐνῶ ἦταν πλούσιος, ἐπτώχευσε γιὰ νὰ πλουτίσουμε ἐμεῖς μὲ τὴν θεότητά Του.
Ὁ νόμος προέβλεπε νὰ προσφέρεται ζεῦγος τρυγόνων ἡ δύο νεοσσοὶ περιστερῶν, γιατὶ μὲ τὸ πρῶτο (ζεῦγος τρυγόνων) δηλωνόταν ἡ σωφροσύνη τῶν γονέων, ποὺ εἶχε σχέση μὲ τοὺς συνεζευγμένους κατὰ τὸν νόμο τοῦ γάμου, ἐνῶ τὸ δεύτερο (νεοσσοὶ περιστερῶν) ἀναφερόταν στὴν Παναγία καὶ τὸν Χριστό, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ Αὐτὸς παρέμεινε ὡς τὸ τέλος Παρθένος. Ἔτσι, ἐνῶ τὸ πρῶτο δήλωνε τὸν τίμιο καὶ εὐλογημένο γάμο, τὸ δεύτερο προτύπωνε τὴν παρθενία τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Χριστοῦ (ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς).
Ἡ προβλεπομένη ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Κυρίου προσφορὰ ἦταν τύπος τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, «ἡ τρυγὼν λαλίστατον ἐστὶν ἐν στρουθίοις ἀγροῦ, ἡ δὲ περιστερά, ἤπιόν τε καὶ πράον». Αὐτὸ συμβόλιζε τὸν Χριστό, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς σὰν τρυγόνι κατακελάϊδησε σὲ ὅλη τὴν γῆ καὶ γέμισε μὲ τὴν καλλιφωνία του τὸν δικό Του ἀμπελώνα, δηλαδὴ ἐμᾶς ποὺ πιστεύουμε σὲ Αὐτόν, καὶ σὰν περιστέρι εἶχε τὴν πραότητα στὸν τέλειο βαθμό. Σαφῶς, λοιπόν, αὐτὴ ἡ προσφορὰ ἀναφερόταν στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ ἐλεήμονος θεοῦ.

στ´

Ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικὰ καὶ κεντρικὰ πρόσωπα τῆς Ὑπαπαντῆς, ἐκτὸς βέβαια, ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, ἦταν καὶ ὁ Συμεών, «ὁ δίκαιος καὶ εὐλαβής», ποὺ ἀξιώθηκε νὰ προϋπαντήσῃ τὸν Χριστό, νὰ τὸν λάβῃ στὰ χέρια του καὶ νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ μὲ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Πραγματικά, πρόκειται γιὰ μία μεγάλη προσωπικότητα, τόσο γιὰ τὸ ὅτι εἶδε τὸν Χριστό, ὅσο καὶ γιὰ τὰ ὅσα εἶπε τὴν στιγμὴ ἐκείνη.
Τὸ ὄνομα Συμεὼν ἀνταποκρίνεται στὴν ζωὴ καὶ τὴν προσδοκία του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτόν, γιατὶ στὴν ἑβραϊκὴ γλώσσα ἡ λέξη Συμεὼν ἑρμηνεύεται ὑπακοή (ὅσιος Νικήτας) ἢ «οὗ ἤκουσε Κύριος» (ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος).
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸν χαρακτηρίζει ἄνθρωπο ποὺ κατοικοῦσε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἦταν δίκαιος καὶ εὐλαβής, «προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ». Συγχρόνως λέγεται ὅτι εἶχε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ τοῦ δόθηκε πληροφορία ὅτι δὲν θὰ πεθάνῃ πρὶν δῇ τὸν Χριστὸ Κυρίου (Λουκ. β´ 25-26). Ὅλα αὐτὰ τὰ γνωρίσματα εἶναι χαρακτηριστικὰ ἑνὸς πνευματεμφόρου ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν κατ᾿ ἄνθρωπον καταγωγὴ καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς ἀνθρωπίνης συγκροτήσεώς του, ἀφοῦ εἶχε μία ἄλλη ζωή, ζωὴ πνεύματος.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης συνέλεξε ἀπόψεις τῶν ἑρμηνευτῶν γιὰ τὸ τί ἀκριβῶς ἦταν ὁ Συμεών. Καὶ αὐτὸ γιατὶ στὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀναφέρεται ρητῶς ἂν ἦταν ἱερεὺς ἢ ὄχι, ἀφοῦ ἀποκαλεῖται ἄνθρωπος. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Ἰωσὴφ ὁ ὑμνογράφος τὸν ἀποκαλεῖ «Ἱερουργόν, Ἱερώτατον», ὁ Ἱερομάρτυς Μεθόδιος «ἱερέα ἄριστον», ὁ Ἱερὸς Φώτιος καὶ ὁ Ἱερὸς Θεοφύλακτος λέγουν ὅτι δὲν ἦταν Ἱερεύς, ἀλλὰ ἀνώτερος τοῦ Ἱερέως, ἄλλοι λέγουν ὅτι ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα ἑρμηνευτὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ ὁποῖος ἀπίστησε, ὅταν ἑρμήνευε τὴν προφητεία τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου «ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἔξει...». Τότε ἀκριβῶς ἔλαβε πληροφορία ὅτι θὰ ζήσῃ ἕως ὅτου λάβῃ τὸν Χριστὸ στὶς ἀγκάλες του. Ἄλλοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἦταν υἱὸς τοῦ Πατριάρχου τῶν Ἑβραίων Χιλλὲλ καὶ πατέρας τοῦ νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ, καὶ ἄλλοι ὅτι ἦταν Πρόεδρος τοῦ Συνεδρίου τῶν Ἑβραίων. Ἐπίσης λέγεται ὅτι ἦταν πάνω ἀπὸ διακοσίων ἑβδομήκοντα (270) χρονῶν. Ἀναφέροντας αὐτὰ ὁ ἅγιος Νικόδημος γράφει ὅτι ὅσοι θέλουν ἀσφαλῶς νὰ ἀκολουθοῦν τὸ Εὐαγγέλιο γεραίρουν τὸν Συμεὼν τὸν Θεοδόχον «ὡς ἄνδρα ἁπλῶς πνευματοκίνητον».
Πραγματικά, ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Θεοδόχος ἦλθε στὸ ἱερὸ μὲ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶχε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἔλαβε τὴν πληροφορία ὅτι θὰ δὴ τὸν Χριστὸ πρὶν πεθάνη, καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦλθε στὸ ἱερὸ (Λουκ. β´ 25-27). Αὐτὸ ἐκφράζει τὴν ἀλήθεια ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃ κανεὶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ διδάσκεται ἀπὸ Αὐτό. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια σὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ἀκάθαρτοι καὶ δὲν τὸ εἶχαν προηγουμένως.
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας προφητεύει: «ἰσχύσατε, χεῖρες ἀνειμέναι, καὶ γόνατα παραλελυμένα... ισχύσατε, μὴ φοβεῖσθε» (Ἡσ. λε´ 3-4). Αὐτὸ συνέβη κυρίως στὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Θεοδόχο, ἀφοῦ, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «ἦλθεν ἐν τῷ πνεύματι εἰς τὸ Ἱερόν». Ὄχι μόνο τὸν καθοδηγοῦσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐνίσχυε. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δὴ τὸν θεό, ἂν δὲν ἔχη δυνάμεις πνευματικές, δηλαδὴ ἂν δὲν ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἔτσι, λοιπόν, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐνίσχυσε τὰ πόδια του γιὰ νὰ πορευθοῦν στὸ ἱερό, ἀλλὰ καὶ τὰ χέρια του γιὰ νὰ κρατήσουν τὸν Χριστό. Ὁ Γεώργιος Νικομηδείας λέγει ὅτι δὲν χρησιμοποίησε τὰ δικά του πόδια γιὰ νὰ προσέλθῃ στὴν διακονία τοῦ μυστηρίου, ἀφοῦ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔγινε σὲ αὐτὸν ἅρμα, ποὺ τὸν μετέφερε.
Ἐρχόμενος στὸ Ἱερὸ ὁ δίκαιος Συμεών, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀναγνώρισε τὸν σαρκωθέντα Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ θεοῦ. Ὅποτε ἀξιώθηκε νὰ δῇ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ προφητικῶς ἔβλεπαν ὅλοι οἱ Προφῆτες. Ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα εἶδαν τὴν θεία δύναμη ποὺ ὑπῆρχε στὸν Χριστὸ «ὥσπερ φῶς δι᾿ ὑαλίνων ὑμένων διὰ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος». Ὅπως ἐμεῖς μέσα ἀπὸ τὰ παράθυρα βλέπουμε τὸ φῶς ποὺ ὑπάρχει στὸ σπίτι, ἢ ὅπως ἀπὸ τὶς γυάλινες λάμπες βλέπουμε τὸ φῶς ποὺ ὑπάρχει ἐκεῖ, ἔτσι καὶ οἱ καθαροὶ στὴν καρδιὰ βλέπουν διὰ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ τὸ φῶς τῆς θεότητος, αὐτὸ ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι ἄγνωστο καὶ ἀθέατο.
Ό Μ. Ἀθανάσιος πλέκει τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ θεοδόχου, ἐπειδὴ ἐκινεῖτο ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἀξιώθηκε αὐτῆς τῆς μεγάλης τιμῆς. Λέγει ὅτι ὁ Συμεὼν καίτοι ἦταν ἄνθρωπος κατὰ τὸ φαινόμενο, ἐν τούτοις ἦταν ὑπὲρ ἄνθρωπος κατὰ τὸ νοούμενο. Κατ᾿ οὐσίαν ἦταν ἄνθρωπος, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἀξία ὑπερκείμενος, πολὺ πάνω ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του. Ὡς πρὸς τὴν φύση ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ὡς πρὸς τὴν ἀρετὴ ἄγγελος. Εἶχε ὡς ἐνδιαίτημα τὴν αἰσθητὴ Ἱερουσαλήμ, ἀλλ᾿ ὡς μητρόπολη εἶχε τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ὄχι μόνο ἦταν ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ «καὶ τῶν ἀγγέλων ὁ Συμεὼν ὑπέρτερος».

ζ´

Ἕκτος ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Θεοδόχο, στὸν Ναὸ παρευρέθηκε καὶ ἡ Ἄννα, ἡ Προφήτις, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἀναγνωρίσῃ τὸν Θεὸ καὶ νὰ διακηρύξῃ ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ λυτρωτής της. Ἡ Ἄννα βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν ὀγδόντα τεσσάρων ἐτῶν, καὶ ἦταν χήρα, ἀφοῦ εἶχε ζήσει μὲ τὸν ἄνδρα της ἑπτὰ χρόνια (Λουκ. β´ 36).
Τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς Ἄννας ἦταν ὅτι βρισκόταν μέρα νύκτα στὸν Ναὸ καὶ δὲν ἀπομακρυνόταν ἀπὸ αὐτόν. Ἔτσι, ἐνῶ ὁ Συμεὼν ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα στὸν ναό, αὕτη ἔμενε ἐκεῖ καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀναγνώρισε τὸν Θεό.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὴν ἀποκαλεῖ Προφήτιν, διότι εἶχε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ Ἱερὸς Κοσμᾶς ὁ ὑμνογράφος λέγει ὅτι ἡ Ἄννα «ἱερῶς ἀνθωμολογεῖτο ὑποφητεύουσα». Ὑπάρχει δὲ διαφορὰ μεταξὺ προφήτου καὶ ὑποφήτου, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν ἁγιορείτη. Ὁ Προφήτης ἀναγγέλλει αὐτὰ ποὺ πρόκειται νὰ γίνουν μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ καιρό, ἐνῶ ὁ ὑποφήτης ἐξηγεῖ τὰ παρόντα ἢ τὰ παρελθόντα ἢ ἀκόμη καὶ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ γίνουν μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό. Φαίνεται δὲ ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη προφήτης μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ὑποφήτου, ἀφοῦ ἡ Ἄννα ἀναγνώρισε μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὴν ἔλευση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλωστε, ἡ προφητεία στὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχει καὶ τὴν ἔννοια τῆς ἐξηγήσεως, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τοῦ βαθύτερου νοήματος τοῦ νόμου καὶ γενικότερά της Ἁγίας Γραφῆς. Γι᾿ αὐτό, Προφῆτες στὴν γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι οἱ θεολόγοι, ποὺ διακρίνουν τὰ πνεύματα.
Ἡ ἀνθομολόγηση τῆς Ἄννης εἶναι ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ δοξολογία γιὰ τὴν ἀποστολὴ τῆς λυτρώσεως τοῦ Ἰσραήλ. Ἡ ἐνέργειά της συνδυάζει εὐχαριστία καὶ διακήρυξη, ἀφοῦ «ἐλάλει περὶ αὐτοῦ».

η´

Ἡ παρουσία τοῦ δικαίου Συμεὼν καὶ τῆς Προφήτιδος Ἄννης φανερώνει καὶ μία ἄλλη πραγματικότητα, ὅτι, δηλαδή, αὐτοὶ ἦταν τὸ λογικὸ ζεῦγος τρυγόνων ποὺ ὑποδέχθηκε τὸν Χριστό, ὅταν ἀνέβηκε στὸν Ναό. Ἔτσι μαζὶ μὲ τὸ ἄλογο ζεῦγος τρυγόνων, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔστειλε καὶ πνευματικὸ καὶ πνευματέμφορο ζεῦγος τρυγόνων, τὸν Συμεὼν καὶ τὴν Ἄννα.
Αὐτὸ φανερώνει, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ποιοὶ καὶ πῶς πρέπει νὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ πρόκειται νὰ δεχθοῦν τὸν Χριστό. Ἡ ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ προϋποθέτει ἀνάλογο βίο. Ὁ Συμεὼν ἦταν δίκαιος καὶ δὲν μνημονεύεται ἂν εἶχε δεχθῇ προηγουμένως τὴν ἔγγαμη ζωή, ἐνῷ ἡ Ἄννα μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, ζοῦσε τὴν εὐλογία τῆς χηρείας, εἶχε ἄμωμο καὶ καθαρὸ βίο.
Ἐν Χριστῷ ζωὴ εἶναι ἡ παρθενία κατὰ Χριστὸν ἢ ἡ συζυγία ἡ θεοσδοτη, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Μάλιστα σὲ ὁμιλία του στὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς κάνει μεγάλη ἀναφορὰ στὸ τί κακὸ προξενεῖ ἡ πορνεία, καὶ ὅτι δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχῃ σχέση μὲ τὸν Χριστό, ὅταν πορνεύῃ. Χρειάζεται σταύρωση τῆς σάρκας μαζὶ μὲ τὶς ἐπιθυμίες της.
Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ εἶδος τοῦ βίου ποὺ ἐκλέγει κανείς, δηλαδὴ γάμο ἢ παρθενία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὴν σχέση ποὺ ἔχει μὲ τὸν Χριστό. Καὶ στὴν μία καὶ στὴν ἄλλη περίπτωση ἀπαιτεῖται παρθενία καὶ σωφροσύνη. Σὲ αὐτὸ κατευθύνει ἡ μυστηριακὴ καὶ ἡ ἀσκητικὴ ζωή, σὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεάνθρωπος Χριστός.

θ´

Ὅταν ὁ δίκαιος Συμεὼν συνάντησε τὴν Παναγία ποὺ κρατοῦσε τὸν Χριστό, ἔλαβε τὸ θεῖο βρέφος στὴν ἀγκαλιά του. «Καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸ εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν» (Λουκ. β´ 28). Αὐτὴ ἡ σκηνὴ εἶναι συγκλονιστική. Καί, βέβαια, δὲν μποροῦσε νὰ γίνῃ αὐτό, ἂν οἱ βραχίονές του δὲν ἐνισχύονταν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Ἡ σκηνὴ αὐτὴ μας ὑπενθυμίζει τὸ ὅραμα τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου. Ἀφοῦ ὁ Προφήτης εἶδε «τὸν καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου» καὶ τὰ Σεραφεὶμ νὰ εὑρίσκωνται γύρω ἀπὸ Αὐτόν, καὶ ὁμολόγησε τὴν ἀκαθαρσία τῶν χειλέων του, συνέβη τὸ ἑξῆς καταπληκτικό. «Καὶ ἀπεστάλη πρός με ἓν τῶν Σεραφεὶμ καὶ ἐν τῇ χειρὶ εἶχεν ἄνθρακα, ὃν τῇ λαβίδι ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ἥψατο τοῦ στόματός μου καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἥψατο τοῦτο τῶν χειλέων σου καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας σου καὶ τὰς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ» (Ἡσ. στ´ 6-7).
Ἡ ὅραση αὕτη ἀναφέρεται στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ, ἄλλωστε, ὁ Προφήτης Ἡσαΐας ἐκλήθη νὰ κηρύξῃ στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ τὴν ἔλευση τῆς παρακλήσεως, δηλαδὴ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται ὡς ὁ μεγαλοφωνότατος τῶν Προφητῶν καὶ πέμπτος Εὐαγγελιστής. Μὲ μεγάλη καθαρότητα καὶ ἀκρίβεια περιέγραψε σκηνὲς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.
Τὸ ὅτι ἡ ὅραση αὐτὴ συνδέεται μὲ τὴν ἐνανθρώπηση φαίνεται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑρμηνευτικὴ παράδοση. Σὲ ἕνα τροπάριο τῶν μεγαλυναρίων τῆς ἑορτῆς λέγεται: «Ἡ λαβὶς ἡ μυστικὴ ἡ τὸν ἄνθρακα Χριστόν, συλλαβοῦσα ἐν γαστρὶ σὺ ὑπάρχεις Μαριάμ». Ὅλες οἱ ἀποκαλύψεις στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἀποκαλύψεις τοῦ ἄσαρκου Λόγου, στὶς περισσότερες ἀπὸ τὶς ὁποῖες φανέρωνε τὴν ἐνανθρώπησή Του, τὴν ἔλευσή Του ἐν σαρκί. Ἔτσι, λοιπόν, ἐδῶ λέγεται ὅτι ὁ ἄνθρακας εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ μυστικὴ λαβίδα ποὺ κρατεῖ τὸν ἀνθράκα εἶναι ἡ Παναγία, ποὺ τὸν συνέλαβε στὴν κοιλία της. Καὶ ἡ Παναγία δίνει τὸν ἄνθρακα αὐτὸν στὸν δίκαιο Συμεών. Οὐράνιο θυσιαστήριο εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ὁ οὐρανός. Γι᾿ αὐτὸ ψάλλουμε: «Κατελθόντ᾿ ἐξ οὐρανοῦ τὸν Δεσπότην τοῦ παντός, ὑπεδέξατο αὐτὸν Συμεὼν ὁ Ἱερεύς».
Ὅπως ὁ Προφήτης Ἡσαΐας δέχθηκε τὸν ἄνθρακα καὶ δὲν κατακάηκε, ἀλλὰ καθαρίστηκε καὶ ἔγινε Προφήτης, ἔτσι καὶ ὁ δίκαιος Συμεὼν δέχθηκε τὸν ἄνθρακα Χριστὸ ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ δὲν κατακάηκε, ἀλλὰ καθαρίστηκε κατὰ τὸν λόγο: «ἰδοὺ ἥψατο τῶν χειλέων σου καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας σου καὶ τὰς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ».
Ἡ τελευταία αὐτὴ φράση εἶναι δεῖγμα ὅτι τὸ ὅραμα τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου ἀναφερόταν στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία καθόρισε ὥστε ἡ φράση αὐτὴ νὰ λέγεται ἀπὸ τὸν λειτουργοῦντα Ἱερέα, μετὰ τὴν θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Συνδεδεμένη αὐτὴ ἡ προφητικὴ εἰκόνα μὲ τὸν δίκαιο Συμεών, ἀναφορικὰ μὲ τὴν θεία Κοινωνία, δείχνει ὅτι γιὰ νὰ μὴ κατακαύσῃ τὸν ἄνθρωπο ἡ θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἔχῃ Πνεῦμα Ἅγιον, ὅπως ἀκριβῶς ὁ δίκαιος Συμεών.
Ἔτσι, λοιπόν, ὁ φλεγόμενος ἄνθρακας εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Χριστός, θυσιαστήριο ἡ κοιλία τῆς Παναγίας, τὰ Σεραφεὶμ εἶναι ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος, λαβὶς μυστικὴ τὰ χέρια τῆς Παναγίας, ποὺ δίνουν τὸν ἄνθρακα στὸν δίκαιο Συμεών.

ι´

Μόλις ὁ δίκαιος Συμεὼν ἔλαβε στὴν ἀγκαλιά του τὸν Χριστὸ ἀνεφώνησε: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἠτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραὴλ» (Λουκ. β´ 29-31). Πρόκειται γιὰ μία μεγαλειώδη φράση, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία παρέλαβε καὶ ἔθεσε στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες ἀκολουθίες, ὅπως τὴν εὐχαριστία μετὰ τὴν μετάληψη τῶν Τιμίων Δώρων. Θὰ ἐπιχειρήσουμε μία μικρὴ ἑρμηνευτικὴ ἀνάλυση αὐτοῦ του λόγου.
Ὁ δίκαιος Συμεὼν ἦταν πληροφορημένος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὅτι θὰ δῇ ὁπωσδήποτε τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ πρὶν πεθάνη, καὶ αὐτὸ πραγματοποιήθηκε, ἀφοῦ ἦταν «προφητικῇ χάριτι τετιμημένος» (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας). Ὅταν εἶδε τὸν Χριστό, ζητᾶ λύση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ὅποτε γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ ἅγιοι «δεσμὸν λογίζονται τὸ σῶμα» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος), καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν φοβοῦνται τὸν θάνατο.
Τὸ «κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ» δηλώνει ὅτι ζητεῖ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, «διὰ τὸν χρησμὸν ὃν ἔλαβεν» καὶ μάλιστα αὐτὸ θεωρεῖ ἀνάπαυση, γιατὶ τὸ «ἐν εἰρήνῃ» ἰσοῦται μὲ τὸ «ἐν ἀναπαύσει» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος). Ἡ ἀνάπαυση ἔχει σχέση καὶ μὲ τὴν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, γιατὶ ὅσο περνοῦσαν οἱ ἡμέρες ὁ δίκαιος Συμεὼν τὸ ἀνέμενε «ἀεὶ φροντίζων πότε ἐλεύσεται» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος). Καί, βέβαια, τὸ σωτήριο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση, τὴν ὁποία ἑτοίμαζε ὁ Θεὸς πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Πραγματικά, προετοιμαζόταν τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ «καὶ πρὸ αὐτῆς τῆς τοῦ κόσμου καταβολῆς» (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἦταν καὶ εἶναι φῶς στὰ ἔθνη, ἐπειδὴ οἱ Ἐθνικοί, οἱ εἰδωλολάτρες ἦταν πεπλανημένοι, βρίσκονταν στὰ σκοτάδια καὶ εἶχαν πέσει στὰ χέρια τῶν δαιμόνων (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας), ἀλλὰ καὶ δόξα τοῦ Ἰσραήλ, γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀνέτειλε καὶ προῆλθε ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες. Ὅσοι, λοιπόν, εἶναι εὐγνώμονες τὸ αἰσθάνονται αὐτό (Ἱερὸς Θεοφύλακτος).
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἁγίου Συμεὼν εἶναι ἕνας ἐπινίκιος ὕμνος μετὰ τὴν ἀποκάλυψη σὲ αὐτὸν τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔβλεπαν τὰ ὀπίσθια του Θεοῦ, τὴν ἔλευσή Του, ποὺ θὰ γινόταν στὸ μέλλον, αὐτὸς τὴν βλέπει κατὰ πρόσωπον. Πραγματικά, ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὄχι τὸ αἰσθητὸ καὶ ἠθικό, ὄχι τὸ συμβολικό, ἀλλὰ τὸ πραγματικό, ποὺ ἐκδιώκει τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας καὶ τοῦ νοῦ, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ δόξα ὄχι μόνο τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀλλὰ ὁλόκληρης της ἀνθρώπινης φύσεως. Χωρὶς καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἄδοξη, ἀνείδεη, ἀόριστη καὶ ἀνώνυμη. Μὲ τὸν Χριστὸ ἀποκτᾶ «εἶδος καὶ ὅρο» (ἱερὸς Νικόλαος Καδάσιλας).
Τὸ ὅτι ὁ Συμεὼν μόλις εἶδε τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ ζήτησε τὴν ἀπόλυση, τὸν θάνατο, ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὴν μεγάλη χαρὰ γι᾿ αὐτὸ τὸ ὁποῖο στὴν συνέχεια ἔπρεπε νὰ ἐπιτελέσῃ. Ἤθελε νὰ πορευθῇ στὸν Ἅδη καὶ νὰ ἀναγγείλῃ τὴν χαρμόσυνη ἀγγελία ὅτι ἦλθε ὁ Μεσσίας, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, καὶ αὐτῶν τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ βρίσκονταν στὸν Ἅδη. Μάλιστα, λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὅτι ὁ Συμεὼν βιαζόταν γιὰ νὰ μὴ προλάβουν νὰ ἀναγγείλουν τὸ γεγονὸς τὰ νήπια, τὰ ὁποῖα ἐπρόκειτο νὰ σφαγοῦν ἀπὸ τὸν Ἡρώδη. Καὶ αὐτὸ τὸ ζητεῖ, γιατὶ τὰ νήπια εἶναι γοργὰ καὶ εὐκίνητα, αὐτὸς δὲ «γέρων καὶ βραδὺς καὶ δυσκίνητος». Ὁ Χριστὸς ἱκανοποιεῖ τὸ αἴτημά του, γιατὶ, ὅπως λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, φαίνεται σὰν νὰ τοῦ εἶπε νὰ πάῃ νὰ ἐμφανισθῇ φαιδροπρεπῶς στὸν Ἀδὰμ ποὺ ζοῦσε στὸν Ἅδη σκυθρωπῶς, καὶ νὰ ἀναγγείλῃ τὴν χαρὰ στὶς ὠδίνες τῆς Εὔας, λέγοντας: «ἥκει ἡ λύτρωσις, ἥκει ὁ ρύστης, ἥκει ἡ ἄφεσις, ἥκει ὁ ἐλευθερωτής. Μηκέτι θρηνεῖ, φύσις ἡ ἀνθρωπεία· ἥκει γὰρ ὁ ἀντιληψόμενος ὑμῶν, ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ».
Ἑπομένως, ὁ δίκαιος Συμεὼν εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ἀνήγγειλε στοὺς δέσμιούς του Ἅδου, σὲ ὅλους τοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ βρίσκονταν στὸν Ἅδη, ἐπειδὴ δὲν εἶχε καταργηθῇ ὀντολογικὰ ὁ θάνατος, ὅτι ἦλθε ὁ Χριστὸς τὸν ὁποῖο ἐκεῖνοι περίμεναν, καὶ ὅτι γρήγορα θὰ ἔλθη καὶ στὸν Ἅδη γιὰ νὰ τοὺς ἀπελευθερώσῃ.

ια´

Ὁ δίκαιος Συμεὼν εὐλόγησε τὴν Θεοτόκο καὶ τὸν Ἰωσήφ, ποὺ παρακολουθοῦσαν τὰ γεγονότα αὐτὰ μὲ θαυμασμὸ καὶ ἔκπληξη. Καὶ τότε στράφηκε στὴν Θεοτόκο γιὰ νὰ τῆς πῇ δύο θαυμαστὲς Προφητεῖες.
Ἡ πρώτη ἀναφερόταν στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. «Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. β´ 34). Αὕτη ἡ προφητεία πραγματοποιήθηκε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ πραγματοποιῆται στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας καὶ στὴν προσωπικὴ ζωὴ κάθε ἀνθρώπου.
Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι πτώση τῶν ἀπίστων, τῶν μὴ πιστευόντων σὲ Αὐτόν, καὶ ἀνάσταση αὐτῶν ποὺ πιστεύουν σὲ Αὐτόν. Ἕνα παράδειγμα εἶναι ὁ Γολγοθᾶς. Ὁ ἕνας ληστὴς πιστεύει καὶ σώζεται, ὁ ἄλλος ἀμφισβητεῖ καὶ καταδικάζεται. Συμβαίνει αὐτὸ καὶ στὴν ἐσωτερική μας ζωή, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς πίπτει ὅταν ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι πέφτουμε μὲ τὴν πορνεία, καὶ ἀνίσταται μὲ τὴν σωφροσύνη. Ἐπίσης, αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐννοηθῇ ὅτι πρόκειται ὁ Χριστὸς νὰ πάθῃ καὶ νὰ πέσῃ στὸν θάνατο, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναστηθοῦν πολλοὶ μὲ τὴν δική του πτώση, καὶ τὸν δικό του θάνατο (ἱερὸς Θεοφύλακτος).
Ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἡ λέξη «σημεῖον» μπορεῖ νὰ ἐννοηθῇ μὲ πολλοὺς τρόπους καὶ πολλὲς ἔννοιες. Κατ᾿ ἀρχὰς σημεῖο εἶναι ἡ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση ἔγιναν πολλὰ παράδοξα καὶ παράξενα πράγματα. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ἡ Παρθένος μητέρα. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀντιλέγεται καὶ ἀμφισβητεῖται ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἔλαβε πραγματικὸ σῶμα, καὶ ἄλλοι ὅτι ἔλαβε φανταστικό, ὅτι δηλαδὴ τὸ σῶμά Του ἦταν φανταστικὸ καὶ ὅλα τὰ ἔκανε φανταστικά. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι εἶναι χοϊκὸ σῶμα, ἄλλοι ἐπουράνιο. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς ἔχει προαιώνια ὕπαρξη καὶ ἄλλοι νομίζουν ὅτι ἔλαβε ἀρχὴ τῆς ὑπάρξεώς του ἀπὸ τὴν παρθένο καὶ ἄχραντη Μαρία (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, ἀναλύοντας τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ Θεοφύλακτου, ὅτι ὡς σημεῖο ἀντιλεγόμενο ἐννοεῖται ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, λέγει ὅτι ὁ αἱρετικὸς ποὺ βλέπει τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔχει διπλὲς ἐνέργειες, τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη, καὶ ἄλλοτε ὡς ἄνθρωπος πεινᾶ, διψᾶ, δέχεται τὸ μαρτύριο, σταυρώνεται, πάσχει κλπ., καὶ ἄλλοτε ὡς Θεὸς κάνει θαύματα, ἐκδιώκει δαίμονες καὶ ἀνίσταται κλπ., ἀμφιταλαντεύεται ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἡ ἄνθρωπος. Ὅμως ὁ Χριστιανὸς δὲν ἔχει τέτοιες ἀμφιβολίες, γιατὶ γνωρίζει ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν θεουμένων ἁγίων ὅτι καίτοι ὁ Χριστὸς εἶχε δύο φύσεις, θεία καὶ ἀνθρώπινη, ἐν τούτοις εἶναι ἕνας κατὰ τὴν ὑπόσταση καὶ τὸ πρόσωπο, καὶ ἔτσι ὁ ἕνας καὶ Αὐτὸς Χριστὸς ἐνεργεῖ ἄλλοτε τὰ θεοπρεπῆ καὶ ἄλλοτε τὰ ἀνθρωποπρεπῆ. Καὶ βέβαια, ὅταν ἐνεργεῖ κάθε φύση, ἐνεργεῖ «μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας».
Ἔπειτα, σημεῖο ἀντιλεγόμενο εἶναι καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, «ἀντιλεγόμενον σημεῖον τὸν τίμιον ὀνομάζει σταυρόν». Ἄλλοι δέχονται τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ θεωροῦντες αὐτὴν ὡς σωτηρία, ὅτι στὸν Σταυρὸ νίκησε τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες τοῦ σκότους, καὶ ἄλλοι ἀρνοῦνται τὸν Σταυρό. Δὲν μποροῦν νὰ ἀντιληφθοῦν πῶς ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε. Γι᾿ αὐτό, ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Σταυρὸς εἶναι γιὰ τοὺς Ἰουδαίους σκάνδαλο, γιὰ τοὺς Ἕλληνες μωρία. Γιὰ μᾶς ὅμως τοὺς πιστοὺς ὁ Σταυρὸς εἶναι «Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία» (Α´ Κορ. α´ 23-24).

ιβ´

Ἡ δεύτερη προφητεία τοῦ ἁγίου Συμεών, ποὺ ἀναφερόταν στὴν Παναγία, εἶναι ἡ ἑξῆς: «καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοὶ» (Λουκ. β´ 35).
Προφανῶς ἡ προφητεία αὐτὴ ἀναφέρεται στὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη τῆς Θεοτόκου, ὅταν θὰ ἔβλεπε τὸν Υἱό της πάνω στὸν Σταυρό, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, νὰ πάσχῃ καὶ νὰ ὑποφέρῃ. Ἡ Παναγία δὲν ὑπέφερε, οὔτε πόνεσε κατὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀκριβῶς γιατὶ τὸν συνέλαβε ἀσπόρως καὶ τὸν γέννησε ἀφθόρως. Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ πονέσῃ πολὺ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ἐξόδου.
Ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ῥομφαία, ποὺ θὰ διέλθη τὴν ψυχὴ τῆς Θεοτόκου κατὰ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ, θὰ ἀποκαλύψῃ τοὺς διαλογισμοὺς πολλῶν ἀνθρώπων, ποὺ βρίσκονταν κεκρυμένοι στὴν καρδιά τους. Αὐτοὶ ἀμφιβάλλουν ἂν εἶναι γνήσια καὶ ἀληθινὴ μητέρα. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸν πόνο ποὺ αἰσθάνθηκε καταλαβαίνουν ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν φυσική του μητέρα.
Αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν περίπτωση τῶν δύο γυναικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ διεκδικοῦσαν ἕνα βρέφος καὶ παρουσιάσθηκαν στὸν Σολομῶντα γιὰ νὰ τοὺς λύσῃ τὴν διὰ-φορᾶ. Ὁ Σολομῶν ζήτησε μαχαίρι γιὰ νὰ τὸ τεμαχίσῃ καὶ νὰ δώσῃ ἀπὸ ἕνα μέρος σὲ κάθε μία γυναίκα. Τότε ἡ μία ζήτησε νὰ μὴ τὸ σφάξῃ, ἀλλὰ νὰ τὸ δώσῃ ὁλόκληρο στὴν ἄλλη. Καὶ ἡ ἄλλη ζήτησε νὰ τὸ σφάξῃ, ὥστε νὰ μὴ τὸ πάρῃ καμμιὰ ἀπὸ αὐτές. Ὁ βασιλεὺς ἔδωσε τὸ παιδὶ σὲ αὐτὴν ποὺ προτίμησε νὰ ζήσῃ τὸ παιδί, ἔστω κι ἂν τὸ πάρῃ ἡ ἄλλη γυναίκα. Αὐτὸ ἦταν δεῖγμα ὅτι ἦταν ἡ φυσική του μητέρα. (Γ´ Βασιλ. γ´ 16-28).
Ἔτσι καὶ ὁ πόνος τῆς Παναγίας στὸν Σταυρὸ ἔδειξε ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ μητέρα, ὅτι ἀπὸ αὐτὴν ὁ Κύριος παρέλαβε τὴν σάρκα. Γιατὶ, ἀφοῦ ἡ Παναγία εἶναι ἡ πραγματικὴ μητέρα, σημαίνει ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς ἔχει πραγματικὸ σῶμα καὶ δὲν εἶναι ἄνθρωπος κατὰ φαντασία.
Ό Μ. Ἀθανάσιος λέγει ὅτι ἡ φράση «ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοὶ» σημαίνει ὅτι ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, τὸ Πάθος Του, θὰ ἀποκαλύψῃ ὅλες τὶς ἐσωτερικὲς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ ὁ Πέτρος ἀπὸ θερμὸς καὶ ζηλωτής, θὰ τὸν ἀρνηθῇ, οἱ Μαθητὲς θὰ τὸν ἐγκαταλείψουν, ὁ Πιλᾶτος θὰ μεταμεληθῇ μὲ τὴν νίψη τῶν χεριῶν, ἡ γυναίκα του θὰ πιστεύση μὲ τὸ νυκτερινὸ ὄνειρο, ὁ ἑκατόνταρχος θὰ ὁμολογήσῃ ἀπὸ τὰ σημεῖα, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος θὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὰ τῆς κηδείας, ὁ Ἰούδας θὰ πνιγῇ, οἱ Ἰουδαῖοι θὰ δώσουν ἀργύρια στοὺς φρουροὺς γιὰ νὰ ἀποκρύψουν τὴν Ἀνάσταση. Καί, πραγματικά, «μάχη τις ἔσται καὶ στάσις λογισμῶν τε καὶ διαλογισμῶν ἐναντίων».
Ἡ προφητεία αὐτὴ δὲν ἀναφέρεται μόνο στὴν σάρκωση καὶ τὴν σταύρωση, ἀλλὰ καὶ στὴν ὅλη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι τὸ πραγματικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλοι σώζονται παραμένοντας στὴν Ἐκκλησία καὶ ἄλλοι καταδικάζονται, ἀρνούμενοι τὸ σωτηριῶδες ἔργο της. Ἐπίσης, ἐπειδὴ μὲ τὸ Βάπτισμα δεχθήκαμε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιὰ καὶ δὲν φεύγει ποτέ, ἀλλὰ ἁπλῶς μὲ τὰ πάθη καλύπτεται, γι᾿ αὐτὸ ὅταν ἁμαρτάνουμε, πίπτουμε, καὶ ὅταν ἀγωνιζόμαστε καὶ μετανοοῦμε, ἀνασταινόμαστε.
Ὁ Χριστὸς θὰ εἶναι «εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν» καὶ στὴν ἄλλη ζωή, ἀφοῦ ὅλοι θὰ δοῦν τὸν Χριστό, ἀλλὰ γιὰ ἄλλους θὰ εἶναι Παράδεισος καὶ γιὰ ἄλλους Κόλαση.

ιγ´

Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ τελευταῖο δείχνει ὅτι ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ἑορτὴ ποὺ ἀναφέρεται ἁπλῶς στὸν Δεσπότη Χριστὸ καὶ ὑποδηλώνει ἕναν ἀπὸ τοὺς σταθμοὺς τῆς θείας Οἰκονομίας, ἀλλὰ καὶ μία ἑορτὴ τοῦ ἄνθρωπου ποὺ ζῇ μὲ τὸν Χριστό.
Ἡ Ἐκκλησία τὴν ἑορτὴ τοῦ σαραντισμοῦ τοῦ Χριστοῦ τὴν ἔκανε καὶ τελετή, ἀκολουθία σαραντισμοῦ κάθε ἄνθρωπου, μετὰ τὴν γέννησή του. Τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννηση προσφέρεται τὸ βρέφος στὸν Ναὸ ἀπὸ τὴν μητέρα του. Αὐτὴ ἡ προσφορὰ ἔχει διπλὴ σημασία καὶ ἔννοια. Πρῶτον, εὐλογεῖται ἡ μητέρα γιὰ τὸ τέλος τοῦ καθαρισμοῦ της ἀπὸ τὰ αἵματα τῆς λοχείας. Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως εὔχεται γιὰ κάθε ἀσθένεια, ἔτσι καὶ εὔχεται γιὰ τὴν γυναίκα ποὺ γέννησε καὶ εἶναι φυσικὸ νὰ αἰσθάνεται κόπο καὶ σωματικὴ ἀδυναμία. Προσεύχεται νὰ τὴν καθαρίσῃ καὶ γιὰ τὸν λόγο ὅτι ὁ τρόπος γεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τὸν γνωρίζουμε σήμερα, εἶναι μεταπτωτικός. Δεύτερον, εἶναι τελετὴ εὐχαριστήρια γιὰ τὴν γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ. Ἐπειδὴ ἡ σύλληψη καὶ ἡ γέννηση ἑνὸς ἄνθρωπου δὲν εἶναι ἁπλῶς ἔργο τῆς φύσεως, ἀλλὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ αἰσθανόμαστε ὅτι ἀνήκει στὸν Θεό. Ἔτσι, τὸ προσφέρουμε στὸν Θεὸ καὶ Ἐκεῖνος διὰ τοῦ Ἱερέως μᾶς τὸ παραχωρεῖ ἐκ νέου γιὰ νὰ τὸ μεγαλώσουμε. Ὅμως στὴν πραγματικότητα ἀνήκει στὸν Θεό.
Πρέπει ὅμως νὰ προσφέρουμε στὸν Θεό, στὸ ἄνω θυσιαστήριο, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἀντὶ τοῦ ζεύγους τρυγόνων τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, καὶ ἀντὶ τῶν δύο νεοσσῶν περιστερῶν νὰ προσέχουμε πολὺ ὄχι μόνο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Καί, ὅπως ὁ Χριστὸς ἐτέλεσε ὅλα τὰ τοῦ νόμου καὶ ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα Του, πληρούμενος καὶ προκύπτοντας στὴν σοφία, ἔτσι καὶ ἐμεῖς νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν ἀληθινή μας πατρίδα, ποὺ εἶναι ἡ ἐπουράνιος Ἱερουσαλήμ, ἀφοῦ ζήσουμε πνευματικῶς κατὰ τὸν θεῖο νόμο καὶ προκόψουμε στὴν σοφία καὶ τὴν χάρη καὶ φθάσουμε στὸ μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, τελειούμενοι κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ γενόμενοι ἐνδιαίτημα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Εἶναι καθῆκον μας, κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, νὰ ὁμοιάσουμε μὲ τὸν δίκαιο Συμεὼν καὶ τὴν Προφήτιδα Ἄννα. Πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστὸ μὲ σωφροσύνη, καθαρότητα, ἀκακία, ἀμνηστία, καὶ γενικῶς μὲ φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία. Δὲν μπορεῖ κανεὶς μὲ ἄλλο τρόπο νὰ συναντήσῃ τὸν Χριστό, τὴν ἀληθινὴ ζωή.
Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ δείχνει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀποβλέπη στὴν ἀπόκτηση αὐτοῦ του ἐνυποστάτου φωτὸς καὶ τῆς ἐνυποστάτου ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία ψάλλει παρακλητικά: «Λάμπρυνόν μου τὴν ψυχὴν καὶ τὸ φῶς τὸ αἰσθητόν, ὅπως ἴδω καθαρῶς καὶ κηρύξω σὲ Θεόν». Γιὰ νὰ κηρύξῃ κανεὶς τὸν Θεὸ πρέπει νὰ τὸν δῇ καθαρά. Μόνον οἱ ὀρῶντες τὸν Θεὸ ἢ τουλάχιστον ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται τὴν πείρα τῶν ὀρώντων, μποροῦν νὰ γίνωνται διδάσκαλοι. Ἀλλά, γιὰ νὰ δῇ κανεὶς τὸν Θεὸ πρέπει προηγουμένως νὰ λαμπρυνθῇ, νὰ φωτισθῇ ὡς πρὸς τὴν ψυχὴ καὶ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις. Τότε ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ γίνεται καὶ ἑορτὴ τῆς ὑπαπαντῆς τοῦ κάθε πιστοῦ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...