Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 16, 2016

Ολόκληρη η συζήτηση του Μητροπολίτη Νέας Ιωνίας με τον Αλέξανδρο Βέλιο, όπως ο ίδιος ο δημοσιογράφος επιμελήθηκε

Ο Αλέξανδρος σε όλη τη ζωή του διάβαζε και έγραφε. Επέλεξε όμως ο διάλογός του με τον Μητροπολίτη Γαβριήλ να είναι το τελευταίο κείμενο με το οποίο ασχολήθηκε. Το ολοκλήρωσε δέκα ώρες πριν από τον θάνατό του και μου το παρέδωσε...
λέγοντας: «Πάρε τον Γαβριήλ, όταν όλα θα έχουν τελειώσει, και πες του ότι ήταν επιθυμία μου να δημοσιοποιηθεί. Αλλά κάν’ το λίγες μέρες μετά την κηδεία. Να καταλαγιάσει ο θόρυβος», αναφέρει στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια» ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ριζούλης.

Ο διάλογος που είχαν ο Αλέξανδρος Βέλιος και ο Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας Γαβριήλ, όπως τον επιμελήθηκε ο ίδιος ο δημοσιογράφος και χωρίς καμία προσθήκη, έχει ως εξής:

4 Αυγούστου 2016 – Γραφεία Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας

Αλέξανδρος Βέλιος: Είπα να μη χάσω το παράθυρο ευκαιρίας, τη συνάντηση αυτή, γιατί δεν ξέρω και πώς θα εξελιχθώ. Ξύπνησα σήμερα για πρώτη φορά με έναν σφάχτη.

Μητροπολίτης Γαβριήλ: Αντέχετε;

Α.Β.: Εχω πάρει ένα αυτοκόλλητο μορφίνης, έχω πάρει και ένα παυσίπονο…

Μ.Γ.: Ο καρκίνος πού είναι;

Α.Β.: Στο συκώτι.

Μ.Γ.: Η Εκκλησία σε προετοιμάζει για τον θάνατο και εκεί φαίνεται -όταν έρθει η ώρα του θανάτου- πόσο καλά ή κακά προετοιμασμένος είσαι…

Α.Β.: Το έχει πει αυτό κι εκείνος ο γλυκύτατος Ευγένιος Βούλγαρης.

Μ.Γ.: Βέβαια! Γι’ αυτό μέσα στην Εκκλησία προσευχόμαστε να μας λυτρώσει ο Θεός από αιφνίδιο θάνατο. Ερχεται ξαφνικά, οπότε θα σε πιάσει απροετοίμαστο. Αν όμως είσαι σε μια φάση που μπορείς να προετοιμαστείς και να ξέρεις ότι η ζωή σου τελειώνει, είναι λίγο πιο εύκολο να το διαχειριστείς.

Α.Β.: Υπάρχει η ευχή να είναι ο θάνατος γαλήνιος, ανεπαίσχυντος (τη βρίσκω υπέροχη λέξη) και ειρηνικός. Είναι πολύ ωραία ευχή.

Μ.Γ.: Ναι, και να παρακαλάμε τον Θεό να μας τον δώσει. Το πώς θα φύγουμε δεν το ξέρει κανένας.

Α.Β.: Πόσο ανοιχτή είναι η Εκκλησία απέναντι στο θέμα της ευθανασίας;

Μ.Γ.: Δεν είναι ανοιχτή και δεν μπορεί να είναι. Η Εκκλησία κηρύττει ότι η ζωή είναι δώρο του Θεού. Εκείνος μας φέρνει στη ζωή και Εκείνος αποφασίζει πότε θα μας καλέσει, όχι εμείς. Δεν έχουμε το δικαίωμα να λειτουργούμε εγωιστικά, ακόμα κι αν πρόκειται για τη ζωή μας. Ομως η Εκκλησία κάνει πολλά άλλα πράγματα. Για παράδειγμα, στο νοσοκομείο ο ιερέας μπορεί να βοηθήσει πολύ. Οχι για να θεραπεύσει τον ασθενή, αλλά για να είναι κοντά του. Θα του πει: «Ακουσε, αδελφέ μου, εδώ μαζί θα το πολεμήσουμε, θα κάνουμε την προσευχή μας, κάθε μέρα θα έρχομαι να σε βλέπω, οτιδήποτε θέλεις μπορείς να αισθανθείς ότι είμαι δίπλα σου». Αυτό που θα πω εγώ σε έναν άνθρωπο είναι: «Κοίταξε όσο μπορείς και συμφιλιώσου με τον θάνατο». Εφόσον έχεις μπει σε μια τέτοια φάση και ξέρεις ότι θα φύγεις αύριο από τη ζωή αυτή, να συμφιλιωθείς με τον θάνατο και να πιστέψεις σε κάτι που είναι το σημαντικότερο απ’ όλα. Στην Ανάσταση. Στο ότι ο άνθρωπος δεν σταματάει με το που κλείσει τα μάτια του, αλλά συνεχίζει πάντοτε. Αυτό όμως ή το πιστεύεις ή δεν το πιστεύεις.
Α.Β.: Εμένα η δική μου ψυχοθεραπεία ήταν αυτό το επίμαχο βιβλιαράκι «Εγώ κι ο θάνατός μου: Το δικαίωμα στην ευθανασία». Μόλις το τελείωσα, ήταν σαν να είχα απαλλαγεί από τον φόβο του θανάτου. Τώρα, βέβαια, παλεύω με την ασύλληπτη ιδέα της ανυπαρξίας. Δεν διαθέτω θρησκευτική πίστη, δυστυχώς. Νιώθω ότι όλα όσα είμαι προώρισται να χαθούν σε μια μαύρη τρύπα για πάντα. Αλλά και με αυτό συμφιλιώνομαι. Στο κάτω κάτω, όλοι οι άνθρωποι έρχονται, περνάνε, ξεθωριάζει η μνήμη τους σιγά σιγά.

Μ.Γ.: Η καλύτερη συμφιλίωση είναι να πιστέψεις ότι η ζωή δεν τελειώνει εδώ. Αλλά αυτό το θέμα είναι επιλογής, δεν μπορώ να το επιβάλω στον άλλον.

Α.Β.: Αυτό, ασφαλώς, είναι η ισχυρότερη ευλογία.

Μ.Γ.: Εγώ μπορώ να το πω, γιατί το πιστεύω. Το πιστεύω απόλυτα. Η ζωή μας αυτή είναι ένα πέρασμα προς την αιωνιότητα και αυτό με αναπαύει μέσα μου προσωπικά, αλλά, πάνω από όλα, το πιστεύω. Δεν είναι κάτι το οποίο θα το βγάλω μόνο από το Ευαγγέλιο και θα σας το προτείνω δογματικά. Ο λόγος για τον οποίο έγινα κληρικός είναι ακριβώς επειδή θεωρώ ότι η ζωή δεν τελειώνει, δεν σταματάει από τη στιγμή που θα κλείσω τα μάτια μου, έχει μια συνεχή πορεία, μια συνέχεια.

Α.Β.: Δηλαδή, χωρίς Θεό δεν θα είχε μέλλον η ζωή;

Μ.Γ.: Δεν θα είχε. Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς την ύπαρξη του Θεού στη ζωή μου. Και να σου πω κάτι; Εάν μου πεις «ποια είναι η απόδειξή σου, τι είναι αυτό το οποίο σε κάνει να πιστεύεις στον Θεό», θα σου απαντήσω ότι τον Θεό, πάνω από όλα, τον αισθάνεσαι.

Α.Β.: Ναι, με τη λογική δεν μπορείς να τον προσεγγίσεις. Είχατε κλίση από παιδί, από νέος;

Μ.Γ.: Από μικρός.

Α.Β.: Και στην ιεροσύνη επίσης;

Μ.Γ.: Απλά θα σας πω ότι δεν χρειάστηκε ποτέ να προβληματιστώ αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός.

Α.Β.: Εγώ προβληματίστηκα στην εφηβεία. Μετά… προσηλυτίστηκα στον Διαφωτισμό. Θα μου πεις: «Είσαι τόσο απόλυτος; Δεν υπάρχει πιθανότητα να υπάρχει Θεός κι ας μην τον πιστεύεις;» Πράγματι, μπορεί ποτέ να αποκλείσει κανείς κάτι το οποίο είναι πέραν της λογικής; Μπορώ να πω χίλια τα εκατό ότι αύριο πεθαίνω και τέρμα; Τι να πω; Οπως έλεγε και ο Φρανσουά Μιτεράν, «είμαι περίεργος να μάθω» (γέλια). Είναι θεός, είναι μια μορφή ενέργειας; Δεν ξέρω.

Μ.Γ.: Εγώ, πάντως, θα σας πω το εξής. Οταν είσαι κοντά στον θάνατο, δεν περιμένεις τον θάνατο πλέον. Το θαύμα είναι να συμφιλιωθείς μαζί του. Να αισθανθείς ότι ο Θεός λειτουργεί σαν ένα χάδι στην αγωνία του θανάτου. Δεν έχεις ανάγκη πλέον να πεις: «Θα γίνω καλά». Λες: «Δεν θέλω να γίνω καλά». Θέλω απλά να φύγω έχοντας μέσα μου τη χαρά ότι ο Θεός με περιμένει. Μέσα σου πρέπει να βάλεις το εξής: «Θεέ μου, επειδή δεν ξέρω αν υπάρχεις ή δεν υπάρχεις, τουλάχιστον βοήθησέ με να συμφιλιωθώ με τον θάνατο και, αν θέλεις -εσύ θα το κρίνεις-, δέξου με κοντά σου». Αυτό πιστεύω ότι θα σε βοηθήσει πολύ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Α.Β.: Αυτό παραπέμπει στο υστερόβουλο στοίχημα του Πασκάλ. Ελεγε: «Εντάξει, μπορεί να μην υπάρχει Θεός. Αν όμως υπάρχει;» Από την άλλη, βέβαια, επειδή εγώ έχω δει ότι νόμος της κοινωνίας είναι η κυριαρχία του κακού, το άδικο, η καταπίεση, ότι αυτός που κερδίζει είναι ο πιο αρπακτικός και αδίστακτος, από την άποψη της ηθικής δεν μπορούσα να συμφιλιωθώ με αυτή τη νομοτέλεια. Ετεινα να σκέφτομαι ότι η μόνη δικαιολογία του Θεού είναι ότι δεν υπάρχει. Αλλιώς, γιατί αφήνει το άδικο να κυριαρχεί με άλλοθι την αυτεξουσιότητα των ανθρώπων; Από την άλλη, η Εκκλησία τού αφαιρεί το αυτεξούσιο στον θάνατο. Του επιτρέπει στη ζωή του να αδικεί και να κάνει λάθος επιλογές, να είναι αυτοκαταστροφικός, αλλά στον θάνατό του δεν είναι αυτεξούσιος. Ο θάνατος δεν του ανήκει.

Μ.Γ.: Αυτός που θέλει θα το κάνει. Αν θες αυτή τη στιγμή να αφαιρέσεις τη ζωή σου, θα την πάρεις. Να είμαστε απολύτως ειλικρινείς. Δεν περιμένεις από μένα να σου πω «κάν’ το» ή «μην το κάνεις». Γιατί το απαγορεύει η Εκκλησία; Γιατί, όπως ξέρετε, στην εκκλησιαστική ιστορία πάντοτε καταδίκασε τα άκρα. Ηταν ακραίο να πεις: «Θα πεθάνω νωρίτερα, για να πάω γρηγορότερα στον Θεό». Η Εκκλησία πάντοτε προσπαθούσε να βοηθήσει τους ανθρώπους να μην κάνουν τραγικά λάθη σε αυτά ακριβώς τα πράγματα. Για να μπορέσει όμως να λειτουργήσει το αυτεξούσιο, υπάρχει μια βασική προϋπόθεση. Η αγάπη. Εάν δεν βάλεις τη διάσταση της αγάπης μέσα στο αυτεξούσιο, δεν λειτουργεί. Γιατί, όντως, είναι άδικη η κοινωνία, το κακό αυτή τη στιγμή υπερισχύει, αλλά, από την άλλη, εκεί που βλέπεις ότι υπάρχει μια πολύ μεγάλη εστία κακού υπάρχει και μια πολύ μεγάλη εστία καλού. Και λες: «Πώς αυτό το πράγμα εξακολουθεί να υπάρχει;» Αυτή είναι η ομορφιά της ζωής. Καθημερινά βλέπεις πολλά άσχημα πράγματα, που σε οδηγούν στην απόγνωση, σε κάνουν να πεις: «Δεν βαριέσαι, δεν ασχολούμαι με τίποτα, εφόσον τα πράγματα είναι έτσι». Ομως στη ζωή δεν είναι όλα ρόδινα. Αυτός είναι ο αγώνας.
Ο Χριστός στην επί γης παρουσία του μας τα είπε όλα. Παίρνει έναν αιρετικό της εποχής, τον χειρότερο, και τον κάνει δικό του. Παίρνει τη γυναίκα η οποία έχει μοιχεύσει, τη μοιχαλίδα, και εκεί που είναι όλοι έτοιμοι να τη σκοτώσουν, τους λέει: «Ελάτε εδώ, όποιος είναι αναμάρτητος ας χτυπήσει πρώτος». Ε, δεν μπορεί αυτά τα πράγματα να μη σε συγκινούν.

Α.Β.: Ναι, πράγματι, το μήνυμα του Χριστού είναι σπαρακτικό και διαπεραστικό.

Μ.Γ.: Δεν παίρνει μαζί του τον δυνατό, τον ισχυρό, τον αποδεκτό της κοινωνίας…

Α.Β.: Παίρνει τον ταπεινό, τον αδύναμο, τον αμαρτωλό, τον εκπεσόντα. Είναι πάρα πολύ συγκινητικός ο Ιησούς.

Μ.Γ.: Αρα, λοιπόν, μέσα σας, όταν θα έρθει η ώρα που θα είναι κοντά ο θάνατος, αυτό να σκεφτείτε. Οτι ο Θεός μπορεί να αποδεχθεί και αυτόν που είναι ο τελευταίος και ο κοινωνικά αμαρτωλός. Τίποτα άλλο μη σκεφτείτε.

Α.Β.: Προφανώς είναι άλλη η ιεράρχηση εκείνη την ύστατη στιγμή. Μπορώ να σου πω ότι προσωπικά προστρέχω τακτικά στην Καινή Διαθήκη, διαβάζω τις ιστορίες του Ιησού με μεγάλη προσήλωση και πνευματικά με αγγίζουν. Είμαι φανατικός αναγνώστης και του «Εκκλησιαστή». Για μένα η καλύτερη προσέγγιση του Χριστού είναι από τον Οσκαρ Ουάιλντ, που έβλεπε στον Ιησού έναν άνθρωπο που του έδωσε παρηγοριά και τον συμφιλίωσε με την πτώση του. Δεν ξέρω αν θα γίνει ποτέ η Δευτέρα Παρουσία, αλλά εγώ θεωρώ τον εαυτό μου ως έναν θρησκευόμενο άθεο, πιο κοντά στον Ιησού από πολλούς δήθεν ένθερμους πιστούς.

Μ.Γ.: Ο Θεός μόνο γνωρίζει.

Α.Β.: Τελικά, το καλύτερο αντίδοτο στον θάνατο είναι να έχει κανείς την αίσθηση ότι ολοκληρώθηκε δημιουργικά στη ζωή στον βαθμό που μπορούσε και προσπάθησε…

Μ.Γ.: …και ότι αγάπησε, έδωσε. Αν δεν πήρε, δεν έχει σημασία.

Α.Β.: Σωστά.

Μ.Γ.: Στις ιστορίες των Αγίων και των ανθρώπων οι οποίοι είχαν μια οσιακή πορεία, ακόμα και όταν έφτανε η ώρα του θανάτου, έλεγαν: «Θεέ μου, ακόμα δεν έχω κάνει τίποτα, δεν έχω προσφέρει τίποτα, δώσε μου λίγο χρόνο ακόμα να μετανοήσω». Δηλαδή, αισθανόντουσαν ότι ακόμα και την τελευταία στιγμή μπροστά στον Θεό, ενώ είχαν δώσει τα πάντα, δεν είχαν δώσει τίποτα. Εφευγαν από τον κόσμο αυτό όμως με χαμόγελο.

Α.Β.: Πάντως, πολλοί κατ’ επίφαση χριστιανοί, όσο πλησιάζει ο θάνατος, δεν θέλουν να απαλλαγούν από τα πλούτη τους, από την εξουσία, δεν θέλουν να απαλλαγούν από τα υλικά αγαθά.

Μ.Γ.: Ναι, γιατί νομίζουν ότι θα ζήσουν αιώνια.

Α.Β.: Εχουμε μια κοινωνία όπου η μεγάλη μάζα δεν σκέφτεται, δεν μπορεί να κρίνει. Είναι παρατημένη και έχει ανάγκη από μια πνευματικότητα για να καρποφορήσει. Αυτή την πνευματικότητα δεν μπορεί να τη δώσει ο συνθλιμμένος ή ξεπουλημένος διανοούμενος.

Μ.Γ.: Μα γι’ αυτό και ο διανοούμενος δεν μιλάει, δεν έχει να πει κάτι.

Α.Β.: Την πνευματικότητα αυτή θα μπορούσε να τη δώσει η Εκκλησία ή, μάλλον, κάποιας στόφας άνθρωποι της Εκκλησίας.

Μ.Γ.: Πιστεύω ότι όχι μόνο η νέα γενιά, αλλά αρκετοί κληρικοί οι οποίοι έχουν πλέον επίγνωση του ρόλου τους ωφελούν πολύ το ποίμνιό τους. Αρκεί να ξέρεις τον ρόλο σου και να μη θέλεις να μπεις μέσα στο κουστούμι κάποιου άλλου. Δηλαδή, να θεωρούμε ότι είμαστε πολιτικοί, ψυχίατροι ή ψυχολόγοι.

Α.Β.: Σωστό είναι αυτό.

Μ.Γ.: Τώρα που τα λέμε και γνωριζόμαστε, θέλω να μου επιτρέψετε να σας πω το εξής: εγώ θέλω να προσεύχομαι για εσάς.

Α.Β.: Το δέχομαι με ευγνωμοσύνη.

Μ.Γ.: Και να προσεύχομαι προς αυτή την κατεύθυνση, να σας δώσει ο Θεός τη δύναμη, όταν έρθει εκείνη η στιγμή, να γίνει όπως πρέπει. Να φύγετε από τον κόσμο αυτόν συμφιλιωμένος όχι μόνο με τον εαυτό σας αλλά και με τον Θεό. Εγώ αυτό θέλω να μου επιτρέψετε να το κάνω.

Α.Β.: Να προσευχηθείτε να το πετύχω.

Μ.Γ.: Οποτε θέλετε, ειλικρινά σας το λέω, αυτό τον καιρό να έρθετε μια φορά και στην εκκλησία, να εξομολογηθείτε και να κοινωνήσετε, με πολλή χαρά.

Α.Β.: Στο νοσοκομείο θα ερχόσασταν;

Μ.Γ.: Εννοείται! Είναι πολύ καλό να κοινωνήσετε.

Α.Β.: Δεν ξέρω… Θα χαρώ, πάντως, να έχω μια τελευταία κουβέντα μαζί σας στο κρεβάτι του τέλους.

Μ.Γ.: Θα μου πείτε, όταν το πάρετε απόφαση, να έρθω. Θα σας βοηθήσει πάρα πολύ.

Α.Β.: Ασφαλώς, έχουμε ραντεβού.

Μ.Γ.: Εννοείται.

Το είδαμε εδώ

Από την άβυσσο των αμαρτημάτων η ταπεινοφροσύνη μπορεί να μας ανεβάσει ψηλά

«Γιατί δεν υπάρχει τίποτε, πραγματικά τίποτε, που να μπορεί να μας συγκρατεί και να μας διαφυλάσσει τόσο, όσο η ταπεινοφροσύνη και το να είμαστε μετριόφρονες και συνεσταλμένοι και να μη σχηματίζουμε ποτέ καμμιά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας. Αυτό το πράγμα γνωρίζοντας καλά και ο Χριστός και αρχίζοντας την πνευματική εκείνη διδασκαλία, άρχισε πρώτα την παραίνεση από την ταπεινοφροσύνη, και όταν άνοιξε το στόμα του, αυτόν τον νόμο παρουσίασε πρώτα, λέγοντας αυτό «μακάριοι οι φτωχοί τω πνεύματι» (Ματθ. ε 3).

Όπως λοιπόν όταν πρόκειται κάποιος να χτίσει ένα μεγάλο και επιβλητικό σπίτι, βάζει και ανάλογο θεμέλιο, ώστε να μπορέσει να βαστάξει το προστιθέμενο αργότερα βάρος, έτσι ακριβώς και ο Χριστός, σηκώνοντας στις ψυχές τους τη μεγάλη εκείνη οικοδομή της πίστης, βάζει πρώτα, σαν κάποιο θεμέλιο και αρχή σταθερή και βάση μόνιμη και ακίνητη, την παραίνεση της ταπεινοφροσύνης, επειδή γνώριζε πως όταν αυτή ριζώσει στις ψυχές των ακροατών, όλα τα άλλα μέρη της αρετής μπορούν να χτίζονται με ασφάλεια. Όπως λοιπόν όταν αυτή απουσιάζει και αν ακόμη κατορθώσει κάποιος όλη την υπόλοιπη αρετή, κοπίασε άσκοπα και μάταια και άχρηστα, σαν εκείνον που έχτισε το σπίτι του επάνω στη άμμο, ο οποίος βέβαια υπέμεινε τον κόπο, αλλά δε χάρηκε το κέρδος, γιατί δεν έβαλε σταθερό θεμέλιο, έτσι και αυτός που χωρίς ταπεινοφροσύνη επιδιώκει οποιοδήποτε αγαθό, τα έχασε και τα κατέστρεψε όλα.

Και λέγοντας ταπεινοφροσύνη δεν εννοώ την ταπεινοφροσύνη που βρίσκεται στα λόγια, ούτε εκείνη που βρίσκεται πάνω στη γλώσσα, αλλά την ταπεινοφροσύνη που βρίσκεται μέσα στο νου, που προέρχεται από την ψυχή, που βρίσκεται μέσα στη συνείδηση, που μόνο ο Θεός μπορεί να τη βλέπει. Φθάνει αυτή η αρετή, και όταν παρουσιάζεται μόνη της πολλές φορές, να εξιλεώσει το Θεό. Και αυτό το φανέρωσε ο τελώνης. Γιατί αυτόν παρ” όλο που δεν είχε κανένα αγαθό και δεν μπορούσε να παρουσιασθεί από τα κατορθώματά του, λέγοντας μόνο «ελέησόν με τον αμαρτωλό», κατέβηκε από το ναό δικαιωμένος, παρά ο φαρισαίος, μολονότι βέβαια τα λόγια εκείνα δεν ήταν απόδειξη ταπεινοφροσύνης αλλά μόνο ευγνωμοσύνης. Γιατί ταπεινοφροσύνη είναι όταν κάποιος, αν και αναγνωρίζει στον εαυτό του μεγάλη αξία, δε φαντάζεται για τον εαυτό του τίποτε μεγάλο, ενώ ευγνωμοσύνη είναι όταν κάποιος, ενώ είναι αμαρτωλός, το ομολογεί αυτό. Αν όμως εκείνος που δεν αναγνώριζε στον εαυτό του κανένα αγαθό απέσπασε τόση εύνοια από το Θεό επειδή ομολόγησε αυτό ακριβώς που ήταν, πόση παρρησία θ” απολαύσουν αυτοί που μπορούν να πουν τα πολλά τους κατορθώματα αλλά όλα τα ξεχνούν και συγκαταλέγουν τον εαυτό τους ανάμεσα στους τελευταίους; Έτσι ακριβώς έκαμε και ο Παύλος. Γιατί, αν και ήταν πρώτος απ” όλους τους δικαίους, έλεγε ότι αυτός ήταν πρώτος από τους αμαρτωλούς (Α Τιμ. α 15) και όχι μόνο το έλεγε αλλά το είχε πιστέψει. Επειδή από το δάσκαλό του διδάχθηκε πως όταν τα κάνουμε όλα, πρέπει να ονομάζουμε τους εαυτούς μας άχρηστους δούλους (Λουκ. ιζ 10).

… Γιατί αν συμπεριφερόμαστε έστι, μας αρκεί αυτό για προσφορά και θυσία, όπως και ο Δαυΐδ έλεγε «θυσία τω θεώ πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο θεός ουκ εξουδενώσει». Δεν είπε απλώς ταπεινωμένη, αλλά και συντριμμένη, γιατί το συντριμμένο είναι και θρυμματισμένο, ούτε βέβαια, αν θέλει, μπορεί να υπερηφανευθεί. Έτσι και εμείς ας μη ταπεινώνουμε μόνο την ψυχή μας, αλλά και ας τη συντρίψουμε και ας τη θρυμματίσουμε και συντρίβεται όταν θυμάται συνέχεια τα δικά της αμαρτήματα. Αν την ταπεινώσουμε έτσι, δεν θα μπορέσει, έστω και να το θέλει να υπερηφανευθεί, γιατί η συνείδηση σαν κάποιο χαλινάρι τη σταματάει όταν σηκώνεται και τη συγκρατεί και την πείθει να είναι μετρημένη σε όλα.

Έτσι θα μπορέσουμε να βρούμε και χάρη ενώπιον του Θεού. «όσω γαρ μέγας ει», λέγει η Γραφή, «τοσούτω ταπείνου σεαυτόν, και εναντίον Κυρίου ευρήσεις χάριν» (Σοφ. Σειρ. 3, 18). Εκείνος όμως που βρήκε χάρη ενώπιον του Θεού, δε θα αισθανθεί καμμιά δυσκολία, αλλά και εδώ θα μπορέσει με τη χάρη του Θεού να ξεπεράσει εύκολα όλα εκείνα τα δεινά και να ξεφύγει τις τιμωρίες που υπάρχουν στη ζωή για τους αμαρτωλούς, γιατί η χάρη πηγαίνει παντού πριν απ” αυτόν και του εξευμενίζει τα πάντα».

«Όλοι όμως ας ταπεινώσουμε τις ψυχές μας με την ελεημοσύνη, με το να συγχωρούμε τις αμαρτίες των συνανθρώπων μας, με το να μη μνησικακούμε και με το να μην εκδικούμαστε. Αν ενθυμούμαστε συνέχεια τα σφάλματά μας, δε θα μπορέσει κανένα από τα έξω πράγματα να μας οδηγήσει σε αλαζονεία, ούτε τα πλούτη, ούτε η δύναμη, ούτε η εξουσία, ούτε η τιμή, αλλά, και αν ακόμη καθίσουμε στο βασιλικό όχημα, θα στενάξουμε πικρά. Γιατί και ο μακάριος Δαβίδ ήταν βασιλιάς και έλεγε «θα λούζω κάθε νύχτα το κρεββάτι μου», και δε ζημιώθηκε καθόλου από τη βασιλική πορφύρα και το στέμμα και δεν αλαζονεύθηκε, και επειδή είχε συντετριμμένη την καρδιά του θρηνούσε».

«Τι λοιπόν είναι τα ανθρώπινα πράγματα; Στάχτη και σκόνη, και σαν χνούδι μπροστά στον άνεμο, καπνός και σκια, φύλλο περιφερόμενο εδώ και εκεί και άνθος, όνειρο και μύθος και παραμύθι, άνεμος και αέρας απλώς σιγανός που φεύγει και χάνεται, φτερό που δε στέκεται, φύσημα αέρα που τρέχει και οτιδήποτε άλλο υπάρχει πιο μηδαμινό από αυτά.»

«Και αν ακόμη ανεβούμε στην ίδια κορυφή της αρετής, ας θεωρούμε τους εαυτούς μας τελευταίους απ” όλους, αφού μάθαμε ότι και από τους ίδιους τους ουρανούς η αλαζονεία μπορεί να καταρρίψει εκείνον που δεν προσέχει, και ότι από την ίδια την άβυσσο των αμαρτημάτων η ταπεινοφροσύνη μπορεί να ανεβάσει υψηλά εκείνον που ξέρει νασυμπεριφέρεται με μετριοφροσύνη. Γιατί αυτή έστησε τον τελώνη μπροστά από το φαρισαίο, ενώ εκείνη, δηλαδή η αλαζονεία και η υπερηφάνεια, νίκησε και ασώματη δύναμη, το διάβολο, ενώ η ταπεινοφροσύνη και η επίγνωση των αμαρτημάτων του εισήγαγε τον ληστή στον παράδεισο πριν από τους αποστόλους. Αν όμως αυτοί που ομολογούν τα δικά τους αμαρτήματα χαρίζουν στον εαυτό τους τόση μεγάλη παρρησία, εκείνοι που αναγνωρίζουν στον εαυτό τους πολλά αγαθά και ταπεινώνουν την ψυχή τους, πόσα στεφάνια δε θα επιτύχουν; Γιατί όταν η αμαρρτία είναι ενωμένη με την ταπεινοφροσύνη, τρέχει με τόση ευκολία ώστε να ξεπερνάει και να προλαβαίνει τη δικαιοσύνη που συνυπάρχει με την αλαζονεία. Αν λοιπόν τη συνδέσεις με τη δικαιοσύνη που δε θα φθάσει; Πόσους ουρανούς δε θα περάσει; Οπωσδήποτε θα σταθεί κοντά στο θρόνο του Θεού ανάμεσα στους αγγέλους με πολλή παρρησία. Αν πάλι η αλαζονεία που συνδέθηκε με τη δικαιοσύνη μπόρεσε με την υπερβολή και τη βαρύτητα της δικής της κακίας να ταπεινώσει την παρρησία εκείνης, αν είναι ενωμένη με την αμαρτία, σε πόση γέεννα δε θα μπορέσει να γκρεμίσει αυτόν που την έχει;

Αυτά τα λέγω όχι για να αδιαφορούμε για τη δικαιοσύνη, αλλά για να αποφύγουμε την αλαζονεία, όχι για να αμαρτάνουμε, αλλά για να είμαστε μετριόφρονες. Γιατί η ταπεινοφροσύνη είναι θεμέλιο της δικής μας αρετής. Και αν ακόμη οικοδομήσεις επάνω άπειρα, είτε ελεημοσύνη είτε προσευχές, είτε νηστεία, είτε κάθε αρετή, αν δεν τεθεί αυτή πρώτα, όλα θα οικοδομηθούν άσκοπα και μάταια, και θα πέσουν εύκολα κάτω, όπως η οικοδομή εκείνη που κτίσθηκε πάνω στην αμμο. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να σταθεί χωρίς αυτήν. Αλλά, είτε τη σωφροσύνη πεις, είτε την παρθενία, είτε την περιφρόνηση των χρημάτων, είτε οτιδήποτε άλλο, όλα είναι ακάθαρτα και μολυσμένα και βδελυρά όταν απουσιάζει η ταπεινοφροσύνη. Παντού λοιπόν ας την έχουμε μαζί μας, στα λόγια, στις πράξεις, στις σκέψεις, και μαζί της ας τα κτίζουμε αυτά.»

«Είσαι ταπεινός και μάλιστα ταπεινότερος από όλους τους ανθρώπους; Να μην υπερηφανεύεσαι γι” αυτό ούτε να κατηγορείς τους άλλους, για να μη χάσεις το καύχημά σου. Γι” αυτό δείχνεις ταπεινοφροσύνη, για να απαλλαγείς από την αλαζονεία. Αν λοιπόν μ” αυτήν πέσεις σε αλαζονεία, καλύτερα να μη δείχνεις ταπεινοφροσύνη, γιατί άκου τον Παύλο που λέγει «μέσω του καλού με οδηγεί στο θάνατο, για να γίνει η αμαρτία υπερβολικά αμαρτωλή χρησιμοποιώντας την εντολή». Όταν σου έρθει η σκέψη να θαυμάσεις τον εαυτό σου για την ταπεινοφροσύνη σου, σκέψου τον Κύριό σου που κατέβηκε, και δε θα θαυμάσεις πια τον εαυτό σου ούτε θα τον επαινέσεις, αλλά και θα το περιγελάσεις, γιατί δεν έκανε τίποτε. Οπωσδήποτε να θεωρείς τον εαυτό σου οφειλέτη. Ο,τι και αν κάνεις, θυμήσου εκείνη τη παραβολή «ποιός από σας», λέγει, «που έχει ένα δούλο, θα του πει, όταν επιστρέψει στο σπίτι, «κάθισε να φας»; Δε θα του πει αυτό, σας λέγω, αλλά «σήκω και υπηρέτησέ με»»

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος



«Η αρετή θεωρείται ανοησία, η αριστεία ρατσισμός και η πίστη σκοταδισμός.»

῾Ο Μεσογαίας και Λαυρεωτικής ΝΙΚΟΛΑΟΣ»  με αφορμή την έναρξη του νέου σχολικού έτους σε μήνυμά του προς τους μαθητές των σχολείων :


«Αγαπητοί μαθητές και μαθήτριες, γονείς και καθηγητές,

 Με αφορμή την έναρξη του νέου σχολικού έτους

 και τον καθιερωμένο αγιασμό, θα ήθελα κι εγώ μαζί με όσους σας σκέπτονται και σας αγαπούν να δώσω τις ευχές μου για καλή και καρποφόρα χρονιά.

 Αν θέλουμε βέβαια να είμαστε ρεαλιστές, θα ομολογούσαμε ότι οι ευχές μας για μία καλή χρονιά ξεπερνούν δυστυχώς τις ελπίδες μας για κάτι τέτοιο. 

Επειδή όμως θα θέλαμε όλοι μας να συμβεί το αντίθετο, επιτρέψτε μου μαζί με τις ευχές να καταθέσω και λίγες σκέψεις.

 Ο ευλογημένος τόπος στον οποίο ζούμε κουβαλάει μία παράδοση που έχει άμεση σχέση με τη ζωή. Ο τόπος μας, η πατρίδα μας, ο λαός μας γέννησε μοναδικό πνεύμα, τέχνη και πολιτισμό που ομολογείται από όλους και πάντοτε. Αυτό το πνεύμα γέννησε σοφούς, ήρωες και αγίους, που αυτοί έβαλαν τη σφραγίδα τους στην παγκόσμια ιστορία.

 Όλο αυτό έγινε γιατί υπήρχε μία σπάνια παιδεία. Μία παιδεία που μόρφωσε και καταξίωσε τον άνθρωπο όσο τίποτε άλλο. Μία παιδεία που στηρίχθηκε σε τρεις βάσεις: στην αρετή, στην αριστεία και στην πίστη. Δηλαδή στην ηθική, στην τελειότητα και στην υπέρβαση. Σήμερα αυτά τα τρία όχι μόνον δεν καλλιεργούνται, αλλά συστηματικά περιφρονούνται και πολεμούνται.

 Η αρετή θεωρείται ανοησία, η αριστεία ρατσισμός και η πίστη σκοταδισμός. Αποτέλεσμα, το εκπαιδευτικό σύστημα και οι σύγχρονες κοινωνίες να γεννούν έναν ανθρωπισμό, ο οποίος

 παράγει μεν επιστήμονες που όμως δεν είναι σοφοί,

 δυνατούς που όμως δεν είναι ήρωες 

και ικανούς που δυστυχώς αγνοούν την αγιότητα.

 Είναι καιρός να γυρίσουμε στην παραδοσιακή μας παιδεία, που καλλιεργώντας την αρετή ολοκληρώνει τον άνθρωπο, που προωθώντας την αριστεία τον οδηγεί στο μέγιστο της αξίας του, που εμπνέοντας την πίστη τον βοηθάει να καταλάβει ότι υπάρχει ζωή πέραν από τα όριά του και Θεός μέσα στην καρδιά του.

 Είναι καιρός αυτά να ζητήσουμε από το σημερινό σχολείο, αυτά να απαιτήσουμε από τους σχεδιαστές της παιδείας μας, αυτά να διεκδικήσουμε από τη ζωή μας. Όλοι μαζί. Η αρετή είναι το έδαφος της ψυχής, η αριστεία το λίπασμα και η πίστη ο σπόρος.

 Το σχολείο πρέπει να φυτέψει την πίστη στον Θεό και η Εκκλησία να Τον φέρει στη ζωή μας. 

Αν σας λένε ότι δεν υπάρχει Θεός, αυτό είναι τεράστιο ψέμα και ασυγχώρητο λάθος. 

Αυτό είναι η πραγματική πηγή της κρίσης.

 Καιρός να βγούμε από αυτό το ασφυκτικό για την ύπαρξή μας μνημόνιο και να επανεκκινήσουμε την παιδεία μας στις παλιές της βάσεις, με νέο όμως ενθουσιασμό. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε και πρέπει να το κάνουμε. Μάλιστα τα νέα παιδιά είναι ο μονόδρομος της σωτηρίας μας.

 Είδατε πως νέα παιδιά, με ηλικίες κοντά στις δικές σας, μάλιστα κάτω από εντελώς αντίξοες προϋποθέσεις, κατάφεραν να πρωτεύσουν στους πρόσφατους Ολυμπιακούς αγώνες και να κάνουν υπερήφανο έναν ολόκληρο λαό, τον τσακισμένο λαό μας.

 Ας πάρουμε από αυτούς μάθημα για το τι σημαίνει αρετή και αριστεία και ας αντλήσουμε ελπίδα. Τα νέα παιδιά τελικά αποδεικνύονται οι καλύτεροι δάσκαλοί μας. Γι’ αυτό και είστε η ελπίδα μας. Ναί, εσείς είστε η ελπίδα μας. Αρκεί να μιμηθείτε αυτά τα εξαιρετικά πρότυπα που βρίσκονται ανάμεσά σας.

 Το καλύτερο σχολείο είναι αυτό που διδάσκει την αρετή, την αριστεία και την πίστη. 

Και οι καλύτεροι δάσκαλοι αυτοί που τα εφαρμόζουν στη ζωή τους.

 Να έχετε όλοι σας, καθηγητές, γονείς και μαθητές την ευλογία του Θεού.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

† ῾Ο Μεσογαίας και Λαυρεωτικής ΝΙΚΟΛΑΟΣ»


το είδαμε εδώ

Ἀπὸ τὸ κακόδοξο παπικὸ δόγμα «περὶ ἀλαθήτου τοῦ πάπα» στὸ δόγμα «περὶ μεταστάσεως τῆς Παναγίας»


Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, γραφεῖο ἐπὶ 
τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκειῶν
Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀπαριθμήσει κανεὶς πρόχειρα, τὶς κακοδοξίες τὶς ὁποῖες ἐφεῦρε ὁ Παπισμὸς καὶ εἰσήγαγε στὴν παρασυναγωγή του, ἀφότου ἀποσχίστηκε ἀπὸ τὴν μία καὶ ἀδιαίρετη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὸν 11ο αἰώνα. Μέχρι σήμερα, δὲν ἔπαψε νὰ εἰσάγει πλάνες καὶ κακοδοξίες, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐπισημάναμε σὲ κατὰ καιροὺς δημοσιεύσεις μας καὶ οἱ ὁποῖες βέβαια, εἶναι ἄγνωστες στὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας. Μία τέτοια καινοφανὴς πλάνη εἶναι καὶ αὐτὴ τῆς «Ἐνσώματης Μετάστασης τῆς Παναγίας στοὺς Οὐρανούς». Πρόκειται γιὰ ἕνα κακόδοξο «δόγμα», τὸ ὁποῖο εἰσήγαγε, ἐντελῶς αὐθαίρετα ὁ Πάπας Πίος ΙΒ΄, τὸ 1950. Ἰδοὺ καὶ ἡ διατύπωση τοῦ «δόγματος»: «Ὁμολογοῦμε, δηλώνουμε καὶ ὁρίζουμε τὴ μετάσταση τῆς Παναγίας ὡς θεϊκῶς ἀποκεκαλυμμένο δόγμα πίστεως, ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἄμωμος Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἀειπάρθενος Μαρία, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὴν ἐπίγεια ζωή της, ἀνέβηκε μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα της στὴν αἰώνια δόξα»!
Ἀφορμὴ στὴν παροῦσα ἀνακοίνωσή μας πήραμε ἀπὸ σχετικὸ δημοσίευμα κάποιου παπικοῦ «κληρικοῦ» W. Saunders, στὸ ἐν Ἀθήναις περιοδικὸ «ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ» τῶν παπικῶν Ἰησουιτῶν, μὲ τίτλο: «15 Αὐγούστου: Ἑορτὴ τῆς Μετάστασης τῆς Παναγίας στοὺς Οὐρανοὺς» (τ.1100, Ἰούλιος Αὔγουστος 2016). Ὁ συντάκτης του ἀναφέρει πὼς «ἡ Μετάσταση τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας στοὺς οὐρανοὺς μὲ τὸ σῶμα της, ἀποτελεῖ δόγμα πίστεως...
τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Ἀρχίζει μὲ τὴν ἐπισήμανση ὅτι τὸ καινοφανὲς αὐτὸ παπικὸ «δόγμα», γιὰ πολλοὺς εἴτε «εἶναι θέμα χωρὶς ἐνδιαφέρον» καὶ γιὰ ἄλλους «ἡ πιὸ ζωντανὴ ἀπόδειξη τῆς ὑποτιθέμενης τάσης ποὺ ἔχει ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία νὰ ἐπινοεῖ νέα δόγματα, χωρὶς κάποιο στήριγμα στὴν Ἁγία Γραφή, καὶ νὰ τὰ ἐπιβάλλει, στὴ συνέχεια, στοὺς πιστοὺς ὡς ἀληθινά». Γι’ αὐτόν, «ἡ Μετάσταση τῆς Παναγίας δὲν εἶναι χωρὶς ἐνδιαφέρον, ὅπως κάποιοι πιστεύουν, οὔτε καὶ αὐθαίρετη, ὅπως ὑπαινίσσονται ὁρισμένοι ἄλλοι. Εἶναι μία ἀλήθεια μεγάλης σημασίας, ἡ ὁποία διόλου δὲν μειώνει τὴν τιμὴ τοῦ Χριστοῦ, οὔτε καὶ ἐπιβάλλει στοὺς πιστοὺς κάτι ἀντίθετο ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή».

Στὸ ἄρθρο εἶναι ὁλοφάνερη ἡ προσπάθεια τοῦ συντάκτη νὰ κατοχυρώσει τὸ παπικὸ δόγμα, χωρὶς ὡστόσο νὰ παραθέτει καμία μαρτυρία ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν ἀποστολικὴ παράδοση. Γι’ αὐτὸ καὶ καταφεύγει σὲ σοφιστεῖες καὶ φθηνὰ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα, ποὺ δὲν πείθουν κανένα, ἀλλὰ μόνο τοὺς ἀφελεῖς. Διηγήσεις περὶ ἐνσωμάτου, μεταστάσεως, μὲ διάφορες παραλλαγές, βρίσκουμε μόνο στὰ «ἀπόκρυφα», ποὺ ἐμφανίστηκαν ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα καὶ ἐντεῦθεν, οἱ ὁποῖες βέβαια δὲν μποροῦν νὰ ἀποτελέσουν δογματικὴ βάση γιὰ τὴν θέσπιση τοῦ ἐν λόγω παπικοῦ δόγματος.

Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς κ. Ἰωάννης Καρμίρης ἀναφέρει σχετικά: «Κατὰ τὴν ὁμόφωνον γνώμην πάντων σχεδὸν τῶν μεγάλων δογματικῶν θεολόγων, ἀνεξαρτήτως τῆς εἰς ἢν ἀνήκουσιν ἐκκλησίας καὶ ὁμολογίας, τὸ νέον θεομητορικὸν δόγμα εἶναι ἀστήρικτον ἁγιογραφικῶς τε καὶ ἱστορικοδογματικῶς τουλάχιστον διὰ τοὺς πέντε πρώτους αἰώνας». (Περιοδικὸ «Ἐκκλησία» ἀριθ. 1-2, σελ. 24, Ἰανουάριος 1951).

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἐπισημαίνει τὴν σιγὴν τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὡς πρὸς τὴν παράδοσιν τῆς μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου: «Τῇ ἁγίᾳ καὶ θεοπνεύστῳ Γραφῇ οὐκ ἐμφέρεται τὰ κατὰ τὴν τελευτὴν τῆς ἁγίας Θεοτόκου Μαρίας». (Λόγος δεύτερος εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, Sourses Chretiennes, No 80, p 170). Ὁ άγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου γράφει: «Ἐσιώπησεν ἡ Γραφὴ διὰ τὸ ὑπερβάλλον τοῦ θαύματος, ἴνα μὴ εἰς ἔκπληξιν ἀγάγη τὴν διάνοιαν τῶν ἀνθρώπων. Ἐγὼ γὰρ οὐ τολμῶ λέγειν, ἀλλὰ διανοούμενος σιωπὴν ἀσκῶ… Ὑπερέβαλε γὰρ ἡ Γραφὴ τὸν νοῦν τὸν ἀνθρώπινον καὶ ἐν μετεώρω εἴασε, διὰ τὸ σκεῦος τὸ τίμιον καὶ ἐξοχώτατον…». (Ἐπιφανίου, Κατὰ αἱρέσεων, 3,2,11, PG 42, 716BC). Γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτὸ δὲν ἔχουμε ἐπίσης καμιὰ μαρτυρία, οὔτε ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ παράδοση οὔτε καὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς, ἀπὸ τοῦ 7ου αἰῶνος καὶ ἐντεῦθεν, κάνουν λόγο περὶ τῆς μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου, ἀναφέρονται ὅμως ρητὰ καὶ στὸν θάνατο, τὴν κηδεία καὶ τὴν ταφὴ τῆς Θεοτόκου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς σημειώνει: «Οἶαι ἀποστόλων θεηγορίαι τὴν κηδείαν τοῦ θεοδόχου σώματος μακαρίζουσι. Πῶς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ὁ ταύτης Υἱὸς δι’ εὐσπλαγχνίαν γενέσθαι καταδεξάμενος, δεσποτικαῖς παλάμαις τῇ παναγίᾳ ταύτῃ καὶ θειοτάτῃ οἴα μητρὶ λειτουργῶν τὴν ψυχὴν ὑποδέχεται;» (Εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, ὁμιλία 1,4, PG 96,705Β). Ὁ ἴδιος ἱερὸς Πατὴρ ὁμιλεῖ ἐπίσης καὶ περὶ τῆς μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου: «Οὐκ ἀπελείφθη ἐν γῆ τὸ σὸν ἄχραντον καὶ πανακήρατον σῶμα, ἀλλ’ ἐν οὐρανῶν βασιλείοις μοναῖς ἡ βασιλίς, ἡ κυρία, ἡ δέσποινα, ἡ Θεομήτωρ, ἡ ἀληθὴς Θεοτόκος μετατεθεῖσα» (Λόγος δεύτερος εἰς τὴν Κοίμησιν, PG 96, 740D, 741A).

Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης γράφει μὲ ποιητικὸ τρόπο γύρω ἀπὸ τὸ θέμα: «Γῆ ἐπικρότησον ἀνευφήμησον, διήγησαι τῆς Παρθένου τὰ ἔνδοξα, τοῦ τόκου τὰ σπάργανα, τοῦ τάφου τὰ θαύματα. Πῶς ἐτάφη, πὼς μετετέθη, πῶς ὁ τάφος ὀρᾶται κενὸς προσκυνούμενος» (Λόγος ΙΔ εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, PG97, 1101C). Κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν ἁγιορείτη ἡ μετάστασις τῆς Θεοτόκου εἶναι «δόγμα μυστικὸν» καὶ δὲν «δημοσιεύεται ἐπ’ ἐκκλησίαις», διότι δὲν μαρτυρεῖται ὑπὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. (Ἑορτοδρόμιον, σελ. 653, Βενετία 1836). Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἐνῶ καταγράφει τὴν περὶ Μεταστάσεως παράδοση ὡς «ἀληθεστάτην», ἐν τούτοις δὲν ἀναφέρει τίποτε γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτὸ στὸ κλασικὸ δογματικὸ σύγγραμμά του «Ἀκριβὴς ἔκθεσις τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως».

Ἡ Ἐκκλησία μας, καθοδηγούμενη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰωάν.16,13), οὐδέποτε κατέφυγε σὲ ὑποθέσεις, καὶ εὐσεβεῖς παραδόσεις, γιὰ νὰ ὁρίσει τὰ δόγματά της, τὰ ὁποία δὲν εἶναι θεωρητικὰ σχήματα καὶ ἰδεολογήματα, ἀλλὰ μέσα σωτηρίας. Ἀνέχτηκε καὶ ἐν πολλοῖς καλλιέργησε ὅσες εὐσεβεῖς παραδόσεις, ἀμάρτυρες στὰ ἐπίσημα κείμενά της, δὲν ἦταν ἀντίθετες μὲ τὰ δόγματά της, ὡς βοηθητικὰ μέσα γιὰ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ τῶν πιστῶν. Αὐτὸ ἔκαμε καὶ σχετικὰ μὲ τὴν εὐσεβῆ παράδοση τῆς εἰς οὐρανοὺς μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου, μετὰ τὴν κοίμησή της καὶ τὴν ταφή της, ἡ ὁποία στηρίχτηκε σὲ μία ἀκόμη εὐσεβῆ παράδοση:

Κατὰ τὴν κηδεία της ἀπουσίαζε ὁ ἀπόστολος Θωμάς, ὅταν δὲ ἔφθασε μετὰ τρεῖς ἡμέρες στὰ Ἱεροσόλυμα, ἄνοιξαν, γιὰ χάρη του, τὸν τάφο τῆς Παναγίας. Καὶ τότε ὅλοι μὲ ἔκπληξη διαπίστωσαν ὅτι ἔλειπε τὸ τίμιο σκῆνος της. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ παράδοση αὐτὴ δὲν ἔχει ἰσχυρὴ ἱστορικὴ βάση, ἡ Ἐκκλησία μας τὴν ἀντιπαρῆλθε καὶ τὴν ἀνέχθηκε, ἐπειδὴ δὲν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς σωτηρίας μας. Θεώρησε τὸ γεγονὸς τῆς ἐνσώματης μετάστασης τῆς Θεοτόκου στοὺς οὐρανούς, ὡς ἕνα «πρώιμο» ἐσχατολογικὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο θὰ συμβεῖ κατὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σὲ ὅλους τούς πιστούς. Ἡ «Τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα τῶν Σεραφείμ», τῆς ὁποίας καθαγιάστηκε τὸ παναγνὸ σῶμα της, ἀπὸ τὴ θεία κυοφορία της, ἀξιώθηκε νὰ μὴν ὑποστεῖ φθορὰ καὶ νὰ δοξασθεῖ εὐθεῖς ἀμέσως μετὰ τὴν κοίμησή της καὶ ὄχι στὸ τέλος τοῦ κόσμου.

Ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια, οἱ ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες, ἐξήντλησαν μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας ὅλα, ὅσα ἀφοροῦν τὴ θέση τῆς Θεοτόκου στὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ συμβολή της στὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, καὶ δὲν θεώρησαν σκόπιμο νὰ θεσπίσουν τέτοιο δόγμα. Θεώρησε ὅμως σκόπιμο ὁ Πάπας τῆς Ρώμης νὰ τὸ θεσπίσει στὰ μέσα τοῦ περασμένου αἰῶνος μὲ προφανῆ σκοπιμότητα. Ἀλλὰ τί ἦταν ἐκεῖνο πού τὸν ὁδήγησε νὰ θεσπίσει αὐτὸ τὸ δόγμα; Μὰ τί ἄλλο, ἀπὸ τὸ νὰ ἰσχυροποιήσει καὶ νὰ ἑδραιώσει, στὴν πράξη, ἕνα ἄλλο κακόδοξο δόγμα, ποὺ εἰσήγαγε ὁ Παπισμός, μερικὲς δεκαετίες νωρίτερα κατὰ τὴν Α΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ τὸ 1870, τὸ δόγμα περὶ τοῦ «ἀλαθήτου του ἐπισκόπου Ρώμης», ὡς «διαδόχου τοῦ ἀποστόλου Πέτρου».

Σύμφωνα μὲ τὸ δόγμα αὐτὸ ὁ Πάπας γίνεται «ἀλάνθαστος διδάσκαλος τῆς ἐκκλησίας» καὶ ἀνυψώνεται ὑπεράνω καὶ αὐτῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων! Λαμβάνει ἀπεριόριστη δύναμη καὶ ἐξουσία, ὥστε ὄχι μόνο νὰ διορθώνει καὶ νὰ τροποποιεῖ τὰ δόγματα καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν ἁγίων Συνόδων, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν ἀκόμα τὴν Ἁγία Γραφή! Ἔπρεπε νὰ δείξει ὁ Πάπας αὐτὴ τὴν «ὑπέρτατη ἐξουσία» του, νὰ θεσπίζει καὶ δόγματα. Ἔτσι, ὁ φιλόδοξος Πάπας Πίος ΙΒ΄, ἔψαξε καὶ βρῆκε τὴν εὐσεβῆ παράδοση γιὰ τὴ μετάσταση τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία θέσπισε σὲ δόγμα, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι γιὰ τοὺς παπικούς, ἡ πίστη στὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι ὑποχρεωτικὴ καὶ ὅποιος δὲν τὴν δέχεται …πάει στὴν κόλαση! Αὐτὸ σημαίνει ἐπίσης ὅτι ὁ Πάπας ἐμμένει στὸ δαιμονικὸ «ἀλάθητό» του καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸ ἀσκήσει στοὺς ἄτυχους παπικοὺς μὲ τὸ φόβο τῆς κολάσεως!

Κλείνοντας, διαπιστώνουμε μὲ θλίψη καὶ ἀπογοήτευση ὅτι ὁ Παπισμὸς δὲν παραμένει ἁπλῶς ἀπόλυτα «ταμπουρωμένος» στὶς μέχρι τώρα δεκάδες κακοδοξίες του, ἀλλὰ ἐφευρίσκει καὶ νέες. Τὸ δαιμονικὸ δόγμα «Περὶ ἀλαθήτου» τοῦ «Ρωμαίου Ποντίφικα» εἶναι ἡ ἀκένωτη πηγὴ πλανῶν καὶ αἱρέσεων γιὰ τὸν ἀμετανόητο Παπισμό. Ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς ἀναφέρει ὅτι, «τὸ ἀλάθητον εἶναι φυσικὸν θεανθρώπινον ἰδίωμα καὶ φυσικὴ θεανθρώπινη λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας ὡς Θεανθρωπίνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου αἰωνία Κεφαλὴ εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Παναλήθεια, ἡ Δευτέρα Ὑπόστασις τῆς Ὑπεραγίας Τριάδος, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός».

Ἀντίθετα «τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου του Πάπα εἶναι ὄχι μόνο αἵρεσις, ἀλλὰ παναίρεσις. Διότι καμία αἵρεσις δὲν ἐξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικῶς καὶ τόσον ὁλοκληρωτικῶς κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, ὡς ἔπραξε τοῦτο ὁ Παπισμὸς διὰ τοῦ δόγματος περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα – ἀνθρώπου.  Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία· τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν αἱρέσεων, μία ἄνευ προηγουμένου ἀνταρσία κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ». Ἰδοὺ λοιπὸν γιατί τὸ καινοφανὲς παπικὸ δόγμα γιὰ τὴν «μετάσταση τῆς Θεοτόκου», εἶναι ἀπότοκο τοῦ αἱρετικοῦ παπικοῦ δόγματος «περὶ ἀλαθήτου» τοῦ «Ρωμαίου Ποντίφικος», τῆς ἑωσφορικῆς ἀνταρσίας κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ!



Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν

Ο διάδοχος του Αγιου Φιλουμένου, Γέρων Ιουστίνος, Ηγούμενος της Ι.Μ. «Φρέαρ του Ιακώβ», μιλάει για τους Εκκλησιαστικούς ποιμένες και την τελευταία απόπειρα δολοφονίας του (Αύγουστος 2016)

ΣΧΙΖΕΤΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΕ!


Ἐπιστολὴ Γέροντος Σάββα Λαυριώτη
πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην κ.κ. Βαρθολομαῖον

Παναγιώτατε,
Ὡς πιστὸ τέκνο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, σεβόμενος τοὺς θεσμοὺς καὶ τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας καὶ θέλοντας νὰ παραμείνω Ὀρθόδοξος μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς μου, σᾶς καταθέτω τὰ ἑξῆς:
Μέχρι τώρα ἀπευθυνόμασταν καθηκόντως εἰς τὴν Ἱερά Κοινότητα καὶ στὰ Μοναστήρια ὅπου ἀνήκουμε, διὰ νὰ δηλώσουμε τὴν ἀντίθεσή μας μὲ τὰ δικὰ σας οἰκουμενιστικὰ φρονήματα, τὶς δηλώσεις σας καὶ τὶς πράξεις σας.
Ἐξαντλήσαμε κάθε ἀνθρώπινη δυνατότητα μέσω γραμμάτων, ὁμιλιῶν καὶ παρεμβάσεων νὰ ἐπισημάνουμε τὸν ὀλισθηρὸ δρόμο ποὺ ἀκολουθεῖτε ἐσεῖς καὶ ἡ ἀδιαφόρως χειραγωγούμενη, ἀπὸ ἐσᾶς, μοναστηριακὴ διοίκηση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, παρὰ καὶ τὴν προσφάτως δημοσίευση τῶν πρακτικῶν τῆς Διπλῆς Συνάξεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους τοῦ 1979, ὅπου σύσσωμοι τότε οἱ Ἁγιορεῖτες ἀπορρίπτουν συλλήβδην τὴν ὕπαρξη χάριτος στοὺς Παπικοὺς ἀπευθυνόμενοι πρὸς τὸ Πατριαρχεῖο1. Καταδείξαμε ἐξαντλητικὰ τὸν ρόλο σας, ὡς πρωτεργάτη τῆς οἰκουμενιστικῆς ἀντίχριστης αἵρεσης. Ἀπειληθήκαμε, ἐκβιαστήκαμε καὶ ἐξοριστήκαμε, γιατὶ ἀντιστεκόμαστε στὴν πνευματικὴ χολέρα καὶ τὸν ψυχικὸ θάνατο ποὺ ἐμβάλλετε στὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, μέσω τῆς ἀντίθεης κακοδοξίας ποὺ ἐπιμόνως ὑπηρετεῖτε .
Τὸ ἄηθες, ἀντιπατερικὸ καὶ ἀνίερο πνεῦμα ποὺ διαπνέει ἐσᾶς καὶ τοὺς ἀνθρώπους τῆς αὐλῆς σας καὶ ποὺ κορυφώθηκε μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, δὲν σᾶς ἐπιτρέπει οὔτε κἂν νὰ μᾶς περάσετε ἀπὸ Συνοδικὸ δικαστήριο, ὅπου θὰ διαφαινόταν τὸ πόσο ἀντιστρατεύεστε τὸν Χριστό, τοὺς ἁγίους καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Παρακαταθήκη. Φοβᾶστε, Παναγιώτατε, ὅτι ἂν τὸ κάνατε, ὁ ὑπνωτισμένος λαὸς ἴσως ξυπνοῦσε καὶ σᾶς πετοῦσε στὸν Βόσπορο, ὅπως ἔγινε καὶ μετὰ τὴν Φερράρα-Φλωρεντία. Ὡς εὐστόχως τὸ διετύπωσε κάποτε ὁ μακαριστὸς πατήρ Ἐπιφάνιος Θεοδορώπουλος ἀπευθυνόμενος προσωπικῶς πρὸς τὸν ἐγκωμιαζόμενον ἀπὸ ἐσᾶς σήμερον ἀλλά τεκμηριωμένως γνωστὸ μασόνο Πατριάρχη Ἀθηναγόρα2 καὶ συνετάχθησαν σὲ αὐτὸ σήμερον ἀγωνιστὲς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας: «Παναγιώτατε, μυριάκις προτιμότερον νὰ ἐκριζωθῆ ὁ ἱστορικὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως Θρόνος καὶ νὰ μεταφυτευθῆ εἰς ἔρημόν τινα νησίδα τοῦ πελάγους, ἀκόμη δὲ καὶ νὰ καταποντισθῆ εἰς τὰ βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἤ νὰ ἐπιχειρηθῆ ἔστω καὶ ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπὸ τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοώντων: «Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς Πίστεως».
Σύρετε τὴν Ὀρθοδοξία στὰ ὑπόγεια τῶν ἀσεβῶν διαβουλιῶν ποὺ πάντα τὴν μισοῦσαν. Σχίζετε τὴν Ἐκκλησία κατασκανδαλίζοντας τὸ Ὀρθόδοξο ποίμνιο. Μετατρέπετε τὸ Ἅγιο Ὄρος – διὰ τῆς τυφλῆς καὶ βίαιης ὑπακοῆς ποὺ ἐπιβάλλετε – σὲ νεκρὸ ὄστρακο ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔχει φύγει ὁ Μαργαρίτης.
Δέν γνωρίζετε, Παναγιώτατε, ὅτι ὅποιος σχίζει τὴν Ἐκκλησία, δὲν τὸν ξεπλένει ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἁμαρτία οὔτε τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου, ὡς λέγει ο Χρυσορρήμων Πατήρ, τοῦ ὁποίου τὸν θρόνον κατέχετε; Περιμέναμε ἀπὸ ἐσᾶς, Παναγιώτατε, νὰ ὀρθοτομήσετε τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Νὰ σταθεῖτε ἀντάξιος τοῦ ὑπουργήματός σας. Ἐσεῖς, ἀντὶ νὰ στηρίξετε τοὺς Ὀρθοδόξους στὴν Πίστη μας, προτρέπετε τοὺς αἱρετικοὺς νὰ παραμείνουν στὴν πλάνη τους, ὁδηγώντας ἔτσι τοὺς μὲν στὸν βόρβορο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τοὺς δὲ στὴν αἰώνια καταδίκη νὰ παραμένουν ἀφώτιστοι καὶ ἔτσι νὰ ὁδηγηθοῦν ἀπὸ τὸν διάβολο στὴν αἰώνια κόλαση. Ἀμφοτέρων τὸ αἷμα τῶν ψυχῶν αὐτῶν θὰ ζητηθεῖ ἀπὸ τὰ χέρια σας. Μετανοῆστε ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, πρὶν αὐτὸ γίνει ἀναπόφευκτα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ὕστατη ἱκεσία σᾶς ἀπευθύνουμε, νὰ γίνετε Πατὴρ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὄχι πατὴρ τῶν ἐχθρῶν της. Ἀπολογηθεῖτε στὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἢ ἀπαρνηθεῖτε τὶς «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» βλάσφημες κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θέσεις σας:
  1. Ὅτι «ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ὁδοὶ σωτηρίας»3.
  2. Ὅτι τὸ Κοράνιο (καὶ οἱ Γραφὲς τῶν ἄλλων θρησκειῶν) εἶναι «ἴσο μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἱερὸ ὅπως αὐτή4» καὶ ὅτι οἱ Μουσουλμάνοι μποροῦν νὰ πᾶνε στὸν παράδεισο χωρὶς νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό5.
  3. Ὅτι πολλὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωρινές6.
  4. Ὅτι εἶναι «εὐλογημένη» ἡ Συναγωγὴ τῶν Ἑβραίων, ποὺ ἀπεκήρυξε ὁ ὑπ᾽ αὐτῶν σταυρωθεὶς Κύριος7.
  5. Ὅτι ἡ βασικὴ ἀρχὴ τῆς Μασονίας, δηλαδὴ ἡ ἄποψη ὅτι: «ἕκαστος νὰ λατρεύῃ τὸν Ἕνα Θεὸν ὡς [=ὅπως] προτιμᾷ…». «Ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται εἰς τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι Τὸν λατρεύουν ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορῶν, αἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν εἰς τὴν πίστιν μεταξὺ τῶν τριῶν μεγάλων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν8»,εἶναι ἀποδεκτή.
  6. Ὅτι οἱ Ἱ. Κανόνες εἶναι: «Τείχη τοῦ αἴσχους9».
  7. Ὅτι ἡ Ρωμαϊκὴ «ἐκκλησία» εἶναι κανονική, τὰ μυστήριά της ἔγκυρα10 καὶ ὁ Πάπας κανονικὸς Ἐπίσκοπος. Ὅτι ὁ Πάπας γιὰ ἐσᾶς εἶναι: «προφητικὸς ἀρχηγὸς ὄχι μόνο τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ κόσμου» καὶ «πρότυπον» καὶ «ἀδαπάνητος θησαυρὸς καὶ ὁδοδείκτης11».
  8. Ὅτι οἱ συλλειτουργίες καὶ συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι «ἀγάπη». Κάτι ποὺ, ὄχι μόνο δὲν δίδαξε ἡ Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ ἔπραξε τὸ ἀντίθετο μὲ στρατιὲς μαρτύρων.
  9. Ὅτι οἱ καταδικασμένοι, ἀπὸ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, Μονοφυσίτες εἶναι «Ὀρθόδοξοι».
  10. Ὅτι οἱ χειροτονίες τῶν Ἀγγλικανῶν εἶναι ἔγκυρες.12
  11. Ὅτι ἡ Οὐνία εἶναι ἀποδεκτή.
  12. Ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι μία, ἀνάμεσα στὶς 348 «ἐκκλησίες» – μέλη τοῦ Π.Σ.Ε – οἱ ὁποῖες διευθύνονται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.13
  13. Ὅτι: «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν (τὸ Σχίσμα) προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ!!!14
Ἀπὸ ἐσᾶς περιμένουμε:
1) Νὰ καταδικάσετε τὸν Οἰκουμενισμό, ὡς τὴν χειρότερη αἵρεση ὅλων τῶν αἰώνων.
2) Νὰ καταδικάσετε τὸ Π.Σ.Ε.
3) Νὰ καταδικάστε διὰ μίαν ἀκόμη φορὰ τὸν παπισμό.
4) Νὰ διορθώσετε τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔγκλημα τοῦ ἡμερολογίου ποὺ διέπραξε ὁ καθηρημένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος Μ. Μεταξάκης καταφέροντας ἀδυσώπητο πλῆγμα στὴν Ἐκκλησία.
5) Νὰ παύσουν τὰ σχίσματα ποὺ δημιουργήθηκαν τὸ 1924.
6) Νὰ καταδικάσετε τὶς ἠλεκτρονικὲς κάρτες μὲ τὸν δυσώνυμο ἀριθμὸ 666.
7) Νὰ διακηρύξετε τὴν ἐπίσημη διαχρονικὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας μας: Μόνο στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη ὑπάρχει τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἐμεῖς εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ σᾶς φιλήσουμε καὶ τὰ πόδια καὶ νὰ σᾶς ἀγκαλιάσουμε ἂν ὀρθοτομήσετε τὸν λόγον τῆς ἀληθείας καὶ νὰ εἴμαστε στὸ πλευρὸ σας σὲ ὁτιδήποτε μᾶς χρειαστεῖτε. Ἂν ὅμως παραμείνετε στὰ Οἰκουμενιστικὰ σας σχέδια, τότε καθηκόντως, ἑπόμενοι τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ ἐφαρμόζοντας τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, θὰ συνεχίσουμε τὴν διακοπὴ μνημοσύνου.
Μετὰ σεβασμοῦ καὶ ἀληθείας
Γέρων Σάββας
Σημειώσεις:
  1. «Ὀρθ. Τύπος» φ. 2130/09.09.2016.
  2. «Ὀρθ. Τύπος» φ. 2125/15.07.2016, ὅπου δημοσιεύθηκε ἡ ἀπόδειξη πληρωμῆς στὴ μασονικὴ στοά.
  3. «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀρ. 603, σελ. 15 καὶ «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀρ. 494, σελ. 23, Γενεύη 1994 . «Ἐπίσκεψις» 511/30-11-1994 καὶ Ὀρθόδοξος Τύπος» 11-9-2009, «Ἀδέσμευτος Τύπος» (Μήτση) 21/9/2004, «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀριθ. 523, σ. 12, Γενεύη 1995.
  4. Ἀντιφώνηση πρὸς τὸν πρόεδρο τοῦ Ἰρὰν Mohamend Khatami στὶς 13-1-2002. «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀρ. 606, σ. 2 . «Ὀρθ. Τύπος», 15/3/2002.
  5. «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀρ. 563, σ. 21.5. ww.romfea.gr/index.php?option =com_ content&task=view&id=3117&Itemid=2, Ἐκκλ. Πρακτορεῖο Εἰδήσεων www.amen.gr 20/1/2013.
  6. «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ», 21/9/2003.
  7. Νέα Ὑόρκη, 28η Ὀκτ. 2009. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης παραλαμβάνει τὸ βραβεῖο «Μακκαβαίων», μὲ τὸ ὁποῖο τὸν «τίμησε» ἡ Ἑβραϊκὴ Συναγωγὴ τῆς πόλης.
  8. Ὁμιλία στὸ Μπαχρέϊν, στὶς 25−9−2000. «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀρ. 588, σελ. 16 καὶ ἀπὸ μήνυμα ποὺ ἔστειλε στοὺς Μουσουλμάνους ὅλου τοῦ κόσμου μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ Ραμαζανίου. Ρεπορτὰζ τοῦ Νίκου Παπαδημητρίου στὸ “Flash” στὶς 16.12.2001.
  9. «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀρ. 423, 15/7/1989, σ, 6-7.
  10. Πορίσματα Διορθόδοξου Συνεδρίου γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό, Θεσσαλονίκη 2004, περ. «Θεοδρομία», τεῦχ. 4ο.
  11. «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀρ. 647, σελ. 2-3 30/4/2005. «Καθολική» 22/7/2003, ἐπίσημη ἐφημερίδα τῶν ΡΚαθολικῶν στὴν Ἑλλάδα.
  12. Στεφανίδου Β., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, σ. 711.
  13. «Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς 60ῆς ἐπετείου ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Π.Σ.Ε.», Θεοδρομία 1 (Ἰαν.–Μάρτιος 2008) σ. 145.
  14. «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ» 15-6-1989, «Ἐκκλ. Ἀλήθεια» 16.12.1998 καὶ ἐφημερίδα «Νέοι Ἄνθρωποι» 26-2-1999

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...