Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαρτίου 11, 2017

Το συγκλονιστικό θαύμα που συζητιέται ακόμη στην Ρωσία – Ανάσταση δωδεκάχρονου




Ένα αγόρι δώδεκα ετών πέθανε στην ενορία του π. Αλεξίου στη Ρωσία. Στη ζωή του το παιδί αυτό ήταν ιδιαίτερα ήσυχο και το σκέπαζε ή χάρη του Θεού. Ήταν σαν άγγελος και όλοι το θεωρούσαν έτσι. Παντού όπου στεκόταν μετέδιδε γαλήνη.

Αν σε μια παρέα ακουγόταν σφοδρή συζήτηση ή τσακωμοί, το παιδί στεκόταν σ’ αυτή σιωπηλά, χωρίς να πει ούτε μια λέξη! Αλλά από τα αγνά του μάτια πεταγόταν σαν ένα ουράνιο φώς και όταν οι μεγάλοι καταλάβαιναν ότι είναι δίπλα τους ό άγγελος αυτός, σταματούσαν αμέσως το μάλωμα. Και όταν γινόταν τελεία ησυχία στην παρέα, το παιδί χαμογελούσε αγνά και πήγαινε άλλου.

Οι άνθρωποι παρατηρούσαν ότι το παιδί αυτό δεν πήγαινε ασκόπως πέρα δώθε, όπως τα άλλα παιδιά, αλλά πήγαινε και στεκόταν εκεί που ήσαν τσακωμοί και σφοδρές συζητήσεις για να τις καθησυχάσει. Για να αποκατασταθεί κάπου ή ειρήνη ήταν αρκετό να παρουσιαστεί το παιδί αυτό, γι’ αυτό και το έλεγαν αγγελούδι τους. Και πραγματικά είχε αγγελική εμφάνιση. Τα μαλλάκια του, τα μάτια του, το χαμόγελο του το παρουσίαζαν σαν άγγελο. Όταν χαμογελούσε έλαμπε. Οι γονείς του ήσαν απλοί χωρικοί άνθρωποι και το υπεραγαπούσαν. Αλλά και όλοι στο χωριό υπεραγαπούσαν αυτό το αγόρι-το αγαπούσαν περισσότερο ακόμη και από τα δικά τους παιδιά.

Κάποτε στο χωριό έγινε μια μεγάλη πανήγυρη. Με την ευκαιρία της πανήγυρης αυτής, που κράτησε πολύ, οι χωρικοί κάτοικοι του χωρίου μέθυσαν. Μετά το μεθύσι έγιναν πολλές αμαρτίες και ασωτίες στο χωριό. Γι` αυτόν τον λόγο το παιδί, για το οποίο μιλήσαμε, αρρώστησε σοβαρά από στενοχώρια και σε λίγες μέρες πέθανε.

Όταν διαδόθηκε στο χωριό το νέο του θανάτου του παιδιού, τότε οι χωρικοί ξύπνησαν από τη μέθη της ασωτίας τους, σκέφτηκαν σοβαρά και ξέσπασαν σε θρήνο. Κάθε ένας κατηγορούσε τον εαυτό του για τον θάνατο τού παιδιού και θεωρούσε τον θάνατο του σαν μια τιμωρία για την δική του ακολασία. Γερόντισσες γυναίκες οδύρονταν γι` αυτό το κακό και όλο το χωριό συγκεντρώθηκε στο σπίτι των γονέων τού παιδιού με βαθειά μετάνοια για τις παραβάσεις τους.

Το αγόρι ήταν ξαπλωμένο στο φέρετρο σαν ζωντανό• ένα χαμόγελο ήταν στα χείλη του. Ήταν ένας σιωπηλός αλλά βαρύς έλεγχος των χωρικών για τα αμαρτήματα τους. Όσοι το κοίταζαν κατέβαζαν το κεφάλι τους από ντροπή και έκλαιγαν. Για μια ολόκληρη εβδομάδα, κατά την οποία όλοι έκλαιγαν για τις ασωτίες τους στην πανήγυρη, πού προκάλεσαν τον θάνατο τού παιδιού, δεν το έθαψαν.

Άρχισε όμως να παρουσιάζεται ή φθορά και πρασινωπά εξανθήματα εμφανίστηκαν στα χέρια του, χωρίς όμως να μυρίζει το σώμα τού νεκρού παιδιού. Τότε μετέφεραν το φέρετρο στην Εκκλησία και ό π. Αλέξιος Γκνεούσεβ άρχισε να ψάλλει την νεκρώσιμη Ακολουθία. Ό Άγιος Ιερέας με δυσκολία από τα κλάματα του έψαλλε την Ακολουθία.

Ή ώρα ήταν 5 μ .μ. όταν θα δινόταν ό τελευταίος ασπασμός. Είναι αδύνατον να περιγραφεί τί γινόταν στην Εκκλησία. Φωνές και κλάματα ακούγονταν. Κτυπούσαν τα στήθη τους. Κάθε ένας θυμούμενος τις ακολασίες του στην πανήγυρη, κατηγορούσε τον εαυτό του ως υπεύθυνο για τον θάνατο τού παιδιού. Ό π. Αλέξιος στεκόταν στο Ιερό Βήμα, προ τού θυσιαστηρίου, με υψωμένα τα χέρια του στον ουρανό και τόλμησε να κάνει την έξης προσευχή στον Θεό με φωνή ακουστή σε όλο το εκκλησίασμα:

«Θεέ μου, Θεέ μου! Βλέπεις ότι δεν έχω την δύναμη μέσα μου να δώσω τον τελευταίο ασπασμό σ’ αυτό το παιδί!, Μην επιτρέψεις σε εμέ, σε ένα γέροντα άνθρωπο, δούλο Σου και Ιερέα Σου, να αφήσω ντροπιασμένος αυτήν την Εκκλησία, γιατί ό εχθρός της ανθρωπότητας θα με περιπαίξει, τον υπηρέτη Σου, επειδή διέκοψα την Ακολουθία για την αδυναμία μου. Άλλα είναι πέρα από την δύναμη μου. Άκουσε τα βογγητά τού μετανοούντος λαού Σου. Δες την οδύνη των καρδιών αυτών των γονέων. Άκουσε, Κύριε, την αίτηση μου, την δέηση ενός γέροντα Ιερέα: Μη μας στερήσεις από όσα μας έδωσες για την διόρθωση μας, για την διδασκαλία μας και για την δόξα τού αγίου Σου ονόματος. Δεν μας είπες, Κύριε, ότι θα μας δώσεις ότι Σου ζητήσουμε με πίστη; Συ δεν είσαι, πολυέλεε Κύριε, που μας είπες, «Αιτείτε και δοθήσεται ύμίν…»; Ώ Δίκαιε Θεέ μου! Σ’ αυτήν την Εκκλησία δεν μπορεί κανένας να πλησιάσει αυτό το παιδί και να τού δώσει τον τελευταίο ασπασμό. Εγώ είμαι ένας γέροντας άνθρωπος. Και εγώ, επίσης, δεν έχω την δύναμη… ΤΩ Θεέ μου, σπλαχνίσου μας! Άκουσε μας, Κύριε και Θεέ μας…». Και σιώπησε… Σε λίγο ό Ιερέας έπεσε στα γόνατα μπροστά στο Θυσιαστήριο και φώναξε με δυνατή φωνή:

«Έτσι, Κύριε, έτσι, άλλα ανάστησε αυτό το παιδί, γιατί τίποτε δεν είναι αδύνατο σε Σένα. Συ είσαι ό Κύριος μας, ό Κυβερνήτης μας… Σε παρακαλώ, όχι με υπερηφάνεια, άλλα με ταπείνωση…». Τότε, σαν μια λάμψη αστραπής φάνηκε και ένας δυνατός κρότος ακούστηκε ως απάντηση στον γέροντα Ιερέα, τον γονατισμένο ενώπιον του Θυσιαστηρίου!…

Γυρίζοντας πίσω, ό Ιερέας είδε το αγόρι να είναι όρθιο στο φέρετρο και να κοιτάζει προς όλες τις διευθύνσεις. «Όταν ό Ιερέας είδε ότι το παιδί ήταν όρθιο στο φέρετρο, έπεσε πάλι στα γόνατα του μπροστά στο Θυσιαστήριο και κλαίοντας σιωπηλά, άρχισε να ευχαριστεί τον Θεό για το θαύμα. «Έπειτα σηκώθηκε και χωρίς να πει λέξη κατευθύνθηκε προς το φέρετρο. Γύρω από το φέρετρο γινόταν μια απερίγραπτη ενθουσιαστική ταραχή, όπως αναφέρει το pentapostagma.

Με δυσκολία ό Ιερέας προχώρησε διά μέσου τού πλήθους στο φέρετρο, πήρε το παιδί στην αγκαλιά του, το έφερε στο Ιερό, το έβαλε σε μια καρέκλα και αυτός έπεσε στα γόνατα. «Έπειτα κοινώνησε το αναστημένο παιδί τα άχραντα Μυστήρια και μετά το παρέδωσε στους γονείς του, οι οποίοι το μετέφεραν στο σπίτι.

Ό π. Αλέξιος όμως δεν έφυγε από την Εκκλησία αμέσως. Ήταν τόση ή συγκίνηση του από το συμβάν, ώστε δεν μπορούσε να φύγει. Κάθισε στον Ναό και διάβασε τον Ακάθιστο στην Θεοτόκο. Κατόπιν, βαθειά συγκλονισμένος, παρέμεινε κλινήρης επί μία εβδομάδα. Μετά το θαύμα, ο Μπάτιουσκα Αλέξιος έζησε τρία ακόμη χρόνια. Το παιδί έζησε έξι ακόμη χρόνια μετά την ανάσταση του και πέθανε σε ηλικία δέκα οκτώ ετών.

Τόση είναι ή δύναμη της προσευχής! Τόση είναι ή τόλμη που έχει στο Θεό ένας Άγιος Ιερέας!

Βιβλ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΟΡΛΩΦΣΥ. ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΕΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΤΟΥ Κ ΑΙΩΝΟΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΠΟΥΛΑΤ. ΤΒΕΡ 1992.
το είδαμε εδώ

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: «Χάριν τῆς ἑνότητος»


Αποτέλεσμα εικόνας για Ναυπάκτου Ἱερόθεος

«Χάριν τῆς ἑνότητος»
τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Πολλές φορές στίς διάφορες συναντήσεις ἀνθρώπων, ἀκόμη καί σέ ἐκκλησιαστικά Συνοδικά Ὄργανα, διατυπώνεται ἡ ἄποψη ὅτι πρέπει νά συμφωνήσουμε σέ ἕνα θέμα, ἔστω καί ἄν ἔχουμε διαφορετική γνώμη, «χάριν τῆς ἑνότητος». Καί συμβαίνει τά ἴδια τά Συνοδικά Ὄργανα, στά ὁποῖα συμμετέχουν οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, νά ἀποφασίζουν διαφορετικά, πράγμα τό ὁποῖο δικαιολογεῖται ὅτι γίνεται «χάριν τῆς ἑνότητος» ἤ «γιά τήν ἑνότητα».
Ὑπάρχουν δέ καί ἄνθρωποι, πολιτικοί, ἐκκλησιαστικοί, οἱ ὁποῖοι διατείνονται ὅτι ἀγωνίζονται γιά τήν ἑνότητα τοῦ σώματος στό ὁποῖο συμμετέχουν, ὡσάν κάποιοι ἄλλοι νά μή ἐνδιαφέρωνται γιά τήν ἑνότητα.


Ἀπό τήν ἀρχή, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἡ ἑνότητα στήν κοινωνία καί τήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἀπώτερος στόχος στόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποβλέπουμε. Ἰδίως στήν Ἐκκλησία αὐτό εἶναι σκοπός ὅλων, ἀφοῦ αὐτό ἐπιτεύχθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, σύμφωνα μέ τό Κοντάκιον τῆς ἑορτῆς: «Ὅτε καταβάς τάς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος∙ ὅτε τοῦ πυρός τά γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε». Αὐτό εἶναι τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἐνεργεῖ στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι, ἡ ἑνότητα στήν Ἐκκλησία εἶναι ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς, γι’ αὐτό ὑπάρχει ἑνότητα τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων στήν θεολογία.
Ὅμως, εἶναι ἀπαραίτητο νά σημειωθῆ ὅτι ἑνότητα μποροῦν νά ἔχουν καί ὅσοι ἐργάζονται τό κακό καί ὅσοι ἀπαρτίζουν μιά ἐγκληματική ὀργάνωση, πού ἀποβλέπουν στήν διαίρεση καί τήν κακοδαιμονία τῆς κοινωνίας. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἐνδιαφέρονται γιά τήν ἑνότητά τους, ὥστε νά διαπράττουν τό κακό καί νά μή ἀποκαλυφθοῦν. Ὁπότε, δέν εἶναι ὁ ἀπώτερος σκοπός ἡ ἑνότητα, ἀλλά ὁ συνδυασμός τῆς ἑνότητας μέ τήν ἀλήθεια.
Στήν θεία Λειτουργία προτρέπονται οἱ πιστοί μέ τούς λόγους: «Τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι, ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν, Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ἡ ἑνότητα στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα δέν εἶναι ἀφηρημένη καί ἀπροϋπόθετη, ἀλλά συνδέεται μέ τήν πίστη, εἶναι ἑνότητα τῆς πίστεως, ὅπως ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Θεό στούς ἁγίους καί συνδέεται σαφέστατα μέ «τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καί βεβαίως προϋποθέτει τήν ἐγκατάλειψη ὅλης τῆς ζωῆς μας στόν Χριστό. Μιά τέτοια ἑνότητα εἶναι εὐλογημένη ἀπό τόν Θεό καί ὄχι ἡ ἑνότητα πού μπορεῖ νά ἔχουν καί οἱ αἱρετικοί μεταξύ τους, πού στηρίζονται στόν στοχαστικό λόγο καί πολεμοῦν τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του συνιστᾶ στούς Χριστιανούς νά ἀγωνίζονται νά τηρήσουν τήν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος, πού συνδέεται μέ τόν ἕνα Κύριο Θεό, μέ τήν μία πίστη καί τό ἕνα βάπτισμα. Γράφει: «σπουδάζοντες τηρεῖν τήν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης. ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν∙ εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα, εἷς Θεός καί πατήρ πάντων, ὁ ἐπί πάντων, καί διά πάντων, καί ἐν πᾶσιν ἡμῖν» (Ἐφ. δ΄, 3-6). Ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως συνδέεται μέ τόν ἕναν Κύριο, τήν μία πίστη, τό ἕνα βάπτισμα, τό ἕνα σῶμα, τό ἕνα Πνεῦμα.
Ἐπίσης, ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος σέ ἕναν ἑπόμενο στίχο ὁμιλεῖ γιά τήν ἑνότητα στήν θέωση: «καί αὐτός ἔδωκε τούς μέν ἀποστόλους, τούς δέ προφήτας, τούς δέ εὐαγγελιστάς, τούς δέ ποιμένας καί διδασκάλους, πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ΄, 11-13). Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως συνδέεται μέ τήν ἐπίγνωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἔχει σκοπό τήν τελειότητα, νά ἀποκτήση ὁ ἄνθρωπος τό μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή στήν θέωση.
Στήν ἴδια προοπτική κινοῦνται καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νά διατηρήσουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀποκαλυφθεῖσα πίστη, ἀποδιώκοντες ἀπό τήν Ἐκκλησία τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι μέ τίς αἱρετικές διδασκαλίες διασποῦσαν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ αἵρεση διασπᾶ τήν ἑνότητα καί ὄχι ἡ ἀλήθεια. Ὁ ἀναθεματισμός τῶν αἱρετικῶν γινόταν γιά τήν διασφάλιση τῆς ἑνότητας τῆς πίστεως καί τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες ὅταν ἀπομάκρυναν τούς αἱρετικούς ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν διασποῦσαν τήν ἑνότητα, ἀλλά τήν προάσπιζαν. Μιά διαφορετική ἑρμηνεία ἀποτελεῖ παραχάραξη τῆς λειτουργίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος συνδέει τήν ἕνωση τῶν Χριστιανῶν μεταξύ τους μέ τήν ἴδια φρόνηση. «Οὐδέ οὕτω ποιεῖ ἕνωσιν, ὡς τό τοῖς αὐτοῖς χαίρειν καί τά αὐτά φρονεῖν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ!». Αὐτός ὁ λόγος συνδέεται μέ πολλά χωρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Γιά παράδειγμα, στούς Χριστιανούς τῆς Ρώμης γράφει: «Ὁ δέ Θεός τῆς ὑπομονῆς καί τῆς παρακλήσεως δῴη ὑμῖν τό αὐτό φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατά Χριστόν Ἰησοῦν, ἵνα ὁμοθυμαδόν ἐν ἑνί στόματι δοξάζητε τόν Θεόν καί πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ρωμ. ιε΄, 5-6). Ἐπίσης, στούς Χριστιανούς τῶν Φιλίππων γράφει: «Εἴ τις οὖν παράκλησις ἐν Χριστῷ, εἴ τι παραμύθιον ἀγάπης, εἴ τις κοινωνία Πνεύματος, εἴ τις σπλάγχνα καί οἰκτιρμοί, πληρώσατέ μου τήν χαράν, ἵνα τό αὐτό φρονῆτε, τήν αὐτήν ἀγάπην ἔχοντες, σύμψυχοι, τό ἕν φρονοῦντες» (Φιλ. β΄, 1-2).
Ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος προσδιορίζει τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ πνευματική ἕνωση. Γράφει: «Ἡ ἕνωσις ἡ πνευματική ἐστι μνήμη ἀσφράγιστος∙ ἥτις ἐν διαπύρῳ πόθῳ ἀδιαστάτως ἐν τῇ καρδίᾳ πυρσεύεται, ἐκ τῆς διαμονῆς τῆς πρός τάς ἐντολάς δύναμιν λαμβάνουσα πρός τόν δεσμόν οὐ καταχρηστικῶς, οὐδέ φυσικῶς». Ἡ πνευματική ἕνωση γίνεται μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί ἀνάπτει τόν θεῖο πόθο στήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων.
Στήν κοινωνία γίνεται λόγος γιά ἑνότητα παρά τίς ὑπάρχουσες διαφορετικές ἀπόψεις καί σέ αὐτό ἀποβλέπει τό δημοκρατικό πολίτευμα. Οἱ διαφορετικές ἀρχές καί τά διαφορετικά προγράμματα μεταξύ τῶν κομμάτων, οἱ διαφορετικές θέσεις καί μέσα στίς ἐνδοκομματικές ἐργασίες, πού ἀποδεικνύονται ἀπό τίς ψηφοφορίες, ὅταν ἐκφράζωνται μέ δημοκρατικό τρόπο, θεωροῦνται ὡς στοιχεῖο ἑνότητας.
Ὅμως, στήν Ἐκκλησία τά πράγματα εἶναι διαφορετικά. Ἡ ἑνότητα δέν εἶναι μιά ἐξωτερική συμφωνία ἀπόψεων, καί μάλιστα διαφοροποιημένων ἀπό τήν παραδοθεῖσα πίστη καί τήν ἀποκαλυφθεῖσα παράδοση, ἀλλά εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἑνότητα πίστεως.
Ἑπομένως, στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν «χάριν τῆς ἑνότητος» νά ἀναιρεῖται ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καί τελικά νά ὑπονομεύεται ὅλη ἡ ἀποκαλυφθεῖσα πίστη. Ὅταν ἐπικρατῆ ἀπόκλιση ἀπό τήν πίστη δέν εἶναι ἐπαινετή ἡ ἑνότητα, ἀντίθετα ἐκεῖνος πού διαφυλάσσει τήν ἀποκαλυφθεῖσα πίστη διαφυλάσσει τήν ἑνότητα. Ἐπίσης, στά ἐκκλησιαστικά θέματα δέν μπορεῖ κανείς νά ἀκολουθῆ τήν διπλωματία καί νά παλινωδῆ, νά ἀλλάση κάθε φορά ἀπόψεις καί νά χαρακτηρίζη αὐτήν τήν νοοτροπία ὡς συμβολή στήν ἑνότητα.
Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή στήν ὁποία δέν ἐπιτρέπεται νά ἀποδομοῦνται καί οἱ ἴδιες οἱ λέξεις, ἰδιαιτέρως τό νόημα τῆς λέξεως τῆς ἑνότητας, χάριν μιᾶς ἐξωτερικῆς ἐπίπλαστης καί μεταβαλλόμενης διπλωματικῆς νοοτροπίας, ἡ ὁποία κρύπτει στοιχεῖα σκοπιμότητας καί ὠφελιμισμοῦ.
Φεβρουάριος 2017
 Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου


Εκκλησιαστική Παρέμβαση – parembasis.gr

Ὁμιλία εἰς τὴν Β΄Κυριακὴ Νηστειῶν- Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς



Ἡ (νηστεία εἶναι) ὁδός, μέ τήν ὁποία ἐσύ καί ἐγώ βαδίζουμε πρός τήν Ἀνάστασι. Τήν ἀνάστασι τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Ναί. Καί ἐσύ καί ἐγώ. Γι’ αὐτό ἡ νηστεία εἶναι θαυμαστή. Γιατί εἶναι ἕνας δρόμος. Γιά ποῦ; Γιά τήν Ἀνάστασι. Καί λοιπόν, αὐτό τί σημαίνει; Σημαίνει Ἀνάστασι – νίκη κατά τοῦ θανάτου· Ἀνάστασι – νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας· Ἀνάστασι – νίκη κατά τοῦ διαβόλου. Αὐτό εἶναι ἡ νηστεία!

Σέ ἕνα θαυμάσιο στιχηρό αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ψάλλαμε καί προσευχηθήκαμε: «Ἀκολουθήσωμεν τῷ διά νηστείας ἡμῖν, τήν κατά τοῦ διαβόλου νίκην ὑποδείξαντι, Σωτῆρι, τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Πέμπτη Α΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, Ἀπόστιχα Ἑσπερινοῦ).

Νηστεία – νίκη κατά τοῦ διαβόλου. Νά ἡ καλή εἴδησι, πού ὁ Κύριος μᾶς ἔφερε. Θέλεις νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας; Θέλεις νίκη κατά τοῦ ἐφευρέτου τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ ἰδίου τοῦ διαβόλου; Ὁρίστε, ἡ νηστεία –λέγει ὁ Σωτήρ.

Ναί, μέ τήν νηστεία ἐσύ γίνεσαι ὁ μεγαλύτερος νικητής σέ αὐτόν τόν κόσμο. Ποιός νίκησε τόν διάβολο, ποιός, ἐκτός ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Κανένας ἄλλος. Γι’ αὐτό, Αὐτός εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, διότι μόνο Αὐτός εἶναι Θεός, πιό ἰσχυρός ἀπό τόν διάβολο. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι πιό ἀνίσχυρα ἀπό αὐτόν. Καί ἐμεῖς, ἀκολουθώντας Τον, στήν πραγματικότητα ἀκολουθοῦμε τόν Νικητή πού μᾶς δίνει πάντοτε τήν νίκη κατά τοῦ διαβόλου, κατά τοῦ κάθε διαβόλου πού μᾶς ἐπιτίθεται γιά νά μᾶς νικήσῃ καί νά μᾶς ρίξῃ στήν ἁμαρτία. Σέ τί, δηλαδή; Στόν θάνατο.
* * *

Ὕπαρξις ἀθάνατη. Αὐτό εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος ἦλθε στόν γήινο κόσμο μας, γιά νά νικήσῃ τήν ἁμαρτία μας· γιά νά μᾶς δώσῃ τήν δύναμι, τά μέσα, νά κάνουμε καί ἐμεῖς τό ἴδιο, νά κάνουμε τό ἴδιο μαζί Του, ὁδηγούμενοι ἀπό Αὐτόν, ἀκολουθώντας Τον.

Τί εἶναι οἱ ἀνθρώπινες νίκες; Τίποτε. Ὅλες οἱ ἀνθρώπινες νίκες, ἄν δέν νικοῦν τόν θάνατο, εἶναι ἧττες. Τί εἶναι ὅλες οἱ νίκες, τίς ὁποῖες πολλοί βασιλιάδες καί ἰσχυροί αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐπέτυχαν καί ἐπιτυγχάνουν; Τί εἶναι οἱ εὐρωπαϊκοί πόλεμοι: πρῶτος, δεύτερος, τρίτος, δέκατος καί πεντηκοστός; Τί εἶναι; Εἶναι ἧττες, ἧττα μετά τήν ἧττα. Δέν εἶναι νίκες. Οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν, ἐπενόησαν τόν πόλεμο καί τούς φόνους σάν μέσο, γιά νά νικήσουν τό κακό σ’ αὐτόν τόν κόσμο.

Μόνο ὁ Θεός καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά νικήσουν τό κακό σέ αὐτόν τόν κόσμο. Μόνο ὁ Θεός καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά νικήσουν τόν δημιουργό κάθε κακοῦ καί κάθε ἁμαρτίας, τόν διάβολο. Ὁ Θεός ἔδωσε αὐτές τίς θεῖες δυνάμεις σέ κάθε ἕναν ἀπό ἐμᾶς, γιά νά νικᾶμε καί ἐμεῖς σάν λογικά ἀνθρώπινα ὄντα, σάν λογικά ὄντα τοῦ Θεοῦ, τό κακό· νά νικᾶμε τόν διάβολο μέ τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ.

Ἰδού ἡ ἁγία νηστεία, ἰδού ἡ ἁγία προσευχή. Τί εἶναι αὐτές; Αὐτές εἶναι οἱ θεῖες δυνάμεις, τίς ὁποῖες ὁ Κύριος ἄφησε καί ἔδωσε στήν Ἐκκλησία Του, ὥστε ἐμεῖς, κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς, νά νικοῦμε τόν διάβολο ἐπιγράφοντας σέ ἐμᾶς τούς ἴδιους τήν νίκη, νά νικοῦμε γιά ἐμᾶς τούς ἴδιους. Νά νικοῦμε τήν ἁμαρτία ὄχι χάριν τοῦ ἄλλου, ἀλλά χάριν ἡμῶν τῶν ἰδίων. Διότι, νά ξέρῃς, ἡ κάθε ἁμαρτία σου εἶναι πολεμιστής τοῦ διαβόλου. Κάθε ἁμαρτία πού ἐσύ ἀγαπᾶς, πού κρατᾶς μέσα σου –φανερά ἤ κρυφά, τό ἴδιο κάνει– εἶναι τό δόρυ τοῦ διαβόλου, ἀήττητο φοβερό ὅπλο. Ἀήττητο βέβαια ὅσο δέν ἀποτραβιέσαι ἀπό αὐτήν καί ὅσο δέν νοιώθεις ὅτι ἡ ἁμαρτία πού κάνεις, στήν πραγματικότητα σέ θανατώνει, σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς, ὅποια καί ἄν εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τό μίσος π.χ., σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς. Ὁ θυμός, ἡ σκληροκαρδία, ἡ φιλαργυρία, ὅλα αὐτά εἶναι ὅπλα, φοβερά ὅπλα τοῦ διαβόλου, τά ὁποῖα σοῦ δίνει στά χέρια καί ἐσύ σκοτώνεις τόν ἑαυτό σου.

Ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά ἀναγκάσῃ κανέναν ἀπό ἐμᾶς νά ἁμαρτήσῃ. Μπορεῖ μόνο νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία. Μπορεῖ νά σοῦ προσφέρῃ τό ξίφος γιά νά σκοτώσῃς τόν ἑαυτό σου. Ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά σέ φονεύσῃ. Ὁ Θεός δέν τοῦ δίνει αὐτή τήν δύναμι. Ἀλλά, ἄν ἐσύ δεχθῇς ἀπό αὐτόν τό ξίφος, ἄν δεχθῇς π.χ. τήν φιλαργυρία ἤ τόν θυμό ἤ τήν ζήλεια ἤ τήν πονηριά, τήν καταλαλιά, τήν κλοπή, νά!, τότε πῆρες στά χέρια σου τό ξίφος καί τό καρφώνεις στήν καρδιά σου. Ὁ διάβολος δέν ἔχει ἐξουσία νά ἀναγκάσῃ τόν ἄνθρωπο νά ἁμαρτήσῃ· ἔχει μόνο τήν ἐξουσία νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία στόν ἄνθρωπο. Αὐτός προτείνει τήν ἁμαρτία σέ σένα καί σέ μένα. Καί ἐγώ καί ἐσύ (τί κάνουμε); Ἐγώ καί ἐσύ, ἤ ἀποδεχόμαστε τήν ἁμαρτία ἤ τήν διώχνουμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἤ σκοτώνουμε τόν ἑαυτό μας, χωρίζουμε τήν ψυχή μας ἀπό τόν Θεό, ἤ διώχνοντας τήν ἁμαρτία βαδίζουμε ὁλοταχῶς πρός τήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρός τήν νίκη, τήν ὁριστική καί τελεία νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ διαβόλου.

Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τά πάντα. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία νηστεία. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία προσευχή. Γιά νά νικᾶμε τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δημιουργός τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Τί κάνει κάθε ἁμαρτία σέ μένα καί σέ σένα; Μᾶς σκοτίζει. Ἡ ἁμαρτία εἶναι σκότος. Βγάζει ἀπό μέσα της σκοτάδι, καί τό σκοτάδι κατακλύζει καί τήν δική σου καί τήν δική μου ψυχή, κατακλύζει τήν συνείδησί μας, κατακλύζει τίς αἰσθήσεις μας. Καί ἐμεῖς σάν νά εἴμαστε σέ παραμιλητό, σέ παραλήρημα, νυχτωμένοι, στό σκοτάδι. Δέν ξέρουμε τί κάνουμε. Αὐτό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Κάθε ἁμαρτία εἶναι γιά τήν ψυχή μία παραζάλη.

Ὅμως ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο ἀκριβῶς γι’ αὐτό. Γιά νά μᾶς δώσῃ τό φῶς, νά μᾶς δώσῃ τήν ἀναμμένη δᾶδα, νά μᾶς δώσῃ τά φῶτα, γιά νά ἀποδιώξουμε ἐκεῖνο τό σκότος. Νά, αὐτό εἶναι ἡ ἁγία νηστεία! Εἶναι ἕνας τεράστιος προβολέας, ὁ ὁποῖος στέκεται στόν δρόμο τῆς ζωῆς μας. Ἡ νηστεία κατεβάζει ἀπό τόν οὐρανό στήν ψυχή σου τό οὐράνιο φῶς. Ἄν βέβαια εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ἡ ἀληθινή νηστεία εἶναι ἐγκράτεια σέ κάθε κακό, ἐγκράτεια στήν τροφή, ἀλλά καί ἐγκράτεια σέ κάθε κακό καί ἁμαρτία.
* * *

Ἡ προσευχή τί κάνει σέ σένα; Σέ ἀνεβάζει στόν οὐρανό, καί τότε ἀπό τόν οὐρανό κατεβάζει στήν ψυχή σου τό θεῖο φῶς. Ποιοί εἴμαστε, τί εἴμαστε, ποῦ πορευόμαστε; Ποῦ μᾶς ὁδηγοῦν οἱ μέρες καί οἱ νύχτες μας; Ποῦ τρέχουμε; Εἴτε θέλεις εἴτε δέν θέλεις, εἴτε θέλω εἴτε δέν θέλω, δέν μποροῦμε νά σταματήσουμε τήν μέρα νά κυλήσῃ. Σέ παίρνει, σέ παίρνει. Ποῦ;

Νά, ἡ ἁγία νηστεία εἶναι μπροστά μας. Καί ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι αὐτή ἡ ἁγία ὁδός φέρει στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἰδού Φῶς πάνω ἀπό κάθε φῶς! Διότι μέ τήν Ἀνάστασί Του ὁ Κύριος κατηύγασε ὅλους τούς κόσμους μέ τό θεῖο Του φῶς. Κατηύγασε ὅλη τήν κτίσι, κατηύγασε ὅλα τά ὄντα, κατηύγασε τούς ἀνθρώπους, κατηύγασε τίς ψυχές μας, κατηύγασε τά ἄστρα, τούς οὐρανούς, τά πουλιά, τά φυτά, τά ζῶα. Ὅλους τούς κόσμους κατηύγασε, καί ἔδειξε τί; Μέ τήν Ἀνάστασί Του ὁ Κύριος φανέρωσε τό τελευταῖο καί τελικό μυστήριο τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἔδειξε τί πρέπει κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς νά γνωρίζῃ καί νά κάνῃ. Αὐτό εἶναι τό μόνο πού μᾶς μένει. Ὅλα τά ἄλλα μᾶς τά κλέβει καί τά ἁρπάζει ὁ θάνατος. Ὅλα. Ἐνῶ αὐτό ὁ Κύριος τό προσφέρει σέ ὅλους.

Ἡ κάθε ἁμαρτία εἶναι σκοτισμός τῆς ψυχῆς, ἐνῶ κάθε ἀρετή εἶναι μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς.

Ὑπερηφάνεια, –αὐτό εἶναι φρίκη!

Σκληροκαρδία, –ἄν φωλιάσῃ στήν ψυχή μου καί στήν ψυχή σου, ὤ! μοιάζει μέ τό πιό βαθύ σκοτάδι, γιά τό ὁποῖο ὁ Σωτήρας μιλάει στό ἅγιο Εὐαγγέλιό Του. Κόλασι!

Σκληροκαρδία, οἴησις, φιλαυτία, –νά ξέρῃς, ἀδελφέ καί ἀδελφή, ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι ἡ δική σου μικρή κόλασις. Κουβαλᾶς μέσα σου τήν κόλασι.
* * *

Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τό φάρμακο. Τό φάρμακο γιά τήν ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου μπροστά στόν Κύριο, ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου μπροστά στούς ἀδελφούς, καί νά! ἡ θεία δύναμις τῆς ταπεινοφροσύνης θά ἁπλώσῃ πάνω στήν ψυχή σου τό θεῖο φῶς καί θά ἀποδιώξῃ καί θά φυγαδεύσῃ ὅλο τό σκοτάδι τῆς ὑπερηφανείας, τῆς σκληρότητος καί τῆς οἰήσεως τῆς ψυχῆς σου.

Ὁ φιλάργυρος ἄνθρωπος δέν βλέπει τίποτε ἄλλο ἀπό ἕνα σορό χρημάτων. Φιλάργυρος δέν εἶναι (μόνο) ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τά χρήματα καί τά κτήματα. Φιλάργυρος εἶναι, γιά παράδειγμα, καί ὁ ἐπιστήμονας πού μένει πάνω σέ ἕνα βιβλίο ὅλη του τήν ζωή, βρῆκε ἀπασχόλησι καί ξέχασε τόν Θεό. Αὐτό εἶναι φιλαργυρία, αὐτό εἶναι ἕνα ψεύτικο εἴδωλο, αὐτό εἶναι ἕνας ψεύτικος θεός. Ὅλα ὅσα ὁ ἄνθρωπος βάζει σ’ αὐτόν τόν κόσμο ὡς σκοπό τῆς ζωῆς του, ὡς θεό ἀντί τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι φιλαργυρία. Νά τοποθετῇ κανείς ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἀντί τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι φιλαργυρία. Τό βλέπουμε αὐτό.

Νά! εἶσαι φιλάργυρος. Δέν γνωρίζεις λοιπόν τόν δρόμο τῆς ζωῆς. Σκοτάδι, νύχτα, πλάκωσε τήν συνείδησί σου, ἔπεσε στά μάτια τῆς ψυχῆς σου. Καί ἐσύ δέν βλέπεις τόν σωστό δρόμο. Δέν βλέπεις τό νόημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς σου. Δέν βλέπεις ὅτι τό μόνο φάρμακο πού θά θεραπεύσῃ τόν θάνατό σου, τήν κόλασί σου, εἶναι ἡ μετάνοια. Μάλιστα! Στήν περίπτωσι τῆς φιλαργυρίας ἡ μετάνοια εἶναι τό μοναδικό φάρμακο μπροστά στόν Κύριο.

Ἡ ἁμαρτία! Εἶναι σκοτισμός τῆς ψυχῆς καί τῆς συνειδήσεώς μας.

Ἐνῶ ἡ ἀρετή! Αὐτή εἶναι μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς.

Ἡ νηστεία εἶναι σταδιακή μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς. Μέ τήν νηστεία ἡ ψυχή καθαρίζεται ἀπό κάθε ἀκαθαρσία, καθαρίζεται ἀπό κάθε ἁμαρτία, καθαρίζεται ἀπό κάθε πάθος. Ἡ νηστεία, ὅταν γίνεται μέ προσευχή καί μέ ὅλες τίς ἄλλες ἀσκήσεις, ξεριζώνει ἀποτελεσματικά, ξεριζώνει ἀπό τήν ψυχή ὅλα τά κακά μας στοιχεῖα, ὅλες τίς κακές συνήθειες. Ἄν ἐσύ πρίν τήν νηστεία ἐπέτρεπες στόν ἑαυτό σου ἡ γλῶσσα σου νά λέγῃ ἀνόητα λόγια ἤ ψέμματα, ἡ νηστεία γι’ αὐτό εἶναι ἐδῶ, γιά νά μεταμορφωθῇ ἡ γλῶσσα σου, νά βάλῃς φρονημάδα στήν γλῶσσα σου. Τό ἴδιο κάνε μέ τά μάτια σου, μέ τά αὐτιά, μέ ὅλο τό εἶναι σου. Σταμάτα τήν ἁμαρτία! Αὐτό εἶναι νηστεία. Αὐτό εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ἄν καταλαλοῦσες, μή καταλαλῇς πλέον. Ἄν ἔκλεβες, μή κλέβῃς πλέον. Ἄν τσακώθηκες, νά συμφιλιωθῇς τό γρηγορότερο, ὅσο εἶσαι ἐν ζωῇ, μήπως καί σέ εὕρῃ ὁ θάνατος αὐτή τήν νύχτα, ἐνῶ ἐσύ θά εἶσαι μαλωμένος μέ τούς γείτονές σου. Ἀλοίμονό σου! Αὐτός ὁ τσακωμός εἶναι γιά σένα μιά θηλιά, μιά θηλιά πού σέ τραβάει κατευθεῖαν στό βασίλειο τῆς φιλονεικίας, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου, τήν κόλασι. Εἴθε ὁ Ἀγαθός Κύριος νά μοῦ δώσῃ ὅλα τά μέσα, γιά νά διώξω κάθε ἁμαρτία ἀπό τήν ψυχή μου.
* * *

Φθόνος. Τί εἶναι ὁ φθόνος; Ὁ φθόνος εἶναι πάθος τόσο μεγάλο, ὥστε πρόδωσε ἀκόμα καί τόν Θεό, τόν Χριστό. Οἱ Ἑβραῖοι ἀπό φθόνο πρόδωσαν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἀπό φθόνο! Μή λές ὅτι αὐτό εἶναι μικρή ἁμαρτία. Ὁ διάβολος, ὁ διάβολος ξεγέλασε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα ἀπό φθόνο. Φθόνησε τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, τά θεόμορφα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, τόν πρῶτο ἄνδρα καί τήν πρώτη γυναῖκα, καί ἀπό φθόνο τούς ἔρριξε στήν ἁμαρτία, τούς εἰσηγήθηκε τήν φρικτή ἁμαρτία. Σήμερα θά φθονήσω, αὔριο θά φθονήσω, καί ἔτσι ὁ φθόνος θά ριζώσῃ μέσα μου. Ἀλλά νά ξέρῃς, μέσα σου ἔμεινε ὁ φονέας σου, μέσα σου ἔμεινε ἡ κόλασίς σου, μέσα σου ἔμεινε ὁ διάβολός σου διά τοῦ φθόνου. Διότι, ποτέ ἡ ἁμαρτία δέν ἔρχεται μόνη της. Ὁ Κύριος λέγει ὅτι πίσω ἀπό κάθε ἁμαρτία ἀκολουθεῖ ὁ διάβολος. Καί ὅταν ἐσύ ἀφήσῃς τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία στήν ψυχή σου, ὅταν κάνῃς τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, νά ξέρῃς ὅτι ὁ διάβολος ἔχει ἔρθῃ στήν ψυχή σου. Δέν εἶσαι μόνος σου, ἐκεῖνος σέ ὁδηγεῖ. Ποῦ; Στόν θάνατο, στόν θάνατο. Ποῦ; Στήν κόλασι, στά αἰώνια βάσανα.

Ἡ νηστεία, ἡ ἁγία νηστεία· ἡ προσευχή, ἡ ἁγία προσευχή· ὅλα αὐτά ὁδηγοῦν στήν Ἀνάστασι, στήν νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ διαβόλου, κατά τοῦ θανάτου.
* * *

Καί ἐμεῖς σήμερα, αὐτή τήν Β΄ Κυριακή τῆς ἁγίας νηστείας, ἑορτάζουμε ἕναν ἀπό τούς μεγάλους νικητές. Ἑορτάζουμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, τόν μεγάλο ἀσκητή τοῦ Θεοῦ, τόν μεγάλο ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι πού σέ ὅλη του τήν ζωή ἀκολουθοῦσε τόν Σωτῆρα μας μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή καί ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, πού νικοῦσε ὅλους τούς δαίμονες, ὅλες τίς ἁμαρτίες, ὅλα τά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί πού φώτιζε ὅλες τίς ψυχές πού ἦσαν γύρω του. Καί πού σήμερα ζῆ διά τῶν ἱερῶν συγγραμμάτων του.

Ἔτσι εἶναι καί κάθε ἅγιος. Κάθε ἅγιος τί εἶναι; Τίποτε ἄλλο παρά κάποιος πού ἀδιάκοπα σέ αὐτόν τόν κόσμο τηρεῖ μέ ζῆλο τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, κάποιος πού ἐκπληρώνει ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Καί βέβαια κάθε ἀρετή κατεβάζει στήν ψυχή τό Οὐράνιο Θεῖο Φῶς.

Οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού μέ τίς ἅγιες ἀρετές ἔδιωξαν ἀπό μέσα τους κάθε σκοτάδι ἁμαρτίας, κάθε ζόφο, κάθε δαιμονικό σκότος καί κάθε κόλασι. Γι’ αὐτό κάθε Ἅγιος ζωγραφίζεται ἔτσι, ὥστε νά βγαίνῃ ἀπό μέσα του φῶς καί γύρω ἀπό τό κεφάλι του νά ἔχῃ φωτοστέφανο. Ὅλα μέσα του λάμπουν. Σκέψεις ἅγιες καί λαμπρές. Φῶς ἐκπέμπεται ἀπό τό κεφάλι του καί ἀπό ὅλο τό εἶναι του. Καθάρισε τό σῶμα του καί τήν ψυχή του ἀπό τά πάθη, ἀπό τό σκότος, ἀπό τήν ἀχλύ, καί γι’ αὐτό φῶς ἐκχέεται ἀπό αὐτόν.

Τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, τέτοιοι εἶναι ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἀπό τόν πρῶτο μέχρι τόν τελευταῖο. Καί ὅλοι αὐτοί εἶναι ἐδῶ, μαζί μας, στήν ’Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οἱ ζῶντες παιδαγωγοί μας, σύγχρονοί μας. Οἱ Ἅγιοι δέν πεθαίνουν. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δέν πεθαίνει ἀπό τότε πού ὁ Κύριος ἀναστήθηκε. Καί τό σῶμα μας θά ἀναστηθῇ τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ὅλοι αὐτοί εἶναι ζῶντες, σύγχρονοί μας. Μᾶς βοηθοῦν. Ὅλοι ἐμεῖς ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα ἐν Χριστῷ, τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καί οἱ Ἅγιοι μᾶς βοηθοῦν καί μᾶς ὁδηγοῦν στίς ὁδούς τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν.

Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ μεγάλος ἀσκητής, γιά νά μᾶς ὁδηγῇ στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά μᾶς ὁδηγῇ πρός ὅλες τίς νίκες κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ διαβόλου. Ἔχει τήν ἱκανότητα, ἔχει τήν δύναμι. Τήν ἔλαβε καί τήν λαμβάνει ἀπό τόν Κύριο. Καί τήν μοιράζει σέ ὅλους μας, ὥστε ὁ καθένας μας νά ἀσκῇ τήν ἀληθινή νηστεία. Ἡ ἀληθινή νηστεία εἶναι ἐγκράτεια ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἀπό κάθε πάθος, ἐγκράτεια στό φαγητό γιά νά μήν ὑπερηφανεύεται τό σῶμα, γιά νά μή ξεσηκώνονται τά πάθη, ἀλλά μέ πίστι, στερούμενο τό φαγητό, νά βιάζεται στήν ἐγκράτεια ἀπό κάθε κακό.

Ἐμεῖς, ὁ κάθε ἕνας μας, ἄς παραστήσουμε σεσωσμένες τίς ψυχές μας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος μᾶς παρέδωσε τήν νηστεία σάν νίκη κατά τοῦ διαβόλου, ὥστε μέ χαρά στήν ψυχή μας νά φθάσουμε στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄς ἀναστηθοῦμε μαζί Του ἀπό κάθε θάνατο, ἄς νικήσουμε ὁριστικά καί γιά πάντα κάθε ἁμαρτία μέσα μας, κάθε πάθος, κάθε διάβολο, ὥστε νά μπορέσουμε σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις νά Τόν δοξάσουμε στήν γῆ καί στόν οὐρανό, αὐτόν τόν Θαυμαστό καί Ἀναντικατάστατο Θεό καί Κύριο, τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν μοναδικό Σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων σέ ὅλους τούς κόσμους. Ἀμήν.


 

Ὁ ἄλλος, ὁ ἀδελφός μου


Στίς σημερινές συνθῆκες ζωῆς, μέ κυρίαρχο τό οἰκονομικό προτάγμα καί μέ θεωρήσεις πού ἐκκινοῦν ἀπό αὐτό, εὔκολα διαπιστώνουμε τήν ἀπομείωση τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας. Τήν ψηλαφοῦμε ὄχι μόνο στήν ἀντιμετώπιση τῶν ἀνθρώπων ὡς ἁπλῶν στοιχείων τῆς παραγωγικῆς διαδικασίας, οὔτε πάλι στή μετατροπή τους σέ ἀριθμούς μητρώων καί νούμερα καταγραφῆς. Τή βλέπουμε στήν καθημερινότητα ὅπου ἡ καλλιέργεια, ὄχι πνεύματος ἅμιλλας, ἀλλά σκληροῦ ἀνταγωνισμοῦ ὁδηγεῖ στή θεώρηση τοῦ ἀλλοῦ ὡς ἐχθροῦ πρός ἐξαφάνιση, ὅπως καί στήν κοινωνία ὅπου ἡ ἐπικρατοῦσα ἀδιαφορία ἀφήνει χῶρο γιά τήν ἀνάπτυξη προβληματικῶν φαινομένων καί παρακμιακῶν καταστάσεων, πού συνακόλουθα δημιουργοῦν ὅρους ἀποδόμησης τοῦ κοινωνιου ἱστοῦ. Δικαιώνονται ἔτσι στήν κυρίαρχη πρακτική φωνές τῆς παρηκμασμένης ἀρχαιότητας πού προσδιόριζαν τόν ἕναν ἄνθρωπο γιά τόν ἄλλο ὡς λύκο, ἤ καί τῆς ἀλλοτριωμένης νεωτερικότητας πού χαρακτηρίζουν τόν ἄλλον ὡς κόλαση…

Κι εἶναι πάντα διαπιστωμένο, ἀσχέτως τεχνολογικῶν ἐπιτευγμάτων, οἰκονομικῶν μεγεθῶν, πρακτικῶν δυνατοτήτων, πώς ὅταν μιά κοινωνία δέν χαρακτηρίζεται ἀπό τό σφιχταγκάλιασμα τῶν μελῶν της, εἶναι κοινωνία σέ παρακμή ἤ πορεύεται γρήγορα πρός αὐτήν. Μέ ἄλλα λόγια, οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις καί ἡ ἀγαπητική θεώρηση τοῦ ἄλλου σημασιοδοτοῦν τήν ἀνάδειξη τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, μέ ὅλα τά θετικά πού συνεπιφέρουν, ὅπως τήν πνευματική ἄνθηση, τήν παραγωγή πολιτισμοῦ, τήν εἰρήνη καί τήν καταλλαγή.


Ἡ πίστη τῶν ἄλλων


Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή περιγράφεται ἕνα θαῦμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ὅπως μέ ὅλα τά θαύματά του, τό θαυμαστό δέν εἶναι αὐτό πού καθ’ ὑπέρβαση τῶν νόμων τῆς φύσης συμβαίνει, ἀλλά ἡ παιδαγωγική πού χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος γιά νά διορθώνει ἀνθρώπινες συμπεριφορές, νά θεραπεύει λογισμούς, νά διδάσκει καί νά διασαφηνίζει τό θεῖο θέλημα. Αὐτό ἀναδεικνύεται μέ τή συμπεριφορά τοῦ Χριστοῦ εἰδικά στό συγκεκριμένο θαῦμα, τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖ γιά ν’ ἀναδείξει πόση εὐλογία προσπορίζει ἡ προσευχή, ἡ μέριμνα, ἡ ἐνέργεια, ὄχι ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλά ὑπέρ τοῦ ἄλλου.

Ἀφορμή λαμβάνει ὁ Χριστός ἀπό τέσσερις φίλους, οἱ ὁποῖοι ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ φημισμένος Διδάσκαλος μέ τά τόσα θαύματα βρισκόταν σ’ ἕνα σπίτι στήν πόλη τους, τήν Καπερναούμ, ἀμέσως σκέφτηκαν τόν πέμπτο φίλο τους, ὁ ὁποῖος ἦταν τελείως παράλυτος καί ἀνίκανος νά κινηθεῖ. Ἔσπευσαν, λοιπόν, νά τόν φορτωθοῦν μ’ ἕνα κρεβάτι στούς ὤμους τους, γιά νά προσεγγίσουν τόν Διδάσκαλο, πιστεύοντας στό θαῦμα. Φθάνοντας στό σπίτι ὅπου φιλοξενοῦνταν ὁ Χριστός, εἶδαν πλῆθος λαοῦ, τόσο ὥστε δέν μποροῦσε κανείς οὔτε στήν πόρτα νά σταθεῖ, ὄχι νά περάσει. Δέν ἀπογοητεύονται, οὔτε παραιτοῦνται ἀπό τόν στόχο τους. Ἀναζητοῦν λύση καί τή βρίσκουν. Σκαρφαλώνουν στίς στέγες τῶν γειτονικῶν σπιτιῶν, πάντα μέ τόν παράλυτο στούς ὤμους, ξηλώνουν ἕνα σημεῖο τῆς στέγης καί κατεβάζουν τόν φίλο τους μέ τό κρεβάτι, ἀκριβῶς μπροστά στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος δίδασκε τόν λαό.

Ποιά ἡ ἀντίδραση τοῦ Χριστοῦ μας; Βλέποντας ὁ Ἰησοῦς τήν τόση πίστη, κυρίως τῶν τεσσάρων ἀνδρῶν πού τόσα ὑπέμειναν καί κοπίασαν χάριν τοῦ φίλου τους, ἀλλά καί τοῦ ἴδιου του παραλυτικοῦ, ὁ ὁποῖος συμφώνησε σέ αὐτήν τήν παράξενη μεταφορά, χαρίζει δώρημα θαυμαστό στόν παραλυτικό, χάριν τοῦ ὁποίου ὅλοι ἐνήργησαν. Δέν τόν θεραπεύει, ἀλλά κάνει κάτι πολύ ἀνώτερο. Τόν διαβεβαιώνει: « Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἵ ἁμαρτιαί σου»!


Ἡ ἀντίδραση τῶν ἄλλων


Αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός, πρακτικά δέν ἦταν αὐτό πού ἐπιθυμοῦσαν οἱ πέντε φίλοι. Κι ὅμως, κανείς τους δέν ἀντιδρᾶ! Κανείς τους δέν διαμαρτύρεται γιά νά ἐκβιάσει τόν Διδάσκαλο νά δώσει αὐτό πού ἐμμέσως πλήν σαφῶς τοῦ ζητοῦσαν. Ἀντιδροῦν, ὅμως, ὅσοι πότε ἕως τότε δέν νοιάστηκαν γιά τόν παραλυτικό. Μιά ὁμάδα Φαρισαίων πού βρισκόταν μέσα στό οἴκημα, ὄχι γιά νά ὠφεληθοῦν, ἀλλά γιά νά βροῦν ἀφορμή, ἄρχισε ἐνδόμυχα νά σκέπτεται ὅτι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ περί ἀφέσεως ἁμαρτιῶν εἶναι βλασφημία, καθώς μόνον ὁ Θεός μπορεῖ καί συγχωρεῖ ἁμαρτίες.

Καί ὁ Κύριος τί κάνει; Ὄχι ὑποχρεωμένος ἀπό τόν λογισμό τους, ἀλλά γιά νά ἀποφύγει τήν ὁποιαδήποτε παρανόηση καί παραποίηση τῶν διαμειφθέντων, θεραπεύει τόν παραλυτικό, ἀφοῦ, ὅμως, πρῶτα ἐξηγήσει ὅτι σπουδαιότερο ἰεραρχικῶς εἶναι ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν παρά ἡ θεραπεία τοῦ σώματος! Γιά νά καταδείξει ὅτι αἰτία τῆς ἀσθένειας καί τῆς φθορᾶς εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία πρέπει προηγουμένως νά ἐξαλειφθεῖ γιά νά καταστεῖ ὁ ὅλος ἄνθρωπος ὑγιής. Συνάμα δέ, ἐμμέσως πλήν σαφῶς, διαβεβαιώνει τούς Φαρισαίους καί γιά τό ὅτι τυγχάνει ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κατά τήν ὁμολογία τους μόνον ὁ Θεός μπορεῖ καί συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἐδῶ ὅμως δόθηκε ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν ὡς προαπαιτούμενο γιά τή θεραπεία τοῦ σώματος.

Στή σημερινή περικοπή ἀναδείχθηκε τό πόσο σημαντικό εἶναι νά νοιαζόμαστε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, νά ἐνεργοῦμε ὁ ἕνας ὑπέρ τοῦ ἄλλου, νά θυσιαζόμαστε ὁ ἕνας ὑπέρ τοῦ ἄλλου. Ὁ παραλυτικός μόνος του δέν τόλμησε ν’ ἀρθρώσει λόγο καί νά ζητήσει κάτι. Ὅ,τι τοῦ χαρίζεται, τοῦ δίνεται κατόπιν αἰτήματος ἄλλων, καί μάλιστα τῶν φίλων του, χάρη στήν πίστη τῶν ὁποίων τελικά διευκολύνονται τά πάντα. Εἶναι ὁ τρόπος πού πορεύεται ἡ Ἐκκλησία ἀνά τούς αἰῶνες, διδάσκοντας μας «μηδείς τό ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» (Α’ Κόρ. 10,24). Εἶναι ὁ τρόπος πού ἔχει δομήσει τή λατρεία τῆς ἐπιμένοντας στήν κοινή προσευχή νά μᾶς βάζει νά προσευχόμαστε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, γιά ν’ ἀναδείξει τό πόσο τελικά ὁ Θεός ἐπευλογεῖ τήν προσευχή ὑπέρ τοῦ ὅποιου ἄλλου, τοῦ πλησίον μας, τοῦ ἀδελφοῦ μας!

Ἡ χώρα τῶν θαυμάτων


 


Σχετικά πρόσφατα ξαναμεταφέρθηκε στήν μεγάλη ὀθόνη τό κλασικό ἔργο τοῦ Λούις Κάρολ «Ἡ Ἀλίκη στήν χώρα τῶν θαυμάτων». Μιλώντας γιά τήν ταινία ὁ σκηνοθέτης της, Τίμ Μπάρτον, εἶπε ἀνάμεσα στά ἄλλα καί τά ἑξῆς ἐνδιαφέροντα:

«Τό ‘ταξίδι’ τῆς Ἀλίκης εἶναι ἕνα ταξίδι, πού ὅλοι πρέπει νά κάνουμε. Ἡ ‘Χώρα τῶν Θαυμάτων’ βρίσκεται μέσα μας, καί μᾶς περιμένει νά τήν ἀνακαλύψουμε. Πρόκειται γιά ἕνα ταξίδι ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ: ‘Ποιός εἶμαι; Ποῦ πηγαίνω; Τί πραγματικά θέλω;’ Καί σ’ αὐτό τό ταξίδι χρειαζόμαστε ὅλο καί περισσότερο ΦΩΣ! Κανείς δέν μπορεῖ νά παριστάνει ὅτι δῆθεν ὅλα μέσα του εἶναι φωτεινά. Ὅποιος ἰσχυρίζεται κάτι τέτοιο, καί ἐπιμένει, εἶναι ἐπικίνδυνος! Ἀποτελεῖ ... κινούμενη ὡρολογιακή βόμβα, πού κάποτε θά ἐκραγῆ!

»Ἀντίθετα, ὅποιος καταλαβαίνει τό σκοτάδι πού κουβαλάει μέσα του, μοῦ φαίνεται πιό ΑΓΝΟΣ καί πιό ΥΓΙΗΣ!...»
 
* * *

Τήν Δευτέρα Κυριακή τῶν Νηστειῶν γιορτάζουμε τήν μνήμη ἑνός ὄντως ΥΓΙΟΥΣ καί ΑΓΝΟΥ ἀνθρώπου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἕνα πολύ δυνατό καί κοφτερό μυαλό. Καί τό ἀξιοποίησε, κοπιάζοντας νά ἀποκτήσει τήν πιό συγκροτημένη μόρφωση – γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς του. Ἔπαιζε στά δάχτυλα ὅλη τήν κλασσική ἑλληνική γραμματεία. Καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε κάποτε σέ μιά φιλοσοφική συζήτηση μπροστά στόν αὐτοκράτορα, ἕνας τόσο μεγάλος σοφός, ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης ἐνθουσιάστηκε μέ τήν σοφία τοῦ νεαροῦ τότε Γρηγορίου, καί ξέσπασε μέ τά λόγια: «Ἄν ἦταν ἐδῶ ὁ Ἀριστοτέλης, θά σέ ἐπαινοῦσε καί θά σέ καμάρωνε!»...

Ὅμως, τά μυαλά τοῦ ἁγίου Γρηγορίου δέν ... πῆραν ἀέρα! Ἤξερε ὅτι ἡ κατά κόσμον σοφία, ὅσο μεγάλη κι ἄν εἶναι, ἐλάχιστα φωτίζει τόν ἄνθρωπο, γιά νά βρῆ τό ἀληθινό νόημα τῆς ζωῆς. Χρειάζεται μιά ἄλλη πηγή Φωτός, γιά νά φωτίσει τά ἐσωτερικά μας σκοτάδια. Χρειάζεται τό Ἀληθινό Φῶς τοῦ Χριστοῦ!

Γι’ αὐτό, ὅταν πῆγε νά ἀσκηθῆ στό Ἅγιον Ὄρος, ἡ συνεχής προσευχή του ἦταν: «Κύριε, φώτισόν μου τό σκότος! Φώτισόν μου τό σκότος!» Μέ αὐτή τήν προσευχή του ἀναγνώριζε ὅτι, παρ’ ὅλη τήν τεράστια μόρφωσή του, «κουβαλοῦσε μέσα του σκοτάδι»! Καί διακήρυττε ὅτι:

στήν ἀληθινή αὐτογνωσία, φτάνουμε ΜΟΝΟ μέ τό ΦΩΣ τοῦ Χριστοῦ·

τήν «Χώρα τῶν Θαυμάτων», πού κρύβουμε μέσα μας, μποροῦμε νά τήν ἀνακαλύψουμε ΜΟΝΟ μέ τό ΦΩΣ τοῦ Χριστοῦ·

τό πιό μεγάλο ΘΑΥΜΑ, πού μποροῦμε νά ζήσουμε μέσα μας, εἶναι ὁ ΦΩΤΙΣΜΟΣ τοῦ Χριστοῦ·

τελικά ὁ ἄνθρωπος γίνεται ΑΛΗΘΙΝΟΣ, ΑΓΝΟΣ καί ΥΓΙΗΣ, ὅταν καταλάβει ὅτι δέν εἶναι αὐτόφωτος ἀλλά ΕΤΕΡΟΦΩΤΟΣ!
 
* * *

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, βέβαια, δέν ἀρκέστηκε σέ ὡραῖες διακηρύξεις καί διαπιστώσεις. Ἔδειξε στήν πράξη, μέ τήν συνεπῆ ἀσκητική του ζωή καί τήν ὑπακοή του στόν Χριστό, ὅτι:

1. χρειάζεται καί τό ... δικό μας τό «χεράκι», γιά νά γυρίσει ὁ «διακόπτης» καί νά ἀνάψει τό Φῶς τοῦ Θεοῦ μέσα μας·

2. πρέπει νά μή φοβόμαστε νά ἀνοίξουμε τά «παράθυρα», γιά νά μπῆ μέσα μας τό ΦΩΣ τό ΑΛΗΘΙΝΟ, ὅσο κι ἄν δείξει βρώμικο καί ἀκατάστατο τό «δωμάτιο» τῆς ψυχῆς μας·

3. ἀξίζει νά κουραστοῦμε λιγάκι στό καθάρισμα τοῦ «δωματίου» μας, καί νά συνεχίσουμε μέ τήν διαρκῆ ΜΕΤΑΝΟΙΑ νά τό κρατᾶμε καθαρό, ὥστε νά χαιρόμαστε πάντοτε τό ΦΩΣ τοῦ Χριστοῦ νά πλημμυρίζει τήν ζωή μας.

Μόνον ἔτσι θά ἀπολαμβάνουμε τήν Ἀληθινή Χώρα τῶν Θαυμάτων, πού εἶναι ἡ ΟΛΟΦΩΤΗ ἁγία μας Ἐκκλησία.

Ἁμαρτία καὶ ἀρρώστεια- Λύτρωση καὶ θεραπεία






«Τέκνον ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ στὸν παραλυτικό τῆς Καπερναοὺμ συνδέει τὴν ἀρρώστια μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ συγχώρηση μὲ τὴ θεραπεία. Γι' αὐτὸ ὁ Χριστὸς πρῶτα θεραπεύει τὸ κέντρο καὶ τὴ ρίζα τῆς ἀρρώστιας, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία καὶ στὴ συνέχεια προσφέρει τὴ σωματικὴ θεραπεία. Αὐτὴ ἡ θεραπεία εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐξουσίαν ἔχει ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας». Ἂν δὲν ὑπάρχει μία τέτοια σχέση καὶ συνάφεια μεταξύ τῆς συγχώρησης καὶ τῆς θεραπείας, τότε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ παραμένουν ἀκατανόητα, μετέωρα καὶ χωρὶς συνοχή. Ὁ Χριστὸς κηρύττει ὡς νικητὴς τῆς ἁμαρτίας, αἴρει καὶ παραμερίζει τὸ βάρος της καὶ θεραπεύει τὰ συμπτώματά της, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ ἡ ἀρρώστια.


Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἐπιστήμη

Ὅμως ὅλα αὐτὰ ἀκούγονται παράδοξα καὶ προκαλοῦν τὴ λογική τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀντίθετα μὲ τὸ ἐπιστημονικό του κοσμοείδωλο. Σὲ κανένα ἰατρικὸ βιβλίο δὲν φαίνεται ἡ σχέση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια, οὔτε βέβαια τῆς θεραπείας μὲ τὴ σωτηρία. Ὡστόσο κανεὶς γιατρὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ ὅτι ἡ ἁμαρτία, ὡς καταπάτηση τῶν νόμων τῆς ζωῆς καὶ τῶν ὁρίων τῆς φύσεως, ἀποτελεῖ ξένο σῶμα στὸν ὀργανισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι βάρος τὸ ὁποῖο πιέζει τὴν ψυχή, ἀμβλύνει τὴν ἀντοχή της καὶ ὁδηγεῖ στὴν ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ἀσθένεια καὶ μέσα ἀπ' αὐτὴ στὸ βιολογικὸ θάνατο. Συμπεραίνει λοιπὸν κανεὶς ὅτι τὸ φυσικὸ κακὸ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἠθικό, ποὺ εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν πόνων καὶ τῶν θλίψεων τοῦ κόσμου.

Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἐξετάζει τὰ ἐξωτερικὰ αἴτια ποὺ προκαλοῦν μία ἀσθένεια. Δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὰ βιολογικὰ αἴτια καὶ τοὺς ἰατρικοὺς τρόπους θεραπείας, τοὺς ὁποίους ἐπιβάλλεται νὰ ἐρευνᾶ ἡ ἐπιστήμη βελτιώνοντας τὴ φυσικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πίστη δὲν ὑποκαθιστᾶ τὴν ἐπιστήμη, οὔτε ἡ ἐπιστήμη καταργεῖ τὴν πίστη, γι' αὐτὸ καὶ στὴν πραγματικότητα δὲν συγκρούονται ποτέ. Ὅταν καὶ οἱ δύο λειτουργοῦν σωστά, βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀνορθώνεται ἀπὸ τὴν πτώση. Ἡ ἐπιστήμη, ὡς δυνατότητα τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει βέβαια κάποια ὅρια. Ὅμως πέρα καὶ πάνω ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὅρια ἀρχίζει ὁ ἀπέραντος χῶρος τῆς πίστεως. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἐμβαθύνει στὴ ρίζα τοῦ πόνου, τῆς ἀρρώστιας καὶ τοῦ θανάτου ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ διατάραξη τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀπάντηση στὸ πῶς προῆλθε τὸ κακὸ στὸν κόσμο καὶ στὸ πῶς μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ὀντολογικά.



Ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ στὴν ἀρρώστια καὶ τὴ θεραπεία

Ὁ Χριστὸς δὲν μιλᾶ πουθενὰ γιὰ τὴν οὐσία τῆς ἁμαρτίας, τὴν προϋποθέτει ὅμως στὸ κήρυγμά του σὰν μιὰ φοβερὴ καθημερινὴ πραγματικότητα ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἐπικράτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὅσο διαρκεῖ ὁ σημερινὸς κόσμος, ἡ ἀνθρωπότητα θὰ συνεχίζει νὰ ὑφίσταται τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι καὶ ἡ ἀσθένεια. Ἡ ἁμαρτία γίνεται πρόξενος θλιβερῶν συνεπειῶν γιὰ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως. Ὅλοι γνωρίζουμε πόσο συχνὰ δοκιμάζεται ἡ ζωή μας ἀπὸ τὸ ἄγχος, τὴν ἀγωνία, τὸ φόβο, τὴν ἀνασφάλεια, τὴν ἐσωτερικὴ διάσπαση καὶ διάσταση· μία πνευματικὴ καὶ σωματικὴ κατάσταση ἀρρώστιας καὶ φθορᾶς. Μόνο μέσα σ' αὐτὴ τὴν ὀπτικὴ κατανοοῦμε τὴν ἐσωτερικὴ σχέση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

Ὁ Χριστός, καθὼς συναντᾶ τὸν ἄνθρωπο, ζεῖ τὰ δεινὰ καὶ τὴν τραγωδία ποὺ προκαλεῖ τὸ κακὸ στὴ ζωή του. Μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὰ θαύματά Του τὸν ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θεραπεύει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Τοῦ προσφέρει τὴ δυνατότητα νὰ ὑπερνικήσει τὸ κακὸ ποὺ εἶναι ριζωμένο μέσα του καὶ ἀποτυπώνεται γύρω του. Ἡ θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου συνυπάρχουν στὸ ἔργο καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Κυρίου. Ἡ σώζουσα δύναμη τῆς πίστεως καὶ ἡ θεραπευτικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ διοχετεύεται στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ μεταμορφώνει.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ ἀρρώστια παραμένει μία μεταπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτὸ καὶ κάθε θεραπεία, εἴτε εἶναι καρπὸς τῆς θαυματουργικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ εἴτε εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν κατορθωμάτων τῆς ἐπιστήμης, εἶναι μία νίκη τοῦ ἀνθρώπου ἐνάντια στὴ φθορά. Ἕνα ἀκόμη βῆμα, γιὰ νὰ παραταθεῖ τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς πάνω στὸ θάνατο μέχρι τὴν ὁριστικὴ ἐκμηδένισή του μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση στὴν αἰωνιότητα. Ἀμήν.

Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ



Δυό μέρες τοῦ ἔτους ἀφιερώνονται στή μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἡ δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί ἡ 14η Νοεμβρίου. Τή δεύτερη Κυριακή τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, πού ἔρχεται ὡς προέκταση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, γιορτάζεται ἡ νίκη τῆς διδασκαλίας του ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν ἀντιλήψεων τῶν ἀντιπάλων του. Στίς 14 Νοεμβρίου, τιμᾶται ἡ πρός τόν Κύριον ἐκδημία του. Ἡ δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν μᾶς θυμίζει περισσότερο τό λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ἡ 14η Νοεμβρίου μᾶς θυμίζει περισσότερο τή σιωπή του.

Στίς 14 Νοεμβρίου τοῦ 1359 ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πού λάμπρυνε γιά δωδεκάμισι χρόνια τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης καί καθοδήγησε μέ σοφία καί αὐταπάρνηση τούς πιστούς της σιώπησε ὁριστικά. Φορέας τῆς σιωπῆς του εἶναι τά ἱερά λείψανά του, πού ἀποτελοῦν μίαν ἀνεκτίμητη παρακαταθήκη γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης. Ἀλλά καί ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού διατηρεῖται ὡς σήμερα μέ τά πολυάριθμα συγγράμματά του, συχνά ἀναφέρεται στή σιωπή καί τήν ἡσυχία, πού μέ τόση ἐπιμέλεια ἄσκησε καί ὁ ἴδιος στή ζωή του ὡς ἡσυχαστής μοναχός.

Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος εἶναι πράγματα ἀντίθετα στήν καθημερινή μας ζωή. Ὁ λόγος διαλύει τή σιωπή. Καί ἡ σιωπή διακόπτει τό λόγο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἡσυχαστής ἦταν βασικά ἄνθρωπος τῆς σιωπῆς. Ἀπέφευγε τό λόγο, ὅπως ἄλλωστε καί τή συγγραφή. Ὁ ἴδιος σημειώνει ὅτι πολλοί μεγάλοι πατέρες τῆς ἐρήμου, μολονότι θά μποροῦσαν νά γράψουν σπουδαῖα καί ὠφέλιμα πράγματα, δέν τό ἔκαναν, γιά νά μή διακόψουν τήν σιωπή καί τήν κοινωνία τους μέ τό Θεό. Κατακρίνει μάλιστα τόν ἑαυτό του καί λέει ὅτι ὁ ἴδιος συνήθιζε νά γράφει, ὅταν ὑπῆρχε κάποια ἐπείγουσα ἀνάγκη. Καί γνωρίζουμε πόσο πολλά καί δυνατά κείμενα ἔγραψε, ὅταν ἡ ἀνάγκη αὐτὴ ἦταν ὁ κίνδυνος νά παραχαραχθεῖ ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία.

Ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ προφορικός καί ὁ γραπτός, εἶχε πάντοτε πλούσιο ἀντίκρυσμα στή σιωπή του. Καί ἡ σιωπή του δέν ἦταν συνέπεια παραιτήσεως ἤ ἀδιαφορίας, ἀλλά καρπός ἔντονης σπουδῆς καί κοινωνίας μέ τό Θεό Λόγο. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος γράφει: «Ἄμεινόν ἐστι σιωπᾶν καί εἶναι ἤ λαλοῦντα μή εἶναι».

Στήν καθημερινή μας ζωή συνδέουμε συνήθως τό λόγο μέ τήν ὕπαρξη καί τή σιωπή μέ τήν ἀνυπαρξία. Συχνά ὅμως ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι κενός καί φανερώνει μία οὐσιαστική ἀνυπαρξία. Δέ χρειάζεται ἄλλωστε νά εἶναι κανείς ψεύτης ἤ φλύαρος, γιά ν’ ἀποδειχθεῖ ὁ λόγος του κενός. Καί μόνο τό ὅτι εἶναι θνητός, καί ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τό ἔσχατο ὅριο τῶν δυνάμεών του, φανερώνει τήν ἀβεβαιότητα καί τήν οὐσιαστική κενότητα τοῦ λόγου του.

Παράλληλα ὅμως ὁ κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει μεγάλη ἀξία, ὅταν διαθέτει ἀντικρυσμα στή σιωπή. Ἀκόμα περισσότερο, ὁ κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει τεράστια ἀξία, ὅταν εἶναι λόγος σιωπῆς. Τά λόγια πού ἀπευθύνει ὁ πατέρας στό παιδί του ἔχουν τό ἀντίκρυσμα καί τήν ἀξία τους, ὅσο ζεῖ ὁ πατέρας καί ἀκούει τό παιδί. Ἡ σιωπηρή ὅμως παρουσία τοῦ πατέρα στήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ του, ὡς παρουσία ἀγάπης, εἶναι πολύ πιό εὔγλωττη καί πολύ πιό οὐσιαστική ἀπό τά λόγια πού ἀκούει ἀπό τό στόμα του. Καί αὐτό, γιατί ἡ ἀγάπη μεταφέρει τόν ἄνθρωπο σέ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο πού βρίσκεται πέρα ἀπό τό θάνατο. «Ἠμεῖς οἴδαμεν», λέει ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἐμεῖς δηλαδή γνωρίζουμε, «ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τούς ἀδελφούς• ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν μένει ἐν τῷ θανάτῳ».

Ἡ ἀγάπη δίνει στόν ἄνθρωπο τήν ἐμπειρία τῆς διατηρήσεως τῆς ζωῆς του πέρα ἀπό τήν ἀτομικότητά του. Ἡ ἀγάπη δίνει στόν ἄνθρωπο μία αἴσθηση τῆς ἀθάνατης ζωῆς, τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό εἶναι φυσικό, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.

Ἡ ἀληθινή ὅμως ἀγάπη δέ διατυπώνεται μέ λόγια. Καί ἡ οὐσία της δέν περιορίζεται σέ φραστικά σχήματα. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη ἐκφράζεται περισσότερο μέ τή σιωπή. Ἡ σιωπή εἶναι συχνά ἡ πιό ἔντονη κραυγή. Αὐτό τό βλέπουμε προπαντός στόν ἡσυχασμό. Ἡ σιωπή τοῦ ἡσυχαστῆ εἶναι κραυγή ἀγάπης. Ὅπως καί ἡ ἀπομόνωσή του εἶναι ἐντατικοποίηση τῆς κοινωνίας του μέ τό Θεό.

Ζώντας στόν κόσμο καί διατηρώντας ἀκέραιο τόν ἐγωισμό μας ἀδυνατοῦμε συνήθως νά γνωρίσουμε καί νά ζήσουμε τήν ἀληθινή ἀγάπη. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη βγαίνει ἀπό τήν σιωπή καί τήν ταπείνωση. Ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἅγιος Φιλόθεος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περιγράφοντας τή ζωή καί τίς ἀρετές τοῦ ἁγίου στά ἡσυχαστήρια τοῦ Ἄθω, σημειώνει σχετικά τά ἑξῆς: «Ταπείνωσις ἦν αὐτῷ ἀκρότατη, καί ἡ πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον, ἥ φησίν ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ἀνυπόκριτος ἐκ καρδίας ἀγάπη, τά πρῶτα καί μέσα καί τελευταῖα τῶν ἀρετῶν ἐρείσματα καί στοιχεῖα».

Καί πραγματικά μόνο μέ ἀκρότατη ταπείνωση μπορεῖ νά ὑπάρξει ἡ ἀνυπόκριτη καί «ἐκ καρδίας ἀγάπη» πρός τό Θεό καί τό συνάνθρωπο. Αὐτὴ τήν ἀγάπη, πού τόσο σπανίζει στήν καθημερινή μας ζωή, καλλιέργησε ὁ ἡσυχαστής Γρηγόριος Παλαμᾶς στά ἐρημητήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους μέ τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Ἡ ἴδια ἀγάπη τόν ἔφερε ἀργότερα στή μητρόπολη τῆς Θεσσαλονίκης καί τόν ἔκανε στήριγμα καί διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἀγάπη πού καλλιέργησε στή σιωπή. Ἡ ἀγάπη πού θεμελίωσε στήν ταπείνωση καί τόν ἀφανισμό τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ ἀγάπη πού ἔδειξε, ὅταν χρειάστηκε, μέ τούς ἔντονους ἀγῶνες καί τήν ἀκατάβλητη δράση του.

Πολλές φορές ἀκοῦμε καί εὐσεβεῖς ἀκόμα Χριστιανούς νά λένε: Τί κάνουν αὐτοί οἱ μοναχοί στά ἐρημητήριά τους; Τί νόημα ἔχει ἡ ἀπόκοσμη ζωή τους; Ποιό εἶναι τό κοινωνικό ἔργο τους, ὅταν βρίσκονται μακριά ἀπό τούς ἀνθρώπους; Ποιά εἶναι ἡ ἀρετή τους, ὅταν φροντίζουν μόνο γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τους;

Καί εἶναι φυσικό νά διατυπώνονται τά ἐρωτήματα αὐτά, ὅταν ἀντιμετωπίζεται ὁ ἄνθρωπος ὡς μέσο γιά κάποιο σκοπό. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζεται ὡς αὐτοαξία, τότε τά πράγματα τοποθετοῦνται διαφορετικά. Ἔτσι ἀντιμετωπίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ἡσυχαστή. Αὐτήν τήν εἰκόνα γιά τόν ἄνθρωπο εἶχε καί ἐνσάρκωσε στή ζωή του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη σάρκα, ἡ φθαρτή καί θνητή, πού τόσο ὑπωπιάζει καί δουλαγωγεῖ ὁ μοναχός ἔχει ἀνείπωτη ἀξία γι’ αὐτόν, ὅπως καί γενικότερα γιά τήν Ὀρθοδοξία, γιατί καταξιώθηκε ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος. Ἔγινε λοιπόν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γιά νά δείξει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει μία τέτοια συγγένεια μέ τό Θεό, ὥστε νά μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μαζί του σέ μία ὑπόσταση. Ἔγινε ἄνθρωπος, «ἵνα τίμησῃ τήν σάρκα καί αὐτήν τήν θνητήν».

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἡ ἀπόκοσμη ζωή τοῦ ἐρημίτη δέν εἶναι ἀπόλυτη ἀλλά σχετική. Στή σιωπή τῆς ἐρήμου ὁ μοναχός ἐξασφαλίζει μεγαλύτερο βαθμό ἐλευθερίας καί ἀποφεύγει τίς πολλαπλές καί ἀδιόρατες κοινωνικές δεσμεύσεις. Ἔτσι μπορεῖ νά βρίσκεται ψυχικά πολύ πιό κοντά στόν ἄνθρωπο, καί νά καλλιεργεῖ πραγματική καί ἀνυπόκριτη ἀγάπη γι’ αὐτόν. Μέ τή φυγή στήν ἔρημο καί τή στέρηση τῆς συναναστροφῆς μέ τόν κόσμο ἐνισχύει καί μεγιστοποιεῖ ὁ μοναχός τήν κοινωνικότητά του. Γι’ αὐτό καί μπορεῖ σέ ὁποιαδήποτε στιγμή νά δώσει τή μαρτυρία τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης στόν κόσμο. Αὐτό ἀποδεικνύει ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτό φανερώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁ ἐρημίτης καί ἱεράρχης, ὁ ἡσυχαστής καί κῆρυξ τῆς χάριτος.

Τό νόημα τοῦ λόγου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ βρίσκεται στή φύση τῆς σιωπῆς του. Γνώριζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ὅσο μιλοῦσε δέ βρισκόταν ἀκόμα ἐκεῖ πού ποθοῦσε. Τώρα πού σιωπᾶ βρίσκεται ἐκεῖ καί ὑπάρχει πραγματικά, γιατί βρίσκεται καί ὑπάρχει ἐν Κυρίῳ. Ἡ ζωή τῶν ἁγίων εἶναι ὁ Χριστός. Καί ἡ δική μας ζωή εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό ἄλλωστε λεγόμαστε Χριστιανοί. Ὁ χριστιανισμός -κι ἐπειδή σημειώθηκαν παραφθορές τοῦ Χριστιανισμοῦ – ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν καί εἶναι ἡ πραγματική μας ταυτότητα. Μέ τήν Ὀρθοδοξία ταυτίστηκε ἡ ἱστορία μας καί ἡ ὕπαρξή μας.

Ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦρθε στήν Θεσσαλονίκη καί βρῆκε τούς κατοίκους τῆς διχασμένους ἀπό τό κίνημα τῶν ζηλωτῶν, τούς κάλεσε μέ τήν πρώτη ὁμιλία του σέ εἰρήνη καί ἑνότητα λέγοντάς τους: Ἀδέλφια εἴμαστε ὅλοι ὄχι μόνο ὡς ἄνθρωποι, ἀλλά καί ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κοινή εἶναι ἡ πίστη μας, κοινή ἡ ἐλπίδα μας, κοινός Πατέρας μας ὁ Χριστός, κοινή μητέρα μας ἡ Ἐκκλησία. Καί ὅπως μᾶς πληροφορεῖ καί πάλι ὁ βιογράφος του ἅγιος Φιλόθεος, «τούς ὑβριστὰς ἑαυτοῦ καί πολεμιωτάτους καί στασιαστὰς πρότερον, φίλους ἐκ τῆς ὁμιλίας εὐθύς ἐκείνης εἰργάσατο».

Ἔτσι ἡ πίστη στό Χριστό, ἡ πίστη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἕνωσε καί πάλι τούς Θεσσαλονικεῖς. Αὐτή ἡ πίστη ἦταν ἡ ταυτότητα τοῦ γένους μας. Σ’ αὐτήν τήν πίστη στήριξε τήν ἑνότητά του. Μέ αὐτήν τήν πίστη ὑπέμεινε τή μακραίωνη σκλαβιά καί ξανακέρδισε τή λευτεριά του. Καί στή συνέχεια, -ἐλεύθεροι ἀπό ξένους-δεσπότες κινδυνεύουμε νά χάσουμε τήν ταυτότητά μας μέ τίς ξενομανίες μας καί τίς ξενόφερτες ἰδεολογίες μας. Εἶναι ἀπελπιστικό, καί ὅμως ἀληθινό, ὅτι οἱ λεγόμενες προηγμένες κοινωνίες τείνουν νά ἔχουν ὡς μοναδική ταυτότητά τους μία καλύτερα ἤ χειρότερα ὀργανωμένη καί ἱεραρχημένη γραφειοκρατία, χωρίς αἴσθημα καί ἀγάπη, χωρίς νόημα καί σκοπό.

Ἔτσι ἀνοίγεται μία πορεία, πού τέρμα της ἔχει τόν μονοδιάστατο ἄνθρωπο καί τή μονοδιάστατη κοινωνία. Ἕνας τέτοιος ὅμως ἄνθρωπος παύει νά εἶναι ἄνθρωπος. Καί μία τέτοια κοινωνία παύει νά εἶναι ἀνθρώπινη κοινωνία. Ἄν δέ θέλουμε ν’ ἀφήσουμε νά μεταπέσει ἡ ταυτότητά μας σέ ληξιαρχική πράξη θανάτου, πρέπει νά διατηρηθοῦμε ἑνωμένοι μέ τίς ρίζες μας. Καί δόξα τῷ Θεῶ στόν τόπο μας εἶναι αὐτό ἀκόμα δυνατό. Ἡ ἴδια ἡ ἀδυναμία πού δείχνουμε νά συμμορφωθοῦμε καί νά ταυτιστοῦμε μέ μία ἄψυχη γραφειοκρατία, ἀδυναμία πού εἶναι ἐμφανής σέ ὅλες τίς μορφές τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς, βεβαιώνει τήν ἀλήθεια αὐτή. Βεβαιώνει ὅτι κάπου ἀλλοῦ ἀναζητοῦμε τήν ταυτότητά μας. Καί αὐτό τό κάπου ἄλλου δέν εἶναι δύσκολο νά τό βροῦμε, ὅσο διατηροῦμε τό λόγο τῶν ἁγίων μας καί τιμοῦμε τή σιωπή τῶν λειψάνων τους.

Ἡ θεραπεία τοῦ Παραλύτου ἐν Καπερναούμ


 


(Ματθ. 9,1-8. Μάρκ. 2.1-12. Λουκ.. 5,17-26)


Ὁ Κύριος συνεκρούσθη ἐν Ἱερουσαλήμ μετά τῆς ἱερατικῆς τάξεως πρώτην φοράν κατά τό πρῶτον Πάσχα τοῦ δημοσίου Του βίου καί κατόπιν ἐν τῇ ὑπαίθρῳ χώρᾳ τῆς Ἰουδαίας μετά τῶν Φαρισαίων, ὅτε εὑρίσκετο ἐν τῇ Αἰνών μετά τῶν μαθητῶν Του πλησίον τοῦ Ἰορδάνου. Ἡ θεραπεία ὅμως τοῦ παραλυτικοῦ ἐν Καπερναούμ καί ἡ κλῆσις τοῦ Λευΐ θά παράσχωσιν εἰς τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους τήν ποθητήν τῶν εὐκαιρίαν νά συγκρουσθῶσι καί ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ μέ τόν Ἰησοῦν. Αὕτη ἔγινεν οὕτως.

Ὁ Κύριος μετά τήν ἐπάνοδόν Του ἐκ τῆς χώρας τῶν Γεργεσηνῶν κατά τόν Ματθαῖον ἤ μετά τήν πρώτην μεγάλην περιοδείαν ἀνά τήν Γαλιλαίαν καί ἑπομένως μετά τήν θεραπείαν τοῦ λεπροῦ κατά τόν Μᾶρκον καί Λουκᾶν—τό δεύτερον πιθανώτερον—«εἰσῆλθεν εἰς Καπερναούμ δι' ἡμερῶν καί ἠκούσθη, ὅτι εἰς οἶκον ἐστί»· ἔρχεται εἰς Καπερναούμ κρυφίως ὅπου ἔμεινεν ἡμέρας τινας χωρίς νά γίνῃ ἀντιληπτός ὑπό τοῦ λαοῦ καί εἰσέρχεται εἴς τινα οἶκον, ἴσως τοῦ Πέτρου. Ἡ κρυφή αὕτη εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ εἰς Καπερναούμ σκοπεῖ, ὡς φαίνεται, τήν διόρθωσιν τῶν παρά τήν θέλησίν Του παρά τοῖς Ἰουδαίοις διά τῆς ἀδιακρισίας τοῦ λεπροῦ ἐξαφθεισῶν πολιτικῶν Μεσσιακῶν ἰδεῶν. Ἀλλά δέν ἠδυνήθη νά διαφύγῃ καί ἐκεῖ τήν προσοχήν τοῦ λαοῦ ὁ Ἰησοῦς, οὔτε δέ καί ἦτο πρέπον νά διατηρῇ Ἑαυτόν πάντοτε ἐν ἀφανείᾳ, ἀφοῦ ὁ σκοπός Αὐτοῦ ἦτο ἡ δημοσία ἀποπεράτωσις τοῦ ἔργου Του. Ἐκεῖ λοιπόν μετά τινας ἡμέρας ἐγένετο γνωστός. «Συνήχθησαν πολλοί» ἄνθρωποι «ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδέ τά πρός τήν θύραν» ἦτο τόσος ὁ συνωστισμός, ὥστε ὄχι μόνον ἐντός τῆς οἰκίας δέν ὑπῆρχε χῶρος κενός ἀλλά οὔτε καί εἰς τήν θύραν «καί ἐλάλει αὐτοῖς τόν λόγον» ἐκήρυττε τόν λόγον τοῦ Θεοῦ. Μεταξύ τῶν ἀκροατῶν, οἵτινες εἶχον πληρώσει ὅλον τόν χῶρον τοῦ ἰσογείου καί πτωχικοῦ σπιτιοῦ ἦσαν «καθήμενοι Φαρισαῖοι καί νομοδιδάσκαλοι, οἵ ἦσαν ἐληλυθότες ἐκ πάσης κώμης τῆς Γαλιλαίας καί Ἰουδαίας καί Ἱερουσαλήμ» οἱ «Νομοδιδάσκαλοι» ἤτοι Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ἦλθον ἐκ πολλῶν πόλεων τῆς Γαλιλαίας, Ἰουδαίας καί Ἱερουσαλήμ.Ὁ σκοπός τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν ἑπομένων, ἦτο νά εὕρωσιν εὐκαιρίαν νά κατηγορήσωσι τόν Ἰησοῦν.

Ἐνῶ λοιπόν ὁ Κύριος ἐκήρυττε καί «δύναμις Κυρίου ἦν εἰς τό ἰᾶσθαι αὐτούς» καί δύναμις τοῦ Θεοῦ ἦτο ἡ ὁποία ἐθεράπευε τούς ἀσθενεῖς, ὁ δέ λαός συνωστίζετο νά ἀκούσῃ Αὐτόν, αἴφνης «ἔρχονται πρός Αὐτόν, παραλυτικόν φέροντες, αἰρόμενον ὑπό τεσσάρων». Φέρεται ἄνθρωπος παραλυτικός ἐπί φορείου ὑπό τεσσάρων ἀνθρώπων. Οἱ τέσσαρες οὗτοι ἄνδρες ἐζήτησαν κατ' ἀρχάς «εἰσενεγκεῖν καί θεῖναι ἐνώπιον Αὐτοῦ» νά εἰσέλθουν εἰς τόν οἶκον καί νά τοποθετήσουν τόν παράλυτον εἰς τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ «καί μή εὑρόντες ποίας εἰσενέγκωσιν αὐτόν» μή εὑρόντες διά ποίας ὁδοῦ νά εἰσαγάγωσιν αὐτόν ἕνεκεν τοῦ συνωστισμοῦ τοῦ ὄχλου, ἀνεβίβασαν αὐτόν διά τῆς ἐξωτερικῆς κλίμακος τῆς φερούσης εἰς τό δῶμα εἰς τό κοινῶς λιακωτό. Ἡ στέγη δηλαδή εἰς τά σπίτια τῆς Παλαιστίνης τότε ἦτο ἐπίπεδος κατεσκευασμένη μέ κλάδους ἤ καλάμια καί ἕνα στρῶμα λάσπης. Ἐνιαχοῦ και ἐνίοτε ἔφερεν αὕτη καί κεραμίδια, ὡς ἐν τῇ προκειμένῃ περιπτώσει· «ἀναβάντες ἐπί τό δῶμα ἀπεστέγασαν τήν στέγην καί ἐξορύξαντες, διά τῶν κεράμων χαλῶσι τόν κράββατον, ὅπου ὁ παραλυτικός κατέκειτο˙ καθῆκαν αὐτόν σύν τῷ κλινιδίῳ εἰς τό μέσον ἔμπροσθεν τοῦ Ἰησοῦ. Ἀναβιβάσαντες δηλαδή οἱ τέσσαρες τόν παράλυτον ἐπί τοῦ δώματος τῆς ὀροφῆς καί ἐπισημάναντες ἐκ τῆς φωνῆς τοῦ κηρύττοντος, κάτωθεν ποίου μέρους τῆς στέγης εὑρίσκεται ὁ λαλῶν Ἰησοῦς, ἀπεστέγασαν τό μέρος ἐκεῖνο τῆς στέγης τόσον, ὅσον θά ἐχρειάζετο νά διέλθῃ τό ξυλοκράβατον, ἐπί τοῦ ὁποίου εὑρίσκετο ἀκίνητος ὁ παράλυτος. Μετά ταῦτα κατεβίβασαν διά τῆς ὀπῆς ταύτης τόν ἀσθενῆ ἐμπρός εἰς τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ πρᾶξις αὕτη τῶν τεσσάρων αὐτῶν φορέων τοῦ κραββάτου καί ἡ συγκατάθεσις τοῦ παραλυτικοῦ εἰς τοῦτο δεικνύουσι πίστιν πρός τόν Σωτῆρα θερμήν καί ἡ ἀνταμοιβή δέν θά βραδύνῃ νά δοθῇ εἰς αὐτούς ὑπό τοῦ Σωτῆρος.

Ὁ Κύριος ἰδών τήν πίστιν τοῦ παραλυτικοῦ καί τῶν βασταζόντων, οἱ ὁποῖοι ὑπεβλήθησαν εἰς τόν κόπον τῆς διά τῆς στέγης καταβιβάσεως τοῦ ἀσθενοῦντος εἰς τά πόδια Του, καί διαγνώσας τήν ἠθικήν αἰτίαν τῆς παραλυσίας καί τήν δειλίαν τοῦ προκειμένου παραλυτικοῦ, ἄν θά συγχωρηθῇ διά τάς ἁμαρτίας του, συγχωρεῖ ἐν πρώτοις τήν ρίζαν τοῦ κακοῦ ἐκείνου, τήν ἁμαρτίαν λέγων: «Θάρσει τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Θάρρος, τέκνον μου! Συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι σου. Εἰς τό ἄκουσμα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ παραλυτικοῦ «Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καί διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν», μερικοί ἐντόπιοι Γραμματεῖς καί Ἱεροσολυμῖται Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο ἐκεῖ, ἐσκανδαλίσθησαν καί ἤρχισαν νά σκέπτωνται περί τοῦ Ἰησοῦ «τίς ἐστίν οὗτος, ὅς λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ¨ἁμαρτίας, εἰ μή μόνος ὁ Θεός;». Τίς εἶναι οὗτος, ὁ ὁποῖος βλασφημεῖ ὡς ἀφαιρῶν τό δικαίωμα τοῦ συγχωρεῖν ἁμαρτίαις ἀπό τόν Θεόν, εἰς τόν ὁποῖον μόνον ἀνήκει, καί ἴδιον ποιῶν αὐτό; Τήν σκέψιν των αὐτήν δέν ἐτόλμησαν βεβαίως νά ἐκφράσωσι καί δημοσίᾳ, διότι τό πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ ἐβάρυνεν εἰς τάς συνειδήσεις τῶν ἀκροατῶν λόγῳ τῶν προηγουμένων θαυμάτων Του.

Ὁ Κύριος ὅμως «ἐπιγνούς τῷ πνεύματι αὐτοῦ» ἀναγνώσας διά τοῦ ἰδίου πνεύματος, μόνος του, τάς πονηράς αὐτῶν σκέψεις, ὡς Θεός πού ἦτο, καί ἀποδεικνύων διά τῆς γνώσεως ταύτης τοῦ ἐσωτερικοῦ των κόσμου, ὅτι εἶναι καρδιογνώστης Θεός ἅμα δέ ἐλέγχων τήν κακίαν των λέγει εἰς αὐτούς˙ «τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» διατί σκέπτεσθε σκέψεις πονηράς διά τό ἄτομόν Μου; «Τί ἐστί εὐκοπώτερον» τί εἶναι εὐκολώ-τερον νά εἴπω; «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι ἤ εἰπεῖν ἔγειρον ἆρον τόν κραββατόν σου και περιπάτει;» Βεβαίως εὔκολα καί δύσκολα ἀμφότερα. Εὔκολα μέν, ἄν περιορισθῶμεν εἰς τό«εἰπεῖν», δύσκολα ὅμως ἄν ἀποβλέψωμεν εἰς τά γεγονότα εἰς τήν πραγματοποίησιν. Τό πρῶτον ἀσφαλῶς δι’ ἕνα ἀπατεῶνα εἶναι εὐκολώτερον, διότι ἡ πραγματοποίησις τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν ὡς ἀόρατος εἶναι καί ἀνεξέλεγκτος. Ἐνῷ ὅμως τό δεύτερον, ἡ θεραπεία τοῦ παραλύτου δύναται νά ἐλεγχθῇ διά τῆς πραγματοποιήσεως ἤ μή. Ὥστε ἄν ἐγώ εἶμαι δυνατός εἰς τό δεύτερον, τό ὁρατόν, εἰς τήν ἀποκατάσταοιν δηλαδή τῆς ὑγείας τοῦ προκειμένου παραλυτικοῦ, θά εἶμαι ἀξιόπιστος καί διά τό πρῶτον, τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν, διά τήν ὁποίαν σκανδαλίζεσθε. Ὁ Κύριος ἀναμένει ἐπί τι χρονικόν διάστημα ἀπάντησιν ἀπό τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους. Ἀλλά οὗτοι σιωπῶσιν ἐκπλαγέντες ἴσως ἐκ τῆς διαγνώσεως τοῦ ψυχικοῦ των κόσμου ὑπό τοῦ Ἰησοῦ.

Κατόπιν ἀπευθύνεται πάλιν πρός αὐτούς καί λέγει˙ «ἵνα δέ εἰδῆτε, ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπί τῆς γῆς ἁμαρτίας, λέγει τῷ παραλυτικῷ˙ Σοί λέγω, ἔγειραι καί ἆρον τόν κράββατόν σου καί ὕπαγε εἰς τόν οἶκον σου». Διά νά μάθετε, ὅτι ἐγώ ὡς Υἱός ἀνθρώπου ἔχω λάβει τήν ἐξουσίαν (ὡς Θεός τήν ἔχω) τοῦ νά συγχωρῶ ἁμαρτίας ἐπί τῆς γῆς - μετά τήν ἀνάστασιν ἔλαβεν ἐξουσίαν ἐπί γῆς καί οὐρανοῦ - λέγει τῷ παραλυτικῷ ἔγειρε, λάβε τόν κραββατόν σου καί περιπάτει˙ «παραχρῆμα ἀναστάς ἐνώπιον αὐτῶν, ἄρας ἐφ’ ᾧ κατέκειτο, ἀπῆλθεν εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ, δοξάζων τόν Θεόν». Πάραυτα ὁ παράλυτος ἔγινεν ὑγιής καί λαβών τόν κραββατόν ἐπ' ὤμων ὡς σημεῖον τοῦ θαύματος μετέβη εἰς τόν οἶκον του διελθών διά τοῦ πλήθους ὑμνῶν τόν Θεόν. Τοῦτο ἀπεστόμωσε χωρίς νά πείσῃ ὅμως τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους. Εἰς τόν λαόν δέ ἔκαμε μεγάλην,ὡς ἦτο ἑπόμενον κατάπληξιν, ὥστε «ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας» ἐξεπλάγησαν ὅλοι «καί ἐδόξαζον τόν Θεόν καί ἐπλήσθησαν φόβου, ἐδόξαζον τόν Θεόν καί ἐφοβήθησαν πολύ «λέγοντες, ὅτι εἴδομεν παράδοξα σήμερον». Παράδοξα ἀπίστευτα πράγματα εἴδομεν σήμερον. «Οὕτως οὐδέποτε εἴδομεν». Τοιαῦτα πράγματα οὐδέποτε εἴδομεν.

«Οἱ ὄχλοι ἐφοβήθησαν». Φόβος δέ θρησκευτικός προερχόμενος ἐκ τῆς συγχωρήσεως ἁμαρτιῶν καί ἐκ τῆς συναισθήσεως τῆς ἁμαρτωλῆς των καταστάσεως ἐμπρός εἰς τήν ἐνσάρκωσιν τῆς θείας δικαιοσύνης κατέλαβε τόν λαόν. Ὁ φόβος ὅμως αὐτός δέν ἦτο μόνος, συνωδεύετο καί ὑπό δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. «Και ἐδόξασαν τόν Θεόν τόν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις». Καί ἐδόξασαν τόν Θεόν, διότι ἔδωκε τοιαύτην δύναμιν εἰς ἄνθρωπον, τόν Ἰησοῦν.


Θέμα: Ὁ Κύριος εἶναι φῶς, ἔλεγχος, θεραπεία

Τρεῖς εἶναι ἐκεῖνοι, μετά τῶν «ὁποίων ἔρχεται εἰς ἐπαφήν ὁ Χριστός κατά τό Εὐαγγέλιον τοῦ παραλυτικοῦ. Εἶναι ὁ λαός, τόν ὁποῖον διδάσκει, οἱ Φαρισαῖοι τούς ὁποίους ἐλέγχει καί ὁ παράλυτος, τόν ὁποῖον θεραπεύει. Καί εἰς τούς τρεῖς αὐτούς ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτόν τους κατά τρεῖς διαφόρους τρόπους, διότι τόν μεν λαόν φωτίζει, τούς δέ Φαρισαίους ἐλέγχει, τόν δέ παραλυτικόν θεραπεύει. Ἄς ἴδωμεν τό φῶς, τόν ἔλεγχον και τήν θεραπείαν τοῦ Κυρίου καί κατόπιν τόν ἑαυτόν μας ὑπό τά τρία αὐτά πράγματα:

Αον˙ Ὁ Χριστός κατά τήν Εὐαγγελικήν περικοπήν. Τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου πρός τόν λαόν δεν ἦτο κήρυγμα ἀστρονομικόν ψυχολογικόν ἤ ἄλλο τι ἱκανοποιοῦν τήν γνῶσιν. Ὁ Κύριος δια τοῦ κηρύγματός Του ὡδήγει τούς ἀκροατάς Του εἰς συναίσθησιν τοῦ ἑαυτοῦ των. Εἰς συναίσθησιν τοῦ ἑαυτοῦ των ὁδηγεῖ καί ὁ ἔλεγχος πρός τούς Φαρισαίους. «Τί διαλογισμοί ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» λέγει ὁ Κύριος πρός τούς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ἐσκέπτοντο βλασφήμους σκέψεις κατά τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός ἐλέγχων τάς πονηράς σκέψεις τῶν Φαρισαίων ἀποκαλύπτει αὐτάς. Μέ τήν ἀποκάλυψιν αὐτῶν κάμνει τάς σκέψεις ταύτας περισσότερον αἰσθητάς εἰς τούς Φαρισαίους.

Ὁ Κύριος δέν φωτίζει μόνον διά τοῦ λόγου Του καί δέν ἐλέγχει μόνον τούς Φαρισαίους, ἀλλά θεραπεύει καί τόν παραλυτικόν. Καί ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ εἶναι ἕνα ξεσκέπασμα τοῦ ἑαυτοῦ του εἰς τά μάτια τοῦ ἰδίου καί εἰς τά μάτια τῶν ἄλλων. Τό ξεσκέπασμα αὐτό γίνεται κατά τόν ἑξῆς τρόπον. Ὁ παράλυτος, οἱ Φαρισαῖοι καί ὁ κόσμος ἐνόμιζον, ὅτι ὁ παράλυτος ἦτο ἀσθενής μόνον σωματικῶς. Ὁ Κύριος ὅμως λέγων εἰς αὐτόν ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι πρῶτον καί ἔπειτα ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει, δεικνύει, ὅτι ὁ παράλυτος δέν ἦτο ἀσθενής μόνον κατά τό σῶμα. Ἐκτός αὐτοῦ θεραπεύων πρῶτον τήν ἁμαρτίαν καί ἔπειτα τήν παραλυσίαν δεικνύει, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ αἰτία τῆς παραλυσίας ἡ δέ παραλυσία εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Τήν διπλήν νόσον τοῦ παραλυτικοῦ καί τήν προτεραιότητα τῆς ψυχικῆς νόσου ἀπό τήν σωματικήν ἠγνόουν ὄχι μόνον ὁ λαός καί οἱ Φαρισαῖοι ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ παραλυτικός. Ὁ Κύριος ὅμως τώρα διά τῆς θεραπείας ξεδιπλώνει τό νόσημα τοῦ παραλυτικοῦ εἰς τά μάτια ὅλων.

Καί οἱ τρεῖς οὗτοι τρόποι, διά τῶν ὁποίων ὁ Κύριος ξεδιπλώνει τάς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων ἔχουσι μεγάλην σχέσιν μεταξύ των. Τό φῶς δηλαδή τοῦ κηρύγματός Του πρός τόν λαόν εἶναι ταυτοχρόνως ἔλεγχος καί θεραπεία. Ὁ ἔλεγχός Του πρός τούς Φαρισαίους εἶναι ταυτοχρόνως φῶς καί θεραπεία. Ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ εἶναι ἐπίσης ταυτοχρόνως φῶς καί ἔλεγχος. Φῶς μέν, διότι δεικνύει τήν σχέσιν ψυχικῆς καί σωματικῆς νόσου, εἶναι δέ καί ἔλεγχος, διότι φαίνεται, ὄτι ἐκ τῶν ¨ἁμαρτιῶν του ἔγινε παράλυτος.


Βον'. Ὁ Χριστός εἰς τήν ζωήν μας. Πόσα διδάγματα ! Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι καί δι' ἡμᾶς φῶς, ἔλεγχος καί θεραπεία καί ἰδού πῶς. Καί ἡμεῖς ἐντοπίζομεν τό κακόν πρός τά ἔξω. Νεῦρα, ἰδιοσυγκρασία, κοινωνία, πρόγονοι καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός προβάλλονται ὡς φορεῖς τοῦ κακοῦ μας. Θυμώνω, διότι ἔχω νεῦρα, λέγει τις. Ἔχω νεῦρα, διότι εἶμαι ζωηρός, ἔχω ἰδιοσυγκρασίαν αἱματώδη λέγουν ἄλλοι. Εἶμαι κακός, διότι μέ ἀναγκάζει τό περιβάλλον. Ὁ ἀδελφός, ὁ ἐξάδελφος, ὁ ἀνεψιός, ὁ συνάδελφος, ὁ προϊστάμενος μέ ἀναγκάζουν νά εἶμαι κακός. Κλέπτω, ὁρκίζομαι, ὀργίζομαι κατακρίνω, διότι ἡ κοινωνία ἐχάλασεν ἰσχυρίζεταί τις. Πλήν αὐτῶν οἱ γονεῖς μου, ὁ πάππος μου, ἡ μάμη μου, οἱ πρόγονοί μου μοῦ μετέδωκαν τό κακόν πού ἔχω, δέν πταίω ἐγώ δικαιολογοῦνται τινές. Αὐτή εἶναι ἡ φύτρα μου ἡ ρίζα μου. Ἄλλοι ὅμως προχωροῦν ἀκόμη μακρύτερα καί λέγουσι. Διατί ὁ Θεός νά μᾶς δημιουργήσῃ κατ' αὐτόν τόν τρόπον; Ἰδού οἱ νέοι Φαρισαῖοι καί παράλυτοι.

Ὁ λόγος ὅμως τοῦ Κυρίου εἴδομεν, ὅτι εἶναι φῶς ἔλεγχος καί θεραπεία, διότι ἐνετόπισε τό κακόν τοῦ παραλυτικοῦ, τῶν Φαρισαίων ἐντός αὐτῶν. Καί πράγματι! Τό κακόν εἶναι μέσα μας καί ὄχι ἔξω καί ἰδού πῶς. Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι κακοί, ὑπάρχει κληρονομική διάθεσις ὀλεθρία, ὑπάρχει Σατανάς. Εἶναι δέ τόσον τό ἐκτός ἡμῶν κακόν μεγάλον, ὥστε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει αὐτό κοσμοκράτορα τοῦ αἰώνος τούτου. Παρ' ὅλα ὅμως αὐτά μένει μέσα μας ἕνα περιθώριον μικρόν ἤ μέγα ἀναλόγως τοῦ ἀτόμου, εἰς τό ὁποῖον κινεῖται ἐλευθέρως ὁ ἄνθρωπος καί εἶναι ὑπεύθυνος διά τάς πράξεις του. Μέ τήν ἐλευθερίαν ταύτην ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀνώτερος τῶν ζῴων.

Καί ἑπομένως σύ, ὁ ὁποῖος προφασίζεσαι ὅτι τά νεῦρα σου εἶναι ἡ αἰτία τοῦ θυμοῦ σου, διατί δεν φροντίζεις μέ τήν θέλησίν σου καί τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ νά κατηρεμήσῃς; Ὑπῆρξαν ἄνθρωποι εὑερέθιστοι, οἱ ὁποῖοι διά τῆς θελήσεως των ἔγιναν ἀγνώριστοι. Λέγεις, ὅτι πταίει ἡ κοινωνία, εἰς τήν ὁποῖαν ζῇς. Ἀπάτη ! Κοινωνία εἶσαι σύ καί ἐγώ. Ἐάν αὐτό τό εἴπωμεν ὅλοι μας, ὅτι δηλαδή πταίει ἡ κοινωνία, ποῖος θά εἶναι τό θῦμα, καί ποῖος ὁ δράστης; Ποῖος πταίει, ὥστε ἐγώ νά εἶμαι θῦμα, ἀφοῦ καί ἐγώ εἶμαι μέλος τῆς κοινωνίας; Λέγεις πταίει ἡ κληρονομικότης. Ποῖος ὅμως ἐφυλακίσθη, διότι ὁ πάππος του ἦτο διαρρήκτης; Τέλος θέτεις τά πάντα ὡς αἴτιον τοῦ κακοῦ εἰς τόν Θεόν. Πόση ἀναίδεια!

Ὁ Χριστός ὅμως εἶναι φῶς, ἔλεγχος καί θεραπεία μέ τό κήρυγμά Του, σέ φωτίζει, δεν πταίουν τά νεῦρα σου ἀλλά τά πάθη σου. Δέν πταίει ἡ κοινωνία ἀπό τήν ὁποῖαν ἐπηρεάζεσαι, ἀλλά πταίεις σύ, διότι δέν ἐπηρεάζεις τόν κύκλον τῆς κοινωνίας σου.Ὁ Κύριος σέ φωτίζει, ὅτι ὅσην κληρονομικότητα καί ἐάν ἔχῃς, ἔχει τόσην δύναμιν ὁ Χριστός, ὥστε ἀπό τό ἀγκάθι δύναται νά ἐξέλθῃ ρόδον, ἀπό γονεῖς κακούς δύναται νά ἐξέλθῃ καλόν τέκνον. Ἔχει τόσον φῶς ὁ Χριστός, ὥστε λέγει εἰς σέ ὅ,τι εἶπε καί εἰς τούς Φαρισαίους «ἵνα τί διαλογισμοί ἀναβαίνουσι ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» Διατί δηλαδή σκέπτεσαι κακά ἐναντίον ὅλων τῶν ἄλλων καί τόσον πολύ κολακεύεις τόν ἑαυτόν σου;

Ταῦτα πάντα δέν εἶναι μόνον φῶτα εἶναι ἔλεγχος καί θεραπεία. Ὅταν λέγῃς, ὅτι πταίουν τά νεῦρα σου, ἄρα πταίει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σου ἔδωσε τά νεῦρα! Ὅταν λέγῃς, ὅτι ὅλοι οἱ ἀλλοι πταίουν, νεῦρα, περιβάλλον καί αὐτός ἀκόμη ὁ Θεός, δέν πταίεις ὅμως σύ, δέν ἀντιλαμβάνεσαι, ὅτι εἶσαι πωρωμένος ἄνθρωπος; Ὅταν λέγῃς, ὅτι εἶναι ἡ φύτρα σου κακή καί δέν δύνασαι νά γίνῃς καλός, δέν καταλαβαίνεις, ὅτι ὁμολογεῖς, ὅτι εἶσαι ἀνεπίδεκτος προόδου; Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερα διά σέ αὐτοκαταδίκη, χειροτέρα πνευματική ἀγχόνη ! Ὁ ἔλεγχος αὐτός θά σοῦ γίνη σωτήριος. Θά πόνεσῃς, ὅταν ἀκούσῃς ὅτι εἶσαι ἔνοχος καί ὅτι τό κακόν εἶναι μέσα σου. Θά ἱδρώσης, ὅταν ἀποφασίσῃς νά νικήσῃς τό ἐξωτερικόν καί ἐσωτερικόν κακόν μέ τήν θέλησίν σου. Ὅταν ὅμως πονέσης καί ἱδρώσῃς, τότε μόνον θά θεραπευθῇς. Θεραπεία χωρίς ἔλεγχον καί πόνον δέν εἶναι δυνατόν νά γίνῃ. Ἑπομένως ἰδού πῶς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι φῶς ἔλεγχος καί θεραπεία εἰς τόν λαόν εἰς τούς Φαρισαίους εἰς τόν παράλυτον καί εἰς ἡμᾶς τούς σημερινούς Φαρισαίους καί παραλύτους.

Διδακτικώτατον παράδειγμα, κατά τό ὁποῖον φαίνεται πῶς ὁ Χριστός εἶναι φῶς, ἔλεγχος και θεραπεία τῆς ψυχῆς μας εἶναι τό κάτω γεγονός. Τό 1050 μ. χ. ὁ Λανφράγκ ἦτο σπουδαστής τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν περίφημος, παρημέλει ὅμως τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς του. Ἡμέραν τινά διήρχετο δάσος τι καί ἔπεσεν εἰς χεῖρας λῃστῶν, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἔδεσαν τάς χεῖρας του ὄπισθεν καί τά μάτια διά παχέος ὑφάσματος καί ἀφῄρεσαν ὅ,τι χρήματα εἶχε, τόν ἀφῆκαν μέ δεμένα μάτια καί χέρια καί ἔφυγον. Εἰς τήν στενοχωρίαν του αὐτήν ὁ Λανφράγκ ἐπεκαλέσθη τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποῖα δέν ἄργησε νά ἔλθῃ. Ἐκεῖ πλησίον ὑπῆρχε Μοναστήριον. Ὁ Λανφράγκ πίπτει εἰς τά ὄμματα τῶν Μοναχῶν, οἱ, ὁποῖοι πλησιάζουσι, λύουσι χεῖρας καί ὀφθαλμούς καί ὀδηγοῦσιν αὐτόν εἰς τό Μοναστήριον. Ἐκεῖ βλέπει τόν ἡγούμενον νά κτίζῃ τόν φοῦρνον τῆς Μονῆς μόνος του. Συγκινεῖται, γίνεται μοναχός καί ἐξελίσσεται εἰς τόν περίφημον Ἀρχιεπίσκοπον τῆς Κανταβρυγίας. Ὁ ἔλεγχος τῶν λῃστῶν ἄνοιξε τά μάτια τῆς ψυχῆς του, ὅταν ἦσαν δεμένα μέ τό παχύ πανί, ὥστε νά ἴδῃ τό φῶς, τόν Θεόν καί νά θεραπευθῇ ἡ ἀμέλειά του, ὅταν ὡδηγήθη εἰς τό Μοναστήριον.

Ἄs φωτισθῶμεν, ἄς ἐλεγχθῶμεν ἀπό τόν λόγον τοῦ Κυρίου, ἵνα θεραπευθῶμεν. Ἀμήν.


 

Θεολογική ἀλήθεια καί ἀλήθεια γιά τόν Θεό

(Μάρ β΄ 1-12) -Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν / Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ


Ἀντιμέτωπο μέ ἕνα πανίσχυρο κατεστημένο ἐμφανίζει τόν Ἰησοῦ ἡ περικοπή Μάρ β΄ 1-12, πού, σύμφωνα μέ τό λειτουργικό τυπικό τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς δεύτερης Κυριακῆς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Πρόκειται γιά τό κατεστημένο ἐκεῖνο πού διαμορφώνουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι παρουσιάζονται ὡς εἰδικοί πάνω σέ ἕνα θέμα καί ὑπεραμύνονται μέ τέτοιο φανατισμό τῆς ἀλήθειας πού νομίζουν ὅτι κατέχουν, ὥστε τούς εἶναι ἀδύνατο νά πιστέψουν ἀκόμη καί τήν πραγματικότητα πού βλέπουν μέ τά ἴδια τους τά μάτια.

Σύμφωνα μέ τήν περικοπή, ὁ Ἰησοῦς κήρυττε σέ κάποιο σπίτι τῆς Καπερναούμ καί εἶχε μαζευτεῖ τόσος κόσμος, ὥστε κανείς δέν μποροῦσε πιά νά τόν πλησιάσει. Κάποιοι ἄνθρωποι πού μετέφεραν ἕναν παράλυτο, ὅταν διαπίστωσαν ὅτι ἦταν ἀδύνατο νά προσεγγίσουν μέ ἄλλον τρόπο τόν Ἰησοῦ, δέν δίστασαν νά ἀνοίξουν μία τρύπα στήν ὀροφή τοῦ σπιτιοῦ -ἡ κατασκευή τῶν σπιτιῶν τῆς ἐποχῆς στήν Παλαιστίνη ἐπέτρεπε τέτοιου εἴδους ἐνέργειες- καί νά κατεβάσουν μέ σχοινιά τόν παράλυτο μπροστά του γιά νά τόν θεραπεύσει. Ὁ Ἰησοῦς, βλέποντας τή μεγάλη πίστη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, ἀπευθύνεται στόν παράλυτο λέγοντας: «Οἱ ἁμαρτίες σου συγχωροῦνται». 

Αὐτή ἀκριβῶς ἡ φράση ὅμως εἶναι πού πυροδοτεῖ τήν ἀντίδραση τῶν ἀνθρώπων γιά τούς ὁποίους ἔγινε λόγος παραπάνω. Πρόκειται στή συγκεκριμένη περίπτωση γιά τούς “γραμματείς”, τούς μορφωμένους, δηλαδή, ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὡς κύριο ἔργο τους τή μελέτη, ἀνάλυση καί ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς· κάτι σάν τούς σημερινούς θεολόγους. Πρόκειται γιά ἀνθρώπους πού ἄσπρισαν τά μαλλιά τους στή μελέτη τῶν ἱερῶν κειμένων καί πίστευαν ὅτι γνώριζαν πιά τά πάντα γιά τό Θεό. Εἶχαν ἀναπτύξει μία ἀπό κάθε ἄποψη ὁλοκληρωμένη καί τεκμηριωμένη διδασκαλία γιά τόν Θεό πού δέν φαινόταν νά χάνει ἀπό πουθενά, δέν μποροῦσε νά κλονιστεῖ μέ τίποτε. Εἶχαν μίαν ἀπάντηση γιά κάθε ἐρώτημα, μποροῦσαν νά βροῦν λύση σέ κάθε πρόβλημα πού τούς ἔθεταν· κάτι σάν τούς σημερινούς γεροντάδες. Καί τώρα, ὅλο αὐτό τό οἰκοδόμημα, πού τόσα χρόνια μέ τόσο κόπο ἔστηναν, ἔρχεται νά τούς τό γκρεμίσει ἕνας νεαρός ραββίνος μέ τή φράση «Οἱ ἁμαρτίες σου συγχωροῦνται». 

Τό γεγονός ὅτι ἕνας ἄνθρωπος, χρόνια παράλυτος, μπορεῖ καί περπατάει τό ἀφήνουν ἐντελῶς ἀσχολίαστο. Αὐτό πού τούς ἀπασχολεῖ εἶναι τό θεωρητικό θεολογικό ἐρώτημα ἄν ὁ Ἰησοῦς ἔχει τό δικαίωμα νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες ἤ ὄχι. Ἀφοῦ ἡ πραγματικότητα εἶναι διαφορετική ἀπό αὐτό πού πιστεύουν, λάθος εἶναι ἡ πραγματικότητα καί ὄχι ἡ θεωρία τους.

Τό κεντρικό, λοιπόν, θέμα τῆς περικοπῆς εἶναι ἡ σχέση θεωρίας καί ἀλήθειας. Σέ μιὰ ἀνάλογη κατάσταση μέ αὐτήν πού ἀντιμετώπισε ὁ Ἰησοῦς βρέθηκε ἀρκετούς αἰῶνες ἀργότερα καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στή μνήμη τοῦ ὁποίου εἶναι ἀφιερωμένη ἡ δεύτερη Κυριακή της Σαρακοστῆς. Στίς ἀρχές τοῦ ιδ΄ αἰώνα κάποιοι μοναχοί στό Ἅγιο Ὄρος ἐφάρμοζαν μία ὁρισμένη τεχνική ἄσκησης καί προσευχῆς μέ πλήρη ἀπομόνωση ἀπό ἐξωτερικά ἐρεθίσματα, ὥστε νά ἀξιωθοῦν μιᾶς ἔντονης ἐμπειρίας τοῦ θείου φωτός. «Ἀδύνατον», ὑποστήριζαν οἱ μορφωμένοι θεολόγοι τῆς ἐποχῆς, «ἐφόσον ὁ Θεός εἶναι ἀκατάληπτος». Καί πάλι ἡ θεωρία ἐρχόταν νά ἀμφισβητήσει αὐτό πού κάποιοι ἄνθρωποι βίωναν ὡς πραγματική ἐμπειρία. 

Τήν ὑπεράσπιση τῶν μοναχῶν ἀνέλαβε ὁ Γρηγόριος. Συμφωνεῖ, βεβαίως, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀκατάληπτος, ἐπιμένει ὅμως ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τόν γνωρίσει, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός τό ἐπιτρέπει καί ὁ ἄνθρωπος πληροῖ ὁρισμένες προϋποθέσεις. Ἔτσι ἀναπτύσσει μία θεολογία, ἡ ὁποία βασίζεται στή διάκριση οὐσίας τοῦ Θεοῦ καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι καί παραμένει ἀκατάληπτη, ἡ ἐνέργειά του ὅμως εἶναι καταληπτή. Στόχος τῆς θεολογίας, ἑπομένως δέν πρέπει νά εἶναι ἡ ἐξέταση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ προσπάθεια προσέγγισης τοῦ Θεοῦ κατά τίς ἐνέργειες καί τίς σχέσεις του μέ τά δημιουργήματά του. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἡ θεολογία ἀπό μία θεωρητική, φιλοσοφικοῦ τύπου, ἐνασχόληση μέ τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ γίνεται ζωή καί ἐμπειρία, γίνεται μετοχή στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στή “φυσική του κατασταση”, ὅπως χαρακτηριστικά τόνιζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό, στή θέωση.

Μία τέτοια προσέγγιση τοῦ Θεοῦ ζητάει ὁ Χριστός ἀπό τούς μαθητές του ὅλων τῶν ἐποχῶν. Μία προσέγγιση πού θά βασίζεται στήν προσωπική τους ἐμπειρία καί ὄχι σέ κάποιες θεωρητικές διδασκαλίες πού ἄκουσαν στά μαθήματα τῶν θρησκευτικῶν στό σχολεῖο. Τό ἐρώτημα, βέβαια, εἶναι κατά πόσο ὁ σύγχρονος τρόπος ζωῆς ἐπιτρέπει μία ζωντανή ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ρυθμός τῆς ζωῆς σήμερα ἐλάχιστα περιθώρια ἀφήνει στούς ἀνθρώπους γιά μία ματιά μέσα τους, νά σκεφτοῦν καί νά προβληματιστοῦν πάνω στόν ρόλο τους ὡς χριστιανῶν καί στόν πραγματικό σκοπό τῆς ζωῆς τους. Οἱ περισσότεροι περιορίζονται συνήθως στήν τέλεση κάποιων τυπικῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων καί ἀφήνουν τά μεγάλα προβλήματα στά χέρια τῶν εἰδικῶν. Ὅσο λιγότερο ὅμως σκέφτονται οἱ χριστιανοί τόσο περισσότερο χῶρο ἀφήνουν σέ κάθε λογής “αὐθεντίες”, οἱ ὁποῖες ἀναλαμβάνουν νά σκέφτονται γιά τούς ἄλλους, νά τούς περνᾶνε τίς ὅποιες ἀπόψεις τους, ἕτοιμες καί καλά διατυπωμένες μέσα ἀπό ἕνα σύνθημα, πού μπορεῖ κανείς εὔκολα νά τό ἀναμασᾶ καί νά τό διαδίδει. Ἔτσι ὅμως καταντοῦν οἱ ἄνθρωποι ἄβουλα ὄργανα στά χέρια αὐτῶν πού ἀναλαμβάνουν νά διαμορφώνουν τήν κοινή γνώμη, ὁμαδοποιοῦνται κάτω ἀπό ἕνα λάβαρο καί εἶναι ἕτοιμοι νά ἐκστρατεύσουν ἐνάντια σέ ὁποιονδήποτε τούς ὑποδειχτεῖ ὡς ἐχθρός. Εὔκολα ἀντιλαμβάνεται κανείς ὅτι, ὅταν κάποιος βρεθεῖ σέ αὐτήν τήν κατάσταση, νιώθει τόσο ἀσφαλής καί κατοχυρωμένος ἀπό τήν κυρίαρχη ἰδεολογία τῆς ἐποχῆς πού ἄλλοι διαμόρφωσαν γι’ αὐτόν, ὥστε ὄχι μόνον τόν Θεό δέν μπορεῖ νά ἀναζητήσει καί νά δεῖ, ἀλλά οὔτε καί τήν καθημερινή πραγματικότητα μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ πλέον σωστά.
Ἡ εὐαγγελική περικοπή Μάρ β΄ 1-12 εἶναι ἕνα προσκλητήριο ἀντίστασης· ἀντίστασης ἀπέναντι σέ ὅλους ἐκείνους πού στοχεύουν στήν πνευματική ἀγκύλωση τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀπεργάζονται τήν πνευματική μιζέρια καί τύφλωση τῶν χριστιανῶν. Εἶναι καιρός οἱ πιστοί νά ἀντισταθοῦν στήν ἰσοπέδωση πού ἐπιβάλλουν τά διάφορα (λεγόμενα) πνευματικά περιβάλλοντα καί στήν ὑπεραπλουστευμένη θεώρηση τῆς ζωῆς πού ἐπιχειροῦν νά τούς περάσουν. Εἶναι καιρός νά γίνει σέ ὅλους συνείδηση ὅτι τό “ποίμνιο” τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀποτελεῖται ἀπό πρόβατα· ἀποτελεῖται ἀπό ἀνθρώπους πού σκέφτονται, συζητοῦν, ἀποφασίζουν συνειδητά καί πρό πάντων ψάχνουν. Σέ μία ἐποχή ἀπόλυτου ἀποπροσανατολισμοῦ καί πνευματικῆς ἀποχαύνωσης τό καθῆκον τῶν χριστιανῶν γιά ἐπαναπροσδιορισμό τῆς σχέσης τους μέ τόν Θεό καί πιό συνειδητή μαρτυρία τῆς ἐμπειρίας τους ἀπό τή σχέση αὐτή προβάλλει περισσότερο ἐπιτακτικό ἀπό ποτέ.

Πού βρίσκεται η ψυχή σαράντα ημέρες μετά το θάνατο;


ψυχές

Όταν η ψυχή έχει επιτυχώς διέλθει από τα τελώνια και υποκλιθεί βαθιά ενώπιον του Θεού, για διάστημα τριάντα επτά επιπλέον ημερών επισκέπτεται τις ουράνιες κατοικίες και τις αβύσσους της κολάσεως, μη γνωρίζοντας ακόμα που θα παραμείνει, και μόνον την τεσσαρακοστή ημέρα καθορίζεται η θέση στην οποία θα βρίσκεται μέχρι την ανάσταση των νεκρών.

Σίγουρα δεν είναι παράξενο ότι η ψυχή, έχοντας διέλθει από τα τελώνια και παύσει μια για πάντα κάθε σχέση με τα επίγεια, εισάγεται στον αληθινά άλλο κόσμο, σε ένα τμήμα του οποίου θα παραμείνει αιωνίως. Σύμφωνα με την αποκάλυψη του Αγγέλου στον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας, η ειδική επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των απελθόντων την ένατη ημέρα μετά τον θάνατο (πέραν του γενικού συμβολισμού των εννέα αγγελικών ταγμάτων) πραγματοποιείται επειδή μέχρι τότε παρουσιάζονται στην ψυχή τα θαυμάσια του Παραδείσου, και μόνον κατόπιν αυτού, για το υπόλοιπο των σαράντα ημερών, της παρουσιάζονται τα μαρτύρια και τα φρικτά της κολάσεως, πριν τοποθετηθεί την τεσσαρακοστή ημέρα στη θέση στην οποία θα αναμένει την ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση. Θα πρέπει και πάλι να τονίσουμε ότι οι αναφερόμενοι αριθμοί αποτελούν γενικό κανόνα ή «μοντέλο» της μεταθανάτιας πραγματικότητας, και αναμφισβήτητα δεν ολοκληρώνουν όλες οι ψυχές των απελθόντων την πορεία τους ακριβώς σύμφωνα με τον «κανόνα». Γνωρίζουμε σαφώς ότι η Οσία Θεοδώρα, στην πραγματικότητα, ολοκλήρωσε το «γύρο της κολάσεως» ακριβώς την τεσσαρακοστή ημέρα, σύμφωνα με τη γήινη μέτρηση του χρόνου.
Η κατάσταση των ψυχών μέχρι την Τελική Κρίση
Μερικές ψυχές βρίσκονται (μετά τις σαράντα ημέρες) σε μια κατάσταση πρόγευσης της αιώνιας αγαλλίασης και μακαριότητας, ενώ άλλες σε μια κατάσταση τρόμου εξαιτίας των αιωνίων μαρτυρίων τα οποία θα υποστούν πλήρως μετά την Τελική Κρίση. Μέχρι τότε εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα αλλαγής της κατάστασής τους, ιδιαιτέρως μέσω της υπέρ αυτών προσφοράς της Αναίμακτης Θυσίας (μνημόσυνο στη Θεία Λειτουργία), και παρομοίως μέσω άλλων προσευχών.
Τα οφέλη της προσευχής, τόσο της κοινής όσο και της ατομικής για τις ψυχές που βρίσκονται στην κόλαση, έχουν περιγραφεί σε πολλούς βίους Αγίων και ασκητών καθώς και σε Πατερικά κείμενα. Στο βίο της μάρτυρος του 3ου αιώνα Περπετούας, για παράδειγμα, διαβάζουμε ότι η κατάσταση της ψυχής του αδελφού της Δημοκράτη της αποκαλύφθηκα με την εικόνα μιας στέρνας γεμάτης νερό, η οποία ήταν όμως τόσο ψηλά που δεν μπορούσε να τη φτάσει από τον ρυπαρό, καυτό τόπο όπου ήταν περιορισμένος. Χάρη στην ολόθερμη προσευχή της Περπετούας επί μία ολόκληρη ημέρα και νύχτα ο Δημοκράτης έφτασε τη στέρνα και τον είδε να βρίσκεται σε έναν φωτεινό τόπο. Από αυτό η Περπετούα κατάλαβε ότι ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεινά της κολάσεως.
Στο βίο μιας ασκήτριας που πέθανε μόλις τον 20ο αιώνα αναφέρεται μια παρόμοια περίπτωση. Πρόκειται για τη Οσία Αθανασία (Αναστασία Λογκάτσεβα), πνευματική θυγατέρα του Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Όπως διαβάζουμε στο βίο της: «Η Αναστασία είχε έναν αδελφό που τον έλεγαν Παύλο. Ο Παύλος κάποτε ήταν μεθυσμένος και κρεμάστηκε. Κι η Αναστασία αποφάσισε να προσευχηθεί πολύ για τον αδελφό της. Μετά το θάνατο του, η Αναστασία πήγε στο μοναστήρι Ντιβέγιεβο, του Οσίου Σεραφείμ, για να μάθει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει, ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση του αδελφού της, ο οποίος έδωσε τέλος στη ζωή του με τρόπο δυσσεβή και ατιμωτικό… Ήθελε να συναντήσει την Πελαγία Ιβάνοβνα και να ζητήσει τη συμβουλή της… Η Αναστασία επισκέφθηκε την Πελαγία. Εκείνη της είπε να κλειστεί στο κελί της σαράντα μέρες, να προσευχηθεί και να νηστέψει για τον αδελφό της και κάθε μέρα να λέει εκατόν πενήντα φορές: «Υπεραγία Θεοτόκε, ανάπαυσον τον δούλον σου.»
Όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα ημέρες, η Αναστασία είδε ένα όραμα. Βρέθηκε μπροστά σε μία άβυσσο. Στο βάθος της ήταν ένας βράχος από αίμα. Πάνω στο βράχο κείτονταν δύο άνδρες με σιδερένιες αλυσίδες στο λαιμό τους. Ο ένας ήταν ο αδελφός της.
Η Αναστασία διηγήθηκε το όραμα στην Πελαγία και κείνη της είπε να συνεχίσει την νηστεία και την προσευχή.
Τελείωσαν κι άλλες σαράντα ημέρες με νηστεία και προσευχή κι η Αναστασία είδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος κι ο βράχος πάνω στον οποίο βρίσκονταν οι δύο άνδρες με αλυσίδες στο λαιμό τους. Αυτή τη φορά όμως ο αδελφός της ήταν όρθιος. Περπατούσε πάνω στο βράχο, έπεφτε και ξανασηκωνόταν. Οι αλυσίδες ήταν ακόμα στο λαιμό του.  Η Πελαγία Ιβάνοβνα, στην οποία κατέφυγε και πάλι η Αναστασία, της είπε να επαναλάβει την ίδια άσκηση για Τρίτη φορά.
Όταν τελείωσε και το τρίτο σαρανταήμερο της νηστείας και της προσευχής, η Αναστασία ξαναείδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος, ο ίδιος βράχος. Τώρα όμως πάνω στο βράχο ήταν μόνο ένας άνδρας, αγνωστός της. Ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεσμά. Δε φαίνονταν πουθενά. Ο άγνωστος άνδρας ακούστηκε να λέει: «Είσαι τυχερός εσύ. Έχεις πολύ ισχυρούς μεσίτες στη γη.»
Η Αναστασία ανέφερε στην Πελαγία Ιβάνοβνα το τρίτο όραμά της και εκείνη της απάντησε:
«Ο αδελφός σου λυτρώθηκε από τα βάσανα. Δεν μπήκε όμως στη μακαριότητα του Παραδείσου.»
Πολλά παρόμοια περιστατικά αναφέρονται σε βίους Ορθοδόξων Αγίων και ασκητών. Σε περίπτωση που κάποιος έχει την τάση να ερμηνεύει κατά γράμμα τέτοια οράματα, ίσως θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι βεβαίως οι εικόνες με τις οποίες εμφανίζονται τέτοια οράματα, συνήθως σε όνειρα, δεν «φωτογραφίζουν» κατ’ ανάγκη τον τρόπο ύπαρξης της ψυχής μετά τον θάνατο. Πρόκειται περισσότερο για εικόνες οι οποίες μεταβιβάζουν την πνευματική αλήθεια της βελτιώσεως της καταστάσεως της ψυχής στον άλλο κόσμο χάρη στις προσευχές εκείνων που παραμένουν στον κόσμο τούτο.
Ανάλυση του λόγου περί θανάτου του Αγίου Ιωάννου Μαξίμοβιτς, Από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...