Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 10, 2018

Ὁ πλησίον μου, ἡ σωτηρία μου

Αποτέλεσμα εικόνας για τελικη κριση


Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα προβλήματα τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας τά τελευταία χρόνια ἀποτελεῖ ἡ διαστρέβλωση πού ὑφίσταται ἡ ὀρθόδοξη ἐσχατολογία, ὁ προφητικός λόγος δηλαδή περί τῶν ἐσχάτων. Κι εἶναι σύνηθες τό φαινόμενο ἄνθρωποι ἄπειροι πνευματικά, χωρίς ἐπίγνωση τοῦ τί σημαίνει Ορθοδοξία καί ποιά ἡ μεγαλειώδης οὐσία της, νά σπεύδουν νά ἐνασχοληθοῦν συστηματικά, χωρίς τίς ἀπαραίτητες πνευματικές προϋποθέσεις, μέ ὅ,τι ἔχει καταγραφεῖ εἴτε ὡς λόγος τοῦ Κυρίου, εἴτε ὡς λόγος κάποιου Ἀποστόλου ἤ Ἁγίου, σέ σχέση μέ τά ἔσχατα τοῦ κόσμου.

Μάλιστα, κύριο χαρακτηριστικό τῶν περισσοτέρων εἶναι ὅτι χωρίς νά ἔχουν μελετήσει πότε τά Εὐαγγέλια, τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, τίς Ἐπιστολές τοῦ Παύλου καί τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων, δηλαδή χωρίς νά ἔχουν ἔστω παρεμπιπτόντως ἀσχοληθεῖ μέ τά βασικά κείμενα τοῦ Χριστιανισμοῦ, προσκολλῶνται στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, διεκδικώντας τό δικαίωμα νά ἀναλύουν καί νά ἑρμηνεύουν αὐθεντικά ἕνα βιβλίο «κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά», γιά τό ὁποῖο ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁμολόγησε τήν ἀπόλυτη ἀνικανότητά του νά προχωρήσει στήν ἀνάλυσή του!

Ἐπειδή δέ οἱ περιγραφόμενες εἰκόνες στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη καί τά ἐν γένει ἐσχατολογικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ἐναργέστατες καί παραστατικότατες, ἔχουν τήν ἱκανότητα, ἰδίως ὅταν ἀναπαράγονται ἐπιπόλαια, νά προκαλοῦν τόν φόβο καί νά ἐξάπτουν τήν φαντασία. Καταστρατηγεῖται ἔτσι τό γεγονός πώς ἡ Ἐκκλησία δέν χρησιμοποιεῖ τόν φόβο ὡς ποιμαντικό της ἐργαλεῖο, οὔτε θέλει ἀπό φόβο νά πορεύεται ὁ ἄνθρωπος πρός τόν Θεό καί νά οἰκοδομεῖ μιά ἐξ ἀνάγκης σχέση μαζί Του.

Περαιτέρω, παραθεωρεῖται ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο μᾶς δόθηκαν αὐτά τά κείμενα, ὁ ὁποῖος εἶναι νά προειδοποιηθοῦμε οἱ χριστιανοί ὅτι θά συμβοῦν μέσα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία πολλά καί φοβερά, στά πλαίσια ἑνός μανιασμένου πολέμου ἐναντίον ταῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τῆς ἀληθινῆς πίστης. Στό τέλος ὅμως, ὡς αἰώνιος βασιλιάς θά νικήσει ὁ Χριστός, κι ὅσοι μείνουν πιστοί σέ Αὐτόν θά «συμβασιλεύσουν καί συνδιαιωνίσουν».


Ἡ κρίση

Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή παρουσιάζει αὐθεντικό λόγο τοῦ Κυρίου μας περί τῶν ἐσχάτων. Γιατί σήμερα αὐτό τό κείμενο; Διότι προηγήθηκαν πολλές περικοπές μέ κορυφαῖες τίς δύο προηγούμενες, τοῦ Τελώνη καί τοῦ Φαρισαίου καί τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, οἱ ὁποῖες παρουσιάζοντας γλαφυρά τή θεία ἀγάπη, μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσουν στό νά παραθεωρήσουμε τή θεία δικαιοσύνη. Περιγράφεται, λοιπόν, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θά μᾶς κρίνει ὁ Θεός, γιά νά κατανοήσουμε ὅτι κανείς δέν ξεφεύγει ἀπό τή θεία δίκη, ἀλλά καί γιά νά προβληματιστοῦμε γόνιμα, γιά τό μόνο γεγονός πού ἀποτελεῖ ἀφορμή ἀνησυχίας, ὄχι ἀγωνίας, στήν ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, τό πῶς θά σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ κριτηρίου καί θά δώσει «τήν καλήν ἀπολογίαν».

Ποιό τό παράξενο στήν κρίση τοῦ Θεοῦ; Πουθενά δέν γίνεται λόγος περί ἁμαρτιῶν καί παραπτωμάτων, ἀλλά φαίνεται τά πάντα νά ἐξαρτῶνται ἀπό τή στάση τοῦ καθενός μας ἔναντι τοῦ ἄλλου, τοῦ ἐμπερίστατου ἀνθρώπου, τοῦ πλησίον. Καί μάλιστα μέ τήν ἔντονη διαβεβαίωση τοῦ Κύριου πώς ὅ,τι κάνουμε στόν ἀδελφό μας, τό κάνουμε προσωπικά στόν Κύριο. «Ἐμοί ἐποιήσατε».


Τό τραῦμα καί ἡ θεραπεία

Γιατί δέν γίνεται λόγος περί ἁμαρτίας; Ἄς θυμηθοῦμε τό πῶς συντελέστηκε τό προπατορικό ἁμάρτημα καί εἰσῆλθαν ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος στόν κόσμο. Ὁ ἀρχεκακος ὄφις ἀπομονώνει τήν Εὔα καί τήν παρασύρει σέ συζήτηση μαζί του. Ἡ Εὔα ἀντί νά καλέσει τόν Ἀδάμ, ὥστε ἑνωμένο τό ἀνθρώπινο γένος νά ἀντιμετωπίσει τήν πειρασμική προσβολή, συνεχίζει μόνη της ἕνα διάλογο μέ κύριο χαρακτηριστικό τήν ἀλλοίωση τῆς ἀντίληψης τοῦ ἀνθρώπου περί τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ καί τῆς σκοπιμότητας τοῦ νόμου του. Ἡ ἀρχή τῆς ἁμαρτίας ἦταν ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας τῶν Πρωτοπλάστων, τῆς συνάφειας τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας, τῆς ἀγαπητικῆς ἐξάρτησης τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλο! Φυσική λοιπόν, ἦταν ἡ συνέχεια καί ἐξέλιξη τῆς ἁμαρτίας, ὅταν ἡ Εὕα καί πάλι μόνη της ἀγνοώντας τόν Ἀδάμ καί ἀκυρώνοντας τήν παρουσία του, ὄχι μόνον γεύεται τόν καρπό τοῦ δένδρου τοῦ «γνῶναι καλόν ἡ κακόν», ἀλλά πορεύεται στή συνέχεια πρός αὐτόν καί τόν ὑποτάσσει προσφέροντάς του τόν ἴδιο καρπό καί προστάζοντας τον: «Φάγε»! Πρίν ἁμαρτήσουν ἐνάντιόν του Θεοῦ οἱ Πρωτόπλαστοι, ἁμάρτησαν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Καί πρίν ὁλοκληρωθεῖ ἡ προσβολή ἐναντίον του Θεοῦ, εἶχε συντελεστεῖ ἡ προσβολή ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου.

Αὐτή ἡ διάσταση τῆς ἁμαρτίας ἔρχεται νά θεραπεύσει ἡ σημερινή περικοπή, χωρίς κἄν νά μιλάει γιά ἁμαρτία! Ἀντιστρέφει τή διαδικασία τῆς πτώσης καί προτάσσει τό γεγονός τῆς ἀγαθῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν ἄνθρωπο, ὡς ἀπαρχή καί ἐπιβεβαίωση τῆς ἀγαθῆς του πορείας πρός τόν Θεό Πάτερα. Ὅποιος συντηρεῖ τή διάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἄνθρωπο, δέν μπορεῖ νά ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό. Ἀντίθετα, ὅποιος νοιάζεται καί πορεύεται ἀγαπητικα πρός τόν ἄνθρωπο, καλύπτει καί τήν ἀπόσταση πού τόν χωρίζει ἀπό τόν Θεό! Γι’ αὐτό καί ὡς ὑπέροχο συμπέρασμα, ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης γράφει: «Ἄν πεῖ κανείς ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεό καί ταυτόχρονα μισεῖ τόν ἀδελφό του, αὐτός εἶναι ψεύτης. Διότι ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του, τόν ὁποῖον βλέπει, πῶς εἶναι δυνατό ν΄ ἀγαπᾶ τόν Θεό ποῦ δέν Τόν ἔχει δεῖ πότε;» (Α’ Ἰω. 4,20). Αὐτή εἶναι ἡ προοπτική τῆς ἐνασχόλησής μας μέ τά ἔσχατα, ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον ὡς μέτρο τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό!

Τούς πονεῖς τούς φτωχούς;

Ἀργά τά ἄνοιξε τά μάτια του ὁ πλούσιος! Τότε πού εἶδε στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ τόν Λάζαρο! Τόν ἄνθρωπο, πού καταδεχόταν οὔτε νά τοῦ ρίξει μιά ματιά, ὅταν τόν εὕρισκε νά περιμένει ἔξω ἀπό τήν πόρτα του!

Καί τότε τό κατάλαβε καλά, τί σημαίνει ἐκεῖνο, πού λίγο πρίν ποτέ δέν θέλησε νά τό καταλάβει.

Στήν κόλαση βρέθηκε ὑποχρεωμένος, θέλοντας καί μή, νά κάμει ἕναν ἀπολογισμό. Ἐκεῖ, ἀναγκάσθηκε νά ψάξει νά ἰδεῖ, τί τοῦ εἶχε γίνει ἀφορμή νά χάσει, ἡ κακή του ἐκείνη διάθεση, πού δέν τόν ἄφηνε νά ἰδεῖ στό πρόσωπο τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου τόν «πλησίον» του: δηλ. ἕναν συνάνθρωπο, πού ἔπρεπε νά τόν περιμένει ὅτι μποροῦσε κάποτε νά βρεθῆ καί ὁ ἴδιος στήν θέση του· καί εἶχε γι᾿ αὐτό χρέος νά τόν συμπονάει.

Ἄς ρίξωμε μιά ματιά στήν ἄθλια κατάσταση, πού εἶχε βρεθῆ τότε ὁ πλούσιος. Τώρα εἶχε φθάσει στό ἄκρο ἀντίθετο! Τότε εἶχε μεγάλη ἀφθονία. Τότε γλεντοῦσε, ὅσο πιό καλά μποροῦσε. Τώρα τά εἶχε χάσει ὅλα. Καί ὅσο πιό πολύ σκεπτόταν τήν μεγάλη ἀντίθεση, τόσο πιό πολύ τόν ἔτσουζε. Καί γι᾿ αὐτό εἶπε: «Πατέρα, Ἀβραάμ, λυπήσου με. Καί στεῖλε τόν Λάζαρο, νά "βουτήξει" ἔστω καί ἕνα δάχτυλό του σέ νερό, νά μοῦ δροσίσει λίγο τήν γλώσσα· γιατί ὑποφέρω πολύ μέσα σέ αὐτές τίς φλόγες» (Λουκ. 16,24).

Ἀπό τά λόγια αὐτά, ἀσφαλῶς δέν πρέπει νά βγάλωμε τό συμπέρασμα, ὅτι ἀρκεῖ ἀκεῖ μιά σταγόνα νερό, γιά νά ἀνακουφίσει καί νά δροσίσει. Τά λόγια αὐτά μᾶς λένε μόνο, ὅτι ἐκεῖνοι πού ἔχουν πολλές ἁμαρτίες, ἐκεῖ θά ὑποφέρουν πολύ, ἐκεῖ θά ταλαιπωρηθοῦν πολύ· ἀπό τήν φοβερή ἐκείνη φωτιά· ἀπο τήν αἴσθηση τοῦ βάρους τῆς ἁμαρτίας τους.

Ἀπό τά λόγια αὐτά τοῦ πλουσίου, μαθαίνουμε μόνο ὅτι:

Στήν τελική κρίση τοῦ Κυρίου ἡ ποινή θά εἶναι κάτι τό ἀνάλογο μέ τήν ἐσωτερική μας ἀθλιότητα.

Ὁ πλούσιος, σπρωγμένος ἀπό τήν ἄθλια κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν, ἀναγκάστηκε νά ζητήσει μιά σταγόνα νερό!

Ἐδῶ στήν γῆ, σπρωγμένος ἀπο τήν φιλαργυρία καί ἀσπλαγχνία του, εἶχε καταντήσει νά μή δίνει οὔτε μιά σταγόνα νερό!

Ἄραγε μποροῦσε ποτέ, νά βρεθεῖ γι᾿ αὐτόν κατάσταση πιό δίκαιη, μέχρι τίς τελευταῖες της λεπτομέρειες καί ταυτόχρονα πιό ὁδυνηρή;

Ζητάει μιά σταγόνα νερό!

Ποῖος;

Ἐκεῖνος, πού στόν φτωχό δέν ἔδινε οὔτε ψίχουλο ψωμί.

Τόν ἔκαμε ὁ Θεός, νά ποθήσει σταγόνα νερό! Γιά νά τόν κάμει νά καταλάβει, τί φοβερό πρᾶγμα εἶναι ἡ φτώχεια. Καί ποσο χρειάζεται νά εἴμαστε πονετικοί στήν φτώχεια.

 
Μετάφρ.: Ἀρχιμ. Α.Μ.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 09, 2018

Τα έσχατα


Τα έσχαταΓια τον χριστιανό δεν υπάρχουν παρά δύο έσχατες επιλογές: ο ουρανός και η κόλαση. Η Εκκλησία προσδοκά την τελική ολοκλήρωση, που στην Ελληνική θεολογία αποκαλείται αποκατάστασις, όταν ο Χριστός θα επιστρέψει «ἐν δόξῃ» για να κρίνει «ζῶντας καὶ νεκρούς». Η τελική αποκατάσταση περιλαμβάνει, όπως ήδη είδαμε, τη λύτρωση και τον δοξασμό της ύλης: κατά την Εσχάτη Ημέρα οι δίκαιοι θα εγερθούν εκ των νεκρών και θα ξαναβρούν τα σώματά τους, όχι όπως αυτά είναι τώρα, αλλά μεταμορφωμένα και «πνευματικά», στα οποία η εσωτερική αγιότητα θα εκχέεται προς τα έξω. Δεν θα μεταμορφωθούν δε μόνο τα σώματά μας, αλλ’ ολόκληρη η υλική τάξη της κτίσης: ο Θεός θα δημιουργήσει «καινοὺς οὐρανοὺς καὶ καινὴν γῆν».
Αλλ’ η κόλαση υπάρχει όσο και ο ουρανός. Πρόσφατα πολλοί χριστιανοί, όχι μόνο στη Δύση, αλλά κατά καιρούς και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, έφταναν στο σημείο να πιστεύουν πως η ιδέα της κόλασης είναι ασυμβίβαστη με την πίστη σ’ ένα Θεό που αγαπά. Ο ισχυρισμός όμως αυτός φανερώνει μια θλιβερή και επικίνδυνη «σύγχυση φρενών». Ενώ βεβαίως αληθεύει πως ο Θεός μας αγαπά με μια άπειρη αγάπη, είναι εξίσου αληθές πως μας προίκισε μ’ ελεύθερη βούληση. Και εφόσον διαθέτουμε ελεύθερη βούληση, έχουμε τη δυνατότητα ν’ απορρίψουμε τον Θεό. Αν αρνηθούμε την κόλαση, αρνούμαστε την ελεύθερη βούληση. «Οὐδεὶς οὕτως ἀγαθὸς καὶ οἰκτίρμων, ὡς ὁ Θεός», γράφει ο Μάρκος ο Μοναχός ή Ερημίτης (αρχές 5ου αιώνα), «τῷ δὲ μὴ μετανοοῦντι, οὐδὲ αὐτὸς ἀφίησι».[1] Ο Θεός δεν μaς υποχρεώνει να Τον αγαπάμε, επειδή η αγάπη δεν είναι αγάπη αν δεν είναι ελεύθερη. Πώς λοιπόν μπορεί ο Θεός να συμφιλιωθεί μ’ αυτούς που αρνούνται κάθε συμφιλίωση;
Η Ορθόδοξη στάση απέναντι στα Έσχατα και στην κόλαση εκφράζεται κατά σαφή τρόπο στην επιλογή των Ευαγγελικών αναγνωσμάτων που διαβάζονται κατά τη λειτουργία των τριών διαδοχικών Κυριακών λίγο πριν από τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Την πρώτη Κυριακή διαβάζεται η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, τη δεύτερη η παραβολή του Ασώτου Υιού: και οι δύο ιστορίες παρουσιάζουν παραστατικά την άπειρη συγγνώμη και το έλεος του Θεού προς τους αμαρτωλούς που μετανοούν. Το Ευαγγέλιο όμως της τρίτης Κυριακής, στην παραβολή των προβάτων και των ερίφων, μάς υπενθυμίζει την άλλη αλήθεια: πvς είναι δυνατό να απορρίψει κάποιος τον Θεό και να στραφεί στην κόλαση. «Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον…» (Ματθ. 25, 41).
Δεν υπάρχει φυσικά καμιά τρομοκρατία στην Ορθόδοξη περί Θεού διδασκαλία. Οι Ορθόδοξοι δεν σκύβουν δουλικώς μπροστά στον Θεό από φόβο, αλλά Τον θεωρούν ως φιλάνθρωπο, «ἐραστὴ τοῦ ἀνθρώπου». Δεν ξεχνούν όμως πως ο Χριστός κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα έρθει ως κριτής.
Η κόλαση δεν είναι τόσο ένας τόπος όπου ο Θεός φυλακίζει τους ανθρώπους, όσο ένας τόπος τον οποίο οι ίδιοι οι άνθρωποι, καταχρώμενοι την ελεύθερη θέλησή τους, διαλέγουν για να φυλακίσουν τον εαυτό τους. Ακόμη και στην κόλαση οι κολασμένοι δεν στερούνται της αγάπης του Θεού, αλλ’ αυτό που οι άγιοι βιώνουν ως χαρά, αυτοί το βιώνουν ως βάσανα, πράγμα που είναι αποτέλεσμα της δικής τους επιλογής. «Η αγάπη του Θεού θα είναι ένα ανυπόφορο βάσανο γι’ αυτούς που δεν την έχουν αποκτήσει μέσα τους».[2]
Η κόλαση υπάρχει ως τελική δυνατότητα, αλλ’ αρκετοί Πατέρες πιστεύουν, παρ’ όλα αυτά, πως στο τέλος όλοι θα συμφιλιωθούν με τον Θεό. Είναι αιρετικό το να λέμε πως όλοι υποχρεούνται να σωθούν, επειδή μ’ αυτό αρνούμαστε την ελεύθερη βούληση που διαθέτει ο άνθρωπος. Είναι όμως θεμιτό να ελπίζουμε πως όλοι ίσως σωθούν. Μέχρι να έρθει η Έσχατη Ημέρα, δεν πρέπει ν’ απελπιζόμαστε για τη σωτηρία κανενός, και επιβάλλεται να προσευχόμαστε και να επιθυμούμε τη συμφιλίωση των πάντων χωρίς εξαίρεση. Κανείς δεν πρέπει να διαφεύγει από τις πρεσβείες της αγάπης μας. «Τίς ἐστιν καρδία ἐλεήμων;» ρωτά ο αγ. Ισαάκ ο Σύρος. «Είναι η καρδιά που καίει με αγάπη για ολόκληρη την κτίση, για τους ανθρώπους, τα πουλιά, τα θηρία, για τους δαίμονες, για όλα τα δημιουργήματα».[3] Ο Γρηγόριος Νύσσης λέει πως είναι θεμιτό οι χριστιανοί να ελπίζουν ακόμη και για τη λύτρωση του διαβόλου.
Η Βίβλος καταλήγει σε μια φράση έντονης προσδοκίας: «Ναι, ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν, ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» (Αποκαλ. 22, 20). Με το ίδιο πνεύμα έντονης ελπίδας οι πρώτοι χριστιανοί συνήθιζαν να προσεύχονται, «Ἡ χάρις ἐλθέτω καὶ ὁ κόσμος παρελθέτω».[4] Από κάποια άποψη όμως οι πρώτοι χριστιανοί είχαν άδικο: φαντάζονταν πως το τέλος του κόσμου θα συνέβαινε σχεδόν αμέσως, ενώ στην πραγματικότητα έχουν περάσει δύο χιλιετίες και το τέλος δεν έχει έρθει ακόμη. Δεν ανήκει σε μας να γνωρίζουμε τους χρόνους και τους καιρούς, και ίσως η παρούσα τάξη να διαρκέσει για πολύ περισσότερες χιλιετίες. Από κάποια όμως άλλη άποψη, η αρχαία Εκκλησία είχε δίκιο. Επειδή όποτε κι αν έρθει το τέλος, νωρίς ή αργά, είναι πάντοτε επικείμενο, πνευματικά βρίσκεται διαρκώς κοντά μας, κι όταν ακόμη δεν βρίσκεται χρονικά κοντά μας. Η ημέρα του Κυρίου θα έλθει «ὡς κλέπτης ἐν νυκτί» (Α΄ Θεσσαλ. 5, 2), την ώρα που δεν την περιμένουμε. Συνεπώς οι χριστιανοί, όπως στους αποστολικούς χρόνους, έτσι και σήμερα πρέπει να είναι συνεχώς έτοιμοι, γεμάτοι αναμονή. Ένα από τα πιο ενθαρρυντικά σημεία ανανέωσης στη σύγχρονη Ορθοδοξία είναι η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη Δευτέρα Παρουσία και τη σημασία της. «Όταν κάποιος πάστορας, που βρισκόταν σ’ επίσκεψη στη Ρωσία, ρώτησε ποιο είναι το πιο καυτό πρόβλημα της Ρωσικής Εκκλησίας, ένας ιερέας του απάντησε χωρίς δισταγμό: η Δευτέρα Παρουσία».[5]
Όμως η Δευτέρα Παρουσία δεν είναι απλώς ένα γεγονός του μέλλοντος, επειδή στη ζωή της Εκκλησίας ο Μέλλοντας Αιώνας έχει ήδη προβάλει μέσα στον παρόντα αιώνα. Για τα μέλη της Εκκλησίας, οι «Ἔσχατοι Χρόνοι» έχουν ήδη τεθεί σε ενέργεια, καθότι εδώ και τώρα οι χριστιανοί απολαμβάνουν τους πρώτους καρπούς της Βασιλείας του Θεού. Ναί, ἔρχου, Κύριε Ἰησού. Έχει ήδη έρθει, στη θεία Λειτουργία και στη λατρεία της Εκκλησίας.
[1] Περὶ τῶν δικούντων δικαιοῦσθαι ἐκ τῶν ἔργων, 71 (PG 65, 940D).
[2] V. Lossky, Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, μτφρ. Στ. Πλευράκη, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 253.
[3] Mystic Treatises, εκδ. A. J. Wensinck (Amsterdam 1923), σελ. 341.
[4] Διδαχή, 10, 6.
[5] P. Evdokimov, L’ Orthodoxie, σελ. 9.
Ware Κάλλιστος (επίσκ. Διοκλείας), Η Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Ροηλίδης Ι.), 4η έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 2007

Περὶ τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου Παρουσίας

«Τότε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθίσει ἐπὶ
θρόνου δόξης αὐτοῦ,
καὶ συναχθήσονται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα
τὰ Ἔθνη»
(Ματθ. 25,31)
Περὶ τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου ΠαρουσίαςὉ λόγος εἶνε περὶ τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου παρουσίας.[1]
Ἀλλ᾿ ἆρα γε ὑπάρχει Δευτέρα τοῦ Κυρίου παρουσία; ὑπάρχει ἀθανασία καὶ αἰώνιος μέλλουσα ζωή; ὑπάρχει μέλλουσα κρίσις; ὑπάρχει ἀνταπόδοσις μετὰ θάνατον; Ἢ τὰ πάντα σταματῶσι μέχρι τοῦ τάφου ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ, καὶ ὁ τάφος εἶνε τὸ ἔσχατον κατάντημα, ὅπου θάπτεται μετὰ τοῦ σώματος καὶ ἡ ζωὴ καὶ σβέννυται ἐκεῖ διαπαντός, καὶ δὲν ὑπάρχει πέραν τοῦ τάφου ἄλλο τι, παρὰ μόνον τὸ μηδέν;
Τὸ ζήτημα τοῦτο εἶνε ἐκ τῶν σοβαρωτάτων καὶ ἔχει ὑψίστην διὰ πάντα γηγενῆ σημασίαν.
Τὸ ζήτημα τοῦτο εἶνε τὸ μέγα καὶ αἰώνιον ζήτημα, τὸ ὁποῖον ἀπησχόλησε, ἀπασχολεῖ καὶ μέλλει ν᾿ ἀπασχολῇ, αἰωνίως τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα, καὶ διὰ τὸ ὁποῖον οὐδέποτε ἀπηύδησεν οὐδὲ θέλει ποτὲ ἀπαυδήσῃ ὁ ἀκοίμητος πόθος τῶν εὐγενῶν πνευμάτων καὶ ἡ ἀνύστακτος προσδοκία τῶν πιστῶν.
Ἂν μὲν δὲν ὑπάρχῃ μέλλουσα ζωή, τότε τὰ πάντα διὰ τοὺς σαρκικοὺς ἔχουσι καλῶς· τότε «φάγωμεν, πίωμεν αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Ἀλλ᾿ ἂν ὑπάρχῃ ἀθανασία ψυχῆς καὶ αἰωνιότης μετὰ θάνατον, καὶ ἐπομένως καὶ κρίσις καὶ ἀνταπόδοσις ἐν τῇ μελλούσῃ ταύτῃ ζωῇ, τότε οἵα πρέπει νὰ εἶνε ἐνταῦθα ἡ ζωή μας;
Ἡμεῖς πρὸς στιγμὴν ἂς ἀφήσωμεν κατὰ μέρος τὸ ὅτι δι᾿ ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας τὸ ζήτημα τοῦτο τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καὶ τῆς μελλούσης κρίσεως εἶνε δόγμα πίστεως, εἶνε ἄρθρον πίστεως ἀπαράβατον, διότι ἡμεῖς ἐν τῷ Συμβόλῳ τῆς πίστεώς μας πιστεύομεν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν «καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς», καὶ «προσδοκῶμεν ἀνάστασιν νεκρῶν, καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Καὶ ἂς ἴδωμεν τί λέγουσι τὰ πολυώνυμα τῆς πλάνης καὶ τοῦ ψεύσους συστήματα, οἱ ὑλισταί, οἱ θνητόψυχοι, οἱ Σαδδουκαῖοι τῆς σημερινῆς ἐποχῆς «οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν νεκρῶν», καὶ ἂς ἀνατρέψωμεν ὅσα πρεσβεύουσιν οὗτοι καὶ λέγουσιν, ὅτι τάχα τὰ δόγματα περὶ ἀθανασίας, περὶ μελλούσης κρίσεως καὶ ἀνταποδόσεως καὶ δευτέρας τοῦ Κυρίου παρουσίας εἶνε ἀπατηλὰ τῆς φαντασίας γεννήματα, ἀφ᾿ οὗ μάλιστα οὐδεὶς ἐκ τοῦ ἄλλου τούτου κόσμου ἐπανῆλθεν, ἵνα μᾶς ἀποκαλύψῃ τὰ μέλλοντα τοῦ πνευματικοῦ κόσμου ταῦτα μυστήρια.
Βεβαίως, προσφιλεῖς μου ἀναγνῶσται, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἦτο ἁπλῆ μηχανή, ἁπλοῦν προϊὸν καὶ ἀποτέλεσμα τῆς τυφλῆς ὕλης, καὶ ζῇ μόνον διὰ τὴν παροῦσαν στιγμὴν καὶ τὴν πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, ὡς τὰ ζῶα, ἄνευ σκοποῦ ἀνωτέρου, ἄνευ ὑψηλοτέρου προορισμοῦ· καὶ ἑπομένως ἂν τὸ πρόγραμμα τῆς ζωῆς μας θὰ ἦτο «φάγωμεν, πίωμεν, διότι αὔριον ἀποθνήσκομεν», καὶ ἐξαφανιζόμεθα εἰς τὸ μηδὲν καὶ τῆν ἀνυπαρξίαν, ὡς λέγουσι καὶ οἱ ὑλισταί, τότε σᾶς βεβαιῶ ὅτι ἐλεεινότερον καὶ ἀθλιώτερον ὂν παρὰ τὸν ἄνθρωπον δὲν θὰ ὑπῆρχεν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν ἄλλο. Τὰ κτήνη καὶ τὰ ζῶα τὰ ἄλογα, καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ εἰς τὴν κατωτάτην ζωϊκὴν κλίμακα εὑρισκόμενα ὄντα, θὰ ἦσαν τότε εὐτυχέστερα τοῦ ἀνθρώπου, διότι καὶ αὐτὰ τρώγουσι καὶ πίνουσι καθὼς καὶ ἡμεῖς, καὶ πολλὰ πολλάκις περισσότερον καὶ καλλίτερον ἡμῶν, ἀλλὰ περιπλέον ταῦτα ἔχουσι τὸ μέγα εὐτύχημα νὰ μὴ αἰσθάνωνται τὴν δυστυχίαν των, καὶ δὲν δοκιμάζουσι τὰ ζῶα θλίψεις καὶ βασάνους. Δὲν καταβιβρώσκει τὴν καρδίαν αὐτῶν καμμία τύψις συνειδότος, δὲν ἀγρυπνεῖ εἰς τὸν σταῦλόν των ἡ ἀπελπισία, ἡ ὀδύνη καὶ ἡ ἠθικὴ βάσανος, ὅπως ἀγρυπνεῖ εἰς τὴν κλίνην καὶ παρᾶ τὸ προσκεφάλαιον τοῦ ἀνθρώπου τοῦ μὴ πιστεύοντος, τοῦ μὴ ἐλπίζοντος, τοῦ μὴ προσδοκῶντος ἀνάστασιν νεκρῶν, ὁ δαίμων τοῦ σκότους, ἡ ἀπελπισία καὶ ἡ αὐτοκτονία, τὸ ἔσχατον τοῦτο ἀνοσιούργημα βίου πονηροῦ καὶ διεφθαρμένου. Τὰ ζῶα πρέπει νὰ θεωρῶνται τότε εὐτυχέστερα τοῦ ἀνθρώπου, διότι δὲν σκέπτονται, διότι, δὲν συλλογίζονται, διότι δὲν ἀμφιβάλλουσι τὰ κτήνη περὶ τῆς ἐφημέρου δυστυχοῦς αὐτῶν ὑπάρξεως ἐπὶ τῆς γῆς, ἥτις καταντᾷ διὰ τὸν σκεπτόμενον, ἀλλὰ μὴ ἐλπίζοντα ἄνθρωπον, κατηραμένη κοιλάς.
Ὁ τοιοῦτος, ὁ μὴ πιστεύων, ὁ μὴ ἐλπίζων, ὁ μὴ προσδοκῶν ὑψηλότερόν τι, ἐγκαταλελειμμένος ἄνευ πυξίδος, ἥτις εἶνε ἡ πίστις εἰς τὴν αἰωνιότητα καὶ ἡ ἐλπὶς δι᾿ ἡμᾶς, ἄνευ ὁδηγοῦ ἐν τῇ ἀχανεῖ ἐκτάσει τῆς ἐρήμου τοῦ παρόντος βίου, μὴ εὐρίσκων τόπον ἀναψυχῆς καὶ ἀναπαύσεως τοῦ πνεύματός του, μὴ γνωρίζων πόθεν ἔρχεται, ποῦ πορεύεται, καὶ τί εἶνε τὸ ὄνειρον τοῦτο, τὸ ὁποῖον ὀνομάζεται ζωὴ, εἶνε ὁ δυστυχέστατος βροτῶν. Ἡ ζωὴ δι᾿ αὐτὸν εἶνε σκότος χωρὶς φῶς, εἶνε νὺξ ἀσέληνος καὶ ἀφεγγὴς νύξ, ὅπου οὐδεὶς λάμπει ἀστὴρ· τὸ ζῆν δι᾿ αὐτὸν εἶνε ὁλότελα ἀνάξιον τοῦ κόπου. Ἐὰν τὰ πάντα σταματῶσι μέχρι τοῦ τάφου, καὶ ὠς λέγει θαυμασιώτατα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «εἰ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστι… εἰ ἐν τῆ ζωῇ ταύτῃ μόνῃ ἠλπικότες ἐσμέν, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμὲν ἡμεῖς». Ὁ Χριστιανισμὸς τότε, τὸ ἄκρον τοῦτο ἄωτον τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ὅστις ἔφερε τὴν ἀληθῆ ἐπὶ γῆς εὐδαιμονίαν, καὶ ἐπαγγέλεται καὶ τὴν αἰωνίαν μετὰ θάνατον μακαριότητα, εἶνε χειρίστη θρησκεία καὶ οἱ ὀπαδοί της ἔπρεπε νὰ ἦσαν οἱ ἀχρηστοτάτοι καὶ χειρίστοι τῶν ἀνθρώπων, τοτε οἱ πιστοὶ καὶ εὐσεβεῖς θὰ εἶνε χειρότεροι τῶν ἀσεβῶν καὶ ἀπίστων, οἱ σοφοὶ καὶ ἐνάρετοι καὶ πεπολιτισμένοι ἐλεεινότεροι τῶν μωρῶν καὶ φαύλων καὶ ἀπολιτίστων· οἱ ἄνθρωποι ἀθλιώτεροι τῶν ζώων. Καὶ ἂν ἠθέλομεν νὰ αἰσθανώμεθα ἀληθῆ εὐδαιμονίαν, ἢ τοὐλάχιστον νὰ μὴ δοκιμάζωμεν θλίψεις καὶ ὀδύνας, ἔπρεπε νὰ κατέλθωμεν εἰς τὴν κατωτάτην κλίμακα τῶν ὄντων, τοὐλάχιστον τὴν τῶν ζώων καὶ τῶν κτηνῶν!!
Τότε τὰ πάντα εἶνε κενὰ καὶ φροῦδα καὶ μάταια· καὶ πρόοδος καὶ ἐπιστήμη καὶ τέχναι καὶ παίδευσις καὶ πολιτισμὸς καὶ τελειοποίησις καὶ καθῆκον καὶ ἀρετὴ καὶ ἠθικὴ καὶ εὐορκία καὶ αὐταπάρνησις καὶ αἱ γενναῖαι πράξεις τῆς φιλοπατρίας, τῆς φιλανθρωπίας, τοῦ ἡρωϊσμοῦ, τὰ πάντα εἶναι μηδὲν, ἀφοῦ ἐπιστρέφουσιν εἰς τὸ μηδέν. Πάντα τὰ ὑψηλὰ ἰδεώδη, διὰ τὰ ὁποῖα οἱ χρηστοὶ καὶ τίμιοι ἄνθρωποι ζῶσι, καὶ διὰ τὰ ὁποῖα ἀγογγύστως θυσιάζουσι καὶ τὴν ζωήν των αὐτήν, εἶνε μηδέν: «εἰ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστι, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ καὶ ἡ πίστις ἡμῶν· καὶ εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν» (Α΄. Κορινθ. 15,13), διότι εἰς τί τότε ἐπιστεύσαμεν; εἰς τὴν αἰωνίαν σιγὴν τῶν τάφων; εἰς τὸ σκότος; εἰς τὸ μηδέν;
Καὶ τότε ἐπειδὴ ὁ ἀνθρώπινος βίος οὐδὲν ἄλλο εἶνε παρὰ πικρία καὶ θλῖψις καὶ ἀπόγνωσις, καὶ δὲν ὑπάρχει διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐν τῷ οὐρανῷ δικαιοκρίτης Θεός, τιμωρὸς τῶν κακῶν καὶ παρήγορος τῶν ἀγαθῶν, ὅστις νὰ βλέπῃ τὰς πικρίας καὶ τοῦς πόνους μας, καὶ νὰ περισυλλέγῃ τὰ δάκρυα καὶ τοὺς στεναγμούς μας, καὶ νὰ στεφανώσῃ τὸν ἡρωϊσμόν, τὴν αὐταπάρνησιν, καὶ τὴν αὐτοθυσίαν μας, ἡ μόνη ὑπολειπομένη διὰ τοῦς ἀπίστους καὶ ὑλιστὰς παρηγορία εἶνε ἡ ἀπελπισία, ἡ αὐτοκτονία καὶ ἡ ἐκμηδένισις… Αὐτοὸ εἶνε τὸ λογικὸν καὶ ἀναπόφευκτον κατάντημα διὰ πάντα, ὄστις δὲν πιστεύει, δὲν ἐλπίζει δὲν ὑπομένει, δὲν θέλει νὰ γνωρίζῃ τι περὶ ἀθανασίας ψυχῆς, περὶ μελλούσης ζωῆς, περὶ κρίσεως καὶ Δευτέρας τοῦ Κυρίου Παρουσίας.
Ἀλλ᾿ ὄχι ἀδελφοί, ὁ τάφος δὲν εἶνε τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου, οὐδὲ ἡ τέφρα, καὶ ἡ κόνις καὶ ὁ χοῦς τὸ ἔσχατον κατάντημα τῆς ἐν ἡμῖν θείας πνοῆς, τῆς ψυχῆς, τῆς συνειδήσεως, τοῦ στοχαζομένου, τοῦ συλλογιζομένου, τοῦ διανοουμένου, τοῦ κρίνοντος ἐλευθέρου, προσωπικοῦ καὶ συνειδότος ἑαυτὸ ἐγὼ. Τὸ πνεῦμα τοῦτο εἶναι ἀθάνατον καὶ αἰώνιον. Τοῦτο εἶνε ἡ ὑψίστη φιλοσοφικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἀλήθεια, ἥτις εἶνε κτῆμα τὴν σήμερον παγκόσμιον, θησαυρὸς καὶ κειμήλιον ἱερώτατον πάσης ἀνθρωπίνης ψυχῆς.
Τὴν ἀλήθειαν ταύτην τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς ἀνέκαθεν ὡμολόγησεν σύμπασα ἡ σκεπτομένη ἀνθρωπότης καὶ μετ᾿ αὐτῆς τὰ εὐγενέστατα πνεύματα, οἱ γίγαντες εἰς τὴν φιλοσοφίαν, οἱ ἀληθεῖς ἱεροφάνται τῶν ἐπιστημῶν καὶ τεχνῶν, καὶ μόνον διεφθαρμένη τις μερὶς ἀνθρώπων, τῶν εἴτε θεωρητικῶς εἴτε πρακτικῶς ἀθέων καὶ ὑλιστῶν, ὧν σύμβολον καὶ δόγμα τὸ «φάγωμεν καὶ πίωμεν καὶ κορέσωμεν τὴν γαστέρα καὶ τὰ ὑπὸ τὴν γαστέρα», ἐτόλμησε νὰ θέσῃ ἐν ἀμφιβόλῳ τὴν κατάδηλον ταύτην καὶ πασιφανῆ ἀλήθειαν πρὸς δικαιολογίαν ἀρχῶν σαθρῶν καὶ σαπρῶν καὶ βίου πονηροῦ καὶ διεφθαρμένου.
Οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν πρόγονοι, οἵτινες πρῶτοι κατεβίβασαν τὴν φιλοσοφίαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, πρὸς αἰσθητοτέραν παράστασιν τῆς μεγάλης ταύτης ἀληθείας τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ἐξεικόνιζον τῆς μεγάλης ταύτης ἀληθείας τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ἐξεικόνιζον καὶ παρίστων τὴν ψυχὴν εἰς τὰ μνημεῖα τῶν τάφων μὲ ἄγαλμα γυναικὸς πτερωτῆς καὶ αἰθερίας, ἀνιπταμένης εἰς τὸν οὐρανόν, καθ᾿ ἣν στιγμὴν τὸ σῶμα νεκρὸν κατεβιβάζετο εἰς τὸν τάφον.
Ἡ θεία καὶ ἀμώμητος ἡμῶν θρησκεία διδάσκει ὄτι ὁ Θεὸς ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν δὲν εἶνε Θεὸς νεκρῶν, Θεὸς τέφρας καὶ σποδοῦ, Θεὸς τῆς αἰωνίας σιωπῆς τῶν ψυχρῶν τάφων, ἀλλὰ Θεὸς ζώντων, «οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς, Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων», εἶπεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς λέγοντας μὴ εἶναι ἀνάστασιν νεκρῶν Σαδδουκαίους.
Καὶ ἡμεῖς δὲ πιστοὶ εἰς τὰ ἀθάνατα διδάγματα τῆς φιλοσοφίας τῶν σοφῶν προγόνων, πιστοὶ εἰς τὴν θρησκείαν τῶν πατέρων μας, πιστοὶ εἰς τὰ ὑψηλὰ ἰδεώδη τῆς εὐγενοῦς ἡμῶν φύσεως, πιστοὶ εἰς τὰς ἀθανάτους ἐλπίδας τῆς φυλῆς, πιστοὶ εἰς τὰ ἀπαρασάλευτα δόγματα τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως καὶ τῆς λατρευτῆς μας Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἂς προσδοκῶμεν μετὰ βεβαιοτάτων ἐλπίδων «ἀνάστασιν νεκρῶν, καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», καὶ ἂς πιστεύσωμεν ὅτι ὅσον εἶνε πρᾶγμα βέβαιον καὶ ἀληθὲς ὁ θάνατος τοῦ σώματος, ἄλλο τόσον εἶνε βέβαιον καὶ ἀληθὲς ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἡ ἀνάστασις νεκρῶν, ἡ μέλλουσα ζωή, ἡ Δευτέρα τοῦ Κυρίου παρουσία.
[1] «Ἱερὸς Πολύκαρπος» Ἔτος Β΄. Σμύρνη, ἀρ. 38, 16.2.1913, σσ. 1586-1589.
Αγίου Χρυσοστόμου Μητροπολίτου Σμύρνης του Ιερομάρτυρος, Λόγοι ευσέβειας: Γραπτά κηρύγματα εις δεσποτικάς εορτάς, 1η έκδ., Θεσσαλονίκη, Μυγδονία, 2000

Λόγος εις την Κυριακή της Απόκρεω περί της φοβέρας Κρίσεως


εις την Κυριακή της ΑπόκρεωΕίναι πολύ κοντά ο καιρός της μετανοίας και της εξομολογήσεως των αμαρτιών μας. Τα δύο αυτά πράγματα: η μετάνοια και η εξομολόγηση είναι τα σημαντικότερα στην ζωή μας. Η μετάνοια και η νηστεία δεν είναι εύκολα πράγματα. Για να προετοιμαστούμε σωστά για την νηστεία η αγία μας Εκκλησία αυτή την τελευταία εβδομάδα, πριν την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, απαγορεύει να τρώμε κρέας. Κάποτε είχε ξεχαστεί το πραγματικό νόημα αυτής της εβδομάδας. Οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι οι ήμερες αυτές είναι για διασκέδαση και καρναβάλια. Ξεχνούσαν οι απερίσκεπτοι εκείνοι άνθρωποι ότι την Τετάρτη και την Παρασκευή της Τυρινής έχουμε πλέον τις ακολουθίες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Οι άγιοι, πού παραδόθηκαν ολοκληρωτικά στον Θεό και των οποίων όλη η ζωή ήταν μία διαρκής νηστεία, μας λένε πόσο σημαντικό είναι να θυμόμαστε παντοτινά την ώρα του θανάτου. Να μην ξεχνάμε αυτό πού μας διδάσκει η άγια Γραφή και οι Πατέρες: να θυμόμαστε την ώρα του θανάτου μας και δεν θα αμαρτήσουμε ποτέ. Πολύ σπουδαίο πράγμα είναι η μνήμη του θανάτου, πιο σημαντικό όμως είναι να θυμόμαστε την Φοβερά Κρίση του Χριστού και να προσπαθήσουμε, όσο μας είναι δυνατόν, να κατανοήσουμε το νόημα των λόγων της αγίας Γραφής σχετικά με την Φοβερά Κρίση του Κυρίου.
Για την μεγάλη εκείνη ήμερα της κοινής αναστάσεως μας λέει ό άγιος απόστολος Πέτρος στη Β΄ Επιστολή του: «Ἥξει δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ἐν ᾗ οὐρανοὶ ῥοιζηδὸν παρελεύσονται, στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται, καὶ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται.» (Β΄ Πέτ. 3, 10). Θα καεί η γη και αυτό σημαίνει ότι δεν θα γίνει στη γη η Φοβερά Κρίση και ούτε στη γη θα παρασταθούν ενώπιον του φοβερού Κριτού όλοι εκείνοι οι αμέτρητοι λαοί πού ζούσαν πάνω σ’ αυτή από καταβολής κόσμου. Άλλα και δεν θα χωρούσαν εκεί όλοι αυτοί οι λαοί. Στους ουρανούς, πάνω από τις νεφέλες θα κρίνει ο Δημιουργός και ο Κριτής του κόσμου την ανθρωπότητα. Αυτό λέει και ο άγιος απόστολος Παύλος: «Ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα» (Α΄ Θεσ. 4, 17).
Στην φοβερή δόξα του θα παρουσιαστεί ό Κριτής του κόσμου συνοδευόμενος από αμέτρητο πλήθος των ασωμάτων επουρανίων δυνάμεων. Θα θυμηθεί αμέσως ό καθένας όλα τα έργα, τα λόγια και τις σκέψεις του. Μεγάλο φόβο θα νιώσουν αυτοί πού στη ζωή τους ακολουθούσαν το δρόμο του κακού και της αδικίας και περιφρονούσαν τις εντολές του Χριστού. Θα τους βάλει ο Κριτής του κόσμου στα αριστερά του. Οι δίκαιοι, που αγάπησαν τον Θεό και την δικαιοσύνη του, θα σηκώσουν ψηλά το κεφάλι τους. Θα τους βάλει ό Εύσπλαχνος Κριτής δεξιά από το θρόνο του. Και θα ακούσουν όλοι οι άνθρωποι μία σύντομη και δίκαια απόφαση του Θεού. Σ’ αυτούς που θα είναι δεξιά του θα πει με αγάπη: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Μτ. 25, 34-40).
Τότε σ’ αυτούς που θα βρίσκονται στα αριστερά του θα πει με οργή: «Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Μτ. 25, 41-46).
Πολύ σύντομη και απλή είναι αυτή η απόφαση του Κριτού του κόσμου. Τόσο σύντομη πού σε μερικούς προκαλεί σύγχυση. Και απορούν γιατί οι άνθρωποι κρίνονται από τον Θεό μόνο με βάση τα έργα της ευσπλαχνίας. Γιατί δεν λέει ο Κύριος ότι οι δίκαιοι όλη την ζωή τους την αφιέρωσαν στο Θεό και πάντα τηρούσαν τις εντολές του; Γιατί δεν λέει για την ευσέβειά τους, τα δάκρυα, τις προσευχές και τις νηστείες τους; Για το κήρυγμα του Ευαγγελίου, για το διωγμό που υπέφεραν για την πίστη στο Θεό; Γιατί ανέφερε μόνο τα φιλάνθρωπα έργα τους; Γιατί, για τους άλλους, πού τους έστειλε στο αιώνιο, πυρ δεν ανέφερε την πολύ βαριά αμαρτία, την βλασφημία; Γιατί δεν τους καταδικάζει για διωγμό των αγίων, φόνο, ληστεία, πορνεία, μοιχεία και άλλα πολλά; Γιατί μιλάει μόνο για την ασπλαχνία τους;
Προκαλεί θαυμασμό αυτή ή απάντηση του Κριτού του κόσμου διότι είναι σύντομη και ταυτόχρονα εξαντλητική. Γενικά είναι πολύ δύσκολο να δώσουμε με λίγες λέξεις μία πλήρη απάντηση. Ο λόγος αυτός του Κυρίου περιέχει τα σημαντικότερα από το Νόμο του Θεού. Στην συζήτηση που είχε ο Κύριος Ιησούς Χριστός με έναν νομοδιδάσκαλο λέει το έξης, για τις σπουδαιότερες εντολές στις όποιες συνοψίζεται όλος ό Νόμος: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Μτ. 22, 37-39). Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός ευλογεί τους δικαίους για τα έργα της ευσπλαχνίας και κατακρίνει και καταδικάζει τους αμαρτωλούς επειδή τους λείπουν αυτά τα έργα.
Η ευσπλαχνία είναι το σπουδαιότερο μεταξύ των έργων αγάπης. Τους αμαρτωλούς τους καταδικάζει ο Κύριος διότι μίσησαν την οδό της αγάπης και δεν τον ακολούθησαν, και αντί να ακολουθήσουν αυτήν την οδό ακολούθησαν, την οδό του μίσους και της κακίας. Οι δίκαιοι στην ζωή τους πραγματοποίησαν τις δύο σπουδαιότερες εντολές του Νόμου, ενώ οι αμαρτωλοί τις απέρριψαν. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η κρίση αυτή του Θεού, πού διατυπώθηκε με λίγες πολύ σύντομες φράσεις, είναι εξαντλητική και περιέχει μέσα της την ύψιστη αλήθεια.
Ας ακολουθήσουμε και εμείς, αδελφοί και αδελφές μου, την οδό της Θείας Δικαιοσύνης αποφεύγοντας την διαβολική οδό της κακίας. Να σηκώσουμε τον σταυρό μας και να τον βαστάξουμε μέχρι το θάνατο με υπομονή και τότε στην Φοβερά ημέρα της Κρίσεως θα μας βάλει ο Κριτής του κόσμου στα δεξιά του. Αμήν.
Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και Ομιλίες Τόμος Α΄, εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 2014

Ο ήρωας που έκανε το κορμί του κοντάρι για την σημαία

Τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Σπύρου Καγιαλέ
Ξημέρωμα του 1897 η Κρήτη «βράζει» από τις θηριωδίες των Τούρκων. Οι Κρητικοί αποφασίζουν να κηρύξουν την Ένωση με την μητέρα Ελλάδα. Στον Προφήτη Ηλία του Ακρωτηρίου Χανίων Κρήτης οχυρώνονται οι επαναστάτες και υψώνουν την ελληνική σημαία, που τους παρέδωσε ο ύπαρχος του θωρηκτού «Ύδρα» Κωνσταντίνος Κανάρης, εγγονός του ναύαρχου Κανάρη.
Εκτός από τους Τούρκους, έχουν να αντιμετωπίσουν και την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων (Ιταλίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Γερμανίας, Αγγλίας και Ρωσίας), που στις 9 Φεβρουαρίου 1897, ξεκινούν σφοδρό βομβαρδισμό.
Μία από τις οβίδες κτυπά και καταρρίπτει τον ιστό με την ελληνική σημαία. Ο οπλίτης Σπύρος Καγιαλές-Καγιαλεδάκης με μεγάλο κίνδυνο για την ζωή του πετάγεται μέσα στην πύρινη κόλαση του βομβαρδισμού, ξαναστήνει τον ιστό και η σημαία κυματίζει και πάλι περήφανη.
Μια νέα οβίδα καταρρίπτει και πάλι τον ιστό. Ο Σπύρος Καγιαλές-Καγιαλεδάκης τον ξαναστήνει όπως πριν. 
Τρίτη οβίδα θρυμματίζει πια τον ιστό και ρίχνει κάτω την σημαία. Τότε συνέβη κάτι το απίστευτο, κάτι ανεπανάληπτο: 
Ο Σπύρος Καγιαλές – Καγιαλεδάκης αρπάζει την σημαία και την ανυψώνει κάνοντας το ίδιο του το σώμα κοντάρι! 
Μόλις οι ναύαρχοι του ενωμένου στόλου είδαν με τα κιάλια ότι η σημαία και πάλι κυματίζει με κοντάρι έναν… επαναστάτη, δεν πίστευαν στα μάτια τους και αμήχανοι διέταξαν παύση πυρός. Το στρατόπεδο δονείται από ζητωκραυγές και πανηγυρισμούς. Στο ελληνικό θωρηκτό “‘Υδρα”  ψέλνεται ο εθνικός ύμνος. Ζητωκραυγές και χειροκροτήματα ακούγονται πλέον όχι μόνο από τα ελληνικά, αλλά και από τα ιταλικά και γαλλικά πλοία!!! 
Ο Ιταλός επικεφαλής του στόλου των Μεγάλων Δυνάμεων, υποναύαρχος Κανεβάρο, γράφει στα απομνημονεύματά του: «Η ανύψωση της σημαίας με αυτόν τον τόσο ηρωικό τρόπο, αποτέλεσε μια στιγμή της ζωής μου που δεν θα λησμονήσω ποτέ».
Όπως διηγήθηκε αργότερα ο ίδιος ο εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος, που πρωτοστατούσε στα γεγονότα της εποχής,  ο ναύαρχος Κανεβάρο του είχε πει, πως έμεινε άναυδος από θαυμασμό για την ωραία αυτή και κατ’εξοχήν ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλέ – Καγιαλεδάκη, που εκείνη ακριβώς την ημέρα νίκησε -στην κυριολεξία- την ευρωπαϊκή διπλωματία. Όχι μόνο γιατί προκάλεσε την άμεση παύση του βομβαρδισμού του Ακρωτηρίου, αλλά και την υποβολή, από τους ναυάρχους, ευνοϊκών εισηγήσεων προς τις κυβερνήσεις τους. Με αποτέλεσμα μετά από λίγους μήνες να κερδίσει η Κρήτη την αυτονομία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία που προηγήθηκε της Ένωσής της με την Ελλάδα. 
Η πρώτη θετική εξέλιξη “προαναγγέλθηκε” δύο μέρες μετά την ηρωική όσο και μοναδική στην ιστορία, πράξη του Σπύρου Καγιαλέ – Καγιαλεδάκη, με την Προκήρυξη των Ναυάρχων του ενωμένου στόλου Ιταλίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Γερμανίας, Αγγλίας και Ρωσίας. 
Ο δήμος Ακρωτηρίου γιορτάζει κάθε χρόνο την επέτειο του βομβαρδισμού της 9ης Φεβρουαρίου 1897 και μαζί τιμά με καταθέσεις στεφάνων στον ανδριάντα του (δίπλα στους Τάφους των Βενιζέλων), τον ήρωα Σπύρο Καγιαλέ – Καγιαλεδάκη, που έγινε σύμβολο στον αγώνα των Κρητικών για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.

Η τελευταία Κρίση (Κυριακή της Απόκρεω)


Η τελευταία ΚρίσηΗ επόμενη Κυριακή ονομάζεται Κυριακή της Απόκρεω γιατί στη διάρκεια της εβδομάδας που ακολουθεί αρχίζει μια περιορισμένη νηστεία -«αποχή κρέατος»- όπως παραγγέλλουν τα λειτουργικά βιβλία. Αυτή η παραγγελία γίνεται κατανοητή μόνο μέσα στο φως όσων είπαμε παραπάνω για τα νόημα της προετοιμασίας. Η Εκκλησία αρχίζει να μας «προσαρμόζει» στη μεγάλη προσπάθεια που θα απαιτήσει από μας επτά μέρες αργότερα. Σταδιακά μας βάζει στο μεγάλο αγώνα, γιατί γνωρίζει την ευπάθειά μας και προβλέπει την πνευματική μας αδυναμία.
Την παραμονή της Κυριακής της Απόκρεω η Εκκλησία μας καλεί σε μια παγκόσμια ανάμνηση όλων «τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως, ζωής αἰωνίου». Αυτή πραγματικά είναι η μεγάλη μέρα της Εκκλησίας κατά την οποία προσευχόμαστε για τα κοιμηθέντα μέλη της. Για να καταλάβουμε το νόημα που υπάρχει στη σχέση της Μεγάλης Σαρακοστής και της προσευχής για τους κοιμηθέντες θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία της αγάπης. Ο Χριστός δεν άφησε στους μαθητές Του μια διδασκαλία ατομικής σωτηρίας, αλλά την «καινή εντολή» του «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» και πρόσθεσε: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ιωαν. 13,35). Η αγάπη επομένως είναι το θεμέλιο και η ουσία της ζωής της Εκκλησίας η οποία, κατά τον άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, είναι «ενότητα πίστεως και αγάπης». Αμαρτία είναι πάντοτε η απουσία της αγάπης, και επομένως είναι ο χωρισμός, η απομόνωση, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Η νέα ζωή που μας έδωσε ο Χριστός και που μεταβιβάζεται σε μας δια της Εκκλησίας είναι πάνω απ’ όλα μια ζωή συνδιαλλαγής, «συναγωγῆς εἰς ἑνότητα ὅλων τῶν διεσκορπισμένων», η αποκατάσταση της θραυσμένης από την αμαρτία αγάπης.
Αλλά πώς είναι δυνατό ν’ αρχίσουμε ποτέ την επιστροφή μας στο Θεό και τη συμφιλίωσή μας μ’ Αυτόν, αν από μέσα μας δεν ξαναγυρίσουμε στη μοναδική καινή εντολή της αγάπης; Η προσευχή για τους «κεκοιμημένους» είναι μια βασική έκφραση της Εκκλησίας σαν αγάπης. Ζητάμε από το Θεό να θυμηθεί αυτούς που και μεις θυμόμαστε και τους θυμόμαστε ακριβώς γιατί τους αγαπάμε. Προσευχόμενοι γι’ αυτούς τους συναντάμε «ἐν Χριστῷ, ο οποίος «Ἀγάπη ἐστίν» και που -ακριβώς επειδή είναι Αγάπη- ξεπερνάει το θάνατο που είναι η τελική νίκη του χωρισμού και της έλλειψης της αγάπης. Μέσα στο Χριστό δεν υπάρχουν ζωντανοί και πεθαμένοι γιατί όλοι είναι «ζῶντες ἐν Αὐτῷ». Αυτός είναι η Ζωή και αυτή η Ζωή είναι το φως του ανθρώπου. Αγαπώντας το Χριστό αγαπάμε όλους εκείνους που βρίσκονται ἐν Αὐτῷ. Αγαπώντας αυτούς που είναι ἐν Αὐτῷ, αγαπάμε το Χριστό. Αυτός είναι ο Κανόνας της Εκκλησίας, που φανερώνεται με τις προσευχές που κάνει για τους κοιμηθέντες. Πραγματικά η «ἐν Χριστῷ» αγάπη μας είναι εκείνη που τους διατηρεί πάντα ζωντανούς γιατί τους διατηρεί «ἐν Χριστῷ». Πόσο αλήθεια, λανθασμένοι -απελπιστικά λανθασμένοι- είναι όσοι από τους δυτικούς χριστιανούς ή έχουν περιορίσει τις προσευχές τους για τους κοιμηθέντες σε ένα νομικό δόγμα «περί αμοιβών» και «ικανοποιήσεως», ή τις αρνούνται σαν άχρηστες. Η μεγάλη αγρυπνία «ὑπὲρ τῶν Κεκοιμημένων» το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω είναι ένας τύπος ακολουθίας για την ανάμνηση των «προαπελθόντων» που επαναλαμβάνεται το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής.
Είναι η αγάπη και πάλι που αποτελεί το θέμα της Κυριακής της Απόκρεω. Ευαγγελικό ανάγνωσμα της μέρας είναι η παραβολή του Χριστού για την Τελευταία Κρίση (Ματθ, 25, 31‐46). Όταν ο Χριστός θα έρθει να μας κρίνει ποιο θα είναι το κριτήριο Του; Η παραβολή μας δίνει την απάντηση η αγάπη – όχι ένα απλό ανθρωπιστικό ενδιαφέρον για μια αφηρημένη δικαιοσύνη και για κάποιους, ανώνυμους «φτωχούς», αλλά η συγκεκριμένη και προσωπική αγάπη για τον άνθρωπο, για κάθε ανθρώπινο πρόσωπο με το οποίο ο Θεός με φέρνει σε επαφή στη ζωή μου. Αυτή η διάκριση είναι πολύ σημαντική γιατί σήμερα όλο και περισσότεροι χριστιανοί έχουν την τάση να ταυτίζουν τη χριστιανική αγάπη με τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές φροντίδες. Με άλλα λόγια, έχουν την τάση να μετατοπίζουν το ενδιαφέρον από το μοναδικό πρόσωπο και το μοναδικά προσωπικό προορισμό του στις ανώνυμες οντότητες όπως είναι οι «τάξεις» οι «φυλές» κ.λπ. Όχι ότι αυτές οι φροντίδες είναι λανθασμένες. Είναι φανερό ότι οι χριστιανοί μέσα στην πορεία της ζωής τους, μέσα στις ευθύνες τους σαν πολίτες, σαν επαγγελματίες κ.λπ., καλούνται να φροντίζουν, όσο οι δυνατότητες και η κατανόηση τους επιτρέπουν περισσότερο, για μια δίκαιη, σταθερή και γενικά πιο ανθρώπινη κοινωνία. Όλα αυτά, σίγουρα, προέρχονται από τη χριστιανική αγάπη. Αλλά η χριστιανική αγάπη, αυτή καθαυτή είναι κάτι διαφορετικά και αυτή η διαφορά θα γίνει κατανοητή και θα διαφυλαχθεί αν η Εκκλησία διατηρήσει τη μοναδική αποστολή της και δε γίνει μια συνηθισμένη «κοινωνική υπηρεσία» που ασφαλώς δεν είναι στη φύση της.
Η χριστιανική αγάπη είναι η «δυνατή αδυνατότητα» να βλέπω το Χριστό στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός, και τον οποίο ο Θεός, μέσα στο αιώνιο και μυστηριώδες σχέδιό Του, έχει αποφασίσει να φέρει μέσα στη ζωή μου έστω και για λίγες στιγμές· να τον φέρει κοντά μου, όχι σαν μια ευκαιρία για «καλή πράξη» ή για εξάσκηση της φιλανθρωπίας μου, αλλά σαν αρχή μιας αδιάκοπης συντροφιάς μέσα στον ίδιο το Θεό.
Αληθινά τι άλλο είναι αγάπη παρά αύτη η μυστηριώδης δύναμη που ξεπερνάει τα τυχαίο και το εξωτερικό στον «άλλο» -ξεπερνάει δηλαδή την εξωτερική του εμφάνιση, την κοινωνική του θέση, την εθνική του καταγωγή, τη διανοητική του ικανότητα- και φτάνει στην ψυχή του, τη μοναδική και μοναδικά προσωπική «ρίζα» της ανθρώπινης ύπαρξης, το αληθινό κομμάτι του Θεού μέσα του; Αν ο Θεός αγαπάει κάθε άνθρωπο είναι ακριβώς γιατί Αυτός μόνο γνωρίζει τον ατίμητο και απόλυτα μοναδικό θησαυρό, την «ψυχή» ή το «πρόσωπο», που έδωσε στον κάθε άνθρωπο. Η χριστιανική αγάπη λοιπόν είναι η συμμετοχή σ’ αυτή τη θεϊκή γνώση, είναι το δώρο αυτής της θεϊκής αγάπης. Δεν υπάρχει «απρόσωπη» αγάπη γιατί αγάπη είναι η υπέροχη ανακάλυψη του «προσώπου» στον «άνθρωπο», η ανακάλυψη του συγκεκριμένου και μοναδικού προσώπου μέσα στο σύνολο γενικά. Είναι η ανακάλυψη σε κάθε άνθρωπο αυτού που τον κάνει «αξιαγάπητο» και που είναι δοσμένο από το Θεό.
Από αυτή την άποψη η χριστιανική αγάπη είναι μερικές φορές το αντίθετο από την «κοινωνική δραστηριότητα» με την οποία συχνά σήμερα ταυτίζεται ο Χριστιανισμός. Για έναν άνθρωπο με κοινωνική δραστηριότητα το αντικείμενο της αγάπης δεν είναι το «πρόσωπο» αλλά ο «άνθρωπος, μια δηλαδή αφηρημένη μονάδα μιας, όχι λιγότερο, αφηρημένης Ανθρωπότητας». Αλλά για το Χριστιανισμό, ο άνθρωπος είναι «αξιαγάπητος» ακριβώς γιατί είναι πρόσωπο. Εκεί το πρόσωπο χάνεται μέσα στον άνθρωπο· εδώ ως άνθρωπος θεωρείται μόνο το πρόσωπο. Ο «κοινωνικός εργάτης» δεν ενδιαφέρεται για τα συγκεκριμένα πρόσωπα και άνετα τα θυσιάζει για το «γενικό συμφέρον». Ο Χριστιανισμός μπορεί να φαίνεται ότι είναι -και σε μερικές περιπτώσεις πραγματικά είναι- μάλλον διστακτικός γι’ αύτη την αόριστη «ανθρωπότητα, αλλά διαπράττει θανάσιμη αμαρτία εναντίον του εαυτού του κάθε φορά που αδιαφορεί και δεν αγαπάει το συγκεκριμένο πρόσωπο. Η κοινωνική δραστηριότητα είναι πάντοτε «φουτουριστική» στην προσέγγισή της. Ενεργεί πάντα στο όνομα της δικαιοσύνης, του νόμου, της ευτυχίας που πρόκειται να έρθει, να κερδηθεί. Ο Χριστιανισμός ελάχιστα ενδιαφέρεται γι’ αυτό το προβληματικό μέλλον αλλά βάζει όλη την έμφαση στο τώρα, που είναι ο μόνος αποφασιστικός χρόνος για αγάπη. Οι δυο αυτές στάσεις δεν αποκλείουν η μια την άλλη αλλά δεν πρέπει να συγχέονται. Οι χριστιανοί βεβαιότατα, έχουν ευθύνες απέναντι «στὸν κόσμο τοῦτο» και πρέπει να τις εκπληρώσουν. Ακριβώς αυτή είναι η περιοχή της «κοινωνικής δραστηριότητας που ανήκει εντελώς στον «κόσμο τοῦτο». Οπωσδήποτε όμως η χριστιανική αγάπη σκοπεύει πέρα από τον «κόσμο τοῦτο». Είναι αυτή η ίδια μια ακτίνα, μια εκδήλωση της Βασιλείας του Θεού· υπερβαίνει και συντρίβει όλους τους περιορισμούς, όλες τις «συνθήκες» του κόσμου τούτου διότι το κίνητρό της, ο σκοπός της καθώς και η ολοκλήρωσή της είναι στο Θεό. Και ξέρουμε ότι ακόμα, και σ’ αυτόν τον κόσμο που «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» η μόνη νίκη που διαρκεί και μεταμορφώνει είναι η νίκη της αγάπης. Η πραγματική αποστολή της Εκκλησίας είναι να υπενθυμίζει στον άνθρωπο την προσωπική του αγάπη και την κλήση του, που είναι να πλημμυρίσει τον αμαρτωλό κόσμο μ’ αυτή την αγάπη.
Η παραβολή για την Τελευταία Κρίση αναφέρεται στη χριστιανική αγάπη. Δεν είμαστε όλοι καλεσμένοι να δουλέψουμε για την «ανθρωπότητα», όμως ο καθένας μας έχει λάβει το δώρο και τη χάρη της αγάπης του Χριστού. Ξέρουμε ότι όλοι οι άνθρωποι τελικά έχουν ανάγκη απ’ αύτη την προσωπική αγάπη, έχουν ανάγκη να τους αναγνωρίζεται δηλαδή η μοναδικότητα της ψυχής τους στην οποία αντανακλάται όλη η ομορφιά της δημιουργίας μ’ ένα ξεχωριστό τρόπο. Ξέρουμε ακόμα ότι οι άνθρωποι βρίσκονται «ἐν φυλακῇ», είναι «πεινῶντες καὶ διψῶντες» ακριβώς γιατί τους λείπει αυτή η προσωπική αγάπη. Τέλος ξέρουμε ότι όσο στενά και περιορισμένα και αν είναι τα πλαίσια της προσωπικής μας ύπαρξης ο καθένας από μας δημιουργήθηκε υπεύθυνος για μια μικρή θέση στη Βασιλεία του Θεού, και έγινε υπεύθυνος εξαιτίας αυτού του δώρου της αγάπης του Χριστού. Έτσι είτε έχουμε είτε δεν έχουμε αποδεχτεί αυτή την ευθύνη, είτε αγαπήσαμε είτε αρνηθήκαμε την αγάπη, πρόκειται να κριθούμε Γιατί «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40).
π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Μεγάλη Σαρακοστή – Πορεία προς το Πάσχα, 11η έκδοση, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 2006

Οἴμοι, μέλαινα ψυχή!…


Οἴμοι, μέλαινα ψυχή!«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ», γράφεται στο συναξάρι, «Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεω, τῆς Δευτέρας καὶ ἀδεκάστου Παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μνείαν ποιούμεθα». Αν σκεφθεί κανείς, πως την ερχόμενη Κυριακή, μνήμη της εξορίας του Αδάμ απ’ τον Παράδεισο, θυμούμαστε την αρχή του παρόντος βίου μας -κι απ’ αυτή την άποψη, η θλιβερή έξωση του Αδάμ απ’ την τρυφή του Παραδείσου, λογαριάζεται σαν πρώτη χρονικά γιορτή των χριστιανών- η μνήμη της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου μας πρέπει να λογαριάζεται η τελευταία απ’ όλες τις γιορτές. Γιατί, πραγματικά, σ’ αυτήν τελειώνουν όλα: και τα δικά μας και του κόσμου όλα τα πράγματα. Και πάλι με πολλή σοφία οι άγιοι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας καθόρισαν, ύστερ’ απ’ τις Κυριακές του Τελώνου και Φαρισαίου και του Ασώτου, να τελούμε τη μνήμη της Δευτέρας Παρουσίας. Γιατί δεν πρέπει, ακούοντας ο χριστιανός τη φιλανθρωπία του Θεού, που φαίνεται σ’ εκείνες τις παραβολές απέραντη, να πέσει σε μεγάλην αμέλεια, λέγοντας με το νου του: «ο Θεός είναι φιλάνθρωπος· άμα, στο τέλος, σταματήσω ν’ αμαρτάνω κάποτε, Εκείνος, όντας φιλάνθρωπος και πολυέλεος, θα με συγχωρέσει, κι όλα πια θα ’χουν τελειώσει καλά». Για να μη σκέφτονται, λοιπόν, μ’ αυτόν τον διαβολοκίνητο και σατανικό τρόπο οι χριστιανοί, έβαλαν οι θειότατοι Πατέρες, ύστερ’ από την Κυριακή του Ασώτου να γιορτάζουμε τη φοβερή και τρομερή εκείνη μέρα της Δευτέρας Παρουσίας. Λογιάζοντας, πως, με την ευαγγελική περικοπή της Κρίσεως, οι αμελείς που συνεχίζουν ν’ αμαρτάνουν, βλέποντας μπροστά τους την άδηλην ώρα του θανάτου και περιμένοντας την ατελεύτητη σειρά των βασάνων της Κολάσεως, που θ’ ακολουθήσουν μετά την Κρίση για τους αμαρτωλούς, ίσως ξυπνήσουν απ’ το λήθαργο κι απ’ το βαρύτατον ύπνο της αμαρτίας· ίσως αφήσουν την νεκροποιό ραθυμία και αμέλεια, για να αγωνισθούν ν’ αποκτήσουν το χρυσοστόλιστο ένδυμα των αρετών, το «ένδυμα του γάμου», που δίχως αυτό και θα κρυώνουν, όντας γυμνοί, και δεν θα μπορούν να εισέλθουν εις τον «νυμφώνα» του Χριστού.
***
Δευτέρα Παρουσία λέγεται γιατί προηγήθηκε η πρώτη, κατά την οποία «σωματικῶς πρὸς ἡμᾶς ἐπεδήμησεν» ο Χριστός. Όμως, στην Δευτέρα δεν θα ’ρθει όπως στην πρώτη: φτωχός, άσημος, χωρίς δόξα. Θα έρθει με πολλή δόξα, με μεγάλη λαμπρότητα και με θεϊκή μεγαλοπρέπεια. Και τότε δε θα ’ρθει να σώσει, μα να κρίνει τον κόσμο. Και ν’ ανταποδώσει, σ’ όσους έπραξαν αγαθά την αιώνια Βασιλεία του, και σ’ όσους έπραξαν κακά, την αιώνια κόλαση. Το βεβαιώνουμε συνοπτικά στο Σύμβολο της πίστεώς μας: «Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης, κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὖ τῆς Βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος». Κι αυτό, που οι άγιοι Πατέρες έβαλαν ως Άρθρο στο Σύμβολο της Πίστεως, το βγάζουν ακριβώς απ’ το Ευαγγέλιο της Κρίσεως, που λέγει: «Εἶπεν ὁ Κύριος· ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν δόξαν του καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε θέλει καθήσει εἰς τὸν θρόνον τῆς δόξης του καὶ θέλουσιν συναχθῆ ἔμπροσθέν του ὅλα τὰ ἔθνη, καὶ θέλει διαχωρίσει ἀνάμεσά τους, καθὼς χωρίζει τὰ πρόβατα ὁ βοσκὸς ἀπὸ τὰ ἐρίφια, καὶ θέλει στήσει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὴν δεξιάν του μεριὰν καὶ τὰ ἐρίφια ἀπὸ τὴν ζερβήν. Καὶ τότε θέλει εἰπεῖν ὁ βασιλεὺς πρὸς ἐκείνους τῆς δεξιάς μεριᾶς: ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, νὰ κληρονομήσετε τὴν βασιλείαν ὁποὺ σᾶς εἶναι ἑτοιμασμένη, ἀπὸ ὅταν ἐκτίσθη ὁ κόσμος· ἐλᾶτε νὰ τὴν κληρονομήσετε τὴν βασιλείαν ἐκείνην, ἐπειδὴ ἐγὼ ἐπείνασα καὶ ἐσεῖς μὲ ἐδώκετε καὶ ἔφαγα. Ἐδίψησα καὶ ἐδώκετέ μοι καὶ ἔπια. Ἤμην γυμνὸς καὶ μὲ ἐνδύσατε. Ἤμην ξένος καὶ μὲ προσκαλεσθήκετε, ἤμην ἀσθενὴς καὶ ἤλθετε καὶ μὲ εἴδετε. Ἤμουν εἰς τῆν φυλακὴν καὶ ἤλθετε καὶ ἐκοιτάξετέ με. Τότε θέλουσιν ἀποκριθῆ μετὰ ταπεινοφροσύνης οἱ δίκαιοι, λέγοντές, του: “Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν ἡμεῖς νὰ πεινᾶς καὶ ἐδώκαμέν σου καὶ ἔφαγες, ἢ νὰ διψᾶς, καὶ ἐδώκαμέν σου νὰ πιεῖς; Ἢ πότε σὲ εἴδομεν γυμνὸν καὶ σὲ ἐνδύσαμεν, ἢ ξένον καὶ ἐπεριμαζώξαμεν· ἢ πότε σὲ εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ὑπηρετήσαμέν σοι;” Καὶ θέλει τοῖς ἀποκριθῆ, καὶ τοῖς θέλει εἰπεῖν: “Ἀμὴν λέγω σας, βέβαια, ὅτι εἰς ὅσον ἐκάμετε πρὸς ἕνα ἀπὸ τούτους τοὺς μικροὺς τοὺς ἀδελφούς μου, ἐμένα τὸ ἐκάμετε”. Τότε θέλει εἰπεῖν καὶ ἐκείνων ὁποὺ εἶναι εἰς τὴν ἀριστερὰν μεριάν: “σύρετε ἀπὸ τ᾿ ἐμένα οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, ὁποὺ εἶναι ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τῶν ἀγγέλων του, διότι ἐπείνασα καὶ δὲν μοῦ ἐδώκετε νὰ φάγω. Ἐδίψησα καὶ δὲν μὲ ἐποτίσατε. Ἤμουν γυμνὸς καὶ δὲν μὲ ἐκοιτάξετε”. Τότε θέλουσιν ἀποκριθῆ καὶ αὐτοί, ἀλλὰ μὲ ἀδιαντροπίαν, καὶ θέλουσιν εἰπεῖν: “Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν πεινασμένον ἢ διψασμένον ἢ γυμνὸν ἢ ξένον ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακαῖς καὶ δὲν σὲ ἀποκοιτάξαμεν;” Καὶ θέλει τοὺς ἀποκριθῆ ὁ βασιλεὺς καὶ θέλει τοὺς εἰπεῖ: “Ἀμὴν λέγω σας, ὅτι ὅσον δὲν ἐκάμετε ἑνὸς ἀπὸ τούτους τοὺς μικροὺς, μηδὲ ἐμένα δὲν τὸ ἐκάμετε”. Καὶ ἔτσι θέλουσιν πάγει τοῦτοι εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν, καὶ πάλιν οἱ δίκαιοι είς τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον». Έτσι αποδίδει ο πολύς Μελέτιος Πηγάς το Ευαγγέλιο της Κρίσεως.
***
Θα ήθελε πολύ ο άνθρωπος να ξέρει πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, οπότε όλοι οι άνθρωποι -και όσοι βρίσκονται τότε στη ζωή και όσοι ως τότε θα ’χουνε κοιμηθεί, δηλ. θα ’χουνε πεθάνει- θα παρουσιαστούν μπροστά στο φοβερό κριτή για να κριθούν για τα καλά ή κακά έργα τους. Αλλά όπως ο θάνατος έρχεται σαν κλέφτης, σε άγνωστη ώρα, έτσι και ο Κύριος για τη Δευτέρα Παρουσία, μας άφησε άγνωστους τους καιρούς, που μέλλει να γίνει. Κάποτε που τον ρώτησαν οι μαθηταί του γι’ αυτό, Εκείνος απάντησε: «οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιρούς, οὓς ὁ Πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ». Και αλλού πάλι λέγει: «περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ τῆς ὥρας, οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἀγγελοι τῶν Οὐρανῶν, εἰ μὴ ὁ Πατήρ μου μόνος». Γιατί άραγε δεν φανερώνει ο Χριστός την ώρα της Κρίσεως και όταν ακόμα τον ρωτούν με αγωνία οι Μαθηταί του; Και μας απαντούν με σοφία οι Πατέρες της Εκκλησίας μας: «δίνει μονάχα τα σημάδια των καιρών, αλλά τους καιρούς τους παρασιωπά. Διότι θέλει να είμαστε πάντοτε έτοιμοι· με το να μη γνωρίζουμε διορισμένο το πότε, θέλει να μη γνωρίζουμε τίποτε, για να είμαστε έτοιμοι αείποτε».
Υπάρχουν πολλοί, που ακούνε στο όνομα χριστιανοί και μάλιστα Ορθόδοξοι -της ταυτότητος, όπως ονομάζονται προσφυέστατα- αλλά που, σαν άλλοι ειδωλολάτρες Αθηναίοι, δεν πιστεύουν ούτε στην ανάσταση των νεκρών, ούτε στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, ούτε στη φοβερή Κρίση, την οποία θ’ ακολουθήσει αιώνιος Παράδεισος ή αιώνια Κόλαση. Αυτοί οι άνθρωποι, λέγουν με μια χαρακτηριστική αδιαφορία και αμέλεια: «Εδώ, στη γη δηλαδή, βρίσκεται κ’ η Κόλαση, εδώ κι ο Παράδεισος». Κ’ έτσι, όχι μόνον αυτοί βαδίζουν στο δρόμο της αμαρτίας, χωρίς να φοβούνται καμιά κρίση και καμιά Κόλαση, μα παρασέρνουν κι άλλους στον εύκολο δρόμο της καλοζωΐας, της καλοπέρασης, του γήινου και σαρκώδους ευδαιμονισμού. Θέλουν να μην ανοίξουν κανένα παράθυρο, να μπει το μεταφυσικό φως στη ζωή τους· αρκούνται στα φωτερά σκοτάδια και στα σκοτεινά φώτα του παρεξηγημένου πολιτισμού της επιδερμίδας. Το στόμα τους και το στομάχι τους είναι γιομάτα αδικίες, τόσο, που ν’ αδυνατούν πέρα για πέρα να γνωρίσουν τη γεύση του ουρανού. Γι’ αυτό και λένε, πως όλα εδώ τελειώνουν, πως «εδώ είναι κ’ η Κόλαση, εδώ κι ο Παράδεισος». Κι όμως, πρέπει να γνωρίζει κάθε χριστιανός, πως αυτά είναι λόγια του διαβόλου, που τα ψιθυρίζει στ’ αυτιά μας για να μας κάνει πιο αδιάφορους για την αρετή και πιο πρόθυμους για την αμαρτία. Κ’ είναι μεγάλη αμαρτία να τα λέει κανείς. Όσο αβέβαιη είναι η ώρα του θανάτου, τόσο βέβαιος είναι ο θάνατος, που βάζει τέρμα στη γήινη ζωή μας. Κι όσο αβέβαιος είναι ο καιρός της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, άλλο τόσο είναι βέβαιη η έλευση της Δευτέρας Παρουσίας και της φοβερής του Κρίσεως, με την αιώνια Κόλαση και τον αιώνιο Παράδεισο· για να φανερωθεί, όχι μονάχα η απέραντη φιλανθρωπία του προς τους αξίους του Παραδείσου, αλλά και η απέραντη δικαιοσύνη του προς τους αξίους της Κολάσεως.
Για όποιον όμως πιστεύει στο Θεό, όπως μας απεκαλύφθη στην αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση, κ’ έχει σταθερότητα στην πίστη του, δεν υπάρχει κίνδυνος και περιθώρια γι’ αμφιβολίες – αν υπάρχει Κρίση στον Ουρανό, και τι συνέπειες θα ’χει αυτό για τη συνέχεια της πνευματικής ζωής του. «Καὶ συνάξω πάντα τὰ ἔθνη, λέγει ο Κύριος στον προφήτη Ιωήλ, καὶ κατατάξω αὐτὰ εἰς κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ, καὶ διακριθήσομαι πρὸς αὐτοὺς ἐκεῖ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ μου. Ἐξεγειρέσθωσαν, ἀναβαινέτωσαν πάντα τὰ ἔθνη εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ, διότι ἐκεῖ καθιῶ τοῦ διακρῖναι πάντα τὰ ἔθνη κυκλόθεν» (Ιωήλ δ΄ 2, 12). Κι αλλού πάλι, στον προφήτη Δανιήλ, λέγει: «Ἐθεώρουν ἕως ὅτου οἱ θρόνοι ἐτέθησαν, καὶ παλαιὸς ἡμερῶν ἐκάθητο, καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ὡσεὶ ἔριον καθαρόν, ὁ θρόνος αὐτοῦ φλὸξ πυρός, οἱ τροχοὶ αὐτοῦ πῦρ φλέγον· ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ· χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ, καὶ μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτῷ· κριτήριον ἐκάθισε, καὶ βίβλοι ἠνεῴχθησαν» (Δαν. ζ΄ 9-10). Εδώ ακριβώς έχουν την αρχή του οι βαθιά κατανυκτικοί ύμνοι της Κυριακής, που ψάλλονται στο Εσπερινό: «Ὅταν μέλλῃς ἔρχεσθαι, κρίσιν δικαίαν ποιῆσαι», «Βίβλοι ἀνοιγήσονται, φανερωθήσονται πράξεις, ἀνθρώπων ἐπίπροσθεν, τοῦ ἀστέκτου Βήματος», «Ἠχήσουσι σάλπιγγες, καὶ κενωθήσονται τάφοι, καὶ ἐξαναστήσεται, τῶν ἀνθρώπων τρέμουσα, φύσις ἅπασα», «Οἴμοι μέλαινα ψυχή!» κ.α.
***
Για το χριστιανό, λοιπόν, η μέλλουσα Κρίσις και η μέλλουσα ζωή είναι μια βεβαιότητα χειροπιαστή, θα λέγαμε, με τις πνευματικές μας αισθήσεις. «Τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ, λέγει ο θεόγλωσσος Απόστολος, ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος, πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακόν»(Β΄ Κορ. ε΄ 10). Αυτή, όμως, η βεβαιότητα για τη μεταφυσική ζωή, στην οποία δεν πιστεύουν οι άθεοι, μας υποχρεώνει να ζούμε με ανάλογο τρόπο και την παρούσα ζωή, με αγάπη στο Θεό και στον πλησίον, με πνευματική και σωματική καθαρότητα, τηρώντας μ’ ένα λόγο το Νόμο του Θεού. «Μνημόνευε τὰ ἔσχατά σου καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσεις», λέγει ο σοφός Σολομών. Έτσι μονάχα έχουμε ελπίδα να μας βάλει δεξιά του, στη Δευτέρα Παρουσία, με τα πράα και ήρεμα πρόβατα, κι όχι ζερβά του, με τ’ άγρια κι άταχτα ερίφια. Και πράττοντας ελεημοσύνη στο φτωχό πλησίον μας, που έτσι δείχνουμε μαζί και την αγάπη προς το Θεό, την ίδια στιγμή, να λέμε συχνά αυτό το τροπάριο:
Ὅταν ἔλθῃς ὁ Θεός, ἐπὶ γῆς μετὰ δόξης,
καὶ τρέμωσι τὰ σύμπαντα,
ποταμὸς δὲ τοῦ πυρὸς,
πρὸ τοῦ Βήματος ἕλκῃ,
καὶ βίβλοι ἀνοίγωνται
καὶ τὰ κρυπτὰ δημοσιεύωνται·
τότε ρῦσαί με, ἐκ τοῦ πυρὸς τοῦ ἀσβέστου,
καὶ ἀξίωσον, ἐκ δεξιῶν σου μὲ στῆναι,
Κριτὰ δικαιότατε.
Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 08, 2018

Ο Αντίχριστος θα κάνει μέγα ψευτοθαύμα με σκοπό να πλανηθούν ακόμη και οι εκλεκτοί του Θεού

Ο Αντίχριστος θα κάνει μέγα ψευτοθαύμα με σκοπό 
να πλανηθούν 
ακόμη και οι εκλεκτοί του Θεού




Ο Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, ερμηνεύοντας την Αποκάλυψη Ιωάννου μιλά για τις απάτες και ο μέγα ψευτοθαύμα που θα κάνει ο Αντίχριστος προκειμένου να πλανηθούν ακόμη και οι εκλεκτοί του Θεού.

Θα πλανηθούν άραγε;

Αν πλανηθούν τελικά κάποιοι, αυτό σημαίνει πως ποτέ δεν ήσαν πραγματικά εκλεκτοί του Θεού…

Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ: 

Και πρέπει ιδιαίτερα να το προσέξωμε.
 Και να κλαύσωμε γι’ αυτό. 
Γιατί τα θαύματα και οι πράξεις του αντιχρίστου θα φέρουν σε δύσκολη θέση και τους πιο εκλεκτούς δούλους του Θεού.

Η αιτία της μεγάλης επίδρασης του αντιχρίστου θα έγκειται στην σατανική δολιότητα και υποκρισία, με τις οποίες σκεπάζει το πιο φρικαλέο κακό με το αχαλίνωτο και αναίσχυντο θράσος του με την πλήρη συμπαράσταση των πονηρών πνευμάτων και με την ικανότητα να κάνη θαύματα ψεύτικα μεν, αλλά που προκαλούν
κατάπληξη. Η φαντασία του ανθρώπου είναι ανίκανη να συλλάβη την εικόνα ενός τόσο μεγάλου κακούργου, όσος θα είναι ο αντίχριστος.

Θα σαλπίζει για τον εαυτό του, όπως σάλπιζαν οι πρόδρομοί του, οι προτυπώσεις του. Θα ονομάζη τον εαυτό του κήρυκα και παλινορθωτή της αληθινής θεογνωσίας. Έτσι εκείνοι, που δεν κατανοούν τον χριστιανισμό, θα ιδούν σ’ αυτόν ένα αντιπρόσωπο και υπέρμαχο της αληθινής θρησκείας! Και θα πάνε με το μέρος του. Θα σαλπίση. Και θα ονομάση τον εαυτό του επηγγελμένον Μεσσίαν. Και συναντώντας τον, εκείνοι που ζουν με σαρκικό φρόνημα, και βλέποντας την δόξα του, την δύναμή του, τις πνευματικές του ικανότητες, την ολοσχερή επιβολή του στα στοιχεία του κόσμου, θα τον αναγορεύσουν Θεό και θα γίνουν οπαδοί του [11].
Ο αντίχριστος θα παρουσιασθή πράος, εύσπλαγχνος, γεμάτος αγάπη, γεμάτος αρετές. Θα τον δεχθούν σαν πράγματι γεμάτον αρετές. Και θα υποταχθούν σ’ αυτόν, εξ αιτίας των υψίστων αρετών του, όλοι εκείνοι που φαντάζονται, πως αλήθεια είναι η «αλήθεια» του πεπτωκότος ανθρώπου, και γι’ αυτό ούτε καν σκέπτονται να την ξεπεράσουν για να γνωρίσουν την αλήθειαν του Ευαγγελίου[12].
Ο αντίχριστος τότε θα εισηγηθή στην ανθρωπότητα την δημιουργία μιας ανώτατης παγκόσμιας ειρήνης και ευημερίας. Θα προσφέρη τιμές, πλούτη, μεγαλεία, σημαντικές ανέσεις και σαρκικές ηδονές. Και όσοι ποθούν επίγεια πράγματα, θα τον δεχθούν. 
Και θα τον ονομάσουν «κύριό» τους[13]. Ενώπιον της ανθρωπότητος ο αντίχριστος θα ανοίξη ένα τέτοιο ανεξήγητο με την τότε επιστήμη τσίρκο θαυμάτων, που η κατεργαριά τους θα θυμίζη θέατρο. Θα φέρη φόβο με τις απειλές και θαυμασμό με τα θαύματά του. Θα ικανοποιήση την άκριτη περιέργειά τους και την παχυλή τους άγνοια. Θα ικανοποιήση την ματαιοδοξία τους και τον εγωισμό τους. Θα ικανοποιήση το σαρκικό τους φρόνημα. Θα ικανοποιήση την δεισιδαιμονία και τις προλήψεις τους. Και θα φέρη σε σύγχυση τους σοφούς. Έτσι όλοι οι άνθρωποι με οδηγό την πεπτωκυία φύση τους, χωρίς το φως του Θεού, θα παρασυρθούν και θα καταλήξουν πειθήνια και άβουλα όργανα του πλάνου[14].

Τα σημεία του αντιχρίστου θα γίνουν κατά κύριο λόγο στον αέρα [15], και συγκεκριμένα στο στρώμα, στο οποίο κυριαρχεί ο σατανάς[16]. Τα σημεία αυτά θα επιδρούν ως επί το πλείστον στην αίσθηση της όρασης. Και έτσι και θα γοητεύουν και θα απατούν.

Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος μελετώντας στην Αποκάλυψη του τα γεγονότα, που θα γίνουν πριν από την συντέλεια του κόσμου, λέγει ότι ο αντίχριστος θα κάμη μεγάλα σημεία, ακόμη και να κατεβή «πυρ εκ του ουρανού ενώπιον των ανθρώπων»[17]. Το θαύμα αυτό, μας λέγει η Αγία Γραφή, θα είναι το πιο μεγάλο από τα θαύματα του αντιχρίστου. Και αυτό το θαύμα θα γίνη στον αέρα. Θα είναι ένα μεγαλοπρεπές και φοβερό θέαμα!
Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ

Βιβλιογραφία
[11] έ.α.
[12] Μακαρίου Αιγυπτίου Ομιλία ΛΑ’ § 4.
[13] Θεοφυλάκτου Βουλγ. Εις το Ιωάν. 5, 43.
[14] Αποκ. 13, 8.
[15] Εφραίμ του Σύρου, έ.α., Εφ. 2, 2 και 6, 12.
[16] Συμεών Νέου Θεολόγου, Περί του τρίτου είδους προσευχής.
[17] Αποκ. 13, 13.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...