Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 08, 2018

Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ – Τί ακριβώς γιορτάζουμε

αρχάγγελοι

Στις 8 Νοεμβρίου έκαστου έτους, η Εκκλησία τιμά τη σύναξη των Αρχαγγέλων Μιχαήλ, ο οποίος είναι και προστάτης Άγιος της Πολεμικής Αεροπορίας, και Γαβριήλ, καθώς και των υπολοίπων Ασωμάτων και Ουράνιων Αγγελικών Ταγμάτων.

Οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ παρουσιάζονται συνήθως με σπαθί ή σκήπτρο στο δεξί χέρι, σύμβολο της εξουσίας που τους χάρισε ο Θεός. Στο αριστερό δε χέρι τους, είθισται να κρατούν μια σφαίρα , η οποία συμβολίζει τον κόσμο.
Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ
Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είναι άγγελος, δηλαδή κτιστό, αόρατο και τέλειο πνεύμα, το οποίο δεν το περιορίζει ούτε ο χρόνος, ούτε ο χώρος. Επιπλέον είναι και ο μόνος ο οποίος ονομάζεται Αρχάγγελος κατά την Αγία Γραφή καθώς και «ένας των πρώτων αρχόντων» και «άρχων» και το όνομά του σημαίνει «Ποιος Είναι Ομοιος με τον Θεό;».
Είναι άγγελος, ο οποίος εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, όταν ο Εωσφόρος, το όνομα του οποίου σημαίνει «αυτός που φέρει το φως», ενώ κατείχε την ύψιστη θέση στην κτιστή τελειότητα, ηγήθηκε μικρής ομάδας στασιαστών αγγέλων (μετέπειτα δαίμονες), οι οποίοι ήθελαν να μην υπακούσουν στις διαταγές του Θεού, και επαναστάτησαν.
Τη στιγμή εκείνη ο έως τότε Άγγελος Μιχαήλ, ανέλαβε σημαίνοντα ρόλο στην υποστολή της ανταρσίας του, κερδίζοντας έτσι τον τίτλο του Αρχάγγελου. Μάλιστα ήταν εκείνος που ανήγγειλε στον Αβραάμ την ανάγκη θυσίας του γιου του, Ισαάκ, ενώ ήταν και εκείνος που οδήγησε το λαό του Ισραήλ στη φυγή από την Αίγυπτο.
Στην Καινή Διαθήκη, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είναι εκείνος που θα αναγγείλει τη δεύτερη έλευση του Ιησού Χριστού και την αρπαγή της εκκλησίας Του, ενώ είναι παρών και στον Ιησού του Ναυί, την πτώση της Ιεριχούς, καθώς και στις ιστορίες του Εμμανουήλ, Δαβίδ και Ηλία. Πάντοτε κρατά ρομφαία, η οποία δίνει την πύρινη τιμωρία στους εχθρούς του Θεού.
Τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, τον συναντάμε επίσης και στην κάθοδο του Χριστού στον Άδη, όπως επίσης και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, όπου ως επικεφαλής των Αγγέλων πολεμά το Σατανά.
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο Μιχαήλ θεωρείται από το λαό ότι είναι ο ψυχοπομπός άγγελος, δηλαδή μεταφέρει τις ψυχές στον ουρανό. Μάλιστα σε ορισμένες περιοχές, όπως τη Θράκη, υπάρχουν κάποιες προλήψεις και ο κόσμος δεν αφήνει τη μέρα αυτή τα παπούτσια του έξω από το σπίτι, για να μην τα δει ο Αρχάγγελος και «ενθυμηθεί αυτούς και αναλάβει εκ της ζωής».
Είναι γνωστό και το θαύμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ στους Κολοσσούς της Φρυγίας. Στην περιοχή των Κολοσσών είχε αναβλύσει πηγή με αγιασμένο νερό που θεράπευε κάθε αρρώστια. Εκεί χτίστηκε ναός στο όνομα του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Οι ειδωλολάτρες στράφηκαν εναντίον του ιερέα του ναού, τον οποίο όμως προστάτευσε ο Αρχάγγελος και σώθηκε. Οι ειδωλολάτρες δοκίμασαν τότε να εκτρέψουν το ρου ενός ποταμού για να πνίξουν τον ιερέα και να καταστρέψουν το ναό. Τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ επενέβη και με τη ρομφαία του έσκισε στα δυο τη γη και τα νερά χωνεύθηκαν μέσα. Έως σήμερα τα νερά των ποταμών χωνεύονται, γι’ αυτό και το μέρος ονομάστηκε Χώναι.
Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ (Ταξίαρχος και Αρχιστράτηγος) είναι επίσης και ο Προστάτης Άγιος της Πολεμικής Αεροπορίας και η μνήμη του γιορτάζεται με κάθε μεγαλοπρέπεια σε όλες τις Μονάδες της Πολεμικής Αεροπορίας.
Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είναι ένας από τους απροσμέτρητους αγγέλους. Το όνομά του σημαίνει «ήρωας του Θεού» και είναι ένας από τους λίγους αγγέλους, οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στην Αγία Γραφή.
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είναι ο άγγελος που εμφανίστηκε στο προφήτη Δανιήλ, στη γυναίκα του Μανωέ, και της αναγγέλλει ότι θα γεννήσει τον Σαμψών, στον Ιωακείμ και την Αννα, και τους αναγγέλλει πως θα γεννήσουν την Παναγία, στον ιερέα Ζαχαρία, για να του αναγγείλλει ότι θα γεννήσει τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είναι επίσης αυτός με τον οποίο συνδέονται όλα τα γεγονότα που έχουν σχέση με την γέννηση του Χριστού.
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είναι εκείνος, ο οποίος  έδωσε τον κρίνο στην Παναγία και της ανακοίνωσε ότι θα γεννήσει το Γιο του Θεού και αυτός παρουσιάστηκε στους βοσκούς. Αυτός είπε στον Ιωσήφ, να πάρει την Μαρία και το βρέφος και να φύγει στην Αίγυπτο και ύστερα από καιρό, να επιστρέψει στη γη του Ισραήλ.
Στα νεώτερα χρόνια στον Ιερό Ναό του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγ.Ορους εμφανίστηκε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ σε έναν μοναχό και μπροστά στην εικόνα της Παναγίας άρχισε να ψάλλει το «Αξιον Εστί».Του μοναχού του άρεσε αυτός ο ύμνος, αλλά στεναχωρέθηκε γιατί θα το ξεχνούσε. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ όμως με το δάχτυλό του χάραξε τον ύμνο πάνω σε μαρμάρινη πλάκα. Έτσι η εικόνα της Παναγίας ονομάστηκε «Αξιον Εστί» και υπάρχει μέχρι σήμερα η θαυματουργική αυτή εικόνα της Παναγίας «Άξιον Εστί» υπενθυμίζοντάς μας ότι η ύπαρξη των αγγέλων είναι μία πραγματικότητα, καθώς και ο ίδιος ο Αρχάγγελος Γαβριήλ.
Πολλοί από τους ιερούς μελετητές και ασματογράφους γνωματεύουν, ότι ο θείος Γαβριήλ ήταν ο Άγγελος ο οποίος κύλισε την βράχο από το μνημείο του Ιησού. Και αυτός ήταν που έφερε το μήνυμα στις Μυροφόρες για την Ανάσταση του Κυρίου. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ήταν αυτός που υπηρέτησε το Μυστήριο της ένσαρκης οικονομίας του Θεού Λόγου από την αρχή ως το τέλος.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 25, 2018

Ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης παρὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
 



(Ἰωάν. ιθ΄ 25-27, κα΄ 24-25)

Πλησιάζουσι τὸν σταυρὸν ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστὴς καὶ ὡς ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης «εἱστήκεσαν παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ» εἶναι ὄρθιοι πλησίον τοῦ σταυροῦ 1) «ἡ μήτηρ αὐτοῦ» 2) «ἡ ἀδελφή τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ» 3) «Μαρία ἡ Μαγδαληνή». Ἡ Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ, εἶναι ἡ σύζυγος τοῦ Κλωπᾶ καὶ μήτηρ τοῦ Ἰακὼβ καὶ Ἰωσήφ. Ὁ Κλωπᾶς ἤ Ἀλφαῖος ἦτο κατὰ τὸν Ἠγήσιππον παρὰ τῷ ἱστορικῷ Εὐσεβίῳ καὶ κατὰ τὸν Ἐπιφάνιον ἀδελφός τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ. Ἑπομένως ἡ σύζυγός του Μαρία ἦτο συνυφάδα τῆς Θεοτόκου καὶ ὀνομάζεται ἐνταῦθα «ἀδελφὴ» ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ. Ἤδη οἱ δολοφόνοι Φαρισαῖοι εἶναι εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὸν ἑαυτόν τους καὶ τοὺς ξένους ἐκτελεστάς τῶν φονικῶν των διαθέσεων. Ἔβλεπον τὸ αἷμα ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Ἰησοῦ νὰ πίπτῃ κατὰ σταγόνας εἰς τὴν γῆν. Τὸ δὲ αἷμα τῶν ποδῶν Του νὰ ἀφίνῃ κόκκινες γραμμὲς εἰς τὴν βάσιν τοῦ σταυροῦ. Δὲν φεύγει πλέον, εἶναι καρφωμένος! Περιμένουν τὸ βλάσφημον στόμα Του νὰ ἀνοίξῃ μετ’ ὀλίγον ἐν τῇ ἀγωνίᾳ, ἀλλὰ θὰ μείνῃ διὰ πάντα ἄδειο ἀπὸ λόγια. Ἐσκέπτοντο, ὅτι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐδηλητηρίασε τὸν λαὸν καὶ ἦτο ἐχθρός τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ ἐμπορίου, εἶναι καρφωμένος μὲ τέσσαρα καρφιὰ εἰς τὸ ξύλον τῆς αἰσχύνης !

«Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα, ὅν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ˙ γύναι, ἴδε ὁ Υἱὸς σου˙ εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ˙ ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. Καὶ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια». Ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὴν μητέρα Του καὶ τὸν μαθητὴν Του Ἰωάννην εὑρισκομένους ἐκεῖ, ἀναθέτει εἰς τὸν παρθένον μαθητὴν Του τὴν Παρθένον μητέρα Του διὰ τῶν ἑξῆς φράσεων : «Γύναι, ἰδοὺ ὁ Υἱός σου». Κατόπιν στραφείς πρὸς τὸν μαθητὴν λέγει: «ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου». Αἱ δύο αὗται φράσεις εἶναι ὁ τρίτος λόγος τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Ὁ Κύριος ἐκάλεσε μὲ τὴν λέξιν «γύναι» τὴν μητέρα Του καὶ ὄχι μὲ τὴν γλυκεῖαν λέξιν «μητέρα», διὰ νὰ μὴ τῆς αὐξήσῃ τὸν πόνον. Ἄλλως τε ἡ λέξις γύναι ἦτο ἀρκετὰ τιμητικὴ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην. Τὸν Ἰωάννην ἀμείβων διὰ τὴν τόλμην του ἀναθέτει ὁ Κύριος εἰς αὐτὸν τὴν μητέρα Του. Ἐξ αὐτοῦ φαίνεται, ὅτι ὁ Ἰωσὴφ θὰ εἶχεν ἀποθάνει, διότι ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει εἶναι ἀδικαιολόγητος ἡ ἀνάθεσις τῆς μητρὸς τοῦ Κυρίου εἰς τὸν Ἰωάννην. Ὁ Ἰωάννης ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης παρέλαβε τὴν μητέρα τοῦ Κυρίου κατ’ ἰδίαν ὡς πνευματικὴν μητέρα εἰς τὸ σπίτι του, μαζὶ μὲ τὴν Σαλώμην, τὴν σαρκικὴν μητέρα Του.

Πόσην θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν ἔδειξαν οἱ σταυρωταί Του καὶ πόσην ἠρεμίαν ἐν μέσῳ τῆς θηριωδίας καὶ κοροϊδίας δεικνύει ὁ Κύριος, ἀφοῦ λησμονεῖ τοὺς πόνους Του καὶ φροντίζει διὰ τὸν ληστὴν καὶ μητέρα Του!

«Οὗτος ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα καὶ οἴδαμεν, ὅτι ἀληθὴς ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ». Μετὰ πάσης βεβαιότητας βεβαιοῖ ὁ Ἰωάννης, ὅτι ὅσα γράφει εἶναι ἀληθῆ, διότι εἶναι αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος μάρτυς. Καὶ τελειώνει˙ «ἔστι δὲ καὶ ἀλλὰ πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν». Τὸ εὐαγγέλιον ἀποτελεῖται ὄχι ἀπὸ βιβλία πολλά, τόμους μεγάλους, τοὺς ὁποίους μόνον θεολόγοι θὰ ἠδύναντο νὰ μελετήσουν, ἀλλὰ εἶναι σύντομον εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον δύναται νὰ μελετᾷ πᾶς χριστιανός.


Θέμα : Θηριωδία - Κοροϊδία - Ἠρεμία.

Ἑβραῖοι ἱερεῖς, Φαρισαῖοι καὶ οἱ λοιποὶ φίλοι τῆς ἀγρίας χαρᾶς, τῶν αἱματηρῶν θεαμάτων εἶχον ἔλθει μέχρι τοῦ Γολγοθά, διὰ νὰ ἀνοίξωσι τὴν ὄρεξίν των μὲ τὸ θέαμα τριῶν ἀγωνιώντων μελλοθανάτων. Πόσα νευρικά, ἀνήσυχα ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ποδοπατήματα μέχρις ὅτου ἀρχίσῃ ἡ θηριωδία καὶ κοροϊδία, ἡ ἀγρία των χαρά! Μὲ πόσους σαρκασμοὺς δὲν θὰ παρεκίνουν τὴν τυχὸν ἀργοπορίαν τῶν Ρωμαίων σταυρωτῶν! Ἡ ἀγρία τῶν χαρὰ ἀρχίζει διὰ πραγμάτων καὶ λόγων.

Α) Διά πραγμάτων. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐδίδαξεν εἰς τὸν κόσμον τὴν λεπτοτέραν ἐντροπήν, εἶναι ὁλόγυμνος εἰς τὰ ὄμματα τῶν ἐχθρῶν Του! Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐδίδαξε τὴν βαθυτέραν πίστιν εἰς τὸν Θεόν, ἀκούει νὰ ῥίπτουν οἱ ἐχθροί Του τὰ ζάρια διὰ τὸν ἱματισμόν Του, ὥστε πίστιν ἐδίδαξεν Αὐτός, τύχην ἐφαρμόζουν ἐκεῖνοι ἐνώπιόν Του. Οἱ Φαρισαῖοι σκέπτονται καθ’ ἑαυτοὺς χαιρεκάκως: Ὁ προφητεύσας τὴν καταστροφὴν τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τοῦ ναοῦ εὑρίσκεται κρεμασμένος ἐνώπιον καὶ τῶν δύο ! Ὁ Μέγας διδάσκαλος τοσούτων μαθητῶν εὑρίσκεται ἐν μέσῳ δύο ληστῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν ὑβρίζουν καὶ τεσσάρων στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν σταυρώνουν. Ὁ πτωχὸς Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ ἔχωμεν ἕνα μόνον χιτῶνα, εἶναι ὁλόγυμνος ! Ἐκήρυξε τὸν ἑαυτὸν Του βασιλέα καὶ τώρα ἔχει ὡς θρόνον μία σφήνα ἀπὸ ξύλον ! Ὁ αἰώνιος ταξιδιώτης, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε μία πέτρα νὰ γύρῃ τὸ κεφάλι Του, ἔχει ὡς νεκρικὴν κλίνην ὄρθιον ξύλον. Ὑπεσχέθη, ὅτι ἦλθε νὰ δώσῃ τὴν ζωὴν καὶ ὅμως δὲν δύναται νὰ διαφύγῃ ὁ ἴδιος τὸν θάνατον ! Ἐκαυχήθη, ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τώρα φωνάζει ὁ ἴδιος : Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; Ὁ οὐρανὸς δὲν ἀπαντᾷ. Ποῦ εἶναι ὁ Πατήρ Του, περὶ τῆς ἀγαθότητος τοῦ ὁποίου πάντοτε ὡμίλει μετὰ βεβαιότητος ; Διατὶ δὲν δίδει εἰς Αὐτὸν ἕνα σημάδι τῆς παρουσίας Του ; Διατὶ δὲν κάμνει εἰς Αὐτὸν τὴν χάριν νὰ τὸν πάρῃ μαζί Του ἄνευ τῶν σκληρῶν αὐτῶν ἀναβολῶν; Δὲν ἀπαντᾷς; Δὲν ἐπιθυμεῖς νὰ μᾶς κηρύξῃς; Διατὶ ἀπαξιοῖς νὰ μᾶς προσηλυτίσῃς; Ἐὰν εἶναι ὀρθὸν νὰ σὲ ἀγαπῶμεν, δεῖξόν μας, ὅτι πρῶτον σὲ ἀγαπᾷ ὁ Πατήρ Σου. Μόνον ὁ ἥλιος, ἡ λάμπα αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, φωτίζει, ἵνα βλέπωμεν καλλίτερον τὰς συσπάσεις τοῦ προσώπου Του καὶ τὰ λαχανιάσματα τοῦ λαιμοῦ τοῦ ἐσταυρωμένου !

Ταῦτα σκεπτόμενοι οἱ ἐχθροί Του θὰ ἐξῆγον τὸ εὐχάριστον δὶ’ αὐτοὺς συμπέρασμα. Ἑπομένως ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Πατήρ Του, Αὐτὸς δὲ ὁ ἴδιος ἐψεύσθη. Εἶναι ἄξιος τῆς τύχης Του! Τοῦτο ἦτο γνωστὸν πρὸ καιροῦ. Ἀλλὰ τώρα πλέον ἀπεδείχθη! Ἡ συνείδησίς μας, θὰ ἔλεγον οἱ ἐχθροί Του, εἶναι πάρα πάνω ἀπὸ ἥσυχη, ὅτι ὀρθῶς ἐνηργήσαμεν! Κατὰ συνέπειαν, ἐὰν μᾶς ἐπέτρεπον οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶται νὰ ἐδίδομεν καὶ ἡμεῖς μερικὰ σφυροκοπήματα, ἀφοῦ μᾶς ἀπηγόρευσαν τὸν ἀνακουφιστικώτατον διὰ λιθοβολισμοῦ θάνατον, θὰ ἦτο εὐχῆς ἔργον! Ποία ποικιλία κοροϊδίας καὶ θηριωδίας ! Ἡ ἀγρία ὅμως χαρὰ αὐτὴ εἶναι ὄχι μόνον διὰ πραγμάτων καὶ ὑπονοουμένων, ἀλλὰ καὶ διὰ λόγων ῥητῶν.

Διὰ λόγων. Ὅλοι συνέτρεξαν εἰς τὴν παραφωνίαν αὐτήν. Τὰ μέλη τοῦ Συνεδρίου, οἱ ἱερεῖς, οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶται, οἱ λησταί, ὁ λαός, οἱ «παραπορευόμενοι» οἱ διερχόμενοι. Καὶ οἱ μὲν ἄρχοντες ἔλεγον : «ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι. Ὁ Χριστός, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ». Ἂν εἶναι βασιλεύς, ἂς καταβῇ ἀπὸ τὸν σταυρόν! Πόση εἰρωνεία εἰς τὸν πόνον Του καὶ ἑπομένως πόση κοροϊδία καὶ θηριωδία ! Οἱ στρατιῶται ἐνέπαιζον καὶ αὐτοὶ προσερχόμενοι ὄξος προσφέροντες καὶ λέγοντες : «Εἰ σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, σῶσον σεαυτόν». Οἱ τοσοῦτον βασανίσαντες Αὐτὸν διὰ τῆς σταυρώσεως καὶ φραγγελώσεως τώρα εἰρωνεύονται. Πόση θηριωδία καὶ κοροϊδία! Καὶ οἱ δύο κατ’ ἀρχὰς συσταυρωθέντες λησταὶ ὠνείδιζον Αὐτόν. Ὁ εἷς τῶν κρεμασθέντων κακούργων κατόπιν ἐβλασφήμει Αὐτὸν :

«Οὐχὶ σὺ εἶ ὁ Χριστός; σῶσον σεαυτόν!» Οὔτε ὡς ὁμοιοπαθεῖς οὗτοι συνεπάθουν, οὔτε ὡς κακοῦργοι εἶχον ἐντροπήν! Πόσην θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν δεικνύουσι πρὸς τὸν Ἰησοῦν ! Ἀλλὰ καὶ «οἱ παραπορευόμενοι κινοῦντες τὰς κεφάλας αὐτῶν καὶ λέγοντες˙ οὐὰ ὁ καταλύων τὸν ναόν, σῶσον σεαυτόν. Εἰ Υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ!» Πόση θηριωδία εἰς τὴν κοροϊδίαν των !
Ἡ ἀγρία χαρὰ ἐξακολουθεῖ καὶ ὅταν ὁ Κύριος εὑρίσκεται εἰς τὴν τελευταίαν στιγμὴν καὶ μετὰ τὸ φοβερὸν σκότος, τὸ ὁποῖον ἐκάλυψεν ὅλην τὴν γῆν. Ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ ὁ Κύριος φωνάζει: «Ἠλὶ Ἠλί Λαμμᾶ σαβαχθανί». Τινὲς Ἑλληνισταὶ Ἑβραῖοι νομίζουν, ὅτι φωνάζει τὸν κατὰ τὴν μέλλουσαν κρίσιν ἐλευσόμενον προφήτην Ἠλίαν. Κἄποιος στρατιώτης ἐκ συμπαθείας κατ’ ἀρχὰς λαβών σπόγγον «καὶ περιθείς καλάμῳ πλήσας ὄξους ἐπότιζεν Αὐτόν». Οἱ δὲ Ἑβραῖοι εἰρωνικῶς λέγουσιν : «Ἄφες, ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας σώσων αὐτόν!» Πόσην κοροϊδίαν καὶ θηριωδίαν δεικνύουσι καὶ οὗτοι!

Ἡ ἠρεμία τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶναι ἤρεμος. Εἶναι τόσον ἤρεμος, ὥστε μέσα εἰς τὴν ἀγωνίαν αὐτὴν τῆς κοροϊδίας καὶ θηριωδίας λησμονῶν τὸν πόνον ἀγαπᾷ μὲ τρυφερότητα ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ἀφίνει, Ἰωάννην καὶ μητέρα Του, ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀφῆκαν, τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἰργάσθησαν διὰ τὸν θάνατόν Του. Τὸ βάθος ὅμως τῆς ἠρεμίας Του φαίνεται ἀπὸ τὴν συγγνώμην, τὴν ὁποίαν δίδει εἰς τοὺς ἄλλους. Ἀπὸ τὸ βάθος δηλαδὴ τῆς καρδίας Του σὰν ἕνα τραγούδι νίκης τοῦ πνεύματος κατὰ τῆς βαρείας καὶ τσακισμένης σαρκὸς Τοῦ ἀναπηδοῦν τὰ ἀθάνατα καὶ ἀλησμόνητα ἐκεῖνα λόγια : «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι, τί ποιοῦσι». Πόση ἠρεμία! Οὐδεμία προσευχὴ ὑψώθη εἰς τὸν Οὐρανὸν θειοτέρα ἀπ’ αὐτήν, ἀφ’ ὅτου ὑπῆρξαν καὶ προσηυχήθησαν ἄνθρωποι! Δὲν εἶναι προσευχὴ ἀνθρώπου, ἀλλὰ Θεοῦ πρὸς Θεόν. Οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν συγχωροῦσι τὰς ἀρετᾶς πολλάκις τῶν ἐναρέτων, οὐδέποτε ἐφαντάσθησαν πρὸ τῆς ἡμέρας ταύτης, ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπικαλεσθῇ τις τὴν συγγνώμην δι’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τοῦ δίδουσι θάνατον ἤ τὸν ἐγκαταλείπουν.

Τὸ μεγάλο βάθος ὅμως τῆς ἠρεμίας τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ δικαιολογία τῆς συγγνώμης «οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» δὲν γνωρίζουσι τί κάμνουσι. Ὁ Κύριος ἦλθε νὰ διδάξῃ, τί πρέπει νὰ κάμνωμεν. Πόσοι ὅμως τὸ ἔμαθαν! Καὶ αὐτοὶ οἱ ἰδικοί Του, οἱ μόνοι οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ γνωρίσωσιν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Θεός, νικηθέντες ἀπὸ τὸν φόβον καταφεύγουσιν εἰς τὴν φυγήν. Τὸν ἐγκαταλείπουν τὴν στιγμήν, ὅτε θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι μαζί Του, Δία τῆς φυγῆς τῶν δεικνύουσιν, ὅτι δὲν γνωρίζουσι τί ἔκαμνον. Πολὺ ὀλιγώτερον ἐγνώριζον, τί ἔκαμνον οἱ Φαρισαῖοι φοβούμενοι, μήπως καὶ χάσωσιν οἰκονομικὰ των καὶ κοινωνικὴν των θέσιν, οἱ πλούσιοι τὰ χρήματά των, ὁ Πιλᾶτος τὴν θέσιν του. Ἀκόμη ὀλιγώτερον ἐγνώριζε, τί ἔκαμνε ὁ Ἑβραϊκὸς ὄχλος ὑποτεταγμένος εἰς τοὺς Φαρισαίους καθοδηγητάς, ὥστε νὰ φωνάζῃ : «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν». Ἀκόμη ὀλιγώτερον γνωρίζουσι τί ἔκαμνον οἱ δήμιοι σταυρωταί ἐκτελοῦντες ἐντολὴν τῶν ἀξιωματικῶν των. Τὸ θῦμα των ὅμως ὑπέδειξεν εἰς ὅλους αὐτοὺς τί κάμνουν. Εἰς τοὺς μαθητάς προεῖπε τὴν φυγὴν των, εἰς τὸν Πέτρον τὴν ἄρνησιν καὶ εἰς τὸν Ἰούδα τὴν προδοσίαν. Μετὰ τὴν προφητείαν ἔδωκε καὶ καταλλήλους συμβουλάς, ὥστε νὰ προσεύχωνται οἱ μαθηταί. ἵνα μὴ εἰσέλθωσιν εἰς πειρασμόν. Εἰς Ἄνναν, εἰς Καϊάφαν καὶ Πιλᾶτον ἐδήλωσε τί κάμνουσι, ἀφοῦ ὠμολόγησε ποῖος ἦτο. Εἰς τοὺς στρατιώτας ἐδήλωσε τί κάμνουν, ὅταν τοὺς συνεχώρει κατὰ τὴν σταύρωσίν Του. Πόση εἶναι ἡ ἠρεμία τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ, διότι δὲν γνωρίζουσι τί κάμνουσι, ἂν καὶ τοὺς εἶπεν ὁ ἴδιος τί ἔπρεπε νὰ κάμουν !


Συμπεράσματα: Εἴδομεν τὸν Θεάνθρωπον καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Δύο μεγάλα διδάγματα λαμβάνομεν, ἂν ἴδωμεν τὴν διαγωγὴν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν Θεάνθρωπον καὶ τοῦ Θεανθρώπου πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.

Πρῶτον˙ οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸν Θεάνθρωπον ἔδειξαν θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν. Πᾶσα ἀνθρωπίνη κακία εἶναι θηριωδία καὶ κοροϊδία. Ὅση εἶναι ἡ ἀγριότης, ἄλλη τόση εἶναι καὶ ἡ κοροϊδία! Ὅση εἶναι ἡ κοροϊδία, ἄλλη τόση εἶναι καὶ ἡ ἀγριότης! Σκληρότης καὶ παιγνίδι, τίγρις καὶ παιδίον εἶναι τὸ θηρίον, τὸ ὁποῖον ἐμφωλεύει μέσα μας. Τὸ διπρόσωπον τοῦτο θηρίον εἶναι τρομερόν. Ὅταν καὶ σὺ εἶσαι σκληρὸς καὶ παίζῃς μὲ τὸν πόνον τῶν ἄλλων, ἔχεις καὶ σὺ θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν. Ἐπειδὴ δὲ ὅ,τι κάμῃς εἰς τὸν ἀδελφόν σου, τὸ κάμνεις εἰς τὸν Θεόν σου, φοβοῦ τὴν κοροϊδίαν καὶ θηριωδίαν, τὰς ὁποίας ἀπευθύνεις εἰς τὸν ἀδελφόν σου, διότι μεταβαίνουσιν εἰς τὸν Θεόν σου ! Πρέπει νὰ φοβῆσαι τὴν κοροϊδίαν καὶ θηριωδίαν, ὄχι μόνον, διότι ἀπευθύνονται εἰς τὸν Θεόν σου, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς μεγάλης σχέσεως, τὴν ὁποίαν ἔχουσι μεταξὺ των. Ἡ θηριωδία μεγαλώνει μὲ τὴν κοροϊδίαν! Ἡ κοροϊδία ἔστω καὶ ἂν δὲν συνοδεύεται ὑπὸ ἐξωτερικῆς θηριωδίας, δὲν παύει ἔστω καὶ μόνη της νὰ εἶναι μεγάλο κομμάτι θηριωδίας. Ἡ κοροϊδία καὶ ἡ θηριωδία ἐγγίζουσι τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς μας, διότι ἀνοίγουν τὸν μεγαλύτερον πόνον, ὁ ὁποῖος εἶναι βαθύτερος πάσης ἀνθρωπίνης χαρᾶς. Ἑπομένως πρέπει νὰ ἔχωμεν ὑπομονήν, ὅπως εἶχε καὶ ὁ Κύριος, ὅταν γενώμεθα θύματα κοροϊδίας καὶ θηριωδίας ἄλλων. Πρέπει νὰ ἔχωμεν προσοχήν, ὅταν πρόκειται νὰ εἴμεθα δράσται θηριωδίας καὶ κοροϊδίας, σκληροὶ καὶ εἴρωνες εἰς τοὺς ἄλλους.

Δεύτερον˙ Ὁ Θεάνθρωπος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἔδειξεν ἠρεμίαν, διότι δὲν ἐγνώριζον τί κάμνουσι. Καὶ πράγματι! Ἡ ἄγνοια εἶναι τόσον μεγάλη μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ὥστε ὀλίγοι εἶναι οἱ γνωρίζοντες, τί κάμνουσι. Ἡ κατηραμένη κακὴ συνήθεια, ὁ πιθηκισμός, ἡ μίμησις δηλαδὴ ἀδιακρίτως καλῶν καὶ κακῶν πράξεων, τὰ πάθη τὰ ὁποία κρύπτονται εἰς τὸ βάθος μας, αἱ εὐχάριστοι ἱκανοποιήσεις, τὰς ὁποίας αἰσθανόμεθα εἰς τὸ αἷμά μας καὶ εἰς τὸ πνεῦμά μας, ὅταν ἁμαρτάνωμεν, εἶναι τὰ πραγματικὰ ἐλατήρια τῶν πράξεών μας. Ἡ συναίσθησις τῆς ἐνοχῆς ξυπνᾷ εἰς τὸ τέλος, ὄτε δὲν μένει παρὰ στάχτη καὶ ἐντροπή, στάχτη εἰς τὸ θῦμα, ἐντροπὴ εἰς τὸν δράστην. Συγχωρεῖς καὶ σὺ τὴν φίλην σου, τὸν φίλον σου, τὸν ἀδελφόν σου, τὸν ἐχθρόν σου, ἔχων ὑπ’ ὄψιν σου τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ τῆς κακίας; Προσέχεις τὸν ἑαυτόν σου, ἔχων ὑπ’ὄψιν σου τὴν ὑπουλότητα τοῦ κάκου, τὴν δύναμιν τῆς συνηθειάς του, τὴν γλυκύτητα τῆς ἁμαρτίας; Ὁ λόγος, ὁ ὁποῖος σὲ κάμνει νὰ συγχωρῇς τοὺς ἄλλους, διότι ἡ κακία εἶναι μεγάλη εἰς ὑπουλότητα, γλυκύτητα καὶ πιθηκισμόν, εἶναι ὁ αὐτὸς ὁ ὁποῖος σοῦ ἐπιβάλλει νὰ προσέχῃς τὸν ἑαυτόν σου. Πόσον μεγάλο εἶναι τὸ μεγαλεῖον τοῦ Χριστοῦ, διότι ἡ ὑπ’ αὐτοῦ συνιστωμένη συναίσθησις τοῦ κακοῦ σοῦ συνιστᾷ νὰ δίδῃς συγγνώμην εἰς τοὺς ἄλλους, προσοχὴν διὰ τὸν ἑαυτόν σου.

Ἂς συγχωρῶμεν λοιπὸν τὴν θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν τῶν ἄλλων, ἂς προσέχωμεν τὴν ἰδικὴν μᾶς θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν, ἵνα εἴμεθα πάντοτε ἤρεμοι. Ἀναγνῶστά μου, ἡ πλεονεξία σου κατέστησε τὸν Χριστὸν γυμνὸν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Αἱ διὰ τῶν χειρῶν σου γενόμενοι ἁμαρτίαι ἤνοιξαν τὰς πληγάς εἰς τὰς χεῖρας Ἐκείνου. Οἱ ἀπρεπεῖς λογισμοὶ τῆς κεφαλῆς σου εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔθεσαν τὸν ἀκάνθινον στέφανον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς Του. Ἡ ἰδική σου παράνομος ἀνακεκλιμένη ὁριζόντια θὲσις, ὅταν ἡμάρτανες σαρκικῶς, ἔφερε τὴν κάθετον ἀνακεκλιμένην ἐπώδυνον θέσιν Ἐκείνου ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Ὁ ἰδικός σου ἐγωϊσμὸς ἔφερε τὴν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ συντριβὴν καὶ ἐξευτελισμὸν Ἐκείνου ! Φτερουγίζεις, πετᾷς ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμόν σου; Μετέωρον καὶ ἐπώδυνον μεταξὺ Οὐρανοῦ καὶ γῆς ὡδήγησας τὸν Ἀρχηγόν σου.

Ὁ Κύριος συνετρίβη. Ἡ ἄψυχος φύσις ἐπίσης. Ἡμεῖς θὰ μείνωμεν ἀσυγκίνητοι; Δία τοῦτο εἴμεθα ἄξιοι δακρύων, ἐὰν εἰς τὴν σημερινὴν συντριβὴν Ἐκείνου μείνωμεν ἡμεῖς ἀσυγκίνητοι. Ἂς παρακαλέσωμεν τὸν συντετριμμένον Ἰησοῦν, ὅπως συντρίψῃ τὰς καρδίας πρὸς μετάνοιαν ! Γένοιτο !

Λόγος εἰς τὸν ἅγιον Ἰωάννην τὸν Θεολόγον

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος


 


αʹ. Ἰωάννης ἐν Ἐφέσῳ τῆς Ἀσίας, Ἰωάννης τῆς Ἀσίας τὸ καύχημα, μᾶλλον δὲ τῆς οἰκουμένης ὁ στῦλος, Ἰωάννης ὁ ἀγαπητὸς τοῦ Χριστοῦ μαθητὴς, καὶ τοῦ Θεοῦ Λόγου σάλπιγξ, τῶν Ἐφεσίων τὸ κλέος, καὶ τῶν περάτων ὁ κήρυξ, ἡ κιθάρα τῆς θεολογίας, Θεολόγος ἀξίως καλούμενος· τὸ Χερουβικὸν στόμα, καὶ τὸ Σεραφικὸν μυσταγώγημα, ἢ καὶ ὑπὲρ ταῦτα εἰπεῖν οὐ παραιτήσομαι. Ὃν γὰρ αἱ ἄνω δυνάμεις ἀγγέλων τρόμῳ δοξάζουσιν, Ἰωάννης μεγάλῃ τῇ φωνῇ παῤῥησίᾳ ἐκήρυξεν· Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος.

Μακαρία εἶ, πόλις Ἐφεσίων, ὅτι ἐν σοὶ πρῶτον ἤχησεν ἡ τοιαύτη θεόλεκτος βροντή· μακαρία εἶ, πόλις Ἐφεσίων, ὅτι ἐν σοὶ συνετάγη τὸ τοιοῦτον γραμματεῖον· μακαρία εἶ, ὅτι ἐν σοὶ ὁ τοιοῦτος Ἰωάννης. Καὶ ἄλλοι μὲν γὰρ Ἰωάνναι ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ καὶ ἐν σοὶ, ἀλλ' οὐδεὶς τοιοῦτος Ἰωάννης, οὔτε ἐν σοὶ, οὔτ' ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ. Ὅθεν ὁ ἐπιστάμενος τὸν νοῦν τῶν ἀνθρώπων, καὶ γινώσκων τὰ κρύφια τῆς καρδίας, εὑρὼν αὐτὸν τοιοῦτον, ἅγιον καὶ ἀμίαντον, ὑψηλὸν τὸν βίον, καθαρὸν τῇ καρδίᾳ, κεκοσμημένον τῇ ἀγνείᾳ, τετελειωμένον ἐν ἀγάπῃ. τοῦτον ὡς πιστὸν ἐν πᾶσι πιστεύειν τὴν ἰδίαν μητέρα παραδοὺς, τὴν ἀμίαντον περιστερὰν, τὴν ἄσπιλον ἀμνάδα, τὴν ἀκηλίδωτον δάμαλιν, τὴν ἀσύγκριτον ἐν ἀνθρώποις, τὴν πάντων τῶν ποιημάτων Θεοῦ ἀνωτέραν· ὅπερ οὐδεὶς ἄλλος τῶν ἁγίων πεπίστευται.

Μακαρία εἶ, πόλις Ἐφεσίων, ὅτι τοιούτου σε ἀνδρὸς πόδες πάτησαν, οὗ τὴν καθαρὰν διαγωγὴν καὶ τὰ ἴχνη ἄγγελοι ἐθαύμασαν· μακαρία εἶ, πόλις Ἐφεσίων, ὅτι πρώτη πάσης πόλεως ὑψηλοτέρα ἀνεδείχθης, διὰ Ἰωάννην τὸν ἠγαπημένον· μακαρία εἶ, ὅτι πᾶσαι τῆς οἰκουμένης αἱ Ἐκκλησίαι σου μαθήτριαι τυγχάνουσι, παρὰ σοῦ διδαχθεῖσαι θεολογεῖν, Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος. Ὥσπερ γὰρ ἐὰν ᾖ λύχνος ἔν τινι τόπῳ καιόμενος, καὶ πανταχόθεν πολλοὶ προστρέχοντες, ἐκεῖθεν ἕκαστος ἀνάψας θαῤῥῶν λοιπὸν πορεύεται, μηδαμῶς προσκόπτων, μηδὲ πλανώμενος· οὕτω καὶ ἐν Ἐφέσῳ γέγονε. Πρώτη ἀνάψασα τὸν τῆς θεολογίας λύχνον, πᾶσαι τῶν περάτων αἱ Ἐκκλησίαι πρὸς σὲ δραμοῦσαι, ἑκάστη τὴν ἑαυτῆς λαμπάδα τὴν θεολογίαν ἀνῆψε, καὶ ὑπέστρεψε χαίρουσα. Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος. Καὶ ἐν Ἐφέσῳ τοῦ ἰδίου φωτὸς τῆς θεολογίας οὐκ ἠλαττώθη, καὶ ἡ οἰκουμένη τὰ ἴσα φῶτα κατέχουσα κηρύττει τὸ, Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος.

Ἀναγκαῖόν τε καὶ τοὺς ἀγῶνας αὐτοῦ εἰς μέσον ἀγαγεῖν, ὅσον ἡμῖν δυνατὸν, ἐκ τῶν πολλῶν ὀλίγα· πάντα γὰρ αὐτοῦ τὰ κατορθώματα οὐκ ἐξαρκέσαι πᾶς ὁ καιρὸς πρὸς διήγησιν. Τὰ μὲν γὰρ πλεῖστα ἠκούσαμεν ἐκ τῆς βίβλου τῶν Πράξεων, ὅσα συνὼν τοῖς ἀποστόλοις καλῶς ἠγωνίσατο. Ὕστερον ἐξόριστος ὑπὸ Δομετιανοῦ τοῦ τῶν Ῥωμαίων βασιλέως εἰς τὴν νῆσον τὴν καλουμένην Πάτμον γίνεται διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ κήρυγμα τῆς εὐσεβείας, καὶ Ἐκκλησίαν συγγράφει, ἣν ἔδειξεν αὐτῷ ὁ Θεὸς, καὶ Ἀποκάλυψιν μυστηρίων ἀῤῥήτων καὶ φοβερῶν, ἔπειτα καὶ τὰς ἁγίας αὐτοῦ τρεῖς Ἐπιστολάς.

Σκόπει δὲ τὴν ἄφατον τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητα, πανταχοῦ συγξενιτεύοντος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν· κἂν ἐν φυλακῇ κατέχωνται, κἂν ἐν ἐξορίαις τυγχάνωσιν, εἴτε ἐν βυθῷ θαλάσσης, εἴτε ἐν λάκκῳ κατακλεισθῶσιν, κἂν ὅπου δ' ἂν παραῤῥιφῶσιν, οὐ χωρίζεται τούτων, συμμαχῶν καὶ ἐνισχύων, καὶ τῶν πόνων ἐπικουφίζων. Εἶτα ἐπανελθὼν τῆς ἐξορίας, καταλαμβάνει τὴν Ἔφεσον, κἀκεῖσε διατρίβων συντάττει τὸ Εὐαγγέλιον ὢν ἐτῶν ἑκατὸν, διαρκέσας ἕως ὅλων ἑκατὸν εἴκοσιν. Ἐκεῖσε διάγων συγγράφεται τὴν θεολογίαν, μᾶλλον δὲ ἐν οὐρανοῖς, ὅθεν αὐτὴν ἐκομίσατο· τῶν γὰρ τοιούτων ἐν οὐρανοῖς διάγει τὸ πολίτευμα. Ἐν Ἐφέσῳ διάγων, ἐν σαρκὶ, εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τῆς θεολογίας τὴν σαγήνην ἐξήπλωσε λέγων, Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος. Ὡς ἀληθῶς Μέγας ὁ Κύριος ἡμῶν, καὶ μεγάλη ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ, καὶ τῆς συνέσεως αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἀριθμός· ὁ εἰπὼν πρὸς αὐτοὺς, Ἐγὼ δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν. Πόσοι βασιλεῖς καὶ δυνάσται καὶ σοφοὶ ἐφώνησαν πολλάκις ἐν δυνάμει μεγάλῃ, ἀλλ' ἡ φωνὴ αὐτῶν οὐδ' ἕως τῶν τειχέων τῆς πόλεως ἔφθασε; καὶ ὁ πένης ὁ ἁλιεὺς ἐν Ἐφέσῳ ἐφθέγξατο· Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἡ φωνὴ ἐκάλυψεν. Εἶδες στόμα πάσης φωνῆς ὑψηλότερον; εἶδες γλῶσσαν ἀστραπῆς ὀξυτέραν; εἶδες φωνὴν πάσης βροντῆς τρανοτέραν; εἶδες δύναμιν τοιαύτην; διδάσκαλον ἀπὸ τῆς Ἐφέσου πάντα τὰ ἔθνη μαθητεύοντα, καὶ θεολογεῖν διδάσκοντα· Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος. Αὕτη ἡ φωνὴ τὴν οἰκουμένην ἡλίευσε, καὶ σαλευομένην ἐστήριξεν· αὕτη ἡ φωνὴ τὸν κόσμον ἐφώτισε, καὶ κατὰ τοῦ ἀντιπάλου ἐνίσχυσεν· αὕτη ἡ φωνὴ τῶν πολλῶν ἀνάστασις καὶ σωτηρίας πρόξενος τινῶν δὲ πτῶσις καὶ καθαίρεσις διὰ τὸ ἀντιλεγόμενον σημεῖον· τῶν μὲν πιστευόντων, ὅτι ἐν ἀρχῇ ἦν, ἀνάστασις· τῶν δὲ λεγόντων, ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων ἐγένετο, πτῶσις καὶ σιωπή. Πολὺ γὰρ πλῆθος τῶν αἱρετικῶν τότε ἐπαναστάντες ἐσάλευον τὴν Ἐκκλησίαν, ἀδικίαν εἰς τὸ ὕψος λαλοῦντες, καὶ λέγοντες, ὅτι ἦν ποτε, ὅτε οὐκ ἦν, καὶ πρὶν γενέσθαι οὐκ ἦν, καὶ ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων ἐγένετο. Ὦ στόματα μιαρὰ, καὶ γλῶσσαι ἐβδελυγμέναι, καὶ χείλη ἰοῦ ἀσπίδων πεπληρωμένα!

Τί ταύτης τῆς βλασφημίας χεῖρον; τί ταύτης τῆς ἀθεΐας ἀτιμότερον; Ὅθεν ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης μηκέτι φέρων ἀκούειν τὰς τούτων μιαρὰς φωνὰς, συντάττει τὸ Εὐαγγέλιον, παρακαταθεὶς τῇ Ἐκκλησίᾳ μέγαν θησαυρὸν, τὸν τέταρτον ποταμὸν, τὸν πολύτιμον μαργαρίτην. Ἐπανελθὼν γὰρ, ὡς προείρηται, ἀπὸ τῆς ἐξορίας εἰς Ἔφεσον, καὶ κατανοήσας λοιπὸν, ὅτι τῶν λοιπῶν εὐαγγελιστῶν αἱ βίβλοι κατηρτίσθησαν, καὶ πᾶσα σχεδὸν θεόπνευστος Γραφὴ πρὸς οἰκοδομὴν τῆς Ἐκκλησίας, λείπει δὲ ὁ τέταρτος τῆς οἰκουμένης θεμέλιος, καὶ ὅτι τούτου ἐκτὸς τὴν οἰκουμένην σταθῆναι οὐκ ἔνι ἐλογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων. Τί ἀναβάλλομαι; τί, φησὶ, μακροθυμῶ ἔτι; τί οὐ προσφέρω εἰς μέσον τὸ ἀπὸ τῶν αἰώνων κεκρυμμένον μυστήριον; τί ἀποκρύβω ἑαυτῷ τὴν ἀπὸ τῶν αἰώνων σοφίαν, ἣν ἐκ τῆς ἀθανάτου πηγῆς ἐπιπεσὼν εἵλκυσα; τί οὐ δημοσιεύω, ὃν ἄγγελοι ἀγνοοῦσι; τί οὐκ ἀποκαλύπτω τοῖς πέρασιν, ὃν οὐδεὶς ἐπιγινώσκει, εἰ μὴ ὁ Πατήρ; τί οὐ γράφω, ὅπερ Ματθαῖος καὶ Μάρκος καὶ Λουκᾶς δι' ἐπαινουμένην δειλίαν παρασιωπήσαντες παρέδραμον, τελέσαντες τὰ προστεταγμένα αὐτοῖς; Ὅθεν λαλήσω κἀγὼ κατὰ τὴν δοθεῖσάν μοι δωρεὰν ἄνωθεν. Ματθαῖος μὲν ὅσον ἐχώρει, ἔγραψε κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, Μάρκος δὲ καὶ Λουκᾶς ὁμοίως κατὰ τὴν τοῦ ἁγίου Πνεύματος χορηγίαν τὰς ἑαυτῶν βίβλους θεοπρεπῶς ἐδογμάτισαν.

Γράψω κἀγὼ καὶ προσθήσω τοῖς ἔμπροσθεν τὴν τετάρτην πηγὴν τῆς ζωῆς. Λείπει γὰρ εἰς θεοσύστατον φωνὴν ὁ περὶ θεολογίας λόγος, καὶ κινδυνεύει ὁ κόσμος ἐν τῷ μέρει τούτῳ. Γράψω βίβλον, δι' ἧς ἐμφραγῇ πᾶν στόμα λαλοῦν κατὰ Θεοῦ ἀδικίαν· γράψω βίβλον τὴν καλύπτουσαν πᾶσαν ἐν κόσμῳ σοφίαν· γράψω βίβλον, οὐ περὶ ἀνθρώπου διηγουμένην. Οὐ γὰρ λείπει τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἃ περὶ τούτων ἔγραψε Μωϋσῆς περὶ οὐρανοῦ τε καὶ γῆς καὶ θαλασσῶν καὶ ἰχθύων καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων, καὶ ἑρπετῶν καὶ φυτῶν καὶ σπερμάτων καὶ φωστήρων καὶ βρωμάτων καὶ λοιπῆς κτίσεως· ἐγὼ δὲ πάντα τὰ ἀπὸ χρόνου καὶ ἐν χρόνῳ γινόμενα καταλείψας, λαλήσω περὶ τοῦ ἀχρόνου καὶ ἀκτίστου τοῦ πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ἐκ τοῦ Πατρὸς ἀῤῥήτως γεννηθέντος Θεοῦ Λόγου, περὶ οὗ Μωϋσῆς οὗτος εἰπεῖν οὐκ ἴσχυσεν· ἐγὼ δὲ Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ. Ταῦτα ἐν ἑαυτῷ σκεπτόμενος ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης, καὶ τὸν γραφικὸν κάλαμον ἐν τῇ χειρὶ κατέχων, καὶ ἐννοῶν πῶς τῆς θεολογίας ἄρξηται, χαίρων μὲν τῇ ψυχῇ, τρέμων δὲ τῇ χειρὶ μετάρσιος γίνεται, καὶ τῷ σώματι ἐν Ἐφέσῳ ὢν τῇ καθαρᾷ καρδίᾳ τῷ πνεύματι μετέωρος ὑπῆρχε. Καταλείψας οὖν πᾶσαν τὴν γῆν, διεπέρασε τὸν ἐν μέσῳ κεχυμένον ἀέρα, παρέδραμε τὰς τῶν ἀστέρων διακοσμήσεις, παρῆλθε τὰς στρατιὰς τῶν ἀγγέλων, τὰς τῶν ἀρχαγγέλων χοροστασίας, καὶ πάσας τὰς νοερὰς δυνάμεις, Χερουβὶμ καὶ Σεραφὶμ τάγματα, καὶ πάντα, ὅσα ἐξ οὐκ ὄντων παρήχθη, κατέλιπε, καὶ ὑπερέβη πάντας τοὺς οὐρανοὺς, καὶ ὅσα οὐκ ἦν παρέδραμε. Προσήγγισε τοὺς ὅρους τῶν ἀνεφίκτων, καὶ οὐδεὶς ὁ κωλύων ἢ ἐμποδίζων τὴν τούτου ἄνοδον. Πᾶς γὰρ ἄσπιλος τῷ σώματι, καθαρὸς δὲ τῇ καρδίᾳ, καὶ τὴν ψυχὴν ἄκακος, καὶ ταπεινὸς τῷ πνεύματι, οὔτε ὑπὸ τῶν ἀερικῶν πνευμάτων ἐμποδίζεται, οὔτε ὑπὸ τῶν οὐρανίων δυνάμεων κωλύεται ἀνελθεῖν εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ, ἔνθα πάντες οἱ μακάριοι συνάγονται, ὥσπερ οὗτος ὁ μακάριος ἀπόστολος ὁ μικρότερος Ἰωάννης, καὶ μείζων τοῦ μεγάλου ἁγίου Ἰωάννου.

Διὰ πάντων οὖν παρῆλθε, καὶ οὐδεὶς ὁ ἀντιβαίνων. Ἄγγελοι γὰρ ὁρῶντες ἀπὸ γῆς ἄνθρωπον ἀγγέλων ἐνδοξότερον, μηδὲν ἔχοντες εἰπεῖν, ἐσιώπων· οἱ τῶν ἀγγέλων δὲ χοροὶ ἄλλον ἀπὸ γῆς ἄγγελον λαμπρὸν τῇ παρθενίᾳ, πλήρη ἁγιασμοῦ, καθαρὸν τῇ καρδίᾳ, ἐμπεπλησμένον εὐωδίας κατασχεῖν οὐκ ἐτόλμησαν. Αἱ πύλαι τῶν οὐρανῶν πάλιν ἰδοῦσαι ξένον πρόσωπον δεδοξασμένον, ὑπὲρ τὸν ἥλιον θείας ἀκτῖνας ἀποστίλβοντα, καὶ ὑπονοοῦσαι τοῦτον εἶναι, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, τὸν ἐν τῷ στήθει αὐτοῦ ἐν πολλῇ καθαρόθητι ἀναπεσόντα, ὅθεν καὶ ἡ τοιαύτη αὐτῷ δόξα περικέχυται, σπουδαίως ἀνεῳχθεῖσαι τὴν εἴσοδον παρεχώρουν. Εἶτα ἐπλησίασε λείπων τὰ ἀνεπίβατα· ἔφθασεν εἰς τὸν ἄνω βυθόν. Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα; Ἀληθὴς ἡ θεία φωνὴ διὰ τοῦ προφήτου λέγουσα, Ἀλλ' ἢ τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω· καθὼς περὶ τούτου καὶ ὁ θεοπάτωρ Δαυῒδ προεφήτευσεν, ὅτι Τοῦ Θεοῦ οἱ κραταιοὶ τῆς γῆς σφόδρα ἐπήρθησαν· καὶ πάλιν, Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος πάντα τὰ θελήματα αὐτοῦ ἐν αὐτοῖς. Τί γὰρ μεῖζον τούτου τοῦ θαύματος, εἰς τοσοῦτον ὕψος ἀφικέσθαι ἄνθρωπον χοϊκόν; Ἐν πολλῇ παῤῥησίᾳ, καὶ ὅσα δυνατόν ἐστι θεαθῆναι, ἐθεάσατο, καὶ εἰς τὰ ἐπέκεινα αὐτὸν φιλονεικεῖν βουλόμενον, Ὃν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων, οὐδὲ ἰδεῖν δύναται, καθὼς γράφει Παῦλος ὁ ἀπόστολος· καθὼς καὶ αὐτὸς Ἰωάννης τὰ ὅμοια, ὅτι Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε. Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα; Ὅτι Παῦλος μὲν καλῶς ἔγραψε λέγων· Ὃν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων, οὐδὲ ἰδεῖν δύναται. Ἐνταῦθα γὰρ οὐκ ἔστι, τὰ κατὰ ἀνθρώπους, οὔτε τὰ κατὰ φύσιν, ἀλλὰ τὰ ὑπὲρ φύσιν· οὔτε τῆς δουλείας, ἀλλὰ τῆς υἱοθεσίας καὶ φιλίας (Ὑμεῖς γὰρ φίλοι μου ἐστὲ, οὐκέτι καλέσω ὑμᾶς δούλους)· οὔτε μὴ καθαρὰ, ἀλλὰ καθαρὰ καὶ λαλούμενα, καθὼς πρὸς αὐτοὺς ἡ θεία φωνὴ λέγει, ὅτι Ὑμεῖς καθαροί ἐστε· οἱ δὲ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ τὸν Θεὸν ὄψονται.

Ταῦτα τοίνυν τὰ μέγιστα καὶ θεῖα χαρίσματα ἐπιφερόμενος ὁ Ἰωάννης, καὶ τεθαῤῥηκὼς ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ ἐπιβὰς, ἔφθασεν εἰς τὸ ἀπέραντον πέλαγος, καὶ τοῖς ἀμιάντοις αὐτοῦ τῆς καρδίας ὀφθαλμοῖς θεασάμενος ἐν τοῖς κόλποις τοῦ ἀνάρχου Πατρὸς τὸν συνάναρχον Λόγον, τὸν πρὸ πάντων αἰώνων ἐκ τοῦ Πατρὸς ἀῤῥήτως γεννηθέντα, καὶ μηκέτι τὴν ἀνεκλάλητον ἐκείνην χαρὰν ἐν ἑαυτῷ κατέχειν ἐνισχύων τὸ ἅγιον καὶ σεραφικὸν αὐτοῦ στόμα, καὶ μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἀνέκραξε λέγων· Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος. Βλέπε μοι σύνεσιν ἁλιέως, σκόπησον σοφίαν ἀνδρὸς ἀγραμματίστου. Εἶδές μοι ὕψος διδασκάλου ἀδιήγητον, ἐν Ἐφέσῳ καθεζόμενον, καὶ τὰ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν θεώμενον; Τῷ πνεύματι εἰς τὸν ἄνω βυθὸν ἀπεδήμησε, καὶ ἐκ τοῦ πατρικοῦ κόλπου τὴν θεολογίαν ἁλιεύσας τῷ σώματι κάτω ἔγραφεν· Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος. Ἀκούσατε, οἱ πιστοὶ, καὶ στηρίχθητε, Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος· ἀκούσατε, οἱ γλωσσαλγοῦντες ἀντίλογοι, καὶ αἰσχύνθητε, Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος. Μηκέτι παῤῥησιάζεσθε βλάσφημοι, μηκέτι πολεμεῖτε τὴν Ἐκκλησίαν ἀντίχριστοι· μηκέτι παρανομεῖτε, μηκέτι ὑψοῦτε κέρας, Μὴ ἐπαίρετε εἰς ὕψος τὸ κέρας ὑμῶν, καὶ μὴ λαλεῖτε κατὰ τοῦ Θεοῦ ἀδικίαν, λέγοντες, ὅτι Ἦν πότε, ὅτε οὐκ ἦν, καὶ πρὶν γενέσθαι οὐκ ἦν, καὶ ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων ἐγένετο. Παῦσον τὴν γλῶσσάν σου ἀπὸ κακοῦ, καὶ χείλη σου τοῦ μὴ λαλῆσαι δόλον. Αὐτὸς γὰρ ἦν καὶ προῆν, καὶ ἀεὶ ἦν, οὔτε ἀρξάμενος, οὔτε παυσάμενος τοῦ εἶναι, οὔτε ἐν χρόνῳ ὁ ἄχρονος, οὔτε κτίσμα, ἢ ποίημα· αὐτὸς γὰρ ποιητὴς καὶ δημιουργὸς τῶν ἁπάντων, ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων. Πάντα γὰρ δι' αὐτοῦ ἐγένετο. Ἀληθῶς καὶ νῦν εἰπεῖν καιρὸς ἐκεῖνο τὸ προφητικὸν λόγιον, Οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν· οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν.

Ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδὸν ἐπιστήμης, καὶ ἔδωκεν αὐτὴν Ἰωάννῃ τῷ ἠγαπημένῳ ὑπ' αὐτοῦ. Θέασαί μοι γὰρ διὰ μιᾶς φωνῆς πῶς Τὴν οἰκουμένην πᾶσαν ἐκατόρθωσεν, ἥτις οὐ σαλευθήσεται· βλέπε μοι ἕνα ἄνθρωπον ἐν Ἐφέσῳ καθεζόμενον, καὶ τὸν κόσμον ὅλον θεολογίαν διδάξαντα· κατανόησον, πόσαι κατὰ ἀνατολὴν πολιτεῖαι, πόσαι χῶραι, πόσαι Ἐκκλησίαι, πόσαι πάλιν ἐπὶ δυσμὰς ἡλίου, καὶ τὴν μεγάλην Ῥώμην ὁμοίως, καὶ ἐπὶ τὰ πλευρὰ, καὶ ἐπὶ τὰ μέρη τοῦ νότου, τήν τε Καππαδόκων χώραν, καὶ τὰ ἐν μέσῳ πάντα, νήσους, ἐρήμους, καὶ τὰ ἄκρα τῆς γῆς. Ἐννόησον πάλιν τῶν Ἐκκλησιῶν τὰ πλήθη, τὸν κλῆρον, καὶ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, εἰ δύνασαι ἐξαριθμῆσαι τούτους.

Ἀλλ' εὐκοπώτερον ἄμμον θαλάσσης ἐξαριθμῆσαι ἢ τοσαῦτα πλήθη. Καὶ οὗτοι πάντες μαθηταὶ Ἰωάννου, παρ' αὐτοῦ διδαχθέντες θεολογεῖν, Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος· καὶ ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς τοῦτο ψάλλουσιν, Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος· καὶ ὁδοιπόροι, καὶ πελάγιοι καὶ πλωτῆρες τοῦτο μελῳδοῦσιν, Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ἐν ταῖς ἐρήμοις, καὶ ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ ἰδιῶται καὶ σοφοὶ, καὶ μικροὶ καὶ μεγάλοι καὶ πᾶς ὅστις ἐννοεῖ, ταῦτα θεολογεῖ, Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος· καὶ λοιπὸν ἐν τῷ πληθυνθῆναι πανταχοῦ κράζοντας ἀπαύστως τὸ Ἦν καὶ ἦν ἐξέλιπον οἱ λέγοντες τὸ Οὐκ ἦν. Οἱ θεολογοῦντες ἐπληθύνθησαν, καὶ οἱ ματαιολογοῦντες ἐξέλιπον· οἱ εὐσεβεῖς προέκοψαν, καὶ οἱ ἀσεβεῖς προσέκοψαν· οἱ πιστοὶ εὐφράνθησαν, καὶ οἱ ἄπιστοι ἐτάκησαν. Τόξον δυνατῶν ἠσθένησε, καὶ οἱ ἀσθενοῦντες περιεζώσαντο δύναμιν. Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξηλέγχθησαν, καὶ οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου κατηργήθησαν.

Ἀλλὰ μέχρι τίνος οὐ στήσω τὸν περὶ αὐτῶν λόγον; Καὶ γὰρ εἰ ἐπιμενῶ τοῦ λέγειν, οὐ μὴ φθάσω τὸ ὕψος διηγήσασθαι τῆς τούτων δόξης. Τὴν γὰρ δόξαν, ἣν ἔλαβε παρὰ τοῦ Πατρὸς ὁ διδάσκαλος, δέδωκεν αὐτοῖς. Καὶ τί λοιπὸν ἐπιμένω διήκων ἀνέφικτα; Καὶ γὰρ καὶ ἅπερ εἰπεῖν ἐτολμήσαμεν, οὐχ ὅσον ἄξιον τοῦ προκειμένου χοροῦ τῶν ἁγίων μαθητῶν, ἀλλ' ὅσον δυνατὸν τῇ ἡμετέρᾳ δυνάμει· τὸ γὰρ τούτους ἐπαξίως ἐγκωμιάσαι πᾶς ἄνθρωπος ἀπορεῖ. Ὅθεν κἀγὼ φόβῳ λαλῶ, ἃ λαλῶ περὶ τούτων, μή πως διὰ τὴν οἰκείαν ἀνικανίαν, καὶ τὸ σμικρὸν τοῦ λόγου καὶ πενιχρὸν, σμικρύνω τούτων τοὺς ἐπαίνους, καὶ ἀγανακτεῖν αὐτοὺς κατ' ἐμαυτοῦ παρασκευάσω. Πλὴν ὥσπερ εἰς πάντας συμπαθεῖς ὄντες, καὶ τανῦν συγγνώσονται τῇ ἡμετέρᾳ ἀσθενείᾳ. Εἰ γὰρ λοιδορούμενοι εὐλογοῦσι, διωκόμενοι ἀνέχονται, δυσφημούμενοι παρακαλοῦσι, πολλῷ μᾶλλον ἐγκωμιαζόμενοι κατὰ τὴν ἡμῶν δύναμιν οὐ μὴ ἀγανακτήσουσιν ἐπιστάμενοι τὸ ἀσθενὲς τῆς φύσεως, εἰ καὶ τὸ ὑπὲρ φύσιν νῦν εἰληφότες παρὰ τοῦ ἀγαπήσαντος Θεοῦ. Καὶ λοιπὸν οἱ ποτὲ πτωχοὶ γεγόνασι πλούσιοι, οἱ ἄδοξοι ἔνδοξοι, οἱ ἀγράμματοι σοφοὶ, οἱ τῶν ἰχθύων ἁλιεῖς, ἁλιεῖς ἀνθρώπων· καὶ οὕτω τὸν δρόμον τελέσαντες ἐξεδήμησαν πρὸς τὴν οὐκ ἔχουσαν τέλος ζωὴν, πρὸς τὸν ἑαυτῶν διδάσκαλον καὶ Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν· αὐτῷ ἡ δόξα. Ἀμήν.


βʹ. Τοῖς αὐτῶν διαδόχοις παραδεδωκότες τὰς σαγήνας καὶ τὰ θήρατρα, τὴν δὲ ἐξουσίαν, ἣν εἰλήφασι παρὰ τοῦ πᾶσαν ἐξουσίαν ἔχοντος ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς. Ἰδοὺ γὰρ, φησὶ, δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ.

Τούτων τοίνυν ὡς προείρηται τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν ἀρχοντίαν καὶ τὸν ζῆλον διαδέχονται οἱ τίμιοι διδάσκαλοι, οἱ ἱεράρχαι, καὶ ποιμένες τῆς τοῦ Χριστοῦ ποίμνης, κατ' ἴχνος τῶν ἀποστόλων βαδίζοντες, οἱ γενναῖοι τῆς Τριάδος ὑπέρμαχοι, οἱ τὸ χρῆμα τοῦ νόμου παραδραμόντες, καὶ τὸ ζωοποιὸν Πνεῦμα παραλαβόντες, οἱ δίκην ἀρότρου ἀνορύττοντες, καὶ βαθύνοντες, καὶ ἐρευνῶντες, καὶ τὸν νοῦν ἐν ταῖς θείαις Γραφαῖς πᾶσι τηλαυγῶς φανερώσαντες, οἱ τὴν πίστιν τρανώσαντες καὶ τὴν κακοπιστίαν ἀπελάσαντες, οἱ τοὺς ὀρθοδόξους τοῖς θείοις δόγμασι στηρίξαντες, καὶ τοὺς κακοδόξους τοῖς θείοις βέλεσι ῥήξαντες, οἱ τῆς κατανύξεως οἶνον κεκρυμμένον εὑρόντες, καὶ τὴν ποίμνην διψῶσαν ποτίσαντες, οἱ τὸν ποιμενικὸν αὐλὸν ἀναλαβόντες, καὶ τὰ θεῖα σαλπίσαντες· οἱ λειτουργοὶ καὶ φύλακες καὶ ἐργάται τοῦ ἀμπελῶνος, οἱ τῶν θείων δογμάτων ῥήτορες, καὶ ῥομφαῖαι κατὰ τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος τεθέντες ἐπίσκοποι, ὡς ἔφη ὁ ἅγιος Παῦλος· Ποιμάνατε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ· οἱ τὰς ἐπερχομένας θλίψεις μὴ παραιτησάμενοι, καὶ τὸν ἐπηγγελμένον τῆς ζωῆς στέφανον κομισάμενοι· οἱ τὰς νεωτερικὰς ἐπιθυμίας ἀποφυγόντες, καὶ τὴν μακαρίαν ἐλπίδα κληρονομήσαντες· οἱ στρατηγοὶ τοῦ μεγάλου βασιλέως, οἱ ἐν τῷ λόγῳ τοῦ Θεοῦ πλούσιοι, καὶ πτωχοὶ τῷ πνεύματι· οἱ μιμηταὶ τῶν ἀποστόλων καὶ τύποι τῶν πιστῶν· οἱ τῶν πόλεων ἀγελάρχαι καὶ τῆς οἰκουμένης κήρυκες· οἱ τὰς ψυχὰς αὐτῶν ὑπὲρ τῆς ποίμνης θέντες, καὶ τὸ αἷμα αὐτῶν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἐκχέαντες· οἱ τὸν παλαιὸν ἐκεῖνον Ἀβραὰμ μιμησάμενοι, καὶ ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ ἀναπαυσάμενοι· τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ οὗτοι ἐκδικηταὶ τοῦ Κυρίου, τὴν φάσιν δεξάμενοι περὶ τῶν δυσωνύμων καὶ κακοδόξων, οἳ τὰς θείας Γραφὰς στρεβλώσαντες καὶ τὴν ἀλήθειαν συγχέαντες, καὶ τῆς εὐθείας ὁδοῦ ἐκνεύσαντες ψυχὰς αἰχμαλωτεύουσιν, εἰς τὸ ἀΐδιον ἕλκοντες τῆς αἱρέσεως σκότος, συναθροισθέντες ἅμα πάντες ὁμοφρόνως οἱ πιστοὶ, Δαυϊδικὸν ζῆλον, δίκην λίθων τὰ θεῖα λόγια ἐκ τοῦ χειμάῤῥου, ἤγουν τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ τὴν ἄῤῥηκτον πίστιν τῆς ἁγίας Τριάδος ἀναλαβόντες, παρετάξαντο πόλεμον κατὰ τῶν ἀναριθμήτων καὶ ἀθέων αἱρετικῶν, σύμψυχοι τὸ ἓν συμφωνοῦντες καὶ λέγοντες μετὰ τοῦ Ἀποστόλου, Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα, Εἷς Θεὸς καὶ Πατὴρ πάντων, ἓν Πνεῦμα ἅγιον, ὁ φωτισμὸς πάντων, μία θεότης, εἷς Θεός· αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 

Σάββατο, Ιουνίου 16, 2018

Γ' ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Η ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ)


Η Ευαγγελική Περικοπή της Θείας Λειτουργίας.(Ματθ. στ’ 22-33)
Είπεν ο Κύριος. 22. Ο λύχνος του σώματος εστίν ο οφθαλμός• εάν ουν ο οφθαλμός σου απλούς η, όλον το σώμα σου φωτεινόν έσται• 23. εάν δε ο οφθαλμός σου πονηρός η, όλον το σώμά σου σκοτεινόν έσται• ει ουν το φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον; 24. Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν• ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει, ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά. 25. Δια τούτο λέγω υμίν, μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε• ουχί η ψυχή πλείον εστί της τροφής και το σώμα του ενδύματος; 26. εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά• ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών; 27. τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα; 28. και περί ενδύματος τι μεριμνάτε; καταμάθετε τα κρίνα του αγρού πως αυξάνει• ου κοπιά ουδέ νήθει• 29. λέγω δε υμίν ότι ουδέ Σολομών εν πάση τή δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τούτων. 30. Ει δε τον χόρτον του αγρού, σήμερον όντα και αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον, ο Θεός ούτως αμφιέννυσιν, ου πολλώ μάλλον υμάς, ολιγόπιστοι; 31. μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλώμεθα; 32. πάντα γαρ ταύτα τα έθνη επιζητεί• οίδε γαρ ο πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. 33. ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν.
______________________________________________________________
Το βασικό μήνυμα της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, είναι η πίστη στην Πρόνοια του Θεού, ότι δηλαδή, ο Θεός προνοεί για όλη την κτίση και βεβαίως πάνω από όλα για τον άνθρωπο.
Η λέξη πρόνοια προέρχεται από το ρήμα προνοώ, που σημαίνει προβλέπω, ενδιαφέρομαι για κάτι η για κάποιον. Με την θεία Πρόνοια χαρακτηρίζουμε το μεγάλο ενδιαφέρον του Θεού για τον κόσμο που Αυτός δημιούργησε και για τον άνθρωπο που είναι το τελειότερο δημιούργημά Του.
Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα αναφέρονται μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα, όπως ότι ο Θεός φροντίζει για τα πετεινά του ουρανού που δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε συγκεντρώνουν αγαθά σε αποθήκες και ο Θεός τα συντηρεί, και για τα κρίνα του αγρού τα οποία δεν κοπιάζουν, δεν γνέθουν και όμως διακρίνονται από μια τέτοια ομορφιά που δεν μπορεί να συγκριθή όλος ο στολισμός του Σολομώντος της Παλαιάς Διαθήκης που φημιζόταν για τα στολίδια.
Από αυτόν τον λόγο φαίνεται ότι ο Θεός ενεργεί σε όλη την κτίση, τίποτε δεν γίνεται μηχανικά και τυχαία. Ο Θεός δεν κατοικεί στους ουρανούς και από εκεί διευθύνει τον κόσμο, αλλά είναι δημιουργός, προνοητής, συντηρητής του κόσμου. Και αφού ενδιαφέρεται για τα πουλιά και τα χόρτα πολύ περισσότερο ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο που έχει ψυχή και σώμα.
Πως φαίνεται αυτό το προσωπικό ενδιαφέρον του Θεού για μας; Πρώτα από το ότι δημιούργησε τον άνθρωπο και από το ότι ύστερα, μετά την πτώση του, ενηνθρώπησε και τον αναδημιούργησε. Αυτό το βλέπουμε και στην προσωπική μας ζωή. Γεννηθήκαμε και ήλθαμε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Αυτό δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός η αποτέλεσμα της αγάπης των γονέων μας, αλλά ενέργεια του Θεού, δια των γονέων μας. Έπειτα, ο Θεός μας παρακολουθεί και επεμβαίνει πολλές φορές ευεργετικά για την θεραπεία μας, γιατί μας αγαπά. Όποιος καταλάβει την αγάπη του Θεού πραγματικά συντρίβεται από βαθειά κατάνυξη και συγκίνηση. Το ότι βαπτισθήκαμε ορθόδοξοι και παραμένουμε μέσα στην Εκκλησία και μπορούμε να λειτουργούμαστε και να κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού είναι μια μεγάλη δωρεά του Θεού σε μας.
Πόσες φορές σε κινδύνους δεν αισθανθήκαμε την επέμβαση της θείας Προνοίας, μέσα από διάφορα περιστατικά, αλλά και από την βοήθεια ανθρώπων του Θεού, που Εκείνος τους έστειλε για να μας συμπαρασταθούν!
Βεβαίως, ο Θεός προνοεί για τον καθένα μας και θέλει την σωτηρία μας, αλλά δεν μπορεί να παραβιάση την ελευθερία που Εκείνος μας έδωσε. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, όπως σε όλα τα θέματα, έτσι και σε αυτό, απαιτείται η δική μας ελευθερία. Πρέπει να συγκινηθούμε από την αγάπη του Θεού και να ανταποκριθούμε στην Πρόνοιά Του.
Επομένως, η πίστη στην Πρόνοια του Θεού αποβάλλει την ολιγοπιστία, από την οποία υποφέρουν πολλοί άνθρωποι στην εποχή μας, καθώς επίσης αποβάλλει και το άγχος που διακατέχει πολλούς Χριστιανούς ως προς την συσσώρευση υλικών αγαθών. Όποιος διακατέχεται από την ολιγοπιστία και το άγχος δεν πιστεύει στην Πρόνοια του Θεού και γι’ αυτό δεν μπορεί να λέγεται και να είναι Χριστιανός. Πρέπει να πιστεύουμε ακράδαντα ότι ο Θεός προνοεί και ενδιαφέρεται για μας. 

ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ – ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ: Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

 Γράφει ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου Αγίου Όρους, Αρχιμανδρίτης Βαρθολομαίος 

- Δεν είναι κακό ο άνθρωπος να κάνει λάθος. Κακό γίνεται όταν δεν αναγνωρίζει το λάθος του και δεν το διορθώνει.
 - Η φύση μας, μετά την παρακοή και την έξοδο από τον παράδεισο, βρίσκεται εξαιτίας της αμαρτίας σε αλλοιωμένη κατάσταση. 
Η κατάσταση αυτή είναι διαφορετική από αυτήν ακριβώς που έπλασε ο Θεός και αντίθετη από την παραδείσια, υποκείμενη στην φθορά και στον θάνατο.
Ανθρώπινο και λογικό είναι ο άνθρωπος να κάνει συνεχώς λάθη, καθώς η φύση του αλλοιώθηκε και υπόκειται στην φθορά. Δαιμονικό, όμως, είναι ο άνθρωπος να μην δέχεται την κατάστασή του και να μην αναγνωρίζει τα λάθη του.
Με την μη αναγνώριση των λαθών του, αρχίζει στον άνθρωπο μια αρρωστημένη κατάσταση, στην οποία αυτός προσπαθεί -ματαίως βέβαια- να βρει δικαιολογίες, να αποβάλει από επάνω του κάθε ευθύνη, να πείσει ότι δεν κάνει ποτέ λάθος.
Αυτή είναι μια κατάσταση αρρωστημένου εγωισμού, που στερεί ο άνθρωπος από τον εαυτό του το δικαίωμα να προσπαθήσει και να αγωνιστεί να διορθώσει το λάθος του. Αποτέλεσμα είναι να μένει αδιόρθωτος και να συσσωρεύει επάνω του τα λάθη που κάνει, να μετατρέπονται αυτά σε προβλήματα, τα οποία, λόγω της απραξίας, γίνονται άλυτα.
Τότε γεννάται η απελπισία, πνίγεται ο άνθρωπος από ασήκωτο βάρος, γιατί δεν είναι στην φύση του να σηκώνει τόσα φορτία. Γίνεται δέσμιος του εγωισμού του, κυριεύεται από μοναξιά, γιατί «όλοι του φταίνε», οδηγείται σταδιακά στην «φυλακή της ψυχής», που είναι η κατάθλιψη. Έτσι ξεχνά τελείως τον Θεό!
Φάρμακο σωτήριο, που λυτρώνει τον άνθρωπο από αυτήν την κατάσταση, είναι η ταπείνωση.
Η ταπείνωση μεταμορφώνει τον άνθρωπο!
Η ταπείνωση διώχνει τον εγωισμό.
Η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να σηκώνεται και να προσπαθεί.
Η ταπείνωση ανοίγει τα πνευματικά μάτια του ανθρώπου, ώστε να βλέπει ξεκάθαρα τα λάθη του.
Η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να αναγνωρίζει την αδυναμία του και να ζητά βοήθεια.
Η ταπείνωση διαλύει την μοναξιά και τα αδιέξοδα.
Η ταπείνωση οδηγεί τον άνθρωπο να βρίσκει λύση στα προβλήματα.
Η ταπείνωση τον λυτρώνει, τον αποφορτίζει και τον ενθαρρύνει.
Η ταπείνωση οδηγεί τον άνθρωπο στον παράδεισο.
Με την ταπείνωση ο άνθρωπος βρίσκει πάλι αυτό που του λείπει, τον Θεό!

Παρασκευή, Ιουνίου 15, 2018

ΧΟΡΟΣ… ΔΑΙΜΟΝΙΚΟΣ!

 
Ὁ γερο-Ἰωνᾶς ἀπόσωσε τήν ὀρθρινή ἀκολουθία. Ὄρθιος στό μικρό καί παλιό ἀναλόγιο τοῦ μικροῦ ναοῦ τοῦ κελλιοῦ του, τό ἀφιερωμένο στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, ἔκλεισε τίς φυλλάδες τῶν προσευχῶν του, τίς φίλησε μέ μεγάλη κατάνυξη καί τίς ἔβαλε στή θέση τους μέ ἰδιαίτερη προσοχή. Στάθηκε στό μέσον κι ἄρχισε νά μετανίζει μέ δάκρυα στά μάτια γιά ὥρα πολλή. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», ἔλεγαν τά χείλη του, ἐνῶ ἔπεφτε στή συνέχεια κάτω στό δάπεδο μέ μεγάλες μετάνοιες, ἀκουμπώντας κάθε φορά τό κεφάλι του στό παλιό δάπεδο. Τό λιγοστό φῶς ἀπό τά καντηλάκια τοῦ τέμπλου καί τό μεγάλο κερί πού ἔκαιγε μπρός στόν ἅγιο Πρόδρομο δημιουργοῦσε μία ὑποβλητική ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία ταίριαζε ἀπολύτως μέ τό ἱλαρό φῶς πού ἔλαμπε στήν καρδιά του.
Σταμάτησε κάποια φορά, ἔκανε μετάνοια μπρός στίς εἰκόνες τοῦ τέμπλου καί τίς ἀσπάστηκε μέ πάθος καί ἔρωτα. «Δόξα σοι ὁ Θεός», ψιθύρισε, κάνοντας σταθερά καί ἀργά τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω του. Ἔκλεισε τή θύρα τοῦ ναοῦ, διάβηκε τό μικρό διάδρομο πού ἔβγαζε στήν ἐξώθυρα καί βγῆκε στή μικρή ἁπλωταριά τοῦ καθίσματός του. Ἕνας μεγάλος πεῦκος πού δέσποζε στό ἅπλωμα κούνισε τά κλωνάρια του ἀπό τό ἐλαφρό ἀεράκι, δίνοντάς του τήν πρώτη καλημέρα γιά τήν καινούργια ἡμέρα πού ὅπου νά ‘ναι ἀνέτελλε. Χαμογέλασε καί τόν κοίταξε μέ ἀγάπη. «Εἰ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσι, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;»  ἦλθαν στόν νοῦ του τά λόγια τοῦ Κυρίου. «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ξανάπε καί εὐλόγησε τή φύση τοῦ Θεοῦ.
Τό μικρό κελλάκι του, δίπλα στόν ναΐσκο τοῦ καθίσματός του, θά τόν ἔβρισκε πολύ σύντομα στή θέση του γιά τό ἐργόχειρό του, ἀλλά πρῶτα ἤθελε νά ρουφήξει τόν πρωϊνό ἀέρα καί τά μάτια του νά ἀναπαυθοῦν γι’ ἀκόμη μία φορά στούς ἅγιους τόπους τῆς περιοχῆς πού βρέθηκε. Γιατί ὁ γέροντας ζοῦσε καί ἀσκεῖτο πάνω στό ψηλό βουνό μέ τά πολλά καί μεγάλα πεῦκα, ἀνατολικά τῆς ἅγιας πόλης Βηθλεέμ, πού σημαίνει ὅτι  ἀπό τή μιά ἀτένιζε τήν ἔρημο  τῆς Ἰουδαίας καί καί ἀπό τήν ἄλλη τίς ἅγιες πόλεις τῆς Βηθλεέμ καί τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἔκανε ἕνα γύρο τή μικρή ἁπλωταριά καί πρίν μπεῖ καί πάλι στό σπιτάκι του στάθηκε προσανατολισμένος πρός τό μεγάλο μοναστήρι τοῦ ἀββᾶ Θεόγνιου, σταυροκοπήθηκε κι εὐλόγησε τούς ἐκεῖ καλογέρους καί ἀσκητές. «Κύριε, εὐλόγησε τούς δούλους σου καί δυνάμωνέ τους στόν ἀγώνα τῆς ἀγάπης Σου», ψιθύρισε γιά πολλοστή φορά.
Χρόνια πολλά στήν ἄσκηση ὁ γέρο-Ἰωνᾶς, πρῶτα στό κεντρικό μοναστήρι κι αὐτός τοῦ ὁσίου Θεόγνιου κι ἔπειτα στό ἡσυχαστικό κάθισμα τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀρκετά πέρα ἀπό αὐτό, εἶχε πολλά νά διηγηθεῖ γιά τήν πνευματική ζωή, τίς εὐκολίες καί τίς δυσκολίες της, τίς χάρες πού ὁ Κύριος τῆς ἐπιφυλάσσει, ἀλλά καί τίς παγίδες πού στήνει ὁ Πονηρός, πάντα ἀσφαλῶς κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτές οἱ τελευταῖες εἶναι τόσες πολλές κι ἐπικίνδυνες γιά τόν ἄνθρωπο τῆς ἀφιέρωσης καί τῆς ἄσκησης, πού μόνο ἡ ἀκλόνητη πίστη στόν Κύριο καί ἡ γενναιότητα τῆς καρδιᾶς δίνουν τήν ὑπομονή νά ἀντέξει κανείς καί νά μή τό βάλει στά… πόδια.
«Ὅ,τι θέλει ὁ Θεός!» εἶπε καί προχώρησε πρός τό κελλάκι του. Πῆρε τά ὑλικά γιά τό ἐργόχειρό του – καλάθια ἔφτιαχνε ὁ γέροντας -  καί κάθισε στό μικρό κάθισμά του. Τό φῶς τῆς ἡμέρας πού ἔμπαινε ἀπό τό στενό παραθύρι τοῦ κελλιοῦ ἦταν ἀρκετό γιά νά μήν ἔχει πρόβλημα μέ τά μάτια του, μολονότι τελευταῖα ἔβλεπε πώς θολώνει λίγο ἡ ὅρασή του καί ἔπρεπε νά τραβιέται λίγο μακρύτερα γιά νά βλέπει καλύτερα. Τά χέρια του ἄρχισαν μέ μεγάλη ἐπιτηδειότητα νά δουλεύουν τό ἔργο του, σχεδόν ἀσυναίσθητα ἔκαναν τό πλέξιμο, ἐνῶ τά χείλη του ἤδη εἶχαν ξεκινήσει νά λένε τίς ἀγαπημένες του προσευχές, κυρίως τό ψαλτήρι τοῦ προφητάνακτα Δαβίδ. Τόσα χρόνια στήν ἄσκηση εἶχε μάθει ἀπέξω ὅλους τούς ψαλμούς, «τά λόγια πού θέλει νά ἀκούει ὁ ἴδιος ὁ Θεός», ὅπως συνήθιζαν νά τούς λένε οἱ παλαιότεροι ἀσκητές, καί ἀπορροφήθηκε τόσο μέ τό ψάλσιμο, ὥστε δέν ἄκουσε ἕναν θόρυβο πού ἐρχόταν ἔξω ἀπό τό μικρό παραθύρι. Μόνον ὅταν εἶδε νά σκοτεινιάζει λίγο ὁ χῶρος ἀνασήκωσε τά μάτια του καί… ἔφριξε! Ἕνα παιδί πολύ μαυριδερό, φορώντας ἕνα ἔνδυμα ψάθινο, ἔμπαινε ξεδιάντροπα στό κελλί του ἀπό τό παράθυρο.
Σάν νά φοβήθηκε λίγο πού εἶδε τόν ἀπρόσκλητο ἐπισκέπτη καί πῆγε νά ἀποθέσει τό ἐργόχειρό του. Ἀμέσως ὅμως συνῆλθε. Ἡ ἐμπειρία του καί ὁ φωτισμός ἀπό τόν Θεό τόν ἔκαναν νά καταλάβει περί τίνος ἐπρόκειτο. «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ», ψιθύρισε κι ἔσκυψε καί πάλι πάνω στό ἐργόχειρο, δείχνοντας πλήρη περιφρόνηση στή δαιμονική παρουσία. Εἶχε ἀκούσει ἀλλά καί ἡ δική του πεῖρα εἶχε βεβαιώσει ὅτι τίποτε δέν διώχνει τόσο τόν Πονηρό ἀπό τίς ὅποιες ἐπιθέσεις του ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ περιφρόνηση ἀπέναντί του. Νά συνεχίζει κανείς τό ἔργο του, κυρίως τήν προσευχή του καί τήν ἐνατένιση τοῦ Κυρίου του, χωρίς νά διασπᾶται ὁ νοῦς του ἀπό τίς δαιμονικές φαντασίες καί τά ὁράματά του.
Ὁ Πονηρός στάθηκε γιά ὥρα μπροστά του χωρίς νά λέει ἤ νά κάνει τίποτε. Τό ἴδιο ὅμως καί ὁ ἀσκητής: συνέχιζε τό ἐργόχειρό του καί τά ψαλσίματά του. Ἀπό ὥρα εἶχε ξεπεράσει τόν ψαλμό τῆς μετανοίας, τόν 50ό ψαλμό, καί συνέχιζε ἀκάθεκτος σάν νά μήν ἔχει κανέναν μπροστά του. Ὁ δαίμονας ἄρχισε νά… ὀργίζεται. Ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά τόν ἀποσπάσει ἀπό τήν προσευχή. Χωρίς νά πεῖ καί πάλι τίποτε, ἄρχισε νά χορεύει μπροστά στόν ἀσκητή, ἐνῶ ἐκεῖνος συνέχισε νά ψάλλει. «Γέροντα», ἄκουσε τό μαῦρο παιδί νά τοῦ λέει κάποια στιγμή, «καλά χορεύω»; Τσιμουδιά ὁ γέροντας. Ἡ προσευχή του καί τό ψάλσιμό του μόνον ἀκούγονταν. «Γέροντα, σοῦ ἀρέσει ἔτσι ὅπως χορεύω;», ξανάκουσε τή δαιμονική φωνή, ἐνῶ εἶδε τρελλές φιγοῦρες νά διαγράφονται ἀπό τόν ἐξαποδῶ, ὁ ὁποῖος εἶχε βαλθεῖ μέ τίς πολλές κινήσεις του νά τοῦ διασπάσει τήν προσοχή.
Ὁ γερο-Ἰωνᾶς ἀπολύτως βέβαιος γιά τόν τρόπο ἀντίδρασής του συνέχισε τήν πλήρη ἀδιαφορία του. Θυμήθηκε γιά ἀκόμη μία φορά αὐτό πού τοῦ ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντάς του στό μοναστήρι: «Παιδί μου, πρόσεχε μέ τίς δαιμονικές ἐμφανίσεις καί ἐπήρειες. Μή σέ κοροϊδέψει ὁ Πονηρός καί σοῦ ἀποσπάσει τήν προσοχή, ὥστε νά ἀρχίσεις μαζί του διάλογο. Πρέπει κανείς νά εἶναι στό ὕψος τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας ἤ τῶν μεγάλων ἁγίων γιά νά στήσεις διάλογο, ἔστω καί ἀντιρρητικό, μαζί του. Ἐκεῖνος μέ πολλῶν χρόνων καί αἰώνων ἐμπειρία, τελικά θά σέ τουμπάρει. Τό μόνο πού κυριολεκτικά… δαιμονίζει τόν δαίμονα, εἶναι ἡ πλήρης ἀδιαφορία καί ἡ ἀπόλυτη περιφρόνηση. Ἐσύ θά λές τίς προσευχές σου, καί εἰ δυνατόν νά ψάλλεις. Κάτι τέτοιο δέν τό ἀντέχει ὁ ἐγωισμός καί ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ Πονηροῦ, γι’ αὐτό καί γρήγορα θά σέ ἀφήσει».
Τά σοφά λόγια τοῦ Γέροντά του ἐφαρμόστηκαν καί τώρα πολύ γρήγορα καί ἄμεσα. Νευριασμένος ὁ Πονηρός σκέφτηκε νά ἐπιτεθεῖ στόν Γέροντα ἐκ… δεξιῶν. Νά ἀμφισβητήσει τίς προσευχές του καί τή σωστή ἐκφορά τους. «Τί νομίζεις, κακόγερε;», τοῦ εἶπε τώρα σφυριχτά. «Νομίζεις ὅτι μ’ αὐτά πού ψέλνεις κάνεις κανένα μεγάλο πράγμα;         Ἄκου λοιπόν νά μάθεις: Σοῦ λέω ὅτι καί στόν ἑξηκοστό πέμπτο καί στόν ἑξηκοστό ἕκτο καί στόν ἑξηκοστό ἕβδομο ψαλμό ἔκανες λάθος. Δέν λές σωστά τούς ψαλμούς, δέν κάνεις σωστά τήν προσευχή. Μή νομίζεις λοιπόν ὅτι σέ ἀκούει ὁ Θεός σου!»  
Τοῦ ‘ρθε νά ἀπαντήσει καί νά βάλει τόν σατανᾶ στή… θέση του. Νά τοῦ ἐξηγήσει ὅτι ὁ Κύριος δέν κοιτάζει τήν ἀκρίβεια τῶν συλλαβῶν, ἀλλά τήν προαίρεση τῆς καρδιᾶς, τή διάθεση τῆς ἀγάπης πού Τοῦ ἔχουμε. Ἀλλά ἀμέσως καί πάλι συνῆλθε. «Μά αὐτό θά εἶναι ἡ νίκη του διαβόλου: τό ξεκίνημα διαλόγου μαζί του, ἔστω καί γιά λόγους ἀλήθειας. Ὄχι, Πονηρέ, δέν θά γίνει τό θέλημά σου». Σιωπή καί πάλι ὁ Γέροντας. Ἐνέτεινε περισσότερο τήν προσοχή του στή μυστική παρουσία τοῦ Κυρίου καί δυνάμωσε τίς ψαλμωδίες του. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἔλεγε ἐπίσης νοερά. Καί τότε ἔκανε κάτι πού ἔδιωξε ἀμέσως τόν Πονηρό. Σηκώθηκε ὄρθιος, χωρίς νά δίνει καμία σημασία στόν κακό ἐπισκέπτη του, κι ἔβαλε μετάνοια στόν Θεό. Δέν πρόλαβε σχεδόν νά ὁλοκληρώσει τή μετάνοιά του κι εἶδε τόν διάβολο νά ἐξαφανίζεται ὡς καπνός. Ἡ μετάνοια στόν Κύριο καί ἡ ἀπόλυτη συγκέντρωση τοῦ νοῦ του μόνον σ’ Αὐτόν ἔκαναν τόν διάβολο ἄφαντο.
Ὁ γέροντας ἔσυρε τά βήματά του γρήγορα στόν μικρό ναό τοῦ ἁγίου Προδρόμου γιά νά ἀποδώσει κι ἐκεῖ, μπροστά στίς εἰκόνες, τή δέουσα στόν Κύριο δοξολογία. Τοῦ φάνηκε ὅτι ὁ Κύριος, ἡ Παναγία καί ὁ Τίμιος Πρόδρομος τοῦ χαμογελοῦσαν. Ἀναλύθηκε σέ δάκρυα…

(Ἀπό τό «Λειμωνάριον» τοῦ Ἰωάννη Μόσχου, κεφ. 160)

Κυριακή, Μαΐου 27, 2018

Αγιος Ιωάννης ο Ρώσος: Ο θαυματουργός Αγιος



Πρωτοπρεσβύτερου Ιωάννου Βερνέζου
Σαν πιθανότερη χρονολογία της γέννησής του είναι το έτος 1690. Και τούτο γιατί στους πολέμους που άρχισαν το 1711 και τελείωσαν το 1718 είναι στρατιώτης του Τσαρικού Στρατού του Μεγάλου Πέτρου της Ρωσσίας.

Τα Τουρκικά στρα­τεύματα ήσαν ακατάβλητα, βάδιζαν από νίκη σε νίκη, είχαν σπείρει τον τρόμο σ’ όλα τα έθνη. Στρατιώτης ο Όσιος Ιωάννης μάχεται για να υπερασπισθεί την πατρίδα του, τη Ρωσσία. Γαλου­χημένος με τα νάματα της Ορθοδοξίας από τους Χριστιανούς γονείς του, τον συγκλονίζει η φρίκη του πολέμου, τα χιλιάδες παλληκάρια, γυναικόπαιδα, γέροι που κείτονται νεκροί στο πέρασμα της λαίλαπας, της πολεμικής μανίας των εχθρών.
Στις μάχες για την ανακατάληψη του Αζώφ με χιλιάδες άλλους συμπατριώτες του, αιχμαλωτίζε­ται και οδηγείται στην Κωνσταντινούπολη. Απ’ εκεί στο Προκόπιο, κοντά στην Καισάρεια της Καππαδοκίας της Μ. Ασίας, στην κατοχή ενός Αγά που διατηρούσε στρατόπεδο των Γενιτσάρων.
Βασανίζεται να αρνηθεί το Χριστό
Καταδικασμένος ψυχολογικά στην περιφρόνη­ση και το μίσος των Τούρκων, είναι ο «κιαφίρ», ο «άπιστος» που του αξίζουν σκληρά βασανιστήρια. Και τον χτυπούν με χοντρά ξύλα ραβδιά, τον κλω­τσούν, τον φτύνουν, του καίνε τα μαλλιά και το δέρμα της κεφαλής του με πύρινο τάσι. Τον πετούν στις κοπριές του σταύλου και τον υποχρεώνουν να ζει με τα ζώα.
Απαντά στα βασανιστήρια
Υπομένει όλα τα βασανιστήρια με καρτερία και αξιοθαύμαστη γενναιότητα. Λάμπει ο αδαμάντινος χριστιανικός του χαρακτήρας. Σαν τον ήλιο λάμπει ο υπέροχος εσωτερικός του κόσμος που ολόκληρος από τα παιδικά του χρόνια είναι δοσμένος στο Χριστό. Στους ξυλοδαρμούς, στις βρισιές και στις κλωτσιές των Τούρκων, απαντά με τα λόγια του Παύλου: «ποιος μπορεί να με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού μου; Θλίψις ή στενο­χώρια ή διωγμός ή γυμνότης ή αιχμαλωσία;». Έχω πεποίθηση, πίστη και αγάπη στον Κύριό μου Ιησού Χριστό τον Μονογενή Υιό του Θεού μου και τίποτε απ’ όλα τα δεινά, δεν θα με χωρίσει από την αγάπη Του.
Σαν αιχμάλωτος υπακούω στις προσταγές σου, στις δουλικές εργασίες. σ Χριστό δεν σε έχω αφέντη, «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή άνθρώποις». Ενθυμούμαι το αγκάθινο στεφάνι, τους εμπτυσμούς, τους κολαφισμούς, τα ραπίσματα και αυτόν τον σταυρικό θάνατο και είμαι πρόθυμος να υποστώ και εγώ τα μεγαλύτερα και δεινότερα βάσανα και αυτόν τον θάνατον, τον Ιησού μου όμως δεν τον αρνούμαι.
Δέχεται ο Όσιος Ιωάννης τους σκληρούς όρους της μαρτυρικής ζωής, τα βασανιστήρια, τη διαμο­νή με τα ζώα στο σταύλο που του θύμιζε, όπως έλεγε, το σταύλο της Βηθλεέμ· τις ασκήσεις, νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές σε τέτοιο βαθμό, που δαμάσθηκε η θηριωδία των Τούρκων και έκπληκτοι τον ονομάζουν «βελή», άγιο.
Σε συνεστίαση Τούρκων αξιωματούχων θαυμα­τουργικά έστειλε με Άγγελο Κυρίου φαγητό σε χάλκινο πιάτο από το Προκόπιο της Μ. Ασίας στην Μέκκα της Αραβίας και ο Τούρκος Αγάς το έφαγε εκεί ζεστό. επιστρέφοντας έδειξε το πιάτο με το οικόσημο στους αξιωματούχους τρεις μήνες μετά. Το θαύμα αυτό που έγινε από τον Όσιο κατά παραχώρηση του Κυρίου, σταμάτησε το μίσος και την αδιάλλακτη μανία των βασανιστών του. Η πνευματική και ηθική ακτινοβολία του εδάμασε την θηριωδία των Τούρκων.
Το τέλος
1730 Μαΐου 27. Ένα στήριγμα είχε σε όλους τους αγώνες του και μία παρηγοριά στην τραχειά ζωή των βασανιστηρίων. Κατέφευγε σε προσευχές, γονυκλισίες, αγρυπνίες και κοινωνούσε κρυφά από τους Τούρκους, τα Άχραντα Μυστήρια. Η Θεία Κοινωνία κάθε Σάββατο ήταν η μεγάλη του ξεκού­ραση και ανάπαυση. Τελευταία ημέρα, 27 Μαΐου του 1730, ειδοποίησε τον ιερέα και εκείνος του πήγε τη Θεία Κοινωνία μέσα σε ένα μήλο που το είχε κουφώσει. Κοινώνησε εκεί στο σταύλο για τελευταία φορά. Η πρόσκαιρη αιχμαλωσία του, η δεινή κακοπάθεια πήραν τέλος· ο θαυμαστός Όσιος Ιωάννης πέρασε στην αιώνια αγαλλίαση και μακαριότητα, μόλις πήρε τα Άχραντα Μυστήρια.
Ο ενταφιασμός
Οι ιερείς και πρόκριτοι Χριστιανοί του Προκο­πίου, με άδεια του Τούρκου πήραν το σώμα. Με συγκίνηση και δάκρυα μέσα σε βαθειά κατάνυξη και ευλάβεια ο μέχρι χθες δούλος και σκλεται από Χριστιανούς – Τούρκους – Αρμενίους σαν αφέντης και δεσπότης. Σήκωσαν στον ώμο τους το πολύαθλο εκείνο σώμα, με θυμιατά και λαμπάδες, με ευλάβεια και προσοχή, το οδηγούν σε έναν τάφο στο Χριστιανικό κοιμητήριο, το ενα­ποθέτουν στη μάνα γη.
Θείο όραμα
Ο γέροντας ιερέας που κάθε Σάββατο άκουγε τον πόνο και τα βασανιστήριά του και του έδινε, τον κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια, είδε στον ύπνο του τον Όσιο Ιωάννη τον Νοέμβριο του 1733. Του είπε ο Όσιος πως το σώμα του έχει μεί­νει με τη χάρη του Θεού μέσα στον τάφο ακέραιο, ολόκληρο, αδιάφθορο, όπως το έβαλαν στον τάφο πριν 3 1/2 χρόνια. Να το βγάλουν και θα είναι μαζί τους ως ευλογία Θεού στους αιώνες. Μετά τους δισταγμούς του ιερέα, κατά θεία παραχώρηση, ένα ουράνιο φως φωτίζει τον τάφο του Οσίου σαν πύρινος στύλος. Οι Χριστιανοί άνοιξαν τον τάφο και ω του θαύματος! Το σώμα του Οσίου βρέ­θηκε ακέραιο, αδιάφθορο και μυρωμένο με αυτή τη θεία ευωδία που συνεχίζει να έχει μέχρι σήμερα. Με πνευματική ευφροσύνη και ευλάβεια σήκωσαν, πήραν στην αγκαλιά τους αυτό το θείο δώρο, το ιερό λείψανο και το μετέφεραν στο Ναό που αγρυπνούσε ο Όσιος! Από την ημέρα εκείνη, 273 τώρα χρόνια, μπήκε το ιερό σώμα στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας του Χριστού.
Ο Οσμάν Πασάς καίει το Ιερό Λείψανο
Σε μία εσωτερική διαμάχη και σύρραξη μεταξύ Σουλτάνου και Ιμπραήμ της Αιγύπτου ο απεσταλμένος Πασάς του Σουλτάνου, Οσμάν, καίει το Ιερό Λείψανο για να εκδικηθεί τους Χριστιανούς. Το ιερό σώμα οι Τούρκοι το είδαν να παίρνει κίνηση στη φωτιά. Έντρομοι εγκαταλείπουν το ανίε­ρο έργο τους και φεύγουν. Την άλλη ήμερα μετά την αποχώρηση των Τούρκων οι Χριστιανοί ανασηκώ­νουν τις στάχτες και τα κάρβουνα και βρήκαν σκε­πασμένο ολόκληρο το ιερό σώμα. Δεν είχε πάθει τίποτε, ευλύγιστο και μυρωμένο, του έμεινε μόνο το μαύρισμα από τους καπνούς και το πύρωμα.
Τον τιμά όλη η Κεντρική Μ. Ασία (Καππαδοκία)
Όπως είδαμε ο Όσιος έζησε με εγκράτεια, αγνότητα, νηστείες, προσευχές, αρετές ξεχασμέ­νες για μας, δόξασε τον Θεό ανάμεσα σε αλλοδόξους και αλλοπίστους και ο Θεός του απάντησε δοξάζοντάς τον στον Ουρανό και στη γη. Μπρο­στά στην Λάρνακα που είναι το Άγιό του σώμα, παράλυτοι περπατούν, τυφλοί βλέπουν, δαιμόνια φεύγουν, άλλες ανίατες αρρώστιες θεραπεύονται.
Όχι μόνο Ορθόδοξοι, αλλά και Αρμένιοι, Δια­μαρτυρόμενοι και Τούρκοι αιχμαλωτίζονται από τα θαύματά του. Στην από­γνωση και τη δυστυχία τους, καταφεύγουν στον Όσιο. Η γλώσσα του Οσίου σιωπά αλλά δια­λαλούν τα θαύματά του. Κοιμάται το Ιερό Λείψανο, αλλά κηρύττουν την παρουσία του τα θαυμα­στά γεγονότα. Γίνεται εκεί μεγάλο προσκύνημα που δεσπόζει στην κεντρική Καππαδοκία.
1922 Καταστροφή της Μ. Ασίας
Η συμπαιγνία των Μεγάλων δυνάμεων, τα τρο­μερά λάθη των Ελλήνων όπλισαν τους Σελτζούκους Τούρκους του Κεμάλ Ατατούρκ και ξεκληρίσθηκε ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας. Παθιασμένοι οι Έλληνες σε Βασιλικούς και αντιβασιλικούς – Βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς καίνε ο ένας το σπίτι του άλλου. Το Μέτωπο καταρρέει. Οι πολιτι­κοί της Αθήνας βγάζουν λόγους στα μπαλκόνια αντιμαχόμενοι για το ποιος είναι άξιος να κυβερ­νήσει! Ο Κεμάλ σφάζει σαν τα αρνιά τα παλληκάρια μας που τα έχει εγκλωβίσει στον Σαγγάριο ποταμό! Ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες νεκροί και αγνοούμενοι από τη συμφορά….
Μεταφορά του Ιερού Λειψάνου
Μέσα στη λαίλαπα της καταστροφής οι πρό­σφυγες που έχασαν τα πάντα, δύο χρόνια μετά την καταστροφή στην επίσημη ανταλλαγή των πληθυ­σμών Ελλάδος-Τουρκίας, πήραν το Ιερό Λείψανο, άλλα κειμήλια της Εκκλησίας και λιγοστά προ­σωπικά τους είδη και ξεκίνησαν για το δρόμο της ξενιτειάς. Από την Καισάρεια στη Μερσίνα. Από το λιμάνι της Μερσίνας με το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης» που ναυλώθηκε με έξοδα της οικοιας Παπαδοπούλου, απόγονοι του οποίου μένουν στην Ελευσίνα, μεταφέρεται στην Χαλκίδα. Παραμένει εκεί ένα χρόνο και το 1925 έφθασε στο σημερινό Νέο Προκόπιο.
Δημιουργία νέου Προσκυνήματος
Το 1930 θεμελιώθηκε ο Ναός που φιλοξενεί σήμερα το Ιερό Λείψανο. Στεγάσθηκε το 1951. Το 1962 από απλός προσκυνηματικός Ναός που ήταν, με σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας και της Πολι­τείας, υπογράφηκε νόμος βάσει του οποίου λει­τουργεί σαν «Ευαγές Ίδρυμα», με σκοπούς που καθορίζονται στη διάταξη λειτουργίας και διαχεί­ρισης αυτού. Ιδρύθηκαν δύο μεγάλοι ξενώνες. Ο ένας για δωρεάν φιλοξενία και ο άλλος με αντίτι­μο μικρό υπέρ των σκοπών του Ιδρύματος. Άρχισε η συντήρηση και λειτουργία 5 μεγάλων Ιδρυμάτων. Δύο Ορφανοτροφείων, ενός στη Χαλκίδα και ενός στη Νέα Αρτάκη, ενός Γηροκομείου στη Χαλ­κίδα, Οικοτροφείου σπουδαστών, παιδικών κατασκηνώσεων για 1.000 περίπου παιδιά κάθε θερινή περίοδο κ.ά. Το πενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, τα Συμβούλια όλων των Ιδρυμάτων με την προε­δρία σήμερα και την ευθύνη του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χαλκίδος, Ιστιαίας και Βορείων Σποράδων κ. Χρυσοστόμου και με την συνδρομή όλων των πιστών φέρουν εις πέρας το μεγάλο αυτό πνευματικό και φιλανθρωπικό έργο.
Νέα πνευματική κολυμβήθρα
Ο Όσιος Ιωάννης είναι υπέροχο παράδειγμα για την «εν Θεώ» ζωή των ανθρώπων γιατί αποκαλύπτει με τα θαύματά του τη θεία δύναμη και μας καθοδηγεί να γνωρίσουμε ψυχικώς μια όντως άγια ζωή, ευεργετική για τον άνθρωπο. Δεν είμαστε μόνο γι’ αυτή τη ζωή, αλλά ανήκουμε μάλλον στην μέλλουσα, την αιώνια, την ουράνια. Η ψυχή μας είναι αθάνατη, αιώνια.
Ο Όσιος Ιωάννης μεταλαμπαδεύει με τα θαύ­ματά του, στις ψυχές των πιστών, Ουράνιο φως, θεία δύναμη σε ζήλο και ενθουσιασμό, θεία δύνα­μη σε αυταπάρνηση και αυτοθυσία, δύναμη της ατομικής και κοινωνικής ηθικότητας και αυτοελέγ­χου, δύναμη η οποία υπερνικά τα δεσμά της ύλης και μεταθέτει τα βουνά των εμποδίων και δημιουρ­γεί τις μεγάλες νίκες στη ζωή, στους χαρακτήρετων ανθρώπων μεταλλαγές και αναγεννήσεις. Με τα θαύματά του ο Όσιος, με την νυχτοήμερη προ­σπάθειά του όπως αποκαλύπτει, ζει και κινείται και βοηθάει τον άνθρωπο να αποκτήσει την εσω­τερική ελευθερία, την ψυχική, που με την ακτινο­βολία της ζωογονεί άτομα και λαούς. Εκατοντά­δες χιλιάδες άνθρωποι κάθε χρόνο με δέος, με κατάνυξη, σιωπηλοί, περνούν μπροστά από το Ιερό του Λείψανο, το μέγα αυτό κειμήλιο της Ορθοδοξίας. Σε όλους δίνει την ζωογόνο αύρα της χάρης που έλαβε από τον δωρεοδότη Παντοδύνα­μο Θεό.
«Η Θεία Λάρναξ των Λειψάνων σου, Ιωάννη πάτερ Όσιε, Ιάματα πηγάζει τοις πιστοίς…»
Απολυτίκιον Οσίου Ιωάννου
Εκ γης ο καλέσας σε, προς ουρανίους Μονάς, τηρεί και μετά θάνατον αδιαλώβητον, το σκήνος σου Όσιε. Συ γαρ εν τη Ασία, ως αιχμάλωτος ήχθης, ένθα και ωκειώθης, τω Χριστώ, Ιωάννη. Αυτόν ουν ικέτευε, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Ήχος δ’, προς το «Τη Θεοτόκω εκτενώς».
Τω Ιωάννη οι πιστοί νυν προσδράμωμεν, οι εν δεινοίς και συμφοραίς, και προσπέσωμεν, εν ευσέβεια κράζοντες, εκ βάθους ψυχής· Όσιε, βοήθησον, εφ’ ημίν σοις ικέταις, πρόφθασον και λύτρωσαι της παρούσης ανάγκης· μη παραβλέψης δέησιν οικτράν των προσφευ­γόντων τη σκέπη σου, Άγιε.
Μεγαλυνάρια Οσίου Ιωάννου
Τους συναθροισθέντας τω σω ναώ, αοράτων πάντας, ορατών τε επιβουλής, ημάς τυραννούντων. δεόμεθα ρυσθήναι, υπό την σην αιγίδα θερμώς προσ­φεύγοντας.
Τα πεπυρωμένα βέλη εχθρού, βροτοκτόνου, πάτερ, απομάκρυνον αφ’ ημών, ταις προς την Τριάδα, θερμαίς σου ικεσίαις, όπως ρυσθέντες, τούτων, σε μεγαλύνωμεν.
Τον αστέρα πάντες τον φαεινόν, τον εκ Προκοπίου, απαστράψαντα νοητώς, οσίων το κλέος, και Καππαδόκων δόξαν, τον θείον Ιωάννην ύμνοις τιμήσωμεν.
Αίτησαι ειρήνην παρά Θεού, πνευμάτων γαλήνην, μέχρι τέλους υπομονήν. ψυχών σωτηρίαν, ημίν τοις σοις ικέταις, τοις ευφημούσι πόθω τα σα θαυμάσια.
Πάσαι των Αγγέλων αι στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Αποστόλων η δωδεκάς, οι Άγιοι Πάντες, μετά της Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εις το σωθήναι ημάς.
Ήχος β’. ‘Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν.
Δεύτε προσκυνήσωμεν, πιστοί, και μετ’ ευλαβείας και πόθου κατασπαζόμενοι, λείψανον περίσεπτον και πανυπέρτιμον, Ιωάννου θεόφρονος, αγνίσωμεν χείλη, όμματα και μέτωπα, και ικετεύσωμεν, όπως και ημάς αξιώση, τέλους σωτηρίου και θείου, ταις αυτού προς Κύριον δεήσεσιν.
ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΡΩΣΣΟΥ
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΒΕΡΝΕΖΟΥ
Ευλαβική προσφορά των εκδόσεων «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...