Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2019

Συναξαριστής της 24ης Ιανουαρίου

Ἡ Ὁσία Ξένη



Ὀνομαζόταν Εὐσεβία, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ ἦταν «φεμινίστρια» τῆς ἐποχῆς της, μὲ τὴν ὑγιή, βέβαια, ἔννοια τῆς λέξης. Πίστευε πὼς ἡ γυναῖκα εἶχε δικαίωμα καὶ καθῆκον νὰ μὴ δέχεται σύζυγο ποὺ θὰ τῆς ἦταν καθημερινὸ ἐμπόδιο στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή.

Καὶ ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις». Δηλαδή, μὴ μπαίνετε στὸν ἴδιο ζυγὸ (γάμο) μὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν πίστη στὸ Θεό. Διότι «τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν», ποὺ σημαίνει, τὸ μυστήριο αὐτὸ τοῦ γάμου εἶναι μεγάλης σημασίας. Καὶ τὸ λέω αὐτό, ἀναφερόμενος στὴν πνευματικὴ ἕνωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ γονεῖς, ὅμως, τῆς ὁσίας, εἶχαν διαφορετικὴ γνώμη καὶ ἤθελαν νὰ τὴν παντρέψουν στανικῶς, μὲ ὅποιον αὐτοὶ ἤθελαν. Τότε ἐκείνη κρυφὰ φεύγει γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Μετονομάζεται Ξένη καὶ γιὰ νὰ χαθοῦν τὰ ἴχνη της, πηγαίνει στὸ νησὶ Κῶς. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, στὰ Μύλασσα τῆς Καριᾶς. Ἐκεῖ, ἐγκαταστάθηκε μὲ τὶς δυὸ ὑπηρέτριες ποὺ τὴν εἶχαν συνοδεύσει σὲ ἡσυχαστικὰ κελιά. Κοντὰ ἐκεῖ, ἔκτισε μικρὸ ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Ἀφοῦ ἦλθαν κοντά της καὶ μερικὲς ἄλλες μοναχές, ἔκαναν μία ἐξαίρετη χριστιανικὴ ἀδελφότητα.

Ἡ παιδεία της, ἡ εὐγένειά της καὶ ἡ θερμή της πίστη γρήγορα ἔφθασαν παντοῦ. Καθημερινὰ ἔτρεχαν κοντά της γυναῖκες, γιὰ νὰ πάρουν συμβουλὲς καὶ νὰ ζητήσουν τὶς προσευχές της. Ἔτσι, μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Ὁσία τὶς εἵλκυε στὸ Χριστὸ καὶ τὶς ὁδηγοῦσε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπεροράν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ, διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Ξένη τό πνεῦμά σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ξένην ἤνυσας, ζωὴν ἐν κόσμῳ, ξένην ἔσχηκας, προσηγορίαν, ὑπεμφαίνουσαν τὴ κλήσει τὸν τρόπον σου, σὺ γὰρ νυμφίον λιποῦσα τὸν πρόσκαιρον, τῷ ἀθανάτῳ ὁσίως νενύμφευσαι. Ξένη ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον 
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τό σόν ξενότροπον Ξένη μνημόσυνον, ἐπιτελοῦντες οἱ πόθῳ τιμῶντές σε, ὑμνοῦμεν Χριστόν τόν ἐν ἅπασι, σοί παρέχοντα ἰσχύν τῶν ἰάσεων· ὅν πάντοτε δυσώπει, ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Ὁ Οἶκος 
Ἵλεων Ξένη, τὸν ξενοτρόπως ἐκ Παρθένου τεχθέντα, ἐκδυσώπει Χριστὸν ἡμῖν γενέσθαι Ἀοίδιμε, τοῖς κατὰ χρέος σοι προσφοιτῶσιν ἐκ ψυχῆς καὶ καρδίας καθαρωτάτης, καὶ εὐσεβῶς τὴν σὴν μνήμην ὑμνῆσαι σπουδάζουσιν, ἣν πᾶσαι τῶν οὐρανῶν αἱ Δυνάμεις ἀξίως ἐτίμησαν, ὡς φωτοφόρον καὶ ἄμωμον καὶ ἁγίαν πανήγυριν, Ἔνδοξε, πρεσβεύουσα ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Οἱ Ἅγιοι Παῦλος, Παύστριος καὶ Θεοδοτίων οἱ αὐτάδελφοι

Ἔζησαν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κλεοπατρίδα τῆς Αἰγύπτου, τὸ τωρινὸ Σουέζ. Οἱ δυὸ πρῶτοι ἀκολούθησαν τὴν ἁγία ἐρημικὴ ζωή. Ὅταν ὅμως ἄναψε ὁ διωγμὸς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ, συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Ἀρειανὸ καὶ καταδικάστηκαν σὲ θάνατο.

Ὁ τρίτος ἀδελφός, ὁ Θεοδοτίων, εἶχε πάρει ἄλλο δρόμο. Παρασύρθηκε ἀπὸ κακοὺς φίλους καὶ ἔγινε λῃστής. Ὅταν ὅμως ἔμαθε τὴν τύχη τῶν δυὸ μεγαλύτερων ἀδελφῶν του, πῆγε νὰ δεῖ τὸ τέλος τους. Τότε ἡ καρδιὰ του μαλάκωσε, συγκινήθηκε, μετάνιωσε καὶ ὁμολόγησε τὸν ἑαυτό του χριστιανό, ἐπιπλήττοντας θαῤῥαλέα τὸν τύραννο. Ἐκεῖνος ἐξαγριωμένος διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν ἀνελέητα. Κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισαν. Τοὺς δυὸ μεγαλύτερους ἀδελφούς του, τοὺς ἔριξαν στὰ νερὰ καὶ τοὺς ἔπνιξαν. Ἔτσι καὶ τὰ τρία ἀδέλφια μαζί, πῆραν τὸ ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.

Οἱ Ἅγιοι Βαβύλας ὁ ἐν Σικελίᾳ καὶ Ἀγάπιος καὶ Τιμόθεος οἱ μαθητές του

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαβύλας καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεούπολη (τὴν Ἀντιόχεια πιθανῶς), καὶ πῆρε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του τὴν ἀνάλογη χριστιανικὴ ἀνατροφή. Μετὰ τὸ θάνατό τους, διαμοίρασε τὰ πλούτη του στοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ ἀποσύρθηκε σὲ ἡσυχαστήριο μὲ δυὸ μαθητές του, τὸν Ἀγάπιο καὶ τὸν Τιμόθεο. Ἐκεῖ, συμπλήρωσε τὶς μελέτες του, καὶ κατάρτησε καλά τους μαθητές του στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πίστη.

Μετὰ ἀπὸ ἔντονη παράκληση καὶ πίεση, χειροτονήθηκε Ἱερέας, μὲ πλήρη συναίσθηση τῶν μεγάλων καὶ Ἱερῶν ὑποχρεώσεών του. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ταξίδεψε στὴ Ῥώμη καὶ κατόπιν στὴ Σικελία, ἐργαζόμενος πάντα ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Ἀλλὰ ὁ ἐκεῖ διοικητής, ἀφοῦ μάταια προσπάθησε νὰ ἀποσπάσει αὐτὸν καὶ τοὺς μαθητές του ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ ὁμολογία, τοὺς ὑπέβαλε σὲ σειρὰ σκληρῶν βασανιστηρίων. Ὅταν δὲ καὶ αὐτὰ ἀποδείχτηκαν ἀδύνατα νὰ κάμψουν τὴν σταθερότητα τῶν Ἁγίων, τοὺς κατέσφαξε μὲ μαχαίρια καὶ τὰ σώματά τους ἔριξε στὴ φωτιά. Τὰ λείψανά τους, ὅμως, διαφυλάχτηκαν ἀβλαβῆ, καὶ χριστιανοὶ εὐσεβεῖς τὰ παρέλαβαν καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ ὅλη τὴν χριστιανικὴ τιμή.

Ὁ Ὅσιος Μακεδόνιος

Πέρασε τὴν ζωή του στὰ ἐρημικὰ ἀναχωρητήρια της Φοινίκης, τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας. Περίφημος γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἀρετή του, ἔβλεπε πολλὲς φορὲς νὰ ἔρχονται σ᾿ αὐτὸν ἄνδρες μεγάλων ἀξιωμάτων, ποὺ ὠφελοῦνταν πολὺ ἀπὸ τὴν συνομιλία του. Ἀλλὰ καὶ στὶς πόλεις κατέβαινε, ὅταν ἦταν ἀνάγκη νὰ πάρουν ἐνίσχυση οἱ χριστιανοὶ στὶς γενικὲς δοκιμασίες τους.

Εἶναι γνωστὸ τὸ γεγονός, ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Ἀντιόχειας συνέτριψαν τοὺς βασιλικοὺς ἀνδριάντες ἐπὶ Μεγάλου Θεοδοσίου καὶ ἡ πόλη περίμενε μὲ τρομερὴ ἀγωνία τὴν ἀπόφαση τοῦ αὐτοκράτορα, στὸν ὁποῖο πῆγε σὰν ἱκέτης ὁ ἐπίσκοπος Φλαβιανός. Ὁ Χρυσόστομος, ἱερέας τότε, ἔβγαζε τοὺς περίφημους παρηγορητικοὺς λόγους του, πλήθη δὲ ἐρημιτῶν κατέβηκαν γιὰ νὰ δώσουν καὶ αὐτοὶ ἠθικὴ ἐνίσχυση καὶ παρηγοριά.

Μεταξὺ δὲ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Μακεδόνιος, ποὺ πολὺ συνετέλεσε στὴν ἐνθάῤῥυνση τῶν φοβισμένων κατοίκων. Τὸν κόσμο αὐτὸ ἄφησε ὁ Μακεδόνιος 70 χρονῶν. Ὁ δὲ θάνατός του θρηνήθηκε ἀπὸ πολλούς.

Ἀνακομιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου

Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ὁσιομάρτυρα Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου, ἔγινε δέκα χρόνια μετὰ τὸ μαρτυρικό του τέλος. Κατὰ τοὺς Συναξαριστές, κάποιος ἐπίσκοπος Ῥωμαῖος πῆγε στὴν Περσία καὶ μετακόμισε αὐτὰ στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τὴν δὲ κάρα του μετέφερε στὴ Ῥώμη.

Οἱ Ἅγιοι Ἑρμογένης καὶ Μᾶμας

Ποῦ καὶ πὼς μαρτύρησαν δὲν γνωρίζουμε. Ἴσως νὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ γιορτάζουν τὴν 10η Δεκεμβρίου, Μηνᾷς ὁ Καλλικέλαδος καὶ Ἑρμογένης.

Ὁ Ὅσιος Φίλων ἐπίσκοπος Καλπασίου (Καρπασίας)

Τὸν Φίλωνα, ἁπλὸ ἀκόμα διάκονο, ἐκτίμησε πολὺ ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος καὶ τὸν ἀνέδειξε ἐπίσκοπο Καλπασίου στὴν Κύπρο τὸ 401. Κατὰ δὲ τὸν Σουίδα, ὁ ἐπίσκοπος αὐτὸς ἔγραψε ὑπομνήματα στὴν Πεντάτευχο καὶ στὸ Ἆσμα Ἀσμάτων.

Ὁ Ὅσιος Φιλιππικός ὁ πρεσβύτερος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Βάρσιμος καὶ τὰ Δύο του ἀδέρφια

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς, ἄλλος ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ποὺ βρῆκε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία καὶ γιορτάζει στὶς 4 Ἀπριλίου, διακρίθηκε γιὰ τὴν λαμπρὴ μέθοδο ποὺ εἶχε ἐφαρμόσει στὸν ἑαυτό του ἐναντίον τοῦ θυμοῦ καὶ δίδαξε κατόπιν καὶ στοὺς ἄλλους.

Ἡ μέθοδος αὐτὴ ἦταν νὰ μένει σὲ ἀπόλυτη σιωπή, ὅταν θύμωνε.

Ἔτσι ὁ θυμὸς ἔσβηνε ἀπὸ ἀτροφία, χωρὶς νὰ βγάλει φλόγες, καὶ ἡ ὀργὴ κόπαζε εὔκολα, ὅπως ἡσυχάζει ἀμέσως ἡ θάλασσα, ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασε ἄνεμος στιγμιαῖος.

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου πλησίον τοῦ Ταύρου

Ἴσως τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τοῦ Προδρόμου κοντὰ στὸν Ταῦρο.

Ὁ Ἅγιος Φιλήμων ἐπίσκοπος Καρπάθου

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266, χωρὶς βιογραφικὸ ὑπόμνημα.

Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος



Αὐτὸς ἦταν Κύπριος καὶ γεννήθηκε στὴ Λευκάρα τῆς ἐπαρχίας Ἀμαθοῦντος τὸ 1134. Μὲ τὴν μεγάλη του ἀσκητικὴ ζωή, ἀναδείχτηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους ἀσκητὲς τῆς Κύπρου. Ἔκτισε μάλιστα τὴν διάσημη Ἐγκλείστρα, ποὺ σῴζεται μέχρι σήμερα, στὴν ὁποία μέσα πέρασε ὅλη σχεδὸν τὴν ζωή του μὲ προσευχὴ καὶ μελέτη. Ἐπίσης, ἀναδείχτηκε γλαφυρὸς συγγραφέας καὶ ἀσκητὴς ὅσιος. Πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὴ σπηλιὰ τῆς Ἐγκλείστρας.
(Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 12η Ἀπριλίου).

Ἐγκαίνια τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στή Θεσσαλονίκη

Δημητριεύσκη, Τυπικὸν Α, 158. Δὲν βρίσκουμε ἄλλο στοιχεῖο γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή.

Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ὁ Κομενταρήσιος

Ἡ μνήμη του βρίσκεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 καὶ στὶς παλιὲς ἐκδόσεις τῶν Μηναίων. Ἴσως νὰ εἶναι ὁ ἴδιος με αὐτὸν τῆς 18ης Ἰανουαρίου.

Ἡ Ἁγία Χρυσοπλόκη

Τὴν μάρτυρα αὐτὴ ἀγνοεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὸν Συναξαριστή του. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266 μαζὶ μὲ αὐτὴ τῆς Θεοδούλης (βλ. 18 Ἰανουαρίου).

Ἀλλὰ στὶς 24 Ἰανουαρίου, τὴν ἡμέρα αὐτὴ δηλαδή, ἀναφέρεται στὸν Κώδικα αὐτὸν καὶ ἡ μνήμη Ἑρμογένους καὶ Φιλήμονος ἐπισκόπου Καρπάθου, γιὰ τοὺς ὁποίους καμιὰ ἀναφορὰ δὲν γίνεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο στὸν Συναξαριστή του.

Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος, ἱδρυτὴς Μονῆς Φιλόθεου Ἁγίου Ὄρους καὶ οἱ Ὅσιοι Θεοδόσιος, Διονύσιος, Συμεών, Δομέτιος, Δαμιανὸς καὶ Κοσμᾶς (ὁ Αἰτωλός)

Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Ἱδρυτὴς τῆς Μονῆς Φιλόθεου στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 10ου αἰῶνα. Τὴ μνήμη του γιορτάζουν οἱ μοναχοὶ τῆς ἐν λόγῳ Μονῆς, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ὁσίους ποὺ ἔλαμψαν πνευματικὰ σ᾿ αὐτή, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ χειρόγραφη Ἀκολουθία, ποὺ σῴζεται στὴ Μονή.

Καὶ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἀκολουθία τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων Φιλόθεου πρωτίστου δομήτορος τῆς ἱερᾶς ταύτης ἐπωνύμου αὐτοῦ Μονῆς. Θεοδοσίου ἡγουμένου ταύτης καὶ μητροπολίτου Τραπεζοῦντος. Διονυσίου καὶ Συμεῶνος ἤγησαντων αὐτῆς. Δομετίου τοῦ ἡσυχαστοῦ καὶ σημειοφόρου. Διαμιανοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ καὶ ὁσιομάρτυρος. Καὶ Κοσμᾶ τοῦ Ἰσαποστόλου καὶ ἱερομάρτυρος, ἐφόρων, προστατῶν καὶ συνασκητῶν τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μονῆς».
Ἡ μνήμη δὲ ὅλων αὐτῶν εἶναι ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές.

Μνήμη ἐγκαινίων ναοῦ Ἁγ. Ζαχαρία στὴ Μονὴ τῆς ὁσίας Δομνίκης

Ὁ Ἅγιος Cadoc, ἡγούμενος (Οὐαλός)

Ὀ Ἅγιος Cadoc (Κάντοκ) καταγόταν ἀπό εὐγενική οἰκογένεια τῆς Οὐαλίας. Οἰ γονεῖς τοῦ ἔγιναν μοναχοί. Ἴδρυσε τήν περιφημη μονή Λάνσαρφαν κοντά στό Κάρντιφ, ἀλλά ἡ ἱεραποστολική τοῦ δράση ἐπεκτάθηκε μέχρι τήν Κορνουάλη, τή Σκωτία καί τήν Ἰρλανδία. Ἦταν σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Δαυίδ καί διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Φιννιανοῦ. Σώζονται καί μερικά ἀποφθέγματά του μεταξύ τῶν ὁποίων καί τά ἀκόλουθα:

«Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ πρωτοτόκος θυγατέρα τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τό φῶς τίποτε δέν εἶναι καλό, χωρίς τό φῶς δέν ὑπάρχει εὐλάβεια, χωρίς τό φῶς δέν ὑπάρχει πίστη».

«Ὀ κάλλιστος τῶν τρόπων εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἡ καλλίστη τῶν ἀσχολιῶν εἶναι ἡ ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν. Τό κάλλιστο τῶν αἰσθημάτων εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Ἡ κάλλιστη λύπη εἶναι ἡ μετανοια. Τό κάλλιστο ἰδίωμα ἡ μεγαλοψυχία. Ὄταν τόν ρώτησαν τί εἶναι ἀγάπη, ἀπάντησε: Ἡ ἀγάπη εἶναι ὀ παραδεισος. Καί τί μίσος: τό μίσος εἶναι ἡ κόλαση. Καί ἡ συνείδηση; Ἡ συνείδηση εἶναι ὀ ὀφθαλμός τοῦ Θεοῦ ἐντός τῆς ψυχῆς».

Μαρτύρησε τό ἔτος 590 μ.×. φονευθεῖς ἀπό Ἀγγλοσάξονες εἰδωλολάτρες, ἐνῶ τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία. Οἰ τελευταῖες του λέξεις ἦταν: «Ἀόρατε βασιλεῦ, Σῶτερ Ἰησού, Σέ ἰκετεύω, προστάτευσε τούς Χριστιανούς τῆς χώρας μου».

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτού του ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

Ἅγιος Ἰωάννης ὀ Μάρτυρας ἐκ Καζᾶν



Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός, μαρτύρησε στό Καζᾶν τῆς Ρωσίας τό ἔτος 1529 μ.Χ. Δέν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τόν βίο τοῦ Ἁγίου.

Ἡ Ἁγ. Ξενία τῆς Πετρουπόλεως. Ἡ θαυματουργὸς (Ῥωσίδα)



Ἡ Ὀσία Ξένη γεννήθηκε στήν Ἁγία Πετρούπολη τῆς Ρωσίας, τό ἔτος 1730 μ.Χ., καί ὦς νεαρή ὄμορφη κοπέλα παντρεύτηκε τόν Ἀντρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ πού εἶχε τόν βαθμό τοῦ συνταγματάρχου καί ἦταν πρωτοψάλτης στήν βασιλική αὐλή. Ἡ θέση αὐτή ἦταν μια πολύ ὑψηλή κοινωνική θέση καί ἔδινε δόξα καί ὑλική ἀπολαβή.

Ἦταν νέοι. Εἴχαν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὑπηρέτησαν καί οἰ δύο στήν βασιλική αὐλή, ἔκαναν τό γάμο τους. Ζοῦσαν πολύ εὐτυχισμένοι μαζί. Λόγω τῆς νεοτητᾶς τους, τούς ἄρεσε πολύ νά πηγαίνουν σέ χοροεσπερίδες καί σέ συμπόσια. Καλοῦσαν φιλοξενουμένους στό σπίτι τους καί αὐτοί οἰ ἴδιοι πήγαιναν ὦς φιλοξενούμενοι σέ ἄλλα σπίτια. Αὐτά οἰ ἀνθρωποι τά ὀνομάζουν «καλή τύχη» καί φαινόταν ὄτι τίποτε στό ἀνδρόγυνο αὐτό, τόν Ἀνδρέα καί τήν Ξένια, δέν θά ἔδινε τέλος σ’ αὐτή τούς τή χαρά. Ἀλλά ξαφνικά ἕνα φοβερό χτύπημα, σᾶν κεραυνός ἕν αἰθρία, ὀ ἀναπάντεχος θάνατος τοῦ ἀγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε τήν Ξένια Γκριγκόριεβνα. στά εἴκοσι ἔξι τῆς χρόνια, ἕνα βράδυ σέ ἕνα χορό ὀ ἀντρας τῆς ἐνῶ ἔπινε μέ τούς φίλους τους, ξαφνικά ἔπεσε κάτω νεκρός. Αὐτό φυσικά ἦταν πολύ ὀδυνηρό για τήν Ξένια. Ὀ Ἀντρέας, δέν εἶχε ποτέ ἐξομολογηθεῖ καί λάβει Θεία Κοινωνία ἕως πρίν πεθάνει, καί ἐκείνη ἀνησυχοῦσε τρομερά για τήν ψυχή του.

Συντομα μετά τήν ταφή του, ἡ Ὀσία Ξένια ἑξαφανίστηκε ἀπό τήν Ἁγία Πετρούπολη για ὀκτῶ χρόνια. Πιστεύεται ὄτι αὐτό τό χρονικό διάστημα τό πέρασε σέ ἕνα ἐρημητήριο ἤ σέ ἕνα μοναστήρι, μαθαίνοντας τό δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὀ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας εἶχε ἀξιοπιστη πληροφορία ὄτι ἡ μακαρία Ξένια για τήν πνευματική τῆς τελείωση δαπάνησε αὐτά τά χρόνια μεταξύ τῶν Στάρετς προετοιμάζοντας τόν ἑαυτό της για τόν δύσκολο ἀγώνα τῶν διά Χριστόν σαλῶν καί ἦταν κάτω ἀπό τήν πνευματική τούς καθοδήγηση.

Πού ἦταν οἰ Στάρετς; Ἴσως ἦταν στό Hermitage ἤ σ’ ἕνα ἀπό τά μοναστήρια πού αὐτόν τόν καιρό εἴχαν Στάρετς, μαθητές τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ὕστερα ἀπό ὀχτῶ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στήν πατρίδα της, τήν ἁγία Πετρούπολη, καί δέν τήν ξαναφησε στά ἄλλα τριάντα ἑπτά χρόνια τῆς ζωῆς τῆς σ’ αὐτόν τόν κόσμο.

Ὄταν ἐπέστρεψε στήν Ἁγία Πετρούπολη, χάρισε τά ὑπάρχοντά της - τό σπίτι της, τά χρήματά της, τά ὄμορφα ρούχα της. Κατά πρῶτον ἄρχισε νά βεβαιώνει σέ ὅλους ὄσους τήν περιτριγύριζαν ὄτι ὀ σύζυγός της δέν πέθανε, ἀλλά ὄτι πέθανε αὐτῆ. Φόρεσε τά ρούχα τοῦ νεκροῦ συζύγου της καί ἄρχισε νά ὀνομάζει τόν ἑαυτό τῆς Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς. Οἰ συγγενεῖς τῆς τήν θεώρησαν περισσότερο για παραφρονα, ὄταν αὐτή ἄρχισε νά μοιράζει τήν περιουσία τῆς πιο φτωχούς καί ὄταν ἔδωσε τό σπίτι της στήν Παρασκευή Ἀτόνοβα. Οἰ ἐνδιαφερόμενοι για τήν περιουσία τῆς συγγενεῖς τῆς στράφηκαν στίς ἀρχές καί ζήτησαν ἀπό αὐτές νά λάβουν μέτρα ἐναντίον μιας τέτοιας διαθέσης τῆς κληρονομιᾶς της ἀπό αὐτήν. Μετά ἀπό αὐτήν τήν ἀναφορά τῶν συγγενῶν οἰ ἀρχές τήν κάλεσαν καί ἀφού συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ὄτι ἦταν πολύ καλά στά λογικά της καί εἶχε ἐπομένως κάθε δικαίωμα νά κάνει ὄτι ἤθελε τήν περιουσία της. (σημειώνεται τό συμβᾶν: οἰ συγγενεῖς τῆς Ξενιας τήν πήγαν στό δικαστήριο ἀλλά ὀ δικαστής βρῆκε ὄτι ἔχει καλό καί γερό νού ὄσο αὐτή συνέχιζε νά βοηθᾶ τούς φτωχούς.) Ἀλλά στήν Ὀρθοδοξη Ἐκκλησία ἔχουμε ἕνα ὄνομα για τούς ἁγίους ἀνθρώπους πού οἰ ἄλλοι πιθανόν νά νομίζουν ὄτι εἶναι τρελοί. Ἐμεῖς τούς ὀνομάζουμε «Διά Χριστού σαλούς». Αὐτοί συχνά δέν εἶναι τρελοί, ἀλλά προσποιοῦνται ὄτι εἶναι, για νά μποροῦν νά κρύψουν τά πνευματικά τούς χαρίσματα.

Τί συνέβηκε πράγματι μέ τήν Ξένη Γκριγκόριεβνα; Ἀσφαλῶς συνέβηκε μέσα τῆς μια πλήρης πνευματικῆ ἀντιστροφῆ, ποῦ, κατά τά ἴδια τῆς τά λόγια, ἡ Ξένη Γκριγκόριεβνα Πέτροβα εἶχε πεθάνει!... Βάζοντας τά ρούχα τοῦ συζύγου της καί παίρνοντας τό ὄνομά του ἦταν, κατά τή γνώμη της, σᾶν νᾶ παρατεινόταν ἡ δική του ζωή στό προσωπό της για νᾶ συγχωρηθοῦν οἰ ἁμαρτίες του μέ τή δική της ἀφιερωμένη στό Θεό ζωή. Τώρα αὐτή παρουσίαζε τόν ἑαυτό της στόν κόσμο μέ τήν δύσκολη ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ ὦς «κατά Χριστόν τρελή».

Ὀ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης λέγει: «Ὑπάρχει μια ἀληθινή, πραγματική ζωή καί μια φαινομενική, ψεύτικη ζωή. τό νά ζεῖς για νά τρῶς, νά πίνεις, νά ντύνεσαι, για νά ἀπολαμβάνεις καί νά γίνεσαι πλούσιος, τό νά ζεῖς γενικά για ἐγκόσμιες χαρές καί φροντίδες, αὐτό εἶναι μια φαντασία. τό νά ζεῖς ὄμως για νά εὐχαριστεῖς τόν Θεό καί τούς ἄλλους, για νά προσεύχεσαι καί νά ἐργάζεσαι μέ κάθε τρόπο για τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, αὐτή εἶναι πραγματική ζωή! Ὀ πρῶτος τρόπος ζωῆς εἶναι ἀκατάπαυστος πνευματικός θάνατος. Ὀ δεύτερος εἶναι ἀκατάπαυστη ζωή τοῦ πνεύματος». (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, Περί τῆς ἐγκοσμίου ζωῆς).

Ἀπό αὐτό βλέπουμε ὄτι τό «χτύπημα» πού «χτύπησε» τήν δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια ἦταν μια ὤθηση ἀπό τήν μή πραγματική ζωή στήν ζωή τοῦ Πνεύματος.



Ἡ μακαρία Ξένια, πού ἦταν πλούσια πρώτα ἔζησε τώρα μια φτωχική, πολύ φτωχική ζωή. Ζοῦσε χωρίς σπίτι, περιπλανώμενη πιο δρόμους τῆς πόλης ἐμπαιζόμενη καί κακομεταχειριζόμενη ἀπό πολλούς. Ἡ μόνη τροφή τῆς ἐρχόταν ἀπό γεύματα ποῦ μερικές φορές δεχόταν ἀπό ἐκείνους πού γνώριζε. Τό βράδυ ἀποσυρόταν σέ ἕναν ἀγρό ἔξω ἀπό τήν πόλη καί ἐκεῖ γονατιστή προσευχόταν ὦς τό πρωί. Δέν εἶχε πραγματικά πού νά κλίνη τήν κεφαλή της. Για σκέπη τῆς εἶχε τόν μελαγχολικό βροχερό οὐρανό τῆς ἁγίας Πετρούπολης, ἐνῶ για κρεβάτι τῆς εἶχε τό ὑγρό γυμνό ἔδαφος. Περνοῦσε τίς νύχτες τῆς προσευχόμενη γονατισμένη στό γυμνό ἔδαφος τῶν χωραφιῶν. Αὐτό τό μαρτυροῦσαν ἡ ἀστυνομία καί οἰ κάτοικοι, πού τήν ἀνακάλυψαν, γιατί εἴχαν τήν περιέργεια νά μάθουν πού ἑξαφανιζόταν τίς νύχτες. Κάποτε κάποιος ἀστυνομικός τήν παρακολούθησε καί τήν εἶδε νά κλίνη τά γόνατά της σ’ ἕνα ἀνοιχτό χωράφι καί νά προσεύχεται. Ἄρχισε νά προσεύχεται ἀπό τό βράδυ καί δέν σηκώθηκε μέχρι τό πρωί. Κατά τή διάρκεια τῶν προσευχῶν τῆς ἔκανε μετανοιες σέ ὄλες τίς διευθύνσεις προσευχόμενη για ὅλους τούς ὀρθοδοξους χριστιανούς.

Κατά τήν ἡμέρα συνήθως γύριζε γύρω πιο δρόμους τῆς ἁγίας Πετρούπολης. Τά κουρελιασμένα ρούχα τῆς δύσκολα τήν σκέπαζαν - μια κόκκινη φούστα καί τό στρατιωτικό σακάκι τοῦ ἄντρα της. Στά πόδια τῆς εἶχε χαλασμένα παπούτσια καί γύρω ἀπό τό κεφάλι τῆς εἶχε δεμένο ἕνα παλιό μαντήλι. Ἀκόμα καί κατά τόν βαρύ χειμώνα δέν φοροῦσε ζεστά ρούχα καί παπούτσια, ἆν καί ἡ καλοσύνη τοῦ λαοῦ τῆς προσφερε πολλᾶ ἄπ αὐτᾶ. Σέ ὄλες τίς περιόδους τοῦ ἔτους τήν ἔβλεπαν ντυμένη στά ἴδια κουρέλια. Τό κρύο στήν ἁγία Πετρούπολη ἦταν δυνατό καί διαπερνοῦσε τά κόκαλα. Ἀλλά ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποῦ χύνεται μέ ἀφθονία πιο ἁγίους του Θεοῦ, τούς ἔκανε νά νικοῦν τούς νόμους τῆς φύσεως. Αὐτή ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔδινε ζεστασιά καί δύναμη στή μακαρία Ξένη.

Πολλοί ἀγαποῦσαν αὐτήν τήν ἥσυχη, τήν ἤρεμη, τήν ταπεινή καί τήν εὐγενική δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια. Ἀρκετοί τήν λυπόντουσαν καί τῆς ἔδιναν ἐλεημοσύνη, ἀλλά αὐτή δέν τήν ἔπαιρνε. Ἐᾶν δεχόταν κανένα μικρό κέρμα, ἀμέσως τό ἔδινε σέ κάποιον φτωχό ζητιάνο. Δεχόταν ἐλεημοσύνη ἀπό φιλεύσπλαχνους ἀνθρώπους, ἀλλά ἀμέσως τά χάριζε πιο φτωχούς, κάνοντας καλό πιο ἀνθρώπους στό ὄνομά του Ἀντρέα, ἔτσι ὦστε ἆν ἡ ψυχή τοῦ ὑπέφερε ἀπό τίς ἁμαρτίες τοῦ τίς ὁποῖες δέν εἶχε μετανοήσει, οἰ πράξεις της καί οἰ προσευχές της θά τόν βοηθοῦσαν. (Οἰ Χριστιανοί συχνά δίνουν χρήματα ἤ προσεύχονται για τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων. Αὐτό λέγεται ἐλεημοσύνη ἀλλά δέν εἶναι τόσο συνηθες νά ἐγκαταλείπει κάποιος ὄλη τοῦ τή ζωή για ἕνα ἀνθρωπο, ὄπως ἀκριβῶς ἐπραξε ἡ Ξένια). Τό ἐνδιαφέρον εἶναι ὄτι κάνοντας καλές πράξεις καί προσφέροντας προσευχές για τούς ἄλλους, πλησιάζεις πολύ τό Θεό, καί αὐτό συνέβηκε καί μέ τήν Ξένια. Προσευχόταν τόσο πολύ για τόν ἄντρα της καί αὐτό τήν ἔκανε Ἁγία!

Ὀ Κύριος εἶχε δώσει στήν Ξένια πολλά πνευματικά δῶρα καί αὐτή ἄρχισε νά κάνει περιέργα πράγματα ὄπως περπατοῦσε ξυπόλυτη στό χιόνι καί φοροῦσε ἀσυνήθιστα ρούχα ἔτσι ὦστε οἰ ἀνθρωποι νά μήν νομίσουν ὄτι ἐκείνη εἶναι κάτι τό ἑξαιρετικό. Αὐτή μερικές φορές γνώριζε τί προκεῖται νά συμβεῖ πρίν αὐτό συμβεῖ, ἤ ἆν οἰ ἀνθρωποι εἴχαν ἕνα προβλῆμα καί δέν γνώριζαν τί θέλει ὀ Θεός νά κάνουν, αὐτή μποροῦσε νά τούς τό πεῖ. Συχνά κοιτάζοντας μέ μια ματιά τούς ἀνθρώπους, αὐτή ἤξερε ἆν αὐτοί ἔλεγαν τήν ἀλήθεια ἤ ὄχι.

Σιγά σιγά, οἰ ἀνθρωποι τῆς πόλης παρατήρησαν τά σημάδια ἁγιότητας πού ἦταν τό ὑποστρωμα τῆς φαινομενικᾶ διαταραγμένης τῆς ζωῆς: παρουσίαζε τό χάρισμα τῆς προφητείας καί ἡ ὄλη παρουσία τῆς σχεδόν πάντα ἐπιβεβαίωνε τήν εὐλογία της. Τό Συναξάρι λέει:

«Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ φαινόταν νᾶ τή συνοδεύει ὀπουδήποτε ἐκείνη πήγαινε: ὄταν ἔμπαινε σέ ἕνα μαγαζί οἰ εἰσπράξεις τῆς ἡμέρας αὐξάνονταν σημαντικά. Οἰ ἔμποροι τήν παρακαλοῦσαν νά πάρει κάτι ὦς δῶρο ἤ τουλάχιστον νά μπεῖ στό κατάστημά τους. Ἤξεραν ὄτι ἐκείνη τή μέρα οἰ δουλειές τους θά πήγαιναν πολύ καλά καί τά κέρδη τους θά ἦταν πολλά. Ὄταν περπατοῦσε στόν δρόμο, ἀπό ὄλες τίς μεριές, ἀπό ὄλα τά ἁμάξια πού περνοῦσαν ἄκουγε νά φωνάζουν: «Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς, σταματᾶ. Θέλω νά σέ πάρω στό ἁμάξι μου ἔστω καί για λίγα βήματα». Καί ὄταν ἔμπαινε σέ κάποιο αὐτοκίνητο, τό εἰσόδημα τοῦ αὐτοκινήτου αὐτοῦ τήν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν πολύ μεγάλο. Ἡ μακαρία Ξένη προτιμοῦσε νά κάθεται σέ αὐτοκίνητα ἀνθρώπων πού εἴχαν ἀνάγκη βοηθείας. Ἐᾶν μιλοῦσε μέ κανέναν πού ἦταν στενοχωρημένος, ἀμέσως αὐτός καταπραϋνόταν καί τοῦ ἐρχόταν μια θαυματουργική βοήθεια. Ὄταν ἀγκαλίαζε ἕνα ἄρρωστο παιδί, ἀμέσως αὐτό γινόταν καλά. Ἡ πολύ καί μακροχρόνια συμπόνια της, ἀνοιξε τό δρόμο τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς εὐλάβειας πρός τό προσωπό της καί οἰ ἀνθρωποι γενικά ἔφτασαν νά τήν θεωροῦν ὦς τό φύλακα ἄγγελο τῆς πόλης».

Κάποτε, τό ἔτος 1764 μ.Χ., ταράχτηκε πολύ καί ξεσπαγε κάθε μέρα σέ δάκρυα. Οἰ ἀνθρωποι τήν ρωτοῦσαν τήν αἰτία πού κλαίει καί αὐτή ἀπαντοῦσε: «Αἵμα, αἵμα, αὐλάκι ἀπό αἵμα!». Τότε ὅλοι ἦταν ἀνήσυχοι για τό τί ἄραγε θά συνέβαινε. Ἀλλά τρεῖς ἐβδομάδες ἀργότερα οἰ πολίτες τῆς ἁγίας Πετρούπολης ἔμαθαν τί σήμαιναν τά λόγια της. Ἀπό τήν ρωσική ἱστορία γνωρίζουμε ὄτι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀξιωματικοῦ Μίροβιτς νᾶ ἐλευθερώσει τόν αἰχμάλωτο βασιλέα Ἰβᾶν Ἀντώνοβιτς, πού ἦταν φυλακισμένος στό φρούριο Schlusselburg, ἀπέτυχε καί ὀ Ἰβᾶν Ἀντώνοβιτς φονεύθηκε.

Στίς 24 Δεκεμβρίου 1761 μ.Χ., τήν παραμονή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ μακαρία Ξένη περιερχόταν τούς δρόμους τῆς πρωτεύουσας καί ἔλεγε στόν καθένα νά κάνη τηγανίτες. τήν ἐπομένη μέρα ἀκούστηκε τό φοβερό νέο: ἡ αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οἰ τηγανίτες θά ἦταν για τήν ἀγρυπνία, πού ἡ προικισμένη μέ τό προορατικό χάρισμα ὀσία Ξένη προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις πού ἐκδηλωνόταν τό προορατικό χάρισμά της καί περιπτώσεις βοηθειῶν ποῦ προσφερε στόν λαό μέ τό χάρισμά της αὐτό, ἔχουμε πολλές.

Μερικές φορές, ὄταν οἰ Χριστιανοί κάνουν καλές πράξεις, τίς κάνουν κρυφά ὦστε μόνο ὀ Θεός νά βλέπει. Αὐτό γιατί ὀ Κύριος εἶπε : «Μήν ἀφήνεις νά γνωρίζει ἡ ἀριστερά σου χείρ τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» καί, «Κᾶνε τίς καλές σου πράξεις μυστικᾶ ὦστε ὀ Πατέρας ποῦ σέ βλέπει μυστικᾶ νᾶ σέ ἀνταμείψει φανερᾶ». Αὐτό εἶναι πού ἀντιπροσωπεύει τήν εἰκόνας τῆς Ἁγίας Ξενιας. Πρίν πολλά χρόνια, ὄταν οἰ ἀνθρωποι τῆς Ἁγίας Πετρούπολης ἔχτιζαν μια ἐκκλησία στό κοιμητήριό του Smolensk, ἡ Ἁγία Ξένια συνήθιζε νά πηγαίνει κατευθείαν τό βράδυ καί νά κουβαλάει βαριούς πλίνθους οἰ ὁποῖοι χρειάζονταν τήν ἐπόμενη μέρα για τό χτίσιμο τῆς στέγης τῆς ἐκκλησίας. Ὄταν οἰ τεχνίτες ἔρχονταν κάθε πρωί, ἔβρισκαν τό σκληρότερο μέρος τῆς δουλειᾶς τούς ἤδη τελειωμένο καί αὐτοί ἀναρωτιόνταν ποιός νά ἦταν πού ἔκανε αὐτή τήν εὐγενική πράξη. Τελικά, δύο ἄπ αὐτούς ἀποφάσισαν νά περάσουν τό βράδυ τους στό κοιμητήριο. Περιμεναν καί περιμεναν, καί ὄταν ἔγινε σκοτάδι, ἡ Ἁγία Ξένια ἐμφανίστηκε. Ὅλο τό βράδυ, τήν παρακολουθοῦσαν νά ἀνεβαίνει καί νά κατεβαίνει μέ τά τοῦβλα της, τούς τοίχους τῆς μισοτελειωμένης ἐκκλησίας.



Ἡ ἐκκλησία πού ἡ Ἁγία Ξένια βοήθησε στό χτίσιμο εἶναι ἀκόμη στό κοιμητήριό του Smolensk καί δίπλα τῆς ὑπάρχει ἕνα μικροσκοπικό παρεκκλήσιο στό ὁποῖο ἔχει ταφή. Προσκυνητές ἀπό ὄλη τή Ρωσία ἀκόμη ἔρχονται ἐκεῖ νά προσευχηθοῦν καί νά ζητήσουν νά τούς βοηθήσει. Κατά τή διάρκεια τῶν φρικτά δύσκολων χρόνων στή Ρωσία, ὄταν οἰ ἐκκλησίες ἦταν κλειστές λόγω του ὄτι ὀ Κομουνισμός δέν ἤθελε οἰ ἀνθρωποι νᾶ λατρεύουν τό Θεό, προσκυνητές ἔρχονταν κρυφά στήν Ἁγία Ξένια. Ἡ πόρτα τοῦ παρεκκλησίου ἦταν κλειδωμένη καί δέν μποροῦσαν νά μποῦν μέσα, ἔγραφαν τίς προσευχές τους σέ μικρά χαρτάκια καί τά ἄφηναν μέσα στίς ρωγμές τῶν τοίχων. Στόν Κομουνισμό δέν ἄρεσε αὐτό καθόλου, ἀλλά συντομα κατάλαβαν ὄτι εἶναι ἀδύνατον νά σταματήσουν τούς Χριστιανούς νά ἀγαπᾶνε τούς Ἁγίους, ἤ νά σταματήσουν οἰ Ἅγιοι νά τούς βοηθοῦν!

Σαράντα πέντε χρόνια μετά τό θάνατο τοῦ ἄντρα της, ἡ Ἁγία Ξένια ἀναπαύθηκε ἕν εἰρήνη, στήν ἠλικία τῶν ἐβδομήντα ἑνός ἐτῶν, κάπου στά 1800 μ.Χ Ὑποθέτουν ὄτι ἀναπαύθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1806 μ.Χ. καί 1814 μ.Χ. Δέν ὑπάρχει ἀκριβής πληροφορία σχετικά μέ αὐτόν τόν χρόνο καί εἶναι ἀδύνατο νά καθορίσουμε ἀκριβῶς τήν χρονολογία τοῦ θανάτου της. Γνωρίζοντας τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό μέ τόν ὁποῖο τήν περιέβαλε ὀ κόσμος μποροῦμε νά ὑποθέσουμε μέ βεβαιότητα ὄτι ἡ κηδεία τῆς εἶχε μεγάλη ἐπισημότητα καί ὄτι πολύς κόσμος θά συγκεντρώθηκε, για νά τῆς δώσει τόν τελευταῖο χαιρετισμό.

Ὀ τάφος της, ἀμέσως, ἔγινε τόπος προσκυνήματος: ἔτσι πολλοί προσκυνητές ἔπαιρναν χώμα ἀπό τόν τάφο της ὦς εὐλογία καί νέο χώμα ἐπρεπε νά τροφοδοτεῖται τακτικά. Τελικά τοποθετήθηκε ἐπάνω στόν τάφο τῆς μιᾶ πλάκα ἀπό γρανίτη μέ τήν ἐπιγραφή: «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ ἀναπαύεται τό σῶμα τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ, Ξένης Γκριγκόριεβνα, γυναικός τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πρωτοψάλτη, συνταγματάρχου Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σέ ἠλικία 26 ἐτῶν, μία προσκυνήτρια για 45 χρόνια, ἔζησε 71 χρόνια. Ἦταν γνωστή μέ τό ὄνομα Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς».

Αὐτά γράφονται στό λακωνικό ἐπιτύμβιο πάνω στόν τάφο τῆς μακαρίας Ξένης, γραμμένα ἀπό ἕνα ἄγνωστο προσωπο.

Ὄμως καί αὐτή ἡ πλάκα ἐπίσης βαθμιαία χαράσσονταν καί φθείρονταν ἀπό τούς πιστούς. Ἐπειτα χτίστηκε στόν τάφο τῆς ἕνα ἐκκλησάκι μέ τίς προσφορές τῶν πιστῶν. Πολλοί πιστοί ἄρχισαν νά γράφουν πιο τοίχους τοῦ ναϋδρίου διαφορα αἰτήματα, ὦστε ἀναγκάστηκαν νᾶ τόν χρωματίσουν. Οἰ ἱερεῖς ἔκαναν παννυχίδες στό ναό ἀπό νωρίς τό βράδυ μέχρι ἀργά τό πρωί.

Τά χέρια τῶν ἀθεϊστῶν δέν σεβάστηκαν τόν τόπο τῆς ἀναπαύσεως τῆς ἁγίας. Γι’ αὐτό τά παραθυρα ἦταν κλειστά μέ σανίδες καί ἡ εἴσοδος ἦταν κλειστή, ἀλλά ὀ δρόμος πρός τό νεκροταφεῖο Σμόλενσκ ἦταν παντότε ἀνοιχτός. Νέοι καί γέροι πήγαιναν στό παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τά αἰτήματά τους για βοήθεια καί ἔσκυβαν στό ἔδαφος κοντά στόν τάφο.

Καί ἡ μακαρία Ξένη τούς βοηθοῦσε ὅλους.

Ἕνα εὐσεβή ἔθιμο εἶναι ἡ προσφορά Τρισάγιου ὑπέρ ἀναπαύσεως τοῦ συζύγου τῆς Ἀντρέα, για τόν ὁποῖο ἐκείνη προσευχόταν πυρετωδῶς ἕως τό τέλος τῆς ζωῆς της.

Ἡ Ἁγία Ξένια δοξάστηκε ἐπισῆμα πρώτα ἀπό τήν ὀρθοδοξη ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔξω ἀπό τήν Ρωσία, τό 1978 μ.Χ. καί μετέπειτα τό 1988 μ.Χ. ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. δ’.
Σ’ ἐσένα, ὢ περιπλαμένη ξένη, Χριστὸς ὁ Κύριος μας ἔδωσε μιὰ διακαὴ μεσίτρια γιὰ ὅλους μας. Ἔχοντας λάβει στὴ ζωή σου βάσανα καὶ θλίψη , καὶ ὑπηρετώντας τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀγάπη, ἐσὺ ἀπέκτησες μεγάλη παρρησία στὸ Θεό. Δὶ’ αὐτό, σπεύδουμε θερμὰ σ’ ἐσένα στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὴ θλίψη, κραυγάζοντας ἐκ βάθους ψυχῆς : Μὴν ἐγκαταλείψεις τὴν ἐλπίδα μας στὴν καταισχύνη, ὢ εὐλογημένη Ξένια.

Κοντάκιον 
Ἦχος γ’.
Περιπλανώμενη ξένη σὲ μιὰ ξένη γῆ, ἀναστενάζοντας πάντα γιὰ τὴ οὐράνια πατρίδα γνωστὴ ὡς σαλὴ καὶ ἄπιστη ἀλλὰ γιὰ τοὺς πιστοὺς πολὺ σοφὴ καὶ ἱερὴ , στεφανωμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ δόξα καὶ τιμή. Ὢ Ξένια, γενναία στὸ μυαλὸ καὶ θεϊκὰ σοφή. Δι’αυτό, κραυγάζουμε σὲ σένα «Χαῖρε ἐσὺ ποὺ μετὰ τὴ γήινη περιπλάνησή σου ἦρθες καὶ κατοικεῖς στὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ». 

Δευτέρα, Ιανουαρίου 21, 2019

Ὁσιομάρτυς Ἀναστάσιος ὁ Πέρσης

Νικόδημος Παυλόπουλος (Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγίου Ἰγνατίου - Λειμῶνος Λέσβου)
 



«Σήμερον φαιδρότερον τοῦ ἡλίου πάσαν τὴν κτίσιν φωτίζει ὁ θεῖος Ἀναστάσιος τῶν Μοναστῶν ἡ τερπνότης καὶ τῶν Μαρτύρων ἡ δόξα».


Σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἑορτάζει μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο ἀπόστολο Τιμόθεο, τοῦ ἁγίου Παύλου τὸν Μαθητή, ὁ ἅγιος καὶ πανένδοξος ὁσιομάρτυς Ἀναστάσιος ὁ Πέρσης.

Πραγματικὰ λαμπρότερον καὶ φαιδρότερον ἡλίου πάσαν τὴν κτίσιν φωτίζει, γιατί τὸ παράδειγμά του εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ σπάνια μέσα στὴν ἱστόρια τῶν Περσῶν ὅπου οἱ πύλες τῶν ψυχῶν ἐστάθηκαν ἑρμητικὰ κλειστὲς καὶ δὲν ἄνοιξαν ἀκόμη νὰ δεχθοῦν τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τῆς Δικαιοσύνης. Ὁ πανένδοξος ὁσιομάρτυς Ἀναστάσιος ἀντικατέστησε τὴν λάμψη τοῦ ἥλιου καὶ τῶν ἄστρων τὴν ὁποία οἱ πατριῶτες του πυρολάτρες οἱ γνωστοὶ μάγοι τῆς Ἀνατολῆς σὰν κόρην ὀφθαλμοῦ κρατοῦσαν.

Ἔζησε στὴ Περσία τότε ποὺ ἐβασίλευεν ἐκεῖ ὁ Χοσρόης ὁ κλέφτης τοῦ τιμίου Σταυροῦ, καὶ στὴν Κωνσταντινούπολι ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος. Ὁ πατέρας του ἦταν μάγος καὶ λεγόταν Βάβ, κοντά του δὲ ἔμαθε καὶ ἐκεῖνος τὴ μεγάλη τέχνη τῆς ἀστρολογίας.

Πάνω ὅμως ἀπὸ τὶς μαντεῖες καὶ τὶς ἀστρολογίες τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του διαπίστωσεν ὅτι ὑπῆρχεν ἡ δύναμις τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου Χριστοῦ ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἐπιδρομὴ τοῦ Χοσρόη εἶχε κλαπῆ ἀπὸ τοὺς ἁγίους τόπους καὶ καθημερινὰ ἐθαυματουργοῦσε στὴν πατρίδα του.

Εὐρύτατα λεγόταν καὶ πιστευόταν «ὅτι τῶν Χριστιανῶν θεὸς ἦκεν ἐνθάδε».

«Ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ... δύναμις Χριστοῦ ἐστι» καὶ ἔφθασεν εὔηχος στὰ αὐτιὰ τοῦ Ἀναστασίου ἀπὸ πιστὸ Χριστιανὸ καὶ ὁ πρώην μάγος καὶ ἀστρολάτρης ἐγκατέλειψε τὴ διδαχὴ τοῦ πατέρα του Βὰβ ἐσήκωσε «τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἠκολούθησε τὸν Κύριον».

Στὸ μεταξὺ εἶχε καταταγεῖ στὶς τάξεις τοῦ περσικοῦ Στρατοῦ καὶ βρισκόταν ἀντιμαχόμενος τὸ στρατὸ τοῦ Ἡρακλείου στὴ Χαλκηδόνα, ὅπου καὶ πληροφορήθηκε τὴν κατὰ κράτος νίκη τοῦ Ἡρακλείου καὶ ὁ πανικὸς ποὺ σκορπίστηκε στὸ στρατὸ του τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὸ «μαῦρο κύκλο» καὶ νὰ καταφύγει στὴν Μεράπολι ὅπου οἱ Χριστιανοὶ κατοικοῦσαν.

Ἐλεύθερος τώρα ἠμποροῦσε περισσότερα νὰ μάθη γιὰ τὴ νέα του πίστι καὶ καλλίτερα νὰ ἐπιτέλεση τὸ πρὸς τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸ Σταυρὸ καθῆκον του. Γιὰ νὰ προσπορίζεται δὲ καὶ τὰ ἀπαραίτητα προσκολλήθηκε σὲ ἕναν ἀργυροκόπο καὶ τὸν βοηθοῦσε στὴν τέχνη του.

Ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου καὶ βαπτίστηκε καὶ πῆρε τὸ λαμπρό τῆς Ἀναστάσεως ὄνομα καὶ μετὰ τὸν ἀρραβώνα τοῦ πνεύματος ἔλαβε τὸ χρίσμα τῆς χάριτος καὶ ντύθηκε τὸ ἀγγελικὸ τῶν Μοναχῶν σχῆμα στὴν περίφημη καὶ ἱστορικὴ Μονὴ τοῦ ἁγίου Σάββα.

Τόσος ἦταν ὁ ζῆλος του καὶ ἡ ἐπιμέλειά του στὴν ἄσκησι τὴ μεγάλη καὶ τὴ μάθησι, ὥστε τὸ ψαλτήριο τοῦ Δαβὶδ τὸ ἔμαθε ἀπὸ στήθους καὶ ἠδολέσχει ἐν τοῖς δικαιώμασι τοῦ Κυρίου.

Ὁλοένα δὲ καὶ σὲ ὑψηλότερες πνευματικὲς σφαῖρες ἀνέβαινε καὶ τὴν τελειότητα ἐπιποθοῦσεν ἡ ψυχὴ του στέργοντας νὰ δεχθῆ καὶ τὸ μαρτύριο γιὰ νὰ ἀναλύση καὶ ζήση μὲ τὸν Κύριο, τὸ νυμφίο τῆς ζωῆς του.

Ὅσον μάλιστα ἐμελετοῦσε τὰ παλαίσματα καὶ τοὺς ἄθλους καὶ τὰ φρικτὰ μαρτύρια τὰ ὁποῖα ἠρωικότατα ὑπέμειναν οἱ καλλίνικοι Μάρτυρες «σφοδρῶς πρὸς τὴν τούτων ἐξεκαίετο μίμησιν» κατὰ τὸ ἱερὸ Συναξάριό του.

Καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς ἡμέρας ἔγινε θεῖο καὶ ἀποκαλυπτικὸν ὄνειρο τῆς νύχτας «ὅθεν, κατ' ὄναρ ἔδοξε ποτήριον χρυσοῦν, πλῆρες οἴνου λαβὼν ἐκπιεῖν. Σύμβουλον δὲ νομίσας τῆς ἐμφύτου ἐπιθυμίας τοῦ διὰ Χριστὸν μαρτυρίου τῶν θείων Μυστηρίων μεταλαβών, ἐξῆλθε τῆς Μονῆς».

Ἦλθε λοιπὸν στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, βρῆκε συμπατριῶτες του μάγους καὶ ἀστρολάτρες μὲ θάρρος καὶ παρησία τοὺς ἐκαυτηρίασε καὶ τοὺς ἤλεγξε γιὰ τὴν πλάνη τους καὶ μὲ καύχησι ὠμολόγησε καὶ ἀποκάλυψε τὴν ἁγία πρὸς τὸ Χριστὸ πίστι του. Ἐκεῖνοι δὲ οἱ τρισκατάρατοι τὸν συνέλαβαν, στὸν ἄρχοντα τοῦ Μαρξαβανὰ τὸν παρέδωσαν καὶ μεγάλους λίθους νὰ μεταφέρη τὸν ὑποχρέωσαν κοροϊδεύοντάς τον συγχρόνως καὶ κτυπώντας τον καὶ τραβώντας τὶς τρίχες ἀπὸ τὰ γένια του.

Καὶ δὲν ἐσταμάτησαν μέχρις ἐδῶ τὸν μετέφεραν στὴν Περσία καὶ τὸν παρουσίασαν στὸ Βασιλέα, μπροστὰ στὸν ὁποῖον ἐξέθεσε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τὴν ποταπότητα τῶν μαγικῶν παραληρυμάτων καὶ «τύπτεται ράβδοις ἀφειδῶς, καὶ τῆς μιᾶς ἀναρτᾶται χειρὸς κατωθεν αὐτοῦ λίθου ἐξηρτημένου».

Μετὰ δὲ τοῦτο τὸν ἐκρέμασαν μὲ σχοινὶ καὶ πρὶν ξεψυχίση μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ ἔκοψαν τὸ θεόσοφο κεφάλι.

Τίποτε δὲν μένει, ἀδελφοί, νὰ εἰποῦμε παρὰ ὅλοι μαζὶ νὰ ἐγκωμιάσωμε τὸν «περίδοξο» ὁσιομάρτυρα μὲ τὰ ἐγκώμια τοῦ ἱεροῦ Ὑμνογράφου ψάλλοντος. «Ὅσιε πάτερ, νικητὴς Μήδων καὶ Περσῶν γεγονώς τῶν νοητῶν, πάσαν Βαβυλώνας πλάνην καθελών, τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ οὐ τῷ λόγω τῶν ἡδονῶν ἐθέλχθης οὐ τὸ πῦρ τῶν πειρασμῶν ἐδειλίασας διὸ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, βραβείοις νικητῶν ἐστεφάνωσε»

Ἀκόμη δὲ νὰ προσευχηθοῦμε στὸν Κύριο ὅπως «τοὺς πεπλανημένους ἐπισυναγάγῃ καὶ σύναψῃ τὴν λογικὴν αὐτοῦ ποίμνη» ἀνοίξη δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν τυφλῶν, ἀθέων, ἀπίστων, οἰκουμενιστῶν, μοντερνιστῶν, ὀρθολογιστῶν, μασσώνων καὶ αἱρετικῶν γιὰ νὰ γνωρίσουν τὸ φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔλθουν «ἐκ σκότους πρὸς τὸ ἀληθινὸν αὐτοῦ φῶς» Ἀμήν.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2019

Εκκλησία και Πολιτική «Τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»

Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.


Σκοπός της Εκκλησίας η ενότητα εν αντιθέσει με την διαιρετική τακτική των κομμάτων.



Τα μέλη της Εκκλησίας είναι φυσικό να ενδιαφέρονται για την πολιτική ζωή και να φροντίζουν για την αντιμετώπιση και επίλυση των προβλημάτων της, είτε ως απλοί πολίτες είτε ως εκπρόσωποι και διαχειριστές των κρατικών εξουσιών. Άλλωστε και η αδιαφορία για την πολιτική αποτελεί κάποια μορφή πολιτικής τοποθετήσεως. Η τοποθέτηση μάλιστα αυτή υποβαθμίζει περισσότερο την πολιτική ζωή. Εκφραστικός είναι ο μύθος των δένδρων, που παρουσιάζεται στο βιβλίο των Κριτών. Κατά τον μύθο αυτόν τα δένδρα θέλησαν κάποτε να χρίσουν βασιλιά. Απευθύνθηκαν στην ελιά, αλλά εκείνη απέρριψε την πρόταση λέγοντας ότι δεν μπορεί να εγκαταλείψει την λιπαρότητά της, με την οποία τιμούνται Θεός και άνθρωποι. Με ανάλογες δικαιολογίες απέρριψαν την πρόταση η συκιά και η άμπελος. Τελικώς τα δένδρα απευθύνθηκαν στην αγκαθιά. Αυτή δέχθηκε πρόθυμα το χρίσμα υποβιβάζοντας έτσι την ποιότητα της εξουσίας[1].
Η αποφυγή της πολιτικής εξουσίας από τους αξίους αφήνει την διαχείρισή της στους φαύλους. Και όταν οι φαύλοι δεν είναι μόνο μεμονωμένα πρόσωπα αλλά και ευρύτερα κυκλώματα ή όργανα σκοτεινών δυνάμεων, που συνήθως υπερβαίνουν τα όρια των εθνικών κρατών και ενεργούν ανεξέλεγκτα, το πρόβλημα γίνεται οξύτερο. Ιδιαίτερα στην εποχή μας η εμπειρία αυτή έγινε πολύ οδυνηρή. Από την άλλη πλευρά η ανάμιξη των αξίων στην πολιτική με την σημερινή απαξίωσή της γίνεται προβληματική, ενώ η σύσταση χριστιανικών κομμάτων ή πολύ περισσότερο η σύνδεση της Εκκλησίας με πολιτικούς σχηματισμούς δεν μπορεί θεολογικά να δικαιολογηθεί. Άλλωστε και προσπάθειες που έγιναν παλαιότερα, όπως και κατά την μεταπολεμική περίοδο, για την σύσταση χριστιανικού κόμματος είχαν πενιχρά αποτελέσματα και δεν ευοδώθηκαν.
Φυσικό βέβαια είναι να προτιμούν οι Χριστιανοί την διαχείριση της πολιτικής εξουσίας από πιστούς ανθρώπους. Αλλά και αυτό δεν είναι απόλυτο. Η πολιτική αναφέρεται στην τακτοποίηση των κοσμικών πραγμάτων και απαιτεί ειδικές ικανότητες, όπως και χειρισμούς, που δεν προϋποθέτουν οπωσδήποτε την χριστιανική πίστη ή ακόμα και δεν συμβιβάζονται με αυτήν, αλλά μπορούν να υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο. Είναι άλλωστε γνωστό, ότι οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων απέφευγαν να αναλαμβάνουν κοσμικές εξουσίες, γιατί τις θεωρούσαν ασυμβίβαστες προς τον κύριο στόχο τους. Όπως σημειώνει ο Ωριγένης, οι πιστοί προτιμούσαν να αφιερώνουν τον εαυτό τους «θειοτέρα και αναγκαιοτέρα λειτουργία Εκκλησίας Θεού επί σωτηρία ανθρώπων»[2].
Η ιδιότητα του καλού Χριστιανού δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε και επιτυχία στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Η επιτυχία αυτή δεν προϋποθέτει την χριστιανική πίστη. Όπως παρατηρεί ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, η ανθρώπινη ζωή κινείται σε δύο επίπεδα· στο επίπεδο της εγκοσμιότητας και στο επίπεδο της αιωνιότητας. Σκοπός της πολιτικής εξουσίας είναι να ρυθμίζει την εγκόσμια ζωή και όχι την μέλλουσα. Όπως οι κυβερνήτες των πλοίων φροντίζουν για τους ταξιδιώτες μόνο όσο διαρκεί το ταξίδι, χωρίς να θεωρούν υποχρέωσή τους να ενδιαφερθούν και για την τακτοποίησή τους μετά την αποβίβαση από το πλοίο, έτσι και αυτοί που ρυθμίζουν την πολιτική ζωή των ανθρώπων δεν θεωρούν ως καθήκον τους να ενδιαφερθούν για την αιώνια ευδαιμονία τους. Γι’ αυτό, προσθέτει, οι άνθρωποι που ανταποκρίθηκαν με επιτυχία στα πολιτικά μόνο πράγματα συμβαίνει να φεύγουν από τον κόσμο αυτόν γεμάτοι με μύρια κακά, κι ενώ τιμήθηκαν εδώ για την πολιτική ικανότητά τους, εκεί να συγκαταλέγονται με τους χειρότερους και να καταδικάζονται[3].
Στο επίπεδο αυτό κινείται και το εκκοσμικευμένο κράτος. Σκοπός του δεν είναι η νοηματοδότηση της ανθρώπινης ζωής. Αυτή πραγματοποιείται στην Εκκλησία. Σκοπός του κράτους είναι να φροντίσει για την ασφάλεια και την ευημερία των πολιτών του. Και ο σκοπός αυτός επιδιώκεται με πολιτικές ενέργειες και ρυθμίσεις, που έχουν συμβατικό χαρακτήρα και είναι φυσικό να αναπροσαρμόζονται μέσα στον διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο.
Οι φορείς της κρατικής εξουσίας οφείλουν να σέβονται την διαχρονική συλλογική συνείδηση της κοινωνίας που κυβερνούν και να μην κινούνται ανεξάρτητα ή πολύ περισσότερο ενάντια προς αυτήν. Αντίθετα μάλιστα οφείλουν να εμπνέονται από αυτήν και να καταξιώνουν την δυναμική της, γιατί μόνον έτσι υπηρετούν και την προάγουν. Ο σεβασμός προς τους θεσμούς, την παράδοση και την διαχρονική συνείδηση κάποιας κοινωνίας είναι σεβασμός προς την ίδια την κοινωνία. Όπως και από την άλλη πλευρά η διάβρωση και η αλλοίωσή τους με αυθαιρεσίες και πολιτικές μεθοδεύσεις, είναι διάβρωση και αλλοίωση της ίδιας της κοινωνίας. Πρόοδος δεν είναι η καταστροφή ή η περιφρόνηση του παρελθόντος, αλλά η εποικοδόμηση και η δυναμική προέκταση προς το μέλλον.
Ο εκσυγχρονισμός των κοινωνικών θεσμών από μηδενική βάση δεν μπορεί να είναι προοδευτικός. Η πρόοδος προϋποθέτει «οδό» που έχει ήδη διανυθεί. Και οποιαδήποτε «πρόοδος» που αγνοεί ή περιφρονεί την οδό που έχει διανυθεί από την κοινωνία μπορεί ίσως να είναι ενδιαφέρουσα ή και ελκυστική, όχι όμως και προδευτική με την πραγματική σημασία της λέξεως. Βέβαια η πρόοδος πρέπει να συμβαδίζει και με την άρση των αυθαιρεσιών και αδικιών του παρελθόντος.
Ο εκσυγχρονισμός όμως από μηδενική βάση αποδεικνύεται μυωπικός και χιμαιρικός, γιατί δεν μπορεί να προσληφθεί και να αφομοιωθεί οργανικά από μία ζωντανή κοινωνία. Το φυσικότερο αποτέλεσμά του είναι να προκαλέσει ή να συντηρήσει κοινωνικές στρεβλώσεις και διχασμούς, που εμποδίζουν μία δημιουργική πρόοδο. Αντιθέτως, όταν ο εκσυγχρονισμός αξιοποιεί την υπάρχουσα θετική δυναμική της λαϊκής συνειδήσεως, αποδεικνύεται δημιουργικός και ενοποιητικός. Αυτό μαρτυρείται και από τις προσπάθειες σύγχρονων πολιτικών προσωπικοτήτων, που κατόρθωσαν να βοηθήσουν ή και να ανορθώσουν κυριολεκτικά τον τόπο τους ξεκινώντας από την ιδιοσυστασία και την παράδοση της κοινωνίας τους.
Η Εκκλησία συνδέεται διαχρονικά με την παράδοση της κοινωνίας του πληρώματός της. Έτσι έχει εκ των πραγμάτων και την πολιτική της διάσταση, που γίνεται ακόμα πιο σημαντική και πιο επίκαιρη μέσα στην διαδικασία της σύγχρονης παγκοσμιοποιήσεως. Άλλωστε και η μακροβιότερη κυβέρνηση ή πολιτική παράταξη σε οποιαδήποτε περιοχή του κόσμου έχει συντριπτικά μικρότερο παρελθόν από αυτό που διαθέτει η Εκκλησία στην ιστορία της. Το πρόβλημα βέβαια εδώ είναι οι σχέσεις που δημιουργούνται με την πολιτική. Και η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού από την πλευρά της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι πολιτική αλλά θεολογική, ή ακριβέστερα ποιμαντική.
Ο Χριστιανισμός δεν περιφρονεί την πολιτική, αλλά και δεν μπορεί να συσχηματίζεται με αυτήν. Η τοποθέτησή του απέναντι στην πολιτική ορίζεται και από τον χώρο που αναγνωρίζει σε αυτήν: «Τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»[4]. Η αρχή αυτή έχει κεφαλαιώδη σπουδαιότητα όχι μόνο για την θρησκευτική αλλά και για την πολιτική ζωή. Η παρουσία της Εκκλησίας έχει μεγάλη σπουδαιότητα για την πολιτική ζωή, γιατί εμποδίζει το κράτος να παραβιάζει την αρχή της εκκοσμικεύσεώς του και να γίνεται ολοκληρωτικό. Αυτό βέβαια απαιτεί αντίστοιχα και από την Εκκλησία να μην παραβιάζει την δική της αρχή και να καθίσταται πολιτική εξουσία.
Από ορθόδοξη θεολογική σκοπιά δεν υπάρχει πολιτικός Χριστιανισμός. Αν άλλες χριστιανικές ομολογίες ευνόησαν την σύσταση χριστιανικών κομμάτων, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν το έπραξε. Η εντολή του Χριστού «αγαπάτε τους εχθρούς υμών», γράφει ο Γέροντας Σωφρόνιος, «δεν επιτρέπει καθόλου να υποβιβάσουμε το Ευαγγέλιο στο επίπεδο της αδελφοκτόνου διαιρέσεως των υλικών αγαθών… Μπορούμε όμως να ελέγξουμε την αδικία, ζώντας με ένταση, για να φυλάξουμε τη δικαιοσύνη προς όλους, και το κάνουμε, όταν βλέπουμε όφελος από τον λόγο μας»[5].
Μέσα στο κλίμα αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό, γιατί και η λεγόμενη «πολιτική θεολογία» του δυτικού χριστιανικού κόσμου δεν βρήκε σημαντική απήχηση σε ορθόδοξο έδαφος[6]. Όπως εύστοχα παρατηρήθηκε, στην «πολιτική θεολογία» διακρίνεται «ένα είδος μειονεξίας της χριστιανικής πίστης μέσα στο εκκοσμικευμένο περιβάλλον των δυτικών κοινωνιών. Σ̉ ένα κόσμο, όπου η πολιτική πράξη παίρνει τις διαστάσεις της άμεσης δυνατότητας του ανθρώπου να πλάση με τα ίδια του τα χέρια την ιστορική του μοίρα και το μέλλον του, η χριστιανική πίστη μοιάζει ανώφελη και δίχως αποτελεσματικότητα»[7]. Κάτι ανάλογο παρατηρείται και στο θεσμικό επίπεδο της Εκκλησίας. Όταν η Εκκλησία λησμονεί την αποστολή της και συρρικνώνεται σε εξειδικευμένο θρησκευτικό θεσμό, τότε αισθάνεται την ανάγκη να δικαιωθεί σε κοινωνικό επίπεδο και προτάσσει το φιλανθρωπικό ή το κοινωνικό της έργο. Το φαινόμενο αυτό είναι ευδιάκριτο και στον ορθόδοξο χώρο[8]. Το φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας διατηρεί την γνησιότητα αλλά και την ταυτότητά του, όταν εκφράζει το λειτουργικό και διακονικό της πνεύμα. Ακριβέστερα, όταν ασκείται ως λειτουργία μετά την Λειτουργία.
Αυτά βεβαίως δεν εμποδίζουν τα μέλη της Εκκλησίας να κατέρχονται στην πολιτική και να αναλαμβάνουν πολιτικά αξιώματα. Άλλωστε και ορθόδοξοι ιεράρχες σε έκτακτες περιπτώσεις ανέλαβαν «κατ’οικονομίαν» πολιτικά αξιώματα και άσκησαν πολιτική εξουσία για να βοηθήσουν τον λαό. Αλλά και πάντοτε η Εκκλησία δεν αδιαφορεί για την πολιτική. Ιδίως μάλιστα μέσα στο πλαίσιο των σχέσεων της συναλληλίας της με το κράτος οφείλει να συνεργεί στην πολιτική ζωή και με την θεσμική της παρουσία να εκφέρει, όταν υπάρχει ανάγκη, πολιτικό λόγο. Και ο λόγος της αυτός γίνεται ουσιαστικός και δραστικός, όταν εκφέρεται ως λόγος διακονικός και όχι εξουσιαστικός· ως λόγος αληθείας και δικαιοσύνης, ανεξάρτητος από πολιτικές υστεροβουλίες και σκοπιμότητες.
Η εκφορά του λόγου αυτού υπαγορεύεται από την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ιδιαίτερα μέσα στην σύγχρονη διγλωσσία και υποκρισία ο εκκλησιαστικός λόγος για πολιτικά πράγματα πρέπει να αρθρώνεται με καθαρότητα και παρρησία. Χωρίς να λησμονείται καθόλου ο κύριος σκοπός της Εκκλησίας, χωρίς να παραθεωρείται η εσχατολογική της προοπτική, χρειάζεται να προσφέρεται η μαρτυρία της στην καθημερινή πραγματικότητα.
Η «πολιτεία» των αγίων, όπως και όλων των μελών της Εκκλησίας, εκδιπλώνεται μέσα στην κοινή ανθρώπινη πολιτεία, όπου και καλείται η Εκκλησία, όπως και κάθε πιστός,να ενεργήσει ως άλας και φως[9]. Η «πολιτεία» αυτή μπορεί να εμπνεύσει την επίγεια πολιτεία, αλλά και να συμβάλει στην μεταπολιτική θεώρησή της.
Η προσπάθεια της πολιτικής εξουσίας να νοηματοδοτήσει την ανθρώπινη ζωή σφετεριζόμενη τον χώρο της Εκκλησίας ή και χρησιμοποιώντας την Εκκλησία ως όργανό της οδηγεί στον ολοκληρωτισμό. Αλλά και η αποτυχία στην πρόσδοση νοήματος και σκοπού ζωής, όπου εκ των πραγμάτων οδηγεί μία τέτοια προσπάθεια της πολιτικής εξουσίας, καταλήγει στον ευτελισμό των αρχών και των αξιών που προβάλλονται και καλλιεργεί τον αμοραλισμό και την αναρχία. Έτσι γίνεται προφανής η σπουδαιότητα της Εκκλησίας για τον περιορισμό της πολιτικής εξουσίας στις αρμοδιότητές της. Η ζωντανή παρουσία της Εκκλησίας στην κοινωνική ζωή απομακρύνει τους κινδύνους του ολοκληρωτισμού και της αναρχίας. Όταν όμως μεταβάλλεται η ίδια σε όργανο της πολιτικής εξουσίας, δεν παραμορφώνει μόνο τον εαυτό της αλλά και την πολιτική ζωή. Η πραγματική βοήθεια της Εκκλησίας προς τους πολίτες και την πολιτική προσφέρεται, όταν παραμένει πολιτικώς αδέσμευτη και πνευματικώς δυνατή.
Η Εκκλησία είναι «ενώσεως και συμφωνίας όνομα»[10]. Σκοπός της είναι να προσεγγίζει τον κόσμο όχι προσχωρώντας στις διαιρέσεις του, αλλά προσκαλώντας τον σε ενότητα πέρα από τις πολιτικές και κομματικές του διαιρέσεις. Όσο η Εκκλησία διατηρεί την ταυτότητά της, δεν μερίζεται ούτε μερίζει, αλλά ενοποιεί και ανακαινίζει. Γι’ αυτό η αποστολή της και σε καθαρώς κοινωνικό επίπεδο είναι μοναδική και αναντικατάστατη. Διανοίγει στην κοινωνία και τα μέλη της τον χώρο της καταλλαγής και της συνεργασίας, καθιστώντας δυνατή μία ουσιαστικότερη και διαρκέστερη επανάσταση· την δημιουργική επανάσταση του πνεύματος.
Τα κόμματα προϋποθέτουν διαιρέσεις. Οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα, όσο και αν εμπνέεται από το πνεύμα του Χριστιανισμού, δεν μπορεί να διεκδικεί το χριστιανικό όνομα, φορέας του οποίου είναι η Εκκλησία. Αλλά και αυτή δεν μπορεί να ταυτίζεται με την πολιτική εξουσία ή να γίνεται όργανό της, χωρίς να έρχεται σε αντίθεση προς την φύση και την αποστολή της[11]. Η Εκκλησία δεν περιορίζεται στην εγκοσμιότητα. Η προσήλωση στην εγκοσμιότητα φαλκιδεύει τον σκοπό και περιορίζει την ελευθερία της.
Όλοι οι άνθρωποι και όλα τα πράγματα μπορούν να ενταχθούν στην Εκκλησία, όχι όμως και να την εκπροσωπήσουν ή να την υποκαταστήσουν. Από την άλλη πλευρά, αν σε βασικούς θεσμούς, όπως ο γάμος, η οικογένεια ή το κράτος, η Εκκλησία δεν αποδίδει απόλυτη δεσμευτική αξία για τον άνθρωπο, πολύ φυσικότερο είναι να μην αποδίδει τέτοια αξία στα κόμματα. Όπως όμως η οικογένεια, το έθνος ή το κράτος, έτσι και τα κόμματα μπορούν με αναφορά στην Εκκλησία να γίνουν αφορμές προσεγγίσεως των ανθρώπων μεταξύ τους· αυτό ισχύει περισσσότερο για τον ελλαδικό αλλά και ευρύτερα για τον ορθόδοξο χώρο, όπου η Εκκλησία δεν έπαυσε να είναι, έστω και τυπικά, ο μόνος συνδετικός παράγοντας της κοινωνικής ζωής και φορέας του διαχρονικού πνεύματός της.
Τα κόμματα προσεγγίζουν ανθρώπους με κοινές πολιτικές επιδιώξεις και συναφείς κοινωνικοοικονομικούς προσανατολισμούς, ενώ οι διαφορές τους δημιουργούν προστριβές και αντιθέσεις. Οι πιστοί με την παρουσία τους στα διάφορα κόμματα μπορούν να συμβάλουν στην αρμονική ενότητα του συνόλου. Ο κίνδυνος όμως για τους ίδιους είναι μήπως θυσιάσουν στο κόμμα την εκκλησιαστική τους συνείδηση. Και ο κίνδυνος αυτός εντείνεται, όταν τα κόμματα σκληραίνουν και ελέγχουν ασφυκτικά το κράτος και την κοινωνική ζωή, ενώ και εκείνα με την σειρά τους ελέγχονται, ίσως ασφυκτικότερα, από κέντρα τοπικής ή και παγκόσμιας εξουσίας.
Ο νεοφιλευθερισμός, που χαρακτηρίζεται ως ιδεολογία της παγκοσμιοποιήσεως και αποτελεί μετανεωτερική μετεξέλιξη του καπιταλισμού, δεν έπαυσε και στην μετεξέλιξή του να διατηρεί το «πνεύμα του καπιταλισμού». Το πνεύμα όμως του νεοφιλελευθερισμού, που είναι πνεύμα άκρατου ατομισμού, έρχεται σε αντίθεση προς το κοινοβιακό πνεύμα της Ορθοδοξίας. Εδώ βρίσκεται και μια μόνιμη αιτία δυσαρμονίας των ορθοδόξων λαών με τους λαούς του δυτικού κόσμου και κυρίως του προτεσταντικού.
Το πνεύμα των ορθοδόξων λαών δεν εναρμονίζεται με το ατομοκρατικό δυτικό πνεύμα. Η Ορθοδοξία συμβάδιζε διαχρονικά με τον κοινοτισμό που επικρατούσε στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή, ενώ με την σύμπραξή της αναπτύχθηκε ο πολύμορφος και πολύπλευρος κοινοτισμός του απόδημου Ελληνισμού[12]. Το πνεύμα αυτό βρίσκεται πλησιέστερα προς το κολλεκτιβιστικό πνεύμα του σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού. Γι’ αυτό άλλωστε και τα καθεστώτα αυτά βρήκαν προσφορότερο έδαφος στις παραδοσιακά ορθόδοξες χώρες. Παραταύτα ούτε το κολλεκτιβιστικό αυτό πνεύμα επιδοκιμάστηκε ή έγινε αποδεκτό, όπως απέδειξαν και τα πράγματα.
Το κοινοβιακό πνεύμα της Ορθοδοξίας δεν εκφράζεται με τον κολλεκτιβισμό αλλά με την ομοψυχία, που αποτυπώθηκε με τον πληρέστερο τρόπο στο πρωτοχριστιανικό κοινόβιο[13]. Το πνεύμα αυτό δεν καλλιεργείται με την αναφορά σε κάποιον εξωτερικό σκοπό ή με την επιδίωξη κάποιας αντικειμενικής ωφέλειας, αλλά βιώνεται σε επίπεδο προσώπων ως αυτοσκοπός. Ο κολλεκτιβισμός δεν δημιουργεί ομοψυχία, αλλά αποτελεί μία διαφορετική μορφή ατομισμού. Όπως εύστοχα επισημάνθηκε, «ο κολλεκτιβισμός αγνοεί τον πλησίον, με την ευαγγελική σημασία της λέξεως, και είναι η συγκέντρωση των απομεμακρυσμένων ατόμων… αγνοεί την αξία του προσώπου»[14].
Ο καπιταλισμός και ο κομμουνισμός δεν περιορίζονται μόνο στην διάρθρωση και την προώθηση της οικονομίας, αλλά εκφράζουν και μία ατομοκεντρική ιδεολογία που τείνει να προσομοιωθεί με θρησκεία. Ιδίως μάλιστα ο κομμουνισμός εντάσσεται στα όρια της εκκοσμικευμένης θρησκείας. Αν πάλι σήμερα άρχισε να γίνεται λόγος για μεταεκκοσμίκευση, αυτή δεν εκλαμβάνεται ως επιστροφή στην μη εκκοσμικευμένη θρησκεία, αλλά ως προσπάθεια επανενεργοποιήσεως ή ακριβέστερα ως αποδοχή της επανενεργοποιήσεως της θρησκείας στον δημόσιο χώρο[15].
Στην εποχή μας μέσα στο κλίμα του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποιήσεως το λεγόμενο κράτος δικαίου, όπως και το κράτος προνοίας, αποδυναμώνονται μέχρις αφανισμού. Η ύπαρξη υπερεθνικών κέντρων, που ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό την οικονομία, την πληροφόρηση, την διαμόρφωση της κοινής γνώμης και τις πολιτικές εξελίξεις, μειώνει την σπουδαιότητα των εθνικών κρατών και των κυβερνήσεών τους. Αποδυναμώνονται τα εθνικά κράτη, αφαιρούνται εθνικά δικαιώματα, δεσμεύονται νευραλγικές κρατικές αρμοδιότητες και προωθείται η ομογενοποίηση και ο εκλεπτυσμένος η ο απροκάλυπτος ολοκληρωτισμός. Τα μέσα του κράτους κατά την άσκηση της οποιασδήποτε κοινωνικής η άλλης πολιτικής περιορίζονται η και εκμηδενίζονται. Έτσι αποδεικνύεται όλο και περισσότερο η αδυναμία του να βοηθήσει την κοινωνία και τους πολίτες του.
Από την άλλη πλευρά ζωτικά προβλήματα των πολιτών που συνδέονται με την διαβίωση ή και την επιβίωσή τους, όπως είναι η υγεία, η παιδεία, η εργασία, η κοινωνική ασφάλεια, το περιβάλλον, όχι μόνο δεν επιλύονται, αλλά και διογκώνονται. Γίνεται όμως φανερό ότι οι εξελίξεις αυτές μακροχρόνια είναι διαλυτικές για το σύνολο της κοινωνίας και καταστροφικές για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Έτσι η χίμαιρα της παγκοσμιοποιήσεως φέρνει στο προσκήνιο της επικαιρότητας την αναζήτηση της παγκοσμιότητας, που επαγγέλλεται η Ορθοδοξία.
Η παγκοσμιότητα δεν έχει κολλεκτιβιστικό αλλά προσωποκεντρικό χαρακτήρα. Δεν θυσιάζει το πρόσωπο στην κοινωνία, αλλά βλέπει στο κάθε πρόσωπο ολόκληρη την κοινωνία. Το τελευταίο αυτό στοιχείο, που κατορθώνεται με την απεριόριστη διάνοιξη του προσώπου στην οριζόντια και την κατακόρυφη κοινωνικότητα, διαφοροποιεί την ορθόδοξη θέση από την πρόταση κάθε κοινοτικού πολιτικού συστήματος[16]. Είναι όμως προφανές ότι αυτό δεν είναι πρωτίστως θέμα αλλαγής πολιτικού συστήματος αλλά παιδείας και αγωγής.
Από εδώ μπορεί να προέλθει μια όντως προοδευτική και δημιουργική πνοή στην πολιτική, που θα εκφράζει το «πνεύμα της Ορθοδοξίας»· στην πολιτική, που θα παύσει να περιφρονεί ή και να καταπολεμεί ως αντιδραστική την Ορθοδοξία, αλλά θα προσεγγίζει και θα κατανοεί, ως ένα τουλάχιστο βαθμό, το κοινοβιακό της πνεύμα. Η μετανεωτερικότητα με το τέλος των ιδεολογιών πρέπει μάλλον να διευκολύνει ένα τέτοιο εγχείρημα.

1] Βλ. Κριτ. 9,8-15.
[2] Ὠριγένους, Κατὰ Κέλσου 8,75.
[3] Νικολάου Καβάσιλα, Κατὰ τοκιζόντων, PG 150,745ΑΒ
[4] Ματθ. 22,21.
[5] Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Το μυστήριο της χριστιανικής ζωής, Έσσεξ Αγγλίας 22011, σ. 235-6.
[6] Βλ. Π. Καλαιτζίδη, «Ορθοδοξία και πολιτική θεολογία», στο Βιβλική θεολογία της απελευθέρωσης, Πατερική θεολογία και αμφισημίες της νεωτερικότητας, Ίνδικτος, Αθήναι 2012, σ. 48 κ.ε.
[7] Χ. Γιανναρά, Κεφάλαια πολιτικής θεολογίας, Παπαζήσης, Αθήνα 1976, σ. 9.
[8] Για την εικόνα που παρουσιάζει η Εκκλησία στον ελλαδικό χώρο βλ. Ν. Παπαγεωργίου, Η Εκκλησία στη Νεοελληνική κοινωνία. Γλωσσοκοινωνιολογική ανάλυση των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 285 κ.ε.
[9] Βλ. Ματθ. 5,13-4.
[10] «Το γαρ της Εκκλησίας όνομα ου χωρισμού, αλλά ενώσεώς εστι και συμφωνίας όνομα». Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία εις την Α΄ Κορινθίους 1,1, PG 61,13.
[11] Πρβλ. Π. Νέλλα, «Ορθοδοξία και πολιτική», Μαρτυρία Ορθοδοξίας, Αθήνα 1971, σ. 172. Βλ. επίσης τις ενδιαφέρουσες σχετικές μελέτες των Ι. Μάινα, «Ορθόδοξο ήθος και πολιτική δραστηριότητα», Η Ορθοδοξία ως πολιτική διακονία (εκδ. Ι. Μονής Αγίου Νεοφύτου), Λευκωσία 1984, σ. 1-7. Αρχιμ. Φιλοθέου Φάρου, «Η πολιτική μέσα από το πρίσμα της ορθοδόξου παραδόσεως και της ψυχολογίας», Η Ορθοδοξία ως πολιτική διακονία, σ. 79-94. Ο. Κλεμάν, Ορθοδοξία και πολιτική, Θεσσαλονίκη 1985. Ι. Πέτρου, Εκκλησία και πολιτική, Θεσσαλονίκη 1992, και Χριστιανισμός και κοινωνία, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 324-344.
[12] Βλ. Ν. Πανταζόπουλου, Ο ελληνικός κοινοτισμός και η νεοελληνική κοινοτική παράδοση, Παρουσία, Αθήνα 1993, σ. 54 και 73-74.
[13] Βλ. Πραξ. 2,44 κ.ε.
[14] Ν. Μπερδιάγιεφ, Βασίλειο του Πνεύματος και Βασίλειο του Καίσαρα (μετάφρ. Β. Γιούλτση), Πουρναράς Θεσσαλονίκη 22002, σ. 151.
[15] Βλ. Ράτσιγκερ Γιόζεφ-Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ, Χάμπερμας Γιούργκεν, Η διαλεκτική της εκκοσμικεύσεως. Λόγος και θρησκεία, Εστία, Αθήνα 2010.
[16] Για τον ελληνικό κοινοτισμό βλ. ιδίως Κ. Καραβίδα, Σοσιαλισμός και κοινοτισμός, Κοραής, Αθήνα 1930. Ν. Πανταζόπουλου, Ο ελληνικός κοινοτισμός και η νεοελληνική κοινοτική παράδοση, Παρουσία, Αθήνα 1993.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 07, 2019

«ΤΕΚΝΙΑ, ΦΥΛΑΞΑΤΕ ΕΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΩΝ»


Αποτέλεσμα εικόνας για «ΤΕΚΝΙΑ, ΦΥΛΑΞΑΤΕ ΕΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΩΝ»

Ο άνθρωπος προικίστηκε από τον Δημιουργό Θεό με λογική καί ελευθε­ρία. Καί η αλήθεια είναι ότι μόνο μέ­σα στην Εκκλησία καταξιώνεται πραγματικά ως λογικό καί ελεύθερο πρόσωπο, ως «κατ' εικόνα καί καθ' ομοίωσιν Θεού» δημιούργημα της Αγίας Τριάδος. Αν και πέρασαν 2000 χρόνια από την ενανθρώπιοη του Υι­ού και Λόγου του Θεού, οι άνθρωποι εξακολουθούν να αγνοούν το «φως το αληθινόν», την ελευθερία που χάρισε ο Χριστός και συνεχίζουν να ζουν υποδουλωμένοι στα διάφορα είδωλα που προσφέρει ο κόσμος. Στην εποχή που διακηρύσσεται η ελευθερία, τα δικαιώματα του ανθρώπου, ο άνθρω­πος παραμένει δέσμιος στις προλή­ψεις και δεισιδαιμονίες, συνεχίζει να προσκυνάει τα είδωλα. Γι' αυτό και κάθε χριστιανός που θέλει να 'ναι συνεπής στην πίστη του χρειάζεται να συντρίψει μέσα του τα κάθε μορ­φής είδωλα, όπως ο Μωυσής στο Σινά, που όχι μόνον τα συνέτριψε, αλ­λά τα έκανε σκόνη και τα έριξε στο ποτάμι για να χαθεί κάθε ίχνος τους. Οι κάθε είδους προλήψεις και δεισι­δαιμονίες, τα οποιαδήποτε είδωλα είναι εντελώς αντίθετα και ασυμβί­βαστα με τη χριστιανική πίστη και συνάμα προσβάλλουν την ελευθερία του ανθρώπου. Όποιος πιστεύει στις προλήψεις και στους κάθε είδους αγύρτες και «φωτισμένους» δεν μπο­ρεί να πάρει υπεύθυνες και σωστές αποφάσεις για τη ζωή του και το μέλλον του. Αντίθετα η πίστη στο Θεό ελευθερώνει τον άνθρωπο και του δί­νει τη δυνατότητα για μία υπεύθυνη και δημιουργική ζωή. Ο λόγος του Αποστόλου Ευαγγελιστού Ιωάννου είναι και σήμερα εξαιρετικά επίκαι­ρος: «Τεκνία, φυλάξατε εαυτούς από των ειδώλων» (Α' Ιωάν. 5, 21).
(Πηγή: Ιερά Μονή Σαγματά Θηβών)

Συνοπτική αφήγησις περί της Αγίας Δεξιάς τον Τιμίου Προδρόμου...


Συνοπτική αφήγησις περί της Αγίας Δεξιάς τον Τιμίου Προδρόμου και του τρόπου ελεύσεώς της εις την εν Αγίω Όρει Ι. Μονήν Διονυσίου 
Εκ του αμύθητου και αμετρήτου πλούτου των ιερών κειμηλίων, τα οποία σεμνύνουν και στολίζουν τας Ιεράς Μονάς του Αγίου Όρους, ασφαλώς ωρισμένα εκτιμώνται ιδιαιτέρως και κατέχουν ιδιάζουσαν θέσιν. Εις την Ιεράν Μονήν Βατοπεδίου π.χ. διακρίνομεν την τιμίαν Ζώνην της Θεοτόκου, εις την Ιεράν Μονήν Ιβήρων την θαυματουργόν Πορταΐτισσαν, εις την Ιεράν Μονήν Ξηροποτάμου το μέγιστον τμήμα του Τιμίου Ξύλου του Κυρίου, εις την Ιεράν Μονήν Αγίου Παύλου τα Τίμια Δώρα των Μάγων. Η Ιερά Μονή Διονυσίου ως ανεκτίμητον θησαυρόν έχει να παρουσιάση την αγίαν εκείνην δεξιάν χείρα του Τιμίου Προδρόμου, με την οποίαν εβάπτισεν τον Σωτήρα μας καθώς μελωδικώτατα η εκκλησία μας ψάλλει- Την χείρα σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου.
Αυτής της αγίας Δεξιάς το ιστορικόν, δηλ. τον τρόπον της προς ημάς συγκαταβατικής ελεύσεώς της προς αγιασμόν τόσον των εν τη ημετέρα Μονή όσον και όλων των εν Αγίω Όρει θεοφιλώς μοναζόντων —των οποίων αρχηγός και προστάτης μετά την Θεοτόκον τυγχάνει ο Μέγας Πρόδρομος— καθώς και των ευλαβών προσκυνητών, η Μονή μας θεωρεί χρέος να παρουσιάση συνοπτικώς από της παρούσης στήλης· εις ευθετότερον δε χρόνον προτιθέμεθα να εκδώσωμεν λεπτομερή διήγησιν του όλου ιστορικού σε αυτοτελές τεύχος. 

Σύντομος ιστορική αναδρομή, από της απότομης της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου μέχρι της εις την Βασιλεύουσαν ελεύσεως της Αγίας Δεξιάς 
Διά την περίοδον ταύτην ιστορικάς μαρτυρίας αρυόμεθα από τους ιστορικούς Γεώργιον Κεδρηνόν[1], Θεόδωρον Δαφνοπάτην[2]  και Δοσίθεον Πατριάρχην Ιεροσολύμων[3]. 
Ο Τίμιος Πρόδρομος, κατά την μαρτυρίαν των Ευαγγελιστών, απετμήθη την κεφαλήν υπό του Ηρώδου Αγρίππα του τετράρχου, υιού του άλλου γνωστού Ηρώδου του και παιδοκτόνου. Το σώμα του ετάφη υπό των μαθητών του εις την πόλιν Σεβαστήν εις τον τόπον ένθα εγένετο και η αποτομή. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, επιθυμών να εμπλουτίση την γενέτειρά του Αντιόχειαν, θέλησε να μετακομίση εκεί το σώμα του Προδρόμου. Μη επιτρέποντος όμως του Μωσαϊκού νόμου την μετακομιδήν, έλαβεν κρυφίως την αγίαν μόνον Δεξιάν. Επί Ιουλιανού αύτη εκρύβη εις ένα πύργον ονομαζόμενον Γωνία προς διαφυγήν εκ της μανίας του Παραβάτου. Από του 7ου αιώνος, ότε η Αντιόχεια περιέπεσεν εις χείρας των Αράβων, η αγία Δεξιά συνεχίζει να απαντάται εις Αντιόχειαν, τιμώμενη ου μόνον υπό των Χριστιανών αλλά και των Αράβων. Επί Ιουστινιανού μεταφέρεται εις Κωνσταντινούπολιν ομού μετά της κάρας του Τιμίου Προδρόμου προς αγιασμόν και πάλιν επιστρέφεται. 
Πολλοί αυτοκράτορες επεθύμησαν να εμπλουτίσουν την Βασιλεύουσαν με την αγίαν Δεξιάν του Βαπτιστού, κατ’ εξοχήν ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (913-959). Επειδή όμως φανερώς τούτο ήτο αδύνατον, πάλιν κατ' οικονομίαν του Τιμίου Προδρόμου, κάποιος διάκονος ονόματι Ιώβ, εκπληρώνει τον αυτοκρατορικόν πόθον, υποκλέψας την αγίαν Δεξιάν εκ του ναού του Αποστόλου Πέτρου ένθα εφυλάσσετο, αφού πρώτον εξοικειώθη μετά του φύλακος. Καθ' ην στιγμήν σάλος μέγας εγένετο εις Αντιόχειαν επί τη απώλεια της Δεξιάς, συνεργούντος του Βαπτιστού, ο διάκονος ήδη ευρίσκετο έκτος των εχθρικών συνόρων. Ο δε βασιλεύς επί τω ακούσματι μετά του πατριάρχου Πολυεύκτου και πάσης της Συγκλήτου, αναμένοντες εις Χαλκηδόνα επεφύλαξαν λαμπράν υποδοχήν. Τα ανωτέρω αρυόμεθα, ως προείπομεν, εκ των ιστορικών Κεδρηνού και Δαφνοπάτη. 
Μετά την πτώσιν της βασιλευούσης, ο ιστορικός Δοσίθεος μάς παραθέτει τα εξής σημαντικά στοιχεία: Γενομένης καταγραφής των βασιλικών θησαυρών κατά το 1680 υπό του βεζύρη Μουσταφά πασά, απαντάται και η αγία αυτή χειρ εις χρυσούν κιβώτιον, αποπνέουσα άρρητον ευωδίαν, ήτις και σεβασθείσα υπό του αλλοθρήσκου εφυλάχθη επιμελώς. 

Έλευσις της αγίας Δεξιάς εκ Κωνσταντινουπόλεως εις Ιεράν Μονήν Διονυσίου 
Το εν λόγω ιστορικόν αρυώμεθα κατά πλάτος από αξιόπιστον πρόσωπον, τον ευγενέστατον και ευλαβέστατον δραγουμάνον του βασιλέως της Πρωσίας εν Κωνσταντινουπόλει κ. Ιωάννην Φραγκόπουλον, τον μετέπειτα εν τη καθ’ ημάς Ιερά Μονή εγκαταβιώσαντα. Ούτος ως αυτήκοος, αυτόπτης αλλά και συνεργός, συνέγραψεν το κατά πλάτος ιστορικόν της όλης υποθέσεως, το οποίον ευρίσκεται εις τον υπ' αριθ. 1032 χειρόγραφον κώδικα της Μονής μας υπό τον τίτλον «Διήγησις απ’ αρχής περί της αγίας Δεξιάς του Τιμίου Προδρόμου και πώς ήλθεν εις το ιερόν τούτο Μοναστήριον του Αγίου Διονυσίου εν τοις καθ' ημάς χρόνοις». 
Κατά το έτος 1778 ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ, λόγω της αισθητής πτωχείας του κράτους, εγύμνωσεν όλα τα πολύτιμα περικαλύμματα του βασιλικού θησαυροφυλακίου, διορίσας προς τούτο ως υπευθύνους τον Έλληνα αργυραμοιβόν Πετράκην και κάποιον Αρμένιον ονόματι Τουζόγλου. Οι ανωτέρω με βεζυρικήν άδειαν οικειοποιήθηκαν όσα ήθελον εκ των φυλασσομένων εντός των πολυτίμων θηκών, εξ ων ο μεν Αρμένιος έλαβεν Σταυρόν πηχιαίου μήκους μετά Τιμίου Ξύλου, ο δε Πετράκης την Δεξιάν του Προδρόμου γυμνήν, μετά τεμαχίου εκ του λειψάνου της άγιας Παρασκευής. Ατυχώς όμως, μετ' ου πολύ ο προαναφερθής Πετράκης, διαβληθείς από τον βεζύρην Χασάν πασάν ως φιλορώσος, προστάξει βασιλική απαγχονίζεται έξω της βασιλικής πόρτας. Αφού το μέγιστον της περιουσίας του εδημεύθη, παρέμεινεν εις τους οικείους του ως κληρονομιά και η χαριτόβρυτος Δεξιά του Προδρόμου μετά του λειψάνου της αγίας Παρασκευής. 
Προαναφέραμεν ότι το πρώτον εκλάπη η αγία χειρ υπό της αγίας και Ευαγγελικής χειρός του Λουκά. Εκλάπη το δεύτερον υπό διακόνου τινός Ιώβ. Άβυσσος των κριμάτων σου, ω Βαπτιστά! Και πάλιν εκ τρίτου ηυδόκησας διά κλοπής όπως μεταβής και παρηγορήσης την ποίμνην σου διά της αγίας σου Δεξιάς, πενθούσαν ήδη και κλαίουσαν διά την προ μικρού απώλειαν διά κλοπής της σεβάσμιας Κάρας σου[4]. 
Ο τρόπος της τε κλοπής και ελεύσεως εις την Μονήν μας της αγίας Δεξιάς έχει ούτως: Κάποιος νεανίας ονόματι Θεοχάρης, γνωστός εις την αρχοντικήν οικίαν Πετράκη, προσυνεννοηθείς με τον τότε εφησυχάζοντα εις την Ιεράν Μονήν Διονυσίου πρώην Βελεγράδων Ιερεμίαν, εισήλθεν με οικειότητα εις ανύποπτον χρόνον εν ώρα μεσημβρίας εις την εν λόγω οικίαν και αφαιρέσας εκ του σεντουκίου την Δεξιάν του Προδρόμου ομού μετά του λειψάνου της αγίας Παρασκευής μετέφερεν ταύτα μετά σπουδής, ως προσυνεννοήθη, εις τον ευγενέστατον δραγουμάνον Ιωάννην Φραγκόπουλον.
Εν τω μεταξύ, σάλος μέγας γενόμενος εις την οικίαν Πετράκη άμα τη διαπιστώση της κλοπής, καταγγέλλεται ευθύς η υπόθεσις εις τον τότε οικουμενικόν Πατριάρχην Νεόφυτον, όστις και αμέσως εξαπολύει φρικτόν αφορισμόν κατά παντός σχέσιν και γνώσιν έχοντος με την κλοπήν.
Θορυβηθείς ευλόγως εκ τούτου ο ανωτέρω Φραγκόπουλος αποκαλύπτει κρυφίως την υπόθεσιν εις τον Πατριάρχην, καθώς και τον απώτερον σκοπόν της κλοπής. Ο δε Πατριάρχης έλυσεν κρυφίως τον αφορισμόν, κρίνας ότι το έργον ήτο νεύσις του Βαπτιστού, αρεσκομένου να διαμένη μάλλον εις τόπους κρημνώδεις και ασκητικούς παρά εις κοσμικούς οίκους, ένθα συμβαίνουν ενίοτε και πολλά άτοπα. Ούτω λοιπόν ο ανωτέρω Φραγκόπουλος συνοδεύων και συνοδευόμενος υπό του Προδρόμου καταφθάνει εις την Ιεράν Μονήν Διονυσίου κατά την 6ην Αυγούστου του 1800. 
Επειδή όμως εις τους πολλούς η λύσις του αφορισμού ήτο άγνωστος και επειδή ο κεκρυμμένος θησαυρός ώφειλε να φανερωθή προς αγιασμόν πάντων των αγιορειτών και πάλιν ο Μέγας Ιωάννης αναλαμβάνει την ολοκλήρωσιν της ευεργεσίας του. Νεύσει Προδρομική μεταβαίνει ο τότε ηγούμενος Ιωακείμ με συστατικά γράμματα προς τους Ιεροσολύμων Άνθιμον και Θεσσαλονίκης Γεράσιμον, οι οποίοι από συμφώνου μετά του Πατριάρχου Καλλινίκου κατέπεισαν τους δικαιούχους της οικίας Πετράκη Βαρβάραν, Αικατερίνην, Γεώργιον και Δημήτριον όπως, οικεία βουλήσει και αντί ωρισμένης αμοιβής, προς ψυχικήν των ωφέλειαν και εις μνημόσυνον αιώνιον, δι' αφιερωτικού γράμματος δωρήσουν εις την Ιεράν Μονήν Διονυσίου την αγίαν Δεξιάν ομού μετά του προειρημένου λειψάνου της αγίας οσιομάρτυρος Παρασκευής. 
Εις το αρχείον της Μονής μας φυλάσσονται τρία πατριαρχικά έγγραφα, ων το πρώτον είναι αφοριστικόν και υπογεγραμμένον υπό του πατριάρχου Νεοφύτου εν έτει 1799, το δεύτερον αναιρετικόν του προηγουμένου και υπογεγραμμένον υπό του τότε πατριάρχου Καλλινίκου, συνυπογράφουν δε και οι προειρημένοι Ιεροσολύμων Άνθιμος και Θεσσαλονίκης Γεράσιμος εν έτει 1802 μηνί Ιανουαρίω 15, και το τρίτον αφιερωτικόν, υπογεγραμμένον υπό του πατριάρχου Καλλινίκου εν έτει 1802 και συνυπογράφουν οι αρχιερείς Ηρακλείας Μελέτιος, Δέρκων Γρηγόριος, Θεσσαλονίκης Γεράσιμος, Τυρνόβου Ματθαίος, Λαρίσης Διονύσιος και Αγκύρας Ιωαννίκιος· προσυπογράφουν δε και βεβαιούν οι δωρηταί Βαρβάρα, Αικατερίνη, Γεώργιος και Δημήτριος Πέτρου. 
Ούτω λοιπόν δεξάμενος ο καθηγούμενος Ιωακείμ το αφιερωτικόν γράμμα, μετά πολλής χαράς και καθαρού συνειδότος, επέστρεψεν εις την Μονήν κατά την Δ' Κυριακήν των Νηστειών του έτους 1802, ένθα ανεκηρύχθη μετά πανηγυρικής αγρυπνίας ομού μετά πλήθους αγιορειτών Μοναχών η επίσημος έλευσις της αγίας Δεξιάς, ήτις έκτοτε καθιερωθείσα τελείται κατ' έτος την αυτήν Δ' Κυριακήν των Νηστειών, εις μνήμην της τε ελεύσεως αλλά και της ευεργεσίας του Βαπτιστού προς πάντας τους εν τη Μονή και παντί τω Αγιονύμω Όρει θεοφιλώς ενασκουμένους, σκέπων και φυλάσσων ημάς διά της αγίας αυτού Δεξιάς, ως αρχηγός του μοναχικού τάγματος, από πάσας τας χαλεπάς παγίδας του αλλοτρίου. 
Τέλος, άξιον σημειώσεως τυγχάνει και τούτο: Κατά την πρόσφατον αποκάλυψιν της επιχρύσου θήκης της αγίας χειρός υπό της γεροντίας της Μονής διεπιστώθη ότι ενώ υπάρχουν ολόκληρα τα δύο οστά (κερκίς και ωλένη) από του αγκώνος μέχρι της παλάμης, ελλείπουν μικρά τεμάχια των οστών της παλάμης και των δακτύλων. Περί του θέματος αυτού θα ασχοληθώμεν προσεχώς- σημειούμεν μόνον ενταύθα, ότι επί των ημερών μας και επί ηγουμενίας του αρχιμανδρίτου κυρού Γαβριήλ αντηλλάγη εις δάκτυλος αντί ελαχίστου τεμαχίου εκ της αγίας Ζώνης της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου. Εκείνο όμως το οποίον δεν δεχόμεθα κατόπιν των ανωτέρω συνοπτικών στοιχείων είναι η διακύβευσις της γνησιότητος της αγίας Δεξιάς. Δεχόμεθα βεβαίως την ύπαρξιν μικρών τεμαχίων εκ της αγίας Δεξιάς εκτός της Μονής μας, ουχί όμως και αυτής ταύτης της Δεξιάς. Θα χαρώμεν εάν αποδειχθή δι' επιστημονικού καλάμου η γνησιότης των εμφαινομένων μικρών τεμαχίων εις την κλειστήν θήκην του εν Κωνσταντινουπόλει μουσείου Τοπ-Καπί. Η Μονή μας πάντως δεν έχει στοιχεία, διό και δεν αποφαίνεται σχετικώς. 

Επίλογος 
Παρουσιάζοντες τα ανωτέρω στοιχεία αισθανόμεθα ότι εκπληρούμεν ελάχιστον χρέος έναντι της απείρου ευεργεσίας του εν γεννητοίς μείζονος προς ημάς τα τέκνα του, τόσον τα εν τη Μονή όσον και πάντας τους εν τω Αγίω Όρει θεοφιλώς ενασκουμένους, των οποίων προστάτης και έφορος μετά την Κυρίαν μας Θεοτόκον τυγχάνει ο Μέγας Βαπτιστής, ως αρχηγός του μοναχικού τάγματος· προσέτι δε και προς πάντας τους φιλοπροδρομικούς ευλαβείς προσκυνητάς, οι οποίοι μετά πόθου συρρέουν εις την Μονήν προς αγιασμόν και προσκύνησιν της αγίας Δεξιάς και οι οποίοι στερεούνται έτι μάλλον, αφαιρουμένης και της ελαχίστης προκαταλήψεως περί της γνησιότητος του προς αγιασμόν προσφερομένου θησαυρού. 
Περαιώνοντες, απευθυνόμενοι προς σε τον μέγαν Πρόδρομον και Βαπτιστήν μετά πάντων των μοναστών και μετά παντός φιλοπροδρομικού συστήματος κλήρου και λαού, ικετευτικώς αλλά και μελωδικώς μετά του υμνωδού σου λέγομεν την χείρα σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου.,.έπαρον υπέρ ημών Βαπτιστά...ως παρρησίαν έχων πολλήν και γαρ μείζων των προφητών απάντων υπό Χριστού μεμαρτύρησαι.
 

1. Γεώργιος Κεδρηνός: Έζησεν περί τα τέλη του ια' αι. Έγραψεν εν είδος παγκοσμίου Ιστορίας τιτλοφορουμένης «Σύνοψις ιστοριών» και εκτεινομένης από της δημιουργίας του κόσμου έως της εμφανίσεως Ισαακίου Α' Κομνηνού (1057). Το έργον του είναι μία συμπλήρωσις παλαιοτέρων χρονικών. 
2. Θεόδωρος Δαφνοπάτης (900 - 963): Βυζαντινός συγγραφεύς και δημόσιος λειτουργός, προαχθείς βαθμηδόν μέχρι και του μεγίστου αξιώματος του Μαγίστρου υπό Ρωμανού Β'. Εξεφώνησεν λόγον επί τη εις Κωνσταντινούπολιν ελεύσει της αγίας Δεξιάς εν έτει 959, παρουσία του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου και πατριάρχου Πολευεύκτου. 
3. βλ. Ιστορία περί των εν Ιεροοολύμοις πατριαρχευσάντων. βιβλ. Γ', κεφ. ΙΑ', παρ. Γ’, σελ. 267, Βουκουρέστι 1715 
4. Την αγίαν Κάραν του Προδρόμου αφιέρωσεν εις Ι. Μ. Διονυσίου, ο ηγεμών της Μολδοβλαχίας Νεάγγοε Βοεβόδας (1512 - 1521), παραμείνασα δε εις την Μονήν μέχρι τον Ρωσσοτουρκικόν πόλεμον (1769 - 1770), ηρπάγη υπό τούρκων πειρατών κατά την διάρκειαν ταξιδίου εις την νήσον Άγιος Ευστράτιος.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ 8-9
τεύχος 8-9
Ιούνιος Νοέμβριος 1990 

Η ΛΙΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ

prodromosivannis.jpg Σύναξις Iωάννου του Bαπτιστού7 Iανουαρίου

Η ΛΙΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ

XΘEΣ, αγαπητοί μου, τελείωσε το Δωδεκαήμερο, που διαρκεί από τα Xριστούγεννα μέχρι τα Φώτα, εξαιρουμένης της παραμονής των Φώτων. Mετα το Δωδεκαήμερο πρώτη εορτή που ακολουθεί είναι η σύναξις του αγίου Iωάννου του Bαπτιστού, σήμερα.

O άγιος Iωάννης δεν έχει ανάγκη από ανθρώπινα εγκώμια· τον εγκωμίασε ο ίδιος ο Xριστός όταν είπε, ότι μέσ’ στα πλήθη των ανθρώπων που γεννήθηκαν ως τότε ανώτερος απ’ όλους είναι αυτός (βλ. Mατθ. 11,11). Eίναι υπεράνω του Nώε, του Aβραάμ, του Iακώβ, των πατριαρχών, υπεράνω όλων των μεγάλων ανδρών.

* * *

Γεννήθηκε δια θαύματος από γέροντες γονείς, τον Zαχαρία και την Eλισάβετ που ήταν στείρα. Όσο μπορεί από μια πέτρα ν’ ανθίσει λουλούδι, άλλο τόσο ήτο δυνατόν κι από τα σπλάχνα της Eλισάβετ να γεννηθεί παιδί.Eμβρυο ακόμη, σκίρτησε μέσα στήν κοιλία της μητέρας του όταν εκείνη oποδεχόταν την επίσης έγκυο υπεραγία Θεοτόκο. Aπό τότε ήταν αγιασμένος. Oπως μερικοί είναι Iούδες, τέκνα κατάρας εκ κοιλίας μητρός, έτσι κάποιοι άλλοι είναι ευλογημένοι από τα σπάργανά τους.

Oταν μεγάλωσε, δεν έμεινε στόν κόσμο· βγήκε έξω, πήγε στην έρημο, στο σχολείο των μεγάλων ανδρών. Eκεί έζησε μια ζωή – έλεγχο της σημερινής καταναλωτικής κοινωνίας, που σύνθημά της έχει «Φάγωμεν και πίωμεν, αυριον γαρ αποθνήσκομεν» (Hσ. 22,13· A΄ Kορ. 15,32). Ω σείς που ζήτε μέσ’ στον παραλογισμό, ελάτε να καθρεφτισθήτε στον καθρέφτη αυτόν.

Πώς έζησε ο άγιος Iωάννης; Tο φαγητό του ήταν «ακρίδες» (Mατθ. 3,4), τα γνωστα έντομα των αγρών, που και μέχρι σήμερα λιτοδίαιτοι Aραβες τα ξηραίνουν και τα τρώνε. Ποτό του ήταν το νερό του Iορδάνου. Pούχο του είχε μια κάππα από τρίχες καμήλας. Kρεβάτι του ήταν η άμμος δίπλα στό ποτάμι. Στέγη του τα άστρα τ’ ουρανού. Σύντροφοί του τα θηρία της ερήμου, που στέκονταν μπροστά του σάν αρνάκια. H αγιότης, βλέπετε, όλα τα τιθασεύει. Kαι ενώ λιοντάρια και τίγρεις τον σεβάστηκαν, τον κατεσπάραξε μια γυναίκα, η Hρωδιάς. Eκεί λοιπόν έμεινε, στό πανεπιστήμιο της σιωπής, όπου ανδρώνονται οι μεγάλες φυσιογνωμίες.

Σέ ώριμη πλέον ηλικία έλαβε εντολή άνωθεν, να πάει στήν όχθη του Iορδάνου κ’ εκεί να στήσει τον άμβωνά του. Tο κήρυγμά του θερμοκαυτήρας, έλεγχος δριμύς. Aστραφτε και βροντούσε. Kαλούσε όλους σέ επιστροφή στό Θεό. Kαι χιλιάδες απ’ όλα τα κοινωνικα στρώματα έτρεχαν. Ήταν μαγνήτης που έλκυε όλους. Συνιστούσε μετάνοια και τους βάπτιζε στόν Iορδάνη.

Mέσα στό πλήθος των ανθρώπων ήρθε και ένας που ξεχώριζε. Mήπως φορούσε στέμμα, είχε σπαθί, τον έφερε άμαξα; Oχι. Aπλός άνθρωπος ήταν. Aλλα όνομά του ήταν «τό υπέρ παν όνομα» (Φιλιπ. 2,9). Oλα τα ονόματα θα σβήσουν, το δικό του θα μείνει· Iησούς Xριστός! Mπορούσε να φανταστεί ο Iωάννης, ότι κάτω από το ταπεινό σχήμα ενός φτωχού Nαζωραίου κρύβεται το μεγαλείο της θεότητος; Kαι όμως τον ανεγνώρισε. Tου λέει ο Xριστός· ―Bάπτισέ με. ―Aυτό δεν γίνεται· εγώ είμαι ένα μηδέν μπροστά σου, δεν είμαι άξιος να σε βαπτίσω. O Xριστός όμως επέμενε, και τέλος βαπτίσθηκε. Oχι διότι είχε αμαρτίες ―είναι αναμάρτητος―, αλλα για να φανερωθεί το μυστήριο της αγίας Tριάδος. Kαι φανερώθηκε. Kατα τούτο εμείς διαφέρουμε από τ’ άλλα θρησκεύματα, και τα μονοθεϊστικά· αυτοί έχουν τον Aλλάχ ή κάποιον άλλο, εμείς λέμε· Eνας Θεός, τρία πρόσωπα, Πατήρ Yιός και άγιο Πνεύμα· αγία Tριάς, ελέησον τον κόσμον σου.

Πώς φανερώθηκε το μυστήριο της αγίας Tριάδος; Eνώ ο Xριστός ήταν μέσ’ στα νερά, σχίστηκε ο ουρανός ―Ας μήν πιστεύουν οι άπιστοι, δικαίωμά τους· εμείς πιστεύουμε―, και το Πνεύμα το άγιο σάν περιστέρι ήρθε και κάθισε επάνω στήν κεφαλή του. Συγχρόνως ακούστηκε φωνή – διάγγελμα του ουρανίου Πατρός. Oχι σάν τα διαγγέλματα της πρωτοχρονιάς, πού ‘ναι γεμάτα ψευτιές. Διάγγελμα ουράνιο και αιώνιο προς όλη την ανθρωπότητα· «Oύτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» (Mατθ. 3,17). Tα ίδια λόγια από τον ουράνιο Πατέρα ακούστηκαν και όταν έκλεινε η επίγειος παρουσία του Xριστού, συμπληρωμένα όμως με τή σύστασι «Aυτου ακούετε» (Mάρκ. 9,8· Λουκ. 9,35).

Aπό τότε πλέον, αγαπητοί μου, η ανθρωπότης έχει οδηγό. Oδηγός της είναι ο Xριστός, που είπε «Eγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Iωάν. 14,6). Oποιος τον ακολουθεί σώζεται, όποιος φεύγει από αυτόν χάνεται. Aυτός είναι ο τέλειος οδηγός, ο τέλειος άνθρωπος, η ενσάρκωσι της αρετής. Oι άλλοι, οποιοιδήποτε κι αν είναι είναι κλάσματα, δεν φτάνουν την ακεραία μονάδα, τον Eνα. «Exς άγιος, είς Kύριος, Iησούς Xριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός· αμήν» (Φιλ. 2,11 και θ. Λειτ.).

«Aυτου ακούετε», συνιστά ο ουράνιος Πατήρ. Aλλα δυστυχώς οι άνθρωποι κλείνουν τ’ αυτιά τους και δεν ακούνε τή φωνή του Xριστού. Aνοίγουν τ’ αυτιά τους – σε ποιόν; στόν διάβολο και στα όργανά του. δεν εκκλησιάζονται για ν’ ακούσουν τή φωνή του Eυαγγελίου· κάθονται τή νύχτα στήν τηλεόρασι για ν’ ακούσουν τη φωνή του δαιμονικού κόσμου. «Oποιος δεν ακούει το Xριστό, θ’ ακούσει τον διάβολο», λέει ο Pώσος Nτοστογιέφσκυ.

* * *

Oταν ο Xριστός ήρθε στήν έρημο, ο Iωάννης τον έδειξε με το δάκτυλό του, όπως λέει το ωραίο δοξαστικό των ωρών· «Tην χείρά σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου, μεθ’ ης και δακτύλω αυτόν ημίν καθυπέδειξας, έπαρον υπέρ ημών προς αυτόν Bαπτιστά, ως παρρησίαν έχων πολλήν…» (θ΄ ώρα Θεοφ.). O υμνος αυτός ήταν το τελευταίο που είπε ο Παπαδιαμάντης ―που ήταν και σπουδαίος ψάλτης―, όταν γέρος πλέον στό νησάκι του, φτωχός και περιφρονημένος, έφευγε απ’ τη ζωή. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και το έψαλε. Mέ τα λόγια αυτα πέθανε. Mέ «τραγούδια του Θεού» έκλειναν τα μάτια τους τότε· τώρα…

O Iωάννης λοιπόν έδειξε το Xριστό στους ανθρώπους και είπε· «Iδε ο αμνός του Θεού ο α­ρων την αμαρτίαν του κόσμου»· νά, λέει, αυτός είναι το αρνί του Θεού που σηκώνει τις αμαρτίες του κόσμου (Iωάν. 1,29). Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να θυμηθούμε, ότι οι Eβραίοι, για να έχουν μια ανακούφισι από τις αμαρτίες τους, έπαιρναν ένα αρνί, το πήγαιναν στό ναό του Σολομώντος και το προσέφεραν θυσία. Tην ώρα που ο ιερεύς θα το έσφαζε, άπλωναν τα χέρια τους επάνω του, για να φύγουν από πάνω τους οι αμαρτίες και να πάνε στό αρνί. Aυτό ήταν ένας τύπος, μία σκια της μεγάλης θυσίας που θα ερχόταν να προσφέρεί ο Xριστός. Eκατομμύρια αρνια σφάχτηκαν, αλλα το αίμα των ζώων δεν έχει την δύναμιν «αφιέναι αμαρτίας» (Mατθ. 9,6). Mόνο το αίμα του Xριστού, του «αμνού του Θεού», σβήνει τις αμαρτίες. Nά γιατί ο Xριστός λέγεται «αμνός»· διότι όπως το αρνί δεν έκανε κανένα κακό, έτσι κι ο Xριστός· όπως το αρνί οδηγείται στη σφαγή και δεν αντιδρά, έτσι κι ο Xριστός· κι όπως στις θυσίες «φόρτωναν» τις αμαρτίες στό σφάγιο, έτσι κι ο Xριστός σηκώνει τις αμαρτίες όλων μας. Tο νιώσαμε αυτό; Eάν  δεν το νιώσαμε, δεν είμαστε Xριστιανοί. δε μας σώζουν ούτε κερια και λαμπάδες, ούτε εικόνες και προσκυνήματα, ούτε μετάνοιες και ασκήσεις· όλα αυτα δε συγχωρούν ούτε μία αμαρτία. Tις αμαρτίες συγχωρεί μόνο «ο αμνός του Θεού», όπως είπε ο Iωάννης. Eάν  δεν πιστέψεις ότι το αίμα του Xριστού που εχύθη στό Γολγοθά λυτρώνει, δε σώζεσαι.

Tελειώνω με μια εικόνα. Eνας Bιενέζος ζωγράφος ζωγράφισε έναν άνθρωπο, που τον έπιασαν οι εχθροί του και του φόρτωσαν ένα βαρύ φορτίο. Tο έδεσαν στη ράχη του τόσο σφιχτά, ώστε δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί απ’ αυτό. Ήταν σάν τον Προμηθέα στόν Kαύκασο. Παρακαλούσε άλλους να τον λύσουν, μα κανείς δε μπορούσε. Tότε κάποιος του είπε· Eάν  θέλεις να ελευθερωθείς, ανέβα σ’ εκείνο το βουνό. Eκεί θα δεις ένα σταυρό με τον Eσταυρωμένο· αν τον παρακαλέσεις με πίστι, θα γίνει το θαύμα. Kαι πράγματι έτσι έγινε· αμέσως το φορτίο του έπεσε, κύλισε στήν άβυσσο, κι αυτός δόξασε το Xριστό.

Kαθένας από μας, αδελφοί μου, σηκώνει ένα βάρος μεγαλύτερο απ’ τον Oλυμπο. Mόνο με την πίστι στό Xριστό θ’ απαλλαγούμε. Ας πιστεύσωμε σ’ Αυτόν. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο. Σας το λέω εγώ. Πενήντα χρόνια κηρύττω· αν δεν πίστευα, θα πήγαινα να κάνω ο,τιδήποτε άλλο παρα να κοροϊδεύω τους ανθρώπους. Πιστεύω στό Θεό, πιστεύω στη θεία χάρι, πιστεύω στα μυστήρια, πιστεύω στις ιερές παραδόσεις.

Mπορεί κι ο ήλιος νά ‘ναι ψέμα, και τα άστρα νά ‘νε ψέμα, κ’ εμείς νά ‘μεθα ψέμα· ένα δεν είναι ψέμα, ο Iησούς Xριστός· όν, παίδες Eλλήνων, υμνείτε και oπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας· αμήν.

† επίσκοπος Aυγουστίνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Αγίου  Nικολάου Φλωρίνης, Παρασκευή 7-1-1977)

Αγιος Ιωάννης Πρόδρομος: Ο καλύτερος φίλος του Ηρώδη

Έχουμε συνηθίσει να φανταζόμαστε τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο σαν ένα οργισμένο, φωνακλά προφήτη, μόνιμα δυσαρεστημένο και κατσούφη, που φωνάζει με σκληρότητα στους ανθρώπους να μετανοήσουν για τις αμαρτίες τους για να μην τους θερίσει η οργή του Θεού και να μην καούν στην κόλαση.

Μπορεί να ήταν και έτσι… Βέβαια η «οργή του Θεού» είναι μια εικόνα που συμβολίζει την εχθρότητα του ανθρώπου απέναντι στο Θεό και η κόλαση είναι η θέα του θείου φωτός ως φωτιάς λόγω του ανθρώπινου εγωισμού.
Όμως η αλήθεια είναι πως ο άγιος Ιωάννης, όπως και όλοι οι προφήτες και οι άγιοι όλων των εποχών, εμπνευσμένοι από τη θεία χάρη, είχαν μεγάλη αγάπη για τους ανθρώπους και ακριβώς αυτή η αγάπη (κι όχι κάποιο σκληρό «αίσθημα δικαιοσύνης» ή κάποια δήθεν «προσβολή του Θεού» και τέτοια άσχετα) είναι που τους κάνει να ζητούν απ’ τους ανθρώπους να μετανοήσουν. Η μετάνοια είναι που θα βοηθήσει τους ανθρώπους να σωθούν και η σωτηρία των ανθρώπων είναι η αληθινή έγνοια των προφητών και των αγίων, δηλ. η αληθινή έγνοια του Θεού που τους εμπνέει.
Στην περίπτωση του Ηρώδη, καταλαβαίνουμε πως ο άγ. Ιωάννης δεν ήταν καθόλου εχθρός του, αλλά, αντίθετα, ήταν ο καλύτερος φίλος του – ή μάλλον ο μοναδικός του φίλος, αφού ο Ηρώδης, που ήταν πολύ κακός, μάλλον δε θα ’χε άλλους αληθινούς φίλους…
Είναι γνωστό σε όλους πως ο Πρόδρομος έκανε αυστηρή κριτική στον Ηρώδη, επειδή είχε κλέψει τη γυναίκα του αδερφού του, την Ηρωδιάδα, και την είχε κάνει επίσημη ερωμένη ή ίσως σύζυγό του. Ο Ηρώδης τον έβαλε φυλακή και με τη γνωστή ραδιουργία της Ηρωδιάδας, στο χορό της κόρης της, της Σαλώμης (που γοήτευσε σεξουαλικά, προφανώς, τον Ηρώδη και όλους τους «υψηλούς» καλεσμένους στα γενέθλιά του), η κεφαλή του αγ. Ιωάννη τοποθετήθηκε σ’ ένα πιάτο και προσφέρθηκε στην έφηβη Σαλώμη, η οποία την πρόσφερε στην πανούργα μητέρα της (ο Θεός να τους συγχωρέσει όλους και όλες).
Να πούμε εδώ πως αυτός ο Ηρώδης ήταν ο Ηρώδης ο 2ος (Ηρώδης Αντύπας), γιος του παλιού Ηρώδη που είχε κάνει τη σφαγή των νηπίων, δηλ. του Ηρώδη του Τετράρχη, του λεγόμενου «Μεγάλου» (και καλά) Ηρώδη.
Γιατί όμως ο άγιος έκανε κριτική στον Ηρώδη; Για να του κάνει πολιτική ζημιά; Για να δώσει αφορμή σε επαναστάτες να τον πολεμήσουν; Για κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους, τέλος πάντων; Δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε πως ο άγιος είχε τέτοια κίνητρα. Ξέροντας την παράδοση των αγίων, καταλαβαίνουμε κάτι άλλο: ο άγιος Ιωάννης έκανε κριτική στον Ηρώδη για να τον σώσει! Και, μαζί μ’ αυτόν, να σώσει και την Ηρωδιάδα, τη γυναίκα που τελικά τον σκότωσε. Πώς να τον σώσει; Βοηθώντας τον, με την κριτική του, να σταματήσει την αμαρτία διαρκείας που διέπραττε, τη μοιχεία.
Άρα ο Ιωάννης ήταν ο καλύτερος, ή ο μόνος, φίλος του βασιλικού ζεύγους, γιατί ήταν ο μόνος που τολμούσε –με τόσο θετικά γι’ αυτούς κίνητρα– να τους πει ξεκάθαρα πως είναι αμαρτωλοί και να τους καλέσει στη σωτήρια μετάνοια.

Αλλά το ότι ο άγιος αγαπούσε τον Ηρώδη φαίνεται κι από κάτι άλλο. Στο κατά Μάρκον ευαγγέλιο, κεφ. 6, στίχοι 19-20, γράφει για το διάστημα που ο άγιος ήταν στη φυλακή: «η δε Ηρωδιάς ενείχεν αυτω και ήθελεν αυτόν αποκτείναι, και ουκ ηδύνατο· ο γαρ Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην, ειδώς αυτόν άνδρα δίκαιον και άγιον, και συνετήρει αυτόν, και ακούσας αυτού πολλά εποίει και ηδέως αυτού ήκουε».
Δηλαδή: «η Ηρωδιάδα κατηγορούσε τον Ιωάννη και ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά δε μπορούσε, γιατί ο Ηρώδης σεβόταν τον Ιωάννη, ξέροντας πως είναι άνθρωπος δίκαιος και άγιος, και τον κρατούσε ζωντανό, και έκανε πολλά ακούγοντας τις συμβουλές του και τον άκουγε με ευχαρίστηση» (να μια ακόμη περίπτωση που η λέξη «φοβάμαι» θα πει «σέβομαι», όπως στο γνωστό «η δε γυνή ίνα φοβείται τον άνδρα»).
Το ότι ο Ιωάννης δεχόταν να συζητάει με τον Ηρώδη μέσα στη φυλακή και μάλιστα τον συμβούλευε σε μερικά πράγματα -προφανώς για να είναι σωστός και δίκαιος- φανερώνει πως ο άγιος δεν του κρατούσε κακία, δεν τον μισούσε, αλλά, αντίθετα, τον αγαπούσε!
Η στάση αυτή δίνει ένα πολύ σημαντικό παράδειγμα του πώς ένας άγιος γίνεται επαναστάτης απέναντι στη διεφθαρμένη εξουσία. Την ελέγχει με θάρρος, αλλά όχι με μίσος. Μισεί τη διαφθορά, την κατάχρηση εξουσίας και την αμαρτία, αλλά συνεχίζει ν’ αγαπάει τους ανθρώπους, ακόμη κι όταν είναι διεφθαρμένοι & αμαρτωλοί, και να προσπαθεί για τη σωτηρία τους, αν φυσικά το θέλουν. Τη στάση του αυτή δεν την αλλάζει, δίνοντας γι’ αυτούς ακόμα και τη ζωή του.
ΑΓΙΕ ΜΟΥ ΓΙΑΝΝΗ
Εσύ που υπήρξες τόσο μεγάλος νηστευτής, πρότυπο εγκράτειας,
εσύ που είχες βρει το δρόμο
για να τρέφεις το πνεύμα σου,
για να εξυψώνεσαι σε ουράνια μήκη και πλάτη (διαθέσιμα για όλους μας),
βοήθησέ με να κόβω έστω και μια μπουκίτσα
από τα πλούσια εδέσματά μου -δείγμα τού λιμού της ψυχής μου!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...