Τις απαντήσεις αυτές έδωσε ο Σεβασμιότατος σε ερωτήσεις πού του απηύθυναν αδελφοί της Ιεράς Μονής μας κατά την επίσκεψη του σ’ Αυτήν την 23η Νοεμβρίου 1986. Ο Σεβασμιότατος είναι, ως γνωστόν, πνευματικόν τέκνον του μακαριστού και αγίου αρχιμανδρίτου π. Ιουστίνου Πόποβιτς. ο Σεβασμιότατος είναι και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Βελιγραδίου
Ερώτηση: Σεβασμιότατε, παρακαλούμε να μας πείτε λόγους πνευματικής οικοδομής από τη πείρα σας. Τι πρέπει ως μοναχοί κυρίως να επιδιώξουμε;
Απάντηση: Την συντριβή της καρδίας- αυτό πού λέμε στον 50ο ψαλμό «πνεύμα συντετριμμένον και τεταπεινωμένον». Εάν δεν συντριβή ή καρδία, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αισθανθεί το μυστήριον της πραγματικής χαράς. Δεν το αισθάνεται όσο ή πίστης μένει εγκεφαλική, διανοητική γνώσις, ακόμη και γνώσις του Ευαγγελίου, της Δογματικής (των δογμάτων της Εκκλησίας), όσο ο σπόρος δεν έχει πέσει μέσα στην καρδιά, όσο δεν έχει ακόμη μαλακώσει ή καρδιά. Το μαλάκωμα της καρδιάς!
Το λέω εδώ, σε σας τους Αγιορείτες πού ζείτε καθημερινά αυτό το πράγμα, ενώ εμείς εκεί στον κόσμο λίγες φορές το αισθανόμαστε, όταν μας δίδει ο Θεός από τα ψίχουλα πού πέφτουν από το τραπέζι του Κυρίου.
Προχθές πού πέρασα από την πόλη Νύσσα, είχε μαζευθή μια ομάδα νέων ανθρώπων σε μια αίθουσα, την όποια τώρα τελευταία άνοιξε ένας φοιτητής μας της Θεολογικής Σχολής. Είναι ναυτικός αυτός και με τον αδελφό του άνοιξε αυτή την αίθουσα εκθέσεων και της έδωσε το όνομα SALVADOR DALI. Με πήρε τηλέφωνο να μου το ανακοίνωση. και του λέω: «Ευλογημένε, που βρήκες αυτό το όνομα δεν βρήκες κανένα άλλο όνομα να δώσεις στην αίθουσα;».
Λέει: «Τι άλλο όνομα, τώρα το έγραψαν και οι εφημερίδες, το έδειξε και ή τηλεόραση».
Και λέω: «Δώσε ένα άλλο όνομα, εδώ έχουμε τέτοιους ζωγράφους! Στην Νύσσα, τη γενέτειρα του Μ. Κωνσταντίνου!… Δώσε «Άστραπάς».
«Ποιος είναι αυτός ;» μου λέει. Λέω: «Θα σου εξηγήσω άλλη φορά». και πραγματικά το έκανε «Αστραπάς». Λοιπόν τώρα, περνώντας από εκεί, με κάλεσε να ιδώ την έκθεση και έπ’ ευκαιρία είχε μαζέψει μια συντροφιά φίλων, νέους, κοπέλες, κλπ.
Με πλησίασε ένας απ’ αυτούς (καλλιτέχνης ήταν, δεν ξέρω). Μου έκανε εντύπωση ή προσοχή των νέων αυτών ανθρώπων. Ήταν όλοι τους άνθρωποι κοσμικοί. Με ρώτησε λοιπόν: «Τι είναι προσευχή; Εγώ, λέει, είμαι άθεος». και προσπαθούσα να του εξηγήσω. Θυμήθηκα εκείνες τις εμπειρίες, εκείνους τους άγιους ανθρώπους πού είδα εδώ στο Αγιον Όρος. Τι να του δίνω, διανοητικές ερμηνείες και ορισμούς; Γι’ αυτόν είναι τελείως απρόσιτο αυτό και δεν τον ενδιαφέρει. Άλλα όταν του ανέφερα μερικά παραδείγματα, τον είδα να παρακολουθεί με πολλή προσοχή αυτά πού έλεγα. Γιατί αυτό πού έχω ιδεί, πού έχω ζήσει, πού υπάρχει σ’ αυτόν εδώ τον χώρο, είναι πολύ σημαντικό. Είναι ή εμπειρία του μεταμορφωμένου άνθρωπου δια της μετανοίας και της συντριβής της καρδίας. Και αυτό φανερώνει το παράδειγμα πού ανέφερα με τον Ρώσο ιερομόναχο πού δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα, επειδή πλήγωσε τον αδελφό του. Αυτό δείχνει ότι είχε Χριστό μέσα του. Οπωσδήποτε μ’ αυτό έχει σβήσει πολλές αμαρτίες, όπως λέει και το Ευαγγέλιο: οποίος αγαπά πολύ, πολύ θα του συγχώρηση ο Κύριος. Άλλα στον κόσμο είναι δύσκολο να απόκτηση κανείς την συντριβή, πολύ δύσκολο! Ή καρδιά γίνεται πέτρα. Διότι ή ζάλη του κόσμου, αυτή ή εξωστρέφεια, σε τραβάει• πηγαίνεις-πηγαίνεις και δεν έχεις καιρό να καθίσεις να κοιτάξεις την καρδιά, να μπεις πιο μέσα.
Για αυτήν την έσω εργασία μου έλεγε μία ρωσίδα, δια Χριστόν σαλή, την όποια γνώρισα προ τριετίας στο Πέτρογκραντ, σ’ ένα ρωσικό νεκροταφείο. Την βρήκα να μαζεύει κάτι χαρτιά παριστάνοντας την σαλή. Ήμουν μ’ έναν Ιερομόναχο. Την χαιρέτησα, και αυτή από κάτω με κοιτούσε με τέτοια αγνότητα και καθαρότητα στα μάτια πού σπανίως έχω ιδεί. Με κοιτούσε-με κοιτούσε και μου είπε σε μια στιγμή: «Πιο βαθιά πάτερ, πιο βαθιά!… κατάλαβες; όχι γύρω, όχι γύρω. Όχι απ’ έξω, πιο μέσα, πιο μέσα… κατάλαβες;» Λέω: «κατάλαβα». Λέει πάλι: «Στο βάθος πάτερ, ου ντουμπίνου μπάτουσκα…».
Υπάρχει εκεί ένα ψηφιδωτό πού παριστά τον Κύριο πάνω σ’ ένα τάφο, πάει πολύς κόσμος να προσκύνηση και γίνονται θαύματα. Και έλεγε: «Τι χαρά πού μας δίνει ο Κύριος, όταν λάμψη ο ήλιος μέσα από τις ψηφίδες; πως λάμπει το πρόσωπο του Κυρίου!…»
Κι’ έλαμπε το δικό της πρόσωπο!… Έχει έλθει ή καημένη από τη Σιβηρία. και της λέω: «πώς από τόσο μακριά;» Λέει: «Πάτερ εκεί στα μέρη μας δεν υπάρχει ναός και εγώ χωρίς ναό δεν μπορώ να ζήσω. Καταλαβαίνεις;
Έφυγα από εκεί, ζω εδώ, μαζεύω τα παλιά χαρτιά στα σκουπίδια και είμαι ευχαριστημένη. Δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο• έχω τον Κύριο». και όταν φεύγαμε: «Και να μη ξεχάσεις, μπάτουσκα, να μη ξεχάσεις• ο Κύριος είναι μεγάλη χαρά!… άκουσες; Μεγάλη χαρά ο Κύριος!».
Σ’ αυτή τη γυναίκα έζησα τον λόγο του άγιου Σεραφείμ του Σάρωφ, αυτόν πού έλεγε στον καθένα: «χαρά μου». Ήταν ολοφάνερο ότι αυτή ή γυναίκα δεν έβγαινε από τον ναό και εκεί απόκτησε αυτό το πνεύμα, το αιώνιο πνεύμα της συντριβής, το οποίο ριζώθηκε μέσα της.
Και εδώ, το Άγιο Όρος παρέμεινε και είναι φυτώριο τέτοιων ψυχών, και αυτό είναι παρηγοριά για όλη την Εκκλησία και για όλη την οικουμένη. Βλέπετε τώρα τους νέους ανθρώπους πού έρχονται εδώ και βρίσκουν ανάπαυση; Χθες το βράδυ πέρασα από το κελί του π. Π. Ήλθε ένας νεαρός από τη Θεσσαλονίκη ταραγμένος και ρώτησε: «Θέλω τον π. Π.». Κι εκείνος του απάντησε όπως ξέρετε: «Τι τον θέλεις τον καημένο! Πάρε ένα λουκούμι και πήγαινε εκεί στη βρύση, έχει ωραία λιακάδα…». Επίτηδες. Σήμερα πάλι τον είδα στη Μονή Σταυρονικήτα και μου λέει: «Συγγνώμη, Σεβασμιότατε, πού σας διέκοψα χθες». Λέω: «Έκανες τη δουλειά σου;». Πετούσε από τη χαρά. Λέει: «Αυτό είναι πού ζητούσα. Έχω γεμίσει από την ειρήνη!». Τον αγκάλιασα και του λέω: «Μπράβο, παιδί μου! να μ’ είχες διακόψει ακόμα δέκα φορές!».
Ήταν τόσο θλιμμένος όταν ήλθε. Και τον έβλεπα πόσο αγνώριστος ήταν σήμερα. Συνάντησε αυτό το πράγμα, βρήκε κάποια ζεστασιά, συνάντησε τον πραγματικό άνθρωπο, αυτή την ανοιχτή καρδιά, αυτή τη φιλανθρωπία του Χριστού, τα σπλάχνα οικτίρμων. Αυτό είναι πού ζητάει ο άνθρωπος ανέκαθεν, ιδιαίτερα σήμερα. Θέλει αυτά τα σπλάχνα οικτίρμων. Βέβαια λιγόστεψαν οι τέτοιοι άνθρωποι στον κόσμο, ποτέ όμως δεν υπήρχαν πολλοί. Ανέκαθεν αποτελούν το μικρόν ποίμνιο, χωρίς αυτούς όμως ο κόσμος δεν θα μπορούσε να ζήση.
Κάποια εβραϊκή παράδοση λέει πως ο κόσμος κρατιέται πάνω στους 35 δικαίους. Όσο υπάρχουν 35 δίκαιοι άνθρωποι στον κόσμο, ο κόσμος θα έχει ακόμη ζωή. Όταν λείψουν, τότε ερχόμαστε στα έσχατα. και οπωσδήποτε υπάρχουν μέχρι σήμερα τουλάχιστον τόσον εγώ πιστεύω ότι υπάρχουν και περισσότεροι πού έχουν αυτή την θεία φιλανθρωπία, ή όποια γεννάται από συντετριμμένη και τεταπεινωμένην καρδία.
Ερώτηση: Σεβασμιότατε, θέλετε να μας ειπείτε κάτι και για τον μακαριστό Γέροντα σας, τον π. Ιουστίνο;
Απάντηση: Ναι, ευχαρίστως.
Μια φορά καθόμασταν και έλεγα στον π. Ιουστίνο για το Αγιον Όρος, ό,τι είχα ίδή και ζήση εδώ. Του έλεγα- του έλεγα και έβλεπα ποτάμια δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του. Και έλεγε: «Έ, Ιουστίνε! πως πέρασε ή ζωή σου; Τι έκανες έως τώρα στην ζωή σου; Αυτά είναι, αυτά είναι… Δε μου λες, πάτερ, έχω μια ελπίδα. Ελπίζω στις προσευχές αυτών των ανθρώπων, ότι κι εγώ θα ιδώ κάποια γωνιά εκεί, υπό την σκέπην του Κυρίου. Ότι αυτοί, ότι αυτοί θα με βοηθήσουν». Σαν μικρό παιδί τα έλεγε.
Μια εβδομάδα προτού να κοιμηθεί ο Γέροντας, όταν πια είχε καταπέσει, μας ειδοποίησαν από το Μοναστήρι ότι είναι σε δύσκολη κατάσταση και τρέξαμε. Ήμασταν ο π. Ν. Ι., Διδάκτωρ της Σχολής μας και νυν καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, και εγώ. Μου λέει ο π. Ν.Ι.:
«Δεν έχομε βενζίνη και δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε να πάμε». Του λέω: «Πήγαινε και οι άγιοι Αρχάγγελοι θα μας φέρουν». και πραγματικά φθάσαμε ίσα-ίσα στο Μοναστήρι• δέκα μέτρα δεν θα μπορούσε να προχώρηση το αυτοκίνητο είχε πραγματικά σωθεί ή βενζίνη. Μπήκαμε τρέχοντας στο κελί. Είχαν μαζευτεί οι αδελφές, ήταν και ο π. Αθανάσιος. Όταν μπήκα στο δωμάτιο, περίμενα να τον δω ψυχορραγούντα, άλλ’ αυτός είχε ανασηκωθεί και έλαμπε από μέσα του μια τέτοια αγαλλίαση, μια τέτοια χαρά, πού έλεγες ότι όλοι εμείς γύρω είμαστε άρρωστοι και εκείνος ο μόνος υγιής. Έλαμπαν τα μάτια του, τόσο χάρηκε πού ήλθαμε! Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα Τι σημαίνει όντως «άγιος άνθρωπος», για τον οποίον ο θάνατος είναι πραγματική μετάβασης, όχι στο σκότος, αλλά στη ζωή και στο φως. Σαν και εκείνα πού διαβάζει κανείς στους βίους των αγίων. Έλεγε μάλιστα ότι είναι καλό για τον χριστιανό, προτού φύγει από τον κόσμο, να κακοπάθει πολύ καλό αυτό, πολύ καλό.
Έμεινα κοντά του όλη την εβδομάδα μετά από αυτήν την επιδείνωση της καταστάσεως του. Τις ήμερες εκείνες περίμενε να έλθει ο π. Θεόφιλος από τη Μονή Καόνα, στον οποίο εξομολογείτο τελευταία. Προηγουμένως εξομολογείτο σ’ έναν Ρώσο έγγαμο ιερέα του Βελιγραδίου, τον π. Νεκτάριο, έναν πολύ άγιο άνθρωπο πού άφησε όνομα στο Βελιγράδι. Έβλεπα λοιπόν τον π. Ιουστίνο, τον έβλεπα με πόση χαρά περίμενε να έλθει ο έξομολόγος, σαν παιδάκι: «Δες, μήπως έρχεται ο π. Θεόφιλος να εξομολογηθώ». Μου έκανε τεράστια εντύπωση. Το περίμενε σαν κάτι πολύ σημαντικό στη ζωή του.
Ακριβώς αυτό το πνεύμα, αυτή τη συντριβή, αυτή την ταπείνωση πού προέρχεται από τη συντριβή, αυτό το μαλάκωμα της ψυχής, δια του οποίου αποκτάται ή διαύγεια και τα δάκρυα της μετανοίας, αυτή την ειρήνη της ψυχής πού δεν προέρχεται από τον αιώνα τούτον αυτό έβλεπα στον π. Ιουστίνο.
Ερώτηση: Μας είπατε, Σεβασμιότατε, ότι ή φάσης της χριστιανικής ζωής είναι αυτό το πνεύμα της μετανοίας και της συντετριμμένης καρδίας. Πέστε μας, παρακαλούμε, πως μπορούμε να έχουμε διαρκή την αίσθηση αυτή και την αναζήτηση αυτού του πνεύματος. Διότι δεν υπάρχει μόνον στον κόσμο ή δυσκολία, αλλά και εδώ σε μας ζει ο «παλαιός άνθρωπος», μας παγώνει πολλές φορές τον πόθο και τον ζήλο. Έρχεται ή ακηδία, έρχονται στιγμές πού δεν έχομε τον ζήλο τον πνευματικό και ή καρδιά μας πετρώνει και δεν αναζητεί τον Θεό. Αν θέλετε πέστε μας, να μας βοηθήσετε σ’ αυτό.
Απάντησης: Εκεί στο Τυπικαριό, στις Καρυές, είναι ένα Γεροντάκι Σέρβος, ο π. Ιωακείμ. Πολύ ενάρετος, ψυχούλα! Μια φορά είχα ανεβεί από την Καψάλα σ’ αυτόν. Αυτός έσκαβε. Τον χαιρέτησα, με χαιρέτησε, καθίσαμε. ‘ Του λέω: «Γέροντα, καμιά φορά έρχονται ώρες πνευματικής οκνηρίας, ακηδίας κλπ. πως θα τα πολεμήση κανείς αυτά;». Με κοίταξε καλά-καλά και μου είπε: «Να αγωνιστείς, να αγωνιστείς! Κι’ εμένα, ξέρεις, μου ερχόταν αυτό. Άλλα εγώ, ξέρεις, … πολεμούσα. Να μην άφήσης. Δώσ’ του εγώ! Ή άκηδία εμένα κι εγώ την άκηδία. Δώσ’ του στο κεφάλι. Να μην άφήσης… θέλει ξυλοδαρμό».
Ερώτηση: Με ποιόν τρόπο;
Απάντησης: Αυτό θέλω εγώ από σας να το μάθω.
Ερώτηση: Σεβασμιότατε έχομε ένα πρόβλημα, ιδίως το καλοκαίρι. Έρχεται πολύ κόσμος στο Μοναστήρι και είμαστε υποχρεωμένοι να αφιερώνομε πολλές ώρες στη φιλοξενία. Φυσικά δεν μένει χρόνος για τη δική μας πνευματική εργασία και νίψη. Βέβαια δεν επιδιώκουμε να έρχεται κόσμος εδώ, αλλά εφ’ όσον έρχονται, λέμε ότι ή Παναγία τους στέλνει, άρα δεν έχομε το δικαίωμα να τους διώξουμε, μάλιστα σε τέτοια εποχή πού υπάρχει τόση πνευματική κρίση. Εσείς Τι μας συμβουλεύετε να κάνουμε;
Απάντησης: Το ίδιο πρόβλημα έχω κι εγώ, ίσως και χειρότερα, στην Μητρόπολη μου. Δεν λύνεται το πρόβλημα με συνταγές. Πάντως δεν υπάρχει άλλη λύση, αν δεν το πάρη κανείς ως τον σταυρό του. Πραγματικά, καμία φορά κουράζομαι από τη πολλή εργασία, οπότε ακούω κάποιον να χτυπάει, ζητάει να τον δεχθώ. Λέω μέσα μου: «Τώρα μου ήρθες;». Άλλα έπειτα λέω μέσα μου: «Τι όφελος έχεις να νευριάζεις; Κι εσύ βλάπτεσαι, σωματικά και πνευματικά, και θα βλάψεις και αυτόν. Πάρε το απόφαση και κάνε μια προσευχούλα να τον δεχθείς με χαρά και υπομονή». Κι’ όταν κάνω έτσι, να ξέρετε, φεύγει ή κούραση. Δεν ξέρω αν έγινα αντιληπτός. Πραγματικά σας λέω• έτσι είναι, αλλιώς δεν γίνεται, τον έστειλε ο Κύριος. Κι έπειτα ξεχνάω τον νευριασμό κι όλα αυτά. Βέβαια, σπανίως το κατορθώνω, αλλά δεν γίνεται αλλιώς, δεν μπορείς να τον δίωξης. Πρέπει να τον οικονομήσεις. Κι’ αφού πρέπει να το κάνης, τότε κάνε το με την καρδιά σου και με την αγάπη, όσο μπορείς!
Αυτό έχω καταλάβει από τον νεαρό πού πήγε στον π. Π και τον άκουγε εννέα ώρες. Απλώς πού τον άκουσε, άκουσε τον πόνο του και του έδειξε λίγη αγάπη και κατανόηση, αυτό ήταν το φάρμακο. Γιατί σήμερα, στον κόσμο πού ζούμε, δεν έχουμε καιρό ο ένας για τον άλλο. Όλοι νοιώθουμε την ανάγκη του άλλου, αλλά όλα τα θεωρούμε σπουδαιότερα από τον αδελφό μας• τα πράγματα και τα αυτοκίνητα και τις εργασίες μας. Σπάνιοι είναι οι άνθρωποι πού μπορούν να καθίσουν να ακούσουν τον άλλον!
Και να σας πω αυτό πού έμαθα από τον πατέρα μου, ένα απλό χωρικό. Όταν περνούσε κάποιος από εκεί πού εργαζόταν στον κάμπο, στο αμπέλι, κλπ., έστω μικρό παιδί, αυτός άφηνε τη δουλειά του, όσο κι αν ήταν σπουδαία και επείγουσα, πήγαινε να τον χαιρετήσει -αν ήταν μεγαλύτερος- να τον κεράσι, να καθίσει μαζί του. Και έλεγε ή μητέρα μου: «Ευλογημένε, τίποτα δεν θα κάνης έτσι• Τι πράγματα είναι αυτά;». Αυτός όμως κατόρθωνε να τελειώνει όλες τις δουλειές και ταυτόχρονους να τον αγαπούν όλοι. Τον αγαπούσαν και παιδιά από οικογένειες κομμουνιστικές. Δεν πήγαιναν άλλου, έρχονταν στον πατέρα μου, γιατί καταλάβαιναν ότι αυτός τα δέχεται με αγάπη, ότι δεν τα αισθάνεται ως βάρος.
Είχε καιρό να αφιέρωση για τους άλλους. Του άρεσε να συζητάει για τον Ντοστογιέβσκι. Πήγε στο Γυμνάσιο προπολεμικά, Έπειτα παντρεύτηκε. Ήταν μοναχοπαίδι. ο πατέρας του τον παρεκάλεσε να μείνει στο χωριό. Διάβαζε πολλά, πάντοτε όμως την Αγία Γραφή. και είχε να πει παρά πολλά πράγματα. Μου είχε κάνει εντύπωση αυτό!
Όταν γύρισα από το εξωτερικό στο χωριό μου, πήγα να επισκεφθώ έναν γείτονα. Τον βρήκα, μάζευε σανό και τον έβαζε σε μια καμάρα. Δεν τον είχα ιδεί δεκαπέντε χρόνια. Είχα μεγαλώσει εκεί, μαζί με τα παιδιά του. Τον χαιρέτησα
Α! ήλθες, εδώ είσαι; μου είπε. Μόνον αυτό.
Δεν έδειξε ενδιαφέρον, ούτε κουνήθηκε από τη θέση του. Και μου κακοφάνηκε αυτό. Τότε κατάλαβα γιατί τα παιδιά του έχουν τόσο εγωισμό πάνω τους. Διότι πήραν από τον πατέρα τους. Ήταν πολύ εργατικός αυτός, αλλά το «εν, ου εστί χρεία» δεν το είχε μέσα του. Δεν με νοιάζει έμενα προσωπικά, αλλά μου κακοφάνηκε αυτή ή στάσης έναντι των ανθρώπων.
Ήταν πιο σπουδαίο το έργο του από το πρόσωπο του γείτονας, του παιδιού του πού πέρασε από εκεί;
Θυμήθηκα ότι ο πατέρας μου, όπου να ήταν, θα κατέβαινε να χαιρετήσει.
Ερώτηση: Ό πατέρας σας ήταν της Εκκλησίας άνθρωπος;
Απάντηση: Ναι, ήταν της Εκκλησίας άνθρωπος, και μάλιστα σε μια εποχή πολύ δύσκολη. Μεταπολεμικά ζήτησαν απ’ αυτόν να γίνει δάσκαλος, επειδή είχε σχεδόν τελειώσει Λύκειο. Έκαναν σεμινάρια δύο μήνες και γίνονταν δάσκαλοι. Και απ’ αυτούς ήταν πιο διαβασμένος. Άλλα αυτός δεν ήθελε να γίνει, λέγοντας: «Ξέρετε, δεν θέλω να αναλάβω, γιατί θα αναγκασθώ να διδάσκω αθεΐα, και δεν μπορώ».
Του ζήτησαν να εργασθεί και στο Δημαρχείο. Δεν είχαν γραμματέα. Αρνήθηκε: «Όχι, είπε, έχω τα κτήματα μου, τα παιδιά μου, δεν θέλω».
Ένας από τους κομμουνιστές, όταν πέθανε ο πατέρας μου, έλεγε: «Δεν μπορούσα να καταλάβω τον Τσίρο -έτσι έλεγαν τον πατέρα μου-. Αυτός ήταν πιο διαβασμένος και πιο ικανός από όλους μας. Εμείς πήγαμε εκεί πέρα και αυτός αρνήθηκε να έρθει. Καλός άνθρωπος ήταν, αλλά αυτό το πράγμα δεν μπορούσα να το καταλάβω».
Εγώ έλεγα: «Εσείς είχατε άλλα σχέδια».
Τότε πού δεν τολμούσε κανείς να πάει στην Εκκλησία (στο μοναστήρι Μόρατσα είναι ο ναός) ο πατέρας μου έπαιρνε εμάς τα παιδιά την α’ εβδομάδα της Σαρακοστής για να κοινωνήσουμε. Το έκαμνε τακτικά αυτό.
Μία φορά καθόμασταν. Είχαν μαζευτεί όλα τα αδέλφια μου, εκτός από τον μικρότερο. Είχαμε εργασθεί όλη την ήμερα και το βραδάκι καθόμασταν και συζητούσαμε. Είχε γίνει λόγος περί της πίστεως, της ομολογίας- αν πρέπει να αποφύγομε την ομολογία, για να μην εκθέσομε τον εαυτόν μας. ο μακαρίτης ο αδελφός μου, ο μεγαλύτερος, έλεγε ότι δεν πρέπει βέβαια να εξωτερικεύομε την πίστη μας. Μπορεί να την κρατάει κανείς μέσα του. Εγώ έλεγα το αντίθετο, ότι πρέπει αυτό πού πιστεύεις, να το ομόλογης. Ήμουν τότε στο 4ο έτος της Ιερατικής Σχολής. και οι άλλοι αδελφοί μου είπαν τη γνώμη τους. ο πατέρας μου άκουγε τη συζήτηση, και σε μια στιγμή λέει: «Ακουστέ παιδιά! Έχω εσάς, επτά γιους• και είμαι έτοιμος να χύσω την τελευταία σταγόνα του αίματος μου για σας. Όμως να θυμάστε αυτό πού σας λέω: Εάν ερχόταν κάποιος να μου ειπεί: «Διάλεξε, ή θα σου σκοτώσουμε τους επτά γιους ή θα αρνηθείς τον Χριστό», εγώ θα έλεγα – και έκλαιγε ο καημένος-: «Ό Θεός τα έδωσε, ο Θεός τα πήρε… Δεν είναι δικά μου, του Θεού είναι. Σκοτώστε τα παιδιά. Τον Χριστό δεν τον αρνούμαι».
Έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Μου έχει μείνει αυτό το πράγμα. Με τέτοια ζέσι! Και το απέδειξε. Ήταν καμάρι του πού είχα γίνει Ιερεύς.
Μια άλλη φορά, όταν τελείωνα την Ιερατική Σχολή, συζητούσαμε. «Τι θα γίνεις;» μου έλεγε. Είπα: «Ξέρω κι εγώ Τι θα γίνω και πως θα γίνω; Δύσκολα εδώ στο Μαυροβούνι». Λέει: «Γιατί δεν γίνεσαι μοναχός;».
Λέω: «Εσύ έχεις ένα σωρό παιδιά γύρω σου, κι εμένα βρήκες;».
— Α! ναι, λέει. Αν χρειάζεται, αν πρέπει να θυσιάσεις τον εαυτό σου για τον Χριστό, δεν γίνεται αλλιώς.
Εγώ, όσο ήμουν στο εξωτερικό, δεν του είχα γράψει.
Και όταν έγινα μοναχός, εφάρμοσα το καλογερικό• να μην έχω σχέσεις με τους συγγενείς. Δεν υπολόγιζα τον
καημένο τον πατέρα μου, ο οποίος είχε άλλη νοοτροπία. Όταν γύρισα, κατάλαβα πόση χαρά είχε πού έγινα μοναχός! Κάποιος του είχε στείλει, εν άγνοια μου, φωτογραφίες από την χειροτονία. Είχε πάρει τη φωτογραφία, μου έλεγαν, τη φιλούσε, και έκλαιγε. Τόση χαρά έκανε!
Περνούσαμε από ένα λιβάδι μαζί και μου έλεγε: «Έλα, απ’ εδώ πάμε. Που ξέρεις από πότε έχει να πέραση πόδι ιερέως. Να τα ευλόγησης». Με πολλή σοβαρότητα το έλεγε αυτό και με καμάρι. Με αγαπούσε περισσότερο απ’ όλα τα άλλα παιδιά. Ήθελε και οι άλλοι αδελφοί μου να πάνε στην Ιερατική Σχολή, αυτοί όμως δεν τον υπάκουσαν.
Ερώτηση: Τον π. Ιουστίνο πως τον γνωρίσατε;
Απάντησης: Το π. Ιουστίνο τον γνώρισα στο Βελιγράδι το 1958. Ήμουν πρωτοετής φοιτητής. Εκεί είχε πεθάνει μία γνωστή του κυρία, ευσεβής, ή όποια αγαπούσε τους μοναχούς. Το σπίτι της είχε γίνει μετόχι των Μονών στο Βελιγράδι.
Είχε πάει στην κηδεία της κυρίας αυτής. Εγώ είχα ακούσει ότι υπάρχει κάποιος π. Ιουστίνος, είχα διαβάσει μικροπράγματα δικά του και πήγαμε να τον δούμε. Θυμάμαι, σαν όραμα το βλέπω: ολόλευκος και με το μακρυμάνικο ράσο. Πρώτη φορά έβλεπα, διότι οι άλλοι παπάδες δεν φορούσαν. Ομίλησε στην κηδεία. Ήσαν 3-4 αρχιερείς και παπάδες. Λοιπόν ομίλησε και έκλαιγε. Δύο πηγές τα μάτια του. Ολόλευκος όπως ήταν. και έλεγε στην αδελφή Λιούμπιτσα:
«Εσύ τώρα πού πας στην άνω Σερβία, να χαιρετήσεις εκεί όλους τους αδικοχαμένους αδελφούς μας».
Όταν τελείωσε ή ομιλία και έφυγαν οι αρχιερείς και οι παπάδες, εγώ τον χαιρέτησα. Μου έκανε εντύπωση. Γιατί τότε, το να πεις τέτοια πράγματα, ήταν πολύ τολμηρό.
Τότε τον πρωτογνώρισα και έτσι μου έμεινε: Μια προφητική μορφή. Ζωντάνια πού είχε! Πολύ ζωντανός.
Δεν φοβόταν ο π. Ιουστίνος. Ένας πρώην μαθητής του πού είχε γίνει παπάς και μεταπολεμικά έγινε… Υπουργός των Εσωτερικών, τον οποίον δεν τόλμησαν να καθαιρέσουν σε εκείνη την τρομακτική εποχή πού έσφαξαν κεφάλια, είχε απομακρυνθεί από την εκκλησία, αλλά εκτιμούσε πολύ τον π. Ιουστίνο. Τον κάλεσε λοιπόν καί
του ζήτησε συνεργασία:
Ξέρουμε την άξια σας κλπ. Θέλετε να συνεργαστείτε μαζί μας;
Με σας τους άθεους; Ποτέ! Μπορείτε να με κόψετε σε δισεκατομμύρια κομμάτια. Εγώ τον Χριστόν μου θα τον έχω, απήντησε ο π. Ιουστίνος.
Καλά, καλά, είπε ο Υπουργός.
Είχε πράγματι ένα πνεύμα ομολογίας μέσα του, πνεύμα παρρησίας ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων.
Ερώτηση: Επειδή ζήσατε αρκετά στην Ελλάδα και γνωρίσατε τον απλό λαό και την απλή ευσέβεια του, θα θέλατε να μας ειπείτε πως είδατε να βιώνεται ή Ορθοδοξία μέσα στο λαό μας τον ορθόδοξο, Σερβικό και Ελληνικό;
Απάντησης: Θα απαντήσω μ’ ένα παράδειγμα. Προσφάτως είχα πάει στην Κύπρο. Μου είχε κάνει εντύπωση το ήθος πού διατηρούν οι Κύπριοι μέχρι σήμερα. Εδώ στην Ελλάδα, στα ευρέα λαϊκά στρώματα, έχει χαθεί νομίζω το πανάρχαιο αυτό ήθος. Ίσως να το συναντάς στα νησιά. Είναι ένα ήθος ζυμωμένο με το λαό, πού το συναντάς σε κάποιες γυναικούλες, γριούλες, σε λαϊκούς και σε κληρικούς ακόμη, όπως είναι ο π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης, τέτοιοι.
Αυτό πού είδα στην Κύπρο μου έκανε τεράστια εντύπωση. Ρώτησα μια γριούλα: «Πότε ήρθες από το χωριό;». Λέει: «Από που είσαι, πάτερ;». Λέω: «Από τη Σερβία». Λέει: «Εγώ είμαι από το τάδε χωριό».
Έτσι όπως ήταν, φαινόταν και στο φέρσιμο και στην ενδυμασία και στην έκφραση του προσώπου και στη συμπεριφορά. Και κατάλαβα πως ή Εκκλησία είναι πραγματικά ένα εργαστήριο, ένα χωνευτήρι, πού κτίζει, πού δημιουργεί, πού ζυμώνει με την αυτή ζύμη τους λαούς ανεξαρτήτως της περιοχής και γλώσσης και των εθνικών ιδιομορφιών, κλπ.). Ή Εκκλησία αφήνει μια σφραγίδα στον άνθρωπο, χωρίς να το καταλαβαίνει ότι είναι ορθόδοξος.
Μου έλεγαν για κάποιον καλλιτέχνη μας πού είναι τελείως εκκοσμικευμένος και δεν έχει καμία σχέση με την εκκλησία, τι είχε κάποια έκθεση ζωγραφικής στη Σουηδία. Κάποιος από τους εκεί καλλιτέχνες τον ρωτούσε: «Εσείς πως έχετε την Βυζαντινή υφή μέσα στα έργα σας;».
— Δεν έχω καμία σχέση με την Βυζαντινή τέχνη, λέει.
Δεν ασχολήθηκα ποτέ!
— Από που είσαι; ρώτησε.
— Από τη Σερβία
— Σε ποια θρησκεία ανήκεις;
— Δεν ανήκω σε καμία θρησκεία.
— Καλά εσύ. ο πατέρας σου όμως;
— Είναι ορθόδοξος Σέρβος.
Μολονότι ήταν εκκοσμικευμένος, ο καλλιτέχνης διατηρούσε μέσα στο υποσυνείδητο του ότι είχε πάρει το μάτι του περνώντας από τα μοναστήρια. Και αυτό τον σημάδεψε.
Το ίδιο παρατήρησα και στη Μολδαβία πού δεν υπέστη δυτική επίδραση από τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Ουνίτες, όπως ή Τρανσυλβανία.
Το ίδιο και στο Μαυροβούνι. Σάς λέω: γυναίκες στην Κύπρο είναι σαν να τις έχεις μεταφυτέψει από το Μαυροβούνι. Είναι ένα πράγμα μυστήριο. Το Μυστήριο της Εκκλησίας και του έργου της μέσα στους λαούς.
Το ίδιο είδα και στην Ελλάδα, εκεί πού ήμουν εφημέριος. Αυτές οι γριούλες του χωρίου μου έμαθαν πολλά πράγματα. Θυμάμαι μια γριούλα από τα Σπάτα. Είχα πάει να την εξομολογήσω και να την κοινωνήσω. Ήταν άρρωστη ή καημένη! Έκανε πολλή χαρά πού πήγα. Μου έλεγε: «Πάτερ, πολύ σ’ ευχαριστώ πού μου έφερες την Θεία Κοινωνία. Ξέρεις, τα Μυστήρια είναι ή προίκα της Εκκλησίας». Άκου! Και την ίδια σχεδόν έκφραση βρήκα στον Νικόλαο Καβάσιλα.
Θα σας ειπώ ένα άλλο γεγονός πού φανερώνει την πηγαία πίστη του λαού. Ήμουν στο 4ο ή 5ο έτος της Ιερατικής Σχολής. Είχα πολλές δυσκολίες και περνούσα μια σοβαρή κρίση. Την εποχή αυτή είχα πάει να επισκεφθώ την αδελφή μου, πού είναι παντρεμένη σε ένα άλλο χωριό. Ήταν μακριά και είχα πάει με το άλογο. Επιστρέφοντας συναντώ έναν χωρικό από την Άνω Μόρατσα και τον χαιρετώ με τον χαιρετισμό: «Ό Θεός βοηθός». Λαϊκός χαιρετισμός στη Σερβία, στον οποίο άπαντα ο λαός: «ο Θεός και σένα να βοηθήσει». Του έκανε εντύπωση ο χαιρετισμός μου. Νέος άνθρωπος να χαιρετά έτσι! Μου απάντησε: «ό Θεός να σε βοηθήσει» και με ρώτησε: «Δε μου λες, από που είσαι;».
— Είμαι από την Κάτω Μόρατσα, είπα.
— Που πήγες;
— Έχω εδώ την αδελφή μου παντρεμένη και πήγα να την ιδώ.
— πως λέγεται ο πατέρας σου; μου λέει.
— Είναι ο Τσίρο.
— Δε μου λες, σε παρακαλώ, λέει, τι έγινε μ’ εκείνο το παιδί πού είχε πάει να γίνει παπάς;
— Καλά είναι, λέω. Εδώ είναι τώρα και σας μιλάει. Δεν θα το ξεχάσω εκείνο το πράγμα. Σταμάτησε ο άνθρωπος, τον έπιασαν τα κλάματα. Λέει:
— Παιδί μου, ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού πού με αξίωσε να σε ιδώ σήμερα. Ας είναι ευλογημένος και ο πατέρας σου πού σ’ έστειλε να πάρεις αυτό το δρόμο. Για μένα, πίστεψε με, είναι ή μεγαλύτερη μέρα της ζωής μου, πού σε είδα σήμερα.
Κι’ άρχισε κι έκλαιγε ο άνθρωπος.
Τις ημέρες εκείνες είχα μια κρίση, ένοιωθα μια τρομακτική πίεση. Είχα μια αναστάτωση. Νόμιζα ότι όλοι ήσαν εναντίον μου, ότι όλοι με υποβλέπουν. Άλλα αυτή ή σκηνή μοβ έχει μείνει. Να βρεις έναν άνθρωπο με τέτοια πίστη! Εγώ προχώρησα κι αυτός συνέχισε να εύλογη Λέει ή Γραφή: «Τέτοια πίστη δεν βρήκα ούτε στον Ισραήλ». Αυτό δείχνει μια άλλη περίπτωση πού συνέβη όταν πήγα στο 40ήμερο μνημόσυνο του πατέρα μου (πέθανε το 1977). Περνώντας από το δρόμο συνάντησα μια χωρική 50-55 ετών. Ήταν ερημιά και της είπα:
— ο Θεός μαζί σας.
— Καλημέρα, μου άπαντα.
— Τι κάνεις; της λέω.
— Καλά, λέει. Εσύ είσαι του Τσίρου ο γιος;
— Ναι!
— Με γνωρίζεις εμένα; Είμαι του τάδε αδελφή πού είσαστε κουμπάροι. και συμπληρώνει: Πότε θα έλθεις εδώ
σ’ εμάς;
— Τι να κάνω εγώ εδώ, λέω. Τον Θεό δεν τον πιστεύετε, τον παπά δεν τον σέβεστε. Εγώ χωρίς Θεό δεν μπορώ
να ζήσω.
— Όχι κι έτσι!
— πως δεν είναι έτσι!
— Δεν είναι έτσι.
Κοίταξε λίγο γύρο, να δει ότι δεν είναι κανείς και λέει:
— Να ξέρης, προσεύχομαι εγώ στο Θεό, αλλά εγώ ξέρω που και πότε θα προσευχηθώ. Δεν θέλω μπροστά σ’ αυτά τα σκυλιά, να κοροϊδεύουν τον Θεό κι’ εμένα. Αλλά ξέρεις, χωρίς το Θεό, χωρίς την πίστη στο Θεό, δεν θα υπήρχα σήμερα και δεν θα μιλούσα μαζί σου.
Και πιστέψατε: Ή γυναίκα αυτή δεν έχει πατήσει στην εκκλησία από το 1945, αλλά την έχει κρύψει μέσα της. Μαυροφορούσε. Ήταν σαν καλόγρια. Αυτή ή πίστης κρυμμένη μέσα της.
Αυτό δεν αποδεικνύει ότι ζει Κύριος ο Θεός; Ή ζωντανή πίστης. Αυτή δεν μπορεί να σβήσει από την ψυχή του λαού.
Περιοδικό “Όσιος Γρηγόριος”, έτος 1988. Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους.
Ερώτηση: Σεβασμιότατε, παρακαλούμε να μας πείτε λόγους πνευματικής οικοδομής από τη πείρα σας. Τι πρέπει ως μοναχοί κυρίως να επιδιώξουμε;
Απάντηση: Την συντριβή της καρδίας- αυτό πού λέμε στον 50ο ψαλμό «πνεύμα συντετριμμένον και τεταπεινωμένον». Εάν δεν συντριβή ή καρδία, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αισθανθεί το μυστήριον της πραγματικής χαράς. Δεν το αισθάνεται όσο ή πίστης μένει εγκεφαλική, διανοητική γνώσις, ακόμη και γνώσις του Ευαγγελίου, της Δογματικής (των δογμάτων της Εκκλησίας), όσο ο σπόρος δεν έχει πέσει μέσα στην καρδιά, όσο δεν έχει ακόμη μαλακώσει ή καρδιά. Το μαλάκωμα της καρδιάς!
Το λέω εδώ, σε σας τους Αγιορείτες πού ζείτε καθημερινά αυτό το πράγμα, ενώ εμείς εκεί στον κόσμο λίγες φορές το αισθανόμαστε, όταν μας δίδει ο Θεός από τα ψίχουλα πού πέφτουν από το τραπέζι του Κυρίου.
Προχθές πού πέρασα από την πόλη Νύσσα, είχε μαζευθή μια ομάδα νέων ανθρώπων σε μια αίθουσα, την όποια τώρα τελευταία άνοιξε ένας φοιτητής μας της Θεολογικής Σχολής. Είναι ναυτικός αυτός και με τον αδελφό του άνοιξε αυτή την αίθουσα εκθέσεων και της έδωσε το όνομα SALVADOR DALI. Με πήρε τηλέφωνο να μου το ανακοίνωση. και του λέω: «Ευλογημένε, που βρήκες αυτό το όνομα δεν βρήκες κανένα άλλο όνομα να δώσεις στην αίθουσα;».
Λέει: «Τι άλλο όνομα, τώρα το έγραψαν και οι εφημερίδες, το έδειξε και ή τηλεόραση».
Και λέω: «Δώσε ένα άλλο όνομα, εδώ έχουμε τέτοιους ζωγράφους! Στην Νύσσα, τη γενέτειρα του Μ. Κωνσταντίνου!… Δώσε «Άστραπάς».
«Ποιος είναι αυτός ;» μου λέει. Λέω: «Θα σου εξηγήσω άλλη φορά». και πραγματικά το έκανε «Αστραπάς». Λοιπόν τώρα, περνώντας από εκεί, με κάλεσε να ιδώ την έκθεση και έπ’ ευκαιρία είχε μαζέψει μια συντροφιά φίλων, νέους, κοπέλες, κλπ.
Με πλησίασε ένας απ’ αυτούς (καλλιτέχνης ήταν, δεν ξέρω). Μου έκανε εντύπωση ή προσοχή των νέων αυτών ανθρώπων. Ήταν όλοι τους άνθρωποι κοσμικοί. Με ρώτησε λοιπόν: «Τι είναι προσευχή; Εγώ, λέει, είμαι άθεος». και προσπαθούσα να του εξηγήσω. Θυμήθηκα εκείνες τις εμπειρίες, εκείνους τους άγιους ανθρώπους πού είδα εδώ στο Αγιον Όρος. Τι να του δίνω, διανοητικές ερμηνείες και ορισμούς; Γι’ αυτόν είναι τελείως απρόσιτο αυτό και δεν τον ενδιαφέρει. Άλλα όταν του ανέφερα μερικά παραδείγματα, τον είδα να παρακολουθεί με πολλή προσοχή αυτά πού έλεγα. Γιατί αυτό πού έχω ιδεί, πού έχω ζήσει, πού υπάρχει σ’ αυτόν εδώ τον χώρο, είναι πολύ σημαντικό. Είναι ή εμπειρία του μεταμορφωμένου άνθρωπου δια της μετανοίας και της συντριβής της καρδίας. Και αυτό φανερώνει το παράδειγμα πού ανέφερα με τον Ρώσο ιερομόναχο πού δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα, επειδή πλήγωσε τον αδελφό του. Αυτό δείχνει ότι είχε Χριστό μέσα του. Οπωσδήποτε μ’ αυτό έχει σβήσει πολλές αμαρτίες, όπως λέει και το Ευαγγέλιο: οποίος αγαπά πολύ, πολύ θα του συγχώρηση ο Κύριος. Άλλα στον κόσμο είναι δύσκολο να απόκτηση κανείς την συντριβή, πολύ δύσκολο! Ή καρδιά γίνεται πέτρα. Διότι ή ζάλη του κόσμου, αυτή ή εξωστρέφεια, σε τραβάει• πηγαίνεις-πηγαίνεις και δεν έχεις καιρό να καθίσεις να κοιτάξεις την καρδιά, να μπεις πιο μέσα.
Για αυτήν την έσω εργασία μου έλεγε μία ρωσίδα, δια Χριστόν σαλή, την όποια γνώρισα προ τριετίας στο Πέτρογκραντ, σ’ ένα ρωσικό νεκροταφείο. Την βρήκα να μαζεύει κάτι χαρτιά παριστάνοντας την σαλή. Ήμουν μ’ έναν Ιερομόναχο. Την χαιρέτησα, και αυτή από κάτω με κοιτούσε με τέτοια αγνότητα και καθαρότητα στα μάτια πού σπανίως έχω ιδεί. Με κοιτούσε-με κοιτούσε και μου είπε σε μια στιγμή: «Πιο βαθιά πάτερ, πιο βαθιά!… κατάλαβες; όχι γύρω, όχι γύρω. Όχι απ’ έξω, πιο μέσα, πιο μέσα… κατάλαβες;» Λέω: «κατάλαβα». Λέει πάλι: «Στο βάθος πάτερ, ου ντουμπίνου μπάτουσκα…».
Υπάρχει εκεί ένα ψηφιδωτό πού παριστά τον Κύριο πάνω σ’ ένα τάφο, πάει πολύς κόσμος να προσκύνηση και γίνονται θαύματα. Και έλεγε: «Τι χαρά πού μας δίνει ο Κύριος, όταν λάμψη ο ήλιος μέσα από τις ψηφίδες; πως λάμπει το πρόσωπο του Κυρίου!…»
Κι’ έλαμπε το δικό της πρόσωπο!… Έχει έλθει ή καημένη από τη Σιβηρία. και της λέω: «πώς από τόσο μακριά;» Λέει: «Πάτερ εκεί στα μέρη μας δεν υπάρχει ναός και εγώ χωρίς ναό δεν μπορώ να ζήσω. Καταλαβαίνεις;
Έφυγα από εκεί, ζω εδώ, μαζεύω τα παλιά χαρτιά στα σκουπίδια και είμαι ευχαριστημένη. Δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο• έχω τον Κύριο». και όταν φεύγαμε: «Και να μη ξεχάσεις, μπάτουσκα, να μη ξεχάσεις• ο Κύριος είναι μεγάλη χαρά!… άκουσες; Μεγάλη χαρά ο Κύριος!».
Σ’ αυτή τη γυναίκα έζησα τον λόγο του άγιου Σεραφείμ του Σάρωφ, αυτόν πού έλεγε στον καθένα: «χαρά μου». Ήταν ολοφάνερο ότι αυτή ή γυναίκα δεν έβγαινε από τον ναό και εκεί απόκτησε αυτό το πνεύμα, το αιώνιο πνεύμα της συντριβής, το οποίο ριζώθηκε μέσα της.
Και εδώ, το Άγιο Όρος παρέμεινε και είναι φυτώριο τέτοιων ψυχών, και αυτό είναι παρηγοριά για όλη την Εκκλησία και για όλη την οικουμένη. Βλέπετε τώρα τους νέους ανθρώπους πού έρχονται εδώ και βρίσκουν ανάπαυση; Χθες το βράδυ πέρασα από το κελί του π. Π. Ήλθε ένας νεαρός από τη Θεσσαλονίκη ταραγμένος και ρώτησε: «Θέλω τον π. Π.». Κι εκείνος του απάντησε όπως ξέρετε: «Τι τον θέλεις τον καημένο! Πάρε ένα λουκούμι και πήγαινε εκεί στη βρύση, έχει ωραία λιακάδα…». Επίτηδες. Σήμερα πάλι τον είδα στη Μονή Σταυρονικήτα και μου λέει: «Συγγνώμη, Σεβασμιότατε, πού σας διέκοψα χθες». Λέω: «Έκανες τη δουλειά σου;». Πετούσε από τη χαρά. Λέει: «Αυτό είναι πού ζητούσα. Έχω γεμίσει από την ειρήνη!». Τον αγκάλιασα και του λέω: «Μπράβο, παιδί μου! να μ’ είχες διακόψει ακόμα δέκα φορές!».
Ήταν τόσο θλιμμένος όταν ήλθε. Και τον έβλεπα πόσο αγνώριστος ήταν σήμερα. Συνάντησε αυτό το πράγμα, βρήκε κάποια ζεστασιά, συνάντησε τον πραγματικό άνθρωπο, αυτή την ανοιχτή καρδιά, αυτή τη φιλανθρωπία του Χριστού, τα σπλάχνα οικτίρμων. Αυτό είναι πού ζητάει ο άνθρωπος ανέκαθεν, ιδιαίτερα σήμερα. Θέλει αυτά τα σπλάχνα οικτίρμων. Βέβαια λιγόστεψαν οι τέτοιοι άνθρωποι στον κόσμο, ποτέ όμως δεν υπήρχαν πολλοί. Ανέκαθεν αποτελούν το μικρόν ποίμνιο, χωρίς αυτούς όμως ο κόσμος δεν θα μπορούσε να ζήση.
Κάποια εβραϊκή παράδοση λέει πως ο κόσμος κρατιέται πάνω στους 35 δικαίους. Όσο υπάρχουν 35 δίκαιοι άνθρωποι στον κόσμο, ο κόσμος θα έχει ακόμη ζωή. Όταν λείψουν, τότε ερχόμαστε στα έσχατα. και οπωσδήποτε υπάρχουν μέχρι σήμερα τουλάχιστον τόσον εγώ πιστεύω ότι υπάρχουν και περισσότεροι πού έχουν αυτή την θεία φιλανθρωπία, ή όποια γεννάται από συντετριμμένη και τεταπεινωμένην καρδία.
Ερώτηση: Σεβασμιότατε, θέλετε να μας ειπείτε κάτι και για τον μακαριστό Γέροντα σας, τον π. Ιουστίνο;
Απάντηση: Ναι, ευχαρίστως.
Μια φορά καθόμασταν και έλεγα στον π. Ιουστίνο για το Αγιον Όρος, ό,τι είχα ίδή και ζήση εδώ. Του έλεγα- του έλεγα και έβλεπα ποτάμια δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του. Και έλεγε: «Έ, Ιουστίνε! πως πέρασε ή ζωή σου; Τι έκανες έως τώρα στην ζωή σου; Αυτά είναι, αυτά είναι… Δε μου λες, πάτερ, έχω μια ελπίδα. Ελπίζω στις προσευχές αυτών των ανθρώπων, ότι κι εγώ θα ιδώ κάποια γωνιά εκεί, υπό την σκέπην του Κυρίου. Ότι αυτοί, ότι αυτοί θα με βοηθήσουν». Σαν μικρό παιδί τα έλεγε.
Μια εβδομάδα προτού να κοιμηθεί ο Γέροντας, όταν πια είχε καταπέσει, μας ειδοποίησαν από το Μοναστήρι ότι είναι σε δύσκολη κατάσταση και τρέξαμε. Ήμασταν ο π. Ν. Ι., Διδάκτωρ της Σχολής μας και νυν καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, και εγώ. Μου λέει ο π. Ν.Ι.:
«Δεν έχομε βενζίνη και δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε να πάμε». Του λέω: «Πήγαινε και οι άγιοι Αρχάγγελοι θα μας φέρουν». και πραγματικά φθάσαμε ίσα-ίσα στο Μοναστήρι• δέκα μέτρα δεν θα μπορούσε να προχώρηση το αυτοκίνητο είχε πραγματικά σωθεί ή βενζίνη. Μπήκαμε τρέχοντας στο κελί. Είχαν μαζευτεί οι αδελφές, ήταν και ο π. Αθανάσιος. Όταν μπήκα στο δωμάτιο, περίμενα να τον δω ψυχορραγούντα, άλλ’ αυτός είχε ανασηκωθεί και έλαμπε από μέσα του μια τέτοια αγαλλίαση, μια τέτοια χαρά, πού έλεγες ότι όλοι εμείς γύρω είμαστε άρρωστοι και εκείνος ο μόνος υγιής. Έλαμπαν τα μάτια του, τόσο χάρηκε πού ήλθαμε! Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα Τι σημαίνει όντως «άγιος άνθρωπος», για τον οποίον ο θάνατος είναι πραγματική μετάβασης, όχι στο σκότος, αλλά στη ζωή και στο φως. Σαν και εκείνα πού διαβάζει κανείς στους βίους των αγίων. Έλεγε μάλιστα ότι είναι καλό για τον χριστιανό, προτού φύγει από τον κόσμο, να κακοπάθει πολύ καλό αυτό, πολύ καλό.
Έμεινα κοντά του όλη την εβδομάδα μετά από αυτήν την επιδείνωση της καταστάσεως του. Τις ήμερες εκείνες περίμενε να έλθει ο π. Θεόφιλος από τη Μονή Καόνα, στον οποίο εξομολογείτο τελευταία. Προηγουμένως εξομολογείτο σ’ έναν Ρώσο έγγαμο ιερέα του Βελιγραδίου, τον π. Νεκτάριο, έναν πολύ άγιο άνθρωπο πού άφησε όνομα στο Βελιγράδι. Έβλεπα λοιπόν τον π. Ιουστίνο, τον έβλεπα με πόση χαρά περίμενε να έλθει ο έξομολόγος, σαν παιδάκι: «Δες, μήπως έρχεται ο π. Θεόφιλος να εξομολογηθώ». Μου έκανε τεράστια εντύπωση. Το περίμενε σαν κάτι πολύ σημαντικό στη ζωή του.
Ακριβώς αυτό το πνεύμα, αυτή τη συντριβή, αυτή την ταπείνωση πού προέρχεται από τη συντριβή, αυτό το μαλάκωμα της ψυχής, δια του οποίου αποκτάται ή διαύγεια και τα δάκρυα της μετανοίας, αυτή την ειρήνη της ψυχής πού δεν προέρχεται από τον αιώνα τούτον αυτό έβλεπα στον π. Ιουστίνο.
Ερώτηση: Μας είπατε, Σεβασμιότατε, ότι ή φάσης της χριστιανικής ζωής είναι αυτό το πνεύμα της μετανοίας και της συντετριμμένης καρδίας. Πέστε μας, παρακαλούμε, πως μπορούμε να έχουμε διαρκή την αίσθηση αυτή και την αναζήτηση αυτού του πνεύματος. Διότι δεν υπάρχει μόνον στον κόσμο ή δυσκολία, αλλά και εδώ σε μας ζει ο «παλαιός άνθρωπος», μας παγώνει πολλές φορές τον πόθο και τον ζήλο. Έρχεται ή ακηδία, έρχονται στιγμές πού δεν έχομε τον ζήλο τον πνευματικό και ή καρδιά μας πετρώνει και δεν αναζητεί τον Θεό. Αν θέλετε πέστε μας, να μας βοηθήσετε σ’ αυτό.
Απάντησης: Εκεί στο Τυπικαριό, στις Καρυές, είναι ένα Γεροντάκι Σέρβος, ο π. Ιωακείμ. Πολύ ενάρετος, ψυχούλα! Μια φορά είχα ανεβεί από την Καψάλα σ’ αυτόν. Αυτός έσκαβε. Τον χαιρέτησα, με χαιρέτησε, καθίσαμε. ‘ Του λέω: «Γέροντα, καμιά φορά έρχονται ώρες πνευματικής οκνηρίας, ακηδίας κλπ. πως θα τα πολεμήση κανείς αυτά;». Με κοίταξε καλά-καλά και μου είπε: «Να αγωνιστείς, να αγωνιστείς! Κι’ εμένα, ξέρεις, μου ερχόταν αυτό. Άλλα εγώ, ξέρεις, … πολεμούσα. Να μην άφήσης. Δώσ’ του εγώ! Ή άκηδία εμένα κι εγώ την άκηδία. Δώσ’ του στο κεφάλι. Να μην άφήσης… θέλει ξυλοδαρμό».
Ερώτηση: Με ποιόν τρόπο;
Απάντησης: Αυτό θέλω εγώ από σας να το μάθω.
Ερώτηση: Σεβασμιότατε έχομε ένα πρόβλημα, ιδίως το καλοκαίρι. Έρχεται πολύ κόσμος στο Μοναστήρι και είμαστε υποχρεωμένοι να αφιερώνομε πολλές ώρες στη φιλοξενία. Φυσικά δεν μένει χρόνος για τη δική μας πνευματική εργασία και νίψη. Βέβαια δεν επιδιώκουμε να έρχεται κόσμος εδώ, αλλά εφ’ όσον έρχονται, λέμε ότι ή Παναγία τους στέλνει, άρα δεν έχομε το δικαίωμα να τους διώξουμε, μάλιστα σε τέτοια εποχή πού υπάρχει τόση πνευματική κρίση. Εσείς Τι μας συμβουλεύετε να κάνουμε;
Απάντησης: Το ίδιο πρόβλημα έχω κι εγώ, ίσως και χειρότερα, στην Μητρόπολη μου. Δεν λύνεται το πρόβλημα με συνταγές. Πάντως δεν υπάρχει άλλη λύση, αν δεν το πάρη κανείς ως τον σταυρό του. Πραγματικά, καμία φορά κουράζομαι από τη πολλή εργασία, οπότε ακούω κάποιον να χτυπάει, ζητάει να τον δεχθώ. Λέω μέσα μου: «Τώρα μου ήρθες;». Άλλα έπειτα λέω μέσα μου: «Τι όφελος έχεις να νευριάζεις; Κι εσύ βλάπτεσαι, σωματικά και πνευματικά, και θα βλάψεις και αυτόν. Πάρε το απόφαση και κάνε μια προσευχούλα να τον δεχθείς με χαρά και υπομονή». Κι’ όταν κάνω έτσι, να ξέρετε, φεύγει ή κούραση. Δεν ξέρω αν έγινα αντιληπτός. Πραγματικά σας λέω• έτσι είναι, αλλιώς δεν γίνεται, τον έστειλε ο Κύριος. Κι έπειτα ξεχνάω τον νευριασμό κι όλα αυτά. Βέβαια, σπανίως το κατορθώνω, αλλά δεν γίνεται αλλιώς, δεν μπορείς να τον δίωξης. Πρέπει να τον οικονομήσεις. Κι’ αφού πρέπει να το κάνης, τότε κάνε το με την καρδιά σου και με την αγάπη, όσο μπορείς!
Αυτό έχω καταλάβει από τον νεαρό πού πήγε στον π. Π και τον άκουγε εννέα ώρες. Απλώς πού τον άκουσε, άκουσε τον πόνο του και του έδειξε λίγη αγάπη και κατανόηση, αυτό ήταν το φάρμακο. Γιατί σήμερα, στον κόσμο πού ζούμε, δεν έχουμε καιρό ο ένας για τον άλλο. Όλοι νοιώθουμε την ανάγκη του άλλου, αλλά όλα τα θεωρούμε σπουδαιότερα από τον αδελφό μας• τα πράγματα και τα αυτοκίνητα και τις εργασίες μας. Σπάνιοι είναι οι άνθρωποι πού μπορούν να καθίσουν να ακούσουν τον άλλον!
Και να σας πω αυτό πού έμαθα από τον πατέρα μου, ένα απλό χωρικό. Όταν περνούσε κάποιος από εκεί πού εργαζόταν στον κάμπο, στο αμπέλι, κλπ., έστω μικρό παιδί, αυτός άφηνε τη δουλειά του, όσο κι αν ήταν σπουδαία και επείγουσα, πήγαινε να τον χαιρετήσει -αν ήταν μεγαλύτερος- να τον κεράσι, να καθίσει μαζί του. Και έλεγε ή μητέρα μου: «Ευλογημένε, τίποτα δεν θα κάνης έτσι• Τι πράγματα είναι αυτά;». Αυτός όμως κατόρθωνε να τελειώνει όλες τις δουλειές και ταυτόχρονους να τον αγαπούν όλοι. Τον αγαπούσαν και παιδιά από οικογένειες κομμουνιστικές. Δεν πήγαιναν άλλου, έρχονταν στον πατέρα μου, γιατί καταλάβαιναν ότι αυτός τα δέχεται με αγάπη, ότι δεν τα αισθάνεται ως βάρος.
Είχε καιρό να αφιέρωση για τους άλλους. Του άρεσε να συζητάει για τον Ντοστογιέβσκι. Πήγε στο Γυμνάσιο προπολεμικά, Έπειτα παντρεύτηκε. Ήταν μοναχοπαίδι. ο πατέρας του τον παρεκάλεσε να μείνει στο χωριό. Διάβαζε πολλά, πάντοτε όμως την Αγία Γραφή. και είχε να πει παρά πολλά πράγματα. Μου είχε κάνει εντύπωση αυτό!
Όταν γύρισα από το εξωτερικό στο χωριό μου, πήγα να επισκεφθώ έναν γείτονα. Τον βρήκα, μάζευε σανό και τον έβαζε σε μια καμάρα. Δεν τον είχα ιδεί δεκαπέντε χρόνια. Είχα μεγαλώσει εκεί, μαζί με τα παιδιά του. Τον χαιρέτησα
Α! ήλθες, εδώ είσαι; μου είπε. Μόνον αυτό.
Δεν έδειξε ενδιαφέρον, ούτε κουνήθηκε από τη θέση του. Και μου κακοφάνηκε αυτό. Τότε κατάλαβα γιατί τα παιδιά του έχουν τόσο εγωισμό πάνω τους. Διότι πήραν από τον πατέρα τους. Ήταν πολύ εργατικός αυτός, αλλά το «εν, ου εστί χρεία» δεν το είχε μέσα του. Δεν με νοιάζει έμενα προσωπικά, αλλά μου κακοφάνηκε αυτή ή στάσης έναντι των ανθρώπων.
Ήταν πιο σπουδαίο το έργο του από το πρόσωπο του γείτονας, του παιδιού του πού πέρασε από εκεί;
Θυμήθηκα ότι ο πατέρας μου, όπου να ήταν, θα κατέβαινε να χαιρετήσει.
Ερώτηση: Ό πατέρας σας ήταν της Εκκλησίας άνθρωπος;
Απάντηση: Ναι, ήταν της Εκκλησίας άνθρωπος, και μάλιστα σε μια εποχή πολύ δύσκολη. Μεταπολεμικά ζήτησαν απ’ αυτόν να γίνει δάσκαλος, επειδή είχε σχεδόν τελειώσει Λύκειο. Έκαναν σεμινάρια δύο μήνες και γίνονταν δάσκαλοι. Και απ’ αυτούς ήταν πιο διαβασμένος. Άλλα αυτός δεν ήθελε να γίνει, λέγοντας: «Ξέρετε, δεν θέλω να αναλάβω, γιατί θα αναγκασθώ να διδάσκω αθεΐα, και δεν μπορώ».
Του ζήτησαν να εργασθεί και στο Δημαρχείο. Δεν είχαν γραμματέα. Αρνήθηκε: «Όχι, είπε, έχω τα κτήματα μου, τα παιδιά μου, δεν θέλω».
Ένας από τους κομμουνιστές, όταν πέθανε ο πατέρας μου, έλεγε: «Δεν μπορούσα να καταλάβω τον Τσίρο -έτσι έλεγαν τον πατέρα μου-. Αυτός ήταν πιο διαβασμένος και πιο ικανός από όλους μας. Εμείς πήγαμε εκεί πέρα και αυτός αρνήθηκε να έρθει. Καλός άνθρωπος ήταν, αλλά αυτό το πράγμα δεν μπορούσα να το καταλάβω».
Εγώ έλεγα: «Εσείς είχατε άλλα σχέδια».
Τότε πού δεν τολμούσε κανείς να πάει στην Εκκλησία (στο μοναστήρι Μόρατσα είναι ο ναός) ο πατέρας μου έπαιρνε εμάς τα παιδιά την α’ εβδομάδα της Σαρακοστής για να κοινωνήσουμε. Το έκαμνε τακτικά αυτό.
Μία φορά καθόμασταν. Είχαν μαζευτεί όλα τα αδέλφια μου, εκτός από τον μικρότερο. Είχαμε εργασθεί όλη την ήμερα και το βραδάκι καθόμασταν και συζητούσαμε. Είχε γίνει λόγος περί της πίστεως, της ομολογίας- αν πρέπει να αποφύγομε την ομολογία, για να μην εκθέσομε τον εαυτόν μας. ο μακαρίτης ο αδελφός μου, ο μεγαλύτερος, έλεγε ότι δεν πρέπει βέβαια να εξωτερικεύομε την πίστη μας. Μπορεί να την κρατάει κανείς μέσα του. Εγώ έλεγα το αντίθετο, ότι πρέπει αυτό πού πιστεύεις, να το ομόλογης. Ήμουν τότε στο 4ο έτος της Ιερατικής Σχολής. και οι άλλοι αδελφοί μου είπαν τη γνώμη τους. ο πατέρας μου άκουγε τη συζήτηση, και σε μια στιγμή λέει: «Ακουστέ παιδιά! Έχω εσάς, επτά γιους• και είμαι έτοιμος να χύσω την τελευταία σταγόνα του αίματος μου για σας. Όμως να θυμάστε αυτό πού σας λέω: Εάν ερχόταν κάποιος να μου ειπεί: «Διάλεξε, ή θα σου σκοτώσουμε τους επτά γιους ή θα αρνηθείς τον Χριστό», εγώ θα έλεγα – και έκλαιγε ο καημένος-: «Ό Θεός τα έδωσε, ο Θεός τα πήρε… Δεν είναι δικά μου, του Θεού είναι. Σκοτώστε τα παιδιά. Τον Χριστό δεν τον αρνούμαι».
Έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Μου έχει μείνει αυτό το πράγμα. Με τέτοια ζέσι! Και το απέδειξε. Ήταν καμάρι του πού είχα γίνει Ιερεύς.
Μια άλλη φορά, όταν τελείωνα την Ιερατική Σχολή, συζητούσαμε. «Τι θα γίνεις;» μου έλεγε. Είπα: «Ξέρω κι εγώ Τι θα γίνω και πως θα γίνω; Δύσκολα εδώ στο Μαυροβούνι». Λέει: «Γιατί δεν γίνεσαι μοναχός;».
Λέω: «Εσύ έχεις ένα σωρό παιδιά γύρω σου, κι εμένα βρήκες;».
— Α! ναι, λέει. Αν χρειάζεται, αν πρέπει να θυσιάσεις τον εαυτό σου για τον Χριστό, δεν γίνεται αλλιώς.
Εγώ, όσο ήμουν στο εξωτερικό, δεν του είχα γράψει.
Και όταν έγινα μοναχός, εφάρμοσα το καλογερικό• να μην έχω σχέσεις με τους συγγενείς. Δεν υπολόγιζα τον
καημένο τον πατέρα μου, ο οποίος είχε άλλη νοοτροπία. Όταν γύρισα, κατάλαβα πόση χαρά είχε πού έγινα μοναχός! Κάποιος του είχε στείλει, εν άγνοια μου, φωτογραφίες από την χειροτονία. Είχε πάρει τη φωτογραφία, μου έλεγαν, τη φιλούσε, και έκλαιγε. Τόση χαρά έκανε!
Περνούσαμε από ένα λιβάδι μαζί και μου έλεγε: «Έλα, απ’ εδώ πάμε. Που ξέρεις από πότε έχει να πέραση πόδι ιερέως. Να τα ευλόγησης». Με πολλή σοβαρότητα το έλεγε αυτό και με καμάρι. Με αγαπούσε περισσότερο απ’ όλα τα άλλα παιδιά. Ήθελε και οι άλλοι αδελφοί μου να πάνε στην Ιερατική Σχολή, αυτοί όμως δεν τον υπάκουσαν.
Ερώτηση: Τον π. Ιουστίνο πως τον γνωρίσατε;
Απάντησης: Το π. Ιουστίνο τον γνώρισα στο Βελιγράδι το 1958. Ήμουν πρωτοετής φοιτητής. Εκεί είχε πεθάνει μία γνωστή του κυρία, ευσεβής, ή όποια αγαπούσε τους μοναχούς. Το σπίτι της είχε γίνει μετόχι των Μονών στο Βελιγράδι.
Είχε πάει στην κηδεία της κυρίας αυτής. Εγώ είχα ακούσει ότι υπάρχει κάποιος π. Ιουστίνος, είχα διαβάσει μικροπράγματα δικά του και πήγαμε να τον δούμε. Θυμάμαι, σαν όραμα το βλέπω: ολόλευκος και με το μακρυμάνικο ράσο. Πρώτη φορά έβλεπα, διότι οι άλλοι παπάδες δεν φορούσαν. Ομίλησε στην κηδεία. Ήσαν 3-4 αρχιερείς και παπάδες. Λοιπόν ομίλησε και έκλαιγε. Δύο πηγές τα μάτια του. Ολόλευκος όπως ήταν. και έλεγε στην αδελφή Λιούμπιτσα:
«Εσύ τώρα πού πας στην άνω Σερβία, να χαιρετήσεις εκεί όλους τους αδικοχαμένους αδελφούς μας».
Όταν τελείωσε ή ομιλία και έφυγαν οι αρχιερείς και οι παπάδες, εγώ τον χαιρέτησα. Μου έκανε εντύπωση. Γιατί τότε, το να πεις τέτοια πράγματα, ήταν πολύ τολμηρό.
Τότε τον πρωτογνώρισα και έτσι μου έμεινε: Μια προφητική μορφή. Ζωντάνια πού είχε! Πολύ ζωντανός.
Δεν φοβόταν ο π. Ιουστίνος. Ένας πρώην μαθητής του πού είχε γίνει παπάς και μεταπολεμικά έγινε… Υπουργός των Εσωτερικών, τον οποίον δεν τόλμησαν να καθαιρέσουν σε εκείνη την τρομακτική εποχή πού έσφαξαν κεφάλια, είχε απομακρυνθεί από την εκκλησία, αλλά εκτιμούσε πολύ τον π. Ιουστίνο. Τον κάλεσε λοιπόν καί
του ζήτησε συνεργασία:
Ξέρουμε την άξια σας κλπ. Θέλετε να συνεργαστείτε μαζί μας;
Με σας τους άθεους; Ποτέ! Μπορείτε να με κόψετε σε δισεκατομμύρια κομμάτια. Εγώ τον Χριστόν μου θα τον έχω, απήντησε ο π. Ιουστίνος.
Καλά, καλά, είπε ο Υπουργός.
Είχε πράγματι ένα πνεύμα ομολογίας μέσα του, πνεύμα παρρησίας ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων.
Ερώτηση: Επειδή ζήσατε αρκετά στην Ελλάδα και γνωρίσατε τον απλό λαό και την απλή ευσέβεια του, θα θέλατε να μας ειπείτε πως είδατε να βιώνεται ή Ορθοδοξία μέσα στο λαό μας τον ορθόδοξο, Σερβικό και Ελληνικό;
Απάντησης: Θα απαντήσω μ’ ένα παράδειγμα. Προσφάτως είχα πάει στην Κύπρο. Μου είχε κάνει εντύπωση το ήθος πού διατηρούν οι Κύπριοι μέχρι σήμερα. Εδώ στην Ελλάδα, στα ευρέα λαϊκά στρώματα, έχει χαθεί νομίζω το πανάρχαιο αυτό ήθος. Ίσως να το συναντάς στα νησιά. Είναι ένα ήθος ζυμωμένο με το λαό, πού το συναντάς σε κάποιες γυναικούλες, γριούλες, σε λαϊκούς και σε κληρικούς ακόμη, όπως είναι ο π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης, τέτοιοι.
Αυτό πού είδα στην Κύπρο μου έκανε τεράστια εντύπωση. Ρώτησα μια γριούλα: «Πότε ήρθες από το χωριό;». Λέει: «Από που είσαι, πάτερ;». Λέω: «Από τη Σερβία». Λέει: «Εγώ είμαι από το τάδε χωριό».
Έτσι όπως ήταν, φαινόταν και στο φέρσιμο και στην ενδυμασία και στην έκφραση του προσώπου και στη συμπεριφορά. Και κατάλαβα πως ή Εκκλησία είναι πραγματικά ένα εργαστήριο, ένα χωνευτήρι, πού κτίζει, πού δημιουργεί, πού ζυμώνει με την αυτή ζύμη τους λαούς ανεξαρτήτως της περιοχής και γλώσσης και των εθνικών ιδιομορφιών, κλπ.). Ή Εκκλησία αφήνει μια σφραγίδα στον άνθρωπο, χωρίς να το καταλαβαίνει ότι είναι ορθόδοξος.
Μου έλεγαν για κάποιον καλλιτέχνη μας πού είναι τελείως εκκοσμικευμένος και δεν έχει καμία σχέση με την εκκλησία, τι είχε κάποια έκθεση ζωγραφικής στη Σουηδία. Κάποιος από τους εκεί καλλιτέχνες τον ρωτούσε: «Εσείς πως έχετε την Βυζαντινή υφή μέσα στα έργα σας;».
— Δεν έχω καμία σχέση με την Βυζαντινή τέχνη, λέει.
Δεν ασχολήθηκα ποτέ!
— Από που είσαι; ρώτησε.
— Από τη Σερβία
— Σε ποια θρησκεία ανήκεις;
— Δεν ανήκω σε καμία θρησκεία.
— Καλά εσύ. ο πατέρας σου όμως;
— Είναι ορθόδοξος Σέρβος.
Μολονότι ήταν εκκοσμικευμένος, ο καλλιτέχνης διατηρούσε μέσα στο υποσυνείδητο του ότι είχε πάρει το μάτι του περνώντας από τα μοναστήρια. Και αυτό τον σημάδεψε.
Το ίδιο παρατήρησα και στη Μολδαβία πού δεν υπέστη δυτική επίδραση από τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Ουνίτες, όπως ή Τρανσυλβανία.
Το ίδιο και στο Μαυροβούνι. Σάς λέω: γυναίκες στην Κύπρο είναι σαν να τις έχεις μεταφυτέψει από το Μαυροβούνι. Είναι ένα πράγμα μυστήριο. Το Μυστήριο της Εκκλησίας και του έργου της μέσα στους λαούς.
Το ίδιο είδα και στην Ελλάδα, εκεί πού ήμουν εφημέριος. Αυτές οι γριούλες του χωρίου μου έμαθαν πολλά πράγματα. Θυμάμαι μια γριούλα από τα Σπάτα. Είχα πάει να την εξομολογήσω και να την κοινωνήσω. Ήταν άρρωστη ή καημένη! Έκανε πολλή χαρά πού πήγα. Μου έλεγε: «Πάτερ, πολύ σ’ ευχαριστώ πού μου έφερες την Θεία Κοινωνία. Ξέρεις, τα Μυστήρια είναι ή προίκα της Εκκλησίας». Άκου! Και την ίδια σχεδόν έκφραση βρήκα στον Νικόλαο Καβάσιλα.
Θα σας ειπώ ένα άλλο γεγονός πού φανερώνει την πηγαία πίστη του λαού. Ήμουν στο 4ο ή 5ο έτος της Ιερατικής Σχολής. Είχα πολλές δυσκολίες και περνούσα μια σοβαρή κρίση. Την εποχή αυτή είχα πάει να επισκεφθώ την αδελφή μου, πού είναι παντρεμένη σε ένα άλλο χωριό. Ήταν μακριά και είχα πάει με το άλογο. Επιστρέφοντας συναντώ έναν χωρικό από την Άνω Μόρατσα και τον χαιρετώ με τον χαιρετισμό: «Ό Θεός βοηθός». Λαϊκός χαιρετισμός στη Σερβία, στον οποίο άπαντα ο λαός: «ο Θεός και σένα να βοηθήσει». Του έκανε εντύπωση ο χαιρετισμός μου. Νέος άνθρωπος να χαιρετά έτσι! Μου απάντησε: «ό Θεός να σε βοηθήσει» και με ρώτησε: «Δε μου λες, από που είσαι;».
— Είμαι από την Κάτω Μόρατσα, είπα.
— Που πήγες;
— Έχω εδώ την αδελφή μου παντρεμένη και πήγα να την ιδώ.
— πως λέγεται ο πατέρας σου; μου λέει.
— Είναι ο Τσίρο.
— Δε μου λες, σε παρακαλώ, λέει, τι έγινε μ’ εκείνο το παιδί πού είχε πάει να γίνει παπάς;
— Καλά είναι, λέω. Εδώ είναι τώρα και σας μιλάει. Δεν θα το ξεχάσω εκείνο το πράγμα. Σταμάτησε ο άνθρωπος, τον έπιασαν τα κλάματα. Λέει:
— Παιδί μου, ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού πού με αξίωσε να σε ιδώ σήμερα. Ας είναι ευλογημένος και ο πατέρας σου πού σ’ έστειλε να πάρεις αυτό το δρόμο. Για μένα, πίστεψε με, είναι ή μεγαλύτερη μέρα της ζωής μου, πού σε είδα σήμερα.
Κι’ άρχισε κι έκλαιγε ο άνθρωπος.
Τις ημέρες εκείνες είχα μια κρίση, ένοιωθα μια τρομακτική πίεση. Είχα μια αναστάτωση. Νόμιζα ότι όλοι ήσαν εναντίον μου, ότι όλοι με υποβλέπουν. Άλλα αυτή ή σκηνή μοβ έχει μείνει. Να βρεις έναν άνθρωπο με τέτοια πίστη! Εγώ προχώρησα κι αυτός συνέχισε να εύλογη Λέει ή Γραφή: «Τέτοια πίστη δεν βρήκα ούτε στον Ισραήλ». Αυτό δείχνει μια άλλη περίπτωση πού συνέβη όταν πήγα στο 40ήμερο μνημόσυνο του πατέρα μου (πέθανε το 1977). Περνώντας από το δρόμο συνάντησα μια χωρική 50-55 ετών. Ήταν ερημιά και της είπα:
— ο Θεός μαζί σας.
— Καλημέρα, μου άπαντα.
— Τι κάνεις; της λέω.
— Καλά, λέει. Εσύ είσαι του Τσίρου ο γιος;
— Ναι!
— Με γνωρίζεις εμένα; Είμαι του τάδε αδελφή πού είσαστε κουμπάροι. και συμπληρώνει: Πότε θα έλθεις εδώ
σ’ εμάς;
— Τι να κάνω εγώ εδώ, λέω. Τον Θεό δεν τον πιστεύετε, τον παπά δεν τον σέβεστε. Εγώ χωρίς Θεό δεν μπορώ
να ζήσω.
— Όχι κι έτσι!
— πως δεν είναι έτσι!
— Δεν είναι έτσι.
Κοίταξε λίγο γύρο, να δει ότι δεν είναι κανείς και λέει:
— Να ξέρης, προσεύχομαι εγώ στο Θεό, αλλά εγώ ξέρω που και πότε θα προσευχηθώ. Δεν θέλω μπροστά σ’ αυτά τα σκυλιά, να κοροϊδεύουν τον Θεό κι’ εμένα. Αλλά ξέρεις, χωρίς το Θεό, χωρίς την πίστη στο Θεό, δεν θα υπήρχα σήμερα και δεν θα μιλούσα μαζί σου.
Και πιστέψατε: Ή γυναίκα αυτή δεν έχει πατήσει στην εκκλησία από το 1945, αλλά την έχει κρύψει μέσα της. Μαυροφορούσε. Ήταν σαν καλόγρια. Αυτή ή πίστης κρυμμένη μέσα της.
Αυτό δεν αποδεικνύει ότι ζει Κύριος ο Θεός; Ή ζωντανή πίστης. Αυτή δεν μπορεί να σβήσει από την ψυχή του λαού.
Περιοδικό “Όσιος Γρηγόριος”, έτος 1988. Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά