Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Ιουνίου 28, 2011

ΠΑΡΑΔΟΣΗ & ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ


undefined

ΠΑΡΑΔΟΣΗ & ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ

 Αρχ. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος

της Ι. Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης

 

     Αφορμή για το θέμα αυτό μας έδωσε ένα προτεσταντικό βιβλιαράκι με τίτλο: «ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ - ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΕΣ ή ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ; - Βοήθημα για μελέτη με βάση την Αγία Γραφή και την Εκκλησιαστική Ιστορία». Είναι έκδοση της «Αποστολικής Εκκλησίας», μιας από τις πολλές Πεντηκοστιανές ομάδες που υπάρχουν στην χώρα μας. Ιδρύθη­κε το 1982 από τον Γεώργιο Κρίσιλα, άλλοτε ποιμένα της «Αποστολι­κής Εκκλησίας της Πεντηκοστής» και ισχυρίζεται ότι δεν ανήκει σε καμία οργάνωση - ελληνική ή ξένη - δεν κατευθύνεται από πουθενά, είναι αδέσμευτη και αυτοσυντήρητη.
Δεν θα προσπαθήσωμε στα περιωρισμένα πλαίσια αυτής της εισηγήσεως να ανασκευάσωμε σελίδα προς σελίδα το βιβλιαράκι, στο οποίο αναφερθήκαμε. Θα ήταν όχι μόνο μάταιο αλλά και λανθασμένη ποιμαντική τακτική, όπως θα δούμε παρακάτω. Απλώς το χρησιμο­ποιούμε σαν αφορμή για να εκθέσωμε κάποιες πλευρές του τεραστίου θέματος που λέγεται ΠΑΡΑΔΟΣΗ.
Τι είναι η Παράδοση της Εκκλησίας; Ποια η σχέση της με την Αγία Γραφή; Πως έζησε η Εκκλησία τα πρώτα χρόνια χωρίς την Γρα­φή; Και αν η μόνη εγγυημένη αποκάλυψη του Θεού είναι η Αγία Γρα­φή (sola scriptura), τότε, σε ποια γραπτή αυθεντία στηριζόταν η πίστη του Αβραάμ ή του Νώε ή του Μωυσή πριν λάβη τις πλάκες του Νόμου;
Επίσης, αν οι απόστολοι δεν άφηναν γραπτά κείμενα, ποιος θα μας παρέδιδε εγγυημένα την - ούτως ή άλλως - προφορική διδασκαλία του Χριστού; Πριν οριστικοποιηθεί ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης, στην αυθεντία τίνος στηριζόταν η διδασκαλία της Εκκλησίας;
Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσωμε να δώσωμε κάποιες απαντήσεις. Προφανώς, πρόκειται για ερωτήματα που το καθένα μπο­ρεί να αποτελέσει θέμα ξεχωριστού συνεδρίου. Γι' αυτό δεν τρέφομε αυταπάτες ότι οι απαντήσεις μας θα είναι πλήρεις.
Κυρίους οδηγούς μας στην αναζήτηση αυτών των απαντήσεων θα εχωμε αφ' ενός τον μακαριστό π. Γεώργιο Φλωρόφσκι και αφ' ετέρου ένα γνήσιο μαθητή του και αληθινό πνευματικό τέκνο του (έστω κι αν δεν γνωρίστηκαν προσωπικά ποτέ), τον πρώην προτεστάντη και νυν ορ­θόδοξο Frank Schaeffer. Ο Schaeffer, γιος μεγάλου προτεστάντη πά­στορα της Αμερικής, στο βιβλίο του με τον εξομολογητικό τίτλο «Χορεύοντας μόνος» μας περιέγραψε με απαράμιλλο τρόπο (συγγραφέας γαρ και πρώην σκηνοθέτης), την πορεία του προς αναζήτηση της ορθόδοξης πίστης μέσα στην εποχή μας· μια εποχή, που πολύ πετυχημένα την ονομάζει αιώνα τών ψεύτικων θρησκειών. Είμαστε ευγνώμονες στον π. Αυγουστίνο Μύρου, που μετέφρασε αυτό το βιβλίο στα ελλη­νικά.

1. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
 Ας δούμε κατ' αρχήν την σχέση Αγίας Γραφής και Εκκλησίας.
Πριν ξεκινήσωμε όμως αξίζει να ακούσωμε μια τοποθέτηση, που κάνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σχετικά με την γραπτή παρά­δοση, και η οποία θα ενδιέφερε και τους προτεστάντες - για διαφορε­τικούς βέβαια λόγους.
2. Λέγει ο Χρυσορρήμων Πατήρ ερμηνεύοντας το κατά Ματθαίον (P.G. 57, 13-15):
Θα έπρεπε να μην εχωμε ανάγκη από την βοήθεια των γραπτών κειμένων, αλλά να εμφανίζωμε τόσο καθαρό βίο, ώστε να ενεργή κατ' ευθείαν στις καρδιές μας η χάρη τον αγίου Πνεύματος. Και όπως τα βι­βλία είναι γραμμένα με μελάνι, έτσι θα έπρεπε οι καρδιές μας να είναι γραμμένες με το Πνεύμα. Επειδή όμως απομακρύναμε από εμάς αυτή την χάρη, ας δεχθούμε με χαρά αυτή την δεύτερη πορεία. Το ότι η προηγούμενη κατάσταση ήταν καλύτερη, φαίνεται και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Στην μεν Παλαιά, ο Θεός δεν απευθυνόταν στους πατριάρχες και στους προφήτες με γραπτά κείμενα, αλλά κατ’ ευθείαν ο ίδιος προσωπικά, γιατί εύρισκε την καρδιά τους καθαρή. Αλλά επειδή οι Εβραίοι έπεσαν σε βυθό κακίας, χρειάστηκαν τα γραπτά κείμενα και τις πλάκες. Το ίδιο συνέβη και στην εποχή της Καινής Διαθήκης. Ούτε στους αποστόλους έδωσε κάτι γραπτό ο Θεός, αλλά υποσχέθηκε να τους δώσει αντί για κείμενο την χάρη του αγίου Πνεύματος: «Εκείνος - δη­λαδή ο Παράκλητος - διδάξει υμάς πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α ειπον υμίν» (Ιω. 14, 26). Ο Παύλος, επίσης, έλεγε ότι έχω πάρει νόμον «ουκ εν πλαξί λιθίναις, αλλ' εν πλαξί καρδίαις σαρκίναις» (Β΄ Κορ. 3, 3). Επειδή όμως και πάλι οι άνθρωποι παρεσύροντο στο κακό, χρειά­στηκε η υπενθύμιση με τα γραπτά κείμενα. Εννόησε λοιπόν, πόσο μεγάλο κακό είναι, ακόμη και τώρα να μη χρησιμοποιούμε όπως πρέπει το δεύτερο αυτό φάρμακο - ποιοί; εμείς, που οφείλαμε να έχωμε τόσο καθαρή ζωή ώστε να μην έχωμε ανάγκη γραπτών κειμένων. Αυτά λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
 Φάρμακο, λοιπόν, για άρρωστους είναι (κατά τον άγιο Ιωάννη) η γραπτή Παράδοση του θείου θελήματος. Και όπως κάθε φάρμακο, έτσι κι αυτό πρέπει να δίνεται με συνταγή ειδικού ιατρού. Με όσα ακολουθούν θα προσπαθήσωμε να αναγνωρίσωμε την ταυτότητα του θεράποντος ιατρού και να μάθωμε από αυτόν τις οδηγίες χρήσεως του φαρμάκου.
Κατ' αρχήν: Tι είναι η Αγία Γραφή; Μήπως είναι ένα βιβλίο, σαν όλα τα άλλα, που θεωρείται φυσικό ότι ο τυχαίος αναγνώστης μπορεί να συλλάβει αμέσως το νόημά του; Μάλλον όχι. Πρόκειται για ένα ιερό βιβλίο, που απευθύνεται πρωτίστως σε πιστούς. Μπορεί βέ­βαια ο οποιοσδήποτε να το διάβασει σαν ένα λογοτεχνικό έργο. Αλλά είναι αμφίβολο (έως απίθανο) να καταλάβει το σωστό μήνυμά του. Και είναι προφανές ότι η Αγία Γραφή λαμβανομένη ως σύνολο, ως ένα βιβλίο, έχει ένα συγκεκριμένο μήνυμα. Ο άγιος Ιλάριος λέγει με έμφαση: «Το μήνυμα της Αγίας Γραφής, δεν βρίσκεται στην ξερή ανά­γνωσή της αλλά στην κατανόησή της» (non in legendo sed in intelligendo).
Με άλλα λόγια πρόκειται για ένα βιβλίο, λίγο-πολύ «κλειδωμέ­νο». Ποιος όμως κρατάει το κλειδί; Ποιος μπορεί να το ξεκλειδώσει;
2.Για να δώσωμε απάντηση σ' αυτό το ερώτημα, πρέπει να ανιχνεύσωμε μαζί με τον Φλωρόφσκι την προέλευση των κειμένων που περιλαμβάνονται στην Αγία Γραφή:
«Είναι προφανές», παρατηρεί ο π. Γεώργιος, «ότι η Γραφή είναι δημιούργημα μιας κοινότητας, τόσο στην παλαιά οικονομία, όσο και στην Χριστιανική Εκκλησία» (Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, έκδ. Πουρναρά, σελ. 9 - 13). Που φαίνεται αυτό;
Απλούστατα φαίνεται στο ότι η Αγία Γραφή δεν είναι ΣΥΛΛΟ­ΓΗ όλων των διασωθέντων κειμένων, που μιλούν για την Αποκάλυψη του Θεού, αλλά ΕΠΙΛΟΓΗ μόνο μερικών εξ αυτών. Ποιών; Αυτών που εγκρίθηκαν και αναγνωρίσθηκαν ως αυθεντικά από την χρήση τους (και μάλιστα την λειτουργική χρήση τους) μέσα σε μια κοινότητα. Σε ποια κοινότητα; Σε μια κοινότητα με συγκεκριμένα στοιχεία ταυτότη­τας: με ιστορία, με ιεραρχία, με ορατά και επαληθεύσιμα κριτήρια αδιάσπαστης συνέχειας και ενότητας.
Και με ποιο κριτήριο η συγκεκριμένη κοινότητα έκανε την επιλογή των βιβλίων της Αγίας Γραφής; Προφανώς με το κριτήριο που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «ίνα πιστεύσητε ότι Ιησούς εστίν ο Χριστός ο  υιός του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού». Ας θυμηθούμε ότι αυτό το κριτήριο χρησιμοποίησε και ο Ιωάννης, για να κάνει κι αυτός μια αναγκαία επιλογή: «Πολλά μεν ουν και αλλά σημεία εποίησεν ο Ιησούς ενώπιον τών μαθητών αυτού, α ουκ εστί γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω- ταύτα δε γέγραπται ίνα πιστεύσητε ότι Ιησούς εστίν ο Χριστός ο υιός τού Θεού, και ίνα πιστεύ­οντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού» (Ιω. 20, 30-31). Υπήρχε επομένως συγκεκριμένος σκοπός που υπαγόρευε αυτήν την επιλογή. Και το ίδιο ισχύει κατά το μάλλον η ήττον για ολόκληρη την Αγία Γραφή.
Άρα, δεν πρέπει να θεωρείται τυχαίο το γεγονός, ότι μια ποικί­λη ανθολογία κειμένων διαφορετικών συγγραφέων, διαφόρων εποχών απετέλεσε ενιαίο βιβλίο. Με σκοπό την παράδοση του ενός μηνύματος της μιας αληθείας. Αυτή η ταυτότης του μηνύματος προσδίδει στα διάφορα κείμενα την πραγματική τους ενότητα παρά την ποικιλία την μορ­φής. Δεν είναι άραγε αξιοπρόσεκτο, ότι παρ' όλο που περιελήφθησαν διάφορες παραδόσεις - π. χ. στα Ευαγγέλια -, η Εκκλησία αντέστη σε όλες τις απόπειρες υποκαταστάσεως των τεσσάρων Ευαγγελίων με ένα σύνθετο Ευαγγέλιο ή μετατροπής των Ευαγγελίων σε ένα «Διατεσσάρων»; Και όλα αυτά, παρ' όλες τις (εντός η εκτός εισαγωγικών) διαφο­ρές των Ευαγγελιστών, με τις οποίες πάλεψε αρκετά για να βγάλη άκρη και ο Αυγουστίνος.
Έγινε λοιπόν επιλογή ορισμένων κειμένων, που εν συνεχεία πα­ραδόθηκαν στους πιστούς, σαν μια εγκεκριμένη ενιαία έκδοση του θείου μηνύματος. Το μήνυμα είναι θείο. Έρχεται από τον Θεό. Αλλά η συγκεκριμένη πιστή κοινότητα είναι εκείνη, που αναγνωρίζει τον κηρυττόμενο λόγο και μαρτυρεί περί της αληθείας του.
4. Αφού λοιπόν η Αγία Γραφή, ως βιβλίο, συνετάγη εντός της κοινότητος της Εκκλησίας και πρωταρχικός της σκοπός ήταν η διδα­σκαλία αυτής της κοινότητος, φυσικό συμπέρασμα είναι ότι: δεν εγέννησε η Αγία Γραφή την Εκκλησία αλλά η Εκκλησία εγέννησε την Αγία Γραφή. Η Εκκλησία είναι η μητέρα και η Αγία Γραφή είναι θυγατέρα της. Γι' αυτό δεν είναι δυνατόν να διαχωρισθή το βιβλίο αυτό από την Εκκλησία.
Να, γιατί είχε απόλυτο δίκω ο Τερτυλλιανός, όταν δεν ήταν δια­τεθειμένος να συζητή αμφισβητούμενα θέματα της πίστεως με τους αιρετικούς επί βιβλικής βάσεως. Αφού η Γραφή ανήκει στην Εκκλη­σία, η προσφυγή των αιρετικών σ' αυτήν είναι παράνομη. Δεν έχουν κα­νένα δικαίωμα πάνω σε ξένη περιουσία. Αυτό ήταν το κύριο επιχείρημά του στην περίφημη πραγματεία του De praescriptione haereticorum. Όποιος δεν αναγνωρίζει την μητέρα δεν μπορεί να απλώση τα χέρια του στην θυγατέρα της.
Στο πνεύμα αυτής της προβληματικής κινούμενος και ο αείμνη­στος ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος έγραφε: «Ας μας απαντή­σουν οι προτεστάντες, σε ποιο μέρος της Καινής Διαθήκης λέγεται ότι τα βιβλία της είναι 27; Ασφαλώς πουθενά! Ποιος λοιπόν σας το είπε; Ασφαλώς η παράδοση της Εκκλησίας, την οποία απορρίπτετε. Ώστε έχετε κόρην άνευ μητρός; Με ποια λογική κρατάτε την θυγατέρα, την Καινή Διαθήκη, και απορρίπτετε την μητέρα της, την Παράδοση και αυθεντία της Εκκλησίας;»  (Αντιευαγγελικοί οι Ευαγγελικοί, σελ. 26).
Και κάπου άλλου αναφερόμενος στους προτεστάντες έλεγε: «Αφού βγήκαν από τα σπλάχνα της Δυτικής Εκκλησίας τελείως γυμνοί, με μόνη την Καινή Διαθήκη στα χέρια, μοιάζουν με γυιό που ήλθε σε ρήξη με τον πατέρα του και έφυγε νύχτα από το πατρικό σπίτι γυμνός, παίρνοντας κρυφά ένα πολύτιμο αντικείμενο. Και όταν τον ρωτάνε που το βρήκε, αποφεύγει να απαντήσει!»  (Αντιευαγγελικοί οι Ευαγγελικοί, σελ. 24).
Και ίσως είναι προτιμότερο να αποφεύγουν να απαντήσουν! Γιατί είναι, πράγματι τραγελαφικό να απαντούν και να παραδέχωνται οτι ο κανόνας των βιβλίων της Αγίας Γραφής πήρε την τελική του μορφή από Συνόδους της Εκκλησίας του Δ΄ αιώνα, και συγχρόνως να θεωρούν την Εκκλησία αυτής της εποχής «αποστάτισσα». Πώς είναι δυνατό μια Εκκλησία που βρίσκεται σε αποστασία να αποφαίνεται σωστά σχετικά με ένα τόσο κρίσιμο θέμα, όπως είναι η «χαρτογράφηση» του - όπως τον αποκαλούν - αλάνθαστου Χάρτη του Χριστιανισμού, δηλαδή η τελική επιλογή των έγκυρων βιβλίων της Αγίας Γραφής; Και πώς μπορεί μια Εκκλησία «αποστάτισσα» να δίνει το νέφος τών μαρτύρων και τών απολογητών; Με ποιο κριτήριο η «χρυσή εποχή» της Εκκλη­σίας χαρακτηρίζεται περίοδος αποστασίας;
5. Ο πρώην προτεστάντης Frank Schaeffer, έχοντας ξεφύγει από αυτή την σχιζοφρένεια, θεωρεί την ιστορία τού Κανόνα της Καινής Δια­θήκης πολύ γοητευτικό θέμα, και πολύ κρίσιμο για την κατανόηση -τόσο της Γραφής όσο και της Εκκλησίας. «Για σκεφθήτε», λέει: «Για περισσότερα από 200 χρόνια, ένας αριθμός βιβλίων, τα οποία τώρα θεωρούμε οτι εξ ορισμού αποτελούν μέρος της Καινής Διαθήκης, συζητήθηκαν πολύ, πριν συμπεριληφθούν σ’  αυτήν. Και πολλά άλλα βιβλία που θεωρούνταν οτι έπρεπε να συμπεριληφθούν, τελικά αποκλεί­στηκαν»  (Frank  Schaeffer,  Χορεύοντας  μόνος , σελ. 291).
Ο αρχαιότερος πλήρης κατάλογος τών 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης δεν υπήρχε μέχρι το 367 μ.Χ., τότε που μας τον χάρισε ο Μέγας Αθανάσιος. Αυτό σημαίνει ότι ο πρώτος πλήρης κατάλογος τών βιβλίων της Καινής Διαθήκης, όπως τον έχομε σήμερα, δεν είχε εμφανισθή, παρά 300 και περισσότερα χρόνια μετά την έναρξη συγγραφής τών πρώτων Ευαγγελίων... Με άλλα λόγια: Αν η Καινή Διαθήκη άρχιζε να γράφεται ταυτόχρονα με το Σύνταγμα τών Η.Π.Α., εμείς δεν θα βλέπαμε ένα τελικό κείμενο πριν το έτος 2087!...
Σε μια μακρόχρονη διαδικασία η Εκκλησία διέκρινε ποια κείμε­να ήσαν γνήσια αποστολικά και ποια όχι. Μέρος αυτής της διαδικασίας αποτέλεσαν και οι Εκκλησιαστικές Σύνοδοι. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν δύο:
α. Η Σύνοδος της Λαοδικείας, το 363 μ.Χ. διακήρυξε ότι μόνο τα κανονικά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης πρέπει να χρησιμοποιούνται στην λατρεία. Απαρίθμησε τα κανονικά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, όπως τα έχομε σήμερα, με εξαίρεση την Αποκάλυψη του Ιωάννου.
β. Η τρίτη Σύνοδος της Καρθαγένης, το 397 μ.Χ. Αυτή η Σύνο­δος την οποία παρακολούθησε και ο ιερός Αυγουστίνος έδωσε ένα πλή­ρη κατάλογο τών κανονικών βιβλίων όπως τα έχομε σήμερα. Και αυτή η Σύνοδος δέχθηκε ότι μόνο αυτά τα βιβλία πρέπει να διαβάζωνται στην Εκκλησία ως θεία Γραφή.
Έχει δίκιο λοιπόν ο Schaeffer, όταν θεωρεί «γοητευτική» την ιστορία του Κανόνα της Αγίας Γραφής. Γιατί μέσα από αυτή την ιστορία φαίνεται καθαρά ότι η Μητέρα (η Εκκλησία) με την θυγατέρα (την Αγία Γραφή) έχουν διαφορά ηλικίας τουλάχιστον... 300 χρόνια! Ή- κατά ηπιοτέραν εκφρασιν - η μητέρα κυοφορούσε την θυγατέρα τουλάχιστον... 300 χρόνια! Αυτό είναι ένα αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός. Ακόμη και οι προτεστάντες μπορούν ίσως να το παρασιωπή­σουν ή να το αγνοήσουν δεν μπορούν όμως να το αμφισβητήσουν.
Αν λοιπόν - κατά τους προτεστάντες - η Αγία Γραφή είναι αυ­τάρκης και αυταπόδεικτος, αν προηγείται και είναι υπεράνω της Εκ­κλησίας, αν η Γραφή ζωογονεί, συγκροτεί και ερμηνεύει την Εκκλησία και όχι η Εκκλησία την Γραφή, τότε οδηγούμεθα στο - από ιατρικής τουλάχιστον πλευράς - τερατώδες: ένα μη εσχηματισμένον εμβρυον να τρέφει και να συντηρεί την επί 300 και πλέον ετη κυοφορούσαν αυτό μητέρα του!!!

2. ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Αυτή η αμφισβήτηση εκ μέρους των προτεσταντών της αυθεντίας της Εκκλησίας είναι τελείως ανιστόρητη. Αλλά και η απόδοση απόλυτης και αυθύπαρκτης αξίας στην Αγία Γραφή είναι τελείως αυθαίρετη. Αυτές όμως οι ανιστόρητες αυθαιρεσίες οδήγησαν όχι μόνο σε απλά «ιατρικά παράδοξα», όπως το ανωτέρω, αλλά κυριολεκτικά σε... τερατογενέσεις! Τερατογενέσεις που μέχρι τουλάχιστον σήμερα έχουν δημιουργήσει περίπου 23.000 προτεσταντικές ομάδες.
Όσο οι προτεστάντες δεν θέλουν να ψάξουν για το σωστό κλειδί που ξεκλειδώνει την Αγία Γραφή, τόσο θα την εκθέτουν στην υποκειμε­νική και αυθαίρετη ερμηνεία. Ο Schaeffer αφότου βρήκε αυτό το κλειδί επιστρέφοντας στην Μία Εκκλησία, ομολογεί με ανακούφιση:
«Η  Εκκλησία  ποτέ δεν  είδε   τον  εαυτό  της  ως  ένα χάος πνευματικού ατομικισμού, πολύ δε   περισσότερο ως μία δίνη 23.000 ομολογιών, που μάχονται μεταξύ τους για τον ζωτικό τους χώρο, ενώ κάθε μια είναι οπλισμένη με την δική της υποκειμενική ερμηνεία των Γραφών και με τις δικές της αυτοανακαλυπτόμενες παραδόσεις».
Και αναρωτιέται δικαιολογημένα ο πρώην προτεστάντης: «Ποια διαφορά μπορεί να έχει η φράση "σήμερα το άγιο Πνεύμα μου είπε να σας πω"  από την φράση "εν ονόματι του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών σε διατάσσω να πλύνεις τα πιάτα!". Και η μία και η άλλη προήλθαν από την αυθαιρεσία της υποκειμενικής ερμηνείας μιας παρα­δόσεως (ενός κειμένου), αποκομμένης από την πηγή που την γέννησε και την διαφυλάσσει.
Τι να περιμένει όμως κάποιος από τα πνευματικά τέκνα του Λουθήρου, ο οποίος - ενώ στην αρχή, δηλ. στίς Πανεπιστημιακές Παραδόσεις του για την ερμηνεία της Προς Ρωμαίους, δεχόταν την ερ­μηνευτική αυθεντία της Λατινικής Εκκλησίας, μετά τον πήρε η «μπόρα» (Μπόρα λεγόταν και η κυρία που παντρεύτηκε) και - άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, υποστηρίζοντας το έξης: «Όταν ο άνθρωπος συνδεθή προσωπικά με τον Χριστό δια της πίστεως, μπορεί να υποκα­θιστά όχι μόνο την ιεραρχία της Εκκλησίας αλλά και αυτή την ίδια την Εκκλησία. Σε ό,τι αφορά την πίστη, κάθε Χριστιανός είναι καθ’ εαυτόν και πάπας και Εκκλησία!». (Αυτά είναι ακριβώς τα λόγια του Λουθή­ρου από τη γερμανική έκδοση των έργων του, τ. 5 σελ. 407).
Έτσι συχνά ακούμε προτεστάντες να ισχυρίζονται: «Η Εκκλησία ζει  μέσα στην καρδιά μου. Είναι η πίστη που έχω μέσα μου. Εγώ κου­βαλώ την Εκκλησία μέσα μου!»
Σ’ αυτό το κατάντημα οδήγησε η πολεμική ιαχή Sola Scriptura, που κατά τον Schaeffer δεν είναι πια τίποτε περισσότερο από τον πρώτο στίχο του προτεσταντικού τραγουδιού:  «I did it my way!» (που σε αρκετά ελεύθερη μετάφραση σημαίνει: «έτσι πιστεύω, γιατί έτσι μου αρέσει!). Και καταλήγει ο εν λόγω ορθόδοξος αμερικανός: «Η επανάσταση που ξεκίνησε με την ιαχή «Έξω οι επίσκοποι! Μόνο η Γραφή!» κατέληξε στην αναγνώριση ότι: η Βίβλος εξω από το πλαίσιο της Ιερας Παραδόσεως, της Θείας Λειτουργίας, της Μυστηριακής ζωής και της προσευχής, «σημαίνει» αυτό που θέλει ο καθένας να σημαίνε».
«Μια τέτοια χρήση της Γραφής ανοίγει την πόρτα για την "θεολο­γία των δαιμονίων"», λέγει ο Ευάγριος ο Ποντικός. Μια τέτοια μελέτη της Γραφής, χωρίς ενδιαφέρον για την ιστορία, την λατρεία, την ερμη­νεία της Εκκλησίας, την υποβιβάζει σε έναν αχταρμά, που δεν διαφέρει από τις συμβουλές των αστρολόγων που δημοσιεύονται καθημερινά στις εφημερίδες. Και τέτοιου είδους αστρολογικά κείμενα χρησιμοποι­ούν την Γραφή, όχι ως το βιβλίο που ομιλεί περί της Μιας αληθείας, αλλά μάλλον σαν είδος τυχερού παιχνιδιού, με το όποιο παίρνομε προσωπικά και μαγικά μηνύματα.
«Νομίζω», συνεχίζει ο Schaeffer, «ότι το κίνητρο γι' αυτού του είδους την αστρολογική εκδοχή της «βιβλικής μελέτης» και γι' αυτού του είδους την «προσευχή» που την συνοδεύει, είναι το ίδιο με εκείνο που οδηγεί δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων στα μέντιουμ και στις χαρτορίχτρες. Πρόκειται για την πλήρη ιδιωτικοποίηση της θρησκευτικής πίστεως. Αυτό ίσως αποτελεί το τελειωτικό κτύπημα στους ισχυρι­σμούς της ιστορικότητας του Χριστιανισμού.
Ο σύγχρονος προτεσταντισμός κατέστησε το κείμενο της Γραφής ακατανόητο εξω από ατομικές συναισθηματικές αντιδράσεις. Και έτσι ο κύκλος της υποκειμενικότητας συμπληρώθηκε: Η πίστη έχει τώρα προσωποποιηθή σε «αναγεννητική εμπειρία». Η Εκκλησία «ζει μέσα στις καρδιές μας». Τα Μυστήρια είναι «μόνον σύμβολα». Και σε τελική ανάλυση το «μήνυμα» της Βίβλου αποδεικνύεται ένα μήνυμα,  που «ακούγεται» στο εσωτερικό κάποιων επιπόλαιων, στους οποίους μυστι­κές φωνές «αποκαλύπτουν» πράγματα που κανένας άλλος δεν μπορεί να ακούσει».
Που βρίσκουν λοιπόν την παρρησία οι σημερινοί κατακερματισμέ­νοι προτεστάντες, και ιδιαίτερα οι Πεντηκοστιανοί, να μέμφωνται την Ορθόδοξη Εκκλησία ότι ακολουθεί ανθρώπινες παραδόσεις αντίθετες προς την Αγία Γραφή και την Αποστολική διδασκαλία; Πότε θα καταλάβουν αυτό που κατάλαβε και ένας ακόμη μεταστραφείς στην Ορθοδοξία Προτεστάντης, ο αμερικανός π. Γρηγόριος Rogers, ότι το ερώτημα δεν είναι αν «θα είμαι υπέρμαχος ή πολέμιος, της ή των παραδόσεων, αλλά το ποια παράδοση θα ακολουθήσω!»  (Coming Home, p. 23-35).
α. Ο π. Γρηγόριος άνηκε σε μια προτεσταντική σέκτα, που είχε τις ρίζες της στην Αναγεννητική Κίνηση του Alexander Campbell. «Κάποια στιγμή», λέει, «κατάλαβα ότι κι εγώ ο αντιπαραδοσιακός τελικά ακολουθούσα μια ανθρώπινη υποκειμενική παράδοση, την παράδοση του Campbell».
 Εφαλτήριο για να βγει από το χάος του προτεσταντικού υποκειμενισμού και να αρχίσει να πατάει στο οδηγητικό έδαφος της ιστορικής Εκκλησίας ήταν για τον Rogers ο κανόνας του Αγίου Βικέντιου του Λειρίνου, που λέει: «Πίστις είναι ό,τι πανταχού, πάντοτε και υπό πάντων επιστεύθη». Ο κανόνας αυτός, έστω κι αν σωστά χαρακτηρίζεται από τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκι «ανεπαρκής για να ορίσει πλήρως την παραδοθείσα Πίστη», εν τούτοις ήρκεσε για να στρέψη τα μάτια του πρώην προτεστάντη στα κείμενα των Πατέρων και στα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων.
β. Κάποιος άλλος, ο επίσης αμερικανός π. Ιωάννης Pro, επί 35 χρόνια Βαπτιστής πάστορας, βρήκε τον δρόμο του προς την ιστορική Εκκλησία διαβάζοντας λίγο πιο προσεκτικά το 13ο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής. Ιδιαίτερα το χωρίο: «Μνημονεύετε των ηγουμένων υμών, οίτινες ελάλησαν τον λόγον του Θεού, ων... μιμείσθε την πίστιν», και το χωρίο: «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε…» του έστρεψαν τα μάτια προς την ιστορική Ιεραρχία της Εκκλησίας. Και έτσι άρχισε να ψάχνη για τον ηγούμενό του, δηλ. τον επίσκοπό του, με οδηγό τον αποστολικώτατο Πατέρα, άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Το πιο ωραίο είναι, ότι αποχαιρέτησε τους Βαπτιστές, κάνοντάς τους ένα αφυπνιστικό κήρυγμα με τίτλο: «Η Αγία Γραφή, όπως εμείς οι Βαπτι­στές δεν μας αρέσει να την ακούμε!» Αφού τελείωσε το κήρυγμα, εκινδύνευσε να εξέλθει από την αίθουσα... δια του παραθύρου! (Coming Home, p. 95-103).
γ. Να τελειώσω την αναφορά μου στους μεταστραφέντες, με,τον  -πάλι αμερικανό - π. Πέτρο Gillquist, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα «ξυ­πνητήρια» που τον αφύπνισαν, αναφέρει και το χωρίο από το β΄ κεφάλαιο της Β΄ προς Θεσσαλονικείς: «Αδελφοί, στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις, ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι’ επιστολής ημών...».
Εκεί ο π. Πέτρος πρόσεξε ότι η Αποστολική Διδαχή δεν παρεδόθη μόνον γραπτώς αλλά και δια λόγου. (Peter Gillquist, Becoming Orthodox, p. 61- 75). Και έψαξε να βρει ποιος είναι ο ιστορικός φορέας αυτού του λόγου.
Φυσικά δεν βρήκε κάποια καλά οργανωμένη Τράπεζα Πληροφο­ριών με μαγνητοφωνημένες τις ομιλίες τών Αποστόλων! Βρήκε, όμως, ότι η Εκκλησία (που δεν απαγορεύεται να την έχουμε και στην καρδιά μας - όπως κάθε τι που αγαπάμε) έχει και ιστορική διάσταση. Και ότι αυτή είναι, η Μία Αποστολική Εκκλησία, δια της οποίας λαλεί το Πνεύμα το Άγιο.
Από όσα ομολογούν και οι ως άνω μεταστραφέντες στην Ορθοδοξία προτεστάντες, η βασική αιτία που οδήγησε τον προτεσταντισμό στην αυθαιρεσία της υποκειμενικής ερμηνείας τών Γραφών, είναι η λανθασμένη τους αντίληψη περί της θεοπνευστίας τών ιερών κειμένων της Αγίας Γραφής. Πιστεύουν δηλαδή, ότι η θεοπνευστία είναι μία έκτακτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, για να γράψουν οι ιεροί συγ­γραφείς τα κανονικά βιβλία, ώστε αυτά να είναι ο ασφαλής οδηγός της μετέπειτα Εκκλησίας. Η άποψη αυτή έχει και την ακραία κατάληξη ότι τα κείμενα γράφτηκαν καθ’ υπαγόρευση του Αγίου Πνεύματος, και επομένως είναι θεόπνευστα κατά γράμμα!
Έτσι καταντούν να ταυτίζουν την Αγία Γραφή με την αποκάλυ­ψη του Θεού. Δικαιολογημένα, λοιπόν, τους κατηγορεί ο Inge ότι «το πιστεύω τους είναι ουσιαστικά επιστροφή στο Ευαγγέλιο με το πνεύμα του Κορανίου!»
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ορθά-κοφτά (δηλαδή ορθοτομών την αλήθεια) λέγει ότι αυτή η ιδέα (ότι μπορεί δηλαδή να ταυτισθή η Γραφή με την Αποκάλυψη) είναι «ου μόνον γελοία από πατερικής απόψεως αλλά και καθαρά αίρεσις. Η Γραφή δεν είναι αποκάλυψις, αλλά λόγος περί της Αποκαλύψεως». Και καταλήγει ο π. Ιωάννης σε μία παράγραφο που ξεκαθαρίζει τα πάντα:
«Δια τους Πατέρας η αυθεντία δεν είναι μόνον η Βίβλος, αλλά η Βίβλος συν τοις θεουμένοις, τ.ε. τοις προφήταις, τοις αποστόλοις, τοις αγίοις, δηλαδή τη παραδόσει της Πεντηκοστής, δι' ης το άγιον Πνεύμα θεοί τους εκκρίτους και δι’ αυτών φωτίζει τους φωτιζόμενους και καθα­ρίζει τους χατηχουμένους. Η Βίβλος δεν είναι καθ' εαυτήν ούτε θεόπνευστος, ούτε αλάθητος. Γίνεται θεόπνευστος και απλανής, εντός της κοινωνίας τών αγίων, οι οποίοι έχουν την πείραν της απερίγραπτου θείας δόξης, την περιγραφείσαν εν τη Βίβλω, αλλά ουχί μεταδοθείσαν δια μόνης της Βίβλου. Εις τους εκτός της ζώσης παραδόσεως της θεωρί­ας…» (=θεοπτίας, θεοφανείας), δηλαδή εις τους εκτός της Εκκλησίας, «…η Βίβλος παραμένει βιβλίον κλειστόν, το οποίον δεν ξεκλειδώνει τα μυστήριά της, εφ' όσον λείπει η κλείς της θεωρίας εις τας χείρας τών θεουμένων του σώματος του Χριστού» (Χαριστήρια Μελίτωνος, σελ.498).
3. ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ
 Σεβαστοί Πατέρες και αδελφοί,
Κατανοούμε απόλυτα τον λόγο, που οδήγησε κάποτε κάποιους αδελφούς μας ακόμη μακρύτερα από το Πατρικό τους Σπίτι, δηλ. την Μία Εκκλησία. Οι αυθαίρετες καινοτομίες της Παπικής Εκκλησίας ξε­φτίλισαν κάθε έννοια της δια λόγου Παραδόσεως. Αντί όμως να οδηγη­θούν οι σκανδαλισθέντες ρωμαιοκαθολικοί στην πατρική εστία, προς την οποία ο τότε Πατριάρχης μας Ιερεμίας ο Β΄ με τόση ευγένεια και αγάπη τους εκάλεσε να επιστρέψουν, απομακρύνθηκαν ακόμη περισσό­τερο (Γ. Φλωρόφσκι, Χριστιανισμός και Πολιτισμός, σελ. 181-196).
 Και ενώ τους ενόχλησαν οι καλοδιατυπωμένοι υπαινιγμοί του Πατριάρχη ότι ακολουθούν ανθρώπινες επινοήσεις, επέμειναν στο δό­γμα της semper reformanda Εκκλησίας (της Εκκλησίας που πρέπει συνεχώς να μεταρρυθμίζεται, να μετασχηματίζεται). Όμως αυτό το δόγμα, τους οδήγησε σ’ αυτό, που με «φιλελεύθερο» θράσος διακηρύσσει ένα προτεσταντικό γαλλικό περιοδικό του διαδικτύου: «η αίρεση είναι καθήκον!»
 Αν επέστρεφαν στο Πατρικό τους, θα έβλεπαν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν είχε σχέση με μια «Θεολογία της αγίας Ακινησίας», όπως ειρωνικά μας κατηγορεί, το ως άνω περιοδικό. Ποτέ δεν είχε αλλεργία με την έννοια της σωστής μεταρρύθμισης. Η Ορθόδοξη Εκ­κλησία ποτέ δεν ταλαιπωρήθηκε από μια στείρα παραδοσιαρχία (όπως ταλαιπωρούνται οι συμπαθείς παλαιοημερολογίτες, οι οποίοι λόγω της νοσηρής προσκόλλησης τους σε παραδόσεις - με μικρό π - τελικά κα­τάντησαν στο του Λουθήρου, ολίγον παραλλαγμένο: «κάθε Χριστιανός είναι καθ' εαυτόν Πατριάρχης και Εκκλησία!» Και γι' αυτό, σε λίγο, οι ομάδες τους θα συναγωνίζονται σε αριθμό τις προτεσταντικές σέκτες).
 Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε πρόβλημα, από την μια, το 268, στην Σύνοδο της Αντιοχείας, να καταδικάζει τον όρο «ομοούσιος», όπως βλασφήμως τον χρησιμοποιούσε ο Παύλος ο Σαμοσατεύς (για να υποστηρίξει τον Μοναρχιανισμό του) και από την άλλη, μετά από 50 χρόνια να τον υιοθετεί τον ορο «ομοούσιος» (ορθοδόξως, βέβαια) και να τον βάζει στο Σύμβολο της Νικαίας! Και ο ... αρχιμεταρρυθμιστής Μέγας Αθανάσιος εξηγεί και καθησυχάζει τους «σούπερ ορθοδόξους» της εποχής του: «Οι πάντες (και οι συνελθόντες στην Αντιόχεια και οι συνελθότες στην Νίκαια) Πατέρες εισίν. Οι πάντες εκοιμήθησαν εν Χρι­στώ. Πάντες γαρ επρέσβευον τα Χριστού,  και πάντες σπουδήν εσχήκασι κατά των αιρετικών και οι μεν (της Αντιοχείας) τον Σαμοσατέα κατέκρινον, οι δε (της Νικαίας) τον Άρειον...» (Περί Συνόδων 43,1 - 45,2).
 Και ενώ, για 56 ολόκληρα χρόνια οι ορθόδοξοι ζούσαν έναν αδυσώπητο διωγμό από τους αρειανούς και προτιμούσαν να τους κόψουν το κεφάλι, παρά να κόψουν οι ίδιοι από την ομολογία τους την λέξη «ομοούσιος», ξαφνικά, στην Β' Οικουμενική Σύνοδο, παρακάμπτουν την πολύπαθη αυτή λέξη. Συνειδητά παραμερίζουν έναν όρο που εξέ­φραζε κατά τρόπο τέλειο την δογματική ακρίβεια, κάνοντας οικονομία. Ναι, καλά ακούσατε: οικονομία σε μία διατύπωση δόγματος! Μόνο και μόνο για να διευκολυνθεί η επιστροφή στην Εκκλησία των καλής διαθέ­σεως Μακεδονιανών - πνευματομάχων. Αυτήν την χριστομίμητη οικο­νομία την αποδέχεται ολόψυχα και ο στύλος της Ορθοδοξίας άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Και φτάνουν οι απολλιναριστές να «το παίζουν» «σούπερ ορθόδοξοι» και υπέρμαχοι του ομοουσίου, και να τον κατηγο­ρούν ότι πρόδωσε την πίστη!
 Συγχωρείστε μας μια παρένθεση για να πούμε ότι οι «σούπερ ορθόδοξοι» της εποχής του Μεγάλου Αθανασίου, της εποχής του αγίου Γρηγορίου και κάθε εποχής, συνηθίζουν να «τρώγονται με τα ρούχα τους», για να βρουν δήθεν «αιρετικές» λέξεις και να κάνουν «σαματά». Που νάξεραν οι ταλαίπωροι τα λόγια του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που λέει με παρρησία: «Είωθεν εξ αρχής, ου μόνον η Θεία Γραφή, αλλά και οι άγιοι Πατέρες περί τας λέξεις αδιαφορείν ότι ουδέν αδικούσιν αι λέξεις, όταν άλλως είη τα πράγματα.» Και καταλήγει ο Παλαμάς ότι «η περί τας λέξεις σμικρολογία» είναι άγνωστη στους αγίους Πατέρες. Και ότι όποιος προσέχει «μη τω σκοπώ του συγγεγραφότος, αλλά ταις λέξεσι», καταντάει να «επισεμνύνεται ψεύδει», δηλαδή να έχει ψευδή αντίληψη περί της πίστεως και να καμαρώνει κι από πάνω (Προς Διονύσιον, παρ. 13, εν Παν. Χρήστου, 2, 490).
 Κλείνομε την παρένθεση.
 Η πιστότητα στην Παράδοση (με κεφαλαίο «Π»), δεν εμπόδισε τους Πατέρες της Εκκλησίας να δημιουργήσουν «νέα ονόματα» (όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος), όταν αυτό ήταν αναγκαίο για την προστασία της αναλλοιώτου πίστεως. Έστω κι αν αυτά τα «νέα ονό­ματα» κάποτε σκανδάλιζαν τους δήθεν εραστές της Παραδόσεως. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, από πόσους συγχρόνους του θεωρήθηκε νεωτεριστής ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, όταν αντέταξε στην συμβατική θρησκευτικότητα την εμπειρία της εν Χριστώ ζωής! Ακόμη και ο άγιος Γρηγόρης ο Παλαμάς χαρακτηρίσθηκε από τους αντιπά­λους του καινός (με αι) θεολόγος και επικίνδυνα νεωτερίζων.
 Όλες όμως αυτές οι ορθόδοξες μεταρρυθμίσεις δεν έθιξαν ποτέ την άπαξ παραδοθείσαν τοις αγίοις πίστιν. Απλώς μπροστά σε κάθε απειλή παραχαράξεως της πίστεως, η Εκκλησία αναγκαζόταν να περι­φρουρεί την μία αναλλοίωτη αλήθειά της, επαναδιατυπώνοντάς την με την προσθήκη νέων ονομάτων (όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος). Αυτές οι νέες διατυπώσεις δεν προσέθεταν κάποια νέα αλήθεια ή κάποια νέα αποκάλυψη, που δεν γνώριζε η Εκκλησία προηγουμένως, ούτε οδηγού­σαν σε μια καλύτερη και πληρέστερη κατανόηση της άποκαλύψεως. Απλώς ήταν όροι προσαρμοσμένοι και συμβατοί με το νέο εννοιολογι­κό πλαίσιο που χρησιμοποιούσε η εμφανισθείσα αίρεση, ώστε μέσω αυτών να γίνη φανερή η συνήθως μασκαρεμένη κακοδοξία.
 Ο Μέγας Βασίλειος ξεκαθαρίζει τα πράγματα λέγοντας: «Αν κάθε φορά αλλάζαμε το περιεχόμενο της πίστεως ανάλογα με τις προκλήσεις και τις περιστάσεις, τότε θα ήταν φευδής η απόφασις του ειπόντος: ΄΄Εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα.΄΄ Ει δε εκείνα αληθή, μηδείς υμάς εξαπατάτω τοις κενοίς λόγοις». Και καταλήγει: «Πίστιν δε ημείς, ούτε παρ’ άλλων γραφομένην ημίν νεωτέραν παραδεχόμεθα, ούτε αυτοί τα της ημετέρας διανοίας γεννήματα παραδιδόναι τολμώμεν, ίνα μη ανθρώπινα ποιήσωμεν τα της ευσέβειας ρήματα. Αλλ’ άπερ παρά των αγίων Αποστόλων και Πατέρων δεδιδάγμεθα, ταύτα διαγγέλλομεν...» (Έπιστολαί 226,3 και 140,2).
 Υποκύπτω στον πειρασμό να αναφέρω και ένα ακόμη θαυμάσιο χωρίο του Μεγάλου Βασιλείου, που αναφέρεται σε μια άλλη «αύξηση, συμπλήρωση ή και Ανανέωση» της παραδοθείσης πίστεως, που δεν έχει απαραίτητα σχέση με τις προκλήσεις των αιρέσεων. Γράφοντας ο Μέ­γας Βασίλειος στον ευμετάβλητο στην πίστη Ευστάθιο Σεβαστείας εξο­μολογείται τα εξής: «Όλη μου η ζωή είναι για κλάματα. Για ένα μόνο τολμώ να καυχηθώ: ότι ουδέποτε πεπλανημένος έσχον τας περί Θεού υπολήψεις ή (προσέξτε) ετέρως φρονών μετέμαθον ύστερον. Αλλά την πίστη που παρέλαβα από την μακαρίτισσα την μητέρα μου και την γιαγιά μου την Μακρίνα, ταύτην ΑΥΞΗΘΕΙΣΑΝ έσχον εν εμαυτώ».
 Και εξηγεί σε τι συνίστατο αυτή η αύξηση: «Ου γαρ άλλα εξ άλλων μετέλαβον εν τη του λόγου συμπληρώσει, αλλά τας παραδο­θείσας μοι παρ’ αυτών αρχάς ΕΤΕΛΕΙΩΣΑ, (δηλ. τελειοποίησα). Ώσπερ γαρ το αυξανόμενον μείζον μεν από μικρού γίνεται, ταυτό δε εστίν εαυτώ, ου κατά γένος μεταβαλλόμενον, αλλά κατ’ αύξησιν τελειούμενον, ούτω λογίζομαι εμοί τον αυτόν λόγον δια της προκοπής ηυξήσαι...» Και αυτή η αύξηση δεν σημαίνει ότι άλλα έλεγα κάποτε και άλλα λέω τώρα. Ούτε έγινε κάποια μεταβολή στα λεγόμενα μου εκ του χείρονος προς το βέλτιον. Απλώς έγινε «συμπλήρωσις του λείποντος κατά την προσθήκην της γνώσεως» (Επιστολή 223, 3-5).
 Τα λόγια αυτά του αγίου Πατρός φανερώνουν την αύξησή του στην θεογνωσία, την ανανέωση - αν θέλετε - της εμπειρίας του εν τη πίστει. Μια ανανέωση όμως, που στηρίζεται στην ζώσα Παράδοση της Εκκλησίας.
Μια τέτοια - ας την πούμε «μεταρρύθμιση» (για να μας καταλα­βαίνουν και οι προτεστάντες) δεν είναι απλώς θεμιτή αλλά και αναγκαία. Διότι απλούστατα η εμπειρία του ζώντος Θεού και ο περί Αυτού λόγος ή ομολογία, δεν είναι δυνατόν να θεωρούνται στοιχεία νεκρά και στατικά, μάλιστα δε εντός των προβλημάτων του κόσμου και της ιστορίας. Άρα η κατά τον Μέγαν Βασίλειον αύξησις, προκοπή, συμπλήρωσις και τελείωσις της πίστεως, συνιστά την μόνη ορθόδοξη ανανέωση της Παραδόσεως, που δεν είναι τίποτε άλλο από την εν ε­κάστη  εποχή  της  ιστορίας  ζώσα   εμπειρία  της ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΟΥ πίστεως της Εκκλησίας και τον περί αυτής ζώντα λόγο, ομολογία, θεολογία, μαρτυρία ή όπως αλλιώς θέλετε.
Κλείνω την απόπειρα απαντήσεως των θεμελιωδών ερωτημάτων που τέθηκαν στην αρχή, επιστρέφοντας στο προτεσταντικό βιβλιαράκι που αποτέλεσε την αφορμή της εισηγήσεως.
Σκοπός του βιβλίου (όπως αναφέρεται στον πρόλογο) είναι να δείξει «με βάση το γραφτό λόγο του Θεού και την Εκκλησιαστική Ιστορία» (κρατήστε αυτό το περί Εκκλησιαστικής Ιστορίας), να δείξει λοιπόν ότι «η Ιερή Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν προέρ­χεται από τον Χριστό ή τους Αποστόλους αλλά είναι ανθρώπινη και πολύ μεταγενέστερη. Και το σπουδαιότερο ότι είναι αντίθετη με την Αγία Γραφή, και συνεπώς επιζήμια για τις φυχές που την πιστεύουν».
Στόν πρόλογο επίσης μας προειδοποιεί ότι για θέματα ιστορίας παραπέμπει στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Στεφανίδη. Και αυτό είναι ενδιαφέρον, γιατί - όπως είδαμε - οι προτεστάντες δεν τα πάνε τόσο καλά με το μάθημα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Στην καλύτε­ρη περίπτωση την διαβάζουν επιλεκτικά.
Επίσης είναι ενδιαφέρον, ότι και σε άλλο έντυπο της ομάδας δεν αρνούνται την ιστορική μαρτυρία, ότι τον Κανόνα της Αγίας Γραφής τον καθώρισε η Εκκλησία του Δ΄ αιώνα.
Και ερωτάμε: Δεν είναι τουλάχιστον λογικό να δεχθούν ότι εκεί­νη η Εκκλησία υπήρξε πράγματι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας»; (Α΄ Τιμ. γ. 15). Πώς αλλιώς θα ήταν σωστός ο Κανόνας των βιβλίων της Γραφής; Γιατί λοιπόν η διδαχή τών εν λόγω Πεντηκοστιανών δεν έχει καμμιά σχέση με την πίστη εκείνης της Εκκλησίας;
Απλούστατα διότι δεν κατάλαβαν αυτό, που με τόση σαφήνεια διακηρύσσει ο μακαριστός π. Ιουστίνος Πόποβιτς: ότι δηλαδή, η Παρά­δοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν ήταν ποτέ δυνατόν να ταυτισθή με εθελοθρησκείες, με εντάλματα και διδασκαλίες ανθρώπων, εφ' όσον για τους Ορθοδόξους, «Παράδοσις είναι ο αεί ζων Θεάνθρωπος Χριστός, ο πάντοτε παρών εν τω Θεανθρωπίνω Σώματι της Εκκλησίας» (Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός: 88-89).


ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ 
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ   www.egolpion.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...