Είναι τόπος κοινός ότι ο χριστιανισμός παρουσιάστηκε από την αρχή ως εκκλησία, ως λαός δηλαδή που τον καλεί γύρω του ο Θεός. Κι ο λαός αυτός αποτελεί σώμα, του οποίου κεφαλή είναι ο ίδιος ο Χριστός, γι’ αυτό η θεία Γραφή ονομάζει την εκκλησία «σώμα Χριστού» Από τη θεία Γραφή διδασκόμαστε ότι ο κάθε άνθρωπος, που εισέρχεται σ’ αυτό το σώμα, καθίσταται «μέτοχος του Χριστού» και «κοινωνός θείας φύσεως».
Η συναίσθηση της μέγιστης αυτής τιμής ωθεί τον άνθρωπο, τον τέως αποξενωμένο από το Θεό και τώρα θετό παιδί του, να δοξολογεί ακατάπαυστα με τους λόγους, τις πράξεις, τη ζωή και τον θάνατό του το υπεράγιον θείον Όνομα: η κάθε πράξη του πιστού γίνεται προς δόξαν του Θεού. Έτσι ο Θεός και ο άνθρωπος βρίσκονται σε συνεχή κοινωνία, και η θεία ευλογία δεν είναι κάτι το εξωτερικό, που έρχεται στη ζωή του ανθρώπου μέσω κάποιων τελετών σε ορισμένες στιγμές του βίου του, όπως συνέβαινε κατά τις δοξασίες των εθνικών με τις «διαβατήριες τελετές» και τα «μυστήρια». Εδώ όλως αντιθέτως: στη ζωή του πιστού η Χάρις είναι κάτι το συνεχές και αέναο• μοιάζει με το αίμα, που αδιάκοπα ρέει μέσα στον οργανισμό, ώστε να τον διατηρεί στη ζωή. Τώρα φαίνεται η αβυσσαλέα απόσταση μεταξύ των «μυστηρίων» της εκκλησίας και των «μυστηρίων» των εθνών.
Τα «μυστήρια» της εκκλησίας είναι στην πραγματικότητα το μοναδικό μυστήριο του Χριστού, που με τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος γίνεται συνεχώς πραγματικότητα στο νου, στη σκέψη, στο σώμα, στις πράξεις, στην προσευχή και στη ζωή των πιστών. Για το «μυστήρια» των εθνών λέμε μόνον ότι είναι ορισμένες τελετές, που τελούνται απαράβατα καθ’ ορισμένο τυπικό, από «ιερείς», σε χρόνο και σε τόπο «ιερούς», ώστε ο μύστης ν’ αποκτήσει κάποια ωφελήματα. Ξέρω πως απλουστεύω πολύ τα πράγματα, αλλ’ ότι δεν τα παραμορφώνω, το δείχνει η ιστορία της ιερολογίας του γάμου. Επί τη βάσει των Γραφών, η μονογαμία είναι παραδείσια κατάσταση και θέλημα του Θεού· η πολυγαμία εισάγεται από τον άνθρωπο μετά την πτώση του, η παρθενία κι η μονογαμία συνιστώνται από το Θεό, ενώ απαγορεύονται η πορνεία, η μοιχεία και τα συναφή αμαρτήματα. Κι όλα αυτά αρχίζουν από την Π.Δ. και καταλήγουν στην Καινή. Από την Κ.Δ. λοιπόν διδασκόμαστε ότι ο γάμος είναι μεγάλο μυστήριο, διότι είναι μετοχή στο μέγιστο μυστήριο του Χριστού και της εκκλησίας, Η διδασκαλία επομένως της εκκλησίας για το γάμο είναι τόσο υψηλή, ενώ για τον ίδιο το γάμο δεν έχομε καμιά ιεροτελεστία ούτε κατά την αποστολική εποχή ούτε αργότερα, και μάλιστα τη στιγμή που οι εθνικοί είχαν επιβλητικές τελετές. Είναι τυχαίο αυτό η έλλειψη της εποχής εκείνης; Τα γεγονότα, που θα παραταχθούν αμέσως κατόπιν, δείχνουν ότι συνειδητά συνέβη έτσι το πράγμα· προτάσσοντας όμως το συμπέρασμα λέμε ότι ο χριστιανικός γάμος συνάπτεται κατά το βάπτισμα ή κατά την ευχαριστία και μόνον· ότι η τήρηση των θείων εντολών είναι η ουσία κι ο σκοπός του, κι αν πάλι η απιστία του ενός συζύγου εμποδίζει το βάπτισμα και την κοινωνία του, η πίστη και η κοινωνία του άλλου αγιάζει το γάμο.
Τα γεγονότα, που μας ωθούν στη συναγωγή αυτών των συμπερασμάτων είναι τα εξής: Από την Κ.Δ. φαίνεται καθαρά πως ο γάμος όχι μόνον αποτελεί ισχυρότατο αντίδοτο κατά της πορνείας, αλλά και πηγή αγιασμού για τα πιστά αντρόγυνα, αφού κι ο άπιστος τυχόν σύζυγος και τ’ άπιστα παιδιά αγιάζονται από τον πιοτό σύζυγο και γονιό. Όρος βέβαια είναι να θέλει ο άπιστος σύζυγος να συνοικεί με τον πιστό, που φυσικά σημαίνει ότι δεν θα προβάλλει άρνηση για την τήρηση των θεμελιωδέστατων εντολών του Χρίστου. Από τον άγιο Ιγνάτιο γνωρίζομε ότι ο γάμος ανακοινώνεται στον επίσκοπο, κι από τον Τερτυλλιανό ότι ο γάμος «συνάπτεται από την εκκλησία και ισχυροποιείται από την θεία ευχαριστία».
Αλλ’ επίσης γνωρίζομε από τον άγιο Ιππόλυτο πως η γνωστοποίηση στον επίσκοπο δεν συνιστά γάμο, αν δεν τηρούνται οι εντολές. Κι αντιθέτως ο ίδιος πατήρ ονομάζει «φιλόθεο» την Μαρκία, παλλακή του αυτοκράτορα Κομμόδου, και δέχεται στην κοινωνία την παλλακή εκείνη, που τηρεί την μονογαμία. Η διάταξη αυτή τηρείται από την αρχαία εκκλησία όλη: γίνεται δεκτή η πιστή, που είναι παλλακή ενός εθνικού άντρα, αφοσιώνεται σ’ αυτόν, και τηρεί τις εντολές. Όσον αφορά στην ίδια. Δεν επιτρέπεται όμως στον πιστό άντρα να έχει παλλακή, αλλ’ υποχρεώνεται να έχει σύζυγο. Και τούτο γιατί σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής ο άντρας ως δυνατός μπορεί να τελέσει γάμο, ενώ η γυναίκα ήταν αδύνατο, διότι ήταν η αδύνατη.
Πόσο όμως συνιστά το χριστιανικό γάμο η τήρηση των εντολών κι όχι καμιά τελετή, φαίνεται από την περίπτωση ενός επισκόπου, που μαρτύρησε κατά τον τελευταίο διωγμό. Πρόκειται για τον άγιο Ειρηναίο επίσκοπο Σιρμίου, του οποίου η γυναίκα και τα παιδιά τον προέτρεπαν ν’ αρνηθεί τον Χριστό, χωρίς φυσικά να εισακουστούν. Προφανώς ο Ειρηναίος κι η γυναίκα του αποτελούσαν ανδρόγυνο εθνικό. Ύστερα πίστεψε ο σύζυγος, χωρίς να τον ακολουθήσουν οι δικοί του και χωρίς να προλάβει να τους πείσει.
Η τοπική εκκλησία τον εξέλεξε επίσκοπο, κι όταν συνε¬λήφθη κατά τη διάρκεια διωγμού απέδειξε εμπράκτως ότι η πίστη του ήταν ακράδαντη, κι η εκλογή επιτυχέστατη: δεν χρειάζεται να ειπωθεί ότι τον θεωρούσαν έγγαμο που εργαζόταν για την κατήχηση της οικογένειάς του. Αν τώρα εξετάσουμε όλα εκείνα τα βιβλία που περιέλαβαν το λειτουργικό υλικό της αρχαίας εκκλησίας, θα καταλάβουμε την ακρίβεια και την προσοχή της:
Η Διδαχή των αποστόλων, η Αποστολική παράδοση, οι Αποστολικές διαταγές, η Διαθήκη του Κυρίου, το ευχολόγιο του αγίου Σεραπίωνος επισκόπου Θμούεως περιέχουν ευχές του βαπτίσματος, του χρίσματος, της ευχαριστίας, των χειροτονιών, του ευχελαίου, των απαρχών, της κηδείας κ.ά., πουθενά όμως δεν βρίσκεται ευχή για γάμο. Ούτε και στα λίγο μεταγενέστερα συγγράμματα του Διονυσίου συναντά κανείς την παραμικρή νύξη για το γάμο, ενώ οι πληροφορίες τους για τη λειτουργική ζωή της εποχής τους είναι δαψιλέστατες. Κατ’ αυτή την εποχή και δύο μεγάλοι πατέρες αναφέρονται στο γάμο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος απευθυνόμενος προς ανδρόγυνα, που επρόκειτο να βαπτιστούν, λέγει ότι ο δεσμός του γάμου με το βάπτισμα θ’ αποβεί στενότερος, και προς τους άγαμους ότι και μετά το βάπτισμα επιτρέπεται ο γάμος. Έπειτα ο Χρυσόστομος αποτρέπει από τις σπατάλες στον πολυτελή στολισμό του σπιτιού κατά το γάμο και τις διασκεδάσεις κι ως γνωρίσματα του χριστιανικού γάμου συμβουλεύει την αμοιβαία αγάπη, τη διδασκαλία του άντρα προς τη γυναίκα και τη συχνή φοίτηση στην εκκλησία. Ο κανόνας πάλι της συνόδου της Νεοκαισαρείας που απαγορεύει στον πρεσβύτερο να παρακαθίσει στο τραπέζι αυτών, που παντρεύονται για δεύτερη φορά, δείχνει την τέλεια απουσία οποιασδήποτε τελετής εκείνη την εποχή. Μη έχοντας τίποτ’ άλλο να ορίσει, ώστε να φανεί η συγκατάβαση, που γίνεται με το δεύτερο γάμο, κι η μετάνοια των δίγαμων, θέσπισε τα σχετικά με το γαμήλιο δείπνο. Αργότερα, βέβαια, αρχίζουν να παρουσιάζονται πληροφορίες για την ιερολογία του γάμου, και μάλιστα βαθμιαία το βυζαντινό κράτος να την θεωρεί απαραίτητη για τη σύσταση του γάμου. Έρχεται άραγε σε σύγκρουση μεταγενέστερη εξέλιξη προς την αρχαία και μακραίωνη παράδοση; Κάθε άλλο. Η ακολουθία του γάμου είναι μία ομάδα ευχών, που βρίσκεται ενσωματωμένη μέσα στην ευχαριστία, και που μόνον εκεί μπορεί να σταθεί. Δεν αποτελεί ακολουθία αυτοτελή κανονικά, σαν τον όρθρο, τις ώρες, τον εσπερινό. Από το τελετουργικό αυτό γεγονός διδασκόμαστε την εξής αλήθεια: Ο γάμος, που ιδρύθηκε κι ευλογήθηκε από το Θεό στον παράδεισο, και συνέχισε να τελείται και μετά την πτώση, προσάγεται ξανά στο Θεό, είτε με το βάπτισμα του ζευγαριού είτε με την κοινωνία. Και προσάγεται πάλι στο Θεό, όπως προσάγεται όλος ο άνθρωπος κι όλη η κτίση. Κι αν μόνον ο ένας από τους «συζευγνυμένους» είναι πιστός, ο γάμος είναι βέβαια ιερός ως θεσμός θεοσύστατος, αλλ’ αγιάζεται κι ο άπιστος σύζυγος από τη χριστιανική ζωή του πιστού. Όλα αυτά δείχνουν πολύ έκτυπα πόσο μακριά στέκεται ο χριστιανικός γάμος από νομικίστικες και ηθικιστικές αντιλήψεις, από θρησκευτικές διακρίσεις καθαρού και ακαθάρτου, από απαγορεύσεις «Μη άψη, μηδέ γεύση», μ’ ένα λόγο από «διδασκαλίες, εντάλματα ανθρώπων». Του χριστιανικού γάμου το φυσικό πλαίσιο είναι, και πρέπει να είναι, το «Τα σα εκ των σων Σοι προσφέροντες… Σε υμνούμεν…».
Η συναίσθηση της μέγιστης αυτής τιμής ωθεί τον άνθρωπο, τον τέως αποξενωμένο από το Θεό και τώρα θετό παιδί του, να δοξολογεί ακατάπαυστα με τους λόγους, τις πράξεις, τη ζωή και τον θάνατό του το υπεράγιον θείον Όνομα: η κάθε πράξη του πιστού γίνεται προς δόξαν του Θεού. Έτσι ο Θεός και ο άνθρωπος βρίσκονται σε συνεχή κοινωνία, και η θεία ευλογία δεν είναι κάτι το εξωτερικό, που έρχεται στη ζωή του ανθρώπου μέσω κάποιων τελετών σε ορισμένες στιγμές του βίου του, όπως συνέβαινε κατά τις δοξασίες των εθνικών με τις «διαβατήριες τελετές» και τα «μυστήρια». Εδώ όλως αντιθέτως: στη ζωή του πιστού η Χάρις είναι κάτι το συνεχές και αέναο• μοιάζει με το αίμα, που αδιάκοπα ρέει μέσα στον οργανισμό, ώστε να τον διατηρεί στη ζωή. Τώρα φαίνεται η αβυσσαλέα απόσταση μεταξύ των «μυστηρίων» της εκκλησίας και των «μυστηρίων» των εθνών.
Τα «μυστήρια» της εκκλησίας είναι στην πραγματικότητα το μοναδικό μυστήριο του Χριστού, που με τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος γίνεται συνεχώς πραγματικότητα στο νου, στη σκέψη, στο σώμα, στις πράξεις, στην προσευχή και στη ζωή των πιστών. Για το «μυστήρια» των εθνών λέμε μόνον ότι είναι ορισμένες τελετές, που τελούνται απαράβατα καθ’ ορισμένο τυπικό, από «ιερείς», σε χρόνο και σε τόπο «ιερούς», ώστε ο μύστης ν’ αποκτήσει κάποια ωφελήματα. Ξέρω πως απλουστεύω πολύ τα πράγματα, αλλ’ ότι δεν τα παραμορφώνω, το δείχνει η ιστορία της ιερολογίας του γάμου. Επί τη βάσει των Γραφών, η μονογαμία είναι παραδείσια κατάσταση και θέλημα του Θεού· η πολυγαμία εισάγεται από τον άνθρωπο μετά την πτώση του, η παρθενία κι η μονογαμία συνιστώνται από το Θεό, ενώ απαγορεύονται η πορνεία, η μοιχεία και τα συναφή αμαρτήματα. Κι όλα αυτά αρχίζουν από την Π.Δ. και καταλήγουν στην Καινή. Από την Κ.Δ. λοιπόν διδασκόμαστε ότι ο γάμος είναι μεγάλο μυστήριο, διότι είναι μετοχή στο μέγιστο μυστήριο του Χριστού και της εκκλησίας, Η διδασκαλία επομένως της εκκλησίας για το γάμο είναι τόσο υψηλή, ενώ για τον ίδιο το γάμο δεν έχομε καμιά ιεροτελεστία ούτε κατά την αποστολική εποχή ούτε αργότερα, και μάλιστα τη στιγμή που οι εθνικοί είχαν επιβλητικές τελετές. Είναι τυχαίο αυτό η έλλειψη της εποχής εκείνης; Τα γεγονότα, που θα παραταχθούν αμέσως κατόπιν, δείχνουν ότι συνειδητά συνέβη έτσι το πράγμα· προτάσσοντας όμως το συμπέρασμα λέμε ότι ο χριστιανικός γάμος συνάπτεται κατά το βάπτισμα ή κατά την ευχαριστία και μόνον· ότι η τήρηση των θείων εντολών είναι η ουσία κι ο σκοπός του, κι αν πάλι η απιστία του ενός συζύγου εμποδίζει το βάπτισμα και την κοινωνία του, η πίστη και η κοινωνία του άλλου αγιάζει το γάμο.
Τα γεγονότα, που μας ωθούν στη συναγωγή αυτών των συμπερασμάτων είναι τα εξής: Από την Κ.Δ. φαίνεται καθαρά πως ο γάμος όχι μόνον αποτελεί ισχυρότατο αντίδοτο κατά της πορνείας, αλλά και πηγή αγιασμού για τα πιστά αντρόγυνα, αφού κι ο άπιστος τυχόν σύζυγος και τ’ άπιστα παιδιά αγιάζονται από τον πιοτό σύζυγο και γονιό. Όρος βέβαια είναι να θέλει ο άπιστος σύζυγος να συνοικεί με τον πιστό, που φυσικά σημαίνει ότι δεν θα προβάλλει άρνηση για την τήρηση των θεμελιωδέστατων εντολών του Χρίστου. Από τον άγιο Ιγνάτιο γνωρίζομε ότι ο γάμος ανακοινώνεται στον επίσκοπο, κι από τον Τερτυλλιανό ότι ο γάμος «συνάπτεται από την εκκλησία και ισχυροποιείται από την θεία ευχαριστία».
Αλλ’ επίσης γνωρίζομε από τον άγιο Ιππόλυτο πως η γνωστοποίηση στον επίσκοπο δεν συνιστά γάμο, αν δεν τηρούνται οι εντολές. Κι αντιθέτως ο ίδιος πατήρ ονομάζει «φιλόθεο» την Μαρκία, παλλακή του αυτοκράτορα Κομμόδου, και δέχεται στην κοινωνία την παλλακή εκείνη, που τηρεί την μονογαμία. Η διάταξη αυτή τηρείται από την αρχαία εκκλησία όλη: γίνεται δεκτή η πιστή, που είναι παλλακή ενός εθνικού άντρα, αφοσιώνεται σ’ αυτόν, και τηρεί τις εντολές. Όσον αφορά στην ίδια. Δεν επιτρέπεται όμως στον πιστό άντρα να έχει παλλακή, αλλ’ υποχρεώνεται να έχει σύζυγο. Και τούτο γιατί σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής ο άντρας ως δυνατός μπορεί να τελέσει γάμο, ενώ η γυναίκα ήταν αδύνατο, διότι ήταν η αδύνατη.
Πόσο όμως συνιστά το χριστιανικό γάμο η τήρηση των εντολών κι όχι καμιά τελετή, φαίνεται από την περίπτωση ενός επισκόπου, που μαρτύρησε κατά τον τελευταίο διωγμό. Πρόκειται για τον άγιο Ειρηναίο επίσκοπο Σιρμίου, του οποίου η γυναίκα και τα παιδιά τον προέτρεπαν ν’ αρνηθεί τον Χριστό, χωρίς φυσικά να εισακουστούν. Προφανώς ο Ειρηναίος κι η γυναίκα του αποτελούσαν ανδρόγυνο εθνικό. Ύστερα πίστεψε ο σύζυγος, χωρίς να τον ακολουθήσουν οι δικοί του και χωρίς να προλάβει να τους πείσει.
Η τοπική εκκλησία τον εξέλεξε επίσκοπο, κι όταν συνε¬λήφθη κατά τη διάρκεια διωγμού απέδειξε εμπράκτως ότι η πίστη του ήταν ακράδαντη, κι η εκλογή επιτυχέστατη: δεν χρειάζεται να ειπωθεί ότι τον θεωρούσαν έγγαμο που εργαζόταν για την κατήχηση της οικογένειάς του. Αν τώρα εξετάσουμε όλα εκείνα τα βιβλία που περιέλαβαν το λειτουργικό υλικό της αρχαίας εκκλησίας, θα καταλάβουμε την ακρίβεια και την προσοχή της:
Η Διδαχή των αποστόλων, η Αποστολική παράδοση, οι Αποστολικές διαταγές, η Διαθήκη του Κυρίου, το ευχολόγιο του αγίου Σεραπίωνος επισκόπου Θμούεως περιέχουν ευχές του βαπτίσματος, του χρίσματος, της ευχαριστίας, των χειροτονιών, του ευχελαίου, των απαρχών, της κηδείας κ.ά., πουθενά όμως δεν βρίσκεται ευχή για γάμο. Ούτε και στα λίγο μεταγενέστερα συγγράμματα του Διονυσίου συναντά κανείς την παραμικρή νύξη για το γάμο, ενώ οι πληροφορίες τους για τη λειτουργική ζωή της εποχής τους είναι δαψιλέστατες. Κατ’ αυτή την εποχή και δύο μεγάλοι πατέρες αναφέρονται στο γάμο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος απευθυνόμενος προς ανδρόγυνα, που επρόκειτο να βαπτιστούν, λέγει ότι ο δεσμός του γάμου με το βάπτισμα θ’ αποβεί στενότερος, και προς τους άγαμους ότι και μετά το βάπτισμα επιτρέπεται ο γάμος. Έπειτα ο Χρυσόστομος αποτρέπει από τις σπατάλες στον πολυτελή στολισμό του σπιτιού κατά το γάμο και τις διασκεδάσεις κι ως γνωρίσματα του χριστιανικού γάμου συμβουλεύει την αμοιβαία αγάπη, τη διδασκαλία του άντρα προς τη γυναίκα και τη συχνή φοίτηση στην εκκλησία. Ο κανόνας πάλι της συνόδου της Νεοκαισαρείας που απαγορεύει στον πρεσβύτερο να παρακαθίσει στο τραπέζι αυτών, που παντρεύονται για δεύτερη φορά, δείχνει την τέλεια απουσία οποιασδήποτε τελετής εκείνη την εποχή. Μη έχοντας τίποτ’ άλλο να ορίσει, ώστε να φανεί η συγκατάβαση, που γίνεται με το δεύτερο γάμο, κι η μετάνοια των δίγαμων, θέσπισε τα σχετικά με το γαμήλιο δείπνο. Αργότερα, βέβαια, αρχίζουν να παρουσιάζονται πληροφορίες για την ιερολογία του γάμου, και μάλιστα βαθμιαία το βυζαντινό κράτος να την θεωρεί απαραίτητη για τη σύσταση του γάμου. Έρχεται άραγε σε σύγκρουση μεταγενέστερη εξέλιξη προς την αρχαία και μακραίωνη παράδοση; Κάθε άλλο. Η ακολουθία του γάμου είναι μία ομάδα ευχών, που βρίσκεται ενσωματωμένη μέσα στην ευχαριστία, και που μόνον εκεί μπορεί να σταθεί. Δεν αποτελεί ακολουθία αυτοτελή κανονικά, σαν τον όρθρο, τις ώρες, τον εσπερινό. Από το τελετουργικό αυτό γεγονός διδασκόμαστε την εξής αλήθεια: Ο γάμος, που ιδρύθηκε κι ευλογήθηκε από το Θεό στον παράδεισο, και συνέχισε να τελείται και μετά την πτώση, προσάγεται ξανά στο Θεό, είτε με το βάπτισμα του ζευγαριού είτε με την κοινωνία. Και προσάγεται πάλι στο Θεό, όπως προσάγεται όλος ο άνθρωπος κι όλη η κτίση. Κι αν μόνον ο ένας από τους «συζευγνυμένους» είναι πιστός, ο γάμος είναι βέβαια ιερός ως θεσμός θεοσύστατος, αλλ’ αγιάζεται κι ο άπιστος σύζυγος από τη χριστιανική ζωή του πιστού. Όλα αυτά δείχνουν πολύ έκτυπα πόσο μακριά στέκεται ο χριστιανικός γάμος από νομικίστικες και ηθικιστικές αντιλήψεις, από θρησκευτικές διακρίσεις καθαρού και ακαθάρτου, από απαγορεύσεις «Μη άψη, μηδέ γεύση», μ’ ένα λόγο από «διδασκαλίες, εντάλματα ανθρώπων». Του χριστιανικού γάμου το φυσικό πλαίσιο είναι, και πρέπει να είναι, το «Τα σα εκ των σων Σοι προσφέροντες… Σε υμνούμεν…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά