Εἰσαγωγὴ-Μετάφραση-Σχόλια: Ἀθανάσιος Καραλάσκος
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰωάννη Δ. Καραβιδόπουλου Ἀπόκρυφα Χριστιανικὰ Κείμενα. Τόμος α΄ Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια, Θεσσαλονίκη 1999, ἐκδόσεις Πουρναρᾶ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα καὶ σημαντικότερα ἀπόκρυφα χριστιανικὰ κείμενα εἶναι τὸ Πρωτευαγγέλιον Ἰακώβου (στὸ ἑξῆς: Πρωτ. Ἰακ.), ποὺ πραγματεύεται τὰ σχετικὰ μὲ τὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου, τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ θάνατο τοῦ Ζαχαρία, γεγονὸς ποὺ τὸ ἀνέδειξε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ δημοφιλῆ, λαϊκὰ ἀναγνώσματα. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς εὐρείας διάδοσής του ἦταν ὁ ἐπηρεασμὸς τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τῆς ἐκκλησίας σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση.
1. Τίτλος - Χειρόγραφα - Ἀρχαῖες μεταφράσεις
Ὁ μεγάλος ἀριθμὸς τῶν χειρογράφων ποὺ διασώθηκε, μὲ τὴν ποικιλομορφία τῶν τίτλων ἀποδεικνύει μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο τρόπο τὴν ἀξία καὶ τὴ σημασία ποὺ ἀποδίδονταν στὸ Πρωτ. Ἰακ. Τὰ χειρόγραφα ξεκινοῦν ἀπὸ τὸν 3° αἰώνα καὶ ἐκτείνονται ὥς τὸν 13°. Τὸ ἀρχαιότερο ἔχει ὡς τίτλο «Γένεσις Μαρίας. Ἀποκάλυψις Ἰακώβ», ὁ Ὠριγένης τὸ παραδίδει ὡς «Βίβλον Ἰακώβου», ἐνῶ στὴ μεταγενέστερη χειρόγραφη παράδοση μαρτυρεῖται ποικιλία ἐπιγραφῶν, ὅπως: «Γέννησις Μαρίας τῆς ἁγίας Θεοτόκου καὶ ὑπερενδόξου μητρὸς Ἰησοῦ Χριστοῦ», «Λόγος ἱστορικὸς εἰς τὸ γενέσιον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας», «Τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἰακώβου ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων τοῦ ἀδελφοθέου διήγησις περὶ τῆς γεννήσεως τῆς Παναγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας» κ. ἄ. Ἡ ἐπικράτηση ὅμως τοῦ τίτλου «Πρωτευαγγέλιον Ἰακώβου» εἶναι κατὰ πολὺ μεταγενέστερη. Εἰσηγητὲς τοῦ ὅρου ὑπῆρξαν οἱ G. Postel (1552) καὶ M.Neander (1564), ποὺ ἐκπόνησαν ὁ μὲν πρῶτος λατινικὴ μετάφραση ἀπὸ Ἑλληνικὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο δὲν σώζεται σήμερα, ὁ δὲ δεύτερος ἔκδοση τοῦ Ἑλληνικοῦ κειμένου μὲ βάση κάποιο χειρόγραφο τοῦ 11ου αἰώνα.
Ἀκολούθησαν πολλὲς ἐκδόσεις μέχρι ποὺ ὁ C. Tischendorf ἐξέδωσε κριτικὴ ἔκδοση (Evangelia Apocrypha, 1853, σ.1-49), στηριζόμενος σὲ χειρόγραφα μεταγενέστερά τοῦ 10ου αἰώνα. Αὐτὸ τὸ ἔργο θεωρήθηκε κλασικὸ καὶ πολλοὶ στηρίχτηκαν σὲ αὐτό, μεταφραστὲς καὶ ἑρμηνευτές.
Στὴ δεκαετία ὅμως τοῦ 1950 μεταξὺ τῶν παπύρων Bodmer ἀνακαλύφθηκε ἕνας ἄγνωστος κώδικας ποὺ περιέχει μεταξὺ τῶν ἄλλων τὸ κείμενο τὸν Πρωτ. Ἰακ. μὲ τίτλο «Γένεσις Μαρίας. Ἀποκάλυψις Ἰακώβ», ποὺ χρονολογεῖται μεταξὺ 3ου καὶ ἀρχῶν 4ου αἰώνα. Τὸ κείμενο μὲ τὴν ἀρχαιοπρεπέστερη μορφὴ ποὺ διασώζει δὲν εἶναι πάντοτε σύμφωνο μὲ τὸ κείμενο τοῦ Tischendorf. Οἱ διαφορές, ποὺ σίγουρα δὲν ἀφοροῦν πάντοτε τὴν ἀρχαϊκὴ ἐκδοχὴ τοῦ κειμένου, φωτίζουν κυρίως κάποια σκοτεινὰ σημεῖα ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἑνότητα τοῦ κειμένου. Ἡ πιὸ ἀξιόλογη ἐργασία γιὰ τὸν κώδικα εἶναι τοῦ Emile de Strycker, La forme la plus ancienne du Protevangile de Jacques, Bruxelles 1961.
Ἐνδεικτικὸ ἐπίσης τῆς ἀξίας καὶ τῆς σημασίας τοῦ Πρωτ. Ἰακ. εἶναι ἡ ὕπαρξη τῶν πολλῶν μεταφράσεών του σὲ γλῶσσες τῆς ἐποχῆς του ἀλλὰ καὶ μεταγενέστερες, ποὺ ἄλλοτε τὸ ἀντιγράφουν καὶ ἄλλοτε τὸ ἀποδίδουν ἐλεύθερα. Μεταφράσεις σώθηκαν στὴ Συριακή, Ἀρμενική, Γεωργιανή, Αἰθιοπική, Σαχιδική, Λατινική, Σλαβονικὴ καὶ Ἀραβική. Παραφράσεις τοῦ ἔργου ἀποτελοῦν ὁ λατινικὸς Ψευδο-Ματθαῖος, ὁ συριακὸς βίος τῆς ἁγίας Μαρίας, τὸ ἀρμένικο εὐαγγέλιο τῆς γέννησης, καὶ ἕνα ἀπόκρυφο ἀπόσπασμα στὴ Σαχιδική.
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πληθώρα μεταφράσεων στὴν Ἀνατολή, στὴ Δύση τὰ χειρόγραφα εἶναι λιγοστά. Σὲ αὐτὸ συνέβαλαν δύο λόγοι: α) ἡ προσωπικότητα τὸν Ἱερωνύμου καὶ β) τὰ διατάγματα τῶν Παπῶν, καὶ ἰδίως τὸ Γελασιανὸ Διάταγμα. Ὁ Ἱερώνυμος πολέμησε ἔντονα τὸ Πρωτ. Ἰακ., ἀφοῦ ὑποστήριζε μὲ πάθος ὅτι οἱ λεγόμενοι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ ἦταν ξαδέλφια του καὶ ὄχι γιοὶ τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ προγενέστερο γάμο, ὅπως ἀφηγεῖται τὸ Πρωτ. Ἰακ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ καταδίκη τοῦ Πρωτ. Ἰακ. ἀπὸ τὸν πάπα Δάμασο Α', τὸν Ἰννοκέντιο Α' καὶ τὸ Γελασιανὸ Διάταγμα, ποὺ ἀναγνώριζε ὡς συγγραφέα ὄχι τὸν Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο ἀλλὰ τὸν Ἰάκωβο τὸν μικρὸ (Μρ 15,40), δημιούργησε μία πλειάδα νέων λατινικῶν ἀποκρύφων, ποὺ ἐπικράτησαν στὴ Δύση καὶ ἐπηρέασαν τὴ θεολογία της. Αὐτὰ εἶναι τά: Liber de Nativitate Mariae, Liber de infantia, Ἰωσὴφ ὁ ξυλουργὸς καὶ ὁ Ψευδο-Ματθαῖος.
2. Ἑνότητα τοῦ κειμένου
Ἐκεῖνο ποὺ ἀπασχόλησε ἰδιαίτερα τοὺς ἐρευνητὲς εἶναι ἡ ἑνότητα τοῦ βιβλίου. Οἱ ἐναλλαγὲς προσώπων στὴ διήγηση, ἡ ἀναφορὰ κάποιων στοιχείων ἀπὸ αὐτὸ καὶ κάποιων ἄλλων στοὺς πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς, καθὼς καὶ ἡ ἀνακάλυψη τοῦ παπύρου Bodmer V, ἔθεσαν ἐν ἀμφιβόλῳ τὴν ἑνότητα τοῦ κειμένου. Κάποιοι μίλησαν γιὰ τρεῖς πηγές, ἄλλοι κάνουν λόγο γιὰ ξεχωριστὸ ἀπόκρυφο Ζαχαρία, ὅμως πολλοὶ συμφωνοῦν σὲ μία συρραφὴ πολλῶν πηγῶν καὶ παραδόσεων ποὺ ἔγινε σταδιακά, ἀλλὰ ἀρκετὰ νωρὶς ἀφοῦ τὸ γνωρίζουν οἱ πατέρες. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ παράδειγμα τῶν κεφαλαίων ποὺ ἀναφέρονται στὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ζαχαρία. Τὰ συγκεκριμένα κεφάλαια λείπουν ἀπὸ τὸν πάπυρο Bodmer V ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ διήγηση τοῦ Ὠριγένη, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ χρησιμοποιεῖ εὐρύτατα τὸ Πρωτ. Ἰακ., στὴ συνάφεια γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Ζαχαρία παρουσιάζει ἄλλη ἐκδοχή. Αὐτὴ ἡ διπλὴ μαρτυρία, ἐκτός τῆς ἀδιάψευστης καὶ ἀκλόνητης μαρτυρίας ποὺ προσφέρει, ἔδωσε τὴν εὐκαιρία γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς θεωρίας ποὺ προαναφέρθηκε. Γενικὴ ὁμοφωνία ὑπάρχει ὡς πρὸς τὰ ἑξῆς σημεῖα: α) Τὰ κεφ. 22-24, ὅπου περιγράφεται ἡ θανάτωση τοῦ Ζαχαρία μὲ προσταγὴ τοῦ Ἡρώδη, εἶναι ἑνιαῖα καὶ μεταγενέστερα, β) Τὸ κείμενο μὲ τὴ σημερινὴ μορφὴ του ἀνάγεται στὰ τέλη τοῦ 3ου, ἀρχὲς 4ου αἰώνα (χρονολόγηση βάσει Bodmer V), γ) Ἡ ἀρχικὴ μορφὴ τοποθετεῖται στὸν 2ο αἰώνα. Ὁποιαδήποτε ἄλλη ἄποψη προσκρούει στὴν ἑνότητα τοῦ ὕφους. Θεματολογικὰ τὸ σημερινὸ κείμενο χωρίζεται στὰ ἑξῆς μέρη: 1) Σύλληψη, γέννηση, ἀφιέρωση τῆς Μαρίας στὸ Ναὸ καὶ μνηστεία της μὲ τὸν Ἰωσὴφ (κεφ. 1-16). 2) Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καὶ σφαγὴ τῶν νηπίων (17 - 22,2). 3) Διάσωση Ἐλισάβετ καὶ Προδρόμου καὶ ἱστορικό τῆς δολοφονίας τοῦ Ζαχαρία (22,3- 24), καὶ 4) Ἐπίλογος (κεφ.25).
3. Τόπος καὶ χρόνος συγγραφῆς
Ἡ ἔρευνα γιὰ τὸν τόπο εἶναι ἄμεσα συνυφασμένη μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ συγγραφέα. Ἡ ἄγνοια τῆς παλαιστινιακῆς γεωγραφίας καὶ τῶν ἰουδαϊκῶν ἐθίμων, ποὺ παρουσιάζει ὁ συγγραφέας, ἀποκλείει τὴν περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης καὶ ἀνοίγει τὸ δρόμο γιὰ τὴν Αἴγυπτο ἢ τὴ Συρία. Δεδομένης ὅμως τῆς ἀναφορᾶς τοῦ μαντηλιοῦ μὲ τὸ βασιλικὸ χαρακτήρα στὸ 2ο κεφ. ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μόνο ἱστορικὸ στοιχεῖο τοῦ Πρωτ. Ἰακ. σύγχρονο τῆς ἐποχῆς του, νομίζουμε ὅτι πρέπει νὰ στραφοῦμε στὴν Αἴγυπτο. Ὁ Stryker ἀναφέρει ὅτι ὑπῆρχαν στὴν Αἴγυπτο φημισμένα ἐργαστήρια, ὑπὸ κρατικὸ ἔλεγχο, ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ αὐτὸ τὸν τομέα ἐξυπηρετώντας παραγγελίες τῶν ἀρχῶν, βασιλικῶν τὴν ἐποχὴ τῶν Πτολεμαίων, αὐτοκρατορικῶν στοὺς Ρωμαϊκοὺς χρόνους. Ἐπίσης τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ πρώτη φορὰ ἀναφέρεται τὸ Πρωτ. Ἰακ. ἀπὸ πατέρες καὶ συγγραφεῖς τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὅπως π.χ. ὁ Κλήμης καὶ ὁ Ὠριγένης, ἐμμέσως ὁ (ψευδο) Μ. Ἀθανάσιος, συνηγορεῖ γιὰ τὴν πιθανότητα τῆς Αἰγύπτου. Ἄλλωστε ἐκεῖ ὑπῆρχε μεγάλη ἰουδαϊκὴ παροικία ἀπὸ ὅπου ὁ συγγραφέας μποροῦσε νὰ ἀντλήσει πληροφορίες, ἐκεῖ ὑπῆρχε ἀπὸ νωρὶς χριστιανικὴ κοινότητα, ἐκεῖ ὑπῆρχε καὶ ἡ μετάφραση τῶν Ο΄, τὴν ὁποία μᾶλλον ἔχει ὑπόψη ὅταν γράφει, ἐκεῖ τέλος -ἂς διακινδυνεύσουμε τὴν ὑπόθεση- ὑπῆρχαν παραπλήσια ἔργα πρὸς τὸ ἔργο μας, οἱ ἀρεταλογίες πρὸς τιμὴν τῆς Ἴσιδας. Ἄλλωστε, ἡ Αἴγυπτος εἶναι γνωστὴ ὡς γενέτειρα ἀπόκρυφης καὶ ἀποκαλυπτικῆς γραμματείας.
Γιὰ τὴν ἐξακρίβωση τοῦ χρόνου συγγραφῆς τοῦ Πρωτ. Ἰακ. πρέπει νὰ ληφθοῦν ὑπόψη τρεῖς σημαντικὲς ἀναφορές, τῶν Ἰουστίνου, Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως καὶ Ὠριγένους. Ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς Ἰουστίνος μαρτυρεῖ, ὅπως καὶ τὸ Πρωτ. Ἰακ., α) τὸ ἀειπάρθενο τῆς Παναγίας, β) τὴ Δαβιδικὴ καταγωγή της καὶ γ) τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ σὲ σπήλαιο. Δεδομένου ὅτι ἔχει ἀποδειχτεῖ ἡ γενικότερη ἀσυμφωνία τους, ὅταν καταγράφουν κοινὰ γεγονότα, (ὅπως ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ), ἐνῶ συμφωνοῦν μόνο στὰ προαναφερθέντα, ὁδηγούμαστε στὸ συμπέρασμα ὅτι ἔχουν στὴ διάθεσή τους μία κοντινὴ σὲ αὐτοὺς ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Κατὰ συνέπεια δὲν μπορεῖ νὰ ἀπέχουν πάρα πολὺ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ὁ Κλήμης σὲ σχέση μὲ τὰ ἱστορούμενα στὸ Πρωτ. Ἰακ. σημειώνει στοὺς Στρωματεῖς: «Ἀλλ’ ὡς ἔοικεν, τοῖς πολλοῖς καὶ μέχρι νῦν δοκεῖ ἡ Μαριὰμ λεχὼ εἶναι διὰ τὴν τοῦ παιδίου γέννησιν, οὐκ οὖσα λεχώ• καὶ γὰρ μετὰ τὸ τεκεῖν αὐτὴν μαιωθεῖσαν, φασὶν τινὲς παρθένον εὐρεθῆναι...». Ὁ Ὠριγένης εἶναι πιὸ ἀποκαλυπτικός καθὼς ἀναφερόμενος στοὺς ἀδελφούς τοῦ Κυρίου ὀνοματίζει καὶ τὴν πηγή του, ποὺ εἶναι τὸ Πρωτ. Ἰακ. Λαμβάνοντας ὑπόψη ὅτι ὁ Ἰουστίνος πέθανε τὸ 165, ὁ Κλήμης τὸ 215 καὶ ὁ Ὠριγένης τὸ 254, πρέπει νὰ δεχτοῦμε ὅτι ἡ ἡμερομηνία ἐμφάνισης τοῦ Πρωτ. Ἰακ. τοποθετεῖται ἀπὸ τὸ 150 καὶ ἔπειτα, σίγουρα ὅμως μέσα στὸ δεύτερο μισό τοῦ 2ου αἰώνα, καθὼς τὸν 3ο γνωρίζει μεγάλη ἀνάπτυξη.
4. Συγγραφέας - Σκοπὸς
Ὁ συγγραφέας ἔχει διχάσει πολλοὺς ἐπιστήμονες. Πέτρα τοῦ σκανδάλου ἀποτελεῖ ἡ καταγωγή του. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν ὅτι δὲν εἶναι Ἑβραῖος. Μία τέτοια ὅμως ἄποψη δημιουργεῖ περισσότερα προβλήματα ἀπὸ ὅσα λύνει, γιατί 1) Μένει ἀδικαιολόγητος ὁ φιλοιουδαϊσμός του, καθὼς εἶναι γνωστὸς ὁ ἀντιιουδαϊκὸς χαρακτήρας τῶν περισσοτέρων Ἀποκρύφων. Καὶ μόνο τὸ παράδειγμα τοῦ Ζαχαρία εἶναι ἀρκετό• θὰ μποροῦσε, ἂν δὲν ἦταν Ἰουδαῖος, νὰ χρησιμοποιήσει, μὲ τὴν ἐλευθεριότητα ποὺ τὸν διακρίνει στὴ χρήση τῶν πηγῶν, τὸ λόγιο τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴ δολοφονία τοῦ Ζαχαρία (Μθ 23.35) ἢ τὴ διαπίστωση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ θάνατο τῶν προφητῶν (Μθ 23.37) καὶ νὰ ἐπιρρίψει τὶς εὐθύνες στοὺς Ἑβραίους• δὲν τὸ κάνει ὅμως. Στὴν πιθανὴ ἔνσταση ὅτι τὸ κομμάτι προστέθηκε ἀργότερα ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε ὅτι, ἂν τὸ ἔργο ἦταν ἐξ ἀρχῆς ἀντιιουδαϊκό, δὲν θὰ δεχόταν μὲ κανένα τρόπο μία τέτοιου εἴδους προσθήκη. 2) Μένει ἀνεξήγητη ἡ εὐρύτατη καὶ ἄνετη χρήση τῆς Π.Δ. Εἶναι δυνατὸν κάποιος ἐθνικός, ποὺ βαπτίστηκε χριστιανὸς καὶ θέλησε νὰ γράψει γιὰ τὴν Παναγία τοποθετώντας την στὴ συνέχεια τῆς ἱερῆς ἱστορίας τοῦ Ἰσραήλ, νὰ χρησιμοποιεῖ μὲ τέτοια ἄνεση προτυπώσεις-ἱστορίες τῆς Π.Δ. σὲ σχέση μὲ αὐτήν; Λίγο ἀπίθανο. Ἀκόμη καὶ ἂν ἄκουγε στὴ λατρεία ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν Π.Δ., ἡ εὐρεία χρήση κανονικῶν καὶ δευτεροκανονικῶν βιβλίων, χωρὶς τὴν ἄνεση νὰ ἐγκύψει σὲ αὐτά, ἀποκλείει καὶ τὸ πιὸ γερὸ μυαλό. 3) Ἡ περίφημη γεωγραφικὴ ἄγνοια ποὺ ἐπικαλοῦνται πολλοὶ ἐπιστήμονες μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ. Πῶς εἶναι δυνατόν, ἀκόμη καὶ ἕνας Ἑβραῖος τῆς διασπορᾶς, νὰ γνωρίζει τὴ γεωγραφικὴ ὑφὴ τῆς Παλαιστινιακῆς γῆς, ἂν δὲν τὴν ἔχει ἐπισκεφτεῖ ποτέ; Εἶναι δυνατὸν μόνο μέσα ἀπὸ τὶς διηγήσεις τῆς Π.Δ. νὰ μπορεῖ κάποιος νὰ προσανατολιστεῖ; 4) Ἡ αἰτίαση τοῦ Elliott ὅτι πολλὰ στοιχεῖα εἶναι πλασματικὰ ἢ ἄγνωστα ἔχει μὲν βάση ἐπιστημονικὴ ἀλλὰ ἀγνοεῖ κάποιες λεπτομέρειες. Παραβλέποντας αὐτὲς τὶς λεπτομέρειες καταλήγει νὰ ὑποστηρίζει ὁ Elliott τὴν ἐθνικὴ προέλευση τοῦ συγγραφέα• π.χ. τὸ ἄγνωστο σὲ αὐτὸν oracular plate οn the forehead δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ περίφημο πέταλο τοῦ ἱερέα, ὁπότε ἡ ἀναφορὰ του μόνο πλαστὴ δὲν εἶναι. 5) Ἂν δεχτοῦμε, ὅπως ὁ Elliott, ὅτι τὰ ὀνόματα εἶναι δημιούργημα τοῦ Πρωτ. Ἰακ., τότε πῶς δικαιολογεῖται ἡ ἐπιλογὴ ὀνομάτων μὲ τόσο φορτισμένη παλαιοδιαθηκικὴ ἱστορία; Μποροῦσε ἕνας ἁπλός, ἐξ ἐθνικῶν, χριστιανὸς νὰ ἔχει αὐτὸ τὸ κριτήριο; 6) Ἡ χρήση τῆς ἰουδαϊκῆς Ἀποκαλυπτικῆς δὲν φανερώνει ἄνθρωπο σχετιζόμενο μὲ αὐτὴ τὴν παράδοση; Θὰ μποροῦσαν νὰ γραφοῦν πολλὰ ἀκόμη• σημασία ὅμως ἀποκτᾶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχουμε μπροστὰ μας δύο πιθανότητες, μὲ ἕναν κοινὸ παρονομαστή: ὁ συγγραφέας ἢ εἶναι Ἰουδαῖος καὶ γνωρίζει καλὰ τὴ Γραφὴ ἢ πρόκειται γιὰ κάποιον ἐθνικό, χρόνια προσήλυτο στὴ Συναγωγή, ποὺ καὶ αὐτὸς γνωρίζει πολὺ καλὰ τὴ Γραφή.
Μελετώντας τὸ Πρωτ. Ἰακ. μπορεῖ εὔκολα νὰ διακρίνει ὁ ἀναγνώστης κάποια χαρακτηριστικά τοῦ συγγραφέα. Φαίνεται ἄνθρωπος εὔστροφος, μὲ ἕνα διάχυτο ἐκλεκτισμὸ καὶ ἀρκετὴ ἐλευθερία ὡς πρὸς τὴ χρήση τῶν πηγῶν, μὲ φαντασία καὶ σκηνοθετικὴ δεινότητα, προσὸν ποὺ τὸ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ ἀποδώσει συνήθως τὴν ἔνταση τῶν στιγμῶν. Ἔχει ποιητικὸ ὕφος καὶ ἕνα δικό του ἰδιαίτερο ὕφος γραφῆς καὶ διήγησης. Αὐταπόδεικτη εἶναι ἡ μεγάλη του εὐλάβεια καὶ ἡ προσήλωση στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο του φαντάζει σὰν ἕνας πρώιμος, ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους μεγάλους πατέρες, ὑμνητὴς τῆς Παναγίας. Ἄλλωστε αὐτὸς ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς σκοπούς του. Σὲ ἕναν κόσμο κατείδωλο καὶ γεμάτο σοφοὺς προβάλλει τὸ πρόσωπο τῆς Μαρίας καὶ ἀπολογεῖται γι’αὐτήν. Ὅπως γνωρίζουμε καὶ ἀπὸ ἄλλες, πατερικὲς καὶ μή, πηγές, τὸ πρόσωπο τῆς Μαρίας ἦταν ὑποτιμημένο. Τὴν κατηγοροῦσαν γιὰ ἄσημη καταγωγή, ἀμφέβαλλαν γιὰ τὴν ἀκεραιότητά της καὶ φυσικὰ χλεύαζαν τὴ σύλληψή της. Ἔναντι ὅλων αὐτῶν ὁ συγγραφέας τονίζει τὴν Δαβιδικὴ γενιά, τοὺς ἔνδοξους καὶ θεοσεβεῖς γονεῖς, τὰ προσωπικὰ χαρίσματα, τὴ μεγάλη καθαρότητα, τὴν ἐξακριβωμένη παρθενία πρὶν καὶ μετὰ τὴ γέννηση, τὴν πιστότητα, τὴν πραότητα, τὸ ἦθος καὶ ἄλλα. Βέβαια ὑπάρχει καὶ ἕνας τρίτος πιὸ ἄδηλος σκοπός, ποὺ ἀφορᾶ τὸ συμπλήρωμα τῆς εὐαγγελικῆς ἐξιστόρησης, ὅπου ὁ συγγραφέας κρίνει ὅτι δὲν ἔχουν ἀποδοθεῖ ὅλες οἱ σημαντικὲς κατ' αὐτὸν λεπτομέρειες τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας.
5. Πηγὲς - Δομὴ τοῦ κειμένου
Στὴν προσπάθειά του νὰ ἀποκαλύψει καὶ νὰ ἀναδείξει τὸ πρόσωπο τῆς Μαρίας ὁ συγγραφέας χρησιμοποίησε φυσικὰ τὶς βιβλικὲς πηγὲς καθὼς καὶ προφορικὲς παραδόσεις. Ἀπὸ τὴν Π.Δ. χρησιμοποιοῦνται σὲ ἐξαντλητικὸ βαθμὸ τὰ πρῶτα δύο κεφ. τοῦ βιβλίου τῶν Α' Βασιλειῶν, ὅπου ἱστοροῦνται τὰ σχετικὰ μὲ τὴ γέννηση τοῦ Σαμουήλ• ἐπίσης πηγὴ ἔμπνευσης ἀποτελοῦν οἱ ἱστορίες τῶν Πατριαρχῶν, τῆς Ἰουδίθ, τὸν Μανωὲ καὶ τῆς γνναίκας του. Γνωρίζει ἐπίσης ἀρκετὰ καλὰ κάποια χωρία ἀπὸ τὴν Ἔξοδο, τοὺς Ἀριθμούς, τὸ Δευτερονόμιο, τὸν προφήτη Ἠσαΐα, τὸν Ἀμώς, τὶς Παροιμίες κ. ἄ. Ἀντίστοιχα ἀπὸ τὴν Κ.Δ. χρησιμοποιεῖ ἐξαντλητικὰ τὸ εὐαγγέλιο τὸν Λουκᾶ, ἐνῶ φαίνεται νὰ γνωρίζει καλὰ καὶ τοῦ Ματθαίου. Ἀδιευκρίνιστη παραμένει ἡ σχέση του μὲ τὸ Δ' εὐαγγέλιο. Χρησιμοποιεῖ ἢ προϋποθέτει χωρία ἀπὸ τὴν Α΄ Κορινθίους, τὴν Α΄ καὶ Β΄ Πέτρου καὶ φυσικὰ ἀπὸ τὴν καθολικὴ Ἰακώβου.
Ὡς πρὸς τὴ δομὴ τοῦ Πρωτ. Ἰακ., παρατηροῦμε ὅτι ἡ ἱστορία του ἐκτυλίσσεται γύρω ἀπὸ ἄλλους ἔξι ἄξονες. Ὁ πρῶτος ἀφορᾶ τὴ δοξολογικὴ παρουσίαση τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου, εὐκαίρως ἀκαίρως• π.χ. ὁ Ἰωσὴφ ἀπευθύνεται ταραγμένος στὴ Θεοτόκο, ὅταν ἀνακαλύπτει τὴν ἐγκυμοσύνη της, ἐπαναλαμβάνοντας ἐν συντομίᾳ τὰ σπουδαῖα γεγονότα στὸ Ναό. Ὁ δεύτερος κινεῖται ἀνάμεσα στὸ ζεῦγος ἀμφισβήτηση-θεοσημία καὶ συναντᾶται σὲ ὅλη τὴ διήγηση• π.χ. ὁ ἱερέας ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν ἀθωότητα τῶν Ἰωσὴφ καὶ Μαρίας ἀλλὰ μὲ θεοσημία ὅλος ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ πληροφορεῖται τὴν ἀθωότητά τους. Ὁ τρίτος ἄξονας ἐκφράζεται ὡς συμμετοχὴ τῆς κτίσης• ἡ Ἄννα κλαίει καὶ ἐπικαλεῖται στὴ δέησή της πρὸς τὸ Θεὸ τὴ γονιμότητα τῆς φύσης• ὁ Χριστὸς γεννιέται καὶ ὅλα παίρνουν λατρευτικὴ στάση σιγῆς σὲ οὐρανὸ καὶ γῆ. Ὁ τέταρτος περιλαμβάνει τὴν ἔννοια τοῦ μοναδικοῦ μὲ τὶς μυθικὲς σχεδὸν διαστάσεις• π.χ. ἐκφραστικότατο εἶναι τὸ παράδειγμα τῶν Εἰσοδίων. Ὁ πέμπτος ἀφορᾶ τὸ ἀνθρώπινο, τὸ ρεαλιστικό, τὸ γνήσιο• π.χ. ὅταν ὁ ἱερέας ζητᾶ πίσω τὴ Μαρία, ὁ Ἰωσὴφ βουρκώνει καὶ ὁ ἱερέας λυγίζει. Τελευταῖο καὶ σημαντικὸ εἶναι τὸ στοιχεῖο τῆς παρανόησης καὶ τῆς λήθης• π.χ. ἡ Μαρία τουλάχιστον δύο φορὲς ξεχνᾶ τὰ λόγια τοῦ ἀγγέλου.
6. Πρόσωπα τοῦ κειμένου
Ἡ σχεδὸν ἀκριβὴς χρονολόγηση τοῦ κειμένου, στὰ μέσα τοῦ β΄μισοῦ τοῦ 2ου αἰώνα, φέρνει στὴν ἐπιφάνεια ἕνα νέο προβληματισμό: Κατὰ πόσο τὰ πρόσωπα, ποὺ περιστοιχίζουν τὰ γνωστὰ καινοδιάθηκικα, εἶναι ἱστορικά, ἀπηχοῦν πράγματι μία παράδοση τῆς ἐκκλησίας ἢ εἶναι πλασμένα μέσα ἀπὸ τὴν μακραίωνη παράδοση τῆς Π.Δ.; Ὁ προβληματισμὸς αὐτὸς ἀνακύπτει μέσα ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ κείμενο, καθὼς «τυχαῖα» ὅλα τὰ ὀνόματα εἶναι «βεβαρημένου» ἱστορικοῦ παρελθόντος. Μήπως βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ ἕναν ἀκόμη μύθο μὲ τὴν ἀρχαία ἔννοια τοῦ ὅρου;
Ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν Ἄννα, δὲν μπορεῖ νὰ παραβλεφθεῖ ἡ ὁμοιότητα τῆς ἱστορίας της πρὸς αὐτὴν τῆς Ἄννας, τῆς μητέρας τοῦ Σαμουήλ. Τὴν διακρίνει ἐπίσης τὸ ἦθος μεγάλων γνναικῶν, ὅπως ἡ Σάρρα, ἡ Ρεβέκκα, ἡ γυναίκα τοῦ Μανωὲ (μητέρα τὸν Σαμψὼν) καὶ προβάλλεται ἔντονα τὸ στοιχεῖο τῆς πιστότητας, καὶ τῆς σωφροσύνης, στοιχεῖα ποὺ προσιδιάζουν στὸ πρότυπο τῆς βιβλικῆς γυναίκας.
Ὁ πατέρας τῆς Μαρίας, ὁ Ἰωακείμ, ἂν καὶ ὀνομαστικὰ συνδέεται μὲ τὸν ὁμώνυμο ἄνδρα τῆς Σωσσάνας, ἐντούτοις κινεῖται στὰ ὅρια τοῦ Ἐλκανά, συζύγου τῆς Ἄννας. Εἶναι πιστὸς στὸ Γιαχβέ, προσφέρει τακτικὰ θυσίες στὴ Σηλὼ καί, ὅταν γεννιέται ὁ Σαμουήλ, μαζὶ μὲ τὴν γυναίκα του Ἄννα τὸν ἀναθέτουν στὸ Γιαχβέ, προσφέροντας μεγάλες καὶ λαμπρὲς θυσίες.
Ἡ μορφὴ τῆς Ἰουδὶθ ἀποτελεῖ ἄλλη μία ἔνδειξη ἀτράνταχτη, κυρίως ἂν συνδυαστεῖ μὲ τὴν παρότρυνσή της πρὸς τὴν Ἄννα νὰ ἀπεκδυθεῖ τὰ πένθιμα ροῦχα, γεγονὸς γνωστὸ ἤδη ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο δευτεροκανονικὸ βιβλίο. Οἱ σεβάσμιοι ἀρχιερεῖς Σαμουὴλ καὶ Συμεὼν σίγουρα δὲν εἶναι τυχαῖες ἐπιλογές.
Μὲ δεδομένη τὴν ἰδιαίτερη σπουδαιότητα τοῦ ὀνόματος στὸ βιβλικὸ χῶρο, Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, ὅσο καὶ στὸ μεταγενέστερο πατερικό, φαίνεται ἀνεξήγητο τὸ γεγονὸς νὰ μὴν ὑπάρχει ἀναφορὰ τῶν ὀνομάτων τῶν γονιῶν τῆς Θεοτόκου στὴν κανονικὴ παράδοση καὶ νὰ ὑφίσταται στὴν ἀπόκρυφη. Νὰ ὑποθέσουμε, δυστυχῶς χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ ἀποδείξουμε, ὅτι ἡ ἱστορία τῶν γονιῶν τῆς Θεοτόκου ἦταν γνωστὴ στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ καταγράφηκε ὅταν ἄρχισε νὰ διαβάλλεται τὸ ὄνομά της; Ἡ ὑπόθεση αὐτὴ ἔχει δύο στοιχεῖα σημαντικὰ ὑπὲρ αὐτῆς. Τὸ πρῶτο συνάγεται ἀπὸ τὸν Ὠριγένη. Γράφοντας τὰ σχόλια στὸ κατὰ Ματθαῖον, σημειώνει ὁ Ὠριγένης μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμονὴ τὴν ἐκλεκτὴ γενιὰ της μέσα ἀπὸ τὸ σχόλιό του γιὰ τὴ σύγχυση μεταξὺ τῶν προσώπων τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ. Παράλληλα, στὸ Κατὰ Κέλσου σημειώνει κάτι ἐξ ἴσου σημαντικό: «Οὐ δοκεῖ μοι ἀγωνίσασθαι πρὸς λόγον, μὴ μετὰ σπουδῆς, ἀλλὰ μετὰ χλεύης εἰρημένον• εἰ ἄρα καλὴ ἦν ἡ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ὡς καλὴ αὐτὴ ἐμίγνυτο ὁ Θεός, ὅν πεφυκὼς ἐρᾶν φθαρτὸν σώματος; Ἢ ὅτι οὐδ’ εἰκὸς ἦν ἐρασθήσεσθαι αὐτῆς τὸν Θεὸν οὔσης, οὐτ' εὐδαίμονος, οὔτε βασιλικῆς, ἐπεὶ μηδεὶς αὐτὴν ἤδει, μηδὲ τῶν γειτόνων;». Εἶναι ἄραγε τυχαία ἡ ἐπιμονὴ καὶ τοῦ Ἰουστίνου στὴν εὐγενική της γενιά, ποὺ φθάνει μέχρι τὸν Δαβίδ; Τὸ δεύτερο στοιχεῖο κινεῖται περισσότερο στὰ ὅρια τῆς λογικῆς. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχουν διασωθεῖ τὰ ὀνόματα τόσων καὶ τόσων γονέων μεγάλων μορφῶν, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς ἐκκλησίας καὶ συναγωγῆς, καὶ νὰ ἔπεσαν στὴ λήθη τὰ ὀνόματα τῶν γονιῶν τῆς Παναγίας; Νὰ τὸ θέλησε ἡ ἴδια γιὰ λόγους ταπείνωσης; Ὅποια ὑπόθεση καὶ ἂν δεχτοῦμε, θὰ παραμένει πάντοτε ἁπλὰ ἀληθοφανής.
7. Πρωτ. Ἰακ. καὶ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας
Ἀπὸ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τὸ 431 ἡ τιμὴ πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας αὐξήθηκε κατακόρυφα. Ἡ ἐπικράτηση τοῦ ὅρου Θεοτόκος ἔναντι τοῦ νεστοριανίζοντος Χριστοτόκος, θεωρήθηκε σὰ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι τῆς κακοδοξίας. Μία πλειάδα ἑορτῶν, γνωστῶν σὲ μᾶς σήμερα μὲ τὸν ὅρο «Θεομητορικές», δημιουργοῦνται σὲ αὐτὴ τὴν περίοδο. Τόσο ὑμνολογικά, ὅσο καὶ εἰκονογραφικὰ οἱ ἑορτὲς αὐτὲς στηρίχτηκαν κατὰ βάση στὸ Πρωτ. Ἰακ., ἀντλώντας ἀκόμη καὶ τοὺς πανηγυρικούς τους λόγους ἀπὸ αὐτό. H ἀνάπτυξη βέβαια τοῦ Θεομητορικοῦ κύκλου δὲν ἔγινε ἀκαριαία ἀλλὰ σταδιακὰ μὲ ἀποκορύφωμα τὴν ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων, ἡ ὁποία σχεδὸν ἐξάντλησε καὶ τὴ χρήση τοῦ Πρωτ. Ἰακ.. Μετὰ τὸν 10ο αἰώνα ἡ χρήση του περιορίζεται ὡς ἀνάγνωσμα τῶν μοναστηριακῶν τυπικῶν, ἀπὸ ὅπου ἔχει ἐπικρατήσει καὶ ἡ ὀνομασία του, ὡς λόγος ἢ ἱστορία, δηλ. ἡ συναξαριστικὴ του χρήση.
Οἱ γιορτὲς ποὺ παρατίθενται πιὸ κάτω δὲν ἀφοροῦν μόνο ὅσες προέρχονται ἀπὸ τὴν ἱστορία τὸν Πρωτ. Ἰακ. (π.χ. Εἰσόδια) ἀλλὰ καὶ αὐτὲς ποὺ λειτουργικὰ (εἰκονογραφικὰ καὶ ὑμνολογικὰ) ἐπηρεάστηκαν ἀπὸ αὐτὸ : α. Ἡ Σύλληψη τῆς Θεοτόκου ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἄννης (9 Δεκεμβρίον), β. Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου), γ. Τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου), δ. Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου (25 Μαρτίου), ε. Χριστούγεννα (25 Δεκεμβρίου), ς. Σύναξις τῆς Θεοτόκου (26 Δεκεμβρίου), ζ. Τῶν νηπίων (29 Δεκεμβρίου), η. Σύναξις Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης (9 Σεπτεμβρίου), θ. Μνήμη Ζαχαρίου (5 Σεπτεμβρίου).
Στὴ Δύση τὸ ἑορτολόγιο ἀλλὰ καὶ ἡ Θεολογικὴ παραγωγὴ εἰσήγαγαν μία ἀκόμη ἑορτή, στηριζόμενοι ὅμως στὴν παράφραση τοῦ Πρωτ. Ἰακ., τὸν Ψευδο-Ματθαῖο, τὴν ἑορτὴ τῆς ἀσπόρου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου. Αὐτὴ θεωρεῖται καὶ ἡ βάση γιὰ τὴν ὑπέρμετρη Μαριολογία ποὺ ἔχει ἀναπτυχθεῖ ἰδιαίτερα στὴν Καθολικὴ ἐκκλησία, ὄχι ὅμως καὶ στὴν Προτεσταντική.
Μελετώντας αὐτὸ τὸν Θεομητορικὸ κύκλο στὰ πλαίσια τῆς παράδοσης τοῦ Πρωτ. Ἰακ., ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε τὰ ἑξῆς. i Τὸν τυχαῖο (;) συνεορτασμὸ τῆς Ἄννας καὶ τοῦ Σαμουήλ, ἀνήμερα τῆς συλλήψεως τῆς Θεοτόκου ἀπὸ τὴν ἁγία Ἄννα. ii Τὶς παραστάσεις α) τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μὲ τὴν Παναγία νὰ κλώθει νήματα ἢ νὰ κρατᾶ κουβάρια κόκκινα (Πρωτ. Ἰακ. κεφ.10), β) τῶν Χριστουγέννων μὲ τὸ σπήλαιο (Πρωτ. Ἰακ. κεφ.18), τὶς δύο μαῖες (Πρωτ. Ἰακ. κεφ.19-20), γ) τῆς προσφορᾶς τῶν δώρων στὸ Ναό, τῆς προσευχῆς ἐν τῷ ὄρει καὶ ἐν τῷ παραδείσῳ, τὸν ἀσπασμὸν Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννας, τῆς γεννήσεως, κολακείας, ἑπταβηματίζουσας Μαρίας, καθὼς καὶ τῶν Εἰσοδίων, τῆς διαμονῆς στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, τῆς ἀνάθεσης τῆς Μαρίας στὸν Ἰωσὴφ μὲ τὴ θαυματουργία τῆς ράβδου, τῆς πόσης τὸν ὕδατος τῆς ἐλέγξεως, τῆς πορείας πρὸς Βηθλεὲμ (Πρωτ. Ἰακ., κεφ.1-18). Ἀναπτυγμένος Θεομητορικὸς κύκλος μὲ ὅλες τὶς προαναφερθεῖσες εἰκόνες βρίσκεται στὴ Μονὴ τῆς Χώρας στὴν Κωνσταντινούπολη. iii Τὴν ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων, ἡ ὁποία δημιούργησε μία μεγάλη θεολογικὴ ἑρμηνευτικὴ παράδοση γιὰ τὸ γεγονός.
8. Πρωτ. Ἰακ. καὶ σύγχρονη ἔρευνα
Ἂν καὶ τὸ Πρωτ. Ἰακ. ὑπῆρξε τόσο δημοφιλὲς ἐπὶ αἰῶνες, σήμερα στὴν Ἑλληνικὴ πραγματικότητα καὶ ἔρευνα εἶναι σχεδὸν ἄγνωστο σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἐπιστημονικὸ ἐνδιαφέρον ποὺ προκαλεῖ στὸ ἐξωτερικό. Στὴν ἑλληνικὴ βιβλιογραφία τὸ Πρωτ. Ἰακ. εἶναι γνωστὸ μέσα ἀπὸ μία μετάφραση τοῦ Γεωργουσόπουλου, τὸ βιβλίο τοῦ π. Λ. Χατζηκώστα, Ἡ συμβολὴ τοῦ Πρωτευαγγελίου τοῦ Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου στὴν Ὀρθόδοξη λατρεία, (Λευκωσία 1977), καθὼς καὶ ἀπὸ μία μετάφραση τῶν ἐκδόσεων Πύρινος Κόσμος (ἀδόκιμη σὲ πολλὰ σημεῖα), καὶ κάποια περιστασιακὰ ἄρθρα.
Γιὰ τὶς πιὸ σύγχρονες ξενόγλωσσες μεταφράσεις μπορεῖ ὁ κάθε ἐνδιαφερόμενος νὰ ἀνατρέξει στὸν Elliott, 55-56, ὅπου ὑπάρχει ἀναλυτικὴ βιβλιογραφία. Γιὰ τὴν πληρέστερη ἐνημέρωση σχετικὰ μὲ τὴ βιβλιογραφία στὴ σύγχρονη ἔρευνα παραθέτουμε ἀμέσως παρακάτω μερικὰ ἀπὸ τὰ σημαντικότερα ἔργα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Amann Ε., Le Protevangile de Jacques et ses remaniements latίns. Introduction, textes, traduction et commentaire, Paris 1910.
Manns F., Essais sur le Judeo-Christianisme, Jerusalem 1977.
Meyer Α., ‘Protevangelium des Jacobus’, στὸ Ε. Hennecke, Handbuch zu den Neutestamentlichen Apokryphen, Tubingen, 1904.
Perler Ο., ‘Das Protevangelium des Jakobus nach dem Papyrus Bodmer V’, Freiburger Zeitschrift fur Philosophie und Theologie, 6 (1959), 25-35.
Smid R. Η., Protevangelium Jacobi : Α Commentary, 1965, μὲ πλούσια βιβλιογραφία.
Strycker Ε., La forme la plus ancienne du Protevangile de Jacques, Brussels 1961 (Subsidia Hagiographica 33).
Strycker Ε., ‘Le Protevangile de Jacques: Problemes critiques et exegetiques, στὸ F. L. Cross (ed.), Studia Evangelica, iii (Berlin, 1964), 339-59 (TU 88).
Testuz Μ., Papyrus Bodmer V : Nativite de Marie, Cologny-Geneve, 1958.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
1.1. Στὶς «ἱστορίες τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ» γίνεται λόγος γιὰ τὸν Ἰωακείμ, ποὺ ἦταν πολὺ πλούσιος καὶ συνήθιζε νὰ προσφέρει διπλὰ τὰ δῶρα του στὸ Ναό, λέγοντας: «Ἂς εἶναι ἕνα μέρος τῆς περιουσίας μου γιὰ τὸ λαὸ καὶ ἕνα ἄλλο ἀφιερωμένο στὸν Κύριό μου γιὰ νὰ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ γιὰ τὸν ἐξιλασμό μου».
2. Πλησίαζε ἡ ἡμέρα τὸν Κυρίου ἡ μεγάλη καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ πρόσφεραν τὰ δῶρα τους. Στάθηκε τότε μπροστά του ὁ Ρουβεὶμ καὶ τοῦ εἶπε: «Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ προσφέρεις πρῶτος τὰ δῶρα σου, ἀφοῦ δὲν ἔκανες ἀπογόνους στὸν Ἰσραήλ».
3. Ὁ Ἰωακεὶμ τότε λυπήθηκε πολὺ καὶ πῆγε στὰ βιβλία τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ μονολογώντας: «Θὰ κοιτάξω προσεκτικὰ στὰ βιβλία τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ νὰ διαπιστώσω ἂν εἶμαι ὁ μόνος ποὺ δὲν ἔκανα ἀπογόνους στὸν Ἰσραήλ». Ἐρεύνησε καὶ βρῆκε ὅτι ὅλοι οἱ δίκαιοι ἀνάστησαν ἀπογόνους στὸν Ἰσραήλ. Θυμήθηκε καὶ τὸν πατριάρχη Ἀβραὰμ ποὺ τὴν ἔσχατη ὥρα τοῦ χάρισε ὁ Θεὸς υἱό, τὸν Ἰσαάκ.
4. Λυπήθηκε πολὺ ὁ Ἰωακεὶμ καὶ δὲν ἐμφανίστηκε στὴ γυναίκα του, ἀλλὰ κατευθύνθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔστησε τὴ σκηνή του, νήστεψε ἐπίσης σαράντα μερόνυχτα μονολογώντας: «Δὲν θὰ κατεβῶ οὔτε γιὰ φαγητὸ οὔτε γιὰ ποτό, ἕως ὅτου μὲ ἐπισκεφτεῖ ὁ Κύριος, ὁ Θεός μου, καὶ θὰ εἶναι τροφὴ καὶ ποτὸ ἡ προσευχή μου».
2. 1. Ἡ γυναίκα του ἡ Ἄννα θρηνοῦσε δύο θρήνους καὶ ὀδυρόταν δύο ὀδυρμούς, ἔλεγε: «Θὰ ὀδύρομαι γιὰ τὴ χηρεία μου, θὰ ὀδύρομαι γιὰ τὴν ἀτεκνία μου».
2. Πλησίαζε ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡ μεγάλη καὶ τῆς εἶπε ἡ δούλη της ἡ Ἰουδίθ: «Ἕως πότε θὰ ταπεινώνεις τὸν ἑαυτό σου; Νὰ ἔφτασε ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡ μεγάλη καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ πενθεῖς. Πάρε, λοιπόν, αὐτὴ τὴ μαντίλα πού μοῦ ἔδωσε ἡ κυρία τοῦ ἐργαστηρίου, δὲν ἁρμόζει ἄλλωστε σὲ ἐμένα νὰ τὴ φορῶ, γιατί ἐγὼ εἶμαι δούλα, ἐνῶ αὐτὴ ἔχει βασιλικὰ χαρακτηριστικά».
3. Καὶ ἡ Ἄννα τῆς ἀποκρίθηκε: «Φύγε ἀπὸ κοντά μου, καὶ ἐγὼ δὲν τὰ προκάλεσα αὐτά, ἀλλὰ ὁ Κύριος μὲ ταπείνωσε, μήπως ὅμως κάποιος πανοῦργος σοῦ χάρισε τὸ μαντήλι καὶ ἦρθες νὰ μοιραστεῖς μαζί μου τὴν ἁμαρτία σου;" Καὶ ἡ Ἰουδὶθ ἀπάντησε: «Γιατί νὰ σὲ καταραστῶ, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἔκλεισε τὴ μήτρα σου γιὰ νὰ μὴν δώσεις καρπὸ στὸν Ἰσραήλ»;
4. Στεναχωρήθηκε πολὺ ἡ Ἄννα. Πέταξε ἀπὸ πάνω της τὰ πένθιμα ροῦχα, ἔλουσε τὸ κεφάλι της καὶ ντύθηκε τὰ νυφικά της φορέματα. Κατὰ τὴν ἔνατη ὥρα κατέβηκε στὸν κῆπο νὰ περπατήσει. Εἶδε μία δάφνη, κάθησε κάτω ἀπὸ αὐτὴν καὶ ἱκέτεψε μὲ τέτοια θερμὰ λόγια τὸν Κύριο: «Θεὲ τῶν πατέρων μας, εὐλόγησέ με καὶ εἰσάκουσε τὴ δέησή μου, ὅπως εὐλόγησες τὴ μήτρα τῆς Σάρρας καὶ τῆς ἔδωκες υἱό, τὸν Ἰσαάκ».
3. 1. Καθὼς ἔστρεψε τὰ μάτια της πρὸς τὸν οὐρανό, εἶδε μία φωλιὰ σπουργιτιῶν μέσα στὴ δάφνη καὶ θρήνησε μέσα της λέγοντας: «Ἀλίμονο σὲ μένα, ποιὸς μὲ γέννησε; ποιὰ μήτρα μὲ ἔφερε στὸν κόσμο; Γεννήθηκα καταραμένη ἀνάμεσα στοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ μὲ χλεύασαν στὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου.
2. Ἀλίμονο, σὲ ποιὸν ἔμοιασα ἐγώ; δὲν ἔμοιασα οὔτε στὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ εἶναι γόνιμα ἐνώπιόν Σου, Κύριε. Ἀλίμονο, σὲ ποιὸν ἔμοιασα ἐγώ; δὲν ἔμοιασα οὔτε στὰ θηρία τῆς γῆς, γιατί ἀκόμη καὶ τὰ θηρία εἶναι γόνιμα ἐνώπιον Σου, Κύριε.
3. Ἀλίμονο, σὲ ποιὸν ἔμοιασα ἐγώ; δὲν ἔμοιασα οὔτε σὲ αὐτὰ τὰ (τρεχούμενα) νερά, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ τὰ νερὰ εἶναι γόνιμα ἐνώπιόν Σου, Κύριε. Ἀλίμονο, σὲ ποιὸν ἔμοιασα ἐγώ; δὲν ἔμοιασα οὔτε σὲ τούτη ἐδῶ τὴ γῆ, γιατί ἀκόμη καὶ τούτη ἡ γῆ προσφέρει τοὺς καρπούς της στὸν κατάλληλο καιρὸ καὶ Σὲ εὐλογεῖ, Κύριε».
4. 1. Καὶ νὰ ἕνας ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίστηκε μπροστά της καὶ τῆς εἶπε: «Ἄννα, Ἄννα, ὁ Κύριος εἰσάκουσε τὴ δέησή σου, θὰ συλλάβεις καὶ θὰ γεννήσεις καὶ θὰ μιλοῦν γιὰ τὸ σπέρμα σου σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη». Καὶ ἡ Ἄννα ἀποκρίθηκε: «Ζεῖ Κύριος, ὁ Θεός μου, ἐὰν γεννήσω, εἴτε ἀγόρι εἴτε κορίτσι, θὰ τὸ προσφέρω ὡς δῶρο στὸν Κύριο, τὸν Θεό μου, νὰ τὸν ὑπηρετεῖ ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς του».
2. Ἦλθαν τότε δύο ἀγγελιοφόροι καὶ τῆς εἶπαν: «Νά, ὁ Ἰωακείμ, ὁ ἄνδρας σου, ἔρχεται μὲ τὰ πρόβατά του». Ἄγγελος Κυρίου εἶχε κατεβεῖ σὲ αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε: «Ἰωακείμ, Ἰωακείμ, ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς εἰσάκουσε τὴ δέησή σου, κατέβα λοιπὸν ἀπὸ αὐτὸν τὸν τόπο, γιατί ἡ γυναίκα σου θὰ συλλάβει».
3. Κατέβηκε τότε ὁ Ἰωακείμ, κάλεσε τοὺς βοσκούς του καὶ τοὺς παράγγειλε: «Φέρτε ἐδῶ δέκα προβατίνες χωρὶς κηλίδα ἢ ψεγάδι γιὰ νὰ τὶς προσφέρω θυσία στὸν Κύριο, τὸ Θεό μου, φέρτε μου ἐπίσης δώδεκα μοσχάρια τρυφερὰ γιὰ νὰ τὰ προσφέρω στοὺς ἱερεῖς καὶ τὴ γερουσία καὶ φέρτε μου τέλος καὶ ἑκατὸ κατσίκια γιὰ ὅλο τὸ λαό».
4. Καὶ νὰ ὁ Ἰωακεὶμ ἔφθασε μὲ τὰ κοπάδια του καὶ ἡ Ἄννα στάθηκε στὴν πύλη, σὰν εἶδε τὸν Ἰωακεὶμ νὰ ἔρχεται, ἔτρεξε καὶ κρεμάστηκε στὸ λαιμὸ του λέγοντας: «Τώρα ξέρω καλὰ ὅτι ὁ Κύριος, ὁ Θεός μοῦ ἔδωκε πλούσια τὴν εὐλογία Του, γιατί νὰ ποὺ ἡ χήρα δὲν θὰ εἶναι πιὰ χήρα καὶ νὰ ποὺ ἡ ἄτεκνος θὰ συλλάβει». Ὁ Ἰωακεὶμ ξεκουράστηκε τὴν πρώτη ἡμέρα στὸ σπίτι του.
5. l. Τὴν ἑπόμενη μέρα πρόσφερε τὰ δῶρα του ἀναλογιζόμενος: «Ἂν ὁ Κύριος, ὁ Θεός, μοῦ δώσει χάρη, θὰ μοῦ (τὸ) φανερώσει τὸ πέταλο τοῦ ἱερέα». Πρόσφερε, λοιπόν, ὁ Ἰωακεὶμ τὰ δῶρα του καὶ παρατηροῦσε τὸ πέταλο τοῦ ἱερέα καθὼς ἀνέβηκε στὸ θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου καὶ δὲν εἶδε τίποτε νὰ μαρτυρεῖ ἁμαρτία ἐναντίον του. Καὶ εἶπε ὁ Ἰωακείμ: «Τώρα ξέρω ὅτι ὁ Κύριός μοῦ ἔδωσε τὴ χάρη του καὶ συγχώρησε ὅλα τὰ ἁμαρτήματά μου». Ἔτσι κατέβηκε δικαιωμένος ἀπὸ τὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου καὶ γύρισε στὸ σπίτι του.
2. Ἐν τῷ μεταξὺ συμπληρώθηκαν οἱ μῆνες της καὶ τὸν ἔνατο μήνα ἡ Ἄννα γέννησε. Ρώτησε τὴ μαία: «Τί γέννησα»; Καὶ ἐκείνη τῆς ἀποκρίθηκε: «Κορίτσι». Εἶπε τότε ἡ Ἄννα: «Ἡ ψυχή μου σήμερα εὐφράνθηκε ὅσο ποτὲ ἄλλοτε» καὶ τὴν ἔβαλε στὸ κρεβάτι. Ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ μέρες της, ἡ Ἄννα πλύθηκε, ἔδωσε στὸ παιδὶ της τὸ μαστό της γιὰ νὰ θηλάσει καὶ τὴν ὀνόμασε Μαριάμ.
6. 1. Μέρα μὲ τὴ μέρα τὸ κορίτσι μεγάλωνε καὶ ὅταν ἔγινε ἕξι μηνῶν, τὴν κράτησε ἡ μητέρα της ὄρθια γιὰ νὰ δεῖ ἂν στέκεται. Ἡ Μαριὰμ ἔκανε ἑπτὰ βήματα καὶ ἔπεσε στὴν ἀγκαλιά της. Τὴν ἅρπαξε τότε ἡ Ἄννα, τὴ σήκωσε ὑψηλὰ καὶ εἶπε: «Ζεῖ Κύριος, ὁ Θεός μου δὲν θὰ περπατήσεις στὴ γῆ, ἕως ὅτου σὲ ὁδηγήσω στὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου». Καὶ διαμόρφωσε στὸ ὑπνοδωμάτιό της ἕνα ἐξαγνισμένο χῶρο, ὄπου τίποτε τὸ μολυσμένο ἢ ἀκάθαρτο δὲν ἐπέτρεπε νὰ περάσει. Κάλεσε ἐπίσης τὶς ἀμόλυτες θυγατέρες τῶν Ἑβραίων γιὰ νὰ παίζουν μαζί της.
2. Ὅταν τὸ κορίτσι ἔγινε ἑνὸς ἔτους, ὁ Ἰωακεὶμ ἔκανε γιορτὴ μεγάλη. Κάλεσε τοὺς ἱερεῖς, τοὺς γραμματεῖς, τὴ γερουσία καὶ ὅλο τὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Παρουσίασε τότε ὁ Ἰωακεὶμ τὴν κόρη του στοὺς ἱερεῖς καὶ τὴν εὐλόγησαν λέγοντας: «Θεὲ τῶν πατέρων μας, εὐλόγησε αὐτὴν τὴν κόρη καὶ χάρισέ της ὄνομα ξακουστὸ καὶ αἰώνιο σὲ ὅλες τὶς γενιές». Καὶ ὁ λαὸς ἀποκρίθηκε: «Γένοιτο, γένοιτο, ἀμήν». Τὴν παρουσίασε ἐπίσης στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ αὐτοὶ τὴν εὐλόγησαν λέγοντας: «Θεὲ τῶν πατέρων μας, στρέψε τὸ βλέμμα Σου σὲ αὐτὴ τὴν κόρη καὶ εὐλόγησέ την μὲ τὴν ἔσχατη καὶ ὁλοκληρωτικὴ εὐλογία, ποὺ ἀνώτερή της δὲν ὑπάρχει».
3. Τὴν πῆρε στὴν ἀγκαλιά της ἡ μητέρα της καὶ τὴν ὁδήγησε στὸν ἐξαγνισμένο χῶρο τοῦ ὑπνοδωματίου της, ὅπου τῆς ἔδωσε τὸ μαστό της γιὰ νὰ θηλάσει. Καὶ ἔψαλε ἡ Ἄννα αὐτὸ τὸ ἄσμα στὸν Κύριο, τὸν Θεό: «Θὰ ψάλω ἕνα ἄσμα στὸν Κύριο, τὸν Θεό μου, γιατί μὲ σπλαχνίστηκε καὶ μὲ ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ ντροπὴ τῶν ἐχθρῶν μου. Μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος καρπὸ τῆς δικαιοσύνης Του, μοναδικὸ καὶ πολλαπλάσιο ἐνώπιόν Του. Ποιὸς θὰ ἀναγγείλει στοὺς υἱοὺς τῆς φυλῆς Ρουβεὶμ ὅτι ἡ Ἄννα θηλάζει; Ἀκοῦστε, ἀκοῦστε, οἱ δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ ὅτι ἡ Ἄννα θηλάζει». Κι ἀφοῦ τὴν ἔβαλε νὰ ἀναπαυτεῖ στὸν ἐξαγνισμένο χῶρο, βγῆκε καὶ ὑπηρετοῦσε τοὺς καλεσμένους. Ὅταν τελείωσε τὸ δεῖπνο, ἔφυγαν γεμάτοι ἀγαλλίαση, δοξάζοντας τὸν Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ.
7. 1. Καθὼς περνοῦσαν οἱ μῆνες, τὸ παιδὶ μεγάλωνε. Ὅταν ἔγινε δύο ἐτῶν, εἶπε ὁ Ἰωακεὶμ στὴν Ἄννα: «Ἂς τὴν ὁδηγήσουμε στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε τὴν ὑπόσχεση ποὺ δώσαμε, μήπως μᾶς στείλει ὁ Κύριος τὴν ὀργή Του καὶ δὲν γίνει δεκτὸ τότε τὸ Δῶρο μας». Ἡ Ἄννα τότε ἀπάντησε: «Ἂς περιμένουμε τὸ τρίτο ἔτος, γιὰ νὰ μὴν ἀποζητήσει τὸ κορίτσι τὸν πατέρα ἢ τὴν μητέρα». Καὶ o Ἰωακεὶμ εἶπε: «Ἂς περιμένουμε».
2. Ὅταν ἔγινε τριῶν χρόνων τὸ κορίτσι, εἶπε ὁ Ἰωακείμ: «Προσκαλέστε τὶς ἀμόλυντες θυγατέρες τῶν Ἑβραίων νὰ πάρουν ἀπὸ μία λαμπάδα, ποὺ θὰ κρατοῦν ἀναμμένη, ὥστε νὰ μὴν στραφεῖ τὸ κορίτσι πρὸς τὰ πίσω καὶ μείνει αἰχμάλωτη ἡ καρδιὰ της μακριὰ ἀπὸ τὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου». Ἔτσι ἔκαναν, λοιπόν, ὥσπου ἀνέβηκαν στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου, ὅπου ὁ ἱερέας τὴν ὑποδέχτηκε, τὴν ἀσπάστηκε, τὴν εὐλόγησε καὶ εἶπε: «Ὁ Κύριος δόξασε τὸ ὄνομά σου σὲ ὅλες τὶς γενιές. Μέσα ἀπὸ ἐσένα θὰ ἀποκαλύψει o Κύριος στὶς ἔσχατες ἡμέρες τὴ λύτρωσή Του στοὺς Ἰσραηλίτες».
3. Ὁ ἱερέας τὴν ἔβαλε νὰ καθίσει στὸν τρίτο ἀναβαθμὸ τοῦ θυσιαστηρίου. Ὁ Κύριος, ὁ Θεός, τῆς ἔδωσε χάρη καὶ χόρεψε (μὲ τὰ πόδια της) καὶ ὅλος ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ τὴν ἀγάπησε.
8. l. Οἱ γονεῖς της ἐπέστρεψαν γεμάτοι θαυμασμὸ καὶ δοξάζοντας τὸν δεσπότη Θεό, γιατί ἡ κόρη τους δὲν στράφηκε πρὸς τὰ πίσω. Ἡ δὲ Μαρία ζοῦσε στὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου τρεφόμενη σὰν περιστέρι καὶ ἔπαιρνε τὴν τροφή της ἀπὸ τὸ χέρι ἀγγέλου.
2.Ὅταν ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, ἔκαναν συμβούλιο οἱ ἱερεῖς συζητώντας: «Νὰ ἡ Μαρία ἔγινε δωδεκαετὴς ζώντας στὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου, τί νὰ κάνουμε λοιπὸν μὲ αὐτὴν γιὰ νὰ μὴν μολύνει τὸν ἱερὸ χῶρο τοῦ Κυρίου»; Καὶ εἶπαν στὸν ἀρχιερέα: «Ἐσὺ στέκεσαι μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου, εἴσελθε, λοιπόν, καὶ ὅ,τι σοῦ ἀποκαλύψει ὁ Κύριος αὐτὸ θὰ κάνουμε».
3. Ὁ ἀρχιερεὰς φόρεσε τὸ δωδεκακώδωνο ἄμφιο εἰσῆλθε στὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ προσευχήθηκε γιὰ αὐτήν. Καὶ νὰ ἄγγελος Κυρίου τοῦ παρουσιάστηκε καὶ εἶπε: «Ζαχαρία, Ζαχαρία, βγὲς ἔξω καὶ συγκέντρωσε τοὺς χήρους τοῦ λαοῦ νὰ φέρει ὁ καθένας ἕνα ραβδὶ καὶ σὲ ὅποιον ὁ Κύριος δείξει κάποιο σημάδι, αὐτοῦ θὰ γίνει γυναίκα». Βγῆκαν οἱ κήρυκες σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ τῆς Ἰουδαίας, ἤχησε ἡ σάλπιγγα τοῦ Κυρίου καὶ ἔτρεξαν ὅλοι.
9. 1. Ὁ Ἰωσὴφ ἔριξε τὸ σκεπάρνι καὶ πῆγε νὰ τοὺς συναντήσει. Ὅταν συγκεντρώθηκαν, πῆγαν μὲ τὰ ραβδιὰ στὸν ἀρχιερέα. Ἐκεῖνος πῆρε τὰ ραβδιὰ ὅλων, εἰσῆλθε στὸ Ναὸ καὶ προσευχήθηκε. Ἀφοῦ τελείωσε τὴν προσευχή, πῆρε τὰ ραβδιά, βγῆκε καὶ τοὺς τὰ παρέδωσε. Κανένα ὅμως σημάδι δὲν ὑπῆρχε σὲ αὐτά. Τὸ τελευταῖο ραβδὶ τὸ πῆρε ὁ Ἰωσὴφ καὶ νὰ ἕνα περιστέρι ξεπήδησε ἀπὸ τὸ ραβδὶ καὶ πέταξε πάνω στὸ κεφάλι τοῦ Ἰωσήφ. Ὁ ἱερέας εἶπε τότε στὸν Ἰωσήφ: «Σὲ σένα ἔλαχε ὁ κλῆρος νὰ παραλάβεις τὴν παρθένο τοῦ Κυρίου ὑπὸ τὴν προστασία σου».
2. Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως ἀπάντησε: «Ἔχω γιοὺς καὶ εἶμαι γέρος, ἐνῶ αὐτὴ εἶναι νεαρή, θὰ μὲ περιγελάσουν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ». Καὶ ὁ ἱερέας ἀποκρίθηκε στὸν Ἰωσήφ: «Φοβήσου τὸν Κύριο, τὸν Θεό σου, καὶ θυμήσου τί ἔκανε ὁ Θεὸς στὸν Δαθάν, τὸν Ἀβειρὼν καὶ τὸν Κορέ, πῶς δηλαδὴ σχίστηκε ἡ γῆ καὶ τοὺς κατάπιε ἐξαιτίας τῆς ἀντιλογίας τους. Καὶ τώρα φοβήσου καὶ ἐσὺ Ἰωσήφ, μήπως συμβοῦν αὐτὰ στὸ σπίτι σου».
3. Φοβήθηκε ὁ Ἰωσὴφ καὶ τὴν παρέλαβε ὑπὸ τὴν προστασία του. Καὶ εἶπε ὁ Ἰωσὴφ στὴ Μαρία: «Νά, σὲ παρέλαβα ἀπὸ τὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου καὶ τώρα σὲ ἀφήνω στὸ σπίτι μου, πηγαίνω νὰ χτίσω τὶς οἰκοδομές μου καὶ θὰ ἐπιστρέψω κοντά σου: Ὁ Κύριος θὰ σὲ διαφυλάξει».
10. 1. Συσκέφθηκαν οἱ ἱερεῖς καὶ εἶπαν: «Ἂς κάνουμε ἕνα παραπέτασμα γιὰ τὸν Ναὸ τοῦ Κυρίου». Καὶ ὁ ἱερέας πρόσταξε: «Καλέστε μου ἀμόλυντες παρθένες ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Δαβίδ». Οἱ ὑπηρέτες πῆγαν καὶ ἀναζήτησαν καὶ βρῆκαν ἑπτὰ παρθένες. Θυμήθηκε τότε ὁ ἱερέας καὶ τὸ κορίτσι, τὴν Μαριάμ, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Δαβὶδ καὶ ἦταν ἀμόλυντη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Πῆγαν τότε οἱ ὑπηρέτες καὶ τὴν ἔφεραν.
2. Τὶς ὁδήγησαν στὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου καὶ εἶπε ὁ ἱερέας: «Ρίξτε κλῆρο ποιὰ θὰ ὑφάνει τὸ χρυσὸ καὶ ποιὰ τὸν ἀμίαντο, ποιὰ τὸ λινὸ καὶ ποιὰ τὸ μετάξι, ποιὰ τὸ ὑακίνθινο καὶ ποιὰ τὸ κόκκινο καὶ ποιὰ τὴν ἀληθινὴ πορφύρα». Κληρώθηκε στὴ Μαριὰμ ἡ ἀληθινὴ πορφύρα καὶ τὸ κόκκινο, τὰ πῆρε καὶ πῆγε σπίτι της. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἔχασε τὴ λαλιὰ του ὁ Ζαχαρίας καὶ τὸν ἀντικατέστησε ὁ Σαμουήλ, ἕως ὅτου ὁ Ζαχαρίας ξαναμίλησε. Ἡ Μαρία πῆρε τὸ κόκκινο καὶ ἄρχισε νὰ κλώθει.
11. 1. Πῆρε τὴν στάμνα καὶ πῆγε νὰ τὴ γεμίσει νερό. Καὶ νὰ μία φωνὴ τῆς λέει «Χαῖρε κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά Σοῦ, εὐλογημένη Σὺ ἐν γυναιξίν». Ἐκείνη ἔστρεψε τὸ βλέμμα της δεξιὰ ἀριστερά, γιὰ νὰ καταλάβει ἀπὸ ποῦ ἔρχεται αὐτὴ ἡ φωνή. Κατατρομαγμένη γύρισε σπίτι της, τακτοποίησε τὴ στάμνα, πῆρε τὴν πορφύρα, κάθισε στὴν καρέκλα της καὶ ἔκλωθε.
2. Καὶ νὰ ἄγγελος Κυρίου στάθηκε μπροστά της καὶ τῆς εἶπε: «Μὴ φοβᾶσαι Μαριάμ, βρέθηκε περίσσεια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι Κύριος τῶν πάντων, γιὰ σένα, γι’ αὐτὸ θὰ συλλάβεις ἀπὸ τὸ λόγο του». Ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτὸ ἀναρωτήθηκε: Θὰ συλλάβω ἐγὼ ἀπὸ τὸν Κύριο, τὸν ζῶντα Θεό, καὶ θὰ γεννήσω ὅπως γεννᾶ κάθε γυναίκα;
3. Καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου ἀποκρίθηκε: «Ὄχι ἔτσι Μαριάμ, γιατί δύναμη Κυρίου θὰ σὲ καλύψει. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἅγιο παιδὶ θὰ ὀνομαστεῖ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου καὶ θὰ τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, αὐτὸς θὰ σώσει τὸ λαὸ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του. Καὶ ἡ Μαριὰμ ἀπάντησε: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου ἐνώπιόν Του, ἂς γίνει αὐτὸ ποὺ λές».
12. 1. Ἀφοῦ τελείωσε τὴν πορφύρα καὶ τὸ κόκκινο, τὰ πῆγε στὸν ἱερέα, αὐτὸς τὴν εὐλόγησε καὶ εἶπε; «Μαριάμ, ὁ Κύριος δόξασε τὸ ὄνομά σου, θὰ εἶσαι εὐλογημένη σὲ ὅλες τὶς γενιὲς τῆς γῆς».
2. Γεμάτη χαρὰ ἡ Μαριὰμ πῆγε στὴν Ἐλισάβετ, τὴ συγγένισσά της, καὶ χτύπησε τὴν πόρτα. Ἀκούγοντας τὸ χτύπο ἡ Ἐλισάβετ, παραμέρισε τὸ κόκκινο νῆμα, ἔτρεξε πρὸς τὴν πόρτα καὶ τὴν ἄνοιξε. Ὅταν εἶδε τὴ Μαριάμ, τὴν εὐλόγησε καὶ εἶπε: «Πῶς μου ἔγινε αὐτὴ ἡ τιμὴ νὰ μὲ ἐπισκεφτεῖ ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου μου; Γιατί νά, αὐτὸ ποὺ κρατῶ στὰ σπλάχνα μου σκίρτησε καὶ σὲ εὐλόγησε. Ἡ Μαρία, ἐν τῷ μεταξύ, εἶχε λησμονήσει τὰ μυστήρια γιὰ τὰ ὁποία τῆς μίλησε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ καὶ ἀτενίζοντας τὸν οὐρανὸ εἶπε: «Ποιὰ εἶμαι ἐγὼ Κύριε ποὺ ὅλες οἱ γενιὲς μὲ εὐλογοῦν;».
3. Ἔμεινε τρεῖς μῆνες στὴν Ἐλισάβετ. Μέρα ὅμως μὲ τὴ μέρα ἡ κοιλιὰ της μεγάλωνε. Φοβήθηκε ἡ Μαριάμ, γύρισε στὸ σπίτι της καὶ κρυβόταν ἀπὸ τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ. Ἦταν τότε δεκαέξι ἐτῶν ὅταν συνέβαιναν αὐτὰ τὰ μυστήρια.
13. 1. Ἦταν στὸν ἕκτο μήνα, ὅταν τελικὰ ἦλθε ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὶς οἰκοδομικές του ἀσχολίες καὶ μπαίνοντας στὸ σπίτι του, τὴν βρῆκε ἔγκυο. Χτύπησε τὸ πρόσωπό του καὶ ρίχτηκε κάτω σὲ ἕνα σάκκο, ἔκλαψε πικρὰ καὶ εἶπε: «Μὲ τί πρόσωπο θὰ ἀντικρίσω τὸν Κύριο, τὸν Θεό μου; Ποιὰ προσευχὴ νὰ κάνω γι’ αὐτὴν τὴν κόρη; Παρθένο τὴν παρέλαβα ἀπὸ τὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ μου, καὶ δὲν τὴν προφύλαξα. Ποιός μοῦ ἔστησε παγίδα; Ποιὸς ἔκανε αὐτὴν τὴν πονηρία μέσα στὸ ἴδιο μου τὸ σπίτι καὶ μόλυνε τὴν παρθένο; Μήπως σὲ ἐμένα ἐπαναλήφθηκε ἡ ἱστορία τοῦ Ἀδάμ; Γιατί ὅπως ἀκριβῶς τὴν ὥρα ποὺ δοξολογοῦσε ὁ Ἀδὰμ τὸ Θεό, ἦρθε ὁ ὄφις βρίσκοντας μόνη τὴν Εὔα καὶ τὴν ἐξαπάτησε, ἔτσι ἀκριβῶς συνέβη καὶ σὲ μένα».
2. Σηκώθηκε ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὸ σάκκο, κάλεσε τὴν Μαριὰμ καὶ τῆς εἶπε: «Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔκανες ξεχνώντας τὸν Κύριο, τὸν Θεό σου, ποὺ σὲ φρόντιζε; Γιατί ταπείνωσες τὸν ἑαυτό σου ἐσὺ ποὺ ἀνατράφηκες στὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ ποὺ ἔπαιρνες τροφὴ ἀπὸ χέρι ἀγγέλου»;
3. Ἐκείνη ἔκλαψε πικρὰ λέγοντας: «Εἶμαι ἀμόλυντη ἐγὼ καὶ μὲ ἄνδρα δὲν εἶχα σχέσεις». Ρώτησε τότε ὁ Ἰωσήφ: «Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν συνέλαβες τὸν καρπὸ τῆς κοιλιᾶς σου;» Καὶ αὐτὴ ἀπάντησε: «Ζεῖ Κύριος ὁ Θεός μου, δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ εἶναι».
14. 1.O Ἰωσὴφ φοβήθηκε πολύ, ἀπομακρύνθηκε καὶ ἔπεσε σὲ περισυλλογή, τί νὰ κάνει μὲ αὐτή. Καὶ ἀναλογίστηκε: «Ἐὰν κρύψω τὸ ἁμάρτημά της, θὰ βρεθῶ νὰ ἀντιμάχομαι τὸ νόμο τοῦ Κυρίου». Ἐὰν πάλι τὴν φανερώσω στοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ, φοβοῦμαι μήπως ὑπάρχει κάτι τὸ ἀγγελικὸ σὲ αὐτὴν καὶ βρεθῶ νὰ ἔχω παραδώσει ἕναν ἀθῶο στὸ θάνατο. Τί νὰ κάμω μὲ αὐτή; Κρυφὰ θὰ τὴ διώξω μακριά μου». Μὲ τέτοιες σκέψεις τὸν πρόλαβε ἡ νύκτα.
2. Καὶ νὰ ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίζεται στὸ ὄνειρό του καὶ τοῦ λέγει: «Μὴ φοβηθεῖς αὐτὸ τὸ κορίτσι, γιατί αὐτὸ ποὺ βρίσκεται στὰ σπλάχνα της προέρχεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Θὰ γεννήσει υἱὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ, γιατί αὐτὸς θὰ σώσει τὸ λαὸ ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά του». Σηκώθηκε τότε ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὸν ὕπνο καὶ δόξασε τὸν Θεὸ ποὺ τοῦ χάρισε τὴν εὐλογία αὐτή, καὶ πρόσεχε τὴν Μαριάμ.
15. 1. Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ἦρθε σ' αὐτὸν ὁ γραμματέας Ἄννας καὶ τοῦ εἶπε: «Τί συνέβη καὶ δὲν φάνηκες στὴ σύναξή μας;» Ὁ Ἰωσὴφ τοῦ ἀπάντησε: «Ἤμουν ταλαιπωρημένος ἀπὸ τὸ ταξίδι καὶ ξεκουράστηκα τὴν πρώτη μέρα». Στράφηκε τότε καὶ εἶδε ὁ Ἄννας τὴ Μαριὰμ ἔγκυο.
2.Φεύγει τρέχοντας πρὸς τὸν ἱερέα καὶ τοῦ λέει: «Ὁ Ἰωσήφ, γιὰ τὸν ὁποῖον ἐσὺ δίνεις μαρτυρία, παρανόμησε πολὺ σοβαρά». Ρώτησε τότε ὁ ἱερέας: «Γιατί μοῦ τὸ λὲς αὐτό;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Τὴν παρθένο ποὺ παρέλαβε ἀπὸ τὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου, τὴ μόλυνε, ὁλοκλήρωσε τὸ γάμο μὲ αὐτὴν κρυφὰ καὶ δὲν τὸ φανέρωσε στοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ». Ἀναρωτήθηκε τότε ὁ ἱερέας: «Ἔκανε τέτοιο πράγμα ὁ Ἰωσήφ;». «Στεῖλε ὑπηρέτες καὶ θὰ βρεῖς ἔγκυο τὴν παρθένο», ἀπάντησε ὁ Ἄννας ὁ γραμματέας. Πῆγαν οἱ ὑπηρέτες καὶ τὴ βρῆκαν στὴν κατάσταση ποὺ περιέγραψε ὁ Ἄννας. Ὁδήγησαν τότε αὐτὴν καὶ τὸν Ἰωσὴφ στὸ δικαστήριο.
3. Εἶπε ὁ ἱερέας: «Μαρία, γιατί τὸ ἔκανες αὐτό; γιατί ταπείνωσες τὸν ἑαυτό σου ξεχνώντας τὸν Κύριο, τὸν Θεό σου; Ἐσὺ ποὺ ἀνατράφηκες στὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ λάμβανες τροφὴ ἀπὸ χέρι ἀγγέλου, ἐσὺ ποὺ ἄκουσες τοὺς ὕμνονς καὶ χόρεψες μπροστὰ στὸ Θεό, γιατί τὸ ἔκανες αὐτό;». Ἐκείνη ἔκλαψε πικρὰ λέγοντας: «Ζεῖ Κύριος ὁ Θεός μου, εἶμαι καθαρὴ ἐνώπιόν Του καὶ δὲν ἔχω σχέση μὲ ἄντρα».
4. Εἶπε τότε ὁ ἱερέας στὸν Ἰωσήφ: «Γιατί τὸ ἔκανες αὐτό;» Ὁ Ἰωσὴφ ἀπάντησε: «Ζεῖ Κύριος, ἐγὼ εἶμαι καθαρὸς μὲ αὐτήν». Καὶ ὁ ἱερέας πρόσθεσε: «Μὴν παίρνεις ψεύτικο ὅρκο ἀλλὰ φανέρωσε τὴν ἀλήθεια• ὁλοκλήρωσες κρυφὰ τὸ γάμο μαζί της, δὲν τὸ φανέρωσες στοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ, ἀλλὰ καὶ δὲν ἔσκυψες τὸ κεφάλι σου στὸ κραταιὸ (θεϊκὸ) χέρι, γιὰ νὰ εὐλογηθεῖ τὸ σπέρμα σου». Ὁ Ἰωσὴφ ἔμεινε σιωπηλός.
16. 1. Εἶπε ὁ ἱερέας: «Δῶσε πίσω τὴν παρθένο ποὺ παρέλαβες ἀπὸ τὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου». Τότε ὁ Ἰωσὴφ ἄρχισε νὰ κλαίει. Ὁ ἱερέας συνέχισε: «Θὰ σᾶς δώσω νὰ πιεῖτε τὸ «ὕδωρ τῆς ἐλέγξεως τοῦ Κυρίου» ποὺ θὰ φανερώσει ἐνώπιόν σας τὶς ἁμαρτίες σας».
2. Πῆρε ὁ ἱερέας καὶ ἔδωσε στὸν Ἰωσὴφ νὰ πιεῖ, στέλνοντάς τον στὸ βουνό. Καὶ ἐπέστρεψε σῶος. Ἔδωσε καὶ στὴ Μαριὰμ νὰ πιεῖ στέλνοντάς την στὸ βουνό. Καὶ ἐπέστρεψε σώα. Θαύμασε τότε ὅλος ὁ λαὸς, ἀφοῦ δὲν βρέθηκε ἁμαρτία σὲ αὐτούς.
3. Καὶ εἶπε ὁ ἱερέας: «Ἀφοῦ ὁ Κύριος δὲν ἀποκάλυψε ἁμαρτίες σὲ σᾶς, οὔτε ἐγὼ σᾶς κατακρίνω» καὶ τοὺς ἄφησε ἐλεύθερους. Πῆρε ὁ Ἰωσὴφ τὴ Μαριὰμ καὶ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του χαρούμενος καὶ δοξάζοντας τὸ Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ.
17. 1. Ὁ βασιλιὰς Αὔγουστος ἐξέδωσε διαταγὴ νὰ ἀπογραφοῦν ὅλοι ὅσοι κατάγονται ἀπὸ τὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας. Καὶ ἀναλογίστηκε ὁ Ἰωσήφ: «Ἐγὼ θὰ ἀπογράψω τοὺς γιούς μου, μὲ αὐτὸ τὸ κορίτσι ὅμως τί νὰ κάνω; Πῶς θὰ τὴν ἀπογράψω; Ὡς γυναίκα μου; Ντρέπομαι. Ὡς θυγατέρα μου; Μὰ ὅλοι οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ γνωρίζουν καλὰ ὅτι δὲν εἶναι κόρη μου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, ἂς ἐνεργήσει ὅπως θέλει».
2. Ἔστρωσε τὸ ὑποζύγιο, τὴν ἔβαλε νὰ καθίσει, πῆρε τὰ γκέμια ὁ γιός του καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀκολουθοῦσε. Πορεύτηκαν κοντὰ τρία μίλια ἔτσι. Σὲ μία στιγμὴ ὁ Ἰωσὴφ στράφηκε καὶ εἶδε τὴ Μαρία σκυθρωπὴ καὶ ἀναλογίστηκε: «Ἴσως ὁ καρπὸς της τὴν κάνει νὰ πονᾶ». Γυρίζει πάλι ὁ Ἰωσὴφ καὶ τὴν εἶδε νὰ γελᾶ, καὶ εἶπε: «Μαρία, τί συμβαίνει; Τὸ πρόσωπό σου τὸ βλέπω πότε γελαστὸ καὶ πότε σκυθρωπό». Ἡ Μαρία ἀπάντησε: «Εἶναι ἐπειδὴ βλέπω ἐνώπιόν μου δύο λαούς, ἕναν ποὺ κλαίει καὶ θρηνεῖ καὶ ἕναν ποὺ χαίρεται καὶ ἀναγαλλιάζει».
3. Εἶχαν διασχίσει τὴ μισὴ διαδρομὴ καὶ εἶπε ἡ Μαριάμ: «Κατέβασέ με ἀπὸ τὸ ὑποζύγιο, ἐπειδὴ αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα μου μὲ πιέζει νὰ ἐξέλθει». Τὴν κατέβασε ἀπὸ τὸ ὑποζύγιο καὶ τῆς εἶπε: «Ποῦ νὰ σὲ πάω καὶ ποῦ νὰ σκεπάσω τὴ ντροπή σου; Ὁ τόπος εἶναι ἔρημος».
18. 1. Ἐκεῖ βρῆκε ἕνα σπήλαιο, τὴν ἔβαλε μέσα καὶ ἄφησε τοὺς γιούς του νὰ τὴν φροντίζουν. Κατόπιν βγῆκε νὰ ἀναζητήσει μαμὴ στὰ μέρη τῆς Βηθλεέμ.
2. Ἐγὼ ὁ Ἰωσὴφ περπατοῦσα καὶ ὅμως δὲν προχωροῦσα, ἔστρεψα τὸ βλέμμα μου ψηλὰ καὶ εἶδα τὸν ἀέρα πλημμυρισμένο μὲ φῶς, σήκωσα τὰ μάτια μου στὸν οὐρανὸ καὶ τὸν εἶδα σταματημένο καὶ τὰ οὐράνια πουλιὰ ἀκίνητα. Καὶ κοίταξα πρὸς τὴ γῆ καὶ εἶδα χάμω μία σκάφη καὶ ἐργάτες ἀνασηκωμένους μὲ τὰ χέρια μέσα στὴ σκάφη• ὅσοι ἔτρωγαν δὲν ἔτρωγαν καὶ ὅσοι σήκωναν τὸ κεφάλι δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ κατεβάσουν, ὅσοι πάλι ἄνοιγαν τὸ στόμα τους δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ κλείσουν, ἀλλὰ ὁλονῶν τὰ πρόσωπα ἦταν στραμμένα πρὸς τὸν οὐρανό. Εἶδα καὶ πρόβατα νὰ περνοῦν καὶ τὰ πρόβατα στάθηκαν ἀκίνητα καί, ὅταν σήκωσε τὸ χέρι του ὁ βοσκὸς γιὰ νὰ τὰ χτυπήσει, ἔμεινε ὑψηλά. Καὶ ἔριξα τὰ μάτια μου στὸν χείμαρρο καὶ διέκρινα τὰ στόματα τῶν μικρῶν προβάτων ἀνοιχτὰ χωρὶς νὰ πίνονν. Καὶ ξαφνικὰ ὅλα ἐξακολούθησαν τὴν πορεία τους.
19. 1. Καὶ νὰ μία γυναίκα ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὸ βουνὸ μὲ ρώτησε: «Ἄνθρωπε ποῦ πηγαίνεις;» Ἐγὼ ἀπάντησα: "Ψάχνω μαμὴ Ἑβραία». Ἐκείνη μοῦ ἀποκρίθηκε: «Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ἑτοιμόγεννη στὸ σπήλαιο;» Ἐγὼ ἀπάντησα: «Ἡ μνηστή μου». Μοῦ εἶπε: «Δὲν εἶναι σύζυγός σου;» Ἐγὼ ἀποκρίθηκα: «Εἶναι ἡ Μαριὰμ ποὺ ἀνατράφηκε στὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου καὶ μοῦ ἔλαχε ὡς γυναίκα ὑπὸ τὴν προστασία μου. Φυσικά, λοιπόν, δὲν εἶναι σύζυγός μου, ἀλλὰ ἔχει συλλάβει καρπὸ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα». «Εἶναι ἀλήθεια αὐτό;». «Ἔλα καὶ δές», ἀπάντησε ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ μαμὴ πῆγε μαζί του.
2. Σταμάτησαν ὅταν ἔφτασαν στὸ χῶρο τοῦ σπηλαίου καὶ νὰ ἕνα φωτεινὸ σύννεφο ἐπεσκίαζε τὸ σπήλαιο καὶ ἡ μαμὴ ἀναφώνησε: «Γέμισε ἀπὸ δόξα ἡ ψυχή μου σήμερα, παράδοξα εἶδαν τὰ μάτια μου, γιατί σωτήρας γεννήθηκε στὸν Ἰσραήλ». Ξάφνου τὸ σύννεφο ὑποχώρησε ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ φῶς μεγάλο ἔλαμψε μέσα στὸ σπήλαιο, ὥστε ἦταν ἀδύνατον νὰ ἀντέξουν τὰ μάτια μας. Σὲ λίγο καὶ ἐκεῖνο τὸ φῶς ἔσβησε, ὥσπου φάνηκε τὸ βρέφος ποὺ ἦρθε καὶ πῆρε τὸ μαστὸ τῆς μητέρας του, τῆς Μαρίας. Καὶ ἡ μαμὴ ἀνεβόησε: «Μεγάλη μέρα γιὰ μένα σήμερα ποὺ εἶδα τὸ καινούργιο αὐτὸ θέαμα».
3. Βγαίνοντας ἡ μαμὴ ἀπὸ τὸ σπήλαιο συνάντησε τὴ Σαλώμη καὶ τῆς εἶπε: "Σαλώμη, Σαλώμη, καινούργιο θέαμα ἔχω νὰ σοῦ διηγηθῶ, μία παρθένος γέννησε παιδὶ ποὺ δὲν τὸ χωρᾶ ἡ φύση της». Καὶ ἡ Σαλώμη ἀπάντησε: «Ζεῖ Κύριος ὁ Θεός μου, μὰ ἂν δὲν βάλω τὸ δάκτυλό μου στὴ φύση της γιὰ νὰ ἐρευνήσω, δὲν θὰ πιστέψω ὅτι μία παρθένος γέννησε».
20. 1. Μπῆκε στὸ σπήλαιο ἡ μαμὴ καὶ εἶπε στὴ Μαριάμ: «Πάρε τὴν κατάλληλη θέση, γιατί μεγάλη φιλονικία ὑπάρχει γύρω ἀπὸ ἐσένα». Ἔβαλε ἡ Σαλώμη τὸ δάκτυλό της στὴ φύση καὶ ἔκραξε: «Ἀλίμονο στὴν ἁμαρτία καὶ στὴν ἀπιστία μου ποὺ θέλησα νὰ δοκιμάσω τὴ δύναμη τοῦ ζῶντος Θεοῦ καὶ νὰ τὸ χέρι μου ἀποκόπτεται μὲ φωτιά».
2. Ἔπεσε στὰ γόνατα τότε λέγοντας στὸ Δεσπότη: «Θεὲ τῶν πατέρων μου, θυμήσου ὅτι εἶμαι ἀπόγονός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ, κατάταξέ με ἀνάμεσα στοὺς πτωχούς, Σὺ γνωρίζεις δέσποτα, ὅτι ἔκανα θεραπεῖες στὸ ὄνομά σου καὶ ἀπὸ Ἐσένα λάμβανα τὴν ἀνταπόδοσή μου».
3. Καὶ νὰ ἄγγελος Κυρίου ἦρθε καὶ τῆς εἶπε: «Σαλώμη, Σαλώμη, σὲ ἄκουσε ὁ Κύριος, πρόσφερε τὸ χέρι σου στὸ παιδὶ καὶ κράτησε τὸ στὴν ἀγκαλιά, ἔτσι θὰ σωθεῖς καὶ θὰ χαρεῖς».
4. Προσῆλθε τότε ἡ Σαλώμη, κράτησε τὸ παιδὶ καὶ εἶπε: «Θὰ προσκυνήσω Αὐτὸ γιατί γεννήθηκε μεγάλος βασιλιὰς στὸν Ἰσραήλ». Ἀμέσως θεραπεύτηκε ἡ Σαλώμη, καὶ βγῆκε συγχωρημένη ἀπὸ τὸ σπήλαιο. Καὶ τότε φωνὴ ἀκούστηκε νὰ λέει: «Σαλώμη, Σαλώμη, μὴν ἀναγγείλεις ὅσα παράδοξα εἶδες, μέχρι νὰ μπεῖ τὸ παιδὶ στὰ Ἱεροσόλυμα».
21. 1. Καὶ νὰ ὁ Ἰωσὴφ ἑτοιμάστηκε νὰ φύγει πρὸς τὴν Ἰουδαία καὶ θόρυβος ξέσπασε στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας• ἦλθαν μάγοι ρωτώντας: «Ποῦ βρίσκεται ὁ νεογέννητος βασιλιὰς τῶν Ἰουδαίων; Εἴδαμε τὸ ἀστέρι Του νὰ ἀνατέλλει στὴν ἀνατολὴ καὶ ἤρθαμε νὰ Τὸν προσκυνήσουμε».
2. Ὅταν τὸ ἄκουσε ὁ Ἡρώδης, ταράχτηκε καὶ ἔστειλε ὑπηρέτες στοὺς μάγους. Ἔστειλε καὶ κάλεσε τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἀνέκρινε ρωτώντας: «Πῶς ἀναφέρονται τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Χριστό; Ποῦ γεννιέται;» Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν: «Στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, ἔτσι ἔχει γραφτεῖ». Ἀφοῦ τοὺς ἀπέλυσε, ἀνέκρινε τοὺς μάγους ρωτώντας: «Τί σημάδι εἴδατε γιὰ τὸ γεννημένο βασιλιά;» Οἱ μάγοι ἀπάντησαν: «Εἴδαμε ἕνα ὑπερμεγέθη ἀστέρα ποὺ ἔλαμψε καὶ συσκότισε τοὺς ὑπολοίπους, ὥστε νὰ μὴν φαίνονται• ἔτσι ἐμεῖς ἀντιληφθήκαμε ὅτι γεννήθηκε βασιλιὰς στὸν Ἰσραὴλ καὶ ἤλθαμε νὰ τὸν προσκυνήσουμε». Εἶπε τότε ὁ Ἡρώδης: «Πηγαίνετε καὶ ἀναζητῆστε τον καὶ ἂν τὸν βρεῖτε, εἰδοποιῆστε καὶ ἐμένα, γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσω».
3. Ἔφυγαν οἱ μάγοι καὶ νὰ ὁ ἀστέρας ποὺ εἶχαν δεῖ στὴν ἀνατολή, τοὺς ὁδηγοῦσε ἕως ὅτου ἔφτασαν στὸ σπήλαιο, καὶ στάθηκε στὴν κορυφή του. Εἶδαν τότε οἱ μάγοι τὸ παιδὶ μὲ τὴ μητέρα Του καὶ ἔβγαλαν ἀπὸ τοὺς σάκκους τους χρυσό, λίβανο καὶ σμύρνα.
4. Ἀφοῦ οἱ μάγοι πῆραν ὁδηγίες ἀπὸ ἄγγελο νὰ μὴν μποῦνε στὴν Ἰουδαία, ἀπὸ ἄλλο δρόμο πορεύτηκαν γιὰ τὴν πατρίδα τους.
22. 1. Ὅταν κατάλαβε ὁ Ἡρώδης ὅτι τὸν ξεγέλασαν οἱ μάγοι, ὀργίστηκε καὶ ἔστειλε φονιάδες παραγγέλνοντάς τους: «Σκοτῶστε τὰ βρέφη ἀπὸ δύο χρονῶν καὶ κάτω».
2. Ὅταν ἄκουσε ἡ Μαριὰμ ὅτι σκοτώνουν τὰ βρέφη, φοβισμένη πῆρε τὸ παιδί, τὸ σπαργάνωσε καὶ τὸ ἔκρυψε σὲ ἕνα παχνὶ βοδιῶν.
3. Ἡ δὲ Ἐλισάβετ ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ψάχνουν τὸν Ἰωάννη, τὸν ἅρπαξε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν ὀρεινὴ περιοχή, ψάχνοντας χῶρο γιὰ νὰ τὸν κρύψει, ἀλλὰ χῶρος γιὰ κρύψιμο δὲν ὑπῆρχε. Ἀναστέναξε τότε ἡ Ἐλισάβετ μὲ δυνατὴ φωνὴ καὶ εἶπε: «Ὄρος Θεοῦ δέξου τὴ μητέρα μὲ τὸ παιδί της». Καὶ ἐπειδὴ ἡ Ἐλισάβετ δὲν μποροῦσε νὰ ἀνέβει, ἀμέσως σχίστηκε τὸ ὄρος καὶ τὴν δέχτηκε. Ὑπῆρχε φῶς ποὺ τοὺς φώτιζε, γιατί ἄγγελος Κυρίου ἦταν μαζί τους καὶ τοὺς προστάτευε.
23. 1. Ὁ Ἡρώδης ἔψαχνε τὸν Ἰωάννη καὶ ἔστειλε ὑπηρέτες στὸν Ζαχαρία ρωτώντας: «Ποῦ ἔκρυψες τὸν γιό σου; «Αὐτὸς τοὺς ἀποκρίθηκε: «Ἐγὼ εἶμαι λειτουργός τοῦ Θεοῦ καὶ βρίσκομαι στὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου, δὲν ξέρω ποῦ εἶναι ὁ γιός μου».
2. Ἔφυγαν οἱ ὑπηρέτες καὶ ἀνακοίνωσαν στὸν Ἡρώδη ὅλα αὐτά. Ὀργισμένος ὁ Ἡρώδης εἶπε: «Ὁ γιός του θὰ βασιλέψει στὸ Ἰσραήλ». Ἔστειλε πάλι ὑπηρέτες σὲ αὐτὸν ρωτώντας: «Πὲς τὴν ἀλήθεια, ποῦ εἶναι ὁ γιός σου; Γνωρίζεις καλὰ ὅτι ἡ ζωή σου εἶναι στὰ χέρια μου».
3. Καὶ εἶπε ὁ Ζαχαρίας: «Μάρτυρας τοῦ Θεοῦ θὰ γίνω ἂν χύσεις τὸ αἷμα μου, γιατί τὴν ψυχή μου θὰ τὴ δεχτεῖ ὁ Δεσπότης, ἀφοῦ αἷμα ἀθῶο χύνεις στὰ πρόθυρα τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου». Στὸ γλυκοχάραμα σκότωσαν τὸν Ζαχαρία, οἱ υἱοὶ ὅμως τοῦ Ἰσραὴλ δὲν γνώριζαν τὸ φόνο.
24. 1. Ἀλλὰ τὴν ὥρα τοῦ ἀσπασμοῦ ἔφυγαν οἱ ἱερεῖς καὶ δὲν πῆραν τὴν εὐλογία τοῦ Ζαχαρία σύμφωνα μὲ τὴν τάξη. Στάθηκαν λοιπὸν οἱ ἱερεῖς περιμένοντας νὰ ἀσπαστοῦν τὸν Ζαχαρία κατὰ τὴν διάρκεια τῆς προσευχῆς καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Ὕψιστο.
2. Ἀργοῦσε νὰ φανεῖ καὶ ὅλοι φοβήθηκαν, ἕνας μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς τόλμησε καὶ μπῆκε, καὶ εἶδε δίπλα στὸ θυσιαστήριο ξεραμένο αἷμα καὶ ἀκούστηκε μία φωνὴ νὰ λέει: «Ὁ Ζαχαρίας φονεύτηκε καὶ δὲν θὰ ἐξαλειφθεῖ ἡ μνήμη τοῦ φόνου, ἕως ὅτου ἔρθει αὐτὸς ποὺ θὰ ἀποδώσει δικαιοσύνη». Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ φοβήθηκε, βγῆκε ἔξω καὶ ἀνήγγειλε τὰ συμβάντα στοὺς ἱερεῖς.
3. Τόλμησαν τότε καὶ εἰσῆλθαν καὶ εἶδαν τί εἶχε γίνει, μέχρι καὶ οἱ ἁψίδες τοῦ Ναοῦ γέμισαν μὲ τοὺς ἐκκωφαντικοὺς θρήνους τῶν ἱερέων ποὺ ξέσχισαν τὰ ροῦχα τους ἀπὸ πάνω ἕως κάτω. Τὸ σῶμα του ὅμως δὲν τὸ βρῆκαν παρὰ μόνο τὸ αἷμα του ποὺ εἶχε γίνει σὰν πέτρα. Ἔντρομοι βγῆκαν ἔξω καὶ ἀνήγγειλαν στὸ λαὸ ὅτι ὁ Ζαχαρίας εἶχε φονευτεῖ. Τὸ ἔμαθαν ὅλες οἱ φυλὲς τοῦ λαοῦ, τὸν πένθησαν καὶ τὸν θρήνησαν γιὰ τρία μερόνυκτα.
4. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες συσκέφτηκαν οἱ ἱερεῖς γιὰ τὸν ἀντικαταστάτη του καὶ ὁ κλῆρος ἔλαχε στὸν Συμεών. Αὐτὸς εἶχε πληροφορηθεῖ ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ὅτι δὲν θὰ ἔβλεπε θάνατο ἕως ὅτου δεῖ τὸν Μεσσία σαρκωμένο.
25. Ἐγὼ ὁ Ἰάκωβος ποὺ ἔγραψα τὴν ἱστορία αὐτὴ στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅταν δημιουργήθηκε θόρυβος μὲ τὸ θάνατο τοῦ Ἡρώδη, ἀποσύρθηκα στὴν ἔρημο ὥσπου καταλάγιασε ὁ θόρυβος στὴν Ἱερουσαλήμ, δοξάζοντας τὸν Δεσπότη Θεὸ πού μοῦ ἔδωσε τὴ χάρη καὶ τὴ σοφία νὰ συγγράψω αὐτὴ τὴν ἱστορία. Ἂς εἶναι ἡ χάρις σὲ ὅσους σέβονται τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ τοῦ ὁποίου ἡ δόξα ἂς παρατείνεται στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά