Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Μελέτιος Βαδραχάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Μελέτιος Βαδραχάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Ιουνίου 23, 2014

ΤΙ ΘΑ ΕΛΕΓΕ ΣΗΜΕΡΑ Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΠΑΡΙΟΣ;


   Ο Αθανάσιος Πάριος (1721-1813), ο οποίος το 1994 ανεγνωρίσθη επισήμως από την Εκκλησία μας ως άγιος, μαζί με το Μακάριο Νοταρά επίσκοπο Κορίνθου και τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη υπήρξαν οι κορυφαίες θεολογικές προσωπικότητες του 18ου αιώνος και συνέχισαν το έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (του 14ου αιώνος). Από τους εχθρούς τους ονομάστηκαν ειρωνικά Κολλυβάδες. Από διαπρεπείς όμως ερευνητές και μάλιστα ξένους (l. Petit, Le Guillu, Αμφιλόχιος Ράντοβιτς) θεωρήθηκαν ως οι δημιουργοί της ησυχαστικής και φιλοκαλικής αναγεννήσεως του 18ου αιώνος (βλ. πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, καθηγητού του Α.Π.Θ., Κολλυβάδικα, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 69).
   Ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος μεταξύ των άλλων εξέδωσε τους λόγους του αρχιεπισκόπου Φιλαδελφείας Μακαρίου του Χρυσοκεφάλου, τους οποίους προλόγισε ανωνύμως, προσέθεσε δε σ’ αυτούς και ένα δικό του λόγο, Εις τον άγιον Γρηγόριον Παλαμάν, που εξεφωνήθη στη Θεσσαλονίκη την Β΄ Κυριακή των Νηστειών του 1759 ή του 1768 (βλ. Μακαρίου Χρυσοκεφάλου, Λόγοι πανηγυρικοί ιδ΄, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1989, εισαγωγή αρχιμ. Ειρηναίου Δεληδήμου). Ο λόγος αυτός, που περιέχεται στις σσ.550-563, υμνεί δεόντως τον Γρηγόριο Παλαμά, κατακεραυνώνει τους παπικούς ελεεινολογεί δε και θρηνεί τους ορθοδόξους ενωτικούς (=τους σημερινούς οικουμενιστές). Θα παραθέσουμε μόνο την σ. 560 όπου μιλάει για τους ενωτικούς.

   «Αχ αδελφοί Χριστιανοί, και εις τούτο εκαταντήσαμεν, ώστε να μην είναι πλέον διάκρισις του σίτου από τα ζιζάνια; Των προβάτων από τους λύκους; του φωτός από το σκότος; του Χριστού από τον Βελίαρ· τις κοινωνία φωτί πρός σκότος; τις συμφώνησις ευσεβών μετά αιρετικών; τις σχέσις; τι καλή υπόληψις είναι τούτη, οπού έχομεν εις τους εχθρούς της αληθείας και των Αγίων μας; Πού είναι εκείνο το πυρ, οπού ήλθε να βάλη ο Χριστός εις την γήν; Εσβέσθη, εψυχράνθη από μιας· πού είναι εκείνη η μάχαιρα του Χριστού, οπού χωρίζει και το ίδιον αίμα, και συγγενής τον συγγενή αποστρέφεται, και αδελφός από αδελφόν χωρίζεται δια την ευσέβειαν· έλειψεν, απώλετο τελείως από λόγου μας· δια τούτο λοιπόν και εις την Ρώμην οι Ανατολικοί· δια τούτο και συνοικέσια με τους παπιστάς· δια τούτο και οι Φράγκοι των Ρωμαίων γίνονται ανάδοχοι· δια τούτο ιερείς Ανατολικοί και στεφανώνουσι και θάπτουσιν, όχι μονάχα Λατίνους, αλλά και τους λουθηροκαλβινιστάς· δια τούτο τόσα και τόσα άλλα κατεγνωσμένα και αξιοκατάκριτα, δια τούτο λέγω, διατί δεν έχομεν ζήλον δια την ευσέβειαν· και καταρώνται εκείνοι, και ημείς ευλογούμεν· εκείνοι ακαταπαύστως τρέχοντες επάνω και κάτω, πλανούσι, διαστρέφουσι, σύρνουσι τους αδελφούς μας εις την απώλειαν· και εις ημάς δεν είναι άδεια να δώσωμεν καν είδησιν εις τα λογικά πρόβατα, να φυλάγωνται από τους ψυχοφθόρους τούτους λύκους, αλλά κατηγορούμεθα ως ταραχοποιοί· εκείνοι, δια να μη λέγω τα πολλά, μας ονομάζουσι ψυχάς απωλεσμένας, άνιμαι πέρσαι (animae persae), και με όλον οπού ημείς, με την χάριν του Θεού, απαρασάλευτοι στεκόμεθα εις το θεμέλιον, της Αποστολικής και θεοπαραδότου ομολογίας· και ημείς ως αναίσθητοι, τους έχομεν ως αδελφούς· αμφιβάλλει τάχα τινάς, πως έτζι μας φρονούσι, και έτζι μας ονομάζουσιν; άς διηγηθή, όποιος ηξεύρει, δια τον αδελφόν μας χριστιανόν οπού εσπούδαζεν ιατρικήν εις μίαν πόλιν της Ιταλίας Βονωνίαν ονομαζομένην· τον οποίον, διατί δεν ηθέλησεν εις τον θάνατόν του να εξομολογηθή και να κοινωνήση φράγκικα, τον έρριψαν έξω από τα τοιχόκαστρα, εις τον τόπον, οπού ρίπτουσι τα ψοφιμαία ζώα, και τον έφαγαν οι σκύλοι».


   Εμείς δεν θα προσθέσουμε τίποτε άλλο. Αναλογιζόμεθα μόνο, τι θα έλεγε ο άγιος Αθανάσιος εάν ζούσε σήμερα…

 


ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Παρασκευή, Μαΐου 30, 2014

ΠΟΙΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ, ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΓΝΑΤΙΟ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ.

Ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας στα συγγράμματά του ασχολείται εκτεταμένα με το επισκοπικό αξίωμα και με τον εκάστοτε φορέα του, ποιος πρέπει να είναι, ώστε να κατέχει επάξια το αξίωμα του επισκόπου. Ας δούμε τις απόψεις του όπως παρουσιάζονται στις επιστολές του προς διάφορες Εκκλησίες της εποχής του.

Α΄. Να μη αποκτήσει το επισκοπικό αξίωμα με προσωπικές του ενέργειες, ούτε με ανθρώπινα μέσα και προσπάθειες ούτε έχοντας κίνητρο την κενοδοξία αλλά μέσα από την αγάπη του Θεού. (Προς Φιλαδελφείς § I).

Β΄. Δεν επιβαρύνει κανένα κρυφά ή φανερά, λίγο ή πολύ (Φιλαδελφείς § VI). Ας θυμηθούμε εδώ τα όσα λέγει ο Παύλος σχετικά με το θέμα αυτό (Β΄ Θεσ. 3,8-10). «Ουδέ δωρεάν άρτον εφάγομεν παρά τινος, αλλ’ εν κόπω και μόχθω, νύκτα και ημέραν εργαζόμενοι προς το μη επιβαρήσαί τινα υμών· ουχ ότι ουκ έχομεν εξουσίαν, αλλ’ ίνα εαυτούς τύπον δώμεν υμίν εις το μιμείσθαι ημάς».

Γ΄. Θα πρέπει να είναι τόση η αρετή του, που και «ενώ σιωπά κατορθώνει περισσότερα απ’ αυτούς που μιλούν μάταια. Είναι εναρμονισμένος στις εντολές του Θεού όπως η κιθάρα στις χορδές της» (Προς Φιλαδελφείς § I). Όταν ενώ είναι τόσο ενάρετος δεν κάνει επίδειξη δυνάμεως, τότε ισχύει αυτό που λέγεται στην προς Εφεσίους § VI. «Και όσον βλέπει τις σιγώντα επίσκοπον πλειόνως αυτόν φοβείσθω».
«Είναι καλύτερο να σιωπά κανείς και να είναι, παρά να μιλά και να μην είναι. Καλή η διδασκαλία, αν εκείνος που διδάσκει πράττει. Ένας λοιπόν ο διδάσκαλος· αυτός που είπε και εγένετο. Και όσα σιγώντας έκανε είναι άξια του πατρός. Όποιος κατέχει τον λόγο του Ιησού μπορεί και την ησυχία του ν’ ακούει, ώστε να είναι τέλειος. Ώστε να πράττει όσα λέγει και απ’ όσα παρασιωπά ν’ αναγνωρίζεται» (Ένθ’ ανωτ. § XV).
Ο επίσκοπος σιωπά και από διάκριση· «Μήπως δεν μπορώ να σας γράψω για τα επουράνια, αλλά τρέμω μήπως νήπιοι καθώς είσθε σας βλάψω. Λοιπόν κάνετέ μου τη χάρη να σιωπήσω, μήπως καθώς δεν μπορείτε να εννοήσετε, βάλετε θηλιά στο λαιμό σας» (Προς Tραλλιανούς § V).

Δ΄. Ο επίσκοπος πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του μαθητή. «Δεν σας προστάζω σαν να είμαι κάποιος. Αν και δέθηκα χάριν του ονόματος (του Χριστού) τώρα αρχίζω να μαθητεύω και σας απευθύνω τον λόγον σαν να είμαι κι εγώ στα ίδια θρανία» (Προς Εφεσίους § III).
Αλλά ο άγιος Ιγνάτιος δεν θεωρεί τον εαυτό του ούτε και μαθητή τέλειο. Νοιώθει ελλιπής ακόμη και σ’ αυτό. «Αλλά τάχα κι εγώ, επειδή είμαι δεμένος και μπορώ να νοιώθω τα επουράνια και τους τόπους τους αγγελικούς και τις τάξεις των ασωμάτων δυνάμεων, ορατά και αόρατα, είμαι τάχα γι’ αυτό καλός μαθητής; Πολλά μας λείπουν, για να μη υπολειπόμαστε στα του Θεού» (Προς Τραλλιανούς § V).
Ο επίσκοπος πρέπει να είναι λοιπόν ταπεινός, στοιχών το παράδειγμα του αγίου Ιγνατίου, ο οποίος λέγει· «Θα αξιωθώ να είμαι μαθητής του Χριστού, όταν αξιωθώ ν’ αντιμετωπίσω τα θηρία» (Προς Εφεσίους § I). Δεν λέγει ότι επειδή είναι επίσκοπος είναι άξιος να είναι μαθητής του Χριστού, αλλά όταν αξιωθεί ν’ αντιμετωπίσει τα θηρία τότε θα γίνει. Δηλαδή όταν αντιμετωπίσει το μαρτύριο στην κορύφωσή του. Εδώ συνάγεται και κάτι άλλο· ότι το ανώτερο αξίωμα στην ορθοδοξία, το ανώτερο χάρισμα και το ανώτερο έπαθλο είναι το μαρτύριο. «Τίποτα δεν θα με ωφελήσουν τα πέρατα του κόσμου, ούτε οι βασιλείες του αιώνος τούτου. Είναι καλύτερα για μένα να πεθάνω για τον Χριστό, παρά να βασιλεύω στα πέρατα της γης (Προς Ρωμαίους § VI).
Αλλά η ταπείνωση του αγίου Ιγνατίου δεν έχει τέλος. «Κι αυτά σας τα γράφω αγαπητοί μου, όχι γιατί ξέρω ότι μερικοί από σας έτσι κάνετε, (δηλαδή ιουδαΐζετε) αλλά σαν μικρότερός σας θέλω να σας προφυλάξω για να μη πέσετε στ’ αγκί-στρια της κενοδοξίας (των αιρετικών ιουδαϊζόντων) (Προς Μαγνησιείς § XI). Και αλλού λέγει· «Δεν με πήρε η υπερηφάνεια, ώστε να είμαι κατάκριτος να σας αραδιάζω υποδείξεις ως απόστολος (Προς Τραλλιανούς § III). Και συμπληρώνει· «Πολλά σκέπτομαι και αισθάνομαι μέσα στο Θεό, αλλά θέτω χαλινάρι στον εαυτό μου, για να μη καταποντισθώ μέσα στην καύχηση. Και τώρα πρέπει περισσότερο να φοβούμαι και να μη προσέχω σ’ εκείνους που με σπρώχνουν στη περηφάνεια. Τα λόγια τους μαστιγώνουν την ψυχή μου. Καίομαι βέβαια από τον πόθο του μαρτυρίου, αλλά δεν ξέρω αν είμαι άξιος. Ο ζήλος είναι καλός για άλλους, αλλά εγώ τον υποπτεύομαι για τον εαυτό μου» (ενθ’ ανωτ. § IV).
Εξαρτά τα πάντα από τις προσευχές των χριστιανών. «Είθε ν’ αναστηθώ με τις προσευχές σας, που είθε πάντα να τις απολαμβάνω, ώστε στη μερίδα των Εφεσίων χριστιανών να ευρεθώ» (Προς Εφεσίους § XI). Εύχεται ο Θεοφόρος Ιγνάτιος, αυτός που προκρίνει το μαρτύριο από του να βασιλεύει στα πέρατα της γης να βρεθεί με την μερίδα των Εφεσίων! Αν αυτό δεν είναι ταπείνωση τότε τι είναι;
Και η υπερβολή της ταπεινώσεως του· «Είμαι σκουπίδι σας και το παράδειγμά σας με εξαγνίζει, της εκκλησίας των Εφεσίων που είναι περιβόητη στους αιώνες» (ενθ’ ανωτ. § VIII).

Ε΄. Ο επίσκοπος πρέπει να είναι σύμφωνος με τη γνώμη του Χριστού. Τη σκέψη, το σχέδιο, το φρόνημα, την εντολή. «Οι επίσκοποι οι κατά τα πέρατα ορισθέντες εν Ιησού γνώμη εισίν» (ενθ’ ανωτ. § ΙΙΙ). Γι’ αυτό οι πιστοί πρέπει να βαδίζουν σύμφωνα με τη γνώμη του επισκόπου. «Όθεν πρέπει υμίν συντρέχειν τη του επισκόπου γνώμη» (ενθ’ ανωτ. § IV). Γιατί προφανώς είναι γνώμη Χριστού.
Όταν ο επίσκοπος έχει αυτά τα χαρακτηριστικά τότε ισχύει το «όπου αν φανή ο επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω, ώσπερ όπου αν η Ιησούς Χριστός, εκεί η καθολική εκκλησία» (Προς Σμυρναίους § VIII). Και «ο τιμών επίσκοπον υπό Θεού τετίμηται· ο λάθρα επισκόπου τι πράσσων τω διαβόλω λατρεύει» (ένθ’ ανωτ. § IX).
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ


πηγή  το είδαμε εδώ

ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ.




ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ.


Εάν ξεφυλλίσουμε προσεκτικά το ημερολόγιο της Εκκλησίας μας, θα παρατηρήσουμε ότι τρεις Κυριακές το χρόνο έχει «Κυριακή των αγίων πατέρων».
Μια φορά μετά την εορτή της Αναλήψεως, όπου εορτάζουμε τους πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε στην Νίκαια και καταδίκασε τον Άρειο, ο οποίος δίδασκε ότι ο Χριστός είναι κτίσμα και όχι Θεός.
Δεύτερη φορά τον Ιούλιο, που γιορτάζουμε τους πατέρες της Δ΄ εν Χαλκηδόνι Συνόδου, η οποία εξέδωσε όρο δογματικό περί της υποστατικής ενώσεως (ένωση σ’ ένα πρόσωπο, σε μια υπόσταση) των δύο εν Χριστώ φύσεων «αχωρίστως, αδιαιρέτως, ατρέπτως και ασυγχύτως» και καταδίκασε τον Ευτυχή ο οποίος δίδασκε ότι ο Χριστός είχε μόνο μία φύση την θεία (αίρεση μονοφυσιτισμού). Η ανθρώπινη φύση, έλεγε ο Ευτυχής, απορροφήθηκε από την θεία και επομένως ο Χριστός υπήρξε μόνο Θεός και φαινομενικώς άνθρωπος.
Και τρίτη φορά τον Οκτώβριο εορτάζουμε και τιμούμε τους πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που καταδίκασε την εικονομαχία, δηλαδή και πάλι τον μονοφυσιτισμό, αφού μη δεχόμενοι οι εικονομάχοι -ανάμεσα στ’ άλλα που πρεσβεύανε- την εξεικόνιση του Θεού, δεν δεχότανε ουσιαστικά την ανθρώπινή του φύση η οποία ενώθηκε με την θεία όπως δογμάτισε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Τον Θεό κανείς δεν είδε λέγει η Γραφή, αλλά την ανθρώπινη φύση του Χριστού, που ενώθηκε με την θεία, την είδαμε και συνεπώς μπορούμε να την ζωγραφίσουμε, όπως και τα οράματα των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης.

Συνεπώς παρατηρούμε ότι η Εκκλησία μας, τρεις Κυριακές το χρόνο, τιμά όλους εκείνους τους πατέρες, οι οποίοι από μακρινά μέρη, διανύοντας τεράστιες αποστάσεις, χωρίς να έχουν τρένα, αυτοκίνητα ή αεροπλάνα, περνώντας μέσα από δάση, ερήμους, ληστές, θηρία και χίλιες δυο αντίξοες συνθήκες, συγκεντρωνόταν σε μια πόλη της αυτοκρατορίας για να συζητήσουν τα πιο σοβαρά θέματα. Δεν κάνανε συνεδριάσεις για ν’ ασχοληθούν με θέματα μικρά και ασήμαντα, γήινα και εφήμερα, για τα οποία γίνονται ένα σωρό συνέδρια σήμερα και μάλιστα τρεις στην ώρα. Συγκεντρωνόταν και συνεδρίαζαν πρωτίστως για θέματα πίστεως και για θέματα που είχαν σχέση με τη ζωή των χριστιανών και της Εκκλησίας μας.
Ποια είναι η πίστη μας, τι πιστεύουμε, από πού κινδυνεύει, από ποιο σημείο έχουμε ρύπανση και μόλυνση όχι απλώς του περιβάλλοντος και της ατμοσφαίρας αλλά του πνευματικού χώρου και περιβάλλοντος. Αγωνιζότανε επίσης να προσδιορίσουν ποια πρέπει να είναι η ζωή των χριστιανών, η πολιτεία τους όπως λένε τα συναξάρια. «Ίδε αληθώς Ισραηλίτης, εν ω δόλος ουκ έστι» (Ιω. 1,48) είπε ο Χριστός για τον Ναθαναήλ. Δηλαδή αληθινός και σωστός Ισραηλίτης δεν είναι μόνο αυτός που πιστεύει κατά τον Μωυσή και τους προφήτες, αλλά κι αυτός που δεν έχει δόλο. Αυτός που είναι άκακος, απονήρευτος, αγαθός και χαριτωμένος. Μόνο αυτός μπορεί να έχει εμπειρία του αληθινού Θεού. Γνωρίζανε λοιπόν οι άγιοι πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων ότι χωρίς το σωστό δόγμα και χωρίς το σωστό βίο δεν μπορεί να υπάρξει σωστός πολιτισμός, σωστή πρόοδος, αληθινή ευτυχία, αιώνια ζωή, κατά Θεό καταξίωση.
Η σωστή πίστη από την οποία απορρέει η σωστή ζωή είναι θείο δώρο, θεία αποκάλυψη, θείο αγαθό, πράγμα ουράνιο και τέλειο. Βοηθεί τον άνθρωπο να προσανατολισθεί σωστά στις σχέσεις του με το Θεό και τους συνανθρώπους του· να θεραπεύσει τα πάθη του· να έχει υγεία ψυχική και σωματική. Η σωστή πίστη έχει επαγγελία ζωής, της νυν και της μέλλουσας (Α΄ Τιμ. 4,8). Κι αν ακόμη για διαφόρους λόγους χάσουμε τη σωματική υγεία, η σωστή πίστη θα μας βοηθήσει να υπομένουμε την νόσο ή τις νόσους που μας κατατρύχουν και να τις εκμεταλλευθούμε ώστε να κερδίσουμε «αιώνιον βάρος δόξης». Ας θυμηθούμε τι λέγει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός· «Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται· το σώμα σας ας το τηγανίσουν, τα χέρια σας ας τα κόψουν, τα μάτια σας ας τα βγάλουν, τίποτα δεν είναι· τίποτα δεν σας βλάπτει, αν δεν χάσετε το Χριστό και την πίστη σας». Και πράγματι τι έχασαν οι διάφοροι άγιοι που υπέστησαν τα πάντα για την πίστη τους; Εκτός από την πρόσκαιρη και παροδική οδύνη που υπέστησαν χάριν του Χριστού τίποτα το ουσιαστικό και αξιόλογο. Η δόξα τους αμάραντη και εδώ και στον παράδεισο, η ευτυχία και η χαρά τους αιώνια, η ένωση τους με τον Χριστό συνεχής και μόνιμη.

* * *
Πολύτιμο λοιπόν πράγμα η πίστη. Αλλά όλα τα πολύτιμα κινδυνεύουν. Κι όσο πιο πολύτιμα είναι τόσο μεγαλύτεροι οι κίνδυνοι που τ’ απειλούν. Τ’ άχρηστα πράγματα κανείς δεν τα δίδει σημασία και κανείς δεν ενδιαφέρεται να τ’ αποκτήσει. Τα πολύτιμα όμως όλοι τα επιβουλεύονται και όλοι τα επιθυμούν. Ποιοι είναι αυτοί που επιβουλεύονται την πίστη και την χριστιανική ζωή;

α΄) Η απιστία.
Εμφανίσθηκε στον παράδεισο και κατέλαβε τους πρωτόπλαστους οι οποίοι απίστησαν στο Θεό και πίστευσαν στον διάβολο. Έκτοτε συνυπάρχει μετά των ανθρώπων και θα υφίσταται μέχρι την Β΄ Παρουσία, απειλώντας ενίοτε και τους εκλεκτούς. Η απιστία κρύβεται κάτω από την τέχνη, τη φιλοσοφία, τα αντιχριστιανικά ήθη και έθιμα, τη νομοθεσία, την παιδεία. Ειδικά στην εποχή μας εν ονόματι της ανεξιθρησκείας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου επιχειρείται ο εξοβελισμός κάθε τι που θυμίζει τον Χριστό και την Εκκλησία του. Παγκοσμίως και μάλιστα στην δήθεν χριστιανική Δύση επιχειρείται η επιστροφή στην προ Χριστού εποχή.

β΄) Η αίρεση.
Αυτή είναι διεστραμμένη πίστη. Είναι πίστη κατά τα ανθρώπινα μέτρα και τις αντιλήψεις. Μαζί με την απιστία αποτελούν την λεγόμενη «εθελοθρησκεία» (Κολ.2,23). Μια θρησκεία που δεν πείθεται στην Θεία Αποκάλυψη. Μια θρησκεία κατά τα γούστα του ανθρώπου και τις μεθοδεύσεις του διαβόλου. Πολύ σωστά οι πατέρες λέγουν ότι η αίρεση είναι «η βοτάνη του διαβόλου». Είναι τα ζιζάνια που σπείρει ο πονηρός εκεί που πέφτει ο θείος σπόρος για να τον καταστρέψει (Ματθ.13,24-30).
γ΄) Ο συγκρητισμός.
«Η λέξη συγκρητισμός αναφέρεται από τον Πλούταρχο και λέγεται ότι αποδίδεται στην ένωση των Κρητών, παρά τις διαφορές, μπροστά σε ένα κίνδυνο. Ο όρος συγκρητισμός προσέλαβε από τον ΙΘ΄ αιώνα και θρησκευτική σημασία και με τον όρο αυτό εννοείται η ανάμειξη μερικών θρησκευτικών ιδεολογικών απόψεων, και τρόπου ζωής. Σήμερα η λέξη συγκρητισμός αποδίδεται και με πολλούς άλλους όρους, όπως την μετανεωτερικότητα ή μεταμοντερνισμό, τον οικουμενισμό, την νέα εποχή, την ολιστική θεωρία, την πολιτισμική παγκοσμιοποίηση, την νέα τάξη πραγμάτων κ.λ.π. Αναλύοντας περισσότερο τον όρο συγκρητισμό, με τα σύγχρονα δεδομένα, μπορούμε να πούμε ότι με τον όρο αυτόν εννοείται η προσπάθεια να εντοπίζουμε τα κοινά σημεία μεταξύ των διαφόρων Χριστιανικών ομολογιών και των διαφόρων θρησκειών και να παραθεωρούμε τις διαφορές μεταξύ των ομολογιών και θρησκειών. Οι συγκρητιστές βλέπουν τα κοινά σημεία, τα οποία υπάρχουν ούτως ή άλλως σε όλες τις θρησκείες και δεν βλέπουν τις θεολογικές διαφορές» (Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος).

Ο Θεός της Ορθοδοξίας είναι ο Τριαδικός Θεός, ο αληθινός Θεός, ο μόνος που λυτρώνει τον άνθρωπο. Πατήρ-Υιός-Άγιο Πνεύμα. Και ο Υιός, ο ένας της Τριάδος, μας αποκαλύπτει η Γραφή και μας παραδίδει η ιστορία, ενσαρκώθηκε, προσέλαβε το ημέτερο φύραμα, το θεράπευσε και το ζωοποίησε εις τον αιώνα, αφού «το απρόσληπτον αθεράπευτον» λένε οι πατέρες της Εκκλησίας μας. Ο Υιός είναι ο Μεσσίας ή Χριστός, αυτός δηλαδή που έχει το χρίσμα και την αποστολή να ενανθρωπήσει, να καταστεί Θεάνθρωπος και να σώσει τον άνθρωπο. Είναι με την ενανθρώπησή του ο απόγονος της Εύας, που θα συντρίψει τον σατανά. Είναι, ως άνθρωπος, ο νέος Αδάμ, που με την υπακοή του θα ξαναδείξει το δρόμο της σωτηρίας προς τον άνθρωπο.
«Και ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία· ουδέ γαρ όνομα έστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πραξ.4,12) μας αποκαλύπτει ο θεόπνευστος απόστολος Πέτρος. Κανείς άλλος εκτός του Χριστού δεν μπορεί να οδηγήσει στη θεογνωσία, στην αληθινή ένωση του ανθρώπου με το Θεό, του κτιστού μετά του Ακτίστου.
Καμμία λοιπόν σχέση δεν έχει ο Θεός της Ορθοδοξίας με το θεό των άλλων θρησκειών, ακόμη και αυτών των μονοθεϊστικών. Κανένα κοινό σημείο, κανένα σημείο επαφής. Οι άλλες θρησκείες αρνούνται την Τριαδικότητα του Θεού, την ενανθρώπηση του Υιού, το Θεανθρώπινο πρόσωπο του Σωτήρος μας. Ματαιοπονούν όσοι κάνουν συνέδρια με τις άλλες μονοθεϊστικές και άλλες θρησκείες. Τα είδωλα των εθνών και των διαφόρων ανθρώπων είναι δαιμόνια σύμφωνα με τη Γραφή ή δημιουργήματα του πεπτωκότος ανθρώπου.

Γι’ αυτό οι πατέρες των τριών Οικουμενικών Συνόδων που προαναφέραμε ασχοληθήκανε με το Χριστολογικό δόγμα και το αποσαφηνίσανε από κάθε πλευρά. Διακηρύξανε την ορθή πίστη, αντιμετωπίσανε την αίρεση, ξεκαθαρίσανε ότι δεν μπορεί να δέχεται ο χριστιανός τον συγκρητισμό. Κι όπως τιμάμε αυτούς που μας χαρίσανε την εθνική ελευθερία και ανεξαρτησία έτσι πρέπει να τιμάμε αυτούς που μας ελευθέρωσαν από την σκλαβιά της απιστίας, της αιρέσεως, του συγκρητισμού και να κρατήσουμε σώο και αβλαβή τον θησαυρό που μας παρέδωσαν.


ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Τετάρτη, Μαΐου 28, 2014

Ἀνάληψη: Μιά κάπως ἄγνωστη δεσποτική γιορτή -Ἀρχιμανδρίτης Μελέτιος Βαδραχάνης


          Μιά γιορτή, πού ἐπειδή πέφτει πάντοτε σέ καθημερινή ἐργάσιμη μέρα, δέν ἔχει τήν ἀνάλογη θέση στή συνείδηση τοῦ λαοῦ, ὅπως οἱ μεγάλες γιορτές τῶν Χριστουγέννων, Θεοφανίων, Εὐαγγελισμοῦ, Ἀναστάσεως, Πεντηκοστῆς. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τή γιορτή τῆς Μεταμορφώσεως.

          Εἰδικά στήν Ἀνάληψη ἀπέχει μόνιμα ἡ μαθητιῶσα νεολαία τῆς χώρας μας. Εἶναι ἡμέρα πού συνήθως τά σχολεῖα ἔχουν εἰσέλθει στήν περίοδο τῶν ἐξετάσεων, μ’ ἀποτέλεσμα ν’ ἀδυνατεῖ καί ὁ πιό καλοπροαίρετος ἐκπαιδευτικός νά φέρει τούς μαθητές στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι μεγαλώνουν τά παιδιά μας, εἰσέρχονται μετά στό χῶρο τῆς βιοπάλης, καί μπορεῖ νά περάσουν δεκαετίες ὁλόκληρες καί νά μήν ἔχουν τήν εὐκαιρία ν’ ἀπολαύσουν καί νά βιώσουν λατρευτικά τή μεγάλη αὐτή γιορτή.

          Ἡ Ἀνάληψη ἕπεται τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι ἀμέσως μετά τό τεσσαρακονθήμερο τῶν ἐμφανίσεων τοῦ Χριστοῦ στούς μαθητές του. Ὁ Χριστός, σ’ αὐτές τίς σαράντα μέρες, μέ συνεχεῖς ἐμφανίσεις καί ἐξαφανίσεις ἀφ’ ἑνός μέν τούς ἀποδεικνύει τήν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεώς του, ἀφ’ ἑτέρου δέ τούς γυμνάζει στή συνεχῆ σωματική ἀπουσία του. Πρέπει οἱ μαθητές νά χειραφετηθοῦν ἀπό τήν συνεχῆ σωματική αἴσθηση καί ἀντίληψη τοῦ Χριστοῦ. Νά παύσουν νά τόν ἀπολαμβάνουν διά τῆς ὁράσεως, τῆς ἀκοῆς, τῆς ἁφῆς. Νά παύσουν νά ἔχουν αἰσθητά ντοκουμέντα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.

         Ἡ ἔνσαρκος παρουσία τοῦ Χριστοῦ πού ἄρχισε μέ τή γέννησή του ἐδῶ τελειώνει. Ἤ μᾶλλον σταματᾶ γιά νά συνεχίσει στήν Β΄ Παρουσία του. Τότε τό μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως θά ξαναφανεῖ. Τότε «πᾶσαι αἱ φυλαί τῆς γῆς ὄψονται τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετά δυνάμεως καί δόξης πολλῆς» (Ματθ. 24,30). Μέχρι τότε οἱ πιστοί μαθαίνουν νά ζοῦν μέ τήν διαρκῆ ἀόρατη παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

         «Ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν» (Ματθ. 28,20). Εἶναι μαζί μας ὁ Χριστός. Συνεχῶς ἀλλά ἀοράτως. Οἱ πιστοί ἀντλοῦν δύναμη ἀπό αὐτή τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀλλά δέν παύουν νά νοσταλγοῦν καί νά ἐπιθυμοῦν καί νά ἀδημονοῦν γιά τήν ἔνσαρκη Β΄ Παρουσία τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία θά κραυγάζει συνεχῶς ἕως τότε• «ναί ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ». Καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ θ’ ἀκούγεται συνεχῶς «ναί, ἔρχομαι ταχύ» (Ἀπόκ. 22,20).

         Ἀναλήφθηκε, λοιπόν εἰς τούς οὐρανούς ὁ Χριστός μας. Τήν ἀνθρώπινη φύση, τήν ὁποία ἕνωσε μέ τή θεία του φύση ἀχωρίστως, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως κατά τήν διδασκαλία τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν παίρνει καί τήν τοποθετεῖ ὑπεράνω Χερουβίμ καί Σεραφίμ, ἀγγέλων καί ἀρχαγγέλων, δίπλα στό θρόνο τοῦ Θεοῦ Πατέρα.

         Ἄπειρες εἶναι οἱ εἰκόνες καί οἱ μεγαλοπρεπεῖς ἐκφράσεις τῶν προφητῶν καί τῶν ὑμνωδῶν τῆς Ἐκκλησίας μας πού ἐξυμνοῦν καί ἐκθειάζουν καί γεραίρουν τό θαυμαστό αὐτό γεγονός. «Ἀνέβη ὁ Θεός ἐν ἀλλαλαγμῶ, Κύριος ἐν φωνῆ σάλπιγγος». «Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ἡμῶν καί ἐπάρθητε πῦλαι αἰώνιοι καί εἰσελεύσεται ὁ βασιλεύς τῆς δόξης» θά πεῖ ὁ προφητάναξ Δαυίδ.

         Πίσω ἀπ’ ὅλες αὐτές τίς ποιητικές καί μεγαλοπρεπεῖς καί ἀνθρωποπαθεῖς ἐκφράσεις, ἕνα εἶναι τό οὐσιαστικό γεγονός, ἕνα εἶναι τό θαῦμα τῶν θαυμάτων, ἕνα εἶναι τό «καινόν ὑπό τόν ἥλιον» ὅπως λέγει τό βιβλίο τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη• ἡ ἕνωση θείας καί ἀνθρώπινης φύσεως. Ἡ ἕνωση αὐτή ἡ τόσο σωτηριώδης γιά μᾶς, ἐν τούτοις, ἔχει τήν «ἀρνητική» πλευρά νά παρασύρει στήν ἀορασία καί στὀ μυστήριο τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ μέχρι τήν Β΄ Παρουσία του. Εἶναι κάτι γιά τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖται ἀπό τή σάρκα, ζεῖ καί βιώνει κυρίως μέ τήν παρουσία καί τήν ἐνέργειά της, ἐπαναστατεῖ. Διότι θέλει νά ὑπάρχει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ· νά μπορεῖ νά τό βλέπει, νά τό πιάνει, νά τό ἀκουμπᾶ, νά τό ἀγκαλιάζει, ν’ ἁρπάζει τή χάρη πού ἐμφωλεύει μέσα του ὅπως ἡ αἱμορροοῦσα. Γι’ αὐτό ὅπως προαναφέραμε κραυγάζει «ναί ἔρχου κύριε Ἰησοῦ».

         Προσοχή ὅμως! Δέν ἐξέλειπε ἐντελῶς ἡ σωματική παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει συνεχῶς ἕως «τερμάτων αἰῶνος». Ποῦ ὅμως εἶναι αὐτή ἡ σωματική παρουσία; Εἶναι στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Στά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, πού στά ‘‘σά ἐκ τῶν σῶν…’’ μεταβάλλονται σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Καί δύναται ὁ πιστός ὄχι ἁπλῶς νά δεῖ, ν’ ἀκουμπήσει, νά ψηλαφίσει τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί νά τό φάει. Νά τό βάλει μέσα του. Νά εἰσέλθει μέχρι τό τελευταῖο κύτταρό του. Νά εἰσδύσει στήν οὐσία τῆς ὑπάρξεώς του καί ἔτσι νά θεωθεῖ.

         Συνεπῶς δέν ἐξέλειπε ἡ σωματική παρουσία τοῦ Χριστοῦ μας. Ἁπλῶς γιά νά τήν ἀπολαύσουμε πρέπει νά συχνάζουμε εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου μας. Νά μετέχουμε στό κατ’ ἐξοχήν μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας, τό μυστήριο γιά τό ὁποῖο ὑπάρχουν ὅλα τά ἄλλα, τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὅταν τό κάνουμε αὐτό συνειδητά καί μέ μετάνοια, τότε θά ἰσχύσει καί γιά μᾶς αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος· «ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σύν αὐτοῖς ἀρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καί οὕτω πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα.» (Α΄ Θεσ. 4,17).

Σάββατο, Ιανουαρίου 18, 2014

Η ΛΕΠΡΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΛΕΠΡΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ -Αρχιμανδρίτης Μελέτιος Βαδραχάνης


Ένα περίεργο και παράξενο γεγονός βλέπουμε στο κείμενο του ευαγγελιστού Λουκά (17, 12-19)· βλέπουμε ότι ενώ ο πόνος, η απομόνωση, η δυστυχία, τα βάσανα των δέκα λεπρών τους οδήγησαν κοντά στο Χριστό, τους ανάγκασαν να τον αναγνωρίσουν ως δάσκαλο και αφέντη τους, η θεραπεία, η ευεργεσία, το σταμάτημα του πόνου τους και της κοινωνικής απομονώσεώς τους, τους οδήγησαν όλους, εκτός από ένα, στο να ξεχάσουν τον Χριστό. Και ξεχνώ σημαίνει απαρνούμαι, φεύγω μακριά από κείνον που είχα σχέσεις και δεν με ενδιαφέρει πλέον.

    Και το σημαντικό σ’ αυτούς τους ανθρώπους είναι ότι πριν ευεργετηθούν είχαν πίστη. Δεν είχαν φόβο η αμφιβολία μήπως και δεν θεραπευθούν. Γι’ αυτό κραυγάζανε· «Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς». Και ο Χριστός, για να τους δοκιμάσει, δεν τους θεράπευσε αμέσως. Τους είπε· «πηγαίνετε δείξετε τον εαυτό σας στους ιερείς», αφήνοντας να εννοηθεί, ότι αν το κάνουν αυτό θα γίνουν καλά. Και το είπε αυτό, διότι την εποχή εκείνη -ειδικά για το θέμα της θεραπείας της λέπρας- αρμόδιοι ήσαν οι ιερείς. Αυτοί δίνανε το απαιτούμενο πιστοποιητικό ότι κάποιος θεραπεύθηκε. Αυτοί επίσης διαπιστώνανε ότι κάποιος έχει λέπρα και δίνανε εντολή να φύγει από την πόλη. Και οι λεπροί ακούσανε τον Χριστό και πήγαν. «Και εγένετο εν τω υπάγειν αυτούς εκαθαρίσθησαν». Θεραπευθήκανε επειδή ακριβώς πιστέψανε.

    Κι όμως, τι παράξενο, ενώ ήταν πιστοί ξεχάσανε εν τέλει τον Χριστό. Πόσο μεγάλο πράγμα η πίστη και πόσο δύσκολο για κάθε εποχή! Κι όμως δεν αρκεί από μόνη της να σε κρατήσει κοντά στο Θεό. Χρειάζεται και η αγάπη και η ευγνωμοσύνη και η αφοσίωση στον ευεργέτη μας Θεό. Γι’ αυτό λέγει ο Παύλος «… και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί» (Α Κόρ. 13,2). Γι’ αυτό επίσης λέγει «...βεβαιούμενοι εν τη πίστει καθώς εδιδάχθητε, περισσεύοντες εν αυτή εν ευχαριστία» (Κολ. 2,7). Δηλαδή θ’ αποκτήσετε οντότητα πνευματική και αγιότητα και θα στερεωθείτε στη πίστη, και μάλιστα υπερεκπερισσού, εάν ευχαριστείτε τον Θεό συνεχώς δια τις ευεργεσίες του. Συνεπώς και αυτή η πίστη, για να διατηρηθεί και να συνεχίσει να υπάρχει, πρέπει να συνοδεύεται από την ευγνωμοσύνη. Και όσο αυξάνει η ευγνωμοσύνη τόσο θα αυξάνει και η πίστη. Γι’ αυτό και ο Χριστός, αφού χόρτασε τους πεντακισχιλίους, έβαλε τους μαθητές του να μεταφέρουν τα δώδεκα κοφίνια με τρόφιμα που περίσσεψαν (Ματθ. 14,20), ώστε να διαρκέσει περισσότερο η θύμηση της ευεργεσίας και συνεπώς η ενίσχυση της πίστεως και της ευγνωμοσύνης τους. Το ίδιο έγινε και στο χορτασμό των τετρακισχιλίων, όπου για τον ίδιο λόγο περίσσεψαν επτά κοφίνια (Ματθ.15,17). Μάλιστα ο Παύλος θα ζητήσει, κάπως υπερβολικά θα λέγαμε, να ευχαριστούν οι πιστοί τον Κύριο «εν παντί»· ακόμη και για τα δυσάρεστα και επώδυνα γεγονότα της ζωής. Κι όμως, αν το κάνουν αυτό, τότε όχι μόνο θα είναι συνεχώς με τη μνήμη του Θεού και την αέναη προσευχή, αλλά θα είναι και συνεχώς χαρούμενοι, αφού -όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος αλλά και οι στωικοί φιλόσοφοι- δεν είναι η φύση των γεγονότων, αλλά η διάθεση με την οποία τα αντιμετωπίζουμε, που μας κάνει ευτυχείς η δυστυχείς. «Πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε» (Α  Θέσ. 5,17). Χαρά προσευχή και ευχαριστία είναι συνεχώς αλληλένδετα και αλληλοπεριχωρούμενα. Συνυπάρχουν και σ’ αυτή τη ζωή, αλλά και στην επέκεινα του τάφου. Κι ενώ οι άλλες θεολογικές αρετές -όπως η πίστη και η ελπίδα- καταργούνται, αυτές παραμένουν αιώνια και στο διηνεκές.

    Λοιπόν, ενώ έδειξαν πίστη οι δέκα λεπροί, οι εννέα δεν ένοιωσαν ευγνωμοσύνη και δεν γύρισαν να ευχαριστήσουν τον σωτήρα τους Χριστό. Πίσω απ’ αυτήν την περίπτωση των δέκα λεπρών κρύβεται η ανθρώπινη φύση μας. Η φύση η δηλητηριασμένη από την αμαρτία και την φθορά. Το πόσο εύκολα στρεφόμαστε από τον ουρανό στον Άδη. Σε στιγμές πόνου και στεναγμού σηκώνουμε τα χέρια και ζητάμε βοήθεια· ικετεύουμε επίμονα τον Θεό· δηλώνουμε υποταγή στο θέλημά του. Και, μόλις διαβεί η καταιγίδα και περάσει η μπόρα, τον ξεχνάμε μία για πάντα. Μια ματιά στη Γραφή μας παρουσιάζει αναρίθμητες περιπτώσεις αγνωμοσύνης.

    Ας σταθούμε σε μερικές απ’ αυτές. Πρώτα- πρώτα ας θυμηθούμε την περίπτωση του προπάτορά μας του Αδάμ. Έδειξε ανυπακοή στο Θεό, απιστία στα λόγια του ότι θα πεθάνει αν παραβεί την εντολή του, αλλά και αχαριστία του χειρίστου είδους. Άφησε τον ευεργέτη του και έγινε υποχείριος του διαβόλου που δεν του πρόσφερε τίποτα. Και όταν αργότερα ελέγχθηκε από το δημιουργό του, αντί ν’ αναλάβει την ευθύνη που είχε και να μετανοήσει, εκείνος επέρριψε την αιτία της πτώσεώς του στο Θεό. Ο άσωτος υιός, στη Καινή Διαθήκη, χορτασμένος από την περιποίηση, την προστασία, και την αγάπη του πατέρα του, σηκώνει ανταρσία και φεύγει. Τον ξαναθυμήθηκε, όταν πτώχευσε και βασανιζότανε ποικιλότροπα, και ευτυχώς μετανόησε και επέστρεψε. Αλλά και ως σύνολο ο άνθρωπος δείχνει την αχαριστία του. Ο ισραηλιτικός λαός ενώ απελευθερώθηκε από την δουλεία της Αιγύπτου με τα μύρια βάσανα και μαρτύρια, ενώ οδηγήθηκε στην πορεία προς τη γη του Ισραήλ μέσα από συνεχή θαύματα και ευεργεσίες, εν τούτοις, μόλις άργησε ο Μωυσής για σαράντα μέρες να φανεί, άφησε τον αληθινό Θεό, που εκείνη την ώρα παρέδιδε στον Μωυσή τη διαθήκη του, και λάτρευσε τον μόσχο τον χρυσό, που δημιούργησε ο Ααρών κατά παραγγελία του. Θυμότανε τον αληθινό Θεό, μόνο, όταν έφθανε σε οριακές καταστάσεις δυστυχίας και μαρτυρίου. Στην εποχή της Καινής Διαθήκης, οι ποικίλες ευεργεσίες του Μεσσία -σε προσωπικό η συνολικό επίπεδο- αμείφθηκαν με την απιστία, την εχθρότητα, την προδοσία, την σταύρωση, την άρνηση και την εγκατάλειψη. Και η αχαριστία συνεχίζεται και θα συνεχίζεται έως της συντελείας του αιώνος.

    Και κάτι που δεν πρέπει να μας διαφύγει από την περικοπή των δέκα λεπρών. Εκείνος που πράγματι ωφελήθηκε και αξιοποίησε εις το έπακρον την ευεργεσία του Χριστού είναι ο λεπρός Σαμαρείτης, που γύρισε να ευχαριστήσει τον Χριστό. Διότι θεραπεύθηκε και από τη λέπρα του σώματος και από τη λέπρα της ψυχής, δηλαδή, τη λήθη της ευεργεσίας, την αχαριστία, και την αυτονόμηση από το Θεό.
    Τη λέπρα του σώματος την θεράπευσε με την πίστη («η πίστις σου σέσωκε σε») και τη λέπρα της ψυχής με την ευγνωμοσύνη και την ευχαριστία.
    Γι’ αυτό ο Παύλος συνεχώς μας προτρέπει· «εν παντί ευχαριστείτε». ...

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 02, 2013

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
 
    Το πνευματικό μεγαλείο, το μυστικό βάθος και το αισθητικό κάλλος της Ορθοδόξου τέχνης συνεργούν στη μετοχή του πιστού στο καλοάγγελτο γεγονός της ενανθρώπισης. Μέσα στο χώρο της Εκκλησίας ο πιστός ζει το μυστήριο της σαρκώσεως με τις αισθήσεις του, που μεταμορφώνονται για να γίνουν μέσα επικοινωνίας με το άρρητο. Προσκυνώντας την εικόνα της Γεννήσεωςανταποκρίνεται στο κέλευσμα της ψαλμωδίας «δεύτε ίδωμεν πιστοί» και «βλέπει» με τα μάτια του την θεολογία της σαρκώσεως αισθανόμενος την ευφροσύνη της θείας συγκαταβάσεως και κενώσεως
    Ο εικονογραφικός τύπος διαμορφώθηκε έτσι ώστε να συνοψίζει τη θεολογία της Γεννήσεως ντύνοντάς την με άρτια αισθητική μορφή. Η παράσταση έχει οργανωθείαντιρρεαλιστικά και συμβολικά συνθέτοντας στοιχεία από την ιστορική πραγματικότητα, πνευματικά και διαχρονικά. Το βουνό, το σπήλαιο, η φάτνη, τα ζώα συνυπάρχουν με τον χρυσό κάμπο που είναι ο πνευματικός χώρος του ουρανού. Έτσι η εικόνα αμέσως παρουσιάζει την σύνθεση του γήινου και του ουράνιου, του ανθρώπινου και του θείου. 
 
    Όλες οι μορφές έχουν ειδικό νόημα και συμβολισμό. Η Γέννηση τοποθετείται μέσα σε σπήλαιο, στοιχείο που δεν προέρχεται από τα Ευαγγέλια, αλλά από την παράδοση που ξεκινάει μεν από το απόκρυφο το λεγόμενο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου αλλά την παίρνει οορθόδοξος θεολογικός στοχασμός (Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς) και την καθιερώνει η υμνογραφία με τον Ρωμανό «και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει» (Κοντάκιον), και τους άλλους Υμνωδούς των Χριστουγέννων: «Τι σοι προσενέγκωμεν Χριστέ ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος… η γη το σπήλαιον» (Ιδιόμελον Εσπερινού), «τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι» (κάθισμα Όρθρου). 
 
    Το σκοτεινόχρωμο σπήλαιο συνδέεται και με τον Άδη που θα φωτίσει ο Χριστός με την Ανάστασή Του. Συμβολίζει όμως και τησκοτεινιά του προχριστιανικού κόσμου στην οποία θα λάμψει το χαρούμενο, λυτρωτικό φως «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις αυτοίς εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς» (Ματθ. 4,16). 
 
    Ο Χριστός εικονίζεται σπαργανωμένος. Η εικονογραφία εδώ ακολουθεί πιστά την ευαγγελική διήγηση «και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινε αυτόν εν τη φάτνη» (Λουκ. 2,7). Το φασκιωμένο βρέφος παραπέμπει οπτικά σε μορφές νεκρών (όπως του Λαζάρου), δίνοντάς μας έτσι μια ακόμα νύξη για το σάββανο και την ταφή του Κυρίου
 
    Η θέση της Παναγίας είναι καίρια στην εικόνα δείχνοντας με αυτό τον τρόπο το ρόλο της μέσα στο έργο της σωτηρίας. Εικονίζεται σε άμεση σχέση με το γλυκύτατο Τέκνο της, αλλά διατηρεί και κάποια απόσταση απ’ Αυτό, υπαγορευόμενη από την γνώση της θεότητάς Του. Για τη στάση στην οποία ζωγραφίζεται η Θεοτόκος έχει διατυπωθεί η άποψη ότι καθορίζεται από τον με ή χωρίς ωδίνες τοκετό. Τόσο όμως η υμνολογία της Εκκλησίας όσο και μεγάλοι Πατέρες (Μ. Φώτιος) αποφαίνονται με σαφήνεια ότι έτεκεν ανωδίνως. Η μητρική τρυφερότητα και κάποια προορατική αίσθηση της ρομφαίας που θα διαπεράσει την καρδιά της ίσως προσδιορίζουν αυτή τη στάση της Θεομήτορος. 
 
    Μέσα στο σπήλαιο δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο από την Μητέρα και το Βρέφος. Μόνο τα δύο ζώα (βόδι και ονάριο), που η παρουσία τους είναι μια ζωγραφική υπόμνηση των καυτερών για το Ισραήλ λόγων του Ησαΐα. Η αποστασία του εκλεκτού λαού του Θεού στηλιτεύεται με τον διακριτικό αυτόν τρόπο μέσα στην εικόνα. 
 
    Ο Ιωσήφ κάθεται έξω και κάπως απόμακρα από το σπήλαιο. Μ’ αυτό το τρόπο διατρανώνει η βυζαντινή ζωγραφική την θεμελιώδη πίστη της Εκκλησίας για την απείρανδρο γέννηση του Ιησού. Ο Ιωσήφ κάθεται συλλογισμένος, σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα μοιάζει να έχει σαν πρότυπο αγάλματα σκεπτόμενων μορφών. Η στάση αυτή υποσημαίνει τις αμφιβολίες που φαίνεται ακόμα να έχει
 
    Σε μερικές εικόνες μπροστά στον Ιωσήφ στέκεται και συνομιλεί ένας τσοπάνος, συνήθως γέρος, κακόμορφος, που σύμφωνα με τα Απόκρυφα είναι ο διάβολος μεταμορφωμένος σε τσοπάνη που πειράζει τον Ιωσήφ δείχνοντας την ροζιασμένη μαγκούρα του λέγοντας ειρωνικά, πως αν αυτό το ξεραμένο ξύλο βλαστήσει με φύλλα και κλαδιά, τότε μπορεί και μια Παρθένα να γεννήσει. Σε κάποιες μάλιστα εικόνες, σαν άλλη επίρρωση της Παρθενίας της Θεοτόκου, ζωγραφίζεται βλαστημένη η ποιμενική ράβδος. 
 
    Η ένταξη των αμφιβολιών του Ιωσήφ στην εικόνα της Γεννήσεως, έχει χαρακτήρα διδακτικό. «Στο πρόσωπο του αγίου Ιωσήφ, η εικόνα αφηγείται ένα παγκόσμιο δράμα που παράγεται δια μέσου όλων των αιώνων… Το Μυστήριο του Ευαγγελίου απευθύνεται στη πίστη και συναντά το εμπόδιο τις αμφιβολίες» (Π. Ευδοκίμωφ). Η συλλογισμένη και συνεσταλμένη στάση του δείχνει άνθρωπο που βρέθηκε σε γεγονότα πάνω από τις δυνάμεις του, αλλά που δεν του λείπει η αγαθή προαίρεση. Για αυτό και τη Μαρία δεν θα τη διώξει κρυφά, όπως προς στιγμή σκέφτηκε, αλλά θα σταθεί δίπλα στη Μητέρα και το Παιδίον σαν προστάτης. Έτσι η αμφιβολία του Ιωσήφ γίνεται στήριγμα γι’ αυτούς που δοκιμάζονται από λογισμούς αμφιβολίας και δυσπιστίας.
 
    Οι ποιμένες, ανοιχτόκαρδοι, καλοκάγαθοι, ειρηνικοί άνθρωποι δέχονται με κατάπληξη, αλλά και χαρά το μήνυμα του ερχομού του Μεσσία, αντιπροσωπεύοντας την αγαθή μερίδα των αληθινών Ισραηλιτών που άκουσαν το καλό άγγελμα της σωτηρίας και το ενστερνίστηκαν αμέσως.
 
    Οι Μάγοι είναι οι σοφοί και διαβασμένοι, που όμως η γνώση τους δεν στέκει εμπόδιο στην προσκύνηση του σαρκωθέντος Λόγου. Γι’ αυτό και η τέχνη της Εκκλησίας δίνει μεγάλη σημασία στην παρουσία τους. Οι Μάγοι, με τις λαμπρές και παράξενες στολές τους, είναι οι αναζητητές που πασχίζουν να βρουν την Αλήθεια έξω από το χώρο του Ισραήλ. Αντιπροσωπεύουν τους ανά τους αιώνες αναζητητές της αλήθειας που μέσα από τους πολυδαίδαλους ατραπούς της σκέψης ακολουθώντας τον αστέρα της εσώτερης παρόρμησής τους φτάνουν κάποτε με ταπείνωση στην απλότητα της Φάτνης για να καταθέσουν τα δώρα του πνευματικού τους μόχθου και να χαρούν μαζί με τους ποιμένες. Τέλος, οι Μάγοι εικονίζονται με διαφορετική ηλικία για να υποδηλωθεί ότι ο Χριστός φωτίζει όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από ηλικία.
 
    Οι Άγγελοι ολόσωμοι, ευγενικοί και μεγαλόπρεποι, ντυμένοι με τα αρχαία ενδύματά τους (ιμάτιο και χιτώνα), σε στάσεις και κινήσεις που δείχνουν το σεβασμό στο Βρέφος αναγγέλλουν στους ποιμένες το μέγα γεγονός ότι «ετέχθη σήμερον σωτήρ ος εστίν Χριστός Κύριος». Και όταν όμως σκύβουν για να εκφράσουν το σεβασμό τους δεν ζωγραφίζονται μέσα στη σπηλιά, αλλά στέκουν απ’ έξω, ώστε να προβάλλεται ανεμπόδιστα και αδιάσπαστα το κεντρικό θέμα. Οι αγγελικές δυνάμεις προσφέρουν τη δοξολογία. Σε κάποιες εικόνες υπάρχει σε κυκλικό σχήμα η επιγραφή από το κατά Λουκά Ευαγγέλιο, «Δόξα εν υψίστοις Θεό και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».
 
    Από τον ουρανό εξέρχεται μια ακτίνα και καταλήγει στο σπήλαιο πάνω από το βρέφος. Η ακτίνα αυτή σημαίνει την μια ουσία του Θεού αλλά χωρίζεται σε τρεις λάμψεις, για να προσδιορίσει τη συμμετοχή των τριών προσώπων στην θεία οικονομία της σωτηρίας.
 
    Η όλη σύνθεση κλείνει με ένα ακόμα επεισόδιο, που προέρχεται από τα Απόκρυφα: το πρώτο λουτρό του βρέφους. Στο πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου περιγράφονται διάφορες φροντίδες για τον τοκετό της Μαρίας καθώς και η μαία και η βοηθός της που συνδράμανε την Παναγία και έλουσαν το αρτιγέννητο. Εικονογραφικά η σκηνή κατάγεται από αρχαία παράσταση λουτρού του Διονύσου. Η χριστιανική τέχνη από τους πρώτους αιώνες προσέλαβε το θέμα. Εξαίρεση σημειώνεται τον 18ον αι. στο Άγιο Όρος, όπου η σκηνή θεωρήθηκε μειωτική της θεότητος και κατά συνέπεια απόβλητη. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι «το δε να ιστορούνται γυναίκες τινες πλύνουσαι τον Χριστόν εν λεκάνη, ως οράται εν πολλαίς εικόσι της Χριστού γεννήσεως, τούτο είναι παντάπασιν ατοπώτατον». Εξηγώντας αυτή τη θέση του ο Άγιος λέει ότι η Θεοτόκος δε γέννησε με πόνους και ωδίνες όπως οι άλλες γυναίκες για να χρειάζεται η σκηνή του λουτρού. Έτσι το θείο βρέφος ήταν καθαρό από την ακαθαρσία.
 
    Παραταύτα όμως η σκηνή επεκράτησε. Στην ορθόδοξο αίσθηση του λαού της εκκλησίας δεν προξένησε κανένα σκανδαλισμό. Είδε στην απεικόνιση αυτή μια ακόμη έκφανση της σαρκώσεως και ενανθρωπίσεως. Μερικοί μελετητές και θεολόγοι βλέπουν και μια προεικόνιση της Βαπτίσεως.
 
***
 
    Η ορθόδοξη εικόνα της Γεννήσεως μορφοποιεί την διδασκαλία της Εκκλησίας κρατώντας όλο το θεολογικό βάθος της, καθώς βρήκε στην έκφραση το μέτρο ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο. Με την ταυτόχρονη αναπαράσταση μέσα στη ίδια σύνθεση γεγονότων που διαφέρουν μεταξύ τους χρονικά σημαίνει απελευθέρωση από την αντίληψη του χρόνου ροής και διαδοχής, δίνεται μια άλλη αίσθηση του χρόνου που τα αντιμετωπίζει όλα σαν παρόν. Αυτή η αντίληψη είναιαποτέλεσμα της κατανόησης του μυστηρίου της Σαρκώσεως, σαν γεγονότος ιστορικού, αλλά και μυστηριακού, εξωχρονικού. Γιατί ο Χριστός που γεννήθηκε στην ορισμένη χρονική στιγμήν «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4,4) δεν έπαυσε να είναι ο «προ αιώνων υπάρχων» ο άχρονος Υιός. 
 
    Αυτή τη θεώρηση του χρόνου δίνει η Ορθόδοξη εικόνα της Γεννήσεως και με αυτό το τρόπο κάνει σύγχρονο το γεγονός και καλεί τον πιστό να συμμετάσχει και να δει τον τόπο όπου εγεννήθη ο Χριστός. Αυτό είναι και το μεγάλο επίτευγμα της Βυζαντινής ζωγραφικής. Πέτυχε να φανερώσει με χρώματα και σχήματα την ενανθρώπιση στην σωτηριώδη, θεολογική διάσταση και χωρίς να μας στερήσει την αισθητική χαρά που γεννιέται από την μεγάλη τέχνη, κατόρθωσε να καταστήσει την εικόνα πύλη εισόδου στο μυστήριο που μπαίνουμε με ευφροσύνη και δοξολογία

Βιβλιογραφικές αναφορές: 

    - Χριστούγεννα, εκδ. Ακρίτας, άρθρο κ. Νικόλαου Ζία

 
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Τετάρτη, Αυγούστου 14, 2013

Kατά την Tάξιν Μελχισεδέκ

«ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΑΞΙΝ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ» 
Μελχισεδέκ

Μας λέγει η Γένεσις στο 14ο κεφάλαιό της ότι καθώς γύριζε ο Άβραμ (ακόμη δεν είχε ονομαστεί Αβραάμ) νικητής, από ένα πόλεμο, που έκανε εναντίον ενός ισχυρού βασιλιά της Ανατολής, του Χοδολλογομόρ, για να ελευθερώσει τον ανεψιό του Λωτ, βγήκαν να τον προϋπαντήσουν οι ηττημένοι από τον Χοδολλογομόρ βασιλείς, που κατέβηκαν από τα βουνά, και άλλοι εντόπιοι βασιλείς που δεν είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο.
Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς της Σαλήμ, που αργότερα θα ονομαστεί Ιερουσαλήμ.

Αυτός ο Μελχισεδέκ ήταν «ιερεύς του Θεού του υψίστου» δηλαδή του αληθινού Θεού. Αυτός έβγαλε «άρτους και οίνον» και φίλεψε τον Άβραμ. Αυτό το φίλεμα είναι προτύπωση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Διαφορετικά, αν δεν υπήρχε η ανάγκη της προτυπώσεως, ήταν πολύ υποτιμητικό για ένα βασιλιά να φιλεύει κάποιον μόνο με κρασί και ψωμί. Αλλά η φιλοξενία αυτή είχε το εξής μυστικό νόημα. Ο Μελχισεδέκ, που είναι ο τύπος του Χριστού, προσφέρει στον Άβραμ, τον αρχαίο πνευματικό γενάρχη των χριστιανών, τον τύπο του μυστηρίου του σώματος και του αίματος του Χριστού. Αυτή η φιλοξενία είναι μια προφητεία του θείου μυστηρίου. Όπως και το πρόσωπο του Μελχισεδέκ είναι μια προφητεία για το πρόσωπο του Χριστού. Αυτό θα πει τύπος. Μια προφητεία που δεν γίνεται με λόγια αλλά με ένα πρόσωπο ή ένα γεγονός.

Ο Μελχισεδέκ τον ευλόγησε κι όλας και του είπε· «Ο Άβραμ είναι ευλογημένος από τον Θεό τον ύψιστο, που έκτισε τον ουρανό και τη γη. Κι ο Θεός ο ύψιστος είναι ευλογητός, άξιος να δοξολογείται, γιατί σου παρέδωσε τους εχθρούς σου στα χέρια σου, Άβραμ. Ήταν αδύνατο ανθρωπίνως να νικήσει ο Άβραμ τον ισχυρό Χοδολλογομόρ που είχε νικήσει συμμαχίες βασιλέων και τον τρέμανε όλοι στην Ανατολή.

Κι ο Άβραμ έδωσε το ένα δέκατο από τα λάφυρά του στον Μελχισεδέκ. 
Ο βασιλιάς Μελχισεδέκ αναφέρεται στο κεφάλαιο αυτό της Γενέσεως ξαφνικά όπως παρατηρεί ο απόστολος Παύλος σαν «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μήτε αρχήν ημερών μήτε ζωής τέλος έχων, αφωμοιωμένος δε τω Υιώ του Θεού, μένει ιερεύς στο διηνεκές (Εβρ. 7,3). Είναι τύπος του Χριστού, που είναι αμήτωρ σαν Θεός, απάτωρ σαν άνθρωπος, άναρχος και αθάνατος, ιερεύς αιώνιος. Βέβαια ο Μελχισεδέκ είχε γονείς και πέθανε κάποτε, αλλ’ ο τρόπος που αναφέρεται στη Γραφή μια φορά μόνο, χωρίς πρόλογο, και δεν ξαναμνημονεύεται, τον κάνει τύπο του Ιησού Χριστού. Μελχισεδέκ· Μελχί είναι ο βασιλεύς και σεδέκ η δικαιοσύνη. Ο Παύλος τον αποκαλεί «βασιλεύς δικαιοσύνης και βασιλεύς Σαλήμ (η μετέπειτα Ιερουσαλήμ), ό έστι βασιλεύς ειρήνης» (Εβρ. 7,2). Σαλήμ σημαίνει ειρήνη. Συνεπώς ο Μελχισεδέκ είναι βασιλιάς δίκαιος (δίνει την δικαίωση) και ειρηνικός και τέλειος να ιερατεύει.

Για τον βασιλιά Μελχισεδέκ μας μιλά αναλυτικά το 7ο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής του αποστόλου Παύλου. Ας δούμε τους υπόλοιπους (7, 4-25) στίχους.

Αναλογισθείτε πόσο μεγάλος ήταν αυτός, ο Μελχισεδέκ, αφού και ο Αβραάμ ο πατριάρχης του έδωσε το ένα δέκατο από τα εκλεκτότερα λάφυρα.
Και κείνοι μεν από τους απογόνους του Λευΐ, που λαμβάνουν την ιερωσύνη, διατάσσονται από το νόμο να λαμβάνουν το ένα δέκατο των εισοδημάτων από το λαό, δηλαδή από τους αδελφούς τους, καίτοι προήλθαν από την οσφύ (τη μέση) του Αβραάμ. Αυτός όμως, ο Μελχισεδέκ, ο οποίος ως προς την καταγωγή δεν είναι λευίτης, έλαβε το ένα δέκατο από τον Αβραάμ και ευλόγησε αυτόν που είχε τις θείες υποσχέσεις. Χωρίς δε καμμία αντίρρηση το κατώτερο ευλογείται από το ανώτερο. (Άρα ο Μελχισεδέκ, που ευλόγησε, είναι ανώτερος από τον Αβραάμ που ευλογήθηκε).

Επίσης στη μια περίπτωση λαμβάνουν δεκάτες άνθρωποι θνητοί, ενώ στην άλλη περίπτωση έλαβε δεκάτη ένας, για τον οποίο δίνεται η μαρτυρία ότι ζει, (αφού σκοπίμως η Γραφή, αναφέρει μόνο τη ζωή του και όχι το θάνατό του).

Θα μπορούσε δε να πει κάποιος ότι, αφού ο Αβραάμ έδωσε δεκάτη στον Μελχισεδέκ, και ο Λευΐ, που κανονικά λαμβάνει δεκάτη από τους ομοεθνείς του, έδωσε κι αυτός δεκάτη στον Μελχισεδέκ, αφού προήλθε από τον Αβραάμ. (Άρα και οι λευίτες είναι κατώτεροι από τον Μελχισεδέκ).

Εάν δε η δικαίωση ήταν δυνατή με την λευϊτική ιερωσύνη, που δόθηκε στον ισραηλιτικό λαό με νόμο, ποιά ανάγκη υπήρχε να εμφανισθεί άλλου είδους ιερεύς κατά τον τύπο του Μελχισεδέκ, και να μη είναι κατά τον τύπο του Ααρών.
Αφού δε παύει να ισχύει η λευϊτική ιερωσύνη, κατ’ ανάγκη παύει να ισχύει και ο σχετικός νόμος (που όριζε ότι οι ιερείς πρέπει να είναι από τη φυλή Λευΐ). Γι’ αυτό και ο Χριστός, χάριν του οποίου αναφέρουμε όλα αυτά, σαρκώθηκε από άλλη φυλή, από την οποία κανένας δεν υπηρέτησε στο θυσιαστήριο. Διότι είναι γνωστό σε όλους ότι ο Κύριος μας προήλθε από την φυλή Ιούδα, για την οποία ο Μωυσής δεν έκανε καμμία αναφορά μιλώντας για την ιερωσύνη των Ιουδαίων.

Γίνεται έτσι τώρα φανερό, ότι εμφανίζεται ένας άλλος ιερεύς κατά τον τύπο του Μελχισεδέκ. Ο οποίος δεν έγινε γι’ αυτή τη φυσική ζωή, που τελειώνει με τον θάνατο, αλλά για την αιώνιο ζωή και υπάρχει συνεχώς. Γι’ αυτό λέγει ο Δαυίδ στον 109ο ψαλμό «συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ». Συνεπώς καταργείται η λευϊτική ιερωσύνη ως ανίσχυρή και ανωφελής. Διότι καμμιά δικαίωση δεν προσέφερε ο νόμος. Τώρα όμως ο Θεός μας δίνει πιο ανώτερη ελπίδα, με την οποία ερχόμαστε κοντά στον Θεό (την ιερωσύνη κατά την τάξη Μελχισεδέκ).



Η ιερωσύνη κατά την τάξη Μελχισεδέκ δόθηκε με όρκο του Θεού.Οι Λευίτες γίνανε ιερείς σύμφωνα με την εντολή του Μωυσέως, χωρίς να υπάρχει όρκος του Θεού. Ο Χριστός όμως έγινε ιερεύς κατά την θέληση του Θεού Πατέρα, ο οποίος είπε προς αυτόν· «Ώμοσε Κύριος και ου μεταμεληθήσεται· συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ». Γι’ αυτό ο Ιησούς έγινε εγγυητής ανώτερης διαθήκης. 

Επίσης οι λευίτες ήταν πολλοί, διότι ο θάνατος εμπόδιζε να μένει κανείς αιώνια στο αξίωμα, ενώ αυτός (ο Χριστός), επειδή ζει πάντοτε, έχει ιερωσύνη συνεχή. Γι’ αυτό και μπορεί να σώζει πάντοτε όσους δι’ αυτού προσέρχονται στο Θεό, αφού πάντοτε ζει για να μεσιτεύει γι’ αυτούς. 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ 




πηγη

Δευτέρα, Αυγούστου 05, 2013

ΤΙ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Κάθε δεσποτική εορτή της Εκκλησίας μας αποκαλύπτει στους πιστούς θεολογικές αλήθειες του μυστηρίου της θείας οικονομίας, οι οποίες είναι απαραίτητες για την σωτηρία μας. Έτσι και η εορτή της Μεταμορφώσεως μας αποκαλύπτει·

α´) Ότι ο Χριστός είναι Υιός Θεού και Θεός.

Το άκτιστο φως που βγαίνει μέσα από τον Χριστό και τον περιλούζει και λάμπει το πρόσωπό του ως ο ήλιος· η «φωτεινή νεφέλη», που είναι στην αγία Γραφή σημείο της παρουσίας του Θεού και η φωνή του Θεού πατρός που ακούγεται μέσα από τη νεφέλη να λέγει «ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα· αυτού ακούετε» και (Ματθ. 17,5)· ο Μωυσής και ο Ηλίας οι θεόπτες και μεγάλοι προφήτες που τον αναγνωρίζουν ως Κύριό τους και αποκαλύπτουν ότι ο Χριστός είναι Κύριος ζώντων και νεκρών, ότι δεν είναι ένας προφήτης σαν κι αυτούς, ότι δεν είναι κάποιος που εκφράζεται αντίθετα απ’ αυτούς και εναντίον του Θεού, όπως τον παρουσίαζαν οι Ιουδαίοι, και που συζητούν μαζί του για την «έξοδο του» (Λκ. 9,32)· οι μαθητές που πέφτουν κάτω μπρούμυτα έκπληκτοι και θαμπωμένοι από τη Θεοφάνια του Χριστού, όλα αυτά αποκαλύπτουν και παρουσιάζουν παραστατικά και με μεγαλοπρέπεια τη θεία φύση του Χριστού. Τη θεία φύση που κρυβόταν θεληματικά πίσω από την ανθρώπινη. Τη θεία φύση που ο Χριστός αποκαλύπτει σε όσους τον αναζητούν και είναι καλοπροαίρετοι και χωρίς δόλο (πρβλ. Ιω. 1, 42·46·48).

β´) Τη δόξα της ανθρώπινης φύσεως.
  
Κατά τη μεταμόρφωση του Χριστού, το ανθρώπινο του πρόσωπο και το ανθρώπινο του σώμα –που αργότερα σταυρώθηκε και θάφτηκε– αυτό έλαμπε, αυτό ακτινοβολούσε. Ακόμη και τα ρούχα που το καλύπταν κι αυτά έλαμπαν και ακτινοβολούσαν (Λκ. 9,29). Η λάμψη του σώματος του Χριστού επεκτεινόταν και σ’ αυτά. Συνεπώς στη Μεταμόρφωση, φάνηκε εκτός από την θεότητα του και η δόξα της ανθρώπινης του φύσεως. Η δόξα του νέου Αδάμ, που δεν μολύνθηκε ποτέ από την αμαρτία.
Η ανθρώπινη του φύση ήταν μεν δοξασμένη από τα σπλάχνα της Θεοτόκου, αλλά μέχρι τότε δεν φαινόταν. Κρατούντο τα μάτια των μαθητών και δεν την έβλεπαν. Τώρα όμως, για πρώτη φορά άνοιξαν, για να δουν αυτό που είχε ο Χριστός από τη στιγμή που ενανθρώπισε. Δηλαδή στην πραγματικότητα δεν μεταμορφώθηκε ο Χριστός, αλλά μεταμορφώθηκαν τα μάτια των μαθητών του πνευματικά, ώστε να μπορούν να δουν το άκτιστο φως. Το φως το οποίο θα φωτίζει την ανέσπερη βασιλεία του Θεού (Αποκ. 22,5).
Και με την πράξη του αυτή ήταν σαν να έλεγε ο Χριστός· «Προσέξτε· έτσι όπως λάμπω τώρα, έτσι θα λάμψετε και εσείς οι άνθρωποι. Όλοι οι πιστοί και αφοσιωμένοι χριστιανοί». Αυτό που είχε πει κάποτε σ’ ένα κήρυγμα του ότι «οι δίκαιοι εκλάμψουσι ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτών» (Ματθ. 13,43), έρχεται τώρα να το πιστοποιήσει και να το αποδείξει εμπειρικά. Και θα το πιστοποιήσει και αργότερα ο Χριστός, όταν θ’ αποστείλει το Πνεύμα το Άγιο, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, και οι τότε πιστοί θα ζήσουν θείες εμπειρίες και θ’ αποκτήσουν κατά Θεό ένδοξα χαρίσματα. Και θα το πιστοποιεί συνεχώς δια του φωτισμού και της λάμψεως που εκπέμπουν οι ανά τους αιώνες άγιοί του.

γ´) Να υπακούμε στο Θεάνθρωπο Χριστό και το λόγο του.

Είναι ο Χριστός τέλειος Θεός, ο ένας της Αγίας Τριάδος, που ενσαρκώθηκε και έγινε και τέλειος άνθρωπος. Πρέπει να τον αναγνωρίζουμε ως Σωτήρα μας και να ακολουθούμε το θέλημά του. Αυτό πρέπει να είναι και το κύρια αίτημά στην προσευχή μας, όπως μας δίδαξε ο ίδιος. «Αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου» λέμε στο «Πάτερ ημών».
Όταν έτσι ζούμε και έτσι πολιτευόμαστε, απ’ αυτή τη ζωή θα ζούμε τη δόξα του και τη βασιλεία του, όπως οι προφήτες, οι απόστολοι και οι ανά τους αιώνες άγιοι. Τα υλικά αιτήματα και οι υλικές ανάγκες δεν θα είναι το πρόβλημά μας. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που παρατηρούμε στην εποπτεία της Μεταμορφώσεως. Στο Θαβώρ αναστέλλονται όλες οι ανθρώπινες επιθυμίες. Δεν σκέφτονται οι απόστολοι τι θα φάνε, τι θα πιούνε, που θα μείνουνε. Σκέφτονται μόνο για τον Χριστό, τον Μωυσή και τον Ηλία, να τους κάνουνε τρεις σκηνές. Και το λένε αυτό, γιατί εκείνη τη στιγμή τα έχουνε χαμένα και δεν ξέρουν τι λένε (Μαρκ. 9,7·Λκ. 9,34). Και όχι γιατί σκέπτονται με υλική προοπτική για τον Χριστό και τους δύο προφήτες. Να συνεπώς τι είναι η βασιλεία του Θεού. Ελαχιστοποιεί και ασημαντοποιεί όλα αυτά που θεωρούμε σπουδαία, ζωτικά και αναγκαία για την ύπαρξή μας. Και γι’ αυτό ο Χριστός μας γυμνάζει με τις εντολές του να μη εξαρτώμαστε από πράγματα τα οποία δεν θα υπάρχουν στη βασιλεία του.

Τι θα γίνει αν δεν αναγνωρίσουμε τον Θεάνθρωπο Χριστό ως Σωτήρα μας και δεν υπακούσουμε στο λόγο του; Αν σκεπτόμαστε συνεχώς ανθρωποκεντρικά και πιστεύουμε «πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος» (Πρωταγόρας 490-420 π. Χ.) και όχι ο Θεάνθρωπος;

Την απάντηση μας δίνει ιστορικό γεγονός που συνέβη την ίδια μέρα με την οποία γιορτάζει η Εκκλησία μας τη Μεταμόρφωση του Χριστού μας, το 1945. Στις 6 Αυγούστου του 1945 οι Αμερικανοί ρίχνουν την πρώτη ατομική βόμβα στην Χιροσίμα και την κάνουν στάχτη. Τυχαίο γεγονός ή σατανική επινόηση; Αγνοούμε. Πάντως γνωρίζουμε ότι ο φασίστας Χίτλερ όλους τους πολέμους τους άρχιζε Κυριακή και ότι οι δημοκρατικοί και πολιτισμένοι και «χριστιανοί» Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι κηρύξαν τον πόλεμο στην Σερβία το 1999 την παραμονή της 25ηςΜαρτίου, ημέρας του Ευαγγελισμού, και οι Άγγλοι συνέχισαν τους βομβαρδισμούς και το Πάσχα που ακολούθησε, ρίχνοντας βόμβες με την επιγραφή «καλό Πάσχα».
Λοιπόν, αν δεν δεχθούμε ­–δια της υπακοής στον Χριστό– να μας φωτίσει και να μας αγιάσει το άκτιστο φως της Μεταμορφώσεως, θα έρθουν τα «φώτα» της σύγχρονης τεχνολογίας, χρησιμοποιούμενα από δαιμονικά μυαλά, να κονιορτοποιήσουν και να καταστρέψουν ολοσχερώς τον ανθρώπινο πολιτισμό. Κι αυτό θα γίνει όχι μόνο με τις πολεμικές συγκρούσεις αλλά και με ατυχήματα σαν το Τσερνομπίλ και της Φουκοσίμα, στα οποία αποδείχτηκε, ότι ο άνθρωπος, αφού επένδυσε όλες τις ελπίδες του κι όλα τα όνειρά του στις προόδους της επιστήμης, για ν’ απολαμβάνει μέσω της αλόγιστης χρήσεως των επιστημονικών ανακαλύψεων μια ξέφρενη ζωή απολαύσεων και ανέσεων με το πιο χαμηλό κόστος, στο τέλος χλώμιασε από φόβο και ανασφάλεια για το μέλλον του.

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Σάββατο, Ιουνίου 29, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ Αρχιμανδρίτης Μελέτιος Βαδραχάνης



    Διαβάζουμε στην αγία Γραφή ότι ο προφήτης Ηλίας, κάποια στιγμή, νόμισε ότι δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος στον κόσμο, εκτός από τον εαυτό του, που να πιστεύει στο Θεό και ν’ αγωνίζεται για το άγιο θέλημά του. Βλέποντας τη γενική κατάπτωση και αποστασία των ανθρώπων του καιρού του απελπίστηκε, απογοητεύτηκε και γεμάτος παράπονο κραύγασε στο Θεό· «Υπολέλειμμαι εγώ μονώτατος» (Γ΄ Βασ. 19,10). Κύριε απέμεινα τελείως μόνος μου· κανένα άλλο δεν βλέπω να πιστεύει στο όνομά σου. Βέβαια ο προφήτης Ηλίας έπεσε έξω στις εκτιμήσεις του. Ο Θεός του απεκάλυψε ότι υπήρχαν 7.000 ακόμη πιστοί, που δεν «έκλιναν γόνυ τω Βάαλ».
    Ανάλογο παράπονο με τον Ηλία θα μπορούσαμε να εκφράσουμε και εμείς οι σύγχρονοι, καταπτοημένοι από την εντυπωσιακή εξάπλωση της αμαρτίας και της προκλητικής καταφρονήσεως του νόμου του Θεού. Αντί όμως ν’ απελπιστούμε, ή και να παρασυρθούμε ακόμη, με τη σκέψη ότι «αφού όλοι έτσι σκέπτονται και ζουν άρα έτσι πρέπει και μεις να σκεπτόμαστε και να ζούμε», θα πρέπει να θυμηθούμε ότι όπως και στην εποχή του Ηλία έτσι και στη δική μας, παρά τη φαινομενική κατάπτωση των ηθών και την απιστία υπάρχουν ακόμη άνθρωποι, που δεν «έκλιναν γόνυ τω Βάαλ». Υπάρχουν όχι απλώς ευσεβείς, αλλά άγιοι μ’ όλη τη σημασία της λέξεως, οι οποίοι όμως είναι άγνωστοι όπως και στην εποχή του Ηλία. Και αυτοί οι άγνωστοι άγιοι είναι ο λόγος που θεσπίστηκε η εορτή των «Αγίων Πάντων».
    Εάν ανοίξουμε το Πεντηκοστάριον, το βιβλίο δηλαδή της Εκκλησίας μας, που περιέχει τους ύμνους των εορτών από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι και την Κυριακή των αγίων Πάντων, θα δούμε στο συναξάρι της ημέρας να γράφονται τα εξής·
    Α΄. Ότι οι πατέρες θέσπισαν την εορτή αυτή μια εβδομάδα μετά την πεντηκοστή, για να φανερωθούν στον κόσμο οι καρποί του Αγίου Πνεύματος. Για να φανερωθούν τα χαρίσματα και η δύναμη που μοίρασε ο Παράκλητος στους πιστούς καθιστώντας τους έτσι αγίους. Έτσι βλέπουμε, ήδη από την ημέρα της πεντηκοστής, οι απόστολοι να μιλούν ξένες γλώσσες. Ο Πέτρος ο οποίος απαρνήθηκε τον Χριστό τρεις φορές, τις δύο μάλιστα μπροστά σε δύο υπηρέτριες της αυλής του αρχιερέως, αμέσως μετά την πεντηκοστή, βγάζει την πρώτη ομιλία του και μιλάει για τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, για την θεότητα του Χριστού, ότι αυτός ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας, και ελέγχει τους Ιουδαίους για το ανοσιούργημα που διέπραξαν. Που βρήκε τη δύναμη ο Πέτρος και το θάρρος; Ήταν δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Το ίδιο και οι πράξεις των μετέπειτα αγίων. Γι’ αυτό αμέσως μετά την πεντηκοστή εορτάζουμε τους Αγίους Πάντας.
    Β΄. Ένας άλλος λόγος που θεσπίστηκε η εορτή αυτή είναι γιατί επιβαλλόταν όλοι οι άγιοι που τιμώνται χωριστά να συναχθούν σε μία κοινή εορτή, για να φανεί μ’ αυτόν τον τρόπο ότι όλοι μαζί αγωνίστηκαν για το ίδιο πρόσωπο, τον Χριστό, σ’ ένα κοινό στάδιο, το στάδιο της χριστιανικής αρετής, και ενός Θεού δούλοι ήσαν κι απ’ αυτόν αξίως έλαβαν τους στεφάνους της νίκης. Έτσι η κοινή αυτή εορτή είναι μια παρόρμηση αλλά και μια ελπίδα ότι όλοι οι πιστοί αν αγωνισθούν όπως αγωνίστηκαν εκείνοι θ’ απολάβουν κι αυτοί τους στεφάνους της εν Χριστώ νίκης και της κατά Θεόν τελειώσεως. Μας λένε οι Πράξεις των Αποστόλων (1,15) ότι οι πρώτοι πιστοί, 120 τον αριθμόν, όλοι έλαβαν το Άγιο Πνεύμα κατά την ημέρα της πεντηκοστής, και όλοι ζήσανε την εμπειρία της θεώσεως. Συνεπώς η αγιότητα δεν είναι μόνο για κάποιους εκλεκτούς αλλά για όλους τους χριστιανούς.
    Γ΄. Και ένας τελευταίος λόγος που προκάλεσε τη σύσταση της συλλογικής αυτής εορτής είναι ο εξής· Υπάρχουν άγιοι που είναι γνωστοί και τιμώνται με πανηγύρεις από την Εκκλησία. Υπάρχουν όμως και άγιοι άγνωστοι και αφανείς. Κάποιους τους γράφει η ιστορία όλοι τους όμως γράψανε την ιστορία της Εκκλησίας. Αυτούς λοιπόν τους αγνώστους αγίους τους γιορτάζει η Εκκλησία μας με τους γνωστούς μαζί. Κάτι ανάλογο κάνει και η πολιτεία με το «Μνημείο του αγνώστου στρατιώτου».
* * *
    Πολύ βασικός και ενθαρρυντικός ο λόγος ο τελευταίος. Μας αποκαλύπτει αυτό που αποκάλυψε στον Ηλία ο Θεός. Ότι πάντα υπάρχουν άγιοι. Όπως σε μέρη έρημα που δεν υπάρχει ίχνος νερού, εάν κάνουμε γεώτρηση βρίσκουμε νερό, έτσι και στην έρημο της κοινωνίας μας, την κατάξερη από τους ανέμους του υλισμού, της αθεΐας και της απιστίας, υπάρχουν φλέβες αγιότητας μόνο που πρέπει να ψάξουμε να τις βρούμε. Και όχι μόνο άγνωστοι άγιοι αλλά και γνωστοί υπάρχουν. Έτσι στον αιώνα που μας πέρασε έχουμε τον άγιο Σάββα της Καλύμνου, τον άγιο Νεκτάριο την Αίγινας, τους αναρίθμητους αγίους της Ρωσίας, που αγίασαν κατά τους χρόνους που επικράτησε ο άθεος Μαρξισμός.
    Ενώ όμως είναι ενθαρρυντικός ο τελευταίος λόγος της συστάσεως της εορτής, είναι συγχρόνως και ελεγκτικός και αφυπνιστικός για μας τους ράθυμους και ακηδείς. Διότι η ύπαρξη γνωστών και αγνώστων αγίων μας ενθαρρύνει μεν αλλά και μας κρίνει και μας καταδικάζει. Αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος την περίπτωση του πλουσίου νεανίσκου, που δεν μπόρεσε ν’ ακολουθήσει τον Χριστό, γιατί είχε κτήματα πολλά. Ερώτησε τότε ο Πέτρος τον Χριστό· «Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι· τι άρα έσται ημίν; Ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επι θρόνου δόξης αυτού,καθίσεσθε και υμείς επι δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ (Ματθ. 19,28).
    Θα καθίσουν λοιπόν οι άγιοι και θα μας κρίνουν όπως αναφέρεται και στην Αποκάλυψη (20,4). «Και είδον θρόνους, και εκάθησαν επ’ αυτούς, και κρίμα εδόθη αυτοίς». Ποιοι είναι αυτοί στους οποίους αναφέρεται η Αποκάλυψη; Είναι οι άγιοι που μαρτύρησαν για τον Χριστό. Αυτοί που δεν προσκύνησαν τον διάβολο στις ποικίλες μορφές και εμφανίσεις του και δεν έλαβαν το χάραγμα του αντιχρίστου.
    Πως θα μας κρίνουν οι άγιοι; Όχι ότι θα εκφέρουν δικαστική απόφαση. Κριτής είναι μόνο ο Χριστός. Θα μας κρίνουν όμως με το παράδειγμά τους και την θυσία τους. Λέγει ο Χριστός στο κατά Ματθαίο ευαγγέλιο (12,40-42) ότι στη Β΄ Παρουσία θα κατακρίνουν τη γενιά του Χριστού -που δεν πίστευσε σ’ αυτόν- οι Νινευίτες, διότι επίστευσαν στο κήρυγμα του προφήτη Ιωνά και μετανόησαν. Θα τους κατακρίνει επίσης η βασίλισσα του Σαββά, διότι ήρθε από τα βάθη της γης για να γνωρίσει τον Σολομώντα, που ήταν απλός άνθρωπος, ενώ αυτοί δεν ενδιαφέρθηκαν να γνωρίσουν τον Θεάνθρωπο Χριστόν.
    Να λοιπόν η ενθάρρυνση αλλά και ο έλεγχος και η κρίση των αγίων.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Τρίτη, Ιουνίου 11, 2013

ΑΝΑΛΗΨΗ - ΕΝΑ ΛΥΠΗΡΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΈΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

   Περίεργος θα φανεί ο τίτλος του άρθρου αυτού. Για μας, που ζούμε περίπου 2.000 χρόνια μετά το τελευταίο αυτό γεγονός της θείας ενανθρωπήσεως του Χριστού μας, η ανάληψη του Κυρίου μας εις τους ουρανούς, που συνέβη 40 μέρες μετά την ανάστασή του, είναι ένα γεγονός ευχάριστο και ενδυναμωτικό της πίστεώς μας, γιατί ο Χριστός απέδειξε μ’ ένα ακόμη μοναδικό και καταπληκτικό θαύμα ότι είναι Θεός. Ανέβηκε μόνος του χωρίς κανένα βοηθητικό μέσο στους ουρανούς συνοδεία αγγέλων.
    Η ανάληψη ακόμη είναι ένα χαρούμενο σωτηριολογικό γεγονός, που δείχνει ότι ο άνθρωπος, που πίστεψε και αγωνίστηκε να βιώσει το ευαγγέλιο, δεν θ’ αναστηθεί απλώς, αλλά θ’ αξιωθεί της θεώσεως. Θα βρεθεί δίπλα με το Θεό και θα έχει κοινωνία με αυτόν. Η ανάληψη όπως και η μεταμόρφωση του Κυρίου μας αποκαλύπτουν πόσο λαμπρή και ένδοξη θα είναι η σωτηρία μας.
    Επίσης γνωρίζουμε ότι με την ανάληψη του Κυρίου μας, εμείς στείλαμε ως δώρο στο Θεό την ανθρώπινη φύση (του Κυρίου μας) και ο Θεός έστειλε σε μας σαν δώρο το Άγιο Πνεύμα, που παραμένει συνεχώς μέσα στην Εκκλησία μας και μας χαριτώνει ποικιλοτρόπως. Σκοπός της ενσαρκώσεως του Κυρίου μας και επέκταση αυτής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος και η οικείωση των δωρεών του.
    Κι όμως για τους μαθητές του Χριστού, που δεν είχαν υπ’ όψη τους τι ακριβώς θα επακολουθήσει και ήταν ήδη αναστατωμένοι από το γεγονός της σταυρώσεως και της φαινομενικής, προς ώρα, νίκης των εχθρών του Χριστού, η ιδέα ότι θα χάσουν ξανά τον αναστηθέντα διδάσκαλό τους, τον πνευματικό τους καθοδηγό και αρχηγό τους, τους γέμιζε λύπη και απόγνωση.
    Γι’ αυτό ο Χριστός προβαίνει σε κάποιες ενέργειες για να τους ενδυναμώσει και να τους κάνει να χαρούν.
    Όταν ανέβαινε στους ουρανούς, σήκωσε τα χέρια του και τους ευλογούσε, και έτσι χώρισε απ’ αυτούς (Λκ. 24, 50-51). Δεν τους ευλόγησε απλώς μια φορά και μετά ανεχώρησε, αλλά ανήλθε εις τους ουρανούς ευλογώντας τους συνεχώς. «Εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ’ αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν». Ήθελε να τους δείξει ότι παραμένει μαζί τους αοράτως και εσαεί ευλογών αυτούς. Τους υποσχέθηκε ότι «ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν» (Ματθ. 28,20). Έτσι πλήρωσε εν τέλει τους μα-θητές με χαρά (Λκ. 24,52).
    Επίσης τους είχε διδάξει πολύ νωρίτερα ότι «ο τρώγων μου την σάρκαν και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ» (Ιω.6, 56). Δηλαδή ο Χριστός παραμένει και σωματικά στη γη, στα είδη του άρτου και του οίνου της θείας ευχαριστίας. Στα «σα εκ των σων» της λειτουργίας, στην αγία τράπεζα βρίσκεται το Σώμα του Χριστού μας και μπορούμε όχι μόνο να το ακουμπήσουμε και να το προσκυνήσουμε, αλλά και να το βάλουμε μέσα μας και έτσι να εισέλθει και στο τελευταίο κύτταρό μας. Ο Ηλίας Μηνιάτης σε λόγο του στην Ανάληψη παρατηρεί· «όταν με πύρινον άρμα ανελήφθη ο Θεσβίτης Ηλίας, δια να παρηγορήσει τον μαθητήν Ελισαίον του άφησε την μηλωτήν· ομοίως αναληφθείς ο φιλάνθρωπος κύριος μας αφήνει εις παρηγορίαν το ένδυμα της θεότητος του, όπου εφόρεσε γενόμενος άνθρωπος, ήγουν την μακαριωτάτην του σάρκαν εις το φρικτόν της θείας ευχαριστίας μυστήριον δια να είναι αχώριστος αφ’ ημών· όθεν μας παρηγορεί λέγοντας· «ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος».
    Υπάρχει όμως και άλλη παρουσία του Χριστού. Η παρουσία μέσω των αγίων του. Ο άγιος είναι το ορατό σημείο της χάριτος του Χριστού. Δοχείο των ακτίστων ενεργειών του. Παρουσία του Θεού στον κόσμο. Φορέας της θείας δυνάμεως. Κάνει τέρατα, σημεία και δυνάμεις. Είναι πού χαρακτηριστικά και διαφωτιστικά τα χωρία της αγίας Γραφής πάνω σ’ αυτό το θέμα. «Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιω. 14,23). «Εγώ ειμί η άμπελος υμείς τα κλήματα. Ο μένων εν εμοί καγώ εν αυτώ (Ιω. 15,50). Γι’ αυτό στην αγία Τράπεζα θέτουμε οστά αγίων. Γι’ αυτό εορτάζουμε πανηγυρικά την ανακομιδή των οστών. Γι’ αυτό δεχόμαστε κάποιες μέρες λείψανα αγίων από άλλες εκκλησίες. Γιατί θεωρούμε την φιλοξενία και παραμονή των λειψάνων σαν παρουσία Θεού.
    Στις «Πράξεις των αποστόλων» (1,10-11) παρουσιάζονται άγγελοι να λέγουν στους μαθητές· «Άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν; ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ’ υμών εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται, ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν». Γιατί τα λέγουν αυτά οι άγγελοι; Τα λέγουν για τους εξής δύο λόγους κατά τον ιερό Χρυσόστομο·
    α΄. Διότι πάντοτε στενοχωριούνταν οι μαθητές για την αναχώρηση του Χριστού. Αυτό φαίνεται σ’ αυτό που τους είπε ο Χριστός· «Κανείς από σας δεν με ρωτά που πηγαίνεις; Αλλά η λύπη έχει γεμίσει την καρδία σας επειδή σας είπα αυτά» (Ιω. 16,5-6). Αν εμείς λυπούμαστε που αποχωριζόμαστε κάποτε, ακόμη και για λίγο, φίλους, γνωστούς, ή συγγενείς, πόσο θα στενοχωριούνταν οι μαθητές που χάνανε δια παντός την ορατή παρουσία του Χριστού; Γι’ αυτό στέκονται οι άγγελοι και λέγουν αυτά· για να καταπραΰνουν με την επάνοδο του Κυρίου τη λύπη που τους προξένησε η αναχώρησή του. Για να μη πάθουν οι μαθητές ότι έπαθε ο Ελισαίος, όταν είδε τον διδάσκαλο του, τον Ηλία, ν’ ανεβαίνει στους ουρανούς. Έσκισε τα ρούχα του από τον πόνο, διότι δεν υπήρχε κανείς να του πει ότι ο Ηλίας θα ξαναρθεί. Πράγματι, λέγει ο Παύλος, «ο ίδιος ο Κύριος θα κατεβεί από τον ουρανό με πρόσταγμα με φωνή αρχαγγέλου· κι εμείς οι ζωντανοί, που θ’ απομένουμε τότε στη ζωή, θ’ αρπαχθούμε με σύννεφα για να συναντήσουμε τον Κύριο στον αέρα» (Α΄ Θεσ. 4,15-16).
    β΄. Για να τονίσουν ότι ο Χριστός ανεβαίνει όχι ως απλός άνθρωπος, όπως ο Ηλίας, αλλά ως Θεός. Εκείνος ανέβηκε με πύρινο άρμα, ο Χριστός με νεφέλη· η νεφέλη στην αγία Γραφή είναι το όχημα και ο θρόνος του Θεού. «Ιδού Κύριος κάθεται επί νεφέλης κούφης» (Ησ.19,1), λέγει η Γραφή. Επειδή λοιπόν ο Πατέρας κάθεται πάνω σε νεφέλη, γι’ αυτό και στον Υιό έστειλε τη νεφέλη. Είναι σαν να τους λέγει· Μη στενοχωρείσθε εάν ο Ελισαίος πήρε τη μηλωτή του Ηλία σαν δώρο· εσείς θα πάρετε άπειρα θεϊκά χαρίσματα.
    Και πράγματι μόλις έφυγε η ανθρώπινη φύση του Χριστού με την ανάληψη ήρθε η αισθητή, δυναμική και πυρφόρα παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Ήρθε ο «άλλος Παράκλητος», που είχε υποσχεθεί ο Χριστός στους μαθητές του (Ιω.14,16), και ο οποίος δημιούργησε την ορατή ανθρώπινη Εκκλησία, που είναι η συνέχεια του Σώματος του Χριστού. Η Εκκλησία είναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας. Μόλις έφυγε ο αρχιερεύς Χριστός, ήρθε το Άγιο Πνεύμα βάπτισε και έχρισε όλους τους πιστούς και τους γέμισε χαρίσματα ποικίλα. Ειδικά τους αποστόλους τους έχρισε αρχιερείς. Χάσαμε λοιπόν την αισθητή παρουσία του Χριστού που εκδηλωνότανε με την ανθρώπινή του φύση, έχουμε όμως την αισθητή -εξωτερική και εσωτερική- παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Έχουμε τους επισκόπους και ιερείς, που είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού» και αποτελούν την ορατή παρουσία του Θεού. Δεν εγγίζουμε τα ιμάτια του Χριστού όπως η αιμορροούσα, αλλά εγγίζουμε τα άμφια των ιερέων που έχουν την ίδια δύναμη. Δεν ακούμε το Χριστό, ακούμε όμως το κήρυγμα των ιερέων και παίρνουμε απ’ αυτούς το Σώμα και το Αίμα του, το οποίο όχι απλώς το εγγίζουμε, αλλά το τρώμε, το βάζουμε μέσα μας.
    Μετά απ’ όλες αυτές τις ενέργειες του Χριστού έγινε πραγματικότητα αυτό που ψάλλει η Εκκλησία μας την ημέρα της αναλήψεως· «Ανελήφθης εν δόξη, Χριστέ ο Θεός ημών, χαροποιήσας τους μαθητάς τη επαγγελία του Αγίου Πνεύματος· βεβαιωθέντων αυτών δια της ευλογίας, ότι σύ ο Υιός του Θεού, ο λυτρωτής του κόσμου».
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...