Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκκλησιαστική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκκλησιαστική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Απριλίου 15, 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΥΜΝΟΥ


ΣΗΜΕΡΑ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΟΥΜΕ ΤΙΜΗ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ, ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΜΑΣ ΣΤΟΥΣ ΝΑΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΕΞΥΜΝΗΣΗ ΤΗΣ ΧΑΡΗΣ ΤΗΣ !!!


Ακάθιστος Ύμνος


Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.

Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε οίκος ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα), και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας.

Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και είναι εμπλουτισμένος από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.

Κατά το έτος 626 μ.Χ., και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.

Στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».

Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼνἐν γνώσει»), με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο, στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.

Σύμφωνα, όμως, με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673 μ.Χ.), Λέοντος του Ισαύρου (717 - 718 μ.Χ.) και Μιχαήλ Γ΄ (860 μ.Χ.). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο, η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.

Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (βλέπε 9 Σεπτεμβρίου), που συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος». Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431 μ.Χ., αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626 μ.Χ.

Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ., Ρωμανό τον Μελωδό (βλέπε 1 Οκτωβρίου). Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό. Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.

Όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές, που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά στοιχεία μετά την εποχή του Ρωμανού. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι πλησίασε τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728 μ.Χ., που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626 μ.Χ., στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.

Επιπλέον υπάρχουν και άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου. Η μία εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715 - 730 μ.Χ.) (βλέπε 12 Μαΐου), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της από τους Άραβες το 718 μ.Χ., επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός, ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 μ.Χ. από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου.

Η άλλη εκδοχή που υποστηρίζεται βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό (βλέπε 14 Οκτωβρίου), ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718 μ.Χ., καθώς απεβίωσε το 752 ή 754 μ.Χ.

Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο, τον ιερό Φώτιο (βλέπε 6 Φεβρουαρίου), τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.

Βέβαιο, είναι πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού (676 - 749 μ.Χ.) (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου (βλέπε 3 Απριλίου).

Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.

Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.

Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.

Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).

Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενορία και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, υπάρχουν και άλλα λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου. Η ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την πρεσβεία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σε ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακαθίστου.


Ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέθηκε με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προφανώς, εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου. Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεορτίων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας. Το βράδυ της Παρασκευής και το Σάββατο είναι μέρες που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες μέρες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μετατίθενται οι γιορτές της εβδομάδας. Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά, ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν πέντε μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού και κατά άλλα τον όρθρο της μέρας της γιορτής. 

Δευτέρα, Μαρτίου 28, 2016

Άγιον Όρος: Θησαυροφυλάκιο Αρχαιοελληνικής Γραμματείας

Άγιον Όρος: Θησαυροφυλάκιο Αρχαιοελληνικής Γραμματείας



Του Κωνσταντίνου Ερρίπη, θεολόγου - Καρδιολόγου
Ο μοναχός Αθανάσιος ο επικληθείς αργότερα Αθωνίτης, ιδρυτής του αγιορείτικου κοινοβιακού μοναχισμού, προσωπικός φίλος του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή, ήταν διακεκριμένος καλλιγράφος και ταχυγράφος.
Στην νεοσύστατη τότε μονή της Μεγίστης Λαύρας ίδρυσε εργαστήριο αντιγραφής χειρογράφων (Scriptorium) και μία οργανωμένη βιβλιοθήκη.
Τα χειρόγραφα που βρίσκονται σήμερα στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγ. Όρους υπολογίζονται σε περίπου 20 000. Ταξινομούνται:
Με βάση την μορφή τους:
σε «ειλητάρια ή κοντάκια» (αυτά που τυλίγονται γύρω από κοντό ξύλο) και σε «κώδικες» (βιβλία).
Με βάση το υλικό κατασκευής τους:
σε «περγαμηνά» (από δέρμα ζώου), σε «χάρτινα» και σε «βομβύκινα» (από βαμβάκι).
Με βάση την γλώσσα γραφής τους:
σε ελληνικά (το 90%) και σε ξενόγλωσσα (το 10%) στις γλώσσες σερβική, λατινική, ρουμανική, γεωργιανή.
Σημαντικά - Αξιοσημείωτα
Η ποσότητα των χειρογράφων του Αγ. Όρους αποτελεί το 50% των ελληνόγλωσσων χειρογράφων ολοκλήρου του κόσμου.
Το ήμισυ αυτών βρίσκεται στις βιβλιοθήκες τριών μοναστηριών (Μεγίστης Λαύρας, Ιβήρων, Βατοπαιδίου).
Η Μ. Λαύρα διαθέτει την μεγαλύτερη συλλογή χειρογράφων (2.242) στο Άγιον Ορος και την τρίτη παγκοσμίως μετά από αυτήν της Αγ. Αικατερίνης του Σινά (4 500) και του Βατικανού (3 500).
(στοιχεία από περιοδ. «Ιχώρ» Απρίλιος 2004 τευχ. 44 σελ 52 κ.ε.)'

Κυριακή, Μαρτίου 20, 2016

ΜΑΡΤΥΡΙΚΑ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΘΥΣΙΕΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ


eikona mesa

  • Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και    Ευαγγελισμός του μαρτυρικού Γένους μας • Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπήρξε η μόνη κιβωτός σωτηρίας του Γένους μας

Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός

     Σε μια στιγμή πόνου και ηθικής εξάρσεως ο περίφημος θεολόγος και ιεροκήρυκας Ηλίας Μηνιάτης, ενώ εκήρυττε στον Ιερό Ναό της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας έπλεξε την προς την Θεοτόκο αποστροφή του λόγου του, ο οποίος είναι η κατάθεση της ψυχής του για την εθνική παλιγγενεσία που την οραματίστηκε μέσα από την Ορθόδοξη Εκκλησία, το μαρτυρικό Οικουμενικό μας Πατριαρχείο. Ο συγκλονιστικός εκείνος λόγος έχει ως εξής: «Έως πότε, πανακήρατε κόρη, το μαρτυρικό έθνος των Ελλήνων θα ευρίσκεται στα δεσμά μιας ανυποφέρτου δουλείας; Έως πότε θα βασιλεύονται από την ημισέληνο οι χώρες εκείνες στις οποίες ανέτειλε με ανθρώπινη μορφή από την ηγιασμένη σου γαστέρα ο μυστικός της Δικαιοσύνης Ήλιος; Αχ Παρθένε, ενθυμήσου πως στην Ελλάδα για πρώτη φορά παρά σε άλλο τόπο έλαμψε το ζωηφόρο φως της αληθούς πίστεως. Το ελληνικό Γένος εστάθη το πρώτο, που άνοιξε τις αγκάλες και εδέχθη το Θείο Ευαγγέλιο του Μονογενούς σου Υιού. Τούτο έδωσε στον κόσμο τους διδασκάλους, οι οποίοι με το φως της διδασκαλίας τους εφώτισαν τις αμαυρωμένες καρδιές των ανθρώπων.
      Λοιπόν, εύσπλαχνε Μαριάμ, παρακαλούμεν σε δια το “Χαίρε” εκείνο, που μας επροξένησε την χαρά, δια τον αγγελικό εκείνο ευαγγελισμό, που εστάθη της σωτηρίας μας το προοίμιον, χάρισέ του την προτέρα του τιμή. Σήκωσέ το από τα δεσμά στο σκήπτρο, από την αιχμαλωσία στο βασίλειο. Και αν αυτές οι φωνές μας δεν σε παρακινούν στα σπλάχνα, ας σε παρακινήσουν οι φωνές και οι παρακλήσεις των αγίων σου που ακαταπαύστως φωνάζουν απ’ όλα τα μέρη της μαρτυρικής Ελλάδος. Φωνάζει ο Ανδρέας από την Κρήτη, φωνάζει ο Σπυρίδων από την Κύπρο, φωνάζει ο Ιγνάτιος από την Αντιόχεια, φωνάζει ο Διονύσιος από την Αθήνα, φωνάζει ο Πολύκαρπος από την Σμύρνη, φωνάζει η Αικατερίνα από την Αλεξάνδρεια, φωνάζει ο Χρυσόστομος από την Βασιλεύουσα Πόλη, και καθώς σου επιδεικνύουν την σκληροτάτη τυραννίδα των αθλίων Αγαρηνών ελπίζουν από την άκρα ευσπλαχνία σου την απολύτρωση του Ελληνικού Γένους».
      Οι λόγοι αυτοί του Ηλία Μηνιάτη επαληθεύθηκαν και όντως η Θεία Πρόνοια κατηύθηνε τοιουτοτρόπως τις εξελίξεις ώστε η εθνική παλιγγενεσία του Γένους μας, ο Ευαγγελισμός του ρωμαίικου, να συμπέσει με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

     Πρωτομάρτυρες στον αγώνα τούτο υπήρξαν οι Οικουμενικοί Πατριάρχες και οι Μητροπολίτες του Φαναρίου και πριν από την Επανάσταση μέσα στο διάβα των αιώνων, αλλά κυρίως μετά την 25η Μαρτίου του 1821. Πρώτος μεγαλομάρτυρας ο απαγχονισθείς Πατριάρχης Άγιος Γρηγόριος ο Ε΄ και μαζί του οι συνοδικοί Μητροπολίτες Εφέσου, Αγχιάλου και Νικομηδείας, που απαγχονίστηκαν την 10η Απριλίου 1821, ημέρα της Κυριακής του Πάσχα.
      Μετά από λίγες μέρες ακολούθησαν τον μαρτυρικό τους θάνατο και οι Πατριαρχικοί Μητροπολίτες Δέρκων, Αδριανουπόλεως, Τυρνόβου και Θεσσαλονίκης, ενώ την ίδια ημέρα απαγχονίστηκε και ο αρχιδιάκονος του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, Νικηφόρος.
      Ταυτοχρόνως, απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη, όπου εφησύχαζε, ο πρώην Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος ΣΤ΄, ο οποίος προσευχόμενος επί του τόπου της αγχόνης μυστικώς εφώναξε ισχυρά το: «Μνήσθητί μου Κύριε, εν τη Βασιλεία σου».
      Είναι χαρακτηριστικά τα όσα καταγράφονται αψευδώς σχετικά με τον μαρτυρικό θάνατο των πατριαρχικών Μητροπολιτών που μετά τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ επέδειξαν γενναιότητα και θυσιαστική αυταπάρνηση ως αληθείς ποιμένες της Εκκλησίας, ως γνήσιοι Φαναριώτες αρχιερείς. Ο Σ. Τρικούπης αναφέρει ότι οι «οι φιλόχριστοι αυτοί αρχιερείς, ενώ μετεφέροντο στον τόπο της φρικτής ποινής μέσα σε ένα πλοιάριο όλοι μαζί, προετοιμάστηκαν πλήρεις πίστεως και ευλαβείας να αποβιώσουν. Έψαλαν οι ίδιοι τη νεκρώσιμη ακολουθία, ικέτευσαν τον Θεό υπέρ αναπαύσεως των ψυχών τους και ευλόγησαν ο ένας τον άλλον λέγοντας το: «Μακαρία η οδός, ην πορεύη σήμερον». Οι αρχιερείς αυτοί καθώς αποχωρίζονταν ο ένας από τον άλλον για να απαγχονιστούν ο καθένας σε ιδιαίτερο τόπο, έδωσαν τον τελευταίο ασπασμό μεταξύ τους, λέγοντας εν συντριβή καρδίας «καλή αντάμωση, αδελφοί, εις την άλλην ζωήν».
      Ο δε γηραιός Μητροπολίτης Δέρκων ωσάν να ευλογούσε τον θάνατό του υπέρ της πίστεως και της Πατρίδος, ευλόγησε τρεις φορές σταυροειδώς την θηλιά, την οποία πέρασε ο ίδιος στον λαιμό του λέγοντας «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», και φώναζε γενναία προς τον αγχονιστή: «Εκτέλεσε την εντολή του ασεβούς Κυρίου σου».
      Τα παραπάνω γραφέντα είναι ελάχιστα παραδείγματα εν σχέσει προς τα αναρίθμητα μαρτύρια, τις θυσίες και τα πάθη του εσταυρωμένου Οικουμενικού Πατριαρχείου υπέρ του Γένους μας. Δώδεκα Οικουμενικοί Πατριάρχες μαρτύρησαν φρικτά, δεκάδες-εκατοντάδες Πατριαρχικοί αρχιερείς και χιλιάδες απλοί κληρικοί και μοναχοί εγεύθησαν το ποτήριο του θανάτου υπέρ πίστεως και πατρίδος.

     Από τα πρώτα μέλη της Φιλικής Εταιρείας υπήρξαν οι κληρικοί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και μάλιστα Αρχιερείς των οποίων ο αριθμός ανέρχεται περίπου στους 81. Γι’ αυτό ο υπασπιστής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, έγραψε: «Ο αξιοσέβαστος κλήρος των Ελλήνων χριστιανών ευρίσκετο τότε παντού εμπρός και έδιδε την βαρύτητα και την βεβαιότητα στον σκοπό της επαναστάσεως και γι’ αυτό στους Έλληνες εφαίνετο ότι η σημαία της επαναστάσεως είναι στα χέρια του Θεού, δια των λειτουργών της θρησκείας του».
      Σε άλλο σημείο ο Φωτάκος πλήρης συγκινήσεως αναφωνεί: «Ευτυχισμένη ήταν η ημέρα της επαναστάσεως της ελληνικής φυλής, διότι και τότε και προ χρόνων ακόμη το έθνος είχε και τον θεόπεμπτο και σεβάσμιο κλήρο ως οδηγό του… Ο κλήρος παρουσιάστηκε εμπρός με τον σταυρό και με το όπλο στα χέρια του, έβαλε την φωνή εκ μέρους της θρησκείας και έδωκε το σύνθημα «Πατρίς και Θρησκεία»… εσυμβούλευσε, ευλόγησε, αγίασε τα όπλα, ύψωσε την σημαία του σταυρού… Έκαστος δε κληρικός επήρε πλέον ως έργο του πολέμου να παρευρίσκεται παντού στα στρατόπεδα και στα φροντιστήρια για να ετοιμάζει τα πολεμοφόδια και τις τροφές, όχι μόνον με τα ίδια έξοδα και θυσίες αλλά και με τα ίδια του τα χέρια… Άλλοι εξ αυτών πολεμούσαν τον εχθρό της πίστεως και της πατρίδος, μαζί με τους στρατιώτες και άλλοι πάλι να στέκονται έμπροσθεν του Υψίστου και να επικαλούνται την εξ ύψους βοήθεια… Έτσι δε ενεργείται η Ελληνική Επανάσταση από όλες τις τάξεις των κληρικών, των αρχιερέων, των ιερέων, των μοναχών και των μοναζόντων εις τα ιερά καταγώγια, τα οποία έγιναν κοινά δια την εθνική ελευθερία».

Τρίτη, Μαρτίου 01, 2016

ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΣΜΟΙ ΣΤΟΝ ΣΟΥΛΤΑΝΟ ΑΠΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ

Από το άρθρο του Νίκου Ανδρίκου

Όταν πριν τέσσερα χρόνια, όταν πρωτοξεκίνησε η Ιδιωτική Οδός, έγραψα για το Πολυχρόνιο του Σουλτάνου, δεν ήσαν λίγοι εκείνοι που έφριξαν!
Το θέμα, βέβαια, είναι ιστορικό και μουσικολογικό, για όσους καταλαβαίνουν. Επανέρχομαι, λοιπόν, για να το συνεχίσω με αφορμή ένα νέο, άκρως αποκαλυπτικό, άρθρο του μουσικολόγου Νίκου Ανδρίκου, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Μουσικολογική Περιοδική Έκδοση του Ιονίου Πανεπιστημίου Μουσικός Λόγος, τεύχος 10 (σ. 5-18): «Τουρκόφωνοι Πολυχρονισμοί και Άσματα Εγκωμιαστικά στον Σουλτάνο Abdülhamit τον Β΄, μελοποιημένα από εκκλησιαστικούς συνθέτες». Πρόκειται για ανακοίνωση στο πλαίσιο του διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, με θέμα «Το Οθωμανικό παρελθόν στο Βαλκανικό παρόν - Μουσική και Διαμεσολάβηση» (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2010).

Ο Νίκος Ανδρίκος, ο οποίος εξέδωσε πρόσφατα και την Διδακτορική διατριβή του με θέμα την Εκκλησιαστική Μουσική στη Σμύρνη (θα αναφερθούμε προσεχώς), σημειώνει για τη μελοποίηση Πολυχρονισμών και Εγκωμιαστικών Ασμάτων στο πρόσωπο του Σουλτάνου:
"Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται στις πηγές καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, αλλά αναμφίβολα θα κορυφωθεί κατά την κρίσιμη περίοδο της διακυβέρνησης του Οθωμανικού κράτους από τον Αβδούλ Χαμίτ τον Β'. Εκκλησιαστικοί συνθέτες και μουσικοί τόσο από την Οθωμανική Πρωτεύουσα όσο και από την περιφέρεια, λαμβάνοντας αφορμή από ειδικές στιγμές της ζωής του Σουλτάνου θα συνθέσουν έργα στην Οθωμανική γλώσσα, τα οποία θα καταγράψουν στο σύστημα της αναλυτικής παρασημαντικής, ενώ όσον αφορά στο ποιητικό κείμενο θα χρησιμοποιήσουν τη μέθοδο της Καραμανλήδικης γραφής".
Ο Νίκος Ανδρίκος παραθέτει και σχολιάζει Πολυχρονισμούς - συνθέσεις των Γεωργίου Βιολάκη, Μισαήλ Μισαηλίδη, Νικολάου  Παγανά, Αλεξάνδρου Βυζαντίου και Συμεών Μαννασείδη. 
Διαβάστε, επίσης, αγαπητοί συνοδίτες, και το ενδιαφέρον άρθρο του Αντωνίου Χατζόπουλου "Επευφημίες και Δοξολογίες στην Πόλη (1856-1933)" όπου υπάρχουν αρκετές αναφορές στους Πολυχρονισμούς των Σουλτάνων και άλλα λίαν ενδιαφέροντα.
Μεταφέρουμε εδώ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: 
"Από τον 6ο αιώνα μαρτυρούνται επευφημίες και εγκωμιασμοί των Αυτοκρατόρων και των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. Οι εγκωμιαστικοί αυτοί στίχοι που ψάλλονταν εμμελώς σε τελετές και είναι γνωστοί τις περισσότερες φορές ως Πολυχρονισμοί, βρίσκονταν στο επίκεντρο των τελετουργιών της βασιλικής βυζαντινής αυλής, εντός αλλά και εκτός του ιερού ναού. Οι Πολυχρονισμοί αυτοί συνεχίζουν να υπάρχουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας καθώς επίσης και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Το περιεχόμενο αυτών των εγκωμιαστικών στίχων είναι ποικίλο όπως διαφορετικές είναι και οι τελετουργικές διατάξεις, εντός των οποίων αυτοί ψάλλονται. 




Όπως ήταν φυσικό, οι Πολυχρονισμοί που απευθύνονται στον Πατριάρχη παραμένουν σε χρήση και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αυτοί όμως του Αυτοκράτορα, αντικαθίστανται τώρα από τον Πολυχρονισμό προς τον εκάστοτε Σουλτάνο των Οθωμανών. Σ’ αυτόν τώρα αναπέμπονται πλέον τα πολυχρόνια και οι δεήσεις, που πριν την Άλωση της Πόλης προορίζονταν για το Βασιλιά. Το περιεχόμενο αυτών των πάσης φύσεως Πολυχρονισμών που απευθύνονται στο Σουλτάνο, είναι, όπως ήταν φυσικό, εντελώς διαφορετικό από αυτό των Αυτοκρατόρων, η γλώσσα του στίχου είναι πολλές φορές και η τουρκική, ή η ελληνική και η τουρκική μαζί, τα δε μουσικά μέλη είναι τονισμένα με βάση τους εκκλησιαστικούς ήχους, όπως και τα παλαιότερα".
το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 10, 2016

Η ιστορία της έλευσης του λειψάνου του Αγίου Χαράλαμπου στο Ληξούρι


Η έλευση του ιερού λειψάνου –τεμαχίου της κάρας του Αγίου Χαραλάμπους από την ιερά Μονή Αγίου Στεφάνου Μετεώρων στο Ληξούρι, από τον Ληξουριώτη επίσκοπο Τρίκκης και Σταγών Άννινο Χερουβείμ 1952.
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός

Το αίτημα του μητροπολίτη Άννινου Χερουβείμ με πολλή χαρά και σεβασμό προς τον Κεφαλονίτικο λαό δέχτηκε ο Κεφαλονίτης μητροπολίτης και αφού τακτοποιήθηκαν τα σχετικά μέσω αλληλογραφίας, πραγματοποιήθηκε το γεγονός.Στις 13 Δεκεμβρίου 1951 ο μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών, Ληξουριώτης Άννινος Χερουβείμ, έχοντας συχνή αδελφική επιστολική επικοινωνία με τον τότε μητροπολίτη Κεφαλληνίας Ιερόθεον Βουή, του εκφράζει την επιθυμία του, σύναμμα όπως γράφει και επιθυμία του Ληξουριώτικου λαού, να φέρει στο Ληξούρι μέρος από τη σεπτή κάρα του Αγίου Χαραλάμπη, που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή του Αγίου Στεφάνου στα Μετέωρα.
Μέρος από τα έγγραφα αυτής της επιθυμίας και προετοιμασίας προς την Ιερά Σύνοδον, δείχνει την καλή επικοινωνία των δυο επισκόπων για να αποκτήσει το πολύτιμο ιερό λείψανο η πόλης του Ληξουρίου.
«….Επειδή ο Λαός της πόλεως του Ληξουρίου και ολοκλήρου της Επαρχίας Πάλης τρέφει μεγίστην ευλάβειαν προς τον Άγιον αντιλήπτορα και προστάτην επιθυμεί να μετακομισθή η Αγία του Κάρα εκ της Ιεράς Μονής του Αγίου Στεφάνου των Μετεώρων προς προσκύνησιν και ευλογίαν αυτού. Ο Σεβ. Τρίκκης πάνυ ευχαρίστως αποδέχεται την παράκλησιν ημών ταύτην και μάλιστα προθυμοποιείται ίνα ο ίδιος συνοδεύσει τον Άγιον εις Κεφαλληνίας. Τούτου ένεκεν παρακαλούμεν ευσεβεστάτως την Ι. Σύνοδον, όπως χορηγήση τόσον εις τον Σεβ. Μητροπολίτην Τρίκκης, όσον και εις ημάς την προς τούτον άδειαν αυτής, ίνα ικανοποιηθή η θερμή επιθυμία των πνευματικών μου τέκνων, τουθ’ όπερ μεγάλως θα συντελέση εις την οικοδομήν των πιστών και θ’ ανυψώση το θρησκευτικόν αυτών φρόνημα μία τοιαύτη πνευματική πανήγυρις. Τούτο θα γίνει κατά τάς παραμονάς της Εορτής του Αγίου Χαραλάμπους…..»
Λίγες μέρες πριν από την εορτή του Αγίου Χαραλάμπους, έφτασε με πλοίο ο μητροπολίτης Άννινος Χερουβείμ με τη συνοδεία του στη Σάμη και από εκεί κατέληξε στην Ιερά Μονή του Αγίου Γερασίμου για να προσκυνήσει το ιερό σκήνωμα του Προστάτη της Νήσου μας. Έμεινε για δυο μέρες και την παραμονή της εορτής του Αγίου Χαραλάμπους, πριν αρχίσει ο εορταστικός εσπερινός έφτασε στο Ληξούρι με το πολύτιμο θησαυρόν, το ιερό τεμάχιο από τη Σεπτή Κάρα του Αγίου Χαραλάμπη. Τον περίμενε πλήθος ιερέων μετά του σεβασμιωτάτου Ιερόθεου Βουή, οι αρχές της πόλης και πολύς κόσμο. Επίσης προπομπός οι δυο Φιλαρμονικές της πόλης, που παιάνιζαν χαρούμενα εμβατήρια.
Ήταν μια επιθυμία του Ληξουριώτη Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών να φέρει το ιερό λείψανο του Αγίου Χαραλάμπους στο Ληξούρι και μάλιστα σε μια ασημένια περίτεχνη λειψανοθήκη.
Ο Μητροπολίτης Άννινος Χερουβείμ ήλθε στην γενέτειρα πόλη του ύστερα από σαράντα χρόνια., φέρνοντας το πολύτιμο ιερό λείψανο, μέρος της Κάρας του Αγίου Χαραλάμπους, εκπληρώνοντας μια επιθυμία του ίδιου, αλλά ενδόμυχα και του λαού της Πάλης. Η εορτή που ακολούθησε έγινε με μεγαλοπρέπεια και θρησκευτική κατάνυξη με πρωτοστάτες τους δυο μητροπολίτες χαράσσοντας έναν θρησκευτικό σταθμό στο Ληξούρι και στο αίσθημα των Παληκησιάνων χριστιανών.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας παρ’ όλη την κακοκαιρία και χιονοθύελλα που επικρατούσε στην πόλη, χοροστατούντων των δύο μητροπολιτών πλήθος ιερέων και παρουσία των αρχών του τόπου και αγημάτων, μα πάνω απ’ όλα σύμπαντος του κόσμου απ’ όλη την Πάλη, έγινε η λιτάνευση της ιεράς εικόνας του Αγίου και του ιερού τεμαχίου από την Αγία Κάρα του.
Έπειτα από ένα μήνα, τις 8 Μαρτίου (8-3-1952) ο Ληξουριώτης Μητροπολίτης Χερουβείμ Άννινος, έχοντας πραγματοποιήσει την επιθυμία του, να φέρει τεμάχιο από την Αγία Κάρα του Αγίου Χαραλάμπους αποδήμησε εις Κύριον, ήσυχος και γαλήνιος.
Ο Χερουβείμ Άννινος (1890-1952) ήταν Μητροπολίτης Παροναξίας κατά τη δεκαετία 1935-1945.Καταγόταν από το Ληξούρι της Κεφαλονιάς. Όσο ήταν μητροπολίτης, η Ιερά Μητρόπολη Παροναξίας ενώθηκε με τη Θήρα υπό την ονομασία «Παροναξίας καί Θήρας».
Το 1945 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Τρίκκης και Σταγών. Ήταν μια σπουδαίο προσωπικότητα που εξεδήλωσε με τρόπο δυναμικό και με ευλάβεια προς το θείο τα θρησκευτικά του καθήκοντα και οδήγησε το ποίμνιό του με την καθαρότητα των διοικητικών του ικανοτήτων και πράξεών. Ασχολήθηκε με την αγιογραφία δίνοντας ικανά δείγματα αυτής της τέχνης, καθώς και με την υμνογραφία.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 26, 2015

ΑΙ ΕΞΟΔΟΙ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΑΡΑΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΚΟΜΙΔΗ (1964-2014)

Η Αγία Κάρα στην Κύπρο (1967)
Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου 
Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από την επανακομιδή της Τιμίας Κάρας του Αποστόλου Ανδρέου στον τόπο του μαρτυρίου του, από τη Ρώμη (26-9-1964). 
Με αφορμή την επέτειο αυτή καταγράφουμε πότε η Τιμία Κάρα εξήλθε των Πατρών, σ’ αυτή την πεντηκονταετία, προκειμένου να μεταφερθεί σε άλλες χώρες που τιμούν ιδιαιτέρως τον Πρωτόκλητο. Συγκεκριμένα: 
- Επί Μητροπολίτου Πατρών Κωνσταντίνου (Πλατή) – ο οποίος είναι και ο ιεράρχης επί των ημερών του οποίου επέστρεψε η Κάρα - η Κάρα του πολιούχου Αγίου Ανδρέου μεταφέρθηκε στην Κύπρο το 1967, επί αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ'. Τότε είχε εκτεθεί για προσκύνημα στη Μονή του Αποστόλου Ανδρέα στην κατεχόμενη σήμερα Καρπασία και η υποδοχή της Κάρας είχε γίνει στο λιμάνι της Αμμοχώστου. 
- Επί Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου (Βαλληνδρά), η Κάρα ταξίδεψε και πάλι στην Κύπρο (1987) και στη Ρουμανία (1996). Στο Ιάσιο υποδέχθηκε την Κάρα ο τότε Μητροπολίτης Μολδαβίας, νυν Πατριάρχης Ρουμανίας Δανιήλ. Επίσης, η Κάρα μεταφέρθηκε στο Κίεβο της Ουκρανίας το 2001, οπότε την συνόδευσε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. 
Στην τριαντάχρονη αρχιερατεία του Πατρών Νικοδήμου (1974-2004), η Τιμία Κάρα εξήλθε της πόλεως τρεις φορές και μεταφέρθηκε σε χώρες που θεωρούν τον Απόστολο Ανδρέα φωτιστή τους. 
Ο Πατρών Νικόδημος και ο Μολδαβίας Δανιήλ (νυν Πατριάρχης Ρουμανίας) - Ιάσιο 1996
- Επί Μητροπολίτου Πατρών Χρυσοστόμου (Σκλήφα), και σε ένα διάστημα εννέα ετών η Κάρα μεταφέρθηκε στη Ρουμανία (2011), στην Κύπρο (2013) και – για πρώτη φορά – σε Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος: Μητρόπολη Σερρών (2008), Μητρόπολη Καισαριανής (2012), Μητρόπολη Μαντινείας (2014). 
Επίσης, επί ημερών του νυν Μητροπολίτου Χρυσοστόμου μεταφέρθηκε – για πρώτη φορά εκτός Πατρών – στη Ρωσία ο Σταυρός του μαρτυρίου του Πρωτοκλήτου και σε μια μεγάλη περιοδεία εκτέθηκε σε προσκύνημα από τους πιστούς στην Αγία Πετρούπολη, στη Μόσχα, στο Κίεβο της Ουκρανίας και στο Μινσκ της Λευκορωσίας. 

Κυριακή, Ιουλίου 19, 2015

Η Δ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ


Αποτέλεσμα εικόνας για δ οικουμενική σύνοδος



Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό και τη σύζυγό του, Αυγούστα Πουλχερία το 451 στη Χαλκηδόνα. Αποτελούνταν από 650 επισκόπους και καταπολέμησε τη διδασκαλία του Μονοφυσιτισμού, η οποία, με πρωτεργάτη τον αρχιμανδρίτη Ευτυχή, δίδασκε ότι η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε πλήρως την ανθρώπινη.
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος μετά από μια ταραχώδη περίοδο ήρθε ως το αναγκαίο επιστέγασμα της διασφάλισης της καθολικής πλειοψηφίας του σώματος των μελών της εκκλησίας ως προς την απόρριψη κάθε μονοφυσιτικής ή ακραίας δυοφυσιτικής ορολογίας, την επικύρωση στην πίστη του συμβόλου της Πίστεως τόσο της Νίκαιας, όσο και της Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης, τη θέσπιση του διοικητικού καταστατικού κανόνα της ορθοδόξου εκκλησίας σύμφωνα με το λεγόμενο μητροπολιτικό σύστημα και την οριστική επίλυση του χριστολογικού ζητήματος, το οποίο για περισσότερο από 80 έτη βρέθηκε στο προσκήνιο της θεολογικής διαμάχης στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Μεγάλο μέρος των επισκόπων της Εκκλησίας της Ελλάδας συμμετείχαν στις εργασίες της. Ο Θεσσαλονίκης Αναστάσιος αντιπροσωπεύθηκε και πάλι από τον Κβιντίλλιο Ηράκλειας. Παρέστησαν από τη Μακεδονία ο Φίλιππων Σώζων με τους Δοβήρου Ευσέβιο, Σερρών Μαξιμιανό, Νικόλαο Στοβών, Δαρδάνιο Βαργάλων και Ιωάννη Παρθικουπόλεως, οι οποίοι υπέγραψαν δια του πρεσβυτέρου Κυριακού. Ο μητροπολίτης Λαρίσης Ανδρέας παρέστη συνοδευόμενος από τους επισκόπους Κωνσταντίνο Δημητριάδος και Πέτρο Εχίνου. Αυτοπροσώπως παρέστη από την Αχαΐα ο Πέτρος Κορίνθου με τους επισκόπους Δομνίνο Πλαταιών, Αθανάσιο Οπούντος, Ειρηναίο Ναυπάκτου, Ωφέλιμο Τεγέας, Ονήσιμο Αργους, Θεόφιλο Ωρεού (Ιστιαίας), Νικία Μεγάρων, Ιωάννη Μεσσήνης και Ιωάννη Πατρών. Από την Κρήτη συμμετείχαν ο Μαρτύριος Γορτύνης με τους επισκόπους Γεννάδιο Κνωσού, Ευσέβιο Απολλωνίας, Δημήτριο Λάμπης, Κύριλλο Σουβρίτου, Ευφράτα Ελευθέρνας και Παύλο Καντανίας. Από την Παλαιά Ηπειρο ο Νικοπόλεως Αττικός συνοδευόταν από τους επισκόπους Μάρκο Ευροίας, Φιλόθεο Δωδώνης, Ιωάννη Φωτικής, Κλαύδιο Αγχησμού, Περεγρίνο Φοινίκης και Σωτήριχο Κερκύρας. Από τη Νέα Ήπειρο έλαβαν μέρος Λουκάς Δυρραχίου με τον Αντώνιο Λυχνιδού, από τη Δακία ο Εύανδρος Διοκλείας, από δε τα νησιά οι επίσκοποι Δήλου Σαβίνος, Τενέδου Φλωρέντιος, Κω Ιουλιανός, Ρόδου Ιωάννης, Χίου Τρύφων και Θάσου Ονοράτος.
Από την ανωτέρω αναγραφή των επισκόπων, οι οποίοι μετείχαν στην Δ΄ Οικουμενική σύνοδο, υποδηλώνεται πόσο ευρέως είχε ήδη εξαπλωθεί ο Χριστιανισμός στην Ελλάδα, αλλά δυστυχώς στερούμεθα ειδήσεων περί της εσωτερικής αναπτύξεως της Εκκλησίας της. Είναι μόνο γνωστό ότι υπήρχε κάποια πνευματική κίνηση, διότι περί τα μέσα του Ε΄ αιώνα ήκμασε ο επίσκοπος Φωτικής Διάδοχος, ο οποίος έγραψε εκατό κεφάλαια ασκητικά και ετιμήθη ως άγιος. Το εν λόγω σύγγραμμα του Διαδόχου απέβλεπε στη μοναχική τελείωση.
Η Δ΄ Οικουμενική σύνοδος καταδίκασε οριστικά τον Μονοφυσιτισμό, ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΝΤΑΣ ΟΤΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΟΣ ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΤΑ ΜΕΝ ΤΗΝ ΘΕΪΚΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΝ ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΕΚ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΤΑ ΔΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΝ ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΕΚ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΤΗΣ Θ Ε Ο Τ Ο Κ Ο Υ. <<εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον>>.
Φυσικά η Δ ΄ Οικουμ. Σύνοδος, δεν έφερε κάτι το καινούργιο που δεν υπήρχε μέχρι τότε στο χώρο της Εκκλησίας μας. Αυτό που ήδη υφίστατο και το βίωνε το σώμα των πιστών, οι Πατέρες το διευκρίνισαν το οριοθέτησαν, και έτσι βοηθήθηκαν και βοηθούμαστε οι πιστοί στο να γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι η πίστη μας. Ποιοι οι όροι αυτής της πίστεως με τις τόσες υπαρξιακές προεκτάσεις στη ζωή μας.
Κατά την ανωτέρω Σύνοδον οι Όρθόδοξοι Πατέρες συνέταξαν Τόμον, ο οποίος περιείχε την πίστιν την αληθή, την οποίαν πάντοτε επίστευε και εκήρυττεν η Έκκλησία τσυ Χριστού. Επίσης οι αιρετικοί Μονοφυσίται συνέταξαν ίδιον τόμον, που περιείχε τας πλάνας των. Τότε ομοφώνως ορθόδοξοι και αιρετικοί απεφάσισαν να τεθούν και τα δύο κείμενα επί του στήθους της Αγίας Ευφημίας και ανοίξαντες την λειψανοθήκην έπραξαν ούτως και εσφράγισαν πάλιν ταύτην. Ότε δε μετά οκτώ ημέρας ήνοιξαν την θήκην, εύρον τον Τόμον των Ορθοδόξωv εις τας χείρας αυτής και των αιρετικών Μονοφυσιτών το κείμενον εις τους πόδας αυτής.
Έτσι η Μεγαλομάρτυς Ευφημία με το έξαίσιον αυτό θαύμα επεκύρωσε και υπέγραψε τον ορθόδοξον Τόμον και διεσάλπισε το Χριστολογικόν δόγμα περί των δύο φύσεων του Χριστού μας εις τα πέρατα της οικουμένης και απέδειξε την διδασκαλίαν του Ευτυχούς και των οπαδών του Μονοφυσιτών ως σατανικήν πλάνην.
ΕΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΝΥΨΩΣΕΝ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΤΩΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΕΙΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΚΑΙ ΑΠΕΝΕΙΜΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΙΣΑ ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕ ΤΑ ΤΟΥ ΡΩΜΗΣ. ΤΕΛΟΣ ΕΞΕΔΩΣΕΝ ΤΡΙΑΝΤΑ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ
Δυστυχώς όμως η αίρεση αυτή συμπαρέσυρε τους ιθαγενείς πληθυσμούς της Αιγύπτου και της Συρίας και προκάλεσε πολύ μεγάλη ανωμαλία τότε στο κράτος και στην εκκλησία, (δημιουργώντας νέες εκκλησίες όπως την Αρμενική, την Ιακωβιτική στη Συρία, τη Κοπτική στην Αίγυπτο).

Κυριακή, Ιουλίου 12, 2015

Η έριδα των Κολλύβων κι οι θέσεις των “αντικολλυβάδων”


Εξετάζοντας λοιπόν την έριδα περί της δυνατότητος τελέσεως των μνημοσύνων την Κυριακή, μέσα στα γενικά πλαίσια της εποχής και των πνευματικών τάσεών της, ανακαλύπτουμε τα εσωτερικά αίτια και τις προϋποθέσεις που τη δημιούργησαν. Και τότε μας γίνεται σαφές ότι με αυτή την έριδα έχει τεθεί στην ουσία το πρόβλημα του θεολογικού νοήματος της Λειτουργικής παραδόσεως της Εκκλησίας. Εδώ πρόκειται για ερώτημα που τίθεται στη συνείδησι κάθε νέας γενιάς: Ποια σχέση υπάρχει μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος, δηλαδή μεταξύ της καθαυτό παραδόσεως της Εκκλησίας και των ιστορικών «ενσαρκώσεων» και μορφών της; Υπάρχει διάστασι μεταξύ της καθαυτό πραγματικότητας και των συμβόλων της, ή υπάρχει κάποια μυστική ενότητα μεταξύ τους και συμμετοχή του συμβόλου στην πραγματικότητα που συμβολίζει;
agannkoll2
Οι φιλοκαλικοί Πατέρες, οι λεγόμενοι «Κολλυβάδες» θεωρούσαν ότι ο «κανόνας της Λατρείας» και προσευχής και το «τυπικόν» πρέπει οργανικά να πηγάζουν από τον «κανόνα της πίστεως».
Πάνω σ’ αυτό ακριβώς οι αντίπαλοί τους δεν έχουν καμιά αίσθησι, είτε λόγω άγνοιας είτε πάλι λόγω φιλοσοφικών και θρησκευτικών επιδράσεων ξένων στη θεολογική παράδοσι και εμπειρία της καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η θεώρησι της Λατρείας ως ξεχωριστής και ανεξάρτητης από το δόγμα της πίστεως είχε πλέον επικρατήσει στα φιλοσοφικά και θρησκευτικά ρεύματα της Δύσεως. Τέτοιο είδος δυϊσμού είχε κηρύξει ο προτεσταντισμός ήδη από την εποχή της εμφανίσεώς του αλλά ακόμα και πριν απ’ αυτόν η σχολαστική θεολογία.
Οι πρώτοι απλοϊκοί αντικολλυβάδες ίσως δεν έκαναν το διαχωρισμό αυτό συνειδητά, η αντίληψή τους όμως συμφωνούσε με την εκκοσμικευτική τάσι της εποχής, η οποία είχε τις ρίζες της στο δυτικό θρησκευτικό-φιλοσοφικό δυϊσμό. Αυτοί, χωρίς καμιά εμβάθυνσι στο νόημα του εκκλησιαστικού τυπικού και της Λατρείας εν γένει ήθελαν να τα προσαρμόσουν στις ιστορικές συνθήκες και στις καθημερινές ανάγκες τους. Από το άλλο μέρος υπερασπίζονταν την αραιά θεία Κοινωνία, μολονότι αυτή δεν ήταν ποτέ νόμος για την Εκκλησία αλλά αντίθετα ένα παροδικό γέννημα των ιστορικών συνθηκών και σε καμιά περίπτωσι δεν αποτέλεσε καθολική παράδοσι και πράξι της Εκκλησίας. Έτσι, και στα δυο σημεία διαφωνίας τους, το βασικό κριτήριο γι’ αυτούς δεν ήταν η καθολική και αμετάβλητη παράδοσι της Εκκλησίας αλλά ένας επιπόλαιος «συσχηματισμός» προς τον κόσμο και προς τις απαιτήσεις του. Ο φαινομενικός συντηρητισμός στο θέμα της θείας Μεταλήψεως είχε στην πραγματικότητα την ίδια ρίζα με την αλλαγή της τάξεως της ευλογίας των κολλύβων και της τελέσεως των μνημοσύνων. Και στις δυο περιπτώσεις ο χρόνος και οι ανάγκες της ζωής γίνονται κριτήριο των Λειτουργικών πράξεων και συμβόλων. Δηλαδή με έναν εξωτερικό τρόπο και χωρίς βάθος αντιμετωπίζεται η ζωή της Εκκλησίας, όπως επίσης και η καθημερινή ζωή του πιστού.
Οι αντικολλυβάδες δεν είχαν συναίσθησι ότι οι αλλαγές πρέπει να γίνονται πάντοτε ανάλογα με το περιεχόμενο της πίστεως και όχι ανάλογα με τις απαιτήσεις του κόσμου. Γι’ αυτό αυτό δεν είναι σε θέσι να δώσουν πραγματικό νόημα ούτε στο παρελθόν και στις περιστατικές συνήθειές του ούτε στο παρόν και στις προσαρμογές του. Οι φορείς αυτής της πνευματικής στάσεως νομίζουν ότι με την ανάμειξι τυπικού συντηρητισμού και επιπόλαιων προσαρμογών μπορούν να λύσουν περίπλοκα προβλήματα της κάθε εποχής.
Στη στάσι αυτή των αντικολλυβάδων βρίσκεται εξάλλου ο παντοτινός πειραματισμός της Εκκλησίας. Με την επιθυμία να κερδίζουν το χρόνο χάνουν το εσωτερικό νόημα και το περιεχόμενό του. Τους χαρακτηρίζει στην ουσία μία φυγή και άρνησι της πραγματικής ευθύνης έναντι του παρελθόντος και του παρόντος, όπως και έναντι του μέλλοντος. Μετρούν με το χρόνο την αιωνιότητα αντ’ να μεταμορφώνουν το χρόνο και το μεταβλητό με το αιώνιο και το αμετάβλητο.
Από το βιβλίο «Η Φιλοκαλική Αναγέννησι τον XVIII και XIX αί. και οι Πνευματικοί Καρποί της», εκδ. Ιδρύματος Γουλανδρή – Χόρν.
Πηγή: Μηνιαίο περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, Πειραϊκή Εκκλησία, έτος 18, αρ. φυλ. 205, Ιούνιος 2009, σελ.16-19
πηγή

Πέμπτη, Ιουλίου 09, 2015

Η φιλοκαλική αναγέννηση της Λατρείας

Ορόσημο για τη Φιλοκαλική αναγέννησι είναι επίσης και η έκδοσι του Πηδαλίου. Σ’ αυτό ο όσιος Νικόδημος συγκέντρωσε τους κανόνες των Αποστόλων, των οικουμενικών και τοπικών συνόδων και των αγίων Πατέρων, καθώς επίσης και τις εγκεκριμένες από την Εκκλησία ερμηνείες τους, στις οποίες πρόσθεσε και τις δικές του ερμηνείες. Το Πηδάλιον είναι πολύτιμος οδηγός όλων των ορθοδόξων Εκκλησιών μέχρι σήμερα.
Εκτός από τα πολλά άλλα πνευματικά και ερμηνευτικα έργα του αγίου Νικοδήμου εξαιρετικής σημασίας είναι και το Νέον Μαρτυρολόγιον και ο Συναξαριστής, που περιέχει τους βίους των αγίων του όλου ενιαυτού.
FILanagl2
Επίσης και ο Αθανάσιος ο Πάριος έγραψε βίους αγίων και νεομαρτύρων και μετάφρασε στην απλή γλώσσα Συναξάρια όλων των Κυριακών και των μεγάλων εορτών «αξιώσει και προτροπή» του Μακαρίου Νοταρά.
Η στροφή στους αγίους και μάρτυρας ως μοναδικούς παιδαγωγούς και φωτιστές είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της Φιλοκαλικής αναγεννήσεως. Αλλά η ενασχόλησι με τους βίους τους και οι εκδόσεις τους δεν είναι κάτι το τυχαίο. Στους διαφωτιστές της Ευρώπης οι φιλοκαλικοί Πατέρες αντιπαράθεσαν τους αγίους και στην κατά κόσμον σοφία την ένθεη γνώσι και εμπειρία τους.
Προβάλλοντας τους αγίους ως μοναδικά πρότυπα για την αληθινή αναγέννησι του ανθρώπου, οι φωτισμένοι αυτοί άνδρες ανανέωσαν στη συνείδησι του λαού και των μοναχών το θεσμό της πνευματικής πατρότητας ως ευαγγελικό μέσο αγωγής και πνευματικής προόδου μέσα στην Εκκλησία. Μόνο οι άγιοι «αναλαβόντες την Χριστοήθειαν» μπορούν να είναι πραγματικοί πατέρες και διδάσκαλοι και οδηγοί προς την αλήθεια και την αιώνια ζωή.
Με το πνευματικό και αναμορφωτικό έργο των διασκορπισμένων σε διάφορα μέρη έμπειρων Γερόντων του αγίου Όρους, όπως και των «στάρτσοι» στις σλαβικές ορθόδοξες χώρες (ιδιαίτερα στη Ρωσσία), ανανεώθηκε αυτή την εποχή ο θεσμός του χαρισματούχου πνευματικού πατέρα και καθοδηγού, που πρόσφερε πλούσιους πνευματικούς καρπούς και προσφέρει ακόμα και σήμερα.
Το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό του Φιλοκαλικού κινήματος είναι η αναγέννησι της Λειτουργικής ζωής και η ανάπτυξι της θεολογίας της Ορθόδοξης Λατρείας.
Η λατρευτική ζωή της Εκκλησίας είχε την εποχή αυτή δύο έξ ίσου σοβαρούς κινδύνους. Αφ’ ενός να μετατραπή η Λογική Λατρεία από ζώσα θυσία σε τυπολατρία ή, όπως την ονόμασε ο Αθανάσιος ο Πάριος, σε «νεκρολογίαν», αφ’ ετέρου να χωρισθή εκείνο το οποίο ονομάζουμε «κανόνα πίστεως», δηλαδή το δόγμα, από τον «κανόνα προσευχής».
Στην πρώτη περίπτωσι έχουμε τυπική επανάληψι των ακολουθιών και εκτέλεσι των ιερών Μυστηρίων και ιεροπραξιών χωρίς εμβάθυνσι στο εσωτερικό νόημά τους. Έτσι τα δόγματα και η αλήθεια της Αποκαλύψεως μετατρέπονται σε αφηρημένες έννοιες και η Λατρεία αποκτά μαγικό και νεκροποιό χαρακτήρα.
Μία τέτοια στάσι έναντι της Λατρείας γίνεται αναπόφευκτα αιτία της άλλης εκτροπής που αναφέραμε, της πιο επικίνδυνης. Δηλαδή του χωρισμού του δόγματος από τη Λατρεία, του δόγματος από το Λειτουργικό ήθος. Αυτή η στάσι δεν οδηγεί στην αναζήτησι του πραγματικου νοήματος της Λατρείας αλλά στην άρνησι της αξίας της και στη θεώρησι ότι η Λατρεία είναι «φλοιός» (η έκφρασι είναι του Α. Κοραή) και δεν παίζει κανένα ουσιαστικό ρόλο.
[Συνεχίζεται
πηγή

Δευτέρα, Ιουλίου 06, 2015

Η δυναμική του Φιλοκαλικού Κινήματος


Εκείνο που υποβοηθεί τους λεγόμενους «φιλελεύθερους» στις πεποιθήσεις τους είναι πολλές φορές η αδυναμία των παραδοσιακών να δικαιολογήσουν θεωρητικά και λογικά τη στάσι τους και να υπερασπίσουν την παράδοσι και τον παραδεδομένο τρόπο ζωής. Το φιλοκαλικό κίνημα του 18ου αι. παρουσιάζεται ως ισχυρό αντίβαρο στον ορθολογισμό των «νέων φιλοσόφων», επειδή δεν σέβεται μόνο τους «τύπους», αλλά και αποσαφηνίζει θεωρητικά και ερμηνεύει τα Λειτουργικά και άλλα σύμβολα. Γίνεται έτσι φανερό ότι πίσω από τη σύγκρουσι των δύο ρευμάτων κρύβεται όχι μόνο λογομαχία, αλλά δυο διαφορετικές στη βάσι ερμηνείες ολόκληρης της ιστορικής και κοσμολογικής πραγματικότητας.
PaisiVelichkovsky2
Η Φιλοκαλική κίνηση του 18ου και 19ου αι. είχε ως πρόδρομό της τον οσιομάρτυρα Κοσμά τον Αιτωλό, τον ισαπόστολο και διδάσκαλο. Αλλά οι κύριοι φορείς της ήταν οι εξής νεώτεροι Πατέρες της Εκκλησίας: ο άγιος Μακάριος Νοταράς (1731-1805), πρώην επίσκοπος Κορινθίας, ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809) και ο όσιος Αθανάσιος ο Πάριος. Σπουδαίο ρόλο έπαιξε και ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης. Από τους Αγιορείτες πρέπει να μνημονευθούν σαν πρωτεργάτες και οι Ιάκωβος ο Πελοποννήσιος, ο Αγάπιος ο Κύπριος, ο Χριστόφορος ο Προδρομίτης.
Το κίνημα αυτό έδωσε ακόμα έναν άγιο στην Εκκλησία, τον όσιο Αρσένιο της Πάρου, αλλά και πολλούς άλλους ενάρετους άνδρες, οι οποίοι μετά το διωγμό τους από το άγιο Όρος ή πάντως μετά από μαθητεία άμεση ή έμμεση στους φιλοκαλικούς πατέρες της εποχής, ανανέωσαν και δημιούργησαν πολλά μοναστήρια και πολλές εστίες πνευματικής αναγεννήσεως όχι μόνο στο άγιο Όρος, στα ελληνικά νησιά, τη Στερεά Ελλάδα, αλλά και σε ολο τον ορθόδοξο χώρο.
Ιδιάζουσα θέσι στη Φιλοκαλική αυτή κίνησι κατέχει ο όσιος Παΐσιος Βελτσκόφσκι, ο μεταφραστής της Φιλοκαλίας στη σλαβονική γλώσσα και κύριος φορέας της πατερικής και πνευματικής αναγεννήσεως στη Ρουμανία και στη Ρωσσία του 19ου αί. Έτσι στην ίδια κίνησι οφείλεται και η άνθησι και καρποφορία της ερήμου της Όπτινα στη Ρωσσία με επικεφαλής τους μεγάλους στάρτσοι: τον Αβράμιο, τους Μωυσή και Αντώνιο, Λεωνίδα και Μακάριο. Στην ίδια κίνησι ανήκει και το μεγαλύτερο πνευματικό ανάστημα της ορθόδοξης Εκκλησίας του περασμένου αιώνα, ο όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ.
Η Φιλοκαλική αναγέννησι ήταν μία γνήσια συνέχεια και ανανέωσι της ζωντανής πατερικής παραδόσεως και ταυτόχρονα η απάντησι της Εκκλησίας στα αιτήματα των καιρών.
Πρώτα απ’ όλα σ’ αυτήν οφείλεται η έκδοσι πολλών πατερικών κειμένων, ιδιαίτερα των νηπτικών Πατέρων, οι οποίοι είναι έμπειροι διδάσκαλοι της πνευματικής ζωής και προσευχής. Λόγω της Τουρκοκρατίας, όπως είναι γνωστό, τα πατερικά κείμενα είχαν γίνει δυσεύρετα.
Ο πρώτος ο οποίος επιδόθηκε με μεγάλο ζήλο στην αναζήτηση και έκδοσι πατερικών και ασκητικών έργων ήταν ο Μακάριος Νοταράς. Σ’ αυτόν οφείλεται η έκδοσι (1783) του περίφημου Ευεργετινού, όπως και της Φιλοκαλίας των ιερών Νηπτικών (1782), η οποία έγινε ορόσημο για την αναγεννητική αυτή κίνησι. Ειδικά γι’ αυτήν ο Μακάριος Νοταράς συγκέντρωσε κείμενα τριανταέξι Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων και τα παρέδωσε στον Νικόδημο τον Αγιορείτη (1777). Ο όσιος Νικόδημος έκανε κριτική επεξεργασία των κειμένων και έγραψε τον πρόλογο της συλλογής καθώς και τις βιογραφίες των Πατέρων.
Η συνεργασία των δύο ανδρών πρόσφερε και άλλους πνευματικούς καρπούς. Στους ίδιους οφείλεται και η έκδοσι στην κοινή διάλεκτο των έργων του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.
Ότι η κίνησι αυτή ήταν μία συνέχεια του ησυχασμού του XIV ή XV αι. φαίνεται σαφώς όχι μόνο από τον τρόπο ζωής και σκέψεως των φορέων της αλλά και από το μεγάλο ενδιαφέρον τους για το βίο και τα έργα του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Είναι γνωστό ότι ο Αθανάσιος ο Πάριος έχει εκδώσει στην κοινή διάλεκτο το βίο του Αγίου Γρηγορίου, οι δε άγιοι Μακάριος και Νικόδημος συμπεριέλαβαν στη Φιλοκαλία τα Φυσικά, Θεολογικά και Πρακτικά κεφάλαιά του, όπως και την ασκητική πραγματεία του «προς Ξένη μοναχήν». Ο άγιος Νικόδημος είχε ετοιμάσει και την έκδοσι των Απάντων του αγίου αλλά δυστυχώς τα χειρόγραφα χάθηκαν στη Βιέννη.
[Συνεχίζεται]
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...