Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Μ. Φουντούλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Μ. Φουντούλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Μαΐου 04, 2015

Η εορτή της Μεσοπεντηκοστής



ths_mesopenthkosthΣε λίγους πιστούς είναι γνωστή η εορτή, αυτή. Εκτός από τους ιερείς και μερικούς άλλους χριστιανούς, που έχουν ένα στενότερο σύνδεσμο με την Εκκλησία μας, οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή της. Λίγοι είναι εκείνοι που εκκλησιάζονται κατ’ αύτη και οι περισσότεροι δεν υποπτεύονται καν, ότι την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μία μεγάλη δεσποτική εορτή, την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Και όμως κάποτε αυτή η εορτή  ήταν η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και συνέτρεχαν κατ’ αυτή στον μεγάλο ναό πλήθη λαού.
Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξει την Έκθεση της Βασιλείου Τάξεως του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου για να δει το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903 στον ναό του αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολη μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορα Λέοντος ς’ του Σοφού (11 Μαΐου 903). Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες και καθορίζει με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πως ο αυτοκράτορας το πρωί της εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του ξεκινούσε από το ιερό παλάτι για να μεταβεί στον ναό του αγίου Μω­κίου. όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία. Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλιάς και πατριάρχης εισέρχονταν επισήμως στον ναό.
Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτορας παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο παρεκάθητο και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλιάς υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους ο Θεός αγάγοι την βασιλείαν υμών» και με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς επέστρεφε στο ιερό παλάτι.
Αλλά και στα σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στο Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τα ίχνη της παλαιάς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σαν μία μεγάλη δεσποτική εορτή, με τα εκλεκτά της τροπάρια και τους διπλούς της κανόνες, έργα των μεγάλων υμνογράφων, του Θεοφάνους και του Ανδρέου Κρήτης, με τα αναγνώσματά της και την επίδρασή της στις προ και μετά από αυτήν Κυριακές και με την παράταση του εορτασμού της επί οκτώ ημέρες κατά τον τύπο των μεγάλων εορτών του εκκλησιαστικού έτους.
Ποιό όμως είναι το θέμα της ιδιορρύθμου αυτής εορτής; Όχι πάντως κανένα γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. Το θέμα της είναι καθαρά εορτολογικό και θεωρητικό. Η Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής είναι η 25η από του Πάσχα και η 25η προ της Πεντηκοστής ημέρα. Σημειώνει το μέσον της περιόδου των 50 μετά το Πάσχα εορτάσιμων ημερών. Είναι δηλαδή  ένας σταθμός, μία τομή.
Χωρίς δηλαδή να έχει δικό της θέμα η ημέρα αυτή συνδυάζει τα θέματα, του Πάσχα αφ’ ενός και της επιφοιτήσεως του αγίου Πνεύματος αφ’ ετέρου, και «προφαίνει» τη δόξα της αναλήψεως του Κυρίου, που θα εορταστεί μετά από 15 ημέρες. Ακριβώς δε αυτό το μέσον των δύο μεγάλων εορτών έφερνε στο νου και ένα εβραϊκό επίθετο του Κυρίου, το «Μεσ­σίας». Μεσσίας στα ελληνικά μεταφράζεται Χριστός. Αλλά ηχητικά θυμίζει το μέσον. Έτσι και στα τροπάρια και στο συναξάριο της ημέρας η παρετυμολογία αυτή γίνεται αφορμή να παρουσιασθεί ο Χριστός σαν Μεσσίας -μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «μεσίτης και διαλλάκτης ημών και του αιωνίου αυτού Πατρός». «Διά ταύτην την αιτίαν την παρούσα εορτή εορτάζοντες και Μεσοπεντηκοστήν ονομάζοντες τον Μεσσίαν  ανυμνούμεν Χριστόν». σημειώνει ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος στο συναξάριο. Σ’ αυτό βοήθησε και η ευαγγελική περικοπή, που επελέγη για την ημέρα αυτή. Μεσούσης της εορτής του ιουδαϊκού Πάσχα ο Χριστός ανεβαίνει στο ιερό και διδάσκει. Η διδασκαλία Του προκαλεί τον θαυμασμό, αλλά και ζωηρή αντιδικία μεταξύ αυτού και του λαού και των διδασκάλων. Είναι Μεσσίας ο Ιησούς ή δεν είναι; Είναι η διδασκαλία Του εκ Θεού ή δεν είναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ο Χριστός είναι ο διδάσκαλος. Αυτός που ενώ δεν έμαθε γράμματα κατέχει το πλήρωμα της σοφίας, γιατί είναι η Σοφία του Θεού που κατασκεύασε τον κόσμο. Ακριβώς από αυτόν τον διάλογο εμπνέεται μεγάλο μέρος της υμνογραφίας της εορτής. Εκείνος που διδάσκει στο ναό, στο μέσον των διδασκάλων του ιουδαϊκού λαού, στο μέσον της εορτής, είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Αυτός που αποδοκιμάζεται από τους δήθεν σοφούς του λαού Του είναι η του Θεού Σοφία.
Λίγες σειρές πιό κάτω στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, αμέσως μετά την περικοπή που περιλαμβάνει τον διάλογο του Κυρίου με τους Ιουδαίους «της εορτής μεσούσης», έρχεται ένας παρόμοιος διάλογος, πού έγινε μεταξύ του Χριστού και των Ιουδαίων «τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής», δηλαδή κατά την Πεντηκοστή. Αυτός αρχίζει με μία φράση του Κυρίου- «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω· ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος». Και σχολιάζει ο ευαγγελιστής· «Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος, ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν», Δεν έχει σημασία, ότι οι λόγοι αυτοί του Κυρίου δεν ελέχθησαν κατά την Μεσοπεντηκοστή, αλλά λίγες ημέρες αργότερα. Ποιητική αδεία μπήκαν στο στόμα του Κυρίου στην ομιλία Του κατά την Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν εξάλλου τόσο πολύ με το θέμα τής εορτής. Δεν μπορούσε να βρεθεί πιό παραστατική εικόνα για να δειχθεί ο χαρακτήρας του διδακτικού έργου του Χριστού. Στο διψασμένο ανθρώπινο γένος η διδασκαλία του Κυρίου ήλθε σαν ύδωρ ζων, σαν ποταμός χάριτος που δρόσισε το πρόσωπο της γης. Ο Χριστός είναι η πηγή της χάριτος, «του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον», που ξεδιψά και αρδεύει τις συνεχόμενες από βασανιστική δίψα ψυχές των ανθρώπων. Που μεταβάλλει τους πίνοντας σε πηγές· «Ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσι ύδατος ζώντος». «Και γενήσεται αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον», είπε στη Σαμαρείτιδα. Που μετέτρεψε την έρημο του κόσμου σε θεοφύτευτο παράδεισο αειθαλών δένδρων φυτευμένων παρά τας διεξόδους των υδάτων του αγίου Πνεύματος. Το γόνιμο αυτό θέμα έδωσε νέες αφορμές στην εκκλησιαστική ποίηση και στόλισε την εορτή της Μεσοπεντηκοστής με εξαίρετους ύμνους.
Αυτή με λίγα λόγια είναι η εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Η έλλειψη ιστορικού υπόβαθρου της στέρησε τον απαραίτητο εκείνο λαϊκό χαρακτήρα, που θα την έκανε προσφιλή στον πολύ κόσμο. Και το εντελώς θεωρητικό της θέμα δεν βοήθησε τους χριστιανούς, που δεν είχαν τις απαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, να ξεπεράσουν την επιφάνεια και να εισδύσουν στην πανηγυριζόμενη δόξα του διδασκάλου Χριστού, της Σοφίας και Λόγου του Θεού, της πηγής του ακένωτου ύδατος. Συνέβη με αυτή κάτι ανάλογο με εκείνο που συνέβη με τους περίφημους ναούς της του Θεού Σοφίας, που αντί να τιμώνται στο όνομα του Χριστού ως Σοφίας του Θεού, προς τιμήν του οποίου ανεγέρθησαν, κατάντησαν, για τους ιδίους λόγους, να πανηγυρίζουν στην εορτή της Πεντηκοστής ή του αγίου Πνεύματος ή της αγίας Τριάδος ή των Εισοδίων ή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή και αυτής της μάρτυρος Σοφίας και των τριών θυγατέρων της Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.
(Ιωάννου Φουντούλη, «Λογική λατρεία»)

Παρασκευή, Μαρτίου 27, 2015

Ο Ακάθιστος Ύμνος


Στην επίσημη λειτουργική γλώσσα η ακολουθία αυτή ονομάζεται «Ακάθιστος Ύμνος» ή μονολεκτικά «Ακάθιστος» από την ορθία στάση, που τηρούσαν οι πιστοί καθ᾽ όλη τη διάρκεια της ψαλμωδίας της. Έτσι και με τα λόγια και με τη στάση του σώματος εκφράζεται η τιμή, η ιδιαίτερη ευλάβεια, η ευχαριστία προς εκείνη, προς την οποία απευθύνουμε τους χαιρετισμούς μας.
Είναι δε η ακολουθία αυτή στη σημερινή λειτουργική μας πράξη εντεταγμένη στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του μικρού αποδείπνου, όπως ακριβώς τελέσθηκε απόψε. Έτσι γίνεται κάθε Παρασκευή στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες των Νηστειών, ακόμα και την Παρασκευή της Ε’ Εβδομάδος, που μετά την τμηματική στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες ψαλμωδία του, ανακεφαλαιώνεται ολόκληρος ο ύμνος. Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενοριακή πράξη και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, έχουμε και αλλά λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου: την ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την «πρεσβεία». Σ᾽ όλες αυτές τις περιπτώσεις σ᾽ ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακάθιστου.
Θα παρατρέξωμε το διαφιλονικούμενο, εξ άλλου, θέμα του χρόνου της συντάξεως και του ποιητού του Ακάθιστου. Πολλοί φέρονται ως ποιηταί του: ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Γεώργιος Πισίδης, οι πατριάρχαι της Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Γερμανός ο Α΄, ο Ιερός Φώτιος, ο Γεώργιος Νικομήδειας (Σικελιώτης), ποιηταί που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα. Η παράδοσις παρουσιάζει μεγάλη αστάθεια και οι νεώτεροι μελετηταί, στηριζόμενοι στις λίγες εσωτερικές ενδείξεις που υπάρχουν στο κείμενο, άλλοι προτιμούν τον ένα και άλλοι τον άλλο από τους φερομένους ως ποιητάς του. Ένα ιστορικό γεγονός, με το οποίο συνεδέθη από την παράδοσι η ψαλμωδία του Ακάθιστου, θα μπορούσε να μας προσανατολίση κάπως στην αναζήτησί μας: Η επί του αυτοκράτορος Ηρακλείου πολιορκία και η θαυμαστή σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως την 8η Αυγούστου του έτους 626. Κατά το Συναξάριο μετά την λύσι της πολιορκίας εψάλη ο ύμνος αυτός στον ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών, ως δοξολογία και ευχαριστία για την σωτηρία, που απεδόθη στην θαυματουργική δύναμι της Θεοτόκου, της προστάτιδας της Πόλεως. Πατριάρχης τότε ήτο ο Σέργιος, που πρωτοστάτησε στους αγώνας για την άμυνα. Εύκολο ήταν να θεωρηθη και ποιητής του ύμνου, αν και ούτε ως υμνογράφος μας είναι γνωστός, ούτε και ορθόδοξος ήτο. Εξ άλλου ο ύμνος θα έπρεπε να ήταν παλαιότερος, γιατί αν ήταν γραμμένος για την σωτηρία της Πόλεως δεν θα ήταν δυνατόν παρά ρητώς να κάμνη λόγο γι᾽ αυτήν και όχι να αναφέρεται σε άλλα θέματα, όπως θα ιδούμε πιο κάτω. Η ψαλμωδία όμως του Ακάθιστου συνδέεται από τις ιστορικές πηγές και με άλλα παρόμοια γεγονότα: τις πολιορκίες και την σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως επί Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), επί Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και επί Μιχαήλ Γ΄ (860).
Όποιος όμως και αν ήταν ο ποιητής και με οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός από τα ανωτέρω και αν συνεδέθη πρωταρχικά, ένα είναι το αναμφισβήτητο στοιχείο, που μας δίδουν οι σχετικές πηγές, ότι ο ύμνος εψάλλετο ως ευχαριστήριος ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους κατά τις ευχαριστήριες παννυχίδες που ετελούντο εις ανάμνησιν των ανωτέρω γεγονότων. Κατά την παρατήρησι του συναξαριστού ο ύμνος λέγεται «Ακάθιστος», γιατί τότε κατά την σωτηρία της Πόλεως και έκτοτε μέχρι σήμερα, όταν οι, οίκοι του ύμνου αυτού εψάλλοντο, «ορθοί πάντες» τους ήκουαν εις ένδειξιν ευχαριστίας προς την Θεοτόκο, ενώ στους οίκους των άλλων κοντακίων «εξ έθους» εκάθηντο.
Γιατί όμως ψάλλεται κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή; Οι λύσεις των ανωτέρω πολιορκιών δεν συνέπεσαν κατ᾽ αυτήν. Στις 8 Αυγούστου ελύθη η πολιορκία επί Ηρακλείου, τον Σεπτέμβριο η επί Πωγωνάτου, στις 16 Αυγούστου εωρτάζετο η ανάμνησις της σωτηρίας της Πόλεως επί Λέοντος Ισαύρου και στις 18 Ιουνίου ελύθη η πολιορκία επί Μιχαήλ του Γ΄. Με την Μεγάλη Τεσσαρακοστή συνεδέθη προφανώς εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου: Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη εορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρας της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεόρτων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να κάλυψη η ψαλμωδία του Ακάθιστου, τμηματικώς κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος. Το βράδυ της Παρασκευής ανήκει λειτουργικούς στο Σάββατο, ήμερα που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες ήμερες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο εορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις όποιες, καθώς είδαμε, μετατίθενται οι εορτές της εβδομάδος. Καθ᾽ ωρισμένα Τυπικά ο Ακάθιστος εψάλλετο πέντε ήμερες προ της εορτής του Ευαγγελισμού και κατ᾽ άλλα τον όρθρο της ημέρας της εορτής. Ο Ακάθιστος ύμνος είναι το κοντάκιο του Ευαγγελισμού, ο ύμνος της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού.
Όταν ο Ακάθιστος συνεδέθη με τα ιστορικά γεγονότα, που αναφέραμε, τότε συνετέθη νέο ειδικό προοίμιο, γεμάτο δοξολογία και ικεσία, το τόσο γνωστό «Τη ύπερμάχω». Στην υπέρμαχο στρατηγό, η πόλις της Θεοτόκου, που λυτρώθηκε χάρι σ᾽ αυτήν από τα δεινά, αναγράφει τα νικητήρια και παρακαλεί αυτήν που έχει την ακαταμάχητη δύναμι να την ελευθερώνη από τους ποικίλους κινδύνους για να την δοξολογή κράζοντας το: «Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε». Ο ύμνος ψάλλεται και πάλι σε ήχο πλ. δ΄.
«Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια,
ως λυτρωθείσα των δεινών, ευχαριστήρια
αναγράφω σοι η Πόλις σου, Θεοτόκε·
αλλ᾽ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,
εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον,
ίνα κράζω σοι·
Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε».

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 25, 2015

Βιώνοντας τὴν λειτουργικὴ ἡμέρα τῆς Τεσσαρακοστῆς στὸ Ἅγιον Ὅρος

Orthodox deacon 
Holy Mount Athos - Greece Τοῦ Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Λογικὴ Λατρεία, Θεσσαλονίκη 1971, σελ.40-48
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
Ἂν θέλει νὰ ζήσει κανεὶς τὸ λειτουργικὸ πλοῦτο, τὸ θαυμαστὸ μυστικὸ μεγαλεῖο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, πρέπει νὰ προσπαθήσει νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειά της. Ἐπιφάνεια εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπομε καὶ ποὺ γνωρίζομε ὅλοι μας κατὰ τὶς Κυριακές τῆς Τεσσαρακοστῆς. Ἔχουν πράγματι κάτι ἰδιαίτερο οἱ Κυριακὲς αὐτὲς ἀπὸ τὶς ἄλλες Κυριακές τοῦ ὑπολοίπου ἔτους. Τὰ εἰδικὰ ἐορτολογικὰ θέματα, ἡ ὑμνογραφία των, ἡ λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, ποὺ τελεῖται ἀντὶ τῆς λειτουργίας τοῦ Χρυσοστόμου, δίνουν σ’ αὐτὲς ἕνα ξεχωριστὸ χρῶμα. Ἀλλὰ οἱ Κυριακές τῆς Τεσσαρακοστῆς εἶναι ὀάσεις μέσα σ’ αὐτήν. Κατ’ οὐσίαν βρίσκονται ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Τὴ γοητεία τῆς ἀληθινῆς Τεσσαρακοστῆς θὰ τὴν αἰσθανθεῖ κανεὶς μέσα στὸ «πέλαγος» ἢ στὴν «αὐχμηρὰ ἔρημο», ὅπως τὴν ὀνομάζουν οἱ Πατέρες, αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Τεσσαρακοστῆς, δηλαδὴ τῶν καθημερινῶν, ἀπὸ τὴ Δευτέρα ὡς τὴν Παρασκευὴ τῶν ἔξι ἑβδομάδων ποὺ τὴν ἀποτελοῦν.

Ἡ Ἐκκλησία μας στὶς μοναστηριακὲς ἀκολουθίες εἶδε πάντοτε ἕνα ἰδεώδη τρόπο λατρείας, γι΄αὐτὸ καὶ σὺν τῷ χρόνω ἀντικατέστησε τὶς παλαιὲς ἰδιαίτερες ἐνοριακὲς ἀκολουθίες μὲ τὶς μοναχικές. Ἰδιαιτέρως ὅμως κατὰ τὴν Τεσσαρακοστὴ προσπάθησε νὰ μεταφέρει...
τὴ λατρεία τῶν μοναστηριῶν στοὺς κοσμικοὺς ναούς. Ἀφοῦ οἱ πιστοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ βγοῦν στὴν ἔρημο, μετέφερε τὶς ἀκολουθίες τῆς ἐρήμου στὶς πόλεις. Θέλησε τὶς κατανυκτικὲς αὐτὲς ἡμέρες νὰ κάμει τὰ λαϊκὰ μέλη της νὰ γευθοῦν τὶς μυστικὲς καλλονὲς τῶν μοναστηριακῶν ἀκολουθιῶν· νὰ κάμει λίγο μοναχούς τούς λαϊκοὺς πιστούς. Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο. Στὸ σύστημα τῶν μοναχικῶν ἀκολουθιῶν τῆς περιόδου τῆς Νηστείας βρίσκεται τὸ ἀποκορύφωμα ὁλοκλήρου τοῦ ἔτους. Λίγοι ἀπὸ τὸ λαὸ μποροῦν νὰ τὶς παρακολουθήσουν. Δὲν ἔχουν οὔτε τὸ διαθέσιμο χρόνο, οὔτε πολλὲς φορὲς καὶ τὴν ἀπαραίτητη ψυχικὴ διάθεση. Ἀντιθέτως στὶς μονές, ὅπου ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν καὶ τὸ βασικὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀφιερωμένων αὐτῶν ἀνθρώπων, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία τῆς περιόδου τῆς Τεσσαρακοστῆς γίνεται τὸ ἐντρύφημα καὶ ἡ μοναδικὴ σχεδὸν ἀπασχόληση τῶν πατέρων.

Θὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε μία ἀσθενικὴ σκιαγραφία τοῦ λειτουργικοῦ περιεχομένου μίας ἡμέρας τῆς Τεσσαρακοστῆς.
Κατὰ βάση οἱ ἀκολουθίες τῆς Τεσσαρακοστῆς εἶναι καὶ κατὰ τὸν ἀριθμὸ καὶ κατὰ τὸ διάγραμμα οἱ ἴδιες μὲ τὶς μοναχικὲς ἀκολουθίες τοῦ ὑπόλοιπου ἔτους. Ἐκεῖνο ποὺ τὶς διακρίνει εἶναι τὸ πιὸ ἀρχαϊκό τους περιεχόμενο, ἡ παρεμβολὴ κατανυκτικῶν τροπαρίων καὶ τὸ ἰδιαίτερο μῆκος ποὺ προσλαμβάνουν μὲ τὴν προσθήκη περισσότερων ψαλμῶν, ἀναγνώσεων καὶ ἄλλων λειτουργικῶν στοιχείων. Οἱ ἀκολουθίες ἀριθμοῦνται σὲ ἑπτά, κατὰ τὸ ψαλμικὸ «Ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἤνεσά σὲ» (Ψαλ. 118,164), ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι περισσότερες. Ἡ εὐλάβεια τῶν μοναχῶν θέλησε νὰ τὶς ἐπαυξήσει μὲ προσθῆκες καὶ ἄλλων ἀκολουθιῶν, ἔτσι ὥστε ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν πιὸ ἱερὴ περίοδο τοῦ ἔτους νὰ εἶναι σχεδὸν ἀκατάπαυστη. Κάθε μία ἀκολουθία ἀντιστοιχεῖ σὲ μία ὠρισμένη περίοδο τῆς ἡμέρας ἢ τῆς νύκτας. Εἶναι ἕνας σταθμὸς προσευχῆς ποὺ καθαγιάζει ἕνα τμῆμα τοῦ εἰκοσιτετραώρου.
Ἡ προσευχὴ ἀρχίζει μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ· τὰ μεσάνυκτα θεωροῦνται ὡς ὁ πιὸ κατάλληλος γιὰ τὴν προσευχὴ χρόνος. Μέσα στὴν ἡσυχία καὶ στὴ γαλήνη τοῦ κόσμου οἱ μοναχοὶ ἀγρυπνοῦν καὶ προσεύχονται. Περιμένουν τὴν ἔλευση τοῦ Νυμφίου, τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔρχεται κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, «μέσης νυκτὸς» (Ματθ. 25,6).
Στὴν ἀκολουθία τοῦ μεσονυκτικοῦ συνάπτεται ἡ ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, ἡ ἑωθινὴ (πρωϊνὴ) προσευχή. Ἀπὸ τὶς ἰδιορρυθμίες ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν Τεσσαρακοστὴ θὰ δοῦμε δύο χαρακτηριστικὰ σημεῖα· τὴν ψαλμωδία τοῦ «Ἀλληλούϊα» μὲ τὰ τριαδικὰ καὶ τὸ φωταγωγικό. Τὸ «Ἀλληλούϊα» ψάλλεται στὸν ἦχο τῆς ἑβδομάδας σὰν ἐπωδὸς τῆς ὠδῆς τοῦ Ἠσαΐα «ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμα μου πρὸς σὲ ὁ Θεὸς»( Ἠσ. 26, 9-15). Τὰ τροπάρια ποὺ τὸ συνοδεύουν, τὰ τριαδικά, ἀποτελοῦν μία θαυμαστὴ συμφωνία μὲ τὸ «Ἀλληλούϊα» καὶ τὴν ὠδὴ τοῦ Ἠσαΐα. Εἶναι ἡ πρώτη ψαλμωδία ποὺ ἀκούεται στοὺς ναοὺς μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σιγὴ τῆς νύχτας. Ὅλα μαζὶ συνιστοῦν μία προτροπή, μία πρόσκληση πρὸς δοξολογία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπὸ ὁλόκληρη τὴ κτίση. Οἱ ἄνθρωποι ἑνώνονται μὲ τοὺς ἀγγέλους γιὰ νὰ ψάλλουν τὸν τρισάγιο ὕμνο στὴν τρισυπόστατη Θεότητα· «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος». Πιὸ κατάλληλος ἐναρκτήριος ὕμνος γιὰ τὴν ἀπαρχὴ τῆς δοξολογίας δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ βρεθεῖ. «Ἀλληλούϊα»- Αἰνεῖτε τὸν Θεόν. Ἡ Τεσσαρακοστὴ εἶναι ἡ περίοδος τοῦ «Ἀλληλούϊα»- τοῦ αἴνου τοῦ Θεοῦ.
Πρὸς τὸ τέλος τοῦ ὄρθρου χαιρετίζεται ἡ ἔλευση τοῦ φωτὸς τῆς ἡμέρας. Τότε ψάλλονται τὰ φωταγωγικὰ τροπάρια, ἕνα γιὰ κάθε ἦχο. Ἀποτελοῦν εὐχαριστία γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ὑλικοῦ φωτὸς καὶ δέηση γιὰ τὴν ἔκχυση τοῦ νοητοῦ φωτός, τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Χριστοῦ στὶς ψυχές μας.
Οἱ ἀκολουθίες τῶν ὡρῶν εἶναι τέσσερεις.
ἡ Α΄ (Πρώτη), ποὺ ἀποτελεῖ μία ἐπέκταση τοῦ ὄρθρου καὶ μία αἴτηση εὐλογίας τῶν ἔργων μας, ποὺ ἀρχίζουν τὴν ὥρα αὐτὴ- 7 π.μ περίπου.
Η Γ΄(Τρίτη), 9 π.μ, εἶναι ἡ ὥρα τῆς καθόδου τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀποστόλους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Στοὺς ψαλμούς, στὰ τροπάρια καὶ τὶς εὐχὲς τῆς ἀκολουθίας τῆς ὥρας αὐτῆς κυριαρχεῖ τὸ θέμα αὐτό. Ἡ δοξολογία καὶ ἡ δέηση γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ σ’ ἐμᾶς.
Ἡ Στ΄ (Ἕκτη) ὥρα (12 τὸ μεσημέρι) καὶ ἡ Θ΄ (Ἐννάτη- 3 μ.μ) παίρνουν τὰ θέματά τους ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ Κυρίου. Ἡ Στ΄ εἶναι ἡ ὥρα τῆς σταυρώσεως καὶ ἡ Θ΄ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου- τοῦ «Τετέλεσται». Στὴν Θ΄ ὥρα συνάπτεται καὶ ἡ ἀκολουθία τῶν Τυπικῶν. Καὶ σ’ αὐτή, σὰν συνέχεια τοῦ θέματος τῆς Θ΄ ὥρας, ἀκούεται ἡ ψαλμωδία τῆς φωνῆς τοῦ ληστῆ στὸ σταυρὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τὴ βασιλεία σου» (Λουκ. 23,42), ποὺ ψάλλεται σὰν ἐπωδὸς τῶν μακαρισμῶν τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Εἶναι μία ὑπενθύμηση τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου, ἀλλὰ καὶ μία ἀπάντηση τοῦ ταπεινοῦ πιστοῦ στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: Εἶπες, Κύριε, ὅτι εἶναι μακάριοι – εὐτυχεῖς οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, οἱ πραεῖς, οἱ ἐλεήμονες… Ἐγὼ δὲν εἶμαι τίποτε ἀπ’ αὐτά, γι’ αὐτό σοῦ φωνάζω σὰν τὸν ληστὴ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε».
Δὲν μᾶς μένει καιρὸς νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ κατανυκτικοῦ ἑσπερινοῦ μὲ τὰ θαυμαστά του τροπάρια, τοὺς ψαλμοὺς καὶ τὰ ἀναγνώσματα, οὔτε γιὰ τὴν καρδιὰ τῶν ἡμερῶν τῶν Νηστειῶν, τὴ λειτουργία τῶν Προηγιασμένων δώρων.
Μόνο δύο λόγια γιὰ τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο, τὴν ἀκολουθία ποὺ κατακλείει τὴν ἡμέρα. Εἶναι μία μακρὰ ἀκολουθία, ποὺ συνιστᾶ δέηση γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ἡμέρας καὶ τὴν εἰρηνικὴ καὶ ἀσκανδάλιστη διέλευση τῆς νύκτας.
Τελειώσαμε τὴ σύντομη ἀναδρομὴ στὸ λειτουργικὸ περιεχόμενο τῶν ἱερῶν ἡμερῶν τῆς Τεσσαρακοστῆς. Δὲν ἦταν παρὰ μία ἀσθενικὴ σκιαγραφία. Μία μικρὴ ἀνθοδέσμη ἀπὸ τὸν ἀπέραντο ἀνθόκηπό της. Μία παρόρμηση γιὰ νὰ θελήσομε νὰ μποῦμε σ’ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν γνωρίσομε προσωπικά, ἐμπειρικὰ οἱ ἴδιοι.
Το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 23, 2015

Τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο

Ἰωάννη Μ. Φουντούλη, «Λογικὴ Λατρεία», 
Θεσσαλονίκη 1971 σελ. 199-204. 

Εἶναι μέσα στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ριζωμένο ἕνα ἀλλόκοτο πρωτόγονο συναίσθημα μπροστὰ στὸ φαινόμενο τοῦ ὕπνου. Ὁ ζωντανός, ὁ ἐργαζόμενος, ὁ σκεπτόμενος, ὁ γεμάτος δραστηριότητα ἄνθρωπος, καμπτόμενος ἀπὸ τὴν φυσιολογικὴ κόπωση, καταλαμβάνεται ἀπὸ μία ἀκατανίκητη ἀνάγκη νὰ παραδοθεῖ στὴν ἀγκάλη τοῦ ὕπνου. Οἱ αἰσθήσεις, οἱ διανοητικὲς λειτουργίες, οἱ δυνάμεις τοῦ σώματος ἀτονοῦν καὶ ὁ ζωντανὸς γίνεται σὰν νεκρός. Εἰκόνα τοῦ θανάτου ὁ ὕπνος. 
Μυστήριο γιὰ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους τῶν περασμένων ἐποχῶν. Ὥρα ποὺ ἐνεδρεύουν οἱ πονηρὲς δυνάμεις τοῦ κόσμου τούτου, ὁρατὲς καὶ ἀόρατες, γιὰ νὰ κακοποιήσουν ἢ καὶ ἁπλῶς νὰ πειράξουν τὸν ἀνυπεράσπιστο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο δὲν θὰ ὑπάρχει ἀνθρώπινο ὂν ποὺ νὰ μὴν αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη, ἀφήνοντας προσωρινὰ τὸν κόσμο τῶν ζώντων γιὰ νὰ περάσει στὸ μυστήριο τῆς εἰκόνας τοῦ θανάτου, νὰ στρέψει τὸ νοῦ του στὸ Θεό του καὶ νὰ ζητήσει ἀπὸ αὐτὸν προστασία καὶ σκέπη. 
Σ’ αὐτὸ τὸ ὑπόβαθρο τῆς ἰδιωτικῆς πρὸ τοῦ ὕπνου προσευχῆς στηρίχθηκε καὶ ἡ πράξη τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἔδινε στὴν ἀτομικὴ αὐτὴ προσευχὴ τὴ μορφὴ ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας. 
Ἡ μετατροπὴ ἔγινε κατ’ ἀρχὰς στὶς μοναχικὲς ἀδελφότητες, ποὺ τὰ πάντα, καὶ ἰδίως ἡ προσευχή, ἤσαν κοινά. Ἡ κοινὴ αὐτὴ προσευχὴ γινόταν στὴν ὥρα τῆς...
ἰδιωτικῆς, δηλαδὴ ἀμέσως μετὰ τὸ δεῖπνο καὶ πρὶν τὸν ὕπνο. Γι’ αὐτὸ καὶ τῆς δόθηκε τὸ ὄνομα «ἀπόδειπνο» ἢ «ἀπόδειπνα» καὶ «προθύπνια». 
Εἶναι δὲ ἡ ἀκολουθία τοῦ ἀποδείπνου μία πολὺ μεγάλη ἀκολουθία. Τὸ μῆκος της δὲν πρέπει νὰ μᾶς παραξενεύει. Εἶναι καθαρὰ μοναστηριακὴ καὶ γνωρίζομε πόσο οἱ μοναχοὶ ἤθελαν νὰ παρατείνουν τὴν προσευχή τους, τόσο πού, ἂν ἦταν φυσικῶς δυνατόν, δὲν θὰ διέκοπταν ποτὲ τὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Η εἴσοδός της ὅμως στοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς καὶ ἡ χρήση της ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς ἱερεῖς καὶ τὸ λαὸ ὁδήγησε γρήγορα σὲ ἀδιέξοδο.

Ἔτσι κατὰ τὸν ΙΔ’ μὲ ΙΕ’ αἰώνα ἀναγκάσθηκαν νὰ κάνουν καὶ μία ἐπιτομή της, ποὺ ὀνομάσθηκε, γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἐκτενῆ μορφή, «μικρὸ ἀπόδειπνο». Τὸ ἄλλο, τὸ πλῆρες καὶ παλαιό, ὀνομάσθηκε τώρα «μέγα ἀπόδειπνο». Εἶναι κοινὸς νόμος, ὅτι τὰ νεώτερα πράγματα καὶ τὰ συντομότερα κερδίζουν γρήγορα ἔδαφος. Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὸ μικρὸ ἀπόδειπνο. Τὸ «μικρὸ» καὶ νεώτερο ἐπισκίασε τὸ παλαιὸ καὶ μεγάλο, καὶ περιόρισε τὴν τέλεσή του μόνο κατὰ τὶς νήστιμες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ λόγω τῆς ἱερότητας τῆς περιόδου αὐτῆς καὶ τῆς συντηρητικότητας τῶν ἀκολουθιῶν της, μποροῦσε νὰ βαστάσει τὸ βάρος τῆς ἐκτενοῦς ἀρχαϊκῆς ἀκολουθίας. Ἔτσι σήμερα ἔχομε τὴν εὐκαιρία νὰ παρακολουθήσουμε τὴν τέλεση τοῦ μεγάλου ἀποδείπνου καὶ στοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς ἀπὸ τὴν Δευτέρα ὡς τὴν Πέμπτη τῶν ἑβδομάδων τῆς μεγάλης Νηστείας, τὶς δὲ Παρασκευὲς μαζὶ μὲ τοὺς χαιρετισμοὺς τὴν ἀκολουθία τοῦ μικροῦ ἀποδείπνου. Στὶς ὑπόλοιπες ἐκτός της Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡμέρες τελεῖται, κατ’ ἰδίαν στὰ σπίτια ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ εὐλαβεῖς λαϊκοὺς ἢ ἀπὸ κοινοῦ στὰ μοναστήρια, τὸ μικρὸ ἀπόδειπνο. 
Τὸ θέμα τοῦ ἀποδείπνου εἶναι διπλό, ἀνάλογο πρὸς τὴν ὥρα τῆς τελέσεώς του· εὐχαριστία δηλαδὴ κατὰ πρῶτον καὶ δοξολογία γιὰ τὴν διέλευση τῆς ἡμέρας καὶ δέηση γιὰ τὴν «ἀπρόσκοπτο» καὶ «ἐλευθέρα φαντασιῶν», κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, ἀνάπαυση κατὰ τὴν ἐπερχόμενη νύκτα. Μὲ τὸ πρῶτο θέμα συμπλέκονται καὶ ἄλλα συναφῆ. Μία ἀνασκόπηση τῶν ἔργων τῆς ἡμέρας γεννᾶ ἀσφαλῶς τὴν ἀνάγκη γιὰ αἴτηση συγγνώμης γιὰ τὶς ποικίλες παραβάσεις μας, ἕνα ἔντονο συναίσθημα μετανοίας. Ἡ συναναστροφὴ μὲ τοὺς ἀδελφούς μας γέννησε ἀσφαλῶς δυσαρέσκειες καὶ ἐνδεχομένως προκάλεσε ἀντιδικίες καὶ μίση. Εἶναι καιρὸς ὅλα αὐτὰ νὰ ἐπανορθωθοῦν μὲ τὴν ἀμοιβαία συγχώρηση καὶ συνδιαλλαγή. Μὲ τὸ δεύτερο πάλι θέμα συνδέεται ἡ ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως, γιὰ νὰ μᾶς βρεῖ ὁ θάνατος στερεὰ στερεωμένους στὴν ἀληθινὴ μαρτυρία καὶ ὁμολογία, κατὰ τοὺς Πατέρες. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ θέματα κατακλείει καὶ ἡ δέηση γιὰ τὴν ταχεία ἀπὸ τὸν ὕπνο ἐξανάσταση γιὰ νὰ μὴ σιγήσει ἐπὶ πολὺ τὸ στόμα ποὺ δοξολογεῖ τὰ «κρίματα» τοῦ Θεοῦ. 
Ὅπως καὶ ὅλες οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας ἔτσι καὶ τὸ ἀπόδειπνο ἀποτελεῖται ἀπὸ ψαλμούς, ὕμνους καὶ εὐχές. Ὅλα ἔχουν ἐκλεγεῖ μὲ βάση τὰ πιὸ πάνω θέματα. Στὰ τρία μέρη τοῦ μεγάλου ἀποδείπνου καὶ στὴν ἐπιτομὴ τῶν «καιριωτάτων» τοῦ μεγάλου, ποὺ περιέχονται στὸ ἕνα μέρος τοῦ μικροῦ, βρίσκει κανεὶς ἐκλεκτοὺς νυκτερινοὺς ψαλμούς, ὅπως ὁ 4ος μὲ τὸ «ἐν εἰρήνη ἐπὶ τὸ αὐτῶ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω», ὁ 6ος μὲ τὸ «λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω», ὁ 12ος μὲ τὸ «φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον», ὁ 30ός μὲ τὸ «εἰς χείρας σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου», ὁ 90ός μὲ τὸ «οὐ φοβηθήση ἀπὸ φόβου νυκτερινοῦ… ἀπὸ πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου». Φράσεις γεμάτες βαθειὰ πίστη καὶ ἐγκατάλειψη στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Θὰ βρεῖ τὸν περίφημο ψαλμὸ τῆς μετανοίας, τὸν 50ό. τὸ «Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…», καὶ κείμενα γεμάτα μετάνοια καὶ συντριβή, ὅπως τὴν προσευχὴ τοῦ Μανασσῆ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας. 
Ἀπὸ τὶς εὐχὲς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τόσο γνωστὴ εὐχὴ πρὸς τὴν Θεοτόκο τοῦ μοναχοῦ της Μονῆς τῆς Εὐεργέτιδος Παύλου «Ἄσπιλε, ἀμόλυντε…» καὶ τὴν σύντομη καὶ περιεκτικὴ «ἐπικοίτιο» εὐχὴ στὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ τοῦ μοναχοῦ Ἀντιόχου τοῦ Πανδέκτου «Καὶ δὸς ἠμίν, δέσποτα, πρὸς ὕπνον ἀπιούσιν ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς … », θὰ ἔπρεπε νὰ μνημονεύσουμε τὴν θαυμάσια εὐχὴ ποὺ ἀποδίδεται στὸν Μέγα Βασίλειο «Κύριε. Κύριε, ὁ ρυσάμενος ἠμᾶς ἀπὸ παντὸς βέλους πετομένου ἡμέρας…». Αὐτὴ συγκεφαλαιώνει κατὰ ἕνα ἀπαράμιλλο τρόπο τὰ αἰτήματα τῆς πρὸ τοῦ ὕπνου προσευχῆς τοῦ πιστοῦ. Βρίσκεται στὰ «Ὡρολόγια» καὶ σὲ ὅλα τὰ προσευχητάρια, ποὺ κυκλοφοροῦν μεταξὺ τῶν πιστῶν. Καὶ μόνη ἡ προσεκτικὴ ἀνάγνωσή της, καὶ μάλιστα στὴν πρὸ τοῦ ὕπνου προσευχή, εἶναι ἱκανὴ νὰ γεμίσει τὴ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πιὸ ἱερὰ αἰσθήματα. 
Τὸ ἀπόδειπνο περιλαμβάνει καὶ τὴν ψαλμωδία τροπαρίων καὶ μάλιστα τριῶν ἀρχαίων ὕμνων, ποὺ ἔχουν ὅμως παραλειφθεῖ κατὰ τὴν σύνταξη τῆς ἀκολουθίας τοῦ μικροῦ ἀποδείπνου. Σήμερα δὲν ψάλλονται πιὰ παρὰ μόνο κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, στὸ μέγα ἀπόδειπνο. 
Ὁ πρῶτος, τὸ γνωστὸ «Μεθ’ ἠμῶν ὁ Θεός», εἶναι μία ἐκλογὴ ἀπὸ τὴν ὠδὴ τοῦ Ἠσαΐα, ποὺ βρίσκεται στὸ 8ο καὶ 9ο κεφάλαιο τοῦ ὁμώνυμου προφητικοῦ βιβλίου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Εἶναι ἕνας ὕμνος θριάμβου καὶ ἐγκαρτερήσεως. Ψάλλεται κατὰ στίχο κατὰ τὸν ἀρχαῖο τρόπο, μὲ ἐφύμνιο τὸ «ὅτι μεθ’ ἠμῶν ὁ Θεός». Κατὰ τὸν ἅγιο Πατέρα Μάρκο τὸν Εὐγενικὸ ὁ ὕμνος αὐτὸς ψάλλεται στὸ ἀπόδειπνο «κατὰ τῆς ἐνεργείας τῶν δαιμόνων… ποὺ ἐκδηλώνουν τὴν πονηρὴ δύναμή τους κατὰ τὴ νύκτα». 
Ὁ δεύτερος ὕμνος εἶναι ἕνα ἀρχαϊκὸ πρωτοχριστιανικὸ ποιητικὸ κείμενο σὲ στίχους ἑνδεκασύλλαβους, ποὺ τὸ βρίσκομε καὶ σὲ πάπυρο τοῦ 6ου αἰώνα. Δοξολογία ἀγγελικὴ καὶ ἀνθρώπινη πρὸς τὸ δημιουργὸ καὶ δέηση ἑνώνονται ἁρμονικὰ στὸ ὡραῖο αὐτὸ ὑμνογράφημα τὸ «Ἡ ἀσώματος φύσις τὰ χερουβείμ…» 
Τέλος ἕνας τρίτος ὕμνος λαϊκῆς ἐμπνεύσεως. Εἶναι γεμάτος κατάνυξη καὶ σύντονη δέηση. Ὅλοι οἱ ἅγιοι προβάλλονται στὸ Θεὸ γιὰ πρεσβεία ὑπὲρ ἠμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἀρχίζει μὲ τὸ «Παναγία δέσποινα Θεοτόκε πρέσβευε ὑπὲρ ἠμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν». 
Το είδαμε εδώ

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 13, 2014

Γιατί νηστεύουμε την ημέρα του Σταυρού;

Μετά το πέρας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (318 μ.Χ.), ο Άγιος Κωνσταντίνος ανέθεσε στον Επίσκοπο Ιεροσολύμων Μακάριο να ερευνήσει εντατικά για να βρει τον Τάφο και τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου, διότι έπειτα από τόσα χρόνια οι Χριστιανοί δεν γνώριζαν τίποτα για το πού μπορεί να βρίσκονται. Του έστειλε μάλιστα και αρκετά χρήματα για την Έρευνα. Μετά από λίγο καιρό όμως η Αγία Ελένη είδε Όραμα εκ Θεού, με το Οποίο την Πρόσταζε να πάει αυτοπροσώπως στους Αγίους Τόπους για να βρει τον Τίμιο Σταυρό. Αφού πήρε την συγκατάθεση του υιού της, αναχώρησε με μεγάλη συνοδεία.
Όταν έφτασε εκεί η Αγία, άρχισε αμέσως να ερευνά για να βρει τον Πανάγιο Τάφο και τον Ζωοποιό Σταυρό. Έπειτα από πολλές προσπάθειες και προσευχές της Αγίας, του Επισκόπου Μακαρίου, των Αρχιερέων και του λαού, ο Θεός αποκάλυψε ότι ο Πανάγιος Τάφος και ο Τίμιος Σταυρός βρίσκονται κάτω από τον ειδωλολατρικό ναό της Αφροδίτης, εκεί όπου είναι και ο Τόπος ο λεγόμενος Γολγοθάς. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στο Άγιο Αυτό Σημείο, έπειτα από τον Καιρό Εκείνο της Σταυρώσεως, είχε βλαστήσει ένα αρωματικό φυτό το οποίο αργότερα ονομάστηκε «Βασιλικός», αφού όπως αποδείχθηκε κάτω από τον Τόπο που αναβλάστανε, υπήρχε Θαμμένος ο Τίμιος Σταυρός του «Βασιλέως των βασιλέων». Κατά καιρούς μάλιστα οι ειδωλολάτρες (οι οποίοι είχαν εκεί το ναό και το άγαλμα της Αφροδίτης) κατέστρεφαν τον Βασιλικό, αλλά εκείνος όμως Θαυματουργικώς βλάστανε και πάλι!
Τότε η Αγία Ελένη συγκεντρώνοντας πλήθος τεχνιτών και εργατών, διέταξε να γκρεμίσουν εκ θεμελίων τον ακάθαρτο ναό και να ρίξουν το χώμα μακριά. Σκάβοντας εκεί βρήκαν τρεις σταυρούς, ενώ σχετικά κοντά σε αυτούς ανακάλυψαν και τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου. Όταν δε έσκαψαν παρακάτω βρήκαν και τα Καρφιά με τα οποία Καρφώθηκε ο Κύριος, τα οποία άστραπταν και έλαμπαν, σε αντίθεση με τα καρφιά των ληστών που ήταν μαύρα και σκουριασμένα. Η Αγία Ελένη αν και χάρηκε που ο Θεός Εισάκουσε τις προσευχές τους, από την άλλη ήταν λυπημένη διότι δεν γνώριζε ποιος τελικά ήταν ο Σταυρός του Κυρίου. Ο Επίσκοπος Μακάριος όμως την καθησύχαζε, λέγοντας ότι ο Θεός θα φανερώσει τελικά τον Τίμιο Σταυρό.
Και πράγματι το Θαύμα δεν άργησε να γίνει. Μία νεκρή γυναίκα χήρα, η οποία ήταν πολύ ευσεβής, αποτέλεσε τη λύση του μυστηρίου. Κατόπιν Θείας Υποδείξεως, ακούμπησαν επάνω της έναν-έναν και τους τρεις σταυρούς. Με τους πρώτους δύο δεν υπήρξε καμία μεταβολή. Μόλις όμως άγγιξε ο τρίτος το σώμα της, εκείνη αμέσως αναστήθηκε, σηκώθηκε επάνω και δόξαζε τον Θεό! Μετά από αυτό το Θαύμα, οι Χριστιανοί ήθελαν να δουν από κοντά και να προσκυνήσουν τον Σταυρό του Κυρίου μας, κάτι που λόγω της ύπαρξης μεγάλου πλήθους ήταν εντελώς αδύνατο. Για τον λόγο αυτό ο Επίσκοπος Μακάριος, Ύψωσε το 326 μ.Χ. τον Τίμιο Σταυρό στο Ιερό Σημείο του Γολγοθά, έτσι ώστε να μπορούν να τον βλέπουν και να τον προσκυνούν οι Χριστιανοί από οποιοδήποτε σημείο. Να αναφέρουμε εδώ ότι το μήκος του Σταυρού του Κυρίου μας κάθετα, ήταν 4,50 μέτρα περίπου, ενώ οριζόντια το πλάτος του ήταν 2,40 μέτρα περίπου. Κατά δε τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, το πάχος του ορθού και του πλαγίου Ξύλου του Σταυρού, ήταν μία σπιθαμή (δηλαδή 18 εκατοστά περίπου).
Τριακόσια χρόνια περίπου μετά από αυτό το Γεγονός, το 614 μ.Χ., οι Πέρσες λεηλάτησαν την Παλαιστίνη και απήγαγαν τον Τίμιο Σταυρό. Εκείνος όμως μάλλον τους κατέκτησε, διότι Φώτισε τις ψυχές τους και τους οδήγησε στην κατάργηση της «λατρείας του πυρός». Το 628 μ.Χ. όμως, ο βασιλιάς Ηράκλειος ξεκίνησε εκστρατεία από την Κωνσταντινούπολη εναντίον των Περσών, για να επαναφέρει στους Χριστιανούς το Ζωηφόρο Ξύλο. Και αφού ανεδείχθη νικητής, επανήλθε θριαμβευτής στην Πόλη όπου και Ύψωσε (για δεύτερη φορά μετά το 326 μ.Χ.) τον Τίμιο Σταυρό στη Μεγάλη Εκκλησία, ενώπιον του επευφημούντος λαού της Κωνσταντινουπόλεως.
Για την Ανάμνηση λοιπόν της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού νηστεύουμε στις 14 Σεπτεμβρίου, επειδή ο Σταυρός είναι Ανάμνηση του Πάθους του Χριστού. Διότι όπως ο κάθε άνθρωπος που κάνει την ανακομιδή (εκταφή) των λειψάνων ενός συγγενή του (για παράδειγμα του πατέρα του, της μητέρας του και άλλων), λυπάται ενθυμούμενος το πρόσωπο αυτό, έτσι και εμείς οι Χριστιανοί βλέποντες τον Σταυρό και αναλογιζόμενοι ότι ο Χριστός Σταυρώθηκε για εμάς τους αμαρτωλούς και ως Άνθρωπος Έπαθε, ταπεινωνόμαστε και δείχνουμε Συντριβή καρδιάς νηστεύοντες. Οι μεν Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, επισημαίνουν ότι «η Εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού είναι Ισότιμη με την Μεγάλη Παρασκευή», αφού και τις δύο αυτές Ημέρες τιμούμε εξίσου τα Πάθη και την Σταύρωση του Κυρίου.
Η Νηστεία κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, «δεν γίνεται για το Πάσχα, ούτε για τον Σταυρό, αλλά για τις αμαρτίες μας….επειδή το Πάσχα δεν είναι υπόθεση Νηστείας και πένθους, αλλά ευφροσύνης και χαράς. Για τον λόγο αυτό δεν πρέπει να λέμε ότι πενθούμε για τον Σταυρό. Ούτε για εκείνον πενθούμε. Αλλά για τα δικά μας αμαρτήματα». Επίσης νηστεύουμε για να μιμηθούμε τον Κύριο, ο Οποίος ενήστευσε για σαράντα ημερόνυχτα επάνω στο Σαραντάριον Όρος.
Τώρα «Γιατί σε καιρό νηστείας νηστεύουμε το λάδι και τα ψάρια και τρώμε ελιές και αυγοτάραχο;»
Η παλιά και αληθινή νηστεία συνίσταται στην πλήρη αποχή τροφής ή στην ξηροφαγία. Επειδή όμως αυτή δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί στις μεγάλες περιόδους των νηστειών του εκκλησιαστικού έτους, λόγω δύσκολων συνθηκών ζωής ή έλλειψης ζήλου, έχουν στην πράξη επινοηθεί διάφορες διευκολύνσεις, ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της νηστείας από όλους τους πιστούς. Στην αρχαία εποχή οι χριστιανοί μετά την ενάτη ώρα (3 μ.μ.) των νηστήσιμων ημερών κατέλυαν μόνο νερό και ψωμί. Σιγά-σιγά όμως όχι μόνο η διάρκεια της ολοκληρωτικής αποχής από τροφή περιορίστηκε στα συνηθισμένα και στις άλλες μέρες όρια γι αυτό μετατέθηκαν και οι Εσπερινοί της Τεσσαρακοστής και οι Προηγιασμένες το πρωί αλλά και άλλα είδη τροφών άρχισαν να χρησιμοποιούνται, όπως οι καρποί, τα όσπρια, τα οστρακόδερμα, τα μαλάκια κ.ο.κ.
Μέσα στα πλαίσια αυτά μπορεί να κατανοηθεί και το ότι τρώμε ελιές κατά τις ημέρες πού δεν τρώμε λάδι, και αυγοτάραχο κατά τις ημέρες πού απέχουμε από ψάρια.
Για το πρώτο μπορούμε να επικαλεστούμε το λόγο ότι οι ελιές τρώγονται ως καρπός, ενώ η απαγόρευση του λαδιού αφορά στα φαγητά πού παρασκευάζονται με λάδι. Για το δεύτερο η δικαιολογία είναι λιγότερο εύλογη, αφού δεν ισχύει το ίδιο για το γάλα ή τα αυγά, αλλά και αυτά απαγορεύονται κατά τις νηστείες μας ως «καρπός… και γεννήματα ών απεχόμεθα» κατά τον 56ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Γνωρίζω πάντως ευλαβείς χριστιανούς πού κατανοούν ότι πρόκειται για «οικονομία», και κατά τις ημέρες των μεγάλων νηστειών, όπως και την παραμονή πού θα κοινωνήσουν, απέχουν και από ελιές και από αυγοτάραχο.
Είναι αλήθεια πώς αυτή την ερώτηση την ακούμε συχνά από καλοπροαίρετους πιστούς και συχνότερα από μερικούς πού ειρωνεύονται τις νηστείες. Θα μπορούσε και στις δύο περιπτώσεις να υπογραμμιστεί η ελαστικότητα και το φιλάνθρωπο των σχετικών εθίμων και των κανόνων της Εκκλησίας, πού δεν έχουν σκοπό να εξοντώσουν τους ανθρώπους, αλλά να τους βοηθήσουν να ασκηθούν στην εγκράτεια και να κυριαρχήσουν στα πάθη τους. Αν τους σκανδαλίζουν οι τροφές αυτές, μπορούν να απέχουν από αυτές χωρίς κατά τον απόστολο να εξουθενώνουν τους «εσθίοντας» ή να «κρίνουν» (Ρω 14,3) την Εκκλησία για την φιλάνθρωπη τακτική της. Το να αναλάβει η Εκκλησία αγώνα για την εκκαθάριση των σχετικών με τη νηστεία εθίμων και των τροφών πού τρώγονται ή όχι σ αυτήν, ούτε του παρόντος είναι ούτε μπορεί να μείνει πάντοτε μέσα στα όρια της σοβαρότητος.
Εκείνο πού πρωτεύει είναι ο τονισμός της ανάγκης της νηστείας και της πνευματικής ωφέλειας πού προέρχεται απ αυτή, καθώς και η προσπάθεια για την κατά το δυνατόν συμμόρφωση των πιστών στις σχετικές εκκλησιαστικές διατάξεις, πού αρκετά έχουν ατονήσει στις μέρες μας
 (Ιω. Φουντούλης).

Τετάρτη, Αυγούστου 13, 2014

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ




Του Ιωάννου Φουντούλη, Καθηγητού Πανεπιστημίου


Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, πού εορτάζει στις 15 Αυγούστου ο χριστιανικός κόσμος, είναι η μεγαλυτέρα από τις εορτές που καθιέρωσε η Εκκλησία προς τιμήν της Μητρός του Κυρίου, τις θεομητορικές εορτές. Ίσως είναι και η παλαιοτέρα από όλες. Τις πρώτες μαρτυρίες έχουμε γι’ αυτήν κατά τον Ε΄αιώνα, γύρω στην εποχή που συνεκλήθη η Γ΄Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου (451), που καθώρισε το θεομητορικό δόγμα και έγινε αιτία να αναπτυχθή η τιμή στο πρόσωπο της Θεοτόκου. Για πρώτη φορά φαίνεται ότι συνεστήθη στα Ιεροσόλυμα την 13 Αυγούστου και λίγο αργότερα μετετέθη στις 15 του ιδίου μηνός. Είχε δε γενικώτερο θεομητορικό χαρακτήρα, χωρίς ειδική αναφορά στο γεγονός της Κοιμήσεως. Ωνομάζετο “ημέρα της Θεοτόκου Μαρίας”. Κέντρο του πανηγυρισμού αναφέρεται στην αρχή ένα “Κάθισμα”, ναός επ’ ονόματί της, που ευρίσκετο έξω από τα Ιεροσόλυμα στο τρίτο μίλιο της οδού που οδηγούσε στην Βηθλεέμ. Η σύνδεση της εορτής αυτής προς την Κοίμηση της Θεοτόκου έγινε στον περίφημο ναό της Παναγίας που βρισκόταν στην Γεθσημανή, το “ευκτήριο του Μαυρικίου”, όπου υπήρχε και ο τάφος της. Αυτός ο ναός πολύ σύντομα πήρε τον χαρακτήρα του μεγαλύτερου θεομητορικού προσκυνήματος και η ακτινοβολία του έγινε αιτία η πανήγυρίς του κατά την 15η Αυγούστου γρήγορα να διαδοθή σ’ ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο σε ανατολή και δύση σαν εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Αργότερα εξήρθη η εορτή με την προπαρασκευαστική νηστεία και την παράτασι του εορτασμού μέχρι της 23ης ή και μέχρι του τέλους του Αυγούστου και έγινε όχι μόνο η μεγαλυτέρα θεομητορική εορτή αλλά και μία από τις σπουδαιότερες εορτές του εκκλησιαστικού έτους. Αυτό βέβαια ήταν φυσικό να γίνη, γιατί η Θεοτόκος είναι το προσφιλέστερο και ιερώτερο πρόσωπο μετά τον Κύριο και γι’ αυτό συνεκέντρωσε την τιμή και την ευλάβεια όλων των χριστιανικών γενεών. Αναρίθμητοι ναοί και μονές έχουν κτισθεί προς τιμήν της Κοιμήσεώς της, θαυμάσιες τοιχογραφίες παριστάνουν σε κάθε ναό πίσω από την κεντρική είσοδο σε εκπληκτικές συνθέσεις την ιερά της κηδεία, ύμνοι εκλεκτοί έχουν διακοσμήσει την ακολουθία της και λόγοι λαμπροί και εγκώμια εξεφωνήθησαν από τους Πατέρες και νεωτέρους εκκλησιαστικούς άνδρες κατά την ημέρα της μνήμης της. ‘Ολες οι ανθρώπινες γενεές συναγωνίσθησαν στην προσφορά ό,τι εκλεκτοτέρου είχαν να παρουσιάσουν, για να μακαρίσουν έργω και λόγω την Παρθένο Μαρία.

ΤΟ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ

Για την κατανόηση του εορτολογικού περιεχομένου της εορτής της Κοιμήσεως, όπως και των άλλων θεομητορικών εορτών, της Συλλήψεως, της Γεννήσεως και των Εισοδίων, πρέπει να κάμωμε μία μικρά αναδρομή στις πηγές, από τις οποίες αντλήθηκαν τα θεομητορικά αυτά θέματα. Διαφορετικά είναι αδύνατο να ερμηνεύση κανείς ό,τι συνδέεται με τον εορτασμό αυτόν, τα συναξάρια, την υμνογραφία και την εικονογραφία τους. Οι αυθεντικές ιστορικές πηγές, τά Ευαγγέλια και τα άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης, δεν μας διέσωσαν πληροφορίες για τον πρό του Ευαγγελισμού και για τον μετά την Ανάληψι του Κυρίου βίο της Θεοτόκου. Πρόθεσις των ιερών συγγραφέων ήταν να αφηγηθούν τον βίο και το σωτηριώδες έργο του Χριστού και ό,τι άμεσα συνεδέετο με Αυτόν και όχο να ικανοποιήσουν την ευλαβή περιέργεια ή τα ιστορικά ενδιαφέροντα των αναγνωστών τους. Η παράδοσις όμως της Εκκλησίας διέσωσε από στόματος εις στόμα διάφορες πληροφορίες πού αφορούσαν στον βίο της Θεοτόκου πρό της συλλήψεως του Κυρίου και μετά την Ανάστασί Του. Αργότερα διάφοροι ευλαβείς, κατά το πλείστον, συγγραφείς περιέλαβαν τις πληροφορίες αυτές και τις ανέπτυξαν με την φαντασία τους και για να έχουν περισσότερο κύρος έθεσαν στους τίτλους των έργων τους μεγάλα αποστολικά ονόματα. Η Εκκλησία α[‘ερριψε και κατεδίκασε τα βιβλία αυτά και τα ωνόμασε “Απόκρυφα” και “Ψευδεπίγραφα”. Σε μεταγενεστέρα εποχή πολλές από τις διηγήσεις αυτές, τουλάχιστον στις βασικές τους γραμμές, έδωσαν θέματα στην διαμόρφωσι εορτών, στην σύνταξι συναξαρίων, στην ποίηση ύμνων και στην εικονογραφία. Εξ άλλου, καθώς προείπαμε, ο πυρήν των διηγήσεων αυτών είχε ως βάσι του παμπάλαιες ιστορικές παραδόσεις γυ΄ρω από το πρόσωπο της Θεοτόκου.

ΑΦΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ

Ειδικά το γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αφηγείται, εκτός των άλλων, και μια απόκρυφος διήγησις, που φέρεται υπό το όνομα του ηγαπημένου μαθητού του Κυρίου, του Ιωάννου. Μια περίληψη του εκτενούς αυτού κειμένου θα παρουσιάσωμε εδώ. Σε κάθε του σημείο ο αναγνώστης του θυμάται αντίστοιχες φράσεις από τους ύμνους και το συναξάριο της εορτής και λεπτομέρειες από την εικόνα της Κοιμήσεως που εφιλοτέχνησαν βυζαντινοί ζωγράφοι.
Η Παναγία μετά την Ανάληψι του Χριστού καθημερινώς πηγαίνει στο ζωοδόχο μνήμα και προσεύχεται. Μία Παρασκευή ο Αρχάγγελος Γαβριήλ παρουσιάζεται μπροστά της και την χαιρετά: “Χαίρε, η γεννήσασα Χριστόν τον Θεόν ημών. Ο Κύριος άκουσε την προσευχή σου και θα αφήσης τον κόσμο και θα πορευθής εις την ζωήν την αληθινήν και αδιάδοχον”. Η Θεοτόκος επιστρέφει στον οίκο της, θυμιά και προσεύχεται στον Χριστό να της στείλη τον Ιωάννη και τους λοιπούς Αποστόλους, για να παρασταθούν στον θάνατό της. Η προσευχή της εισακούεται και πρώτος φθάνει, αρπαγείς από νεφέλη, ο Ιωάννης και σε λίγο επί νεφελών και οι λοιποί Απόστολοι οι διεσπαρμένοι στα πέρατα του κόσμου. Την Κυριακή έρχεται με την απαστράπτουσα δόξα Του και με χιλιάδες αγγέλους ο Κύριος να παραλάβη την ψυχή της Μητρός Του. Εκείνη ευλογεί τους Αποστόλους και τον κόσμο, δέεται για την σωτηρία όλων και αφού λαμβάνει την υπόσχεσι ότι “πάσα ψυχή επικαλουμένη το όνομά της ου μη καταισχυνθή, αλλ’ εύρη έλεος και παράκλησιν και αντίληψιν και παρρησίαν και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι”, παραδίδει την αγία της ψυχή στα χέρια του Υιού της. Οι Απόστολοι περιπτύσσονται το σκήνος και ψάλλοντες μεταφέρουν την κλίνη με το σώμα για ταφή. Ένας εβραίος ονόματι Ιεφωνίας ορμά και επιχειρεί “κατά της κλίνης”, αλλ’ άγγελος Κυρίου με “ξίφος πυρός” αποκόπτει τα χέρια του από των ώμων, που μένουν κρεμασμένα στην κλίνη. Αυτός μετανοεί και κολλώνται πάλι τα χέρια του, ενώ οι Απόστολοι ανενόχλητοι συνεχίζουν την εκφορά. Το σκήνος θάπτεται σε καινό μνημείο στην Γεθσημανή, την Τρίτη όμως ημέρα “μετετέθη…εν Παραδείσω”.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΙΣ

Η εκκλησιαστική ποίησις εξωραϊζει την απλή αυτή διήγηση. Στα τρία στιχηρά του Εσπερινού του α΄ήχου, το πρώτο αυτόμελο και τα άλλα δύο προσόμοια, του πρώτου, με ένα θαυμάσιο τρόπο εγκωμιάζεται η Θεοτόκος και η Κοίμησί της. Ως υπόβαθρο όμως αναγνωρίζεται εύκολα η διήγησι του αποκρύφου: η Γεθσημανή, οι λόγοι του Γαβριήλ, η παρουσία των αγγελικών δυνάμεων, η μετάστασι από τον τάφο στον ουρανό.
Το ίδιο θέμα έχουν και τα τρία στιχηρά των Αίνων του δ΄ ήχου. Στο πρώτο, όλος ο κόσμος, ουράνιος και επίγειος, χαίρεται προπέμποντας την μητέρα του Χριστού και ψάλλοντας σ’ αυτήν την “εξόδιον ωδήν”. Στα άλλα δύο περιγράφεται η έλευσις των Αποστόλων και η επικήδεια ψαλμωδία τους, καθώς και η παρουσία των αγγελικών δυνάμεων και η υποδοχή της αμωμήτου ψυχής της από τον Χριστό.
Τέλος θα σταθούμε στο πιο ιδιόρρυθμο τροπαριο της εορτής αυτής, αλλά και όλων των τροπαρίων μας. Πρόκειται για το δοξαστικό του Εσπερινού. Το περιεχόμενό του αντλεί από την σχετική απόκρυφο διήγηση. Η ιδιορρυθμία του τροπαρίου αυτού είναι ότι δεν ψάλλεται, όπως όλοι οι άλλοι έκκλησιαστικοί ύμνοι, σε ένα μόνο ήχο, αλλά και στους οκτώ.

Ήχος α΄
“Θεαρχίω νεύματι
πάντοθεν οι θεοφόροι απόστολοι
υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι,
Ήχος πλ. α΄
καταλαβόντες το πανάχραντον
και ζωαρχικόν σου σκήνος
εξόχως ησπάζοντο.
Ήχος β΄
Αι Δε υπέρτατοι των ουρανών δυνάμεις
Συν τω οικείω δεσπότη παραγενόμεναι,
Ήχος πλ. β΄
Το θεοδόχον και ακραιφνέστατον σώμα
Προπέμπουσι, τω δέει κρατούμεναι,
Υπερκοσμίως δε προώχοντο
και αοράτως εβόων
ταις ανωτέραις ταξιαρχίαις,
ιδού η παντάνασσα θεόπαις παραγέγονεν.
Ήχος γ΄
’ρατε πύλας
Και ταύτην υπερκοσμίως υποδέξασθε,
Την του αεννάου φωτός μητέρα,
Ήχος βαρύς
Διά ταύτης γάρ η παγγενής
των βροτών σωτηρία γέγονεν,
η ατενίζειν ουκ ισχύομεν
και ταύτη άξιον γέρας
απονέμειν αδύνατον,
Ήχος δ΄
ταύτης γαρ το υπερβάλλον
υπερέχει πάσαν έννοιαν.
Ήχος πλ. δ΄
Διό, άχραντε θεοτόκε,
αεί συν ζωηφόρω βασιλεί
και τόκω ζώσα, πρέσβευε διηνεκώς
περιφρουρήσαι και σώσαι
από πάσης προσβολής εναντίας
την νεολαίαν σου,
την γάρ σήν προστασίαν κεκτήμεθα,
Ήχος α΄
Εις τους αιώνας
αγλαοφανώς μακαρίζοντες”.


(Από το βιβλίο “Λογική Λατρεία”, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1984).

Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2014

Πεντηκοστή - Ιωάννης Μ. Φουντούλης


“Πεντηκοστήν ἑορτάζομεν
καί Πνεύματος ἐπιδημίαν
καί προθεσμίαν ἐπαγγελίας
καί ἐλπίδος συμπλήρωσιν·
καί τό μυστήριον ὅσον;
῾Ως μέγα τε καί σεβάσμιον.
Διό βοῶμέν σοι·
Δημιουργέ τοῦ παντός,
Κύριε, δόξα σοι”.



Αὐτόν τόν θαυμάσιο ὕμνο θέτει ἡ ᾿Εκκλησία μας σάν προπύλαιο στήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς. Καί σ᾿ αὐτόν ἀνακεφαλαιώνει τό “μέγα καί σεβάσμιον” μυστήριον, τό ὁποῖον πανηγυρίζει: Τήν συμπλήρωσι τῆς ἐλπίδος, τήν προθεσμία τῆς ἐπαγγελίας, τήν ἐπιδημία τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου. Γιατί πράγματι τό ἑορταζόμενο γεγονός, ἡ ἐπιφοίτησις τοῦ ἁγίου Πνεύματος στούς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τό τέλος καί τό ἐπιστέγασμα ὅλου τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας. ῞Ολο τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἔλευσις, ἡ διδασκαλία, τό πάθος, ἡ ἀνάστασις, ἡ ἀνάληψις ἀπέβλεπαν σ᾿ αὐτό· στήν ἔλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο, στήν νέα δημιουργία. ᾿Ακριβῶς γιά τό λόγο αὐτό στό τροπάριο πού ἀκούσαμε καί σέ ὅλη τήν ὑμνογραφία τῆς Πεντηκοστῆς ἀνυμνεῖται ὁ δημιουργός τοῦ παντός, ὁ Πατήρ, πού διά τοῦ Λόγου, τοῦ Υἱοῦ τῆς ἀγάπης Του, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι δημιουργεῖ τόν κόσμο, ἀναδημιουργεῖ, ξανακτίζει τήν κτίσι καί τήν μεταβάλλει σέ νέα, τήν ἀνακαινίζει.

῎Ετσι ἡ ἡμέρα αὐτή συνδέει τήν ἀνάμνησι τῆς γενεθλίου ἡμέρας τοῦ νέου κόσμου μέ τήν ἀνάμνησι τῆς γενεθλίου ἡμέρας τοῦ παλαιοῦ. Τίς δύο γεννήσεις, τήν φυσική καί τήν ὑπερφυσική. Στήν πρώτη μᾶς μεταφέρουν οἱ πρώτες γραμμές τῆς Βίβλου: “῾Η δέ γῆ ἦν ἀόρατος καί ἀκατασκεύαστος καί σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καί πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. Καί εἶπεν ὁ Θεός· Γενηθήτω φῶς. Καί ἐγένετο φῶς. Καί εἶδεν ὁ Θεός τό φῶς ὅτι καλόν” (Γεν. 1,2—4). Στήν δευτέρα συμβαίνει τό ἴδιο. ᾿Επάνω στήν ἄμορφο ὕλη τῶν ἐθνῶν καί τό σκότος τῆς πλάνης ἐκχύνεται ἡ βιαία πνοή τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο λόγος Του ἀνακαινίζει τήν παλαιωθεῖσα κτίσι. “Πάρθοι καί Μῆδοι καί ᾿Ελαμῖται καί οἱ κατοικοῦντες τήν Μεσοποταμίαν, ᾿Ιουδαίαν τε καί Καππαδοκίαν, Πόντον καί τήν ᾿Ασίαν, Φρυγίαν τε καί Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καί τά μέρη τῆς Λυβίης τῆς κατά Κυρήνην.... Ρωμαῖοι, ᾿Ιουδαῖοι τε καί προσήλυτοι, Κρῆτες καί ῎Αραβες” (Πράξ. 2,9—11) εἶναι ἡ νέα ἄβυσσος, τό γέννημα τῆς διασπορᾶς, τῆς κατατμήσεως καί τῆς ἀποσυνθέσεως τοῦ κόσμου. ᾿Επάνω ἀπό αὐτούς τώρα ἐπιφέρεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ὁ Λόγος Του καλεῖ ὅλους εἰς συμφωνίαν, εἰς ἑνότητα Πνεύματος ἁγίου, εἰς τό φῶς. “῾Ο εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι” (Β.´ Κορ. 4,6) τούς καλεῖ νά ἐπιστρέψουν “ἀπό σκότους εἰς φῶς” (Πράξ. 26,18), νά γίνουν “φῶς ἐν Κυρίῳ” (Ἐφεσ. 5,8). Καί ἡ ἀναχώνευσις γίνεται μέ τάς πυριμόρφους γλώσσας τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού διεμερίσθησαν στούς ἀποστόλους. “Καί ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεί πυρός” (Πράξ. 2,3). ῾Η γλῶσσα, τό σύμβολο, τό ἀποτέλεσμα καί τό αἴτιο τοῦ χωρισμοῦ, γίνεται τώρα σύμβολο ἑνότητος, τῆς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἑνότητος τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἐγκαινισμός τοῦ Πνεύματος συμβολίζεται μέ τήν καινουργία τῶν γλωσσῶν. Διά τοῦ Χριστοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι λαλεῖται τώρα τό μυστήριο τῆς αἰωνίου σωτηρίας. Αὐτό ἀκριβῶς ὑπογραμμίζει τό δεύτερο στιχηρό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ α´ ἤχου:



“Γλώσσαις ἀλλογενῶν
ἐκαινούργησας, Χριστέ, τούς σούς μαθητάς,
ἵνα δι᾿αὐτῶν σε κηρύξωσι
τόν ἀθάνατον Λόγον καί Θεόν,
τόν παρέχοντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τό μέγα ἔλεος”.



῾Ο λαός λοιπόν τοῦ Θεοῦ, ἡ ᾿Εκκλησία ἑορτάζει κατά τήν Πεντηκοστή τήν γέννησί της. Τήν γενέθλιο ἡμέρα της, ἀλλά καί αὐτό τό μυστήριο τῆς ἰδίας τῆς ζωῆς της. Γιατί ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἔζησε τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς σέ μία στιγμή χρόνου κατά τό μακάριο ἐκεῖνο ἔτος καί τήν ἱστορική ἐκείνη ἡμέρα, πού “ἐπλήσθησαν” οἱ μαθηταί “Πνεύματος ἁγίου”. ᾿Αλλά τό ζῇ καθημερινῶς, διαρκῶς, σέ κάθε στιγμή χρόνου, ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη τήν γενέθλιο μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Γιατί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἦλθε τότε καί ἔκτοτε μένει καί θά μένῃ εἰς τόν αἰῶνα στόν κόσμο γιά νά συγκροτῇ τήν ᾿Εκκλησία. Πνεῦμα καί ᾿Εκκλησία εἶναι ἀδιασπάστως ἡνωμένα. Τό ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἡ ψυχή, ἡ ζωή, ἡ ὕπαρξις τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καινῆς ζωῆς. Σ᾿ αὐτό ὀφείλεται ἡ ἑνότης, ἡ ἁγιότης, ἡ καθολικότης τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Από αὐτό πηγάζουν τά χαρίσματα, οἱ θεσμοί, ἡ πίστις καί ἡ θεολογία τῆς ᾿Εκκλησίας. Τήν βιαία Του πνοή καί τήν πυρίμορφο δρόσο Του αἰσθάνεται σέ κάθε βῆμα, σέ κάθε ἐκδήλωσι, σέ κάθε κίνησί της. ᾿Από αὐτό πηγάζουν οἱ ὑπερφυσικές ἐνέργειες τῶν μυστηρίων, πού ζωογονοῦν, πού τροφοδοτοῦν καί ἁγιάζουν τό σῶμά της. Αὐτό θεολογεῖ καί ὁ ποιητής τοῦ τρίτου στιχηροῦ τοῦ ἑσπερινοῦ:

“Πάντα χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό ἅγιον·
βρύει προφητείας,
ἱερέας τελειοῖ,
ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν,
ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν,
ὅλων συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Ομοούσιε καί ὁμόθρονε
τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ,
Παράκλητε, δόξα σοι”.



Στήν ἱστορική λοιπόν Πεντηκοστή, ἀλλά καί στήν διαρκῆ Πεντηκοστή, στήν ὁποία ζῇ ἡ ᾿Εκκλησία, θά μᾶς μεταφέρῃ κατά τήν ἐπέτειο τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Θά μᾶς καλέσῃ νά κλίνωμε τά γόνατα στάς αὐλάς τοῦ Κυρίου καί νά προσκυνήσωμε τήν ἀήττητο δύναμί Του, νά δοξολογήσωμε τήν ἁγία Τριάδα, πού φωτίζει καί ἁγιάζει τίς ψυχές μας. Καί στήν στάση αὐτή τῆς ταπεινώσεως, τῆς κλίσεως τῶν γονάτων καί τοῦ αὐχένος, νά ὑποδεχθοῦμε τήν χάρι τοῦ Παρακλήτου. Νά ἀνανεώσωμε καί νά ἀναρριπίσωμε τήν φλόγα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Νά συνειδητοποιήσωμε τήν θέσι μας καί τήν ὑπόστασί μας σάν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας, σάν ναῶν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ναῶν καί σκευῶν καθαρῶν, δοχείων τοῦ Παρακλήτου, τῶν ὁποίων κάθε σκέψις θά ὑπαγορεύεται ἀπό τό Πνεῦμα τῆς σοφίας, κάθε ἐνέργεια ἀπό τό Πνεῦμα τῆς συνέσεως, τό ἀγαθόν, τό εὐθές, τό νοερόν, τό ἡγεμονεῦον, τό καθαῖρον τά πταίσματα. Τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό Κύριον καί ζωοποιόν, τό θεῖον πού θεοποιεῖ τούς ἀνθρώπους, πού διά τῆς χάριτός Του μᾶς μεταβάλλει σέ “Θεούς κατά μέθεξιν”.

Αὐτό τό ὑπερφυές γεγονός τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Παρακλήτου περιγράφουν τά τρία θαυμάσια τροπάρια τῶν αἴνων καί τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ δ´ ἤχου. Αὐτό τό Πνεῦμα ἐγκωμιάζουν καί αὐτοῦ τήν χάρι ἐπικαλοῦνται μαζί μέ τό δοξαστικό τοῦ πλ. β´ ἤχου.

“Παράδοξα σήμερον
εἶδον τά ἔθνη πάντα ἐν πόλει Δαυίδ,
ὅτε τό Πνεῦμα κατῆλθε τό ἅγιον
ἐν πυρίναις γλώσσαις,
καθώς ὁ θεηγόρος Λουκᾶς ἀπεφθέγξατο.
Φησί γάρ· Συνηγμένων τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ,
ἐγένετο ἤχος, καθάπερ φερομένης βιαίας πνοῆς,
καί ἐπλήρωσε τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι·
καί πάντες ἤρξαντο φθέγγεσθαι
ξένοις ρήμασι, ξένοις δόγμασι,
ξένοις διδάγμασι τῆς ἁγίας Τριάδος”.

“Τό Πνεῦμα τό ἅγιον,
ἦν μέν ἀεί καί ἔστι καί ἔσται
οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον,
ἀλλ᾿ ἀεί Πατρί καί Υἱῷ συντεταγμένον
καί συναριθμούμενον.
Ζωή καί ζωοποιοῦν·
φῶς καί φωτός χορηγόν·
αὐτάγαθον καί πηγή ἀγαθότητος·
δι᾿ οὗ Πατήρ γνωρίζεται
καί Υἱός δοξάζεται
καί παρά πάντων γινώσκεται,
μία δύναμις, μία σύνταξις,
μία προσκύνησις τῆς ἁγίας Τριάδος”.

“Τό Πνεῦμα τό ἅγιον,
φῶς καί ζωή καί ζῶσα πηγή νοερά,
Πνεῦμα σοφίας, Πνεῦμα συνέσεως·
ἀγαθόν, εὐθές, νοερόν,
ἡγεμονεῦον, καθαῖρον τά πταίσματα.
Θεός καί θεοποιοῦν·
πῦρ ἐκ πυρός προϊόν·
λαλοῦν, ἐνεργοῦν,
διαιροῦν τά χαρίσματα·
δι᾿ οὗ προφῆται ἅπαντες
καί Θεοῦ ἀπόστολοι
μετά μαρτύρων ἐστέφθησαν.
Ξένον ἄκουσμα, ξένον θέαμα,
πῦρ διαιρούμενον εἰς νομάς χαρισμάτων”.
“Βασιλεῦ οὐράνιε,
Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας,
ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν,
ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός·
ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν
καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλῖδος
καί σῶσον, ἀγαθέ, τάς ψυχάς ἡμῶν”.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...