Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Ιουλίου 19, 2015

Η εκκλησία δεν φτιάχνει οπαδούς. Η εκκλησία φτιάχνει αγίους...

"Δεν αγκαλιάζεις το λαό μόνο με τα συσσίτια που είναι σημαντικό και αυτό δεν το αμφισβητώ βέβαια".

Τον λαό όμως τον αγκαλιάζεις περισσότερο με τις πολιτιστικές ρίζες του, τον πολιτισμό που έχει μέσα του, τον τρόπο της σκέψης του, τις βαθύτερες εσωτερικές ανάγκες του.

Δεν ξεδιψάσαμε τον λαό. Εμείς αρκεστήκαμε στα ήθη και τα έθιμα στους εξωτερικούς τύπους.

Τι έχουμε να πούμε σήμερα στα νέα παιδιά ;

Ψάξαμε την διάλεκτο των νέων παιδιών;

Αν τα θέλουμε, δεν τα θέλουμε για να αυξήσουμε τους οπαδούς του εκκλησιαστικού κλάμπ.

Η εκκλησία δεν φτιάχνει οπαδούς.

Η εκκλησία φτιάχνει αγίους.

Διαφέρει το ένα από το άλλο.

Και άγιος σημαίνει ελεύθερος άνθρωπος.

Άγιος δεν είναι αυτός που τηρεί πέντε-δέκα κανόνες, μηχανικές εντολές.

Θα πει ότι είναι κάποιος που κανονικά ελευθερώνεται «τω αγαθώ.»

Συναντά έτσι το Θεό .

Δεν φαίνεται ο Θεός, όταν υπάρχει το νέφος και η ομίχλη των Παθών.

Πρέπει να φύγει η ομίχλη για για να δεις τον ήλιο.


Μεσογαίας Νικόλαος (Απόσπασμα από συνέντευξη) 

Παρασκευή, Απριλίου 17, 2015

Η Πασχάλιος Εγκύκλιος της Ι.Μ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!
                ΑΛΗΘΩΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ!!!
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ  (107Η )
Αγαπητοί μου αδελφοί,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
«Αναστάς ο Ιησούς από του τάφου, καθώς προείπεν, 
έδωκεν ημίν την αιώνιον ζωήν και μέγα έλεος»
Μέσα σε ατμόσφαιρα πνευματικής ανατάσεως, χαράς και πανηγύρεως αξιωνόμαστε και φέτος να συνεορτάσουμε την Ανάσταση του Κυρίου μας, και να επαναλάβουμε «καρδία τε και χείλεσι» τον νικητήριο παιάνα, το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ». Μέσα από λαμπαδοφορίες, κωδωνοκρουσίες, δοξολογικούς ύμνους, ανταλλαγές ευχών, εορταστικά έθιμα, εκφράζουμε τη χαρά και την πίστη μας στην Ανάσταση του Κυρίου, σε ένα παγκόσμιο μοναδικό ιστορικό γεγονός με απροσμέτρητη θεολογική σημασία.
Ύστερα από το εκούσιο πάθος, τον ζωοποιό σταυρό, τον διαπιστωμένο θάνατο, τον συγκλονισμό της φύσεως και την ολόσωμη ταφή του Υιού και Λόγου του Θεού, ο Χριστός ανασταίνεται, η ζωή εξέρχεται, ο θάνατος νικάται, ο διάβολος συντρίβεται, ο λίθος που σφραγίζει τον τάφο αποκυλίεται, η κουστωδία που Τον φυλάσσει ανατρέπεται.
egkyklnikxatz2
«Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει». Το βασίλειο του θανάτου καταλύεται, η αιώνιος ζωή πλέον βασιλεύει και το «μέγα έλεος» κατακλύζει τον κόσμο και την ιστορία. Ο Αναστάς Κύριος χαρίζει πλούσια τη χαρά Του λέγοντας στους μαθητές Του το «χαίρετε» και προσφέρει άφθονη την ειρήνη Του επαναλαμβάνοντας το «ειρήνη υμίν».
Κυρίως όμως, όπως επαναλαμβάνουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, δωρίζει στον άνθρωπο το «μέγα έλεος», δηλαδή τη μεγάλη Του συγχώρηση και το πλήρωμα της αγάπης Του. «Συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας προτρέπει όπως «συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει», να συγχωρεθούμε και να συμφιλιωθούμε πλήρως και με όλους, διότι ανέστη ο Κύριος.
Ας βάλουμε στην άκρη, αγαπητοί μου, τυχόν μίση η χρόνια παράπονα, ριζωμένες πικρίες, αμετάθετες παρεξηγήσεις, παλιές ψυχρότητες και αντιπάθειες. Ο Κύριος που σταυρώθηκε για όλους μας αναστήθηκε και για όλους μας και για εμάς, αλλά και για τους φίλους μας και για τους εχθρούς μας.
Έσχισε το χειρόγραφο των αμαρτιών όλου του κόσμου, για να επαναφέρει την αγάπη και τη ζωή, για να εξαλείψει παντελώς κάθε έχθρα. Απομακρύνοντας τον λίθο του μνήματος γκρέμισε και όλα τα χωρίσματα στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και με τον Ίδιο. Κατήργησε τις διαιρέσεις. Εκκλησία χωρίς συγχώρηση είναι πίστη σε Χριστό δίχως έλεος. Καί πίστη σε Θεό δίχως έλεος είναι άρνηση της Αναστάσεώς Του. Γι’ αυτό και το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» προϋποθέτει το «συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει», το να συγχωρήσουμε και να συγχωρεθούμε με όλους και για όλα, αφού ο Χριστός ανέστη. Αλλά και το «αλλήλους περιπτυξώμεθα», ο ένας να αγκαλιάσει νοερά και εν αγάπη τον άλλον. Δεν έχουμε πλέον εχθρούς. Είμαστε όλοι αγαπημένοι αδελφοί.
«Αναστάς ο Ιησούς από του τάφου, καθώς προείπεν, έδωκεν ημίν την αιώνιον ζωήν και μέγα έλεος». Αναστημένος χριστιανός είναι αυτός που μοιράζεται με τους αδελφούς του αυτή την αιώνια ζωή και το μέγα έλεος. Να δώσει ο Θεός αυτό που αποτελεί και ευχή μας να γίνει και ζωή μας.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Καί πλούσια τα ελέη του Θεού
Μετά πασχαλίων ευχών
και πολλής της εν Χριστώ Αναστάντι αγάπης,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο Μεσογαίας και Λαυρεωτικής ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Τετάρτη, Απριλίου 08, 2015

Τι έγινε στον Μυστικό Δείπνο; - Εξηγεί ο Μητροπολίτης Μεσογαίας



Μεγάλη Τετάρτη... ημέρα του Μυστικού Δείπνου... της προδοσίας του Ιούδα και της προσευχής του Κυρίου στον Κήπο της Γεσθημανής... 

Ο Δείπνος ονομάστηκε Μυστικός, όχι γιατί έγινε κάπου κρυφά, αλλά γιατί ο Κύριος είχε σκοπό να αποκαλύψει στους μαθητές του, ότι το μυστήριο της σταυρικής του θυσίας έχει ήδη συντελεσθεί... μας εξηγεί ο Μητροπολίτης Μεσογαίας κ. Νικόλαος «ο Κύριος λίγο πριν από το πάθος μυεί τους μαθητές στο μυστήριο της δικής του θεότητος, δίνοντάς τους, αυτό που κι εμείς έχουμε μέχρι σήμερα, τη θεία κοινωνία, το σώμα και το αίμα του.» 

Κατά τη διάρκεια του Δείπνου, ο Κύριος διδάσκει στους μαθητές του την ταπεινότητα. Ενώ εκείνοι φιλονικούν για το ποιος θα έχει τα πρωτεία, ο Ιησούς σκύβει και με την πετσέτα πλένει και σκουπίζει τα πόδια των μαθητών και ζητά να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. 

Με την ταπεινότητα, θα πετύχουν τη μακαριότητα.

Το μήνυμα του Ιησού στους μαθητές του, είναι απλό και συνάμα διαχρονικό, μας εξηγεί ο Μητροπολίτης Μεσογαίας: 

«Αυτός ο οποίος προκρίνεται στα μάτια του θεού, είναι αυτός που ξέρει εν ελευθερία και με καθαρότητα καρδιάς, να υπηρετεί, να διακονεί, να επιλέγει με χαρά τη θέση του τελευταίου. Όχι η φιλοπρωτρεία, όχι η μανία για να είναι κανείς, να δοξαστεί, αλλά να μπορεί να ταπεινωθεί στον αδερφό του, να τον υπηρετήσει.»

Ο Δείπνος ολοκληρώνεται…λίγη ώρα μετά, ο Ιούδας προδίδει το δάσκαλό του. Ρωμαίοι στρατιώτες συλλαμβάνουν τον Ιησού την ώρα που προσεύχεται στον πατέρα του.

Η πορεία των Παθών ξεκινά, από τον κήπο της Γεσθημανής, στον Γολγοθά και στη Σταύρωση.


ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΧΕΛΑΙΟΤο απόγευμα της Μεγάλης Τετάρτης, στις εκκλησίες μας, τελείται το Μυστήριο του Μεγάλου Ευχελαίου. Κατά την διάρκεια του, διαβάζονται επτά Ευαγγέλια και επτά Ευχές. 

Με αυτόν τον τρόπο, ευλογείται το λάδι με το οποίο ο ιερέας «σταυρώνει» τους πιστούς στο μέτωπο, στο πηγούνι, στα μάγουλα και στις παλάμες. 

Το λάδι του Ευχελαίου θεωρείται θεραπευτικό. Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, οι γυναίκες πηγαίνουν στο Μεγάλο Ευχέλαιο, έχοντας μαζί τους μια σουπιέρα με αλεύρι. Σε αυτό στερεώνουν τρία κεριά, τα οποία καίνε κατά την τέλεση του Μυστηρίου.

Το αλεύρι αυτό, το χρησιμοποιούν για να φτιάξουν τα πασχαλινά κουλούρια την επόμενη ημέρα.
πηγή

Πέμπτη, Μαρτίου 05, 2015

Ἡ πίστη εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς


Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος


Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια μὲ πλησίασε κάποιος νεαρὸς φοιτητής. Μὲ πολλὴ διστακτικότητα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἔνταση τοῦ ἀπαιτητικοῦ ἀναζητητῆ, μοῦ δήλωσε ὅτι εἶναι ἄθεος, ποὺ ὅμως θὰ ἤθελε πολὺ νὰ πιστέψει, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Χρόνια προσπαθοῦσε καὶ ἀναζητοῦσε, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα.

Συνομίλησε μὲ καθηγητὲς καὶ μορφωμένους, ἀλλὰ δὲν ἱκανοποιήθηκε ἡ δίψα του γιὰ κάτι σοβαρό. Ἄκουσε γιὰ μένα καὶ ἀποφάσισε νὰ μοιρασθεῖ μαζὶ μου τὴν ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη του. Μοῦ ζήτησε μιὰ ἐπιστημονικὴ ἀπόδειξη περὶ ὑπάρξεως Θεοῦ.

"Ξέρεις ὁλοκληρώματα ἤ διαφορικὲς ἐξισώσεις;" τὸν ρώτησα.

"Δυστυχῶς ὄχι", μοῦ ἀπαντᾷ, "εἶμαι τῆς Φιλοσοφικῆς".

"Κρῖμα, διότι ἤξερα μία τέτοια ἀπόδειξη" εἶπα ἐμφανῶς ἀστειευόμενος.

Ἔνιωσε ἀμήχανα καὶ κάπως σιώπησε γιὰ λίγο.

"Κοίταξε", τοῦ λέω, "συγνώμη ποὺ σὲ πείραξα λιγάκι. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἐξίσωση οὔτε μαθηματικὴ ἀπόδειξη. Ἂν ἦταν κάτι τέτοιο, τότε ὅλοι οἱ μορφωμένοι θὰ τὸν πίστευαν. Νὰ ξέρεις, ἀλλιῶς προσεγγίζεται ὁ Θεός. Ἔχεις πάει ποτὲ στὸ Ἅγιον Ὄρος; Ἔχεις συναντήσει ποτὲ κανένα ἀσκητή;"

"Ὄχι πάτερ, ἀλλὰ σκέπτομαι νὰ πάω, ἔχω ἀκούσει τόσα πολλά! Ἄν μοῦ πεῖτε, μπορῶ νὰ πάω καὶ αὔριο. Ξέρετε κανένα μορφωμένο νὰ πάω νὰ συναντήσω;"

"Τί προτιμᾶς; Μορφωμένο ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ζαλίσει ἤ ἅγιο ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ξυπνήσει;"

"Προτιμῶ τὸν μορφωμένο. Τοὺς φοβᾶμαι τοὺς ἁγίους"

"Ἡ πίστη εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς. Γιὰ δοκίμασε μὲ κανένα ἅγιο. Πῶς σὲ λένε;" ρωτῶ.

"Γαβριήλ", μοῦ ἀπαντᾷ.

Τὸν ἔστειλα σὲ ἕναν ἀσκητή. Τοῦ περιέγραψα τὸν τρόπο πρόσβασης καί τοῦ ἔδωσα τὶς δέουσες ὁδηγίες. Κάναμε καὶ ἕνα σχεδιάγραμμα.

"Θὰ πᾷς", τοῦ εἶπα, "καὶ θὰ ρωτήσεις τὸ ἴδιο πρᾶγμα: Εἶμαι ἄθεος, θὰ τοῦ πεῖς, καὶ θέλω νὰ πιστεύσω. Θέλω μιὰ ἀπόδειξη περὶ ὑπάρξεως Θεοῦ"

"Φοβᾶμαι, νρέπομαι", μοῦ ἀπαντᾷ.

"Γιατί ντρέπεσαι καὶ φοβᾶσαι τὸν ἅγιο καὶ δὲν ντρέπεσαι καὶ φοβᾶσαι ἐμένα;", ρωτῶ. "Πήγαινε ἁπλὰ καὶ ζήτα τὸ ἴδιο πρᾶγμα".

Σὲ λίγες μέρες, πῆγε καὶ βρῆκε τὸν ἀσκητὴ νὰ συζητάει μὲ κάποιον νέο στὴν αὐλή του. Στὴν ἀπέναντι μεριὰ περίμεναν ἄλλοι τέσσερις καθισμένοι σὲ κάτι κούτσουρα. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς καὶ ὁ Γαβριὴλ βρῆκε δειλὰ τὴ θέση του. Δὲν πέρασαν περισσότερα ἀπὸ δέκα λεπτὰ καὶ ἡ συνομιλία τοῦ γέροντα μὲ τὸν νεαρὸ τελείωσε.

"Τί γίνεστε, παιδιά;" ρωτάει. "Ἔχετε πάρει κανένα λουκουμάκι; Ἔχετε πιεῖ λίγο νεράκι;"

"Εὐχαριστοῦμε, γέροντα", ἀπήντησαν μὲ συγκαταβατικὴ κοσμικὴ εὐγένεια.

"Ἔλα ἐδῶ", λέγει ἀπευθυνόμενος στὸν Γαβριὴλ καὶ ξεχωρίζοντάς τον ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους. "Θὰ φέρω ἐγὼ νερό, πᾶρε ἐσὺ τὸ κουτὶ αὐτὸ μὲ τὰ λουκούμια. Καὶ ἔλα πιὸ κοντὰ νὰ σοῦ πῶ ἕνα μυστικό: Καλὰ νὰ εἶναι κανεὶς ἄθεος, ἀλλὰ νὰ ἔχει ὄνομα ἀγγέλου καὶ νὰ εἶναι ἄθεος; Αὐτὸ πρώτη φορὰ μᾶς συμβαίνει".

Ὁ φίλος μας κόντεψε νὰ πάθει ἔμφραγμα ἀπὸ τὸν ἀποκαλυπτικὸ αἰφνιδιασμό. Ποῦ ἐγνώρισε τὸ ὄνομά του; Ποιὸς τοῦ ἀποκάλυψε τὸ πρόβλημά του; Τί τελικὰ ἤθελε νὰ τοῦ πεῖ ὁ γέροντας;

"Πάτερ, μπορῶ νὰ σᾶς μιλήσω λίγο;", μόλις ποὺ μπόρεσε νὰ ψελλίσει.

"Κοίταξε, τώρα σουρουπώνει, πᾶρε τὸ λουκούμι, πιὲς καὶ λίγο νεράκι καὶ πήγαινε στὸ πιὸ κοντινὸ μοναστῆρι νὰ διανυκτερεύσεις"

"Πάτερ μου, θέλω νὰ μιλήσουμε, δὲν γίνεται;"

"Τί νὰ ποῦμε ρὲ παλικάρι; γιὰ ποιὸν λόγο ἦλθες;"

"Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἔνιωσα ἀμέσως νὰ ἀνοίγει ἡ ἀναπνοή μου", ἀφηγεῖται, "ἡ καρδιά μου νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ πίστη, ὁ μέσα μου κόσμος νὰ θερμαίνεται, οἱ ἀπορίες μου νὰ λύνονται χωρὶς κανένα λογικὸ ἐπιχείρημα, δίχως καμιὰ συζήτηση, χωρὶς τὴν ὕπαρξη μιᾶς ξεκάθαρης ἀπάντησης.

Γκρεμίσθηκαν μέσα μου αὐτομάτως ὅλα τὰ ἄν, τὰ γιατί, τὰ μήπως καὶ ἔμεινε μόνο τὸ πῶς καὶ τὸ τί ἀπὸ δῶ καὶ ἐμπρὸς"

Ὅ,τι δὲν τοῦ ἔδωσε ἡ σκέψη τῶν μορφωμένων τοῦ τὸ χάρισε ὁ εὐγενικὸς ὑπαινιγμὸς ἑνὸς ἁγίου, ἀποφοίτου μόλις τῆς τετάρτης τάξης τοῦ δημοτικοῦ. Οἱ ἅγιοι εἶναι πολὺ διακριτικοί. Σοῦ κάνουν τὴν ἐγχείρηση χωρὶς ἀναισθησία καὶ δὲν πονᾷς. Σοῦ κάνουν τὴν μεταμόσχευση χωρὶς νὰ σοῦ ἀνοίξουν τὴν κοιλιά. Σὲ ἀνεβάζουν σὲ δυσπρόσιτες κορυφὲς δίχως τὶς σκάλες τῆς κοσμικῆς λογικῆς. Σοῦ φυτεύουν τὴν πίστη, χωρὶς νὰ σοῦ
κουράσουν τὸ μυαλό...
πηγή

Τετάρτη, Νοεμβρίου 19, 2014

Περὶ τῆς ταφῆς καὶ τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν -Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Νικόλαος



Τὸ σήμερα, τὸ χθὲς καὶ τὸ γιὰ πάντα τῆς ταφῆς καὶ τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν



Ὅταν τόν περασμένο Ἰανουάριο δημοσιεύθηκαν στήν "Καθημερινή" κάποιες σκέψεις μου, πού προσπαθοῦσαν νά προσδιορίσουν τό ἦθος καί τό φρόνημα τῆς πίστεως καί παραδόσεώς μας σχετικά μέ τήν καύση τῶν νεκρῶν, ὑπῆρξε μιά ἐπιστολή ἐντόνου ἀντιθέσεως πρός τά γραφόμένα μου, γραμμένη ὅμως μέ εὐγένεια, εἰλικρίνεια καί σοβαρότητα τέτοια πού δέν θά μποροῦσα εὔκολα νά ἀντιπαρέλθω.

Ὁ ἐπιστολογράφος κατά τήν γνώμη μου ἦταν δικαιολογημένος ἀλλά δέν εἶχε δίκιο. Μιλοῦσε σωστά γιά τήν πραγματικότητα, ἀλλά δέν ἀκουμποῦσε τήν ἀλήθεια. Ὁ λόγος τοῦ θεολογικοῦ βιώματος τῆς διαχρονικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἡ βαθύτερη ἐλπίδα τῶν πραγμάτων τοῦ φάνηκε προκλητικά καί ὑπερβολικά "ἐξωραϊσμένος". Ἔπαυσε ἡ κοινωνία μας νά ἔχει ἀντίστοιχα βιώματα.

Σκέφθηκα , λοιπόν, πώς χρέος μου θά ἦταν νά ἀναφερθῶ λίγο στή σημερινή καί τήν παραδοσιακή πραγματικότητα τοῦ τρόπου τῆς ταφης τῶν νεκρῶν, ἀφηνοντας μέσα ἀπό αὐτήν νά διαφανεῖ ἡ πνευματική ἀλήθεια γιά τήν πρόταση καύσης τῶν νεκρῶν, ὅπως τήν ζεῖ ἡ Ἐκκλησία μας. Ἡ πρόταση αὐτή προφασίζεται τήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς καί τά γεγονότα, διαψεύδεται ὅμως ἀπό τήν βαθύτερη ἀλήθεια τῶν πραγμάτων.


1. Ἡ πραγματική εἰκόνα σήμερα

Σέ μιά πόλη μεγάλη σάν τήν Ἀθήνα ἔχει πλέον δημιουργηθεῖ μιά νέα εἰκόνα τῆς κηδείας. Ὁ νεκρός δέν διανυκτερεύει στό σπίτι του, ἀλλά σέ ψυγεῖο. Οὔτε θάβεται τήν ἑπομένη, ἀλλά συνήθως καθυστερεῖ. Οἱ γείτονες,ἀποξενωμένοι ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο καί ἐρμητικά κλεισμένοι στόν ἑαυτό τους ὁ καθένας ἀρνοῦνται τό θέαμα καί τήν κατάσταση πού αὐτό δημιουργεῖ. Ἡ ἐκφορά τοῦ νεκροῦ δέν γίνεται πλέον ἀπό τό σπίτι του -τόν τόπο τῆς ἐκφράσεώς του -, ἀλλά ἀπό τό δημόσιο κοιμητήριο -τόν τόπο τῆς δημοτικῆς ἐκμεταλλεύσεώς του. Ἔτσι δέν τόν ξαγρυπνοῦμε. Ὁ χῶρος ἀποχαιρετισμοῦ του εἶναι τό ἀπρόσωπο περιβάλλον τοῦ κοιμητηρίου, καί μάλιστα μαζί μέ ἄλλους. Τό γεγονός χάνει τή μοναδικότητά του.

Οἱ μεταφορεῖς τῆς σωροῦ, οἱ νεκροθάπτες, οἱ ψάλτες εἶναι ἄγνωστοι, πού πληρώνονται καί πού συνεχῶς αὐτή τήν δουλειά κάνουν. Πρόσωπα ἐθισμένα καί ὡς ἄγνωστα ἐντελῶς ἀμέτοχα στήν ἱερότητα ἤ τουλάχιστον στό συναισθηματικό δράμα τῆς ἀκολουθίας καί στό πραγματικό τῆς οἰκογενείας. Οἱ φίλοι καί οἱ γνωστοί δέν συμμετέχουν ἐνεργά στήν πρακτική διαδικασία τῆς κηδείας, ἁπλά παρακολουθοῦν παθητικά.

Ὁ ἱερέας, τό ἴδιο κουρασμένος, ψυχρός καί συχνά ἀδιάφορος. Ὅπως ὁ γιατρός ἔχει συνηθίσει τούς ἀσθενεῖς, αὐτός ἔχει συνηθίσει νά βλεπει τούς νεκρούς. Ἀδυνατεῖ νά συμμετάσχει. Τά λερωμένα του ἄμφια, ἡ σκληρή καί ξερή ἀπό τόν κόπο καί τή συνήθεια φωνή του, ἡ μπουχτισμένη μορφή του, δίπλα στόν κακόγουστο διάκοσμο-ἀπογοητευτικό ἀποτέλεσμα τυποποιημένης ἐπαγγελματικῆς διαδικασίας καί ὄχι εὐλαβοῦς εὐαισθησίας προσφιλῶν προσώπων, -τά χιλιοπατημένα χαλιά, τούς ἀνούσιους λόγους, καί τίς παγερές ὄψεις τῶν δημοτικῶν ὑπαλλήλων τοῦ κοιμητηρίου ἤ τίς ἐπαγγελματικές τῶν ἐργολάβων, δεμένων μέ τούς δυτικόπληκτους ξελαρυγγισμούς μιᾶς παράταιρης χορωδίας ἤ τήν μοιρολογική φωνή ἑνός ψάλτη τῆς παλαιοληθικῆς ἐποχῆς, συνθέτουν μιά εἰκονα πού θυμίζει πιό πολύ τό θάνατο ἀπ' ὅσο ὁ ἴδιος ὁ νεκρός.

Ἡ κηδεία κατήντησε νά εἶναι περισσότερο μιά τελετή συμπαραστάσεως στούς συγγενεῖς, παρά μιά ἐκκλησιαστική ἔκφραση συντόνου καί ἐντόνου προσευχῆς γιά τόν ἀποθανόντα. Μιά πράξη ἀνθρώπινης παρηγοριᾶς παρά μιά κίνηση ἐκζητήσεως τῆς θεϊκῆς παρακλήσεως. Κάτι πού γίνεται γι' αὐτούς πού μένουν πίσω, παρά κάτι πού ἐπιτελεῖται γι' αὐτόν πού ἀναχωρεῖ.

Ὅλο αὐτό τό σενάριο δημιουργεῖ σέ ὁρισμένους τέτοια τραυματική ἐμπειρία συναισθηματικῆς καί ἰδεολογικῆς ἀποστροφῆς πού, ἐπειδή ἀκριβῶς ἐπαναλαμβάνεται, θέλουν ὁριστικά νά τήν ξεχάσουν. Καί ἐπειδή αὐτό δέν γίνεται, θέλουν νά ὑποβαθμίσουν τό γεγονός. Αὐτό εὔκολα στίς μέρες μας ὁδηγεῖ στήν πρόταση γιά καύση τῶν νεκρῶν. Αὐτό θά ὁριστικοποιήσει τήν ἀσέβεια.


2. Τό παραδοσιακό παρελθόν

Δίχως νά πέσουμε στήν παγίδα μιᾶς ἐξωραϊσμένης παρελθοντολογίας, νομίζω δέν θά ἀδικούσαμε τήν ἀλήθεια, ἄν λέγαμε ὅτι τό παρελθόν εἶχε πολύ περισσότερη ἀνθρωπιά, σεβασμό καί ὑπογραμμισμένα τά πρόσωπα. Οἱ κοινωνίες ἦσαν μικρότερες, οἱ δεσμοί καί οἱ σχέσεις πολύ πιό ἔντονες καί αὐθεντικές. Γι ' αὐτό καί ἡ συμμετοχή τοῦ καθενός σέ τόσο ἰδιαίτερες στιγμές πολύ πιό προσωπική. Στά χωριά τό γεγονός τοῦ θανάτου ἦταν γεγονός πού φαινόταν. Ἐπικέντρωνε τό ἐνδιαφέρον ὅλων. Μονοπωλοῦσε τίς συζητήσεις. Ἔδινε ταυτότητα στήν κοινωνική ζωή τοῦ συνόλου. Γι' αὐτό καί τό ἐπισφράγισμα τοῦ θανάτου, ἡ κηδεία καί ἡ ταφή εἶχαν σεβασμό, χρόνο, διάρκεια καί προσωπική συμμετοχή.

Ἀπ' ὅπου περνοῦσε ἡ κηδεία, σταματοῦσε κάθε κοσμική ἤ ἐμπορική συναλλαγή. Οἱ καταστηματάρχες κατέβαζαν τά στόρια - στή Θράκη καί τή Μικρά Ἀσία, ἀκόμη καί οἱ τοῦρκοι καί οἱ μωαμεθανοί, -ὅλοι σταυροκοπιόνταν, σταματοῦσε καί τό ἀντίθετο ρεῦμα τῆς κυκλοφορίας γιά νά ἀποδώσει κι αὐτό τό σεβασμό του.

Ἡ ἴδια εἰκόνα διατηρεῖται σήμερα καί στά μονασήρια. Ὅλα ἐπιτελοῦνται μέ μοναδική προσοχή στίς λεπτομέρειες -αὐτές ὑπογραμμίζουν τήν πίστη μας στό μυστήριο καί τό σεβασμό μας σ' αὐτά πού διακηρύττουμε. Ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά πεῖ ναί στήν καύση τῶν μοναχῶν δέν μπορεῖ νά συγκατατεθεῖ ποτέ καί μέ τήν καύση τοῦ οἱουδήποτε πιστοῦ της.

Σήμερα στήν ἐκταφή, ὁ ἁρμόδιος ὑπάλληλος τοῦ Δήμου ἔχει τά γάντια του γιά νά μή μολυνθεῖ, ἁπλώνει μιά τυποποιημένη σακκούλα "σκουπιδιῶν" ἤ "ἀπορριμάτων"- ἔτσι γράφει ἡ κορδέλλα -ἀπό τόν Βασιλόπουλο ἤ τόν Μαρινόπουλο καί ἀρχίζει βιαστικά νά σκάβει καί νά ψάχνει γιά τά ὀστᾶ. Δίπλα του, ἕνα καταλερωμένο καροτσάκι γεμάτο χώματα, ἄχρηστα ἀντικείμενα καί ἐργαλεῖα, τό ἴδιο μέ τό ὁποῖο γίνεται ἡ μεταφορά τῶν σκουπιδιῶν τοῦ κήπου, σοῦ ὑπενθυμίζει ἀπάνθρωπα τό ἐνδεχόμενο νά δεῖς τόν ἀγαπημένο σου ἄλειωτο σκουπίδι νά πετιέται σέ μιά γωνιά γιά ἕνα ἀκόμη χρόνο. Ὁ ἄνθρωπος πού τά κάνει αὐτά ἐδῶ πληρώνεται. Σοῦ εἶναι πολύ δύσκολο νά τοῦ πεῖς νά προσέξει μήπως κάτι παραμείνει θαμμένο. Μπορεῖ καί νά θυμώσει.

Τό παρελθόν καί ἐδῶ εἶναι διαφορετικό· γυναῖκες μέ καθαρές λεκάνες, ἄνδρες μέ κασμάδες καί φτυάρια -πού ἄφησαν γιά τή μέρα τή δουλειά τους, -ὁ παπάς καί οἱ συγγενεῖς πηγαίνουν γιά τήν ἐκταφή. Ἁπλώνουν πρῶτα ἕνα πεντακάθαρο σεντόνι ἤ μιά ἀχρησιμοποίητη πετσέτα, ὅλα ἄσπρα καί μέσα σέ ὑποβλητική ἡσυχία, μέ συγκίνηση καί ἀγωνία, στόν ἀπόμερο χῶρο τοῦ κοιμητηρίου, δίχως θορύβους ἐπιτελεῖται ἡ ἱεροτελεστία τῆς ἐκταφῆς. Ἀντί γιά ἀδικαιολόγητους φόβους, ὁ πόθος τῆς καινούργιας συναντήσεως. Ἀντί γιά ψυχρή ἐπαγγελματική βιασύνη , ἡ τρυφερότητα τῶν αἰσθημάτων καί ἡ ὑπομονή τοῦ σεβασμοῦ. Ὁ χρόνος τραβάει, διαρκεῖ. Ὅλα πλένονται ὄχι σέ φορμόλη ἤ ἄλλα χημικά, ἀλλά σέ ἁγνό κρασάκι ἀπό τό ἀμπέλι καί μέ πεντακάθαρο νερό. Ἔτσι ξανασυναντᾶ κανείς τό τελευταῖο ὑπόλειμμα τοῦ θησαυροῦ τοῦ προσώπου. Αὐτό εἶναι ἀδύνατο νά σκεφθεῖ κανείς νά τό κάψει. Δέν μπορεῖ.

Σίγουρα ἡ εἰκόνα αὐτή μέ κανένα τρόπο δέν θά μποροῦσε νά ἐπανέλθει στή σημερινή πραγματικότητα. Ἡ γνώση ὅμως καί ἡ διαρκής ἀνάμνησή της εἶναι βασική προϋπόθεση στή διαμόρφωση μιᾶς σύγχρονης πνευματικῆς πρακτικῆς, συμβατῆς μέ τά δεδομένα τῆς σημερινῆς κοινωνικῆς πραγματικότητος καί τῆς αἰώνιας καί διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας. Ἡ κηδεία ἀπό ὑπόθεση δημοτικῆς ἐκμεταλλεύσεως πρέπει νά ξαναγίνει ἱερή πράξη καθαρά ἐκκλησιαστικῆς φύσεως.


3. Οἱ προφάσεις γιά τήν καύση τῶν νεκρῶν

Οἱ λόγοι πού συνήθως παρουσιάζονται γιά νά ὑποστηρίξουν τήν καύση τῶν νεκρῶν εἶναι οἱ ἑξῆς:

α. Ἔλλειψη χώρου
Τό πρῶτο ἐπιχείρημα εἶναι ἡ ἔλλειψη χώρου. Αὐτό ἰσχύσει κυρίως για τήν Ἀθήνα. Μιά τεράστια πόλη μέ δυσανάλογο πρός τήν ἔκτασή της πληθυσμό εἶναι πολύ φυσικό νά διαθέτει περιορισμένης ἐκτάσεως κοιμητήρια γιά νά φιλοξενήσουν ἕνα διαρκῶς αὐξανόμενο ἀριθμό νεκρῶν. Εἶναι ὅμως αὐτὸ τό ἐπιχείρημα πειστικό; εἶναι ἡ δυσκολία ἀνυπέρβλητη; Κατά καιρούς ἔχουν προταθεῖ λύσεις, λιγότερο ἤ περισσότερο πρακτικές, σχετικά μέ τούς οἰκογενειακούς τάφους ἤ τήν ἀποσυμφόρηση τῶν κοιμητηρίων μέ μετάθεση τῆς ταφῆς στήν ἐπαρχία, ὅπου αὐτό εἶναι δυνατόν κ.ο.κ.

Στήν οὐσία, τό ἐπιχείρημα ὅτι δέν ἔχουμε χῶρο στά κοιμητήρια μας ἤ χώρους γιά κοιμητήρια ἀποτελεῖ πρόφαση, πού ἰσοδυναμεῖ μέ προσβολή. Ἄν δέν ἔχουμε, νά δημιουργήσουμε χῶρο. Ὅπως εἶναι ἀνάγκη στήν πολύκοσμη Ἀθήνα να δημιουργηθοῦν χῶροι γιά parking , ἀναψυχή, πολυκαταστήματα κ.λπ., ἔτσι μπορεῖ νά ληφθῆ καί ἡ δέουσα πρόνοια γιά τούς νεκρούς. Ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός δημιουργοῦν καί χῶρο καί προϋποθέσεις. Ἄν καταλάβουμε ὅτι ἡ ἀνάγκη νά σεβασθοῦμε τούς νεκρούς μας εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὁποιαδήποτε πρακτική ἀνάγκη, τότε θά βρεθοῦν καί οἱ κατάλληλοι χῶροι.

Ἡ κοινωνία μας συχνά ἐκφράζει καί τή στενότητα πού νοιώθει ὄχι γιά τούς νεκρούς, ἀλλά καί γιά τούς ἐπερχομένους ζωντανούς. Οὔτε γι' αὐτούς δέν ἔχει χῶρο ὁ κόσμος μας. Γι' αὐτό καί νομιμοποιεῖ τίς ἀμβλώσεις. Ἔτσι, νόμιμα πλέον καταστρέφουμε τό σπαρμένο στά σπλάγχνα τῆς μητέρας ἔμβρυο. Κατά ἀνάλογο τρόπο, καῖμε τό σῶμα στά σπλάγχνα τῆς γῆς γιά νά μήν ζήσει αιώνια. Ὄχι γιατί δέν θέλουμε αὐτό νά ζήσει, ἀλλά γιατί δέν θέλουμε ἐμεῖς να ζήσουμε αἰώνια. Ἡ ὕπαρξη, ἡ ζωή του μᾶς θυμίζει τήν αἰωνιότητα. Ἐμεῖς μ'αὐτήν ἔχουμε πρόβλημα, ὄχι μέ τόν νεκρό, μέ τόν Θεό.

Στίς μωαμεθανικές χῶρες, πού ἀπαγορεύεται ἡ ἐκταφή ἤ ἡ κατακόρυφη σέ ἐπίπεδα ταφή, πού οἱ πληθυσμοί εἶναι πυκνοί καί αὐξανόμενοι, οἱ θάνατοι πιό σύντομοι, πῶς χωροῦν τά κοιμητήρια;

Ἐάν τελικά ἰσχύσει τό κριτήριο τῆς ἔλλειψης τοῦ χώρου, τότε σύντομα θά περάσουμε καί σ' ἕνα πρόβλημα, τήν ἔλλειψη τοῦ χρόνου. Δέν θά ὑπάρχει χρόνος γιά τήν κηδεία. Αὐτό θά εἶναι τό ἑπόμενο βῆμα καί θά εἶναι πιό λογικό. Δέν θά προλαβαίνουμε. Ἀφοῦ καταργήσουμε τήν ταφή, θά ἀντικαταστήσουμε τήν ἀκολουθία τῆς κηδείας μέ μιά εὐχή "ἀναπαύσεως" γιά νά συντομεύσουμε τήν διαδικασία. Ἡ Ἐκκλησία πάντα θά προτιμᾶ τήν διανυκτέρευση στό σπίτι, στήν κηδεία στήν ἐνορία καί τήν ταφή στό κοιμητήριο. Ἄν δέν μποροῦμε νά τηρήσουμε αὐτό τόν τύπο τῆς ταφῆς, ἄς μή θυσιάσουμε τήν οὐσία τῆς τιμῆς.

β. Λόγοι ὑγείας, ἀποφυγή μικροβίων

Ἕνας δεύτερος λόγος πού ἀκούγεται συχνά ὅτι ἐπιβάλλει τήν καύση τῶν νεκρῶν εἶναι οἱ λόγοι ὑγιεινῆς. Ἀλλά τί εἰρωνεία! Σέ μιά ἐποχή ὅπου, ἐντελῶς ἀδικαιολόγητα καί ἀπό χιλιάδες αἰτίες, ἔχει καταμολυνθεῖ τό οἰκοσύστημα καί ὅπου ἀπειλεῖται μέ ἀπονέκρωση τό σύνολο τῆς γήινης βιόσφαιρας, σέ μιά ἐποχή πού πετοῦμε πιό πολλά ἀπ' ὅσα χρησιμοποιοῦμε, πού εἰσπνέουμε περισσότερο διοξείδιο τοῦ ἄνθρακος ἀπ' ὅσο ἐκπνέουμε, πού ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς Ἀθήνας θυμίζει ἀτμόσφαιρα ἀνθρακωρυχείου καί οἱ γειτονιές της χωματερές, εἶναι πράγματι ὑποκριτικό, ἐνῶ καταστρέψαμε περιβαλλοντικά ὅ,τι φαίνεται καί ζεῖ, τώρα νά νοιώθουμε πώς κινδυνεύουμε ἀπό τά μικρόβια τῶν νεκρῶν, πού οὔτε φαίνονται, οὔτε ἀπειλοῦν, οὔτε φυσικά ὑπάρχουν στά κοιμητήρια· ὑπάρχουν μόνο στά μυαλά τῶν συγχρόνων μηδενιστῶν. Τή μόλυνση τήν δημιουργοῦν οἱ ζωντανοί, ὄχι οἱ νεκροί.


γ. Ἀνθρώπινο δικαίωμα. Νομιμοποίηση εὐθανασίας;

Ἕνας ἰσχυρός λόγος, πού κάποιοι προτάσσουν γιά τήν καύση, εἶναι τά λεγόμενα ἀνθρώπινα καί ἀτομικά δικαιώματα. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν δέν εἶναι ἀτομικό δικαίωμα τοῦ νεκροῦ πλέον ἀνθρώπου· ἡ διατήρηση τοῦ σώματός τους ἀποτελεῖ κοινωνική ὑποχρέωση σεβασμοῦ καί ἐπιβιώσεως τοῦ προσώπου του. Εἶναι ἀδύνατο τό θέλημα τοῦ ἑνός -κι ἄς ἀποκαλεῖται αὐτό δικαίωμα -νά προσκρούει στήν ἀνάγκη γιά σεβασμό τοῦ συνόλου- ἄν βέβαια ὑπάρχει κάτι τέτοιο. Δέν μπορεῖ νά εἶναι δικαίωμα κάποιου νά τόν κάψουμε ἐμεῖς!
Αὐτό τό σημεῖο ἰδιαίτερα ἐνόχλησε τόν ἐπιστολογράφο τῆς "Καθημερινῆς". Ἄν κάποιος θέλει νά καεῖ μετά θάνατον πῶς ἐμεῖς θά τόν ἀφήσουμε; καί δέν διερωτᾶται, γιατί αὐτός ὁ κάποιος, ὄχι ἁπλῶς ὁ κάποιος, ὄχι ἁπλῶς νά δέχεται-αὐτό τό καταλαβαίνουμε, -ἀλλά νά ἐπιθυμεῖ ἔντονα νά καεῖ; τί βαθύτερο καί συνάμα ἀνώτερο κρύβει μιά τέτοια ἐπιθυμία, ὥστε νά κληρονομεῖ σέ μᾶς τό σύνολο τήν ὑποχρέωση τῆς καύσης;

Τό κοινωνικό ἀγαθό ὡς ἀξία εἶναι ἀνώτερο κάθε ἀτομικῆς ἐπιλογῆς. Ἄν ἡ ταφή ἀποτελεῖ ἀξία, τότε ἡ καύση δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀτομικό δικαίωμα. Ἄν πάλι ἡ ἐπιθυμία ἑνός νά καεῖ εἶναι ὑπερτέρα τῆς ἀνάγκης τῆς κοινωνίας γιά σεβασμό τοῦ νεκροῦ σώματος, τότε τό ἴδιο ἐπιχείρημα δέν θά μποροῦσε νά φέρει στό προσκήνιο ἀπό νέα ὀπτική τό θέμα τῆς εὐθανασίας; Ἄν ἡ κοινωνία ἔχει ὑποχρέωση νά κάψει ὅποιον τό ἐπιθυμεῖ, τότε θά εἶναι καί ὑποχρεωμένη νά διευκολύνει καί τόν θάνατο αὐτοῦ πού τῆς τό ζητεῖ. Ἡ ὑποχώρηση στήν καύση τῶν νεκρῶν μέ τό αἰτιολογικό τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος θά καταστήσει τήν εὐθανασία ἐπιβεβλημένη κοινωνική ὑποχρέωση.


δ. Τό ἀποτρόπαιον τοῦ θανάτου

Ἡ ταφή ἀποτελεῖ ἀναντίρρητα μιά συναισθηματική πολύ δύσκολη εἰκόνα. Βλέπεις τὸ οἰκεῖο σου πρόσωπο δίχως πνοή, δίχως ζωή, γιά τελευταία φορά νά κατεβαίνει ἀνεπίστρεπτα στά σπλάγχνα τῆς γῆς. Δέν θά ξαναντικρύσεις τήν οἰκεία ὄψη. Σέ λίγα λεπτά θά ἀκολουθήσει ἡ διαδικασία τῆς ἀποσυνθέσεώς του. Ὁ πειρασμός νά ἀποφύγει κανείς τήν ἐμπειρία δέν εἶναι ἀμελητέος. Ἡ στρουθοκαμηλική νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας προκρίνει τό νά ἀγνοοῦμε ἤ νά μήν ἀντικρύζουμε τήν πραγματικότητα, παρά νά τήν προβάλουμε πάνω στήν ἀλήθεια. Προτιμάει κανείς νά βλέπει ἕνα κουτάκι παρά νά ἀντικρύζει ἕνα πτῶμα. Τό πρῶτο εἶναι ἁπλό ἀντικείμενο. Τό σῶμα εἶναι νεκρό ὑποκείμενο. Βλέποντας τό πρῶτο ξεχνᾶς τό πρόσωπο. Ἀντικρύζοντας τό δεύτερο θυμᾶσαι τό θάνατό του, αἰσθάνεσαι τό θάνανατό του καί αὐτό πονᾶ.


4. Βαθύτερα αἴτια τοῦ αἰτήματος τῆς καύσης

Πέραν ὅμως τῶν διαφόρων προφάσεων ὑπάρχουν βαθύτερα αἴτια πού τό θέμα τῆς καύσης τῶν νεκρῶν κατά καιρούς ἐμφανίζεται στό προσκήνιο. Αὐτά εἶναι ὁ μηδενιστικός τρόπος ζωῆς, ἡ ἐπιθυμία ἀποθρησκευτικοποιήσεως τῆς κοινωνίας καί ἡ κυριαρχία τῆς χρηστικῆς ἀντίληψης εἰς βάρος τοῦ σεβασμοῦ καί τῶν ἀξιῶν.

Ὅλα αὐτά ὁδηγοῦν σέ μιά προσπάθεια πρόκλησης τῆς Ἐκκλησίας καί σταδιακῆς νέκρωσης τοῦ αἰσθητηρίου τῆς ψυχῆς ποὺ ὅλο καί ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς ζωῆς μας. Κάθε τί πού τήν ὑπενθυμίζει καί διακριτικά τήν ὑπογραμμίζει βαθμιαῖα γίνεται ἀνεπιθύμητο στήν ἀποδοχή καί ἐνοχλητικό στήν πρακτική του.

Ἡ ταφή ἔχει μιά τελετουργία ἐμφανῶς πιό ἔντονη ἀπό τήν καύση. Ἡ προσπάθεια εἰσαγωγῆς τῆς καύσης δημιουργεῖ μιά ἀπότομη ἀλλοίωση στά κοινωνικά μας ἤθη καί εἰσάγει εἰκόνες, στόν τρόπο μας. Αὐτό τό νεο σκηνικό καίρια προσβάλλει τό μονοπώλιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί μεταφυσικῆς εἰκόνας τῆς κηδείας πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ταφή. Ἡ ταφή εἶναι περισσότερο μυστήριο, ἐνῶ ἡ καύση τελετή ἤ διαδικασία.

Ἡ πρακτική καί χρηστική ἀντίληψη ἔχουν ἐπικρατήσει καί μᾶς ἔχουν πείσει, γιατί μέσα στήν καρδιά μας ἔχει ἔντονα ἀδυνατίσει ἡ πνευματική καί βιωματική διάσταση τοῦ γεγονότος. Ὅλα γίνονται βιαστικά καί τυπικά. Ὅ,τι ὅμως δέν ἔχει ὑπομονή δέν ἔχει οὔτε βάθος, οὔτε διάρκεια· οὔτε ρίζες, οὔτε αἰωνιότητα. Ἔτσι ψέλνουμε "αἰωνία ἡ μνήμη" ἀλλά ταυτόχρονα ἡ δική μας μνήμη εἶναι σφιχτά κλεισμένη· προσπαθοῦμε νά ξεχάσουμε.

Τέλος, δέν εἶναι λίγοι αὐτοί πού ἐπικαλοῦνται καί οἰκονομικούς λόγους γιά τήν καύση, ἄσχετα ἄν τό ἐπιχείρημα αὐτό δέν φαίνεται ἀντικειμενικά νά εὐσταθεῖ. Ἡ ἀναγωγή ὅμως καί μόνον τοῦ θέματος τοῦ θανάτου καί τοῦ λειψάνου τοῦ σώματος σε οἰκονομική λογική τί ἄλλο δείχνει παρά ὅτι οἱ ἀξίες καί οἱ ἰδέες τελοῦν ἐν διωγμῷ στίς κοινωνίες μας;


5. Τό χρέος τῆς Ἐκκλησίας

Ἡ Ἐκκλησία βαθειά μέσα στίς ρίζες τῆς παραδόσεώς της κρύβει τό θησαυρό τῶν ἐμπειριῶν της, τόν ὁποῖο ἔχει μεγάλο χρέος νά παρουσιάσει καί μέ τό λόγο καί μέ τήν πράξη της. Κατόπιν τούτων ὀφείλει:

α. Νά περιγράψει τή ζωντάνια τῆς ψυχῆς
Ἡ ψυχή δέν εἶναι οὔτε φαντασία οὔτε ἀφηρημένη ἔννοια. Εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχει τέτοια δύναμη καί τόση ζωή πού δέν μπορεῖ νά ἐξαντλήση τά ἀποθέματα της σ' αὐτή τή ζωή· γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ παρά νά ζεῖ αἰώνια.

β. Ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπό τήν ταφή μπορεῖ νά ἐκφράσει:
• Τήν ἀλήθεια της,τήν πίστη της στή αἰωνιότητα καί ἀθανασία τῆς ψυχῆς καί στήν δυνατότητα γιά θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Τό σῶμα εἶναι ναός τοῦ Θεοῦ καί εἰκόνισμα τῆς μελλούσης καταστάσεως. Τούς ναούς καί τά εἰκονίσματα ποτέ δέν τά καῖμε.
• Τό φιλάνθρωπο, τήν ἀνθρωπιά της.
• Τήν αἰώνια πνευματικότητα καί ἐλπίδα της.
• Τήν ἐσωτερική μυστική χαρά της.
• Τήν αἰσθητική της.

Λένε πολλοί ὅτι ἡ καύση τῶν νεκρῶν δέν εἶναι δογματικό θέμα. Κάθε τί ὅμως πού ἔχει νά κάνει μέ τόν ἄνθρωπο, τήν ψυχή του καί τή ἰσόρροπη σχέση τους, ἀναφέρεται στό δόγμα τῆς ἐνανθρωπήσεως, τήν αἰώνια ζωή καί τή θεανθρώπινη δυνατότητά του. Μπορεῖ νά μήν ὑπάρχει δογματική διατύπωση, σίγουρα ὅμως ὑπάρχει δογματική ἀλήθεια. Δόγμα δέν εἶναι μιά διατύπωση πού δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά παραβοῦμε, ἀλλά μιά ἀλήθεια πού μᾶς εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά ἐξαγιασθοῦμε.

Τό λείψανο ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως. Ὅπως ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε γιά χρόνια ἀνυποχώρητη τόν ἀγώνα της γιά τή διαφύλαξη τῶν εἰκόνων της, ἔτσι καί τώρα καλεῖται νά ὑποστηρίξει τίς ἀνθρώπινες εἰκόνες, τά ὑπολείμματα, τίς ὑπομνήσεις τῆς ψυχῆς σ' ἀυτόν τόν κόσμο. Κάθε προσπάθεια καύσης τοῦ σώματος εἶναι εἰκονοκλαστική στή φύση της καί προσβάλλει τό χριστολογικό δόγμα.

Ἡ καθημερινή συνήθεια, ἡ ἱστορική παράδοση καί ἡ διαχρονική πρακτική τῆς Ἐκκλησίας συντήρησαν ἕνα φρόνημα τό ὁποῖο καλλιέργησαν καί ἐνίσχυσαν καί ἐγέννησαν, μιά ἐμπειρία δογματικῆς ἀλήθεια πού ἴσως μέ τή σημερινή της κοινωνική πίεση περιμένει πλέον καί τή θεολογική της διατύπωση. Δογματικό δέν εἶναι μόνον ὅ,τι ἔχει πεῖ κάποια Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τό φωτισμένο λόγο της, ἀλλά καί ὅ,τι ἔχει ἀδιάψευστα ἐπαναλάβει ἡ οἰκουμενική Ἐκκλησία μέ τό ἐξαγιασμένο καί καθολικό μήνυμά της καί τήν καθημερινή πράξη της.


γ. Νά ὑπογραμμίσει τήν ἱερότητα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου

Ὁ ἄνθρωπος ξεκινάνει μέ ἄκρα ταπείνωση -τήν κυτταρική μορφή του- καί καταλήγει πάλι ταπεινά -μέ τή λειψανική μορφή του. Ἡ τέλεια ἐξουθένωσή του συγχρονίζεται μέ τήν τέλεια ταπείνωσή του. Ἡ ἀνθρώπινη φύση βρίσκεται στή μεγαλύτερη της ἔνταση καί δυναμική, ὅταν ἐγκαθίσται ἡ ψυχή στό σῶμα -ἔμβρυο - ἤ ὅταν ἀποχωρίζεται ἀπό αὐτό -λείψανο. Οἱ δύο αὐτές καταστάσεις εἶναι οἱ μοναδικές πού ὁ ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει. Τότε πού αὐτός δέν ἔχει φωνή τοῦ ἀναγνωρίζουμε ἐμεῖς τήν ταυτότητα. Καταστρέφοντας καί τά ἔμβρυα καί τά ὀστᾶ εἶναι σάν νά καταστρέφουμε τήν ἀνθρώπινη ταπείνωση.

Τό γεγονός τοῦ θανάτου στήν Ἐκκλησία δέν ἀντιμετωπίζεται ὡς μεμονωμένο γεγονός -κάποιος πέθανε - ἀλλά ὡς ἐκκλησιαστικό καί κοινωνικό γεγονός -κάποιος μᾶς ἔφυγε καί ἡ ἀναχώρησή του ἔχει ἄμεση σχεση μέ τή ζωή μας.


δ. Νά ἀποτυπώσει τό θεολογικό βίωμά της στήν πράξη της.

Ἡ λογική της πρέπει νά εἶναι ἡ λογική τοῦ σεβασμοῦ, ἡ δέ πρακτική της ἀπόλυτα ξεκομμένη ἀπό κάθε χρηματική ἤ οἰκονομική ἀντίληψη καί ἐντελῶς ξένη ἀπό πάσης φύσεως συναλλαγές, συμφωνίες καί διαπραγματεύσεις.

"Κηδεία"σημαίνει τήν τελευταία καί ἱερότερη φροντίδα μας στόν νεκρό. Ἐτυμολογικά προέρχεται ἡ λέξη ἀπό τό ρῆμα "κήδομαι" φροντίζω. Ὅταν κάποιον θέλεις νά τόν φροντίσεις, τότε οὔτε τήν ἱερότητά του περιορίζεις οὔτε καί τή φυσική ὑπόστασή του λιγοστεύεις. Ἀρνεῖσαι τή βία ἐπάνω του, ὄχι γιά νά μήν πονέσει τό σῶμα του, ἀλλά γιά νά μήν πονέσει ἡ ψυχή σου
.
Μέ τήν ταφή ὅμως, ὅταν αὐτή γίνεται ὅπως πρέπει, μποροῦν οἱ συγγενεῖς νά πάρουν τεράστια ἐλπίδα· αἰσθάνονται ὅτι ὁ ἄνθρωπός τους ὑπάρχει, κάπου εἶναι καί κάτι περιμένει· σίγουρα δέν τέλειωσε. Ὅσο τό σῶμα διατηρεῖται καί δέν τελειώνει, τόσο καί ἡ αἴσθηση τῆς ψυχῆς συνεχίζει νά ὑπάρχει μέσα μας καί νά μᾶς ὑποβοηθεῖ στήν ἀνάμνησή της. Ἡ ταφή μπορεῖ νά εἶναι ἀρχή ζωῆς, σπορά.

Κάθε μνημόσυνο, κάθε ἀνάμνηση, κάθε προσευχή, κάθε τρισάγιο, κάθε ψυχοσάββατο εἶναι ἕνα πότισμα σ' αὐτούς τούς σπόρους πού ὑπάρχουν μέσα στή γῆ, στούς κήπους, στά περιβόλια τῶν κοιμητηρίων. Ἡ Ἐκκλησία μας φυτεύει κάθε σῶμα μέ ἱερά αἰσθήματα, ὄχι μόνο ἀνθρώπινα, ἀλλά κατ' ἐξοχήν πνευματικά καί ἐκεῖ ἐναποθέτει ὅλη της τήν πίστη καί ὅλη μας τήν ἐλπίδα στήν αἰωνιότητα καί στήν ἀνάσταση κατεβάζοντας τόν κάθε σπόρο, τό κάθε σῶμα, μέσα στά σπλάγχνα τῆς γῆς. Ἄν τά καίγαμε τά σποράκια, ὅσο νερό καί νά ρίχναμε ἀπό πάνω ποτέ δέν θά βλάσταινε.

Γιά τήν Ἐκκλησία δέν εἶναι πτώματα τά νεκρά σώματα. Οὔτε εἶναι κόκκαλα τά ἀπομεινάρια τῶν λειωμένων πτωμάτων. Γιά τήν κοινωνία μπορεῖ νά εἶναι κάτι τέτοιο ἤ νά εἶναι ὀστᾶ. Γιά μᾶς ὑπάρχει ἡ ἱερή λέξη λείψανα· αὐτή περιγράφει τήν οὐσία τους, διότι αὐτή ὑπογραμμίζει τήν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς της.

Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ἀρνεῖται τήν καύση, γιατί ἀρνεῖται τό ἀνθρώπινο τέλος καί τή βία πάνω στόν ἄνθρωπο. Ἐπιλέγει τήν ταφή, γιατί ἔχει πίστη καί ἐλπίδα στό αἰώνιο μέλλον τοῦ ἀνθρώπου καί ἀναθέτει στή φύση τήν εὐθύνη τῆς φυσιολογικῆς φθορᾶς τοῦ φυσικοῦ παρόντος τοῦ ἀνθρώπου.


6. Συμπεράσματα

Ὁ σύγχρονος κόσμος θέλει νά κάψει τούς νεκρούς. Τοῦ λείπει τό αἰώνιο, τό θεϊκό, ἡ τιμή τοῦ ὑλικοῦ, τό ἐπέκεινα, τό μετά ταῦτα. Ἀρνεῖται τουλάχιστον σκεφθεῖ τή ζωή πού ὑπάρχει χωρίς ὅμως νά φαίνεται. Οὔτε στά σπλάγχνα ὡς ἔμβρυο τήν δέχεται, οὔτε στόν τάφο ὡς λείψανο, οὔτε στήν σκέψη ὡς αἰώνιο προόσωπο, οὔτε στόν πόθο ὡς ὑπέρτατη ἀξία, οὔτε στήν ψυχή ὡς χάρη θεώσεως. Τά δεσμά τοῦ ἐδῶ καί τώρα σπάζουν μόνο κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς αἰώνιας ἀλήθειας.

Καῖμε ὅ,τι ἔχει ἀξία, ὀμορφιά καί ζωή. Ὅ,τι ἔχει χρόνο μέσα του καί διάρκεια. Καῖμε τά δάση, καῖμε τίς περιουσίες μας, καῖμε τίς αἰώνιες ἀξίες μέ τούς νόμους, καῖμε τίς παραδόσεις μας (ἀποποινικοποίηση τῆς μοιχείας, νομιμοποίηση τῶν ἀμβλώσεων κ.λπ.). Τώρα θέλουμε νά καῖμε καί τά σώματά μας. Ὅταν κάψουμε τήν ὑπόμνηση τῆς αἰώνιας προοπτικῆς καί τοῦ θανάτου μας, θά ἔχουμε προσδώσει στό τοπίο τῆς ζωῆς μας τήν εἰκόνα πού ἀντικρύζουμε μπροστά σέ ἕνα καμμένο δάσος. Ἡ Ἐκκλησία δυσκολεύεται νά ἐνταχθεῖ σέ μιά τέτοια λογική.

Πνεύμονες τῆς ζωῆς εἶναι τά δάση. Πνεύμονες τῆς ψυχῆς εἶναι τά λείψανα. Στά μοναστήρια μποροῦμε νά συναντήσουμε τήν πεμπτουσία τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως. Τά κεντρικά τους σημεῖα, ἐκεῖ πού διαφυλάσσεται ὁ πνευματικός θησαυρός τους εἶναι τό ἱερό θυσιαστήριο, οἱ λειψανοθῆκες καί τό ὀστεοφυλάκιο. Στό πρῶτο ἐπιτελεῖται τό μυστήριο-προσφέρεται ὁ Θεός, - ἀπό τό δεύτερο προχέεται ἡ χάρις τῶν ἁγίων- προβάλλει ἡ Ἐκκλησία- καί τό τρίτο ἀποτελεῖ τό Πανεπιστήμιο τῆς ἐν Χριστῷ φιλοσοφίας, τό ἐργαστήριο τῆς μνήμης τοῦ θανάτου -ἀναδύει τό πρόσωπο. Καί τά τρία ἔχουν λείψανα. Καί τά τρία δέν θά ὑπῆρχαν, ἄν ἡ Ἐκκλησία υἱοθετοῦσε τήν καύση τῶν νεκρῶν της. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀπορρίψει τήν παράδοσή της, δέν μπορεῖ νά προσδώσει τήν ἐμπειρία καί τήν πίστη της· ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά κάψει τά σπλάγχνα καί νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό της.
πηγή

Τετάρτη, Μαρτίου 05, 2014

Ἡ πίστη εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς

Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς  Νικόλαος




Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια μὲ πλησίασε κάποιος νεαρὸς φοιτητής. Μὲ πολλὴ διστακτικότητα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἔνταση τοῦ ἀπαιτητικοῦ ἀναζητητῆ, μοῦ δήλωσε ὅτι εἶναι ἄθεος, ποὺ ὅμως θὰ ἤθελε πολὺ νὰ πιστέψει, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Χρόνια προσπαθοῦσε καὶ ἀναζητοῦσε, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα.

Συνομίλησε μὲ καθηγητὲς καὶ μορφωμένους, ἀλλὰ δὲν ἱκανοποιήθηκε ἡ δίψα του γιὰ κάτι σοβαρό. Ἄκουσε γιὰ μένα καὶ ἀποφάσισε νὰ μοιρασθεῖ μαζὶ μου τὴν ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη του. Μοῦ ζήτησε μιὰ ἐπιστημονικὴ ἀπόδειξη περὶ ὑπάρξεως Θεοῦ.

"Ξέρεις ὁλοκληρώματα ἤ διαφορικὲς ἐξισώσεις;" τὸν ρώτησα.

"Δυστυχῶς ὄχι", μοῦ ἀπαντᾷ, "εἶμαι τῆς Φιλοσοφικῆς".

"Κρῖμα, διότι ἤξερα μία τέτοια ἀπόδειξη" εἶπα ἐμφανῶς ἀστειευόμενος.

Ἔνιωσε ἀμήχανα καὶ κάπως σιώπησε γιὰ λίγο.

"Κοίταξε", τοῦ λέω, "συγνώμη ποὺ σὲ πείραξα λιγάκι. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἐξίσωση οὔτε μαθηματικὴ ἀπόδειξη. Ἂν ἦταν κάτι τέτοιο, τότε ὅλοι οἱ μορφωμένοι θὰ τὸν πίστευαν. Νὰ ξέρεις, ἀλλιῶς προσεγγίζεται ὁ Θεός. Ἔχεις πάει ποτὲ στὸ Ἅγιον Ὄρος; Ἔχεις συναντήσει ποτὲ κανένα ἀσκητή;"

"Ὄχι πάτερ, ἀλλὰ σκέπτομαι νὰ πάω, ἔχω ἀκούσει τόσα πολλά! Ἄν μοῦ πεῖτε, μπορῶ νὰ πάω καὶ αὔριο. Ξέρετε κανένα μορφωμένο νὰ πάω νὰ συναντήσω;"

"Τί προτιμᾶς; Μορφωμένο ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ζαλίσει ἤ ἅγιο ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ξυπνήσει;"

"Προτιμῶ τὸν μορφωμένο. Τοὺς φοβᾶμαι τοὺς ἁγίους"

"Ἡ πίστη εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς. Γιὰ δοκίμασε μὲ κανένα ἅγιο. Πῶς σὲ λένε;" ρωτῶ.

"Γαβριήλ", μοῦ ἀπαντᾷ.

Τὸν ἔστειλα σὲ ἕναν ἀσκητή. Τοῦ περιέγραψα τὸν τρόπο πρόσβασης καί τοῦ ἔδωσα τὶς δέουσες ὁδηγίες. Κάναμε καὶ ἕνα σχεδιάγραμμα.

"Θὰ πᾷς", τοῦ εἶπα, "καὶ θὰ ρωτήσεις τὸ ἴδιο πρᾶγμα: Εἶμαι ἄθεος, θὰ τοῦ πεῖς, καὶ θέλω νὰ πιστεύσω. Θέλω μιὰ ἀπόδειξη περὶ ὑπάρξεως Θεοῦ"

"Φοβᾶμαι, νρέπομαι", μοῦ ἀπαντᾷ.

"Γιατί ντρέπεσαι καὶ φοβᾶσαι τὸν ἅγιο καὶ δὲν ντρέπεσαι καὶ φοβᾶσαι ἐμένα;", ρωτῶ. "Πήγαινε ἁπλὰ καὶ ζήτα τὸ ἴδιο πρᾶγμα".

Σὲ λίγες μέρες, πῆγε καὶ βρῆκε τὸν ἀσκητὴ νὰ συζητάει μὲ κάποιον νέο στὴν αὐλή του. Στὴν ἀπέναντι μεριὰ περίμεναν ἄλλοι τέσσερις καθισμένοι σὲ κάτι κούτσουρα. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς καὶ ὁ Γαβριὴλ βρῆκε δειλὰ τὴ θέση του. Δὲν πέρασαν περισσότερα ἀπὸ δέκα λεπτὰ καὶ ἡ συνομιλία τοῦ γέροντα μὲ τὸν νεαρὸ τελείωσε.

"Τί γίνεστε, παιδιά;" ρωτάει. "Ἔχετε πάρει κανένα λουκουμάκι; Ἔχετε πιεῖ λίγο νεράκι;"

"Εὐχαριστοῦμε, γέροντα", ἀπήντησαν μὲ συγκαταβατικὴ κοσμικὴ εὐγένεια.

"Ἔλα ἐδῶ", λέγει ἀπευθυνόμενος στὸν Γαβριὴλ καὶ ξεχωρίζοντάς τον ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους. "Θὰ φέρω ἐγὼ νερό, πᾶρε ἐσὺ τὸ κουτὶ αὐτὸ μὲ τὰ λουκούμια. Καὶ ἔλα πιὸ κοντὰ νὰ σοῦ πῶ ἕνα μυστικό: Καλὰ νὰ εἶναι κανεὶς ἄθεος, ἀλλὰ νὰ ἔχει ὄνομα ἀγγέλου καὶ νὰ εἶναι ἄθεος; Αὐτὸ πρώτη φορὰ μᾶς συμβαίνει".

Ὁ φίλος μας κόντεψε νὰ πάθει ἔμφραγμα ἀπὸ τὸν ἀποκαλυπτικὸ αἰφνιδιασμό. Ποῦ ἐγνώρισε τὸ ὄνομά του; Ποιὸς τοῦ ἀποκάλυψε τὸ πρόβλημά του; Τί τελικὰ ἤθελε νὰ τοῦ πεῖ ὁ γέροντας;

"Πάτερ, μπορῶ νὰ σᾶς μιλήσω λίγο;", μόλις ποὺ μπόρεσε νὰ ψελλίσει.

"Κοίταξε, τώρα σουρουπώνει, πᾶρε τὸ λουκούμι, πιὲς καὶ λίγο νεράκι καὶ πήγαινε στὸ πιὸ κοντινὸ μοναστῆρι νὰ διανυκτερεύσεις"

"Πάτερ μου, θέλω νὰ μιλήσουμε, δὲν γίνεται;"

"Τί νὰ ποῦμε ρὲ παλικάρι; γιὰ ποιὸν λόγο ἦλθες;"

"Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἔνιωσα ἀμέσως νὰ ἀνοίγει ἡ ἀναπνοή μου", ἀφηγεῖται, "ἡ καρδιά μου νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ πίστη, ὁ μέσα μου κόσμος νὰ θερμαίνεται, οἱ ἀπορίες μου νὰ λύνονται χωρὶς κανένα λογικὸ ἐπιχείρημα, δίχως καμιὰ συζήτηση, χωρὶς τὴν ὕπαρξη μιᾶς ξεκάθαρης ἀπάντησης.

Γκρεμίσθηκαν μέσα μου αὐτομάτως ὅλα τὰ ἄν, τὰ γιατί, τὰ μήπως καὶ ἔμεινε μόνο τὸ πῶς καὶ τὸ τί ἀπὸ δῶ καὶ ἐμπρὸς"

Ὅ,τι δὲν τοῦ ἔδωσε ἡ σκέψη τῶν μορφωμένων τοῦ τὸ χάρισε ὁ εὐγενικὸς ὑπαινιγμὸς ἑνὸς ἁγίου, ἀποφοίτου μόλις τῆς τετάρτης τάξης τοῦ δημοτικοῦ. Οἱ ἅγιοι εἶναι πολὺ διακριτικοί. Σοῦ κάνουν τὴν ἐγχείρηση χωρὶς ἀναισθησία καὶ δὲν πονᾷς. Σοῦ κάνουν τὴν μεταμόσχευση χωρὶς νὰ σοῦ ἀνοίξουν τὴν κοιλιά. Σὲ ἀνεβάζουν σὲ δυσπρόσιτες κορυφὲς δίχως τὶς σκάλες τῆς κοσμικῆς λογικῆς. Σοῦ φυτεύουν τὴν πίστη, χωρὶς νὰ σοῦ
κουράσουν τὸ μυαλό...

πηγή

Κυριακή, Μαρτίου 02, 2014

Εγκύκλιος Μητροπολίτου Μεσογαίας Νικολάου για την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή



Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀποτελεῖ τὴν περίοδο τῶν πνευματικῶν εὐκαιριῶν καὶ προσδοκιῶν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν περιμένουμε ὅλο τὸν χρόνο μὲ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ δίψα, αὐτὰ τὰ ἀπροσδιόριστα πολλὲς φορὲς ὄνειρα, ποὺ ὅμως εἶναι τόσο βαθειά, γιατί ὑπόσχεται ὁ Θεὸς μεγάλα καὶ γιὰ αὐτὴν τὴν περίοδο, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴ ζωή μας. Ὁ σκοπός μας εἶναι νὰ ἀνεβεῖ ἡ ψυχή μας στὸν οὐρανό, νὰ γίνουμε οὐράνιοι ἄνθρωποι. Οἱ μέρες αὐτὲς ποὺ ξανοίγονται μπροστά μας μᾶς παρέχουν αὐτὴ τὴν δυνατότητα μέσα ἀπὸ τὸν αγῶνα τῆς μετανοίας. Ἂς δοῦμε λοιπὸν μερικὰ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει αὐτὸς ὁ ἀγῶνας μας.
   Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ συγχώρηση. Εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἀγάπης, ἡ αἴσθηση τῆς κοινωνίας, τὸ ὅτι εἴμαστε ὅλοι καὶ μαζί, ὁμονοοῦντες καὶ ὁμοφρονοῦντες σὲ αὐτὴν τὴν πορεία, σὲ αὐτὴν τὴν ἐπιδίωξη, σὲ αὐτὴν τὴν προσδοκία τῶν εὐλογιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἀφήνουμε τὸν δικό μας χῶρο καὶ μπαίνουμε στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ ὅπου χωροῦν ὅλοι καὶ ὅπου δέν μᾶς ξεχωρίζει τίποτε.

   Τὸ δεύτερο εἶναι ὄχι μόνο νὰ μποῦμε στὸν χῶρο του Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ μποῦμε στὸν χρόνο τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ποὺ ὁ Θεὸς πλέον κυριαρχεῖ, ἐκεῖ ποὺ δὲν παίζουν ρόλο τὰ κοσμικὰ γεγονότα, ἐκεῖ ποὺ καὶ ἡ δική μας προσωπικὴ ἱστορία ἔχει τὴν σημασία της ἀλλὰ ἐκφυλίζεται -ἂν μποροῦμε νὰ ποῦμε- μπροστὰ στὸ πῶς ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ.
   Τὸ τρίτο χαρακτηριστικὸ εἶναι ἡ προθυμία στὴν ἐργασία τῶν ἀρετῶν, αὐτῶν τῶν ἀρετῶν ποὺ χρειάζεται στὴν παροῦσα κατάσταση ἡ δική μας ψυχή. Ἂς ἐπικεντρωθεῖ ὁ κάθε ἕνας στὴν ἐργασία τῶν δικῶν του ἀρετῶν, αὐτῶν οἱ ὁποῖες θὰ τὸν ἀπελευθερώσουν τὸν ἴδιο, αὐτῶν ποὺ ἀποτελοῦν τὰ δικά του παράθυρα ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ μποῦν οἱ ἀχτίδες τῆς θεϊκῆς παρουσίας.
   Ὑπάρχει καὶ ἕνα τέταρτο. Εἶναι ἡ προσδοκία καὶ ἡ προετοιμασία γιὰ τοὺς πειρασμούς. Σὲ αὐτὴν τὴν περίοδο τῶν ὑψηλῶν στόχων, τῶν μεγάλων πόθων, τῶν σπανίων καὶ μοναδικῶν εὐλογιῶν δὲν θὰ ἦταν καθόλου παράξενο νὰ βρεθοῦμε μέσα σὲ πειρασμούς, ἀπροσδόκητους, ποὺ δὲν μπορούσαμε ἐκ τῶν προτέρων νὰ τοὺς φανταστοῦμε. Τί μεγάλη παρακαταθήκη εἶναι αὐτὴ ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὴν πάλη κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ποικίλων πειρασμῶν, ὄχι μόνο κατὰ τῶν παθῶν, ποὺ ὁ κάθε ἕνας μας ἔχει νὰ διεξαγάγει!
   Μπαίνουμε λοιπὸν στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ συγχωρούμεθα. Μπαίνουμε στὸν χρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ ἡσυχάζουμε. Ἐργαζόμαστε τὶς ἀρετὲς μὲ προθυμία καὶ φιλότιμο. Ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τοὺς πειρασμοὺς καὶ προσευχόμεθα καὶ ζοῦμε τὰ σημεῖα τῆς θεϊκῆς βοηθείας.
   Ἂς ξεκινήσουμε λοιπὸν τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ μὲ αὐτὰ τὰ ὑπέρμετρα ἐσωτερικὰ αἰσθήματα, αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ ὑπερβολὴ καὶ στὴν ἀγάπη μας καὶ στὸν πόθο μας καὶ στὸ φιλότιμό μας καὶ στὴν προσδοκία τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσουμε ὅλοι μαζὶ στὸ τέλος αὐτῆς τῆς περιόδου νὰ ἀπολαύσουμε ὑπερβολικὰ καὶ τὰ δῶρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου τὰ ὁποῖα δὲν φυλάσσονται γιὰ τοὺς ἀγγέλους, ἀλλὰ προσφέρονται μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὸν κάθε πιστὸ καὶ συνεπῶς στὸν κάθε ἕναν ἀπὸ ἐμᾶς.
   Εὔχομαι σὲ ὅλους νὰ δώσει ὁ Θεὸς καλὴ καὶ εὐλογημένη καὶ παραγωγικὴ καὶ καρποφόρα καὶ χαρούμενη καὶ μὲ πλούσια συγκομιδὴ Μεγάλη πραγματικὰ Τεσσαρακοστή, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ ἑβδομάδες νὰ γίνουμε μέτοχοι και τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἀμήν.
M. Tεσσαρακοστὴ 2014  

Κυριακή, Φεβρουαρίου 02, 2014

Στα αναπάντητα «γιατί» του πόνου...

Η «ευλογία» του πόνου
Ευλογημένα «γιατί»! Τα καθαγίασε ο Ίδιος ο Χριστός στο σταυρό: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες;». Θεέ μου, γιατί μου το έκανες αυτό; Τι σου έκανα; Δεν είμαι ο Υιός σου; Το ίδιο ακριβώς ερώτημα με το δικό μου και έμεινε και αυτό αναπάντητο. Έμεινε αναπάντητο στα φαινόμενα. Τα γεγονότα όμως φανέρωσαν την απάντηση.


Τέτοια πολλά «γιατί» βγήκαν και από το στόμα του πολύαθλου Ιώβ ή τη γραφίδα του τραυματισμένου Δαυίδ, δύο ανθρώπων που οι τραγικοί θάνατοι των παιδιών τους σφράγισαν το πέρασμά τους από την ιστορία και που μας παρουσιάζονται συχνά ως τα μοναδικά πρότυπα πίστης, εγκαρτέρησης και υπομονής.

Το ερώτημα αυτό το απευθύνουμε στο Θεό, το λέμε στον εαυτό μας, το επαναλαμβάνουμε στους ανθρώπους που νιώθουμε ότι ιδιαίτερα μας αγαπούν. Το λέμε κυρίως για να εκφράσουμε το μέσα μας, το λέμε όμως και προσδοκώντας το χάδι μιας απάντησης. Ποιος όμως μπορεί να δώσει μια απάντηση; Ακόμη κι αν την ξέρει, ποιος μπορεί να μας την πει;

Λέγει ο Μέγας Βασίλειος προς πενθούντα πατέρα ότι ο πόνος κάνει τον άνθρωπο τόσο ευαίσθητο, ώστε μοιάζει με το μάτι που δεν ανέχεται ούτε το φτερό. Και η πιο τρυφερή κίνηση αυξάνει τον πόνο του πονεμένου. Και η πιο διακριτική αναλογία δεν αντέχεται. Ο λόγος που εκφέρεται ως λογικό επιχείρημα ενοχλεί αβάσταχτα. Μόνο το δάκρυ, η κοινωνία της απορίας, η σιωπή, η εσωτερική προσευχή θα μπορούσαν να ανακουφίσουν τον πόνο, να φωτίσουν το σκοτάδι ή να γεννήσουν μια μικρή ελπίδα. Ο πόνος γεννά αλήθεια, συμπόνια, κοινωνία.

Ο πόνος γεννά αλήθεια, συμπόνια, κοινωνία
Ο πόνος δεν ξυπνάει μόνο εμάς, αλλά γεννάει και την αγάπη στους γύρω μας. Προσπαθούν να μπουν στη θέση μας. Αγωνίζονται στον καιρό της ασφάλειάς τους να μοιρασθούν τα πιο ανεπιθύμητα γιʼ αυτούς δικά μας αισθήματα. Και το κάνουν. Ο πόνος γεννά την υπομονή μας, ταυτόχρονα όμως γεννά και τον εξ αγάπης σύνδεσμο με τους αδελφούς μας. Ο πόνος γεννά την αλήθεια. Η συμπόνια των άλλων τη φυτεύει στη δική μας καρδιά. Εκεί διακριτικά κρύβεται και η απάντηση.

Έτσι γεννιέται στην καρδιά η παρηγοριά, της οποίας η γλύκα και η ανακούφιση είναι πολύ εντονότερες ως εμπειρίες από το βάρος του πόνου. Η απάντηση γεννιέται μέσα μας.

Η απάντηση γεννιέται μέσα μας
Δυο γονείς, μας λέγουν οι επιστήμονες, μπορούν να κάνουν άπειρα διαφορετικά παιδιά. Όσο διαφέρουν οι φυσιογνωμίες μας, άλλο τόσο και παραπάνω ποικίλουν οι εκφράσεις του εσωτερικού κόσμου μας. Το ίδιο και οι απαντήσεις στα μεγάλα αυτά ερωτήματα. Αν ένας τρίτος μας δώσει τη μία «σωστή» δήθεν απάντησή του, θα καταστρέψει την ποικιλία και την προσωπικότητα των δικών μας απαντήσεων- των ιερών απαντήσεων που για τον καθένα μας επιφυλάσσει ο Θεός. Η υποτιθέμενη σοφία του όποιου σοφού θα συντρίψει την αλήθεια και την ελευθερία του Θεού μέσα μας.

Το μεγάλο λάθος είναι να περιμένουμε την απάντηση απʼ έξω μας, από τους άλλους. Ποιος σοφός; Ποιος φιλόσοφος; Ποιος ασφαλισμένος στην ορθότητα των επιχειρημάτων του ιερέας γνωρίζει την απάντηση των τόσο προσωπικών μας «γιατί»; Η απάντηση μπορεί να ανιχνευθεί μόνο μέσα μας. Όχι στις ανάλογες δήθεν περιπτώσεις, ούτε σε βαρύγδουπα βιβλία, ούτε σε συνταγές παρηγοριάς και σοφίας. Η απάντηση δεν υπάρχει κάπου, δεν την ξέρει κάποιος. Η απάντηση γεννιέται μέσα μας. Η δική μας απάντηση είναι το δώρο του Θεού.

Ο πόνος μάς βγάζει από τα ανθρώπινα μέτρα
Τελικά αυτά τα «γιατί» δεν έχουν τις απαντήσεις που η φτώχεια και η αδυναμία μας περιμένει. Στη λογική αυτή συνήθως παραμένουν αναπάντητα. Γιʼ αυτό και ο Χριστός για τον θάνατο δεν είπε παρά ελάχιστα. Απλά ο Ίδιος τον επέλεξε και πόνεσε όσο κανένας άλλος. Και όταν αναστήθηκε, το στόμα Του έβγαλε περισσότερη πνοή και λιγότερα λόγια. Δεν είπε τίποτε για τη ζωή και θάνατο -μόνο προφήτευσε το μαρτύριο του Πέτρου.

Ο πόνος δεν απαντιέται με επιχειρήματα. Ούτε η αδικία και ο θάνατος αντιμετωπίζονται με τη λογική. Τα προβλήματα αυτά λύνονται με το εμφύσημα και την πνοή που μόνο ο Θεός δίνει. Λύνονται με το Άγιο Πνεύμα. Ξεπερνιούνται με την ταπεινή αποδοχή του θελήματος του Θεού, που είναι τόσο αληθινό αλλά συνήθως και τόσο ακατανόητο.

Στο διάβα της, η δοκιμασία συνοδεύεται από το σφυροκόπημα των αναπάντητων ερωτημάτων. Κι εμείς, γαντζωμένοι στα «μήπως», στα «γιατί», στα «αν», συντηρούμε τις ελπίδες και αντέχουμε την επιβίωση σε αυτό τον κόσμο, προσδοκώντας κάτι σίγουρο ή κάτι σταθερό. Αυτό όμως συνήθως δεν εντοπίζεται στην προτεινόμενη από μας λύση, αλλά επικεντρώνεται στην απροσδόκητη, υπέρλογη θεϊκή παρηγοριά. Κάθε προσπάθεια αντικατάστασής της με ανθρώπινα υποκατάστατα αδικεί εμάς τους ίδιους. Κάθε περιορισμός στην ασφυκτική θηλιά των ορθολογιστικών απαντήσεων μας παγιδεύει βαθύτερα στο δράμα μας. Στον διάλογο με τον πόνο, την αδικία και το θάνατο είμαστε υποχρεωμένοι να βγούμε από τα ανθρώπινα μέτρα. Αυτή είναι όχι μόνο η έξοδος από τη δοκιμασία αλλά και η ευεργεσία της.

Μητροπολίτης Μεσογαίας κ. Λαυρεωτικής Νικόλαος, Άνθρωπος μεθόριος: Από τα αναπάντητα διλήμματα στα περάσματα της «άλλης λογικής», εκδ. «Εν πλω», σ. 27-33

πηγή

Κυριακή, Ιανουαρίου 26, 2014

''Το θέλημα του Θεού'' στη ζωή μας


  Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου

Το θέλημα του Θεού αποτελεί έκφραση της αγίας βουλήσεώς Του. Ο Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». 

Θέλημά Του είναι η σωτηρία μας και η επίγνωση της αλήθειας Του. 

Οι εντολές και η τήρησή τους, (ή τουλάχιστον η επιθυμία μας να ζήσουμε το πνεύμα των εντολών Του Θεού) προσδιορίζουν το άγιο θέλημά Του και χαρίζουν τον απαραίτητο για την επίγνωση της αληθείας Του φωτισμό.

Είναι βέβαια αλήθεια ότι η ζωή μας ξεδιπλώνεται μέσα από διλήμματα...
ευκαιρίες και δυνατότητες, οι οποίες προκαλούν ιδιαίτερα την ελευθερία μας, κι ακόμα μέσα από επιλογές που συχνά μας υποχρεώνουν να παλινδρομούμε μεταξύ της έκφρασης του δικού μας θελήματος και της αναγνώρισης του δικού Του. 

Ο Θεός όμως, δεν λειτουργεί σαν γραμμική εξίσωση με μία λύση, διότι τότε θα έφτιαχνε ανθρώπους χωρίς ελευθερία. 

Ο Θεός για κάθε άνθρωπο, για κάθε περίσταση, για κάθε στιγμή προσφέρει ως θέλημά Του άπειρες δυνατότητες, που όλες όμως εκφράζουν την βούλησή Του.

Γι ‘ αυτό και το θέλημα του Θεού δεν μοιάζει με το εγωιστικό δικό μας.

Δεν υπάρχει για να δεσμεύει την ελευθερία μας, αλλά για να την ενεργοποιεί και να την ζωντανεύει.Το ένα θέλημά μας καταργεί την ελευθερία μας και την υποδουλώνει στον εγωισμό μας. Τα άπειρα θελήματα του Θεού μας βοηθούν να ανακαλύψουμε την ελευθερία ως ύψιστο δώρο.

Η υποταγή και η ταύτιση της βούλησής μας στη βούληση του Θεού, φωτίζει το νου, γεννά την απόφαση και αναδεικνύει το πρόσωπο. 

Υπάρχει μία θαυμάσια μονολόγιστη προσευχή που εκφράζει αυτό το φρόνημα:

«Κύριε, ποίησόν με οἷον θέλεις, ὡς θέλεις, κἄν θέλω, κἄν μή θέλω.»

Αν η καρδιά ενός ανθρώπου μπορεί να προσεύχεται με αυτόν τον τρόπο, είναι δυνατόν να διερωτάται ποιο είναι το θέλημα του Θεού; Ο Θεός έχει άπειρα θελήματα που τα προσφέρει στον καθένα μας ως ευκαιρίες και δυνατότητες. Όταν εμείς ταυτιστούμε με την βούληση Του, τότε διακρίνουμε το ένα που μπορούμε να επιλέξουμε και ξεκάθαρα να αποφασίσουμε.

Η κοσμική ηθική, η ηθική των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, στηριζόταν στην υποταγή της φύσεως στην βούληση του ανθρώπου.

Αντίθετα, η πνευματική ηθική βασίζεται, στην υποταγή της ανθρώπινης βούλησης στην βούληση του Θεού. Το πρώτο γεννά εγωισμό ενώ το δεύτερο ταπείνωση που προσελκύει τη χάρι του Θεού. Έτσι, υποτάσσεται όλος ο άνθρωπος- ψυχή και σώμα, φύση και πνεύμα- στη χάρι Του.

 Έτσι γίνεται «θείας κοινωνός φύσεως» και «γνωσθείς υπό Θεού».
 Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου ~ Άνθρωπος μεθόριος
Από τα αναπάντητα διλήμματα στα περάσματα της "άλλης λογικής" Εκδόσεις Εν πλω
 

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 25, 2013

Μητροπολιτης Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ «Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον!

«Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον!
οὐρανὸν τὸ Σπήλαιον, θρόνον Χερουβικόν τὴν Παρθένον,
τὴν φάτνην χωρίον ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρnτος, Χριστὸς ὁ Θεός,
ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν»
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Μὲ τὰ λόγια ποὺ μόλις διαβάσαμε, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία διὰ τοῦ θεοφθόγγου στόματος τοῦ Ὑμνογράφου τῶν Χριστουγέννων ἀντικρύζει τὸ γεγονὸς τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως καὶ τὸ ὁμολογεῖ ὡς παράξενο μυστήριο, ἀσύνηθες καὶ μοναδικὸ.
Καὶ πράγματι τὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεὲμ μεταμορφώνεται σὲ οὐρανό, ἡ ταπεινὴ φάτνη γίνεται τόπος φιλοξενίας τοῦ ἀχώρητου Θεοῦ, ἡ Παναγία Παρθένος ἀποδεικνύεται θρόνος ὑποβασταζόμενος ὑπὸ τῶν ἀγγελικῶν χερουβικῶν δυνάμεων.
Τὸ ταπεινὸ Βρέφος ποὺ προσκυνοῦμε δὲν εἶναι ἕνα μικρὸ παιδάκι ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ παντέλειος Θεός.
Τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζουμε δὲν εἶναι μία ἁπλῆ συνήθης γέννηση, ἀλλὰ ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Θεὸς ἐνδύεται τὴν ἀνθρώπινη φύση, εἰσέρχεται στὴν ἱστορία καὶ ζεῖ ἀνάμεσά μας• «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη».
Πραγματικὸ μυστήριο! Μέγα ὄντως καὶ παράδοξο! Τὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, τὸ ὁμολογεῖ ἡ θεολογία μας, τὸ μαρτυρεῖ ἡ πίστη μας• «ὁ ἀχώρητος παντὶ πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρὸς πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός;»
Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἄυλος Θεὸς νὰ λαμβάνει σάρκα, ὁ αἰώνιος Δημιουργὸς νὰ ἀποκτᾶ χρονικότητα, ὁ ἀχώρητος νὰ χωρεῖ μέσα στὰ περιορισμένα ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ τῆς κοσμικῆς κτίσεως.
Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο μυστήριο. Δίπλα σ’ αὐτὸ λάμπει τὸ μυστήριο τῆς Θεοτόκου, τὸ σημεῖο τῆς ἐκ Παρθένου Γεννήσεως τοῦ Κυρίου.
Ὁ Κύριος γεννᾶται μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἀπὸ Παρθένο Μητέρα, ὄχι ἐκ σπέρματος ἀνδρός. Εἶναι «ἀπάτωρ ἐκ Μητρὸς καὶ ἀμήτωρ ἐκ Πατρός». Δηλαδή, δὲν ἔχει πατέρα ὡς ἄνθρωπος, ὅπως δὲν ἔχει καὶ μητέρα ὡς Θεός.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ὑμνογράφος ἱστάμενος ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου ὁμολογεῖ ὅτι «ῥᾷον σιωπή», δηλαδὴ εἶναι προτιμότερη ἡ σιωπή, καθὼς ἡ γλῶσσα ἀδυνατεῖ νὰ περιγράψει τὸ ὄντως ἀπερίγραπτο μυστήριο.
Ἡ αἴσθηση ὅμως τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς εὐλογημένης ἀπορίας δὲν σταματᾶ ἐδῶ. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θεολογικὸ γεγονὸς τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σημεῖο τῆς ἐκ Παρθένου Γεννήσεως, τὸ μυστήριο ἐκφράζεται καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο, τὸν τόπο, τὶς συνθῆκες καὶ τοὺς ὅρους μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἐνδύεται τὴν ἀνθρώπινη σάρκα.
Λέγει πάλι ὁ ἐμπνευσμένος ὑμνoγράφος γιὰ τοὺς μάγους ὅτι αὐτὸ ποὺ τοὺς κατέπληξε δὲν εἶναι οἱ θρόνοι καὶ τὰ σκῆπτρα ἑνὸς ἐπιγείου βασιλέως, ἀλλὰ ἡ ἔσχατη πτωχεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ: «Τί γὰρ εὐτελέστερον σπηλαίου; τί δὲ ταπεινότερον σπαργάνων;».
Καὶ ἐδῶ γεννᾶται ἡ νέα ἀπορία: Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ λανθάνει, νὰ κρύβεται, μέσα σὲ μιὰ τέτοια ὑπερβολὴ κενώσεως; Νὰ γεννᾶται κάτω ἀπὸ τὶς πλέον ταπεινὲς συνθῆκες ποὺ μπορεῖ νὰ γεννηθεῖ ἄνθρωπος; Γιατί κατὰ τὸν ἐρχομό Του, ἀντὶ νὰ φανερώνει, Αὐτὸς νὰ κρύβει τὴ δόξα Του;
«Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα τὸν Ἀδὰμ θεὸν ἀπεργάσηται», ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ νὰ καταστήσει κατὰ χάριν θεὸν τὸν ἄνθρωπο.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως• τὸ νὰ γίνει ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὁ καθένας μας χριστόμορφος, θεόμορφος, δηλαδὴ μὲ χαρακτηριστικὰ τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν τέταρτη αἰτία τοῦ μυστηρίου.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, προσεγγίζοντας τὸ μέγα μυστήριο τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως ἀφ’ ἑνός, καὶ ρίχνοντας μιὰ ματιὰ στὸν πεπτωκότα κόσμο καὶ στὴν ἀλήθεια τῆς στιγματισμένης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινης φύσεως ἀφ’ ἑτέρου, διερωτᾶται κανεὶς τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ πραγματικότητά μας μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ;
Πόσοι ἀπὸ μᾶς τοὺς βαπτισμένους χριστιανούς, τοὺς πιστοὺς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ζοῦμε τὸ πνεῦμα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων καὶ διατηροῦμε στὶς ψυχές μας τὸν πόθο μιᾶς τέτοιας θεϊκῆς προοπτικῆς ἢ ἔστω τὴν πίστη σὲ αὐτὸν τὸν προορισμό μας;
Καὶ ὅμως ἡ ἑορτὴ ἀνακυκλώνεται κατ’ ἔτος γιὰ νὰ μᾶς ἐμπνεύσει πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση. Εὐχή μου λοιπὸν καὶ φέτος εἶναι νὰ ἀναβαπτισθοῦμε στὸ φρόνημα καὶ τὸ πνεῦμα τῆς προοπτικῆς μιᾶς ζωῆς γεμάτης ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς χάριτος τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ καὶ Λόγου, ἐμπνευσμένης ἀπὸ τὸν ἱερὸ πόθο τῆς θεϊκῆς προοπτικῆς μας καὶ ἔτσι νὰ προσδοκοῦμε καὶ τὴν ἐπὶ γῆς εἰρήνη Του στὸν κατὰ τὰ ἄλλα ἀποστατημένο κόσμο μας.
Καιρὸς νὰ ξεκολλήσει ὁ νοῦς μας ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου μας καὶ νὰ μετατεθεῖ πρὸς τὴν ἀληθινὴ ζωή μας. Μόνον ἔτσι ἡ ἀσφυξία τοῦ πτωτικοῦ μας κόσμου καὶ τὸ παραλήρημα τῆς ὑφισταμένης κρίσεως θὰ βροῦν τὴ θέση ποὺ τοὺς ἁρμόζει.
Μόνον ἔτσι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θὰ καταλάβουμε ποιὰ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ποιὸ τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ποιὸς ὁ προορισμὸς μας, ποιὰ ἡ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ ποιὰ ἡ στέρεη ἐλπίδα.
Σᾶς εὔχομαι
«ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΠΑΝΕΥΦΡΟΣΥΝΑ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΜΕΝΑ!»
«ΚΑΛΗ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΧΡΟΝΙΑ!»
Μετὰ πολλῆς τῆς ἐν Χριστῷ Ἐνανθρωπήσαντι ἀγάπης,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...