Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Πατρών Χρυσόστομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Πατρών Χρυσόστομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2014

Λόγος εἰς τὴν ἀνακομιδὴν λειψάνων π. Γερβασίου - Μητροπολίτης Πατρῶν Χρυσόστομος







«Καί τήν ράβδον... λαβέ ἐν τῇ χειρί σου καί πορεύσῃ... καί πατάξεις τήν πέτραν, καί ἐξελεύσεται ἐξ αὐτῆς ὕδωρ, καί πίεται ὁ λαός» (Ἐξοδ. 17, 5-6).
Δοξολογίαν ἀναπέμπομε σήμερον πρός τόν Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος ἐχάρισε στόν Ὀρθόδοξο Λαό του, ἄνδρα πλήρη πνεύματος καί χάριτος οὐρανίου, ὅστις ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις ἔλαμψεν ὡς ἀστήρ καί λύχνος ἐπί τήν λυχνίαν τῆς τοῦ Κυρίου φωτοφόρου Καθέδρας, τῆς μιᾶς δηλαδή, ἁγίας, καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς του Ἐκκλησίας.

Γονυπετεῖς προσκυνοῦμε τόν Τάφο, τήν Ἁγία Κάρα καί τόν Σταυρό τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς τῶν Πατρέων Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε ἐνταῦθα ἐξ ἄλλης Βησθαΐδά, τῆς ἁγιοτόκου δηλονότι γῆς τῆς Ἀρκαδίας, τόν μιμητή τῶν Ἀποστόλων, Γερβάσιον τόν ἀοίδιμο τοῦ Κυρίου θεράποντα.

Χρέος ἱερό καί καθῆκον ἅγιο ἐκπληροῦμε σήμερον πρός τόν στοργικό πατέρα καί διδασκάλο, τόν ἐπί δεκαετίας πνευματικῶς γεωργήσαντα καί ἱεραποστολικῶς κλεΐσαντα καί πνευματικῶς τόν Ἱερόν Ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου ἐν Πάτραις, ὑπέρ τοῦ ὁποίου πολλά ἐμόγησεν.

Τιμή ἀποδίδομε πρός τόν ἁπλοῦν καί σεμνό, τόν μαθητή τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, τόν λιτό καί ἀσκητικό, τόν γλυκύ καί αὐστηρό, τόν ἀκριβῆ τηρητήν τῶν Ἀποστολικῶν καί Ἑλληνορθόδοξων παραδόσεων, τόν ἐμπνευσμένο, τόν πρωτοποριακό καί ρηξικέλευθο ἀναγεννητή τῆς αὐστηρᾶς καί ἁγίας λειτουργικῆς μας παραδόσεως, τόν γενναῖο καί ταλαντοῦχο πνευματικό, ὁ ὁποῖος συνεκίνει μέ τήν ἁπλουστάτη παρουσία του καί ἐνέπνεε μέ τήν πυρφόρο μορφή του.

Εὐγνωμοσύνη προσφέρομε πρός τόν ποικίλοις χαρίσμασι κεκοσμημένον, τόν ὡς ἥλιον λάμψαντα καί τήν γῆν τῶν Πατρῶν οὐρανώσαντα, τόν τάς ψυχάς πυρί τοῦ πνεύματος φλογίσαντα καί τάς καρδίας τῇ δρόσῳ τῇ οὐρανίῳ δροσίσαντα, τόν ἀνάργυρο, τόν ἀκτήμονα πλήν ὅμως μέγα ἐλεήμονα, τόν ἐπίγειον ἄγγελο καί θερμουργό λειτουργό τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, τόν μύστη τοῦ Λόγου, τόν φλογερό καί ἀσυμβίβαστο ἱεροκήρυκα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου σύνθημα ἀγωνιστικό ἦτο τό λόγιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, «τόν γάρ ἄρχοντα παντός λαμπτῆρος λαμπρότερον εἶναι δεῖ καί βίον ἔχειν ἀκηλίδωτον, ὥστε πάντας πρός ἐκεῖνον ὁρᾷν καί πρός τόν αὐτοῦ βίον τόν οἰκεῖον χαρακτηρίζειν» (Ὁμιλία εἰς τήν Πρός Τιμόθ. PG 62. 547)

Εὐχαριστίαν ἐκ βάθους καρδίας ἐκφράζομε πρός τόν ζηλωτή πρεσβύτερο, τόν ἱδρυτή τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων ἐν Ἑλλάδι, τόν παπά τῆς φτωχολογιᾶς, τόν προστάτη τῶν προσφύγων, τόν ἐν καιροῖς δυσχειμέροις πρωτοσύγκελλο καί πρωτέκδικο τοῦ μεγάλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσάνθου, τόν κατ’ ἴχνος τόν Χριστό ἀκολουθήσαντα, τόν γενναῖον τῇ ψυχῇ, τόν ἰσχυρόν τῷ φρονήματι, τόν τῇ πίστει ἀκλόνητον, τόν ἀνεπανάληπτο ἱερουργό τῶν τοῦ Θεοῦ ἱερῶν Μυστηρίων, τόν ἱδρυτή τῆς Ἀναπλαστικῆς Σχολῆς Πατρῶν, τῆς Σχολῆς Βιοτεχνίας καί Χειροτεχνίας, τῆς Σχολῆς Ἀναλφαβήτων ἐν Πάτραις, νηπιαγωγείου, παιδικῶν κατασκηνώσεων κλπ. (πρωτοποριακές κινήσεις γιά τήν ἐποχή του), μέγαν εὐεργέτη τῆς πόλεως καί τῆς κοινωνίας τῶν Πατρῶν.

Πάντες εὐλαβῶς ὑποκλινόμεθα ἐνώπιον τοῦ γνησίου Ἕλληνος Ὀρθοδόξου Κληρικοῦ, «εἰς τήν καρδίαν τοῦ ὁποίου ἤσκει μεγίστην γοητείαν ἡ Ἑλληνική Πατρίς, ὥστε νά προσληφθῇ κατόπιν αἰτήσεώς του κατά τήν θρυλικήν ἐξόρμησιν τοῦ 1912-13, ὡς ἐθελοντής στρατιωτικός Ἱερεύς εἰς τήν στρατιάν τῶν Εὐζώνων. Καί ἠγωνίσθη πορευόμενος μετά τῶν ἀετοπόδων αὐτῶν τέκνων τῆς Ἑλλάδος, ἀνερχόμενος εἰς δυσπροσίτους ὀροσειράς καί εἰς πολυνέκρους συγκρούσεις, τρέχων πολλάκις εἰς τήν πρώτην γραμμήν τοῦ πυρός, διά νά προσφέρῃ τάς ὑπηρεσίας του —Θείαν Μετάληψιν, ἱεράν ἐξομολόγησιν— εἴς τινα ἑτοιμοθάνατον εὔζωνον» (Μητροπολίτης πρώην Ὕδρας Ἱερόθεος Τσαντίλης).

Γόνυ ψυχῆς καί σώματος κλίνωμεν ἐνώπιον τοῦ πεπυρωμένου θείῳ ἔρωτι ἡγιασμένου Γέροντος, διά τόν ὁποῖον ἰσχύουν κατά πάντα οἱ λόγοι τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ συγγραφέως τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος θέλει τόν Ἱερέα:

α) Πατέρα,

β) Διδάσκαλον,

γ) Ἰατρόν, καί

δ) Κυβερνήτην.

Ὂντως ὁ π. Γερβάσιος ἀνεδείχθη Πατήρ, ὁ ὁποῖος ἠγάπησεν ὑπερβαλλόντως τά τέκνα του καί ἠγωνίσθη προκειμένου νά τά προστατεύσῃ ἐκ τῶν προβατοσχήμων λύκων, τῶν αἱρετικῶν δηλαδή καί τῆς μανίας τοῦ πολεμήτορος ἐχθροῦ.

Ὡς πατήρ ἐχρησιμοποίησε ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς του ἐν ἀγάπῃ, αὐστηρότητι παιδαγωγικῇ καί δικαιοσύνῃ. «Ὁ Ἱερεύς βιώνει ἕνα μαρτύριο, καθ’ ὅτι διά τῆς λειτουργικῆς προσευχῆς ὑπέρ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, βυθίζεται στόν ὠκεανό τόν ἀνθρωπίνων παθημάτων» (Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σελ. 253).

Ἐπόνεσε ὁ π. Γερβάσιος καί ἔκλαυσε μέ τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων, τούς ἐστήριξε στήν ἀδυναμία καί στήν ταλαιπωρία τους, στήν ἀνεργία, στήν ἀνέχεια, ἀλλά καί χάρηκε ὁλόψυχα στήν χαρά τους. Ἄκουσε ἐπί ὧρες τίς ἀγωνίες τῶν νέων, ξενύχτησε προσευχόμενος γι’ αὐτούς. Γι’ αὐτό καί σήμερα τά ἄκγονα αὐτοῦ τοῦ Λαοῦ τοῦ προσφέρουν τά ἀντίδωρα τῆς υἱϊκῆς τους ἀγάπης.

Τί νά εἴπωμε περί τῆς ἰδιότητός του ὡς διδασκάλου τῶν ὑπό Θεοῦ ἀποκεκαλυμμένων ἀληθειῶν; Ὁ τρόπος του γλυκύς, πειστικός καί ὁ λόγος του τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν, συγκλονιστικός, ἀποφασιστικός, ἐπαναστατικός, μετάδοση φωτός καί πυρός, ἀφοῦ ἐγνώριζε πολύ καλά ὅτι ἡ πλέον οὐσιώδης ἀνάγκη τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς εἶναι ἡ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.

Ἀσπαζόμεθα σήμερον τά Λείψανα τοῦ σοφωτάτου πνευματικού ἰατροῦ, ὁ ὁποῖος ἐχρησιμοποίησε τά ἀπαραίτητα πνευματικά ἐπιθήματα κατά περίπτωση, ὥστε καί τόν πόνο νά ἁπαλύνῃ καί τό τραῦμα νά ἐπουλώνῃ καί τήν θεραπεία νά ἐπιφέρῃ.

Καταφιλοῦμε τά ἅγια χέρια, τοῦ στιβαροῦ οἰακοστρόφου τῆς Ἱερᾶς Νηός, τήν ὁποία ὡδήγησε εἰς εὐδίους λιμένας.

Κλῆρος καί Λαός, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, ἐπαναλαμβάνομε ὅ,τι ἠκούσθη μυριόστομο ἐν Πάτραις, κατά τήν ὥρα τῆς ἐξοδίου Ἀκολουθίας του, πρό πεντήκοντα ἐτῶν, ἐν τῷ Ἱερῷ καί πανσέπτῳ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου Ναῷ: «Ἅγιος! Ἅγιος! Ἅγιος!». Ὡς ἅγιος τιμᾶται στή συνείδηση Κλήρου καί Λαοῦ.
Ἀλήθεια ἀδελφοί μου, αὐτά δέν εἶναι τά στοιχεῖα που συνθέτουν τήν ζωή ἑνός ἁγίου; Ἡ ζέουσα πίστη δηλαδή, ἡ θυσιαστική ἀγάπη, ἡ προσευχή, ἡ βιωματική ἐμπειρία, τό ἐνάρετον, συνελόντ’ εἰπεῖν, κατά πάντα τοῦ ἤθους του καί τῆς πολιτείας του; Ἀκόμη, ἡ μαρτυρία τοῦ Λαοῦ, ἀλλά καί ἡ θεοσημία, ἀφοῦ Κύριος ὁ Θεός ηὐδόκησε νά φανῇ ὁ τύπος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐντός κορμοῦ δένδρου (ὁ πρῶτος καί μοναδικός ἀχειροποίητος Σταυρός πού πανορθοδόξως προσκυνεῖται), τό ὁποῖο ἐφύτευσε ὁ μακαριστός Γέροντας στόν χῶρο τῆς παιδικῆς ἐξοχῆς τοῦ Προφήτου Ἠλιού Πατρῶν;

Περί τῆς ἁγιότητος τοῦ μεγάλου πνευματικοῦ διδασκάλου καί ὁδηγοῦ τοῦ Λαοῦ τῆς Ἀποστολικῆς πόλεως τῶν Πατρῶν μαρτυρεῖ καί ἡ δοκιμασία, πού προσετέθη ἐκ τῆς συκοφαντίας τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι πλανηθέντες ὑπό τοῦ διαβόλου ὡδήγησαν τόν ἀοίδιμον π. Γερβάσιον εἰς ὀδύνην τήν ὁποίαν ἐν εὐχαριστίᾳ πρός τόν Θεόν καί ἐν γαλήνῃ ψυχῆς διεξῆλθε. Ἀλλά πάντα ταῦτα, διά νά λάμψῃ περισσότερον ἡ ἀλήθεια καί νά φωτισθῇ ἔτι πλέον ἡ προσωπικότης καί τό ἔργον τοῦ ἀοιδίμου ἱεραποστολικοῦ ἀνδρός, καί νά δειχθῇ ἡ μεγάλη ἀγάπη καί τιμή τοῦ Λαοῦ πρός αὐτόν. Ἐξ ἄλλου «ὁ γευθείς πνεύματος Χριστοῦ δέν δύναται νά ἀποφύγῃ τήν συνάντησιν μετά τοῦ ὠκεανοῦ τῶν θλίψεων καί τῶν δυστυχιῶν. Οὗτος συμμετέχει εἰς τήν προσευχήν τοῦ Κυρίου, ὅστις ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τό ὑπόδειγμα’ (Ἰω. ιγ’ 15)»(Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σελ. 367).

Ὁ π. Γερβάσιος ὑπῆρξε διωκόμενος ἐκ τῆς νηπιακῆς αὐτοῦ ἡλικίας, πρῶτον ὑπό τῆς δυστρόπου μητρυιᾶς του. Διώκεται ἀκόμη ἀπό τήν πτωχεία, τήν στέρηση,τήν γυμνότητα. Διατρέχει πεζοπορῶν τήν ἀπόσταση ἀπό τήν Γορτυνία ἕως τήν Μονή Ταξιαρχῶν Αἰγιαλείας, ὅπου στό ἐκεῖ Σχολαρχεῖο διαπρέπει ὡς μαθητής, καί διά τοῦτο φθονεῖται, συκοφαντεῖται δεινῶς καί διώκεται. Δεδιωγμένος φθάνει στήν Μονή Γηροκομείου Πατρῶν, προστατευόμενος ὑπό τοῦ συντοπίτου του λαμπροῦ Ἱεράρχου Ἱεροθέου (τοῦ Μητροπούλου). Ἀλλά καί αὐτός φεύγει γιά τόν οὐρανό ἐνωρίς πρός μεγίστην ὀδύνη τοῦ νεαροῦ τότε Γεωργίου (Ἔτσι ἦτο τό κατά κόσμον ὄνομά του). Ὅταν ἀργότερα, Ἱερομόναχος πλέον, ὁ π. Γερβάσιος τοποθετεῖται Ἡγούμενος τῆς ἰδίας Μονῆς, ἐπιχειρεῖται ὑπό τῶν «παλαιοκαλογήρων» δολοφονική ἀπόπειρα ἐναντίον του καί ἀναγκάζεται νά κατέλθῃ καί αὐτοῦ τοῦ θρόνου, γιά νά φθάσῃ στά Προσφυγικά τῶν Πατρῶν, στόν τόπο τῶν διωγμένων μαρτυρικῶν ἀδελφῶν μας ἀπό τά Μικρασιατικά παράλια, ὥστε νά γίνῃ γι’ αὐτούς, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς Πατρινούς, ὁ λατρεμένος «Παπούλης».

Δέν εἶναι τῆς παρούσης νά ἀναφέρωμε ἄλλα στοιχεῖα, τά ὁποῖα συνθέτουν τήν ὁλοφώτεινη προσωπικότητα τοῦ π. Γερβασίου καί τά ὁποῖα ἐν καιρῷ τῷ δέοντι θά ἴδουν τῆς δημοσιότητος τό φῶς.

Θα περιορισθῶ μόνον σέ δύο περιστατικά, τά οποῖα μαρτυροῦν περί τῆς ἁγιότητος τοῦ ἀοιδίμου πατρός.

1. Ἦτο μεσημέρι καί ὁ Γέροντας εὐλόγησε τήν τράπεζα στήν κατασκήνωση.

Τήν ὥρα τοῦ γεύματος, ὁ Παπούλης πετάχθηκε ἀναστατωμένος καί ἀναφώνησε: «Μιά ψυχή χάνεται!». Χωρίς νά πῇ σέ κανένα τίποτε ἄλλο, ἔφυγε βιαστικά, ἔτσι ὅπως ἦτο μέ τό ἀντερί καί τόν σκοῦφο του, καί μετέβη μέ τά πόδια σέ κάποιο σπίτι στήν περιοχή τῶν Μποζαϊτίκων, ὅπου διέμενε ἀνάπηρη κοπέλα.

Ὅταν εἰσῆλθε, βρέθηκε μπροστά σέ σκηνή συγκλονιστική. Ἡ ἀσθενής ἐπιχειροῦσε νά κόψῃ τίς φλέβες τῶν χεριῶν της, προκειμένου νά θέσῃ τέρμα στή ζωή της. Τῆς λέγει ὁ π. Γερβάσιος: «Τί σοῦ ἔκανα παιδάκι μου καί μέ ἔφερες, γέρο ἄνθρωπο, μέσα στό μεσημέρι ἐδῶ κάτω; Ἔχεις τό φωτοστέφανο στό κεφάλι σου καί πᾶς νά τά χάσῃς ὅλα;»

Τότε κατενόησε ἡ ἀσθενής τό λάθος της καί μέ δάκρυα στά μάτια ζήτησε συγγνώμη ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τόν Γέροντα. Ἐπέστρεψε χαρούμενος στήν κατασκήνωση καί εἶπε: «Δόξα τῷ Θεῷ! Μιά ψυχή σώθηκε!».

2. Ἦταν παραμονή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’70. Στήν κατασκήνωση τῶν κοριτσιῶν στά Συχαινά ἀρχηγός ἦταν ἡ ἀείμνηστη Αἰκατερίνη Ἀνδρικοπούλου. Παρά τίς προσπάθειες τῶν ὑπευθύνων, δέν βρισκόταν Ἱερέας νά λειτουργήσῃ γιά τά παιδιά τήν ἑπόμενη ἡμέρα, πού ἦταν μεγάλη ἑορτή. Οὔτε γιά πρόσφορο ἐφρόντισαν. Ἐξάλλου, τί νά τό ἔκαναν; Στενοχωρημένες ἔπεσαν γιά ὕπνο, ἀφοῦ προσκύνησαν γεμάτες παράπονο τόν τάφο τοῦ Γέροντα. Τό πρωί τούς ξύπνησε ὁ κτύπος τῆς καμπάνας τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Πετάχτηκαν ξαφνιασμένες. Ποιός χτυπᾶ τήν καμπάνα; Ἔσπευσαν στήν Ἐκκλησία, ὅπου ἔκπληκτες βλέπουν τόν ἐνάρετο ἀείμνηστο Ἱερέα, π. Νικόλαο Κογιώνη, νά στέκεται ἐκεῖ καί νά περιμένῃ. «Πάτερ ποιός σᾶς εἶπε νά ἔλθετε σήμερα νά λειτουργήσετε, ἀλλά καί ποιός σᾶς ἄνοιξε τήν κλειδωμένη πόρτα τῆς Κατασκήνωσης;» «Ὁ Παπούλης, ὁ π. Γερβάσιος, ἐμφανίστηκε σέ μένα καί μέ κάλεσε νά λειτουργήσω γιά τά παιδιά του. Ὁ ἴδιος μου ἄνοιξε τήν πόρτα», ἀποκρίθηκε ὁ π. Νικόλαος. «Πάτερ, δέν ἔχουμε πρόσφορο», εἶπαν τό ἴδιο ἀπορημένες. «Θά φροντίσῃ καί γι’ αὐτό ὁ Παπούλης», εἶπε καί πάλι ὁ εὐλαβέστατος Ἱερεύς. Καί πράγματι. Μιά γυναίκα κατηφορίζει ἀπό τήν πύλη πρός τήν Ἐκκλησία, κρατῶντας σέ καθαρή πετσέτα τό πρόσφορό της. «Κυρία μου, ποῦ ἔμαθες ὅτι ἔχουμε Ἐκκλησιασμό καί πῶς ἦρθες τόσο πρωί;», τήν ρώτησαν. «Ξεκίνησα νά πάω τό πρόσφορό μου, πρωί-πρωί στόν Ἅγιο Νικόλαο τῶν Συχαινῶν γιά νά προλάβω τήν Προσκομιδή. Ἀλλά στόν δρόμο ἕνας γέροντας παπάς μέ σταμάτησε καί μοῦ εἶπε: “Κόρη μου, ποῦ πᾶς; Στόν Ἅγιο Νικόλαο ἔχει ὁ παπάς πρόσφορα. Νά τό πᾶς στήν Κατασκήνωση, γιά νά λειτουργήσουν”, μοῦ εἶπε καί ἐξαφανίστηκε. Ἔτσι ἦλθα». «Ποιός ἦταν ὁ παπάς;» Ἡ ἀπάντηση εἶναι φανερή.

Ἐπιτελοῦμε σήμερον ἀκόμη χρέος ἱερό καί πρός τόν μακαριστό Μητροπολίτη Ὕδρας Ἱερόθεο τόν Πατρέα, πνευματικό τέκνο καί ἀνάστημα τοῦ π. Γερβασίου, ὁ ὁποῖος πρό τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του, πολλάκις παρεκάλεσε τήν ἐλαχιστότητά μας διά τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων «τοῦ ἀοιδίμου καί ἐν ἁγίοις ἀναπαυομένου», ὡς ἔλεγε χαρακτηριστικά, π. Γερβασίου.

Μάλιστα, μέχρι θαυμαστῆς λεπτομερείας, ἔδωσε ὁδηγίας περί τοῦ πρακτέου, ἅμα τῇ συμπληρώσει πεντήκοντα ἐτῶν ἀπό τῆς πρός Κύριον ἐκδημίας τοῦ Γέροντος καί Διδασκάλου τῶν Πατρῶν.

Δέος συνέχει τήν καρδία μου, ὅταν ἀναμιμνήσκωμαι τῶν λόγων τοῦ μακαριστοῦ καί λαμπροῦ, τοῦ πολυεδρικοῦ ἀδάμαντος, Μητροπολίτου Ὕδρας Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος τήν τελευταίαν φορά τῆς συναντήσεώς μας, μοῦ εἶπε χαρακτηριστικά: «Εἶναι ἐπιθυμία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γερβασίου νά γίνῃ ἡ ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων του, ὑπό συντοπίτου του Ἀρχιερέως».

Εἶμαι δέ ἐξόχως συγκλονισμένος, διότι κατά τρόπον παράδοξο, οἱ ἐργασθέντες κατά τήν προεργασία διά τά τῆς ἀνακομιδῆς τεχνίτες, ἀκόμη καί ὁ βοηθός των, ἕλκουν τήν καταγωγήν των ἐξ Ἀρκαδίας, ἀπ’ ὅπου καί ὁ μακαριστός π. Γερβάσιος.

Ἀκόμη χρέος ἐπιτελοῦμε ἔναντι τοῦ μακαρία τῇ λήξει γενομένου, Ἱεράρχου Μαντινείας καί Κυνουρίας Θεοκλήτου, του χειροτονήσαντος ἡμᾶς Διάκονον καί Πρεσβύτερον, ὅστις μέ συμμαρτυρίαν τοῦ π. Γερβασίου εἰσῆλθεν εἰς τάς τάξεις τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, καί ὁ ὁποῖος ἔχων ἐπί τοῦ Γραφείου του τήν φωτογραφία τοῦ μακαρίου Γερβασίου καί τήν εἰκόνα τοῦ θαυμαστῶς ἐντός τοῦ κορμοῦ τοῦ πεύκου φανέντος τύπου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὑπεδείκνυε ὁδόν ἀρίστη, ἐκείνη τήν ὁποίαν ἐβάδισε ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων κλεινός Γερβάσιος.

Πρό πάντων δέ καθῆκον ὀφειλόμενο πρός τόν Πατραϊκό Λαό, καί μάλιστα πρός τά πνευματικά τέκνα του Γέροντος, τῶν ὁποίων πόθος διακαής ἔκαιε τά ἐσώτατά τῆς καρδίας των, ὅπως πραγματοποιηθῇ ἡ ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων τοῦ πολυσεβάστου καί ὡς ἁγίου ὑπ’ αὐτῶν τιμωμένου διδασκάλου των, καί ἀξιωθοῦν νά ἀσπασθοῦν τά ἱερά ὀστέα του, τά ὁποῖα ἡγιάσθησαν ἐκ τῶν ποικίλων πνευματικῶν καί σωματικῶν ἀγώνων του ὑπέρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.

Ἀοίδιμε Γέροντα, τήν ἡμέρα τῆς ἐξόδου σου ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου, τά πνευματικά σου τέκνα «ἔπιπτον προσκυνητῶς πρό τοῦ σκηνώματός σου, ἔχοντος ἐστολισμένον τό πρόσωπον διά τήν τελικήν πορείαν. Ἠσπάζοντο χεῖρας καί πόδας, κλαίοντες καί ζητοῦντες τήν πολυπόθητον εὐχήν σου» (Μητροπ. Ὕδρας Ἱερόθεος).

Σήμερον πλῆθος τῶν ἐκγόνων σου, Κλῆρος καί Λαός, προσπίπτουσι καί πάλιν προσκυνητῶς πρό τῶν ἱερῶν Λειψάνων σου, καί ραίνουν μέ δάκρυα καί μύρα καί ρόδα τά ἡγιασμένα ὀστέα σου, καί λιτανεύοντες αὐτά ἐπί τῶν ὤμων ὡς θησαυρόν πολύτιμο καί ἀειλαμπῆ, ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει ἱκετεύουσί σε:

«Ὡς παρρησίαν ἔχων πρός Θεόν, ἱκέτευε Χριστόν τόν ἀγαθόν, καί ταῖς σαῖς θερμαῖς πρεσβείαις τῶν κινδύνων καί περιστάσεων φύλαττε, ἱερώτατε πατήρ ἡμῶν Γερβάσιε.

Δεήθητι ὑπέρ τοῦ Ἐπισκόπου τῆς πόλεως ταύτης, τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, τοῦ φιλοθέου καί φιλαγίου Λαοῦ, ὑπέρ τῶν ἀρνίων σου τῶν ἠγαπημένων, ὡς χαρακτηριστικά ἀποκαλοῦσες τά παιδιά καί τούς νέους».

Ἡμεῖς πάντες τόν Θεόν δοξάζοντες τόν σέ δοξάσαντα, χρεωστικῶς ὕμνους ἐκ καρδίας πλέκομεν καί προσφέρομέν σοι, τῷ ἀοιδίμῳ καί γεραρῷ, διδασκάλῳ καί πατρί:

«Χαίροις Ἀρκαδίας θεῖος βλαστός, χαίροις Ἐκκλησίας ἱερώτατος θησαυρός, χαίροις τῶν Πατρέων διδάσκαλος ὁ θεῖος, Γερβάσιε θεόφρον σκέπε τά τέκνα σου».

Κυριακή, Ιουνίου 29, 2014

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ π. ΓΕΡΒΑΣΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. Χρυσοστόμου

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ π. ΓΕΡΒΑΣΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ

Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. Χρυσοστόμου
Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται ἐφέτος ἀπό τίς 30 Ἰουνίου 1964, ὅταν ἄφησε τόν μάταιο τοῦτο κόσμο ὁ ἀοίδιμος διδάσκαλος καί πνευματικός πατέρας τῶν Πατρῶν, Ἀρχιμανδρίτης π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, ἡ ὁσιακή μορφή τοῦ ὁποίου παραμένει ζωντανή στίς καρδιές τῶν εὐσεβῶν Πατρέων, καί ἔτσι πιστεύομε θά παραμένῃ, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.
Σύμπας τότε ὁ Πατραϊκός Λαός, μέ δάκρυα στά μάτια καί μέ τά ἄνθη τῆς εὐγνωμοσύνης του, προέπεμψε στήν αἰωνιότητα μέ ὕμνους καί ᾠδές πνευματικές, ἀπό τόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τῆς πόλεώς μας, τόν ἀκάματο ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου, τόν διαπρύσιο κήρυκα τῶν ἱερῶν ἀληθειῶν, τόν θερμουργό καί ζηλωτή κληρικό, πού ἀνεμόρφωσε πνευματικά τόν τόπο καί ἐγλύκανε μέ τήν ἁγία παρουσία του καί τούς πατρικούς του λόγους τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων.
Κλῆρος καί Λαός, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων, συνώδευσαν στήν τελευταία ἐπί γῆς κατοικία του, τόν καλό ποιμένα, τόν ἀνεπανάληπτο πνευματικό, τόν ἀπαστράπτοντα ἀδάμαντα, τόν ἀκάματο, μαχητικό καί ἐνάρετο, ἀγωνιστή κληρικό, τόν πλουτιστή τῶν πενήτων, τῶν ὀρφανῶν τόν προστάτη, τόν ὁδηγό τῶν νηπίων, «τῶν ἀρνίων τοῦ Χριστοῦ», ὅπως συνήθιζε νά τά ἀποκαλῇ ὁ ἴδιος, τόν ὁραματιστή κοινωνικό ἐργάτη, τόν εὐγενῆ, τόν σεμνό, τόν ἁπλοῦν καί ἀνεξίκακο Λειτουργό τοῦ Ὑψίστου.
Πενήντα χρόνια μετά, Κυριακή 29 Ἰουνίου 2014, ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, 
ὅλοι θά εἴμαστε ἐκεῖ, στόν τάφο πού φυλάσσει τά Λείψανα τοῦ π. Γερβασίου. Στίς 5:30 τό ἀπόγευμα, θά τελέσωμε
τόν Ἑσπερινό στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, στίς Κατασκηνώσεις τῆς Ἀναπλαστικῆς Σχολῆς στά Συχαινά, πού ὁ ἴδιος ὁ ἀοίδιμος Γέροντας ἵδρυσε, καί ἐν συνεχείᾳ μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐχή τοῦ μακαριστοῦ καί πολυσεβάστου πατρός, θά προβοῦμε στήν ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων του.
Τοῦτο εἶναι χρέος μας ἱερό πρός τόν ἡγιασμένο τοῦ Θεοῦ θεράποντα, τόν π. Γερβάσιο,
εἶναι ἀπότιση φόρου τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης πρός τόν μεγάλο αὐτό εὐεργέτη τῆς Πατραϊκῆς κοινωνίας.
Σᾶς καλῶ καί σᾶς προσκαλῶ ὅλους σέ αὐτή τήν εὐλογημένη τελετή καί ἁγία ὥρα, ὥστε νά ποῦμε 
γιά μία ἀκόμη φορά «εὐχαριστῶ» στόν π. Γερβάσιο καί νά ζητήσωμε τήν εὐχή του.
Τήν ἑπομένη ἡμέρα, Δευτέρα 30 Ἰουνίου, θά τελέσωμε τήν Θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς
τῶν Κατασκηνώσεων καί ἱερό μνημόσυνο ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ μακαριστοῦ καί ἁγίου Γέροντος.
Τό ἀπόγευμα τῆς ἰδίας ἡμέρας καί ὥρα 7:30, στόν ἴδιο χῶρο, θά τελεσθῇ Ἀρχιερατικός Ἑσπερινός
καί θά ἀκολουθήσῃ ἐκδήλωση ἀφιερωμένη στήν ζωή τοῦ π. Γερβασίου.
Πιστεύω ὅτι θά ἀκούσετε ὅλοι αὐτό τό σάλπισμα τῆς Ἐκκλησίας καί θά συναντηθοῦμε στόν χῶρο τῶν Κατασκηνώσεων τοῦ π. Γερβασίου, γιά νά ἀσπασθοῦμε τά ἡγιασμένα Λείψανά του.


Νά ἔχωμε τήν εὐχή του

Κυριακή, Απριλίου 13, 2014

ΚΑΘΩΣ ΕΤΟΙΜΑΖΟΜΑΣΤΕ ΝΑ ΕΟΡΤΑΣΩΜΕ ΤΟ ΠΑΣΧΑ Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ




Ἤδη εὑρισκόμεθα πρό τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καί τῆς κοσμοσωτηρίου ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Εἶναι σήμερα Κυριακή τῶν Βαΐων, κατά τήν ὁποία ἑορτάζομε τήν βαϊφόρο εἴσοδο τοῦ Κυρίου μας εἰς τήν Ἁγίαν Πόλιν. Ὁ πνευματικός ἀγώνας ὅλων ὅσοι ἀγωνίσθηκαν κατά τό διάστημα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, φθάνει στό κορύφωμά του. Οἱ καρδιές βιάζονται νά βρεθοῦν μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο Κύριο, γιά νά Τόν προσκυνήσουν καί ἐπείγονται νά Τόν ὑμνήσουν καί νά Τόν δοξάσουν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν.
Ἐπικοινωνῶ σήμερα μαζί σας, προκειμένου νά σᾶς εὐχηθῶ ἀπό καρδίας, νά τελειώσετε ἐν χαρᾷ τόν ἱερό ἀγῶνα σας καί νά ἀπολαύσετε τῆς Ἀναστασίμου εὐφροσύνης καί ἀγαλλιάσεως.
Πρός τούτοις ἐπιθυμῶ νά ἀναφερθῶ καί σέ κάποια θέματα, τά ὁποῖα πρέπει νά γνωρίζωμε καί νά ἐφαρμόζωμε, ὡς πιστά τέκνα τῆς Ἁγίας μας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα εἶναι ἡ μεγαλυτέρα καί λαμπροτέρα ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας μας. Πανηγυρίζουν τά ἐπίγεια καί τά ἐπουράνια καί τά πάντα πλημμυρίζουν ἀπό τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ καρδιές ὅλων τῶν ἐπί γῆς παροικούντων σκιρτοῦν ἀπό χαρά καί οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού εὑρίσκονται στόν Οὐρανό, ἀγάλλονται μετά τῶν Ἁγγέλων καί τῶν Ἁγίων τῶν ἀπ’ αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων. Κατ’ αὐτή τήν ἡμέρα πρέπει πάντες νά μετέχωμε τῆς ἱερᾶς καί Εὐχαριστιακῆς Τραπέζης, συγχορεύοντες μετά τῶν ὁρατῶν καί τῶν ἀοράτων κόσμων. 
Δυστυχῶς ὅμως συμβαίνουν κάποιες καταστάσεις, οἱ ὁποῖες πρέπει νά διορθωθοῦν.
· Πρῶτον. Ἐνῷ ὑπάρχει ἀθρόα προσέλευση τοῦ Λαοῦ στήν τελετή τῆς Ἀναστάσεως, καί τοῦτο προκαλεῖ μεγίστη χαρά, ὅμως μετά τήν λαμπρά αὐτή τελετή καί προτοῦ ἀρχίσῃ ἡ Ἀναστάσιμη Θεία Λειτουργία κάποιοι (καί ἀλλοίμονο, ὄχι λίγοι) ἐγκαταλείπουν τόν Ἀναστάντα Κύριο καί σπεύδουν στίς κοσμικές τράπεζες καί διασκεδάσεις. Τό ὀδυνηρότερο ὅμως εἶναι, ὅτι ἐγκαταλείπουν τόν Κύριο τήν ὥρα πού ὁ λειτουργός Ἱερεύς ψάλλει: «Ἀναστήτω ὁ Θεός, καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί αὐτοῦ, καί φυγέτωσαν ἀπό προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν». Τοῦτο εἶναι σχέδιο καί παγίδα τοῦ παμπονηροτάτου καί μισοκάλου διαβόλου, ὁ ὁποῖος χαίρεται, ὅταν φεύγουν οἱ πιστοί ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Καί σᾶς ἐρωτῶ, ἀδελφοί μου. Ὅσοι φεύγουν εἶναι ἐχθροί τοῦ Κυρίου μας; Μισοῦν τόν Ἰησοῦν Χριστό; Μή γένοιτο! Ὅμως παρασύρονται ἀπό μιά κακίστη καί ἁμαρτωλή συνήθεια, ἡ ὁποία ὡς λέπρα παρεισέφρησε καί ἐμόλυνε τά τελευταῖα χρόνια τήν ἐκκλησιαστική-πνευματική μας ζωή. Εἶναι μεγάλη ἁμαρτία τό νά φεύγωμε ἀπό τήν Ἐκκλησία μετά τό πρῶτο «Χριστός Ἀνέστη». 
Ἀγαπητοί μου, ὅσοι ἀναγινώσκετε αὐτό τό κείμενό μας, ἄς γίνετε κήρυκες καί στούς ἄλλους ἀδελφούς μας, ὥστε νά κατανοήσουν, ὅτι πρέπει νά παραμένουν ἐν χαρᾷ καί προσευχῇ στήν Πασχαλινή Θεία Λειτουργία, καί μετά νά πηγαίνουν μέ τήν χάρη τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας στό σπίτι τους, προκειμένου νά γευθοῦν καί τῆς ὑλικῆς τραπέζης.
Ἐνθυμεῖσθε, ἀδελφοί μου, τί εἶπε ὁ Κύριος μέ παράπονο στούς Μαθητάς του, ὅταν τούς βρῆκε νά κοιμοῦνται κατά τήν ὀδυνηρή ὥρα τῆς προσευχῆς στόν κῆπο τῶν Ἐλαιῶν: «Οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ’ ἐμοῦ;» (Ματθ. κστ’. 40). Δέν μπορέσατε γιά λίγο, νά ξαγρυπνήσετε μαζί μου;
Στό ἐρώτημα τοῦ Κυρίου μας πρός ἐκείνους πού φεύγουν ἀπό τήν Ἀναστάσιμη Λειτουργία, «Παιδιά μου, γιατί μέ ἐγκαταλείπετε; Δέν ἀντέχετε γιά λίγο, νά ἀγρυπνήσετε μαζί μου; Μήπως δέν ἀνέβηκα στόν Σταυρό γιά σᾶς; Μήπως δέν κατέβηκα στόν ᾅδη γιά σᾶς; Μήπως δέν ἀναστήθηκα γιά σᾶς;», τί θά ἀπαντήσουν ἄραγε;
Ἀδελφοί μου, ἄς πολεμήσωμε αὐτό τό κακό. Ἄς θεραπεύσωμε αὐτή τήν πληγή. Τό εὔχομαι ὁλοψύχως.
· Δεύτερον. Πολλοί ἀδελφοί μας πού προέπεμψαν στήν αἰωνιότητα ἀγαπημένα τους πρόσωπα,ἀρνοῦνται νά ἐκκλησιασθοῦν κατά τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, λέγοντας ὅτι οἱ «πενθοῦντες» δέν πρέπει νά μετέχουν σέ αὐτή τήν χαρμόσυνη ἑορτή. Τοῦτο εἶναι μεγάλη πλάνη, καί μόνο ὡς ἐφεύρεση τοῦ διαβόλου μποροῦμε νά τό θεωρήσωμε. Ἄν σέ κάθε ἑορτή πρέπει νά ἐκκλησιαζώμεθα, πόσο μᾶλλον κατά τήν ἁγία καί μεγάλη ἡμέρα τοῦ Πάσχα, κατά τήν ὁποία οἱ μεταστάντες ἀδελφοί μας, τά προσφιλῆ μας πρόσωπα πού εὑρίσκονται στόν Οὐρανό, συγχορεύουν καί συμπανηγυρίζουν μετά τῶν υἱῶν τῆς Ἀναστάσεως, τῶν Ἁγίων δηλαδή. Μήπως δέν ψάλλομε «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος»;
Τό Πάσχα εἶναι ἡ δική τους ἡμέρα καί μεῖς θά λείπωμε ἀπό τήν Ἐκκλησία;
Τό Πάσχα εἶναι ἡ δική τους ξεχωριστή ἑορτή καί μεῖς θά εἴμαστε κλεισμένοι στό σπίτι μας καί θά κλαίωμε, «καθώς οἱ λοιποί, οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα»; (Α’ Θεσ. δ’, 13).
Ὁ πατέρας μας, ἡ μητέρα μας, τό παιδί μας, ὁ ἀδελφός, ἡ ἀδελφή καί ὅποιος ἄλλος ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο αὐτό, θά εἶναι παρόντες στό Ἀναστάσιμο πανηγύρι, καί σύ τό παιδί τους, ἡ μάνα, ὁ πατέρας καί ὅποιος ἄλλος οἰκεῖος, θά ἀπουσιάζῃς καί θά εἶσαι μέσα στό σκότος τοῦ πένθους, τό ὁποῖο δέν ἔχει πιά χῶρο στίς καρδιές τῶν παιδιῶν τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ;
Ἐλᾶτε ὅλοι στήν Ἐκκλησία, ἀδελφοί μου. Ἐκεῖ, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας, ἐνώπιον τῆς ἱερᾶς, τῆς μακαρίας καί ἀθανάτου Τραπέζης, θά συναντήσωμε τά πολυαγαπημένα μας πρόσωπα πού εὑρίσκονται στήν ἀγκαλιά τοῦ Οὐρανίου Πατρός καί θά ψάλωμε τήν ἐπινίκιο ᾠδή στόν νικητή τοῦ θανάτου, τόν Ἀναστάντα Κύριό μας.
· Τρίτον. Θά ἀναφερθῶ σέ ἕνα ἄλλο πολύ σημαντικό ζήτημα. Κατά τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος,καί κυρίως κατά τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, σέ πολλά μέρη, σέ πόλεις καί κυρίως στά χωριά, ὑπάρχει δυστυχῶς ἡ κακή συνήθεια τῶν βεγγαλικῶν καί τῶν κροτίδων. Εἶναι μιά ξένη πρός τήν Ὀρθόδοξη πίστη μας συνήθεια, πού πολλάκις καταντᾶ ἐπικίνδυνη, ἀφοῦ δυστυχῶς κάθε χρόνο σέ κάποια μέρη θρηνοῦμε θύματα. Πολλοί συνάνθρωποί μας καί ἰδίως (τί κρίμα!) μικρά παιδιά, τραυματίζονται ἐπικίνδυνα ἤ ἀκρωτηριάζονται.
Πρόκειται γιά μιά συνήθεια, πού σύν τοῖς ἄλλοις συνιστᾶ καί ἀσέβεια, ἀφοῦ ταράσσει τό κλῖμα τῆς εὐλαβείας καί τῆς προσευχῆς καί ἀποσπᾶ τήν προσοχή τῶν πιστῶν ἀπό τά τελούμενα.
Στήν προσπάθειά μας καί τόν ἀγῶνα μας νά ἐξυγιάνωμε τήν λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό τέτοιες παρεκκλίσεις, καλοῦμε ἅπαντας νά ἑορτάσουν τό Πάσχα μέ σύνεση, ἡσυχία, προσευχή καί κατάνυξη, ὥστε νά ἀπολαύσωμε τῆς οὐρανίου χαρᾶς καί Ἀναστασίμου εὐφροσύνης.
Προστατέψτε τά παιδιά σας, τά παιδιά μας, ἀπό τόν παραπάνω κίνδυνο. Μή τά ἐνθαρρύνετε σέ ἀνοίκειους καί ἐπικίνδυνους «ἑορτασμούς». 
Πιστεύω, ὅτι ἡ φωνή τοῦ Ἐπισκόπου σας, πού βγαίνει ἀπό τήν ἀγαπῶσα ὅλους καρδία του, θά ἀκουσθῇ καί θά ἔχωμε ὅλοι μας τήν χαρά νά συνεορτάσωμε τό Πάσχα μετά τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων.
Παιδιά μου εὐλογημένα, μέ αὐτές τίς σκέψεις σᾶς εὔχομαι ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μου,
Καλή Μεγάλη Ἑβδομάδα, καλό πνευματικό ἀγῶνα 
καί καλή Ἀνάσταση.


Δευτέρα, Μαρτίου 24, 2014

25 ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΟῩ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ (Πρός ἀσεβοῦντας στή μνήμη τῶν ἡρώων καί μαρτύρων τοῦ 1821)Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ


25 ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΟῩ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ
(Πρός ἀσεβοῦντας στή μνήμη τῶν ἡρώων
καί μαρτύρων τοῦ 1821)
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν
                                                                            κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
            Καθώς γιορτάζομε σήμερα τήν μεγάλη διπλή καί λαμπρή γιορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, στεκόμαστε μέ δέος ἐνώπιον τῆς κενώσεως τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σαρκώνεται, γίνεται δηλαδή ἂνθρωπος, «ἵνα τόν ἄνθρωπον θεόν ἀπεργάσηται».
            Ἀλλά στεκόμαστε καί μέ συγκλονισμό ψυχῆς μπροστά στό μεγαλεῖο τοῦ Γένους μας καί τίς ἡρωικές θυσίες, τούς ἀγῶνες καί τά μαρτύρια ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν στόν βωμό τῆς ἐλευθερίας τῆς Ὀρθοδόξου Πατρίδος μας.
            Μπορεῖ γιά τούς πολλούς οἱ ἐπέτειοι νά εἶναι ἁπλῶς κάποιες γιορτές, κάποια σημεῖα μέσα στό διάβα τοῦ χρόνου, χωρίς βαθύ καί οὐσιαστικό περιεχόμενο. Ἲσως γιά κάποιους τά γεγονότα νά ἔχασαν τήν πνευματική τους χροιά καί τό βαθύ τους νόημα, λόγῳ τῆς ἐκκοσμικεύσεως καί ἀπομακρύνσεως ἀπό τίς πνευματικές μας ρίζες. Ὅμως γιά μᾶς, αὐτές οἱ ἑορτές, σάν αὐτό τό χιλιοδοξασμένο πανηγύρι τῆς λευτεριᾶς, εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ὑπάρξεώς μας, εἶναι τό μεδούλι τῆς ζωῆς μας καί τό ὀξυγόνο τῆς πνευματικῆς μας πορείας.
            Ἀφοῦ ἀποτίσωμε φόρο τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης σέ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος καί ἔγιναν θυμίαμα πυρίκαυστο στό θυμιατήρι τοῦ Γένους,  γιά νά τελεσθῇ τό ἱερό Τρισάγιο, θά ἀναφερθοῦμε σέ κάποια στοιχεῖα, τά ὁποῖα θεωροῦμε ὅτι ἀποτελοῦν τόν βασικό κορμό τῶν ἱερῶν ὑπέρ τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος ἀγώνων. Τοῦτο τό πράττομε ἀφ’ ἑνός μέν γιά τήν ἀνάγκη τῆς διδαχῆς καί ἐπιστηρίξεως τῶν ἡμετέρων, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὡς ἀπάντηση σέ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι καιροφυλακτοῦν ὡς ἰοβόλες ἔχιδνες νά χύσουν τό πικρό τους δηλητήριο, κάθε φορά πού βρισκόμαστε μπροστά ἀπό τίς ἐθνικές μας ἐπετείους, συκοφαντῶντας τήν μαρτυρική καί αἱματοβαμμένη πορεία τοῦ Ἔθνους μας. (Κάθε χρόνο ἐπαναλαμβάνουν τά ἴδια, γελοῖα καί ἐμετικά φληναφήματά τους. Πέρυσι κάποιοι μέσω τηλεοπτικῶν σταθμῶν. Ἐφέτος ἄλλοι μέσω κατάπτυστων ἐπιστολῶν πρός  μαθητάς).
            Καί δέν λογαριάζουν οἱ δύστυχοι, ὅτι ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ ἀγῶνες καί οἱ θυσίες τῶν Πανελλήνων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, οὔτε ἐλεύθεροι θά ἦταν, σήμερα, οὔτε στά πόδια τους θά μποροῦσαν νά σταθοῦν, οὔτε λέξη νά ἀρθρώσουν, σάν αὐτές πού ἀσύστολα ἐκστομίζουν κάθε τόσο ἀπό τά ἰοβόλα χείλη τους.
            Ἀρχίζομε λοιπόν τήν διδαχή, ἀφοῦ αὐτό ἐπιτάσσει τό ἱερό μας χρέος ἔναντι τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος, τοῦ παρόντος, ἀλλά καί τοῦ μέλλοντος τῆς πατρίδος μας.
            Οἱ Ἕλληνες ἀγωνίστηκαν:
1. Ὑπέρ τῆς ἀμωμήτου καί Ὀρθοδόξου ἡμῶν Πίστεως. Ποτέ δέν ἔβαλαν καί τίποτε πάνω ἀπό τήν πίστη στόν ἀληθινό Θεό. Αὐτή ἡ πίστη τούς κράτησε τετρακόσια ὁλόκληρα χρόνια —καί σέ ἄλλες περιοχές, ὅπως στήν Μακεδονία μας λ.χ., ἀκόμη περισσότερα— ὄρθιους, ἀγέρωχους, μέ φρόνημα γενναῖο, μαχητικό καί ἐνθουσιαστικό. Τούς ὅπλισε μέ ὑπομονή καί θάρρος, ὥστε νά μή δειλιάζουν ἐνώπιον παντός κινδύνου, ἀφοῦ ἐγνώριζαν πολύ καλά ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁδίτης, ὁδοιπόρος δηλ. πρός τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
            Στρατιές ὁλόκληρες Νεομαρτύρων παρελαύνουν ἐνώπιόν μας, σέ μιά μαρτυρική πορεία πρός τήν Ἀνάσταση καί τήν δόξα. Καί εἶναι ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας καί κοινωνικῆς καταστάσεως. Ὅλοι τους ἀκολούθησαν τούς πρώτους Μάρτυρες τῆς ὀρθρινῆς περιόδου τῆς Ἐκκλησίας μας, ἑλκυσθέντες στόν ἱερό ἀγῶνα καί ἀπό τήν ἀγωνιστική φλόγα τοῦ μάρτυρα τελευταίου Αὐτοκράτορα καί γενναίου ὑπερασπιστοῦ τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων.
            Εἶναι Πατριάρχες, Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, Μοναχοί καί Μοναχές, νέοι καί νέες, παιδιά ἀμούστακα, γραμματισμένοι καί ἀγράμματοι. Ὅλοι τους σέρνουν τόν αἱματωμένο χορό ἐλευθερίας καί ἀνεβαίνουν στόν οὐρανό ὡς ἀκοίμητοι πρέσβεις πρός τόν Θεό ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικής Πατρίδος.
            Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσῃ ὅτι σειρά ὁλόκληρη Πατριαρχῶν σφαγιάσθηκαν ἤ ἀπαγχονίσθηκαν, πλειάς Ἀρχιερέων καί χιλιάδες ἂλλων κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν, ἔπεσαν ἀπό τά χέρια τῶν ἀπίστων τυράννων κατά τήν διάρκεια τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς; Τό μαρτυρεῖ ἡ κλειστή πύλη τοῦ Πατριαρχείου, ὁ Ζαχαρίας ἀπό τήν Ἄρτα, πού μαρτύρησε στήν πόλη τῶν Πατρῶν, οἱ παιδομάρτυρες Χριστόδουλος καί Ἀναστασία, ὁ Παῦλος ἀπό τό Σοπωτό, γιά νά μνημονεύσω τούς δικούς μας μάρτυρες ἐνδεικτικά, ἀλλά καί τόσοι ἄλλοι.
            Ποιός μπορεῖ νά μή γονατίσῃ μπροστά στόν ἡρωισμό τοῦ Ἀχαιοῦ (ἀπό τήν Ζουμπάτα Πατρῶν) Δέρκων Γρηγορίου καί τῶν ἄλλων Ἀρχιερέων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἤ στό δρᾶμα τῶν ἱερῶν σφαγίων, Ἀρχιερέων καί Προκρίτων τῆς φοβερῆς εἰρκτῆς τῆς Τριπολιτσᾶς; Ποιός δέν συγκλονίζεται μπροστά στόν μαχητικό ἐνθουσιασμό τοῦ Παπαφλέσσα, τόν οἶστρο τοῦ Ἐθνεγέρτου Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, τήν θυσία τοῦ Διάκου στήν Ἀλαμάνα, τοῦ Ἰωσήφ Ρωγῶν, τοῦ Σαλώνων Ἠσαΐα, τοῦ Σαμουήλ στό Κούγκι καί τόσων ἄλλων;  Αὐτόν τόν ὑπέρ τῆς Πίστεως ἱερό ἀγώνα τόν μαρτυρεῖ τό Ἅγιο Ποτήριο στήν Ἐπάνω Χρέπα, ἀπό τό ὁποῖο ἐκοινώνησαν ὁ Κολοκοτρώνης καί τά παλληκάρια του, λίγο πρίν τήν ἀπελευθέρωση τῆς Τριπολιτσᾶς, ἀνήμερα τοῦ Σταυροῦ, τό 1821. Πόσα ἄλλα περιστατικά θά μπορούσαμε νά ἀναφέρομε...!
2. Ὑπέρ τῆς Πατρίδος, τήν ὁποίαν ἐθεώρησαν καί δικαίως «πατρός τε καί μητρός καί τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερον καί σεμνώτερον καί ἁγιώτερον», καί ὑπέρ τῆς ὁποίας ἔχυσαν ποταμούς αἱμάτων, ποτίζοντες τό δένδρο τῆς Ἐλευθερίας γιά νά βλαστήσῃ καί νά καρποφορήσῃ, ὥστε σήμερα ἐμεῖς, ἕνεκα τῶν ἡρωικῶν παλαισμάτων καί θυσιῶν ἐκείνων, νά ζοῦμε καί νά κινούμεθα ἐλεύθεροι, μέσα σέ μιά πολιτισμένη χώρα.
Ἡ στεριά καί ἡ θάλασσα, τά βουνά καί οἱ κάμποι, ὅ,τι μαρτυροῦσε Ἑλλάδα, ἦταν γιά τούς μαρτυρικούς προγόνους μας, πού ζοῦσαν ὑπό  τόν τούρκικο ζυγό, ὑπόθεση ἀγώνων καί θυσιῶν.
            Ἀγάπησαν τό Ἔθνος τους, ὑπερασπίστηκαν τά ἅγια χώματά του, ἐπρομάχησαν καί προκινδύνευσαν γιά κάθε σπιθαμή τῆς Ἑλληνικῆς γῆς, ἀφοῦ ἔβλεπαν τήν λαίλαπα τῶν ἀπίστων νά μολύνῃ ὄχι μόνο τά πατρῷα ἐδάφη, ἀλλά νά ἐπιθυμῇ τήν προέλαση καί πρός τήν ὑπόλοιπη Εὐρώπη. Ἴσως ἐλάχιστοι ἔχουν ἐκτιμήσει τήν μεγάλη αὐτή προσφορά τῆς Ἑλλάδος πρός τήν Δύση, ἀφοῦ ὕψωσε τεῖχος ἐπί ὁλόκληρους αἰῶνες, γιά νά σταματήσῃ τίς ὀρδές τῶν ἐξ ἀνατολῶν βαρβάρων, πρός τόν εὐρωπαϊκό χῶρο. Καί ὅμως, γιά νά εἴμαστε ἐπίκαιροι, ἀντί εὐγνωμοσύνης ἡ χώρα μας ἀπολαμβάνει τήν ἀχαριστία καί τήν καταφρόνια γιά μιά ἀκόμη φορά. Ἰσχύει δυστυχῶς καί στήν περίπτωση αὐτή τό, «ἀντί τοῦ μάννα χολήν, ἀντί τοῦ ὕδατος ὄξος».      
3. Γιά τήν γλῶσσα τους καί τήν παράδοσή τους. Ἦταν τόση ἡ ζέση ψυχῆς, καμίνι φλεγόμενο ἡ καρδιά τους, πού κατόρθωσαν    —παρά τήν ἀντίθετη ἄποψη ὅσων ἀσελγοῦν στό ὄνομα τῆς ἀληθείας καί ἐπί τῶν αἱμάτων τῶν ἡρωικῶν προγόνων μας— κατόρθωσαν λέγω, χωρίς σχολειά καί ὀργανωμένη παιδεία, παίζοντες στήν κυριολεξία τό κεφάλι τους, μέσα ἀπό τό Κρυφό Σχολειό, πού εἶναι μιά τρανή πραγματικότης, κάτω ἀπό τήν ἄγρυπνη μέριμνα καί πάλι τῆς στοργικῆς μάνας, τῆς Ἐκκλησίας, νά διατηρήσουν τήν Ἑλληνική γλῶσσα, τά ἤθη τους καί τήν παράδοσή τους. (Ἀνάλογα μέ τούς Τούρκους ἀγάδες καί τίς περιοχές, καθ’ ὅλο τό διάστημα τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς ἀντιμετώπιζαν τά Ἑλληνόπουλα φρικτές δυσκολίες γιά νά μάθουν ἔστω καί λίγα γράμματα).  
Κάθε φορά πού κάποιος λοξοδρομοῦσε πρός τούς ἀπίστους, ἐθεωρεῖτο νεκρός γιά τούς δικούς του, γιά τούς ἀγωνιστές τῆς πίστεως καί τῆς λευτεριᾶς. «Γιατί Ἀντώνα φόρεσες μαῦρα;» ρωτοῦσαν τήν μητέρα τοῦ μετά ταῦτα Νεομάρτυρος Παύλου στό Σοπωτό τῶν Καλαβρύτων. «Γιατί ὁ Παναγιώτης μου πέθανε», ἀπαντοῦσε ἐκείνη. Στήν πραγματικότητα ὁ Παναγιώτης εἶχε τουρκέψει.
·        Γιά ὅλα ὅσα ἀναφέραμε παραπάνω, οἱ ἥρωες καί μάρτυρες πρόγονοί μας, ἀγωνίστηκαν ἑνωμένοι.
Δυστυχῶς κάποιοι ἀνεγκέφαλοι, παραχαράκτες τῆς ἱστορίας, θέλησαν κατά καιρούς νά παρουσιάσουν τήν Ἐπανάσταση τοῦ ’21 ὡς ἕνα ταξικό κίνημα ἐναντίον τῆς «ἄρχουσας», κατ’ αὐτούς, τάξης. Κατέφυγαν δέ ὁρισμένοι στό ἔργο, ἀνωνύμου τινός, ἐπιγραφόμενο “Ἑλληνική Νομαρχία”, προκειμένου νά στηρίξουν τίς ἀστήρικτες πεποιθήσεις τους καί νά δώσουν ὑπόσταση στίς ὅποιες ἀνυπόστατες ἀπόψεις τους, πού εἶχαν ἤ ἔχουν ἰδεολογικό χρωματισμό καί προσανατολισμό.
Ὅμως ἔστω καί ἄν δέν θέλει ὁποιοσδήποτε νά πεισθῇ μέ ὅσα ἐμεῖς κηρύττομε, «τοῖς τῶν μαρτυρικῶν ἡρώων προγόνων μας  ρήμασι καί ταῖς θυσίαις πειθόμενοι», καί ἄν τούς μεταγενεστέρους τῶν ἀγωνιστῶν ἱστορικούς ἤθελε νά διαψεύσῃ, ἄς ἀκούσῃ ἐκείνους πού ἔζησαν τά γεγονότα καί ἔχουν τό ἀδιαμφισβήτητο δικαίωμα νά ὁμιλοῦν πρῶτοι, στεντορείᾳ τῇ φωνῇ, διαψεύδοντες τούς ἀσεβοῦντας ἐπί τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος.
Σωρείαν ὅλην θά ἠδυνάμεθα νά παραθέσωμε μαρτυριῶν τῶν αὐτοπτῶν μαρτύρων κατά τούς ἡρωικούς ἀγῶνες τῆς Ἐθνικῆς μας Παλιγγενεσίας, ἀλλά μόνο δύο ἄς ἀκούσωμε σήμερα, τῆς λευτεριᾶς σταυραητούς καί μάρτυρες ἀδιάψευστους.
Ὁ πρῶτος ἀκούει στό ὄνομα Γερμανός. Εἶναι τό δικό μας καύχημα καί κλέος —ὁποία εὐλογία!— ὁ λεοντόκαρδος Δεσπότης τῆς Πάτρας, τοῦ ὁποίου ὁ ἀνδριάς κοσμεῖ τήν ὡραία καί Ἀποστολική μας πόλη, στήν Πλατεία τῶν Ὑψηλῶν Ἀλωνίων.
Ὁ μέγας αὐτός Ἱεράρχης, στήν διακήρυξή του πρός τόν Κλῆρο καί τούς Πιστούς τῆς Πελοποννλήσου, πού ἐκφωνήθηκε στό λίκνο τῆς ἐλευθερίας, στήν Ἱερά Μονή τῆς Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, λέγει μέ τήν γενναία πατριωτική φωνή του:
«Πολυαγαπημένοι μας δελφοί,  Κύριος,  ποος τιμώρησε (ἐνν. διά τῆς ὑποδουλώσεως στόν κατακτητή) τούς πατέρας μας καί τά τέκνα των, σς ναγγέλλει διά το στόματός μου τότέλος τν μερν τν δακρύων καί τν δοκιμασιν.  φωνή Του επε τι θά εσθε  στέφανος τοῦ κάλλους Του καί τό διάδημα τς Βασιλείας Του.  γία Σιν δέν θά παραδοθ πλέον ες τήνρήμωσιν.  ναός το Κυρίου,  ποος βεβηλώθη, σάν νας θλιος χρος, τά σκεύη τς δόξης, τά ποα σύρθηκαν ες τόν βορκον, θά γίνουν καταιγίς!  βυσσος τήν βυσσον πικαλεται,  παλαιόθεν εσπλαγχνία το Κυρίου θ πισκιάσ τόν Λαόν Του.  φυλή τν Τούρκων περέβη τό μέτρον τν νομιν,  ρα τοῦ καθαρμο φθασε, συμφώνως πρός τόν λόγον το Αωνίου: «νά πετάξς ξω, νά διώξς, τόν σκλάβον καί τόν υόν του» (Γενεσ. 21,10). Ν εσθε, λοιπόν,γαπημένοι,  γένος τν λλήνων, φυλ λληνική, δύο φορς δοξασμένοι πό τούς Πατέρες σας, πλισθτε μέ τόν ζλον το Θεοκαστος ξ μν ς ζωσθ τήν ομφαίαν του, διότι εναι προτιμώτερον νά ποθάν τις μέ τά πλα νά χερας, παρ νά καταισχύν τά ερά τς Πίστεώς του καί τήν Πατρίδα του. μπρός λοιπόν «διαῤῥήξωμεν τούς δεσμούς ατν καί ποῤῥίψωμενφ᾿ μν τόν ζυγόν ατν» (Ψαλμ. 2,3), διότι εμεθα ο κληρονόμοι το Θεο καί οσυγκληρονόμοι το ησο Χριστο.
Ο λλοι, καί χι μες ο ερωμένοι, θά σς μιλήσουν διά τήν δόξαν τν προγόνων σας.γώ μως θά σς παναλάβω τό νομα το Θεο, πρός τόν ποον φείλομεν γάπηνσχυροτέραν καί π τν θάνατον.
Αριον, κολουθοντες τόν Σταυρόν, θά βαδίσωμεν πρός ατήν τήν πόλιν τν Πατρν, τς ποίας  γ εναι γιασμένη πό τό αμα το νδόξου Μάρτυρος ποστόλου γίου νδρέου. Κύριος θά κατονταπλασιάσ τό θάῤῥος σας. να δ προστεθον ες μς α ναγκααι δι νάναζωογονηθτε δυνάμεις, σς παλλάσσω πό τήν νηστείαν τς Τεσσαρακοστς, τήν ποίαν τηρομεν.
Στρατιται το Σταυροὅ,τι καλεσθε νά περασπισθτε, εναι ατό τοτο τό θέλημα τοΟρανο. Ες τ νομα το Πατρός καί το Υο καί το γίου Πνεύματος νά εσθε ελογημένοι καί συγκεχωρημένοι πά πάσας τάς μαρτίας σας».
Ὁ δεύτερος εἶναι ὁ τεχνουργός καί πρωτεργάτης τῆς ἐλευθερίας τοῦ Γένους. Θά τόν πῶ ὅπως τόν τραγούδησε ἡ καρδιά τῶν Ἐλλήνων καί τόν ἀποθέωσε ἡ  λαϊκή μοῦσα:
«Ὁ Θοδωράκης ὁ στρατηγός σ’ ὅλον τόν κόσμον ξακουστός».
Ἐκεῖνος λοιπόν ἐφρόντισε, λές καί γνώριζε τί θά συμβῇ μέ τούς ἐπιγενομένους, νά ἀφήσῃ ἱερά παρακαταθήκη καί βαριά κληρονομιά στά παιδιά του, στούς νεοέλληνες, στούς Ἕλληνες μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος:
«Παιδιά μου... Ὅταν ἀποφασίσαμε νά κάμωμε τήν Ἐπανάσταση, δέν ἐσυλλογιστήκαμε, οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πῶς δέν ἔχομε ἅρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τά κάστρα καί τίς πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε «ποῦ πᾶτε ἐδῶ νά πολεμήσετε μέ σιταροκάραβα βατσέλα», ἀλλά, ὡς μιά βροχή ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας,καί ὅλοι καί οἱ Κληρικοί, καί οἱ Προεστοί καί οἱ Καπεταναῖοι καί οἱ πεπαιδευμένοι καί οἱ ἔμποροι, μικροί καί μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτό τόν σκοπό καί ἐκάμαμε τήν Ἐπανάσταση.
 Εἰς τόν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καί ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἕνας ἐπῆγεν εἰς τόν πόλεμο, ὁ ἀδελφός του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναίκα τοῦ ἐζύμωνε, τό παιδί του ἐκουβαλοῦσε ψωμί καί μπαρουτόβολα εἰς τό στρατόπεδον καί ἐάν αὐτή ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δύο χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καί τήν Θεσσαλία καί τήν Μακεδονία, καί ἴσως ἐφθάναμε καί ἕως τήν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τούς Τούρκους, ὁπού ἄκουγαν Ἕλληνα καί ἔφευγαν χίλια μίλια μακριά. Ἑκατόν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καί ἕνα καράβι μίαν ἅρμαδα. Ἄλλα δέν ἐβάσταξε...!».
Ἀγαπητοί μου,
Τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ  ἑνώνεται ἡ πίστη μέ τή λεβεντιά. Ἀγκαλιάζονται ὁ Χριστός καί ἡ Ἑλλάδα. Ἀσπάζεται ὁ οὐρανός τά ματωμένα χώματα τῆς πατρίδος μας. Οἱ Ἄγγελοι καταφιλοῦν τά κόκκαλα τά ἱερά. Οἱ ψυχές τῶν ἀγωνιστῶν νοερά μᾶς κατασπάζονται. Ἡ χαρά τῶν ἡρώων κάνει τήν ἑλληνική ἀτμόσφαιρα νά μοσχοβολάει.
Ἡ δυσχέρεια τῶν μαρτύρων προγόνων μας πού ἔζησαν τή σκλαβιά στό πετσί τους, δίνει δύναμη σέ μᾶς νά  ξεπεράσωμε τίς δυσκολίες, τήν ἀνέχεια, τίς ταλαιπωρίες καί μᾶς βεβαιώνουν ὅτι «χαρές καί πλούτη νά χαθοῦν καί τά βασίλεια κι ὅλα, τίποτα δέν εἶναι σάν στητή, μένει ἡ ψυχή καί ὁλόρθη».
Ὅσο κι ἄν πολεμήθηκε ἡ ἱστορική ἀλήθεια γιά τό ’21, ὅσο καί ἄν οἱ ἰοβόλες γλῶσσες καί οἱ πληρωμένοι κονδυλοφόροι ἠθέλησαν κατά καιρούς ἤ θά  θελήσουν, νά παραποιήσουν, νά ἀλλοιώσουν ἤ θά μειώσουν τήν ἀλήθεια γιά τήν λευτεριά τῆς πατρίδος μας, ποτέ δέν θά καταφέρουν τίποτε, γιατί σ’ αὐτό τόν τόπο, τά γεγονότα θά βοοῦν καί οἱ τόποι θά μαρτυροῦν ὅτι:
 «Ραγιᾶς ὁ Ἕλληνας δέν ζεῖ καί ξέρει νά πεθαίνῃ». 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...