Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χαιρετισμοί εις την Θεοτόκο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χαιρετισμοί εις την Θεοτόκο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Μαρτίου 18, 2016

Παρασκευή Χαιρετισμῶν Ἁγνείας θησαύρισμα, χαῖρε.

 Ἁγνείας θησαύρισμα, χαῖρε.

Μέσα σ᾿ ἕνα τροπάριο τοῦ κανόνα τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου διαβάζουμε, ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ἁγνείας θησαύρισμα. Αὐτό θέλει νά πεῖ, ὅτι ἡ ἁγνότητα εἶναι κάτι πολύ σπουδαῖο. Εἶναι ἕνας πολύτιμος θησαυρός. Καί δεύτερο, ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ὁ θησαυρός τῆς ἁγνότητας. Ὅτι εἶναι ἁγνή σέ τέλειο βαθμό καί στήν ψυχή καί στό σῶμα. Λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ Παναγία δέν ἁμάρτησε ποτέ, οὔτε κἄν μέ τό λογισμό της. Ἡ καρδιά της δέν εἶχε τήν παραμικρή κίνηση πρός τήν ἁμαρτία. Θλίψεις εἶχε πολλές καί μεγάλες, ἀλλά ποτέ της δέν ἁμάρτησε, δέν εἶχε ἐπίκτητες ἁμαρτίες, γι᾿ αὐτό δέν ἔχασε ποτέ τή Θεία Χάρη. Μόνο, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, εἶχε τό προπατορικό ἁμάρτημα.
Ἕνας στίχος τῶν χαιρετισμῶν τήν ὀνομάζει στήλη τῆς παρθενίας. Ἔμεινε ἁγνή καί παρθένος σέ ὅλη της τή ζωή. Ἄν παρατηρήσουμε τίς εἰκόνες της, σέ ὅλες θά δοῦμε ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς ἀστέρες. Ἕνας στό μέτωπο καί δύο στούς ὤμους της. Αὐτοί οἱ ἀστέρες δηλώνουν τό ἀειπάρθενο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.  Πρίν γεννήσει τόν Χριστό ἦταν Παρθένος, ἀλλά καί κατά τήν γέννηση καί μετά τήν γέννηση πάλι διέμεινε παρθένος.
Τῆς φάνηκαν πολύ παράξενα τά λόγια τοῦ Ἀρχαγγέλου, ὅταν τῆς εἶπε, ὅτι θά γεννήσει τόν Χριστό. Μέ ἀπορία ρώτησε, πῶς εἶναι δυνατό νά γίνει αὐτό, ἀφοῦ δέν ἔχω καμία σχέση μέ ἄνδρα; Δέν εἶχε, οὔτε ἀπέκτησε ποτέ τέτοιες σχέσεις. Κάποια ἐπίθετα τήν ἀποκαλοῦν ἄνανδρο, ἀπείρανδρο καί θεόνυμφο, γιατί δέν ὑπῆρξε νύμφη κανενός ἄνδρα, ἀλλά ἔγινε νύμφη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι στούς χαιρετισμούς πολλές φορές ἐπαναλαμβάνουμε, χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε.
Κάποιες προφητεῖες μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη ὁμιλοῦν γιά μία πόρτα κλεισμένη. Κανείς δέν πέρασε μέσα ἀπό αὐτήν. Μόνο ὁ ἡγούμενος, κάποιος Βασιλιάς, ἕνας Ἄρχοντας πέρασε διά μέσου αὐτῆς καί τήν ἄφησε πάλι κλεισμένη. Ἐδῶ πάλι ἡ Ἁγία Γραφή ἀναφέρεται στό ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου.
Ἀλλά καί τό ὄνομα τῆς Παναγίας φανερώνει τήν ἁγνότητά της. Τό ὄνομά της εἶναι ΜΑΡΙΑ. Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Κρήτης, ὁ ὑμνητής τῆς Παναγίας γράφει: Τό θεόκλητο ὄνομα τῆς ἀειπαρθένου συντίθεται ἀπό τά ἀρχικά τῶν ὀνομάτων πέντε γυναικῶν τῆς Π. Διαθήκης. Τά χαρίσματα αὐτῶν τῶν γυναικῶν συγκέντρωνε ἡ Θεοτόκος στόν ὕψιστο βαθμό ὡς στέφανος χαρίτων.
Πῆρε τό Μ ἀπό τήν  προφήτιδα Μαριάμ, τήν ἀδελφή τοῦ Μωϋσῆ, πού διακρίθηκε γιά τήν ἁγνότητά της.
Τό Α προέρχεται ἀπό τήν Ἀσυνέθ, γυναίκα τοῦ παγκάλου Ἰωσήφ.  Προτυπώνει τήν Δέσποινα τοῦ κόσμου, πού ἔγινε μητέρα τοῦ ὡραίου κάλλει παρά τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων.
Τό Ρ ἀπό τήν Ραχήλ, μητέρα τοῦ πατριάρχη Ἰακώβ, (τό ὄνομα αὐτό σημαίνει ἀμνάδα) καί δηλώνει τήν ὀμορφιά, τήν σεμνότητα καί τήν ταπείνωσή της. Αὐτήν τήν ταπείνωση εἶχε καί ἡ κόρη τῆς Ναζαρέτ καί ἔκανε τόν Θεό νά ἐπιβλέψει ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ.
Τό Ι ἀπό τήν Ἰουδίθ, γιά τήν ἀνδρεία καί τήν πίστη της. Ὅπως ἐκείνη συνέτριψε τό κεφάλι τοῦ Ὁλοφέρνη, ἔτσι ἡ Παναγία συνέτριψε τήν κεφαλήν τοῦ νοητοῦ Ὁλοφέρνη,  τοῦ διαβόλου καί ἀναδείχθηκε προστασία τῶν χριστιανῶν φοβερά καί ἀκαταίσχυντος.
Τό τελευταῖο Α δηλώνει τήν προφήτιδα Ἄννα, τήν μητέρα τοῦ Σαμουήλ. Ἄννα σημαίνει Θεία Χάρις καί δηλώνει τήν ὑπομονή καί αὐτῆς καί τῆς Παναγίας. Ὅπως ἐκείνη γέννησε τόν προφήτη Σαμουήλ, τό στήριγμα τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἔτσι ἡ Παναγία γέννησε τόν Χριστό, τόν Σωτήρα τοῦ νέου Ἰσραήλ τῆς χάριτος.
Ἡ ἁγία Ἄννα ἦταν στεῖρα γυναίκα καί δήλωνε τήν στειρότητα τοῦ κόσμου. Στεῖρες ἦταν οἱ ἀνθρώπινες καρδιές ἀπό καλωσύνη. Αὐτή ἡ στειρότητα καταλύθηκε στό πρόσωπο τῆς Παρθένου Μαρίας, πού καλλιέργησε σέ ἄφθαστο βαθμό τίς θεῖες ἀρετές καί σάν κεχαριτωμένη γέννησε τόν Χριστό, πού ἔλυσε τά δεσμά αὐτῆς τῆς στειρότητας.
Ἁγνή λοιπόν ἡ Παναγία καί Παρθένος. Καί σάν τέτοια εἶναι τεῖχος τῶν παρθένων, ὅπως πάλι ψάλλουμε στούς χαιρετισμούς. Ἀγάπησε τήν παρθενία, τίμησε τήν ἁγνότητα καί ὑπεραγαπᾶ, προστατεύει, φροντίζει ὑπερβολικά ὅσους ἀγωνίζονται νά μείνουν ἁγνοί καί καθαροί. Ὅλοι αὐτοί συναντοῦν πολλές φορές ἐμπόδια, ἀνυπέρβλητες δυσκολίες, τρομερούς πειρασμούς, ἀλλά ἡ Παναγία εἶναι κοντά τους ὡς τεῖχος καί ὀχύρωμα. Εἶναι ἀδύνατον νά χάσει τήν ψυχή του ἐκεῖνος, πού τιμᾶ τήν Παναγία. Μέ τήν χάρη, πού βρῆκε ἀπό τόν Θεό, τροφοδοτεῖ κάθε ἕναν πού ἀγωνίζεται νά κρατηθεῖ ὄρθιος μέσα σ᾿ αὐτήν τήν κοσμοχαλασιά, νά διατηρήσει τήν πνευματική καί ἠθική του καθαρότητα.
Στίς 21 Ἰανουαρίου γιορτάζει μία νεαρή ἁγία τῆς ἐκκλησίας μας, ἡ ἁγία μάρτυς Ἁγνή. Οἱ εἰδωλολάτρες, γιά νά τήν προσβάλουν καί νά τήν ἀτιμάσουν, τήν ξεγύμνωσαν καί τήν περιέφεραν γυμνή μέσα στούς δρόμους. Θερμά προσευχήθηκε ἡ ἁγία, νά μή ἐπιτρέψει ὁ Θεός καί δοῦν τή γύμνωσή της οἱ ἄνθρωποι. Κάτι πού φύλαξε σέ ὅλη της τή ζωή ὡς κόρην ὀθφαλμοῦ.Ἔκανε μεγάλο ἀγώνα νά μείνει ἁγνή καί καθαρή. Καί ὁ Θεός ἄκουσε τήν προσευχή της. Κάλυψε τό σῶμα της μέ ἕνα οὐράνιο φῶς καί κανείς δέν μπόρεσε νά δεῖ τίποτε ἀπό τό γυμνό της σῶμα.  
Στίς 2 Μαρτίου πάλι ἔχουμε τή μνήμη τῆς ἁγίας παρθενομάρτυρος Εὐθαλίας. Ἐπειδή ἔγινε χριστιανή, ὁ ἴδιος ὁ ἀδελφός της τήν παρέδωσε σ
  ἕναν δοῦλο του, γιά νά τήν ἀτιμάσει. Ὅταν δέν ὑπάρχει περίπτωση βοηθείας ἀπό τούς ἀνθρώπους ἡ μόνη μας ἐλπίδα εἶναι ὁ Θεός. Σ᾿ Αὐτόν κατέφυγε μέ τήν καρδιακή προσευχή της ἡ ἁγνή κόρη. Ὁ πονηρός δοῦλος τυφλώθηκε καί ἔτσι ξέφυγε ἀπό τά χέρια του.
Στά συναξάρια ἔχουμε πολλές ἄλλες περιπτώσεις, πού θέλησαν ἄπιστοι καί διῶκτες νά ἀτιμάσουν  ἅγιες γυναῖκες, χωρίς ὅμως νά τό ἐπιτύχουν, γιατί δέν τό ἐπέτρεψε ὁ Θεός, δέν ἄφησε ἡ Παναγία. Εἴτε παρέλυσαν ἐντελῶς, εἴτε νεκρώθηκε ἡ πονηρή τους ἐπιθυμία.
Ἀλλά, ἀγαπητοί μου, ὅταν μιλᾶμε γιά ἁγνότητα, δέν ἐννοοῦμε μόνο τήν σωματική. Τό θέμα εἶναι μεγαλύτερο καί σπουδαιότερο. Ἁγνεύει ὅλος ὁ ἄνθρωπος, καί τό σῶμα καί ἡ ψυχή. Μιά εὐχή τῆς Προηγιασμένης Θείας Λειτουργίας λέει: ἅγνισον ἡμῶν τά χείλη τά αἰνοῦντα σε, Κύριε. Τό ἴδιο μᾶς λέει καί ὁ Ἅγιος Μεθόδιος: Δέν μπορεῖς νά καυχᾶσαι γιά τήν ἁγνότητα τοῦ σώματος, ὅταν ἀφήνεις νά κυριεύουν τήν ψυχή σου ἄλλες ἁμαρτίες. Νά διατηρεῖς τήν γλῶσσα καθαρή, τήν ὅραση, τήν ἀκοή, τήν καρδιά καί ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος. Ὅπως ἡ Παναγία ὑπῆρξε τῶν ἀρετῶν καταγώγειον, εἶχε πάνω της συγκεντρωμένες ὅλες τίς ἀρετές, ἔτσι κι᾿ ἐμεῖς νά ἀγωνισθοῦμε νά ἀποκτήσουμε τίς χριστιανικές ἀρετές στό βαθμό πού εἶναι ἐφικτό.
Πρίν ἀπό χρόνια διάβαζα σ᾿ ἕνα ἑβραϊκό περιοδικό, ὅτι ὁ διάβολος ἔβαλε σκοπό νά μή ἀφήσει καμιά κοπέλα ἁγνή, γιά νά μή ἔρθει ὁ Χριστός στόν κόσμο, ἐφόσον οἱ προφητεῖες ἔλεγαν, ὅτι θά γεννηθεῖ ἀπό παρθένο κόρη. Τοῦ ξέφυγε ὅμως ἡ Παναγία. Ἀλλά καί μετά τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, πάλι τήν ἴδια τακτική ἀκολουθεῖ. Ἀγωνίζεται νά ρίξει ὅλους στήν ἀνηθικότητα, γιά νά γεμίσει τήν κόλαση. Ἔτσι φτάσαμε στό πολύ λυπηρό σημεῖο νεώτεροι καί μεγαλύτεροι, πρίν τόν γάμο καί μετά τόν γάμο νά ἐπιδίδωνται σέ κάθε εἴδους ἀνηθικότητες, νά μολύνουν καί τό σῶμα καί τήν ψυχή. Ἔχουμε κατακλυσμό τῆς ἁμαρτίας. Σήμερα ἡ ἀνηθικότητα εἶναι γενικότερη καί προκλητικότερη. Ὀ Χριστός καί ἡ Παναγία νά βάλουν τό χέρι τους, νά σταματήσουν τό κακό, τόν ὁμαδικό κατήφορο. Νά μᾶς ὁδηγήσουν στή εἰλικρινῆ μετάνοια , στή σωφροσύνη καί στή σωτηρία. Ἀμήν.-

Παρασκευή, Μαρτίου 27, 2015

Ο Ακάθιστος Ύμνος


Στην επίσημη λειτουργική γλώσσα η ακολουθία αυτή ονομάζεται «Ακάθιστος Ύμνος» ή μονολεκτικά «Ακάθιστος» από την ορθία στάση, που τηρούσαν οι πιστοί καθ᾽ όλη τη διάρκεια της ψαλμωδίας της. Έτσι και με τα λόγια και με τη στάση του σώματος εκφράζεται η τιμή, η ιδιαίτερη ευλάβεια, η ευχαριστία προς εκείνη, προς την οποία απευθύνουμε τους χαιρετισμούς μας.
Είναι δε η ακολουθία αυτή στη σημερινή λειτουργική μας πράξη εντεταγμένη στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του μικρού αποδείπνου, όπως ακριβώς τελέσθηκε απόψε. Έτσι γίνεται κάθε Παρασκευή στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες των Νηστειών, ακόμα και την Παρασκευή της Ε’ Εβδομάδος, που μετά την τμηματική στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες ψαλμωδία του, ανακεφαλαιώνεται ολόκληρος ο ύμνος. Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενοριακή πράξη και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, έχουμε και αλλά λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου: την ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την «πρεσβεία». Σ᾽ όλες αυτές τις περιπτώσεις σ᾽ ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακάθιστου.
Θα παρατρέξωμε το διαφιλονικούμενο, εξ άλλου, θέμα του χρόνου της συντάξεως και του ποιητού του Ακάθιστου. Πολλοί φέρονται ως ποιηταί του: ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Γεώργιος Πισίδης, οι πατριάρχαι της Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Γερμανός ο Α΄, ο Ιερός Φώτιος, ο Γεώργιος Νικομήδειας (Σικελιώτης), ποιηταί που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα. Η παράδοσις παρουσιάζει μεγάλη αστάθεια και οι νεώτεροι μελετηταί, στηριζόμενοι στις λίγες εσωτερικές ενδείξεις που υπάρχουν στο κείμενο, άλλοι προτιμούν τον ένα και άλλοι τον άλλο από τους φερομένους ως ποιητάς του. Ένα ιστορικό γεγονός, με το οποίο συνεδέθη από την παράδοσι η ψαλμωδία του Ακάθιστου, θα μπορούσε να μας προσανατολίση κάπως στην αναζήτησί μας: Η επί του αυτοκράτορος Ηρακλείου πολιορκία και η θαυμαστή σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως την 8η Αυγούστου του έτους 626. Κατά το Συναξάριο μετά την λύσι της πολιορκίας εψάλη ο ύμνος αυτός στον ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών, ως δοξολογία και ευχαριστία για την σωτηρία, που απεδόθη στην θαυματουργική δύναμι της Θεοτόκου, της προστάτιδας της Πόλεως. Πατριάρχης τότε ήτο ο Σέργιος, που πρωτοστάτησε στους αγώνας για την άμυνα. Εύκολο ήταν να θεωρηθη και ποιητής του ύμνου, αν και ούτε ως υμνογράφος μας είναι γνωστός, ούτε και ορθόδοξος ήτο. Εξ άλλου ο ύμνος θα έπρεπε να ήταν παλαιότερος, γιατί αν ήταν γραμμένος για την σωτηρία της Πόλεως δεν θα ήταν δυνατόν παρά ρητώς να κάμνη λόγο γι᾽ αυτήν και όχι να αναφέρεται σε άλλα θέματα, όπως θα ιδούμε πιο κάτω. Η ψαλμωδία όμως του Ακάθιστου συνδέεται από τις ιστορικές πηγές και με άλλα παρόμοια γεγονότα: τις πολιορκίες και την σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως επί Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), επί Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και επί Μιχαήλ Γ΄ (860).
Όποιος όμως και αν ήταν ο ποιητής και με οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός από τα ανωτέρω και αν συνεδέθη πρωταρχικά, ένα είναι το αναμφισβήτητο στοιχείο, που μας δίδουν οι σχετικές πηγές, ότι ο ύμνος εψάλλετο ως ευχαριστήριος ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους κατά τις ευχαριστήριες παννυχίδες που ετελούντο εις ανάμνησιν των ανωτέρω γεγονότων. Κατά την παρατήρησι του συναξαριστού ο ύμνος λέγεται «Ακάθιστος», γιατί τότε κατά την σωτηρία της Πόλεως και έκτοτε μέχρι σήμερα, όταν οι, οίκοι του ύμνου αυτού εψάλλοντο, «ορθοί πάντες» τους ήκουαν εις ένδειξιν ευχαριστίας προς την Θεοτόκο, ενώ στους οίκους των άλλων κοντακίων «εξ έθους» εκάθηντο.
Γιατί όμως ψάλλεται κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή; Οι λύσεις των ανωτέρω πολιορκιών δεν συνέπεσαν κατ᾽ αυτήν. Στις 8 Αυγούστου ελύθη η πολιορκία επί Ηρακλείου, τον Σεπτέμβριο η επί Πωγωνάτου, στις 16 Αυγούστου εωρτάζετο η ανάμνησις της σωτηρίας της Πόλεως επί Λέοντος Ισαύρου και στις 18 Ιουνίου ελύθη η πολιορκία επί Μιχαήλ του Γ΄. Με την Μεγάλη Τεσσαρακοστή συνεδέθη προφανώς εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου: Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη εορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρας της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεόρτων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να κάλυψη η ψαλμωδία του Ακάθιστου, τμηματικώς κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος. Το βράδυ της Παρασκευής ανήκει λειτουργικούς στο Σάββατο, ήμερα που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες ήμερες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο εορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις όποιες, καθώς είδαμε, μετατίθενται οι εορτές της εβδομάδος. Καθ᾽ ωρισμένα Τυπικά ο Ακάθιστος εψάλλετο πέντε ήμερες προ της εορτής του Ευαγγελισμού και κατ᾽ άλλα τον όρθρο της ημέρας της εορτής. Ο Ακάθιστος ύμνος είναι το κοντάκιο του Ευαγγελισμού, ο ύμνος της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού.
Όταν ο Ακάθιστος συνεδέθη με τα ιστορικά γεγονότα, που αναφέραμε, τότε συνετέθη νέο ειδικό προοίμιο, γεμάτο δοξολογία και ικεσία, το τόσο γνωστό «Τη ύπερμάχω». Στην υπέρμαχο στρατηγό, η πόλις της Θεοτόκου, που λυτρώθηκε χάρι σ᾽ αυτήν από τα δεινά, αναγράφει τα νικητήρια και παρακαλεί αυτήν που έχει την ακαταμάχητη δύναμι να την ελευθερώνη από τους ποικίλους κινδύνους για να την δοξολογή κράζοντας το: «Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε». Ο ύμνος ψάλλεται και πάλι σε ήχο πλ. δ΄.
«Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια,
ως λυτρωθείσα των δεινών, ευχαριστήρια
αναγράφω σοι η Πόλις σου, Θεοτόκε·
αλλ᾽ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,
εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον,
ίνα κράζω σοι·
Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε».

Η Παρασκευή τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. “Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον”.

Η Παρασκευή τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου.
“Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον”.

 Την Παναγιά μας δεν θα πάψουμε ποτέ να την αγαπούμε και να την ευχαριστούμε σε κάθε ευκαιρία, για όλα αυτά που μας έδωσε μέχρι τώρα στην ζωή μας, αλλά και να της ζητούμε να μας δώσει και άλλα πολλά ακόμα που έχουμε ανάγκη για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε. Γιατί η Παναγιά μας, η Μάνα μας, ως άνθρωπος φαντάζει στα μάτια τα δικά μας κοντύτερα, έχουμε το θάρρος και είναι ευκολότερο σε εμάς να ζητιανέψουμε την Αγάπη του Υιού της και την προστασία Του.  

Όμως πρώτα ας πούμε δυό λόγια για αυτόν τον Ύμνο προς την Παναγία μας που δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο ακόμα και την τον πιο σκληροτράχηλη καρδιά. Οἱ Χαιρετισμοί τῆς Παναγίας, εἶναι ἔνα ἀριστούργημα τῆς Βυζαντινῆς Ὑμνογραφίας. Εἶναι ἕνα Κοντάκιο, σύνολο ὕμνων μέ 24 μέρη, πού ἔχουν ἀλφαβητική διάταξη. Ἀναφέρονται ἀνά ἕνα στήν Παναγία καί καταλήγουν  μέ τό χαῖρε Νύφμη ἀνύμφευτε καί ἀνά ἕνα στό Χριστό, πού τελειώνουν μέ τό Ἀλληλούϊα, πού θά πεῖ: Αἰνεῖτε τόν Θεό, τόν Κύριο.
Συγγραφέας τοῦ Ὕμνου αὐτοῦ φέρετε να εἶναι ὁ ἅγιος Ρωμανός ὁ μελωδός, ὁ ποιητής τῶν κοντακίων, ὁ πρίγκηπας τῶν Βυζαντινῶν ὑμνογράφων, όμως κατά πάσα πιθανότητα ο θεόπνευστος ποιητής του Ακαθίστου Ύμνου παραμένει άγνωστος έως και τις μέρες μας, ίσως έτσι να είναι το θέλημα του Θεού.
Ηράκλειος ο Βυζαντινός ΑυτοκράτοραςΛέγεται δέ Ἀκάθιστος ὁ Ὕμνος, γιατί τόν ἔψαλλαν ἀκάθιστοι, ὄρθιοι σέ ὁλονύκτια ἀγρυπνία, στόν Ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά εὐχαριστήσουν  τήν Παναγία, πού ἔσωσε τήν Βασιλεύουσα ἀπό βέβαιη καταστροφή .
      Τό ἔτος 626 μ.Χ. ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος μέ τόν κύριο ὄγκο τοῦ στρατοῦ πολεμοῦσε τούς Πέρσες στά βάθη τῆς Μ. Ἀσίας. Ἔκανε ἱερό πόλεμο ἐναντίον τῶν Περσῶν, γιά νά ἐλευθερώσει καί νά φέρει πίσω τόν Τίμιο Σταυρό, πού ἅρπαξαν οἱ βάρβαροι ἀπό τά Ἱεροσόλυμα.
 Χαγάνος, ὁ ἀρχηγός τῶν Σκυθῶν καί Μυσῶν, ἦρθε σέ συνεννόηση μέ τούς Πέρσες καί πολιόρκησαν τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ πόλη βρέθηκε σέ πολύ δύσκολη θέση. Οἱ ἐχθροί γύρω πολλοί, ἐνῷ μέσα ὁ στρατός ἐλάχιστος μέ τόν φρούραρχο Βῶνο.
 λαός τρομοκρατεῖται καί ἀπελπίζεται. Φόβος καί τρόμος, μεγάλη τραχή τούς κατέλαβε. Ἔπεσε τό ἠθικό τους. Ἀπαισιοδοξία ἐπικρατοῦσε παντοῦ.  Ψυχή καί καταφυγή γιά ὅλους ποιός ἄλλος; Ἡ Ἐκκλησία. Ὁ Πιστός καί γενναῖος Πατριάρχης Σέργιος. Ἄς προσέξουμε, παρακαλῶ, τά λόγια του:"Εἶναι κρῖμα νά ἀπελπίζεσθε. Γιατί σκέπτεσθε σάν ἄνθρωποι, πού δέν πιστεύουν στό Θεό; Ἐμπιστεύθηκα τήν τύχη τῆς Πόλεως στά χέρια τῆς Παναγίας."
Τά λόγια αὐτά, εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖα. Γιατί πολλές φορές εμείς στίς δυσκολίες "τά βάφουμε μαῦρα;" Γιατί κάνουμε σάν νά μή ὑπάρχει Θεός;  Ποῦ θά καταφύγουμε στά δύσκολα; Στήν Παναγία. Στήν κραταιά της σκέπη. Ἐξ ἄλλου καί ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅταν ἔχτισε τήν Πόλη, στήν Παναγία τήν ἀφιέρωσε. Γι᾿ αὐτό στό «τῇ Ὑπερμάχῳ»  ψάλλουμε,  «ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε». Ἡ Κωνσταντινούπολις εἶναι ἡ πόλις τῆς Θεοτόκου.
Μέ τά λόγια τοῦ Πατριάρχη ὁ λαός ἐμψυχώθηκε. Πραγματικός συναγερμός ἔγινε. Πατριάρχης, Κλῆρος καί Λαός ξεχύθηκαν στούς δρόμους μέ τά λάβαρα τῶν Ἐκκλησιῶν, μέ Ἱερά Κειμήλια στά χέρια, μέ τήν Τιμία Ζώνη τῆς Παναγίας, μέ τά Λείψανα τῶν Ἁγίων. 
Αποτέλεσμα εικόνας για 25η μαρτιουΕδώ, σε αυτό το σημείο της αναρτήσεως στην ιστοσελίδα του ναού μας, θα ήθελα να με συγχωρήσετε ένα μικρό σχόλιο. Στην μεγάλη ιστορική διάρκεια της Ελληνικής και της Βυζαντινής περιόδου, φαίνεται διαχρονικά η μεγάλη αξία και η σπουδαιότητα της Εκκλησίας, των ιερέων και των Αρχιερέων της ανά τους αιώνες. Και όπως είδαμε για παράδειγμα τον Πατριάρχη Σέργιο παραπάνω να σώζει την Βασιλεύουσα από βέβαιη καταστροφή, έτσι είδαμε και αργότερα στην συνέχεια της ελληνικής ιστορίας να σηκώνουν το ανάστημα τους σε εχθρούς του Έθνους μας, εσωτερικούς και εξωτερικούς και ας διατείνονται μερικοί θέλοντας να μας αλλάξουν την ελληνική ιστορία, ιδιαίτερα λίγο πριν τις μεγάλες εορτές του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, όπως η μεγάλη προχθεσινή επέτειος της ανακηρύξεως της επαναστάσεως της 25ης Μαρτίου του 1821 από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, και δεν νομίζω αυτό να είναι τυχαίο, πως η Εκκλησία μαςέμεινε αμέτοχη μέσα στην ιστορία μας, ή ακόμα χειρότερα, μερικοί που λένε πως ήταν και ενάντια στους αγώνες των Ελλήνων, προσπαθώντας να  μειώσουν την αναγκαιότητα και την προσφορά της, λες και η Εκκλησία δημιουργήθηκε μόλις εχθές και κατασκευάστηκε από μόνη της.
Αποτέλεσμα εικόνας για 25η μαρτιου Πατριάρχης ἄκαμπος κρατώντας στά χέρια τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔδινε δύναμη καί θάρρος. Ἀπό τά στόματα ὅλων ἔβγαιναν κραυγές ἱκεσίας: Πρόφθασε, Παναγία μου, μή μᾶς ἐγκαταλίπεις τώρα, πού χανόμαστε. Σῶσε τόν λαό σου καί τήν πόλη σου. Εὐλόγησε τήν κληρονομία σου.
Τότε συνέβη ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα θαύματα καί ὑπερφυσικά γεγονότα τῆς Πίστεως. Τρομαγμένοι οἱ ἐπιτιθέμενοι ἐχθροί ἄκουγαν θόρυβο, σάν χιλιάδες στρατός νά ἐπιτέθηκε εναντίον τους, πού ἔφερνε ὄλεθρο καί καταστροφή στίς τάξεις τους. Ἔτσι ξαφνικά καί ἀπροσδόκητα ἀπό διῶκτες ἔγιναν διωκόμενοι. Χιλιάδες πτώματα στρώθηκαν στή γῆ.
Πανικόβλητοι, ὅσοι εἶχαν ἀπομείνει, τράπηκαν σέ φυγή, γιά νά σωθοῦν, φωνάζοντας ἀπεγνωσμένα μεταξύ τους: Ποῦ βρέθηκε, ποῦ ἦταν κρυμμένος τόσος στρατός; Στρατός ὅμως δέν ὑπῆρχε. Ἦταν ὁ Θεός καί ἡ Παναγία πού τούς κυνηγοῦσαν.
Οἱ ἱστορικοί ὁμιλοῦν γιά ἕναν ἀνεμοστρόβιλο, πού σηκώθηκε καί ἔφερε πανικό καί καταστροφή. Ἀγρίεψε ἡ θάλασσα καί σήκωσε τεράστια κύματα. Συντρίμια ἔγιναν τά πλοῖα τοῦ ἐχθροῦ. Ἐκτός ἀπό τά πτώματα γύρω ἀπό τά τείχη, γέμισε καί ἡ παραλία μέ νεκρά κορμιά, πού ξέβρασε ἡ θάλασσα τούς πνιγμένους.
Τά μάτια τῶν χριστιανῶν ἔτρεχαν δάκρυα, τώρα ὄχι πόνου καί ἀγωνίας, ἀλλά δάκρυα χαρᾶς καί εὐγνωμοσύνης. Μέ ἀλαλαγμούς καί ζητωκραυγές κατευθύνθηκαν τά πλήθη στήν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν, γιά νά εὐχαριστήσουν καί δοξολογήσουν τόν Θεό καί τήν Παναγία.
ταν ἡ νύχτα τῆς 7ης πρός τήν 8η Αὐγούστου. Πρῶτος ὁ Πατριάρχης γιά πρώτη φορά ἔψαλε τό «τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τά νικητήρια...» καί στή συνέχεια ὅλη τήν νύκτα ἐκείνη "ὀρθοστάδην τόν ὕμνον τῇ τοῦ Θεοῦ Μητρί γηθοσύνως ἔμελψαν".
Αὐτός ὁ ὕμνος, ὁ λυτρωτικός καί νικητήριος, ἔγινε πολύ λαοφιλής. Ἔγινε κάτι σάν Ἐθνικός Ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους μας. Στόν Ὕμνο αὐτό βλέπουμε τόν Ὀρθόδοξο Ἑλληνισμό, βλέπουμε τήν ἐκκλησιαστική παράδοση καί τήν ἐθνική ζωή, βλέπουμε τήν Πίστη καί τήν Πατρίδα, πού συσφίγγονται ἁρμονικά γύρω ἀπό αὐτόν τόν Ὕμνο. Τά λόγια του μᾶς ἀφυπνίζουν τό πατριωτικό καί θρησκευτικό αἴσθημα. Μᾶς ὑπενθυμίζουν επίσης τόν μεγάλο καί γενναῖο αὐτοκράτορα Ἡράκλειο, πού καθιέρωσε τήν ἑλληνική γλῶσσα ὡς τήν ἐπίσημη τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας και τόσα ακόμα συναισθήματα που μυρίζουν Ελλάδα και Ορθοδοξία μαζί. Αυτό το ανίκητο ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟ ανά τους αιώνες μείγμα που δόξασε την πατρίδα μας και θα συνεχίσει φθάνει να το θέλουμε.
Μα πάνω από όλα ο Ύμνος αυτός είναι και η δική μας ευχαριστήρια προσευχή και έκφραση αγάπης προς την Παναγιά, την Μάνα του Χριστού μας, την Κόρη των Αγίων και Δικαίων Θεοπατόρων, του Αγίου Ιωακείμ και της Αγίας Άννας, των δικών μας Αγίων προστατών, αλλά και άμεσων προστατών και υποστηρικτών των νέων ζευγαριών που αγωνίζονται να τεκνοποιήσουν και προσφεύγουν προσευχητικά εδώ στο όμορφο «σπιτικό» τους που τώρα σιγά-σιγά τους χτίζουμε και μέχρι το Πάσχα θα έχουμε τελειώσει, πρώτα ο Θεός, την πρώτη φάση της ανοικοδομήσεως του, για να τους "στεγάσουμε" μαζί με την Παναγία κόρη τους στο "πατρικό της σπίτι", αφού πουθενά ανά τον κόσμο δεν υπάρχει Ενοριακός Ιερός Ναός στο όνομα τους, και μαζί με αυτούς να στεγάσουμε και εμείς την Πίστη μας για τον Θεό και την αγάπη μας στους μυριάδες των Αγίων, των Οσίων και των μαρτύρων της Εκκλησίας Του.
Καλή Ανάσταση σε όλους!!!

Εις τον Ακάθιστο Ύμνο Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμός

Δύο δῶρα προσφέρουμε κάθε Παρασκευή τῶν Χαιρετισμῶν στήν Παναγία. Δυό ὑπέροχα δῶρα πού εἶναι ἀντάξια τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, τῆς Θεοτόκου, τῆς τιμιωτέρας τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρας τῶν Σεραφείμ. Τά θεσπέσια αὐτά δῶρα εἶναι ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος μέ τούς 24 Οἴκους καί ὁ Κανόνας μέ τίς ἐννέα ὠδές. Καί τά δυό εἶναι ἀριστουργήματα τῆς Βυζαντινῆς ὑμνολογίας πού ἐξαίρουν τό ἔργο καί τό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὁ ὑμνογράφος στόν κανόνα χρησιμοποιεῖ γιά τήν Παναγία τίς φράσεις: «ρόδον τό ἀμάραντον, μῦρον πολύτιμον, στάχυν ἡ βλαστήσασα τόν θεῖον, εἴσοδος τῶν σωζόμενων, κλῖμαξ, γέφυρα, ἱερόν καταφύγιον, ἰσχύς καί ὀχύρωμα τῶν ἀνθρώπων, λιμήν, ἄνθος τό ἀμάραντον, τεῖχος καί ὀχύρωμα, ἄστρον ἄδυτον, τῶν ἀθλητῶν στεφάνωμα». 

Ὅλα αὐτά χαρακτηρίζουν τήν ξεχωριστή θέση πού ἔχει ἡ Παναγία στόν κόσμο τῆς ἁγιότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ μοναδικός θησαυρός τοῦ πιστοῦ, διότι προσφέρεται γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου καί γι' αὐτό ἀποκαλεῖται «κόσμου διάσωσμα». Ἡ Παναγία εἶναι τό καταφύγιο καί τό λιμάνι τῶν πιστῶν, διότι σ' αὐτήν βλέπουν ἀσφάλεια καί προστασία. Καί στόν Ἀκάθιστο Ὕμνο ἀποκαλεῖται «ἀστήρ, ὁδηγός σωφροσύνης, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων, γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τό ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας, τό στέφος τῆς ἐγκρατείας, ὄχημα πανάγιον, οἴκημα πανάριστον, ἐλπίς ἀγαθῶν αἰωνίων, σκηνή τοῦ Θεοῦ καί λόγου, ἁγία ἁγίων μείζων, ἀσάλευτος πύργος, τό ἀπόρθητον τεῖχος». Ὅλα αὐτά τονίζουν τό μέγιστο ἔργο τῆς Παναγίας γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἡ τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα τῶν Σεραφείμ συνεχίζει τό θεῖο ἔργο μέ τά πολυάριθμα θαύματα πρός ὅσους προστρέχουν μέ πίστη καί ἀγάπη στόν Θεό. 

Ἰδιαίτερα ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος εἶναι εὐχαριστήριος Ὕμνος καί ἐγκώμιο στό πρόσωπο τῆς Παναγίας γιά τό μεγάλο θαῦμα πού ἔκανε τό ἔτος 626 στήν Κωνσταντινούπολη, νικώντας δύο μεγάλες στρατιές ἀλλοθρήσκων, τούς Πέρσες καί τούς Ἀβάρους. Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος παρουσιάζει τήν βαθιά πίστη τῶν προγόνων μας στό Θεό καί στήν πατρίδα. Αὐτά τά δυό ἦταν ἑνωμένα στήν ψυχή τοῦ λαοῦ τοῦ Βυζαντίου καί ἐκφράζονται ἔντονα στόν Ἀκάθιστο Ὕμνο μέ τό «Χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε» καί «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τά νικητήρια». Μέ τό «χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε» παρουσιάζεται τό κοσμοσωτήριο ἔργο τῆς Παναγίας καί μέ τό «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ» τονίζονται τά θαυμαστά γεγονότα τῆς ἱστορίας τοῦ Βυζαντίου. Τά θρησκευτικά καί τά ἐθνικά ἰδεώδη συνυπάρχουν στό λαό τοῦ Βυζαντίου. Ἡ ἔννοια τῆς θρησκείας καί τῆς πατρίδος λαμβάνουν ἰδιαίτερο χῶρο στή συνείδηση τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. 

Ἡ ἐθνική καί ἡ θρησκευτική συνείδηση 

Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος μᾶς καλεῖ νά μαθητεύσουμε στήν ἱστορία τῶν προγόνων μας, γιά νά ὠφεληθοῦμε ἀπό τά διδάγματά της γιά τούς κοινούς θρησκευτικούς καί ἐθνικούς ἀγῶνες τους. Οἱ ἔννοιες τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος συνυπῆρχαν στήν συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Βυζαντίου. Ἡ πίστη καί ἡ ἐλευθερία ἦταν τά μοναδικά ἰδανικά των καί γι' αὐτά πολεμοῦσαν μέχρι θυσίας. 

Ἡ ἔννοια τῆς πατρίδας ἦταν συνυφασμένη μέ τήν ἔννοια τῆς θρησκείας, διότι σ' αὐτήν ὑπῆρχαν τά ἱερά καί ὅσια τῆς πίστεώς των. Ἀκόμη καί οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας ἔδιναν μία ἱερότητα στήν ἔννοια τῆς πατρίδος καί αὐτό τό τονίζει ὁ σοφός Σωκράτης: «Μητρός τε καί πατρός καί τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερον ἐστιν ἡ πατρίς καί σεμνότερον καί ἁγιώτερον...» (=Καί ἀπό τήν μητέρα καί ἀπό τόν πατέρα κι ὅλους γενικά τοὺς ἄλλους προγόνους πιό πολύτιμο ἀγαθό εἶναι ἡ πατρίδα καί πιό σεβαστό καί πιό ἱερό...). Ὁ δέ στρατηγός Μακρυγιάννης στά ἀπομνημονεύματά του ἔγραφε: « Γλυκύτερον πράγμα δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν πατρίδα καί τήν θρησκεία». Καί ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς γράφει μέ τόλμη: « Δέν ζεῖ χωρίς πατρίδα ἡ ἀνθρώπινη ψυχή». 

Εἶναι γεγονός ἀναμφισβήτητο ὅτι στήν πατρίδα ἐμπιστευόμαστε τή ζωή μας, τή ζωή τῶν παιδιῶν μας, τήν τιμή μας, τά ἱερά καί τά ὅσιά μας. Γι' αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ἀγαπᾶμε τήν πατρίδα μας καί νά ἔχουμε ἐθνική συνείδηση. Διότι ἡ ἐθνική συνείδηση δηλώνει κοινούς ἀγῶνες, κοινή γλώσσα καί θρησκεία καί κοινές παραδόσεις. 

Ἡ ἐθνική καί ἡ θρησκευτική συνείδηση πρέπει νά πορεύονται μαζί, ὅπως ἡ ἑνότητα ἑνός ἔθνους καί ἡ πίστη στό Θεό, ἡ ἀρετή καί τό θεῖο. Καί οἱ δύο μαζί ὁδηγοῦν στήν ὁμόνοια ἑνός ἔθνους. Τό παρελθόν τῆς Ἑλλάδος εἶναι λαμπρό μέ τίς ἡρωικές μορφές της πού τήν διέκριναν ἀπό ὅλα τά ἔθνη τοῦ κόσμου. Οἱ ἱερές παραδόσεις ἐξυψώνουν τήν ἐθνική συνείδηση γιά νέους ἀγῶνες καί θυσίες. 

Ἡ πίστη στά ὑψηλά ἰδανικά ἐμπνέει τό πνεῦμα τῆς ἅμιλλας, τῆς ἑνότητας καί συνεργασίας πού ξυπνᾶ τόν Ἕλληνα ἀπό τόν λήθαργο τῆς ἀδιαφορίας καί τῆς ἀτομικῆς εὐμάρειας. Ἄς ξεχάσουμε τούς φανατισμούς μας, τίς μισαλλοδοξίες, τίς ἀδικίες καί τά μίση πού διασποῦν τήν ἑνότητά μας, διότι ἡ ἑλληνική ἱστορία μᾶς ἔχει διδάξει ὅτι τίποτε καλό δέν ἔχουμε ἐπιτύχει μέ τίς διχόνοιες. Ὅπως προέτρεπε ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τούς Ἕλληνες, «νά' στε μονιασμένοι». 

Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμός 

Πάντοτε ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν παράγοντας ἑνότητας, εἰρήνης καί συμφιλιώσεως τῶν Ἑλλήνων, διότι κηρύττει τήν ἐλευθερία καί τήν ἀγάπη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Βλέπει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί τό σέβεται προσφέροντάς του τά ὑψηλά ἰδανικά καί τίς θεανθρώπινες ἀξίες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ Ὀρθοδοξία στοχεύει νά δημιουργήσει ὥριμους καί ὑπεύθυνους ἀνθρώπους μέ ὑψηλούς σκοπούς, ὥστε νά συμβάλλουν γιά μία καλύτερη κοινωνία, ἡ ὁποία νά ἐμφορεῖται ἀπό τίς ἀξίες τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπης. 

Ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἔχουμε τήν προσωπική εὐθύνη γιά ὀρθόδοξο καί ἑλληνικό ἦθος. Καί τά δύο μαζί νά συμπορεύονται καί νά κατευθύνουν τήν ψυχή τοῦ Ἕλληνα σέ νέους ἀγῶνες καί θυσίες. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν ἀναπτύξει σέ μεγάλο βαθμό τή μεγάλη ἀξία τῆς θρησκείας καί τῆς πατρίδος. 

Μπορεῖ νά αἰσθανόμαστε ἀδύναμοι μπροστά στίς δυνάμεις τῶν μεγάλων ἐθνῶν, στίς ὑπεράριθμες στρατιές ἄλλων χωρῶν, ἀλλά ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι 12.000 στρατιῶτες πού εἶχαν μείνει στά τείχη τῆς Κωνσταντινούπολης μέ τόν πατριάρχη Σέργιο καί τόν φρούραρχο Βῶνο πολέμησαν τίς μυριάδες τῶν Περσῶν καί τῶν Ἀβάρων , πού κτυποῦσαν ἀλύπητα τά φρούρια τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό ξηρά καί θάλασσα. Ἡ ΝΊΚΗ τῶν βαρβάρων ἦταν σίγουρη, ἀλλά δέν εἶχαν ὑπολογίσει τήν πίστη τῶν ὀλιγάριθμων χριστιανῶν. Ἡ Παναγία ἔκανε πάλι τό θαῦμα της καί ὡς Στρατηγός διηύθυνε τό στράτευμα, προσθέτοντας τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ καί κατατροπώνοντας τίς ἐχθρικές δυνάμεις τῶν Περσῶν καί τῶν Ἀβάρων. Ἡ δύναμή μας εἶναι ἡ πίστη μας στό Θεό καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία ὡς Ὑπέρμαχος Στρατηγός θά ὁδηγήσει τήν Ὀρθοδοξία καί τή μικρή Ἑλλάδα καί σέ ἄλλα θαύματα, ἀρκεῖ ἐμεῖς νά εἴμαστε σταθεροί στήν πίστη καί στά ἰδανικά μας. 

Ἡ Ὀρθοδοξία καί ὁ Ἑλληνισμός πορευόμενοι μαζί δίνουν μήνυμα καί πρόσκληση στόν σύγχρονο κόσμο, προσφέροντας τίς παραδόσεις καί τήν πνευματική κληρονομιά της. Πάντοτε ἡ Ὀρθοδοξία καί ὁ Ἑλληνισμός ὑπῆρξαν ἑνωμένοι καί αὐτό δηλώνεται μέ τήν σφραγίδα τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ. Εἶναι οἱ δυό ὄψεις τοῦ αὐτοῦ νομίσματος. 

Ἡ κρίση τῶν ἀξιῶν 

Σήμερα ζοῦμε σ' ἕναν κόσμο πού ἡ ἑλληνική κοινωνία ἀπειλεῖται ἀπό ἐσωτερικούς καί ἐξωτερικούς ἐχθρούς καί συγχρόνως διέρχεται κρίσεις, ἀπό τίς ὁποῖες κινδυνεύει νά χάσει τήν ταυτότητά της. Ξεκινᾶ ἀπό τή κρίση τῶν ἀξιῶν καί τῶν ἰδεολογιῶν καί φθάνει μέχρι τήν κρίση τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, τῆς ἠθικῆς, τῆς οἰκογένειας καί τῆς παιδείας. Αὐτό πού κυριαρχεῖ περισσότερο εἶναι ἡ κρίση τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, ἀπό τήν ἔλλειψη τῆς ἀγάπης καί τῆς προσφορᾶς. Ἀκόμη ἕνας ἀφανής κίνδυνος εἶναι ἡ κρίση τῶν συνειδήσεων τῶν ἀνθρώπων, πού νεκρώνονται ἐξαιτίας τοῦ ἀτομισμοῦ καί τῆς μοναξιᾶς. 

Σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία καί ὁ Ἑλληνισμός δίνουν τήν δική τους μαρτυρία σέ ὅλο τόν κόσμο, προβάλλοντας τίς πνευματικές τους ἀξίες στό δυτικό τρόπο ζωῆς, ὁ ὁποῖος ἀποχαυνώνει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί προξενεῖ μία νέα ἀπαξία, τοῦ μηδενισμοῦ καί τῆς στείρας λογικῆς. Ἡ μέν Ὀρθοδοξία ἐκτός ἀπό μία μυστηριακή ἐκκλησιολογική ἑνότητα, δημιουργεῖ ἕνα συγκροτημένο ἄνθρωπο μέ ὀρθόδοξο ἦθος. Ὁ δέ Ἑλληνισμός μέ τόν πολιτισμό του προσφέρει ἕνα κοινωνικό γίγνεσθαι στό σημερινό ἄνθρωπο, γιά νά ξεφύγει ἀπό τό λαβύρινθο τῶν ἀδιεξόδων πού μαστίζουν τήν κοινωνία. Ἡ Ὀρθοδοξία προβάλλει τόν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ἑλληνισμός τήν ἀκρόπολη τῶν ἀξιῶν, τήν Δημοκρατία μέ ὅλα τά ὑγιῆ στοιχεῖα της. Ἡ Ὀρθοδοξία μέ τήν λατρεία τῆς ἐνώνει τόν πιστό μέ τόν Θεό, γιά νά νικήσει τίς δυνάμεις τῆς ἁμαρτίας καί νά τόν ὁδηγήσει πλέον στή θεία ζωή τοῦ καινοῦ κόσμου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἑλληνισμός προβάλλει τήν ἀρετή τοῦ Σωκράτη, τήν ἠθική τοῦ Πλάτωνα, τήν ἀνδρεία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καί τά ὑψηλά ἰδανικά σοφῶν ἀνδρῶν. 

Καί σήμερα ὑπάρχουν πολλοί πού ἐπιβουλεύονται τήν ἀκεραιότητα τῆς Ἑλλάδος, προσβάλλοντας τήν ἐθνική συνείδησή μας μέ τό νά ἀλλοιώνουν τήν ἑλληνική Ἱστορία (ὅπως μέ τήν ὀνομασία τῆς Μακεδονίας τῶν Σκοπίων). Ἐπίσης ἐσωτερικοί ἐχθροί πού προσβάλλουν τό ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, προβάλλοντας ξενόφερτα πρότυπα ζωῆς, ἰδέες καί δοξασίες ἄλλων χωρῶν. Προσπαθοῦν μέ ὅλα αὐτά νά μειώσουν τήν δύναμη τῆς Ἑλλάδος καί νά δεσμεύσουν τήν ἐλευθερία τῆς πίστεως τοῦ λαοῦ. Στήν Ἑλλάδα γεννήθηκαν ὁ λόγος καί ἡ ἐλευθερία καί ἡ Ἑλλάδα μεγαλούργησε γιατί πίστευε σέ ὑψηλά ἰδανικά καί ἀξίες πού τήν διέκριναν ἀπό τίς ἄλλες χῶρες τοῦ κόσμου. Καί σήμερα, ἄν ἀγαπᾶμε τήν πατρίδα καί τήν Ὀρθοδοξία μας, εἶναι ἀνάγκη νά ὑψώσουμε τήν φωνή μας τόσο σέ ξένους ἐπιβουλεῖς ὅσο καί σ' ἐκείνους πού ζητοῦν νά σκλαβώσουν τήν θρησκευτική πίστη μας εἴτε σέ μία ταυτότητα ἤ σέ ξενόφερτες παραθρησκεῖες καί αἱρέσεις πού ἀλλοιώνουν τήν ὀρθόδοξη ἑλληνική παράδοση. Καί πάλι ἡ Παναγία θά κάνει τό θαῦμα της γιά νά μᾶς προστατέψει ἀπό ἐχθρούς, ὅπως τήν ἐποχή ἐκείνη, ἀρκεῖ ἡ πίστη στόν Θεό νά εἶναι δυνατή καί σταθερή.

O Aκάθιστος ύμνος εις την Κωνσταντινούπολιν (Υπό Ακακίου Σαββαϊτου-ΙΓ αι.)


26ΜΑΡ
 αρχείο λήψης
«Ὑ­πῆρ­χεν εἰς τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν κά­ποιο ἀν­δρῶ­ον μο­να­στή­ρι­ον λε­γό­με­νον τοῦ Ἀ­βάσ­σου(*). Ἡ ὀ­νο­μα­σία του αὐ­τὴ ἴ­σως νὰ προ­έρ­χε­ταιἀ­πὸ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ κτί­το­ρος, ὅ­μως ἦ­ταν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νον εἰς τὴν Ὑ­πε­ρέν­δο­ξον Δέ­σποι­ναν ἡ­μῶν, τὴν Θε­ο­τό­κον, ἡ ὁ­ποία ἐ­κεῖ ὀ­νο­μά­ζε­ται «Ἀ­βασ­σι­ώ­τισ­σα» καὶ ἐ­πι­τε­λεῖ πάμ­πολ­λα θαύ­μα­τα. Συ­νή­θι­ζαν λοι­πὸν ὅ­λοι οἱ καλ­λί­φω­νοι ψάλ­ται νὰ με­τα­βαί­νουν ἐ­κεῖ, διὰ τὴν ἀ­γρυ­πνί­αν τοῦ «Ἀ­κα­θί­στου», ὡς λέ­γε­ται. Προ­κα­λοῦ­σαν ὅ­μως θό­ρυ­βον καὶ με­γά­λην ἀ­να­τα­ρα­χὴν εἰς τὸ μο­να­στή­ρι­ον. Οἱ μο­να­χοὶ θέ­λον­τες, κα­τὰ τὴν τά­ξιν, νὰ δι­α­φυ­λά­ξουν τὴν κα­τά­νυ­ξιν τῆς ἁ­γί­ας Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, ἀ­γα­να­κτοῦ­σαν. Τὸ ἔ­θος ὅ­μως ἦ­το πα­λαι­όν, καὶ οἱ μο­να­χοὶ δὲν εἶ­χαν τί νὰ κά­μουν.
Κά­πο­τε λοι­πὸν ἔ­γι­νε ἡ­γού­με­νος ἕ­νας πο­λὺ εὐ­λα­βὴς καὶ ἐ­νά­ρε­τος ἱ­ε­ρεύς, πλὴν ἄ­μου­σος. Αὐ­τὸς εἶ­πε πρὸς τοὺς μο­να­χοὺς τοῦ μο­να­στη­ρί­ου του: «Παι­διά μου, θέ­λω νὰ γνω­ρί­ζε­τε ὅ­τι δὲν θὰ ἐ­πι­τρέ­ψω τὴν κατ’ ἔ­θος προ­σέ­λευ­σιν ἐ­δῶ τῶν καλ­λι­φώ­νων». Τό­τε, οἱ μο­να­χοὶ θυ­μω­μέ­νοι τοῦ ἀ­πήν­τη­σαν: «Ἂν κά­μῃς ἔτ­σι, ποι­ός θὰ ψά­λῃ τοὺς οἴ­κους;» Καὶ ὑ­πο­κρι­νό­με­νοι τὰ ἄ­φω­να ὄν­τα, τοῦ εἶ­παν: «Ψά­λε τους ἐ­σύ!». Ὁ ἡ­γού­με­νος μὲ ἁ­πλό­τη­τα τοὺς εἶ­πεν: «Ἐ­γώ, τέ­κνα μου, σὺν Θεῷ! Ἐ­γὼ θὰ προ­σφέ­ρω εἰς τὸν Θε­ὸν ὁ­λό­κλη­ρον τὸ σέ­βας τῆς ἑ­ορ­τῆς». Ὅ­ταν λοι­πὸν ἔ­φθα­σεν ἡ ἡ­μέ­ρα, καὶ ἦλ­θεν ἡ νύ­κτα, εἶ­πεν ὁ ἡ­γού­με­νος πρὸς τὸν θυ­ρω­ρὸν τοῦ μο­να­στη­ρί­ου: «Κλεῖ­σον μὲ ἀ­σφά­λει­αν τὴν πύ­λην, καὶ οὐ­δε­νὸς νὰ ἐ­πι­τρέ­ψῃς τὴν εἴ­σο­δον, ἄλ­λως θὰ ἔ­χῃς ἐ­πι­τί­μι­ον». Ὁ θυ­ρω­ρὸς ἀ­μέ­σως ἐ­πῆ­γε καὶ ἀ­σφά­λι­σε τὴν πύ­λην, συμ­φώ­νως πρὸς τὴν ἐν­το­λήν. Ἦλ­θαν τό­τε οἱ καλ­λί­φω­νοι ἐμ­πρὸς εἰς τὸν πυ­λῶ­να καί, ἐ­πει­δὴ ηὗ­ραν τὴν εἴ­σο­δον κλει­στήν, σκαν­δα­λι­σθέν­τες ἔ­φυ­γαν, λέ­γον­τες πολ­λὲς ἀ­πει­λὲς κα­τὰ τῶν μο­να­χῶν. Ἀλ­λὰ καὶκά­ποι­οι μο­να­χοί, ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους ὁ­πού συ­να­νε­στρέ­φον­το μὲ τοὺς καλ­λι­φώ­νους, χά­ριν τῶν ὁ­ποί­ων, λύ­ον­τες τὸν κα­νό­να τῆς νη­στεί­ας, ἔ­πι­ναν καὶ ἔ­τρω­γαν μετ’ αὐ­τῶν, ἔ­λε­γαν κρυ­φί­ως με­τα­ξύ των, μὲ βα­ρεῖ­αν δι­ά­θε­σιν κα­τὰ τοῦ ἡ­γού­με­νου: «Νὰ ἰ­δοῦ­με, τί θὰ κά­μῃ αὐ­τὸς ὁ ἄ­φω­νος ἰ­χθύς!».
Ὅ­ταν, τέ­λος πάν­των, ἔ­φθα­σεν ἡ ὥ­ρα, κτυ­πή­σαν­τες τὸ σή­μαν­τρον συ­νή­χθη­σαν ὅ­λοι οἱ μο­να­χοί, πε­ρὶ τοὺς ἑ­βδο­μή­κον­τα, εἰς τὴν ἐκ­κλη­σί­αν. Καὶ ὅ­λοι πα­ρα­τη­ροῦ­σαν διὰ νὰ ἰ­δοῦν, τί θὰ κά­μῃ ὁ ἡ­γού­με­νος, ἐ­νῷ ὅ­σοι ἤ­ξευ­ραν νὰ ψά­λουν, πα­ρή­κου­σαν τὴν ἐν­το­λήν του γι­νό­με­νοι ἀ­φω­νό­τε­ροι τῶν ἰ­χθύ­ων. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἦλ­θεν ἡ στι­γμὴ ὁ­πού, κα­τὰ τὴν τά­ξιν, ἔ­πρε­πε νὰ ἀρ­χί­σουν οἱ οἶ­κοι τῶν «Χαι­ρε­τι­σμῶν», ὁ ἡ­γού­με­νος ἐ­φώ­να­ξε τὸν ἐκ­κλη­σι­άρ­χην καὶ τοῦ εἶ­πεν: «Νὰ μοῦ φέ­ρῃς ἐ­δῶ τὸ ἐ­πι­τρα­χή­λι­ον καὶ τὸν φε­λώ­νην». Ἐ­κεῖ­νος τοῦ τὰ ἔ­φε­ρε, καὶ τό­τε αὐ­τός, πλη­σι­ά­σας εἰς τὴν εἰ­κό­να τῆς Θε­ο­μή­το­ρος, ἔ­κα­με τρεῖς με­τα­νοί­ας, ὡς εἴ­θι­σται εἰς τοὺς μο­να­χούς, ἀ­πε­κά­λυ­ψε τὴν κε­φα­λήν του, ἐ­νε­δύ­θη τὰ ἱ­ε­ρα­τι­κὰ ἄμ­φια, καὶ ἐ­στά­θη ἔμ­προ­σθεν τῆς εἰ­κό­νος τῆς Θε­ο­τό­κου. Δὲν ἐ­ζή­τη­σεν ἀ­πὸ τὴν Μη­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου νὰ τοῦ δώ­σῃ καλ­λι­φω­νί­αν, ἂν καὶ αὐ­τὴ τοῦ ἔ­δω­σεν. Ἐ­γνώ­ρι­ζεν ὁ γέ­ρωνὅ­τι εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νον εἰς τοὺς μο­να­χοὺς νὰ ἐ­πι­δί­δων­ται εἰς αὐ­τά.
Ἀ­σφα­λῶς, καὶ ὁ μα­κά­ρι­ος Ρω­μα­νὸς ἀ­πὸ τὴν Πα­να­γί­αν ἔ­λα­βε τὸ χά­ρι­σμα καὶ ὠ­νο­μά­σθη Με­λῳ­δός, αὐ­τὸς ὁ­ποὺπρο­η­γου­μέ­νως ἦ­το τε­λεί­ως ἄ­φω­νος, παρ’ ὅ­τι ἦ­το κλη­ρι­κὸς τῆς Με­γά­λης Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­τα­γό­με­νος ἀ­πὸ εὐ­γε­νεῖς γο­νεῖς καὶκο­σμη­μέ­νος μὲ ὅ­λες τὶς ἀ­ρε­τές, ὅ­πως τὴν παρ­θε­νί­αν, τὴν σω­φρο­σύ­νην τῶν αἰ­σθή­σε­ων, τὴν πρα­ό­τη­τα καὶ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νην. Τὸ μο­να­δι­κόν του μει­ο­νέ­κτη­μα ἦ­το ἡ πα­ρα­φω­νία, διὰ τὴν ὁ­ποί­αν καὶ τὸν πε­ρι­γε­λοῦ­σαν οἱ συ­νά­δελ­φοί του κλη­ρι­κοί. Τί ἆ­ρα­γε θὰ ἠμ­πο­ροῦ­σε νὰ κά­μῃ αὐ­τὸς διὰ τοῦ­το τὸ μει­ο­νέ­κτη­μά του; Κα­τα­φεύ­γει λοι­πὸν εἰς τὴν σκέ­πην καὶ τὴν βο­ή­θει­αν τῆς Γορ­γο­ε­πη­κό­ου Πα­νά­γνου Μη­τρὸς τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ, εἰς αὐ­τὴν ὁ­ποὺ ἔ­χει ὅ­λους τοὺς θη­σαυ­ροὺς τῶν χα­ρι­σμά­των. Νη­στεύ­ει καὶ τὴν πα­ρα­κα­λεῖ νὰ λυ­θῇ τὸ δι­ά­φρα­γμα τῆς κα­κο­φω­νί­ας του. Ἔτ­σι ἔ­κα­με. Καὶ κά­ποια νύ­κτα, ἐ­νῶ ἀ­γρυ­πνοῦ­σε καὶ ἔ­ψαλ­λε δε­ό­με­νος, ἐ­γο­νά­τι­σεν ὀ­λί­γον ἀ­πὸ τὴν κού­ρα­σιν, καὶ ἔτ­σι τὸν ἐ­πῆ­ρεν ἕ­νας ὕ­πνος γλυ­κύς. Ἀ­νε­κά­θι­σεν ὅ­μως μετ’ ὀ­λί­γον καὶ βλέ­πει, ἔ­ξυ­πνος, ὄ­χι εἰς τὸν ὕ­πνον, παρ’ ὅ­τι καὶ εἰς τὸν ὕ­πνον ἡ πο­λυ­μέ­ρι­μνος ψυ­χὴ δὲν ἀ­πο­κοι­μᾶ­ται εὐ­κό­λως, βλέ­πει νὰἔρ­χε­ται ἡ Πα­νά­μω­μος Μη­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ νὰ τοῦ λέ­γῃ: «Τί σοῦ συμ­βαί­νει καὶ θλί­βε­σαι, εὐ­λο­γη­μέ­νον τέ­κνον, Ρω­μα­νέ;». Καὶ ἐ­κεῖ­νος ἀ­παν­τᾷ: «Διὰ τὴν κα­κο­φω­νί­αν μου αὐ­τὴν, Δέ­σποι­να Κυ­ρία, δι­ό­τι ὅ­λοι μὲ πε­ρι­γε­λοῦν». «Καὶ ἂν σοῦ χα­ρί­σω φω­νὴν με­λω­δι­κήν, τί μοῦ ὐ­πό­σχε­σαι; Θὰ γί­νῃς μο­να­χός;» «Ναί, Κυ­ρία μου», ἀ­παν­τᾷ ἐ­κεῖ­νος, «ἐφ’ ὅ­σον αὐ­τή, ἐξ ἄλ­λου, εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­θυ­μία μου». Καὶ ἡ Δέ­σποι­να τοῦ ἀ­πο­κρί­νε­ται: «Καὶ ἐ­γὼ γνω­ρί­ζωὅ­τι εἶ­σαι ἐ­λεύ­θε­ρος ἀ­πὸ τὰ κο­σμι­κά, ὅ­μως τὸ χά­ρι­σμα ἠμ­πο­ρεῖ νὰ βλά­ψῃ ὅ­σους δὲν προ­σέ­χουν. Ἂν θέ­λῃς νὰ σοῦ δο­θῇ τὸ χά­ρι­σμα, πρό­σε­ξε νὰ μὴ γί­νῃ γνω­στὸν τὸ μυ­στή­ρι­ον. Δι­α­μοί­ρα­σον ὅ,τι ἔ­χεις εἰς τοὺς πτω­χούς, καὶ πή­γαι­νε εἰς τὸ ἀ­γα­πη­τόν μου ἀ­νά­κτο­ρον, τὴν Μο­νὴν τοῦ Ἀ­βάσ­σου, καὶ νὰγί­νῃς ἐ­κεῖ μο­να­χός. Τό­τε θὰ ἔλ­θω ἐ­κεῖ, καὶ θὰ σὲ ἐ­πι­σκε­φθῶ». Λοι­πόν, εὐ­θὺς ὁ­ποὺ ἐ­ξύ­πνη­σεν, ἠ­σθάν­θη τὴν καρ­δί­αν του πλή­ρη συ­νέ­σε­ως καὶ γλυ­κύ­τη­τος, καὶ ἔ­σπευ­σε νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σῃ ὅ,τι τοῦ εἶ­χε ζη­τη­θῆ. Ὅ­ταν ὡ­λο­κλή­ρω­σε τὴν δι­α­νο­μὴν τῶν ὑ­παρ­χόν­των του, ἀ­νε­χώ­ρη­σε διὰ τὸ μο­να­στή­ρι­ον, φυ­λάτ­των πάν­το­τε κα­λῶς ὡς μυ­στι­κὸν ἀ­δη­μο­σί­ευ­τον τὸ μυ­στή­ρι­ον. Ἐ­κά­ρη μο­να­χός, καὶ ἀ­πέ­βα­λε με­τὰ τῶν τρι­χῶν τῆς κε­φα­λῆς του καὶ ὅ­λες τὶς κο­σμι­κὲς ἐ­πι­θυ­μί­ες, γε­νό­με­νος ἔτ­σι κα­θα­ρὸν σκεῦ­ος τοῦ ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἀ­νέ­με­νεν, ὅ­μως, ἐν σι­ω­πῇ τὴν ἐκ­δή­λω­σιν τῆς ὑ­πο­σχέ­σε­ως τῆς Πα­να­γί­ας. Κά­ποι­αν νύ­κτα, λοι­πόν, ἐμ­φα­νί­ζε­ται πά­λιν ἡ Πα­νά­μω­μος Παρ­θέ­νος καὶ τοῦ λέ­γει: «Χαί­ροις, τέ­κνον εὐ­λο­γη­μέ­νον, Ρω­μα­νέ! Ἐφ’ ὅ­σον με­τὰ πά­σης προ­θυ­μί­ας ἐ­ξε­πλή­ρω­σες ὅ­λα, ὅ­σα σοῦ ὑ­πέ­δει­ξα, λά­βε τώ­ρα τὸν καρ­πὸν τῆς ὑ­πα­κο­ῆς σου. Ἄ­νοι­ξον τὸ στό­μα σου». Καὶ τοῦ ἔ­δω­σε τό­τε νὰ φά­γῃ τὴν σε­λί­δα ἑ­νὸς βι­βλί­ου, ὄ­χι ὁ­λό­κλη­ρον κε­φά­λαι­ον ὅ­πως εἰς τὸν Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ, οὔ­τε ὅ­πως εἰς τὸν Ἐ­φραὶμ τὸν Σύ­ρον, ἀλ­λὰ σε­λί­δα κα­τά­γρα­φον «ἔ­σω­θεν καὶἔ­ξω­θεν». Τὸ ση­μεῖ­ον τοῦ­το ἐ­δή­λω­νε διὰ τοῦ ἔ­σω­θεν μὲν τὸν φω­τι­σμὸν τῆς ψυ­χῆς καὶ τῆς καρ­δί­ας, διὰ δὲ τοῦ ἔ­ξω­θεν τὴν καλ­λι­φω­νί­αν πρὸς δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ, διὰ τῶν γνω­στῶν εἰς ὅ­λους κον­τα­κί­ων τοῦ ἀν­δρός.
Ὅ­λα αὐ­τά, τὰ εἴ­πο­μεν, διὰ νὰ δεί­ξω­μεν πὼς οὔ­τε ἡ Μή­τηρ τοῦ Κυ­ρί­ου, οὔ­τε ὁ Υἰ­ὸς αὐ­τῆς συ­νερ­γά­ζον­ται με­τὰ τῶν ὑ­πε­ρη­φά­νων, ἀλ­λὰ δί­δουν τὴν χά­ριν εἰς τοὺς τα­πει­νούς. Δὲν κα­τη­γο­ρῶ, βε­βαί­ως, τὴν τέ­χνην τῆς μα­θή­σε­ως, ὄ­χι· ἀλ­λὰ πρέ­πει νὰ ἐμ­πι­στευ­ώ­με­θα εἰς τὸν Θε­όν, ὁ­ποὺ εἶ­πεν: «Χω­ρὶς ἐ­μοῦ οὐ δύ­να­σθε ποι­εῖν οὐ­δέν». Ἂς ἐ­πι­στρέ­ψω­μεν ὅ­μως εἰς τὴν συ­νέ­χει­αν τῆς δι­η­γή­σε­ως, ἐκ τῆς ὁ­ποί­ας μᾶς ἀ­πε­μά­κρυ­νεν ἡ ἀ­γά­πη μας πρὸς τὸν ἅ­γι­ον Ρω­μα­νὸν καὶ τὰ πε­ρι­στα­τι­κὰ τοῦ βί­ου του.
Ἐ­λέ­γα­με λοι­πὸν πε­ρὶ τοῦ ἡ­γου­μέ­νου τῆς Μο­νῆς Ἀ­βάσ­σου, καὶ πῶς ἐμ­πό­δι­σε τὴν εἴ­σο­δον τῶν κα­λι­φώ­νων εἰς αυ­τήν, καὶ πῶςἀν­τέ­δρα­σαν οἱ μο­να­χοί. Ἔτ­σι, ἐ­φθά­σα­μεν εἰς τὸ ση­μεῖ­ον ὁ­ποὺ ἐ­φό­ρε­σε τὸν φε­λώ­νην, καὶ ὡς κα­κό­φω­νος ὁ­ποὺ ἦ­το ἐ­στά­θη ἐ­νώ­πι­ον τῆς εἰ­κό­νος τῆς ἀ­χράν­του Ἀ­ει­παρ­θέ­νου. Τό­τε, λοι­πόν, ὁ κα­νο­νάρ­χης ἐ­ξε­φώ­νη­σεν: «Ἄγ­γε­λος πρω­το­στά­της!». Καὶ ὁ ἡ­γού­με­νος, ὡς ἄ­νοι­ξε τὸ στό­μα του, δί­χως κἂν νὰ ἀ­κου­σθῇ φω­νή –ἴ­σως τὸ ἄ­νοι­ξε κα­τὰ τὸ ψαλ­μι­κὸν λό­γι­ον: «Ἄ­νοι­ξον τὸ στό­μα σου, καὶ πλη­ρώ­σω αὐ­τό»– εὐ­θὺς κρου­νοὶ δα­κρύ­ων ἀ­πὸ τοὺς ὀ­φθαλ­μούς του, ὡς στα­λα­γμα­τι­ὲς βρο­χῆς ἢ μᾶλ­λον ὡς ρυ­ά­κια, ἔ­τρε­ξαν ἐ­πὶ τῆς ἀ­α­ρω­νί­τι­δος ἐ­κεί­νης γε­νει­ά­δος, ὁ­ποὺ ἔ­φθα­σαν ἕ­ως τῶν ἐν­δυ­μά­των του καὶ αὐ­τοῦ ἀ­κό­μη τοῦ ἐ­δά­φους. Ἀλ­λὰ τὴν ἴ­δι­αν στι­γμὴν ἀ­κού­σθη­σαν καὶ τό­σοι καρ­δι­α­κοὶ ἀ­να­στε­να­γμοὶ καὶ κτύ­ποι τοῦ στή­θους βα­θυ­τά­της συν­τρι­βῆς, ὁ­ποὺ τίς ἠμ­πο­ρεῖ νὰ κα­τα­γρά­ψῃ; Ὁ­λό­κλη­ρος ὁ να­ὸς ἀν­τη­χοῦ­σεν ἀ­πὸ τοὺς θρή­νους. Ὁ ἡ­γού­με­νος ὅ­μως οὐ­δό­λως ἐ­σα­λεύ­θη, ἀλλ’ ἐ­στή­λω­σε τὸ σῶ­μά του ὡς ἄλ­λος Σα­μου­ήλ, καὶ κα­τώρ­θω­σε νὰ εἰ­πῇ τοὺς οἴ­κους ὅ­λους. Οἱ μο­να­χοὶ ἐ­κεῖ­νοι, ὁ­ποὺ προ­η­γου­μέ­νως κυ­ρι­ευ­μέ­νοι ἐκ τοῦ φθό­νου εἶ­χαν ἐ­ναν­τι­ω­θῆ πρὸς τὸν πα­τέ­ρα τους, βλέ­πον­τες τώ­ρα τὴν χά­ριν τοῦ Θε­οῦ νὰ σκε­πά­ζῃ τὸν ἡ­γού­με­νόν τους, κα­τε­νύ­γη­σαν τό­σον, ὥ­στε, θὰ ἠμ­πο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ εἰ­πῇ ὅ­τι, ἐ­βλε­πεν ἕ­να πλῆ­θος μο­να­χῶν βυ­θι­σμέ­νων εἰς τὴν χαρ­μο­λύ­πην. Ἔ­ψα­λαν λοι­πὸν ὅ­λοι εἰς τοὺς χο­ροὺς καὶ ἐ­με­γά­λυ­ναν τὴν Μη­τέ­ρα τοῦ Σω­τῆ­ρος, εὐ­χα­ρι­στοῦν­τες τὸν ἡ­γού­με­νον, ὁ­ποὺ ἐ­γι­νεν αἰ­τία νὰ ἀ­πο­λαύ­σουν τό­σα ἀ­γα­θά.
Καὶ ἰ­δοὺ τὸ θαυ­μα­στὸν ἐ­πι­στέ­γα­σμα τῆς δι­η­γή­σε­ως. Ὅ­ταν ὁ ἡ­γού­με­νος ἔ­φθα­σεν εἰς τὸ τέ­λος τῶν οἴ­κων καὶ ἄρ­χι­σε νὰ ψά­λη τό: «Ὦ Πα­νύ­μνη­τε», ποῖ­ος νὰ πε­ρι­γρά­ψῃ τοὺς ἀ­να­στε­να­γμοὺς ἐ­κεί­νους καὶ τὰ κτυ­πή­μα­τα εἰς τὸ στῆ­θος! Ὅ­ταν μά­λι­στα ὡ­λο­κλή­ρω­σε τοὺς οἴ­κους, τὰ γό­να­τά τουἔ­πα­θαν ἀγ­κύ­λω­σιν καὶ δὲν ἐ­κάμ­πτον­το, ὡς καὶ αὐ­τὴ ἡ σπον­δυ­λι­κή του στή­λη –δι­ό­τι, ἐκ τῆς προ­σπα­θεί­ας τὰ νεῦ­ρα εἶ­χαν ἀ­πο­ναρ­κω­θῆ καὶ δὲν τὸνἄ­φη­ναν νὰ σκύ­ψη, νὰ βά­λῃ ἐ­δα­φι­αί­αν με­τά­νοι­αν εἰς τὴν Θε­ο­τό­κον. Ἐ­στά­θη λοι­πὸν ὀρ­θός, ἀ­κί­νη­τος, καί –ὢ τῶν θαυ­μα­σί­ων σου, Δέ­σποι­να Θε­ο­το­κε, τίς δύ­να­ται νὰ ἐ­ρευ­νή­σῃ τὰ ἐ­λέη τῶν ἀ­πεί­ρων οἰ­κτιρ­μῶν σου, οἱ ὁ­ποῖ­οι κάμ­πτον­ται εἰς τοὺς τα­πει­νοὺς καὶ συν­τε­τριμ­μέ­νους τῇ καρ­δίᾳ– ἔτ­σι λοι­πὸν ὡς ἐ­στέ­κε­το, μία ἤ­ρε­μος φω­νή, ἐ­ξελ­θοῦ­σα ἀ­πὸ τῆς θε­ο­τυ­πώ­του εἰ­κό­νος τῆς Πα­να­χράν­του καὶ Θε­ο­μή­το­ρος, εἶ­πεν: «Εἰ­ρή­νη εἰς ἐ­σέ, τὸν ἱ­ε­ρέα μου! Εἰ­ρή­νη εἰς ἐ­σέ, καὶ εἰς τὴν ζω­ὴν αὐ­τὴν καὶ εἰς τὴν ἄλ­λην!».
Ἔ­κτο­τε, ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος ἐ­κεῖ­νος πα­ρη­τή­θη τῆς ἡ­γου­με­νί­ας καὶ δὲν ἐ­ξῆλ­θε τοῦ μο­να­στη­ρί­ου ἐ­πὶ τρι­ά­κον­τα ἓξ ἔ­τη. Δί­χως νὰ ἀ­σθε­νή­ση, ἐ­κοι­μή­θη ἐν εἰ­ρή­νῃ καὶ ἀ­νε­παύ­θη κα­τὰ τὴν ὑ­πό­σχε­σιν τῆς Πα­νά­γνου Θε­ο­τό­κου».
—————————-
Σχό­λια:
(*) Μο­νὴ Ἀ­βάσ­σσου: Πρό­κει­ται διὰ τὴν Μο­νὴν «τῶν Βάσ­σου», (ἐκ πα­ρα­φθο­ρᾶς εἰς «Ἀ­βάσ­σου»). Πε­ρὶ αὐ­τῆς ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ρ. Ζα­νὲν (Ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ γε­ω­γρα­φία τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, τ. Γ΄, σ. 61-62, ἐν Πα­ρι­σι­οις, 1969), τὰ ἑ­ξῆς:
«Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ τῶν Βάσ­σου, πα­τρι­κί­ου καὶ ἐ­πό­πτου τοῦ Πραι­τω­ρί­ου (δι­κα­στη­ρί­ου) ἐ­πὶ αὐ­το­κρά­το­ρος Ἰ­ου­στι­νι­α­νοῦ. Με­τέ­πει­τα, οἰ­κο­δο­μή­θη ἐ­κεῖΜο­να­στή­ρι­ον, κα­τὰ τὸ α΄ τοὐ­λά­χι­στον ἥ­μι­συ τοῦ Θ΄ (9) αἰ­ῶ­νος, κα­θὼς ἤ­δη ὑ­φί­στα­το πρὸ τῆς γεν­νή­σε­ως τῆς αὐ­το­κρά­τει­ρας Θε­ο­φα­νοῦς, συ­ζύ­γου τοῦ Λέ­ον­τος Ϛ’ τοῦ Σο­φοῦ, συμ­φώ­νως πρὸς τὴν βι­ο­γρα­φί­αν τῆς πριγ­κι­πίσ­σης αὐ­τῆς ὑ­πὸ τοῦ Νι­κη­φό­ρου Γρη­γο­ρᾶ. Ἐν­τὸς τῆς ἐκ­κλη­σί­ας αὐ­τῆς, τῆςἀ­φι­ε­ρω­μέ­νης εἰς τὴν Θε­ο­τό­κον, οἱ γο­νεῖς τῆς Θε­ο­φα­νοῦς ἐ­προ­σευ­χή­θη­σαν διὰ νὰ τὴν ἀ­πο­κτή­σουν, καὶ τὴν ἀ­φι­έ­ρω­σαν ἐ­κεῖ. Εἰς τὸν Βί­ον της ἀ­να­φέ­ρε­ται, ἐ­πί­σης, ὅ­τι ὑ­πῆρ­χεν ἐ­κεῖ μία ἀν­δρῶα Μο­νή, καὶ ὅ­τι ἡ εἰ­κὼν τῆς Παρ­θέ­νου εὑ­ρί­σκε­το εἰς τὸ δε­ξι­ὸν κλῖ­τος τῆς ἐκ­κλη­σί­ας.
Γνω­ρί­ζο­μεν ἐ­λά­χι­στα γε­γο­νό­τα σχε­τι­κῶς μὲ τὸ ἱ­ε­ρὸν τοῦ­το Φρον­τι­στή­ρι­ον, τὸ ὁ­ποῖ­ον ἐν τού­τοις δι­ε­τη­ρή­θη μέ­χρι τῆς πτώ­σε­ως τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Τὴν 10ην Μα­ΐ­ου τοῦ 1363, ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος καὶ κα­θη­γού­με­νος (τῆς μο­νῆς) «τῶν Βάσ­σου», Ὑ­ά­κιν­θος, εἶ­ναι ἕ­νας ἐκ τῶν ἡ­γου­μέ­νων, ὁ­ποὺ πι­στο­ποι­οῦν τὴν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα κά­ποι­ων ἀ­γο­ρα­σθέν­των ἱ­ε­ρῶν Λει­ψά­νων εἰς τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν. Πα­ρόν­τες ἦ­σαν, ἐ­πί­σης, ὁ ἐκ­κλη­σι­άρ­χης Νεῖ­λος καὶ οἱ ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι Με­λέ­τι­ος καὶ Ἀν­τώ­νι­ος τοῦ ἰ­δί­ου μο­να­στη­ρί­ου.
Τὸν Μά­ϊ­ον τοῦ 1400, ὁ Πα­τρι­άρ­χης Ματ­θαῖ­ος Α΄ πα­ρε­χώ­ρη­σε τὸ μο­να­στή­ρι­ον αὐ­τὸ εἰς τὸν Ἰ­ω­άν­νην Καλ­λι­κρη­νί­την,ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χον εἰς τὴν ὑ­πη­ρε­σί­αν τῆς Βα­σι­λίσ­σης, μὲ τὴν συγ­κα­τά­θε­σιν αὐ­τῆς, ἡ ὁ­ποία ἦ­το καὶ ἡ κά­το­χός του, καὶ ὑ­πὸ τὴνπρο­ϋ­πό­θε­σιν νὰ προ­βῇ εἰς τὶς ἐ­πι­δι­ορ­θώ­σεις ἐ­κεῖ­νες, ὅ­που ἦ­σαν ἐ­πεί­γου­σες, καθ’ ὅ­τι ἦ­το ἑ­τοι­μόρ­ρο­πον. Τὸ Μο­να­στή­ρι­ον θὰ ἀ­νέ­κτη­σεν, ἀ­ναμ­φι­βό­λως, νέ­αν πνο­ὴν ζω­ῆς, κα­θὼς ἐ­δῶ, «ἐν τῇ σε­βα­σμίᾳ Μο­νῇ τοῦ Βάσ­σου», οἱ Βυ­ζαν­τι­νοὶ ἐ­συ­ζή­τη­σαν μὲ τοὺς ἀν­τι­προ­σώ­πους τῆς συ­νό­δου τῆς Βα­σι­λεί­ας, καὶ τοῦ μελ­λον­τι­κοῦ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοῦ ἐ­πι­σκό­που Κο­ρώ­νης Χρι­στό­φο­ρου Γκα­ρα­τό­νι, ἀ­πε­σταλ­μέ­νου τοῦ πά­πα Εὐ­γε­νί­ου Δ΄ διὰνὰ χει­ρι­σθῇ τὴν ὑ­πό­θε­σιν τῆς με­λε­τω­μέ­νης συ­νό­δου τοῦ 1437.
Κα­τὰ τὸν ΙΔ΄ (14) αἰ­ῶ­να, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Μα­κά­ρι­ος «ἀ­πὸ τῆς Μο­νῆς τῶν Βάσ­σου». Ἴ­σως πρό­κει­ται πε­ρὶ ἐ­κεί­νου, τοῦ ὁ­ποί­ου τὸν Βί­ον ἔ­γρα­ψεν ὁ Ση­λυ­βρί­ας Φι­λό­θε­ος. Ὁ βι­ο­γρά­φος ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ἐμ­πνέ­ε­ται ἀ­πὸ τὰ πα­ρα­δεί­γμα­τα τῶν μο­να­χῶν τῆς Μο­νῆς τοῦ ἁ­γί­ου Βάσ­σου, ὅ­πως τὴν ἀ­πο­κα­λεῖ: «τὴν τοῦ Βάσ­σου τοῦ θεί­ου, τῆς πα­νά­χραν­του Θε­ο­μή­το­ρος».
Ὅ­μως, ὅ­λα τὰ με­τα­γε­νέ­στε­ρα ἔγ­γρα­φα, (πα­τρι­αρ­χι­καὶ πρά­ξεις, ἱ­στο­ρία τῆς συ­νό­δου τῆς Φλω­ρεν­τί­ας ὑ­πὸ Συλ­βέ­στρου Συ­ρο­πού­λου), τὴν ἀ­να­φέ­ρουν πάν­το­τε ὡς Μο­νὴν τοῦ Βάσ­σου…
Τέ­λος, ἕ­νας ἱ­ε­ρο­μό­να­χος τῆς «Μο­νῆς τοῦ Βάσ­σου», ὁ Γρη­γό­ρι­ος, ἀν­τέ­γρα­ψε πάμ­πολ­λα χει­ρό­γρα­φα, με­τα­ξὺ τῶν ὁ­ποί­ων ἕ­νασχό­λι­ον εἰς τὸν Εὐ­αγ­γε­λι­στὴν Ματ­θαῖ­ον καὶ μία ὁ­μι­λία τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου (καὶ τὰ δύο κτή­μα­τα τῆς Μο­νῆς τοῦΧρι­στοῦ Παν­τε­πό­πτου), καὶ ἕ­να σχό­λι­ον εἰς τὸν Εὐ­αγ­γε­λι­στὴν Μάρ­κον (κτῆ­μα τῆς Μο­νῆς τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Γορ­γο­ε­πη­κό­ου).
Ἡ θέ­σις τῆς Μο­νῆς «τῶν Βάσ­σου» δὲν ἔ­χει μέ­χρι σή­με­ρον ἐν­το­πι­σθῆ. Θὰ ἦ­ταν ὅ­μως δυ­να­τὸν νὰ προ­τα­θῇ μία θέσις, συμ­φώ­νως πρὸς τὸν ψευ­δο-Κω­δι­νόν, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὴν το­πο­θε­τεῖ με­τα­ξὺ τῶν συ­νοι­κι­ῶν «τὰ Καρ­πι­α­νοῦ» καὶ «Ὀ­ξείας». «Τὰ Καρ­πι­α­νοῦ» εὑ­ρί­σκον­ται ἐ­πὶ τοῦ «Χρυ­σοῦ Κέ­ρα­τος» εἰς τὰ πέ­ριξ τοῦ Ζιν­τὰν-Κα­πί, ἐ­νῷ ἡ «Ὀ­ξεῖα» ἐ­πὶ τοῦ ὑ­ψώ­μα­τος νο­τι­ο­δυ­τι­κῶς. Πι­θα­νὸν λοι­πὸν ἐ­πὶ τῆς κα­τω­φε­ρεί­ας, τῆς κα­τερ­χο­μέ­νης ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­το­λι­κὴν πλα­γι­ὰν τοῦ λό­φου, πρέ­πει νὰ ἐν­το­πι­σθῇ ἡ συ­νοι­κία «τὰ Βάσ­σου» καὶ τὸ ὁ­μώ­νυ­μον Μο­να­στή­ρι­ον τῆς Θε­ο­τό­κου».
———————-
Με­τε­φρά­σθη ὑ­πό τι­νος ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου
(Πηγή: Εφημερίς «Ο Εκκλησιολόγος» 09-04-2011-http://www.alopsis.gr/)
το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...