Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Βασίλειος Καλλιακμάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Βασίλειος Καλλιακμάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Απριλίου 21, 2013

Η Οσία Μαρία και η απάθεια Γράφει ο π. Βασίλειος Καλλιακμάνης

                                               
α) Την Ε’ Κυριακή των Νηστειών τιμάται η Οσία Μαρία Αιγυπτία, η οποία κοιμήθηκε ειρηνικά την 1η Απριλίου.
 Το διδακτικότατο και θαυμαστό βίο της, που έγινε προσφιλές ανάγνωσμα όχι μόνο των μοναχών αλλά και όλων των χριστιανών, διέσωσε ο Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Και προβάλλεται η οσία Μαρία ως πρότυπο αλλά και έμπρακτος καρπός ασκήσεως. Εκείνος που εισέρχεται στο στάδιο του πνευματικού αγώνα με φιλοτιμία, ισχυρή βούληση και ειλικρινή μετάνοια για τον πρότερο έκλυτο και βορβορώδη βίο δέχεται πλούσια τη θεία χάρη. Φθάνει στη χαρισματική απάθεια.
β) Γράφεται στο Συναξαριστή: «Η Oσία Μαρία ήτον από την Aίγυπτον, ζήσασα δε πρότερον με ακολασίαν, χρόνους δεκαεπτά, ύστερον έδωκε τον εαυτόν της η μακαρία εις άσκησιν και αρετήν… Kαι τόσον πολλά υψώθη διά μέσου της απαθείας, ώστε οπού επεριπάτει επάνω εις τα νερά και τους ποταμούς, χωρίς να καταβυθίζεται… Εις την έρημον έζησεν η τρισολβία χρόνους τεσσαρακονταεπτά, χωρίς να ιδή άνθρωπον, μόνον δε τον Θεόν είχε θεατήν της. Kαι τόσον ηγωνίσθη, ώστε… απόκτησε μίαν ζωήν επί γης, αγγελικήν τε και υπέρ άνθρωπον».
γ) Η απάθεια στην οποία έφθασε η Οσία Μαρία είναι φυσικός καρπός νήψης και άσκησης. Ο απαθής βιώνει την κατά Θεόν νηπιότητα· καθίσταται ατάραχος και άφοβος, αφού ενδυναμώνεται από τη χάρη του Θεού. Συχνά δεν αισθάνεται την πείνα, τη δίψα, τον πόνο ή την ανάπαυση. Ο νους του είναι στραμμένος στο Θεό (Όσιος Πέτρος Δαμασκηνός). Ο απαθής δουλαγωγεί το σώμα με την άσκηση, ενώ ταυτόχρονα κόπτει το «ίδιον θέλημα» και εγκολπώνεται το θέλημα του Θεού.
δ) Για τους αγίους Πατέρες η απάθεια δε νοείται ως απόλυτη ψυχική αταραξία, όπως υποστήριζαν οι αρχαίοι Στωικοί, ούτε ως νέκρωση του παθητικού μέρους της ψυχής. Απάθεια είναι η ειρηνική κατάσταση της ψυχής, κατά την οποία αυτή γίνεται δυσκίνητη προς την κακία, διδάσκει ο Άγιος Μάξιμος Ομολογητής. Όμως ανάλογα με την πνευματική ωριμότητα του Χριστιανού παρουσιάζει ορισμένες διαβαθμίσεις.
ε) Διακρίνονται τέσσερα είδη απάθειας: Η πρώτη βιώνεται από τους αρχάριους ως τέλεια αποχή από εμπαθείς πράξεις. Η δεύτερη ως ολοκληρωτική αποβολή των πονηρών λογισμών από τη διάνοια. Το τρίτο είδος αφορά την παντελή ακινησία της επιθυμίας προς τα πάθη. Τέλος όσοι με τη γνώση και τη θεωρία κατέστησαν τον εαυτόν τους διαφανή καθρέπτη του Θεού έχουν αμόλυντο νου και από την ψιλή φαντασία των παθών.
στ) Τα παραπάνω στάδια φαίνεται ότι πέρασε και η οσία Μαρία, η οποία, όταν δέχθηκε την κοινωνία των αχράντων μυστηρίων από τον Αββά Ζωσιμά, πλήρης χάριτος άφησε τον επίγειο βίο και εισήλθε στα σκηνώματα της άρρητης δόξας του Θεού. Το εύλογο ερώτημα όμως που προκύπτει είναι: Μήπως ο «αναχωρητικός» τρόπος της χριστιανικής ζωής δημιουργεί αδρανείς και άνευρες προσωπικότητες, που δε βοηθούν στην πρόοδο της κοινωνίας; Έστω κι αν απαντήσει κάποιος ότι ο δρόμος της ασκητικής που ακολούθησε η Οσία Μαρία δεν αφορά όλους τους χριστιανούς αλλά ελάχιστους, το ερώτημα παραμένει.
ζ) Την απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δώσει η μακραίωνη εκκλησιαστική παράδοση. Η εσωτερική ησυχία, η νήψη, η προσευχή και η άσκηση δεν απομακρύνουν τοπικά αλλά τροπικά το χριστιανό από το πνεύμα του κόσμου. Εκείνος που έχει καταδαμάσει τα ενστικτώδη πάθη, έχει ελέγξει το θυμικό του και διαθέτει καθαρή καρδιά μπορεί πιο άνετα να επωμισθεί θεσμικές ευθύνες και να προσφέρει σημαντικό έργο στην κοινωνία. Αυτό φαίνεται και από το ότι πολλοί ιεράρχες και πατριάρχες έχοντας φθάσει στην νηπτική απάθεια ασκούσαν επιτυχώς σπουδαίο ποιμαντικό και κοινωνικό έργο. Έτσι τιμήθηκαν ως άγιοι, προηγούμενοι στη μνημόνευση άλλων αγίων και ασκητών της Εκκλησίας.

Κυριακή, Απριλίου 14, 2013

Μήπως γράφουμε με εμπάθεια; π. Βασίλειος Καλλιακμάνης


α) Πολλοί θεολόγοι και κληρικοί αλλά και λευκασμένοι επίσκοποι συντάσσουν και δημοσιεύουν στις μέρες μας διάφορα κείμενα. Ωστόσο ορισμένοι μη έχοντας επίγνωση του βάρους των λεγομένων τους ακολουθούν την κοσμική αντίληψη της ανταγωνιστικής δημοσιογραφίας.
Μετρούν με αυταρέσκεια και καύχηση την επισκεψιμότητα των προσωπικών τους ιστολογίων, μετατρέπουν το θεολογικό λόγο σε εμπορική είδηση και όχι σπάνια καπηλεύονται το θείο λόγο.
β) Οξύτητα, εμπάθεια, υπονοούμενα, μνησικακία, εξουθένωση των διαφωνούντων, αναπόδεικτες κατηγορίες και αδιακρισία χρησιμοποιούνται χωρίς συστολή και συχνά «αλλήλους δάκνομεν και κατεσθίομεν» (βλ. Γαλ. 5,15). Και δεν φοβόμαστε μήπως τρώγοντας τις σάρκες μας και δαπανώντας τις θεολογικές δυνάμεις βρισκόμαστε εκτός της πατερικής παραδόσεως, την οποία επικαλούμαστε και εν ονόματι της οποίας δήθεν γράφουμε.
γ) Στην πατερική εκκλησιαστική παράδοση τίθεται συχνά το ζήτημα των προϋποθέσεων της σύνταξης θεολογικών κειμένων. Ο Άγιος Γρηγόριος Σιναΐτης (1255-1347) συνοψίζοντας παράδοση πολλών αιώνων αναφέρει ότι υπάρχουν τρεις τρόποι εκπόνησης ενός θεολογικού συγγράμματος, που είναι αδιάβλητοι και ακατάκριτοι. «Πρώτος ο δι’ υπόμνησιν εαυτού· δεύτερος ο προς ωφέλειαν των άλλων· τρίτος ο δι’ υπακοήν συγγραφόμενος· ενώ και τα πλείστα των γραφών συνετέθησαν τοις ταπεινώς εκζητήσασι τον λόγον».
δ) Δηλαδή πρώτος αδιάβλητος τρόπος συγγραφής είναι η καλλιέργεια της μνήμης του ίδιου του συγγραφέα. Δεύτερος είναι η κοινοποίηση της γνώσης και η πνευματική ωφέλεια των άλλων. Και τρίτος αδιάβλητος τρόπος συγγραφής είναι εκείνος που γίνεται από υπακοή σε αυτούς που με ταπείνωση και διάκριση ζήτησαν να γνωρίσουν την αλήθεια των πραγμάτων. Υπάρχουν όμως κι άλλοι λόγοι συγγραφής, οι οποίοι σύμφωνα με τον όσιο Γρηγόριο απορρίπτονται. Εκείνος που γράφει θεολογικά κείμενα, με στόχο να αρέσει, να δοξαστεί και να επιδειχθεί, πήρε κιόλας το μισθό του και δεν έχει καμία ωφέλεια ούτε εδώ αλλά ούτε στη μέλλουσα ζωή. Αυτός θα καταδικαστεί ως ανθρωπάρεσκος και δόλιος, αφού καπηλεύεται το λόγο του Θεού.
ε) Στους ιερούς νηπτικούς τίθεται ακόμη το θέμα της εμπαθούς προσέγγισης των ιερών κειμένων. Ο Νικήτας Στηθάτος υποστηρίζει ότι είναι επισφαλές να ερευνά κάποιος με κοσμικό και υλιστικό πνεύμα τις θείες αλήθειες ακολουθώντας τους λογισμούς του, διότι κυριευμένος από φθόνο, ζηλοτυπία, φιλονικία και διχοστασία περιγελά και θεωρεί ανόητους όσους προσεγγίζουν πνευματικά και με «νουν Χριστού» τα θεία και ανθρώπινα πράγματα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει, όταν βιάζονται, στρατεύονται ή αυτονομούνται από το νοηματικό τους πλαίσιο αγιογραφικά και πατερικά χωρία, προκειμένου να στηρίξουν τις απόψεις κάποιου συγγραφέα.
στ) Όλα τα παραπάνω συνδέονται και με τη συγγραφή της Κλίμακας του Αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη, που η Εκκλησία τιμά σήμερα. Διαβάζοντας ο αναγνώστης την επιστολή του Ηγουμένου της Ραϊθώ προς τον Όσιο Ιωάννη κατανοεί ότι η Κλίμαξ αποτελεί «τέκνο υπακοής». «Σε παρακαλούμε», γράφει ο Ηγούμενος στο Όσιο Ιωάννη, «μην αρνηθείς να μας αναπτύξεις πρόθυμα και με ευκρίνεια, σαν πραγματικός μέγας καθηγητής, τα πρέποντα στη μοναχική ζωή προς σωτηρία αυτών που διάλεξαν την αγγελική πολιτεία».
ζ) Ο Ιωάννης απαντά στον Ηγούμενο με ταπείνωση: «Τολμώ να γράψω το βιβλίο αυτό, διότι διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος να απορρίψω από πάνω μου το ζυγό της ευλογημένης υπακοής… όχι για δική σου καθοδήγηση. Εξάλλου εσύ μας στερεώνεις στα θεία ήθη και διδάγματα. Το στέλνω για τη συνοδεία των αδελφών… κι αν συναντήσει κάποιος κάτι ωφέλιμο, να το λογαριάσει στον καλό μας ηγούμενο… Και ας μη σταθεί στα λεγόμενα, διότι είναι πράγματι μηδαμινά και γεμάτα από κάθε άγνοια και απειρία, αλλά ας αποδεχθεί την πρόθεση του προσφέροντος, καθώς το δίλεπτο της χήρας». Οι λόγοι του συγγραφέα της Κλίμακος αλλά και των άλλων νηπτικών πατέρων αποτελούν καθρέπτη για όσους συντάσσουν θεολογικά κείμενα σε κάθε εποχή.
 Μακεδονία

Κυριακή, Μαρτίου 31, 2013

Ο Θεός δεν είναι αφηρημένη έννοια - π. Βασίλειος Καλλιακμάνης

 α) Η Β’ Κυριακή της αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι αφιερωμένη στον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά (14ος αιώνας).

Το έργο του, που στηρίζεται στην προγενέστερη χριστιανική παράδοση, έγινε συνοδικώς αποδεκτό από την Εκκλησία, που τον κατέταξε στη χορεία των μεγάλων διδασκάλων της. Οπότε, μετά την Κυριακή της Ορθοδοξίας τιμάται ο κατεξοχήν διδάσκαλος της ορθόδοξης πίστης, που λάμπρυνε την Εκκλησία και συνδέθηκε στενά με την ιστορία της Θεσσαλονίκης.
β) Ο Θεός, για τον Άγιο Γρηγόριο, δεν είναι αφηρημένη έννοια ή φιλοσοφική ιδέα, αλλά πρόσωπο ζων που καλεί σε κοινωνία τον άνθρωπο. Στους προφήτες και πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης παρουσιαζόταν ως Μεγάλης βουλής Άγγελος ή «εν είδει ανθρώπου», αλλά στην περίοδο της Καινής Διαθήκης ο Θεός «κατ’ ουσίαν γέγονεν αληθώς άνθρωπος». Έτσι, κάθε βαπτισμένος χριστιανός κατά το μέτρο της δεκτικότητάς του μπορεί να γνωρίζει τον Θεό στο πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου, που μετέχεται διά των μυστηρίων.
γ) Ακολουθώντας τους παλαιούς Πατέρες ο Άγιος Γρηγόριος διακρίνει στον Θεό την απρόσιτη και ακατάληπτη θεία ουσία από τις άκτιστες μεθεκτές θείες ενέργειες. Στην προνοητική και δημιουργική ενέργεια μετέχουν όλα τα όντα, ενώ στη ζωοποιό ενέργεια τα ζωντανά και στη σοφοποιό τα λογικά. Ο Θεός κάνει τα πάντα για να θεώσει τον άνθρωπο. Η άσκηση, η νηστεία και η προσευχή αποτελούν θετική απάντηση στη θεία πρόσκληση και συμβάλλουν στην άνθηση της χάρης του αγίου Βαπτίσματος και των δωρεών του αγίου Χρίσματος. Με τη χάρη αποκαλύπτεται η «εντός ημών βασιλεία» (Λουκ. 17,21) και ο «κρυπτός της καρδίας άνθρωπος» (Α’ Πέτρ. 3,4).
δ) Ο αγώνας για την κάθαρση από τα πάθη, τη μεταστοιχείωσή τους σε αρετές και την πνευματική μεθηλικίωση διεξάγεται κυρίως στην καρδιά του χριστιανού. Η καρδιά είναι «το ταμείον των λογισμών και το πρώτο σαρκικό όργανο του λογιστικού» κατά τον Άγιο Γρηγόριο. Οπότε η πνευματική εγρήγορση και η μετάνοια, η διόρθωση και η προσοχή συνδέονται με τον «θρόνο της χάριτος», την καθαρή καρδιά.
ε) Η θεία χάρη «φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιωάν. 1,9) και όχι μόνο όσους έχουν φθάσει σε ανώτερα στάδια πνευματικής τελείωσης. Αρχικά συνδράμει να αναγνωριστεί η αμαρτία και η τραγική κατάσταση της πτώσης. Κατόπιν ως λεπτή φλόγα θείου φωτός φέρει σε αυτογνωσία και αποκαλύπτει το εσωτερικό σκότος. Σταδιακά όμως ο χριστιανός φωτίζεται και εν «τω φωτί της δόξης του Θεού» αποκτά την ειρήνη των λογισμών, αναπνέει την ελευθερία του Πνεύματος και γίνεται υιός Θεού κατά χάριν.
στ) Η στροφή προς τον «έσω άνθρωπο» δεν καλλιεργεί την ατομική σωτηρία, όπως νομίζουν ορισμένοι, αλλά παρέχει την ευκαιρία φιλάδελφου ανοίγματος προς τον πλησίον. Το άνοιγμα αυτό δημιουργεί τις προϋποθέσεις υγιούς κοινωνικότητας χωρίς εμπάθεια. Σε κάθε περίπτωση ο χριστιανός δεν σώζεται μόνος του. Σώζεται με τους συνανθρώπους του και διά των συνανθρώπων του εντός της Εκκλησίας. Αντίθετα ο σύγχρονος άνθρωπος θέλει να σωθεί χωρίς τον Θεό και τους συνανθρώπους του. Γι’ αυτό διακρίνεται για τη μεγάλη εξωστρέφεια, την υπέρμετρη κινητικότητα και την έντονη δραστηριότητα. Άγευστος της εσωτερικής ησυχίας στρέφεται στην επιφανειακή κριτική των πάντων, την αυτοδικαίωση και την αυτοκαταστροφή.
ζ) Αλλά και στον εκκλησιαστικό χώρο προβάλλεται ο κοινωνικός χαρακτήρας της εν Χριστώ ζωής και μάλλον λησμονείται η μυστηριακή, ησυχαστική, ασκητική και νηπτική της διάσταση. Όμως, οποιαδήποτε κοινωνική προσφορά για να είναι επιτυχής προϋποθέτει εσωτερική ησυχία, καθαρή καρδιά και φωτισμένο νου. Ανάλογα αισθητήρια απαιτούνται για να βλέπει κάποιος στο κάλλος της κτίσεως το δημιουργικό χέρι του Θεού και να αναφωνεί, «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλμ. 103,24).
Μακεδονία 31.03.2013

Σάββατο, Μαρτίου 23, 2013

«Άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα Θεόν τον Αδάμ απεργάσηται»Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης


α) Σημειώναμε την περασμένη εβδομάδα ότι τον θρήνο του παλαιού Αδάμ μετέτρεψε σε ανεκλάλητη χαρά ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, ο οποίος σήκωσε στους ώμους του το βάρος της αλλοτριωμένης ανθρωπότητας και με τον Σταυρό και την Ανάσταση χάρισε σε αυτή τον αγιασμό και τη λύτρωση.
Στο μυστήριο όμως της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού καθοριστικό ρόλο έπαιξε η πάναγνη Μαρία ως εκπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους. Ο ιερός υμνογράφος του Ακάθιστου Ύμνου απευθυνόμενος προς αυτήν γράφει: «Χαίρε του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις».
β) Σύμφωνα με τον Συναξαριστή, «ο φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός, ως Πατήρ φιλόστοργος, θεωρών το πλάσμα των χειρών αυτού κατατυραννούμενον από τον διάβολον, και κατασυρόμενον εις τα πάθη της ατιμίας, και εις την ειδωλολατρείαν υποκείμενον, ηθέλησε να αποστείλη τον Yιόν του τον μονογενή, τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν, διά να λυτρώση αυτό από τας χείρας του. Ενεπιστεύθη το μυστήριον αυτό εις τον αρχάγγελον Γαβριήλ».
γ) «Όθεν ελθών ο Άγγελος εις πόλιν Nαζαρέτ, είπεν αυτή· Xαίρε κεχαριτωμένη, ο Kύριος μετά σου. H δε Παρθένος προς τον Άγγελον· Iδού η δούλη Kυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». Με τους λόγους αυτούς η αγνή Μαρία εξ ονόματος όλης της ανθρωπότητας συγκατένευσε στην προαιώνια θεία βουλή. Κι ενώ η παρακοή της προμήτορος Εύας είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της κοινωνίας με τον Θεό, η υπακοή της ταπεινής κόρης στο μήνυμα του αγγέλου σήμανε την έναρξη μιας νέας σχέσης με Αυτόν.
δ) Ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφει ότι εκείνα που έλκυσαν τη χάρη του Θεού στο πρόσωπο της Παρθένου ήταν: Βίος πανάμωμος, ζωή πάναγνη, άρνηση κάθε κακίας, άσκηση όλων των αρετών, ψυχή καθαρότερη από το φως, σώμα λαμπρότερο από τον ήλιο, καθαρότερο από τον ουρανό, ιερότερο από τους χερουβικούς θρόνους. Φτερούγισμα νου, που δεν δειλιάζει μπρος σε κανένα ύψος, που ξεπερνά ακόμη και τα φτερά των Αγγέλων. Θείος έρως, που απορρόφησε και αφομοίωσε κάθε άλλη επιθυμία της ψυχής.
ε) Όλα αυτά είναι ασύλληπτα και ηχούν παράξενα στην ακοή των ανθρώπων, που έχουν αγύμναστες πνευματικές αισθήσεις. Η Μαρία όμως, η ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ, ζούσε σε μια κοινότητα που πίστευε και ήλπιζε στην πραγματοποίηση των επαγγελιών του Θεού. Γνώριζε τις ρήσεις των προφητών και τα αινίγματα. Γι’ αυτό και δέχθηκε, έστω με κάποια περίσκεψη, τη θεία πρόσκληση. Η αναφορά του Αρχαγγέλου στην εγκυμοσύνη της Ελισάβετ, η οποία συνέλαβε γιο στα γηρατειά της, αποτέλεσε μαρτυρία ότι «όπου βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις».
στ) Κι όταν η Μαριάμ επισκέφθηκε την Ελισάβετ και επιβεβαίωσε τα λεγόμενα υπό του αγγέλου, ξέσπασε σε θεσπέσιο ύμνο, στον οποίο γίνεται αναφορά στο έλεος του Θεού που φανερώνεται από γενιά σε γενιά αλλά και στην εκπλήρωση της θεϊκής υπόσχεσης για τη σωτηρία του κόσμου. Εμπνευσμένη από το Άγιο Πνεύμα η σεμνή Μαρία μιλά για το έργο του Θεού που υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική, αφού «σκόρπισε τους περήφανους, καθαίρεσε τους άρχοντες από τους θρόνους τους, ανύψωσε τους ταπεινούς, γέμισε πεινασμένους με αγαθά και έδιωξε πλούσιους με αδειανά χέρια» (βλ. Λουκ. 1, 50-54).
ζ) Οπότε, η Παναγία, συντασσόμενη με την προαιώνια βουλή του Θεού, πλαστουργώντας τον νέο Αδάμ, τον Χριστό, και μορφοποιώντας Τον στην ύπαρξή της, γίνεται πρότυπο πνευματικής τελείωσης για κάθε χριστιανό που είναι έτοιμος να δεχθεί τη θεία επίσκεψη. Και έτοιμος γίνεται εκείνος που γρηγορεί, ησυχάζει εσωτερικά, ασκείται στην αγάπη και καλλιεργεί τις δωρεές του βαπτίσματος που έλαβε στην Εκκλησία και όχι εκείνος που κατακρίνει όλους τους άλλους ζώντας ο ίδιος εντός της θρησκευτικής του αυταρέσκειας.
 

Σάββατο, Μαρτίου 16, 2013

Αδαμιαίος θρήνος Γράφει ο π. Βασίλειος Καλλιακμάνης

α) Στην υμνολογία της Κυριακής της Τυροφάγου κυριαρχεί ο «αδαμιαίος θρήνος», αφού «τη αυτή ημέρα ανάμνησιν ποιούμεθα της από του Παραδείσου της τρυφής εξορίας του Πρωτοπλάστου Αδάμ».
Ο Αδάμ, ο πατέρας της οικουμένης, γνώριζε στον Παράδεισο τη γλυκύτητα της θείας αγάπης. Έτσι μετά την έξωσή του από αυτόν για το αμάρτημά του, εγκαταλελειμμένος από την αγάπη του Θεού, θλιβόταν πικρά και οδυρόταν με βαθείς στεναγμούς, αναφέρει ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης.
β) Σύμφωνα με τη βιβλικοπατερική παράδοση ο Αδάμ πριν από την πτώση μετείχε στη θεία δόξα. Ήταν προικισμένος με το διορατικό και προφητικό χάρισμα. Θεωρούσε ολόκληρη τη δημιουργία προφητικά. Ονομάτιζε τα όντα σύμφωνα με τις ιδιότητές τους. Μετείχε των πνευματικών χαρισμάτων, τα οποία απώλεσε με την παρακοή. Έτσι βρέθηκε γυμνός και γνώρισε την ασχημοσύνη του. Κυριεύτηκε από τον κολαστικό φόβο και το φρόνημά του έγινε γεώδες και πονηρό.
γ) Ο Θεός πριν από την παρακοή είχε προειδοποιήσει για τα επερχόμενα δεινά. Η προειδοποίηση μοιάζει με είδος απειλής, διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και συνεχίζει λέγοντας ότι οι προπάτορες είχαν τη δυνατότητα να αποφύγουν την πτώση με τρεις τρόπους. Ή αγαπώντας το Θεό ή γνωρίζοντάς Τον ή φοβούμενοι την παντοδυναμία του. Η αποδοχή της νεκροποιού συμβολής του διαβόλου, η άγνοια και η λήθη του Δημιουργού και τέλος η απώλεια του θείου φόβου οδήγησαν στην παρακοή.
δ) Οι επιπτώσεις της παράβασης του Αδάμ ήταν καταλυτικές για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Οι άνθρωποι διακόπτοντας την κοινωνία με το Θεό ανατρέφονται εμπαθώς και εθίζονται στη ζωή της αμαρτίας. Σκοτίζεται ο νους και καλλιεργούνται τα πάθη. Κίνητρο της τήρησης των θείων εντολών δεν είναι η αγάπη του Θεού αλλά ο φόβος της τιμωρίας.
ε) Πολλοί καταλογίζουν ευθύνες στον Αδάμ, παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, διότι αθέτησε τη θεία εντολή και εισήγαγε στον κόσμο τη φθορά και το θάνατο. Όμως ο Αδάμ δεν μπορεί να κατακριθεί τόσο, γιατί δεν είχε δοκιμάσει την εμπειρία της θανάσιμης ιδιότητας της παρακοής. Μεγαλύτερη ευθύνη φέρει καθένας από τους χριστιανούς, που, ενώ γνωρίζει τις συνέπειες της παράβασης των θείων εντολών, επιλέγει την ίδια οδό με αυτόν!
στ) Ενώ λοιπόν οι χριστιανοί γνωρίζουν ότι «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23), επιλέγουν την οδό του Αδάμ. Αυτό φαίνεται τόσο στην προσωπική όσο και στην κοινωνική ζωή. Για όλα τα δεινά φταίνε οι «άλλοι» και καταγγέλλονται ως διεφθαρμένοι, άρπαγες, πουλημένοι και άδικοι. Η ευθύνη μεταβιβάζεται στους απρόσωπους θεσμούς και τέλος στο Θεό. Δεν υπάρχει ίχνος αυτεπίγνωσης σε έναν λαό που διαχρονικά κολακεύεται από ανερμάτιστες πνευματικά ηγεσίες ότι ο καθένας στο μέτρο των δυνατοτήτων του φέρει ευθύνη τόσο για την παρακμή όσο και για την πρόοδο της κοινωνίας. Φτάσαμε στο τραγικό σημείο να εξορίζουμε από τη ζωή μας το πρόσωπο της Εσταυρωμένης Αγάπης, να μένουμε απορφανισμένοι και να διαμαρτυρόμαστε ότι άλλοι μας σκότωσαν τον πατέρα.
ζ) Όλα αυτά γράφονται με πόνο αλλά και μία νότα ελπίδας, που προκύπτει μέσα από τα λειτουργικά κείμενα και το συναξάρι της Κυριακής της Τυρινής. Διότι το θρήνο του παλαιού Αδάμ ήλθε να μετατρέψει σε ανεκλάλητη χαρά ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, ο οποίος σήκωσε στους ώμους του το βάρος της αλλοτριωμένης ανθρωπότητας, δείχνοντας το δρόμο του Σταυρού και της Ανάστασης. Αντί να ελεεινολογούμε για την πολύμορφη κρίση και να θρηνούμε ως «νυκτικόρακες εν οικοπέδω» (βλ. Ψαλμ. 102,6), ας αναλάβει ο καθένας τη δική του ευθύνη μετανοώντας απέναντι στο Θεό και τους συνανθρώπους του. Τότε μπορεί να μη μετατραπεί η κοινωνία σε Παράδεισο, σίγουρα όμως θα αποτραπεί να γίνει κόλαση.
πηγή

Κυριακή, Μαρτίου 10, 2013

Από τον φόβο στην αγάπη Γράφει ο π. Βασίλειος Καλλιακμάνης






α) Ο σύγχρονος άνθρωπος φοβάται να αντικρίσει κατάματα τον εαυτό του, γι’ αυτό και γίνεται ιδιαίτερα εξωστρεφής.
Εντούτοις παρεκβαίνοντας λόγω ανάγκης λέμε αυτά που θα έπρεπε να ακούμε. Είναι γνωστό και χιλιοειπωμένο πως η εποχή μας είναι αρκετά δύσκολη. Ο διανοούμενοι περί άλλα τυρβάζουν, οι δημοσιογράφοι εμπορεύονται την αγωνία, οι πολιτικοί απορριπτέοι και οι εκκλησιαστικοί άνδρες μένουν σε μακρόσυρτα ευχολόγια.
Στον νέο αυτό κόσμο των καινούργιων αντιλήψεων, της αλλαγής ηθών και νοοτροπίας, η Εκκλησία ασφαλώς δεν μπορεί να μείνει σιωπηλός θεατής. Θα πρέπει να μελετήσει καλά τι επικρατεί, τι προτιμάται, τι αρέσει και τι δίνει αγωνία στον κόσμο, ώστε να καταθέσει λόγο ελευθεροποιό και ελπίδας. Η ύλη, η πτώση, η ευκολία, ο παρασυρμός, οδηγούν τον άνθρωπο εκεί που μερικές φορές δεν του αρέσει κιόλας. Πειράζει και ο πονηρός, αλλά περισσότερο του προετοιμάζει τον χώρο ο απρόσεκτος άνθρωπος. Νεόφερτες αντιλήψεις, αναθεωρημένη παιδεία, έντονη διαδικτυακή ενασχόληση, ζωή δίχως φραγμούς και όρια, νεολαία δίχως υγιή πρότυπα, παρουσιάζουν έναν ταραγμένο νεοελληνικό βίο.
Παρά την οικονομική κρίση, οι συμπατριώτες μας πάσχουν για κέρδος, πλουτισμό και κατάχρηση. Ο ευδαιμονισμός, η ευδαιμονία, η άσωτη ζωή, ο αδίστακτος εγωισμός, δυστυχώς κυριαρχούν. Ο αθεϊσμός, ο υλισμός, ο μηδενισμός, επηρεάζουν και πειράζουν, προβληματίζουν και πανικοβάλλουν. Ζούμε σε έναν νέο κόσμο που χρήζει μιας προσεγμένης ποιμαντικής μέριμνας, για να ακούσει κυρίως ο νέος το ευαγγελικό μήνυμα, τη μαρτυρία Χριστού. Κύριος στόχος πολλών είναι ο πλουτισμός. Το ίδιον συμφέρον αγρίεψε τον άνθρωπο, το κέρδος τον έκανε αδίστακτο. Έγινε απαραίτητο και αναγκαίο και το εντελώς περιττό. Παρασύρεται σε έναν ονειρεμένο, φανταστικό, εικονικό κόσμο. Αγαπά το ψευδές, το φανταχτερό, το ατομικό και το ιδιωτικό. Ζει άπνοα, ανόητα, εγωιστικά και φίλαυτα. Απουσιάζει η επικοινωνία, το κέφι, το φιλότιμο, το μεράκι, ο ταπεινός αγώνας για τον άρτο τον επιούσιο.
Αυξήθηκε η μόρφωση και η παραμόρφωση, η οίηση και η φυσίωση. Δεν δίνεται ελληνορθόδοξη αγωγή, αλλά στείρες γνώσεις παπαγαλίας, που λησμονιούνται μόλις τελειώσει το έτος. Η σοφία απομακρύνεται, η ευφυΐα περιορίζεται, η ευγένεια φυγαδεύεται και η ταπείνωση θεωρείται αδυναμία. Σ’ αυτό τον νέο κόσμο τι έχει να πει η Εκκλησία; Έχει κάτι να πει; Λέει; Μη μόνο αφορίζει; Μη μένει κλεισμένη στο κάστρο της, αναμένοντας να την προσκυνήσουν; Είναι καιρός κάτι να πει αφουγκραζόμενη τους παλμούς των καιρών.
 Μακεδονία

Δευτέρα, Μαρτίου 04, 2013

Περί του Οσίου Παύλου του απλού --π. Βασίλειος Καλλιακμάνης

OsiosPaulosAplosMegasAntonios01 (1)
 π. Βασίλειος Καλλιακμάνης
α) «Oύτος ο εν αγίοις πατήρ Παύλος ο ονομασθείς απλούς, ήτο μεν γεωργός και αγροίκος καθ’ υπερβολήν, άκακος δε και άπλαστος κατά την γνώμην, ως άλλος ουδείς.
Eίχε δε και γυναίκα κακότροπον και μοιχαλίδα, η οποία μοιχευομένη εις πολύν καιρόν, εκρύπτετο από τον Όσιον». Έτσι αρχίζει ο Όσιος Νικόδημος Αγιορείτης το Συναξάρι του Οσίου Παύλου του Απλού, που η Εκκλησία τιμά στις 7 Μαρτίου.
β) Σε αυτό αναφέρεται ότι ο Παύλος μια μέρα, επιστρέφοντας όχι τη συνηθισμένη ώρα από τους αγρούς, βρήκε τη σύζυγό του να μοιχεύει. Τότε γέλασε και με σεμνότητα είπε: Καλά καλά δεν πειράζει, δεν τη δέχομαι πια. Και απευθυνόμενος στον μοιχό, του λέει: Κράτησέ την μαζί με τα παιδιά μας, εγώ θα αναχωρήσω στην έρημο και θα γίνω καλόγηρος. Έτσι έφθασε στο κελί του Μεγάλου Αντωνίου και ζήτησε να μονάσει.
γ) Όμως, ο καθηγητής της ερήμου τον αποθάρρυνε, λέγοντάς του ότι είναι γέρος και δεν μπορεί να αντέξει την αυστηρή μοναχική άσκηση. Του σύστησε να μεταβεί σε κάποιο κοινόβιο, όπου οι αδελφοί θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Μετά από αυτά, ο Μέγας Αντώνιος δεν έδωσε σημεία ζωής για τρεις μέρες. Ο Παύλος όμως δεν έφυγε, αλλά περίμενε εκεί νηστικός. Βλέποντας ο Αντώνιος την απλότητα και την υπομονή του, άρχισε να τον δοκιμάζει.
δ) Στην αρχή του έδωσε βρεγμένα φύλλα φοινικιάς και του ζήτησε να πλέξει σχοινί. Κατά την ένατη ώρα της ημέρας, κι ενώ ο Παύλος είχε παιδευτεί πολύ, ο Όσιος Αντώνιος προσποιήθηκε ότι το αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό. Γι’ αυτό τον πρόσταξε να ξεπλέξει το εργόχειρο και να το κάνει καλύτερο. Εκείνος χωρίς την παραμικρή ενόχληση άρχισε ξανά να πλέκει.
ε) Όταν βράδιασε, έπειτα από ασιτία τεσσάρων ημερών, ο Παύλος ακολούθησε αυστηρά την άσκηση του Αγίου Αντωνίου, τρώγοντας λίγο άρτο και συμμετέχοντας πρόθυμα στον κανόνα της προσευχής. Μετά την επιτυχή δοκιμασία και την απόλυτη υπακοή του Παύλου στους κανόνες του μο-να-χικού βίου, ο αβάς Αντώνιος τον δέχθηκε ως συνασκητή του. Ζώντας με ησυχία, άσκηση και προσευχή, ο Παύλος αξιώθηκε να διώκει τους δαίμονες. Χαρακτηρίσθηκε από τους πατέρες της Σκήτης απλός, αλλά κοντά στην απλότητα καλλιεργούσε κι όλες τις άλλες αρετές.
στ) Συχνά στις μέρες μας παρατηρείται μονομερής τονισμός και αυτονόμηση ορισμένων αρετών και παραμελούνται άλλες. Το φαινόμενο αυτό έχει προσφυώς αποκληθεί «ηθική αίρεση». Χριστιανικές αρετές δεν είναι μόνο η ταπεινοφροσύνη, η ανεξικακία, η επιείκεια και η πραότητα αλλά και η αποφασιστικότητα, η παρρησία, η ανδρεία και ο έλεγχος (Γ. Μαντζαρίδης). Η απλότητα, που φαίνεται να είναι λησμονημένη αρετή, απαντά συχνότατα στη ζωή και τις συγγραφές του Γέροντος Παϊσίου.
ζ) Δίδασκε ο χαρισματικός Αγιορείτης: «Το πρώτο παιδί της ταπεινώσεως είναι ή απλότητα. Και όταν υπάρχη στον άνθρωπο απλότητα, υπάρχει και αγάπη, θυσία, καλοσύνη, φιλότιμο, ευλάβεια. Ο απλός άνθρωπος έχει καθαρότητα ψυχής και μια απερίεργη εμπιστοσύνη στον Θεό. Η απλότητα ήταν η κατάσταση του Αδάμ προ της πτώσεως, που τα έβλεπε όλα αγνά και καθαρά, γιατί ήταν ντυμένος με τη Χάρη του Θεού».
η) Άλλη φορά ο π. Παΐσιος ρωτήθηκε: «-Μπορεί, Γέροντα, ένας άνθρωπος να είναι πραγματικά απλός και όμως η συμπεριφορά του να πειράζη τους άλλους;». Τότε απάντησε: «-Αν κάποιος λέη ή κάνη κάτι με πραγματική απλότητα, και παρεξηγήσιμο να είναι, δεν παρεξηγείται ο άλλος, γιατί ο απλός έχει Χάρη Θεού και δεν προκαλεί. Ενώ κάποιος που δεν έχει απλότητα και σου μιλάει με ευγένεια κοσμική, σου σπάζει τα κόκαλα»!

πηγή

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 25, 2013

Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης:Αββά Κασσιανού: περί λύπης και διακρίσεως



α) Στη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών οι Άγιοι Μακάριος Νοταράς και Νικόδημος Αγιορείτης περιέλαβαν μεταξύ των άλλων αγιοπατερικών κειμένων και δύο έργα ενός λατίνου πατρός της Εκκλησίας, του Οσίου Κασσιανού.Τόσο το πρώτο, «Περί των οκτώ λογισμών της κακίας», όσο και το δεύτερο, «Περί διακρίσεως», «αποστάζουν παντοδαπή ωφέλεια και χάρη».
β) Ο όσιος Κασσιανός, προφανώς από τη Ρώμη, ασκήθηκε σε μοναστικά κέντρα της Βηθλεέμ και της Αιγύπτου, όπου ήλθε σε επαφή με σπουδαίους ασκητές και χαρισματικούς αββάδες. Από αυτούς μυήθηκε στη ζωή του Πνεύματος. Επισκέφθηκε ακόμη την Κωνσταντινούπολη και υπήρξε μαθητής του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου. Μετά την εξορία του Χρυσοστόμου μετέβη στη Ρώμη, ζητώντας συμπαράσταση από τον πάπα Ιννοκέντιο Α’ για τον εξόριστο διδάσκαλό του. Τέλος, ίδρυσε δύο μοναστήρια στην περιοχή της Μασσαλίας. Η Εκκλησία τον τιμά στις 29 Φεβρουαρίου.
γ) Εντύπωση προξενεί ότι ανάμεσα στους οκτώ λογισμούς της κακίας ο Όσιος Κασσιανός περιλαμβάνει τη λύπη, η οποία τραυματίζει θανάσιμα την ψυχή και οδηγεί στην απελπισία, την πλήξη και τη μελαγχολία. Η λύπη είναι αρρώστια ψυχική, που εμποδίζει την προσευχή και προέρχεται από την οργή εξαιτίας διάψευσης προσδοκιών, από την απώλεια κέρδους ή από κάποια προσβολή. Ο κυριευμένος από λύπη είναι ευερέθιστος, ανυπόμονος, αμετάπειστος, θυμώδης, μνησίκακος, πλήρης ακάρπου πένθους και οδυνηρής απόγνωσης. Το πάθος αυτό πρέπει να αποφεύγεται, όπως η πορνεία και η φιλαργυρία, τονίζει ο όσιος.
δ) Όμως υπάρχει και η κατά Θεόν λύπη που είναι σωτήρια, διότι οδηγεί στη μετάνοια και την αγαθή ελπίδα. Η κατά Θεόν λύπη «τη χαρά σύμμεικτος υπάρχει». Ο κατά Θεόν λυπούμενος, επειδή ελπίζει στην πνευματική τελείωση και στην απολαβή των μελλόντων αγαθών, είναι ιλαρός, ευπροσήγορος, ταπεινός, πράος, ανεξίκακος και υπομονετικός σε κάθε αγαθό κόπο και συντριβή. Έτσι γεννιούνται οι καρποί του Αγίου Πνεύματος: αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, καλοσύνη, πίστη, πραότητα και εγκράτεια (βλ. Γαλ. 5,22-23).
ε) Να σημειωθεί ακόμη ότι μέγιστη σημασία αποδίδει ο Όσιος Κασσιανός στην αρετή της διάκρισης. Διηγείται ότι στη σκήτη της Θηβαΐδας είχαν συγκεντρωθεί πολλοί γέροντες και συζητούσαν για την τελειότητα της αρετής και πώς μπορεί να φυλαχθεί ο μοναχός από τις παγίδες του πονηρού, για να προσεγγίσει τον Θεό. Ο καθένας κατέθετε τη δική του γνώμη δίδοντας την πρώτη θέση σε κάποια αρετή. Άλλοι πρόβαλλαν τη νηστεία και την αγρυπνία, άλλοι την αγνότητα, την ακτημοσύνη και την καταφρόνηση των υλικών αγαθών, ενώ άλλοι την ελεημοσύνη και διάφορες άλλες αρετές.
στ) Τελευταίος μίλησε ο Αββάς Αντώνιος. Όλες οι αρετές είναι απαραίτητες, είπε, αλλά δεν επιτρέπεται να δώσουμε σε αυτές τα πρωτεία, διότι πάντα υπάρχει ο κίνδυνος της πλάνης, είτε από την υπερβολή είτε από την έλλειψη. Η διάκριση ως «οφθαλμός της ψυχής» εκπαιδεύει τον νηπτικό να μην παραβιάζει από υπερβολικό ζήλο και έπαρση το μέτρο. Χωρίς το χάρισμα της διακρίσεως καμιά αρετή δεν μπορεί να είναι ασφαλής μέχρι τέλους. Έτσι η διάκριση «πασών των αρετών γεννήτρια και φύλαξ υπάρχει». Με τη γνώμη του Οσίου Αντωνίου συμφώνησαν και οι υπόλοιποι Πατέρες.
ζ) Από τα παραπάνω γίνεται ολοφάνερο πόσο επίκαιρη είναι η διδασκαλία του Οσίου Κασσιανού και πώς μπορεί να προσφέρει μήνυμα αυτογνωσίας και ελπίδας στον σύγχρονο απελπισμένο άνθρωπο. Πρόσφατη έρευνα θεωρεί τους Έλληνες ως τους πιο απαισιόδοξους πολίτες ανάμεσα σε 58 χώρες του πλανήτη. Κι αυτό διότι έχουμε κυριευθεί από την εμπαθή λύπη και έχουμε χάσει το μέτρο. Μήπως είναι καιρός να ανανήψουμε και να θέσουμε στο κέντρο της ζωής μας τον πνευματικό πλούτο του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων, που θα μας ανοίξουν ένα παράθυρο στην ελπίδα;


Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2013

Πρότυπον επισκόπου Άγιος Πολύκαρπος Επίσκοπος Σμύρνης


α) Στις μέρες μας συνήθως δεν βιώνεται και δεν προβάλλεται η κενωτική και διακονική διάσταση της ιεροσύνης αλλά και γενικότερα της χριστιανικής ζωής. Δίδεται μεγάλη σημασία στις εξωτερικές εντυπώσεις παρά στον «κρυπτόν της καρδίας άνθρωπο» (βλ. Α’ Πέτρ. 3, 4), που έχει μέγιστη αξία ενώπιον του Θεού.

ag-Polykarpos-2011Στο βίο του Αγίου Πολυκάρπου προξενεί εντύπωση αφενός το θυσιαστικό ήθος του αγίου επισκόπου, αφετέρου η παρορμητική συμπεριφορά ζηλωτικών κύκλων, η οποία τελικά οδηγεί στην απώλεια.


β) Ο Άγιος Πολύκαρπος, μαθητής των Αποστόλων και ειδικότερα του Ιωάννου Θεολόγου, διακρίθηκε ως επίσκοπος Σμύρνης. Βάπτισε πλήθος χριστιανών, αντιμετώπισε με γενναιότητα τις απειλές των ειδωλολατρών και επέστρεψε πολλούς πλανεμένους στην ορθή πίστη. Φιλοξένησε ακόμη τον Άγιο Ιγνάτιο και τον «ανέψυξε μεγάλως» στο ταξίδι του προς τη Ρώμη. Γι’ αυτό ο Ιγνάτιος αργότερα του απηύθυνε προσωπική επιστολή, στην οποία εκφράζει τη χαρά του για τη στερεότητα της πίστεώς του και δοξάζει το Θεό για τη συνάντηση.

γ) Η φήμη του Αγίου Πολυκάρπου ξεπέρασε τα όρια της Σμύρνης, αφού εθνικοί και Ιουδαίοι αναγνώριζαν τη διδακτική του ικανότητα λέγοντας: «Ούτος εστίν ο της Ασίας διδάσκαλος και πατήρ των χριστιανών, ο των ημετέρων θεών καθαιρέτης». Σε μεγάλη ηλικία μετέβη στη Ρώμη, προκειμένου να λύσει το ζήτημα του εορτασμού του Πάσχα με τον Πάπα Ανίκητο. Στην Ανατολή το Πάσχα εορταζόταν στις 14 του μηνός Νισάν. Αντίθετα άλλες τοπικές εκκλησίες δεν είχαν ιδιαίτερη εορτή, αλλά τιμούσαν την Κυριακή ως αναστάσιμη ημέρα και τόνιζαν την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας.

agios polykarpos 2

δ) Η εκκλησία της Ρώμης τηρούσε στο θέμα αυτό αυστηρή στάση έναντι των ανατολικών, οπότε ο Πολύκαρπος πήγε να συζητήσει τη διαφωνία και να λύσει τη διαφορά. Το πρόβλημα δεν διευθετήθηκε, αφού κανείς από τους δύο δεν κατόρθωσε να πείσει τον άλλο, προκειμένου να ακολουθήσει τη δική του παράδοση. Τελικά το θέμα λύθηκε στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο. Όμως εντυπωσιάζει ο ειρηνικός τρόπος αποχωρισμού των δύο ανδρών. Όπως αναφέρεται, «εκοινώνησαν εαυτοίς» και ο πάπας Ανίκητος παρεχώρησε την ευχαριστία στον Πολύκαρπο, δηλαδή τον τίμησε, δίδοντάς του τη δυνατότητα να προΐσταται της θείας Λειτουργίας.

ε) Ο Άγιος Πολύκαρπος επέστρεψε στη Σμύρνη και συνέχιζε το έργο του. Αφορμή για το μαρτύριό του έδωσε ομάδα ζηλωτών με επικεφαλής κάποιον Κόιντο, ο οποίος παρακινώντας άλλους έντεκα παρουσιάστηκε στις αρχές χωρίς λόγο και ομολόγησε τη χριστιανική τους ιδιότητα. Όπως ήταν φυσικό, οδηγήθηκαν όλοι στο μαρτύριο πλην του ζηλωτή Κοΐντου, ο οποίος την τελευταία στιγμή θυσίασε στα είδωλα, αφού «ιδών τα θηρία εδειλίασεν»! Με την αναταραχή που προκλήθηκε καλλιεργήθηκε αντιχριστιανικός φανατισμός στο πλήθος, που ζητούσε να εκτελεστούν όλοι οι «άθεοι», δηλαδή οι χριστιανοί.

ag-Polykarpos-Smyrnis

στ) Ο Άγιος Πολύκαρπος οδηγήθηκε στον ανθύπατο, ο οποίος βλέποντας τη σεβάσμια μορφή του τον συμπάθησε και προσπάθησε να τον ελευθερώσει ζητώντας να βλασφημήσει έστω φραστικά το όνομα του Χριστού. Εκείνος απάντησε με σταθερότητα ότι 86 χρόνια διακονεί τον Κύριο και δεν έχει κανένα παράπονο από Αυτόν.

ζ) Στη συνέχεια ευχαριστώντας το Θεό, διότι τον αξίωνε να περιληφθεί στο χορό των μαρτύρων, οδηγήθηκε στην πυρά. Όμως, επειδή οι φλόγες κάνοντας καμάρες άφηναν άθικτο το σώμα του, δήμιος του απέκοψε την κεφαλή. Από τα παραπάνω γίνεται πασιφανές ότι ο υπεύθυνος επίσκοπος μιμείται το πάθος του Χριστού, ενώ ο ου κατ’ επίγνωσιν ζηλωτής χάνεται. Αλλά και σε κάθε εποχή ο άνθρωπος του Θεού θυσιάζεται για τη σωτηρία του κόσμου, ενώ ο ου κατ’ επίγνωσιν ζηλωτής θυσιάζει άλλους, για να «σώσει τον κόσμο».


Κυριακή, Φεβρουαρίου 03, 2013

Υπάρχει χριστιανική ευθανασία; π. Βασίλειος Καλλιακμάνης





α) Τα τελευταία χρόνια, τόσο στη χώρα μας όσο και σε άλλες χώρες, γίνεται λόγος για την ευθανασία. Σε ορισμένες μάλιστα από αυτές η ευθανασία έχει νομιμοποιηθεί. Τα ερωτήματα που συχνά θέτονται είναι: Έχει ο σύγχρονος άνθρωπος, που πάσχει από κάποια ανίατη ασθένεια, το δικαίωμα να αποφασίσει πότε και πώς θα πεθάνει; Έχει το δικαίωμα να επιλέξει έναν ήρεμο θάνατο χωρίς βάσανα και πόνους; Έχουν οι γιατροί το δικαίωμα να «απαλλάξουν» τους ασθενείς που το επιθυμούν από μια ζωή γεμάτη οδύνη;


β) Αν κάνουμε μια σύντομη αναδρομή, θα δούμε ότι στην αρχαία ελληνική σκέψη η ευθανασία συνδέεται με τον ευτυχισμένο και ένδοξο θάνατο, κι όχι με τη βίαιη διακοπή του. Ο Διαγόρας ο Ρόδιος σε βαθιά γεράματα εξέπνευσε δοξασμένος και χαρούμενος, όταν τα παιδιά του, που μόλις είχαν στεφθεί ολυμπιονίκες, τον περιέφεραν στους ώμους τους στο ολυμπιακό στάδιο κάτω από τις επευφημίες του πλήθους.
γ) Επίσης, η Εκκλησία εύχεται, τα τέλη της ζωής να είναι «χριστιανά», ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά. Οι μάρτυρες της Εκκλησίας αντιμετώπιζαν με καρτερία τον θάνατο και προσεύχονταν για τους δημίους τους (βλ. Πραξ. 7, 54-59). Η κοινωνία με το πρόσωπο του Σταυρωθέντος Χριστού συμβάλλει στην υπέρβαση του φόβου του θανάτου και γεννά εσωτερική πληρότητα. Γι’ αυτό και ο Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος όταν συνάντησε τον Κύριο, πλήρης χάριτος ζήτησε να πεθάνει.
δ) Γράφει ο Όσιος Νικόδημος Αγιορείτης: «O Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος έλαβε μακράν και πολυχρόνιον ζωήν εις τον κόσμον τούτον. Eπειδή και εχρηματίσθη, ήτοι απεκαλύφθη εις αυτόν από το Πνεύμα το Άγιον, ότι να μην ιδή θάνατον, προ του να θεωρήση με τους οφθαλμούς του τον Δεσπότην Xριστόν. Όθεν, όταν ο Kύριος ημών επροσφέρθη εις τον Nαόν τεσσαράκοντα ημερών νήπιον, τότε εδέχθη αυτόν εις τας αγκάλας του. Kαι πληροφορηθείς από το Πνεύμα το Άγιον τα περί αυτού μέλλοντα, έλαβε το τέλος της ζωής του, κατά τον ανωτέρω χρηματισμόν και την αποκάλυψιν του Aγίου Πνεύματος». Εδώ έχουμε δείγμα χριστιανικής ευθανασίας.
ε) Όμως, η έννοια αυτή μεταφέρθηκε στη Δύση με διαφορετικό νόημα. Ο άγγλος φιλόσοφος R. Bacon (13ος αι.), κατ’ άλλους ο Fr. Bacon (16ος -17ος αι.) τη μετέφρασαν στα αγγλικά ως euthanasia με την έννοια της επίσπευσης του θανάτου, προκειμένου να τεθεί τέρμα σε μια ζωή γεμάτη πόνο και ταλαιπωρίες. Η μεταφορά αυτή συνδέεται με τη δυτική θεολογική σκέψη, την ατομιστική θεώρηση της ζωής και τη σταδιακή εξατομίκευση του θανάτου, αφού εκεί χάθηκε βαθμηδόν ο κοινοτικός και κοινωνικός χαρακτήρας του και μεταβλήθηκε σε ταμπού.
στ) Όμως, ο θάνατος και η ευθανασία δεν είναι ατομικές υποθέσεις. Έχουν ευρύτερες κοινωνικές διαστάσεις. Αφορούν τον άνθρωπο ως αυτεξούσιο και ελεύθερο πρόσωπο σε σχέση και κοινωνία με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Πολύ περισσότερο ισχύει αυτό στον τόπο μας όπου οι οικογενειακοί δεσμοί είναι ισχυροί και διασώζεται κάποιο κοινοτικό πνεύμα. Είναι ενδεικτικό ότι ο Ευγένιος Βούλγαρης (18ος αι.) στη μελέτη του περί ευθανασίας διασώζει την ανατολική παράδοση, που στηρίζεται στην αρχαιοελληνική και τη χριστιανική σκέψη.
ζ) Όταν γίνεται λόγος για ευθανασία, δεν μπορεί να αγνοείται η επίγεια πορεία του ανθρώπου, κατά την οποία δημιουργούνται οι προϋποθέσεις και διαμορφώνονται τα κριτήρια για την αντιμετώπιση του πόνου, της ανίατης ασθένειας και του θανάτου. Η διαμορφωμένη αντίληψη για το ευ ζην οδηγεί και σε ανάλογη αντίληψη για το ευ θνήσκειν. Οπότε, ο άνθρωπος του Θεού ασκείται και ετοιμάζεται για τη χριστιανική ευθανασία, όπως ο Άγιος Συμεών. Ακούει τους λόγους της προφητείας, «έρχομαι ταχύ» και απαντά, «ναι έρχου, Κύριε Ιησού» (Αποκ. 22, 20).

Δευτέρα, Ιανουαρίου 28, 2013

Πρωτοπρ. Βασίλειος Καλλιακμάνης, Οι Τρεις Ιεράρχες και ο πολιτιστικός διχασμός

πηγή: Μακεδονία
Οι Τρεις Ιεράρχες και ο πολιτιστικός διχασμός
Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
α) Όταν το 1842 η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών όριζε την τριακοστή Ιανουαρίου -ημέρα μνήμης των τριών ιεραρχών- ως εορτή των γραμμάτων και της παιδείας, ίσως διέβλεπε προφητικά την πολιτιστική απορία του νέου ελληνισμού. Στους μεταγενέστερους χρόνους, κάτω από δυσχερείς ιστορικές συγκυρίες και τη βούληση της άρχουσας τάξης, ο ελληνικός λαός βίωνε έναν ιδιότυπο πολιτιστικό διχασμό, ο οποίος αιωρούνταν ανάμεσα στη Μεγάλη Ιδέα και το σύμβολο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, την Αγία Σοφία αφενός, και τα περικαλλή μνημεία του Παρθενώνα και της Ακρόπολης των Αθηνών αφετέρου....
β) Την παράδοξη αυτή πολιτιστική κατάσταση, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητας των Νεοελλήνων, ζούνε και οι μαθητές. Από το ένα μέρος τα παιδιά στο σχολείο σπουδάζουν πληθωρικά την αρχαία ελληνική γνώση μέσω φιλολογικών και ιστορικών μαθημάτων. Από το άλλο, στο σπίτι βρίσκουν αναμμένο το καντήλι, τιμούν τον Χριστό, την Παναγία και τους αγίους, γιορτάζουν τις χριστιανικές γιορτές, βαφτίζονται με χριστιανικά ονόματα και γενικά η καθημερινή τους ζωή συνδέεται με τη ζωντανή ορθόδοξη χριστιανική παράδοση.

γ) Οι ελάχιστες ώρες θρησκευτικών που περιλαμβάνονται στο ωρολόγιο σχολικό πρόγραμμα, και οι οποίες βαθμηδόν καταργούνται, δεν είναι ικανές να αναπληρώσουν το κενό και να γεφυρώσουν το πολιτιστικό χάσμα. Οι τρεις ιεράρχες ως άνθρωποι βαθιάς παιδείας, αφού ήταν κάτοχοι της “ευγενεστέρας χριστιανικής αλλά και της έξωθεν παίδευσης”, αποτελούν σύμβολα γεφύρωσης του χάσματος αυτού. Ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος είχαν σπουδάσει στην Αθήνα, όπου παρακολούθησαν ευρύ πρόγραμμα μαθημάτων ρητορικής, φιλολογίας, ιστορίας, φιλοσοφίας, μαθηματικών και ιατρικής. Ο Χρυσόστομος μαθήτευσε στη Σχολή της Αντιόχειας.

δ) Η ευρυμάθεια και οι άριστες σπουδές προοιωνίζονταν το μέλλον, που διαγραφόταν λαμπρό και για τους τρεις, αφού τα προσόντα τους εναρμονίζονταν με τις απαιτήσεις υψηλών κοσμικών αξιωμάτων. Εκείνοι όμως προτίμησαν τη στενή πύλη και τεθλιμμένη οδό της εκκλησιαστικής διακονίας. Με περίσκεψη που έφθανε μέχρι τη φυγή, βαθιά συναίσθηση του βάρους της αποστολής τους και θείο φόβο έθεσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία του λαού του Θεού.

ε) Πριν όμως αναλάβουν ευθύνες στον κοινωνικό στίβο, ασκήθηκαν να θραύσουν τους εσωτερικούς δεσμούς των παθών και της φιλαυτίας. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές τους έζησαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα ασκούμενοι στην ησυχία της ερήμου, λαμβάνοντας εκεί άλλου είδους παιδεία, την πνευματική. Ερεύνησαν το εσώτατο είναι του ανθρώπου μέσω της ευαγγελικής σοφίας και της καθημερινής εμπειρίας. Αναδίφησαν τον κόσμο και παράλληλα μελέτησαν την κοινωνία, αποστασιούμενοι όμως από αυτή. Εξάλλου, η εσωτερική ησυχία και “αναχώρηση” είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα πολλών μεγάλων ποιητών, μουσικών, επιστημόνων και δημιουργών του πνεύματος όλων των αιώνων.

στ.) Οι τρεις ιεράρχες συνδύαζαν άριστα τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής σοφίας και τη βίωση του ευαγγελικού μηνύματος της αγάπης και της θυσίας. Ο βίος και οι σοφές συγγραφές τους δείχνουν ότι και ακόμη ένας άνθρωπος ενεργοποιώντας κρυμμένες πνευματικές δυνάμεις μπορεί να αλλάξει τη νοοτροπία της κοινωνίας και να δώσει νέα πνοή και όραμα στις υπνώττουσες συνειδήσεις. Εκείνοι δεν πίστευαν σε συγκεχυμένα κοινωνικά οράματα. Διέθεταν φωτισμένο νου, καθαρή καρδιά και τρέφονταν από το μέλλον. Βίωναν την ανεστιότητα του παρόντος βίου και βρίσκονταν σε εγρήγορση για την έλευση της όγδοης ημέρας, όπου πρώτοι και δεύτεροι θα απολαμβάνουν τον μισθό τους, εγκρατείς και ράθυμοι θα τιμούν την ημέρα, πλούσιοι και πένητες θα χαίρονται μετ’ αλλήλων.

ζ) “Να θυμάστε τους πνευματικούς πατέρες που σας μετέδωσαν τον λόγο του Θεού, να βλέπετε πώς τέλειωσαν τη ζωή τους και να ακολουθείτε το παράδειγμα της πίστης τους”, αναφέρεται στον σημερινό Απόστολο (Εβρ. 13, 7-16). Και λίγο πιο κάτω: “Ο Ιησούς Χριστός είναι ο ίδιος χθες, σήμερα και για πάντα”. Αν πράγματι θέλουμε να υπερβούμε τη σύγχρονη πολύπλευρη κρίση που μαστίζει την κοινωνία. Αν επιθυμούμε να γεφυρωθεί το πολιτιστικό χάσμα μεταξύ αρχαίου ελληνικού και χριστιανικού κόσμου, χρειάζεται να θυμηθούμε τους σοφούς πατέρες και να μιμηθούμε τη ζωή τους. Τότε θα δούμε με άλλη ματιά τα πράγματα του παρόντος βίου. Θα καταλάβουμε ότι: “Δεν έχουμε εδώ μόνιμη πολιτεία, αλλά λαχταρούμε τη μελλοντική”.

Κυριακή, Ιανουαρίου 27, 2013

Το μέτρο, η διάκριση και οι Τρεις Ιεράρχες Γράφει ο π. Βασίλειος Καλλιακμάνης



Το μέτρο, η διάκριση και οι Τρεις Ιεράρχες
Γράφει ο π. Βασίλειος Καλλιακμάνης
α) Οι άνθρωποι του Πνεύματος αναζητούν, σε κάθε εποχή, το μέτρο. Όμως, το μέτρο δεν έχει σχέση με τη μετριότητα, αλλά με την άριστη ποιότητα. Χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική, τη μουσική, τη φιλοσοφία, την τέχνη, αλλά και άλλες επιστήμες. Στην παρούσα συνάφεια ενδιαφέρει περισσότερο η φιλοσοφική και θεολογική διάσταση του θέματος, που μπορεί να επηρεάσει την πολιτική σκέψη και ευρύτερα την κοινωνία.
β) Ο Αριστοτέλης ορίζει την αρετή ως μεσότητα. Εννοεί τη μεσότητα, όχι με τη μαθηματική έννοια του όρου -δηλαδή, το μισό του 100 είναι το 50- αλλά την πρακτική φιλοσοφία. Μεσότητα είναι η ισορροπία, που βρίσκεται ανάμεσα στις ακρότητες της υπερβολής και της έλλειψης. Λ.χ. η αλαζονεία και η μικροπρέπεια -ως ακρότητες- είναι κακίες, ενώ η μετριοφροσύνη είναι μεσότητα, δηλαδή αρετή. Ανάμεσα στο θράσος και τη δειλία βρίσκεται το θάρρος και η ανδρεία. Ανάμεσα στην παρόρμηση και την αδράνεια βρίσκεται η σύνεση.

γ) Η μεσότητα υιοθετείται από την αγιοπατερική παράδοση της Εκκλησίας ως αρετή και τελειότητα. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: Ανάμεσα στις κακίες βρίσκεται η αρετή, όπως το τριαντάφυλλο μεταξύ στυγερών και οξύτατων αγκαθιών.. Ενώ αλλού τονίζει: «Μεσότητα όταν είπω, αλήθειαν λέγω». Ο Μ. Βασίλειος επίσης, ακολουθώντας την αριστοτελική σκέψη διδάσκει: «Η μεσότης και συμμετρία είναι αρετή, οι υπερβολές και ελλείψεις καταντούν αμετρία και αίσχος». Ενώ ο ιερός Χρυσόστομος, που θεωρούταν «ακραίος», υπολόγιζε πάντοτε χωρίς «ίδιον όφελος» και απέβλεπε στη σωτηρία ακόμη και των διωκτών του, διακρινόμενος από υπερβολή αγάπης και έλλειψη εκδικητικότητας!
δ) Συναφής όρος στη θεολογία και θεμελιώδης ποιμαντική αρχή είναι η «θεαυγεστάτη διάκρισις», η οποία ως διαυγής οφθαλμός της ψυχής συνδυάζει άριστα προσωπική και κοινωνική ευθύνη. Το ότι χάθηκε το μέτρο σε παγκόσμιο επίπεδο, διαπιστώνεται εύκολα από τις ετήσιες εκθέσεις Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, όπου περιγράφονται τα δεινά της ανθρωπότητας. Και μπορεί στη χώρα μας να βιώνουμε έντονα την κρίση,  αλλού όμως τα παιδιά πεθαίνουν από έλλειψη πόσιμου νερού, εμβολίων και γάλακτος!
ε) Είναι επίσης εμφανέστατο, ότι το μέτρο χάθηκε και σε εθνικό επίπεδο. Με τις ακρότητες που παρατηρούνται στο δημόσιο βίο και την εύκολη αναπαραγωγή τους από τα λεγόμενα Μέσα Ενημέρωσης, είναι δύσκολο να επικρατήσει η νηφαλιότητα, η κοινή λογική και το μέτρο. Αμετρία και ακρότητες παντού. Ακόμη και στον εκκλησιαστικό χώρο. Κι αυτό συμβαίνει, διότι ο ακραίος λόγος διεγείρει το θυμικό του ανθρώπου και θέλει να εντυπωσιάσει. Προκαλεί πρόσκαιρο ενδιαφέρον και δημιουργεί οπαδούς. Δεν έχει ουσία και δεν λειτουργεί παιδευτικά, αλλά ωφελιμιστικά και καταχρηστικά.
στ) Όταν το 1842 η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών όριζε την τριακοστή Ιανουαρίου ως εορτή των γραμμάτων και της παιδείας, ήθελε προφανώς να αποτρέψει τις ακρότητες των νεότερων χρόνων. Διότι, στη συνέχεια και κάτω από δυσχερείς ιστορικές συγκυρίες, ο ελληνικός λαός βίωνε έναν ιδιότυπο πολιτιστικό διχασμό και αιωρούταν ανάμεσα στην αρχαία Ελλάδα και τη βυζαντινή Ελλάδα.
ζ) Κι επειδή -κατά κανόνα- η άρχουσα τάξη, αλλά και μεγάλο μέρος της ελληνικής διανόησης θέλησαν, αν όχι να διαγράψουν, αλλά να υποβαθμίσουν τη βαθιά ριζωμένη στο λαό μας χριστιανική παράδοση από την παιδεία και να θεωρήσουν τους Νεοέλληνες ως κατευθείαν απόγονους των αρχαίων Ελλήνων, οδηγηθήκαμε σε πολλά από τα σημερινά αδιέξοδα.
Άραγε, σε ποια σχολεία μαθήτευσαν όσοι επαγγέλλονται σήμερα τον νεοπαγανισμό, το δωδεκαθεϊσμό και την τυφλή βία; Σε ποια σχολεία διδάχτηκαν ιστορία, όσοι πρεσβεύουν το νεο-μηδενισμό και απαξιώνουν τη χριστιανική παράδοση, που είναι συνυφασμένη με τη ζωή του λαού μας; Μήπως, τελικά, χρειάζεται να αναστοχασθούμε το μήνυμα της εορτής των Τριών Ιεραρχών, για να βρούμε το μέτρο;

Κυριακή, Ιανουαρίου 20, 2013

Πρωτοπρ. Βασίλειος Καλλιακμάνης, Ο κάτισχνος και ειρηνικός ιεράρχης κι ένας σύγχρονος ποιητής


Ο κάτισχνος και ειρηνικός ιεράρχης κι ένας σύγχρονος ποιητής
Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
α) Όταν ο Θεολόγος Γρηγόριος έφθανε, ως κουρασμένος και κάτισχνος ιεράρχης, το 379, στην Κωνσταντινούπολη, οι αντίπαλοι των ορθοδόξων, τους οποίους υποστήριζε η αυτοκρατορική αυλή και ο στρατός, δεν του έδωσαν σημασία και δεν ανησύχησαν. Προϊόντος του χρόνου, τα πράγματα ανατράπηκαν. Με κέντρο τον ναΐσκο της Αγίας Αναστασίας ο Άγιος Γρηγόριος εκφώνησε θαυμάσιους λόγους, απαύγασμα καθαρής καρδιάς και φωτισμένου νου, παίρνοντας με το μέρος του πλήθη λαού, πολλούς σπουδαίους θεολόγους ακόμη και κυνικούς φιλόσοφους.
β) Κι ενώ η Β’ Οικουμενική Σύνοδος πανηγυρικά τον ανακήρυξε αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και του ανέθεσε την προεδρία, μόλις ετέθησαν ζητήματα κανονικότητας -τα γνωστά διαδικαστικά που εγείρονται συχνά ασκόπως και σήμερα όταν δεν θέλουμε άμεσα αποτελέσματα- εκείνος παραιτήθηκε.
Αποχαιρετώντας το ποίμνιο που διακόνησε, ο Άγιος Γρηγόριος ζητά ως αμοιβή την άδεια να αποχωρήσει και να επιδοθεί στην ησυχαστική ζωή στην πατρίδα του! Χαιρετά τους χορούς των μοναχών, την αρμονία των ψαλτών, τις χήρες και τα ορφανά, αλλά και τα «μάτια των πτωχών» που έβλεπαν ικετευτικά προς τον Θεό και προς αυτόν τους ακροατές των λόγων του, τους κρυφούς και φανερούς στενογράφους καθώς και τα ανάκτορα και τους αυλικούς.
γ) Η παραίτηση αυτή, καρπός ένθεης σοφίας, εσωτερικής αρμονίας και πραότητας, μόνο ως πράξη που εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον και την ειρήνευση της Εκκλησίας και της κοινωνίας μπορεί να εκληφθεί. Ειρηνικός και πράος, ο Γρηγόριος σε άλλη περίπτωση έγραφε: «Ειρήνη φίλη, το γλυκύ και πράγμα και όνομα… Ειρήνη φίλη, το εμόν μελέτημα και καλλώπισμα».
δ) Ο Άγιος Γρηγόριος διακρίθηκε ως μέγιστος θεολόγος, άριστος συγγραφέας, σοφός ασκητής αλλά και εξαίρετος ποιητής. Μεταξύ άλλων συνέταξε ποιήματα θεολογικά, δογματικά και ηθικά. Σε κάποιους στίχους γράφει για εκείνον που κερδίζει παράνομα:
«Ότ’ εκ πονηρού πράγματος κέρδος λάβης,/ Του δυστυχείν νόμιζε αρραβών’ έχειν».
Δηλαδή: Όταν κερδίζεις από σκοτεινή υπόθεση, πίστεψε ότι αρραβωνιάστηκες τη δυστυχία!
ε) Η γλώσσα της ποίησης του Γρηγορίου είναι υψηλή και κινείται από την ομηρική εκδοχή μέχρι την καθαρεύουσα της εποχής του. Έτσι αποδεικνύει ότι οι χριστιανοί μπορούν να γράφουν ποιήματα αντάξια ή και καλύτερα από τους εθνικούς. Παράλληλα, ο άγιος αποκρούει πρακτικά τη νομοθεσία του Ιουλιανού, που απαγόρευε στους χριστιανούς να ασχολούνται και να διδάσκουν κλασική φιλολογία.
στ) Όταν μελετά κάποιος στίχους του Γρηγορίου, βλέπει καθαρά την εμπειρική γνώση της θεολογίας, το βάθος των νοημάτων, την άριστη περιγραφή της ανθρώπινης ζωής, αλλά και την τάση για παραίτηση από αξιώματα, πράγμα δυσεύρετο στην εκκλησιαστική και πολιτική ζωή του τόπου μας. Παράλληλα, έρχονται στο μυαλό του τα λόγια ενός σύγχρονου συγγραφέα, ποιητή και μουσικολόγου, του Mario de Andrande από τη Βραζιλία, που περιγράφει με ανάλογο τρόπο την κοινωνική πραγματικότητα.
ζ) Γράφει ο Andrande:
«Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά,/ νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δεν θα καταλήξει κανείς πουθενά./ Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει…/ Δεν θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί./
Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους./ Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους./
Μισώ να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα./ Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο... μετά βίας για την επικεφαλίδα»!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...