Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Βασίλειος Καλλιακμάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Βασίλειος Καλλιακμάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Απριλίου 14, 2014

ΕΙΣΟΔΙΚΟΝ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ - π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης



ΕΙΣΟΔΙΚΟΝ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

Πρωτοπρεσβύτερος 
Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης

α) Ο Ιωσήφ ο Πάγκαλος ηγείται του χορού των εορτα­ζό­ντων στο μέγιστο και παγκοσμίων διαστάσεων γε­γο­νός της θείας συγκατάβασης, της πορείας του Κυρίου προς το εκούσιον πάθος. Στο πρό­σω­πό του βρίσκουν εφαρμογή τα ευαγ­­γε­λικά μη­νύ­ματα της συμφιλίωσης και της συγχω­ρη­τικότητας, της σωφροσύνης και της καρδια­κής καθαρότητας. Μπορεί εκείνος να μην άκουσε το γλυκόηχο άγγελμα της αγάπης προς τους εχθρούς· μπορεί να μην γνώρισε από κοντά το ιλαρόν πρόσωπο του Νυμφίου της Εκκλησίας, το οποίο εμπνέει τη διακονία, τη θυσία και την τιμιό­τη­τα· μπο­ρεί να έζησε εκατοντάδες χρόνια πριν από Αυτόν. Όμως, όλα αυτά δεν τον ε­μπό­­δισαν να αναδειχθεί άνθρωπος του Θεού, ευαγγελιστής πριν το ευ­αγ­γέλιο, σώ­φρων σε καιρούς αφροσύνης, υπάκουος  μαθητής πριν την εμφάνιση του Διδα­σκά­λου.
β) Ο Ιωσήφ αποτελεί τύπο, προ­τύ­πω­ση και προεικόνιση του Χριστού στην Πα­λαιά Διαθήκη. «Και ην Ιωσήφ καλός τω εί­δει και ωραίος τη όψει σφόδρα», ανα­φέ­ρει ο συγγραφέας της Γένεσης (39,6), που α­να­δείχθηκε σπου­δαία φυσιογνωμία, στην οποία συνδυάσθηκε άριστα το εξωτερικό κάλ­­­λος με τη λαμπρότητα του  ψυχικού κόσμου. Σκεπτόμενος τον Ιωσήφ, ο νους  α­νά­γεται στον ερά­σμιο Νυμφίο της Εκκλη­σίας, ο οποίος είναι «τω κάλλει ωραί­ος παρά πά­­ντας αν­θρώ­πους», που προσκαλεί σε εστίαση πνευματική κάθε διψασμένη και πει­να­­­σμένη ψυχή. Και πρά­­γματι, η Μεγάλη Εβδομάδα αποτελεί συμπόσιο πνευ­μα­τικό, στο οποίο έχουν κλη­θεί να μετάσχουν όλοι οι άνθρωποι· χορταίνουν όμως α­πό τα πνευ­­­­­ματικά εδέσμα­τα, όσοι έ­χουν «ένδυ­μα γάμου», δάκρυα μετανοίας και φό­βο Θε­ού.


γ) ΄Οπως ο Χριστός, «αμαρτίαν ουκ εποίησεν ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στο­ματι αυτού» (Α΄Πέτρ. 2,22), έτσι κι ο Ιωσήφ, στάθηκε τίμιος με τον εαυτό του με το Θεό των πατέρων του αλλά και τους συνανθρώπους του. Κι ενώ οι πειρασμοί της φι­λη­δονίας και της εκδίκησης στην περίπτωσή του ήταν ιδιαίτερα απειλητικοί, εκείνος κοσμούμενος με σωφρο­σύνη ούτε την τιμή του κυρίου του προσέβαλε ούτε τα αδέλ­φια του που τον πούλησαν σκλάβο εκδι­κή­θηκε. Και μπορεί η αιγύπτια σύζυ­γος του αρχιμάγει­ρα του Φαραώ Πετεφρή να είδε τον Ιωσήφ ως σκεύος ηδονής, εκείνος όμως δεν ενέδωσε στο πάθος. Με αμετάτρεπτη γνώμη «έφυγε την α­μαρ­τίαν, και γυμνός ουκ ησχύ­νε­το, ως ο πρωτόπλαστος προ της παρακοής».
δ) Η τιμιότητα όμως πληρώθηκε ακριβά, αφού οδηγήθηκε στη φυλακή. Αλλά κι εκεί η χάρη του Θεού δεν τον εγκατέλειψε. Αντίθετα, όπως γράφει ο όσιος Νικό­δη­μος, έγινε αφορμή «με την επί­λυ­σιν των ονειράτων, οπού εκεί εις την φυλακήν τινών βα­σιλικών καταδίκων έκαμε, τον εβγάνουν από την φυλακήν και εις τον βασιλέα παρ­ρησιάζεται και κύριος πάσης γης Αιγύπτου γίνεται». Ο Ιωσήφ παρά τις αντίξοες ε­ξω­τε­ρι­κές συνθήκες  ακο­λού­θησε πιστά το θέλημα του Θεού, αλλά και τη φωνή της αγνής του συ­νεί­δησης. Διότι, ενώ τα α­δέλφια του τον πούλησαν, κινούμενα από φθό­νο εξαιτίας της αγάπης του πα­τέρα τους προς αυτόν, εκείνος όχι μόνο τα δέχθηκε και τα στήριξε στην αδυ­να­μία τους, ως «΄Αρχων γης Αιγύπτου», αλλά θεώρησε και την πώ­λησή του στους Ισμαηλίτες ως θέ­λη­μα Θεού!
ε) Το πάγκαλο Ιωσήφ ακολουθούν στο πνευματικό χορό οι φρόνιμες παρθέ­νες, που κρατάνε λαμπάδες ολόφωτες γεμίζοντάς τες με λάδι, τις θείες αρετές. ΄Ε­πο­νται οι πιστές μαθήτριες, η πόρνη γυναίκα, και ο ευγνώμων ληστής. Αναρωτιέται ο ευλαβής προσκυνητής της Μεγάλης Εβδομάδας, τί να πρωτοθαυμάσει από τη ιερή αυτή χορεία, την φιλόθεη ξυνωρίδα; Την επαγρύπνηση και εγρήγορση των πέντε φρονίμων παρθένων; Τα δάκρυα και τους στεναγμούς της πόρνης; Του ληστή τη με­τά­νοια; Την παρρησία και των θάρρος των μαθητριών; Όλα μπορούν να εμπνεύ­σουν. ΄Ολα κρύβουν τη φύτρα της εν Πνεύματι ζωής.    
στ) Ακολουθούν τον Χριστό στο εκούσιο πάθος και συμπληρώνουν τη μεγάλη χορεία, οι φοβισμένοι, ταραγμένοι και σκεπτικοί μαθητές, που παρότι μυσταγω­γού­νται στο μυστήριο του σταυρού από τον ίδιο τον Κύ­ριο, τα γεγονότα τους υπερ­βαί­νουν και σκανδαλίζονται. Ο Ιούδας προδίδει το Δι­δά­σκα­λο και χάνεται μέσα στην εωσφορική μοναξιά και το πάθος της φιλαργυρίας. Ο Πέτρος αρνείται τον Κύριο, άλλοι μαθητές ραθυμούν, ενώ άλλοι σκορπίζονται «ως πρόβατα μη έχοντα ποι­μένα». Χρει­άσθη­καν τα δάκρυα της μετάνοιας, οι λαμπηδόνες της θείας αγάπης και η ανα­στά­σιμη εμπειρία, για να αποκα­τα­στήσουν οι μαθητές ως απόστολοι πλέον πλήρη κοι­­νω­νία με τον Ζωοδότη Χριστό.      


 ζ) Υπάρχουν κι άλλοι, που δεν θεωρούν απλώς «μακρόθεν» τα γενόμενα, αλλά  καταδικάζουν ως κακούργο τον ευεργέτη, ως παράνομο το νομοθέτη, «ως κα­τά­κριτον τον πάντων βασιλέα». Και δεν είναι μόνο οι Γραμματείς και Φαρισαίοι, είναι οι αρνητές αλλά και οι θρη­σκό­λη­πτοι όλων των αιώνων που κατακρίνουν και δικάζουν όλους τους άλλους, αλλά οι ίδιοι δεν κουνούν το δάκτυλό τους να μπουν στη βασιλεία Του. Λόγω της σκληροκαρδίας και της οίησης αδυνατούν να αγα­πή­σουν το Θεό και το συνάνθρωπο και μένουν έξω «του νυμφώνος του Σωτήρος Χρι­στού».  

Τετάρτη, Ιανουαρίου 01, 2014

π.Βασίλειος Καλλιακμάνης:Η μεταμόρφωση του χρόνου




α) Σε κάθε εποχή ο άνθρωπος επιθυμεί να μετρήσει, να ελέγξει και να προσδιορίσει την αξία του χρόνου αλλά και να υπερβεί, εάν είναι δυνατόν, τα όριά του. Αυτό φαίνεται από τα μνημεία του παγκόσμιου πολιτισμού, καθώς και από διάφορες αντιλήψεις που διατυπώθηκαν γι’ αυτόν. Στους εξωβιβλικούς λαούς και τις κοσμικές θρησκείες αναπτύχθηκαν μυθολογικές απόψεις για την ιερότητα και την ανακύκληση του χρόνου. Έτσι προέκυψε η αντίληψη, ότι ο χρόνος ανακυκλώνεται. Η θέση αυτή είχε επικρατήσει και στην αρχαιοελληνική σκέψη.

β) Κατά την προχριστιανική περίοδο δημιουργήθηκαν διάφοροι εορταστικοί κύκλοι. Η πρώτη εκάστου μηνός, η πρώτη του έτους, οι ισημερίες, τα ηλιοστάσια ή διάφορα σημαντικά γεγονότα γίνονταν αφορμή εορτασμών. Στην Παλαιά Διαθήκη λ.χ. το Σάββατο συνδέθηκε με την έβδομη ημέρα της δημιουργίας και ως ημέρα καταπαύσεως του Θεού «από πάντων των έργων αυτού» προσέλαβε βαθύ εορταστικό συμβολισμό. Ο αριθμός επτά θεωρούμενος εντός του εβδομαδιαίου κύκλου, συμβολίζει την πληρότητα της δημιουργίας και συγχρόνως τον κοσμικό χρόνο της εβδομάδος.
γ) Όμως, η θρησκευτική τυποποίηση της αργίας του Σαββάτου καθώς και των άλλων εορτών τις απομάκρυνε από το ανθρωπιστικό τους περιεχόμενο. Έτσι ο λόγος του Θεού δια του προφήτου γίνεται επιτιμητικός: «Τα νουμηνίας και τα Σάββατα υμών μισεί η ψυχή μου… Μάθετε το καλό να κάνετε, τη δικαιοσύνη επιδιώξτε, τον καταπιεσμένο βοηθήστε» (Ησ. 1, 13 κ.ε.). Η Εκκλησία, μεταθέτοντας το κέντρο βάρους από το Σάββατο στην Κυριακή, η οποία είναι ταυτόχρονα η πρώτη και όγδοη ημέρα της εβδομάδος, διανοίγει το χώρο της χάριτος και της βασιλείας του Θεού. Η Κυριακή ως κατεξοχήν αναστάσιμη ημέρα γίνεται το εβδομαδιαίο Πάσχα.
δ) Για τους χριστιανούς οι μήνες, οι χρόνοι, οι αιώνες και οι χιλιετίες βρίσκονται στα χέρια του Κυρίου Παντοκράτορος. Εκείνος εξουσιάζει το χρόνο και  ανάγει στην αιωνιότητα, αφού είναι άναρχος και αιώνιος. «Κατ’ αρχάς συ, Κύριε την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί», διδάσκει η Γραφή και συνεχίζει: «Αυτοί θα εξαφανιστούν, ενώ εσύ θα παραμένεις. Τα πάντα θα παλιώσουν σαν ρούχο… Εσύ όμως παραμένεις ο ίδιος, τα χρόνια σου ποτέ δεν θα τελειώσουν» (Εβρ. 1, 10-12).
ε) Στο εορτολόγιο της Εκκλησίας με την καλλιέργεια της μνήμης προβάλλονται ως παρόντα όλα εκείνα τα σωστικά γεγονότα, που ο Θεός μετέρχεται εντός της ιστορίας για τη λύτρωση του ανθρώπου. Γέννηση του Χριστού, Περιτομή, Υπαπαντή, Βάπτιση, Μεταμόρφωση, Σταύρωση, Ανάσταση και Ανάληψη βιώνονται ως γεγονότα του παρόντος. Εορτάζεται ακόμη η μνήμη των φίλων του Θεού, των αγίων, των δικαίων, των προφητών, των αποστόλων, των μαρτύρων, των ιεραρχών, των ομολογητών, των οσίων, αλλά και των νεομαρτύρων πού ευαρέστησαν το Θεό και αγάπησαν τον συνάνθρωπο σε καιρούς χαλεπούς.
στ) Στην Εκκλησία φανερώνεται, τί έκαμε ο Θεός για το πλάσμα του, αλλά και τί μπορεί να επιτύχει ο άνθρωπος, όταν φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα και εμπνέεται από την αγάπη του Θεού. Οι χριστιανοί αν και εύχονται τα έτη να είναι πολλά, καλά και ειρηνικά, δεν θεωρούν το χρόνο ως υπέρτατο αγαθό. Τον θεωρούν ως καιρό αγώνος και ασκήσεως πνευματικής, αφού προσεύχονται «τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής τους να διέρχονται εν ειρήνη και μετανοία».
ζ) Στον παρόντα χρόνο προετοιμάζεται με τη συνεργία του Παρακλήτου η συμμετοχή στον Παράδεισο της θείας αγάπης. Όποιος καταθέτει τη ζωή του στα χέρια του Θεού και τηρεί τις εντολές του, δεν φοβάται το μέλλον. Εμπνέεται από την πίστη των προφητών, των αποστόλων και των αγίων του παρελθόντος, αγωνίζεται για τη βίωση της αγάπης στο παρόν και διατηρεί ζωντανή την ελπίδα μετοχής στη μέλλουσα βασιλεία και δόξα. Τότε μπορεί να απευθύνεται σε Εκείνον που είναι «το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος, αρχή και τέλος», και να του λέγει: «Ναι έρχου Κύριε  Ιησού» (Αποκ. 22,13).


Πηγή: Εφημερίδα "Μακεδονία", 29-12-2013

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 30, 2013

ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΕΜΑΞΩ ΤΑΣ ΑΡΕΤΑΣ π. Βασίλειος Καλλιακμάνης


α) Καθ’ ὅλο τό χρόνο, ἀλλά ἰδιαίτερα κατά τή διάρκεια τῶν ἑορτῶν οἱ χριστιανοί πλουτίζουν πνευματικά μετέχοντας στό μυστήριο τῆς πίστης, γευόμενοι τόν πλοῦτο τῆς χρηστότητας καί τῆς μέγιστης δωρεᾶς τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Σαρκωθείς Κύριος πού προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά τήν ἐπαναφέρει στό ἀρχαῖο κάλλος, καταδέχθηκε νά γεννηθεῖ σέ σπήλαιο καί νά ἀνακλιθεῖ σέ φάτνη. «Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων», ἀκολουθεῖ τόν τύπο τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου καί προσέρχεται σήμερα ὀκταήμερος στήν περιτομή, γινόμενος«τύπος καί ὑπογραμμός πᾶσι πρόςσωτηρίαν». Θυμίζει ἔτσι στούς χριστιανούς ὅλων τῶν αἰώνων, ὅτι γιά νά γευθοῦν τή Χάρη καί τόν ἁγιασμό, χρειάζεται νά διέλθουν ἀπό τή στενή πύλη καί τήν τεθλιμμένη ὁδό τῆς τήρησης τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν.
β) Παράλληλα μέ τήν Περιτομή τοῦ Κυρίου ἑορτάζουμε καί τή μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μέ τήν ὑμνολογία συγκεντρώνει στό πρόσωπό του τίς ἀρετές ὅλων τῶν ἁγίων. Οἱ ἀγῶνες του γιά τήν πίστη, ἡ διδαχή του γιά τή χριστιανική παιδεία, ἡ κοινωνική του προσφορά καί ἡ ὑπερβολή τῆς ἀγάπης γιά τό λαό του ἦταν καί εἶναι δυσκολονόητα γιά τό σύγχρονο ἄνθρωπο τῆς κατανάλωσης, τῆς εὐμάρειας, τῆς ἀδικίας, τῆς πλεονεξίας, τῆς φιλαυτίας καί τοῦ ἀπανθρωπισμοῦ.Ὁ θεολογικός λόγος τοῦ Μ. Βασιλείου, πού βρισκόταν σέ πλήρη συμφωνία μέ τήν ἁγία του ζωή, ἐάν προσεχθεῖ μπορεῖ νά ἐμπνεύσει κληρικούς καί λαϊκούς.
γ) Χαρακτηριστική εἶναι ἡ συζήτηση πού εἶχε ὁ ἅγιος μέ τόν ἔπαρχο Μόδεστο, ὁ ὁποῖος φθάνει μέ ἐχθρικές διαθέσεις στήν Καισάρεια ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ ἀρειόφρονα αὐτοκράτορα Οὐάλη, ἀφοῦ ἔρχεται νά καθυποτάξει στήν αἵρεση τούς Καππαδόκες.
– Θά σοῦ δημεύσω τήν περιουσία, ἀπειλεῖ τό Βασίλειο ὁ Μόδεστος. Καί
παίρνει τή σθεναρή ἀπάντηση:
– Δέ μέ φοβίζει ἡ ἀπειλή σου, διότι δέ διαθέτω παρά τριμμένα παλιά ροῦχα καί μερικά βιβλία.
– Ἔχω τήν ἐξουσία νά σέ ἐξορίσω καί νά σέ βασανίσω, ἐπανέρχεται ὁ Μόδεστος. Γιά νά ἀκούσει ἀπό τό στόμα τοῦ ἀκαταμάχητου ἱεράρχη:
– Δέν φοβᾶμαι οὔτε τήν ἐξορία, οὔτε τά βασανιστήρια, οὔτε τό θάνατο
ἄρχοντά μου. Τό ἀσθενικό μου σῶμα δέ θά ἀντέξει καί ἔτσι θά βρεθῶ πιό γρήγορα στήν ἀγκαλιά τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μου. Ὁ Μόδεστος ἀπορημένος ὁμολογεῖ.
– Ποτέ δέν ἄκουσα ἐπίσκοπο νά ὁμιλεῖ μέ τέτοιο τρόπο. Καί ὁ Βασίλειος μέ παρρησία ἀπαντᾶ:
– «Ἴσως γιατί δέ γνώρισες ποτέ πραγματικό ἐπίσκοπο»!
 δ) Καί μόνο ἡ παράθεση τοῦ παραπάνω διαλόγου δείχνει ὅτι, ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Καππαδόκης δέν μπορεῖ νά εἶναι σύμβολο τοῦ καταναλωτισμοῦ καί τῆς πολυφαγίας, ὅπως παρουσιάζεται στή σύγχρονη κοινωνία. Εἶναι σύμβολο ἀσκητικοῦ καμάτου, κοινωνικῆς εὐθύνης καί αὐθεντικοῦ ἐπισκόπου πού ὑπερασπίζεται μέ κίνδυνο τήν ἀλήθεια καί τό δίκαιο. Γι’ αὐτό καί ἀναγνωρίσθηκε ὡς οἰκουμενικός διδάσκαλος, ἀκριβολόγος στήν πίστη, εἰρηνικός καί φιλάνθρωπος, δίκαιος καί ἑνωτικός, ἐπίσκοπος μέ ἀπαράμιλλη παρρησία ἀλλά καί σπάνια διάκριση.
 ε) Ἀνάμεσα στό πλούσιο συγγραφικό ἔργο τοῦ Μ. Βασιλείου ἐξέχουσα θέση κατέχει ἡ θεία Λειτουργία. Ἡ Λειτουργία του εἶναι ἡ καρδιά, τό θειότερο καί ἱερότερο προϊόν τοῦ συγγραφικοῦ του καλάμου, ἀφοῦ σ’ αὐτή διηγεῖται τή μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τόν ὑψηλό προορισμό τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπευθυνόμενος στό Θεό προσεύχεται: «Μνήσθητι Κύριε τῆς Ἁγίας σου Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς ἀπὸ περάτων ἕως περάτων τῆςοἰκουμένης καὶ εἰρήνευσον αὐτήν… τοὺς ἀγαθοὺς ἐν τῇ ἀγαθότητί σου διατήρησον· τοὺς πονηροὺς ἀγαθοὺς ποίησον ἐν τῇ χρηστότητί σου… τὰ νήπια ἔκθρεψον· τὴ νεότητα παιδαγώγησον· τὸ γῆρας περικράτησον· τοὺς ὀλιγοψύχους παραμύθησον· τοὺς ἐσκορπισμένους ἐπισυνάγαγε· τοὺς πεπλανημένους ἐπανάγαγε…».
 στ) Μέ τά κείμενα αὐτά εὐρύνεται ἡ χριστιανική συνείδηση καί νοηματοδοτεῖται πνευματικά ὁ χρόνος. Οἱ χριστιανοί, ὡς ὑποψήφιοι πολίτες τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δέν ἀποδίδουν στό χρόνο οἰκονομική ἀξία. Τόν θεωροῦν ὡς καιρό ἀγώνα καί ἄσκησης πνευματικῆς, καιρό μετανοίας. Στόν παρόντα χρόνο προετοιμάζεται ἡ συμμετοχή τους στόν Παράδεισο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καλοῦνται σέ ἐγρήγορση καί νήψη πνευματική, «μήποτε βαρηθῶσιν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις βιωτικαῖς καὶ αἰφνίδιος ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη» (βλ Λουκ. 21, 34).
 ζ) Οἱ ἅγιοι, μέ κορυφαῖο τό Βασίλειο, μποροῦν νά νοηματοδοτήσουν τό χρόνο τῆς ζωῆς μας. Διότι διψοῦν γιά τή δικαιοσύνη, προσεύχονται γιά τήν εἰρήνη, ἀσκοῦνται στήν ἀρετή καί δίνουν τήν καλή ὁμολογία τῆς πίστεως, ἐμπνέοντας τή φιλαδελφία καί τήν ἀγάπη. Κι ὅλα αὐτά ὄχι μέ τή βία, ἀλλά μέ τή θυσία, τήν ὑπομονή καί τήν ὑπερβολή τῆς ἀγάπης καί τῆς δικαιοσύνης, δηλαδή αἴροντας ἀγόγγυστα τό σταυρό τῆς προσωπικῆς καί κοινωνικῆς εὐθύνης.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 16, 2013

Ο Άγιος Διονύσιος και η αγάπη στους εχθρούς

Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης

α) Στο συναξάρι του Aγίου Διονυσίου του εκ Ζακύνθου (1547-1622), που η Εκκλησία τιμά στις 17 Δεκεμβρίου, αναφέρονται τα εξής:
“Μία μέρα ο δολοφόνος του αδελφού του αγίου έφθασε στη μονή κυνηγημένος από τις αρχές και τους συγγενείς του θύματος, και ζήτησε καταφύγιο από τον Άγιο Διονύσιο, χωρίς να ξέρει για ποιον επρόκειτο. Μαθαίνοντας το λόγο της καταδίωξης και την ταυτότητα του θύματος, ο άνθρωπος του Θεού προχώρησε προς τον δολοφόνο με συμπόνια, τον παρηγόρησε, τον παρότρυνε να μετανοήσει και τον έκρυψε”.

β) “Όταν οι αστυνομικοί έφθασαν στο μοναστήρι, ο άγιος υποκρίθηκε άγνοια και προσπάθησε με λόγια ειρηνικά να τους καθησυχάσει. Μόλις εκείνοι απομακρύνθηκαν, έβγαλε τον δολοφόνο που είχε παραλύσει από τρόμο και έκπληξη, και τον άφησε ελεύθερο να εργαστεί για τη σωτηρία της ψυχής του”. Η στάση αυτή του Αγίου Διονυσίου φαίνεται παράδοξη και έρχεται σε αντίθεση με την ανθρώπινη λογική. Βρίσκεται όμως σε απόλυτη συμφωνία με τους λόγους του Χριστού: “Να αγαπάτε τους εχθρούς σας. Ευεργετείτε όσους σας μισούν. Δίνετε ευχές σε όσους σας δίνουν κατάρες, προσεύχεσθε γι’ αυτούς που σας κακομεταχειρίζονται” (Λουκ. 6, 27-28).

γ) Πολλοί, ακόμη και χριστιανοί, θεωρούν ότι το ευαγγελικό μήνυμα της αγάπης προς τους εχθρούς είναι ουτοπικό, ανέφικτο και ανεφάρμοστο. Άλλοι διατείνονται ότι αφορά μικρές κλειστές κοινότητες ή την ιδιωτική ζωή. Άλλοι πάλι το δέχονται ιδεολογικά, αλλά δεν το εφαρμόζουν πρακτικά. Άλλοι, για να το απορρίψουν, επικαλούνται το δυτικό μεσαίωνα και τους θρησκευτικούς πολέμους που αιματοκύλησαν τη γηραιά ήπειρο.

δ) Αλλά και η νεότερη δυτική φιλοσοφία παρερμήνευσε το νόημα της χριστιανικής αγάπης. Ο Kant την κατενόησε ως καθήκον, ο Schopenhauer ως συμπόνια και ο Nietzsche ως έκφραση εσωτερικής αδυναμίας. Και το ερώτημα που εύλογα ανακύπτει είναι: Τελικά, ποια απήχηση μπορεί να έχει στη σύγχρονη ανταγωνιστική και ατομοκεντρική κοινωνία το μήνυμα της αγάπης προς τους εχθρούς; Κι όμως, το ερώτημα μπορεί να αντιστραφεί: Μπορεί η χριστιανική αγάπη να είναι αληθινή και αυθεντική εάν δεν περιλαμβάνει και τους εχθρούς;

ε) Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης γράφει ότι “η ψυχή δεν μπορεί να έχει ειρήνη αν δεν προσεύχεται για τους εχθρούς… Χωρίς τη χάρη του Θεού δεν μπορούμε ν’ αγαπούμε τους εχθρούς μας… Αν δεν έχεις αγάπη, τότε τουλάχιστον μην τους διαβάλλεις και μην τους καταριέσαι, και τότε καλύτερο θα είναι… Όποιος, όμως, σκέφτεται το κακό για τους εχθρούς του, σημαίνει πως δεν έχει την αγάπη του Θεού και δεν γνώρισε ακόμη τον Θεό… μάλλον κάποιο πονηρό πνεύμα εισήλθε στην καρδιά του και της φέρνει κακούς λογισμούς”.

στ) Επομένως, η στάση του Αγίου Διονυσίου, που συγχώρησε και δίδαξε πνευματικά τον φονιά του αδελφού του δεν αποτελεί εξαίρεση. Αφορά κάθε χριστιανό που αν δεν μπορεί να φθάσει σε αυτά τα υψηλά μέτρα, μπορεί με την ευδοκία της χάριτος του Θεού να μπολιάσει τη ζωή του με το ευαγγελικό ήθος. Οι εντολές του Κυρίου δεν είναι πάνω από τις ανθρώπινες δυνάμεις. Και κάθε χριστιανός μπορεί να συμβάλει κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του στην τήρησή τους.

ζ) Αν κάποιος αδυνατεί να εφαρμόσει την εντολή της αγάπης προς τους εχθρούς, μπορεί με ταπείνωση να εκζητήσει το θείο έλεος. Να ομολογήσει την αδυναμία του. Και η κίνηση αυτή τον πλουτίζει πνευματικά, έλκει τη χάρη του Θεού, οδηγεί στην αυτογνωσία και την επίγνωση του θείου θελήματος. Αν θέλει ο άνθρωπος, μπορεί να βρει τρόπους μίμησης της θείας αγάπης. Τότε εντείνεται ο πνευματικός αγώνας, ειρηνεύουν οι εμπαθείς λογισμοί, ακυρώνεται το μίσος και κόβονται οι κρίκοι του κακού, το οποίο μεταδίδεται αλυσιδωτά στην κοινωνία.

Κυριακή, Ιουλίου 14, 2013

Ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης εναντίον των αφορισμών!

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο εκκλησιαστικός θεσμός δείχνει να είναι αφιλάνθρωπος και αυστηρός. Λόγω της εθναρχικής θέσης του, ήταν ο μοναδικός μοχλός στις τάξεις του υπόδουλου Γένους, που θα μπορούσε να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή ανάμεσα στους χριστιανούς. Έτσι, προσπαθώντας να επιβάλει τις αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, χρησιμοποιεί το επιτίμιο του αφορισμού. Αυτή η ποινή, είτε ως απειλή που επικρέμεται είτε ως δικονομικό, κατασταλτικό και αποτρεπτικό μέτρο, συναντάται σε συνοδικές πράξεις και σε πατριαρχικά έγγραφα και σιγίλλια.
Ουσιαστικά, ο αφορισμός από πνευματικό επιτίμιο μεταβάλλεται σε διοικητικό μέτρο για την επίτευξη της κοινωνικής ευταξίας. Παρά την κατά κόρον χρήση του στους σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας, δεν έγινε κατά βάθος αποδεκτός από τη συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος και σταδιακά η χρήση του εξέλιπε. Όχι τυχαία, εξάλλου, δεν συμπεριελήφθη σε νομοκανονικές συλλογές, σε Εξομολογητάρια, σε Ευχολόγια και λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας.
Ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης ήταν αντίθετος με το επιτίμιο του αφορισμού, θεωρώντας το ως αντικανονικό. Διέκρινε, μάλιστα, 3 είδη αφορισμού: 1) τον θείο, 2) τον κανονικό και εύλογο, και 3) αυτόν που επιβάλλεται “παρά τους κανόνας”. Ακόμη, διαχώριζε τον αφορισμό της εποχής του από αυτόν που επιβάλλονταν σε παλαιότερες εποχές. Θεωρούσε, δηλαδή, ότι ο παλαιότερος ισοδυναμούσε κατά βάση με εξωεκκλησιασμό, ενώ ο σύγχρονός του με ένα βαρύ ανάθεμα.
Απευθυνόμενος, μάλιστα, στον ξάδερφό του, επίσκοπο Ευρίπου Ιερόθεο, του συνιστά να μην καταράται και να αποφεύγει τον αφορισμό, διότι αυτό αποτελεί γνώρισμα βαρβάρων και απαιδεύτων ανθρώπων και απαγορεύεται από τους θείους και ιερούς κανόνες. Θεωρεί δε ότι έργο του αρχιερέα είναι να εύχεται και να ευλογεί το ποίμνιό του αλλά και τους εχθρούς (σύμφωνα με τα ευαγγελικά λόγια) και όχι να καταράται!
Πηγή:Πρωτ. Βασιλείου Καλλιακμάνη, Μεθοδολογικά Πρότερα της Ποιμαντικής. Λεντίω ζωννύμενοι, Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 78-80.

Κυριακή, Ιουνίου 30, 2013

π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης:Η πνευματική αρχοντιά του αποστολικού κηρύγματος


α) Το αποστολικό κήρυγμα «περί του Λόγου της ζωής» (Α’ Ιωάν. 1,1), «περί της εν ημίν ελπίδος» (Α’ Πέτρ. 3,15) και της ανιδιοτελούς αγάπης διαδόθηκε με θυσίες και κόπους σε όλο τον κόσμο.
Το έργο των Αποστόλων του Χριστού ήταν ιδιαίτερα επίπονο. Διεσπάρησαν στα έθνη, για να μεταφέρουν το μήνυμα της Ανάστασης, χωρίς να δειλιάζουν ενώπιον μεγάλων κινδύνων που προέρχονταν από εθνικούς, ειδωλολάτρες, Ιουδαίους αλλά και τις αρχές και εξουσίες του κόσμου τούτου.
β) Συχνά οι δυσχέρειες εμφανίζονταν και στο εσωτερικό των χριστιανικών κοινοτήτων. Εκεί αναπτύσσονταν πυρήνες ψευδαδέλφων, οι οποίοι στο όνομα της νέας πίστης εργάζονταν ατομοκεντρικά, διασπούσαν την ενότητα και δημιουργούσαν παρατάξεις και σχίσματα. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι άγνωστο και στις μέρες μας. Διότι πόσες αυθαιρεσίες δεν διαπράττονται και πόσοι δεν οπλίζονται με μίσος εναντίον «των άλλων» στο όνομα του πράου και ειρηνικού Χριστού;
γ) Κι όμως, εάν ενσκήψει κάποιος στους βίους και τα κείμενα των αγίων απόστολων και ιδιαίτερα του Αποστόλου Παύλου, θα διαπιστώσει την πνευματική αρχοντιά, το αυτοθυσιαστικό πνεύμα και την αναζήτηση όχι του ιδίου συμφέροντος αλλά του συμφέροντος του πλησίον. «Μηδείς το εαυτού ζητήτω, αλλά το του ετέρου έκαστος» (Α’ Κορ. 10,24). Ακόμη και τη θεόσδοτη ελευθερία θυσίασε ο Παύλος, για να σώσει τους αδελφούς του. Γράφει προς τους Κορινθίους: «Είμαι ελεύθερος, χωρίς εξάρτηση από κανέναν· κι όμως έκανα τον εαυτό μου σκλάβο όλων, για να κερδίσω όσο το δυνατόν πιο πολλούς».
δ) Και συνεχίζει ο μέγας Παύλος, δίδοντας δείγματα χριστιανικής ευρύτητας: «Ανάμεσα στους Ιουδαίους συμπεριφέρθηκα σαν Ιουδαίος, για να τους κερδίσω για το Χριστό… όταν βρισκόμουν μ’ αυτούς που αγνοούν το νόμο του Μωυσή, για να τους κερδίσω ζούσα κι εγώ σαν ξένος προς το νόμο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπακούω στο νόμο του Θεού. Με όσους έχουν αδύναμη πίστη, έγινα το ίδιο, για να κερδίσω τους αδύναμους στην πίστη». Και καταλήγει: «τοις πάσι γέγονα τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω» (Α’ Κορ. 9, 19-22).
ε) Όλα αυτά θυμίζουν τους λόγους αλλά και το παράδειγμα του Σωτήρα Χριστού και διαπότισαν διά μέσου των αιώνων το ήθος των χριστιανών. Συχνά όμως οι αλήθειες αυτές λησμονούνται και οι χριστιανοί γινόμαστε εγωκεντρικοί, σκληρόκαρδοι, ιδιοτελείς, συμφεροντολόγοι, μίζεροι, σκυθρωποί χωρίς ικμάδα Πνεύματος Αγίου. Όχι μόνο δεν έχουμε διάθεση να σηκώσουμε με πνεύμα διακονίας τα φορτία των συνανθρώπων μας (βλ. Γαλ. 6, 2), αλλά τους φορτώνουμε και τις δικές μας ευθύνες θεωρώντας τους υπεύθυνους για την κοινωνική ανομία. Φαίνεται ότι μας λείπει η πνευματική αρχοντιά.
στ) Την έκφραση «πνευματική αρχοντιά» χρησιμοποιούσε ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος, για να περιγράψει το φιλότιμο, την ευρύτητα αλλά και το θυσιαστικό πνεύμα του χριστιανού. Ζώντας εντός της ορθοδόξου ευαγγελικής, αποστολικής και πατερικής παραδόσεως ο σοφός Γέροντας και έχοντας ζήσει σε χρόνους πραγματικά κι όχι εικονικά δύσκολους θυσίαζε εκουσίως τον εαυτό του για τους άλλους.
ζ) Έλεγε χαρακτηριστικά: «Αρχοντιά-αρχοντιά, για να δικτυωθήτε με τον Χριστό, αλλιώς δε γίνεται προκοπή. Αν αναλύση κανείς την πνευματική αρχοντιά, θα δη εκεί μέσα κρυμμένο το μεγαλείο του Θεού! Αρχοντιά πνευματική είναι η πνευματική ανωτερότητα, είναι η θυσία. Μια αρχοντική ψυχή έχει απαιτήσεις μόνον από τον εαυτό της κι όχι από τους άλλους. Ξεχνάει ό,τι δίνει και θυμάται ακόμη και το παραμικρό που της δίνεται. Έχει ταπείνωση, έχει απλότητα, έχει ανιδιοτέλεια, τιμιότητα… τη μεγαλύτερη χαρά και την πνευματική αγαλλίαση. Η πνευματική αρχοντιά έχει Χάρη Θεού, είναι -πώς να το πω;- μία θεϊκή ιδιότητα». Η ιδιότητα αυτή κοσμούσε τους αγίους Αποστόλους, που σήμερα εορτάζει η Εκκλησία μας.
 

Τετάρτη, Ιουνίου 05, 2013

Ένας άγιος επίσκοπος και σοφός επιστήμονας

Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
α) Σε κάθε εποχή ο μεγαλόδωρος και οικτίρμων Θεός δεν αφήνει απαράκλητο το κορυφαίο πλάσμα του, τον άνθρωπο. Φανερώνει αγίους, οι οποίοι μπορεί να περιφρονήθηκαν και να διώχθηκαν από τις παρερχόμενες αρχές και εξουσίες του κόσμου τούτου, στάθηκαν όμως όρθιοι, ισχυροποιώντας το ρωμαλέο φρόνημα της χριστιανικής πίστεως.
Το ακριβότερο και πολυτιμότερο δώρο της Εκκλησίας στην ανθρωπότητα δεν είναι τόσο οι υλικές παροχές και το προνοιακό της έργο, όσο οι άγιοί της.
β) Ο αδαπάνητος πλούτος της είναι η σύναξη όλων των αγίων, των «απ’ αιώνος Θεώ ευαρεστησάντων», οι οποίοι «ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης, έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του Αρνίου» (Αποκ. 7,14). Η περιουσία της είναι τα πιστά τέκνα της, τα οποία μπορεί να γεύτηκαν τον θάνατο, αλλά ξαναγεννήθηκαν στην ανέσπερη ζωή της αναστάσεως, τη ζωή του Παραδείσου. Εκεί ο μεγαλοδύναμος και ελεήμων Θεός «εξαλείφει παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος ουκ έσται έτι, ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος ουκ έσται έτι· ότι τα πρώτα απήλθον»· «Ιδού γέγονεν καινά τα πάντα» (Βλ. Αποκ. 21,4-5· Β΄ Κορ. 5,17).
γ) Ο Άγιος Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως - Κριμαίας Λουκάς Βόινο-Γιασενέτσκι (1877-1961), που κόσμησε την Εκκλησία του Χριστού στη διάρκεια του εικοστού αιώνα, ανήκει στη χορεία αυτή των αγίων, που πίστεψαν βαθιά στον Θεό και διακόνησαν με αυταπάρνηση τον συνάνθρωπο. Αναδείχθηκε άγιος ποιμένας, πρωτοποριακός ιατρός και ευσυνείδητος επιστήμονας, συνδυάζοντας άριστα χριστιανική πίστη και επιστημονική γνώση, ποιμαντική διακονία και χειρουργική επιστήμη.
δ) Ιδού τι γράφει στην αυτοβιογραφία του: «Γνωρίζω ότι υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που διερωτώνται πώς κατόρθωσα, αφού απέκτησα την φήμην ενός σοφού και μεγάλου χειρουργού, να εγκαταλείψω την επιστήμην και την χειρουργικήν και να γίνω κήρυξ του ευαγγελίου του Χριστού. Εκείνοι που κάμνουν τοιαύτας σκέψεις, διαπράττουν μέγα σφάλμα, σκεπτόμενοι ότι είναι αδύνατον να συνδυασθούν η επιστήμη και η θρησκεία. Μια παρόμοια γνώμη, είναι εξολοκλήρου εσφαλμένη».
ε) «Η ιστορία της επιστήμης διδάσκει ότι και αυτοί ακόμη οι μεγαλοφυείς σοφοί ως ο Γαλιλαίος, ο Νεύτων, ο Κοπέρνικος, ο Παστέρ, ο μεγάλος φυσιολόγος Παυλώφ, ήσαν βαθέως θρησκευτικοί άνθρωποι. Και γνωρίζω ότι μεταξύ των καθηγητών, των συγχρόνων μας, υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν και ζητούν την ευλογίαν μου». Και σε μια επιστολή του γράφει: «Όλη η χαρά μου και όλη η ζωή μου είναι να υπηρετώ τον Κύριο, τον οποίο πιστεύω, μολονότι δεν σκοπεύω να αφήσω την ιατρική δραστηριότητά μου και την επιστημονική μου έρευνα».
στ) Η βαθιά χριστιανική πίστη και η συνέπεια κόστισαν στον Άγιο Λουκά πάνω από δέκα χρόνια εξορίας, κακουχίες, διώξεις, εξευτελισμούς, στερήσεις και ταπεινώσεις, στις οποίες τον υπέβαλαν μικρόψυχοι άνθρωποι του κομμουνιστικού καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης, παρά το επιστημονικό κύρος και την αναντίρρητη κοινωνική προσφορά του. Ωστόσο, η ιστορία τον δικαίωσε, αφού ο λαός τον τίμησε ως άνθρωπο του Θεού ενόσω ζούσε, αλλά και με την αθρόα προσέλευση στην κηδεία του παρά τις κρατικές απαγορεύσεις. Έτσι, το 1995 η Εκκλησία της Ουκρανίας και το 1996 το Πατριαρχείο της Ρωσίας τον αναγνώρισαν ως άγιο και τον ενέταξαν στο αγιολόγιό τους.
ζ) Η προσφορά του Αγίου Λουκά, επισκόπου Συμφερουπόλεως - Κριμαίας, όχι μόνο προς την αθεϊστική κοινωνία της εποχής του αλλά και προς την υλιστική δυτική κοινωνία υπήρξε μεγίστη. Αψηφώντας διώξεις, εξορίες, απειλές και πλήθος άλλων εμποδίων τίμησε την επιστήμη, την ιεροσύνη και το βάπτισμά του. Παράλληλα, τίμησε το ανθρώπινο γένος, διασώζοντας το «κατ’ εικόνα Θεού» πλασμένο πρόσωπο και αποκαλύπτοντας το «καθ’ ομοίωσιν», που αποτελεί αδιάκοπο στόχο κάθε χριστιανού.

Κυριακή, Μαΐου 26, 2013

Θεολόγος σε διπλωματική αποστολή π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης

2E6B431B39BC29FB0044C11860CE2EB1
α) Η Εκκλησία, άλλοτε πιο οργανωμένα και άλλοτε συγκυριακά, φρόντιζε να εκχριστιανίζει ειδωλολατρικά και βαρβαρικά έθνη. Αλλά και το βυζαντινό κράτος ενδιαφερόταν για τον εκχριστιανισμό γειτονικών κυρίως λαών, αφού προτιμούσε να συνορεύει με χριστιανούς, με τους οποίους θα μπορούσε να συνεννοείται καλύτερα παρά με άπιστους και απολίτιστους βαρβάρους.
  β) Παράλληλα, οι Βυζαντινοί βρίσκονταν συχνά σε διάλογο με τους γειτονικούς λαούς της αυτοκρατορίας. Έτσι, στις διπλωματικές αποστολές περιλάμβαναν και σοφούς θεολόγους. Όπως είναι γνωστό, κατά τον 9ο αιώνα οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος ανέλαβαν μεγάλη αποστολή για τον εκχριστιανισμό των Σλάβων. Με τη συνδρομή του λογίου πατριάρχη Φωτίου, οι δύο αδελφοί εκπολίτισαν και μύησαν στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη τους σλαβικούς λαούς.
γ) Πριν όμως από αυτή την αποστολή, είχαν λάβει μέρος σε διαλόγους με τους άραβες-μουσουλμάνους και τους Χαζάρους. Να σημειωθεί ότι και οι δύο αδελφοί διέθεταν υψηλό επίπεδο μόρφωσης αλλά και βαθιά ευλάβεια. Στον Βίο του Αγίου Κωνσταντίνου-Κυρίλλου αναφέρεται ότι επισκέφθηκε τους σαρακηνούς-μουσουλμάνους και συνομίλησε μαζί τους για θέματα πίστεως.
δ) Το 836 ο χαλίφης Αμπασίντ αλ-Μουτασίν μετέφερε την πρωτεύουσα του χαλιφάτου από τη Βαγδάτη στη Σαμάρα. Επειδή εν τω μεταξύ είχε καταπατήσει βυζαντινά εδάφη, άρχισαν ανάμεσα στους Άραβες και τους Βυζαντινούς διαπραγματεύσεις. Σε αυτές έλαβε μέρος και ο νεαρός, μόλις 24 ετών, Κύριλλος, που τότε είχε ακόμη το όνομα Κωνσταντίνος. Οι συζητήσεις, όπως ήταν φυσικό, αναφέρθηκαν και σε θεολογικά ζητήματα.
ε) Οι άραβες-μουσουλμάνοι στον εν λόγω διάλογο έθεσαν στους Βυζαντινούς τα ζητήματα αυτά, με σκοπό να τους πιέσουν και να τους πείσουν για το δίκιο τους και μάλιστα με χωριά από τη Γραφή! Μίλησαν περιφρονητικά για το δόγμα της Αγίας Τριάδος, κατηγορώντας τους Βυζαντινούς ως τριθεΐτες και επικαλούμενοι ορισμένα ευαγγελικά αποσπάσματα, προσπάθησαν να στηρίξουν εκεί τις κατακτήσεις τους. Ο νεαρός Κωνσταντίνος, που αποκαλούνταν από τον αυτοκράτορα και τα μέλη της βασιλικής συγκλήτου «φιλόσοφος», απάντησε με ευστροφία στις αιτιάσεις των Αγαρηνών.
στ) Με θεολογικά επιχειρήματα αλλά και αναφορά στο Κοράνιο, που μιλά για «την αποστολή του πνεύματος σε μια παρθένο με την επιθυμία να γεννήσει» (Σούρα 19, 17) αντιμετώπισε επιτυχώς τις κατηγορίες για το δόγμα της Αγίας Τριάδος. Οι μουσουλμάνοι, επικαλούμενοι το ευαγγέλιο, που μιλά «για προσευχή υπέρ των εχθρών», που λέει, «κάντε καλό σε αυτούς που σας μισούν και σας καταδιώκουν» και «στρέψτε το άλλο μάγουλο σε αυτούς που σας κτυπούν», τον ρώτησαν, γιατί δεν τα τηρούν. Και κατέληξαν: «Εσείς δεν κάνετε έτσι, παρά γι’ αυτούς που σας κάνουν τέτοια ακονίζετε όπλα».
ζ) Ο χριστιανός φιλόσοφος απάντησε: «Όταν υπάρχουν δύο εντολές στον νόμο, ποιος φαίνεται ότι τον εκτελεί, εκείνος που εκτελεί τη μία ή και τις δύο;». Οι μουσουλμάνοι απάντησαν: «Και τις δύο». Εκείνος είπε: «Ο Θεός που είπε, προσεύχεστε γι’ αυτούς που σας αδικούν, είπε ακόμη ότι σ’ αυτή τη ζωή δεν μπορεί να δείξει κανείς μεγαλύτερη αγάπη από το να θυσιάσει την ψυχή του για τους φίλους του. Για χάρη λοιπόν των φίλων μας, κάνουμε κι εμείς αυτό, ώστε με την αιχμαλωσία του σώματος να μην αιχμαλωτισθεί και η ψυχή». (Βλ. Αντωνίου-Αιμιλίου Ταχιάου, Κύριλλος και Μεθόδιος, Οι αρχαιότερες βιογραφίες των φωτιστών των Σλάβων, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 55 κ.ε.). Οι συζητήσεις επεκτάθηκαν και σε άλλα θέματα, όπως τη φορολογία, την ποικιλία στην εφαρμογή του ευαγγελίου, τις τέχνες και τις επιστήμες. Τις επιτυχημένες απαντήσεις του Αγίου Κυρίλλου ενέπνεε το Πνεύμα του Θεού και ενίσχυαν οι επιστημονικές και θεολογικές γνώσεις, η οξυδέρκεια και βαθιά πίστη του σοφού θεολόγου.
Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης

Σάββατο, Μαΐου 25, 2013

Κυριακή τοῦ Παραλύτου Ο ΠΑΡΑΛΥΤΟΣ, Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ Θεολογική καί κοινωνική προσέγγιση πρωτ.Βασιλείου Ἰ. Καλλιακμάνη

α) Τό βάπτισμα συνδεόταν στήν ἐκκλησιαστική παράδοση κυρίως μέ τήν ἀγρυπνία τοῦ Πάσχα. Τότε, πλῆθος ἀνθρώπων πού εἶχαν στή διάρκεια τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς κατηχηθεῖ, ἔρχονταν πανηγυρικά διά τοῦ βαπτίσματος στήν Ἐκκλησία. Ἡ λαμπάδα τῶν νεοφώτιστων, πού συνδέεται μέ τήν πασχαλινή λαμπάδα, ἀποτελεῖ σύμβολο τοῦ ἐσωτερικοῦ φωτός καί τῆς πνευματικῆς ἀναγέννησης τοῦ ἀνθρώπου.
Σύμβολο τῆς μετάβασης ἀπό τή ζωή τοῦ σκότους στή ζωή τοῦ φωτός. Εἶναι δύσκολο στίς μέρες μας νά ἀντιληφθοῦμε τό βαθύ θεολογικό νόημα τῆς εἰσόδου τοῦ ἀνθρώπου στό χῶρο τῆς χάριτος. Κι αὐτό, διότι τό βάπτισμα ἔγινε ἁπλῶς ἕνα καλό ἔθιμο, ἕνα πολιτιστικό αὐτονόητο γιά βρέφη, συχνά χωρίς πνευματική προοπτική.
β) Ἴσως δέ γίνεται εὐρύτερα ἀντιληπτό, ὅτι ἡ εἴσοδος στό ἁγιασμένο ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας χαριτώνει τόν ἄνθρωπο καί δραστηριοποιεῖ ὅλες τίς ψυχικές του δυνάμεις γιά τόν πολύμορφο πνευματικό ἀγώνα. Δέν κατανοεῖται ἐπίσης, ὅτι ἡ ἔνταξη αὐτή ἀποσπᾶ ἀπό τή μοναξιά καί φέρει σέ κοινωνία τούς ἀνθρώπους μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους. Τούς καθιστᾶ ὄντως ἀδελφούς ἐν Χριστῷ. Καί λέγονται αὐτά, διότι τίς ἀνοιξιάτικες αὐ- τές μέρες γίνονται στούς ἐνοριακούς ναούς πολλές βαπτίσεις νηπίων καί σύμφωνα μέ ἐπίσημες στατιστικές, πάνω ἀπό τό 90% τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ βαπτίζει τά παιδιά του. Πῶς τώρα φθάνουμε στό σημεῖο, ἐνῶ οἱ νέοι ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά μήν «πᾶνε στήν Ἐκκλησία», δύσκολα ἑρμηνεύεται.
γ) Ὅσα εἰπώθηκαν πιό πάνω γιά τό βάπτισμα, μποροῦν νά συνδεθοῦν μέ τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα (Ἰωάν. 5, 1-15). Ἡ σύνδεση αὐτή ἐξάλλου ἀπαντᾶ τόσο στήν ὑμνολογία ὅσο καί στήν πατερική σκέψη καί θεολογία. Ἡ προβατική κολυμβήθρα ἦταν τύπος τῆς κολυμβήθρας τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, γράφει ὁ Ζιγαβηνός. Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι τότε, μόνο ἕνας εἶχε τή δυνατότητα νά θεραπευθεῖ, ἐνῶ στό βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας «κἄν ἡ οἰκουμένη πᾶσα ἔλθῃ, ἡ χάρις οὐκ ἀναλίσκεται». Καί πράγματι ἡ χάρη εἶναι ἀνεξάντλητη, ἀρκεῖ ὁ χριστιανός νά ἀνταποκρίνεται στήν ἔλευση τῆς χάριτος καί μέ ἐπίγνωση νά ζεῖ σέ κοινωνία μέ τούς ἄλλους τό μυστήριο τῆς πίστεως.
δ) Ὅταν βιώνεται ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότητα ὡς σχέση καί κοινωνία, ὡς ἄρση τοῦ σταυροῦ τοῦ ἄλλου, ὡς συμμετοχή στό πρόβλημα, στόν πόνο καί στή θλίψη, τότε παραμερίζεται ἡ μοναξιά καί γεμίζει ἡ κοινωνία ἀπό ἀνθρώπους. Ὅταν ὅμως καλλιεργεῖται στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο ἡ ἀτομική εὐσέβεια, αὐτή διαχέεται καί στήν κοινωνία ὡς ἀτομισμός καί ὡς συμφεροντολογικός ἐγωκεντρισμός. Τότε ψάχνουμε ἀνθρώπους καί δέν τούς βρίσκουμε. Ἀναζητοῦμε ἀνθρωπιά καί αὐτή ἔχει ξεθωριάσει. Ὁπότε, βρίσκει πρόσφορο ἔδαφος ἡ μοναξιά καί ἡ ἀπελπισία.
ε) Ὁ Χριστός ὡς θεάνθρωπος ἀποτελεῖ πρότυπο αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἦλθε στόν κόσμο γιά νά διακονηθεῖ, ἀλλά νά διακονήσει καί νά προσφέρει τή ζωή Του γιά τή σωτηρία τοῦ δημιουργήματός Του. Ὅμως, σέβεται τήν ἐλευθερία καί τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἐπεμβαίνει βίαια στή ζωή του. Ἀκόμη καί γιά τό δῶρο τῆς ὑγείας ρωτᾶ: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;». Μιά ἐρώτηση μάλλον περιττή γιά κάποιον πού περίμενε τριάντα ὀκτώ ἔτη. Κι ὅμως, ἡ ἀπάντηση ἀποκαλύπτει τό πρόβλημα τοῦ παραλύτου, ὁ ὁποῖος εἶχε δεχθεῖ μοιρολατρικά τήν κατάστασή του καί δέν εἶχε τό κουράγιο καί τήν ἐλπίδα νά σηκωθεῖ, γιά νά εἰσέλθει στά ἰαματικά νερά.
στ) Φαίνεται ὅτι δέν ἦταν μόνο σωματικά ἀλλά καί ψυχικά παράλυτος. Ἀντί λοιπόν μέ πόθο καί λαχτάρα νά ἀπαντήσει, «ναί Κύριε, θέλω νά γίνω καλά», μεταθέτει τό πρόβλημα λέγοντας: «Δέν ἔχω ἄνθρωπο νά μέ βάλει στή δεξαμενή, ὅταν ταραχθοῦν τά νερά». Κι ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἀνατρέποντας τή λογική τῆς ἀπελπισίας τοῦ λέγει:«Σήκω πάνω, πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτα». Κι ἀμέσως ἔγινε ὑγιής, πῆρε τό κρεβάτι του καί περπατοῦσε. Δέ χρειάζεται νά σχολιασθεῖ ὁ φθόνος καί ἡ τυπολατρία τῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων τῶν Ἰουδαίων γιά τή δῆθεν παράβαση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Ἄς ἑστιασθεῖ ἡ προσοχή μας στήν εὐθύνη τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στά νεοβαπτιζόμενα παιδιά.
 ζ) Χαρά Θεοῦ κατά τήν ἡμέρα πού βαπτίζεται στά ἁγιασμένα νερά ἕνα νέο μέλος, κατά κανόνα μικρό παιδί, καί εἰσέρχεται στήν Ἐκκλησία. Συμμετέχουμε πλῆθος ἀνθρώπων: κληρικοί, ἀνάδοχοι, συγγενεῖς, φίλοι, γείτονες, συνάδελφοι καί γνωστοί. Ἡ ἀτμόσφαιρα πανηγυρική, συγκινητική καί εὐφρόσυνη. Ὅλοι δίδουμε εὐχές καί χαιρόμαστε τή μεγάλη αὐτή στιγμή. Ἀλλά μήπως αὐτό κρατᾶ μόνο λίγες ὧρες; Ποῦ εἴμαστε ἀλήθεια ὅλοι ἐμεῖς, ὅταν τό παιδί αὐτό ἀρχίζει νά ἀντιμετωπίζει τή μοναξιά, τήν ἐφηβική μελαγχολία, τό ἄγχος τῆς ζωῆς, τίς ἐσωτερικές συγκρούσεις, τά ἀδιέξοδα καί τίς πρῶτες ἀπογοητεύσεις; Εἴμαστε δίπλα του ὡς ἄνθρωποι ἤ ὡς κριτές καί τιμητές; Εἶναι λυπηρό στή σημερινή κοινωνία, νέα παιδιά νά παραλύουν ψυχικά καί νά φωνάζουν «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ἄς σκεφθοῦμε σοβαρά τήν εὐθύνη μας, ἐπαναφέροντας στήν κοινωνία τήν ἀνθρωπιά μέ ἀναφορά στό Θεάνθρωπο Χριστό, τόν Ἀναστημένο Κύριο.
‘Από τό βιβλίο: ΜΑΘΗΤΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Τετάρτη, Μαΐου 22, 2013

Κυριακή τοῦ Παραλύτου Ο ΠΑΡΑΛΥΤΟΣ, Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ Θεολογική καί κοινωνική προσέγγιση πρωτ.Βασιλείου Ἰ. Καλλιακμάνη


α) Τό βάπτισμα συνδεόταν στήν ἐκκλησιαστική παράδοση κυρίως μέ τήν ἀγρυπνία τοῦ Πάσχα. Τότε, πλῆθος ἀνθρώπων πού εἶχαν στή διάρκεια τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς κατηχηθεῖ, ἔρχονταν πανηγυρικά διά τοῦ βαπτίσματος στήν Ἐκκλησία. Ἡ λαμπάδα τῶν νεοφώτιστων, πού συνδέεται μέ τήν πασχαλινή λαμπάδα, ἀποτελεῖ σύμβολο τοῦ ἐσωτερικοῦ φωτός καί τῆς πνευματικῆς ἀναγέννησης τοῦ ἀνθρώπου.
Σύμβολο τῆς μετάβασης ἀπό τή ζωή τοῦ σκότους στή ζωή τοῦ φωτός. Εἶναι δύσκολο στίς μέρες μας νά ἀντιληφθοῦμε τό βαθύ θεολογικό νόημα τῆς εἰσόδου τοῦ ἀνθρώπου στό χῶρο τῆς χάριτος. Κι αὐτό, διότι τό βάπτισμα ἔγινε ἁπλῶς ἕνα καλό ἔθιμο, ἕνα πολιτιστικό αὐτονόητο γιά βρέφη, συχνά χωρίς πνευματική προοπτική.
β) Ἴσως δέ γίνεται εὐρύτερα ἀντιληπτό, ὅτι ἡ εἴσοδος στό ἁγιασμένο ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας χαριτώνει τόν ἄνθρωπο καί δραστηριοποιεῖ ὅλες τίς ψυχικές του δυνάμεις γιά τόν πολύμορφο πνευματικό ἀγώνα. Δέν κατανοεῖται ἐπίσης, ὅτι ἡ ἔνταξη αὐτή ἀποσπᾶ ἀπό τή μοναξιά καί φέρει σέ κοινωνία τούς ἀνθρώπους μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους. Τούς καθιστᾶ ὄντως ἀδελφούς ἐν Χριστῷ. Καί λέγονται αὐτά, διότι τίς ἀνοιξιάτικες αὐ- τές μέρες γίνονται στούς ἐνοριακούς ναούς πολλές βαπτίσεις νηπίων καί σύμφωνα μέ ἐπίσημες στατιστικές, πάνω ἀπό τό 90% τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ βαπτίζει τά παιδιά του. Πῶς τώρα φθάνουμε στό σημεῖο, ἐνῶ οἱ νέοι ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά μήν «πᾶνε στήν Ἐκκλησία», δύσκολα ἑρμηνεύεται.
γ) Ὅσα εἰπώθηκαν πιό πάνω γιά τό βάπτισμα, μποροῦν νά συνδεθοῦν μέ τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα (Ἰωάν. 5, 1-15). Ἡ σύνδεση αὐτή ἐξάλλου ἀπαντᾶ τόσο στήν ὑμνολογία ὅσο καί στήν πατερική σκέψη καί θεολογία. Ἡ προβατική κολυμβήθρα ἦταν τύπος τῆς κολυμβήθρας τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, γράφει ὁ Ζιγαβηνός. Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι τότε, μόνο ἕνας εἶχε τή δυνατότητα νά θεραπευθεῖ, ἐνῶ στό βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας «κἄν ἡ οἰκουμένη πᾶσα ἔλθῃ, ἡ χάρις οὐκ ἀναλίσκεται». Καί πράγματι ἡ χάρη εἶναι ἀνεξάντλητη, ἀρκεῖ ὁ χριστιανός νά ἀνταποκρίνεται στήν ἔλευση τῆς χάριτος καί μέ ἐπίγνωση νά ζεῖ σέ κοινωνία μέ τούς ἄλλους τό μυστήριο τῆς πίστεως.
δ) Ὅταν βιώνεται ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότητα ὡς σχέση καί κοινωνία, ὡς ἄρση τοῦ σταυροῦ τοῦ ἄλλου, ὡς συμμετοχή στό πρόβλημα, στόν πόνο καί στή θλίψη, τότε παραμερίζεται ἡ μοναξιά καί γεμίζει ἡ κοινωνία ἀπό ἀνθρώπους. Ὅταν ὅμως καλλιεργεῖται στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο ἡ ἀτομική εὐσέβεια, αὐτή διαχέεται καί στήν κοινωνία ὡς ἀτομισμός καί ὡς συμφεροντολογικός ἐγωκεντρισμός. Τότε ψάχνουμε ἀνθρώπους καί δέν τούς βρίσκουμε. Ἀναζητοῦμε ἀνθρωπιά καί αὐτή ἔχει ξεθωριάσει. Ὁπότε, βρίσκει πρόσφορο ἔδαφος ἡ μοναξιά καί ἡ ἀπελπισία.
ε) Ὁ Χριστός ὡς θεάνθρωπος ἀποτελεῖ πρότυπο αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἦλθε στόν κόσμο γιά νά διακονηθεῖ, ἀλλά νά διακονήσει καί νά προσφέρει τή ζωή Του γιά τή σωτηρία τοῦ δημιουργήματός Του. Ὅμως, σέβεται τήν ἐλευθερία καί τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἐπεμβαίνει βίαια στή ζωή του. Ἀκόμη καί γιά τό δῶρο τῆς ὑγείας ρωτᾶ: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;». Μιά ἐρώτηση μάλλον περιττή γιά κάποιον πού περίμενε τριάντα ὀκτώ ἔτη. Κι ὅμως, ἡ ἀπάντηση ἀποκαλύπτει τό πρόβλημα τοῦ παραλύτου, ὁ ὁποῖος εἶχε δεχθεῖ μοιρολατρικά τήν κατάστασή του καί δέν εἶχε τό κουράγιο καί τήν ἐλπίδα νά σηκωθεῖ, γιά νά εἰσέλθει στά ἰαματικά νερά.
στ) Φαίνεται ὅτι δέν ἦταν μόνο σωματικά ἀλλά καί ψυχικά παράλυτος. Ἀντί λοιπόν μέ πόθο καί λαχτάρα νά ἀπαντήσει, «ναί Κύριε, θέλω νά γίνω καλά», μεταθέτει τό πρόβλημα λέγοντας: «Δέν ἔχω ἄνθρωπο νά μέ βάλει στή δεξαμενή, ὅταν ταραχθοῦν τά νερά». Κι ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἀνατρέποντας τή λογική τῆς ἀπελπισίας τοῦ λέγει:«Σήκω πάνω, πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτα». Κι ἀμέσως ἔγινε ὑγιής, πῆρε τό κρεβάτι του καί περπατοῦσε. Δέ χρειάζεται νά σχολιασθεῖ ὁ φθόνος καί ἡ τυπολατρία τῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων τῶν Ἰουδαίων γιά τή δῆθεν παράβαση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Ἄς ἑστιασθεῖ ἡ προσοχή μας στήν εὐθύνη τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στά νεοβαπτιζόμενα παιδιά.
 ζ) Χαρά Θεοῦ κατά τήν ἡμέρα πού βαπτίζεται στά ἁγιασμένα νερά ἕνα νέο μέλος, κατά κανόνα μικρό παιδί, καί εἰσέρχεται στήν Ἐκκλησία. Συμμετέχουμε πλῆθος ἀνθρώπων: κληρικοί, ἀνάδοχοι, συγγενεῖς, φίλοι, γείτονες, συνάδελφοι καί γνωστοί. Ἡ ἀτμόσφαιρα πανηγυρική, συγκινητική καί εὐφρόσυνη. Ὅλοι δίδουμε εὐχές καί χαιρόμαστε τή μεγάλη αὐτή στιγμή. Ἀλλά μήπως αὐτό κρατᾶ μόνο λίγες ὧρες; Ποῦ εἴμαστε ἀλήθεια ὅλοι ἐμεῖς, ὅταν τό παιδί αὐτό ἀρχίζει νά ἀντιμετωπίζει τή μοναξιά, τήν ἐφηβική μελαγχολία, τό ἄγχος τῆς ζωῆς, τίς ἐσωτερικές συγκρούσεις, τά ἀδιέξοδα καί τίς πρῶτες ἀπογοητεύσεις; Εἴμαστε δίπλα του ὡς ἄνθρωποι ἤ ὡς κριτές καί τιμητές; Εἶναι λυπηρό στή σημερινή κοινωνία, νέα παιδιά νά παραλύουν ψυχικά καί νά φωνάζουν «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ἄς σκεφθοῦμε σοβαρά τήν εὐθύνη μας, ἐπαναφέροντας στήν κοινωνία τήν ἀνθρωπιά μέ ἀναφορά στό Θεάνθρωπο Χριστό, τόν Ἀναστημένο Κύριο.
‘Από τό βιβλίο: ΜΑΘΗΤΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Παρασκευή, Μαΐου 17, 2013

Πνευματική πατρότητα καὶ ποιμαντικές ἀρχές π. Βασίλειος Καλλιακμάνης



1. Εἰσαγωγικὰ

Στὶς μέρες μας, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ πνευματικὸ πατέρα ἐννοεῖται ὁ ἐξομολόγος κληρικός. Ὅμως, στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἡ ἔννοια τῆς πνευματικῆς πατρότητας εἶναι πολὺ εὐρύτερη. Πατέρας εἶναι μόνο ὁ Θεὸς1. Ὁ Χριστὸς ἐπίσης, ποὺ εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀποκαλύπτεται καὶ ὡς πατέρας τῶν ἀνθρώπων φανερώνοντας στὸ κόσμο τὴν ἀγάπη τοῦ Πατρός. Ἡ πατρικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἐντονότερα αἰσθητὴ κατὰ τὴν Ἀνάληψή του. Οἱ μαθητὲς προαισθάνονται τὴν πνευματικὴ ὀρφάνια καὶ διακατέχονται ἀπὸ ἀπερίγραπτη ὀδύνη. Ὁ Κύριος δὲν τοὺς ἀφήνει ὀρφανούς. Ἀποστέλλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ εἰς «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»2.

Οἱ ἀπόστολοι διὰ τοὺ Ἁγίου Πνεύματος γεννοῦν πνευματικὰ τέκνα καὶ μεταδίδουν τὸ χάρισμα στοὺς ἐπισκόπους, κι αὐτοὶ στοὺς διαδόχους τους. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀναγνωρίσθηκαν ὡς Πατέρες. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική, ἀλλὰ καὶ Ἐκκλησία τῶν Πατέρων3. Στοὺς νεότερους χρόνους ἡ λέξη «πνευματικὸς» ἀποτελεῖ συντόμευση τῆς φράσης «πνευματικὸς πατέρας». Ὅμως, εἶναι ἀμφίβολο ἐὰν μὲ τὸν ὅρο «πνευματικὸς» νοεῖται ἐκεῖνος ποὺ φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συμβάλλει στὴν καλλιέργεια τῆς χάριτος καὶ θεμελιώνει τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Συνήθως «πνευματικὸς» θεωρεῖται ὁ καθοδηγητὴς τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς, ὁ σύμβουλος, ὁ «ψυχολόγος τῆς θρησκείας», ὁ φύλακας νόμων καὶ κανόνων ἤ ἁπλῶς ὁ ἐξομολόγος καὶ χορηγός της ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν.


2. Πνευματικὴ πατρότητα

Ἂς ἀναζητήσουμε ὅμως τὸ βαθύτερο νόημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας στὴν βιβλικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Γράφει ὁ Ἄπ. Παῦλος: «Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, «ἀλλ' οὐ πολλοὺς πατέρας∙ ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα»4. Σὲ ἄλλο σημεῖο τονίζει: «Τεκνία μου...πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθεῖ Χριστὸς ἐν ὑμῖν»5. Ὁ Ἀπ. Παῦλος γεννᾶ διὰ τοῦ εὐαγγελίου τέκνα καὶ ὀδυνᾶται νὰ μορφωθεῖ ὁ Χριστὸς στὸ ἀνθρώπινο εἶναι.

Στὶς Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων (4ος αἵ.) ἀναφέρεται ὅτι ὁ Θεὸς διὰ τῶν ἐπισκόπων χαρίζει τὴ θεία υἱοθεσία. Γὶ αὐτὸ ὡς πνευματικοὺς γονεῖς «τιμᾶν αὐτοὺς καὶ στέργειν», «τοὺς δι’ ὕδατος ἀναγεννήσαντας (βάπτισμα), τοὺς τῷ ἁγίῳ πνεύματι πληρώσαντας (χρίσμα-ἐπίθεση χειρῶν), τοὺς τῷ λόγῳ γαλακτοτροφήσαντας, τοὺς ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀναθρεψαμένους (κήρυγμα), τοὺς ἐν ταῖς νουθεσίαις στηρίξαντας (κατ' ἰδίαν διδαχή), τοὺς τοῦ σωτηρίου σώματος καὶ τοῦ τιμίου αἵματος ἀξιώσαντας, τοὺς τῶν ἁμαρτιῶν λύσαντας (μετάνοια-ἄφεση) καὶ τῆς ἁγίας καὶ ἱερᾶς εὐχαριστίας μετόχους ποιήσαντας (κοινωνία)»6.

Ἀνάλογες θέσεις ἀπαντοῦν καὶ στὰ κείμενα τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας.Ἔτσι, τόσο τὰ ἀποστολικὰ ὅσο καὶ τὰ μεταποστολικα κείμενα προσδίδουν στὴν πνευματικὴ πατρότητα ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα. Ὁ ἐπίσκοπος ὡς «τύπος τοῦ πατρός7» δὲν εἶναι ὑπεύθυνος μόνο τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» τὶς ἁμαρτίες, ἀλλά ἀναγεννᾶ μὲ τὸ βάπτισμα, τρέφει μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὶς νουθεσίες καὶ παρέχει τὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Ἡ μετάνοια κατὰ τοὺς χρόνους αὐτοὺς εἶναι κυρίως προβαπτισματική.

Μὲ τὴν ἄνθιση τοῦ μοναχικοῦ βίου παρατηρεῖται καὶ ἐκεῖ ἀνάλογη ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς πατρότητας. Ἡ λέξη ἀββᾶς, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ σανσκρητικά καὶ ἐκφράζει τὴ νέα σχέση τῶν Χριστιανῶν μὲ τὸν Θεό, χρησιμοποιήθηκε παράλληλα μὲ τὴ λέξη Γέρων κυρίως γιὰ τοὺς χαρισματούχους ἀσκητές καὶ μοναχούς. Πατέρας στὴ μοναχικὴ παράδοση εἶναι ὁ διακριτικὸς μοναχός, ὁ θεοδίδακτος, ὁ γέρων, ὁ ἀββᾶς, ὁ στάρετς. Ἐκεῖνος ποὺ μέσῳ τῆς κάθαρσης ἀξιώθηκε τοῦ θείου φωτισμοῦ καὶ τῆς θέωσης. Ἡ πατρότητα αὐτὴ δὲν πηγάζει ἀπὸ κάποιο Ἱερατικὸ λειτούργημα, εἶναι χαρισματικὴ καὶ συνήθως ἔχει προσωπικὸ χαρακτῆρα. Τὸ χάρισμα ὅμως ἀναπτύσσεται ἐντός της ἐκκλησίας. Συχνὰ οἱ ἐπίσκοποι ἀπευθύνονται σὲ αὐτούς, γιὰ νὰ ζητήσουν τὴ συμβουλὴ καὶ τὴ βοήθεια τους8. Ἀντίστοιχα γιὰ τὶς γυναῖκες, μητέρες τῆς ἐρήμου, ποὺ διακρίθηκαν γιὰ τὰ πνευματικά τους χαρίσματα καὶ βοήθησαν καὶ ἄλλους στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή, ἀπαντᾶ ὁ ὅρος «ἀμμᾶς-ἀμμάδες»9.

Κατὰ τὸν 4ο αἰώνα ὑπῆρχαν ὁρισμένοι, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν ὅτι ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ πρεσβύτερος ἦσαν ἴσοι ὡς πρὸς τὴν πνευματικὴ πατρότητα. Ἀπαντώντας καὶ ἐλέγχοντας τὴν πλάνη αὐτὴ ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου γράφει ὅτι ἡ «τάξις» τοῦ ἐπισκοποῦ εἶναι « τάξις πατέρων γεννητική». Ὁ ἐπίσκοπος μὲ τὴ χειροτονία «πατέρας γὰρ γεννᾷ τῇ Ἐκκλησίᾳ», ἐνῷ ἡ «τάξις» τοῦ πρεσβυτέρου, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ γεννήσει πατέρες, «διὰ τῆς τοῦ λουτροῦ παλλιγγενεσίας τέκνα γεννᾷ τῇ Ἐκκλησίᾳ»10. Βαπτίζει δηλαδὴ τοὺς χριστιανοὺς καὶ τοὺς καθιστᾷ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Σὲ ἔκτακτες περιπτώσεις, ὅπως συνέβη μετὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Δεκίου, οἱ ἐπὶσκοποι εἰσάγουν τὸ θεσμὸ τοῦ «ἐπὶ τῆς μετανοίας πρεσβυτέρου», ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια ἀτόνησε.

Ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος (956-1036) ἀναφέρει ὅτι ἡ πνευματικὴ ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» δόθηκε ἀρχικά ἀπό τους ἁγίους ἀποστόλους στοὺς ἀρχιερεῖς. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀπό τους ἀρχιερεῖς μεταβιβάσθηκε στοὺς ἰερεῖς, οἱ ὁποῖοι διακρίνονταν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου τους, καὶ ἐν συνεχείᾳ στοὺς μοναχούς. Δύο ἦταν οἱ σημαντικότεροι λόγοι ποὺ συνέβαλαν στὴν ἐξέλιξη τῆς μετάδοσης τοῦ χαρίσματος στοὺς μοναχούς. Πρῶτον ἡ ραγδαία διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἡ αὔξηση τῶν χριστιανῶν καὶ δεύτερον ἡ ἀλλοτρίωση καὶ σχετικοποίηση τῆς χριστιανικῆς ζωης τῶν ἀρχιερέων καὶ ἰερέων. Ἡ ἴδια ἀσθένεια ὅμως προσέβαλε καὶ τοὺς μοναχούς, ὑπὸστηρίζει ὁ Συμεών, καὶ ἔγιναν καὶ αὐτοὶ «μοναχοὶ πάμπαν ἀμόναχοι»11. Ἡ αὐστηρὴ κριτικὴ τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, καθὼς καὶ τοῦ κύκλου τῶν μαθητῶν του δὲ σημαίνει ἄμφισβητηση ἤ ὑποτίμηση τῆς θεσμικῆς διάστασης τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποσκοπεῖ στὴν ἀναγέννηση τῆς μοναχικῆς καὶ εὐρύτερα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ χαρίσματος τῆς πνευματικῆς πατρότητας.

Οἱ θέσεις αὐτὲς τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου γιὰ τὴν ἱκανότητα τῶν μοναχῶν νὰ ἀσκοῦν τὸ διακὸνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας ἀμφισβητήθηκαν ἔντονα, κυρίως ὠς πρὸς τὸ «δεσμεῖν καὶ λύειν». Ἔτσι ὁ Βαλσαμών ἕναν αἰώνα ἀργότερα διακρίνει σαφέστατα τὴ διακονία νὰ ἀναδέχονται οἱ μοναχοί τους λογισμοὺς καὶ νὰ δίδουν συμβουλές, ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν «τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας», ποὺ δίδεται ἀπό τούς ἐπισκόπους μόνο στοὺς ἐξουσιοδοτημένους πρεσβυτέρους12. Πιὸ κατηγορηματικὸς εἶναι ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης (1429). «Ἐπίσης καὶ τὸ λειτούργημα τῆς πνευματικῆς πατρότητος δὲν πρέπει νὰ παραχωρεῖται σὲ ἁπλούς μοναχούς, ποὺ δὲν ἔχουν χειροτονία. Καὶ τοῦτο, γιατί εἶναι τόσο ἱερὸ αὐτό, ὥστε εἶναι ἔργο μόνο τῶν ἐπισκόπων καὶ ὄχι τῶν ἱερέων, ὅπως ὁρίζουν οἱ κανόνες. Οἱ πρεσβύτεροι τὸ ἀσκοῦν μόνο κατ' ἀνὰγκην καὶ ὅταν δὲν εἶναι παρὼν ὁ ἐπίσκοπος, ἀλλά ἀπών. Τὰ δὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ ἐγκλήματα, δηλαδὴ ἡ ἄρνηση τῆς πίστεως, ἡ ἁμαρτία τοῦ φόνου καὶ τὰ παραπτώματα τῶν ἱερέων, πρέπει νὰ ἀναφέρονται στὸν ἐπίσκοπο, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅσα διαφεύγουν τὴν γνώση τοῦ πνευματικοῦ. Ὅλα δὲ νὰ γίνονται μὲ γνώμη τοῦ ἐπισκόπου, γιατί ἡ μετάνοια εἶναι δικό του ἔργο, τοῦ ἐπισκόπου. Καὶ τοῦτο γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν χορήγηση προτρεπτικοῦ γράμματος»13.

Παρόλα αὐτά, σὲ νομοκανονικὲς συλλογὲς τῆς τουρκοκρατίας, λόγῳ τῆς ἔλλειψης ἱκανῶν ἱερέων, προτρέπονται οἱ ἀρχιερεῖς νὰ δίδουν ἐνταλτήριο γράμμα, ὥστε νὰ ἀσκοῦν τὸ διακόνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας καὶ μοναχοί. Ὁ ὅσιος Νικόδημος Ἁγιορείτης διαφωνεῖ μὲ τὴν παραπάνω ἄποψη. Ἔτσι ἐπικαλούμενος τὴν προγενέστερη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση γράφει ὅτι: «Ἀνίεροι δὲ καὶ μοναχοὶ δὲν πρέπει νὰ ἐξομολογοῦν, οὔτε μοναχαί, παρὰ κανόνας γὰρ τοῦτο»14. Ἐπίσης, τὸ Ἐξομολογητάριον ἀναφέρεται διεξοδικὰ στὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς καὶ στὴν ἐφαρμογὴ καὶ συμφωνία τῶν ἱερῶν κανόνων. Τὴν πνευματικὴ πατρότητα πρέπει νὰ ἀναλαμβάνουν καὶ νὰ ἀσκοῦν μόνον ἐκεῖνοι ποὺ ἔφθασαν μὲ τὴν ἄσκηση στὴν ἀπάθεια. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀκρίβεια τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτόχρονα ὅμως, ἐπειδὴ γνωρίζει τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ἐλλείψεις τῆς ἐποχῆς του, συνιστᾶ στοὺς ἀρχιερεῖς νὰ ἐπιλέγουν τουλάχιστον τοὺς ἐμπειρότερους καὶ γεροντοτέρους «καὶ τούτους νὰ καθιστῶσι Πνευματικούς∙ ἐπειδὴ αὐτοί διὰ τὴν ἡλικίαν, εἶναι καὶ ἐμπειρότεροι εἰς τὴν γνῶσιν, καὶ τὰ πάθη ἔχουν ὁπωσοῦν καταδαμασμένα»15. Δὲν ἀπὸκλείει καὶ τοὺς νεοτέρους, ἂν αὐτοἰ διαθέτουν ἀρετή καὶ φρόνηση γεροντική. Υἱοθετεῖ ἀκόμη τὴν ἄποψη νὰ γίνονται πνευματικοί, «οἱ ἐν γάμῳ ἱερεῖς ὄντες, δηλ. καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἄξιοι, πάρεξ οἱ παρθένοι καὶ ἄγαμοι ἱερομόναχοι»16.


3. Οἱ ποιμαντικὲς ἀρχὲς καὶ ἡ διάκριση

Ὁ κληρικὸς στὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παράδοση δὲν νοεῖται ὠς ἁπλός θρησκευτικὸς λειτουργός, ὅπως ἀπαντᾶ σὲ νομικὰ κείμενα ἀλλά καὶ σὲ ἄλλες θρησκεῖες. Στὶς πηγὲς ὑπάρχει ποικιλία ὅρων μὲ τοὺς ὁποίους ἐκφράζεται τὸ ἔργο τοῦ ποιμένα, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἱερουργία τῶν μυστηρίων. Εἶναι ἱερεύς, καθὼς ἐπίσης καὶ προεστῶς ἤ προϊστάμενος, πρόεδρος, ἡγούμενος, διδάσκαλος, μυσταγωγός, ἰατρὸς τῶν ψυχῶν, οἰκονόμος τῶν μυστηρίων17. Στοὺς ἕλληνες Πατέρες καὶ ἰδιαίτερα στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο, ἐκτὸς τῶν ἄλλων ὁ κληρικὸς εἶναι θεραπευτής18, ὑπηρέτης καὶ συνεργὸς στὴν πορεία πρὸς τὴ θὲωση19.

Ὑπάρχουν κάποιες θεμελιώδεις ἀρχές, μὲ βάση τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία μέσα στὴν ἱστορία ποιμαίνει τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν ὁ πνευματικὸς τὶς ἀγνοεῖ, διατρέχει τὸν κίνδυνο τῆς αὐθαιρεσίας. Οἱ γενικὲς ποιμαντικὲς ἀρχὲς εἶναι ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ οἰκονομία20. Ὡς ἀκρίβεια ὁρίζεται ἡ ἀπαρέγκλιτη τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων ἐνῶ ὡς οἰκονομία ἡ πρόσκαιρη παρέκκλιση ἀπὸ αὐτή. Εἰδικότερες ποιμαντικὲς ἀρχές εἶναι ἡ ἀναλογία (μὲ διπλὴ ἔννοια), ἡ ἱστορικότητα καὶ ἡ προσαρμογὴ στὶς κοινωνικὲς συνθῆκες καθὼς καὶ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου. Γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς οἰκονομίας ἡ Ἐκκλησία ἐν Συνόδῳ, ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πνευματικὸς ἀνάλογα μὲ τὴ βαρύτητα τοῦ θέματος, λαμβάνουν ὑπόψη τὶς παραπάνω ἀρχές. Θεμέλιο ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ ἀλήθεια, οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων, τὸ consensus patrum. Ἂν ἀγνοοῦμε τὴ θεολογία καὶ τὴν πράξη τῆς ἐκκλησίας, ἡ ποιμαντικὴ κινδυνεύει νὰ μείνει μετέωρη ἤ νὰ προσλάβει κανονιστικὸ καὶ ἀφιλάνθρωπο χαρακτῆρα. Χρειάζεται ὅμως οἱ πνευματικοὶ πατέρες ὡς ὑπεύθυνοι ποιμένες νὰ γνωρίζουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκρίβεια γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἐφαρμόζουν τὴν οἰκονομία, διότι δὲν εἶναι σπάνιο τὸ φαινόμενο περιπτωτικὲς καὶ γιὰ λόγους οἰκονομίας ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐκλαμβάνονται ὡς ἀκρίβεια. Καὶ τὰ ἐπιτίμια ἔχουν θεραπευτικό, ἐκκλησιολογικό, παιδαγωγικὸ καὶ φιλάνθρωπο χαρακτήρα. Δὲν εἶναι ποινὲς ἐξιλέωσης, ὅπως στὴ δυτικὴ θεολογία.

Ἡ πνευματικὴ ἀνακαίνιση, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, τῆς ποιμαντικῆς φροντίδας τοῦ πνευματικοῦ πατέρα καὶ τῆς ἐλεύθερης βούλησης τῶν ἀνθρώπων, προϋποθέτει ὠδίνες καὶ κόπους. Οἱ δυσκολίες καὶ οἱ πνευματικοὶ πόνοι ἀπορρέουν ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες, τὶς πτώσεις, τὴν ἀμετανοησία, τὴ σκληροκαρδία, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ἐγκαταλείψεις τῆς πατρικῆς ἑστίας ἐκ μέρους τῶν πνευματικῶν τέκνων. Κοπιώδης ὅμως προσπάθεια καὶ ἄσκηση χρειάζεται προκειμένου νὰ ἀνακαλύπτει καὶ ὁ ποιμένας σὲ κάθε περίπτωση «τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθόν, τὸ εὐάρεστον καὶ τέλειον»21. Διότι, ἂν ἀκολουθεῖ τὴ δική του γνώμη, ἑπόμενο εἶναι νὰ γίνονται λάθη καὶ σφάλματα. «Πᾶσαι αἱ συμφοραί ἐπέρχονται εἰς ἡμᾶς, διότι δὲν ἐρωτῶμεν τους πνευματικοὺς πατέρας οἵτινες ἐτέθησαν, ἵνα καθοδηγοῦν ἡμᾶς∙ οἱ δὲ ἱεράρχαι καὶ πνευματικοί, διότι δὲν ἐρωτοῦν τὸ Κύριον πῶς πρέπει νὰ ἐνεργήσουν», διδάσκει ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης22.

Ἡ ὀρθὴ ποιμαντικὴ χειραγώγηση διασφαλίζεται, ὅταν ὁ πνευματικὸς πατέρας ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνει τὶς θεῖες ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς ἐνέργειες. Ἡ διάκριση θεωρεῖται στὴ νηπτικὴ παράδοση ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ἀρετές. Ὁ ἅγιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος διηγεῖται ὅτι στὴ σκήτη τῆς Θηβαΐδας εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοὶ γέροντες καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς καὶ πὼς μπορεῖ νὰ φυλαχθεῖ ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ γιὰ νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό. Ὁ καθένας κατέθετε τὴ δική του γνώμη δίδοντας τὴν πρώτη θέση σὲ κάποια ἀρετή. Ἄλλοι πρόβαλαν τὴ νηστεία καὶ τὴν ἀγρυπνία, ἄλλοι τὴν ἁγνότητα, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν καταφρόνηση τῶν ὑλικῶν ἄγαθων, ἐνῶ ἄλλοι τὴν ἐλεημο-σύνη καὶ διάφορες ἄλλες ἀρετές. Ὅταν πέρασε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας μὲ τὴ συζήτηση, τελευταῖος μίλησε ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος. Ὅλες οἱ ἀρετές εἶναι ἀπαραίτητες εἶπε, ἀλλά δὲν ἐπιτρέπεται νὰ δώσουμε σὲ αὖτες τὰ πρωτεῖα, διότι πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς πλάνης, εἴτε ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ εἴτε ἀπὸ τὴν ἔλλειψη. Ἡ διάκριση ὡς «ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς»,«πάσας τὰς ἐνθυμήσεις καὶ τὰς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου διερευνῶσα, διαστέλλει καὶ διαχωρίζει πᾶν φαῦλον καὶ ἀπαρέσκον Θεῷ πρᾶγμα καὶ μακρὰν αὐτοῦ ποιεῖ τὴν πλάνην»23. Χωρὶς τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως καμιὰ ἀρετή δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀσφαλἠς μέχρι τέλους. Ἔτσι ἡ διάκριση «πασῶν τῶν ἀρετῶν γεννήτρια καὶ φύλαξ ὑπάρχει». Μὲ τὴ γνώμη τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου συμφώνησαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι πατέρες24. Ἡ ἀρετή τῆς διάκρισης πρέπει νὰ κοσμεῖ ἰδιαίτερα τὸν πνευματικὸ πατέρα. 


4. Συμπερασματικὰ

Ὁ πνευματικὸς μὲ βάση τὶς γενικὲς καὶ εἰδικὲς ποιμαντικὲς ἀρχές ἀλλά καὶ τὴ διάκριση πρέπει νὰ κάνει σωστὴ διάγνωση τῆς πνευματικῆς κατάστασης τοῦ μετανοοῦντος. Ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ βοηθήσει μὲ κάθε τρόπο στὴν πνευματικὴ καρποφορία ἀξιοποιώντας τὸ χάρισμα τοῦ καθενός. Σκοπὸς τῆς ποιμαντικῆς χειραγώγησης δὲν εἶναι ὁ πειθαναγκασμὸς τοῦ πιστοῦ σὲ ὁποιαδήποτε σκοπιμότητα, ἀλλά ἡ καθοδήγησή του στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, πρέπει ἡ πνευματικὴ πατρότητα καὶ ἡ πνευματικὴ υἱότητα νὰ καλλιεργοῦνται μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, τῆς κοινῆς ἀναφορᾶς καὶ τῆς ὑπακοῆς στο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνο ὅταν διασφαλίζεται ἡ ἐλευθερία τῶν ἄνθρωπων γεννιοῦνται ὑγιῆ πνευματικὰ τέκνα, ὁλοκληρωμένα πρόσωπα. Ὁ πνευματικὸς δὲν εἶναι κανονοφύλακας, ἀλλά χαρισματικὸς νομοθέτης καὶ μυσταγωγὸς στὴ ζωὴ τοῦ Πνεύματος.

Καὶ ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἄθλημα πνευματικό, ποὺ βοηθᾶ στὴν ὡρίμανση καὶ τὴ χειραφέτηση. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση πίσω ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ τὸ πρόσχημα τῆς ὑπακοῆς μπορεῖ νὰ κρύπτονται δικανικὲς ἀντιλήψεις, αὐτοδικαιωτικὲς νοοτροπίες, ψυχοπαθολογικὲς ἐξαρτήσεις, ποὺ ἀφοροῦν κατὰ κύριο λόγο στοὺς πνευματικοὺς πατέρες ἀλλά καὶ στὰ πνευματικὰ τέκνα.




1. «Καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς∙ εἰς γὰρ ἔστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὔρα-νοῖς» (Μάτθ. 23,9).
2. Πρβλ. Ἰωαν. 16,13
3. Βλ. π. Γ. Φλορόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μετάφρ. Δ. Τσάμη, Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 147.
4. Α' Κόρ. 4,14.
5. Γάλ. 4,12.
6. Αἰαταγαὶ Ἀποστόλων, 2,33, ΒΕΠΕΣ τόμ. 2, ἔκδ. Ἀπ. Διακονίας, Ἀθῆναι 1955, σ. 38-39.
7. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Μαγνησιεῖς 6,1 PG 5, 669AB∙ Τραλλιανοῖς 3 PG5, 677AB.
8. Παῦλος Εὐδοκίμωφ, «Ἡ πνευματικὴ πατρότητα», μτφρ. Γ. Κυθραιώτης, στὸ συλλογικὸ ἔργο, Ὀρθοδοξος μοναχισμός, ἐκδ. Ἁρμός, σ. 53.
9. Παλλαδίου, Λαυσαϊκή Ἱστορία α', τόμ. 1, μετάφραση-εἰσαγωγὴ-σχόλια, Ν.Θ. Μπουγάτσου - Α.Μ. Μπατιστάτου, ἔκδ. Τῆνος, Ἀθήνα χ.χ., σ. 182.
10. «Καὶ ὅτι μὲν ἀφροσύνης ἔστι τὸ πᾶν ἔμπλεων, τοῖς σύνεσιν κεκτημένοις τοῦτο δῆλον τὸ λέγειν αὐτὸν ἐπίσκοπον καὶ πρεσβύτερον ἴσον εἶναι. Καὶ πῶς ἔσται τοῦτο δυνατόν; Ἡ μὲν γὰρ ἔστι πατέρων γεννητικὴ τάξις∙ πατέρας γὰρ γεννᾷ τὴ Ἐκκλησίᾳ ἡ δὲ πατέρας μὴ δυναμένη γεννᾶν, διὰ τῆς τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας τέκνα γεννᾶ τῇ Ἐκκλησίᾳ, οὐ μὴν πατέρας καὶ διδασκάλους». Κατὰ αἱρέσεων 3,1, 55,4 PG 42, 508CD.
11. Βενιζέλου Χριστοφορίδη, Ἡ πνευματικὴ πατρότης κατὰ Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 52-53.
12. Β. Χριστοφορίδη, ὅ.π.,σ.57.
13. Περὶ μετανοίας, μτφρ. Ἰ. Φουντούλη, Τὸ ἱερὸν μυστήριον τῆς μετανοίας, Εἰσηγήσεις-Πορίσματα Ἱερατικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας ἔτους 2002, Δράμα 2002, σ. 407.
14. Πηδάλιον σ. 313.
15. Ἐξομολογητάριον, σέλ. 12.
16. Ὅπ.π., σελ 13.
17. John H. Erickson, The challenge of our past, Studies in Orthodox Canon Law and Church History, St. Vladimir's Seminary Press, NY 1991, σ. 54.
18. Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, 21, PG 35, 492C.
19. Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, 26, PG 35, 436ΑΒ.
Βλ. J. Erickson, ὅπ. π., σ. 56.
20. Βλ. περισσότερα γιὰ τὸ θέμα στὴ μελέτη μας Μεθοδολογικὰ πρότερα τῆς ποιμαντικῆς, Λεντίῳ ζωννύμενοι, σ. 73 κ.ε. ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραφία.
21. Ρωμ. 12,2.
22. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1995, σ. 505.
23. Ἀγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, Πρὸς Λεόντιον Ἡγούμενον, Φιλοκαλία τόμ. Α', ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1982, σ. 86.
24. Ἀγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, ὁ.π, σ. 87. Στὴ συνέχεια ὁ ὅσιος Κασσιανὸς διηγεῖται διάφορα παραδείγματα μοναχῶν ποὺ πλανήθηκαν, διότι δὲν εἶχαν τὴν ἀρετή της διάκρισης. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ περίπτωση τοῦ ἀσκητή Ἤρωνα, ὁ ὁποῖος ἐνῶ νήστευε καὶ ἐγκρατευόταν μὲ αὐστηρότητα, ἔφθασε στὸ σημεῖο ἀκολουθώντας τὸ λογισμό του νὰ μὴ συνεορτάζει τὸ Πάσχα μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς γιὰ νὰ μὴ διακόψει τὸν «κανόνα του». Ἀπατημένος ὅμως ἀπὸ τὸ «ἴδιον θέλημα» καὶ τὸν διάβολο τὸν προσκύνησε ὡς ἄγγελο φωτός. Ἔτσι μὲ σκοτισμένο νοῦ ἔπεσε ἑκούσια σὲ πηγάδι πιστεύοντας τὰ λόγια τοῦ Σατανᾶ, ὅτι θὰ βγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ σῶος. Οἱ πατέρες μὲ πολὺ κόπο τὸν ἔβγαλαν μισοπεθαμένο καὶ μετὰ τρεῖς μέρες ξεψύχησε. Ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος φιλάνθρωπα φερόμενος δὲν τοῦ στέρησε τὰ μνημόσυνα καὶ τὶς προσευχὲς ποὺ γίνονται στοὺς κεκοιμημένους, διότι θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ὁ θάνατος τοῦ ὡς αὐτοκτονία. Ὅ.π., σ. 87.

Κυριακή, Απριλίου 28, 2013

π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης: Δίψα σταγόνας χάριτος


                          


α) Καθώς εισερχόμαστε στην Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα, καθένας νοσταλγεί τη χαμένη οικειότητα με τον Θεό, προβληματίζεται για την απουσία ουσιαστικών ανθρώπινων σχέσεων και την υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής του.

Σε κάθε περίπτωση, το πρόσωπο του Κυρίου Ιησού που οδηγείται εκουσίως στον Σταυρό, «αίροντας τις αμαρτίες του κόσμου», παρότι αποτελεί «σημείον αντιλεγόμενον», εκπέμπει φως και χάρη.
β) Μακάριοι όσοι έχουν οφθαλμούς καθαρούς και γίνονται δέκτες των «θείων χαρισμάτων που προλάμπουν», και «των μηνυμάτων της εορτής που προτρέχουν» κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Και αυτοί είναι γνωστοί μόνο στον Παντογνώστη Θεό, αφού μένουν συνήθως στην αφάνεια και το περιθώριο της κοινωνικής και εκκλησιαστικής ζωής. Είναι οι απλοί αχθοφόροι του Σταυρού του Χριστού αλλά και μέτοχοι της χάριτος και του φωτός.
γ) Είναι όσοι με παιδικό φρόνημα, αμετάθετη πίστη και ακακία συμπορεύονται αγόγγυστα στην οδό του καθημερινού μαρτυρίου. Είναι εκείνοι που επιθυμούν να εορτάσουν από κοντά το πάθος και την Ανάσταση του Κυρίου, και προσέρχονται στις εκκλησιές με «συντετριμμένη καρδιά» και πνεύμα μαθητείας. Εκεί ενώνουν τις προσευχές τους με τις προσευχές των ευλαβών ιερέων και ζητούν το άμετρον έλεος και τη θεία χάρη.
δ) Πρότυπό τους οι φιλακόλουθοι και απλοί μοναχοί του Άθωνα, που περνούν τις περισσότερες ώρες στο ναό προσευχόμενοι, ψάλλοντες και αναγιγνώσκοντες κείμενα ιερά. «Το αθωνικό μεγαλοβδόμαδο», γράφει ο Γέρων Μωυσής Αγιορείτης, «είναι ησύχιο, νηφάλιο, ατάραχο, μυστικό, σε οδηγεί σε χρήσιμη ενδοσκαφή, σε απαραίτητη αυτογνωσία σε αυτοπαρατήρηση κι όχι συνεχή ετεροπαρατήρηση και κατάκριση… Οι Αγιορείτες Γέροντες σιωπηλά συμμετέχουν στ’ Άχραντα Πάθη του Κυρίου. Όταν μιλάς, δεν ακούς. Σιωπούν, για να ακούσουν. Ακούνε, για να βιώσουν. Ότι το αίμα του Γολγοθά χύθηκε για τον καθένα… Να ακούμε και να πράττουμε. Να πράττουμε το αγαθό, ν’ αφήνουμε χώρο και για τον άλλο» (Εόρτια Γράμματα από το Άγιον Όρος, σ. 147-148).
ε) Από την άλλη μεριά, μπροστά στη λάμψη της εκούσιας κένωσης του Υιού και Λόγου του Θεού, της θυσίας και της μακροθυμίας Του φανερώνεται με λίαν εύγλωττο τρόπο η ανθρώπινη μικρότητα. Οι καθημερινές ιστορίες προδοσίας για «τριάκοντα αργύρια», το ευμετάβλητο του όχλου που από το «ωσαννά» οδηγείται απερίσκεπτα στο «άρον άρον σταύρωσον αυτόν», η φαρισαϊκή υποκρισία, καθώς και η εύκολη απάρνηση του διδασκάλου επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές.
στ) Ιδιαίτερα στις μέρες μας υπάρχει δίψα και πείνα χάριτος επουρανίου. Όμως, οι άνθρωποι λόγω της σύγχυσης και του σκοτισμού του νοός δεν προσέρχονται στη λαγαρή Πηγή της ζωής, αλλά τρέχουν αλλού να ξεδιψάσουν και να χορτάσουν. Άλλοι αναζητούν τη χάρη στην υπερκατανάλωση υλικών αγαθών. Γι’ αυτό, όταν δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα, απογοητεύονται και απαξιώνουν τη ζωή. Αλλά κι αυτοί που έχουν την οικονομική άνεση, μένουν ανικανοποίητοι, διότι προσπαθούν να χορτάσουν την ψυχή τους με υλικά αγαθά.
ζ) Άλλοι συνωστίζονται στους εθνικούς δρόμους, κυνηγώντας τη χάρη σε κάποιο χωριό της επαρχίας, κοντά στην ανοιξιάτικη φύση και στα «παλιά καλά έθιμα». Αλλά και αυτούς δεν τους γεμίζει την ψυχή ο οβελίας και η επίπλαστη ευωχία, έστω κι αν τους ξεκουράζει προσωρινά το κάλλος της ελληνικής υπαίθρου. Άλλοι διέρχονται από τις εκκλησιές για να ανάψουν ένα κερί, να κάνουν το «θρησκευτικό καθήκον» και να ησυχάσουν τη συνείδησή τους. Κι εδώ η ευθύνη των κληρικών είναι μεγίστη. Διότι οι άνθρωποι αναζητούν και σ’ αυτούς χάρη, και όταν βρίσκουν πνευματική ένδεια και υποκρισία αποθαρρύνονται και σκανδαλίζονται. Τελικά, αγαπητοί συμπρεσβύτεροι, μήπως «εργαζόμενοι» να σώσουμε άλλους μείνουμε κι εμείς «έξω του νυμφώνος Χριστού», άγευστοι της χάριτος;
 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...