Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Θεμιστοκλής Μουρτζάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Θεμιστοκλής Μουρτζάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Αυγούστου 04, 2016

ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ




             Παλαιότερα οι νέοι ονειρεύονταν την αλλαγή της κοινωνίας ως τρόπο υπέρβασης της κρίσης και των αδικιών. Αλλαγή σήμαινε γκρέμισμα του κατεστημένου. Αντικατάσταση των ισχυρών. Μία νέα κοινωνία, χωρίς εξουσία αλλά με τη ελευθερία της αυτοδιάθεσης. Σήμερα μία μειοψηφία εξακολουθεί να πιστεύει σ’  αυτές τις ιδέες. Συνήθως αναρχικοί και μπαχαλάκηδες. Οι περισσότεροι αρκούνται στην αλλαγή του κόσμου σε μία εικονική πραγματικότητα. Και ΑΝ...
      Μένουν οι ανθρώπινες σχέσεις. Κι εκεί επενδύουμε στην αλλαγή. Των άλλων. Από εκείνους εξαρτάται η επιτυχία της όποιας σχέσης. Εμείς είμαστε οι άψογοι. Ή «σε όποιον αρέσουμε». Το εγωκεντρικό φρόνημα μάς καθιστά βέβαιους ότι είμαστε αυτάρκεις. Ακόμη κι αν καταλαβαίνουμε τα ελαττώματα του χαρακτήρα μας, ανταπαντούμε ότι και οι άλλοι έχουν. Άρα, αν μας αγαπούνε, οφείλουν να μας αποδεχτούν. Κανείς δεν αλλάζει για χάρη του άλλου. Όλα είναι θέμα εξουσίας. Θα επικρατήσει αυτός που είναι πιο δυνατός να αντέξει στην πίεση του άλλου.
        Η αλλαγή προϋποθέτει ταπείνωση. Ο πολιτισμός μας μιλά για αυτοεκτίμηση. Δρόμοι μάλλον αλληλοαποκλειόμενοι. Αυτός που είναι ταπεινός, εκτιμά αλλιώτικα τον εαυτό του. Τον θεωρεί εικόνα Θεού, που έχει αμαυρωθεί από τα πάθη. Συγκρίνει τον εαυτό του με τον Απόλυτο Θεό και τους αγίους και αισθάνεται την ανεπάρκειά του. Έναντι των άλλων θεωρεί τον εαυτό του πάντων έσχατο και διάκονό τους. Αλλαγή είναι η αγάπη και η προσφορά σ’ αυτούς. Εκτιμά τον εαυτό του αγαπώντας τους άλλους.
Ένας τέτοιος δρόμος δεν ταυτίζεται με αυτό που ζητά η εποχή μας, την αυτοεκτίμηση. Να πιστεύουμε στις δυνάμεις μας. Να μη λογαριάζουμε τη γνώμη των άλλων αλλά να παλεύουμε για τα δικαιώματά μας. Πιστεύοντας στον εαυτό μας διεκδικούμε την αναγνώριση. Και τονίζουμε την αυτοεκτίμηση προσέχοντας την εξωτερική μας εμφάνιση, αποκτώντας γνώσεις, αξιοποιώντας τα ηλεκτρονικά μέσα. Δύσκολα βεβαίως μπορούμε να εστιάσουμε στις ελλείψεις μας. Ή εργαζόμαστε σ’  αυτές, με σκοπό όχι την προσφορά στο διαπροσωπικό και συλλογικό επίπεδο, αλλά απαιτώντας την αποδοχή. Κάποτε υποτιμούμε τους άλλους. Κάποτε νικιόμαστε από τη γνώμη τους, μειώνοντας από μόνοι μας την αξία μας.
        Η Εκκλησία ζει την αλλαγή μέσα από την μετάνοια, ως διαφορετική πορεία σκέψης και  προσανατολισμού. Αφετηρία της ο αγώνας για υπέρβαση της αμαρτίας και ένταξη του «εγώ» στο σώμα του Χριστού, στην κοινότητα. Την ίδια στιγμή προβάλλει ως στόχο ζωής την μεταμόρφωση του εαυτού μας μέσα από την κοινωνία με τον Χριστό. Μεταμόρφωση σημαίνει εκδίωξη του κακού και βίωση του φωτός στη ζωή μας. Παλεύω με τα ελαττώματά μου για να φωτιστώ και να φωτίσω. Εκτιμώ τον εαυτό μου, γιατί νιώθω ότι τον αγαπά ο Χριστός. Δε συμβιβάζομαι με το κακό, αλλά αγωνίζομαι να το ξεπεράσω. Παρηγορώ, μοιράζομαι, προσεύχομαι και παλεύω για έναν διαφορετικό κόσμο, όπου ο Χριστός φωτίζει τις καρδιές και με κάνει να βλέπω τον εαυτό μου σε σχέση με τον άλλο και μαζί του. Και εκεί όπου δεν φαίνεται αλλαγή, Του εμπιστεύομαι τα πάντα, δια της προσευχής στο όνομά Του. Μεταμορφώνομαι σημαίνει γνωρίζω τα όριά μου και αφήνομαι στην αγάπη Του.
           Η μεταμόρφωση ξεκινά εντός μας. Προϋποθέτει άνοδο στο Θαβώρ της Εκκλησίας, έξοδο από την κυριαρχία του εδώ και τώρα και εμπιστοσύνη. Δρόμοι και τρόποι αληθινά νεανικοί. Αυτοί που λείπουν από την εγωκεντρική εποχή μας. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 3 Αυγούστου 2016

το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Ιουλίου 29, 2016

Οι καλοκαιρινοί έρωτες


καλοκαιρινοί



Οι καλοκαιρινές διακοπές κάνουν τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τους νέους να νιώθουν την ανάγκη για συντροφικότητα, για σχέση.

Οι καλοκαιρινοί έρωτες έρχονται σε στιγμές όπου το μυαλό δεν έχει άλλες προτεραιότητες. Η θέα των σωμάτων γεννά έλξεις και πειρασμούς. Η ψυχή νιώθει αδύναμη να αντισταθεί. Η παρέα σπρώχνει. Ο ενθουσιασμός εύκολος. Οι πειραματισμοί το ίδιο. Η μέθη ότι η μοναξιά νικήθηκε άμετρη. Και η βεβαιότητα ότι έτσι αξίζει η ζωή φαινομενικά ακατανίκητη.
Είναι πανίσχυροι οι καλοκαιρινοί έρωτες. Συνήθως όμως πρόσκαιροι. Αφήνουν πληγές. Ένα αίσθημα ματαίωσης. Την πίκρα ότι κρατάνε όσο ένα καλοκαίρι ή όσο οι διακοπές. Και χτίζουν γενικεύσεις. Ότι δύσκολα κρατά η αγάπη. Κι επειδή η ήττα είναι το πιο πιθανό αποτέλεσμα, δε χρειάζεται να προσέχουμε. Είναι προτιμότερο να αφηνόμαστε σε έναν έρωτα ο οποίος έτσι κι αλλιώς θα τελειώσει γρήγορα, να περάσουμε καλά, να χαρούμε την ελευθερία του θέρους μ’ αυτόν και να συνεχίσουμε τη ζωή μας σα να μην τρέχει τίποτα. Γι’ αυτό και πολλά τα τραγούδια για τις καλοκαιρινές αγάπες. Όπως όλα τα αισθήματα που αφήνουν μνήμες, δε γίνονται όμως αφετηρία σπουδής πάνω στο νόημα των σχέσεων.
Τι να πούνε οι μεγαλύτεροι στους νέους, όταν κι αυτοί έχουν περάσει από αυτό τον τρόπο; Όταν η εποχή προβάλλει ως καλοκαιρινό πρότυπο τα ατέλειωτα πάρτυ, τα ξενύχτια, τον στόχο της ηδονής, το «μ’ αρέσεις και σ’ αρέσω» ως την πεμπτουσία της σχέσης; Πώς να αντισταθεί ένας νέος, έφηβος, φοιτητής, θηρευτής των διακοπών, στο «μπορείς κι εσύ», στην αίσθηση ότι ο άλλος ή η άλλη είναι μάτια, μαλλιά, σώμα, εικόνα που δεν χρειάζεται να επενδύσεις ούτε σ’ αυτόν ούτε στην ψυχή σου; Δε χρειάζεται να μπεις στη λογική της ευθύνης για να κρατήσεις μια σχέση, να το σκεφτείς αν ταιριάζετε, αν έχει νόημα, αν αυτό που είσαι έχει την ιερότητά του. Όλα τα κατατρώει η αδηφαγία του δικαιώματος στην απόλαυση.
Η Εκκλησία εντούτοις έχει να προτείνει στους νέους τον δρόμο της αληθινής αγάπης, η οποία δεν περιορίζεται στον καλοκαιρινό έρωτα, αλλά βλέπει τη ζωή ως συνέχεια, ως πορεία στα χνάρια του Θεού που μας αγαπά και που ζητά από εμάς και η δική μας αγάπη να είναι συνειδητή και υπεύθυνη, τόσο έναντί Του όσο και έναντι οποιουδήποτε πλησίον μας. Η Εκκλησία δεν αρνείται τον δρόμο της παρέας, της κοινωνικότητας, της συνάντησης. Δεν μπορεί όμως να αποδεχτεί ως στάση ζωής την επιπόλαιη παράδοση στο τώρα, στην συνειδητή αποφυγή τού να δούμε τον άλλο ως πρόσωπο που έχει ανάγκη όχι μόνο από απόλαυση, αλλά κυρίως από το να μοιραστεί το βαθύτερο είναι του, να δώσει και να πάρει νόημα. Κι αυτό δε γίνεται μόνο με το σώμα.
Αυτός ο τρόπος πηγάζει από την καλλιέργεια ενός ήθους το οποίο βλέπει τον συνάνθρωπο με σεβασμό και υπευθυνότητα. Ήθος που στοχεύει στην ελευθερία από τα πάθη. Ήθος που υπερβαίνει την ροπή στον μιμητισμό και προκρίνει την χαρά τού «να είσαι» για να μπορείς να δώσεις. Αυτό είναι το ήθος της πίστης που κάνει τη δύναμη του έρωτα να στρέφεται προς το πρόσωπο και όχι προς το σώμα μόνο. Προς τον όλο χρόνο τελικά και όχι σε μια αγάπη για το καλοκαίρι.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 27 Ιουλίου 2016
το είδαμε εδώ

Σάββατο, Ιουνίου 25, 2016

Οι Άγιοι και η ευπερίστατος αμαρτία(ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ) πρωτοπρεσβύτερος Θεμιστοκλής Μουρτζανός



 Όταν ένας άνθρωπος φέρει στους ώμους του ένα βαρύ φορτίο, μία δοκιμασία, έναν σταυρό, οι υπόλοιποι συνηθίζουμε να λέμε ότι αυτός «αγίασε». Έχουμε ταυτίσει τους αγίους με εκείνους του ανθρώπους που κουβαλάνε φορτία και μάλιστα δυσβάσταχτα.
 Η αγιότητα θεωρείται σταυρός. Θεωρείται επιλογή των λίγων. Αυτών που δε θέλουν να ζήσουν τη χαρά της κοσμικής ζωής, αλλά οραματίζονται έναν κόσμο εκτός χρόνου και μετά θάνατον, στον οποίο ο Θεός που πιστεύουν θα τους δώσει ανάπαυση. 
Έτσι εμείς οι άνθρωποι τους τιμούμε ακριβώς διότι δε χάρηκαν σ’ αυτή τη ζωή, αλλά άφησαν τα πάντα για τον ουρανό.

 Ο λόγος όμως του αποστόλου Παύλου, όταν αναφέρεται στους αγίους, μας δείχνει κάτι άλλο. Μας προτρέπει, «τοσούτον έχοντες περικείμενον ημίν νέφος μαρτύρων, όγκον αποθέμενοι πάντα και την ευπερίστατον αμαρτίαν, δι’ υπομονής τρέχωμεν τον προκείμενον ημίν αγώνα» (Εβρ. 12, 1)Έχοντας γύρω μας μια τόσο μεγάλη στρατιά μαρτύρων, ας τινάξουμε από πάνω μας κάθε φορτίο και την αμαρτία που εύκολα μας εμπλέκει, κι ας τρέχουμε με υπομονή το αγώνισμα του δύσκολου δρόμου που έχουμε μπροστά μας.

 Ο απόστολος δεν μας ζητά να σηκώνουμε φορτία, αλλά να τινάξουμε φορτία. Δεν βλέπει τη ζωή της πίστης ως βάρος. Αντίθετα, βλέπει τις μέριμνες αυτής της ζωής, την αγωνία μας να πετύχουμε, την επιδίωξη της ικανοποίησης κάθε επιθυμίας ως βάρος. Την θεοποίηση του εγώ μας. Την αίσθηση ότι υπάρχουμε για να περνάμε καλά. Αυτά μας παγιδεύουν, μαζί με τη αμαρτία, που εύκολα μας μπλέκει στον χρόνο, και δεν μας αφήνουν να έχουμε υπομονή για να τρέξουμε στον αγώνα προς τον Αρχηγό της πίστης μας που είναι ο Χριστός.

 Ο Παύλος μιλά για μια αλλιώτικη θέαση του κόσμου. Η σχέση με τον Χριστό είναι η χαρά. Η αγάπη που αυτή η σχέση δίνει είναι που νοηματοδοτεί τη ζωή μας. Το πρόσωπο του Χριστού αίρει τα φορτία μας. Και την ίδια στιγμή οι εντολές της πίστης δεν είναι βάρος και όγκος, αλλά ό,τι μας κάνει να βρίσκουμε ελπίδα. 
Αυτή η στάση δεν μπορεί να αγγίξει βέβαια εύκολα την εποχή του πρόσκαιρου και εφήμερου. Αν μπορείς να ικανοποιήσεις τις επιθυμίες σου και τα θελήματά σου «εδώ και τώρα», πώς να μη σου είναι βάρος η υπομονή; 
 Αν ο πειρασμός σου έχει να κάνει με το να χρησιμοποιείς τους άλλους για να περνάς καλά, πώς να μη σου είναι βάρος η αγάπη, στην οποία χρειάζεται να μοιραστείς, να παραιτηθείς από το εγώ, να συγχωρέσεις, να αντέξεις, να αφιερωθείς;
 Αν ο πολιτισμός σου λέει ότι έχεις δικαιώματα τα οποία είναι η βάση για να είσαι καταξιωμένος και επιτυχημένος, πώς να μη σου είναι βάρος το να παραιτηθείς από αυτά, να τα αφήσεις κατά μέρος, να πεις ότι χάριν της αγάπης, χάριν του πλησίον, χάριν της ταπεινής καρδιάς, θα δείξεις μακροθυμία και θα παραιτηθείς από ό,τι δικαιούσαι ή θα το μοιραστείς με τον άλλο; Θα παραιτηθείς ακόμη και από τον χρόνο σου, από τη δυνατότητα να ξοδεύεις τα πάντα όπως θέλεις, χάριν της συνάντησης με τον Θεό και τον πλησίον, ακόμη και και με εκείνον που δεν σε αναπαύει;

  Οι άγιοι νίκησαν την αμαρτία που μας κρατά παγιδευμένους στις περιστάσεις της ζωής, σε αυτό που φαντάζει ανίκητο, που δίνει στιγμιαία χαρά και σε κάνει να μη νοιάζεσαι για τη διάρκεια.Μεταμόρφωσαν τον αυθορμητισμό σε συνειδητή επιλογή πίστης. Τον φόβο του θανάτου σε ελπίδα ανάστασης. Την ήττα σε νίκη. Την περιφρόνηση και την απόρριψη σε εμπιστοσύνη στο Θεό και το θέλημά Του. Τον ιδρώτα, τον πόνο και το αίμα σε ολοκαύτωμα αγάπης. Είπαν μέσα τους ότι αξίζει ακόμη και ο θάνατος, παρά ο χωρισμός από τον Χριστό. Και αξιώθηκαν της αιώνιας κοινωνίας μαζί Του, αλλά και της τιμής των ανθρώπων εν τη Εκκλησία.
 Φοβόμαστε να σηκώσουμε τον σταυρό μας. Παρακαλούμε τον Θεό να μας απαλλάξει από το φορτίο του να μην έρχονται τα πράγματα όπως τα ζητάμε. Η αληθινή γενναιότητα όμως στη ζωή βρίσκεται εκεί όπου εμπιστευόμαστε Αυτόν που μας αγαπά και όταν αποτινάσσουμε κάθε βάρος που μας οδηγεί στην απόγνωση. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο στη ζωή της Εκκλησίας. Εκεί υπάρχει η αγιότητα. Στην Εκκλησία. 
Όταν στρέφουμε τον νου και την καρδιά μας τόσο στον Θεό όσο και σε όσους προηγήθηκαν στον δρόμο αυτό, τότε διαπιστώνουμε ότι η αγιότητα έχει χαρά. Γιατί είναι στερεωμένη στην αλήθεια που νικά τον χρόνο.
 Στο μυστήριο της Ευχαριστίας που μας ενώνει με τον Θεό και τον πλησίον. 
Στην μετάνοια που μας ξεκουράζει από την επενέργεια των παθών. 
Στον αγώνα να είναι η συνείδησή μας καθαρή από έργα που νεκρώνουν. Η Εκκλησία γίνεται ο δρόμος και ο τρόπος δια των οποίων το Άγιο Πνεύμα μας κάνει να ελπίζουμε και να ησυχάζουμε.

 Ναι, είναι δύσκολο να αποτινάξουμε τα φορτία. Γιατί άλλα είναι τα πραγματικά και άλλα νομίζουμε ότι κουβαλούμε. Η ζωή των αγίων είναι η διάλυση των ψευδαισθήσεων και η οικείωση της αλήθειας που βρίσκεται στη σχέση με το Πρόσωπο του Χριστού. 
Γιατί ο άγιος έχει βρει την αλήθεια. Τον πολύτιμο μαργαρίτη. Και αγαπώντας Τον, δε φοβάται. Με τα χαρίσματά του προσεγγίζει τον Θεό και αποπνέει τη χάρη Του. 
Ας δώσουμε λοιπόν στον εαυτό μας την ευκαιρία να βρει νόημα δια της αγιότητας και να ξεπεράσει την κάθε μορφής αμαρτία, αποτινάσσοντας τα φορτία που τον εμποδίζουν από το να ζήσει την Αλήθεια. Και το παράδοξο είναι ότι δε θα είμαστε μόνοι μας, αλλά όσοι προηγήθηκαν θα μας στηρίζουν με τις προσευχές και την αγάπη τους ενώπιον του Θεού. Ας καγχάζει ο κόσμος. Δεν είναι άξιος των αγίων. Αλλά ο Θεός θέλει πάντας σωθήναι! Μπορούμε να διαλέξουμε την αγαθή μερίδα Του.
το είδαμε εδώ

Σάββατο, Μαΐου 21, 2016

ΙΑΤΑΙ ΣΕ ΙΗΣΟΥΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ



      Πόσο αισθανόμαστε τον εαυτό μας ότι είμαστε ασθενείς πνευματικά; Ότι παραλύουμε κάποιες στιγμές από τη  δύναμη που έχουμε επιτρέψει να ασκεί επάνω μας το κακό; Ότι έχουμε κολλήσει στον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, τη ζωή, τις προτεραιότητές μας, ότι ο νους μας είναι φορτωμένος από τις βιοτικές μέριμνες, με αποτέλεσμα να μη μένει ούτε χώρος ούτε χρόνος για τον Θεό; Ότι η παράλυσις της καρδιάς μας έχει να κάνει με τη συνειδητή μας επιλογή να ζητούμε από τους άλλους να μας αγαπήσουν και να μας σταθούν και ότι εμείς δεν θέλουμε να κάνουμε το βήμα να ανοίξουμε τους εαυτούς μας προς εκείνους και ότι αυτή η στάση μάς χαρακτηρίζει και στη σχέση μας με τον Θεό;  Δικαιούμαστε, περιμένουμε, θέλουμε από Εκείνον την υγεία, τα αγαθά, την επιτυχία, τη ζωή, αλλά δεν είμαστε έτοιμοι να Τον αγαπήσουμε, να Τον αφήσουμε να μας αγιάσει, να είναι Εκείνος το νόημα και η χαρά μας;
        Στην πρώτη Εκκλησία, στην περιοχή της Λύδδας, υπήρχε ένας άνθρωπος που λεγόταν Αινέας και αυτός ήταν επί οκτώ έτη παράλυτος. Ο απόστολος Πέτρος, πηγαίνοντας για την Ιόππη, όπου επρόκειτο να αναστήσει μία σπουδαία χριστιανή και αγία, την Ταβιθά, περνά από την Λύδδα και ευλογεί τον Αινέα, λέγοντάς του: «Ιάται σε  Ιησούς ο Χριστός» (Πράξ.9,34). Ο Αινέας περπατά και πάλι, με αποτέλεσμα όλοι όσοι είδαν το θαύμα, να επιστρέψουν στον Χριστό και να αναγνωρίσουν τον Κύριο ως Θεό τους. Ο Πέτρος δεν χρησιμοποιεί τις δικές του δυνάμεις, ούτε τα χαρίσματά, τις ευλογίες που έχει πάρει από τον Χριστό. Ο λόγος του είναι λόγος συγκλονιστικός, λόγος εμπιστοσύνης, πίστης, βεβαιότητας, πως όλη η δική του ζωή πρώτα είναι γεμάτη από τον Ιησού τον Χριστό και αυτό που έχει δίδει στον ταλαιπωρημένο άνθρωπο.
            Ίσως αυτό είναι που μας παραλύει αληθινά, μας κάνει να κλεινόμαστε στον εαυτό μας, να κολλάμε, να απαιτούμε χωρίς να θέλουμε να προσφέρουμε. Ίσως γιατί τελικά δεν είμαστε βαθιά πεπεισμένοι ότι ο Χριστός κατοικεί στις καρδιές μας. Έτσι, άλλος από εμάς δίνει λόγο, άλλος γνώσεις, άλλος παραπέμπει στους αγίους, άλλος αισθάνεται ότι ο Θεός δεν τον ακούει και πώς να σώσεις λύσεις όταν εσύ δεν τις έχεις για σένα. Πρωτίστως όμως κλεινόμαστε στον εαυτό μας διότι έχουμε παρασυρθεί από το πνεύμα και τον τρόπο της εποχής μας που λέει πως πρωτίστως πρέπει να έχουμε. Να ικανοποιούμε τον εαυτό μας και το εγώ μας και να περιμένουμε μόνο από τους άλλους να πάρουμε. Αυτός που έχει μάθει μόνο να θέλει, να έχει, να διεκδικεί για τον εαυτό του, δεν μπορεί να ανοιχτεί, να στερηθεί, να βρει χρόνο για τους άλλους, να υποχωρήσει, να συγχωρήσει, να ανεχτεί. Κι αυτός δεν μπορεί να αφήσει χώρο στην καρδιά του για τον Χριστό, διότι το εγώ του κυριαρχεί και τα πάθη του τον κατατρώγουν. Σταδιακά παραλύει ή σκληραίνει τόσο που να μην του κάνει τίποτε εντύπωση, να μην αγαπά τίποτε και κανέναν ή να αγαπά όσους τον εξυπηρετούν, όσους μπορεί να χρησιμοποιήσει.
        «Ιάται σε Ιησούς ο Χριστός». Γιάτρεψε τον Αινέα από την παραλυσία, την μοναξιά, την απελπισία, την παραίτηση. Γιατρεύει κι εμάς ο Χριστός, εφόσον πιστεύουμε σ’  Αυτόν, από την παραλυσία της αμαρτίας, από την μοναξιά του να μη βγαίνουμε από τον εαυτό μας, από την απελπισία να ζούμε μία ζωή χωρίς διέξοδο. Γιατρεύει κι εμάς ο Χριστός από την απιστία. Από την παράδοσή μας στους ρυθμούς μιας ζωής χωρίς αληθινή γιορτή, χωρίς δημιουργική έκφραση από την δική μας πλευρά, χωρίς αίσθηση ότι προηγείται η αγάπη και ότι όλα τα άλλα, χρήμα, καριέρα, ικανοποίηση επιθυμιών, αν έχουν σχέση με την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, έχουν νόημα, αν δεν έχουν, δεν μας εξασφαλίζουν ανόρθωση. Γιατρεύει κι εμάς ο Χριστός από τον φόβο του θανάτου, το αίσθημα της ματαιότητας, που μας κάνει να αναζητούμε χαρά στις προτάσεις του κόσμου, που είναι όμως μία επαναλαμβανόμενη παγίδα εγκλεισμού μας σε έναν ψεύτικο χρόνο και τρόπο, ο οποίος δεν μπορεί να μας βγάλει  από το σκοτάδι της ακοινωνησίας. «Ιάται σε Ιησούς ο Χριστός». Δίνει και σε μας φως και κοντά μας φωτίζονται και άλλοι. Κι αυτο δεν μπορεί να γίνει πράξη μακριά από την Εκκλησία, μακριά από την ένταξη στο σώμα του Χριστού, από το μοίρασμα της χαράς μας με άλλους, από την αίσθηση ότι μπορούμε από κοινού να αναστηθούμε και ότι ο ένας μπορεί να μοιραστεί την αλήθεια με τον άλλο. Με κάθε τρόπο και κάθε μέσο, πρωτίστως όμως με την προσευχή και την μετοχή στο κοινό ποτήριο και στα μυστήρια.  «Ιάται σε Ιησούς ο Χριστός». Όχι εγώ τον εαυτό μου ή εγώ τους άλλους ή οι άλλοι εμένα ή οι άλλοι τον εαυτό τους, αλλά ο Χριστός όλους μας. Συνοδοιπόροι στην οδό όπου το Πρόσωπο είναι το τέλος και την ίδια στιγμή Αυτός που μας βοηθά να φτάσουμε στο τέλος. «Ιάται σε Ιησούς ο Χριστός». Και την ίδια στιγμή, όλοι, αρκεί να συνειδητοποιήσουμε την ασθένειά μας, όπως κι αν αυτή εκφράζεται, γιατρευόμαστε γιατί ξέρουμε ότι χαρά μας είναι η συνάντηση, η ελπίδα, η εργασία, με όποιον τρόπο, για τους άλλους.
            Οι άνθρωποι, περισσότερο ή λιγότερο ασθενείς, παλεύουμε για τα συμφέροντά μας. Ξέρουμε να ζητούμε και να απαιτούμε. Κάποτε ο Θεός επιτρέπει να δοκιμαζόμαστε. Μέχρις ότου βρούμε την οδό της πίστης. Την οδό της Ανάστασης και της ζωής. Την οδό της αληθινής ίασης. Ακόμη κι αν είμαστε λίγοι μέσα στον κόσμο αυτό,  τελικά ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων δε θα μας ξεχάσει. Εντός της Εκκλησίας θα μας δώσει τη χάρη και τη χαρά Του. Αρκεί να ξεκινήσουμε ό,τι παίρνουμε να το δίνουμε. Αν ζούμε Χριστό, τον Χριστό θα δώσουμε. Αν ζούμε τον εαυτό μας, το εγώ μας. Αν την παραλυσία μας, δε θα βοηθούμε άλλους να βγούνε από τη δική τους λύπη. Καιρός να μετρηθούμε με το φως της ανάστασης και να αποφασίσουμε αν θέλουμε τη γιατρειά μας. Και να στραφούμε προς Εκείνον που γνωρίζει και δίνει, αναλαμβάνοντας ο καθένας την ευθύνη της προσωπικής μας αφύπνισης!

Κέρκυρα, 22 Μαΐου 2016

Σάββατο, Μαΐου 07, 2016

ΕΩΡΑΚΑΜΕΝ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΟΥΜΕΝ ΚΑΙ ΑΠΑΓΓΕΛΟΜΕΝ ΥΜΙΝ ΖΩΗΝ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ


     Αγαθή συγκυρία έκανε να συμπίπτει η Κυριακή του Θωμά με την μνήμη του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Από την μία ο μαθητής ο οποίος αμφισβήτησε την ανάσταση του Χριστού και κλήθηκε να ψηλαφήσει  τον Αναστημένο Κύριο, για να ομολογήσει «ο Κύριός μου και ο Θεός μου», και από την άλλη, ο ευαγγελιστής της αγάπης, ο οποίος ξεκινά την πρώτη από τις τρεις καθολικές επιστολές του με την περίφημη φράση:  «ό ην απ’ αρχής, ό ακηκόκαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν» (Α’  Ιωάν. 1, 1-2), δηλαδή «σας γράφουμε για τον Ζωοποιό Λόγο, που υπήρχε εξαρχής. Εμείς τον έχουμε ακούσει και τον έχουμε δει με τα ίδια μας τα μάτια. Μάλιστα τον είδαμε από κοντά, και τα χέρια μας τον ψηλάφησαν. Όταν η ζωή φανερώθηκε, την είδαμε με τα μάτια μας. Καταθέτουμε λοιπόν τη μαρτυρία μας και σας μιλάμε για την αιώνια ζωή που ήταν με τον Πατέρα, φανερώθηκε όμως σ’  εμάς».
        Λόγια συγκλονιστικά, τα οποία όμως εκφέρονται από πρόσωπα τα οποία υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες και κοινωνοί της σχέσης με τον Αναστημένο Χριστό. Δεν είναι πεποιθήσεις περί Χριστού. Δεν είναι ιδέες και φιλοσοφίες. Είναι η προσωπική εμπειρία. Γι’  αυτό δεν χωρά συζήτηση περί της αυθεντικότητας της. Η όποια συζήτηση μπορεί να γίνει στο πεδίο της πίστης. Κατά πόσον η εμπειρία είναι αληθινή. Και η εμπειρία αυτή έχει να κάνει με το γεγονός της Αναστάσεως, όχι με την ζωή που οι μαθητές έζησαν κοντά στον Χριστό. Η ιστορικότητα του προσώπου του Κυρίου δεν αμφισβητείται. Η πίστη ότι είναι ο Αναστημένος Θεός έχει να κάνει με τον καθένα μας. Και οι δύο απόστολοι τολμούν και δίδουν τη δική τους αυθεντική μαρτυρία, όπως την έδωσαν και οι υπόλοιποι που Τον είδαν, συνομίλησαν, συνέφαγαν, Τον άκουσαν να διδάσκει και πάλι τη πλήρη αλήθεια και αποκάλυψη για το πρόσωπό Του, είδαν τα σημάδια από τα καρδιά και τη λόγχη να είναι χαραγμένα στο σώμα Του και μ’  αυτά να ανεβαίνει στον ουρανό. Είναι η μαρτυρία της πρώτης Εκκλησίας, η οποία δε στηρίχτηκε μόνο στις εμπειρίες των αποστόλων, αλλά και σε εκείνους και εκείνες που έζησαν με τον Χριστό τόσο στο έργο Του εν τω κόσμω, όσο και μετά την Ανάστασή Του και αποτέλεσαν επιπλέον μάρτυρες της αλήθειας. Αλλά και σύμπασα η Εκκλησία, δια των Αγίων της, μαρτυρεί στους αιώνες το μήνυμα της αναστάσιμης χαράς.
       «Εωράκαμεν», λέει ο Ιωάννης. Στην Ανάσταση συμμετέχουν οι ανθρώπινες αισθήσεις. Την Ανάσταση την προσλαμβάνουμε και με το σώμα μας και όχι μόνο με το πνεύμα μας. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός μας καλεί σε μία νέα σχέση τόσο με τον εαυτό μας όσο και με τον συνάνθρωπο και τον κόσμο. Το σώμα μας δεν είναι αμαρτωλό, δεν είναι περιφρονητέο, δεν είναι υποδεέστερο του πνεύματος. Αφού ο Χριστός ζητά και αφήνεται να Τον δούμε με τα σωματικά μάτια, να Τον ακούσουμε με τα αυτιά μας, να Τον ψηλαφήσουμε με την αφή μας, αυτό σημαίνει ότι το σώμα έχει ευλογία από τον Θεό. Και το δικό μας σώμα λοιπόν καλείται να γίνει μάρτυρας της Ανάστασης.
Αυτό επιτυγχάνεται πρωτίστως με την μετοχή μας στο ποτήριο της Ευχαριστίας, στο οποίο κοινωνούμε το Σώμα του Χριστού, γευόμενοι της πηγής της αθανασίας. Ο άρτος και ο οίνος δε λειτουργούν ως υλικά στοιχεία, αλλά έχουν μεταβληθεί με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος σε σώμα και αίμα του Αναστημένου Χριστού. Επιτυγχάνεται ακόμη με τη θέα του φωτός και του κάλλους με το οποίο ο Θεός έχει προικίσει τον κόσμο. Το φως είναι υλικό. Όμως εικονίζει και το πνευματικό φως, τη χαρά και την αισιοδοξία δια της οποίας ο Θεός μας βεβαιώνει ότι ο θάνατος νικήθηκε. Βλέποντας τα μεγαλεία της δημιουργίας, τις συνεχόμενες αναστάσεις της φύσης και την ανακαίνιση της ζωής, δεν μπορεί παρά κάποιος να δοξάσει τον Θεό για το σχέδιό Του και να αισθανθεί ότι αν για τον κόσμο ο Θεός έχει δώσει τέτοια ευλογία, πόσο μάλλον για τον άνθρωπο. Αλλά το δικό μας σώμα γεύεται τον τρόπο της ανάστασης δια της τιμής των λειψάνων των Αγίων. Ο ασπασμός και η προσκύνησή τους είναι σημείο της τιμής και της μετοχής στην ανάσταση. Διότι δεν είναι οστά νεκρών, αλλά ζώντων. Θαυματουργούν. Ελεούν. Προσεύχονται για μας. Μένουν ζώντες στις καρδιές και τη μνήμη μας. Δίνουν τα ονόματά τους στους ανθρώπους.  Με τη ζωή και το θάνατό τους δείχνουν ότι υπάρχει ελπίδα και νόημα. Αναστάσιμο.
«Μαρτυρούμεν», λέει ο Ιωάννης. Δεν αρκεί απλώς η μετοχή των αισθήσεων. Η μαρτυρία της Αναστάσεως δίνεται από τον άνθρωπο ο οποίος προσπαθεί στη ζωή του να αγωνιστεί, ώστε να νικηθεί το κακό και ο θάνατος, όπως κι αν αυτός εκφράζεται. Να νικηθεί ο θάνατος της αμαρτίας, ως χωρισμού από τον Θεό. Ο θάνατος του μίσους ή της αδυναμίας της αγάπης να κυβερνήσει την ύπαρξη. Ο θάνατος που γεννιέται από τον φόβο. Ο θάνατος ως αίσθηση ανυπαρξίας. Ο θάνατος ως απελπισία για τα όσα ο κόσμος υπόσχεται και δεν μπορεί να πραγματοποιήσει. Ο θάνατος των σταυρών που αποκρύπτουν ότι το μνήμα σε λίγο θα είναι κενό. Ο θάνατος της αδυναμίας για συγχώρεση και της επιλογής για εκδίκηση. Αυτή η μαρτυρία δίνεται από όποιον θέλει να είναι χριστιανός στο ήθος και τον τρόπο της Εκκλησίας. Στα μυστήρια, αλλά και στη συνάντηση με τον πλησίον, που γίνεται αφόρμηση ανάστασης για κάθε σχέση.
«Απαγγέλομεν υμίν ζωήν την αιώνιον», λέει ο Ιωάννης. Αν σε κάτι ξεχωρίζουμε οι χριστιανοί από τις άλλες θρησκείες, είναι η αναγγελία και η υπόσχεση και η βίωση της αιωνιότητας. Οι θρησκείες μιλούν άλλες για απολαύσεις της ψυχής, άλλες για μετενσαρκώσεις για να καθαριστεί η ψυχή από το κακό προσλαμβάνοντας άλλο σώμα, άλλες για παρουσία πνευμάτων ανάμεσά μας, όμως καμία δεν δίδει την απαγγελία της αιωνιότητας με τον Θεό. Οι θεότητες των άλλων θρησκειών δίδουν στους πιστούς τους χαρές, αλλά δεν είναι μαζί τους. Δεν κοινωνούν το φως και τη χαρά και την αγάπη πρόσωπο προς πρόσωπο, όπως γίνεται στη δική μας πίστη. Δια του Προσώπου του Αναστημένου Θεανθρώπου σωζόμαστε και ως πρόσωπα βιώνουμε την αιωνιότητα όντας σε κοινωνία με τον Χριστό. Δεν είναι ένας Θεός που μας αφήνει μόνους ή έστω με τα αγαθά μας ή με τους σταυρούς μας, αλλά ο Θεάνθρωπος Λυτρωτής ο Οποίος είναι πάντοτε παρών μαζί μας πάσας τας ημέρας.
Αυτή είναι η εμπειρία της Εκκλησίας την οποία καλούμαστε να ψηλαφήσουμε, να ζήσουμε, να χαρούμε στο φως της Ανάστασης, μαζί με τους μαθητές και τους αγίους μας!
Χριστός Ανέστη!

Κέρκυρα, 8 Μαΐου 2016  

Παρασκευή, Απριλίου 29, 2016

Μεγάλη Παρασκευή: Ο Ευσχήμων Ιωσήφ

ιωσήφ


«Ο ευσχήμων Ιωσήφ από του ξύλου καθελών το άχραντόν σου σώμα, σινδόνι καθαρά ειλήσας και αρώμασι, εν μνήματι απέθετο». Στην τραγωδία του Πάθους του Κυρίου, μια μορφή περνά ξώφαλτσα από την πρώτη γραμμή της επικαιρότητας.

Κυριαρχούν οι δύο Αρχιερείς των Ιουδαίων, ο Άννας και ο Καϊάφας, ο ένας σκληρότερος από τον άλλο. Ορθώνεται τραγικά λίγη η μορφή του Πιλάτου, ενός ηγεμόνα ανίκανου να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να πάρει αποφάσεις δικαιοσύνης. Σαν αστραπή περνά η εικόνα του Πέτρου που κλαίει πικρά, μη μπορώντας να νικήσει ούτε καν ένα αθώο κορίτσι! Ακόμα κι η εικόνα του Βαραββά, που γλιτώνει τη ζωή του για χάρη ενός Αθώου, θα μπορούσε να σταθεί αχνή μπροστά μας. Στο Σταυρό κυριαρχεί ο ληστής, ο Ιωάννης, η Παναγία, μορφές που πονούν! Και πάνω απ’ όλα, ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό κοροϊδίας απ’ αυτούς που φανέρωναν στον κόσμο ότι καμιά ζωή δεν έχει αξία, όταν δεν συμφωνεί με τα δικά μας πιστεύω! Κι όμως, υπάρχει μια μορφή που ανήκει στους δευτεραγωνιστές του Πάθους, αλλά στην ουσία εκφράζει πολλά περισσότερα από τον εαυτό της. Είναι ο Ιωσήφ από Αριμαθαίας, βουλευτής εκείνης της εποχής, κρυφός μαθητής του Ιησού, ο οποίος «τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού». Το ζήτησε, το πήρε, το έθαψε! Με μια απλότητα στ’ αλήθεια συγκινητική, αποδεικνύει την αγάπη του προς τον νεκρό Διδάσκαλο, αλλά και ταυτόχρονα ότι δεν χρειάζεται να είναι κανείς στο προσκήνιο για να προσφέρει αυτό που η καρδιά του νιώθει.
«Ευσχήμων» χαρακτηρίζεται ο Ιωσήφ από τον ευαγγελιστή, που σημαίνει ξεχωριστός, διαλεχτός, αρχοντικός. Κανείς δεν θα περίμενε απ’ αυτόν να δείξει μια τέτοια τόλμη, ωστόσο τα θαύματα γίνονται απ’ αυτούς που δεν το περιμένει κανείς! Εκεί που οι αγαπημένοι μαθητές του Κυρίου κρύφτηκαν από φόβο μην οδηγηθούν στα ίδια μονοπάτια με τον Ιησού, ο προσδεχόμενος την βασιλεία του Θεού Ιωσήφ δεν διστάζει να προσφέρει τις τελευταίες φροντίδες σ’ Αυτόν που πιστεύει, καταπλήσσοντας και τον Πιλάτο και τους περί αυτόν, ίσως και τον ίδιο του τον εαυτό!
Οι περισσότεροι άνθρωποι ίσως είμαστε στην ίδια κατηγορία με τον Ιωσήφ, ευσχήμονες. Η κοινωνία έχει για μας καλή γνώμη, δεν προκαλούμε με τη ζωή μας, είμαστε όπως όλοι, παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα στη ζωή χωρίς να προκαλούμε, ίσως στην προσωπική μας ζωή να έχουμε αυτή την αρχοντιά του Ιωσήφ, αυτό το διαλεχτό, αλλά το μοιραζόμαστε μόνο με τους δικούς μας ή το στενό μας περιβάλλον! Ίσως να μας συγκινεί και ο τρόπος της βασιλείας του Θεού, να προσπαθούμε αθόρυβα να τη βιώσουμε στη ζωή μας, ίσως και πάλι κάτι να περιμένουμε, να αναζητούμε αυτό το μυστικό κάλεσμα του ουρανού!
Έρχεται όμως η στιγμή που καλούμαστε να δείξουμε την τόλμη του Ιωσήφ! Και τότε, όπου και να βρισκόμαστε, στο εργασιακό, το κοινωνικό, το οικογενειακό περιβάλλον, όπου κι αν αγωνίζεται ο καθένας μας, ξυπνά μέσα μας αυτή η τόλμη, ξαναβρίσκουμε ένα νεανικό θάρρος που πηγάζει από την πίστη στο γνήσιο, την πίστη σ’ Αυτόν που βλέπουμε να παθαίνει, να πεθαίνει, να θυσιάζεται για μας, και ξυπνά μέσα μας ο ευσχήμων που κρύβουμε!
Και τότε νιώθουμε να μας πλημμυρίζει η ανάγκη της μαρτυρίας του Θεού, μια μαρτυρία που δε δίνεται με κραυγές, βία, φωνές, αλλά λειτουργεί σιωπηλά, με την αγάπη που δε γνωρίζει σύνορα, με την παρηγοριά, με την προσφορά χρημάτων αλλά και ενός καλού λόγου, με την προσφορά του χαρίσματος που έχει ο καθένας από μας όπλο μοναδικό, δώρο Θεού, γνήσια ανταπόκριση στον Σταυρωμένο Αγαπημένο, που βλέπουμε να μας δείχνει το δρόμο!
Δεν λείπουνε οι ευσχήμονες σήμερα, ούτε θα λείψουνε ποτέ! Η παρουσία του Ναζωραίου δεν θα πάψει ποτέ να λειτουργεί μυστικά και απλά στις ψυχές των πολλών, όπου κι αν βρίσκονται, με ό,τι κι αν ασχολούνται! Άλλωστε, αυτή είναι η κοινωνία του Ιησού, η βασιλεία που αγκαλιάζει τους πάντες, χωρίς εξαίρεση, ακόμα κι αυτούς που τον μισούν, ακόμα κι αυτούς που προσπερνούν αδιάφοροι στη θυσία Του, αυτούς που το Πάσχα θα τους βρει στα έθιμα κι όχι στην Ανάσταση!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Τετάρτη, Απριλίου 27, 2016

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ: ΕΝΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ



Ποιος των πολλών ο ένας και του ενός ο κλήρος τι; («Ροδαμών  και  Ήβης»,  Δυτικά της Λύπης)
Ψάχνουμε τον Ατίμητο στη ζωή μας. Αυτόν που θα είναι ο Ένας και που κοντά Του τα πάντα θα έχουν νόημα, χαρά και αγάπη. Αλλά χρειάζεται η «κένωσις του πολυτιμήτου» για να γίνει η συνάντηση ζωή. Μας χαρίζεται η Αγάπη. Δεν μπορούμε όμως να την καταστήσουμε οικεία μας αν δεν αδειάσουμε από ό,τι μας κάνει να κλεινόμαστε στο εγώ μας. Ιδίως από την αίσθηση του αλάθητου. Ότι για όλα φταίνε οι άλλοι. Ότι η συνείδησή μας δεν δικαιούται να μας ελέγξει.  Δεν αρκεί όμως  η κένωση. Χρειάζεται και η πλήρωση. Από την επιθυμία του Απόλυτου. Από την ταπεινοσύνη να αναγνωρίσουμε ότι δεν μπορούμε αλλιώς.  Από το δόσιμο που γίνεται θυσία του χρόνου, του τρόπου, των ασχολιών.  Από τη νίκη κατά του συμβιβασμού με το «έτσι κάνουν άλλοι».
«Ποιος των πολλών ο Ένας;».  Ανήκουμε στους πολλούς και δυσκολευόμαστε να σκεφτούμε ότι αν δεν βγούμε από αυτούς, αν δεν σταματήσουμε να λογαριάζουμε τα λόγια, τις σκέψεις, τις νοοτροπίες τους είναι αδύνατον να Τον συναντήσουμε. Μαζί Του όμως θα ξαναμπούμε στους πολλούς, έχοντας τον μαργαρίτη ως σηματωρό και κήρυκα.  Και θα αναμορφώσουμε τη λογική των πολλών.
Βέβαια «του ενός ο κλήρος» είναι η θυσία. Είναι ο θάνατος. Είναι να υποστεί την προδοσία από όσους νομίζουν ότι Τον αγαπούνε, στην ουσία όμως αγαπούνε μόνο τον εαυτό τους  και Εκείνον μόνο για όσο εξυπηρετεί το «εγώ» τους.  «Ουαί τω ανθρώπω εκείνω» που δε νιώθει τι κάνει.
Ο Ατίμητος όμως έχει ως κλήρο Του  το  «σφαγιασθήναι και δοθήναι εις βρώσιν τοις πιστοίς».  Και είναι επιλογή και όχι μοίρα. Διότι της αγάπης αυτού ουκ έστιν όριον.
Μεγάλη Τετάρτη, 
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δευτέρα, Απριλίου 25, 2016

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ


Κάποιος άγνωστος Γαβριήλ μου κάνει νοήματα.
 – Σύμφωνοι, θα πεθάνουμε όλοι μας .  αλλά προς τι; 
Ψηλά κοιτάω σαν άστρο το βορινό παράθυρο
 που το ξεχάσανε ανοιχτό και μ’ αναμμένο φως.
Οι άλλοι κοιμούνται ή προσωρινά ή αιώνια
ύπτιοι, με το πρόσωπο ακάλυπτο στον ουρανό.
Πάω μ’  από κοντά τις μετρημένες μέρες μου
– Σύμφωνοι, ναι .  αλλ’  η ζωή αυτή δεν έχει τέλος.
(«Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου»- Οδ. Ελύτης).

Αυτός που πιστεύει συνήθως νιώθει έρημος στον κόσμο. Ας σκεφτούμε τους Αγίους μας. Ζώντας ανάμεσα σε υποψήφιους νεκρούς, οι οποίοι συνέχιζαν τη ζωή τους, τις υποχρεώσεις τους, τα όνειρά τους, τις μέριμνές τους με πρόσωπο ακάλυπτο από την απουσία σεβασμού στον ουρανό, οι Άγιοι επιμένανε και επιμένουν: Ναι, θα πεθάνουμε. Αλλά η ζωή αυτή δεν έχει τέλος.
Και το δείχνανε αγαπώντας, εκεί που οι άλλοι τους έλεγαν να διεκδικούν το δίκιο τους. Συγχωρώντας, εκεί που οι άλλοι τους έλεγαν να τιμωρήσουν. Προσευχόμενοι, εκεί που οι άλλοι τους έλεγαν να περνάνε καλά. Υπομένοντας, εκεί που οι άλλοι φώναζαν «γιατί;». Γνωρίζοντας ότι  ο θάνατος μπορεί να έρθει, αλλά μαζί του είναι και η ανάσταση, εκεί όπου οι άλλοι έβαζαν έναν οβολό στο στόμα του νεκρού τους και λυπόντουσαν ως μη έχοντες ελπίδα. Τραγουδώντας και ψάλλοντας έναν Θεό που δημιούργησε και αναδημιούργησε τον κόσμο, εκεί όπου οι άλλοι ζητούσαν έναν Θεό που θα ικανοποιήσει τα συμφέροντά τους, κι αν αυτό δε γινόταν έλεγαν ότι δεν χρειάζεται να υπάρχει. Βλέποντας έναν Θεό που γίνεται Νυμφίος, κάλλει ωραίος, μέσα στις πληγές και την απόρριψη.
Πού είναι οι άλλοι και πού είναι οι άγιοι; Τα μωρά του κόσμου λυτρώνουν τον κόσμο. Οι μη πιστεύοντες δεν μπορούν να βοηθήσουν ούτε καν τον εαυτό τους. Και δεν ξέρουν τελικά ούτε γιατί ζούνε ούτε γιατί πεθαίνουν.  Τούτες οι μέρες μας καλούνε να αποφασίσουμε τελικά με ποιους είμαστε: Αναστημένοι με τον Χριστό και τους Αγίους ή προσωρινά ή αιώνια υπνώττοντες με τους περιφρονητές. Δεν έχει τέλος η ζωή για  όποιον αγαπά τον Θεό. 

π. Θ.Μ.
25 Απριλίου 2016
το είδαμε εδώ

Κυριακή, Απριλίου 24, 2016

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ


«Βρήκα μια μικρή εκκλησία όλο τρεχούμενα νερά και την κρέμασα στον τοίχο. Τα μανουάλια της είναι πήλινα και μοιάζουν με τα δάχτυλά μου όταν γράφω. Από το πώς αστράφτουν τα τζάμια καταλαβαίνω αν πέρασε άγγελος. Και συχνά κάθομαι τ’  απογέματα έξω στο πεζούλι και κρατιέμαι στις κακοκαιρίες όπως το γεράνι» («Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου»- Οδ. Ελύτης).

Είναι μέρες του χρόνου που ο καθένας μας νιώθει την ανάγκη να βρει κάτι από ό,τι αληθινά αξίζει. Να βρει το νόημά του. Να αφήσει την αλήθεια να εισοδεύσει στη ζωή του. Ψευτίζουμε με τα πολλά. Το πλήθος των πληροφοριών και των προτύπων. Περικυκλωμένοι από εχθρούς, ορατούς κι αόρατους. Μα δε γνωρίζουμε ότι η Αλήθεια, ό,τι αξίζει, βρίσκεται στα Πρόσωπα. Πρόσωπα που ξεκινούν από τον Ουρανό κι επιστρέφουν σ’  Αυτόν. Μα, την ίδια στιγμή, μεταμορφώνουν τη γη. Τη ζωή μας. Πρόσωπα που δε χρειάζονται ωσαννά, διότι αυτό εύκολα γίνεται άρον, άρον. Πρόσωπα όμως από τα οποία μπορούμε να κρατηθούμε στις κακοκαιρίες. Τις παλιές και τις καινούργιες. Και να βρούμε στη χάρη και την απλότητά τους αυτό που μας σώζει. Και όταν τα Πρόσωπα αυτά συναντιούνται, Κυριακή και Σάββατο, στην αρχή και το τέλος μιας εβδομάδας που η λέξη Μεγάλη αποτυπώνει αυτό που πραγματικά είναι, τότε κι εμείς μπορούμε να ξεδιψάσουμε. Στου Χριστού και στ’  Αγιού μας την εκκλησιά. Στη μνήμη και την απλότητα. Στο θαύμα και στο μήνυμα. Αρκεί να καταλάβουμε το εύθραυστο του σκεύους μας και να  ακουμπήσουμε. Για να ευωδιάσουμε όπως το γεράνι από το αεράκι τους.   

π. Θ.Μ.
24 Απριλίου 2016
πηγή

Σάββατο, Απριλίου 09, 2016

ΒΙΑ ΚΑΙ ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΓΗΠΕΔΑ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


              
Ο αθλητισμός είναι μία από τις διεξόδους του σύγχρονου νέου στην προσπάθειά του να βρει ταυτότητα, δηλαδή να ανήκει σε μία κοινότητα ανθρώπων που έχουν κοινά ενδιαφέροντα, βρίσκουν θέματα συζήτησης, μπορούν να περάσουν ευχάριστα στον ελεύθερο χρόνο, αξιοποιούν τα διαδικτυακά Μέσα Ενημέρωσης, στα οποία οι αθλητικές ιστοσελίδες κατέχουν μεγάλο μερίδιο. Πολλοί νέοι εξάλλου είναι αθλητές. Είναι όμως φανερό σε όλους ότι ο αθλητισμός συνδέεται με έναν πρωτοφανή φανατισμό, αποτελεί κατά καιρούς το άλλοθι για πράξεις βίας και γενικότερα τροφοδοτεί ένα κλίμα αντιπαράθεσης και κατασκευής εχθρών.  Βεβαίως η ταυτότητα, για να νοηματοδοτηθεί, προϋποθέτει και την αντίθεση. Την ύπαρξη ενός άλλου, διαφορετικού, σε αντίθετη κατεύθυνση από εμάς. Υπάρχει όμως απόσταση από την προσκόλληση σε μία ομάδα μέχρι την επιλογή στην πράξη της επιβολής της ανωτερότητάς της, η οποία κανονικά μόνο στους αθλητικούς χώρους μπορεί να αποδειχθεί ότι υφίσταται, αν και ο αυθεντικός αθλητισμός στηρίζεται στην έννοια της χαράς που προκαλεί στους ενασχολούμενους μ’  αυτόν και όχι στην έννοια της επικράτησης εις βάρος των άλλων.
         Ο φανατισμός καλλιεργείται και από την εμπορευματοποίηση του αθλητικού ιδεώδους για λόγους κοινωνικού κύρους, από τους παράγοντες που ασχολούνται μ’  αυτόν. Την ίδια στιγμή, ολοένα και περισσότερο,  διαφαίνεται η αδυναμία και αποτυχία της πολιτείας να επιβάλει κανόνες  οι οποίοι θα διασφαλίσουν ισότητα και αξιοπρέπεια στον χώρο, θα χτυπήσουν το κακό στη ρίζα του, που είναι τα υπαρξιακά κενά των νέων, θα επαναφέρουν τον αθλητισμό στο νόημα της χαράς που προσφέρει και, κυρίως, δε θα αφήνουν τους νέους να πιστεύουν ότι κάτι που συμπληρώνει την καθημερινότητά τους, μπορεί να γίνει ο σκοπός της.
              Ο νέος δε μαθαίνει να συζητά σήμερα, καθώς στο σχολείο αντιμετωπίζει είτε έναν μονόλογο που σκοπό έχει την παράδοση  μιας εξοντωτικής ύλης, είτε δε συναντά εύκολα εκπαιδευτικούς που τον βοηθούν να αυτενεργεί. Από την άλλη, οι νεανικές παρέες, τα κινητά και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης δεν προσφέρονται για συζητήσεις που θα βοηθήσουν στη νηφάλια αποτίμηση και των αθλητικών γεγονότων και του συναγωνισμού των ομάδων, αλλά οδηγούν στην αυτοπροβολή, στην διαμόρφωση θριαμβευτικού κλίματος εις βάρος των άλλων, στην αιτιολόγηση της ήττας ως αποτελέσματος αδικίας, αλλά και στην μη αποδοκιμασία κακών συμπεριφορών, οι οποίες οφείλονται πάντοτε στο κακό που προκαλούν οι άλλοι, ποτέ οι δικοί μας.
           Η Εκκλησία καλείται να συμβάλει στο να διαμορφώσουν οι νέοι ταυτότητα, με επίγνωση της διαφορετικότητάς τους, αλλά όχι με την συντριβή, τη γελοιοποίηση, την τελική εξόντωση του άλλου. Στηριγμένη στην αγάπη που ξέρει να μας κάνει να συνυπάρχουμε, η Εκκλησία μπορεί, μέσα από τις ενοριακές συντροφιές της και τις κατασκηνώσεις του καλοκαιριού, με τον λόγο της, αλλά και με την καλλιέργεια αυθεντικού αθλητικού πνεύματος, να βοηθήσει ώστε ο νέος να χαίρεται τον αθλητισμό και να μην τον καθιστά αυτοσκοπό επιβολής.   Κάτι τέτοιο προϋποθέτει απαγκίστρωση από την αγκύλωση ότι τα ενδιαφέροντα των νέων έχουν να κάνουν με την εκκοσμίκευση και αξιοποίηση όσων στελεχών της Εκκλησίας, κληρικών και λαϊκών, ενδιαφέρονται για τον αθλητισμό. Πρωτίστως όμως με την καλλιέργεια ήθους χαράς και την συναίσθηση ότι όταν ανήκουμε στον Χριστό και την πίστη ο άλλος είναι οικείος μας, ακόμη κι αν υποστηρίζουμε διαφορετικές ομάδες!     

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της 6ης Απριλίου 2016

Παρασκευή, Απριλίου 01, 2016

Ομιλία εις τους Γ'Χαιρετισμούς της Παναγίας ΧΑΙΡΕ Η ΤΑΝΑΝΤΙΑ ΕΙΣ ΤΑΥΤΟ ΑΓΑΓΟΥΣΑ, ΧΑΙΡΕ Η ΠΑΡΘΕΝΙΑΝ ΚΑΙ ΛΟΧΕΙΑΝ ΖΕΥΓΝΥΣΑ

ΧΑΙΡΕ Η ΤΑΝΑΝΤΙΑ ΕΙΣ ΤΑΥΤΟ ΑΓΑΓΟΥΣΑ, ΧΑΙΡΕ Η ΠΑΡΘΕΝΙΑΝ ΚΑΙ ΛΟΧΕΙΑΝ ΖΕΥΓΝΥΣΑ


Ένας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους τιμούμε την Παναγία είναι και γιατί ένωσε αυτά που φαίνεται αδύνατον να ενωθούν, έφερε τα αντίθετα στον ίδιο τόπο και τρόπο. Γι’ αυτό και ο ποιητής του Ακαθίστου Ύμνου την χαιρετά αναφωνώντας: «Χαίρε, η ταναντία εις ταυτό αγαγούσα . χαίρε η παρθενίαν και λοχείαν ζευγνύσα». Και μας δίδει η Υπεραγία Θεοτόκος ένα παράδειγμα κατά Θεόν σύνθεσης, μοναδικό σε ό,τι αφορά την δυναμική του, αλλά και την ίδια στιγμή κατορθωτό από όλους μας, παρά την φαινομενική δυσκολία του.
  Ποια είναι τα αντίθετα που ένωσε στο πρόσωπό της η Παναγία;

         Πρώτα τον Θεό με τον άνθρωπο.Γνωρίζουμε από την θεολογική μας παράδοση ότι ο Θεός είναι άκτιστος και ο άνθρωπος κτιστός. Το κτιστόν δανείζει την σάρκα, δανείζει την μήτρα, δανείζει την μητρότητα, τόποι και τρόποι ανθρώπινοι, στον Θεό και ο άσαρκος σαρκούται, ο αχώρητος χωρείται, ο απρόσιτος νηπιάζει. Είναι μυστήριο μέγα και μοναδικό αυτό. Ο πεπερασμένος νους μας δεν μπορεί να το συλλάβει. Στο πρόσωπο της Παναγίας όμως λαμβάνει υπόσταση. Και την ίδια στιγμή η Θεοτόκος γίνεται η απαρχή ώστε όλοι οι άνθρωποι να μπορούν να ζήσουν αυτόν τον τρόπο ένωσης του Θείου και του ανθρώπινου. Μόνο που σε μας αυτό δε γίνεται κατά φύσιν, αλλά κατά χάριν. Όταν μετέχουμε στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Ο Χριστός κατοικεί στην ύπαρξή μας. Όταν η ύπαρξή μας αγωνίζεται να χαριτωθεί. Να ειρηνεύσει εντός της από την τρικυμία των παθών και των λογισμών. Να υπακούσει στο θέλημα του Θεού. Να ελκύσει την παρουσία Του χάρις στην προσευχή, την ταπείνωση, την αγάπη. Να Τον κοινωνήσει στην Εκκλησία και τη ζωή της. Και ως τόπο και ως τρόπο. Τόπος η καρδιά μας. Τρόπος η ένωση μαζί Του. Να γιατί η Παναγία γίνεται η αφετηρία για την υπέρβαση των αντιθέτων.
                Ένωσε την παρθενία και την λοχεία. Η Παναγία πιστεύουμε ότι υπήρξε προ τόκου, κατά τον τόκον και μετά τόκον παρθένος. Αυτό είναι ασύλληπτο για τις πτωχές μας πνευματικές δυνάμεις. «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι». Η φύση θέλει την παρθενία να διαλύεται στον τόκο. Κι αυτό είναι δωρεά του Θεού στο ανθρώπινο γένος, για να βοηθά και να διαδέχεται. Στην Παναγία έχουμε και τα δύο, μόνο που επέρχεται να διαφορετικό περιεχόμενο. Η Παναγία ως γυναίκα δεν βοηθά έναν άνδρα. Βοηθά όλο το ανθρώπινο γένος να βρει τον αληθινό του προορισμό. Τον Παράδεισο της κοινωνίας με το Θεό. Και γεννά την διαδοχή όχι ως σημείο της αναπαραγωγής, δηλαδή της ανάγκης του ανθρώπου να νικήσει δια της τεκνοποιίας τον θάνατο, αλλά την διαδοχή της αιωνιότητας και της αθανασίας κατά χάριν, με την νίκη κατά του πνευματικού θανάτου. Δεν διατηρεί το όνομα μιας οικογένειας και τη γενιά ζωντανή, αλλά γεννά Εκείνον που θα κρατήσει ζωντανό και εν τω νυν και εν τω μέλλοντι αιώνι σύμπαν το ανθρώπινο γένος που θα πιστέψει, θα αγαπήσει, που θα δοθεί σ’ Αυτόν. Σημείο του νέου τρόπου   βοήθειας και  διαδοχής είναι η διατήρηση από την Παναγία της παρθενίας, όχι μόνο ως φυσικού σημείου, αλλά και ως καρδιακής δωρεάς. Κι αυτό μυστήριο μέγα και ανήκουστον.   
                Ένωσε τον διασπασμένο και διαχωρισμένο σε λαούς, φυλές και γλώσσες, όπως επίσης και τον διχοτομημένο εντός του  άνθρωπο και έφερε την ειρήνη ως δωρεά ζωής.  Η Παναγία μας ξαναέδωσε τον αληθινό προορισμό μας που δεν είναι να είμαστε διαιρεμένοι. Και η διαίρεση δεν είναι μόνο εξωτερική, αλλά, κυρίως εσωτερική. 
Έχει να κάνει τόσο με τις διαμάχες για εξουσία, για οριοθέτηση των κεκτημένων μας, με τονισμό των διαφορών μας, μέσα από ένα πνεύμα υπερηφάνειας και μίσους. 
Έχει όμως να κάνει και με τον εαυτό μας, όπου διχοτομούμαστε εξαιτίας της παράδοσής μας στα πάθη και τις αμαρτίες, των επιδράσεων του διαβόλου και της κακίας, το πνεύματος εξουσίας έναντι των άλλων που δεν μας αφήνει να αγαπούμε και μας καθιστά κακότροπους και εγωκεντρικούς.
 Έχει να κάνει με την απουσία τελικά του Θεού ως κριτηρίου διαμόρφωσης της πορείας της ζωής μας. Η Παναγία εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού και γεύεται ως δωρεά την ειρήνη της καρδιάς, πως ό,τι και να της συμβεί είναι φανέρωση της αγάπης του Θεού. Και μας υπενθυμίζει την καταγωγή μας εκ Θεού, ότι είμαστε εικόνες Του που καλούμαστε να ζήσουμε καθ’ ομοίωσίν Του. Αυτό σημαίνει πως όλες οι διαφορές που έχουμε δεν μπορούν να διαγράψουν την κοινή μας ταυτότητα. Ότι είμαστε τέκνα Θεού. Γι’ αυτό και η χριστιανική μας ιδιότητα και ζωή μας ενώνει σε μία πρόσκληση για παροξυσμό αγάπης, προσευχής, πόνου για όλο το ανθρώπινο γένος. Ανήκουμε ο καθένας στο λαό του, έχουμε ιστορία και μνήμη, διαφορές εξωτερικές σε σχέση με τους άλλους. Εντός της καρδίας μας όμως δεν υπάρχει τόπος για διχασμό, γιατί ειρηνεύουμε κατά Θεόν. Βλέπουμε τον κάθε άνθρωπο ως τον αδελφό μας. Κι αυτό είναι πάλι μυστήριο, μοναδικό και αιώνιο.
                Σε μία εποχή υπερτονισμού των αντιθέσεων και την ίδια στιγμή πεποιθήσεως στο «εγώ» μας, στα επιτεύγματα, στις δυνάμεις μας, στις ικανότητές μας να βρεθούν λύσεις, στις αποφάσεις μας, στις ιδέες μας, η Παναγία αφαιρεί τις σκιές και καλύμματα που δεν αφήνουν το πρόσωπά μας να δούνε την Αλήθεια, που είναι ο Χριστός. 
Μόνο ο τρόπος της Παναγίας και ο τόπος της που είναι η Εκκλησία μπορούν να ενώσουν ταναντία.
Ας μην περιμένουμε από τους πολλούς και τον κόσμο λύση, αλλά ας αγωνιστούμε ο καθένας στην δική του ζωή να θυμόμαστε τι σημαίνει χριστιανός, τι σημαίνει αναστημένος από τον πνευματικό θάνατο άνθρωπο, τι σημαίνει κοινωνία με τον Άκτιστο. 
Ίσως κατανοήσουμε το μέγεθος της δωρεάς και την ίδια στιγμή την αδυναμία μας να την οικειωθούμε. Ταυτόχρονα όμως θα στραφούμε με εμπιστοσύνη, όπως τα παιδιά στη μητέρα τους, προς την Υπεραγία Θεοτόκο. Κι εκείνη θα μεσιτεύει για να την ακολουθήσουμε εν ελευθερία στην οδό της ενότητας με το Θεό και τον συνάνθρωπο.

Πέμπτη, Μαρτίου 31, 2016

ΓΙΑΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΕΧΕΤΑΙ ΤΟ ΑΔΙΚΟ;


               Ένα από τα πιο δύσκολα ερωτήματα που θέτουν οι νέοι στην Εκκλησία είναι το γιατί ο Θεός να ανέχεται το άδικο. Άνθρωποι πονηροί και γόητες που προκόπτουν και δοξάζονται. Λαοί που ξεριζώνονται από τις πατρογονικές εστίες τους. Παιδιά που πεινούν και πεθαίνουν, χωρίς να προλάβουν να ζήσουν και να χαρούν. Νέοι που πεθαίνουν ξαφνικά, σκοτώνονται σε δυστυχήματα ή αρρωσταίνουν από θανατηφόρες αρρώστιες. Κάποτε το ερώτημα γίνεται αμείλικτο. Ο Θεός ανέχεται το άδικο, ενώ κάνουμε προσευχή σ’   Αυτόν για το αντίθετο. Δεν εκπληρώνει αυτό που Του ζητούμε. Αντίθετα, αφήνει τα πράγματα να οδηγηθούν στον θρίαμβο του κακού.
             Πόσο εύκολα μπορεί να απαντηθούν αυτοί οι προβληματισμοί;
            Η λογική μας ταράζεται, το ίδιο και η ψυχή μας μπροστά σε τέτοιες περιστάσεις. Η Εκκλησία όμως δίνει ως απάντηση δύο δρόμους και τρόπους συνάμα, έχοντας ως συνεπίκουρό τους μία προϋπόθεση. Είναι ο Σταυρός, η Ανάσταση και η Πίστη. Όλες οι αδικίες της ζωής είναι απεικόνιση της μεγαλύτερης αδικίας που έγινε στην Ιστορία:  αυτής της Σταύρωσης του Θεού. Ο Χριστός ανέλαβε τον Σταυρό Του, τον έφερε στον Γολγοθά, ανέλαβε όλα τα πάθη, τα θελήματα, την κακία που ο άνθρωπος έδειξε, δείχνει και θα δείξει μέχρι το τέλος της Ιστορίας και τα γεύτηκε στην ύπαρξή Του. Η σάρκα Του δεν γνώρισε διαφθορά. Ωστόσο έπαθε εν σαρκί για μας τους ανθρώπους, για να μας δείξει ότι η ήττα είναι η δόξα. Η ταπείνωση είναι η βάση για να καθαρθεί ο άνθρωπος από κάθε τι που βασανίζει όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και την ανθρωπότητα εν γένει. Γιατί ο καθένας από μας φέρει επάνω του την ανθρώπινη φύση σε όλες της τις πτυχές. Και δοκιμάζοντας το άδικο η φύση μας οδηγείται στην τελείωσή της, «εν ασθενεία».
         Θα ήταν όμως μόνο απόγνωση να μέναμε στον σταυρό. Ο Χριστός αναστήθηκε. Αυτό σημαίνει ότι η αδικία και η ήττα του θανάτου, που δεν έχει να κάνει μόνο με την βιολογική του πλευρά, αλλά και με την πνευματική και την κοινωνική (πεθαίνουμε όταν δεν αγαπούμε), δεν μένει αθεράπευτη. Η Ανάσταση φωτίζει τα πάντα διαφορετικά. Κανένας θάνατος δε θα κρατήσει για πάντα. Καμία ήττα δεν είναι οριστική. Η Ανάσταση του Χριστού μάς δείχνει ότι ο Θεός δεν λησμονεί τον αδικημένο, αλλά και όσους υποφέρουν. Αντίθετα, δίνει τη δυνατότητα τόσο στην Βασιλεία της αιωνιότητας, όσο και στη ζωή του κόσμου σε όποιον θέλει, πιστεύει και ακολουθεί να μην είναι μόνος του, αλλά να Τον ακολουθεί στην ανόρθωση. Κι ανάσταση σημαίνει αγάπη. Σημαίνει ελευθερία από εξαρτήσεις. Σημαίνει αφύπνιση από το ψεύτικο. Επίγνωση του τι είναι αληθινό και τι νοηματοδοτεί τη ζωή μας. Μέσα από τη δοκιμασία είτε την προσωπική είτε των άλλων κατανοούμε τι αξίζει.
          Προϋπόθεση όμως είναι  η Πίστη στον Χριστό. Η εμπιστοσύνη στο θέλημά Του. Η μετοχή στη ζωή της Εκκλησίας. Και την ίδια στιγμή ο αγώνας να διορθώσουμε ό,τι περνά από το χέρι μας. «Δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί της γης». Ο αναστημένος άνθρωπος κάνει τη δικαιοσύνη όπλο και έγνοια του. Κι ό,τι δεν μπορεί ο ίδιος, το εμπιστεύεται σ’  Αυτόν που είναι βέβαιο ότι μας αγαπά. Για να γίνει η πίστη η αλήθεια που ελευθερώνει.  

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της 30ής Μαρτίου 2016

Δευτέρα, Μαρτίου 14, 2016

«Πάρε τον παπά»!



π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
  Καθώς προχωράω στό δρόμο βλέπω πολλές φορές νέα παιδιά, συνήθως στίς ἀρχές τῆς ἐφηβείας, τά ὁποῖα αὐθόρμητα, κοροϊδευτικά ἤ ἀπό δεισιδαιμονία χτυποῦνε τό ἕνα τό ἄλλο καί λένε ἄλλοτε δυνατά, ἄλλοτε σιγανά, κρυφογελώντας «πᾶρε τόν παπά»!

  Κάποιοι λένε πώς τό «ἔθιμο» αὐτό προέρχεται ἀπό τά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας ἤ τῆς Βενετοκρατίας στά ῾Επτάνησα, ὅταν οἱ κατακτητές συνελάμβαναν ἀνθρώπους καί κάποιοι θεωροῦσαν σκόπιμο νά τήν πληρώσει ὁ ἱερέας τῆς ἐνορίας ἤ τῆς κοινότητας.
Καί γι’ αὐτό προέτρεπαν τούς στρατιῶτες νά πάρουν, νά συλλάβουν δηλαδή τόν ἱερέα. Οἱ περισσότεροι ὅμως καλά γνωρίζουν ὅτι πρόκειται γιά δεισιδαιμονία. ῎Αν δεῖς παπά, εἶναι γρουσουζιά λένε. ῾Οπότε πρέπει νά μεταδώσεις τή γρουσουζιά στό διπλανό σου.

Εἶναι αὐτονόητο ὅτι τό ἔθιμο αὐτό δέν ἔχει καμία λογική. Οὔτε βέβαια εἶναι ἐξυπνάδα νά εὔχεσαι ὁ διπλανός σου νά πάθει κακό. Καί δέν τό κρύβω ὅτι μέ ἐνοχλεῖ, γιατί κάποτε, οἱ ἄνθρωποι ἀντί νά κοροϊδεύουν, ἐρχόντουσαν καί ζητοῦσαν τήν εὐλογία τοῦ ἱερέα, φιλώντας του τό χέρι. Κι ἄν γιά μένα τόν ἱερέα ἡ κοροϊδία τῶν παιδιῶν εἶναι ἕνας μικρός σταυρός πού μέ κάνει νά στενοχωριέμαι, γιατί δέ γνωρίζουν τί κοροϊδεύουν, γιά τόν κόσμο μας εἶναι μία μαρτυρία τῆς κρίσης πού ἡ κοινωνία μας περνᾶ. 


  ῎Αν ἔχω διάθεση, κάθομαι καί συζητῶ μέ τά παιδιά. Πολλά ζητοῦν συγγνώμη καί λένε ὅτι δέν ἤξεραν τί ἔκαναν. Χαίρομαι τή φιλοτιμία τους. Εἶναι καί κάποια πού προσπαθοῦν νά ξεπεράσουν τήν ἀμηχανία πού τούς πιάνει, νά ποῦνε ὅτι δέν ἦταν αὐτά πού ἔκαναν τή χειρονομία καί νά δηλώσουν ὅτι πιστεύουν στό Θεό. Καταλαβαίνω ὅτι ἡ φιλοτιμία τους ἐκδηλώνεται μέ τή μικρή ντροπή. ῾Υπάρχουν ὅμως καί κάποια πού ἐπιμένουν νά κάνουν τούς ἔξυπνους καί νά προσποιοῦνται ὅτι δέν τρέχει καί τίποτε ἤ νά θεωροῦν ὅτι ἔκαναν μεγάλο κατόρθωμα μέ τή χειρονομία τους. ῎Αλλα πάλι κάνουν τή χειρονομία καί κρυφογελοῦν, ὄντας σίγουρα ὅτι ἡ χειρονομία τους πέρασε ἀπαρατήρητη, ἐνῶ δέν εἶναι ἔτσι. 

 Πέρα ἀπό τήν προσευχή γι’ αὐτά τά παιδιά, γιά νά μπορέσουν κάποια στιγμή νά καταλάβουν τί εἶναι αὐτό πού κοροϊδεύουν, αὐτό πού μέ κάνει σκεπτικό εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ παρουσία τοῦ ἱερέα δέν ἔχει πλέον νόημα γιά τή ζωή τῶν πολλῶν. Καί δέν εἶναι μόνο ἡ προπαγάνδα τῆς τηλεόρασης πού κάνει κυρίως αὐτά τά παιδιά νά πιστεύουν ὅτι οἱ παπάδες ὑπάρχουμε μόνο γιά νά ζοῦμε εἰς βάρος τῆς κοινωνίας, νά εἴμαστε πλούσιοι ἐνῶ ὁ κόσμος πεινάει καί νά ἐκμεταλλευόμαστε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ γιά νά κρατήσουμε τούς ἀνθρώπους στήν ἄγνοια καί τήν ἀμάθεια. Εἶναι τό γεγονός ὅτι τά παιδιά αὐτά, καί κατ’ ἐπέκτασιν οἱ γονεῖς τους, δέν ἔχουν μάθει τί σημαίνει ὁ ἱερέας γιά τή ζωή τοῦ κόσμου.

   Δέ γνωρίζουν ὅτι ὁ ἱερέας κάθε ἡμέρα προσεύχεται γιά ὅλους αὐτούς στήν ἀκολουθία τῆς ᾿Εκκλησίας καί σέ κάθε Θεία Λειτουργία. Δέ γνωρίζουν ὅτι ὁ ἱερέας εἶναι πάντοτε διαθέσιμος νά μοιραστεῖ τό σταυρό τους, τή δυσκολία τους, τό παράπονό τους. Δέ γνωρίζουν ὅτι ὁ ἱερέας ὅ,τι κι ἄν τοῦ ποῦν, ὅ,τι κι ἄν τοῦ κάνουν, δέν πρόκειται νά πάψει νά τούς ἀγαπᾶ. Νά μιλᾶ γι’ αὐτούς στό Θεό. Καί ὅσο κι ἄν στήν καθημερινότητά τους δέν τούς ἀγγίζει ὁ προβληματισμός περί τοῦ Θεοῦ, στίς δύσκολες ὧρες, ὅπως εἶναι οἱ ἐξετάσεις τοῦ σχολείου, μία ἀρρώστια, ἕνας θάνατος, ὁ Θεός γίνεται ἀνάγκη καί ἡ πίστη ἡ μόνη παρηγοριά. 
 Κι ἐκεῖ, αὐτός ὁ παπάς πού τόν ξορκίζουν ὡς τό κακό, δέν πρόκειται νά κρατήσει κλειστή τήν ἀγκαλιά τῆς καρδιᾶς του, ἀλλά θά μοιραστεῖ μαζί τους τό μικρό ἤ τό μεγάλο βάρος τους. ᾿Από ἀγάπη καί ὄχι γιά λεφτά. Καί ἴσως θά παραμείνει ὁ μόνος τελικά ὁ ὁποῖος δέ θά ζητήσει λεφτά γιά τό μοίρασμα αὐτό.

  Μέ ἐνοχλεῖ ὅταν ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς δέν εἴμαστε ἕτοιμοι νά δείξουμε αὐτό τό ἦθος στούς ἀνθρώπους. ᾿Αλλά καί πάλι νιώθω ὅτι δέν ἔχει νόημα νά κρίνω τούς ἄλλους. ῎Αν δέν εἶμαι ἐγώ ἕτοιμος νά ζήσω καί νά μοιραστῶ αὐτή τή στάση ζωῆς πού πηγάζει ἀπό τή σχέση μου μέ τό Χριστό, τότε γιατί νά κατηγορῶ; ᾿Αλλά δέν κρύβω ὅτι θά ἤθελα κάτι πιό τίμιο, κατά τή γνώμη μου. ῞Ενας πού μέ κοροϊδεύει ἤ μέ κατηγορεῖ, νά διατυπώσει κατά πρόσωπον καί εὐθέως τήν κατηγορία του. Γιά νά μέ βοηθήσει, ἄν κάνω λάθος, νά διορθωθῶ. ῎Αν ὅμως μέ ταυτίζει μέ τό ψεύτικο ἤ τό ἀληθινό τῆς προπαγάνδας, δέ θέλω νά τό δεχτῶ. Κυρίως γιατί δέν μέ γνωρίζει καί δέν τόν γνωρίζω. 

  ῎Εγραψα αὐτό τό σχόλιο γιά νά μοιραστῶ μέ ὅσους νέους τό διαβάσουν τόν προβληματισμό μου. ῎Ισως τήν ἑπόμενη φορά κάποιοι ἀπό αὐτούς πού θά δοῦνε ἕναν παπά στό δρόμο νά τό σκεφτοῦν πρίν τόν κοροϊδέψουν. Γιατί τελικά εἶναι σά νά ἀρνοῦνται ὅτι αὐτός πού κοροϊδεύουν τούς ἀγαπᾶ. Δέν ἔχει τό πρόβλημα ὁ παπάς. Αὐτός θά ἀγαπᾶ. Τό πρόβλημα τό ἔχει ὅποιος ἀρνεῖται τήν ἀγάπη. Καί ἄν κάτι εἶναι πολυτέλεια στήν ἐποχή μας, εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἄρνηση τῆς ἀγάπης. Πόσο μᾶλλον ὅταν αὐτή δέν εἶναι μόνο ἐκ τῶν ἀνθρώπων. ᾿Αλλά δηλώνει, ἔστω καί μέ τήν φτώχεια τῆς προσωπικῆς ἀδυναμίας, τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. 


Aπό το βιβλίο«ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΟΝ ΤΙ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΩ;» 
του π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού,«ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ»

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...