Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 19, 2014

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΧΑΡΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ! ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ


ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΧΑΡΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ!

ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ

(Ιωάννου Α' 1-17)



Πάσχα, Ανάστασις! Πάσχα, Φως! Πάσχα, Χαρά και ευλογία!

Καμμία άλλη λέξη από όλες τις γλώσσες των ανθρώπων δεν μπορεί να εκφράσει την Νίκη, τον θρίαμβο και την ουσιαστική ευτυχία, από την λέξη Ανάσταση!

Στην λέξη αυτή συμπυκνώνεται όλη η προσδοκία του ανθρωπίνου γένους, από Αδάμ έως του Κυρίου Ιησού και όλη η ελπίδα των ανθρώπων. Η Σταύρωση και η ένδοξη Ανάσταση, δικαιώνουν αυτή την προσδοκία έως της συντελείας των αιώνων, που και πάλιν θα έλθει ο Θεάνθρωπος Ιησούς ένδοξος, κρίναι ζώντας και νεκρούς.

Και είναι η χαρά μας ανέκφραστη και απέραντη, αφού ο αποκυλισθείς λίθος του μνήματος σήμανε τον θάνατο του θανάτου και την σκύλευση του άδου.

Στο γεγονός αυτό, της Αναστάσεως του Χριστού, όλα τα δημιουργήματα της αγάπης του Τριαδικού Θεού, από το πιο ταπεινό χαμομηλάκι και το γλυκόλαλο αηδονάκι, που ψάλλει με “τέχνη και χάρι”, από τον φλοίσβο της γαλάζιας θάλασσάς μας που στεφανώνει τις όμορφες ακρογιαλιές της γήινης παροικίας μας, έως και τα τάγματα των Αγίων Αγγέλων και Αρχαγγέλων που με τα άχραντα Πάθη και την ένδοξη Ανάσταση παγιώθηκαν στο καλό, όλα μα όλα τα ορατά και αόρατα πανηγυρίζουν και το καθένα με τον τρόπο του, την στάση του και τον φθόγγο του, αναμέλπει πάλιν και πολλάκις και ακαταπαύστως το “Χριστός Ανέστη – Αληθώς Ανέστη”!

Και έρχεται τώρα ο άνθρωπος. Η κορωνίδα της όλης δημιουργίας που για χάρη του ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος, έπαθε, εσταυρώθη και Ανέστη, για να συνειδητοποιήσει όσο το δυνατόν και να δοξολογήσει το κατά δύναμιν την αγάπη, την Νίκη και τον θρίαμβο του πρωτοτύπου Του. Την ανάσταση της εικόνας του Θεού και να προσκυνήσει τον “ Όλβιον τάφον”!

Βλέπει και θαυμάζει ο “κατ' εικόνα Θεού πλασθείς” άνθρωπος το σχέδιο της οικουμένης και την ευδοκία της Τριαδικής Θεότητος, μα ταυτοχρόνως διαπιστώνει την ανοησία των εχθρών του Χριστού. Διότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία στον άνθρωπο από το να επιχειρεί να αρνηθεί την Ανάσταση και να πολεμήσει τον Αναστάντα. Ενώ στα ποικίλα αστοχήματα, στα πάθη και στην αμαρτία του ο άνθρωπος γίνεται καρικατούρα του θεοειδούς ανθρώπου, όταν ξεπερνά τα όρια και φθάνει στο να μισεί και να διώκει τον Ιησού, τότε καταντά μια τραγική και συνάμα μια καταγέλαστη φιγούρα, που γελοιοποιείται.

Κατορθώνει, να τον περιγελά ολόκληρη η κτίσις. Πράγμα που συνέβη με τους Χριστιανοκτόνους Εβραίους και με όλους όσους έχουν βαλθεί έως το Τέλος της Ιστορίας να «φρουρούν τον κενόν τάφον» του Ιησού.

Αλλ' ας αφήσουμε τους Ρωμαίους λεγεωνάριους που το μόνο που κατόρθωσαν διά της περιφρουρήσεώς τους ήταν το να εξευτελίσουν σε παγκόσμια κλίμακα τους εαυτούς τους, τον Καίσαρα και την “Ρωμαϊκή Ειρήνη” (Pax Romana), ας συγκρατήσουμε πλέον τον γέλωτα τον οποίο μας προκαλεί η μηχανορραφία των Εβραίων που νομίζουν ότι με τα αργύριά τους θα γίνει πιστευτό το “ημών κοιμωμένων εκ του μνήματος εσυλήθη ο νεκρός”, και σας εστιάσουμε το βλέμμα μας στον “κενόν τάφον”.

Ο τάφος αυτός ο Πανάγιος φιλοξένησε το νεκρό σώμα του Κυρίου Ιησού, ενωμένο με την Θεότητά Του. Και επειδή κάθε τάφος που εδέχθη ή που θα δεχθεί ανθρώπινο λείψανο, όσο ικανός και χαρισματούχος κι αν υπήρξε όταν ζούσε ο άνθρωπος, θα κρατά τα οστά του αποθανόντος, ο Ζωοδόχος αυτός τάφος είναι ο Μοναδικός ο Οποίος, την Κυριακή τα ξημερώματα έμεινε κενός, άδειος, ακριβώς διότι η φθορά και ο Άδης δεν ήταν δυνατόν να κατακρατήσουν την Αυτοζωή!

Ουκ ην δυνατόν κρατείσθαι υπό της φθοράς τον αρχηγόν της Ζωής”, θα γράψει στην λειτουργική του ευχή ο Ουρανοφάντωρ του Χριστού Μ. Βασίλειος, και διά της δογματικής αυτής φράσεως θα συμπυκνώσει την μεγάλη αλήθεια περί της Αναστάσεως του Χριστού.

Ο κενός λοιπόν τάφος είναι το πρώτο στοιχείο της αναστάσεως του Χριστού. Και το διαπιστώνουν αυτό πρώτες οι Μυροφόρες γυναίκες που σπεύδουν “λίαν πρωί” προς το μνημείον “φέρουσαι ά ητοίμασαν αρώματα”. Στη συνέχεια βιώνουν το γεγονός της Αναστάσεως οι δύο Μαθητές, ο Πέτρος και ο Ιωάννης οι οποίοι βρήκαν “τα οθώνια και το σουδάριον, ό ήν επί της κεφαλής αυτού... αυτόν δε ουκ είδον” (Ιωάν. Κ' 6-7. Λουκ. ΚΔ' 24).

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, ότι δηλ. διαπιστώνεται ο άδειος, ο κενός τάφος του Κυρίου Ιησού, αλλά ένα άλλο σημαντικό και μοναδικό γεγονός είναι, ότι ο Χριστός αναστήθηκε, ενώ ο τάφος ήταν κλεισμένος και σφραγισμένος. Η Ρωμαϊκή φρουρά που φύλαγε το μνημείο, δεν κατάλαβε απολύτως τίποτε. Ούτε καν ο ελάχιστος θόρυβος ακούστηκε, ούτε κάποια παραβίαση των σφραγίδων που είχε θέσει η εξουσία στον τάφο παρατηρήθηκε, και φυσικά ούτε τον ακριβή χρόνο της αναστάσεως αντελήφθησαν για να σημειώσουν.

Και πώς ήταν δυνατόν να αντιληφθούν, αφού ο Αναστάς Κύριος δεν εμποδίζεται από τις στενές διαστάσεις του χώρου και του χρόνου; Αυτός άλλωστε είναι ο Δημιουργός όλων των κτιστών διαστάσεων και των νόμων της φύσεως. Κατά τρόπο δε μοναδικό, η Ιερά υμνολογία της Εκκλησίας μας αποδίδει με θεολογικό λυρισμό αυτήν την πραγματικότητα, ότι δηλ. Ο Ιησούς δεν δεσμεύεται από τους νόμους που ο ίδιος έθεσε.

Ώσπερ εξήλθες εσφραγισμένου του τάφου, ούτως εισήλθες και των θυρών κεκλεισμένων προς του μαθητές σου... Ουκ ήσθοντο πότε ανέστης οι φυλάσσοντές σε στρατιώται...”.

Αλλά το αποκορύφωμα της ενατενίσεως του κενού Ζωοδόχου Τάφου είναι η μεταλλαγή της θρηνώδους και λυπηράς καταστάσεως, που φυσικώ τω τρόπω επιφέρει ο κάθε τάφος, σε χαρά και απέραντη ευτυχία. Εδώ πλέον, σταματά η λογική και η καρδιά αισθάνεται τις δροσοσταλίδες της Αναστάσεως, που φέρουν τον υετόν της «απαρχής των κεκοιμημένων»! Από το σημείο αυτό και κάτω οι Μυροφόρες και οι Απόστολοι μάς παραδίδουν στους Υμνολόγους Πατέρες και υμνογράφους διδασκάλους και σύμπασα η λατρευτική κοινότητα της Εκκλησίας, ψάλλει και αναμέλπει τα “χαράς Εαγγέλια” και υμνούμε τον “όλβιον τάφον”! Τώρα, μαζί με την Μαρία την Μαγδαληνή, η κάθε ύπαρξη που αγάπησε τον Ιησού όσο ο,τιδήποτε άλλο, ενώ έως τώρα έξω από τον τάφο “ολοφύρετο κλαυθμώ” δέχεται την Τρισόλβια, την Φωτεινή και μοναδική παρουσία του Θεανθρώπου και ακούει την ερώτησή του “...τις κλαίει; τίνα ζητείς;”. Και όταν διαπιστώνεται πως αυτός που ομιλεί είναι ο “Ραβουνί”, ο ηγαπημένος Διδάσκαλος, τότε, ξεσπούν οι αναστάσιμες κραυγές και οι αλαλαγμοί της αναφαίρετης, παντοτινής και αιώνιας χαράς!

Τώρα πλέον για τους μαθητές του Χριστού, τα νεκροταφεία, από τόπους που κατέχουν τάφους νεκρών και από χώρους που συγκλίνουν οι ποταμοί των δακρύων, μεταβάλλονται σε κοιμητήρια “προσωρινού ύπνου” και σε μνήματα που κηρύσσουν μηνύματα πίστεως, ελπίδος και αγάπης.
Αυτός ο τάφος του Χριστού είναι ο πρώτος και μοναδικός που έπαυσε τον “επιτάφιον θρήνον”, που αχρήστευσε την πένθιμη χορωδία του Άδου και που μετέτρεψε τα δάκρυα του πόνου σε δάκρυα χαράς προς τον Κύριο Ιησού και σε ροές δοξολογίας προς την Παναγία Τριάδα!

Αδελφοί μου. Όλοι μας, ίσως κάποτε να συναντήσουμε τους φύλακες του τάφου, βλοσυρούς και ψυχρούς, μήπως κανείς τολμήσει και κλέψει το σώμα του Ιησού. Επίσης όλοι μας θα βρεθούμε στο νεόσκαφτο τάφο ενός αγαπημένου μας προσώπου. Στην πρώτη περίπτωση, των στρατευμένων εχθρών της Αναστάσεως, δεν έχουμε παρά να τους δείξουμε τον κενό τάφο που “μάτη φυλάσσουν”, κι αν διαθέτουν νουν θα καταλάβουν... ειδ' άλλως: Χαμογελάστε την αφέλειά τους και αφήστε τους να διασκεδάζουν μαζί τους ο κόσμος και οι αιώνες. Όσο για την δεύτερη περίπτωση, που θα συνοδεύσουμε ένα προσφιλές μας πρόσωπο στην τελευταία του κατοικία και στο χωμάτινο κρεββάτι της γης: Ας μην λησμονούμε ποτέ ότι ο θάνατος δεν είναι για το σώμα παρά ένας μακρύς ύπνος, από τον οποίον όλους μας θα μας εγείρει, όταν το προστάξει ο Θεός, η Αρχαγγελική σάλπιγγα.

Ήδη βιώνουμε τον θρίαμβο της ανοιξιάτικης φύσεως με όλη την Δημιουργία έως και αυτούς τους Γαλαξίες. Ορατά και αόρατα, αναμέλπουμε τον παιάνα της Νίκης και την Χριστοποιημένη Ζωή της Αναστάσεως.

Χριστός εκ νεκρών εγήγερται, η απαρχή των κεκοιμημένων, ο Πρωτότοκος της κτίσεως, και δημιουργός πάντων των γεγονότων, την καταφθαρείσαν φύσιν του γένους ημών εν εαυτώ ανεκαίνισεν. Ουκέτι θάνατε κυριεύεις, ο γαρ των όλων Δεσπότης το κράτος σου κατέλυσε”.

Αδελφοί.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ

Αμήν.









Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

Το φαιδρον της αναστασεως κηρυγμα π.Σάββας Αλεξάνδρου

Η μητέρα μας η Ορθόδοξη Εκκλησία, μέσα στα πλαίσια του λειτουργικού της χρόνου, προβάλλει ενώπιόν μας το γεγονός της Ανάστασης του Χριστού. Το γεγονός αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο θαύμα που έκανε ο Κύριος. Ο Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος αυτήν έχει κατά νου όταν δίνει το στίγμα της θεανδρικής υπόστασης του Λόγου και τονίζει τη δόξα , την εξουσία και τη δύναμη Του. Λέει χαρακτηριστικά: «Χριστόν ακούων, μη βλέπε τη βραχύτητι της λέξεως και τη απλότητι του λόγου, αλλά εννόει την δόξα της θεότητος, την υπέρ νουν και διάνοιαν, το κράτος το άφραστον, το αμέτρητον έλεος».
Η Ανάσταση αποτέλεσε το θεμέλιο της Εκκλησίας. Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς τονίζει πως: «Άνευ της αναστάσεως του Χριστού, δεν θα υπήρχε καν Χριστιανισμός». Πάνω σ’ αυτή θεμελιώνεται και το μαρτύριο του αίματος αλλά και το μαρτύριο της συνειδήσεως.
Οι Άγιοι δηλαδή που επεσφράγισαν κατά τη διάρκεια των διωγμών την πίστη με το αίμα τους, το έκαναν διότι πίστευαν στην Ανάσταση του Χριστού αλλά και στη δική τους προσωπική Ανάσταση. Ο Μέγας Αθανάσιος λέει γι΄ αυτό: «Τω σημείω του Σταυρού και την εις Χριστόν πίστιν, ο θάνατος καταπατείται πάντες δε οι τω Χριστώ πιστεύοντες, ως ουδέν όντα αυτόν πατούσιν, αιρούνται δε μάλλον αποθανείν η αρνήσασθαι την εις Χριστόν πίστιν». Δηλαδή με τη δύναμη του σημείου του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού και την πίστη στο Χριστό, που νίκησε το θάνατο, ο θάνατος καταπατείται, είναι ως και να μην υπάρχει γι΄ αυτό και οι μάρτυρες προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να αρνηθούν το Χριστό.
Με το ίδιο σκεπτικό και όλοι οι Άγιοι που μαρτύρησαν το μαρτύριο της συνειδήσεως δηλαδή, που αγωνίστηκαν κατά των παθών τους δια της ασκήσεως και της κακοπάθειας. Αυτό έπραξαν διότι γνώριζαν πολύ καλά πως το να πιστεύει κανένας στον αναστημένο Χριστό σημαίνει το να αγωνίζεται διαρκώς ενάντια στην αμαρτία, στο κακό και στο θάνατο. Μέσα σ΄ αυτό το πνεύμα πρέπει να κατανοήσουμε και το Πασχαλινό χαιρετισμό που απηύθυνε όλες τις εποχές του χρόνου ένας μεγάλος Ρώσος Άγιος, ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ που προσφωνούσε κάθε προσκυνητή που συναντούσε με το χαιρετισμό «Χριστός Ανέστη Χαρά Μου».
Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί πως το γεγονός της Αναστάσεως, αποτέλεσε για τους Θεοφόρους Πατέρες πηγή θεολογικών και Εκκλησιολογικών τοποθετήσεων. Έτσι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αφορμώμενος απ’ αυτή θα τονίσει: «Ει Χριστός ουκ εγήγερται, πας ο της οικονομίας λόγος ανατέτραπται», δηλαδή αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε έμεινε ανεκπλήρωτο το σχέδιο της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρωπίνου προσώπου.
Από την πλευρά τη δική του πάλι ο Άγος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα τονίσει πως το σπήλαιο στο οποίο εναποτέθηκε το Θεανδρικό σώμα του Κυρίου προεικόνιζε τον Ορθόδοξο ναό. Το συγκεκριμένο μάλιστα σημείο στο οποίο τοποθετήθηκε προεικόνιζε την Αγία Τράπεζα, πάνω στην οποία σε κάθε λειτουργική σύναξη βρίσκεται το σώμα και το αίμα του Αναστημένου Χριστού.
Κατά τη Θεολογία λοιπόν του μεγάλου αυτού πατέρα της Εκκλησίας μας καθένας που προσβλέπει με πίστη στα Θεία Δώρα γίνεται σαν άλλη Μαρία Μαγδαληνή που είδε και συνομίλησε με τον Αναστημένο Χριστό και όχι μόνο αυτό, αλλά «Δια της μεθέξεως των τιμίων δώρων, όλος θεοειδής εκτελείται ο άνθρωπος».
Για τους πατέρες της Ανατολής κάθε Κυριακάτική Θ. Λειτουργία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια διαρκής υπόμνηση του γεγονότος της Αναστάσεως. Λέει γι’ αυτό ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Κυριακή λοιπόν ήταν η μέρα της Ανάστασης του Χριστού και της πρώτης εμφάνισης του στους μαθητές Του. Η δεύτερη εμφάνισή του έγινε μετά από οκτώ μέρες, δηλαδή πάλι Κυριακή». Τελειώνει δε λέγοντας: «Εκείνας τας συνάξεις, εικονίζει διηνεκώς η του Χριστού Εκκλησία, τας συνάξεις κατά Κυριακήν επιτελούσα».
Ακόμα να τονίσουμε πως ακριβώς εξαιτίας της Ανάστασης του Χριστού για την ορθόδοξη πατερική σκέψη δεν υπάρχει θάνατος, είναι απλά μια άλλη στάση ζωής. Λέει γι’ αυτό ο Μέγας Αθανάσιος: «Αν πορεύεσαι με δικαιοσύνη πάνω σ’ αυτή τη γη βρίσκεσαι μέσα στη ζωή και δεν πρόκειται ποτέ να σ’ αγγίξει ο θάνατος, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει. Για τους δικαίους είναι απλά μια άλλη στάση ζωής».
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως για τους Θεοφόρους Πατέρες η απόρριψη του γεγονότος της ανάστασης συμφαίνεται με την απόγνωση και τον πεσιμισμό. Λέει γι’ αυτό ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: «Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε τότε όλος ο κόσμος είναι ένα απέραντο νεκροταφείο και οι άνθρωποι τραγικοί υποψήφιοι μελλοθάνατοι».
«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»
*Ο Σάββας Αλεξάνδρου είναι Θεολόγος, Βοηθός Διευθυντής Α΄, Συνεργάτης Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού.
«Φιλελεύθερος»23/04/2011
 

Αγ. Γρηγορίου Νύσσης: Στο άγιο Πάσχα

ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΟ ΠΑΣΧΑ
Του εν Αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης


     Τελείωσε πια η αληθινή κατάπαυση του Σαββάτου, που δέχτηκε την ευλογία του Θεού, κατά την οποία ο Κύριος αναπαύθηκε από όλα τα έργα του για τη σωτηρία του κόσμου τελώντας το Σάββατο της αργίας του θανάτου και έδειξε τη χάρη και στα μάτια και στις ακοές και στην καρδιά, με τα οποία τελέσαμε την εορτή, με όσα είδαμε, με όσα ακούσαμε και όσων τη χαρά δεχτήκαμε στην καρδιά μας. Γιατί το φως που βλέπουμε με τα μάτια μας ήταν το φως της πύρινης νεφέλης που σκορπίζουν οι λαμπάδες μας μέσα στη νύκτα, ο λόγος που όλες τις νύχτες αντηχεί στις ακοές μας με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές, κυλώντας με την ακοή σαν ένα ρεύμα μέσα στην ψυχή, μας γέμισε από αγαθές ελπίδες, ενώ η καρδιά, γεμάτη χαρά από τα λεγόμενα και βλεπόμενα, σφράγιζε την άφραστη μακαριότητα καθοδηγούμενη από τα φαινόμενα στο αόρατο, ώστε να είναι εικόνα των αγαθών εκείνων, «που ούτε μάτι είδε ούτε αυτί άκουσε ούτε ένιωσε καρδιά ανθρώπου» (Α´ Κορ 2, 9), τα αγαθά αυτής της ανάπαυσης, βεβαιώνοντας με την παρουσία τους την ανείπωτη ελπίδα των μελλοντικών.
2. Επειδή λοιπόν αυτή η φωτεινή νύχτα ένωσε το φως των λαμπάδων με τις ορθρινές ακτίνες του ήλιου κι αποτέλεσε μια συνεχή ημέρα που δεν τη διχοτόμησε η παρεμβολή του σκότους, ας σκεφτούμε, αδελφοί, την προφητεία που λέει, «αυτή είναι η ημέρα που έκανε ο Κύριος» (Ψαλμ. 117, 24), που δε μας προτείνει κάποιο έργο βαρύ και δυσκολοκατόρθωτο, αλλά χαρά και ευφροσύνη και αγαλλίαση, αφού αυτό μας είπε ο λόγος, «ας νιώσομε κατ αυτήν χαρά και αγαλλίαση» (Ψαλμ. 117, 24). Πόσο ωραία εντολή, πόσο ωραία νομοθεσία. Ποιος αναβάλλει ν ακούσει τέτοιες εντολές; Ποιος δε θεωρεί ζημία και τη μικρή αναβολή στην εκτέλεση της εντολής; Η ενέργεια είναι χαρά, η προσταγή αγαλλίαση, που διαλύουν την καταδίκη για αμαρτίες και μεταβάλλονται τα λυπηρά σε χαρά.
3. Αυτό είναι το απόφθεγμα της σοφίας, ότι σε ημέρα χαράς τα κακά αμνηστεύονται (Σοφία Σειρ. 11, 25). Η ημέρα αυτή επέφερε λήθη της πρώτης εναντίον μας απόφασης η καλύτερα όχι λήθη, αλλά αφανισμό. Γιατί έσβησε τελείως οτιδήποτε θύμιζε την καταδίκη μας. Τότε ο τοκετός γινόταν με πόνους (Γεν. 3, 16), τώρα η γέννηση γίνεται χωρίς ωδίνες. Τότε γεννηθήκαμε σάρκες από σάρκα, τώρα ό,τι γεννιέται είναι πνεύμα από Πνεύμα. τότε γεννηθήκαμε υιοί ανθρώπων, τώρα υιοί του Θεού. Τότε από τους ουρανούς ξεπέσαμε στη γη, τώρα ο επουράνιος έκανε ουράνιους κι εμάς. Τότε με την αμαρτία βασίλεψε ο θάνατος, τώρα παίρνει με τη σειρά της την εξουσία η δικαιοσύνη. Ένας άνοιξε τότε την είσοδο του θανάτου και τώρα με έναν μπαίνει στη θέση του θανάτου η ζωή. Με το θάνατο τότε ξεπέσαμε από τη ζωή και τώρα η ζωή αναιρεί το θάνατο. Τότε κρυφτήκαμε από ντροπή με τα συκόφυλλα (Γεν. 2, 7), τώρα πλησιάζομε τιμημένοι το ξύλο της ζωής. Τότε με την παρακοή διωχτήκαμε από τον Παράδεισο, τώρα μπαίνομε μέσα στον Παράδεισο με την πίστη. Πάλι βρίσκεται μπροστά μας και στην εξουσία μας για να τον απολαύσομε ο καρπός της ζωής (Γεν. 2, 9). Πάλι η πηγή του παραδείσου μοιράζεται σε τέσσερις κλάδους (Γεν. 2, 10) και με τα ποτάμια των ευαγγελίων ποτίζει ολόκληρη την Εκκλησία, ώστε και να μεθάνε τα αυλάκια των ψυχών μας, που όργωσε με το αλέτρι της διδασκαλίας ο σπορέας των λόγων (Μάρκ. 4, 15), και να πληθαίνουν της αρετής τα γεννήματα. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουν αυτοί; Τι άλλο παρά να μιμούνται με τα σκιρτήματά τους τα όρη και τα βουνά των προφητών. Γιατί λέει, «τα όρη σκίρτησαν όπως κριάρια και τα βουνά όπως μικρά αρνιά» (Ψαλμ. 113, 4).
4. Ελάτε λοιπόν κι ας χαρούμε με τον Κύριό μας που κατέλυσε τη δύναμη του εχθρού και ύψωσε για χάρη μας το μεγάλο τρόπαιο του σταυρού με τη συντριβή του αντιπάλου μας. Ας αλαλάξουμε.κι αλαλαγμός είναι οι επινίκιες ζητωκραυγές που υψώνουν οι νικητές κατά των νικημένων. Αφού λοιπόν συντρίφτηκε η παράταξη του εχθρού κι ο ίδιος ο αρχηγός της πονηρής δαιμονικής στρατιάς έφυγε και εξαφανίστηκε και κατάντησε πια μηδέν, ας πούμε ότι «ο Θεός είναι μεγάλος Κύριος και μεγάλος βασιλέας σ όλη τη γη» (Ψαλμ. 94,3. 46, 3) «αυτός που ευλόγησε το στέφανο του χρόνου με τα αγαθά της χρηστότητάς του» Ψαλμ. 64, 12) και μας συγκέντρωσε σ αυτήν την πνευματική χοροστασία στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο η δόξα ανήκει στους αιώνες. Αμήν.


Read more: http://www.egolpion.com/31DEEBF0.el.aspx#ixzz2zJjUHwzv

Κυριακή του Πάσχα Το φως νίκησε το σκοτάδι

Το φως νίκησε το σκοτάδι

Χριστός ανέστη! Πάσχα σήμερα, Κυρίου Πάσχα! Και στη θεία λειτουργία αναγιγνώσκεται το θαυμάσιο προοίμιο του κατά Ιωάννη ιερού Ευαγγελίου, όπου ο θεόπτης Ιωάννης μέσα σε λίγες γραμμές μας παρουσιάζει μεγάλα μυστήρια της Πίστεώς μας. Διακηρύττει ότι ο Ιησούς Χριστός δεν είναι μόνο άνθρωπος, αλλά είναι ο ίδιος ο Θεός, ο προαιώνιος Υιός και Λόγος του Θεού. Αυτός ως τέλειος Θεός υπήρχε πάντοτε ενωμένος με τον Θεό Πατέρα. Και είναι ο δημιουργός όλης της κτίσεως, είναι η πηγή της ζωής και το πνευματικό φως που σκορπίζει τη λάμψη του στους ανθρώπους. Για να γνωρίσουν λοιπόν οι άνθρωποι το φως, έδωσε τη μαρτυρία του ο απεσταλμένος του Θεού Ιωάννης ο Πρόδρομος· ώστε με το κήρυγμά του να πιστεύσουν οι άνθρωποι στον Ιησού Χριστό, που είναι το τέλειο φως, που φωτίζει κάθε άνθρωπο. Γι’ αυτό και ο Λόγος «σάρξ ἐγένετο». Ο Θεός ήλθε από τον ουρανό και έγινε άνθρωπος. Όμως οι σκοτισμένοι από την αμαρτία άνθρωποι δεν Τον αναγνώρισαν ως δημιουργό τους. Οι Ιουδαίοι μάλιστα Τον αρνήθηκαν σαν να ήταν ξένος και εχθρός τους. Και Τον πολέμησαν με μίσος φοβερό. Τον οδήγησαν στον θάνατο. Ποιον; Τον ευεργέτη τους, τον αρχηγό της ζωής, το φως το αληθινό. Αλλά «ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβε». Το σκοτάδι δεν μπόρεσε να κυριαρχήσει επάνω στο φως, στον Ιησού Χριστό.
Διότι ο Χριστός αναστήθηκε! Δεν ήταν δυνατόν να κρατηθεί μέσα στην εξουσία της φθοράς ο αρχηγός της ζωής. Όταν κατέβηκε ο ζωοδότης Κύριος μέσα στο βασίλειο του θανάτου, τότε «τόν Ἅδην ἐνέκρωσε τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος». Στα κατασκότεινα δεσμωτήρια των ψυχών το φως το αληθινό διέλυσε το σκοτάδι. Ο Θεάνθρωπος Κύριος νίκησε ολοκληρωτικά τον τύραννο των σκλαβωμένων ψυχών, ο οποίος δεν μπόρεσε να Τον κρατήσει και Τον έβγαλε από τα σπλάχνα του· και μαζί του άφησε ελεύθερους τους νεκρούς που κρατούσε φυλακισμένους. Ο Χριστός κατήργησε τον θάνατο και τον εξουσιαστή του θανάτου, τον διάβολο. Αναστήθηκε, και φανέρωσε θριαμβευτικά σ’ όλη την ανθρωπότητα ότι αυτός είναι ο νικητής του θανάτου, της φθοράς και του διαβόλου, ο αιώνιος κυρίαρχος και παντοδύναμος Θεός, το Α και Ω, η αρχή και το τέλος, το αιώνιο Φως.
Αυτός είναι η πηγή της ζωής και της αθανασίας. Η δική του Ανάσταση έγινε ο πρόδρομος της δικής μας αναστάσεως στην αληθινή ζωή. Και μας καλεί να Τον ακολουθήσουμε σε μία νέα αναστημένη ζωή, για να μας οδηγήσει κι εμάς από τον θάνατο στη ζωή, από το σκοτάδι στο αιώνιο φως· από τη δουλεία στην ελευθερία, από τη γη στον ουρανό, από την εξορία στον ουράνιο θρόνο.

Οι θησαυροί του Αναστάντος

Όσοι άνθρωποι δέχθηκαν τον αναστάντα Κύριο και Τον πίστευσαν ως Υιό του Θεού, αξιώθηκαν από τον Κύριο να γίνουν κατά χάριν υιοί Του Θεού, υιοί της Αναστάσεως. Ο άγιος ευαγγελιστής Ιωάννης μάλιστα μας διαβεβαιώνει: Εμείς είδαμε τη θεϊκή δόξα του αναστάντος Κυρίου, χορτάσαμε να βλέπουμε με τα μάτια μας την υπέρλαμπρη θεοπρεπή δόξα του, την οποία φανέρωσε με τα θαύματά του, τη διδασκαλία του και την αναμάρτητη ζωή του. Και ήταν θεϊκή δόξα, που είχε ως μονάκριβος Υιός του Θεού. Και από τον ανεξάντλητο πλούτο της τελειότητος και των δωρεών του εμείς όλοι δεχθήκαμε «χάριν ἀντί χάριτος», αλλεπάλληλες τις δωρεές της Χάριτός του.
Αλλά κι εμείς από τον ανεξάντλητο πλούτο του δεχθήκαμε τους θησαυρούς των θεϊκών δώρων, διότι ο αναστάς Ιησούς έχει από τη φύση του στον τέλειο βαθμό όλα τα αγαθά, όλες τις αρετές, όλες τις τελειότητες, όλες τις ωραιότητες. Είναι φως εκ φωτός, η πηγή όλων των αγαθών. Και μέσα στην άπειρη αγάπη του δεν κρατά για τον εαυτό του τα θεϊκά πλούτη του, αλλά μας τα δωρίζει. Ό,τι καλό έχουμε, δικό του είναι. Από τον ανεξάντλητο πλούτο της τελειότητός του δεχόμαστε ακατάπαυστα τις δωρεές του. Όπως το ένα κύμα ακολουθεί το άλλο από το βάθος του ωκεανού, έτσι ο Χριστός μας μεταγγίζει ό,τι υψηλό μπορούμε να ποθήσουμε ή να σκεφθούμε, και ακόμη περισσότερο.
Και τι σημαίνει αυτό πρακτικά στη ζωή μας; Σημαίνει ότι ο αναστημένος Κύριος είναι το παν για μας. Μην ψάχνουμε αλλού παραδείσους, μην ψάχνουμε στην κοιλάδα των δακρύων χαρά, μην ζητούμε από ταραγμένους ανθρώπους ειρήνη, μη ζητιανεύουμε από σκληροκάρδιους ανθρώπους αγάπη, μη λαχταρούμε ζωή από έναν κόσμο που αργοπεθαίνει. Να καταλάβουμε ότι όλα αυτά τα υψηλά και ωραία, που μπορεί να επιθυμήσει ο άνθρωπος, μόνο ο αναστάς Κύριος μπορεί να μας τα δώσει· τίποτε άλλο δεν μπορεί να χορτάσει την ψυχή μας παρά μόνο ο Χριστός· και ότι η εν Χριστώ αναστημένη ζωή είναι η μόνη ζωή για την οποία αξίζει να ζούμε.
Γι’ αυτό ας αντιπροσφέρουμε στον αναστάντα Κύριο την καρδιά μας ολόκληρη. Μια καρδιά δεκτική των δωρεών της Αναστάσεώς του. Ας Του προσφέρουμε τη θέλησή μας και ας αφεθούμε στη Χάρη του. Πεινασμένοι και διψασμένοι για τη νέα αναστημένη εν Χριστώ ζωή ας ζητήσουμε τη δική του γλυκύτητα και τέρψη. Και ας ζούμε ως τέκνα του φωτός και της Αναστάσεως.
Σ1977

Η ΖΩΗΦΟΡΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗ «Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται»




                                                              Η ΖΩΗΦΟΡΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
 
              «Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται»
 (Ἀπό τόν κατηχητικό λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου)
                     
            Στό συναξάρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας ἀναφέρεται πώς: «Τῇ Ἁγίᾳ καί Μεγάλῃ Κυριακῇ τοῦ Πάσχα αὐτήν τήν ζωηφόρον Ἀνάστασιν ἑορτάζομεν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἐντύπωση προκαλεῖ ὁ χαρακτηρισμός τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου ὡς «Ζωηφόρου». Τό σύνθετο αὐτό ἐπίθετο ἐκφράζει αὐτόν, πού φέρει καί μεταδίδει ζωή, τόν ζωοδότη. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου Ἰησοῦ μεταξύ τῶν ἄλλων μηνυμάτων, ἰδιαίτερα ἔρχεται νά τονίσει τόν θρίαμβο τῆς ζωῆς κατά τοῦ θανάτου. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος στόν κατηχητικό του λόγο, πού ἀναγινώσκεται στό τέλος τῆς βραδινῆς ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας σημειώνει πώς: «Ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται». Δηλαδή μέ τήν Ἀνάστασή Του κυριαρχεῖ καί βασιλεύει ἡ ζωή. Στόν πολύ γνωστό καί περιεκτικό ἀναστάσιμο ὕμνο, πού ψάλλεται πολλές φορές σ’ ὅλη τήν περίοδο τοῦ πεντηκοσταρίου μέχρι τῆς Ἀνάληψης τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀναφέρεται: «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, ἀφοῦ μέ τόν θάνατό Του συνέτριψε τόν θάνατο, καί χάρισε ζωή στούς νεκρούς, πού βρίσκονταν στά μνήματα.
            Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προσδίδει κεντρική θέση στήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ καί ὑποστηρίζει πώς: «εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν» (1). Ἄν ὁ Χριστός δέν ἔχει ἀναστηθεῖ, τότε τό κήρυγμά μας εἶναι χωρίς νόημα, τό ἴδιο καί ἡ πίστη σας. Δέχεται ἀκόμη μέ ἀκράδαντη καί ἀκλόνητη πεποίθηση πώς «ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται». (2) Χάρη στό Χριστό, ὅλοι θά ξαναπάρουν ζωή καί βεβαίως  ἐδῶ, ἀναφέρεται σ’ ὅλους τούς νεκρούς.
            Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, πού συνέταξαν καί διατύπωσαν τό «σύμβολον τῆς Πίστεως», στό γεγονός τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου στηρίχθηκαν γιά νά τελειώσουν «το σύμβολον» μέ τή φράση: «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν, καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Δηλαδή άναμένουμε καί ἐλπίζουμε στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί στή μελλοντική αἰώνια ζωή, πού θά εἶναι ἀτελεύτητη καί θά ἔλθει μετά τή συντέλεια τοῦ παρόντος κόσμου.
            Τό πιό βασικό καί δυσεπίλυτο ὑπαρξιακό μας πρόβλημα, ἀσφαλῶς, εἶναι γιά τούς περισσοτέρους μας ὁ προσωπικός μας θάνατος. Στήν ἀκολουθία τῶν κεκοιμημένων ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζοντας τήν πεποίθηση τῶν πολλῶν ὁμολογεῖ πώς: «ὄντως φοβερώτατον τό τοῦ θανάτου μυστήριον», καί ἀκόμη σέ πρῶτο πρόσωπο ὁμολογεῖ: «θρηνῶ καί ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τόν θάνατον, καί ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τήν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μή ἔχουσαν εἶδος». Ὁ πιστός ὅμως πού ἔχει γνωρίσει τό γνήσιο φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί διατηρεῖ τή «μνήμη τοῦ θανάτου», τόν ἀναμένει, ὡς μία φυσική κατάσταση. Γιά τήν Ἐκκλησία ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά καταστρέψει τόν δεσμό ἀμοιβαίας ἀγάπης, πού συνδέει τούς ζῶντας μέ τούς τεθνεῶτας. Καί οἱ πρῶτοι καί οἱ δεύτεροι βρίσκονται μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ θάνατος νεκρώνει τά σώματα, ὅμως οἱ ψυχές εἶναι ὑπαρκτές. Εἴτε ζοῦμε εἴτε πεθαίνουμε, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἐξακολουθοῦμε νά ἀνήκουμε στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί νά ἔχουμε σχέση καί ἐπικοινωνία μεταξύ μας. Ὅπως ἀκριβῶς οἱ πιστοί προσεύχονται ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο πάνω στή γῆ καί ζητοῦν τίς προσευχές τῶν ἄλλων, μέ τόν ἴδιο τρόπο προσεύχονται γιά τούς κεκοιμημένους πιστούς καί ζητοῦν ἀπό τούς κεκοιμημένους νά προσεύχονται ἐπίσης γι’ αὐτούς. Ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά καταστρέψει τόν δεσμό ἀμοιβαίας ἀγάπης πού συνδέει τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.(3)
            Ὁ δεσμός καί αὐτή ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη μεταξύ ζώντων καί τεθνεώτων θεμελιώνονται στήν προσδοκία, στήν ἀναμονή καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν καί τῆς μελλοντικῆς αἰώνιας ζωής. Ἡ ἀνάσταση δέν ἀναφέρεται στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά στά νεκρά σώματα. Ἡ ψυχή ὡς πνευματική οὐσία καί ἄϋλη, δέν πεθαίνει. Τό πνεύμα ἀπό τή φύση του εἶναι ἄφθαρτο καί αἰώνιο. Μετά τό θάνατο, σύμφωνα μέ τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα, ἡ ψυχή συνεχίζει τή ζωή της στή μέση κατάσταση, ὅπου διατηρεῖ τήν αὐτοσυνειδησία της καί τίς ἄλλες πνευματικές λειτουργίες της. Ἀντίθετα τό σῶμα στερημένο τῆς ζωτικῆς του πνοῆς, νεκρώνεται τοποθετούμενο στόν τάφο, ὅπου ὑφίσταται τή φυσική διεργασία τῆς φθορᾶς. Ἐκεῖνο, λοιπόν, πού μέλλει νά ἀναστηθεῖ δέν εἶναι ἡ ἀθάνατη ψυχή, ἀλλά τό νεκρωμένο σῶμα. Καί ἐδῶ βρίσκεται τό «παράδοξον» καί «ἀνεξήγητον». Ἰσχυρίζονται πολλοί πῶς εἶναι δυνατόν  τό νεκρό σῶμα μετά τήν ἀποσύνθεση καί τόν ἀφανισμό του στό πέρασμα τοῦ χρόνου, νά ἀναστηθεῖ καί νά ἐπανέλθει στη ζωή. Ἀσφαλῶς μέ τά δεδομένα τῆς παρούσης ἀνθρώπινης κατάστασής μας καί μέ μόνη τήν ὀρθολογιστική σκέψη μας, ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων ξεπερνᾶ τό «παράδοξον» καί τό «ἀνεξήγητον» καί περνᾶ στήν ἀπόρριψη καί στήν ἄρνηση.
            Οἱ Ἀθηναῖοι, ὅταν ἄκουσαν τόν Ἀπόστολο Παῦλο νά τούς ὁμιλεῖ γιά τήν ἀνάσταση νεκρῶν: «οἱ μέν ἐχλεύαζον, οἱ δέ εἶπον. ἀκουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου» (4). Χωρίς τήν πίστη στή Θεία Παντοδυναμία καί στή βεβαιότητα τῆς ζωηφόρου Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, πράγματι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν εἶναι ἀδύνατη καί ἀπραγματοποίητη. Ὅσοι ὅμως ἔχουν ἐμπιστοσύνη ἀκλόνητη καί βεβαιότητα στήν παντοδυναμία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί στή ζωηφόρο Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν προσδοκία, ἀναμονή καί ἐλπίδα στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί στή «ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν». 
 

(1) Α.΄ Κορινθίους 15, 14
  (2) Α.΄ Κορινθίους 15, 22
  (3) «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» Ἐπισκόπου Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ σελ. 402- 403
  (4) Πράξεις Ἀποστόλων 17, 32

Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ



 
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ
Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου


        1. «Θα σταματήσω εις τον φυλάκιόν μου», λέγει ο θαυμάσιος Αββακούμ (Αββακ. 2, 1). Και εγώ θα σταματήσω μαζί του σήμερα επάνω εις την εξουσίαν και την διορατικήν ικανότητα την οποίαν μου έχει δώσει το Πνεύμα, και θα κατοπτεύσω και θα αναγνωρίσω ό,τι θα μου φανερωθή και ό,τι θα λεχθή προς εμέ. Και εσταμάτησα και κατόπτευσα. Και να άνδρας ο οποίος κάθεται επάνω εις τα νέφη και ο οποίος είναι πανύψηλος. Η όψις του είναι ομοία προς την όψιν αγγέλου και η στολή του ωσάν λάμψις αστραπής η οποία σχίζει τον ουρανόν (πρβλ. Ναούμ 2, 5). Και εσήκωσε την χείρα του προς την ανατολήν και εφώναξε με δυνατήν φωνήν (η φωνή του ήταν ωσάν φωνή σάλπιγγος και γύρω του υπήρχε πλήθος από μίαν ουρανίαν στρατιάν) και είπε: «Σήμερα ήλθεν η σωτηρία εις τον κόσμον, τον ορατόν και τον αόρατον. Ο Χριστός ανεστήθη από τους νεκρούς, αναστηθήτε μαζί του. Ο Χριστός επανήλθεν εις την θέσιν του, επανέλθετε και σεις. Ο Χριστός ηλευθερώθη από τα δεσμά του τάφου, ελευθερωθήτε και σεις από τα δεσμά της αμαρτίας. Αι πύλαι του άδου ανοίγονται, ο θάνατος καταλύεται, ο παλαιός Αδάμ απομακρύνεται και ο νέος συμπληρώνεται. Εάν υπάρχη κάποια νέα δημιουργία εις τον Χριστόν, ανανεωθήτε και σεις». Αυτά έλεγεν αυτός και οι άλλοι ανυμνούσαν, όπως είχε γίνει και προηγουμένως, όταν εφανερώθη εις ημάς ο Χριστός με την επίγειον γέννησίν του, με το «δόξα εις τον Θεόν, ο οποίος βρίσκεται εις τους ουρανούς, και ειρήνη επάνω εις την γην, συμφώνως προς την υπόσχεσίν Του προς τους ανθρώπους» (Λουκ. 1, 14). Μαζί με αυτούς λέγω και εγώ τα ίδια προς σάς. Μακάρι δε να αποκτούσα και φωνήν ισάξιαν προς την φωνήν των αγγέλων, η οποία να αντηχούσε απ άκρου εις άκρον της γης.

2. Πάσχα του Κυρίου, Πάσχα, και πάλιν θα είπω Πάσχα προς τιμήν της Αγίας Τριάδος. Αυτή είναι δι ημάς η εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων, η οποία τόσον πολύ ξεπερνά όχι μόνον τας ανθρωπίνας και τας προερχομένας από την γην, αλλά ακόμη και εκείνας του ιδίου του Χριστού και όσας τελούνται προς τιμήν Του, όσον ξεπερνά ο ήλιος τους αστέρας. Είναι μεν καλή και η χθεσινή μας λαμπροφορία και η φωταψία, την οποίαν εκάμαμεν και ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί από κοινού, και κατά την οποίαν κάθε άνθρωπος και σχεδόν κάθε τι το οποίον έχει αξίαν κατεφωτίσαμεν με πλήθος πυρσών την νύκτα, πράγμα το οποίον αποτελεί σύμβολον του μεγάλου φωτός, όπως και ο ουρανός φωτίζει από επάνω, καταυγάζων όλον τον κόσμον με την ωραιότητά του, όπως αι υπερουράνιοι φύσεις και οι άγγελοι, η πρώτη φωτεινή φύσις μετά την πρώτην, επειδή από εκείνην προέρχεται, και όπως η Τριάς από την οποίαν έχει δημιουργηθή όλον το φως, αλλά είναι ακόμη ωραιοτέρα και πιο επίσημος η σημερινή. Καθόσον χθές μεν το φως ήτο προάγγελος του μεγάλου Φωτός, το οποίον ανασταίνεται, και κατά κάποιον τρόπον μία προεόρτιος χαρά, σήμερα δε εορτάζομεν την ιδίαν την Ανάστασιν, η οποία δεν αποτελεί πλέον αντικείμενον ελπίδος, αλλά έχει ήδη γίνει πραγματικότης και έχει συγκεντρώσει γύρω της όλον τον κόσμον. Ο καθένας μεν λοιπόν με τον τρόπον του ας προσφέρη τον καρπόν του και τον χρόνον αυτόν και ας προσφέρη δώρον εορταστικόν από τα πνευματικά τα οποία αγαπά ο Θεός, μικρόν η μεγαλύτερον αναλόγως προς τας δυνάμεις του. Διότι το να προσφέρη κανείς δώρον αντάξιον προς την εορτήν θα ημπορούσαν ίσως μόλις και μετά βίας να το επιτύχουν οι άγγελοι, οι πρώτοι πνευματικοί και καθαροί και θεαταί και μάρτυρες της ουρανίου δόξης, έστω και αν είναι προσιτόν εις αυτούς κάθε είδος εξύμνησις. Ημείς δε θα προσφέρωμεν τον λόγον, το πιο ωραίον και πολύτιμον από τα μέσα τα οποία διαθέτομεν, υμνούντες και κατ άλλον τρόπον τον Λόγον δια τας ευεργεσίας Του προς τους ανθρώπους. Θα αρχίσω δε από το σημείον αυτό. Διότι δεν ανέχομαι, ενώ προσφέρω ως θυσίαν τους λόγους μου περί του μεγάλου Θύματος και της πιο μεγάλης από τας ημέρας, να μην ανατρέξω εις τον Θεόν και να κάμω από εκεί την αρχήν. Καθαρίσατε προς χάριν μου και τον νουν και την ακοήν και την διάνοιαν, όσοι εντρυφάτε εις αυτά τα πράγματα (επειδή ο λόγος αναφέρεται εις τον Θεόν και είναι θείος), δια να αναχωρήσετε αφού θα έχετε εντρυφήσει πραγματικά εις εκείνα τα οποία δεν τελειώνουν ποτέ. Θα είναι δε ο λόγος μου πλήρης αλλά και συνάμα πολύ σύντομος, εις τρόπον ώστε, ούτε να σάς λυπήση με τας ελλείψεις του, ούτε και να γίνη ανιαρός εξ αιτίας του κορεσμού, τον οποίον τυχόν θα σάς έφερε.

3. Ο Θεός υπήρχε μεν πάντοτε, και υπάρχει, και θα υπάρχη, η, καλύτερα, υπάρχει πάντοτε. Διότι το "υπήρχε" και "θα υπάρχη", είναι τμήματα του χρόνου και της φθαρτής φύσεώς μας. Ο όρος όμως ‘'ο υπάρχων'' εκφράζει το αιώνιον, και με αυτόν αυτοτιτλοφορείται όταν εμφανίζεται εις τον Μωϋσή επάνω εις το όρος (Εξ. 3, 14). Διότι έχει συγκεντρώσει και διατηρεί όλην την ''ύπαρξιν'', η οποία ούτε άρχισε ποτέ ούτε και θα λήξη ποτέ, ωσάν κάποιος απέραντος και απεριόριστος ωκεανός ουσίας, ο οποίος ξεπερνά κάθε έννοιαν και του χρόνου και της φύσεως, και ο οποίος ημπορεί να σκιαγραφηθή κάπως μόνον με τον νουν. Και από αυτόν πάλιν μόνον πολύ αμυδρά και περιωρισμένα, όχι από την ουσίαν του αλλά από εκείνα τα οποία βρίσκονται γύρω του, δια να σχηματισθή από την συγκέντρωσιν των διαφόρων εξωτερικών φαινομένων μία κάποια εικόνα της αληθείας η οποία χάνεται προτού προλάβωμεν να την κρατήσωμεν, και εξαφανίζεται προτού ημπορέσωμεν να την συλλάβωμεν με τον νουν. Η εικόνα δε αυτή λάμπει εις τον νουν μας, και μάλιστα μόνον όταν αυτός είναι καθαρός, όπως η αστραπή η οποία διαρκεί ελάχιστα. Νομίζω δε (ότι γίνεται αυτό) από την μία μεριά μεν δια να προσελκύη με εκείνο το οποίον ημπορεί να γίνη κατανοητόν (διότι το τελείως ακατανόητον απογοητεύει και εξουδετερώνει κάθε διάθεσιν προσεγγίσεως), από την άλλην δε δια να προκαλή τον θαυμασμόν με το ακατανόητον.με τον θαυμασμόν να δημιουργή περισσότερον πόθον, με τον πόθον να καθαρίζη και με την κάθαρσιν να κάνη τον νουν μας θεόμορφον. Αφού γίνωμεν δε τέτοιοι, τολμώ να το είπω, να συναναστρεφώμεθα με το Θείον ωσάν συγγενείς. Ο Θεός να ενώνεται και να επιτρέπη να Τον γνωρίσουν θεοί, και μάλιστα τόσον πολύ, όσον γνωρίζει κι όλας εκείνους τους οποίους γνωρίζει. Είναι λοιπόν άπειρον το θείον και δυσκολονόητον. Το μόνον δε το οποίον είναι κατανοητόν απ αυτό είναι το ότι είναι άπειρον, έστω και αν θα νομίζη κάποιος ότι είναι απλής φύσεως η καθ ολοκληρίαν ακατανόητον, η τελείως κατανοητόν. Διότι πως θα επιθυμήσωμεν κάποιον ο οποίος είναι απλός από την φύσιν του; Η απλότης λοιπόν δεν αποτελεί την φύσιν του, όπως και εις τα σύνθετα την φύσιν των δεν αποτελεί μόνον το ότι είναι σύνθετα.

4. Επειδή δε το άπειρον εξετάζεται από δύο πλευράς, από την αρχήν δηλαδή και το τέλος (διότι ό,τι ξεπερνά τα όρια αυτά και δεν περιορίζεται μέσα σ αυτά είναι άπειρον), όταν μεν στραφή ο νους προς το ουράνιον βάθος, επειδή δεν έχει που να σταθή δια να στηρίξη τα εξωτερικά γνωρίσματα με τα οποία αντιλαμβάνεται τον Θεόν, ονομάζει το άπειρον και το αδιέξοδον το οποίον προκύπτει από αυτά άναρχον. Όταν δε στραφή προς τα επίγεια και τα μέλλοντα, το ονομάζει αθάνατον και άφθαρτον. Όταν δε εξετάση τα πάντα, το ονομάζει αιώνιον. Διότι αιών δεν είναι ούτε χρόνος, ούτε κάποιο τμήμα του χρόνου (διότι δεν μετράται). Αλλά ό,τι είναι δι ημάς ο χρόνος, ο οποίος μετράται με την περιφοράν του ηλίου, αυτό είναι δια τα αιώνια ο αιών, ο οποίος επεκτείνεται μαζί με τα όντα, ωσάν κάποιο χρονικό κίνημα και διάστημα. Εις αυτά λοιπόν ας αρκεσθή η τωρινή μου φιλοσοφική ενασχόλησις με τον Θεόν. Διότι δεν υπάρχει χρόνος δι αυτά, επειδή εκείνο το οποίον έχομεν να εξετάσωμεν είναι η οικονομία και όχι η θεολογία. Όταν δε είπω Θεόν, εννοώ τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Και η θεότης ούτε διαχέεται πέρα απ αυτά, δια να μην παραδεχθώμεν πολλούς θεούς, ούτε περιορίζωνται εις ένα απ αυτά, δια να μην κατηγορηθώμεν ότι δεχόμεθα πτωχήν θεότητα, και να μην μας είπουν είτε ιουδαίζοντας εξ αιτίας της μονοθείας, είτε ελληνίζοντας εξ αιτίας της πολυθείας. Διότι και εις τα δύο υπάρχει το ίδιον κακόν, έστω και αν ευρίσκεται μέσα εις αντίθετα πράγματα. Έτσι λοιπόν τα Άγια των Αγίων, τα οποία δεν αποκαλύπτονται ούτε εις τα ίδια τα Σεραφείμ, και τα οποία δοξάζονται με τον Τρισάγιον ύμνον (βλ. Ησ. 6, 2 ε.), συγκεντρώνονται εις μίαν αρχήν και μίαν Θεότητα, πράγμα το οποίον έχει εξετάσει κατά τρόπον άριστον και υψηλόν και κάποιος άλλος από τους πριν από ημάς.

5. Επειδή όμως δεν ήτο τούτο αρκετόν εις την αγαθότητα, το να κινήται μόνον με την σκέψιν της, αλλά έπρεπε να διασκορπισθή το αγαθόν και να εξαπλωθή, εις τρόπον ώστε να γίνουν περισσότερα τα ευεργετούμενα (διότι αυτό αποτελεί απόδειξιν της απείρου αγαθότητος), κατ αρχήν μεν δημιουργεί με την σκέψιν τους αγγέλους και τας ουρανίας δυνάμεις. Και η σκέψις της γίνεται έργον, το οποίον συμπληρώνεται από τον Λόγον και ολοκληρώνεται από το Πνεύμα. Και έτσι εδημιουργήθησαν δεύτεραι λαμπρότητες, υπηρέται της πρώτης λαμπρότητος, τας οποίας πρέπει να θεωρήσωμεν είτε νοερά πνεύματα, είτε πυρ, κατά κάποιον τρόπον, άϋλον και ασώματον, είτε ως κάποιαν άλλην φύσιν, η οποία να ταιριάζη όσον το δυνατόν περισσότερον προς τα λεχθέντα. Θέλω μεν να είπω ότι δεν ημπορούν να κινηθούν προς το κακόν, και ότι μόνον προς το καλόν ημπορούν να βαδίσουν, επειδή ευρίσκονται γύρω από τον Θεόν και φωτίζονται πρώται απ Αυτόν (διότι ο φωτισμός των επιγείων αποτελεί δεύτερον φωτισμόν). Με αναγκάζει όμως να θεωρήσω και να είπω, ότι δεν είναι ακίνητοι αλλά μόνον δυσκίνητοι, ο Εωσφόρος, ο οποίος ωνομάσθη έτσι εξ αιτίας της λαμπρότητός του (βλ. Ησ. 14, 12) και ο οποίος έγινε σκοτάδι εξ αιτίας της υπερηφάνειάς του, και αι δυνάμεις αι οποίαι απεστάλησαν υπό την αρχηγίαν του, αι οποίαι εδημιούργησαν το κακόν με την απομάκρυνσιν από το καλόν και το επροκάλεσαν και εις ημάς.

6. Έτσι λοιπόν και δια τον λόγον αυτόν εδημιουργήθη υπ Αυτού ο νοητός κόσμος, εις τρόπον ώστε να ημπορώ εγώ να εξετάζω τα πράγματα αυτά, καταμετρών με τον μικρόν λόγον μεγάλα πράγματα. Επειδή δε τα πρώτα ήσαν καλά (Γεν. κεφ. 1) δι Αυτόν, εννοεί (και δημιουργεί) δεύτερον κόσμον, υλικόν και ορατόν ( αυτός δε ο κόσμος είναι το οργανωμένον σύστημα και σύνολον του ουρανού και της γης και των μεταξυ αυτών ευρισκομένων, αξιέπαινον μεν δια την τελειότητα κάθε πράγματος χωριστά, αλλά ακόμη πιο αξιέπαινον εξ αιτίας του ταιριάσματος και της αρμονίας η οποία δημιουργείται απ΄ όλα αυτά, τα οποία ταιριάζουν το ένα με το άλλο και όλα μεταξύ των, δια να συμπληρώσουν ένα αρμονικόν σύνολον), δια να αποδείξη ότι ημπορεί να φέρη εις την ύπαρξιν όχι μόνον φύσιν ομοίαν προς Αυτόν αλλά και τελείως διαφορετικήν από Αυτόν. Διότι είναι μεν όμοια προς την Θεότητα τα πνευματικά όντα, τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνον με τον νουν, αλλά ταυτοχρόνως είναι τελείως διαφορετικά τα όντα τα οποία γίνονται αντιληπτά με τας αισθήσεις, και ακόμη περισσότερον διαφορετικά απ αυτά είναι εκείνα τα οποία είναι τελείως άψυχα και ακίνητα.
7. Ο νους μεν λοιπόν και η αίσθησις, τα οποία διεχωρίσθησαν κατ αυτόν τον τρόπον το ένα από το άλλο, παρέμειναν το καθένα μέσα εις την φύσιν των και έφεραν εντός των το μεγαλείον του δημιουργού Λόγου, σιωπηλοί εγκωμιασταί και μεγαλόφωνοι κήρυκες του μεγαλουργήματος. Δεν υπήρχε δε ακόμα κράμα και από τα δύο, ούτε κάποια ένωσις των αντιθέτων, δείγμα ανωτέρας σοφίας και της ποικιλίας των φύσεων, ούτε ήτο γνωστός όλος ο πλούτος της αγαθότητος. Επειδή δε ο δημιουργός Λόγος αυτό ακριβώς το πράγμα ήθελε να δείξη, και να παρουσιάση ένα ον από την ένωσιν και των δύο (της αοράτου δηλαδή και της ορατής φύσεως), εδημιούργησε τον άνθρωπον. Και αφού έλαβε μεν από την ύλην, η οποία υπήρχεν ήδη, το σώμα, και αφού έβαλεν εις αυτό την πνοήν του (την οποίαν ο λόγος ορίζει ως νοεράν ψυχήν και εικόνα του Θεού), τον έστησεν επί της γης ωσάν άλλον κόσμον, κατά κάποιον τρόπον, μεγάλον μέσα εις την μικρότητά του, ωσάν άλλον άγγελον, ωσάν μικρόν προσκυνητήν, φύλακα της ορατής κτίσεως και ιερουργόν της αοράτου, βασιλέα των ευρισκομένων επί της γης και κυβερνώμενον ταυτοχρόνως από τον Ουρανόν, επίγειον και ουράνιον, προσωρινόν και αθάνατον, ορατόν και εννοούμενον, ευρισκόμενον εις το μέσον μεταξύ μεγαλείου και ταπεινότητος.τον ίδιον πνεύμα και σάρκα. Πνεύμα προς χάριν του, και σάρκα δια να ημπορή να εξυψώνεται. Το μεν ένα δια να ζη και να δοξάζη τον Ευεργέτην, το δε άλλο δια να υποφέρη, να ενθυμήται και να διαπαιδαγωγήται από το πάθος του, επιδιώκων να ανυψωθή προς το μεγαλείον. Ον το οποίον διαμένει μεν εις την γην, αλλά μεταβαίνει εις άλλον κόσμον, και ωσάν τέλος του μυστηρίου γίνεται θεός από την επιθυμίαν του προς Αυτόν. Διότι εις αυτό, κατά την γνώμην μου, οδηγεί η μετρία λάμψις της αληθείας, η οποία παρουσιάζεται εις την γην, εις το να ίδωμεν δηλαδή και να αισθανθώμεν την λαμπρότητα του Θεού, η οποία είναι ανταξία προς Εκείνον ο Οποίος μας συνέθεσε, και ο Οποίος θα μας διαλύση και θα μας συνθέση πάλιν κατά τρόπον ακόμη πιο ένδοξον.
8. Και τον ετοποθέτησεν εις τον Παράδεισον (όποιος και αν ήτο ο Παράδεισος αυτός), αφού τον ετίμησε με το αυτεξούσιον, δια να ανήκη το αγαθόν εις εκείνον ο οποίος θα το επιλέξη όχι ολιγώτερον από όσον εις Εκείνον ο οποίος του έδωσε τα σπέρματα του αγαθού, τον έκαμε γεωργόν αθανάτων φυτών, δηλαδή των θείων εννοιών, και των απλουστέρων και των τελειοτέρων, γυμνόν εξ αιτίας της απλότητος και της χωρίς πονηρίαν ζωής, και χωρίς κανένα κάλυμμα και πρόβλημα. Διότι τέτοιος έπρεπε να είναι ο πρώτος άνθρωπος. Και του δίδει τον νόμον ως αντικείμενον του αυτεξουσίου. Ο δε νόμος ήτο η εντολή από ποία φυτά ημπορούσε να φάγη και ποία δεν θα έπρεπε να αγγίξη. Εις αυτά δε ανήκε το δένδρον της γνώσεως, το οποίον ούτε εφυτεύθη από την αρχήν με κακόν σκοπόν, ούτε απηγορεύθη από φθόνον (ας μη φθάσουν μέχρις εκεί αι γλώσσαι των εχθρών του Θεού, και ας μην μιμηθούν τον όφιν!), αλλ ήτο μεν καλόν εάν το εδοκίμαζε κανείς εις τον κατάλληλον καιρόν (διότι το δένδρον, κατά την άποψίν μου, ήτο η θέα του Θεού, την οποίαν ημπορούσαν να πλησιάσουν χωρίς να κινδυνεύουν μόνον εκείνοι οι οποίοι είχαν τελειοποιηθή με την άσκησιν), αλλά δεν ήτο καλόν δια τους αδοκιμάστους ακόμη και τους πιο λαιμάργους ως προς την επιθυμίαν, όπως η σκληρά τροφή δεν είναι ωφέλιμος δι εκείνους οι οποίοι είναι ακόμη αδύνατοι και έχουν ανάγκην από γάλα. Αφού δε εξ αιτίας του φθόνου του διαβόλου και της παρακινήσεως της γυναικός, η οποία υπέκυψε σαν πιο αδύνατη και τον παρεκίνησε και αυτόν σαν η πιο κατάλληλη δι αυτό (αλλοίμονον εις την αδυναμίαν μου! διότι η αδυναμία του προπάτορος είναι και ιδική μου), ελησμόνησε μεν την εντολήν, η οποία του είχε δοθή. Ενικήθη από την προσωρινήν γευστικήν δοκιμήν και έτσι εξεδιώχθη αυτομάτως από το δένδρον της ζωής, από τον Παράδεισον και από τον Θεόν εξ αιτίας της κακίας του, και ενεδύθη με δερμάτινα ενδύματα (πιθανόν με την πιο βαρειά σάρκα, την φθαρτήν και αντίθετον). Και ωσάν πρώτον αποτέλεσμα αντιλαμβάνεται την καταισχύνην του και κρύπτεται από τον Θεόν. Κερδίζει, βεβαίως, κάτι απ αυτό: το ότι γίνεται θνητός και το ότι διακόπτεται η αμαρτία δια να μην γίνη αθάνατον το κακόν, και έτσι η τιμωρία αποβαίνει φιλανθρωπία. Διότι εγώ έτσι πιστεύω ότι τιμωρεί ο Θεός.
9. Αφού δε ετιμωρήθη προηγουμένως δια τα πολλά αμαρτήματα (από τα οποία εφύτρωσεν η ρίζα της κακίας) από διαφόρους αιτίας και κατά διαφόρους χρόνους, με τον λόγον, τον νόμον, τους προφήτας, τας ευεργεσίας, τας απειλάς, τας τιμωρίας, τας πλημμύρας, τας πυρκαϊάς, τους πολέμους, τας νίκας, τας ήττας, τα σημεία από τον ουρανόν , τα σημεία από τον αέρα, την γην και την θάλασσαν, με τας ανελπίστους μεταβολάς ανθρώπων, πόλεων και λαών, πράγματα τα οποία αποσκοπούσαν εις το να εξαφανισθή η κακία, έχει ανάγκην τελικά από κάποιο ισχυρότερον φάρμακον δια τας φοβερωτέρας ασθενείας, τας αδελφοκτονίας δηλαδή, τας μοιχείας, τας επιορκίας, τας ανωμάλους επιθυμίας και το χειρότερον και μεγαλύτερον από όλα τα κακά, την ειδωλολατρείαν και την μετατόπισιν της προσκυνήσεως από τον δημιουργόν εις τα δημιουργήματα. Επειδή δε είχεν ανάγκην από μεγαλυτέραν βοήθειαν, του δίδεται και τέτοια: Ήτο δε ο ίδιος ο Λόγος του Θεού ο προαιώνιος, ο αόρατος, ο μη δυνάμενος να περιορισθή, ο ασώματος, η Αρχή η προερχομένη από την Αρχήν, το Φως το προερχόμενον εκ του Φωτός, η πηγή της αθανασίας και της ζωής, το αντίγραφον του πρωτοτύπου κάλλους, η αναλλοίωτος σφραγίς, η απαράλλακτος εικών, ο όρος και ο Λόγος του Πατρός. Αυτός εισέρχεται εις την ιδίαν την εικόνα Του, ενδύεται με σάρκα προς χάριν της σαρκός και με ψυχήν πνευματικήν προς χάριν της ψυχής μου, καθαρίζων έτσι το όμοιον με το όμοιόν Του. Και γίνεται κατά πάντα, εκτός από την αμαρτίαν, τέλειος άνθρωπος (Εβρ. 4, 15). Γεννηθείς μεν από την Παρθένον, της οποίας και η ψυχή και το σώμα είχε καθαρισθή προηγουμένως από το Πνεύμα (διότι έπρεπε μεν και να τιμηθή η γέννησις, αλλά και να προτιμηθή η παρθενία), παραμείνας δε Θεός μετά την πρόσληψιν της ανθρωπίνης φύσεως. Γενόμενος εν από τα δύο αντίθετα, από την σάρκα δηλαδή και το Πνεύμα, από τα οποία το μεν ένα έκαμε το άλλο Θεόν, ενώ το άλλο έγινε Θεός. Ω πόσον αξιοθαύμαστος είναι η νέα ένωσις! Ω πόσον παράδοξος είναι η σύνθεσις! Ο υπάρχων δημιουργείται, ο αδημιούργητος πλάθεται, και ο απεριόριστος περιορίζεται δια μέσου της νοεράς ψυχής, η οποία μεσιτεύει εις την Θεότητα και δια μέσου της υλικής φύσεως της σαρκός. Εκείνος ο οποίος δίδει τον πλούτον, γίνεται πτωχός.διότι γίνεται πτωχός κατά το ότι παίρνει την σάρκα μου δια να γίνω εγώ πλούσιος με την θεότητά Του. Εκείνος ο οποίος είναι γεμάτος αδειάζει.διότι αδειάζει από την δόξαν Του δι ολίγον καιρόν, δια να γευθώ εγώ την πληρότητά Του. Ποίος είναι ο πλούτος της αγαθότητος; Ποίον είναι το μυστήριον το οποίον με περιβάλλει; Έλαβα την θείαν εικόνα και δεν την εφύλαξα. Παίρνει την σάρκα μου, και δια να διατηρήση την εικόνα, αλλά και δια να κάμη αθάνατον την σάρκα. Έρχεται εις δευτέραν συνάφειαν πολύ πιο παράδοξον από την πρώτην, καθόσον, τότε μεν έδωσε το καλύτερον, τώρα δε παίρνει το χειρότερον. Αυτό είναι ακόμη πιο ταιριαστόν εις τον Θεόν, αυτό είναι, δι όσους διαθέτουν κρίσιν, ακόμη πιο υψηλόν.
10. «Αλλά τι μας ενδιαφέρουν αυτά;», θα ημπορούσε να είπη κάποιος από τους πολύ φιλεόρτους και ενθουσιώδεις πιστούς. «Σπηρούνισε το πουλάρι, δια να φθάσωμεν εις το τέρμα». «Μίλησέ μας δια την εορτήν και δι εκείνα δια τα οποία έχομεν συγκεντρωθή σήμερα». Αυτό λοιπόν και θα κάμω, έστω και αν άρχισα κάπως από υψηλότερα πράγματα, επειδή με παρακινούσε ο πόθος και με παρέσυρεν η ρύμη του λόγου. Δεν θα ήτο δε ίσως άσχημον δια τους φιλομαθείς και φιλοκάλους να εξετάσωμεν δι ολίγων τα σχετικά με την ιδίαν την ονομασίαν του Πάσχα. Κάτι τέτοιο δεν θα αποτελούσε άσχημον εμπειρίαν δια την ακοήν μας. Το Πάσχα αυτό, το μέγα και αξιοσέβαστον, αποκαλείται από τους Εβραίους Φάσκα σύμφωνα με την γλώσσαν των. Η ονομασία δε αυτή σημαίνει το πέρασμα, ιστορικώς με την φυγήν από την Αίγυπτον και την μετανάστευσιν εις την γην Χαναάν, πνευματικώς δε την ανάβασιν και την πρόοδον εκ των κάτω προς τα άνω και προς την γην της επαγγελίας. Εκείνο δε το οποίον έχομεν ίδει να συμβαίνη εις πολλά σημεία της Γραφής, το να μεταπλάθωνται δηλαδή ωρισμένα ονόματα από μίαν κάπως ασαφή έννοιαν εις κάποιαν σαφεστέραν, η από μίαν κάπως τραχείαν εις κάποιαν πιο ευπρεπή, το βλέπομεν να συμβαίνη και εδώ. Διότι, επειδή ωρισμένοι ενόμισαν ότι το «φάσκα» αποτελούσε την ονομασίαν του σωτηρίου πάθους, αφού εξελλήνισαν εν συνεχεία την ονομασίαν, συμφώνως προς την μεταβολήν του φί εις πί και του κάππα εις χί, απεκάλεσαν την ημέραν Πάσχα. Αφού δε παρέλαβεν η συνήθεια την ονομασίαν, την ισχυροποίησεν ακόμη περισσότερον, επειδή η ακοή των πολλών αποδέχεται με περισσοτέραν ευχαρίστησιν την ονομασίαν αυτήν ως πιο ευσεβή.
11. Ο θείος μεν λοιπόν Απόστολος απεφάνθη πριν από ημάς ότι ολόκληρος ο νόμος είναι σκιά των μελλόντων (Κολ. 2, 17) και εκείνων τα οποία γίνονται αντιληπτά από την ψυχήν και την διάνοιαν. Επίσης και ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος πριν από τον Απόστολον είχεν εμφανισθή εις τον Μωϋσή όταν έδιδε τον νόμον γύρω απ αυτά τα πράγματα. Διότι λέγει: «Φρόντισε να κάνης τα πάντα συμφώνως προς τον τύπον ο οποίος σου υπεδείχθη εις το όρος», εμφανίζων έτσι εκείνα τα οποία έβλεπεν ο Μωϋσής ωσάν σκιαγράφησιν, τρόπον τινά, και προτύπωσιν εκείνων τα οποία δεν εφαίνοντο. Και πιστεύω ότι τίποτε δεν έχει διαταχθή εις την τύχην, ούτε χωρίς λογικήν αιτίαν , ούτε κατά τρόπον ταπεινόν, ούτε κατά τρόπον ανάξιον προς την νομοθεσίαν του Θεού και την υπηρεσίαν του Μωϋσέως, έστω και αν είναι δύσκολον να ευρεθή το πνευματικόν στοιχείον το οποίον αντιστοιχεί εις κάθε μίαν από τας σκιάς όταν τας εξετάσωμεν λεπτομερώς, δηλαδή τα όσα έχουν νομοθετηθή σχετικά με την ιδίαν την σκηνήν, τας διαστάσεις της, τα υλικά κατασκευής της, τους Λευίτας και λειτουργούς, οι οποίοι τα βαστάζουν, και τα σχετικά με τας θυσίας, με τους καθαρισμούς και με τας προσφοράς. Γίνονται δε αυτά κατανοητά μόνον από εκείνους οι οποίοι ομοιάζουν ως προς την αρετήν εις τον Μωϋσή, η από εκείνους που έχουν παραπλησίαν προς αυτόν μόρφωσιν. Επειδή και εις το ίδιο το όρος ο Θεός εμφανίζεται εις τους ανθρώπους, αφ ενός μεν καταβαίνων ο ίδιος από την υψηλήν του θέσιν, αφ ετέρου δε ανυψώνων ημάς από την γηίνην ταπείνωσιν, δια να εισέλθη κάπως και όσον είναι ασφαλές Εκείνος ο οποίος δεν ημπορεί να περιορισθή εις την θνητήν ανθρωπίνην φύσιν. Διότι δεν θα ήτο δυνατόν κατ άλλον τρόπον να κατανοήση τον Θεόν το υλικόν σώμα και ο δέσμιος εις την ύλην νους, εάν δεν βοηθηθή. Τότε λοιπόν δεν φαίνεται ότι όλοι έχουν αξιωθή να ευρίσκωνται εις την ιδίαν τάξιν και στάσιν, αλλά άλλος μεν είναι άξιος δια την μίαν άλλος δε δια την άλλην, αναλόγως, όπως νομίζω, προς την καθαρότητά του ο καθένας. Άλλοι δε, όσοι είναι όμοιοι με τα θηρία ως προς την συμπεριφοράν και ανάξιοι δια τα θεία μυστήρια, έχουν απομακρυνθή ολότελα και το μόνον το οποίον τους επιτρέπεται είναι να ακούουν την φωνήν του Θεού.
12. Ημείς όμως, ακολουθούντες την μέσην οδόν μεταξύ εκείνων οι οποίοι έχουν ολότελα υλικήν διάνοιαν και εκείνων οι οποίοι είναι πολύ θεωρητικοί και προηγμένοι εις τα πνευματικά, δια να μην μένωμεν ούτε εντελώς άπρακτοι και ακίνητοι, δια να μην γίνωμεν ανάξιοι και ξένοι δι εκείνα τα οποία μας προσφέρονται (διότι το μεν πρώτον είναι κατά κάποιον τρόπον Ιουδαϊκόν και ανάξιον, το δε άλλο ίδιον εκείνων οι οποίοι μαντεύουν από τα όνειρα, και τα δύο δε εξ ίσου κατακριτέα), έτσι ας ομιλήσωμεν δια τα πράγματα αυτά, κατά τρόπον δηλαδή προσιτόν προς ημάς και όχι πολύ παράδοξον και καταγέλαστον εις τους πολλούς. Διότι νομίζομεν ότι, επειδή επέσαμεν απ αρχής εξ αιτίας της αμαρτίας και παρεσύρθημεν από την ηδονήν και εφθάσαμεν μέχρι του να γίνωμεν ειδωλολάτραι και να κάνωμεν αισχράς θυσίας, έπρεπε να συνέλθωμεν πάλιν και να επιστρέψωμεν εις την πρώτην κατάστασιν δια της ευσπλαγχνίας του Θεού και Πατρός ημών, ο οποίος δεν ανείχετο να ζημιωθή τόσον το έργον της χειρός Του, ο άνθρωπος. Πως λοιπόν πρέπει να αναπλασθώμεν και τι να γίνωμεν; Πρέπει μεν να αποδοκιμασθή η αυστηρά θεραπεία, επειδή δεν ημπορεί ούτε να πείση ούτε να κτυπήση το κακόν, το οποίον έχει γίνει δευτέρα φύσις από την συνήθειαν, να χρησιμοποιηθή δε η επιεικής και φιλάνθρωπος μέθοδος της θεραπείας, δια να επιτευχθή η διόρθωσις. Διότι ούτε βλαστός ο οποίος έχει κυρτώσει δεν ημπορεί να αντέξη την απότομον ευθυγράμμισιν και την βίαν της χειρός η οποία προσπαθεί να τον ευθυγραμμίση (ευκολώτερα μεν λοιπόν θα ημπορούσε να σπάση παρά να διορθωθή), ούτε και ευέξαπτον και ηλικιωμένον άλογον, θα ημπορούσε να ανεχθή την εξουσίαν του χαλινού, χωρίς κάποιο καλόπιασμα και χαϊδευτικόν κάλεσμα. Δια τούτο μας έχει δοθή ως βοηθός ο νόμος, σαν ένα περιτείχισμα μεταξύ του Θεού και των ειδώλων, αφ ενός μεν δια να μας επαναφέρη εις τον Θεόν. Και συγχωρεί ωρισμένα πράγματα εις την αρχήν, δια να επιτύχη το πιο σπουδαίον. Συγχωρεί κατ αρχήν τας θυσίας, δια να εγκαταστήση μέσα μας τον Θεόν. Έπειτα όμως, όταν φθάση ο κατάλληλος καιρός, θα καταργήση και τας θυσίας, θα μας αλλάξη κατά τρόπον σοφόν με τμηματικάς μεταβολάς και θα μας οδηγήση εις το Ευαγγέλιον, αφού θα είμεθα ήδη προετοιμασμένοι να το ακολουθήσωμεν πειθήνια.
13. Έτσι μεν λοιπόν και δια τον λόγον αυτόν μας εδόθη ο γραπτός νόμος, ο οποίος μας οδηγεί εις τον Χριστόν, και αυτός είναι ο λόγος των θυσιών, όπως πιστεύω εγώ. Δια να μην αγνοής δε το βάθος της σοφίας και τον πλούτον των ανεξιχνίαστων κριμάτων του Θεού, δεν άφησεν ούτε αυτάς τας θυσίας τελείως ανιέρους και ατελεσφόρους ούτε να έχουν μόνον την σημασίαν του απλού αίματος, αλλά εις τας νομικάς θυσίας έχει αναμιχθη το αθυσίαστον, όσον αφορά εις την πρώτην φύσιν του, σφάγιον , δια να το είπω έτσι, το οποίον δεν καθαρίζει μόνον μικρόν μέρος της οικουμένης ούτε δι ολίγον μόνον χρόνον, αλλά καθαρίζει ολόκληρον τον κόσμον και μάλιστα εις τους αιώνας. Δια τον λόγον αυτόν λαμβάνεται ως σφάγιον αφ ενός μεν πρόβατον (Εξ. 12, 3 ε.), λόγω της αθωότητός του και του ότι αποτελούσε το ένδυμα της αρχαίας γυμνότητος (διότι τέτοιο ήτο το σφάγιον το οποίον εθυσιάσθη προς χάριν μας, το οποίον και είναι και ονομάζεται ένδυμα αφθαρσίας), αφ ετέρου δε αρτιμελές, όχι μόνον λόγω της Θεότητος, από την οποίαν δεν υπάρχει τίποτε τελειότερον, αλλά και λόγω της ανθρωπότητος, η οποία προσελήφθη και εχρίσθη από την Θεότητα και η οποία έγινεν ομοία με εκείνο το οποίον την είχε χρίσει, και τολμώ να το είπω, ομοία με τον Θεόν. Λαμβάνεται δε πρόβατον άρρεν επειδή προσφέρεται υπέρ του Αδάμ, η καλύτερα, επειδή το πιο σταθερόν προσφέρεται υπέρ του σταθερού, εκείνου ο οποίος υπέκυψε πρώτος εις την αμαρτίαν, η τέλος, επειδή δεν φέρει επάνω του κανένα θηλυκόν και αδύνατον χαρακτηριστικόν και επειδή απεσπάσθη βιαίως από τους παρθενικούς και μητρικούς δεσμούς και εγεννήθη άρρεν από την προφήτιδα, όπως υπόσχεται ο Ησαίας (Ησ. 8, 3). Ενός έτους δε ωσάν ήλιον δικαιοσύνης η προερχόμενον απ αυτόν η περιοριζόμενον από εκείνο το οποίον φαίνεται και επανερχόμενον εις τον εαυτόν του, το οποίον ευλογείται ως στέφανος αγαθότητος (Ψαλμ. 64, 12) και είναι από όλας τας πλευράς ίσον και όμοιον προς τον εαυτόν του, όχι μόνον δε δια τον λόγον αυτόν, αλλά και επειδή δίδει ζωήν εις τον κύκλον των αρετών, αι οποίαι αναμιγνύονται και αλληλοσυμπληρώνονται συμφώνως προς τον νόμον της φιλίας και της αρμονίας. Καθαρόν δε και γνήσιον, επειδή θεραπεύει από τας κατηγορίας και από τα ελαττώματα και τους μολυσμούς της κακίας. Διότι αν και εσήκωσε τας αμαρτίας μας και εβάστασε τας ασθενείας μας (Ησ. 53, 4), ο Ίδιος δεν έπαθε τίποτε από εκείνα τα οποία έχουν ανάγκην θεραπείας. Διότι εδοκιμάσθη καθ όλα όπως και ημείς, αλλά παρέμεινεν αναμάρτητος (Εβρ. 4, 15), επειδή εκείνος ο οποίος κατεδίωξε το φως το οποίον φωτίζει εις το σκότος (Ιω. 1, 5), δεν κατώρθωσε να τον νικήση.
14. Τι ακόμη; Εισάγεται μεν ο πρώτος μήνας, η, καλύτερα, η αρχή των μηνών (Εξ. 12, 2), είτε επειδή ήταν τέτοιος από την αρχήν δια τους Ιουδαίους είτε επειδή έγινε κατόπιν δια τον λόγον αυτόν και έλαβεν από το μυστήριον το να είναι πρώτος. Ακόμη δε η δεκάτη του μηνός, επειδή το δέκα είναι ο πιο πλήρης απ όλους τους αριθμούς, η πρώτη τελεία μονάς η οποία αποτελείται από μονάδας και η οποία δημιουργεί τελειότητα. Διατηρείται δε εις την πέμπτην ημέραν, ίσως επειδή το θύμα δια το οποίον ομιλώ καθαρίζει τας αισθήσεις από τας οποίας προήλθε το παράπτωμα και γύρω από τας οποίας διεξάγεται ο πόλεμος, επειδή αυταί δέχονται το κεντρί της αμαρτίας. Εκλέγεται δε όχι μόνον από τα αρνία (Εξ. 12, 5) αλλά και από το χειρότερον είδος και από την αριστεράν χείρα των εριφίων (Ματθ. 25, 33), επειδή δεν θυσιάζεται μόνον δια τους δικαίους αλλά και δια τους αμαρτωλούς. Μάλιστα δε προ παντός δι αυτούς, καθόσον ημείς έχομεν ανάγκην μεγαλυτέρας φιλανθρωπίας. Δεν είναι δε παράδοξον εάν το πρόβατον αναζητήται μεν κατ αρχήν εις κάθε οικίαν και εάν δεν ευρεθή τότε ανευρίσκεται κατόπιν εράνου, λόγω της πτωχείας η οποία επικρατεί, από τους οίκους των μεγάλων οικογενειών, επειδή το καλύτερον μεν είναι να έχη την ικανότητα ο καθένας να τελειωθή προσωπικά και να προσφέρη ζωντανήν και αγίαν θυσίαν εις τον Θεόν ο οποίος τον καλεί, καθαγιαζόμενος πάντοτε και με κάθε μέσον. Αν δε αυτό δεν είναι δυνατόν, τότε ας χρησιμοποιήσωμεν και συνεργούς εις αυτό εκείνους οι οποίοι είναι συγγενείς με ημάς ως προς την αρετήν και άνθρωποι του ιδίου ήθους. Διότι αυτό νομίζω ότι θέλει να δείξη το παράδειγμα, το να ερχόμεθα εις επαφήν με εκείνους οι οποίοι ευρίσκονται πολύ κοντά εις το σφάγιον, εάν αυτό ήθελε χρειασθή.
15. Απ εδώ προέρχεται η «ιερά νύξ», η αντίθετος της νυκτός η οποία είναι διασκορπισμένη εις τον παρόντα βίον, κατά την οποίαν διαλύεται το πρωτόγονον σκότος και τα πάντα έρχονται εις το φως, τακτοποιούνται και αποκτούν μορφήν και έτσι αποκτά ωραιότητα η προηγουμένη ασχήμια. Από εδώ απομακρυνόμεθα από την Αίγυπτον, την σκυθρωπήν αμαρτίαν η οποία μας καταδιώκει, από τον Φαραώ τον αόρατον τύραννον και από τους σκληρούς εργοδότας, και μεταφερόμεθα εις τον ουράνιον κόσμον. Και απελευθερωνόμεθα από τον πηλόν και την κατασκευήν πλίνθων, από την αχυρένια και εύθραυστον κατασκευήν του σώματος, η οποία εις τους πολλούς δεν έχει ούτε καν την αντοχήν αχυρένιων λογισμών. Από εδώ θυσιάζεται ο αμνός και σφραγίζονται με το τίμιον αίμα η πράξις και ο λόγος, δηλαδή η συνήθεια και η ενέργεια, αι οποίαι στέκονται εις τας θύρας μας - λέγω δε θύρας τα κινήματα και τα δόγματα του νού, τα οποία ανοίγουν και κλείονται καλώς από την θεωρίαν - επειδή κατά κάποιον τρόπον η θεωρία αποτελεί το μέτρον της πνευματικής ικανότητάς μας. Από εδώ δίδεται η τελευταία και πιο βαρεία πληγή εις τους διώκτας και η οποία αξίζει πραγματικά εις τους διώκτας, και η Αίγυπτος θρηνεί τα πρωτότοκα των λογισμών και των πράξεών της (το οποίον ονομάζεται και εξυψώνεται ως σπέρμα Χαλδαϊκόν από την Γραφήν (Ιουδίθ 5, 6) και νήπια της Βαβυλώνος τα οποία ρίπτονται με δύναμιν επάνω εις την πέτραν και διαλύονται (Ψαλμ. 136, 8-9), και τα πάντα είναι γεμάτα από την βοήν και την κραυγήν των Αιγυπτίων, ενώ από ημάς θα απομακρυνθή εξ αιτίας της θυσίας του αρνίου ο εξολοθρευτής άγγελος, από σεβασμόν και φόβον δια το χρίσιμον της θύρας. Από εδώ προέρχεται και το επταήμερον φούσκωμα της ζύμης (Εξ. 12, 19) (διότι το επτά είναι ο πιο μυστικός από τους αριθμούς, ο οποίος αντιστοιχεί προς τον κόσμον αυτόν), της παλαιάς και ξυνής κακίας (διότι δεν προέρχεται από εκείνην η οποία δημιουργεί το ψωμί και ζωογονεί), δια να μην διατρεφώμεθα με το Αιγυπτιακόν προζύμι και το λείψανον της φαρισαϊκής διδασκαλίας (Ματθ. 16, 6).
16. Και αυτοί μεν ας θρηνούν, από ημάς δε θα φαγωθή το αρνί. Θα φαγωθή δε κατά την εσπέραν (Εξ. 12, 18), επειδή το πάθος του Χριστού έγινε δια το τέλος των αιώνων, και επειδή παρέδωσε το Μυστήριον εις τους μαθητάς Του κατά την εσπέραν, διαλύων την σκοτοδίνην της αμαρτίας. Δεν μαγειρεύεται δε αλλά προσφέρεται ψητόν, δια να μην έχη ο λόγος μας τίποτε το ρευστόν και ευκολοδιάλυτον, αλλά να είναι καλοστημένος και σταθερός και δοκιμασμένος από το πυρ το οποίον καθαρίζει, και ελεύθερος από κάθε τι το γήϊνον και απέριττος, και να βοηθούμεθα από τα καλά κάρβουνα, τα οποία ανάπτονται από Εκείνον ο οποίος ήλθε να βάλη φωτιάν εις την γην (Λουκά 12, 49), την φωτιάν εκείνην η οποία κατακαίει τας πονηράς συνηθείας και η οποία επιταχύνει το άναμμα. Όσον μεν λοιπόν μέρος του λόγου είναι σαρκώδες και φαγώσιμον, θα φαγωθή και θα καταναλωθή (Εξ. 12, 8 ε.) μαζί με τα εντόσθια και τα κρυφά μέρη του νού και θα παραδοθή εις πνευματικήν χώνευσιν μέχρι το κεφάλι και μέχρι τα πόδια, μέχρι δηλαδή τας πρώτας ενατενίσεις της θεότητος και τας τελευταίας σκέψεις περί της σαρκώσεως. Δεν θα βγάλωμεν δε τίποτε έξω από την οικίαν, ούτε και θα κρατήσωμεν τίποτε δια την επομένην ημέραν (Εξ. 12, 10), επειδή τα περισσότερα από τα Μυστήριά μας δεν πρέπει να παρουσιάζωνται εις τους εκτός της πίστεως, επειδή δεν υπάρχει κάθαρσις η οποία να ξεπερνά αυτήν την νύκτα και επειδή δι εκείνους οι οποίοι έχουν γίνει κοινωνοί του Λόγου δεν είναι πράγμα αξιέπαινον η αναβολή. Διότι, όπως είναι καλόν και αγαπητόν εις τον Θεόν, να μη διατηρήται η οργή μέχρι να τελειώση η ημέρα, αλλά να εξαφανίζεται πριν από την δύσιν του ηλίου (Εφ. 4, 26), όπως και να το εκλάβης αυτό, είτε από χρονικήν είτε και από πνευματικήν άποψιν (διότι δεν είναι δι ημάς ασφαλές το να δύη η ήλιος ενώ διατηρούμεν ακόμη την οργήν μας), έτσι δεν πρέπει και το φαγητόν αυτό να διατηρήται καθ όλην την διάρκειαν της νυκτός, ούτε να φυλάσσεται δια την επομένην. Όσον δε μέρος έχει κόκκαλα και δεν ημπορεί να φαγωθή ούτε να γίνη από ημάς κατανοητόν, δεν πρέπει να θραυσθή (Εξ. 12, 46), διαμοιραζόμενον και κατανοούμενον κατά τρόπον εσφαλμένον (διότι θα παραλείψω να είπω ότι και από τον Ιησούν, συμφώνως προς την ιστορίαν, δεν εθραύσθη τίποτε (Ιω. 19, 36), αν και οι σταυρωταί ήθελαν να επισπεύσουν τον θάνατόν Του εξ αιτίας του Σαββάτου), ούτε να απορριφθή και να συρθή εδώ και εκεί δια να μην δοθούν τα άγια εις τους σκύλους, εις τους κακούς κατασπαρακτάς του Λόγου, όπως δεν πρέπει επίσης να δοθή εις τους χοίρους η λαμπρότης και το μαργαριτάρι του Λόγου (Ματθ. 7, 6), αλλά θα πρέπει να καταναλωθή από την φωτιάν η οποία κατακαίει και τα ολοκαυτώματα, να εκλεπτυνθή και να διατηρηθή από το Πνεύμα το οποίον ερευνά και γνωρίζει τα πάντα, και να μην χαθή μέσα εις τα ύδατα, ούτε να διασπαρή, όπως συνέβη με την κεφαλήν του μόσχου την οποίαν εσχεδίασεν ο Μωϋσής δια τον Ισραηλιτικόν λαόν δια να κατακρίνη την σκληρότητά του (Εξ. 32, 19 ε.).
17. Αξίζει δε να μην παραβλέψωμεν ούτε τον τρόπον κατά τον οποίον ετρώγετο το αρνί, επειδή αυτό δεν το έκαμεν ούτε ο νόμος, ο οποίος αρέσκεται να κρύβη την θεωρίαν (το πνεύμα) με το γράμμα του. Διότι θα καταναλώσωμεν το σφάγιον με ζήλον και θα φάγωμεν άζυμα μαζί με πικρά χόρτα και θα σφίξωμεν με ζώνην την μέσην μας και θα δέσωμεν τα υποδήματά μας και θα κρατήσωμεν μπαστούνι (Εξ. 12, 8 ε) όπως οι γέροντες. Θα τα κάμωμεν δε αυτά με ζήλον δια να μην πάθωμεν εκείνο το οποίον έπαθεν ο Λωτ, ο οποίος είχε δεχθή την απαγορευτικήν εντολήν. Ας μην κυττάξωμεν γύρω και ας μην σταματήσωμεν εις όλα τα περίχωρα. Ας φθάσωμεν εις το όρος, δια να μην καταστραφώμεν από το παράδοξον πυρ το οποίον κατέφαγε τα Σόδομα και δια να μην γίνωμεν στήλη άλατος (Γεν. 19, 12 ε.) από την επιστροφήν εις τα χειρότερα πράγματα, πράγμα το οποίον προκαλεί η αργοπορία. Ας το φάγωμεν δε με πικρά χόρτα (Εξ. 12, 8), επειδή η σύμφωνος με το θέλημα του Θεού ζωή είναι δύσκολη και ανηφορική, προ παντός δι εκείνους οι οποίοι ευρίσκονται ακόμη εις την αρχήν, και απέχει πάρα πολύ από την ηδονήν. Διότι, αν και είναι καλός ο νέος ζυγός και το φορτίον ελαφρόν (Ματθ. 11, 30), όπως ακούεις, τούτο συμβαίνει λόγω της ελπίδος και της ανταμοιβής, η οποία είναι πολύ πιο πλουσιοπάροχη από την κακοπάθησιν εις την γην, επειδή, αλλοιώς, ποίος δεν θα έλεγε ότι το Ευαγγέλιον είναι πολύ πιο κοπιαστικόν και δύσκολον; Διότι, ενώ ο νόμος απαγορεύει την διάπραξιν των αμαρτημάτων, εμείς κατηγορούμεθα και δια τα αίτια των αμαρτημάτων, ωσάν να τα είχαμεν σχεδόν διαπράξει. Ο νόμος λέγει: «Μη μοιχεύσης» (Εξ. 20, 13), ενώ συ παίρνεις την εντολήν να μην αποκτήσης ούτε επιθυμίαν (Ματθ. 5, 28), δια να μην δώσης ευκαιρίαν με το περίεργον και πονηρόν βλέμμα να ανάψη το πάθος. Εκείνος λέγει: «μη φονεύσεις» (Εξ. 20, 15), ενώ συ παίρνεις την εντολήν όχι μόνον να μην ανταποδώσης το κτύπημα, αλλά και να αφήσης τον εαυτόν σου εις την διάθεσιν εκείνου ο οποίος σε εκτύπησε (Ματθ. 5, 39). Πόσον πιο φιλοσοφημένα είναι αυτά από εκείνα! Ο νόμος λέγει: «μη παραβής τον όρκον σου» (Εξ. 20, 7), ενώ συ παίρνεις την εντολήν να μην ορκισθής καθόλου (Ματθ. 5, 34), ούτε μικρόν ούτε μεγαλύτερον όρκον, επειδή ο όρκος γεννά την επιορκίαν. Εκείνος λέγει να μην προσαρτίσης άλλην οικίαν εις την οικίαν σου και άλλον αγρόν εις τον αγρόν σου (Ησ. 5, 8) καταπιέζων τον πτωχόν, ενώ συ παίρνεις την εντολήν να αποχωρισθής με προθυμίαν και εκείνα τα οποία απέκτησες δικαίως και να γυμνωθής προς χάριν των πτωχών, δια να σηκώνης με ευκολίαν τον σταυρόν και να γίνης πλούσιος από αγαθά τα οποία δεν φαίνονται (Ματθ. 19, 21).
18. Η μέση δε εις τα άλογα μεν ας μένη χαλαρή και χωρίς περίδεσιν (πρβλ. Εξ. 12, 11), επειδή δεν διαθέτουν την λογικήν η οποία χαλιναγωγεί τας ηδονάς (δεν θα ισχυρισθώ ότι και εκείνα γνωρίζουν περιορισμόν της φυσικής των ορμής), ενώ συ πρέπει να χαλιναγωγής με ζώνην και με την σύνεσιν τας επιθυμίας και την διάθεσιν δια χρεμέτισμα (Ιερεμ. 5,8) (όπως λέγει η Γραφή, η οποία διασύρει με τον τρόπον αυτόν την αισχρότητα του πάθους), δια να τρώγης καθαρός το Πάσχα, αφού νεκρώσης τα γήϊνα μέλη σου (Κολ. 3,5) και αφού μιμηθής την ζώνην του Ιωάννου (Ματθ. 3, 4) του ερημίτου, του Προδρόμου και μεγάλου Κήρυκος της αληθείας. Γνωρίζω και άλλην ζώνην - εννοώ την στρατιωτικήν και ανδρικήν - από την οποίαν ονομάζονται ωρισμένοι Σύροι εύζωνοι η μονόζωνοι (Δ' Βασ. 5, 2), και λόγω της οποίας ο Θεός απευθυνόμενος προς τον Ιώβ λέγει: «δέσε με ζώνην ως άνδρας την μέσην σου και δος μου απάντησιν ανδρικήν» (Ιώβ 38, 3). Αυτήν υπερηφανεύεται και ο θείος Δαυίδ ότι έχει περιζωσθή ως δύναμιν εκ Θεού (Ψαλμ. 17, 33) και παρουσιάζει τον Θεόν ως ενδεδυμένον και περιζωσμένον με δύναμιν (Ψαλμ. 92, 1), ωπλισμένον δηλαδή κατά των ασεβών, εκτός αν προτιμά κάποιος την δύναμιν, η οποία τον κυκλώνει και σχηματίζει τρόπον τινά ζώνην, να την παρομοιάζη με ιμάτιον, επειδή ο Θεός ενδύεται το φως (Ψαλμ. 103, 2). Διότι ποίος θα υποστηρίξη ότι η δύναμις και το φως Του είναι άσχετα μεταξύ των; Αναζητώ κάτι κοινόν μεταξύ της μέσης του σώματος και της αληθείας; Πως πρέπει να εννοήσωμεν εκείνο το οποίον λέγει ο άγιος Παύλος: «σταθήτε λοιπόν με θάρρος αφού ζωσθήτε εις την μέσην σας την ζώνην της αληθείας» (Εφ. 6, 14); Μήπως τυχόν επειδή το πνευματικόν στοιχείον περισφίγγει το επιθυμητικόν και δεν το αφήνει να παρασυρθή εις άλλα πράγματα; Διότι δεν θέλει, εκείνο το οποίον αγαπά κάτι, να έχη την ιδίαν δύναμιν και προς τας άλλας ηδονάς.
19. Τα υποδήματά του δε, εκείνος μεν ο οποίος πρόκειται να εγγίση την αγίαν και θεοβάδιστον γην, ας τα λύη, όπως έκαμε και ο Μωϋσής εκείνος επάνω εις το όρος (Εξ. 3, 5), δια να μην φέρη επάνω του τίποτε το νεκρόν, ούτε τίποτε το οποίον να παρεμβάλλεται μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Όπως επίσης και αν αποστέλλεται κάποιος μαθητής δια να κηρύξη το Ευαγγέλιον, στέλλεται κατά τρόπον ασκητικόν και απλόν (Λουκ. 10, 3 ε. ). Οφείλει, εκτός από το να μην έχη επάνω του νομίσματα, ούτε ράβδον και εκτός από το να διαθέτη μόνον ένα χιτώνα, να κυκλοφορή ανυπόδητος, δια να φανούν πόσον ωραίοι είναι οι πόδες εκείνων οι οποίοι κηρύττουν την ειρήνην (Ησ. 52, 7), και κάθε άλλο αγαθόν. Εκείνος δε ο οποίος απομακρύνεται από την Αίγυπτον και από τα σχετικά με την Αίγυπτον, ας φορέση υποδήματα (Εξ. 12, 11), δια να είναι ασφαλής από τα άλλα πράγματα και επιπροσθέτως από τους σκορπιούς και τα φίδια, από τα οποία έχει αφθονίαν η Αίγυπτος, δια να μην βλάπτεται από εκείνους οι οποίοι κεντούν την πτέρναν και τους οποίους έχομεν εντολήν να συντρίβωμεν με τα πόδια μας (Λουκά 10, 19). Δια το μπαστούνι (Εξ. 12, 11) δε και δια τον σχετικόν με αυτό συμβολισμόν η άποψίς μου είναι η ακόλουθος: Από την μίαν πλευράν το θεωρώ σαν υποστήριγμα και από την άλλην ως καθοδηγητικόν και διδασκαλικόν, το οποίον επαναφέρει εις την ορθήν πίστιν τα λογικά πρόβατα. Αλλά δια σε τώρα παραγγέλλει ο νόμος εκείνο το οποίον χρησιμοποιείται σαν υποστήριγμα, δια να μην γονατίση κάπου ο λογισμός σου ακούων δι αίμα και πάθος και θάνατον Θεού, και δια να μην περιπέσης τυχόν εις αθείαν από την πρόθεσιν σου να υπερασπισθής τάχα τον Θεόν. Αλλά χωρίς εντροπήν και χωρίς ενδοιασμούς φάγε το Σώμα και πίε το Αίμα, εάν επιθυμής να ζήσης, χωρίς να απιστής εις τους λόγους τους σχετικούς με την σάρκα, και χωρίς να σε ενοχλούν οι λόγοι οι σχετικοί με το πάθος. Να στέκεσαι γερά στηριγμένος, σταθερός και ακλόνητος, χωρίς να ημπορή να σε μετακινήση κανείς από τους αντιπάλους, και χωρίς να παρασύρεσαι από λόγους οι οποίοι φαίνονται πειστικοί. Σταμάτησε εις το ύψος σου, στήσε τα πόδια σου εις τας αυλάς της Ιερουσαλήμ (Ψαλμ. 121, 2) και στηρίξου εις την πέτραν, δια να μην ημπορή να κλονισθή η πορεία σου προς τον Θεόν.
20. Τι λέγεις; Έτσι τυχαίως εθεωρήθη καλόν να εξέλθης από την Αίγυπτον, από το σιδερένιο αυτό καμίνι (Δευτ. 4, 20), να εγκαταλείψης την πολυθείαν η οποία επικρατούσε εκεί, να οδηγηθής από τον Μωϋσή και από την νομοθεσίαν και την στρατηγικήν του καθοδήγησιν; Θα σου παρουσιάσω μίαν ερμηνείαν όχι ιδικήν μου, η καλύτερα, πολύ ιδικήν μου, αν εξετάσης το θέμα πνευματικώς. Δανείσου από τους Αιγυπτίους σκεύη χρυσά και ασημένια (Εξ. 11, 2), και πάρε τα μαζί σου εις την πορείαν. Πάρε ως εφόδια τα ξένα πράγματα, η καλύτερα, τα ιδικά σου, επειδή σου οφείλεται μισθός δια την εργασίαν και την κατασκευήν των πλίνθων. Χρησιμοποίησε τέχνασμα δια να ικανοποιήσης την απαίτησίν σου και αφαίρεσέ τα, όπως είναι δίκαιον. Έστω, έχεις ταλαιπωρηθή εδώ, αγωνιζόμενος με τον πηλόν, το πονηρόν αυτό και ακάθαρτον σώμα, και οικοδομών πόλεις ξένας και επισφαλείς, των οποίων η ανάμνησις θα εξαφανισθή με κρότον. Τι λοιπόν; Φεύγεις αφού εδούλεψες δωρεάν και χωρίς να πάρης μισθόν; Τι λοιπόν; θα αφήσης εις τους Αιγυπτίους και εις τας αντιπάλους δυνάμεις εκείνα τα οποία απέκτησαν άδικα και τα οποία θα καταναλώσουν κατά τρόπον ακόμη χειρότερον; Δεν είναι ιδικά των. Τα έκλεψαν και τα άρπαξαν από εκείνον ο οποίος είπεν: «ιδικόν μου είναι το ασήμι και ιδικόν μου είναι το χρυσάφι» (Αγγ. 2, 8) και θα το δώσω εις όποιον θέλω (Δαν. 4, 17). Χθές ανήκεν εις εκείνους, επειδή αυτός το είχεν επιτρέψει. Σήμερα το φέρει ο Κύριος και το δίνει εις σε, ο οποίος θα το χρησιμοποιήσης σωστά δια να σωθής. Ας αποκτήσωμεν φίλους από τα άδικα πλούτη μας, δια να μας ανταποδώσουν τας ευεργεσίας μας όταν αποθάνωμεν, κατά την μέλλουσαν κρίσιν (Λουκ. 16, 9).
21. Εάν μεν είσαι κάποιος όμοιος με την Ραχήλ η την Λείαν, ψυχή δηλαδή ομοία με εκείνας των προπατόρων της Παλ. Διαθήκης και μεγάλη, κλέψε και τα είδωλα τα οποία θα εύρης από τον πατέρα σου, όχι δια να τα διαφυλάξης, αλλά δια να τα καταστρέψης (Γεν. 31, 19). Εάν δε είσαι σοφός Ισραηλίτης, μετάφερέ τα εις την γην της επαγγελίας, δια να στενοχωρηθή δι αυτά εκείνος ο οποίος σε καταδιώκει και να σκεφθή και να κατανοήση ότι άδικα κατεδυνάστευε και μετεχειρίζετο ως δούλους ανθρώπους καλυτέρους απ αυτόν. Αν πράξης κατ αυτόν τον τρόπον και φύγης έτσι από την Αίγυπτον, γνωρίζω καλά ότι θα σε οδηγήση στήλη από φωτιάν και από σύννεφον κατά την νύκτα και κατά την ημέραν (Εξ. 13, 21 ε.), η έρημος θα ημερώση, η θάλασσα θα χωρισθή προς χάριν σου, ο Φαραώ θα πνιγή μέσα εις αυτήν, ο άρτος θα πέση ως βροχή από τον ουρανόν, ο βράχος θα αναβλύση νερό, οι Αμαληκίται θα κατανικηθούν (όχι με όπλα μόνον αλλά και με τας εχθρικάς δια τους αντιπάλους χείρας των δικαίων, αι οποίαι συμβολίζουν ταυτοχρόνως δέησιν και το ανίκητον τρόπαιον του Σταυρού), ο ποταμός θα ανακόψη τον ρούν του (Ιησ. Ναυή 3, 15), ο ήλιος θα σταματήση, η σελήνη θα αναχαιτισθή (Ιησ. Ναυή 10, 12), τα τείχη θα κατακρημνισθούν χωρίς την χρήσιν κανενός πολεμικού μηχανήματος, πλήθη (αγγέλων) θα τρέξουν μπροστά δια να ανοίξουν δρόμον εις τους Ισραηλίτας και να εμποδίσουν τους αλλοφύλους, και θα σου δοθούν και όλα τα άλλα, τα οποία αναφέρει η Γραφή ότι συνέβησαν μαζί και μετά απ αυτά, δια να μην μακρύνω ακόμη περισσότερον τον λόγον. Τέτοιαν εορτήν εορτάζεις σήμερα. Με τέτοια πράγματα σε φιλοδωρεί η γέννησις Εκείνου ο οποίος εγεννήθη προς χάριν σου και ο επιτάφιος Εκείνου ο οποίος έπαθεν. Τέτοιο είναι δια σε το μυστήριον του Πάσχα. Αυτά εσκιαγράφησεν ο νόμος και τα ωλοκλήρωσεν ο Χριστός, ο Οποίος κατέλυσε το γράμμα και ωλοκλήρωσε το πνεύμα, και ο Οποίος, ενώ με εκείνα τα οποία έπαθεν εδίδαξε το πάθος, με εκείνα με τα οποία εδοξάσθη μας χαρίζει την δυνατότητα να δοξασθώμεν μαζί Του.
22. Ημπορούμεν λοιπόν να εξετάσωμεν το πράγμα και το δόγμα, το οποίον από τους περισσοτέρους μεν παραβλέπεται, αλλά από εμέ εξετάζεται εκτενέστατα. Διότι, εις ποίον εδόθη το αίμα το οποίον εχύθη προς χάριν μας και δια ποίον πράγμα εχύθη το μεγάλο και περιβόητον Αίμα του Θεού και αρχιερέως και θύματος ταυτοχρόνως; Διότι ευρισκόμεθα μεν υπό την εξουσίαν του πονηρού εις τον οποίον είχαμεν πωληθή από την αμαρτίαν με αντίτιμον την απόλαυσιν της κακίας. Εάν δε το λύτρον δεν ανήκει εις κανένα άλλον παρά εις τον κάτοχον του δούλου, ερωτώ να μάθω εις ποίον προσεφέρθη τούτο και δια ποίον λόγον. Εάν μεν προσεφέρθη εις τον πονηρόν, μακρυά από εμέ τέτοια βλασφημία! (εάν όχι μόνον από τον Θεόν, αλλά και τον ίδιον τον Θεόν παίρνη ως λύτρον ο ληστής, και παίρνη τόσον υψηλόν μισθόν δια την δουλείαν των ανθρώπων το θέλημά του, γεγονός δια το οποίον θα ήτο δίκαιον να λυπηθή και να αφήση ελευθέρους και ημάς). Εάν δε εις τον Πατέρα, κατ αρχήν πως έγινεν αυτό; Διότι δεν εκρατούμεθα αιχμάλωτοι από εκείνον. Κατά δεύτερον δε λόγον, διατί τάχα θα ευχαριστούσε το Αίμα του Μονογενούς τον Πατέρα, ο Οποίος δεν εδέχθη ούτε τον Ισαάκ, όταν του είχε προσφερθή ως θυσία από τον Πατέρα του, αλλά άλλαξε την θυσίαν και ετοποθέτησε κριάρι εις την θέσιν του λογικού θύματος (Γεν. 22, 13); Είναι επομένως φανερόν ότι το λαμβάνει μεν ο Πατήρ, αλλά δια να εκπληρωθή το σχέδιον της σωτηρίας και επειδή έπρεπε να αγιασθή ο άνθρωπος από την ανθρωπίνην φύσιν του Θεού, δια να μας ελευθερώση ο Ίδιος, αφού κατενίκησε με την βίαν τον τύραννον, και δια να μας επαναφέρη κοντά Του με την μεσιτείαν του Υιού, ο Οποίος έδωσε το Αίμα Του δια να μας σώση προς τιμήν του Πατρός, εις τον Οποίον φαίνεται ότι παραχωρεί τα πάντα. Αυτά μεν λοιπόν τα σχετικά με τον Χριστόν καθώς και όλα τα άλλα ας τα τιμώμεν με σιωπήν. Ο δε χάλκινος όφις κρεμάται μεν εναντίον των όφεων οι οποίοι δαγκώνουν, αλλά σαν αντίθετος εικών και όχι σαν εικών Εκείνου ο οποίος έπαθε προς χάριν μας, διότι ο όφις σώζει εκείνους οι οποίοι τον βλέπουν, όχι επειδή τυχόν πιστεύουν ότι είναι ζωντανός, αλλά επειδή είναι νεκρός και νεκρώνει μαζί του τας δυνάμεις αι οποίαι ευρίσκονται υπό την εξουσίαν του, αφού έχει καταργηθή και ο ίδιος, όπως του άξιζε (πρβλ. Αριθμ. 21, 8-9). Ποίον λοιπόν επιτάφιον λόγον αρμόζει να του απαγγείλωμεν; «Που είναι, θάνατε, το κεντρί σου; Που είναι, άδη, η νίκη σου;» (Οσ. 13, 14, Κορ. 15, 55). Έχεις πληγωθή από τον Σταυρόν και έχεις θανατωθή από Εκείνον ο οποίος δίδει ζωήν. Είσαι χωρίς πνοήν, νεκρός, ακίνητος, χωρίς ενέργειαν, έστω και αν διατηρής την μορφήν του όφεως, καθώς έχεις τοποθετηθή υψηλά δια να στιγματισθής.
23. Θα γίνωμεν δε μέτοχοι του Πάσχα, τώρα μεν τυπικά ακόμη και, αν αυτό είναι το παλαιόν, ακόμη πιο ανεπίσημα (διότι το Πάσχα του νόμου, τολμώ να το είπω, ήτο ακόμη πιο αμυδρός τύπος του τύπου), ύστερα δε από λίγο πολύ τελειότερα και καθαρώτερα, όταν θα το πίνη μαζί μας νέον ο Λόγος εις την βασιλείαν του Πατρός (Ματθ. 26, 29) και θα μας αποκαλύπτη και θα μας διδάσκη εκείνα τα οποία μας έχει δείξει τώρα όχι τόσον καθαρά. Διότι είναι πάντοτε νέον εκείνο το οποίον γνωρίζομεν τώρα. Ποία δε είναι η πόσις και η απόλαυσις, εμείς μεν πρέπει να το μάθωμεν, Εκείνος δε να το διδάξη και να ανακοινώση εις τους μαθητάς Του τον λόγον. Διότι η διδασκαλία είναι τροφή και δι εκείνον ο οποίος τρέφει. Αλλά εμπρός ας γίνωμεν και ημείς μέτοχοι του νόμου, κατά τρόπον όμως πνευματικόν και όχι κατά γράμμα, κατά τρόπον τέλειον και όχι ατελή, αιωνίως και όχι προσωρινώς. Ας κάμωμεν πρωτεύουσάν μας όχι την κάτω Ιερουσαλήμ, αλλά την ουράνιον μητρόπολιν.Όχι εκείνην η οποία καταπατείται τώρα από στρατεύματα, αλλά εκείνη η οποία δοξάζεται από τους Αγγέλους. Ας θυσιάσωμεν όχι νοερά μοσχάρια, ούτε αρνία «τα οποία έχουν κέρατα και νύχια» (Ψαλμ. 68, 32), το μεγαλύτερον μέρος των οποίων είναι νεκρόν και δεν αισθάνεται τίποτε, αλλά «ας προσφέρωμεν εις τον Θεόν ευχαριστήριον θυσίαν» (Ψαλμ. 49, 14) εις το ουράνιον θυσιαστήριον μαζί με τους χορούς των αγγέλων. Ας διασχίσωμεν το πρώτον χώρισμα (της σκηνής του μαρτυρίου), ας προχωρήσωμεν εις το δεύτερον και ας πλησιάσωμεν με σεβασμόν εις τα Άγια των Αγίων. Θα είπω το μεγαλύτερον, ας προσφέρωμεν τους εαυτούς μας θυσίαν εις τον Θεόν, η καλύτερα, ας Του προσφέρωμεν θυσίαν κάθε ημέραν και με κάθε κίνησίν μας. Ας δεχώμεθα τα πάντα χάριν του Λόγου, ας μιμούμεθα με τα πάθη μας το πάθος Του, ας τιμώμεν το αίμά Του με το αίμά μας και ας ανερχώμεθα με προθυμίαν εις τον σταυρόν. Τα καρφιά είναι γλυκά, έστω και αν προκαλούν φοβερούς πόνους. Διότι το να υποφέρη κανείς μαζί με τον Χριστόν και χάριν του Χριστού είναι προτιμώτερον από το να ζη ζωήν απολαύσεων κοντά σε άλλους.
24. Αν είσαι Σίμων Κυρηναίος (Λουκ. 23, 26), σήκωσε τον Σταυρόν και ακολούθησέ Τον. Αν σταυρωθής μαζί Του ως ληστής (Λουκ. 23, 40 ε.), δείξε καλήν προαίρεσιν και γνώρισε τον Θεόν. Εάν Εκείνος ετοποθετήθη μεταξύ των παρανόμων εξ αιτίας σου και εξ αιτίας της αμαρτίας σου, συ να γίνης προς χάριν Του πιστός εις τον νόμον Του. Προσκύνησε Εκείνον ο οποίος υψώθη προς χάριν σου εις τον Σταυρόν, ακόμη και αν έχης υψωθή και συ. Κέρδισε κάτι και από την κακίαν. Εξαγόρασε με τον θάνατον την σωτηρίαν. Είσελθε εις τον Παράδεισον μαζί με τον Ιησούν, δια να μάθης από ποία αγαθά έχεις απομακρυνθή. Παρατήρησε τα κάλλη τα οποία υπάρχουν εκεί. Τον ληστήν ο οποίος διαμαρτύρεται και υβρίζει, άφησέ τον να αποθάνη έξω μαζί με την βλασφημίαν του. Και αν είσαι ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας (Λουκ. 23, 50), ζήτησε το Σώμα από εκείνον ο οποίος τον σταυρώνει. Ας γίνη ιδικόν σου το Σώμα εκείνο το οποίον καθαρίζει τον κόσμον. Και αν είσαι ο Νικόδημος, ο θεοσεβής εκείνος ο οποίος Τον επεσκέφθη την νύκτα (Ιω. 19, 39), ενταφίασέ Τον με μύρα. Και αν είσαι κάποια Μαρία, η η άλλη Μαρία, η η Σαλώμη, η η Ιωάννα, πήγαινε πρωί-πρωί να Τον θρηνήσης (Μάρκ. 16,1). Δές πρώτη κυλισμένον τον λίθον, ενδεχομένως και τους αγγέλους και τον ίδιον τον Ιησούν. Πές Του κάτι και άκουσε την φωνήν Του. Αν ακούσης «μη με εγγίζης» (Ιω. 20, 17), σταμάτησε μακρυά, δείξε σεβασμόν προς τον Λόγον, αλλά μη λυπηθής. Διότι γνωρίζει εις ποίους θα εμφανισθή πρώτα. Βοήθησε την Εύαν, η οποία έπεσε πρώτη, να χαιρετήση και πρώτη τον Χριστόν και να το ανακοινώση εις τους μαθητάς (Ιω. 20, 14 και 18). Γίνε Πέτρος η Ιωάννης και σπεύσε εις τον τάφον, τρέχων μαζί η προπορευόμενος (Ιω. 20, 4) και συναγωνιζόμενος εις τον καλόν συναγωνισμόν. Και αν σε προλάβη εις την ταχύτητα, νίκησέ τον με την συστηματικότητά σου και μην αρκεσθής μόνον να πλησιάσης το μνημείον, αλλά να εισέλθης και μέσα (Ιω. 20, 5-6). Και αν λείψης, όπως ο Θωμάς, από την συγκέντρωσιν των μαθητών εις τους οποίους εμφανίζεται ο Ιησούς, όταν Τον ίδης, ας μην απιστήσης (Ιω. 20, 24 ε.). Και αν απιστήσης, πίστευσε εις εκείνους οι οποίοι σου το λέγουν. Εάν δε δεν τους πιστεύσης ούτε αυτούς, ας πεισθής από τα σημάδια των καρφιών. Αν κατεβαίνη εις τον Άδην, κατέβα μαζί Του. Γνώρισε και τα εκεί μυστήρια του Χριστού, ποίον είναι το σωτηριώδες σχέδιον της διπλής καταβάσεως και ποίος ο λόγος της: Σώζει με την εμφάνισίν Του εκεί τους πάντας, η και εκεί σώζει μόνον εκείνους οι οποίοι Τον πιστεύουν;
25. Και αν ανεβαίνη εις τους ουρανούς, ανέβα μαζί Του. Εντάξου εις τους αγγέλους οι οποίοι Τον προπέμπουν η εις εκείνους οι οποίοι Τον υποδέχονται. Πρόσταξε να σηκωθούν αι πύλαι και να γίνουν υψηλότεραι (Ψαλμ. 23, 7), δια να υποδεχθούν πιο μεγαλόπρεπα Εκείνον ο οποίος επιστρέφει από το πάθος. Απάντησε εις εκείνους οι οποίοι απορούν δια το σώμα και τα σύμβολα του Πάθους, με τα οποία ανέρχεται, ενώ δεν τα είχε μαζί Του όταν είχε κατέβει, και οι οποίοι δια τον λόγον αυτόν ερωτούν να μάθουν «ποίος είναι αυτός ο βασιλεύς της δόξης;», ότι είναι «Κύριος κραταιός και δυνατός» (Ψαλμ. 23, 7-8) με όλα όσα ανέκαθεν έχει κάνει και με όσα κάνει και με τον τωρινόν πόλεμον και την περίλαμπρον νίκην Του προς χάριν της ανθρωπότητος, και δώσε εις την διπλήν ερώτησιν διπλήν την απάντησιν. Και αν απορούν λέγοντες, συμφώνως προς την δραματικήν προφητείαν του Ησαίου, «ποίος είναι αυτός ο οποίος έχει έλθει από την Εδώμ (Ησ. 63, 1) και από τα γήϊνα πράγματα;», η «διατί είναι κόκκινα τα ενδύματα εκείνου ο οποίος δεν έχει ούτε αίμα ούτε σώμα, ωσάν να έχη έλθει από πατητήρι και να έχη πατήσει ολόκληρον πατητήρι γεμάτον από σταφύλια;»(Ησ. 63, 2),να τους εκθειάσης την ωραιότητα της στολής του σώματος το οποίον έχει πάθη και το οποίον έχει καλλωπισθή από το Πάθος και έχει αποκτήσει από την Θεότητα την λαμπρότητα εκείνην από την οποίαν δεν υπάρχει τίποτε πιο επιθυμητόν και πιο ωραίον.
26. Τι θα μας είπουν δι αυτά οι συκοφάνται, οι πικρόχολοι ελεγκταί της Θεότητος, οι κατήγοροι εκείνων τα οποία επαινούνται, οι σκοτεινοί εν σχέσει προς το φως, οι αστοιχείωτοι εν σχέσει προς την σοφίαν, εκείνοι χάριν των οποίων απέθανεν ο Χριστός χωρίς να ζητήση αντάλλαγμα, τα αχάριστα δημιουργήματα, τα πλάσματα του πονηρού; Κατηγορείς τον Θεόν δια την ευεργεσίαν Του; Δια τούτο είναι μικρός, επειδή εταπεινώθη προς χάριν σου; Επειδή ο καλός Ποιμήν, ο Οποίος δίνει και την ψυχήν Του δια τα πρόβατα (Ιω. 10, 11), ήλθε προς το πρόβατον το οποίον είχε χαθή (βλ. Λουκ. 15, 4-10), επάνω εις τους λόφους και τα βουνά εις τα οποία εθυσίαζες (πρβλ. Ωσ. 4, 13), και αφού το εύρε το εσήκωσεν επάνω εις τους ώμους Του, επάνω εις τους οποίους εσήκωσε και τον Σταυρόν, και το επανέφερεν εις την ουρανίαν ζωήν και αφού το ανύψωσεν εκεί το έβαλεν εις την ιδίαν θέσιν με εκείνα τα οποία είχαν μείνει εκεί;
Τον κατηγορείς επειδή ήναψε λύχνον, την ιδίαν την σάρκα Του, και εσκούπισε την οικίαν (καθαρίζων τον κόσμον από την αμαρτίαν) και ανεζήτησε την δραχμήν, την εικόνα δηλαδή του Θεού η οποία είχε καταχωνιασθή από τα πάθη, και επειδή συγκεντρώνει δια την εύρεσιν της δραχμής τας φιλικάς προς Αυτόν δυνάμεις, τας οποίας είχε μυήσει και εις το μυστήριον της σωτηρίας, και τας κάνει μετόχους εις την χαράν Του; Τον κατηγορείς επειδή τον λύχνον, ο οποίος ετοιμάζει τον δρόμον, και ο οποίος ετοιμάζει εις τον Κύριον λαόν εκλεκτόν και καθαρίζει και προετοιμάζει δια το Πνεύμα με το ύδωρ, τον ακολουθεί το υπέρλαμπρον Φως, την φωνήν την ακολουθεί ο Λόγος και τον οδηγόν του νυμφίου ο Νυμφίος; Δι αυτό κατηγορείς τον Θεόν; Δι αυτά Τον θεωρείς κατώτερον, επειδή βάζει εις την μέσην Του την ποδιάν και πλύνει τα πόδια των μαθητών Του (Ιω. 13, 4) και δείχνει τον καλύτερον τρόπον να υψωθή κανείς, δηλαδή την ταπείνωσιν; Επειδή ταπεινώνεται χάριν της ψυχής, η οποία έχει κυρτώσει προς τα κάτω δια να ανυψώση μαζί του εκείνο το οποίον κλίνει προς τα κάτω από την αμαρτίαν; Πως δε δεν τον κατηγορείς δια το ότι γευματίζει μαζί με τους τελώνας (Λουκά 5, 27 ε.) και εις τας οικίας τελωνών, και ότι κάνει μαθητάς Του τελώνας δια να κερδίση και Αυτός κάτι; Τι δηλαδή; Την σωτηρίαν των αμαρτωλών. Ωσάν να ημπορούσε κανείς να κατηγορήση τον ιατρόν, ότι σκύβει με κατανόησιν επάνω εις τας πληγάς και ανέχεται την δυσωδίαν, δια να δώση την υγείαν εις τους ασθενείς, η εκείνον ο οποίος σκύβει από ευσπλαγχνίαν επάνω από τον βόθρον δια να βγάλη από εκεί το ζώον το οποίον έχει πέσει μέσα (πρβλ. Δευτερον. 22, 4, Ματθ. 12, 11), όπως λέγει ο νόμος.
27. Απεστάλη μεν, αλλά ως άνθρωπος (επειδή ήτο διπλούς την φύσιν), επειδή και ένιωσε κούρασιν και επείνασε και εδίψασε και εδάκρυσε κατά τους φυσικούς νόμους. Εάν δε εστάλη και ως Θεός, τι σε ενοχλεί αυτό; Την θέλησιν του Πατρός, από τον Οποίον προέρχεται, και τον Οποίον τιμά ως αρχήν άχρονον, να την θεωρής ως αποστολήν, και να μη πιστεύης ότι είναι κάτι το αταίριαστον δια τον Θεόν. Επειδή λέγεται και ότι έχει παραδοθή, αλλά έχει γραφή επίσης ότι έχει παραδώσει τον Εαυτόν του. Και ότι έχει αναστηθή από τον Πατέρα και έχει αναληφθή, αλλά και ότι έχει αναστήσει τον Εαυτόν του και ότι θα έλθη πάλιν. Εκείνα προέρχονται από την θέλησιν του Πατρός, αυτά από την δύναμίν του. Συ δε τα μεν πρώτα τα θεωρείς μειωτικά, τα δε άλλα, τα οποία εξυψώνουν, τα παραβλέπεις. Και το ότι μεν έπαθε, το υπολογίζεις. Το ότι δε έπαθε με την θέλησίν Του, δεν το αναφέρεις. Τι παθαίνει ακόμη και τώρα ο Λόγος! Από άλλους μεν τιμάται ως Θεός και ταυτίζεται με αυτόν, από άλλους δε περιφρονείται, επειδή είναι άνθρωπος, και χωρίζεται από τον Θεόν. Εναντίον ποίων να οργισθή περισσότερον; Η, καλύτερα, ποίους να συγχωρήση; Εκείνους οι οποίοι ενώνουν λανθασμένα, η εκείνους οι οποίοι χωρίζουν; Διότι και εκείνοι έπρεπε να διαχωρίζουν και τούτοι να ενώνουν. οι μεν με τον αριθμόν, οι δε με την Θεότητα. Εμποδίζεσαι από την σάρκα; Αυτό κάνουν και οι Ιουδαίοι. Μήπως τυχόν Τον ονομάζεις και Σαμαρείτην; Την συνέχειαν όμως δεν θα την αναφέρω (πρβλ. Ιω. 8, 48). Δεν πιστεύεις εις την Θεότητα; Αυτό δεν συμβαίνει ούτε με τους δαίμονας. Δύστυχε, πόσον πιο άπιστος είσαι ακόμη και από τους δαίμονας, και πόσον πιο αχάριστος από τους Ιουδαίους! Εκείνοι την ονομασίαν του Υιού την εθεώρησαν ως έκφρασιν ισοτιμίας (πρβλ. Ιω. 8, 19), διότι δεν εγνώριζαν ακόμη τον Θεόν ο οποίος τον είχε στείλει. Διότι επίστευαν μόνον αφού επάθαιναν. Συ δε δεν δέχεσαι ούτε την ισότητα, ούτε και αναγνωρίζεις την Θεότητα. Θα ήταν καλύτερα δια σε να είσαι περιτετμημένος και να ευρίσκεσαι υπό την επήρειαν του δαίμονος, δια να εκφρασθώ κατά τρόπον αστείον, παρά να κατέχεσαι από πονηρίαν και αθείαν, ενώ είσαι υγιής και απερίτμητος. Αλλ όμως ο πόλεμος εναντίον τούτων η ας σταματήση, εάν βεβαίως θα ήθελαν να συνετισθούν έστω και την τελευταίαν στιγμήν, η ας αναβληθή, εάν δεν θέλουν να συνετισθούν και παραμένουν όπως έχουν. Πάντως εμείς δεν θα φοβηθούμεν τίποτε ενώ θα αγωνιζώμεθα δια την Τριάδα, με σύμμαχόν μας την ιδίαν την Τριάδα.
28. Τώρα δε είμεθα πλέον αναγκασμένοι να ανακεφαλαιώσωμεν ως εξής τον λόγον. Έχομεν δημιουργηθή δια να ευεργετηθούμεν. Έχομεν ευεργετηθή επειδή έχομεν δημιουργηθή. Μας παρεδόθη ο Παράδεισος δια να ευτυχήσωμεν. Ελάβαμεν την εντολήν, δια να δοξασθώμεν αφού την φυλάξωμεν, όχι επειδή τυχόν αγνοούσε ο Θεός εκείνο τον οποίον θα εγίνετο, αλλά επειδή ήθελε να μας παραχωρήση το αυτεξούσιον. Έχομεν εξαπατηθή, επειδή μας εφθόνησαν. Έχομεν πέσει, επειδή έχομεν παραβή την εντολήν, έχομεν αναγκασθή εις νηστείαν επειδή δεν ενηστεύσαμεν και μας κατανίκησεν η επιθυμία της γεύσεως του καρπού του δένδρου της γνώσεως. Διότι η εντολή ήτο παλαιά και σύγχρονος με ημάς, ένα μέσον διαπαιδαγωγήσεως της ψυχής και σωφρονισμού από τας απολαύσεις. Την ελάβαμεν δε ευλόγως δια να απολαύσωμεν, αφού την τηρήσωμεν, εκείνο το οποίο εχάσαμεν επειδή δεν την ετηρήσαμεν. Είχαμεν ανάγκην από Θεόν ο Οποίος εσαρκώθη και απέθανε, δια να ζήσωμεν. Έχομεν αποθάνει μαζί Του δια να καθαρισθώμεν. Έχομεν αναστηθή μαζί Του επειδή έχομεν συναποθάνει και έχομεν δοξασθή επειδή έχομεν συναναστηθή.
29. Πολλά μεν λοιπόν είναι τα θαύματα εκείνης της εποχής. Ο Θεός σταυρώνεται, ο ήλιος σκεπάζεται από σκότος και κατόπιν ανατέλλει πάλιν (διότι έπρεπε και τα δημιουργήματα να συμπάσχουν με τον Δημιουργόν), το καταπέτασμα του ναού σχίζεται (Λουκ. 23, 44-45, Ματθ. 27, 51), αίμα και ύδωρ χύνεται από την πλευράν (Ιω. 19, 34) (το μεν επειδή ήτο άνθρωπος, το δε επειδή ήτο ανώτερος από τον άνθρωπον), η γη συγκλονίζεται, αι πέτραι σχίζονται προς χάριν της Πέτρας (Ματθ. 27, 51, Α' Κορ. 10, 4), οι νεκροί ανασταίνονται (Ματθ. 27, 52), ως απόδειξις δια την τελευταίαν και κοινήν Ανάστασιν. Τα σημεία δε τα οποία έγιναν εις τον τάφον και τα μετά την ταφήν (Ματθ. 28, 1 ε., Μάρκ. 16, 1 ε., Λουκ. 24, 1 ε. και Ιω. 20, 1 ε.), ποίος θα ημπορούσε να τα εξυμνήση επαξίως; Τίποτε δε δεν είναι ισάξιον με το θαύμα της σωτηρίας μου. Ολίγαι σταγόνες αίματος αι οποίαι αναδημιουργούν ολόκληρον τον κόσμον και γίνονται ωσάν χυμός γάλακτος δι όλους τους ανθρώπους και μας συνδέουν και μας συγκεντρώνουν εις ένα σύνολον.
30. Αλλά, ω Πάσχα, το μέγα και ιερόν, το οποίον καθαρίζεις ολόκληρον τον κόσμον! Διότι θα σου ομιλήσω ωσάν να ήσουν έμψυχον. Ω Λόγε του Θεού και Φως και Ζωή και Σοφία και Δύναμις! Διότι χαίρομαι με όλα Σου τα ονόματα. Ω γέννημα και κίνησις και σφραγίς του μεγάλου νού! Ω Λόγε, ο οποίος κατανοείσαι και, άνθρωπε, ο οποίος φαίνεσαι, και ο οποίος φέρεις τα πάντα συγκεντρωμένα εις τον λόγον της δυνάμεώς σου! Τώρα μεν ας δεχθής τον λόγον αυτόν όχι ως τον πρώτον και καλύτερον καρπόν της καρποφορίας μας, αλλά ως συμπλήρωμά της ίσως, ευχαριστήριον αλλά και συγχρόνως παρακλητικόν, δια να μην υποφέρωμεν δια τας εντολάς Σου τίποτε περισσότερον εκτός από τα αναγκαία και τους ιερούς κόπους και πόνους, με τους οποίους έχομεν ζήσει μέχρι σήμερον. Και ας σταματήσης την τυραννίαν του σώματος εναντίον μας (βλέπεις πόσον μεγάλη είναι, Κύριε, και πόσον μας γονατίζει!), η την κρίσιν Σου, εάν πρόκειται να καθαρισθώμεν απ αυτό. Εάν δε φθάσωμεν επαξίως εις το ποθούμενον τέρμα και γίνωμεν δεκτοί εις τας ουρανίους σκηνάς, θα Σου προσφέρωμεν με προθυμίαν θυσίας δεκτάς εις το άγιόν Σου θυσιαστήριον, ω Πάτερ και Λόγε και Άγιον Πνεύμα, επειδή εις Σε οφείλεται κάθε δόξα, τιμή και εξουσία εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...