Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 07, 2011

Η ιστορία δικαιώνει την Εκκλησία



Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΚΑΙΩΝΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Σε δέκα υπολογίζονται οι αιματηροί και σκληροί διωγμοί των κοσμικών ηγεμόνων της Ρώμης, οι οποίοι κίνησαν κάθε μέσο για να εξαφανίσουν ολότελα την Εκκλησία του Χριστού. Σε όλους όμως αυτούς τους διωγμούς η Εκκλησία του Χριστού βρίσκεται χωρίς την ελάχιστη κοσμική βοήθεια. Κανένα στράτευμα δεν έχει με το οποίο να διεξαγάγει τον τρομερό πόλεμο, που της έχουν κηρύξει, κανένα βασιλιά ή ηγεμόνα δεν έχει βοηθό. Κανένα κοσμικό όπλο δεν έχει στα χέρια Της, παρά τα άφθονα δάκρυά Της, την υπομονή και την προσευχή Της, την αδυναμία και την αισχύνη Της, τα τραύματά Της και το αίμα Της.

Και ρωτούμε: Εφ΄ όσον καμία ανθρώπινη βοήθεια δεν είχε η Εκκλησία, γιατί δεν υπέκυψε; Γιατί δεν κάμφθηκε από τους πανίσχυρους αυτοκράτορες της Ρώμης και τους σιδηρόφρακτους στρατούς της; Εάν κάποιος έβλεπε μόνο στον εξοντωτικό πόλεμο, τον οποίο ανέλαβαν όλες οι ανθρώπινες δυνάμεις κατά της ανίσχυρης Εκκλησίας του Χριστού, τίποτε άλλο δεν θα ανέμενε και δεν θα πίστευε, παρά ότι ο παγκόσμιος σκοπός των πολεμίων Αυτής θα επιτύγχανε καθ΄ όλη τη γραμμή. Αυτό πίστευε και ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, ότι δηλαδή επιτυχώς παρασκεύασε την εξαφάνιση της Εκκλησίας. Γι΄ αυτό και νόμισμα χάραξε το οποίο από το ένα μέρος είχε την εικόνα του και το όνομά του, και από το άλλο την εξής επιγραφή: «Μετά την εξάλειψη του Χριστιανισμού». Και κατόπιν αρχίζουν τα σκωπτικά άσματα, διότι πίστευαν ότι η χριστιανική Εκκλησία τάφηκε.

Και όμως για μία ακόμη φορά, όπως και τότε έτσι και σήμερα, η χαρά της νίκης προκάλεσε ύστερα από λίγο τη θλιβερή απογοήτευση των ματαιοπονούντων διωκτών. Η Εκκλησία που φαινόταν ότι τάφηκε, αρχίζει μερικά χρόνια αργότερα τον νικηφόρο δρόμο Της προς τα εμπρός, και εξαπλώνεται και κατακτά τη Ρωμαϊκή επικράτεια και εκτείνεται μέχρι των περάτων της γης. Ο Διοκλητιανός ζούσε ακόμα, όταν ο Πάπας Σίλβεστρος έφερε το φως της ημέρας μέσα στις Κατακόμβες, και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κήρυξε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους.

Το ίδιο επαναλαμβάνεται σ΄ όλους τους αιώνες. Κατά τον 19ο αιώνα οι ασεβείς και ποικίλοι πολέμιοι του Χριστιανισμού πέσανε κατά της Εκκλησίας για να Την εξαφανίσουν. Και αυτοί μεν τάφηκαν από τον πανδαμάτορα χρόνο, η Εκκλησία όμως όχι μόνο υπάρχει, αλλ΄ ολοέν και προσελκύει προς Εαυτήν τα μεγαλύτερα πνεύματα του κόσμου.

Γι΄ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στρέφεται εναντίον όλων εκείνων που πολεμούν την Εκκλησία και διατρανώνει το ακατάλυτο Αυτής, αφού δεν είναι η Εκκλησία ανθρώπινο εφεύρημα. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος: «Μωρότατε και ασεβέστατε στα μεγάλα. Στρέφεσαι εναντίον του κλήρου και της οικουμενικής Εκκλησίας, που περιέλαβε όλα τα πέρατα με την απλότητα του λόγου και τη μωρία του κηρύγματος, το οποίο νίκησε σοφούς και κατήργησε δαίμονες και ξεπέρασε το χρόνο· αυτό που είναι παλιό μαζί και νέο και σε γενικές γραμμές με την τελείωση του μυστηρίου το οποίο αποταμιεύτηκε σε ίδιους καιρούς; Στρέφεσαι εναντίον της μεγάλης κληρονομίας του Χριστού, που δεν θα παύσει να υπάρχει, ούτε και αν μερικοί αγριεύουν περισσότερο από σένα, και η οποία θα βαδίσει περισσότερο και θα εξυψωθεί, διότι πιστεύω στις προρρήσεις και σε όσα βλέπω. Αυτήν την οποία έκανε ο Θεός και κληρονόμησε ο άνθρωπος, αυτήν που προτύπωσε ο νόμος, συμπλήρωσε η χάρη και την έκανε νέα ο Χριστός; Αυτήν την οποία συγκρότησαν οι Προφήτες, συνένωσαν οι Απόστολοι και κατάρτισαν οι Ευαγγελιστές» (ΕΠΕ 3, 88-90).

(Αρχιμ. ΚΑΛΛΙΣΤΡΑΤΟΣ Ν. ΛΥΡΑΚΗΣ,Περιοδικό” Μεταμόρφωσις” Ιεράς Μητροπόλεως Σάμου & Κορσέων, Ιανουάριος 2010)

Τα μεθοδευμένα βήματα ενός οργανωμένου σχεδίου – Μέρος 2ο

Στο ομώνυμο άρθρο μας που δημοσιεύθηκε στην Δημοκρατία της Παρασκευής, αναφερθήκαμε στο ιστορικό των γεωπολιτικών εξελίξεων που τείνουν να μετατρέψουν τη λεκάνη της ΝΑ Μεσογείου σε μια ισλαμική θάλασσα, που θα περιβάλλεται από ισλαμικά κράτη που θα οικοδομηθούν με πρότυπο και υπό την επιρροή της Τουρκίας.
Το γεγονός αυτό, αναβαθμίζει το ρόλο της Τουρκίας, που εκτός από πρότυπο χρησιμοποιείται περίπου και ως τοποτηρητής της Ουάσιγκτον στον ισλαμικό κόσμο της ΝΑ Μεσογείου, η οποία αποτελεί μαζί με το Ισραήλ το μόνο παράγοντα σταθερότητας, αφού Ελλάδα και Κύπρος περιθωριοποιούνται, υπό το βάρος της βαθύτατης οικονομικής -και όχι μόνον- κρίσης από την οποία κλυδωνίζονται συθέμελα.
Είπαμε λοιπόν ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι εξαιρετικά δύσκολο για Ελλάδα και Κύπρο να υπερασπιστούν τον ελληνικό χώρο στη γραμμή Θράκη-Αιγαίο-ΝΑ Μεσόγειο, και κινδυνεύουν να συνθλιβούν μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ, που επιχειρούν να παίξουν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, η κάθε μια για δικό της λογαριασμό, σχεδιασμό και λόγο.
Αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η είσοδος της Κύπρου στην Ε.Ε. αποτελούσε μια πολιτική ή για την ακρίβεια γεωπολιτική απόφαση των Βρυξελών, με την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση επεξέτεινε τα σύνορα και άρα τα συμφέροντά της μέχρι τις ακτές της Συρίας, του Λιβάνου, του Ισραήλ, της Γάζας και της Αιγύπτου, η μοναδική ελπίδα που είχαμε να στηρίξουμε τις ελπίδες μας για προάσπιση και θωράκιση των συμφερόντων μας, μετά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, δείχνει προς το παρόν να εξανεμίζεται.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, και με τη Ρωσία να εξοβελίζεται από τη ΝΑ Μεσόγειο μετά την επικείμενη κατάρρευση της Συρίας, Ελλάδα και Κύπρος βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα ζωτικής σημασίας γεωπολιτικό πρόβλημα, το οποίο γίνεται ακόμα πιο δυσεπίλυτο, αν σκεφθεί κανείς ότι τα τελευταία χρόνια έγιναν με μεθοδικό τρόπο τα εξής:
Η Ελλάδα αποδυναμώθηκε γεωπολιτικά, αφού με την ανατροπή Καραμανλή υποχρεώθηκε περίπου με βίαιο τρόπο να εγκαταλείψει την πολιτική της προσέγγισής της με τη Ρωσία, που έδινε ένα κάποιο διέξοδο στην ασφυκτική και πνιγηρή κατάσταση που τείνει να δημιουργηθεί για τα ελληνικά συμφέροντα στη γραμμή Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος-ΝΑ Μεσόγειο.
Με την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ και τον Γεώργιο Παπανδρέου, το 2009, και την τοποθέτηση σε κρίσιμα πόστα της κυβέρνησής του προσώπων της απολύτου εμπιστοσύνης του, που σε αγαστή ομολογουμένως συνεργασία και συντονισμό από τον ίδιο εκινούντο σε πλήρη εναρμόνιση με τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον που αναφέρθηκαν παραπάνω, η Ελλάδα οδηγήθηκε σε πλήρη περιθωριοποίηση.
Πρώτα λεηλατήθηκαν τα τελευταία κεφάλαια από τα -δανεικά- χρήματα που άφησε στα ταμεία η κυβέρνηση Καραμανλή. Στη συνέχεια, και αφού η Ελλάδα δεν δανείστηκε τα χρήματα που μπορούσε από τις αγορές με ευνοϊκούς όρους, ακολούθησε ο διασυρμός και η λοιδορία της Ελλάδος και των Ελλήνων, ενώ είχε προηγηθεί η τοποθέτηση του κ. Γεωργίου, πρώην στελέχους του ΔΝΤ, ο οποίος υπό την νέα (;) του ιδιότητα, ως επικεφαλής της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με τις κατηγορίες του εισαγγελέα, «μαγείρεψε» σκόπιμα τα στοιχεία, για να διογκωθεί το έλλειμμα της Eλλάδας τεχνηέντως στο 15,4%, ώστε να είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο της Iρλανδίας και η Eλλάδα να αναγκαστεί να καταφύγει στο ΔΝΤ και να λάβει σκληρά μέτρα, που θα οδηγούσαν στην πλήρη καταστροφή την ελληνική οικονομία.
Σε δεύτερη φάση, και ενώ η Ελλάδα κατ’ ουσίαν είχε ήδη υποδουλωθεί στους δανειστές της, οι οποίο σημειωτέον είναι οι ενορχηστρωτές και οι σχεδιαστές του γεωπολιτικού σκηνικού της ΝΑ Μεσογείου, μπήκε σε εφαρμογή το σχέδιο διάλυσης του ελληνικού κράτους, μέσω της εξαθλίωσης των δημοσίων υπαλλήλων και της εφεδρείας, αντί ενός καλά μελετημένου επανασχεδιασμού του ελληνικού κράτους, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε την απόλυση 200 χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων.
Σε τρίτη φάση ακολούθησε με σχέδιο η αποδόμηση και το ξεχαρβάλωμα των ένδοξων ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, με δηλώσεις περί αντιπαραγωγικών αξιωματικών, με περικοπές επιδομάτων των ιπταμένων των μαχητικών αεροσκαφών, που κυριολεκτικά σηκώνουν στις πλάτες τους τη γεωπολιτική πίεση που δέχεται η Ελλάδα ένεκα του προαναφερθέντος σχεδιασμού. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ακολούθησε o «κίνδυνος του πραξικοπήματος» που επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός στις Κάνες, ο αποκεφαλισμός του συνόλου της ηγεσίας των ΕΔ, και η θέσπιση του χαφιεδισμού οριζοντίως και καθέτως στις τάξεις των ΕΔ από τον κ. Μπεγλίτη, μια ενέργεια βάζει δυναμίτη στα θεμέλια του στρατού, αφού καταλύει την ιεραρχία, που αποτελεί την πεμπτουσία κάθε οργανωμένου συνόλου, όπως είναι ο στρατός.
Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκε το επεισόδιο στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων από μερίδα ΜΜΕ που κινούνται στην ίδια γ»γραμμή» με την ομάδα των αποδομητών της χώρας, του κράτους και του στρατού, αποτελεί το κερασάκι στην τούρτα, αν και το ρόλο αυτό διεκδικεί με αξιώσεις ο ομάδα των τεσσάρων υπουργών στο υπουργείο Εθνικής Αμύνης, που ως ασυντόνιστος και παράταιρος θίασος, μάλλον παρακολουθεί παρά πράττει τα δέοντα για να σταματήσει τη διάλυση των ενόπλων δυνάμεων.
Η τραγικότητα της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας είναι τέτοια, που Ελλάδα και Κύπρος θα πέσουμε χωρίς όρους και σαν ώριμο φρούτο στην αγκαλιά του Ισραήλ ή της Τουρκίας ή και των δυο. Και υπάρχει μόνον ένας δρόμος για να αποφύγουμε τα χειρότερα, να αποτρέψουμε την πλήρη περιθωριοποίηση της πατρίδος μας και να προασπίσουμε την ελληνικό χώρο. Ο δρόμος αυτός είναι η ανάληψη της ευθύνης από το σύνολο των πολιτών και του ελληνικού έθνους.
Οι Έλληνες θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να γίνουμε κοινωνοί της κρισιμότητας της κατάστασης και στη συνέχεια, μέσα από διαδικασίες ασφυκτικής πίεσης της κοινής γνώμης, να επιβάλουμε στην κυβέρνηση Παπαδήμου να διαχειριστεί την κατάσταση έτσι, ούτως ώστε να μην υποθηκευτεί η εθνική μας περιουσία και το μέλλον της χώρας.
Παράλληλα, οι Έλληνες πολίτες, μέσα από το μοναδικό μας όπλο, που είναι η πίεση της κοινής γνώμης και η ψήφος, να αποβάλλουμε από την πολιτική σκηνή τις ελίτ των κομμάτων και των ΜΜΕ που στην ουσία δρουν ως εγκάθετοι και εντολοδόχοι ξένων συμφερόντων, ξοδεύοντας αφειδώς τα χρήματα του ελληνικού λαού, μέσα από την κατασπατάληση των μυστικών κονδυλίων και των κονδυλίων με τα οποία σκανδαλωδώς χρηματοδοτούνται τα κόμματα.
Τέλος, θα πρέπει εμείς, η Έλληνες πολίτες, η κοινωνία των πολιτών, να δημιουργήσουμε οι ίδιοι τις συνθήκες για την ριζική αλλαγή του τρόπου με τον οποίο ασκείται η πολιτική στην Ελλάδα, ξεκινώντας από την αλλαγή του πολιτεύματος μέσα την έγκριση ενός εντελώς νέου συντάγματος, που θα δίνει τη δυνατότητα στους Έλληνες πολίτες να έχουν ουσιαστικό λόγο και ρόλο στις αποφάσεις και στην προάσπιση και υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων και του ελληνικού χώρου. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να περιορίσουμε το ρόλο των ξένων πρεσβειών και των εγκαθέτων τους στην πολιτική, το κράτος και τα ΜΜΕ, που λειτουργούν ως Δούρειος Ίππος.
Μέχρι να γίνουν όλα αυτά, αξίζει να βροντοφωνάξουμε όλοι μαζί προς τους αποδομητές και ξεθεμελιωτές:
Κάτω τα χέρια από τις ένοπλες δυνάμεις!
Σάββας Καλεντερίδης
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ και το blog infognomon.

Ο Άγιος Αθανάσιος του Μπρεστ


 



Ο βίος του Αγίου Αθανασίου του Μπρεστ

Ο άγιος Αθανάσιος του Μπρεστ της Πολωνίας έ­ζησε στην εποχή που πραγματοποιήθηκε η απόφαση της Ουνίας για ένωση μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλη­σίας και της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας το 1596. Αυτή έγινε με την εξουσία και την βία και την βοή­θεια του πολωνικού κράτους. Όσοι έμειναν πιστοί στην ορθόδοξη πίστη υπέφεραν πολλούς και διαφό­ρους διωγμούς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι ορθόδο­ξοι να φύγουν στα άγρια μέρη της χώρας, ή ενώνο­νταν σε ορθόδοξες ομάδες κάτω από την προστασία λίγων αριστοκρατικών ορθοδόξων. Οι περισσότεροι από τους πλουσίους πέρασαν στον Ρωμαιοκαθολικισμό, επειδή είχαν μεγάλα προνόμια και περισσότερη ελευθερία από το κράτος. Στην επιβουλή της Ουνίας εργάστηκαν τα Ιησουιτικά σχολεία, δηλαδή τα φανα­τικά τάγματα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
Οι ορθόδοξοι κάτοικοι της πόλεως Μπρεστ άρχι­σαν να δημιουργούν εκκλησιαστικές κοινότητες με σκοπό την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, επειδή τα α­νώτερα πρόσωπα της Ορθοδόξου Εκκλησίας τα κα­θόριζε ο κράλης της Πολωνίας, δεν είχαν σταθερή πί­στη, ζούσαν με κοσμικό τρόπο, δεν μπορούσαν να α­ντιδράσουν στην βούληση της κρατικής εξουσίας, αλλά και με την θέλησή τους βοηθούσαν για την πραγ­ματοποίηση των σκοπών της Ουνίας. Αυτοί οι ιεράρχες υπέγραψαν την παράνομη Ουνία το 1596 στο Μπρεστ.
Ο Άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε αυτήν την εποχή το 1597 στο Μπρεστ. Η οικογένειά του ήταν μέλος της Ορθόδοξης Κοινότητος Μπρεστ. Ο Αθανάσιος έλαβε υψηλή μόρφωση, έμαθε ρωσικά, πολωνικά, ελ­ληνικά και λατινικά. Σε ηλικία 30 χρόνων ήρθε στο Μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος στο Βίλνο, και από εκεί τον μετέφεραν στο μοναστήρι Κουπιάτσκι. Στο δρόμο ο Αθανάσιος συνάντησε ένα ανάπηρο, τον πή­ρε στην πλάτη του, και αυτός τον εδίδαξε την νοερά αδιάλειπτη προσευχή του Χριστού. Στο μοναστήρι Κουπιάτσκι υπήρχε θαυματουργή εικόνα της Πανα­γίας, η οποία εμφανίστηκε σ' αυτόν τον τόπο το 1182. Αυτή η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας είχε διαδραματίσει μεγάλη επίδραση στην ζωή του Οσίου Α­θανασίου. Μία φορά άκουσε ο άγιος φωνή από την ει­κόνα της Παναγίας που τον είπε να πάει στην Μόσχα για να πάρει από τον αυτοκράτορα της Ρωσίας βοή­θεια, όπως και έγινε. Όταν γύρισε από την Μόσχα κατά παράκληση των αδελφών της Μονής έγινε ηγού­μενος στο Μοναστήρι του Αγίου Συμεών στο Μπρεστ.
Το 1647 επήγε στην Βαρσοβία, στον κράλη της Πολωνίας Βλαδισλάβ και με τις προσπάθειές του επέ­τυχε να δοθούν όλα τα προνόμια στις ορθόδοξες κοι­νότητες του Μπρεστ, ως και την εξασφάλιση της ε­λευθερίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Στο γράμμα ό­μως του Κράλη οι τοπικές αρχές του Μπρεστ απήντη­σαν: Να γίνετε όλοι ουνίτες και τότε όλα θα κάνουμε δωρεάν. Η ανώτατη ορθόδοξη ιεραρχία της Βαρσο­βίας δεν ενδιαφέρθηκε για την υπόθεση αυτή. Ο Αθα­νάσιος μόνος, με στενοχώρια και λύπη προσευχόταν στο Θεό. Μια φορά και ενώ ο Όσιος διάβαζε τον Α­κάθιστο ύμνο άκουσε φωνή της Παναγίας, που έλεγε: Αθανάσιε πήγαινε και έλεγξε τώρα, την δικαιοσύνη στην Βουλή, με την βοήθεια της δικής μου εικόνας Κουπιατίσκοϊ, ομιλώντας για την δίκαιη τιμωρία του Θεού, που θα έρθει, εάν δεν αλλάξει πολιτική κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ας καταδικάσουν πρώτα απ' όλα την Ουνία, εδώ είναι η πρώτη ανάγκη, και τό­τε και γι' αυτούς ακόμη όλα θα είναι καλά.
Κατά την θέληση της Παναγίας ο Όσιος έδωσε για όλα τα μέλη της βουλής μικρές εικόνες της Πανα­γίας, που περιείχαν λόγια για τον κίνδυνο της τιμω­ρίας τους, διότι επροστάτευαν την Ουνία και καταπίε­ζαν τους ορθοδόξους, και στην συνέχεια μίλησε με θάρρος υπέρ της Ορθοδόξου Πίστεως κατά την πα­ρουσία του κράλη.
Λόγω της παρουσίας του στην Βουλή ο Όσιος Α­θανάσιος υπέφερε πολλά από τους συνθηκολογήσαντας με τους Ουνίτας Ορθοδόξους Ιεράρχας. Τον έ­λεγαν τρελλόν, τον έβαλαν στην φυλακή, τον έπαυ­σαν από ιερέα και τον έστειλαν για δίκη στον Μητροπολίτη του Κιέβου Πέτρο Μογίλα. Ο μητροπολίτης εδικαίωσε τον Αθανάσιο και έκρινε την απόφαση της Βαρσοβίας άδικη.
Ο Αθανάσιος εγύρισε στο μοναστήρι και εζούσε με ησυχία και προσευχή την κατά Θεό πολιτεία. Αλλά άκουσε ακόμη μία φορά φωνή της Παναγίας, η ο­ποία του έλεγε να πάει και πάλι στην Βουλή και να μιλήσει αντί της Ουνίας, για τους Ρωμαιοκαθολικούς. Δεν πρόλαβε όμως να πάει στην Βουλή, τον έπιασαν, τον φυλάκισαν και τον μετέφεραν στην Βαρσοβία. Άδικα τον υποπτεύθηκαν για συνεργασία με την Μόσχα.
Από την φυλακή έγραψε γράμμα στον κράλη της Πολωνίας, στον οποίον έλεγε για τους διωγμούς της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του θύμισε την υπόσχεσή του, όταν έγινε κράλης, ότι θα βοηθήσει την Ορθόδοξη Εκκλησία....
Ο κράλης απεφάσισε να ελευθερωθεί ο Αθανά­σιος, μόνον στην περίπτωση που θα τον πάρει μαζί του ο Μητροπολίτης Κιέβου. Μετά τον θάνατον του Μητροπολίτου Κιέβου Πέτρου Μογίλα, 1647, ο Αθα­νάσιος ήλθε στο μοναστήρι του. Την 1 Ιουλίου του 1648 ήλθαν στο μοναστήρι στρατιώτες και φυλάκισαν τον άγιον Αθανάσιον. Όταν δεν βρήκαν ενοχοποιητι­κά στοιχεία του είπαν, ότι «παραμέρισε την αγία Ουνία». Ο Αθανάσιος έκαμε τον σταυρόν του και επανέ­λαβε προηγούμενά του λόγια. Τότε τον έβαλαν στην φυλακή στο κάστρο.
Την 5 Σεπτεμβρίου τον μετέφεραν στην μεγαλύτε­ρη φυλακή πίσω από την πόλη. Τον επισκέπτονταν οι ιησουίτες μοναχοί και ζητούσαν να αρνηθεί την Ορθοδοξία. Ο άγιος τους απαντούσε: «Ας γνωρίζουν οι ιησουίτες ότι, όπως τους αρέσει να μένουν στις περιποιήσεις αυτού του κόσμου, έτσι μου αρέσει τώρα να πεθάνω για την Ορθοδοξία».
Ο διευθυντής των φυλακών είπε στους ιησουίτες. «Αυτός τώρα είναι στα δικά σας χέρια, να κάνετε μ' αυτόν, ότι θέλετε».
Τότε τον πήραν στο δάσος, τον βασάνιζαν με φω­τιά. Μετά φώναξαν ένα οπλοφόρο στρατιώτη και ε­τοίμασαν τον λάκκο του. Τελευταία φορά του είπαν να αλλάξει την πίστη του και τις απόψεις του, αλλά αυτός είπε: «Ότι είπα νωρίτερα, με αυτό και θα πεθά­νω». Ο στρατιώτης πυροβόλησε, αλλά ο Άγιος έμει­νε όρθιος, με την βοήθεια του δένδρου που ήταν πίσω του. Τότε απεφάσισαν να τον βάλουν στο λάκκο. Ο άγιος Αθανάσιος σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό, σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και έπεσε μόνος του, σιγά-σιγά στο λάκκο. Όταν ήταν ακόμη ζωντα­νός επάνω του έβαλαν χώμα και άμμο, αργότερα έτσι και τον ευρήκαν ξαπλωμένον. Εκείνη την νύκτα στην πόλη Μπρεστ κανείς από τους μοναχούς, αλλά και πολλοί από τους πιστούς δεν κοιμήθηκαν.
Την 1η Μαΐου οι μοναχοί βρήκαν το σώμα του ομολογητού και μάρτυρος Αθανασίου, το πήραν την νύχτα και άλλη μέρα το έθαψαν στο Μοναστήρι στο Μπρεστ. Το σώμα του Αγίου έμεινε άφθαρτο. Το 1818 όμως εκάηκε, αλλά μέρος από το άγιον λείψανόν του σώθηκε και φυλάσσεται στην Εκκλησία του Α­γίου Αθανασίου στο Μπρεστ....
Ο βίος του Αγίου Αθανασίου γράφτηκε για πρώ­τη φορά τον 17ον αιώνα. Η μνήμη του εορτάζεται 25 Ιουλίου και 5 Σεπτεμβρίου.
«Άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πολωνίας και η αγιοποίησις των Μαρτύρων της Επαρχίας Χελμ, 8 Ιουνίου 2003».Εκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Ο πόνος του Μακρυγιάννη



Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης (1797-1867) συγκαταλέγεται ανάμεσα στις αγνότερες και ηρωικότερες μορφές του ελληνικού θαύματος του 1821. Μια ακέραιη, ανιδιοτελής, πολύπλευρη προσωπικότητα με ορθόδοξες καταβολές και χριστιανικό φρόνημα. Γράφει σχετικά ο νεοέλληνας λογοτέχνης Γ. Θεοτοκάς: «… Είναι ο ελεύθερος πολίτης μιας πατρίδας, που την ονειρεύεται δίκαιη και ευνομούμενη, ελέυθερος και συνάμα κοινωνικός, με συνείδηση των δικαιωμάτων του και των δικαιωμάτων του λαού του… Μαζί με όλα αυτά καλλιτέχνης από γεννησιμιού του… ένας γεννημένος αρχηγός, ένας από τους πρώτους ανθρώπους του έθνους του, από τους εμψυχωτές και οδηγητές της Επανάστασης, από τους ιδρυτές του νεοελληνικού κράτους. Είναι πολεμικός αρχηγός σημαντικός και πολιτικός υπολογίσιμος… ένα μυαλό από τη φύση του ανήσυχο, ζωηρό και οξύ, που δουλεύτηκε γερά από μια εξαιρετική πείρα ζωής και από μια πολύχρονη επαφή με ανθρώπους σοφούς και σπουδαίους, με τους οποίους ο Στρατηγός συζητούσε σαν ίσος προς ίσους».
Η μεγάλη αυτή και πολυεδρική μορφή παρουσιάζεται ανάγλυφα μέσα από το έργο που μας άφησε, τα περίφημα «Απομνημονεύματά» του, όπου αφηγείται τις άμεσες εμπειρίες του από τα πολεμικά γεγονότα της επανάστασης του 1821 και από την πολιτική ιστορία των μετέπειτα χρόνων. Με λόγο ζωντανό και πυκνό, ζωγραφίζει πρόσωπα και γεγονότα με μια θαυμαστή ακρίβεια και ενάργεια. «Ο Μακρυγιάννης γράφει τρόπον τινά διά της σπάθης και ουχί διά της γραφίδος», σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης, στον οποίο οφείλουμε την έκδοση και το σχολιασμό του έργου του μεγάλου αγωνιστού. Ολόκληρο το έργο του περιστρέφεται σταθερά γύρω από δύο πόλους: Πατρίδα και Θρησκεία. Δεν τα ξεχωρίζει ποτέ, Ελλάδα για αυτόν σημαίνει Ορθοδοξία. Από τις πρώτες σελίδες των Απομημονευμάτων του ο Μακρυγιάννης μας παρουσιάζει ένα χαρακτηριστικό γεγονός των παιδικών του χρόνων, που εκφράζει εύγλωττα τους δύο πόλους, γύρω από τους οποίους θα στραφεί όλη του η ζωή, τη ζωντανή πίστη του στο Θεό και την αγνή φιλοπατρία του.
Όταν φούντωσε η Επανάσταση την κρίσιμη ώρα της επίθεσης του πανίσχυρου Ιμπραήμ κατά της Πελοποννήσου, ανατέθηκε στο Μακρυγιάννη να τον αναχαιτίσει. Ο τότε νεαρός οπλαρχηγός σχεδίαζε να αναμετρηθεί με τον πολυάριθμο εχθρικό στρατό στο Νιόκαστρο της Πύλου. Ήξερε ότι τα φυσικά μέσα που διέθετε δεν του έφθαναν για να νικήσει. Αλλά ήξερε επίσης να αντλεί την ακαταμάχητη υπερφυσική δύναμή του από τα μυστήρια της Εκκλησίας μας. Η κοινωνία του με τα μυστήρια της Εκκλησίας δεν ήταν κάτι περιστασιακό, το οποίο επέβαλε ο έσχατος κίνδυνος που διέτρεχε. Ήταν μια ζωντανή κοινωνία σε όλη του τη ζωή. Στην εποχή μας που πολύ επιπόλαια αντιμετωπίζεται η αναγκαιότητα των μυστηρίων της Θείας Ευχαριστίας και μάλιστα της Εξομολόγησης, είναι σημαντική η μαρτυρία μιας τόσο φωτισμένης προσωπικότητας σαν τον Μακρυγιάννη για τη σχέση ολόκληρης της οκογένειας με έναν Πνευματικό. «…Ἔρχεται ὁ σεβάσμιος ἀγαθός Δεσπότης Μπουντουνίτζας (Μενδενίτσας) - ἔρχεται παντότες. Μέ ξεμολογάει ἐμένα καί τήν οἰκογένειά μου».
Μετά το Νιόκαστρο, όπου οι εσωτερικές συνθήκες ήταν για το Μακρυγιάννη εξαιρετικα δύσκολες, θα χτυπούσε τον Ιμπραήμ στους Μύλους του Ναυπλίου. Και εδώ, παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις, η πίστη του στο Θεό και η αγάπη του στην πατρίδα μεγαλούργησαν. Λίγο πριν από τη θρυλική νίκη του, είχε μια αξιομνημόνευτη συνομιλία με το Γάλλο Ναύαρχο Δεριγνύ.
«Ἐκεῖ ὀπούφκιανα τίς θέσεις εἰς τούς Μύλους ἦρθε ὁ Ντερνύς νά μέ ἰδῆ. Μοῦ λέγει: «Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτές οἱ θέσεις εἶναι ἀδύνατες, τί πόλεμο θά κάντε μέ τόν Μπραϊμη αὐτοῦ;» Τοῦ λέγω: «Εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσεις καί ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατός ὁ Θεός ὅπου μας προστατεύει. Καί θά δείξωμεν τήν τύχη μας σέ αὐτές τίς θέσεις τίς ἀδύνατες. Καί ἄν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τό πλῆθος τοῦ Μπραϊμη, παρηγοριόμαστε μέ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μᾶς ἔχει τούς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχή καί τέλος,παλαιόθεν καί ὡς τώρα, ὅλα τα θεριά πολεμοῦν νά μᾶς φᾶνε καί δέν μποροῦνε. Τρῶνε ἀπό μας καί μένει καί μαγιά. Καί οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νά πεθάνουν. Καί ὅταν κάνουν αὐτείνη τήν ἀπόφασιν, λίγες φορές χάνουν καί πολλές κερδαίνουν. Ἡ θέση ὅπου εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη. Καί θά ἰδοῦμεν τήν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μέ τούς δυνατούς».
Οι αγώνες τόσο ετών καρποφόρησαν. Υπήρχε πλέον λίγη ελεύθερη Ελλάδα. Ωστόσο απειλόταν πάλι και από εσωτερικούς και από εξωτερικούς κινδύνους. Ο Μακρυγιάννης αγωνιούσε και αγωνιζόταν καθώς έβλεπε να κινδυνεύουν η Πατρίδα και η Ορθοδοξία. Γράφει στα Απομνημονεύματά του: «…Ὅταν μου πειράζουν τήν πατρίδα καί θρησκεία μου, θά μιλήσω, ἵνα ἐνεργήσω καί ὅτι θέλουν ἅς μου κάνουν… καί αὐτείνη ἡ πατρίδα δέν λευτερώθη μέ παραμύθια, λευτερώθη μέ αἵματα καί θυσίες. Καί ἀπό αὐτά ἔγινε βασίλειον. Καί ὄχι νά βραβεύωνται ὁλοένα οἱ κόλακες καί οἱ ἀγωνισταί νά ἀδικιῶνται. Ὅτι ὅταν σκοτώνονταν οἱ ἀγωνισταί, αὐτεῖνοι κοιμώνταν. Κι ὅσο ἀγαπῶ τήν πατρίδα μου δέν ἀγαπῶ ἄλλο τίποτας. Ναρθεῖ ἕνας νά μοῦ εἰπῆ ὅτι θά πάγη ὀμπρός ἡ πατρίδα, στέργομαι νά μοῦ βγάλη καί τά δυό μου μάτια…».
Με την οξυδέρκεια που τον χαρακτηρίζει αντιλαμβάνεται από νωρίς, ποιοι είναι οι πραγματικοί εχθροί της φυλής μας. Πονάει πολύ βλέποντας τις ραδιουργίες των Ευρωπαίων απεσταλμένων στα πολιτικά παρασκήνια της Ελλάδας. Αγανακτεί για τις ύπουλες επεμβάσεις τους στα ιερά και τα όσια του έθνους μας. Γίνεται εκτός εαυτού βλέποντας την ηθική διαφθορά των Ευρωπαίων να μολύνει την ελληνική οικογένεια, την ελληνική κοινωνία. Ο τρόπος που το εκφράζει είναι οξύς, η γλώσσα του σκληρή. Πολλές φορές φαίνεται καθαρά, πως θέλει να μιλήσει με το σπαθί του, καθώς θα έλεγε ο Βλαχογιάννης.
Σαν γνήσιος εκφραστής των αισθημάτων του ελληνικού λαού ξέρει και το διακηρύσσει ότι αυτός ο αγνός λαός αποστρέφεται τις ατιμίες των ηγετών «των μεγάλων δυνάμεων» και στηρίζεται με εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη του Θεού. Λέγει χαρακτηριστικά: «Ὅμως τοῦ κάκου κοπιάζετε. Ἄν δέν ὑπάρχη σέ ἐσάς ἀρετή, ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη τοῦ μεγάλου Θεοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ βασιλέα. Ὅτι ἐκείνου ἡ δικαιοσύνη μᾶς ἔσωσε καί θέλει μᾶς σώση. Ὅτι ὅσα εἶπε αὐτός εἶναι ὅλα ἀληθινά καί δίκαια – καί τά δικά σας ψέματα δολερά. Κι ὅλοι οἱ τίμιοι Ἕλληνες δέ θέλει κανένας οὔτε νά σᾶς ἀκούση, οὔτε νά σᾶς ἰδῆ…».
Ο Στρατηγος Μακρυγιάννης δεν είναι άδικος και φανατισμένος. Ξέρει να διακρίνει και να ευγνωμονεί με ειλικρίνεια αυτούς που υπήρξαν «τίμιοι άνδρες» και βοήθησαν την πατρίδα μας στα δύσκολα πρώτα βήματά της. Ωστόσο μέσα από συζητήσεις με Δυτικούς, αποκαλύπτει τις εχθρικές διαθέσεις των Δυτικών εναντίον της Ορθοδοξίας. Και όταν ανακαλύπτει και τη συνεργασία μερικών Ελλήνων σε αυτήν την επίθεση τότε οργίζεται και ριζωμένος βαθιά στην ορθόδοξη πίστη μας με ιερό πάθος χτυπάει όλους αυτούς που μας έφεραν την ηθική παραλυσία και «ὁπού ἐπεβαίνουν καί εἰς τήν θρησκείαν μας διά νά μᾶς φκειάσουνε τοῦ δόγματός τους ἀπό ὀλίγον κατ’ ὄλιγον». Δε διστάζει να τα βάλει και με τον ίδιο τον πρωθυπουργό της Ελλάδας, όταν υποπτεύεται πως συμπράττει στα ξένα σχέδια κατά της θρησκείας μας.
Με τη χαρακτηριστική του λακωνικότητα καταγγέλλει μια μεγάλη ιεροσυλία: τη διάλυση και λεηλασία των Μοναστηριών από τους Βαυαρούς. Φεύγοντας από τη χώρα μας αυτοί οι ανθέλληνες φαίνεται πως μας άφησαν κάποιους διαδόχους για να ξεθεμελιώσουν ό,τι απέμεινε στα προπύργια αυτά όχι μόνο της πίστης, αλλά και της ελευθερίας.
Το κριτήριο που λέγεται ελληνορθόδοξο ήθος χάθηκε και αυτό προβάλλεται από τα ταπεινά λόγια του Στρατηγού. Ποθούσε να δει όλους τους Έλληνες αδιακρίτως μονιασμένους στον αγώνα για την Ελλάδα και τη θρησκεία της. Για αυτό και συμβουλεύει με τον υπέροχο τρόπο του τονίζοντας: «Κι ἀφοῦ ὁ Θεός θέλησε νά κάμη νεκρανάστασιν εἰς τήν πατρίδα μου, νά τήν λευτερώση ἀπό τήν τυραγνίαν τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κι ἐμένα νά δουλέψω κατά δύναμιν λιγώτερον ἀπό τόν χειρότερον πατριώτη μου Ἕλληνα… ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νά ζήσωμεν ἐδῶ. Τό λοιπόν δουλέψαμε ὅλοι μαζί νά τήν φυλάμεν κι ὅλοι μαζί καί νά μή λέγη οὔτε ὁ δυνατός «ἐγώ», οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νά λέγη ὁ καθείς «ἐγώ»; Ὅταν ἀγωνιστῆ μόνος του καί φκιάση ἤ χαλάση, νά λέγη «ἐγώ». Ὅταν ὅμως ἀγωνίζωνται πολλοί καί φκιάνουν τότε νά λένε «ἐμεῖς». Εἴμαστε εἰς τό «ἐμεῖς» κι ὄχι εἰς τό «ἐγώ». Καί εἰς τό ἑξῆς νά μάθωμεν γνῶσι, ἄν θέλωμεν νά φκιάσωμεν χωριόν, νά ζήσωμεν ὅλοι μαζί. Ἔγραψα γυμνή τήν ἀλήθεια, νά ἰδοῦνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες νά ἀγωνίζονται διά τήν πατρίδα τους, διά τήν θρησκεία τους, νά ἰδοῦνε καί τά παιδιά μου καί νά λένε: «ἔχομεν ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομεν θυσίες», ἄν εἶναι ἀγῶνες καί θυσίες. Καί νά μπαίνουν σέ φιλοτιμίαν καί νά ἐργάζωνται εἰς τό καλό της πατρίδας τους, τῆς θρησκείας τους καί τῆς κοινωνίας. Ὅτι θά εἶναι καλά δικά τους».
Με το ψέμα και το δόλο δε συμβιβάστηκε ποτέ. Σε όλη του τη ζωή μόχθησε για την αλήθεια. Για χάρη της ήταν έτοιμος να θυσιάση και την ζωή του. «…Ὅτι εἰς τήν ἀλήθειά μου πεθαίνω…Καί διά νά μιλῶ τήν ἀλήθεια κατατρέχομαι κι ἀπό βασιλέα κι ἀπό προκομμένους. Θέλουν τήν ἀλήθεια κι ὅποιος τήν εἰπῆ κιντυνεύεται. Ἀλήθεια, ἀλήθεια, πικριά ὁπού εἶσαι! Οὔτε βασιλεῖς σέ ζυγώνουν, οὔτε οἱ προκομμένοι, μόνον ρωτοῦν διά σένα καί ὕστερα σέ κατατρέχουν».
Στην υλιστική και εγωκεντρική εποχή μας θα φανεί απίστευτο το ύψος της χριστιανιικής αγάπης του Μακρυγιάννη που αγγίζει και πάλι τα όρια της θυσίας. Η αυταπάρνηση και το πνεύμα αυτοθυσίας που τον διακατέχει σπάνια συναντάται μέσα στην ιστορία.
Πηγή υλικού
Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ο πόνος του Μακρυγιάννη, Έκδοση ΙΒ’, Ωρωπός 2000
Επιλογή υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων

Πατριαρχικός Έξαρχος Νικηφόρος - Ένας άγνωστος ομολογητής


 


Η δράσις του Πατριαρχικού Εξάρχου Νικηφόρου
Πρωτοσύγκελλος του Πατριαρχεί­ου Κωνσταντινουπόλεως, και Πα­τριαρχικός Έξαρχος, Νικηφόρος Παράσχης ο Καντακουζηνός, κατέχει μια ιδι­αίτερη θέσι στα ιστορικά γεγονότα της Ενώ­σεως του Μπρεστ[1]. Υπήρξε ένας εξέχων α­γωνιστής και γενναίος μαχητής εναντίον της Ενώσεως.
Ο Νικηφόρος γεννήθηκε σε κάποια πόλι της Ελλάδος πιθανώτατα γύρω στο 1540. Σπούδασε στην Ιταλία, όπου και έμεινε μερι­κά χρόνια μετά τις σπουδές του. Ήταν αρχικά δάσκαλος και μετά διευθυντής ενός ελληνικού σχολείου στην Πάδουα. Εν συνεχεία, για ε­πτά περίπου χρόνια ο Νικηφόρος κατείχε την θέσι του ιεροκήρυκος στην ελληνική εκκλησία του Αγίου Μάρκου στην Βενετία.
Μετά το 1580 επέστρεψε από την Ιταλία και πολύ γρήγορα κατέλαβε μια αξιόλογη θέ­σι στο περιβάλλον του Οικουμενικού Πα­τριαρχείου. Χειροτονήθηκε διάκονος, μετά έγινε αρχιδιάκονος και τοποθετήθηκε στη θέ­σι του Πατριαρχικού Πρωτοσυγκέλλου. Κατά τα έτη 1588-1590, όταν ο πατριάρχης Ιερε­μίας ταξίδεψε στη Ρωσία, ο Νικηφόρος ήταν ουσιαστικά ο τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου. Μετά την επιστροφή του Πατριάρχου το 1592 —μόλις τέσσερα χρόνια πριν από το πέρας των εργασιών της συνόδου της Ενώσεως του Μπρεστ— ωρίστηκε Έξαρχος στην Μολδαβία και την Κοινοπολιτεία[2].
Και στις δύο αυτές θέσεις —του Πατριαρχι­κού Πρωτοσυγγέλου κατ' αρχήν και του Εξ­άρχου κατόπιν— είχε να αντιμετωπίση ιδιαίτε­ρα σοβαρές δυσκολίες. Έτσι, όταν έφυγε για την Μόσχα το 1588 ο πατριάρχης Ιερεμίας, άφησε πίσω του ένα θησαυρό τον οποίο σφετερίσθηκε ο σουλτάνος πάρα πολλές φορές. Εν συνεχεία, ο διορισμός του Νικηφόρου ως Εξάρχου στη δυτική Ρωσία ήταν κατάφορτος από ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες, καθώς η Ορθόδοξη Εκκλησία βρισκόταν σε δεινή κατάστασι και η στάσις μιας ομάδος ιεραρχών προκαλούσε σοβαρές υποψίες. Για να εκπλη­ρώση την αποστολή του ο Έξαρχος έπρεπε όχι μόνο να έχη σπάνιες διοικητικές ικανότη­τες και θεολογική μόρφωσι, αλλά ακόμη να έχη φθάσει σε υψηλά μέτρα αρετής και μέσα του να χτυπά μια πολύ γενναία καρδιά!
Η προσοχή του Νικηφόρου, όταν ακόμη βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη συγκεντρώθηκε στη Βλαχία[3], όπου μετά τον θάνατο του βοεβόδα Πέτρου η θέσι του «γκόσποντα[4]» παρέμενε κενή. Ο σουλτάνος ήθελε να τοποθέτηση ένα δικό του άνθρωπο. Τότε ο χριστιανικός πληθυσμός της Βλαχίας ανήσυ­χος και φοβισμένος προσέτρεξε στον Νικη­φόρο, σαν σε πρόσωπο που είχε παρρησία στον σουλτάνο, παρακαλώντας να ικετεύση τον μονάρχη να αντικαταστήση τον Τούρκο με κάποιον Χριστιανό ονόματι Ααρών. Η έγκρισις του σουλτάνου κόστισε ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, το οποίο δανείστηκε ο Αα­ρών με την εγγύησι του Νικηφόρου.
Τότε ακριβώς, εισέβαλε στη Βλαχία πολω­νικό στράτευμα από την Κοινοπολιτεία υπό την ηγεσία του βασιλικού αταμάνου[5] Ίαν Ζαμοΐσκι. Ο αταμάνος ήθελε να επιβάλη τον δι­κό του υποψήφιο, τον Ιερεμία Μογιλά. Αντι­δρώντας στα γεγονότα αυτά ο χάν[6] της Κριμαίας[7] έστειλε στη Βλαχία στρατεύματα για να προλάβη την ολοκλήρωσι των σχεδίων του αταμάνου. Από την πλευρά του ο σουλτάνος έστειλε τϊς δυνάμεις του υπό την ηγεσία του Σινάμ-πασά. Το πολωνικό στράτευμα των έξι χιλιάδων ανδρών περικυκλώθηκε και πολιορ­κήθηκε. Ο Ιερεμίας Μογιλά και μερικοί ευ­γενείς της Βλαχίας που είχαν επιρροή πλησί­ασαν πάλι τον Νικηφόρο, παρακαλώντας τον να βοηθήση για την αποτροπή της συγκρού­σεως. Χρησιμοποιώντας το κύρος του ο Έξαρχος πέτυχε να πείση τον Σινάμ-πασά να κά­νη τον Ιερεμία «γκόσποντα», υπό τον όρον ότι θα ορκιζόταν συμμαχία με τον σουλτάνο[8]. Φυσικά ο σουλτάνος για να δώση την συγκατάθεσί του πήρε και πάλι πλούσια δώρα.
Φαινόταν λοιπόν ότι η ενεργός ανάμιξις του Εξάρχου στην εμπλοκή της Βλαχίας έ­πρεπε να προβάλη τον Νικηφόρο σαν τον άν­θρωπο που προσέφερε μέγιστα ωφέλη και κέρ­δη στην Κοινοπολιτεία, αφού ο δικός της υ­ποψήφιος έγινε ηγεμόνας της Βλαχίας και με­τά τη λύσι της πολιορκίας το πολωνικό στρά­τευμα γύρισε με ασφάλεια στην πατρίδα του. Όμως υπήρχαν άλλοι λόγοι για τους οποίους ο πολωνός βασιλιάς Σιγισμούνδος ο Γ' ήταν πολύ εχθρικός, αντί να είναι ευγνώμων προς τον Νικηφόρο. Η αιτία ήταν ότι όταν ο πα­τριαρχικός Έξαρχος βρισκόταν στην Βλαχία τον Αύγουστο του 1595, συνεκάλεσε Σύνοδο με την συμμετοχή δύο μητροπολιτών και τεσ­σάρων επισκόπων, η οποία διεκήρυξε με έμφασι την αντίθεσί της προς την Ένωσι. Ακό­μα, εκείνο τον καιρό ο Νικηφόρος εξαπέστειλε εγκύκλιο προς τους κληρικούς των δυτικών Ρωσικών περιοχών, με την οποία τους καλού­σε να μην υπακούουν στους αποστάτες επι­σκόπους Υπάτιο Ποτέι (ή Ποτσέι) και Κύριλ­λο Τερλέτσκι, οι οποίοι υπέγραψαν την πράξι της Ενώσεως στη Ρώμη στις 23 Δεκεμβρίου 1595.
Μόλις ο Έξαρχος πέρασε τα σύνορα του Πολωνο-Λιθουανικοΰ κράτους, αμέσως κρα­τήθηκε από τις τοπικές αρχές κατά διαταγή του βασιλιά Σιγισμούνδου του Γ', ο οποίος ή­ταν αντίθετος στη συμμετοχή Ελλήνων κλη­ρικών στη Σύνοδο του Μπρεστ. Η θέσις της βασιλικής αυλής ήταν απόλυτα ξεκάθαρη: η Ένωσις ήταν εσωτερικό θέμα της χώρας.
Ο Έξαρχος Νικηφόρος πέρασε έξι περίπου μήνες κουραστικής αναμονής στο Τσοσίν, στο φρούριο της βασιλικής αυλής. Ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος Οστρότσκι που είχε αντιληφθή ότι χωρίς την αντιπροσωπεία της Ανατο­λικής Εκκλησίας οι αποφάσεις της συνόδου θα ήταν άκυρες, ζητούσε επίμονα την συγκατάθεσι του Εξάρχου, άλλά οι προσπάθειες του ήταν μάταιες.
Ο Νικηφόρος τότε πήρε μια τολμηρή απόφασι. Κατέβηκε από τα τείχη του φρουρίου με ένα χοντρό σχοινί και δραπέτευσε στο Μπρεστ! Πιθανόν ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος Ο­στρότσκι να ήταν ενήμερος του σχεδίου της φυγής, αφού ο Έξαρχος έφθασε στο Μπρεστ με την ακολουθία του πρίγκιπα.
Η παρουσία του Εξάρχου στη Σύνοδο ε­νεθάρρυνε την ορθόδοξη πλευρά και ισχυρο­ποίησε την θέσι της. Μαζί του είχε επίσημα έγγραφα του Πατριάρχου Ιερεμίου, τα οποία του έδιναν το δικαίωμα να προεδρεύη στις το­πικές συνόδους. Ήδη από το 1592 η σύνο­δος της Κωνσταντινουπόλεως, υπό την προε­δρία του Πατριάρχου, έδωσε στον Νικηφόρο το οφφίκιο του «διδασκάλου» με το δικαίωμα της πρωτοκαθεδρίας σε όλες τις συνόδους μέσα στα όρια δικαιοδοσίας του Οικουμενι­κού Πατριαρχείου και το δικαίωμα να προη­γείται κατά την απόδοσι τιμών ακόμη και αυ­τών των μητροπολιτών και να διαχειρίζεται, εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριάρχου, στις συνόδους κάθε ζήτημα αναφερόμενο στην πίστι και στην Εκκλησία[9].
Ο Νικηφόρος έστειλε δύο επιστολές στον μητροπολίτη Κιέβου Μιχαήλ Ραγκότζα (†1599) ζητώντας να διευκρινίση την στάσι του στο θέμα της Ενώσεως, αλλά δεν πήρε καμμία απάντησι.
Στις 6 Οκτωβρίου 1596 οι ιεράρχες οι οποίοι είχαν αποδεχθή κρυφά την Ένωσι συγ­κεντρώθηκαν στο ναό του Αγίου Θωμά για να διακηρύξουν τους όρους της Ενώσεως, που είχαν φέρει από την Ρώμη ο Ποτέι και ο Τερλέτσκι. Κανένας από τους Έλληνες Ιε­ράρχες που ήλθαν στο Μπρεστ δεν προσκλή­θηκε να παρακολουθήση την Σύνοδο. Οι εκ­πρόσωποι του ορθοδόξου κλήρου, των εκκλησιαστικών αδελφοτήτων και οι ρώσοι ευ­γενείς υποχρεώθηκαν να συγκεντρωθούν στο σπίτι του προτεστάντου Ραΐσκυ, όπου είχε καταλύσει ο πρίγκιπας Οστρότσκι και η ακο­λουθία του, επειδή όλες οι εκκλησίες κλεί­στηκαν τότε κατ' εντολήν του επισκόπου του Μπρεστ Υπατίου.
Τα ιστορικά γεγονότα της Συνόδου του Μπρεστ είναι αρκετά γνωστά, γι’ αυτό θα μας απασχολήση μόνον ο ρόλος του Εξάρχου Νικηφόρου σ' αυτήν. Πέρασαν δύο μέρες δι­απραγματεύσεων με τους επισκόπους που εί­χαν προσχωρήσει στην Ένωσι. Ο Νικηφό­ρος, ως πρόεδρος της Συνόδου των Ορθοδόξων, έμενε σταθερά προσηλωμένος στους όρους του κανονικού δικαίου. Τρεις φορές κά­λεσε τους επισκόπους να αναπτύξουν τις α­πόψεις τους και να απαντήσουν σε ερωτήσεις, αλλά και τις τρεις φορές οι αιτήσεις των απε­σταλμένων του Εξάρχου απερρίφθησαν. Έ­τσι η σύγκλησις της Συνόδου των Ορθοδόξων από την έναρξί της ήταν κατά πάντα σύμ­φωνη με τους κανόνες. Ο Έξαρχος Νικηφό­ρος για να συστηματοποιήση την διεξαγωγή της Συνόδου συνέστησε να διαιρεθούν οι παρευρισκόμενοι σε δύο τάξεις, την ανωτέρα και την κατωτέρα, δηλ. σε κληρικούς και λαϊκούς, οι οποίοι θα συνεδρίαζαν ξεχωριστά. Σ' αυτό ωδηγήθηκε από ένα κανονικό έθιμο που είχε εφαρμοσθή από παλιά στην Κωνσταντινούπολι.
Τελικά στις 8 Οκτωβρίου ο Νικηφόρος εξεφώνησε στους συνέδρους μακρά ομιλία, στην οποία περιέγραψε τη δύσκολη κατάστασι των δυτικών Ρωσικών περιοχών, οι οποίες εί­χαν καταλήξει να αποσκιρτήσουν από μερικούς επισκόπους, λόγω της προσχωρήσεως των τελευταίων στην Ένωσι. Συνέστησε στην Σύ­νοδο να συζήτηση για ωρισμένα θέματα: Για τους αποστάτες ιεράρχες, για την Ένωσι που αποδέχτηκαν από κανονική άποψι και για την αποκατάστασι της τάξεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία Όλα αυτά τα ζητήματα ενέπιπταν στην αρμοδιότητα της Συνόδου. Ο Έξαρχος είχε βέβαια την εξουσία, μαζί με την Σύνοδο, να καθαιρέση τους αποστάτες ιεράρχες, δεν είχε όμως την δυνατότητα να εγκαταστήσει νέους ιεράρχες στους θρόνους, επειδή αυτή η ενέργεια ενέπιπτε στην αποκλειστική αρμοδι­ότητα του Πατριάρχου.
Η βασιλική αυλή τρομοκρατήθηκε από αυ­τή την τροπή των γεγονότων. Απεσταλμένοι της απαίτησαν από τον πρίγκιπα Κωνσταντίνο Οστρότσκι να στερηθή ο Νικηφόρος της προ­σωπικής του φρουράς και να φύγη από την μέση, με την πρόφασι ότι είναι σύμμαχος των Τούρκων. Ο πρίγκιπας απέρριψε όλες αυτές τις απαιτήσεις και είπε ότι θα αποδεχόταν την Ένωσι μόνο μετά από την σύγκλησι μιας Οικουμενικής Συνόδου, εφ' όσον όλοι οι Ορ­θόδοξοι Πατριάρχες έδιναν την συγκατάθεσί τους για την Ένωσι.
Οι Ουνίτες ιεράρχες έχοντας πεποίθησι ότι είναι μάταιο πια να συνομιλούν με την Ορ­θόδοξη πλευρά, διεκήρυξαν στις 10 Οκτωβρίου την «Ένωσι με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία» και τον αφορισμό των ανθενωτικών. Ανάμε­σα σ' αυτούς που αφωρίσθηκαν ήταν δύο επί­σκοποι της δυτικής Ρωσίας, οι οποίοι αρνή­θηκαν να αναγνωρίσουν την Ένωσι —ο Γεδεών Μπαλαμπάν του Λβόφ (†1607) και ο Μιχαήλ Κοπυστένσκι του Πετερμύσλ (†1610)—, εννέα αρχιμανδρίτες, δεκαέξι πρωθιερείς και ένας σημαντικός αριθμός εφημερίων[10].
Την ίδια ημέρα η Ορθόδοξος Σύνοδος ε­ξέτασε την υπόθεσι των ιεραρχών που είχαν προσχωρήσει στην Ένωσι. Στη Σύνοδο έγινε δεκτό ότι οι ιεράρχες αυτοί πρόδωσαν την Ορθοδοξία και χωρίς αδεία του Πατριάρχου και της Οικουμενικής Συνόδου προσπάθησαν να εισαγάγουν την Ένωσι στις Ορθόδοξες χώρες της Κοινοπολιτείας και αγνόησαν τις προσκλήσεις του Συνοδικού δικαστηρίου σε τρεις περιπτώσεις, γι’ αυτό η Σύνοδος απεφά­σισε να τους αποκόψη και να τους αφορίση από την Ορθόδοξη Εκκλησία[11]. Γι’ αυτό το θέμα συντάχθηκε μία έκκλησις προς το βασι­λιά, με την οποία ζητούσαν να αφαιρέση τους θρόνους από τους καθαιρεθέντες επισκόπους και να κηρύξη τις θέσεις τους χηρεύουσες. Με­τά από σύστασι του Νικηφόρου συντάχθηκε μήνυμα της Συνόδου προς το ορθόδοξο πλή­ρωμα στη δυτική Ρωσία, το οποίο επανεβεβαίωνε την κανονικότητα του ορθοδόξου δόγμα­τος, αναφερόταν στην αποκήρυξι της Ενώσεως από τον Νικηφόρο και επέτρεπε στους πιστούς να μνημονεύουν κατά τις λατρευτικές ακολουθίες το όνομα του Πατριάρχου αντί του μητροπολίτου[12].
Μετά από αυτά οι Συνοδικοί ωρκίστηκαν να μείνουν αμετακίνητοι στην Ορθόδοξη ομο­λογία και να παραμείνουν πιστοί στο Ορθό­δοξο Πατριαρχείο. Αυτή η στιγμή ήταν για ό­λους τους Συνοδικούς το μεσουράνημα της ζωής τους. Ο καθένας καταλάβαινε καλά την σπουδαιότητα των αποφάσεων της Συνόδου. Οι Ουνίτες επίσκοποι απέτυχαν να προσηλυ­τίσουν τον λαό των δυτικών Ρωσικών περιο­χών. Η Ουνιτική Εκκλησία μόλις εμφανί­στηκε, διεπίστωσε ότι ήταν απομονωμένη και οι Ουνίτες ιεράρχες αφωρισμένοι. Όμως, ή­ταν προφανές ότι οι δυσκολίες των Ορθοδό­ξων πιστών δεν τελείωσαν και ότι η βασιλική αυλή θα εύρισκε τρόπο να εκδικηθή για την παρεμπόδισι της ενωτικής πολιτικής.
Ο Έξαρχος Νικηφόρος είχε στην πραγμα­τικότητα προκαθορίσει την πορεία των εργα­σιών της Συνόδου και την έκδοσι των αποφά­σεων της. Κατ’ αρχήν απήλλαξε τους Συνοδι­κούς από κάθε εμπλοκή και σύγχυσι που θα μπορούσε να προκληθή από ενέργειες ενω­τικών επισκόπων. Κατόπιν, χρησιμοποιώντας όσες δυνάμεις διέθετε, προετοίμασε την δημι­ουργία μιας καταστάσεως κάτω από την οποία όλες οι πρακτικές συνέπειες και σκοποί της Ουνιτικής Συνόδου θα εξανεμίζοντο. Έκανε όλα όσα μπορούσε. Η παραμονή του στην Κοινοπολιτεία δεν ήταν πια ασφαλής. Σε οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να άρχιζε η δίωξις από τις πολωνικές αρχές. Ο Σιγισμούνδος ο Γ' δεν έχασε καθόλου καιρό. Εξέδωσε διαταγή να εγκαταλείψουν την χώρα, το συντομώτερο δυνατόν, όλοι οι Έλληνες που δεν ήταν υπήκοοι της Κοινοπολιτείας. Η διαταγή εκδόθηκε λίγο πριν φύγουν από την χώρα ο Έξαρχος Αλεξανδρείας Κύριλλος Λούκαρις, ο μητροπολίτης Βελιγραδίου Λουκάς και οι αρχιμανδρίτες του Άθωνος.
Ο Νικηφόρος παρέμεινε εκεί για λίγο και­ρό ακόμα και απεδέχθηκε την πρόσκλησι του πρίγκιπα Κωνσταντίνου Οστρότσκι να επισκεφθή το Όστρογκ, όπου διέμενε ο βοεβόδας του Κιέβου. Στο Όστρογκ ο Έξαρχος εκ­μεταλλεύτηκε την ευκαιρία και δίδαξε στους μαθητές των τοπικών σχολείων διάφορες επι­στήμες, χρησιμοποιώντας την πείρα του διδα­σκάλου που είχε από την Πάδουα. Όμως δεν τον κράτησε στο Όστρογκ μόνο η δυνατότη­τα της διδασκαλίας. Είχε καταλάβει ότι η πα­ρουσία του στην Κοινοπολιτεία ενίσχυε τις τάξεις των ανθενωτικών. Ο Έξαρχος Νικη­φόρος ηταν συνεχώς απησχολημένος. Έ­στελνε μηνύματα και επιστολές πείθοντας τους αμφιρρέποντας να παραμείνουν Ορθό­δοξοι και απαλλάσσοντας τους ιερείς από την υποχρέωσι υπακοής στους Ουνίτες ιεράρχες. Έτσι τον Δεκέμβριο του 1596, έστειλε μήνυ­μα στο Λβόφ, με το οποίο επέτρεπε στους ιε­ρείς να μη μνημονεύουν στη Λειτουργία τον Ουνίτη μητροπολίτη Μιχαήλ, ενώ καθώρισε ότι είναι αρκετό να μνημονεύουν μόνο τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως[13].
Ασφαλώς μ' αυτές τις ενέργειες ο Νικηφό­ρος απέκτησε φήμη ενός ανθρώπου πολύ επι­κινδύνου για τον βασιλιά Σιγισμούνδο τον Γ’, ο οποίος αναζητούσε μία πρόφασι για να τον φυλακίση. Πολύ σύντομα βρέθηκαν μερικά έγγραφα σε κάποιον Ίαν Βολοσάνιν, έναν υ­πηρέτη του πρίγκιπα Κωνσταντίνου Οστρότσκι. Ήταν ιδιωτικές επιστολές γραμμένες α­πό ένα κληρικό της Ελλάδος προς τους γνω­στούς του, στις οποίες παρεπονείτο για το πό­σο δύσκολο του ήταν να ζη ανάμεσα σ' αυτούς που υποχρέωναν τους Ορθοδόξους να εγκολπωθούν την παπική ομολογία Μία επι­στολή που περιέγραφε θρησκευτική διαφωνία, περιείχε και τις εξής λέξεις: «Ο Θεός να χαρίζη υγεία στον βασιλιά μας[14] και αυτός θα επιτεθή στην Πολωνία Ακριβώς τώρα είναι η πιο κατάλληλη ώρα»[15]. Αυτές οι λέξεις έδωσαν αφορμή στον αταμάνο Ίαν Ζαμοΐσκι (στην κατοχή του οποίου περιήλθαν οι επιστολές), να πάρη μέτρα εναντίον του εξάρχου Νικηφό­ρου με την κατηγορία της συνωμοσίας προς όφελος της Τουρκίας.
Στο τέλος Φεβρουαρίου του 1597, όταν συνήλθε στη Βαρσοβία ένα τμήμα της πολω­νικής βουλής, ένα από τα πρώτα ζητήματα που ετέθη από τους Ορθοδόξους ήταν η επικύρωσις των αποφάσεων της Ορθοδόξου Συνό­δου του Μπρεστ, σχετικά με την Ένωσι. Αν­τιμετωπίζοντας τις θέσεις των Ορθοδόξων οι Ουνίτες προσέβαλαν τις αποφάσεις της Συνό­δου με τον ισχυρισμό ότι ο Νικηφόρος και οι άλλοι ιεράρχες δεν είχαν δυνατότητα να συγκροτήσουν Σύνοδο και να καθαιρέσουν τους ενωτικούς επισκόπους. Τότε ο Ζαμοΐσκι πα­ρουσίασε τον Ίαν Βολοσάνιν και τις επιστο­λές που βρέθηκαν επάνω του. Ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος Οστρότσκι υπό την πλήρη προστασία του οποίου εξακολουθούσε να πα­ραμένει ο Νικηφόρος όλο αυτό το διάστημα, υποσχέθηκε να τον προσαγάγη στην βουλή, απαιτώντας συγχρόνως, επειδή ήταν εξέχων επισκέπτης και Πατριαρχικός Έξαρχος, να έχη το ειδικό προνόμιο να δικαστή όχι από το δικαστήριο αλλά από τον ίδιο τον βασιλιά. Ο βασιλιάς έδωσε την συγκατάθεσί του.
Ο Έξαρχος Νικηφόρος έφθασε στη Βαρ­σοβία στις 10 Μαρτίου. Την ίδια μέρα ο βασι­λιάς συγκρότησε μία ειδική επιτροπή. Έκτος από τον αταμάνο Ζαμοΐσκι, περιελάμβανε τους βοεβόδες της Κρακοβίας Πόζναν, Σαντομίρτζ, Βροκλάβ και άλλους. Η ακρόασις της υποθέσεως άρχισε την επομένη ημέρα, όταν έφεραν τον Ίαν Βολοσάνιν στην πρωτεύ­ουσα. Ανεγνώσθησαν οι επιστολές. Η πρώ­τη απηυθύνετο στον μητροπολίτη Ανδριανουπόλεως. Περιέγραφε τις διαφωνίες που ξέσπασαν και περιείχε μία παρατήρησι για την καταλληλότητα του χρόνου επιθέσεως εναν­τίον της Κοινοπολιτείας. Η δεύτερη απηυθύνετο προς την αδελφή του αποστολέα και ησχολείτο με ιδιωτικές υποθέσεις. Η τρίτη επι­στολή και η τέταρτη προωρίζονταν για κάποι­ους ιερείς της Ανδριανουπόλεως και αναφέ­ρονταν στην πρόσφατη στάσι των Κοζάκων και στους είκοσι χιλιάδες περίπου Πολωνούς που σκοτώθηκαν κατά τον πόλεμο[16]. Μετά την ανάγνωσι των επιστολών ο δημόσιος κατήγο­ρος απήγγειλε κατά του Νικηφόρου την κατη­γορία της προδοσίας και κατά του Ίαν της συνενοχής. Όταν τελείωσε την αγόρευσί του ο κατήγορος, πήρε τον λόγο ο επίτροπος Πριλέπσκι, ο οποίος απέρριψε την κατηγορία κατά του Νικηφόρου, με το σκεπτικό ότι ο Ίαν Βολοσάνιν πήρε αυτές τις επιστολές από κάποιον Έλληνα, ο οποίος πήγαινε στη Μό­σχα και ο οποίος απλώς τον παρεκάλεσε να δώση τις επιστολές αυτές στους παραλήπτες. Αυτό επιβεβαιώθηκε και από τον Ίαν Βολο­σάνιν, ο οποίος διευκρίνισε ότι δεν πήρε ούτε οδηγίες, ούτε επιστολές από τον Έξαρχο Νι­κηφόρο. Με την κατάθεσί του αυτή οι κατή­γοροι έχασαν το παιχνίδι. Η «υπόθεσις Νι­κηφόρος» φαινόταν να καταρρέη σαν χάρτι­νος πύργος. Αλλά τότε ακριβώς παρουσιά­στηκε ο αταμάνος Ζαμοΐσκι και μίλησε στο α­κροατήριο. Αυτός κατέθεσε ότι κατά την διάρκεια της πρόσφατης εκστρατείας στη Βλαχία, ο Νικηφόρος ήλθε σ' αυτόν με επιστολές από τον Σινάμ-πασά και προσπάθησε να πείση τον αταμάνο να δεχθή τους όρους που πρό­τεινε η τουρκική πλευρά -ο Βοεβόδας της Βλαχίας Ιερεμίας να ορκιστή συμμαχία με τον σουλτάνο και να του δώση τον γυιό του ή τον αδελφό του για όμηρο. Επί πλέον πρό­σθεσε ο Ζαμοΐσκι ότι ο έξαρχος του μετέφερε συμβουλή του Σινάμ-πασά: «Όπως ο Στέφα­νος έγινε βασιλιάς της Πολωνίας με την βοή­θεια του σουλτάνου, έτσι και συ αν γίνης υ­πάκουος υπηρέτης του κυρίου σου, θα εγκα­τάστασης στη Βλαχία τον ηγεμόνα που θέ­λουν οι Πολωνοί». Με αυτή την κατάθεσί ο Ζαμοΐσκι ήθελε να δείξη ότι ο Νικηφόρος δή­θεν μηχανορραφούσε εις βάρος της Πολωνί­ας εδώ και πολύ καιρό και προσπάθησε να παρασύρη και τον ίδιο τον αταμάνο στην προ­δοσία. Αυτή η κατηγορία ήταν βέβαια πολύ πιο σοβαρή από την προηγούμενη. Το ακροα­τήριο της βουλής ακίνητο και παγωμένο περί­μενε την απάντησι του Νικηφόρου.
Ο Νικηφόρος στην αρχή της ομιλίας του, στην ιταλική γλώσσα, ανέγνωσε ένα χαιρετι­στήριο μήνυμα προς το βασιλιά και όλη την Πολωνική γερουσία, εκ μέρους των τεσσάρων ορθοδόξων πατριαρχών και υπενθύμισε στο ακροατήριο ότι ήταν επίσημος αντιπρόσωπος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Έξαρχος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και εστά­λη στην Κοινοπολιτεία από τον Πατριάρχη λόγω των διαφωνιών μεταξύ των ορθοδόξων κληρικών. Ο Νικηφόρος απέρριψε όλες τις εναντίον του κατηγορίες, καταγγέλοντας ότι είναι κατασκευασμένες. Στη συνέχεια επικα­λούμενος ελλειπή γνώσι της πολωνικής γλώσ­σας ζήτησε να του δώσουν ένα διερμηνέα. Ο μορφωμένος Έλληνας συμπεριφέρθηκε όχι σαν κατηγορούμενος, αλλά μάλλον σαν κρι­τής, που ήλθε να βάλη τάξι στην περιοχή με την κρίσι του. Αυτή η συμπεριφορά έφερε σε αμηχανία τον βασιλιά και ένα μέρος της γε­ρουσίας. Υποσχέθηκαν ότι θα δώσουν διερ­μηνέα στον Νικηφόρο και η ακρόασις της υ­ποθέσεως ανεβλήθη. Ο βασιλιάς έδωσε εν­τολές να παραμείνη ο Νικηφόρος στο κάστρο, για να ετοιμάση λεπτομερείς απαντήσεις στην κατηγορία του Ζαμοΐσκι.
Για μερικές μέρες ο Έξαρχος παρέμεινε στην αφάνεια. Του έδωσαν ένα διερμηνέα, κάποιον Πέτρο Αρκούδη, έναν Έλληνα εκ­παιδευμένο σε κολλέγιο Ιησουϊτών, που ήρ­θε από τη Ρώμη μαζί με τους ουνίτες επισκό­πους Ποτέι και Τερλέτσκι. Τελικά ο Σιγισμούνδος ο Γ' δέχθηκε να ακούση τον Νικηφόρο, όχι όμως στη γερουσία, αλλά σε ένα κύκλο προσώπων της απολύτου εμπιστοσύνης του. Του συνέστησαν να ομολογήση τη σύνταξι των επιστολών για τη Τουρκία και τη συμμε­τοχή του πρίγκιπα Κωνσταντίνου Οστρότσκι σ' αυτό! Αλλά ο Νικηφόρος απέρριψε όλες αυτές τις προτάσεις. Τότε έφεραν τον Ίαν Βολοσάνιν και αρχισαν να τον βασανίζουν, απαιτώντας να ομολογήση από ποιον πήρε τις επιστολές και αν ο πρίγκιπας Οστρότσκι γνώριζε γι’ αυτές. Ο Ίαν τρομερά φοβισμέ­νος επανελάμβανε ξανά και ξανά ότι δεν γνώριζε το περιεχόμενο των επιστολών, που του έδωσε κάποιος μοναχός. Ανίκανοι να πάρουν οποιαδήποτε πληροφορία από αυτόν ο βασιλιάς και η γερουσία απεφάσισαν να εγ­καλέσουν τον Νικηφόρο. Εκτός από την κα­τηγορία της προδοσίας και της υποκινήσεως σε προδοσία, τον κατηγόρησαν επίσης και για διενέργεια μαύρης μαγείας, διαπράξεως μοιχείας με την μητέρα του σουλτάνου και για φόνο! Ήταν ολοφάνερο ότι οι κατήγοροι δεν είχαν επαρκείς αποδείξεις για να δικάσουν τον Έξαρχο. Τα μέλη της γερουσίας βρίσκον­ταν σε δύσκολη θέσι. Αφ' ενός ο Νικηφό­ρος δεν μπορούσε να κατηγορηθή για εσχάτη προδοσία επειδή δεν ήταν υπήκοος του βασι­λιά, αφ' ετέρου ένα μέρος των κατηγοριών (μαύρη μαγεία, μοιχεία κλπ.) ενέπιπτε στην αρμοδιότητα εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Η μόνη σοβαρή κατηγορία ήταν ότι ο Έξαρχος έφθασε στην Σύνοδο του Μπρεστ χωρίς γρα­πτή άδεια του βασιλιά. Όμως ο Νικηφόρος διαβεβαίωσε ότι ο πρίγκιπας Οστρότσκι είχε στείλει δύο Πολωνούς ευγενείς στον βασιλιά με την παράκλησι να επιτρέψη στον Έξαρχο Νικηφόρο να παρακολουθήση την σύνοδο. Η απάντησις του βασιλιά ήταν καταφατική, αλλά δεν έδωσε καμμία γραπτή απόκρισι, με το πρόσχημα ότι όλες οι προσκλήσεις είχαν ήδη σταλεί στους αποδέκτες.
Αλλά για τους κατηγόρους τίποτε δεν ήταν τόσο καθαρό και ξάστερο, όσο η ενοχή του Νικηφόρου. Ο βοεβόδας Ιερεμίας έστειλε ανθρώπους από τη Βλαχία, που δήλωσαν ότι ο Νικηφόρος ήταν ένας Τούρκος κατάσκοπος, που δραπέτευσε από τις φυλακές Τσοσίν! Αλ­λά το χειρότερο απ’ όλα ήταν η αναχώρησις του πρίγκιπα Οστρότσκι, ο οποίος άφησε μόνο του τον Νικηφόρο σ' αυτή την δύσκολη στιγμή. Κάτω απ’ αυτές ακριβώς τις συνθήκες ο Έξαρχος ανέβηκε στο βήμα για να υπερα­σπίση τον εαυτό του...
Πιθανώτατα ο Νικηφόρος γνώριζε ότι ήταν μία από τις τελευταίες ομιλίες του και γι’ αυτό έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να αποδείξη την αθωότητα του. Αλλά ήδη η τύχη του Εξάρχου Νικηφόρου είχε αποφασισθή.
Μίλησε ενώπιον των γερουσιαστών άλλες δύο φορές, αλλά ο βασιλιάς ποτέ δεν τόλμη­σε να επιτρέψη μία δημόσια ομιλία του Εξάρχου στη βουλή. Η βουλή τελείωσε τις εργα­σίες της, αλλά η ακρόασις της υποθέσεως του Νικηφόρου κράτησε τρεις μέρες ακόμα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε βρεθή ένα έγκλημα επαρκές, για να τον καταδικάσουν σε θάνατο ή φυλάκισι. Πριν από το τέλος της ακροαμα­τικής διαδικασίας πήρε τον λόγο ο επίτροπος Πριλέπσκι, κατόπιν υποδείξεως του βασιλιά. Αυτός διαβεβαίωσε ότι για τις θρησκευτικές κατηγορίες δεν μπορούσε να δικαστή ο Έξ­αρχος εκεί, επειδή τέτοιες υποθέσεις υπόκειν­ται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Πα­τριάρχου. Δεύτερον, όσα συνέβησαν στην Κωνσταντινούπολι δεν ενέπιπταν στη δικαιο­δοσία του βασιλιά, επειδή ο Σιγισμούνδος ο Γ' δεν είχε ακόμη καταλάβει την Κωνσταντι­νούπολι. Τρίτον, η κατηγορία της προδοσίας δεν είχε καμμία σχέσι με τον Νικηφόρο, επει­δή έγινε φανερό ότι ο Ίαν Βολοσάνιν πήρε τα γράμματα όχι απ’ αυτόν, αλλά από κάποιον μοναχό κατά την μετάβασί του στη Μόσχα. Τέλος ο Έξαρχος δεν μπορούσε να κατηγο­ρηθή ούτε για μηχανορραφία εναντίον της Κοινοπολιτείας, επειδή με τις ενέργειές του συνέβαλε στην ασφάλεια του πολωνικού στρατεύματος και στην εγκατάστασι του πολωνού υποψηφίου, σαν ηγεμόνα της Βλαχίας. Όμως, παρ' όλα αυτά ο βασιλιάς διέταξε να κρατηθή ο Έξαρχος Νικηφόρος, έως ότου βρεθή ο συντάκτης των επιστολών και γίνουν ανακρίσεις για την δραστηριότητα του Εξάρχου στην Βλαχία.
Η εξέτασις της υποθέσεως του Νικηφόρου αναβλήθηκε για απροσδιόριστο χρονικό διά­στημα. Τον κράτησαν στην Βαρσοβία για ένα διάστημα και μετά τον μετέφεραν στο φρούριο Μαρίενμπουργκ. Όμως εκεί ο Νικηφόρος δεν έζησε πολύ... Μεταξύ των Ορθοδόξων κυκλο­φόρησαν έντονες φήμες ότι, κατά διαταγή του βασιλιά ο Νικηφόρος «λιμώ ετελειώθη».
Πολλοί σύγχρονοι είναι βέβαιοι ότι ο Έξ­αρχος Νικηφόρος είχε τέλος μάρτυρος και ότι όλες οι εναντίον του κατηγορίες ήταν ασύ­στολα ψεύδη. Είναι φανερό ότι υπέφερε όχι ε­πειδή δήθεν έγραψε τις επιστολές, αλλά για την δραστήρια επέμβασί του στη Σύνοδο του Μπρεστ και την παρεμπόδισι των σχεδίων των Ουνιτών.
Ο αγώνας του Πατριαρχικού Εξάρχου Νικηφόρου κατά την Ένωσι του Μπρεστ ήταν παρόμοιος με τον αγώνα του αγίου Μάρκου της Εφέσου κατά τη Σύνοδο της Φλωρεντίας.

* The Journal of the Moscow Patriarchate, τ. 8, 1991, σ. 34-37

[1] To Μπρέστ είναι πόλις της Λευκορωσίας, στα σύνορα με την Πολωνία. Με την «Ένωσι του Μπρέστ» οι μέχρι τότε Ορθόδοξες εκκλησίες της Πολωνίας και Λιθουανίας υπετάγησαν στον Πάπα της Ρώμης.
[2] Με την συμμαχία του Λιούμπλιν το 1569 η Λιθουανία ενώθηκε με την Πολωνία σε ένα κράτος: Την Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία (Ρετς Ποσπολίτα).
[3] Ήταν η εποχή της προσωρινής ενοποιήσεως της Βλαχίας με την Μολδαβία και την Τρανσυλβανία.
[4] gospodar: ήγεμών
[5] Τίτλος αρχηγού των Κοζάκων. Ειδικώτερα στο Πολωνο-Λιθουανικό κράτος ήταν και τίτλος του αρχηγού του στρατού.
[6] κυβερνήτης

[7] Τότε, το άλλοτε ανεξάρτητο χανάτο της Κριμαίας ευρίσκετο υπό την κυριαρχία της Τουρκίας.
[8] Documents Unionus Berestensis (1590-1600), Romae, 1970, σ. 416-417

[9] Μητροπολίτου Μακαρίου (Μπουλγκάκωφ), Istoriya Russkoi Tserkvi (Ιστορία της Ρωσικής εκκλησίας), Αγία Πετρούπολις, 1879, τ. ΙΧ, βιβλίοIV, σ. 650
[10] Akty, otnosyashchiesya k istorli Zapadnoi Rossii, sobrannniye i izdanniye Arkheograficheskoi Komissiei (Γεγονότα σχετικά με την ιστορία της δυτικής Ρωσίας, συλλογή και έκδοσι της επιτροπής αρχείων), Αγία Πετρούπολις, 1851, τ. 4, σ. 148.
[11] ένθ. Αν., σ. 14
[12] P. Kulish, Materialy dlya istorii vossoedineniya Rusi (Στοιχεία της ιστορίας της επανενώσεως της Ρωσίας), Μόσχα, 1877, σ. 71-72
[13] Documenta Unionuw Berestensis..., σ. 397
[14] εννοεί τον σουλτάνο
[15] Akty, otnosyashchiesya k istorii Zapadnoi Rossii..., τ. 4, σ. 159
[16]Εννοεί την ανταρσία του αταμάνου Σερβερίν Ναλιβάϊκο κατά τα έτη 1594-1597
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΗ 14-15

Πρώτη Συνεδρία της Δ.Ι.Σ. για το μήνα Δεκέμβριο

O + O = O

Πηγή


image with the sign of the Greek ChurchΣυνήλθε σήμερα Τετάρτη, 7 Δεκεμβρίου 2011, στην πρώτη Συνεδρία Της η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου.

Κατά την σημερινή Συνεδρία :

Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος επικύρωσε τα Πρακτικά της Εξουσιοδοτήσεως...


Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος όρισε τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες και τα εκκλησιαστικά πρόσωπα που θα συνοδεύσουν τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο κατά την Ειρηνική του Επίσκεψη στην Εκκλησία της Κύπρου, από 14 έως 18 Δεκεμβρίου 2011 και ασχολήθηκε με υπηρεσιακά θέματα.
Εκ της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου
--------------------------------------------------------
Eδώ καράβια πνίγονται και οι βαρκούλες αρμενίζουν...
Ο μακαριοαπαθέστατος Ιερώνυμος και οι σεπτοαγιώτατοι αρχιερείς μας, επαναπαυμένοι στην αδράνειά τους και στην απραξία τους και στην παροιμιώδη τεμπελιά τους, δεν ασχολούνται με κανένα σοβαρό ζήτημα, αφού κανένα σοβαρό ζήτημα δεν απασχολεί σήμερα την Εκκλησία, ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΛΕΛΥΜΕΝΑ.
Γι αυτό και εις αυτήν την περίοδο που διαλύθηκαν και κονιορτοποιήθηκαν τα πάντα και ο λαός πεινά και ανησυχεί σφόδρα για τον επιούσιο άρτο και κλαίει και οδύρεται για το αύριο των παιδιών του, αλλά και γιά το μέλλον της Πατρίδος μας, αυτοί εκτός από τις ατέλειωτες φιέστες τους, τώρα ετοιμάζονται γιά ταξίδια ....ΑΝΑΨΥΧΗΣ στην Κύπρο!!!
Ολα βαίνουν εδώ τόσο καλά, που αυτοί αφού ξεπέρασαν τα σύνορά τους πάνε και αλλού γιά να διαφημίσουν τις ανύπαρκτες δραστηριότητές τους και να διαφημιστούν γιά τα μηδενικά προσόντα τους.
Το ΕΝΑ ΤΟΙΣ ΕΚΑΤΟ των εκκλησιαζομένων σε ολόκληρη την Ελλάδα δεν τους ανησυχεί καθόλου;
Δεν τους τρομοκρατεί;
Πως διέρχονται τις μέρες και τις νύχτες τους και πώς κοιμώνται τον ύπνο του δικαίου;


ΟΥΑΙ ΥΜΙΝ
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΙ ΥΠΟΚΡΙΤΑΙ.

Γέροντας Παίσιος :Η πιο μεγάλη αρρώστια στον άνθρωπο είναι ο χαλασμένος του λογισμός




«Κάποτε ο γέροντας μου διηγήθηκε την εξής χαριτωμένη ιστορία»:


Μια φορά ένας άνθρωπος σηκώθηκε πολύ πρωι,σκοτάδι ακόμα να πάει στην δουλειά του.
Στον δόμο τον συνάντησε ένας χαρτοπαίκτης και σκέφτηκε

"Που να πηγαίνει τέτοια ώρα;Θα πηγαίνει μάλλον να παίξει κανά χαρτί σε κανα κρυφό μέρος."

Λίγο πιο κάτω τον συνάντησε ένας Χριστιανός και σκέφτηκε.

"Είδες σηκώθηκε πρωί - πρωί για να πάει σε καμιά ήσυχη εκκλησία,να προσευχηθεί πριν πάει στην δουλειά"

Πιο κάτω τον συνάντησε ένας κλέφτης και σκέφτηκε.

"Κάπου πάει να κλέψει τώρα που είναι βράδυ και κοιμούνται οι άνθρωποι"

Γέλασε ο γέροντας....

Είδες, ο καθένας κρίνει τα πράγματα ανάλογα με την πνευματική του κατάσταση.
Αν ο άλλος έχει χαλασμένο λογισμό και η "μηχανή" του είναι χαλασμένη και χρυσάφι να βάλεις μέσα... αυτός θα το κάνει χρυσές σφαίες να σε σκοτώσει.

Πα! Πα! Η πιο μεγάλη αρρώστια στον άνθρωπο είναι ο χαλασμένος του λογισμός...Μεγάλη αρρώστια ο λογισμός!!!...

Κλήρος και Εκκλησία- Πνευματικοί λόγοι του Γέροντος Παϊσίου





Σύμφωνα με το Γέροντα Παϊσιο η ιεροσύνη δεν είναι μέσο για να σωθεί ο άνθρωπος. Ο σκοπός είναι να γίνει κανείς καλόγερος, ξεκινώντας από το εσώτερο είναι του. Αν κάποιος αισθάνεται αδύναμος για την ιεροσύνη, αλλά τον παρακινούν άλλοι, πρέπει αυτός να λέει το λογισμό του. Κανέναν δεν μπορούν να τον εξαναγκάζουν ούτε για την ιεροσύνη, ούτε για το Μεγάλο Σχήμα. Αν όμως το δεχθεί από υπακοή και με ταπείνωση και βάλει λίγο φιλότιμο και λίγη αγάπη, τότε όλα θα τα αναπληρώσει ο Θεός. Εξάλλου ο κόσμος έχει αλάθητο κριτήριο και διακρίνει ποιοι έγιναν ιερείς από αγάπη προς το Θεό, για να διακονήσουν την Εκκλησία Του. Είναι μερικοί που θέλουν να γίνουν ιερείς από επιθυμία να δοξασθούν. Αυτοί θα ταλαιπωρηθούν, όταν βρεθούν σε δυσκολία, γιατί ο Χριστός δεν θα τους βοηθήσει, εκτός αν ταπεινωθούν και μετανοήσουν. Αν όμως κάποιος θέλει να ιερωθεί, χωρίς να έχει επιδιώξεις κοσμικές, τότε, αν κινδυνεύσει, ο Χριστός θα τον βοηθήσει.
Βέβαια στον κλήρο σπάνια και πολύ λίγοι είναι αυτοί που ξεκινούν με προγράμματα δικά τους. Οι περισσότεροι ξεκινούν με καλή διάθεση, αλλά μετά υπεισέρχεται ο πονηρός και πρωτοστατούν η δόξα και η μανία για αξιώματα. Φτάνουν στο σημείο να βάζουν και ανθρώπους να μεσολαβήσουν για την εκλογή τους σε ιεραρχικά ανώτερα στρώματα και αντί να υπηρετούν το Χριστό, να καταλήγουν με χρυσό, να έχουν χρυσούς σταυρούς, χρυσές μίτρες, διαμάντια και να μην αρκούνται στα απαραίτητα.
Παλιά οι ιερείς έκαναν άσκηση, είχαν αρετή, ήταν άγιοι και οι άνθρωποι τους ευλαβούνταν. Σήμερα οι άνθρωποι θέλουν δύο πράγματα από τον ιερέα. Να μην είναι φιλοχρήματος και να έχει αγάπη. Όταν οι άνθρωποι βρουν αυτά σε έναν ιερέα, τον θεωρούν άγιο και τρέχουν στην Εκκλησία και έτσι σώζονται. Ο ιερέας πάντως πρέπει να έχει μεγάλη καθαρότητα.
Τον μοναχό ο πονηρός προσπαθεί να τον αποδυναμώσει με τις κακομοιριές, ώστε να τον αχρηστεύσει και να μην έχει καμία δύναμη πνευματική η προσευχή του. Ο μοναχός, για να έχει τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, πρέπει να είναι σωστός μοναχός. Τότε μόνο έχει μια θεϊκή εξουσία και βοηθάει πολύ θετικά με την προσευχή του. Ενώ ένας ιερέας, και να μην έχει πνευματική κατάσταση, πάλι βοηθάει με την εξουσία που του έχει δοθεί με την ιεροσύνη, όταν τελεί τα Μυστήρια, διαβάζει τους ανθρώπους, κλπ. Ακόμη και κάποιο έγκλημα να κάνει, τα Μυστήρια που τελεί πάλι ενεργούν, μέχρι να καθαιρεθεί. Αν όμως έχει και πνευματική κατάσταση, τότε είναι σωστός ιερέας και βοηθάει περισσότερο.
Ο ιερέας για να μπορέσει να βοηθήσει τους ενορίτες και να ανταποκριθεί στη μεγάλη ποιμαντική του ευθύνη, οφείλει να κάνει δουλειά στον εαυτό του, να ανταποκρίνεται στα απαραίτητα πνευματικά του καθήκοντα, για να έχει πάντα απόθεμα πνευματικό. Η πνευματική εργασία στον εαυτό του κάθε ιερέα είναι αθόρυβη εργασία στον πλησίον, γιατί μιλά το παράδειγμα και τότε μιμούνται οι άνθρωποι το καλό που βλέπουν και διορθώνονται. Εάν δεν αποκτήσει ο ιερέας πνευματικό πλούτο για να μπορεί να συντηρείται από τους πνευματικούς τόκους, όταν θα εργάζεται δωρεάν για τους άλλους, θα είναι ο πιο δυστυχισμένος και αξιολύπητος. Η μυστική εργασία έχει την ιδιότητα να κηρύττει μυστικά το λόγο του Θεού μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Ο χαριτωμένος άνθρωπος του Θεού μεταδίδει θεία Χάρη και αλλοιώνει τους σαρκικούς ανθρώπους. Τους ελευθερώνει από τη σκλαβιά των παθών και τους πλησιάζει με αυτόν τον τρόπο στο Θεό και τη σωτηρία τους.
Ο ιερέας δεν μπορεί ποτέ να κλείσει την πόρτα του – έχει μεγάλη ευθύνη. Ο ένας είναι απελπισμένος, ο άλλος άρρωστος και έχει ανάγκη, ο άλλος ψυχορραγεί. Πρέπει άλλους να τους δεχθεί, άλλους να τους επισκεφθεί. Δεν μπορεί να αρνηθεί ο ιερέας. Κινδυνεύουν ψυχές και πρέπει να τις βοηθήσει. Πρέπει να ανταποκρίνεται πάντα, χωρίς διακρίσεις, σε ό,τι του ζητούν οι άνθρωποι. Οφείλει να δείχνει ενδιαφέρον όχι μόνο για τους πιστούς, αλλά και για τους απίστους, τους άθεους και τους εχθρούς της Εκκλησίας. Ο ιερέας πρέπει να βαδίζει μπροστά και να ακολουθούν οι πιστοί, όπως στο κοπάδι προπορεύεται το γκισέμι (ο οδηγός) και το ακολουθούν τα λοιπά ζώα.
Ο ιερέας δεν πρέπει να κάνει διακρίσεις. Αντιθέτως οφείλει να τοποθετεί στον ίδιο τόπο της καρδιάς του τον ενάρετο άνθρωπο, αλλά και αυτόν που έχει δεχτεί πυρά από το πονηρό και βασανίζεται από πάθη. Να μην περιφρονεί εσωτερικά το δεύτερο. Όταν υπάρχει εσωτερική αγάπη, τότε πληροφορείται και ο άλλος, γιατί αυτή η αγάπη γλυκαίνει τον άνθρωπο εξωτερικά και τον ομορφαίνει με τη Θεία χάρη, η οποία δεν κρύβεται, γιατί ακτινοβολεί.
Οι ποιμένες, είτε ιερείς, είτε αρχιερείς, καλό είναι να θυμούνται το Μωυσή και τι τράβηξε με δύο εκατομμύρια λαό. Πόση προσευχή με αγάπη έκανε για το λαό του και πόσο ταλαιπωρήθηκε χρόνια ολόκληρα στην έρημο και αυτός, μέχρι να τον οδηγήσει στη Γη της Επαγγελίας. Αν αναλογίζονται αυτά, θα παίρνουν κουράγιο και δεν θα γογγύζουν ποτέ για τις ελάχιστες ταλαιπωρίες τους εν συγκρίσει με αυτές που πέρασε ο Μωυσής.
Ως προς την εκκοσμίκευση του κλήρου ο Γέροντας αναφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Όταν είχε πάει ο Πατριάρχης Δημήτριος στη Σχολή του Τιμίου Σταυρού, πήγαν μερικοί ευλαβείς φοιτητές Αμερικάνοι και του είπαν: «Παναγιώτατε, στην εποχή μας πρέπει ο κλήρος να εκσυγχρονιστεί». Και ο Πατριάρχης απάντησε: «Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός λέει πως όταν οι κληρικοί γίνουν λαϊκοί, οι λαϊκοί θα γίνουν δαίμονες!»
Σχετικά με τη Θεία χάρη και αν αυτή χάνεται από έναν κληρικό, όταν πέσει σε κάποιο θανάσιμο αμάρτημα, ο Γέροντας αναφέρει ότι μπορεί η Θεία Χάρη να απομακρυνθεί, όχι όμως να χαθεί. Τότε τα Ιερά Μυστήρια δεν ενεργούν. Όταν όμως αποκατασταθεί η Θεία Χάρις, τότε και τα Ιερά Μυστήρια καθίστανται έγκυρα. Χρειάζεται πολλή διάκριση στο θέμα των ιερέων που έχουν κωλύματα. Χρειάζεται πολλή προσοχή να μη δημιουργηθεί με αδιάκριτες αυστηρότητες σκάνδαλο στον κόσμο και μπει σε λογισμούς και η οικογένεια του ιερέα. Να παύει τις Λειτουργίες με τρόπο, για να μη γίνεται κακό στους πιστούς, αντί για καλό. Γιατί τα κωλύματα τα ξέρει και ο Θεός και ο ιερέας. Εάν όμως παύσει αμέσως, τότε και οι πιστοί και η οικογένειά του θα μπουν σε λογισμούς και έτσι το κακό θα είναι μεγαλύτερο.
Ο Θεός επιτρέπει κάποιες φορές και ευλαβείς κληρικοί παθαίνουν κάτι σωματικό και εμποδίζονται από τη Λειτουργία. Οι ιερείς που έχουν τέτοια κωλύματα, πρέπει να αναπαύονται και να παύουν να λειτουργούν.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας δεν έχει καμία έλλειψη. Η μόνη έλλειψη που παρουσιάζεται, είναι από τους ίδιους τους ανθρώπους, όταν δεν αντιπροσωπεύουν σωστά την Εκκλησία, από τον πιο υψηλά ιστάμενο στην ιεραρχία μέχρι τον απλό πιστό. Μπορεί να είναι λίγοι οι εκλεκτοί, όμως αυτό δεν είναι ανησυχητικό. Η Εκκλησία είναι Εκκλησία του Χριστού και Αυτός την κυβερνάει. Δεν είναι Ναός που κτίζεται με πέτρες, άμμο και ασβέστη από ευσεβείς και καταστρέφεται με φωτιά βαρβάρων, αλλά είναι ο ίδιος ο Χριστός: «Καί ὁ πεσών ἐπί τόν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται. Ἐφ’ ὅν δ’ ἄν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν» (Ματθ. 21,44).
Ο Χριστός δείχνει ανοχή. Ανέχεται και ενεργεί και η Θεία Χάρις για χάρη του λαού. Αναφέρεται στο Ευαγγέλιο: «Λυχνάρι μισοσβησμένο δεν θα το φυσήξω. Καλάμι ραγισμένο δεν θα το αγγίξω» (Ησ. 42,3 και Ματθ. 12,20). Αυτά τα λόγια είπε ο Χριστός για να είμαστε αναπολόγητοι την ημέρα της Κρίσης. Όταν το λυχνάρι δεν έχει άλλο λάδι στην κούπα και μείνει μόνο λίγο λάδι στο φυτίλι, θα σβήσει μετά από λίγο, έστω και αν το φυτίλι τρεμοπαίζει. Ο Χριστός όμως δεν θέλει να το φυσήξει και να το σβήσει, γιατί μετά θα έλεγε το φυτίλι αν μιλούσε: «Εγώ θα έκαιγα, αλλά με φύσηξες και έσβησα!»
Οι μοναχοί, αλλά και οι κληρικοί, σκορπούν αθεϊα, όταν δεν ζουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Ο κόσμος έχει ανάγκη από τις αρετές τους. Η αποφυγή των σκανδάλων είναι σημαντική, παρά το γεγονός ότι είναι άνθρωποι και αυτοί με ατέλειες και πτώσεις.
Στα εκλησιαστικά θέματα δεν καθίσταται εύκολο να πάρεις θέση σε όλες οι καταστάσεις. Μπορεί να ανέχεται κανείς μια κατάσταση κάνοντας υπομονή, μέχρι ο Θεός να δείξει τι πρέπει να κάνει. Άλλο είναι να ανέχεται κανείς μια κατάσταση και άλλο να την αποδέχεται, ενώ δεν πρέπει. Και ό,τι έχει να πει να το λέει με σεβασμό, αγάπη και προσοχή. Δεν είναι ειλικρινής και ευθύς εκείνος που λέει κατά πρόσωπο την αλήθεια, ούτε εκείνος που τη δημοσιεύει, αλλά εκείνος που έχει αγάπη και αληθινή ζωή και μιλά με διάκριση, όταν πρέπει και λέει εκείνα που πρέπει την κατάλληλη στιγμή.
Εκείνοι που ελέγχουν με αδιακρισία έχουν πνευματική σκότιση και κακία και απαξιώνουν τους ανθρώπους. Οι ελευθερωμένοι όμως άνθρωποι από τα πάθη τους, επειδή δεν έχουν κακία, το κακό το διορθώνουν με καλοσύνη. Τώρα ο πονηρός μπλέκει πολύ τα πράγματα, αλλά τελικά θα τιμωρηθεί. Μετά από χρόνια θα λάμψουν οι δίκαιοι. Και λίγη αρετή να έχουν, εντούτοις θα φαίνονται, γιατί θα επικρατεί πολύ σκοτάδι και ο κόσμος θα στραφεί προς αυτούς. Αυτοί που σήμερα κάνουν τα σκάνδαλα, αν ζουν τότε, θα ντρέπονται.
Ο Γέροντας Παϊσιος αναφέρει μεταξύ άλλων και τα κάτωθι:
«Στην υπόθεση της σωτηρίας μας σωσίβιο τελεί η παν-αρετή της ταπείνωσης. Όταν θεωρείς τον εαυτό σου τελευταίο ή έστω από το τέλος, τότε διαφυλάσσεσαι από κάθε κακό. Η ταπείνωση είναι η βροχή στην ξηραμένη ψυχή μας. «Σε ποιον θα κοιτάξω;» λέει ο Θεός, «πάρα μόνο στον ταπεινό και πράο και τρέμοντα τους λόγους μου» Αν ταπεινωθούμε, θα μας υψώσει Εκείνος εν καιρώ».
«Μην αγαπήσετε ποτέ την πολυτέλεια και την άνεση. Τα σπίτια των ανθρώπων είναι ψεύτικα χρεωμένα σήμερα. Το ίδιο και οι καρδιές. Τι είναι αυτό το τόσο πλήρες που γελά τον άνθρωπο; Τι είναι το τόσο γλυκό; Προσπαθήστε να αρκείσθε και να αγαπάτε τα απλά και λίγα πράγματα, διότι τα πολλά φέρνουν προσκόλληση και μέριμνα».
«Η καλή διαχείριση της γλώσσας είναι σπουδαία αρετή. Τα πάντα περπατούν πάνω στη γλώσσα μας. Ο φλύαρος άνθρωπος αμαρτάνει διαρκώς και πέφτει σε μεγάλες παγίδες. Θα νιώσετε μεγάλη χαρά όταν είστε εγκρατείς στη γλώσσα. Μη μιλάτε διαρκώς. Επικοινωνία είναι και το χαμόγελο και η καθαρή ματιά και η κάθε είδους αγνή επαφή».
«Στην πνευματική ζωή μην ασχολείστε ιδιαίτερα με τα μέλλοντα και τα περίεργα. Οι Άγιοι Πατέρες εσχατολογούν διαρκώς, αλλά καταλήγουν στο ότι σήμερα κρίνομαι, αρνούμαι ή δέχομαι το Χριστό και τον Πονηρό. Κάντε τον αγώνα σας μέσα στην Εκκλησία και εκείνη θα σας οδηγήσει. Ο Χριστός, αν αγωνιζόμαστε, θα μας προειδοποιήσει για όλα όσα θα γίνουν».
«Καθετί που θα κάνετε, σκεφτείτε: «Tο θέλει αυτό ο Θεός; Πώς το θέλει από εμένα;» Εκεί κρύβεται η επιτυχία: Να δουλεύεις σαν να είναι Εκείνος παρών και να παρατηρεί, όπως και γίνεται. Όλα τα καλά έργα είναι ιερά στη ζωή μας. Κάντε κάτι που θα αντέξει στο χρόνο και θα αξίζει τη δύσκολη ώρα της κρίσεως».
«Να εργάζεσθε με ευλάβεια και προσοχή. Το παραμικρό έργο έχει ιδιαίτερη αξία όταν γίνεται για να εκπληρώσουμε τον σκοπό μας, που είναι η σωτηρία της ψυχής. Η εργασία γλιτώνει την ύπαρξή μας από τον πειρασμό, για αυτό και έχει τεράστια σημασία. Να έχετε σχέδια που θα εκπληρωθούν σε βάθος χρόνου».
Πηγή Υλικού:
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Με πόνο και αγάπη για το σύγχρονο άνθρωπο, Λόγοι Α΄, Ιερό Ησυχαστήριο «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2002
Επιλογή υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων

Περνάει σαν θάλασσα από κάποιο… “πορθμό” (+Γέροντος Σωφρονίου)



Ναι, και εγώ επίσης το πήρα απόφαση ότι το μυστήριο των διαπροσωπικών σχέσεων θα παραμείνει για μένα άλυτο ως το τέλος των ημερών μου, τέλος που ήδη πλησιάζει. Έχει ενισχυθεί μέσα μου η συνείδηση ότι όλοι εμείς οι άνθρωποι στον ένα ή στον άλλο βαθμό είμαστε τυφλοί. Βλέπουμε κάποιο μέρος της παγκόσμιας ζωής και βασιζόμαστε στις κρίσεις μας από τη “μερική” αυτή θεώρηση. Η μερική, ατομική αυτή θεώρηση κυριεύει τον άνθρωπο τόσο ισχυρά, ώστε να μην μπορεί να κρίνει διαφορετικά, παρά βασιζόμενος στη δική του αντίληψη ή, όπως είπα, θεώρηση των πραγμάτων. Ως συνέπεια της χαρακτηριστικής σε όλους μας τυφλώσεως, όλοι ανεξαιρέτως δεν κατανοούμε πότε πληγώνουμε τούς άλλους, πότε καταστρέφουμε τη ζωή τους, πότε τους κρίνουμε σύμφωνα με μια αντίδραση που αποδείχθηκε συνέπεια ίσως κάποιας δικής μας ενέργειας. Γνωρίζουμε ότι στη βάση της προσωπικής μας συνείδησης βρίσκεται η επιθυμία του αγαθού, η αναζήτηση της τελειότητας, και κινούμενοι από τη βεβαιότητα για το δίκαιο της αναζητήσεώς μας τείνουμε αθεράπευτα να δικαιώνουμε τους ίδιους τους εαυτούς μας. Και αυτό αποτελεί κοινή αρρώστια όλων μας. Από αυτό προέρχονται οι άλυτες συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο. Άλυτες, γιατί ο καθένας δικαιώνει τον εαυτό του απορρίπτοντας τη δικαιοσύνη του άλλου που στέκεται απέναντί του.
Δεν τα γράφω αυτά με σκοπό να σου καταλογίσω εκ νέου οτιδήποτε. Δεν γνωρίζω ποιός πρώτος με κάποια ορατή ή αόρατη κίνηση της ψυχής του προξένησε πληγή στην άλλη ψυχή. Γνωρίζω μόνο ότι δεν είναι δυνατό να σωθεί ο κόσμος διαφορετικά, παρά μόνο με το «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Η δύναμη λοιπόν αυτή της συγχωρήσεως για τις πληγές που μας προξένησαν εκπορεύεται από το Πνεύμα το Άγιο. Αυτή ήταν φυσική στον άνθρωπο πριν από την πτώση του, αλλά τώρα είναι για μας υπερφυσική. Εμείς, δεν μπορούμε να συγχωρήσουμε με δική μας δύναμη για τον πόνο που ζήσαμε. Σου έγραψα ήδη, μου φαίνεται, ότι από πολύ παλιά άρχισα να βλέπω όλα όσα “συμβαίνουν” σε μένα, όχι μόνο ως προσωπικό μου δράμα ή ακόμη και τραγωδία, αλλά ως αποκάλυψη εκείνων που διαδραματίζονται στον ανθρώπινο ωκεανό, στην απεραντοσύνη της ζωής του κόσμου, που περνάει από μένα σαν θάλασσα από κάποιον “πορθμό”. Ο πορθμός αυτός δεν είναι η ίδια η θάλασσα, αλλά το νερό μέσα σε αυτόν είναι το ίδιο με το νερό της θάλασσας. Και αυτό αποτελεί τον δρόμο για τη βαθύτερη κατανόηση των λόγων του Χριστού: «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς». Συνεπώς αυτό είναι η μάθησή μας, το σχολείο μας, αυτό αποτελεί τον δρόμο προς την παγκόσμια γνώση, την οδό για την αφομοίωση της διδαχής του Χριστού, ως τότε ακατανόητης, παραμορφωμένης από τα πάθη και την “τύφλωσή μας.
(Αρχιμ. Σωφρονίου, «Γράμματα στη Ρωσία», εκδ. Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ)

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011 -Τυπικόν

8. Πέμπτη. Προεόρτια τῆς συλλήψεως τῆς ἁγίας ῎Αννης, Πα­­τα­πίου ὁσίου (η΄ αἰ.). Σωσθένους, ᾿Απολλώ, Τυχικοῦ κ.λπ. ἐκ τῶν 70 (α΄ αἰ.)· Παρθενίου ὁσίου τοῦ ἐν Χίῳ.

᾿Απόστολος: ἡμέρας, Πέμ. κϛ΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Α΄ Τιμ. γ΄ 1-13)· Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Πεμ. ιβ΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. κα΄ 28-33).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...