Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Μαρτίου 06, 2012

Τί σημαίνει επιτέλους αυτό το "οι τελώνες και αι πόρναι...";Μήπως η Εκκλησία αγκαλιάζει τις πόρνες και μετά τις καταδικάζει; Μήπως λέει και ξελέει;




Επειδή βαρέθηκα να ασχολούμαι με ανθρώπους πού τους δείχνεις το φεγγάρι και κοιτάνε το δάχτυλο σου ή πού η πονηρία τους υπερβαίνει το όποιο ψήγμα καλής θέλησης και συννενόησης μπορεί να έχουν, αλλά και για να μην σκανδαλίζεται ο κάθε περιηγητής των ιστολογίων, ότι η Εκκλησία "λέει και ξελέει", καταθέτω επιγραμματικά τα παρακάτω και δεν επανέρχομαι:
 1. Η σημασία της πορνείας στην εκκλησιαστική γλώσσα(αφήνω τις παραπομπές στους σχολαστικούς του είδους) :
Α) Πορνεία= Στην αγία Γραφή αποστασία του Ισραήλ ή της Εκκλησίας από την γαμική συνάφεια με τον Θεό , ειδωλολατρική λατρεία, προσχώρηση σε αίρεση,είτε αυτό προυποθέτει ιεροδουλεία και όργια είτε όχι.
Β) πορνεία= αυτό που όλοι ξέρουμε σαν πορνεία, είτε σε ιερά ή σε οίκους ανοχής.
Γ) εξωγαμικές σχέσεις και μοιχεία,η συναίνεση στην επιθυμία καθεαυτή.
Δ) η αμαρτία, η αποστασία γενικότερα, η ανομία.
Αν σήμερα έχουμε διαβληθεί και διαβρωθεί από έναν νομικιστικό και υποκριτικό τρόπο σκέψης και τα ήθη μας είναι αλλιώτικα, ας θυμηθούμε πώς η Εκκλησία έχει αυτό το ήθος εδώ και χιλιάδες χρόνια και πριν φανερωθούν οι όψιμοι αγανακτούντες πού ήρθαν να φωταδίσουν τον "καημένο τον κοσμάκη". Δεν συμβιβάζεται η Εκκλησία και δεν υποκύπτει στην δικτατορία της πολιτικής ορθότητας και των αθε:ιστικών φρούτων. Όποιος τρομάζει με τις λέξεις έχει πρόβλημα ο ίδιος. Η Εκκλησία δεν ασχολείται με συντηρητισμούς ή προοδευτισμούς. Έχει την δική της λογική πού δεν είναι ανθρώπινη και δεν συμβιβάζεται ούτε με την ηθική , ούτε με τα στεγανά της κοινωνίας. Τέρμα.

2)  Σχετικά με το χωρίο " οι τελώνες και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν των ουρανών" και τις περιπτώσεις πρώην πορνών πού αγίασαν: Στην Εκκλησία δεν δικαιώνεται αυτός πού κομπάζει ή είναι κοινωνικά θρησκευτικά και ηθικά άμεμπτος, αλλά αυτός πού ζεί σε διαρκή μετάνοια. Και μετάνοια σημαίνει ταπείνωση,αγάπη, διαρκής επιστροφή προς τον Θεό. Ο Θεός κατέβηκε στον Άδη του κόσμου για να σώσει τον νεκρό από την αμαρτία άνθρωπο. Η Αμαρτία έχει οντολογική κυρίως και μετά ηθική διάσταση και δεν συνίσταται στην πράξη όσο στην γενικότερη κατάσταση του ανθρώπου.Οι διάφορες θρησκευτικές ηθικές πού ταλάνισαν το εκκλησιαστικό μας κριτήριο δεν είναι ορθόδοξες, και άρα δεν είναι χριστιανικές. Ο Χριστός συνωμίλησε με τις πόρνες και τους τελώνες γιατί ήρθε να σώσει ακριβώς τον πεσόντα άνθρωπο, δεν ήρθε να ιδρύσει ένα κλειστό κλαμπ υγιών κοινωνικά ανθρώπων. Και φυσικά δεν απέκλεισε από την συντροφιά του τους φαρισαίους και τους άψογους για τα ηθικά και κοινωνικά στάνταρ ανθρώπους, γιατί και αυτοί ήταν αμαρτωλοί(υποκριτές, υπερήφανοι και ανελεήμονες ως επί το πλείστον) Ποιοί όμως σώθηκαν; Αυτοί που "ηγάπησαν πολύ", δηλαδή αυτοί που μετανόησαν. Και αν λοιπόν οι τελώνες και οι πόρνες κατά πλειοψηφίαν μετανόησαν σε σχέση με τους φαρισαίους(υπήρξαν ΚΑΙ μετανοούντες φαρισαίοι) , άρα αυτοί προπορεύονται των φαρισαίων στην Βασιλεία των ουρανών. Στην βασιλεία προπορεύονται οι μετανοϊκοί, οι ταπεινοί, οι πτωχοί τω πνεύματι και όχι απαραίτητα οι "καθαροί εξωτερικά" και θρησκευτικοί άνθρωποι. Αυτή είναι λοιπόν η προτεραιότητα των εν λόγω πορνών και τελωνών και όχι αυτή καθεαυτή η τάξη τους, όπως και το να είναι είναι κάποιος φαρισαίος δεν είναι α πριόρι καταδικαστικό, αν είναι μετανοών και ταπεινός. Ο Χριστός έδωσε προτεραιότητα στους μετανοούντες, αγκάλιασε τον αμαρτωλό, τον ασθενή αλλα δεν δικαίωσε την ασθένεια την αμαρτία. Η Εκκλησία λοιπόν δεν αντιφάσκει. Τον αμαρτωλό αγκαλιάζει και καταδικάζει την αμαρτία πού στρέφει τον άνθρωπο στον θάνατο. Η διδασκαλία της Εκκλησίας είναι αντιθανατική διδασκαλία. Η Εκκλησία κήρυξε τον πόλεμο στον θάνατο. Όσο για την βλακεία αυτή παραμένει αιώνια, έως τα πάντα γίνουν καινά(...).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξηγείται γιατί η Εκκλησία πανηγυρίζει τις μνήμες πορνών που αγίασαν, αφού μετανόησαν, ΑΦΟΥ ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΣΥΜΒΑΔΙΖΟΥΝ, είναι η νίκή της μετάνοιας πάνω στην αρρώστια, είναι το πάσχα της μετάνοιας και πέρασμα προς την ζωή. Γι'αυτό και η Εκκλησία δεν χρειάστηκε να εφεύρει τον μύθο της "πόρνης Μαγδαληνής" , για να συναισθηματομπουρδολογήσει γιατί είχε δεκάδες τρόπαια αναστημένα μπροστά της: την Ταϊσία,την Πελαγία, την Μαρία την Αιγυπτία, τον Πέτρο,τον Παύλο, τον ληστή, την πόρνη, τον Ζακχαίο και γενικά ολους όσους είχαν την γενναιότητα να περάσουν μέσα από τον δρόμο της μετανοίας.

Αν η Εκκλησία καταδικάζει ακόμα την πορνεία και την εντοπίζει; Ναι!Βέβαια! Όπως ο καλός γιατρός εντοπίζει το καρκίνωμα και πάσχει να σώσει τον ασθενή από τον βέβαιο θάνατο. Τα άλλα είναι φιλολογίες.

H Eκκλησία εξαποστέλει ιεροεξεταστικά τους πόρνους και τις πόρνες στο πυρ το εξώτερον; Όσο ευθύνεται ο γιατρός πού εντοπίζει τον κίνδυνο στον ασθενή και αυτός αδιαφορεί και επιλέγει τον θάνατο,τόσο ευθύνεται και η Εκκλησία για την κατάληξη των ανθρώπων πού επιλέγουν να νικώνται από την αμαρτία.
Το ίδιο και ο Θεός.Ο Θεός δεν ευθύνεται. Ο Θεός αγκαλιάζει και εμάς τους κολασμένους. Αυτοί δεν έχουν τις προυποθέσεις να Τον αναγνωρίσουν και μαστίζονται από την αγάπη και την αγνότητα Του.

 Αν οι κατ'επάγγελμα πόρνες ασκούνται σε κάποιου είδους μαρτύριο και εμείς απλά εδώ ηθικολογούμε, όπως συνηθίζεται να λέγεται παντού, ακόμα και μέσα στην Εκκλησία; Γι'αυτό σίγουρος και ασφαλής είναι μόνο αυτός πού αποτελεί και το κριτήριο τους: ο Θεός. Εμείς δεν παίρνουμε θέση ή στάση,αν και πιστεύω πώς αυτά είναι συναισθηματολογίες. Μακάρι να σωθούν αυτές και ας μην σωθώ ποτέ εγώ ο πόρνος. Γιατί αφού μένω αμετανόητος, πόρνος είμαι. Μπορεί αυτές να μετανοήσουν, για τον εαυτό μου δεν είμαι ακόμα σίγουρος.Όμως δεν θα επιδοκιμάσω την πορνεία. Δεν μπορώ να συμβιβαστώ με τον θάνατο του άλλου. Πάσχω! Απλά θα αποφύγω να κρίνω τα πρόσωπα για να μην πέσω στην πορνεία της υποκρισίας και της ασπλαχνίας.Kαι ειδικά αν η επί χρήμασι πορνεία είναι δουλεμπόριο; Τότε εγώ δεν έχω το δικαίωμα να αποκαλούμαι και να θεωρούμαι ελεύθερος ενώπιον Θεού, αγγέλων και ανθρώπων, αν δεν καταπολεμήσω και δεν σταθώ δυναμικώς αρνητικά ενώπιον αυτής της κατάστασης.
 Αν η περί πορνείας εκκλησιαστική διδασκαλία είναι αναχρονιστική και ασύμβατη με την σημερινή εποχή; Στον κόσμο βασιλιάς ήταν πάντα  η βλακεία και η διαστροφή. Ιδού η αείφορη και αεί σύγχρονη πραγματικότητα. Η απλότητα, η μετάνοια, η γνωριμία με τον Χριστό είναι ο δρόμος και το αντίδοτο προς την κοσμική ηλιθιότητα.Άρα σε αυτό το σημείο μάλλον η Εκκλησία είναι "αντικαθεστωτική".

(Το άρθρο αυτό γράφτηκε εξ αφορμής κάποιου παραπλανητικού άρθρου με ανάλογο περιεχόμενο από κάποιον αυτοαποκαλούμενο άθρησκο στο διαδίκτυο. Δεν δημοσιεύω την πηγή παραπομπής.Θέλω απλά να τον προστατέψω με αυτόν τον τρόπο).

αντιγραφή από..

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΣΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 89,5




Το Ραδιόφωνο της Εκκλησίας της Ελλάδος 89,5 παρουσιάζει, από την Δευτέρα 12/3/2012 έως και την Παρασκευή 6/4/2012, ένα μεγάλο αφιέρωμα στο άγιον Όρος.

Γίνεται αναφορά στην ιστορία του άθωνα, στο παρελθόν και στο παρόν της Βυζαντινής Μοναστικής Πολιτείας και επιχειρείται να φωτιστεί το μέλλον της. Παρουσιάζονται το κάθε ένα από τα 20 μοναστήρια του Αγίου Όρους, καθώς και οι Αθωνικές Σκήτες, τα Καθίσματα και τα Αγιάσματα. Ειδική αναφορά γίνεται στο Καθολικό καθώς και στα κειμήλια κάθε Ιεράς Μονής. Αναδεικνύεται, επίσης, η καθημερινή ζωή των μοναχών και γίνεται προσπάθεια ψηλάφησης της Αγιορείτικης πνευματικής ζωής. Επιπλέον, γίνεται προσπάθεια να γίνει ευρύτερα γνωστή η προσφορά του Αγιορείτικου μοναχισμού τόσο στην εν γένει Εκκλησιαστική ζωή, όσο και στο σύγχρονα κοινωνικό γίγνεσθαι και ειδικότερα στα γράμματα και στις τέχνες. Κατά τη διάρκεια του αφιερώματος, παρουσιάζονται οσιακές μορφές του Αγίου Όρους και ακούγονται κείμενα σύγχρονων Αγιορειτών. Τέλος, στην ζώνη της Μουσικής των Αγγέλων μπορεί να ακούσει κανείς επίκαιρους Αγιορείτικους Εκκλησιαστικούς ύμνους.

Μιλούν κληρικοί, ηγούμενοι μοναστηριών, Αγιορείτες μοναχοί, ιστορικοί, συγγραφείς, μουσικοί, ερευνητές, που φωτίζουν την υπερχιλιετή ιστορία και προσφορά του Αγίου Όρους αλλά και επισημαίνουν την σημασία του για την Εκκλησία και τον κόσμο σήμερα.

ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ: «Ὅσοι χριστιανοὶ εἶναι ἐνάρετοι, ἐκεῖνοι εἶναι καὶ ζηλωταὶ τῆς πίστεως. Ὅσοι ἔχουν μαζὶ τὴν ὀρθὴν πίστιν μὲ τὰ ἔργα τὰ καλά, αὐτοὶ βλέπουν καί αἰσθάνονται καὶ ψηλαφοῦν ἐκεῖνα ὁποὺ πιστεύουν». [Δ´]



ΕΙΣ. ΣΧ.  «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Ἀγαπητοί, μὴ χάσετε τὴν εὐκαιρία νὰ διαβάσετε ὅλο τὸν λόγο τοῦ Νικηφ. Θεοτόκη. Μὴ τὸν παρακάμψετε. Περιέχει σπουδαῖα μηνύματα, ἐπείγοντα καὶ στὶς μέρες μας:  
.       «Ἐτοῦτο εἶναι ἡ δόξα τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴν πιστεύουσιν οἱ ἄνθρωποι, νικώμενοι ἀπὸ τὴν δύναμιν τῶν ἐπιχειρημάτων· ἀλλὰ νὰὑποτάσσωνται εἰς τὴν πίστιν, ἀπὸ τὴν χάριν, καὶ ἀλήθειαν τοῦ κηρύγματος πληροφορούμενοι.»  «Τὰ καλὰ ἤθη, ναί, καὶ οἱ ἀρετὲς εἶναι ἐκεῖνες, ὁποὺ καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς ἰδίους, καὶ εἰς τὸν πλησίον μας αὐξάνουσι τὴν πίστιν».
.       Ἀσάλευτες ἀλήθειες τὶς ὁποῖες μὲ τὶς «θεολογικὲς» ζητήσεις καὶ τὶς γενεαλογίες καὶ τὶς νομικὲς μάχες καὶ τὶς οἰκουμενιστικὲς ἀθλιότητες καὶ τὶς θεομίσητες συμπροσευχὲς καὶ τὶς μεταπατερικὲς γελοιότητες καὶ τὶς ὀρθοδοξοφανεῖς θριαμβολογίες καὶ τοὺς ἀναλώσιμους ἀλαλαγμούς κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε!
 

Ἀπὸ τὸ δυσεύρετο βιβλίο
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ
«ΛΟΓΟΙ ΕΙΣ ΑΓΙΑΝ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΝ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΝ»
(Λειψία 1766)

Ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ»,
Ἀθῆναι 1968, σελ.  25 ἑπ.

ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ [Δ´, τελευταῖο](Α´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν)


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

.           Ἄλλη εἶναι ἡ πίστις ἡ θεωρητική, καὶ ἄλλη ἡ πίστις ἡ πρακτική. Πίστις θεωρητικὴ εἶναι ὅταν ἐγὼ πιστεύω μὲ τὸν νοῦν μου, ὅσα ἡ πίστις διδάσκει.Πίστις πρακτικὴ εἶναι ὅταν ἐγὼ πράττω, ὅσα ὁ νόμος τῆς πίστεως, μοῦ παραγγέλλει. Ἡ θεωρητικὴ χωρὶς τὴν πρακτικήν, εἶναι νεκρά. «Οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ’ ἑαυτήν», λέγει ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος. Ἡ πρακτικὴ χωρὶς τὴν θεωρητικήν, εἶναι ἀνωφελής. «Ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σάρξ, ἐνώπιον αὐτοῦ», λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ θεωρητικὴ δὲν εἶναι πάντοτε ἀνταμωμένη μὲ τὴν πρακτικήν. Διατὶ βλέπομεν πολλοὺς ὁποὺ πιστεύουσι μὲ τὸν νοῦν τους ὀρθά, μὰ οἱ πράξεις τους, καὶ τὰ ἤθη τους εἶναι κακά. Βλέπομεν καμμίαν φορὰ καὶ μερικοὺς ὁποὺ δὲν ἔχουν πίστιν ὀρθήν, καὶ τὰ ἔργα τους εἶναι καλά. Ὅταν ἡ θεωρητικὴ ἐνεργῆται, δηλονότι ὅταν εἶναι ἀνταμωμένη μὲ τὴν πρακτικήν, πάντοτε μὲ ἕναν κάποιον τρόπον θαυμαστόν, καὶ ἀνεκδιήγητον αὐξάνει, καὶ μεγαλώνει..           Ἐκεῖνοι οἱ καλότυχοι ἄνθρωποι, ὅσοι ἔχοντες πίστιν ὀρθήν, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν τὴν ἐνεργοῦσι, καὶ μὲ τὴν ταπείνωσιν, μὲ τὴν πραότητα, μὲ τὴν ἀγάπην,μὲ τὴν σωφροσύνην, καὶ μὲ ὅλες τὲς ἄλλες ἀρετὲς τὴν ψυχήν τους στολίζουσι,τραβίζουν ἐκ τοῦ λόγου τους τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν τοὺς προσθέτει ὁ Θεὸς τὸ μέτρον τῆς χάριτός του, καθὼς αὐτοὶ ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν αὐξάνουσι τὸ μέτρον τῆς ἀρετῆς τους. «Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ». Ἔτσι ἐβεβαίωνε τοὺς Ἐφεσίους ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Ἡ χάρις λοιπόν, τὴν ὁποίαν τοὺς δίδει ὀ Θεὸς, πρέπει βέβαια νὰ τοὺς ἐνδυναμώσῃ τὴν ψυχήν, νὰ τοὺς φωτίσῃ τὸν νοῦν, καὶ νὰ τοὺς στερεώσῃ τὴν θέλησιν εἰς κάθε ἀρετήν. Καὶ ἐτοῦτο εἶναι τὸ τέλος, διὰ τὸ ὁποῖον ὁ Θεὸς τοὺς δίδει τὴν χάριν του. Μὰ ποία ἄλλη ἀρετὴ μεγαλύτερη, ἤ ποία πλέον ἀναγκαιοτέρα διὰ τὴν σωτηρίαν μας ἀπὸ τὴν πίστιν; Εἰς τὴν πίστιν λοιπὸν πρῶτον τοὺς στερεώνει ἡ χάρις, εἰς τὴν πίστιν τοὺς θερμαίνει, καὶ εἰς τὴν πίστιν τοὺς αὐξάνει. Καὶ διὰ τοῦτο βλέπομεν τόσον ζῆλον διὰ τὴν πίστιν εἰς τοὺς Ἀποστόλους, εἰς τοὺς Ἱεράρχας, εἰς τοὺς ἀσκητάς, εἰς ὅλους τοὺς ἁγίους. Διὰ τὴν ἀρετὴν τοὺς ηὔξανεν εἰς τὴν πίστιν. Διὰ τοῦτο βλέπομεν καὶ ἕως τὴν σήμερον μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὅσοι χριστιανοὶ εἶναι ἐνάρετοι, ἐκεῖνοι εἶναι καὶ ζηλωταὶ τῆς πίστεως· ὅσοι ἔχουν κακὰ ἤθη καὶ εἶναι γυμνοὶ ἀπὸ τὴν ἀρετήν, δὲν ἔχουν καμμίαν ζέσιν διὰ τὴν πίστιν τους. Ἡ πίστις, εἰς τὴν πρώτην ἀρχὴν ὁποὺ πιστεύομεν, πολλὰ μικρὴ εἶναι,  καθὼς μᾶς λέγει ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς. «Ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κόκκῳ σινάπεως, ὃν λαβὼν ἄνθρωπος ἔσπειρεν ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ». Μὰ ἀφοῦ τὴν σπείρει ὁ ἄνθρωπος μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ κάθε ἡμέραν τὴν ποτίζει μὲ τὰ γλυκύτατα νάματα τῆς ἀρετῆς, αὐξάνει, καὶ μεγαλώνει, καὶ στερεώνεται περισσότερον ἀπὸ ὅλες τὲς ἄλλες ἀρετές. «Ὅταν δὲ αὐξηθῇ, μείζων πάντων τῶν λαχάνων ἐστί, καὶ γίνεται δένδρον».
.         Ἀδελφοί μου χριστιανοί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀνταμωμένην ἔχῃ τὴν πίστιν τὴν ὀρθὴν μὲ τὰ ἔργα τὰ καλά, καὶ ἐνεργῇ τὴν πίστιν του μὲ τὴν ἀγάπην, ἡ πίστις του λαμβάνει μεγαλωτάτην αὔξησιν. Διατὶ τότε βλέπει, καί, αἰσθάνεται, καὶ ψηλαφᾷ διὰ νὰ εἰπῶ ἔτσι, ἐκεῖνα ὁποὺ πιστεύει. Καὶ πῶς; «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, μᾶς λέγει ὁ Θεός, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατὴρ ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα, καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν». Ὦ μακάριοι, ὅσοι τοιούτου χαρίσματος ἀξιωθήκατατε· τρισμακάριοι, καὶ τρισόλβιοι εἶστε. Ἐκεῖνος ὁ Θεὸς ὁποὺ ἡμεῖς μὲ τὸν νοῦν μας μόνον λατρεύομεν, ἐκατοίκησεν εἰς τὴν ψυχήν σας. Ἐσεῖς βέβαια δοκιμάζετε τὴν δόξαν τοῦ παραδείσου, καὶ τὴν χάριν τῆς μακαριότητος ἐδῶ εἰς τὴν γῆν. Καὶ τί χρεία εἶναι νὰ εἰπῶ ἐγὼ πλέον, πόσον μεγάλη ἔγινεν ἡ πίστις σας διὰ μέσου τῶν καλῶν ἔργων σας; Κάθε ἕνας ἠμπορεῖ νὰ τὸ καταλάβῃ μοναχός του. Βέβαια περισσοτέραν πίστιν ἔχετε ἐσεῖς διὰ τὰ πράγματα ὁποὺ πιστεύετε, παρὰ ὁποὺ ἔχομεν ἡμεῖς διὰ τὰ πράγματα ὁποὺ βλέπομεν. Διατὶ ἐκεῖνα ὁποὺ ἡμεῖς βλέπομεν μᾶς πλανοῦν πολλὲς φορὲς τὲς αἴσθησες· μὰ ἐκεῖνα ὁποὺ ἐσεῖς αἰσθάνεσθε, σᾶς πληροφοροῦσιν τὸν νοῦν, καὶ τὴν καρδίαν. Τόσην αὔξησιν λαμβάνει εἰς ἡμᾶς ἡ πίστις, ὅταν ἐνεργεῖται· καὶ ὄχι μόνον αὐτὴν τὴν αὔξησιν λαμβάνει, ἐνεργουμένη, ἀλλὰ καὶ ἄλλην θαυμασιωτέραν. Ἐπειδὴ πολλαπλασιάζεται, καὶ μεταδίδεται καὶ εἰς ἐκείνους ὁποὺ μᾶς βλέπουσι, καὶ ὁποὺ μᾶς συναναστρέφονται.
.         Ἐτοῦτο ὁποὺ λέγω, δὲν ἠμποροῦμεν βέβαια νὰ τὸ ἰδοῦμεν εἰς ἐτούτους τοὺς δυστυχεῖς καιρούς, ὁποὺ ἐκαταντήσαμεν. Διατὶ τώρα ἐφθάρησαν τὰ ἤθη, ἐσβύσθη ἡ ἀγάπη, ἐπλήθυναν οἱ ἀνομίες. Εἰς τὰ πάθη τῆς σαρκὸς ἐκαταστήθημεν ἀκράτητοι. Εἰς τὰς ἡδονὰς τῆς κοιλίας ἀχόρταστοι. Εἰς τὰ ἁμαρτήματα τῆς γλώσσης ἀχαλίνωτοι. Εἰς τὲς ματαιότητες τοῦ κόσμου ἔκδοτοι. Τὸ Εὐαγγέλιον ἀργεῖ, οἱ νόμοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄχρηστοι. «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». Ἰδέτε ὅμως εἰς τὴν πρώτην Ἐκκλησίαν, πῶς ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν ἀναρίθμητα πλήθη ἐπίστευαν· καὶ πῶς ἀπὸ ὀλίγοι πιστοὶ ὁποὺ ἦτον, τόσες μυριάδες ἔγιναν. Πῶς; Μὲ τί τρόπον οἱ δώδεκα ἁλιεῖς ἅπλωσαν τόσον τὴν πίστιν, καὶ τόσον ὀγλήγορα τὴν ἐμετάδωσαν; Μὲ τὰ ἀργύρια ὁποὺ ἐχάριζαν, ἤ μὲ τὰ ἀξιώματα ὁποὺ ἐμοίραζαν, ἤ μὲ τὲς ἀνάπαυσες ὁποὺ ἔταζαν, ἤ μὲ τὴν ἐξουσίαν, καὶ βίαν ὁποὺ ἐμεταχειρίζοντο; Μὲ κανένα ἀπὸ αὐτά. Δὲν εἶχαν ἀργύρια νὰ χαρίζωσι, διατὶ ἦτον πτωχοί. Δὲν εἶχαν ἀξίες νὰ μοιράσουν, διατὶ ἦτον ἰδιῶται. Δὲν ἐβίαζαν, διατὶ δὲν εἶχαν καμμίαν ἐξουσίαν. Νὰ ἀφήσῃ κάθε ἕνας τὴν ἀνάπαυσίν του ἐπαρακινοῦσαν· νὰ μοιράσῃ τὰ πλούτη του· νὰ καταφρονήσῃ τὸν ἑαυτόν του· νὰ εἶναι ἕτοιμος εἰς διωγμοὺς καὶ κινδύνους· νὰ εἶναι πρόθυμος, καὶ διὰ τὸν θάνατον, ἄν χρειασθῇ. Πόθεν λοιπὸν τόση αὔξησις εἰς τὴν πίστιν; Πῶς ἀπὸ δώδεκα, ἔγιναν τόσες μυριάδες, καὶ τόσον ὀγλήγορα; Ἀπὸ τὰ θαύματα ἔχετε νὰ εἰπῆτε. Εἶναι ἀληθινόν· μὰ καὶ ἡ ζωὴ ὁποὺ ἐζοῦσαν οἱ πιστεύοντες ἐτράβιζε μὲ παράδοξον τρόπον τὴν καρδίαν τῶν ἀπίστων. Ἔβλεπαν οἱ ἄπιστοι τοὺς πιστοὺς χωρὶς φθόνον, χωρὶς κακίαν, χωρίς κανένα πάθος, τόσον ἠγαπημένους τὸν ἕναν μὲ τὸν ἄλλον, ὁποὺ ἡ καρδία τους ἦτον μία· ἄκακους, ὡσὰν τὰ ἀρνία· καθαρούς, ὡσὰν τὲς περιστερές· εἰς τὴν προσευχήν, προσκαρετεροῦντας· εἰς τὴν νηστείαν, ἐπιμένοντας· εἰς τοὺς διωγμούς, τρέχοντας· εἰς τὸν θάνατον, χαίροντας. Καὶ τέτοιαν ζωὴν βλέποντες καὶ ἐθαύμαζαν, καὶ ἐσυμπαίραναν πὼς τέτοια ζωὴ ἁγία, πρέπει βέβαια νὰ προέρχεται καὶ ἀπὸ μίαν πίστιν ὑπεραγίαν.Καὶ ἔτσι ἐδέχοντο τὴν πίστιν, καὶ ἐπίστευαν. Διατὶ ὅταν ἡμεῖς οἱ χριστιανοὶ ζῶμεν καθὼς μᾶς διδάσκει ἡ πίστις μας, ὅταν ἔχωμεν δηλονότι ἤθη καλά, καὶ ἅγια, καὶ ἀρετὲς εὐαγγελικές, θαυμάζουσι τότε οἱ ἄπιστοι, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, καὶ ἐπιστρέφουσιν ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν τους, «μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν», λέγοντες. «Ὅταν γὰρ ὁ ἄπιστος ἴδῃ σε τὸν πιστὸν κατεσταλμένον, σωφρονοῦντα, κόσμιον ὄντα, ἐκπλαγήσεται, καὶ ἐρεῖ· ἀληθῶς μέγας ὁ τῶν χριστιανῶν Θεός».
.           Τὰ καλὰ ἤθη, ναί, καὶ οἱ ἀρετὲς εἶναι ἐκεῖνες, ὁποὺ καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς ἰδίους, καὶ εἰς τὸν πλησίον μας αὐξάνουσι τὴν πίστινκαὶ τὴν μεγαλύνουσιΣηκώσατε ὀλίγον τὰ ὄμματα καὶ εἰς τὴν σήμερον πανηγυριζομένηνἁγιωτάτην Αὐγούσταν, καὶ θέλετε τὸ ἰδεῖ. Ἐκ προγόνων τὴν ὀρθοδοξίαν διδάσκεται ἡ ἀξιάγαστος, καὶ θεόσεπτος βασιλίς· καὶ ἐπειδὴ ἐξ ἁπαλῶν τῶν ὀνύχων, ὅλη ἔκδοτος εἰς τοῦ παντοδυνάμου τὸ θέλημα ἦτον· καὶ μὲ τὴν ταπείνωσιν, καὶ μὲ τὴν ἀγάπην, καὶ μὲ τὲς ἄλλες ὅλες ἀρετές, τὴν προγονικὴν ὀρθοδοξίαν ἐστόλιζεν, ἰδέτε πόσον αὐξάνει ἡ πίστις εἰς αὐτήν, καὶ πόσον θεμελιώνεται μέσα εἰς τὴν καρδίαν της· μὲ πολλὲς καὶ ἀναρίθμητες κολακεῖες τὴν κολακεύει ὁ Θεόφιλος, ὡσὰν ὁποὺ ἦτον σύζυγος ἐδικός της· μὲ πολλὲς καὶ ἀναρίθμητες κολακεῖες τὴν κολακεύει ὁ Θεόφιλος, ὡσὰν ὁποὺ ἦτον σύζυγος ἐδικός της· μὲ πολλοὺς φοβερισμοὺς τὴν φοβερίζει, ὡσὰν ὁποὺ ἦτον Αὐτοκράτωρ Βασιλεύς. Κάθε τρόπον, κάθε μέθοδον, καὶ μέσον μεταχειρίζεται, ὡσὰν ὁποὺ ἦτον τύραννος, πανοῦργος, καὶ σκληρός· νὰ τῆς ὀλιγοστεύσῃ θέλει τὴν πίστιν· θέλει νὰ καταφρονήσῃ τῶν ἁγίων εἰκόνων τὴν προσκύνησιν. Μὰ οὔτε οἱ κολακεῖες οὔτε οἱ φοβερισμοί, οὔτε οἱ τρόποι, οὔτε αἱ μέθοδοι, οὔτε τὰ μέσα, οὔτε οἱ πανουργίες, ὦ τοῦ θαύματος, τίποτες δὲν ἠδυνήθησαν. Δὲν σαλεύει ὁλότελα τὴν πατροπαράδοτον ὀρθοδοξίαν. Ἀσάλευτος μένει εἰς τὴν εὐσέβειαν. Προσκυνεῖ ἀκαταπαύστως τὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας μορφῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.Τόσον τὰ καλὰ ἔργα ηὔξησαν τὴν πίστιν εἰς αὐτήν. Αὔξησε πάλιν ἡ πίστις διὰ μέσου της, καὶ εἰς τὸν πλησίον της ἐμεταδόθη. Ἐπειδὴ μὲ τὴν λιτανείαν ὁποὺ ἐδιόρισε, καὶ μὲ τὴν σύνοδον ὁποὺ ἐσύναξε, καὶ μὲ τὸν ζῆλον ὁποὺ ἔδειξε διὰ τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὁποὺ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εὑρίσκοντο, ἀναρίθμητοι ἐπίστευσαν, καὶ τὰς ἁγίας εἰκόνας ἐπροσκύνησαν, ἀλλὰ καὶ ἕως τὴν σήμερον ἀκόμη ἄν προσκυνῶμεν τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἄν σεβώμεθα τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, ἄν τιμῶμεν τὰς ἁγίας εἰκόνας, ὁ ζῆλος τῆς αὐγούστας Θεοδώρας εἶναι ἡ αἰτία. Ἄν δὲν εἴμεσθεν εἰκονομάχοι, αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία. Νὰ πόσον αὔξησεν ἡ πίστις ἀπὸ τὸν ζῆλον της. Διὰ τοῦτο λοιπὸν τόσον τὴν ἐδόξασεν ὁ Θεός, σῶον ἀφήνοντας στοὺς αἰῶνας τὸ ἱερόν, καὶ βασιλικόν, καὶ ἅγιον σῶμά της, διὰ νὰ προσκυνῆται ἀπὸ τὸν κόσμον· ἐπειδὴ αὐτὴ ἔδειξε τοῦ κόσμου, τὰς ἁγίας εἰκόνας νὰ προσκυνῇ. Ἐτοῦτο εἶναι ἡ πίστις ἐνεργουμένη, ὦ χριστιανοί. Ἐνεργουμένη, αὐξάνει· καὶ αὐξάνοντας, μεγαλώνει· καὶ μεγαλώνοντας, δοξάζει τοὺς πιστούς. Μὴ πλανᾶσθε λοιπὸν ἀδελφοί μου. Εἶναι ἀληθινὰ ἡ πίστις ὕδωρ, τὸ ὁποῖον ὅστις τὸ πίει, δὲν διψᾷ εἰς τὸν αἰῶνα. Εἶναι ἀληθινὰ ζύμη, ἡ ὁποία κρυπτομένη μέσα εἰς τὸ τριμελὲς τῆς ψυχῆς μας, ὅλον θεῖον τὸ ἀποκατασταίνει. Εἶναι σαγήνη, ἡ ὁποία ἁπλωθεῖσα εἰς τὴν πολυτάραχον τοῦ βίου τούτου θάλασσαν, ἐσαγήνευσε τοὺς ἀνθρώπους· εἶναι φῶς ὁποὺ φωτίζει, καὶ ἄρτος ὁποὺ θρέφει, καὶ μαργαρίτης ὁποὺ τὴν ψυχὴν καλλωπίζει. Μὰ ὅλα ἐτοῦτα εἶναι, ὁπόταν ἀνταμωμένη μὲ τὰ καλὰ ἔργα, εἶναι ἀνενέργητος, εἶναι ἀνωφελής, εἶναι ἕνα σῶμα χωρὶς ψυχήν. «Ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος νεκρὸν ἐστίν, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρὰ ἐστίν». Ὥστε ὁποὺ καὶ ἄν παύσητε νὰ τὴν ἐξετάζετε, δὲν φθάνει ἐτοῦτο· καὶ ἄν ἐξακολουθῆτε νὰ τὴν πιστεύετε μόνον, τίποτες δὲν ὠφελεῖσθε. Πρέπει, ὦ χριστιανοί, ἄν θέλετε τὸν παράδεισον, ἄν ἐπιποθῆτε τὸν Θεὸν ἐκεῖνον ὁποὺ πιστεύετε, νὰ τὸν ἰδῆτε, νὰ τὸν ἀπολαύσετε νὰ μακαρισθῆτε, πρέπει νὰ ἐνεργῆτε τὴν πίστιν, καὶ ἐκεῖνα ὁποὺ σᾶς διδάσκει ἡ πίστις ἡ ὀρθή.

Εξήγηση της Γ΄ωδής του κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου. (+Α. Θεοδώρου, Καθηγ. Παν/μίου)




«Τους σους υμνολόγους, Θεοτόκε, ως ζώσα και άφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν στερέωσον· και εν τη θεία δόξη σου στεφάνων δόξης αξίωσον».

(Αυτών που σε υμνολογούν, Θεοτόκε, σαν πλούσια και ζωντανή πηγή δωρεών, στερέωσε τον πνευματικό θίασο που έχουν συγκροτήσει· και στη θεία δόξα σου αξίωσέ τους να λάβουν στεφάνια δόξας αμάραντης.)

Το σώμα των πιστών που προσκυνούν ευλαβικά το όνομα της Μητέρας του Θεού, είναι ευλογημένο από την υπεραγία Θεοτόκο. Διότι η Θεοτόκος είναι αέναη πηγή πνευματικών δωρημάτων. Από το θεομητορικό της μυστήριο αναβλύζουν χάρες πολλές. Και είναι φυσικό η Μητέρα του Θεού να προστατεύει το πνευματικό σώμα του Υιού της και να το στερεώνει στη χαρισματική του αύξηση και προκοπή. Ο ποιητής του Ειρμού διατυπώνει το αίτημα αυτό στην αγνή Θεομήτορα, με αισθήματα ευλαβικής ιεροπρέπειας. Και όχι μόνον αυτό. Ζητά παράλληλα και δόξα για τα παιδιά της από τη δοξασμένη Βασίλισσα του ουρανού και της γης, από την αρχόντισσα της θείας Βασιλείας, που είναι τόσο απλόχωρα γενναιόδωρη και μεταδοτική. Η άϋλη δόξα της Τριάδος, το άκτιστο φως του Χριστού, είναι ουσιοποιημένα στη φύση που αγίασε ο Θεός με τον ερχομό του στον κόσμο. Το εργαστήριο της Παρθένου ανακράθηκε ολοκληρωτικά με τη θεόμορφη ενέργεια του Πνεύματος του Θεού, πιο πολύ και πέρα από κάθε άλλη κτιστή φύση. Γι’ αυτό η Παναγία είναι πραγματικά «χαριτωμένη». Η χάρη της διαχέεται παντού, λάμπει στο πνευματοφόρο σώμα της Εκκλησίας, αστράφτει στο φωτοβόλο χώρο της θείας Βασιλείας και λαμπρύνει, στεφανώνοντας με τη δόξα της όλους εκείνους που αποδέχονται το άρρητο μυστήριο του Τόκου της και με συγκίνηση ψάλλουν τα άφθιτα μεγαλεία της!

«Στάχυν η βλαστήσασα τον θείον, ως χώρα ανήροτος σαφώς, χαίρε, έμψυχε τράπεζα, άρτον ζωής χωρήσασα· χαίρε του ζώντος ύδατος, πηγή ακένωτος. Δέσποινα».

(Χαίρε συ, που βλάστησες το θειο στάχυ, χωρίς να δεχτείς καλλιέργεια από δύναμη ανθρώπου. Χαίρε, Δέσποινα, συ που είσαι τραπέζι έμψυχο, που μπόρεσε να χωρέσει τον άρτο της ζωής· συ που είσαι πηγή του ζώντος ύδατος, που είναι αστείρευτη και ανεξάντλητη.)

Ο ποιητής εξακολουθεί το λυρισμό του. Βλέπει την Παναγία σαν ένα κομμάτι γης, στο οποίο βλάστησε το στάχυ του Θεού, χωρίς να δεχτεί σπορά, καλλιέργεια και φυσική περιποίηση και βροχή. Και φυσικά δεν ήταν αναίτια η βλάστηση εκείνη. Ήταν βλάστηση υπερφυσική που υπερέβαινε όλους τους νόμους και τους κανόνες, που παρατηρούνται στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Εκείνο που έλειπε από την ανήροτη γη, το αλέτρι και οι λοιπές άλλες συνθήκες, αναπλήρωσε με την παντοδύναμη χάρη του το Πνεύμα του Θεού, από το οποίο βγήκε και η φυσική τάξη των πραγμάτων. Έτσι συντελέστηκε η παράδοξη σοδειά του Θεού, ο διφυής στάχυς της Παρθένου και του Υιού του Πα­τρός, για να γίνει ψωμί που βαστάχθηκε στο τραπέζι της Παρθένου, ψωμί ζωής που έφαγε και χόρτασε το πεινασμένο γένος των ανθρώπων, που πεινούσε στη μακρινή χώρα της αποστασίας του, στα σκοτάδια της θανατερής λιμοκτονίας του. Δεν έδωσε δε μονάχα το ψωμί το θαύμα της Παρθένου· έδωσε και το ζωντανό νερό, που είναι σε ίσο μέτρο απαραίτητο με το ψωμί για τη ζωή του ανθρώπου. Το νερό που άλλεται, δηλ. που αναβλύζει, «την ζωήν την αιώνιον», το οποίον ξεδιψά αληθινά τον κουρασμένο άνθρωπο, σβήνει τους ενδόμυχους πόθους του, ό,τι ευγενές εξακολουθεί να υπάρχει μέσα του και δεν κατόρθωσε ακόμη να αφανίσει η αμαρτία. Και το νερό της Παρθένου, κρυστάλλινο και δροσερό, είναι ακένωτο· δεν σταματά ποτέ ούτε εξαντλείται η ροή του, γιατί είναι η αστείρευτη ροή του πνεύματος του Θεού, που δεν χάνεται, όπως δεν χάνεται και ο ίδιος ο Θεός!

«Δάμαλις τον μόσχον η τεκούσα, τον άμωμον, χαίρε, τοις πιστοίς· χαίρε αμνάς κυήσασα, Θεού αμνόν τον αίροντα, κόσμου παντός τα πταίσματα· χαίρε θερμόν ιλαστήριον».

(Χαίρε, η δάμαλις που γέννησες τον μόσχο τον καθαρό και αψεγάδιαστο· χαίρε, η αμνάδα που εκύησες τον αμνό του Θεού, που σήκωσε πάνω του τα πταίσματα όλου του κόσμου· χαίρε Συ, που αναδείχτηκες φλογισμένο από τη χάρη ιλαστήριο των ανθρώπων.)

Ο ποιητής προχωρεί βαθύτερα στον ένθεο λυρισμό του. Παρομοιάζει τη Θεοτόκο με δάμαλι και αμνάδα, που έφεραν στον κόσμο το μόσχο τον άμωμο και τον αμνό του Θεού, που σήκωσε στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Η δάμαλις, ο μόσχος και ο αμνός είχαν κάποια λειτουργικότητα στη λατρεία της Παλαιάς Διαθήκης. Ήσαν ζώα που προσφέρονταν ως θυσία εξιλαστήρια στο Θεό. Οι αρχαίοι Ισραηλίτες πίστευαν, ότι στα προς θυσία ζώα αυτά, μεταφέρονταν οι αμαρτίες εκείνων που τα πρόσφεραν στο Θεό, έτσι ώστε να τιμωρούνται αυτά αντί εκείνων για τις όποιες ενοχές τους, και έτσι οι αμαρτωλοί να συγχωρούνται, ελεούμενοι μπροστά στον άγιο Θεό. Οι αρχαίες όμως ζωοθυσίες – κυριότερες των οποίων ήταν η θυσία του Πασχάλιου αμνού και η μεγάλη θυσία της εορτής του Εξιλασμού – σήμαιναν, απλώς, χωρίς να μεταφέρουν στην πραγματικότητα το σημαινόμενο της τελέσεώς τους.
Δήλωναν την ανάγκην αφέσεως των αμαρτιών χωρίς όμως στην πραγματικότητα να την παρέχουν. Ήσαν προτυπώσεις απλές μιας άλλης μεγάλης θυσίας, η οποία πράγματι θα αφαιρούσε τις αμαρτίες του κόσμου και θα απάλλασσε το γένος από τις αθροισμένες του ενοχές (του αμαρτήματος του Προπάτορα και τις άλλες προσωπικές των ανθρώπων ενοχές). Αυτό το μεγάλο θύμα έφερε στον κόσμο η Μαρία. Σαν λογική δάμαλις και αμνάδα στην οποίαν έπνεε η χάρη και η ευλογία του Θεού, γέννησε το μόσχο και τον αμνό του Θεού τον καθαρό και αψεγάδιαστο, τον Υιό Του τον μονογενή, ο οποίος θεληματικά σήκωσε στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του κόσμου, τις έφερε στο σταυρό στον οποίον, πεθαίνοντας, έπλυνε με το αίμα του τις ψυχές όλων των ανθρώπων από τις πολλές τους ενοχές, έδωσε άφεση αμαρτιών, και εξιλέωσε τον αποστάτη άνθρωπο ενώ­πιον του Πατέρα, από τον οποίον τόσο αλόγιστα ξεμάκρυνε στα όρη και τους γκρεμούς της αμαρτίας. Η Θεοτόκος ονομάζεται «ιλαστήριον των ανθρώπων» στην έννοια και στη σχέση αυτή· στην έννοια δηλαδή της θυσίας του Υιού του Θεού, στον οποίον έδωσε με τη δύναμη του παναγίου Πνεύματος την ανθρώπινη φύση του. Διότι στη διάσταση του χριστολογικού μυστηρίου πίσω από τον Υιό βρίσκεται πάντοτε η Μητέρα, αχώριστα δεμένη με τη λυτρωτική χάρη την οποίαν Εκείνος διακόνησε τον κόσμο.

«Όρθρος φαεινός, χαίρε η μόνη, τον ήλιον φέρουσα Χριστόν, φωτός κατοικητήριον· χαίρε το σκότος λύσασα, και τους ζοφώδεις δαίμονες, ολοτελώς εκμειώσασα».

(Χαίρε φαεινή αυγή, η οποία μόνη έφερες τον ήλιο (στον κόσμο) και αναδείχτηκες κατοικητήριο του (νοητού) φωτός. Χαίρε συ που αποδίωξες τα πνευματικά σκοτάδια και εκμηδένισες ολοτελώς τους ζοφερούς δαίμονες.)

Στο τροπάριο αυτό ο υμνωδός χρησιμοποιεί την αναλογική εικόνα του φωτός, που είναι τόσο προσφιλής στην αγιογραφική και αρχαία πατερική θεολογία, για να εικονίσει το μέγα μυστήριο του Χριστού και της άχραντης Μητέρας του. Στη θεοϋπόστατη σάρκα της Πανάγνου ρόδισε η αυγή του μεγάλου μυστηρίου. Διαγράφτηκε το προμήνυμα του υπέρλαμπρου γεγονότος. Και στον καιρό του φάνηκε ο Ήλιος στα φτωχικά χώματα της Βηθλεέμ από τον φωτεινό ορίζοντα της ταπεινής Κόρης, διαχέοντας τη φωτιστική λάμψη του σ’ ολόκληρη την κτίση. Ο Μέγας της δικαιοσύνης Ήλιος ήλθε σαν φως ντυμένος τη φωτεινή σάρκα της θεοχώρητης Νύμφης του, της Μητέρας που του ετοίμασε το Πνεύμα του, διά του οποίου Εκείνος πέμπεται και διαλάμπει στον κόσμο. Στο μυστήριο του Χριστού όλα είναι φωτοφάνεια και φωταύγεια. Όλα είναι φως, γιατί φως είναι η θεότητα και η δόξα του. Φως προχεόμενο αϊδίως από την άπειρη θεία ουσία του, φως ανέσπερο και αδιάδοχο, στο οποίο είναι κτισμένα και φέρονται τα σύμπαντα. Φως το Πνεύμα το άγιο· φως το ενδιαίτημα το άγιο του Υιού του ανθρώπου και του Θεού· φως ο άπειρος του Πατρός Λόγος ο ενοικήσας στην αμόλυντη σάρκα· φως η διδασκαλία του, το έργο του, η Βασιλεία του. Φως, παντού φως! Οι σκιερότητες και τα σκοτάδια της αμαρτίας χάθηκαν στη μεγάλη Ημέρα, στην Ανατολήν εξ ύψους. Η Θεοτόκος, στην οποία κατοίκησε σωματικά το φως, έλυσε τα σκοτάδια της αγνωσίας και της πλάνης. Οι άνθρωποι είδαν καθαρά και απροκάλυπτα την αλήθεια. Λευτερώθηκαν από το ψεύδος της ειδωλολατρείας, που τόσο ασφυκτικά καθόταν στο μάτι της ψυχής τους. «Οι καθήμενοι εν σκότει είδον φως μέγα». Είδαν τον Θεό, το όραμα του οποίου είχαν χάσει από το οπτικό πεδίο του πνεύματός τους, από την επενέργεια των σκοτεινών πνευμάτων της ακαθαρσίας και της πλάνης. Τους ζοφώδεις δαίμονες, που είναι οι εισηγητές της πνευματικής ζοφώσεως, του σκοτισμού του νου, και της πυκνότητας της πλανεμένης συνειδήσεως, εκμηδένισε ολοσχερώς η φωτοφόρος και φωτοδόχος λαμπάδα της Παρθένου, που με τη φωτιά του μυστηρίου της έλειωσε τις σάρκες του κολοσσού της πλάνης που φούντωσε στον κήπο τής Εδέμ, και από κει τύλιξε την ανθρωπότητα στα μελανά πέπλα του. Η Θεοτόκος καθάρισε το βιότοπο της ανθρώπινης ψυχής από τα σκοτεινά λύματα της αμαρτίας, που μόλυναν απτόητα τις πονεμένες καρδιές και μετέτρεπαν σε σκοτεινιασμένη κόλαση τη ζωή τους.

«Χαίρε πύλη μόνη ην ο Λόγος, διώδευσε μόνος η μοχλούς, και πύλας Άδου, Δέσποινα, τω τόκω σου συντρίψασα· χαίρε η θεία είσοδος των σωζωμένων πανύμνητε».

(Χαίρε, συ που είσαι η μοναδική πύλη από την οποίαν πέρασε μονάχα ο Λόγος· συ Δέσποινα, η οποία διά του καινοφανούς Τόκου σου συνέτριψες τους μοχλούς και τις βα­ρειές πύλες του Άδη. Χαίρε, συ πανύμνητε που είσαι η είσοδος από την οποία θα περάσουν οι σωζόμενοι.)

Ο ποιητής εδώ παρομοιάζει την Παρθένο με πύλη κλειστή, την οποίαν άνοιξε ο Λόγος του Θεού για να περάσει από αυτήν και να εισέλθει στον κόσμο. Την άνοιξε δε μονάχα αυτός και κανένας άλλος. Και όταν πέρασε από αυτήν, η πύλη ξανάκλεισε για να μείνει στο εξής παντοτεινά κλειστή. Μία πολύ ωραία εικόνα με την οποία η παλαιά προφητεία περιέγραψε την αειπαρθενία της Μαρίας. Διότι όπως παρθένος αγνή και άσπιλη συνέλαβε τον Χριστό χωρίς ανθρώπινη συνέργεια, έτσι και τον γέννησε, χωρίς ο τόκος να βλάψει τα σήμαντρα της παρθενίας της. Ούτε πάλι μετά τη γέννηση του Υιού της δέθηκε με άνδρα, για ν’ αποκτήσει μαζί του άλλα φυσικά παιδιά. Όπως παρθένος συνέλαβε, και παρθένος γέννησε και «μετά τόκον πάλιν παρθένος έμεινε». Στα λίγα αυτά λόγια συνοψίζεται θαυμάσια το μέγα και άφθαρτο μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως. Μία παρθένος ταπεινή και σεμνή, μία κόρη πάναγνη και άσπιλη, ένα τρυφερό πλάσμα της οποίας η φωταύγεια κάλυπτε ολόκληρη την κτίση και θάμπωνε τους αγγελικούς οφθαλμούς, λειτούργησε στο κοινό θαύμα της θεανθρώπινης ζωής, στους νέους ρυθμούς της ανακαινίσεως της πλάσεως, της μεταρρυθμίσεως του σύμπαντος. Και σημείο του θαύματος ήταν η μοναδική παρθενία της Πανάγνου, η μοναδική χάρη της Παναγίας! Πόσο αδικημένοι πραγματικά είναι όσοι δεν μπορούν να δουν το θεομητορικό αυτό δόγμα στο εσώτερο βάθος του μυστηρίου του Χριστού, μένοντας εγκλωβισμένοι στην ορθολογική βιολογική θεώρηση αυτού που και οι άγγελοι ακόμη, αδυνατούντες να κατανοήσουν, ανυμνούν απαύστως την Υπερευλογημένη!
Το θεομητορικό θαύμα όμως εγκλείει μέσα του δύναμη απεριόριστη· εγκλείει θεοδύναμη ενέργεια, την πυρίτιδα του Θεού που μόλις μπήκε στον Άδη, μόλις ήλθε σε επαφή με τα μουχλιασμένα θεμέλια της φθοράς, ανατίναξε το φοβερό εκείνο κολοσσό του θανάτου, έσπασε τις σκουριασμένες πύλες του, συνέτριψε τους μουχλιασμένους προαιώνιους μοχλούς της φοβερής εκείνης μηχανής, η οποία άλεθε ανελέητα τις ψυχές των νεκρών. Και συντρίβοντας το απαίσιο οικοδόμημα του Άδη, κατάργησε τη δύναμη της νεκρώσεως, ανοίγοντας διάπλατα την πύλη της σωτηρίας για το φοβισμένο γένος των ανθρώπων. Η σωτηρία έγινε και πάλι βατή στον αποστάτη άνθρωπο, τον ελεεινό τρόφιμο της φθοράς και του θανάτου!

(+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Χαίρε Νύμφη, Ανύμφευτε», εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 18-25.)

Ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ τίμησε αγωνιστές της Αμωμήτου Πίστεως


Στον κατάμεστο από πιστούς χριστιανούς Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Πειραιώς εορτάστηκε η Κυριακή της Ορθοδοξίας όπου Χοροστάτησε και Ιερούργησε ο Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιώς και Φαλήρου π. Σεραφείμ. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας η Μητρόπολη τίμησε δια της υψίστης τιμητικής διακρίσεως αυτής τον Χρυσού Σταυρό του Αγίου Σπυρίδωνος μετ'Αστέρος, τους Αγωνιστάς της Αμωμήτου Πίστεως τον Αιδεσιμολογιώτατον πρωτοπρεσβύτερον Γεώργιον Μεταλληνον ομότιμον καθηγητήν του πανεπιστημίου Αθηνών, τον Αιδεσιμολογιώτατονπρωτοπρεσβύτερο Θεόδωρον Ζήσην ομότιμον καθηγητήν του πανεπιστημίου Θεσαλονίκης και τον Ελογιμώτατο κ. Λαυρέντιο Ντετζώρτζιο πρόεδρο του Φιλορθοδόξου Συλλόγου Κοσμάς Φλαμιάτος. Ο Σεβασμιώτατος τους ευχαρίστησε και τους ενθάρυνε να συνεχίσουν εδραίοι τους υπέρ της Ορθόδοξίας τους ανύστακτους και ακάματους αγώνες τους.






















ΟΙ ΑΓΙΟΙ 42 ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΑΜΟΡΙΩ ΑΘΛΗΣΑΝΤΕΣ





῾῾Οι άγιοι αυτοί ήταν οι πρώτοι της πόλης του Αμορίου. Όταν επί της βασιλείας του Θεοφίλου κυριεύτηκε το Αμόριο από τους Αγαρηνούς, οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι από αυτούς, επειδή ήταν στρατηγοί και ταξιάρχες και μέτοχοι του πρώτου γένους στους Ρωμαίους. Δεν πρόδωσαν όμως την πίστη τους στον Χριστό ούτε από δειλία ούτε από αγάπη για τη ζωή αυτή ούτε από μαλθακότητα ούτε από την πολυχρόνια ταλαιπωρία. Διότι δεν χαλάρωσε ο τόνος της ψυχής τους από τη σωματική κάκωση και τον εγκλεισμό τους, αλλά αφού παρατάχτηκαν απέναντι στους εχθρούς με ανδρείο φρόνημα και γενναιότητα ψυχής και δεν καταδέχτηκαν να αρνηθούν την πίστη τους στον Χριστό, με χαρά δέχτηκαν την αποτομή των κεφαλών τους᾽᾽.

Όπως χαίρεται κανείς, όταν έχει επενδύσει σ᾽αυτόν τον κόσμο, για τα καινούργια πολύτιμα μάλιστα ρούχα του, κατά τον ίδιο τρόπο πανηγυρίζει, μας λέει ο υμνογράφος των αγίων άγιος Ιωσήφ, και η Εκκλησία σήμερα, διότι ντύθηκε τη νέα στολή των αιμάτων των νέων αθλοφόρων. ῾῾Η Εκκλησία σήμερα πανηγυρίζει μυστικά, γιατί ντύθηκε νέα στολή, σαν πορφύρα και χρυσό ένδυμα, τα αίματα των νέων αθλοφόρων᾽᾽ (῾῾Η Εκκλησία σήμερον πανηγυρίζει μυστικώς, νέαν στολήν ενδυσαμένη, ως πορφύραν και βύσσον, τα αίματα των νέων αθλοφόρων᾽᾽) (δοξαστικό εσπερινού). Κι αυτό σημαίνει, όπως είναι γνωστό, ότι το μαρτύριο για την Εκκλησία μας αποτελεί τη δόξα και το καύχημά της, αφού έτσι βρίσκεται επακριβώς επί τα ίχνη του πρώτου Μάρτυρα, του αρχηγού της πίστης Ιησού Χριστού. Δεν παραξενευόμαστε λοιπόν από τις εκτιμήσεις της Εκκλησίας μας διά των ύμνων της, ότι το μαρτύριο των αγίων, όπως των σημερινών, είναι το φως τους και το κάλλος τους, κάτι βεβαίως που ανατρέπει παντελώς τις εκτιμήσεις του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου μας, ο οποίος το μαρτύριο και τον πόνο τον εκτιμά μόνον αρνητικά. Και δικαίως: η φιληδονία ως έκφραση της ουσίας της αμαρτίας εγωισμού αποτελεί τη διηνεκή έγνοια του. ῾῾Λαμπρυσμένοι από το κάλλος της φωτεινής και στέρεας άθλησής σας, οδηγηθήκατε στον Χριστό, που θυσιάστηκε ως άνθρωπος, Μάρτυρες᾽᾽ (῾῾Λελαμπρυσμένοι τω κάλλει της φωταυγούς και στερράς αθλήσεως, προσηνέχθητε Χριστώ, τω τυθέντι, μάρτυρες, σαρκί᾽᾽) (ωδή α´).

Ο άγιος Ιωσήφ επισημαίνει μάλιστα ότι ο καιρός αυτός των μαρτυρικών αγώνων είναι ο καιρός που αποκαλύπτει την πραγματικότητα ή όχι της πίστης των χριστιανών. Κι έχει δίκιο: στον καιρό της ειρήνης, τότε που όλα βαίνουν καλώς, είναι πολύ εύκολο να δηλώνει κανείς ότι είναι χριστιανός. Εκεί που θα φανερωθεί όμως η αλήθεια της πίστης του είναι όταν κληθεί να διαλέξει μεταξύ της ζωής αυτής και της ζωής με τον Θεό. Διότι τότε θα αναγκαστεί να αποδείξει τι κυριαρχεί μέσα στην καρδιά του, ποιος είναι δηλαδή ο αληθινός θησαυρός του, κατά τον λόγο του Κυρίου: ῾῾όπου ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται᾽᾽. Οι άγιοι λοιπόν σαράντα δύο μάρτυρες, μολονότι με αξιώματα και πολλές αφορμές να είναι ριζωμένοι στον κόσμο τούτο, έδειξαν ότι  τα αξιώματά τους τα θεωρούσαν ῾῾σκύβαλα᾽᾽, σκουπίδια, προκειμένου να έχουν τον Χριστό ζωντανό στη ζωή τους. ῾῾Ο καιρός των αγώνων σε φανέρωσε σε όλους πιστό φίλο του Χριστού᾽᾽ (῾῾Πιστόν σε φίλον του Θεού ο καιρός των αγώνων εφανέρωσε πάσι᾽᾽) (ωδή γ´). Και πρέπει να το επεκτείνουμε: καιρός των αγώνων δεν είναι μόνον ο καιρός του μαρτυρίου σε εποχή πολέμου και δίωξης της πίστης, αλλά και ο κάθε καιρός που ο χριστιανός αντιμετωπίζει θλίψεις και δοκιμασίες, οι οποίες τον φέρνουν στο οριακό σημείο που κρίνεται η συνείδησή του, με την έννοια ότι πρέπει να μείνει σταθερός στο θέλημα του Θεού, και όχι να εκτραπεί και να το καταπατήσει, προκειμένου τάχα να επιβιώσει. Από την άποψη αυτή ο καιρός των αγώνων συνιστά ευλογία, διότι δίνεται η αφορμή να ξεκαθαριστούν οι πραγματικές διαθέσεις των ανθρώπων.

Ο υμνογράφος βεβαίως μας προβληματίζει και με μία ακόμη σκέψη του. Αναφερόμενος σε έναν από τους μάρτυρες, τον άγιο Θεόδωρο, λέει ότι στο μέσο του σταδίου ευρισκόμενος κήρυξε με ελεύθερη φωνή και ανδρεία τον Χριστό που σαρκώθηκε για χάρη μας. ῾῾Σταδίου μέσον παραστάς, τον σωτήριον Λόγον, δι᾽ημάς σαρκωθέντα, ελευθέρα τη φωνή, εκήρυξας ανδρικώς᾽᾽. Κι έχει ιδιαίτερη σημασία ο λόγος του, διότι επισημαίνει ότι η ελευθερία σε έναν κόσμο κυριαρχημένο από τον Πονηρό έχει ως τίμημα το μαρτύριο κι ακόμη και τον θάνατο. Οι άρχοντες του κόσμου τούτου, όργανα οι περισσότεροι του κοσμοκράτορος διαβόλου, δεν είναι εύκολοι στο να ακούνε κριτική και να ελέγχονται για τις πράξεις και τις ενέργειές τους. Το μόνο που ζητούν και απαιτούν είναι η κλίση του αυχένα του λαού, η υποδούλωσή του, προκειμένου να πραγματοποιούν τα άνομα σχέδιά τους, δηλαδή την ανάπαυσή τους και την καλοπέρασή τους. Και δεν ισχύει τούτο μόνο σε εποχές τυραννίας, όπως ίσως θα σκεφτόταν κανείς. Ισχύει δυστυχώς πάντοτε, ακόμη και στις λεγόμενες εποχές της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Κι αυτό γιατί έτσι λειτουργεί η εκάστοτε εξουσία. Πόση ελευθερία για παράδειγμα υπάρχει στα δημοκρατικά κόμματα, όταν η διατύπωση γνώμης αντίθετης προς τη γνώμη του αρχηγού ή του εκάστοτε διευθυντηρίου του κόμματος φέρνει τις περισσότερες φορές ως αποτέλεσμα την αποπομπή του από το κόμμα; Δηλαδή, είσαι ελεύθερος να διαφωνείς, αλλά όμως δεν μπορείς πια να είσαι μαζί μας;  

Με τους αγίους μας αναπνέουμε τον πραγματικό αέρα της ελευθερίας. Διότι ζούμε μαζί τους Εκείνον που είναι η αληθινή ελευθερία, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. ῾῾Τη ελευθερία η Χριστός υμάς ηλευθέρωσε, στήκετε και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε᾽᾽. Να στεκόμαστε κι εμείς σ᾽αυτήν την ελευθερία. Πρέπει όμως να αποφασίσουμε να είμαστε πάντοτε μαζί με τον Χριστό, ενταγμένοι στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία. Και να είμαστε έτοιμοι να υποστούμε οποιοδήποτε τίμημα για την επιμονή μας αυτή. Το μαρτύριο είναι το συστατικό του ανθρώπου που θέλει να παραμένει γνήσιος και ελεύθερος άνθρωπος

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...