Ὁ Παῦλος γεννήθηκε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας (Πρ. 22, 3) ἀπὸ Ἑβραίους γονεῖς τῆς φυλῆς Βενιαμὶν (Ρωμ. 11, 1. Φιλιππ. 3, 6). Ὡς πρὸς τὴν ἐξήγηση τοῦ νόμου ἀνῆκε στοὺς Φαρισαίους (Φιλιππ. 3, 6), ἦταν ρωμαῖος πολίτης (Πρ. 16, 37-38), πολίτης τῆς ξακουστῆς πόλης Ταρσοῦ (Πρ. 21, 39). Τὸ ἑβραϊκό του ὄνομα ἦταν Σαούλ.
Ὁ Ἱερώνυμος ἀναφέρει ὅτι ὁ Παῦλος, κατὰ παράδοση, καταγόταν ἀπὸ τὰ Γίσχαλα τῆς Παλαιστίνης. Τοῦτο πιθανῶς νὰ σημαίνει ὅτι κάποιος πρόγονὸς του καταγόταν ἀπὸ τὰ Γίσχαλα.
Στὴν Ταρσό, ποὺ ἦταν τότε κέντρο ἑλληνικῆς παιδείας καὶ στωικῆς φιλοσοφίας, διδάχτηκε ὁ Παῦλος τὰ ἑλληνικὰ καὶ γνώρισε τὴν ἑλληνικὴ σκέψη. Γι' αὐτὸ ὅταν μιλάει στοὺς Ἀθηναίους φέρνει στὸ νοῦ τους ἐκφράσεις γνωστὲς σ' αὐτούς, μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες θέλει νὰ περάσει τὸ μήνυμά του καὶ νὰ δώσει ἕνα παράδειγμα γιὰ τὸν τρόπο διοχέτευσης τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος.
Ἡ ἑβραϊκή του καταγωγή, ἡ ἑλληνική του παιδεία καὶ ἡ ἰδιότητά του ὡς ρωμαίου πολίτη καθιστοῦσαν τὸν Παῦλο ἴσως τὸν πιὸ κατάλληλο κήρυκα τῶν χριστιανικῶν ἰδεῶν στὸν κόσμο τῆς ἐποχῆς του. Ὁ κοσμοπολιτισμὸς του ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ γίνει τακτικὸς ἐπισκέπτης τῆς ἰουδαϊκῆς συναγωγῆς τῆς Ταρσοῦ καὶ φανατικὸς ὑποστηρικτὴς τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου καὶ τῶν ὁραματισμῶν τῶν ὁμοφύλων του: διδάχτηκα μὲ ἀκρίβεια τὸ νόμο τῶν πατέρων μας, ἀγωνίστηκα μὲ ζῆλο γιὰ τὸ Θεὸ (Πρ. 22, 3) καὶ ἤμουν ἄμεμπτος σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν τήρηση τοῦ νόμου (Φιλιπ. 3, 6). Σ' αὐτὸ συνέτεινε περισσότερο καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι νωρὶς πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ σπουδάσει τὸ νόμο κοντὰ στοὺς ραββίνους.
Οἱ εὔποροι, ὅπως φαίνεται, γονεῖς του θέλησαν ὄχι μόνο νὰ τὸν μορφώσουν περισσότερο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἴσως ἀπὸ ἐπιδράσεις ποὺ μποροῦσαν νὰ ἀσκήσουν ἐπάνω του τὰ φιλοσοφικὰ ρεύματα ποὺ διακινοῦνταν στὴν Ταρσὸ καὶ τὸ εἰδωλολατρικὸ καὶ ἑλληνιστικὸ περιβάλλον καθὼς καὶ ἡ διάδοση τῶν μυστηριακῶν θρησκειῶν.
Στὰ Ἱεροσόλυμα ἔμενε καὶ ἡ ἀδελφή τοῦ Παύλου, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς Πράξεις, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὸν ἀνεψιὸ του (Πρ. 23, 16). Στὴν πόλη αὐτὴ ἔγινε μαθητὴς τοῦ Γαμαλιὴλ (Πρ. 22, 3), βυθίστηκε στὴ μελέτη τῆς νομικῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης τοῦ ραββινισμοῦ καὶ καυχόταν ὅτι αὐτὸς ὁ Ἰουδαῖος τῆς διασπορᾶς πρόκοβε στὸν Ἰουδαϊσμὸ πιὸ πολὺ ἀπὸ πολλοὺς συνομήλικους συμπατριῶτες του, γιατί εἶχε μεγαλύτερο ζῆλο γιὰ τὶς προγονικές του παραδόσεις (Γαλ. 1, 14).
Ὁ Παῦλος φαίνεται ὅτι ἔμεινε διὰ βίου ἄγαμος, γιατί αὐτὸ ποὺ γράφει πρὸς τοὺς Κορινθίους (1 Κορ. 9, 5), μήπως δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ ἔχω μαζί μου στὰ ταξίδια «ἀδελφὴ γυναίκα», ὅπως κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι καὶ τὰ ἀδέρφια τοῦ Κυρίου καὶ ὁ Κηφᾶς; σημαίνει μᾶλλον τὸ δικαίωμα νὰ τὸν συνοδεύει στὶς ἱεραποστολικές του περιοδεῖες μία γυναίκα, χριστιανὴ ἀδερφή, γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετεῖ, ὥστε ὁ ἴδιος νὰ ἐπιδίδεται ἀνενόχλητα στὸ ἔργο του. ’λλωστε εἶχε, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει, ἀρρώστια ἀθεράπευτη ποὺ καὶ αὐτὴ ἴσως δὲν τὸν ἐπέτρεπε νὰ δημιουργήσει οἰκογένεια: Γιὰ νὰ μὴν περηφανεύομαι, ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε μία ἀρρώστια, ἕνα ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ νὰ μὲ ταλαιπωρεῖ. Γι' αὐτὴ τὴν ἀρρώστια τρεῖς φορὲς παρακάλεσα τὸν Κύριο νὰ τὴ διώξει ἀπὸ πάνω μου. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν: «Σοῦ ἀρκεῖ ἡ δωρεά μου, γιατί ἡ δύναμή μου φανερώνεται στὴν πληρότητά της μέσα σ' αὐτὴ τὴν ἀδυναμία σου» (2 Κορ. 12, 7-9).
Ἡ γέννησή του τοποθετεῖται μεταξύ τοῦ 5 καὶ 15 μ.Χ. Στὴν Ἱερουσαλὴμ πρέπει νὰ ἦρθε γύρω στὸ 30 καὶ δὲν εἶναι βέβαιο ἂν γνώρισε τὸ Χριστὸ κατ' ἄνθρωπο (πρβλ. 2 Κορ. 5, 16).
Στὸ λιθοβολισμὸ τοῦ Στεφάνου ὁ νεανίας καλούμενος Σαῦλο ς ἦταν παρὼν καὶ ὄχι μόνο στὰ πόδια του ἄφησαν οἱ λιθοβολήσαντες τὸ Στέφανο Ἰουδαῖοι τὰ ἱμάτιά τους ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ἐπικροτοῦσε τὴ θανάτωση τοῦ Στεφάνου (Πρ. 7, 59-60). Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία αὐτὴ ὁ Παῦλος φανατίστηκε ἀκόμη περισσότερο ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ρήμαζε τὴν Ἐκκλησία, ἔμπαινε μὲ τὴ βία στὰ σπίτια, ἔσερνε ἔξω ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ τοὺς ἔριχνε στὴ φυλακὴ (Πρ. 8, 3).
Σὲ μία τέτοια στιγμὴ παροξυσμοῦ, τὸ 34, τὸν κάλεσε ὁ Χριστὸς κοντά του καὶ ἀπὸ ἐχθρό του (πρβλ. Ρωμ. 5, 10) τὸν ἔκαμε ἐκείνη τὴ στιγμὴ σκεῦος ἐκλογῆς (Πρ. 9, 15). Τὸ ὅραμα τοῦ Παύλου στὸ δρόμο πρὸς τὴ Δαμασκὸ (Πρ. 9, 1-29. 22, 3-21. 26, 9-20• πρβλ. Γαλ. 1, 13-16. 1 Κορ. 15, 8. Φιλιππ. 3, 12. Ἐφ. 3, 3), ὅπου πήγαινε νὰ συλλάβει χριστιανούς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νὰ τοὺς φέρει στὰ Ἱεροσόλυμα (Πρ. 9, 1 ἑξ.), ἀποτελεῖ συγκλονιστικὸ γεγονὸς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἡ Δαμασκὸς σημάδεψε καίρια τὴ ζωὴ τοῦ Παύλου καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη τῆς μεταστροφῆς του ἄρχισε γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ θετικὴ μέτρηση.
Στὴ Δαμασκὸ ὁ Παῦλος βαφτίστηκε καὶ κατηχήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνανία (Πρ. 9, 17-19) καὶ ἀναχώρησε στὴν Ἀραβία (Γαλ. 1, 17), ἴσως γιὰ λόγους ἀσφάλειας.
Ἀπὸ τὴν Ἀραβία (τὸ βασίλειο τῶν Ναβαταίων στὰ νότια τῆς Δαμασκοῦ) γύρισε καὶ πάλι στὴ Δαμασκὸ (Γαλ. 1, 17), ὅπου γιὰ τρία χρόνια ἐργάστηκε ἱεραποστολικά, ἀπὸ τὸ 34 μέχρι τὸ 37. Ἐξαιτίας τῶν ἐπιβουλῶν τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον του ἀναγκάστηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ (Πρ. 9, 23-25) καὶ στὴ φυγὴ του αὐτὴ συντέλεσε καὶ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέθας, βασιλιὰς τῶν Ναβαταίων, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν πιάσει (2 Κορ. 11, 32-33).
Τὸ 37 πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν Πέτρο καὶ ἐκεῖ ἔμεινε 15 ἡμέρες. Τότε γνώρισε, ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, μόνο τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο (Γαλ. 1, 18-19). Ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μαθαίνουμε ὅτι ὁ Βαρνάβας ἔκαμε γνωστὸ τὸν Παῦλο στοὺς χριστιανικοὺς κύκλους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ στοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ πιστέψουν ὅτι ὁ Παῦλος ἦταν πιὰ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐνῶ ὁ Παῦλος προσπαθοῦσε νὰ συνδεθεῖ μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ τὸν φοβοῦνταν (Πρ. 9, 26). Στὶς λίγες ἡμέρες τῆς παραμονῆς του στὰ Ἱεροσόλυμα, συζητοῦσε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς ἑλληνιστὲς Ἰουδαίους ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν φονεύσουν• γι' αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ τὸν πῆγαν μέχρι τὴν Καισάρεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἐξαπέστειλαν στὴν πατρίδα του Ταρσὸ (Πρ. 9, 26-30).
Γιὰ τὴ δράση τοῦ Παύλου στὶς περιοχὲς τῆς Συρίας καὶ Κιλικίας (Γαλ. 1,21), στὴ δεκαετία ἀπὸ τὸ 37 μέχρι τὸ 47, γιὰ τὴν ὁποία ἄκουγαν οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ δόξαζαν τὸ Θεό, πὼς αὐτὸς ποὺ κάποτε τὶς καταδίωκε καὶ τώρα κηρύττει τὴν πίστη ποὺ ἄλλοτε προσπαθοῦσε νὰ ἐξαφανίσει (Γαλ. 1, 22-23), δὲν γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο.
Ἀργότερα ὁ Βαρνάβας βρῆκε τὸν Παῦλο στὴν Ταρσὸ καὶ τὸν ἔφερε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἀφοσιώθηκαν γιὰ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο στὸ κήρυγμα κυρίως ἀνάμεσα στοὺς Ἐθνικοὺς (Πρ. 11, 25-26).
Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας πῆγαν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ μεταφέρουν τὴ βοήθεια τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀντιοχείας πρὸς τοὺς ἀδελφούς τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ ὑπόφεραν ἀπὸ τὸ λιμὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κλαυδίου (Πρ. Π, 27-30). Στὴν ἐπιστροφή τους στὴν Ἀντιόχεια πῆραν μαζί τους καὶ τὸ Μάρκο (Πρ. 12, 25). Ἴσως ὁ Παῦλος ἔκαμε ἀκόμη ἕνα ταξίδι στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ τὸ Βαρνάβα καὶ τὸν Τίτο (Γαλ. 2, 1 ἐξ.)
Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ἄρχισε τὸ τεράστιο ἔργο τοῦ Παύλου μὲ τὴν πρώτη ἀποστολικὴ περιοδεία (47-48), στὴν ὁποία τὸν ἔστειλε μαζὶ μὲ τὸ Βαρνάβα ἡ χριστιανικὴ κοινότητα τῆς Ἀντιόχειας (Πρ. 13, 2-3).
Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια κατέβηκαν στὴ Σελεύκεια, ἀπέπλευσαν στὴν Κύπρο καὶ δίδαξαν στὴ Σαλαμίνα, στὶς ἑβραϊκὲς συναγωγές. Κοντὰ τους ἦταν καὶ ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Βαρνάβα, ὁ Μάρκος. Πέρασαν τὸ νησὶ μέχρι τὴν Πάφο• ἐδῶ πίστεψε ὁ ἀνθύπατος Σέργιος Παῦλος καὶ τιμωρήθηκε ὁ μάγος Ἐλίμας (Βαριησοῦς), Ἰουδαῖος ψευδοπροφήτης. Ἀπὸ τὴν Πάφο πῆγαν στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας. Ἀπὸ ἐδῶ τοὺς ἐγκατέλειψε ὁ Μάρκος, ποὺ γύρισε στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας ἦταν ὁ ἑπόμενος σταθμὸς τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα. Στὴν πόλη αὐτὴ κήρυξαν ὄχι μόνο στὴ συναγωγὴ ἀλλὰ καὶ στοὺς Ἐθνικοὺς ποὺ ἦταν προσήλυτοι στὸν Ἰουδαϊσμό. Ἡ παρουσία τους στὴν Ἀντιόχεια ἦταν ἐντυπωσιακή, ὥστε οἱ Ἰουδαῖοι ξεσήκωσαν ἐναντίον τους τὸν κόσμο καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς πόλης. Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἀναγκάστηκαν τότε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Ἀντιόχεια καὶ νὰ πᾶνε στὸ Ἰκόνιο (Πρ. 13, 4-52). Καὶ ἐδῶ ὅμως τοὺς ἀκολούθησαν πολλοὶ Ἰουδαῖοι καὶ Ἐθνικοὶ ἀλλὰ καὶ πάλι ἐκδιώχτηκαν, ὁπότε ἀναγκάστηκαν νὰ καταφύγουν στὶς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστρα καὶ Δέρβη καὶ τὰ περίχωρα, κηρύττοντες τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Στὰ Λύστρα ὁ Παῦλος θεράπευσε κάποιο χωλὸ ἀπὸ γεννησιμιοῦ του. Οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ τὸ Ἰκόνιο, ἀφοῦ ξεσήκωσαν τὸ λαὸ τῶν Λύστρων, λιθοβόλησαν τὸν Παῦλο μέχρι θανάτου καὶ τὸν μετέφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας πῆγαν στὴ Δέρβη, ὅπου ἄγρευσαν ἀρκετούς. Ἀπὸ τὴ Δέρβη ἐπέστρεψαν στὰ Λύστρα, στὸ Ἰκόνιο καὶ τὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ στηρίζουν τοὺς πιστεύσαντες καὶ νὰ χειροτονήσουν γὶ αὐτοὺς Πρεσβυτέρους σὲ κάθε Ἐκκλησία. Μέσω τῆς Πισιδίας ἦρθαν στὴν Παμφυλία, κήρυξαν στὴν Πέργη καὶ κατέβηκαν στὴν Ἀττάλεια.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν περιοδεία αὐτή, ποὺ εἶχε στόχο τὶς μεγάλες ἰουδαϊκὲς κοινότητες τῆς Κύπρου καὶ Ἀσίας καὶ σὲ δεύτερο λόγο τοὺς Ἐθνικούς, πρὸς τοὺς ὁποίους στρεφόταν ὁ Παῦλος μέσω τῶν Ἐθνικῶν προσηλύτων, ξαναγύρισαν στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας (Πρ. 14, 1-26).
Ἡ περιοδεία αὐτή, ποὺ ἦταν γεμάτη διωγμοὺς καὶ ταλαιπωρίες (2 Τιμ. 3, 11), πέτυχε γιατί δημιουργήθηκαν πολλὲς χριστιανικὲς κοινότητες κυρίως ἀνάμεσα στοὺς Ἐθνικούς.
Στὴν Ἀντιόχεια ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἔμειναν ἀρκετὸ καιρὸ μὲ τοὺς Χριστιανοὺς (Πρ. 14, 28). Τὸ 49 ὁ Παῦλος ἔλαβε μέρος στὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο στὰ Ἱεροσόλυμα.
Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ξεκίνησε καὶ πάλι ὁ Παῦλος γιὰ τὴ δεύτερη περιοδεία του (49-52)• αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως εἶχε ὡς συνοδὸ τὸ Σίλα καὶ ὄχι τὸ Βαρνάβα. Ὁ Βαρνάβας δὲ δέχτηκε νὰ λάβει μέρος στὴν περιοδεία αὐτή, γιατί ὁ Παῦλος ἀρνήθηκε νὰ πάρουν μαζί τους τὸ Μάρκο, ποὺ τοὺς ἄφησε στὴ διάρκεια τῆς πρώτης περιοδείας καὶ γύρισε στὴν Ἀντιόχεια. Ὕστερα ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ ὁ Βαρνάβας πῆρε τὸ Μάρκο καὶ πῆγαν στὴν Κύπρο (Πρ. 15, 35-40).
Ὁ Παῦλος μὲ τὸ Σίλα πέρασαν τὴ Συρία καὶ Κιλικία, στηρίζοντες τὶς Ἐκκλησίες στὶς χῶρες αὐτὲς (Πρ. 15, 41) καὶ ἔφτασαν στὴ Δέρβη καὶ στὰ Λύστρα. Ἀπὸ τὴν πόλη αὐτὴ παρέλαβαν μαζί τους τὸν Τιμόθεο, ἀφοῦ τὸν περιέτεμαν γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν ἔτσι τοὺς Ἰουδαίους τῶν περιοχῶν ἐκείνων. Στὴ συνέχεια πέρασαν ἀπὸ τὴ Φρυγία καὶ τὴ Γαλατικὴ χώρα, τὴ χώρα δηλ. τῶν παλαιῶν Γαλατῶν (Πρ. 16, 1-6). Ἐδῶ ὁ Παῦλος ἀσθένησε, ἀναγκάστηκε ἔτσι νὰ μείνει κοντὰ στοὺς Γαλάτες καὶ νὰ κηρύξει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ (Γαλ. 4, 13-15). Μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ ὁ Παῦλος, ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος παρέκαμψαν τὴ Μυσία καὶ ἀπέφυγαν τὴ Βιθυνία, κατέβηκαν στὴν Τρωάδα. Ἐδῶ προστέθηκε στὴ συνοδεία τους καὶ ὁ Λουκᾶς.
Ἐνῶ ὁ σκοπὸς τοῦ Παύλου, στὴ δεύτερή του αὐτὴ περιοδεία, ἦταν νὰ ἐπισκεφθεῖ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ εἶχε ἱδρύσει πιὸ μπροστὰ καὶ νὰ ἰδεῖ πῶς ἔχουν, τώρα, μὲ τὸν ἐρχομό του στὴν Τρωάδα, ἡ τωρινὴ περιοδεία του θὰ πάρει ἄλλη μορφὴ καὶ οἱ διαστάσεις της θὰ διευρυνθοῦν.
Ὕστερα ἀπὸ ἕνα νυχτερινὸ ὅραμα ἦρθε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς συνεργάτες του μέσω Σαμοθράκης στὴ Νεάπολη τῆς Μακεδονίας καὶ ἀπὸ τὴ Νεάπολη στοὺς Φιλίππους. Τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν Ἀσία στὴν Εὐρώπη ἦταν ἕνα σημαντικὸ γεγονὸς στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν κόσμο.
Στοὺς Φιλίππους ἔμειναν μερικὲς ἡμέρες καὶ βάφτισαν τὴ Λυδία καὶ τοὺς δικούς της. Ἡ θεραπεία ὅμως μιᾶς μαντευόμενης δούλης, ποὺ ἔφερνε πολλὰ κέρδη στοὺς κυρίους της, ἔγινε αἰτία νὰ ραβδιστοῦν καὶ νὰ μποῦν στὴ φυλακὴ γιὰ ἀντιρωμαϊκὲς δῆθεν ἐνέργειες. Οἱ κατηγορίες, ποὺ τοὺς προσάπτονται, ὅταν ὁδηγοῦνται βιαίως στὴν ἀγορὰ γιὰ νὰ παρουσιαστοῦν στὶς ἀρχές, εἶναι ὅτι ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνεργάτες τους εἶναι Ἰουδαῖοι καὶ προκαλοῦν ταραχὲς στὴν πόλη, θέλοντας νὰ εἰσαγάγουν ἔθιμα ποὺ δὲν ἐπιτρέπονταν νὰ τὰ δεχτοῦν ἢ νὰ τὰ τηροῦν ὅσοι ἦταν Ρωμαῖοι. Ἔτσι οἱ Ρωμαῖοι ἄρχοντες τῶν Φιλίππων ὑποκύπτουν στὸ ἀντιϊουδαϊκὸ πνεῦμα τῶν πολιτῶν καὶ τιμωροῦν τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνεργάτες του ὡς Ἰουδαίους, χωρὶς κἄν νὰ ὑποψιάζονται ὅτι τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων ξεπέρασε τοὺς Ἰουδαίους καὶ τὸ μωσαϊκὸ νόμο καὶ γι' αὐτὸ ἀποτελοῦσε πρόκληση καὶ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους.
Οἱ φυλακισμένοι Ἀπόστολοι ἐλευθερώθηκαν μὲ θαυμαστὸ τρόπο καὶ αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ βαπτιστοῦν Χριστιανοὶ ὁ φύλακάς τους μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς δικούς του (Πρ. 16, 7-40).
Ἀπὸ τοὺς Φιλίππους, μέσω τῆς Ἀμφίπολης καὶ τῆς Ἀπολλωνίας, ὁ Παῦλος μὲ τὸ Σίλα καὶ τὸν Τιμόθεο ἦρθαν στὴ Θεσσαλονίκη, ρωμαϊκὴ ἀποικία μὲ δικαιώματα ἐλεύθερης πόλης, πρωτεύουσα τῆς μεγάλης σὲ ἔκταση ρωμαϊκῆς ἐπαρχίας τῆς Μακεδονίας, πόλη πλούσια καὶ σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ τὸ ἐμπόριο, τὶς συγκοινωνίες καὶ τὴν πνευματικὴ κίνηση. Ὁ Λουκᾶς δὲν τοὺς συνόδεψε ὥς τὴ Θεσσαλονίκη• ἔμεινε στοὺς Φιλίππους.
Στὴ Θεσσαλονίκη ὁ Παῦλος κήρυξε στὴ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων ἐπὶ τρία συνεχόμενα Σάββατα, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν παρέμεινε στὴν πόλη αὐτὴ περισσότερο χρόνο ἀπὸ τρεῖς ἑβδομάδες. Ἴσως τὰ λόγια τοῦ Παύλου (1 Θεσσ. 1, 7-8 καὶ Φιλιππ. 4, 16) προϋποθέτουν περισσότερο χρόνο δράσης τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ δράση αὐτὴ τοῦ Παύλου προκαλεῖ τοὺς Ἰουδαίους τῆς Θεσσαλονίκης, ποὺ δημιουργοῦν ἀναταραχὴ καὶ κατηγοροῦν τοὺς Ἀποστόλους. Ἔτσι οἱ ἀρχὲς τῆς πόλης, οἱ πολιτάρχες, ἑτοιμάζονται νὰ ἐπέμβουν, ὀπότε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς συνοδοὺς του ἀναγκάζονται νὰ φύγουν νύχτα στὴ Βέροια.
Ἡ ὀλιγόχρονη μὰ καρποφόρα παραμονὴ τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη συνοδεύτηκε ἀπὸ πόνους προσωπικοὺς καὶ οἱ Θεσσαλονικεῖς, ποὺ πίστεψαν στὸ κήρυγμά του καὶ ἀποτέλεσαν τὴν πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα τῆς πόλης αὐτῆς, δοκίμασαν πολλὴ θλίψη καὶ σκληρὸ διωγμό. Σ' αὐτὲς τὶς σκέψεις μᾶς ὁδηγοῦν τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Παύλου: κάτω ἀπὸ σκληρὸ διωγμὸ ἀποδεχτήκατε τὸ κήρυγμα (1 Θέσσ. 1, 6), ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε θάρρος, ὥστε νὰ σᾶς κηρύξουμε τὸ Εὐαγγέλιό του μέσα ἀπὸ πολλὲς δυσκολίες (1 Θεσσ. 2, 2) ἐσεῖς, ἀδελφοὶ μιμηθήκατε ἐκεῖνες τὶς ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ ποὺ βρίσκονται στὴν Ἰουδαία καὶ πιστεύουν στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γιατί κι ἐσεῖς πάθατε τὰ ἴδια ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες σας, ὅπως κι ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους (1 Θεσσ. 2, 14).
Στὴ Βέροια τὰ ἀποτελέσματα τοῦ κηρύγματός του ἦταν εὐχάριστα καὶ οἱ Ἰουδαῖοι τῆς πόλης αὐτῆς, πιὸ εὐγενεῖς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τῆς Θεσσαλονίκης, δέχτηκαν τὸ κήρυγμά του πρόθυμα, ὅπως καὶ πολλὲς Ἑλληνίδες καὶ Ἕλληνες ἐπίσημοι. Οἱ σκληροὶ ὅμως Ἰουδαῖοι τῆς Θεσσαλονίκης ἔφτασαν στὴ Βέροια καὶ ἀνάγκασαν μερικοὺς Χριστιανοὺς νὰ συνοδέψουν τὸν Παῦλο μέχρι τὴ θάλασσα γιὰ νὰ φύγει μ' αὐτοὺς γιὰ τὴν Ἀθήνα (Πρ. 17, 1-14). Στὴ Βέροια ἔμειναν ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος.
Στὴν Ἀθήνα δὲν εἶχε τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου μεγάλες ἐπιτυχίες (Πρ. 17, 16-34), γι' αὐτὸ σκεφτόταν πῶς νὰ πάει στὴν Κόρινθο, μήπως καὶ ἐκεῖ ἔχει τὴν ἴδια τύχη (1 Κορ. 2, 3). Στὸν ' Ἄρειο Πάγο ὁ Παῦλος «ἀνακρίθηκε» ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους, χλευάστηκε καὶ ἀποπέμφθηκε μὲ προοπτικὴ νὰ ξαναανακριθεῖ, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν πρώτη ἐπαφή τους μὲ τὸν Παῦλο οἱ Ἀθηναῖοι δὲν πολυκατάλαβαν τί τοὺς ἔλεγε καὶ θεώρησαν τὰ λόγια του καὶ τὸ κήρυγμά του σπερμολογίες (παραμύθια).
Στὴν Κόρινθο ἔμεινε ἐνάμιση χρόνο κοντὰ στοὺς σκηνοποιοὺς Ἀκύλα καὶ Πρίσκιλλα, ποὺ εἶχαν ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἰταλία ἐξαιτίας τοῦ Κλαυδίου, ὁ ὁποῖος ἐδίωξε ὅλους τους Ἰουδαίους ἀπὸ τὴ Ρώμη. Κάθε Σάββατο ὁ Παῦλος κήρυττε στὴ συναγωγή, διαλεγόταν μὲ τοὺς Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες προσηλύτους, καὶ τοὺς ἔπειθε. Ἔτσι στὴν Κόρινθο τὸ κήρυγμά του εἶχε σημαντικὴ ἐπιτυχία. Κοντὰ του τώρα ἦρθαν ἀπὸ τὴ Βέροια ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος, ποὺ εἶχαν εἰδοποιηθεῖ ἀπὸ τὸν Παῦλο μὲ τοὺς Βεροιῶτες συνοδοὺς τοῦ Παύλου, ὅταν αὐτοὶ ἄφησαν τὸν Παῦλο στὴν Ἀθήνα καὶ γύρισαν στὴν πατρίδα τους (Πρ. 17, 15. 1 Θεσσ. 3, 1-2. Πρ. 18, 5). Τὰ νέα ἀπὸ τὴ Μακεδονία ἦταν εὐχάριστα (ἡ πίστη στερεωνόταν) καὶ δυσάρεστα (ἡ συμπεριφορὰ τῶν Ἰουδαίων ἀπέναντι στοὺς Χριστιανοὺς ἦταν σκληρή).
Ὁ Παῦλος ἀλλάζει πιὰ στὴν Κόρινθο τακτική, ἐγκαταλείπει τὴ συναγωγὴ καὶ στρέφεται πρὸς τοὺς Ἐθνικούς. Ὁ ἀρχισυνάγωγος Κρίσπος μὲ ὅλους τοὺς δικούς του καὶ πολλοὶ Κορίνθιοι πίστεψαν στὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου.
Καὶ ἐδῶ ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι δὲν τὸν ἄφησαν ἥσυχο• τὸν ὁδήγησαν στὸν ἀνθύπατο τῆς Ἀχαΐας Γαλλίωνα, ποὺ ἦρθε τὸ 51, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι προσπαθεῖ νὰ πείσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λατρεύουν τὸ Θεὸ μὲ τρόπο ποὺ εἶναι ἀντίθετος στὸ νόμο (Πρ. 18, 13). Ἡ στάση ὅμως τοῦ Γαλλίωνα, νὰ μὴ δώσει σημασία στὶς αἰτιάσεις τῶν Ἰουδαίων, ἦταν ἐνισχυτικὴ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Παύλου. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ τελικὰ πλήρωσε γιὰ ὅλα αὐτὰ ἦταν ὁ ἀρχισυνάγωγος Σωσθένης, ποὺ ἔφαγε ἀρκετὸ ξύλο ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους μπροστὰ στὸ δικαστήριο: Ὁ Γαλλίων εἶπε στοὺς ἰουδαίους: Ἂν ἦταν γιὰ κανένα ἀδίκημα ἢ γιὰ ἕνα κακούργημα δόλιο, θὰ ἦταν λογικὸ νὰ σᾶς ἀκούσω, ἰουδαῖοι. Ἐφόσον ὅμως πρόκειται γιὰ θέματα διδασκαλίας καὶ ὀνομάτων καὶ νόμου δικοῦ σας, τακτοποιῆστε τα μόνοι σας. Δικαστὴς ἐγὼ αὐτῶν τῶν ζητημάτων δὲ θέλω νὰ εἶμαι. Καὶ τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὸ δικαστήριο. Τότε ὅλοι ἔπιασαν τὸ Σωσθένη τὸν ἀρχισυνάγωγο καὶ τὸν χτυποῦσαν μπροστὰ στὸ δικαστήριο. Ὁ Γαλλίων ὅμως δὲ νοιαζόταν καθόλου γι' αὐτὰ (Πρ.18, 14-17).
Ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἔμεινε ἀρκετὲς ἀκόμη ἡμέρες στὴν Κόρινθο, καὶ ἀφοῦ εἶχε γράψει τὶς δύο ἐπιστολές του πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς (τὸ 50 καὶ τὸ 51), ἔφυγε γιὰ τὴν Ἔφεσο, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Ἀκύλα καὶ τὴν Πρίσκιλλα (Πρ. 18, 18). Στὴν Ἔφεσο ὁ Παῦλος διαλέχτηκε στὴ συναγωγὴ μὲ τοὺς Ἰουδαίους.
Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο κατέβηκε στὴν Καισάρεια, πῆγε, πιθανῶς, γιὰ λίγο στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐπέστρεψε στὴ βάση τῶν ἐξορμήσεών του, στὴν Ἀντιόχεια (Πρ. 18, 1-23). Φαίνεται ὅτι ἐπῆλθε κάποια διάσταση ἀνάμεσα στὸν Παῦλο καὶ τὸ Σίλα καὶ ἴσως ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ὁ Σίλας δὲ συνοδεύει τὸν Παῦλο στὸ ἔργο του καὶ ἐμφανίζεται ὡς συνοδὸς καὶ γραμματέας τοῦ Πέτρου (1 Πέτρου 5, 12).
Ὁ Παῦλος, πιστὸς στὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε στοὺς Ἐφεσίους ὅτι θὰ τοὺς ξαναδεῖ (Πρ. 18, 21) ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ πέρασε ἀπὸ τὴ Γαλατικὴ χώρα καὶ τὴ Φρυγία γιὰ νὰ ἐνδυναμώσει τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ τρίτη ἱεραποστολική του πορεία (52-56).
Στὴν Ἔφεσο ἐργάζονταν μὲ ζῆλο δύο ἰδιαίτερα γνωστοί του, ὁ Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα, καὶ τὸ ζεῦγος αὐτὸ διαφώτισε σωστὰ τὸν Ἰουδαῖο Ἀπολλώ, λόγιο ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ποὺ ἦταν δυνατὸς γνώστης τῶν Γραφῶν καὶ δίδασκε στὴ συναγωγή. Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ὁ Ἀπολλὼς πῆγε στὴν Ἀχαΐα, σταλμένος ἀπὸ τοὺς Ἐφεσίους Χριστιανοὺς (Πρ. 18, 23-28). Ὅταν ὁ Ἀπολλὼς ἦταν στὴν Κόρινθο τότε ὁ Παῦλος ἔφτασε στὴν Ἔφεσο, ἀφοῦ πρῶτα πέρασε ἀπὸ τὰ ἐνδότερα μέρη.
Στὴν Ἔφεσο βάφτισε ὁ Παῦλος 12 μαθητὲς ποὺ εἶχαν βαφτιστεῖ προηγουμένως στὸ βάφτισμα τοῦ Ἰωάννη. Ἐπὶ τρεῖς μῆνες ὁ Παῦλος δίδασκε στὴ συναγωγὴ καὶ ὕστερα, ἀφοῦ συνάντησε δυσκολίες, περιόρισε τὴ διδασκαλία του στοὺς Χριστιανοὺς ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ σ' ὅσους ἔρχονταν στὴ σχολὴ κάποιου Τυράννου. Αὐτὸ κράτησε δύο ὁλόκληρα χρόνια καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ ἄκουσαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ὅλοι ὅσοι κατοικοῦσαν στὴν ἐπαρχία τῆς Ἀσίας, Ἰουδαῖοι καὶ Ἕλληνες. Ὁ Παῦλος στὴν Ἔφεσο ἀντιμετώπισε πρώην ὀπαδοὺς τῆς αἵρεσης τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου, ἀβάπτιστους μαθητὲς ποὺ ἀγνοοῦσαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καθὼς καὶ τοὺς ἑφτὰ ἐξορκιστές, γιοὺς τοῦ Ἰουδαίου ἀρχιερέα Σκευᾶ, ποὺ θαυματουργοῦσαν στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ (Πρ. 19, 1-16).
Στὸ διάστημα τῶν τριῶν ἐτῶν ποὺ ἔμεινε ὁ Παῦλος στὴν Ἔφεσο, ἔγιναν πολλὰ ποὺ δὲν ἀναφέρονται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Τίποτα δὲν ἀναφέρεται γιὰ τὶς σχέσεις του μὲ τὶς Ἐκκλησίες τῆς Γαλατίας. Ἔπειτα δὲν ἀναφέρεται τὸ ἐνδιάμεσο ταξίδι του στὴν Κόρινθο, ὅπου κακοποιήθηκε καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει ἀμέσως στὴν Ἔφεσο. Οὔτε γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὸ Ἰλλυρικὸ (Ρωμ. 15, 19).
Στὶς ἐπιστολές του πρὸς τοὺς Κορινθίους (1 Κορ. 15, 32, 2 Κορ. 1, 8-10) ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὅτι πάλαιψε μὲ τὰ θηρία στὴν Ἔφεσο καὶ ἀντιμετώπισε βέβαιο θάνατο καὶ ἴσως τὸν ἔσωσε ἡ αὐτοθυσία τοῦ Ἀκύλλα καὶ τῆς Πρίσκιλλας (Ρωμ. 16, 3-4). Ἴσως αὐτὰ νὰ σημαίνουν ὅτι κατὰ τὰ τρία χρόνια της παραμονῆς του στὴν Ἔφεσο πέρασε ἕνα διάστημα στὴ φυλακή. Ἂν αὐτὸ εἶναι γεγονός, τότε πολὺ πιθανὸ οἱ ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας (Φιλιππισίους, Κολοσσαεῖς, Φιλήμονα ) νὰ γράφτηκαν ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ ὄχι ὕστερα ἀπὸ πέντε περίπου χρόνια ἀπὸ τὴ Ρώμη, ὅπως δέχεται ἡ παράδοση. Στὴν Ἔφεσο γράφτηκε καὶ ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Γαλάτες.
Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ἔγραψε ὁ Παῦλος ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κορινθίους, γιὰ τὴ χαλαρότητα τῶν ἠθῶν, ποὺ δὲ σώζεται (1 Κορ. 5, 9). Οἱ Κορίνθιοι ἀπάντησαν μὲ ἐπιστολὴ (1 Κορ. 7, 1. 16, 17) καὶ ἔθεσαν διάφορα προβλήματα. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ὁ Παῦλος πληροφορήθηκε ἀπὸ τὴν Κορίνθια Χλόη (1 Κορ. 1,11) γιὰ τὶς ἔριδες στὴν Κόρινθο. Σ' αὐτὰ ἀπάντησε ὁ Παῦλος μὲ τὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους. Μὲ αὐτὴ ἀγγέλλεται μετάβαση τοῦ Τιμοθέου στὴν Κόρινθο (1 Κορ. 16, 10) καθὼς καὶ δικό του ταξίδι κοντά τους γιὰ δεύτερη φορά. Στὴν Κόρινθο ὁ Παῦλος ὑπέστη ἀτιμωτικὴ προσβολὴ ἀπὸ κάποιο μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Παῦλος ἤθελε νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία καὶ Ἀχαΐα καὶ νὰ μεταβεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ μεταβεῖ στὴν ἄγνωστή του ἀκόμη Ρώμη (Πρ. 19, 21). Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἔστειλε στὴ Μακεδονία τοὺς συνεργάτες του Τιμόθεο καὶ Ἔραστο, αὐτὸς ὅμως καθυστέρησε λίγο στὴν ἐπαρχία τῆς Ἀσίας (Πρ. 19, 22). Γι' αὐτὸ τὸ ταξίδι, ποὺ ἦταν σύντομο καὶ ποὺ τὸ ἔκαμε πιθανῶς διὰ θαλάσσης, τίποτα δὲν μᾶς ἀναφέρουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
Μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἔφεσο, ἐξαιτίας τῆς δραστηριότητάς του κατὰ τῶν εἰδώλων, συνάντησε τὴν ἀντίδραση τοῦ λαοῦ ποὺ ξεσήκωσε ὁ ἀργυροκόπος Δημήτριος καὶ ὅσοι ἦταν δεμένοι συμφεροντολογικὰ μὲ τὴ λατρεία τῆς θεᾶς Ἄρτεμης στὴν πόλη αὐτὴ (Πρ. 19, 24). Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Παῦλος ἀποχαιρέτησε τοὺς μαθητές του καὶ ἔφυγε γιὰ τὴ Μακεδονία (Πρ. 20, 1). Στὴν Τρωάδα περίμενε μὲ ἀγωνία τὸν Τίτο, στὸν ὁποῖο προηγουμένως εἶχε δώσει ὁδηγίες νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία καὶ νὰ συναντηθοῦν στὴν ξακουστὴ αὐτὴ πόλη. Ἐπειδὴ ὁ Τίτος ἄργησε νὰ ἔρθει, ξεκίνησε ὁ Παῦλος γεμάτος ἀνησυχία γιὰ τὴ Μακεδονία. Ἀπὸ τὸν Τίτο, ποὺ τελικὰ τὸν συνάντησε, ἔμαθε ὅτι τὰ περισσότερα μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου ἦταν μὲ τὸ μέρος του. Ἐπίσης ἔμαθε ὅτι ὑπῆρχε πάλι ἀντίδραση ἀπὸ τοὺς Ἰουδαΐζοντες, ποὺ μαζεύτηκαν στὴν Κόρινθο γιὰ νὰ ἐνισχύσουν ἴσως τὴν προϋπάρχουσα μερίδα τοῦ Κηφᾶ. Μὲ αὐτὰ τὰ νέα τοῦ Τίτου ὁ Παῦλος ἔγραψε δεύτερη, αὐστηρὴ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κορινθίους καὶ τὴν ἔστειλε μὲ τὸν Τίτο καὶ μὲ δύο ἄλλους ἀδελφοὺς (2 Κορ. 8, 16 ἑξ.). Οἱ τρεῖς αὐτοὶ μαθητὲς θὰ συγκέντρωναν καὶ τὴ λογία τῆς Κορίνθου, πρὶν νὰ φτάσει ὁ ἴδιος ἐκεῖ (2 Κορ. 9, 1 ἐξ.).
Τώρα εἶναι ἡ τρίτη φορὰ ποὺ ὁ Παῦλος ἐπισκέπτεται τὴν Κόρινθο, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει (2 Κορ. 2, 1. 12, 14. 13, 1). Στὴν Κόρινθο ἔμεινε τρεῖς μῆνες. Τὸ χειμώνα τοῦ 56 ἔγραψε τὴν ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Ρωμαίους, κινδύνεψε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἀντὶ νὰ πάει κατευθείαν στὴ Συρία ἔκρινε σκόπιμο νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία.
Στὴν ἀκολουθία τοῦ Παύλου ἦταν τώρα ὁ Σώπατρος ἀπὸ τὴ Βέροια, ὁ Ἀρίσταρχος καὶ Σεκοῦνδος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ὁ Γάϊος ἀπὸ τὴ Δέρβη καὶ ὁ Τυχικὸς καὶ ὁ Τρόφιμος ἀπὸ τὴν Ἀσία. Ὅλοι αὐτοὶ ἔφυγαν πιὸ μπροστὰ καὶ περίμεναν στὴν Τρωάδα τὸν Παῦλο μὲ τὸ Λουκᾶ νὰ ἔρθουν ἀπὸ τοὺς Φιλίππους.
Ἀπὸ τὴν Τρωάδα, ὕστερα ἀπὸ παραμονὴ ἑπτὰ ἡμερῶν, ὁ Παῦλος πῆγε μὲ τὰ πόδια στὴν Ἄσσο, ἐνῶ οἱ συνοδοὶ του πῆγαν στὴν Ἄσσο μὲ πλοῖο γιὰ νὰ παραλάβουν τὸν Παῦλο. Ἀπὸ τὴν Ἄσσο ὅλοι μαζὶ πῆγαν στὴ Μυτιλήνη, πέρασαν ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Χίο, σταμάτησαν στὴ Σάμο, ἔμειναν στὸ ἀκρωτήριο Τρωγύλλιο καὶ ἔπειτα πῆγαν στὴ Μίλητο (Πρ. 20, 13-15).
Δὲ θέλησε ὁ Παῦλος νὰ μεταβεῖ στὴν Ἔφεσο γιὰ νὰ μὴ χρονοτριβήσει στὴν Ἀσία, ἀφοῦ ἐπειγόταν νὰ βρίσκεται τὴν Πεντηκοστή τοῦ 57 στὰ Ἱεροσόλυμα (Πρ. 20, 1-16). Στὴ Μίλητο μίλησε ὁ Παῦλος πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους καὶ ὁ λόγος του αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι τὸ καθημερινὸ ἐντρύφημα τῶν κληρικῶν μας (Πρ. 20, 17-35).
Μὲ πλοῖο ἔφυγαν ἀπὸ τὴ Μίλητο (Πρ. 20, 38), πέρασαν τὴν Κῶ, τὴ Ρόδο καὶ ἔφτασαν στὰ Πάταρα. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆραν ἄλλο πλοῖο φορτηγό, ποὺ πήγαινε γιὰ τὴ Φοινίκη, προσπέρασαν τὴν Κύπρο καὶ κατέβηκαν στὴν Τύρο, ὅπου ἔμειναν ἑπτὰ ἡμέρες κοντὰ στοὺς Χριστιανούς. Μὲ πλοῖο ἀπὸ ἐκεῖ πῆγαν στὴν Καισάρεια καὶ κατέλυσαν στὸ σπίτι τοῦ διακόνου Φιλίππου. Ἐδῶ ὁ προφήτης Ἄγαβος εἶπε στὸν Παῦλο ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα θὰ τὸν συλλάβουν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς Ρωμαίους. Ὁ Παῦλος ὅμως παρὰ τὶς παρακλήσεις τῶν συνοδῶν του καὶ τῶν Χριστιανῶν τῆς Καισάρειας ἀποφάσισε νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ πάθει γιὰ τὸ Χριστὸ (Πρ. 21,1-14).
Στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ξεσηκώθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι, σώθηκε ὁ Παῦλος ἀπὸ βέβαιο θάνατο ἀπὸ τὸ Ρωμαῖο χιλίαρχο Κλαύδιο Λυσία, ποὺ τὸν ἔστειλε μὲ συνοδεία στὴν ἕδρα τοῦ Ρωμαίου διοικητῆ τῆς Καισαρείας Φήλικα (Πρ. 21, 15-23, 33).
Ὁ Φήλικας κράτησε τὸν Παῦλο στὴ φυλακὴ δύο χρόνια, ἀπὸ τὸ 57 μέχρι τὸ 59 (Πρ. 23, 34-24, 27). Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως ζήτησαν ἀπὸ τὸ διάδοχο τοῦ Φήλικα Πόρκιο Φῆστο νὰ τοὺς παραδώσει τὸν Παῦλο γιὰ νὰ τὸν δικάσουν στὰ Ἱεροσόλυμα. Τότε ὁ Παῦλος ἀπαίτησε νὰ δικαστεῖ, ὡς ρωμαῖος πολίτης ποὺ ἦταν, πρὸ τοῦ βήματος τοῦ καίσαρα (Πρ. 25, 1-26, 32).
Τὸ ταξίδι τοῦ Παύλου γιὰ τὴ Ρώμη, στὸ ὁποῖο τὸν συνόδεψαν οἱ συνεργάτες του Λουκᾶς καὶ Ἀρίσταρχος, ἀρχίζει ἀπὸ τὶς Πράξεις 27, 1 ἑξ. Ἡ Σιδώνα καὶ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας ἦταν οἱ δύο πρῶτοι σταθμοί. Στὰ Μύρα ἄλλαξαν πλοῖο καὶ μὲ τὸ νέο προσάραξαν στοὺς Καλοὺς Λιμένες τῆς Κρήτης. Ὁ ἑπόμενος σταθμὸς ἦταν τὸ νησὶ Μελίτη. Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς μῆνες μὲ ἄλλο πλοῖο πῆγαν στὶς Συρακοῦσες, ὅπου ἔμειναν τρεῖς ἡμέρες. Τὸ Ρήγιο καὶ οἱ Ποτίολοι ἦταν οἱ δύο ἄλλοι σύντομοι σταθμοί. Ὁ τελευταῖος σταθμὸς ἦταν ἡ Ρώμη. Οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ρώμης, ὅταν ἔμαθαν τὸν ἐρχομὸ τοῦ Παύλου, βγῆκαν μέχρι τὸν Ἄππιο Φόρο καὶ τὶς Τρεῖς Ταβέρνες γιὰ νὰ τὸν προϋπαντήσουν.
Στὴ Ρώμη ἐπέτρεψαν τὸν Παῦλο νὰ μείνει σὲ ἰδιωτικὸ κατάλυμα μαζὶ μὲ τὸ στρατιώτη ποὺ τὸν φύλαγε. Ὁ Παῦλος ἔμεινε μία ὁλόκληρη διετία (59-61) σὲ ἰδιαίτερη νοικιασμένη κατοικία, ὅπου δεχόταν ὅλους ὅσοι τὸν ἐπισκέπτονταν, κήρυττε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δίδασκε γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ ὅλη τὴν παρρησία καὶ χωρὶς κανένα ἐμπόδιο (Πρ. 28, 30-31). Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τελειώνει ἡ διήγηση τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων.
Ἀπὸ τὴν παραμονὴ αὐτὴ τοῦ Παύλου στὴ Ρώμη προέρχεται ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Ἐφεσίους καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση καὶ οἱ ἄλλες ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας, ὅπως λέγονται.
Φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος, ἀφοῦ δικάστηκε καὶ ἀπαλλάχτηκε, ἐπιχείρησε καὶ τέταρτη περιοδεία (61-64;). Κατὰ τὸν Κλήμεντα Ρώμης (Πρὸς Κορινθίους 5, 7), ὁ Παῦλος ταξίδεψε μέχρις ἐσχάτων της Δύσεως, ποὺ γιὰ μερικοὺς νοεῖται ἡ Ἱσπανία, ἐνῶ ἀπὸ τὶς ποιμαντικὲς ἐπιστολὲς (1 καὶ 2 Τιμόθεο καὶ Τίτο) φαίνεται ὅτι ταξίδεψε στὴν Ἀνατολὴ (Μ. Ἀσία, Κρήτη, Μακεδονία, Ἰλλυρικὸ) γιὰ νὰ καταλήξει πάλι στὴ Ρώμη, πιθανῶς τὸν Ἰούλιο τοῦ 64.
Ὁ διωγμὸς τοῦ Νέρωνα βρῆκε τὸν Παῦλο στὴ Ρώμη καὶ οἱ διαβολὲς τῶν Ἰουδαίων καὶ Ἰουδαιοχριστιανῶν τῆς Ρώμης ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ὅτι ἦταν δῆθεν ὑπαίτιοι γιὰ τὴν πυρκαϊὰ τῆς Ρώμης, εἶχαν στόχο νὰ στρέψουν τὴ μανία τοῦ ἀνισόρροπου αὐτοκράτορα ἐναντίον τους.
Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος δὲ γλίτωσαν τὸ θάνατο. Ἔτσι πρέπει νὰ δεχτοῦμε ὅτι ὁ Παῦλος θανατώθηκε τὸ φθινόπωρο καὶ μάλιστα τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 64.
Ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος κάνει ἕνα σύντομο ἀπολογισμὸ τῶν δυσκολιῶν ποὺ συνάντησε, μιλώντας γιὰ τὸν ἑαυτό του στοὺς Κορινθίους: Μόχθησα πιὸ πολὺ ἀπὸ αὐτοὺς (τοὺς ψευτοαποστόλους), φυλακίστηκα περισσότερες φορές, μὲ χτύπησαν μὲ ἀφάνταστη ἀγριότητα, κινδύνεψα πολλὲς φορὲς νὰ θανατωθῶ. Πέντε φορὲς μαστιγώθηκα ἀπὸ Ἰουδαίους μὲ τὰ τριάντα ἐννιὰ μαστιγώματα. Τρεῖς φορὲς μὲ τιμώρησαν μὲ ραβδισμούς, μία φορὰ μὲ λιθοβόλησαν, τρεῖς φορὲς ναυάγησα, ἕνα μερόνυχτο ἔμεινα ναυαγὸς στὸ πέλαγος. Ἔκανα πολλὲς κοπιαστικὲς ὁδοιπορίες, διάβηκα ἐπικίνδυνα ποτάμια, κινδύνεψα ἀπὸ ληστές, κινδύνεψα ἀπὸ τοὺς ὁμογενεῖς μου Ἰουδαίους, κινδύνεψα ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, πέρασα κινδύνους σὲ πόλεις, κινδύνους σὲ ἐρημιές, κινδύνους στὴ θάλασσα, κινδύνεψα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ὑποκρίνονταν τοὺς ἀδερφούς. Κοπίασα καὶ μόχθησα πολύ, ξαγρύπνησα πολλὲς φορές, πείνασα, δίψασα, πολλὲς φορές μοῦ ἔλειψε ἐντελῶς τὸ φαγητό, ξεπάγιασα καὶ δὲν εἶχα ροῦχα νὰ φορέσω. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα εἶχα καὶ τὴν καθημερινὴ πίεση τῶν ἐχθρῶν μου καὶ τὴ φροντίδα γιὰ ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Ποιανοῦ ἡ πίστη ἀσθενεῖ καὶ δὲν ἀσθενῶ κι ἐγώ; Ποιὸς ὑποκύπτει στὸν πειρασμὸ καὶ δὲν ὑποφέρω κι ἐγώ; Ἂν πρέπει νὰ καυχηθῶ, θὰ καυχηθῶ γιὰ τὰ παθήματά μου. Ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ - ἂς εἶναι εὐλογημένο τὸ ὄνομά του στοὺς αἰῶνες - ξέρει ὅτι δὲ λέω ψέματα (2 Κορ. 11, 23-31).