Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιουνίου 30, 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. Η΄ 5-13) Η πίστη του εκατοντάρχου


Ταπείνωση μοναδική

Όταν o Κύριος κάποια ημέρα ήλθε στην Καπερναούμ, Τον πλησίασε ένας εκατόνταρχος και Τον παρακαλούσε: Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι και βασανίζεται τρομερά από τους πόνους του. Τότε ο Κύριος του άπαντα: Θα έλθω στο σπίτι σου και θα τον θεραπεύσω. Ο εκατόνταρχος όμως του αποκρίνεται: Κύριε, δεν είμαι άξιος να μπεις κάτω από τη στέγη του σπιτιού μου, αλλά μόνο πες ένα λόγο και θα γίνει καλά ο δούλος μου. Διότι κι εγώ άνθρωπος είμαι κάτω από εξουσία, και έχω κάτω από τις διαταγές μου στρατιώτες και λέω στον ένα· πήγαινε, και πηγαίνει· και στον άλλον· έλα, και έρχεται. Και στο δούλο μου λέω, κάνε αυτό, και το εκτελεί.
Πόση ταπείνωση είχε αυτός ο ειδωλολάτρης αξιωματικός! Ενώ δεν είχε μεγαλώσει και δεν είχε ζυμωθεί με τις παραδόσεις και τις διδαχές της αληθινής πίστεως στον ένα Θεό, έχει επίγνωση ανεξήγητη, ταπείνωση μοναδική. Θεωρεί τον εαυτό του αντάξιο της παρουσίας του Κυρίου στο σπίτι του. Συναισθάνεται την αμαρτωλότητά του στη θέα της ακτινοβόλου αγιότητας του Χριστού μας. Συναισθάνεται ακόμη και τη μεγαλειότητά του. Κατανοεί ότι ο Κύριος έχει εξουσία πάνω στη ζωή και την υγεία των ανθρώπων. Και δεν ζητά από Αυτόν να παρακαλέσει, αλλά να διατάξει την ίαση του δούλου του. Δείχνει λοιπόν μία τόσο μεγάλη πίστη, μία πίστη που θαύμασε και ο ίδιος ο Κύριος και την επαίνεσε δημοσίως.
Αυτήν ακριβώς τη φράση του εκατόνταρχου την πήραν στα χείλη τους αμέτρητοι άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι αισθάνονταν τη δική τους μικρότητα μπροστά στο μεγαλείο του Κυρίου. Και η φράση αυτή έγινε προσευχή. Μία προσευχή που ψελλίζουμε με πίστη, συναίσθηση και ταπείνωση όλοι οι πιστοί, όταν στεφόμαστε με δέος μπροστά στο άγιο Ποτήριο. Και επαναλαμβάνουμε με ταπείνωση και συναίσθηση τα λόγια του εκατόνταρχου: «Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς». Διότι η ψυχή μου είναι έρημη από αρετές και κατερειπωμένη από τις αμαρτίες μου. Πού να βρεις, Κύριε, τόπο να κλίνεις την κεφαλή σου; Αλλά Εσύ που ταπείνωσες τον εαυτό σου, καταδέξου να εισέλθεις στον οίκο της αμαρτωλής μου ψυχής και να με θεραπεύσεις.

Στη Βασιλεία Του

Όταν ο Κύριος άκουσε τα λόγια του εκατόνταρχου, θαύμασε και είπε σ’ εκείνους που Τον ακολουθούσαν: Αληθινά σας λέω ότι δεν βρήκα τόσο μεγάλη πίστη ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών, οι όποιοι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού. Σας διαβεβαιώνω ότι πολλοί σαν τον εκατόνταρχο θα έλθουν από όλα τα μέρη του κόσμου και θα καθίσουν στο τραπέζι της Βασιλείας των ουρανών. Ενώ εκείνοι που κατάγονται από τον Αβραάμ θα ριχτούν στο σκοτάδι. Εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους. Ύστερα είπε ο Κύριος στον εκατόνταρχο: Πήγαινε στο σπίτι σου και ας γίνει όπως πίστεψες. Και εκείνη τη στιγμή θεραπεύθηκε ο δούλος του.
Η πίστη όμως αυτή του ειδωλολάτρη αξιωματικού έγινε αφορμή να προφητεύσει ο Κύριος μία οδυνηρή αλήθεια: ότι στη Βασιλεία του θα βρεθούν πολλοί ειδωλολάτρες, ενώ θα αποκλεισθούν οι περισσότεροι Ιουδαίοι που λάτρευαν τον αληθινό Θεό. Είναι τραγικό.
Πόσο τίμησε ο Θεός τον ιουδαϊκό λαό! Του έδωσε τα πάντα. Απελευθέρωσε τους Ιουδαίους από τη στυγνή δουλεία της Αιγύπτου. Τους διαπέρασε από το βυθό της Ερυθράς θαλάσσης. τους παρέδωσε τον Νόμο του. Τους έθρεψε στην έρημο. Τους εγκατέστησε στη γη Χαναάν. Τους έστειλε προφήτες για να τους καλέσει σε μετάνοια. Όμως ανταπόκριση δεν έβλεπε. Γι’ αυτό και έγινε άνθρωπος και κήρυξε μετάνοια και επιτέλεσε θαύματα μοναδικά. Όμως οι Ιουδαίοι δεν Τον δέχθηκαν. Και οδήγησαν τον Χριστό στον πλέον φρικτό θάνατο. Πήρε λοιπόν ο Θεός τη χάρη του από τον Ισραήλ. Η Ιερουσαλήμ καταστράφηκε. Αμέτρητοι Ιουδαίοι σφαγιάσθηκαν, πουλήθηκαν, διασκορπίσθηκαν στα πέρατα της γης. Έχασαν την πατρίδα τους, έχασαν και τη βασιλεία του Θεού.
Αυτό ακριβώς πρέπει να φοβίσει πολύ εμάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Διότι σε μας χάρισε ασυγκρίτως ανώτερες δωρεές από ό,τι στον ιουδαϊκό λαό. Μας χάρισε την Εκκλησία του, τα Μυστήρια της σωτηρίας μας, τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Και ιδιαιτέρως εμείς οι Έλληνες πρέπει να φοβηθούμε ακόμη περισσότερο. Διότι είμαστε πλημμυρισμένοι από ακόμη περισσότερες ευεργεσίες. Στη χώρα μας διάβηκαν τόσοι Απόστολοι, την πότισαν με το αίμα τους εκατομμύρια μάρτυρες, την αγίασαν αμέτρητοι όσιοι, ασκητές, διδάσκαλοι. Στη χώρα μας γράφτηκε η Αποκάλυψη του Ιωάννου, συνήλθαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι· στη χώρα μας υπάρχουν ιερά Λείψανα και θαυματουργές εικόνες, μοναστήρια και προσκυνήματα. Όλα μας τα έδωσε ο Χριστός! Γι’ αυτό περιμένει πολλά. Και προπαντός καρπούς μετανοίας, πνευματικής καρποφορίας και αγιότητας.

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Το μεγαλείο της πίστεως (Ματθαίου 8,5 – 13), 1- 7- 2012 του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σεραφείμ Κυκκώτη



Η  Ευαγγελική Περικοπή αυτής της Κυριακής αναφέρεται στη μεγάλη αρετή της πίστεως στο Θεό, η οποία όμως πάντοτε πρέπει να συνοδεύεται κι από τις άλλες μεγάλες αρετές που πρέπει να χαρακτηρίζουν τη ζωή του καλού χριστιανού, όπως είναι οι αρετές της ταπεινοφροσύνης και της αδιάκριτης αγάπης προς κάθε άνθρωπο που έχει την ανάγκη μας.
Η όλη στάση του Ρωμαίου αξιωματικού προς τον Ιησού αποδεικνύει ότι κοντά στο Θεό βρίσκεται αυτός που έχει τις αρετές αυτές. Έτσι στο διάλογο του με τον Ιησού ο Ρωμαίος εκατόνταρχος ομολογεί με πολύ ταπείνωση "Κύριε,ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης". Θα περίμενε κανείς, ως συνήθως, ότι ο Ρωμαίος εκατόνταρχος ως αξιωματούχος των κυρίαρχων κατοχικών στρατευμάτων στη περιοχή της Καπερναούμ, αλλά και λόγω της Ρωμαϊκής υπεροψίας και του επαγγέλματος του να παρουσιάζεται με ένα συναίσθημα υπεροχής, περιφρόνησης και με ύφος δεσποτικό, όπως δηλαδή συνέβαινε το 1974 με τους βάρβαρους Τούρκους αξιωματικούς στη Κύπρο που βίαζαν ανήλικα παιδιά και ηλικιωμένες γριές γιαγιάδες και πυροβολούσαν ανυπεράσπιστα άοπλα γεροντάκια, ή όπως συμπεριφέρονται τώρα οι Εβραίοι αξιωματικοί στους άοπλους αδελφούς μας Παλαιστινίους, ή όπως χιλιάδες συνάνθρωποί  μας υπόφεραν για σχεδόν μισό αιώνα ως δούλοι και σκλάβοι στην Αφρική και αλλού  την απαράδεκτη πολιτική των φυλετικών διακρίσεων και της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Ο Θεός όμως αναδεικνύει ηγέτες που σώζουν τους λαούς τους. Τέτοιοι ηγέτες ήταν ο Μωϋσής, ο Γκάντι, ο Κενυάτα, ο Νάσσερ, ο Νυερέρε, ο Μακάριος, ο Νέλσων Μαντέλα, ο Αραφάτ, ο Οτσαλάν.
Το παράδειγμα του Ρωμαίου εκατόνταρχου αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την κάθε εποχή για τη συναδέλφωση των λαών και την ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων. Έτσι βλέπουμε τον Ρωμαίο εκατόνταρχο να πλησιάζει τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν με ένα τρόπο όλο μετριοφροσύνη και ικετευτικά να παρακαλεί τον Ιησού για την θεραπεία του δούλου του.
Για να καταλάβουμε το μεγαλείο της πράξεως του Ρωμαίου εκατοντάρχου πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι την εποχή εκείνη οι δούλοι από κοινωνικής πλευράς δεν θεωρούντο άνθρωποι. Τους έβλεπαν ως πράγματα όπως είναι τα άλλα  υλικά πράγματα που τα χρειάζεται ο άνθρωπος για μια καλύτερη ζωή. Θεωρούσαν δηλαδή τους δούλους πράγματα καλά, όχι όμως απαραίτητα. Φαίνεται ότι η μόνη εξαίρεση σ' αυτή την κοινωνική αδικία ήταν ο Ρωμαίος εκατόνταρχος που με πολύ αγάπη βλέπει τον δούλον του ως τον συνάνθρωπόν του που πρέπει να βοηθούσε όπως θα αντιδρούσε για να βοηθήσει έναν από τους γονείς του ή ένα από τα παιδιά του ή ένα από τους συγγενείς του.
Στο διάλογο του Χριστού με τον Ρωμαίο εκατόνταρχο, ο εκατόνταρχος αποδεικνύεται ότι είναι ένας άνθρωπος εκλεκτός που προκαλεί ένα μοναδικό θαυμασμό γιατί σύμφωνα με το λόγο του Χριστού "ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον".
Και στην περίπτωση αυτή το θαύμα είναι καρπός της πίστεως του ανθρώπου που βρίσκεται σε ανάγκη και ζητά από το Χριστό να επέμβει για να λυτρωθεί, έστω κι αν η ωφέλεια του θαύματος αναφέρεται σε κάποιο άλλον από το πρόσωπο που το ζητά. Από εδώ φαίνεται η μεγάλη αξία της προσευχής μας για τα πρόσωπα που αγαπούμε. Γι' αυτό η προσευχή μας για τους άλλους είναι απαραίτητη, είναι έκφραση της πίστης μας στο Χριστό ότι η δύναμη του Θεού είναι πάντοτε μεγαλύτερη από τη δύναμη της κακίας των κακών ανθρώπων.
Όταν λέμε ότι πιστεύω σε κάποιον σημαίνει ότι τον εμπιστεύομαι (πιστεύω τω φίλω =έχω εμπιστοσύνη στο φίλο μου  = όταν έχεις ένα πραγματικό φίλο, έχεις το κόσμο όλον). Έτσι στη περίπτωση του εκατόνταρχου το μεγαλείο της πίστεως του στον Ιησού Χριστόν φαίνεται από το μέγεθος της εμπιστοσύνης του στο πρόσωπο του Χριστού, όπου πιστεύει ακράδαντα όχι μόνο η παρουσία του Χριστού κοντά στον άρρωστο δούλο θα επιφέρει τη θεραπεία του, αλλά ότι και ο απλός λόγος του ακόμη μπορεί να το θεραπεύσει. Γι' αυτό και ο Χριστός θαυμάζοντας τη μεγάλη του πίστη, του είπε "ύπαγε, και ως επίστευσας γεννηθήτω σοι". Και πραγματικά, από την στιγμή εκείνη, σύμφωνα με την μαρτυρία του Ευαγγελιστή Ματθαίου, ο Παραλυτικός δούλος του εκατόνταρχου έγινε καλά.
Η πίστη του εκατόνταρχου δημιουργείται από την αγάπη του προς τον συνάνθρωπό του, που στην προκειμένη περίπτωση εκφράζεται με το άμεσον ενδιαφέρον του για την θεραπεία του δούλου του, ο οποίος έστω και δούλος δεν παύει να είναι δημιούργημα κατ' εικόνα Θεού, παιδί του Θεού, γι' αυτό και αδελφός μας.
Ανάμεσα στα άλλα προσόντα που διέκριναν τον Ρωμαίο εκατόνταρχον ήταν και το ταπεινό του φρόνημα, ήταν άνθρωπος ταπεινός. Άλλωστε αυτό που τον οδηγεί στην ομολογία της αναξιότητας του να φιλοξενήσει στο σπίτι του τον Ιησού είναι το ταπεινό του φρόνημα. Η διαπίστωση αυτή του εκατόνταρχου δεν γίνεται βέβαια λόγω ακαταλληλότητας του σπιτιού του, αλλά διότι έχει συναίσθηση της προσωπικής του αναξιότητας σε σχέση με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Και το πιο σημαντικό είναι ότι αναγνωρίζει κι ομολογεί και γνωστοποιεί την αναξιότητα του δημόσια.
Είναι γνωστόν από την κοινή πείρα, όταν μας συμβεί κανένα κακό, μια ασθένεια, ένα δυστύχημα, μια αναποδιά, είμαστε έτοιμοι να δηλώσουμε δημόσια και έμπρακτα την μικρότητα μας και την αναξιότητα μας. Αυτό που ακριβώς έκανε κι ο Ρωμαίος εκατόνταρχος και δικαιώθηκε.
Εμείς τι κάνουμε σε τέτοιες περιπτώσεις; Μένουμε στα λόγια ή προχωρούμε στα έργα, κάνουμε δηλαδή αυτό που γνωρίζουμε ότι είναι σωστό και καλό, ή απλώς έχουμε στην αρχή την καλή διάθεση και τον ενθουσιασμό και μετά δεν κάνουμε τίποτα που μπορεί να μας αλλάξει τη ζωή και να μας φέρει πιο κοντά στον Θεό. Τις περισσότερες φορές μένουμε στα λόγια μέχρι που να την ξαναπάθουμε. Η μετάνοια και η συγχωριτικότητα και η φιλανθρωπία πρέπει να είναι βασικές πτυχές της καθημερινής μας ζωής.
Είναι γι' αυτό που είναι τιμή και δόξα σ' αυτούς που μένουν πιστοί και συνεπείς ως το τέλος, όχι μόνο γιατί έτσι μιμούνται τις αρετές του Ρωμαίου εκατόνταρχου, αλλά κι επειδή έτσι εκφράζουν έμπρακτα την πορεία τους προς την Μετάνοια που μας ζητά επίμονα ο λόγος του Θεού για να μπορέσουμε να εισέλθουμε στην Βασιλεία των Ουρανών. "Μετανοείτε ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών".
Σ' αυτή την κατεύθυνση όμως ακολουθούν ελάχιστοι, οι εκλεκτοί, γιατί συνήθως η υπερβολή που δίνουμε στις υλικές αξίες, η οικονομική άνεση, τα κοσμικά προσόντα, η δόξα του κόσμου κι αμαρτωλά πάθη, χωρίς να το συνειδητοποιούμε μας παρέχουν ένα συναίσθημα υπεροχής έναντι των άλλων ανθρώπων, που τους θεωρούμε κιόλας πιο αδύνατους από μας σε όλα. Φαινομενικά το συναίσθημα αυτό μας ικανοποιεί γιατί μας τροφοδοτεί με ένα εφησυχασμό που μας κάνει να νοιώθουμε άνετα κι ανώτεροι. Στη πραγματικότητα όμως ζούμε μέσα στην αυταπάτη που εκφράζεται με τη λήθη των ορίων μας. Αυτή η αυταπάτη έστω και αργά συνειδητοποιείται μέσα από τα γεγονότα της ζωής μας όταν κάνουμε λάθη που δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι τα κάναμε εμείς. Τα προβλήματα όμως που μας περιβάλλουν μαρτυρούν επίμονα το αντίθετο. Την αυταπάτη μας τη δημιουργούμε οι ίδιοι. Ό,τι σπείρουμε θερίζουμε. Τα προβλήματα που μαστίζουν την κοινωνία μας τα δημιουργούμε οι ίδιοι είτε με τη συμμετοχή μας στη δημιουργία τους, είτε με τη ανοχή μας στις κοινωνικές αδικίες που επιτρέπουμε να διαπράττουν οι άνομοι, οι άδικοι κι οι εκμεταλλευτές κι οι απατεώνες.
Μπορεί κάποιος να τα αποφύγει όλα αυτά, μόνο αν έχει ταπεινό φρόνημα, που σύμφωνα με την χριστιανική αντίληψη αποτελεί και το θεμέλιο της πνευματικής ζωής. Ο άνθρωπος που ζει πνευματικά δεν ξεχνά τα όρια του, κι όταν δεν ξεχνάς τα όρια σου τα λάθη σου ή τα προλαμβαίνεις και τα αποφεύγεις ή τουλάχιστον περιορίζονται στο ελάχιστον βρίσκοντας τη δύναμη με τη βοήθεια του Θεού να τα αντιμετωπίσεις με τις καλύτερες δυνατές λύσεις ή τουλάχιστον τις λιγώτερο οδυνηρές λύσεις.
Γι' αυτό το λόγο καμιά αρετή δεν μπορεί να έχει αξιολογικό περιεχόμενο χωρίς την ταπεινοφροσύνη. Όλοι οι καρποί της πνευματικής ζωής όπως είναι η αγάπη, η αλήθεια, η πίστη, η προσευχή, η μετοχή μας στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας χάνουν το νόημα τους όταν δεν στηρίζονται στο ταπεινό φρόνημα. Γιατί, από τη στιγμή που μια αρετή γίνεται "προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις" και υπηρετεί την υποκρισία και την ατομική και εγωϊστική προβολή, παύει να έχει Χριστολογικό περιεχόμενο και κατά συνέπεια κάποιο πνευματικό κίνητρο που να μας οδηγεί στην εν Χριστώ σωτηρία.
Ο άνθρωπος που είναι ταπεινός αδειάζει τα εγωϊστικά στοιχεία που έχει μέσα του και έτσι αντιμετωπίζει τον εγωκεντρισμό του αποτελεσματικά και νικηφόρα. Τότε ο πνευματικός άνθρωπος με το δυναμικό όπλο του ταπεινού φρονήματος γκρεμίζει τείχη που τον χωρίζουν από την επαφή του με την κοινωνία του με τους ανθρώπους και το Θεό.
Με τον τρόπο αυτό ο αγωνιζόμενος άνθρωπος ξεφεύγει από τον κίνδυνο της απομόνωσής του, παύει πλέον να απολυτοποιεί τον εαυτό του μέσα στον χώρο που ζει, έχει συναίσθηση των ορίων του, δεν περιφρονεί τους συνανθρώπους του που συναντά στο περιβάλλον του γιατί ξέρει ότι τους έχει ανάγκη, όχι  τόσο για να τον βοηθήσουν, όσο για να εκδηλώσει ο ίδιος την αγάπη του προς αυτούς, γιατί μόνο μέσα από την αγάπη μας προς τον κάθε άνθρωπο θα μπορέσουμε να φθάσουμε στο δρόμο της αγάπης του Θεού.
Αυτό ακριβώς έκανε κι ο Ρωμαίος εκατόνταρχος. Μέσα από την αγάπη του προς τον δούλο του έφθασε στην αγάπη του Χριστού. Γι' αυτό με την αγάπη μας προς τους άλλους μεταμορφωνόμαστε σε οικοδόμους της κοινωνίας που πασχίζουν με την κοινωνική τους προσφορά να μεταβάλουν τη κόλαση του κόσμου σε βασιλεία του Θεού.
Τότε ο άνθρωπος που κινείται μέσα σ' αυτή την κατεύθυνση γίνεται μιμητής Χριστού, γίνεται πραγματικός Χριστιανός, γιατί χριστιανός δεν είναι απλώς όποιος έτυχε να βαπτισθεί από μικρός, αλλά όποιος το επιβεβαιώνει μέσα από τη συνέπεια της ζωής του να ζεί σύμφωνα με τις θείες εντολές του Χριστού, έτοιμος να θυσιάζει τη ζωή του για να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων εκείνων των ανθρώπων που αδικούνται και υποφέρουν. Αυτό ακριβώς έκαναν οι θαυματουργοί ιατροί Άγιοι Ανάργυροι που σήμερα η Εκκλησία μας τιμά. Γι’ αυτό οι Άγιοι Ανάργυροι αποτελούν ζωντανο παράδειγμα, όχι μόνο για όσους φέρουν το όνομα τους και τους ιατρούς, αλλά για όλους μας.













ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. Η΄ 5-13) του Αρχιμανδρίτου Ιωήλ Κωνστάνταρου


ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. Η΄ 5-13)

Δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει εποχή, κατά την οποία θα παύσει να υφίσταται η επικαιρότητα του Ιερού Ευαγγελίου. Αυτό το βλέπουμε καθαρά στην Ευαγγελική περικοπή της Δ΄Κυριακής του Ματθαίου.  Ο Ρωμαίος Εκατόνταρχος, δεν ήλθε να παρακαλέσει ούτε για τον εαυτό του, ούτε για τη σύζυγό του ή τα παιδιά του, αλλά για τον δούλο του. Δηλ. για μια ύπαρξη η οποία κατά την εποχή εκείνη, δεν εθεωρείτω καν άνθρωπος. Αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στην ιστορία εκείνης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και αμέσως θα διαπιστώσει την αξία του ανθρώπου. Περισσότερη αξία έδιναν οι πλούσιοι στα ζώα τους παρά στους ταλαίπωρους δούλους τους.
Ο εκατόνταρχος όμως, ξεκινά με κίνητρο την αγάπη. Την ανιδιοτελή αγάπη. (Και να σημειωθεί ότι δεν ανήκει στον «εκλεκτό λαό» του Ισραήλ).
Ας τον ακούσουμε: «Κύριε, είπε προς τον Χριστό, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι μου, παράλυτος και βασανίζεται από τρομερούς πόνους». Στη συνέχεια,καθώς ξεδιπλώνει το μεγαλείο της καρδιάς του, δείχνοντας μαζί με την αγάπη, ταπείνωση και κυρίως πίστη στο πρόσωπο του Ιησού, έλαβε αυτό που ποθούσε. Δηλ. τη θεραπεία του δούλου του. «Και είπεν ο Ιησούς τω εκατοντάρχω, ύπαγε και ως επίστευσας γενηθήτω σοι, και ιάθη ο παις αυτού εν τη ώρα εκείνη» (Ματθ. Η΄ 13). Και είπε ο Ιησούς στον εκατόνταρχο: Πήγαινε στο σπίτι σου και όπως επίστευσες, ότι δηλ. με μόνο τον λόγο και από μακρυά μπορώ να θεραπεύσω τον δούλο σου, έτσι ας γίνει σε σένα. Πράγματι δε, κατά την στιγμή εκείνη εθεραπεύθει ο δούλος του.
Σε πολλά σημεία θα μπορούσαμε να σταθούμε. Ας ρίξουμε όμως μια ματιά, που το λιγότερο θα μας προβληματίσει, στή στοργή που έδειξε ο εκατόνταρχος για τον δούλο του, σε σχέση με την σημερινή πραγματικότητα.
Ήδη είπαμε ότι την εποχή εκείνη οι δούλοι εθεωρούντο όχι άνθρωποι αλλά πράγματα. Και θαυμάζουμε σε μεγάλο βαθμό την ευαισθησία του ειδωλολάτρη εκατόνταρχου!
Όμως, για μια στιγμή φίλοι μου. Μήπως ξεφεύγει από τον φακό της συνειδήσεώς μας η σημερινή κατάσταση της κοινωνίας μας; Μήπως δηλ. τα πράγματα σήμερα, μετά τόσους αιώνες, κοντεύουν να φθάσουν, εάν ήδη δεν έχουν καταντήσει σε ζοφερότερη κατάσταση; Ούτε υπερβολικός είναι ο λόγος μας, ούτε φυσικά ζούμε εκτός πραγματικότητας. Αρκεί κανείς να δει την κοινωνική κατάσταση των ανθρώπων σήμερα και μάλιστα αυτών που κατά το κοινώς λεγόμενον «δεν έχουν στον ήλιο μοίρα». Αλήθεια, πώς μπορούν να βολεύουν τη ζωή τους μερικοί συνάνθρωποί μας, με τα τόσα και τόσα προβλήματα που βιώνουν καθημερινώς; Πώς είναι δυνατόν να ανθίζει στα πικραμένα τους χείλη λίγο χαμόγελο και στην καρδιά τους να ανατέλλει η ελπίδα;
Και πώς θα μπορέσει να συνεχίσει, αλλά και να βελτιωθεί μια κοινωνία, όταν ως λύση των ποικίλων προβλημάτων που τη στραγγαλίζουν, η ίδια εμφανίζει την απογοήτευση με πράξεις αυτοκαταστροφής;  
Βεβαίως, θα απαντήσουν ορισμένοι, ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ότι τελικώς θα θριαμβεύσει η αισιόδοξη πλευρά των πραγμάτων. Ναι. Δεν θα διαφωνήσουμε. Έτσι είναι. Όταν όμως ο άλλος δεν βρίσκεται σ΄αυτά τα πνευματικά επίπεδα αλλά πνίγεται στα προβλήματα της καθημερινότητας, όταν του στερούν την εργασία, κι όταν, αλλοίμονο, ψάχνει να βρει «τον άρτον τον επιούσιον» στον κάδο των απορριμμάτων, εκεί τότε τί γίνεται; Ποιος «εκατόνταρχος» θα βρεθεί για να παρακαλέσει γι΄αυτόν;
Τουλάχιστον εμείς που γνωρίζουμε, που λέμε ότι γνωρίζουμε, μιμούμαστε τον Ρωμαία εκατόνταρχο; (Που παρά τα όσα ισχυρίζονται περί των στρατιωτικών και μάλιστα του ρωμαϊκού στρατού, αυτός τελικά ήταν μια ευαίσθητη και τρυφερή ψυχή;).
Ξεκινούμε εμείς να παρακαλέσουμε τον Ιησού, όχι για τον υπηρέτη μας, αλλά για τον συνάνθρωπο και άρα σύνδουλό μας; Ή τον αφήνουμε στα βάσανά του, και αν μπορέσει,  και όταν μπορέσει και μάθει κάτι περί του Ιησού, ας σηκωθεί, ώστε να τον βρει ο ίδιος, δίχως να κουραστούμε εμείς;
Το θαυμαστό στον εκατόνταρχο, πλην των άλλων, είναι ότι όχι απλώς βλέπει το πρόβλημα του δούλου, αλλά το κάνει δικό του, προσωπικό του πρόβλημα!
Ζει τον πόνο του «παιδός του» ίσως περισσότερο και από τον ίδιο τον δούλο, αφού όσο περισσότερη είναι η γνήσια αγάπη, τόσο βαθύτερος ο πόνος…
Να τολμήσουμε τώρα να κάνουμε συγκρίσεις των σημερινών Χριστιανών (;) με τις μεγάλες μορφές της Εκκλησίας μας στο θέμα της αγάπης και της προσφοράς στον άνθρωπο; Ούτε για αστείο ας μην το αναφέρουμε. Εδώ αγαπητοί μου δεν τολμούμε να συγκριθούμε με τον ειδωλολάτρη εκατόνταρχο στην έκφραση της ταπεινώσεως, της αγάπης, και της πίστης του στον Ιησού, να σκεφθούμε την σύγκριση με τη χριστιανική αγιότητα;
Για να μην αγγίξουμε και το άλλο κεφάλαιο που ονομάζεται χριστιανική κοινωνική δικαιοσύνη. Αλήθεια, πού και πότε; Σε ποιό μήκος και πλάτος της υφηλίου κατορθώθηκε να εφαρμοστεί αυθεντική Ευαγγελική δικαιοσύνη; Παρά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις, κατά τις οποίες στiς εκκλησιαστικές αρχές, ευρίσκονταν, χωρίς οι ίδιοι να το έχουν επιδιώξει, ηγετικές μορφές, που μαζί με την γνήσια δογματική Πίστη, αγωνίζονταν να εφαρμόσουν και αυτή την Ευαγγελική ζωή στη σκληρή καθημερινότητα των ανθρώπων. Οι ανυπέρβλητες σε δόξα  σελίδες της Ιστορίας στο κεφάλαιο αυτό, συγκλονίζουν κάθε καλοδιάθετη ψυχή, όταν βλέπει ότι οι Άγιοι αυτοί ποιμένες, αρκετές φορές, μετέτρεπαν την γλυκυτάτη τους γλώσσα σε τρίπλοκο φραγγέλιο! Και για να μην επέλθει κάποια παρεξήγηση, διευκρινίζουμε, ότι η πρακτική Ευαγγελική δικαιοσύνη, στις μάζες των Χριστιανικών λαών, δεν εφαρμόστηκε και δεν εφαρμόζεται, όχι φυσικά διότι αντικειμενικά είναι αδύνατον να εφαρμοστεί. Όχι τέτοιο πράγμα, αλλά διότι τόσο οι ταγοί ολοκλήρου του πολιτειακού και πολιτικού φάσματος δεν θέλουν για ποικίλους λόγους να την εφαρμόσουν, όσο και διότι, δυστυχώς, οι πνευματικοί και εκκλησιαστικοί ηγέτες, στην σκέψη και μόνο ότι θα κονταροχτυπηθούν με τη σκληρή και εν πολλοίς αισχρή εξουσία, προτιμούν την «σιωπήν των αμνών», με αποτέλεσμα να κατορθώνεται να παρουσιάζεται η δειλία με ένα όμως διάτρητο μανδύα συνέσεως…
Το δε κατάντημα και ο συμβιβασμός του Χριστιανικού κόσμου (που τελικώς δεν είναι καθόλου Χριστιανικός), με το άθλιο κοινωνικό κατεστημένο της αδικίας, κάποιες φορές φθάνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε άθεοι και αντίχριστοι να φέρουν τη συνθηματολογία της δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα να μπλέκει ο απλός κοσμάκης σε δήθεν κοινωνικούς αγώνες. Αποτέλεσμα όλων αυτών; Να αλυσοδένονται πολύ χειρότερα οι προδομένοι λαοί και να χάνουν εντελώς και αυτή τη ζωή τους, αφού πρώτα έχει εξαφανιστεί αυτή η κοινωνική ισότητα και η έρημη δικαιοσύνη… (Η πρόσφατη ιστορία των λαών, έχει να παρουσιάσει πολλές τέτοιες μαύρες σελίδες).
Το να θεολογεί κανείς, είναι εύκολη υπόθεση. Άλλωστε και ο ίδιος ο διάβολος γνωρίζει τέλεια σε θεωρητικό επίπεδο την πίστη. Το να δείχνει όμως κανείς έμπρακτα την πίστη του και να κάνει τον πόνο του άλλου πόνο δικό του, εκεί είναι η ουσία της υποθέσεως, στο παράδειγμα του εκατόνταρχου. Και ας μη φέρει τώρα κανείς αντίρρηση ότι εμείς οι Χριστιανοί καθοδηγούμαστε από τους επίσημους Αγίους της Εκκλησίας μας, και όχι από ειδωλολάτρες, διότι στην πράξη μόνο αυτό δεν συμβαίνει (Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που επιβεβαιώνουν των κανόνα). Ούτε βεβαίως θα πρέπει να περιορίσουμε την αγάπη και στοργή της Εκκλησίας στην προσφορά φαγητού και όχι μόνο. Καλά και άγια όλα αυτά, αλλά οπωσδήποτε είναι προτιμότερο να προλαμβάνουμε παρά να θεραπεύουμε, αφού άλλωστε, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου μας «τους πτωχούς πάντοτε θα τους έχουμε».
Φυσικά για την όλη κατάσταση, το μόνο που δεν ευθύνεται είναι το Ευαγγέλιο.
Σε τί μπορεί να φταίει, επί παραδείγματι, ο λόγος του Θεού, για την εκμετάλλευση που υφίστανται οι λαοί της Αφρικής από τους «πολιτισμένους και μη ειδωλολάτρες λευκούς»; (Αναμφιβόλως, δεν υφίστανται δράκουλες και ζόμπι, υπάρχουν όμως οι πολιτισμένοι εκμεταλλευτές που ροφούν το αίμα των ανθρώπων «με το καλαμάκι»).
Και σε τί μπορεί να κατηγορήσει κανείς αυτή καθαυτή την Ορθοδοξία, για το κατάντημα της πατρίδας μας σήμερα; Όχι αδελφοί μου. Τα λάθη πρωτίστως των Χριστιανών που ανέχονται την ποικίλη αδικία, ας μην τα φορτώνουμε στο Σώμα του Χριστού.
Τουλάχιστον ας είμαστε ειλικρινείς. Ας παραδεχθούμε ότι ούτε πίστη ζωντανή στον Χριστό διαθέτουμε, εφ΄όσον αφήνουμε ανεκμετάλλευτη και έχουμε θέσει σε αχρηστία την Ευαγγελική δικαιοσύνη. Ας ομολογήσουμε ότι «δι ημών βλασφημείται το όνομα του Θεού εν τοις έθνεσι». Ας σταθούμε, εάν τολμούμε, απέναντι στον εκατόνταρχο. Ας συγκρίνουμε «εαυτούς και αλλήλους» με την ταπείνωση, την δικαιοσύνη, την αγάπη και την πίστη του Ρωμαίου αξιωματικού.
Επιτέλους, ας γίνουμε περισσότερο ειλικρινείς με τον εαυτό μας και τότε θα ανθίσει η ελπίδα. Η ελπίδα αλλά και η βεβαιότητα ότι ήδη βρισκόμαστε εις οδόν θεραπείας…    
Και ας μη λησμονούμε ποτέ ότι: «Κανείς δεν μπορεί να απολαύσει την δικαιοσύνη και την δόξα του Θεού, εάν πρώτα δεν αγωνιστεί για την δικαιοσύνη και την ευτυχία των ταπεινών και ανήμπορων συνανθρώπων του».
Αμήν.


π. Ιωήλ
Κόνιτσα

Παρασκευή, Ιουνίου 29, 2012

“Ένας Μεγάλος…» [ π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος ] († 30 Ιουνίου 1964) π. Ιερόθεος Ανδρουτσόπουλος


Γράφει ο: π. Ιερόθεος Ανδρουτσόπουλος
  Είναι αλήθεια πως τέτοιες ημέρες κάθε χρόνο, ο νους πολλών πατρινών, η καρδιά πλειάδας πιστών, γυρνά στο παρελθόν και χτυπά στον ρυθμό της γλυκιάς ανάμνησης, της μοναδικής εμπειρίας της γνωριμίας και συνάντησης μ’ ένα πρόσωπο, που σημάδεψε την ζωή τους και κατεύθυνε την μετέπειτα πορεία τους.
 Στις 30 Ιουνίου 1964  η πατραϊκή κοινωνία, η τοπική Εκκλησία προέπεμψε στην αιωνιότητα τον  διδάσκάλο της, τον στοργικό της πατέρα, τον παπά των φτωχών, των προσφύγων της πονεμένης Ρωμιοσύνης, τον ακούραστο εργάτη του Ευαγγελίου.
  Έπαψε να αντιλαλεί στα βουνά και στα λαγκάδια, στις πόλεις και στα χωριά, το φλογερό του κήρυγμα, η προφητική, ως άλλου 

Μωϋσέως ,φωνή του, η ελεγκτική έκφρασις ως των 

Kριτών της Π.Διαθήκης.

  Και σήμερα, που ο κόσμος ξέχασε, λησμόνησε την απόστολή του, διέγραψε τον Θεό από την ζωή του, αναζητούμε αληθινούς μεγάλους ηγέτες, με γνήσια αυθεντική πίστη και αγάπη για την πατρίδα. Έντονα ηχούν στα αυτιά μας και στις κοιμισμένες συνειδήσεις μας τα λόγια του ποιητή:
« Κι’ αν είναι χίλια τ’ άσχημα, κι’ αν είναι τ’ άδεια αφέντες, φτάνει μια σκέψη, μια ψυχή, φτάνεις εσύ, εγώ φτάνω, να δώσει νόημα στων πολλών την ύπαρξη, ένας φτάνει(Κ. Παλαμάς)
   Ένας, ξεχωριστός, ιδιαίτερος μα και με ζήλο Θεού εμφορούμενος, ιερεύς,  ήταν ο π. Γερβάσιος. Στην εποχή του ο κόσμος τον αγάπησε μα και αρκετοί τον πολέμησαν. Δεν ήταν δυνατόν να γίνει διαφορετικά. Ήταν μεγάλος ο παππούλης! Του άρεσε το καλό, το αυθεντικό, το εκκλησιαστικό, το παραδοσιακό. Ήθελε τα πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν να γίνονται. Επιθυμούσε την τελειότητα και γι’ αυτό στο πρόσωπό του επαληθεύτηκε αυτό που εύστοχα λέχθηκε:
« Τους επιθυμητάς της τελειότητος  ο κόσμος τους μισεί γιατί διαρκώς αναταράσσουν τα νερά. Όταν όμως τους χάσει, τους αναζητεί γιατί έχει γίνει φτωχότερος και αυτό πλήρως το αντιλαμβάνεται και το κατανοεί».
(Mητροπ. Πατρών ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ)

Υπηρέτες Χριστού και οικονόμοι μυστηρίων Θεού[1] του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου Β’



Η τελευταία ημέρα του Ιουνίου είναι αφιερωμένη από την Αγία μας Εκκλησία στην μνήμη των αγίων Δώδεκα Αποστόλων, με το έργο των οποίων Αυτή θεμελιώθηκε, γι’ αυτό και ονομάστηκε Αποστολική.
Για να τιμήσουμε την μνήμη αυτών των θεμελίων της Εκκλησίας (βλ. Αποκ. Ιωάν. κα’, 19 – 20) και για να αντιληφθούν οι Χριστιανοί μας την απροσμέτρητη αξία τους, Θα τους αφιερώσουμε τις επόμενες γραμμές, με την επίγνωση ότι όσα θα γραφούν, δεν θα είναι αντάξια αυτών, οι οποίοι είναι ο δωδεκάστερος στέφανος της Νύμφης του Χριστού (βλ. ο.π., ιβ’, 1).
Όπως ο άγιος Ευαγγελιστής Λουκάς μας πληροφορεί, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, μετά από ολονύκτια προσευχή, «…προσεφώνησε τους μαθητάς αυτού[2], και εκλεξάμενος απ αυτών δώδεκα, ους και αποστόλους ωνόμασε» (Λουκ. στ’, 13). Μας δίνει κατόπιν και τα ονόματά τους: «Σίμωνα, ον και ωνόμασε Πέτρον, και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού. Ιάκωβον και Ιωάννην, Φίλιττπον και Βαρθολομαίον[3]. Ματθαίον και Θωμάν. Ιάκωβον τον του Αλφαίου και Σίμωνα τον καλούμενον Ζηλωτήν. Ιούδαν Ιακώβου και Ιούδαν Ισκαριώτην, ος και εγένετο προδότης» (Λουκ. στ’, 14 – 16). Την θέση του Ιούδα έλαβε με κλήρωση ο Ματθίας (βλ. Πράξ. α’, 23 – 26).
Η εκλογή αυτών των Δώδεκα από τον Κύριο δεν ήταν ούτε τυχαία, ούτε αυθαίρετη. Γνωρίζοντας -ως παντογνώστης Θεός- την άδολη πίστη τους και την αγαθή προαίρεσή τους, τους επέλεξε για το μεγάλο έργο του ευαγγελισμού της ανθρωπότητος. «Ότι ους προέγνω, και προώριοε… ους δε προώρισε, τούτους και εκάλεσε…» (Ρωμ. η’, 29). Αυτούς κατέστησε υπηρέτες Του και οικονόμους των μυστηρίων του Θεού.
Κάτι πού αποδεικνύει πόσο έτοιμοι ήσαν εσωτερικά, να αποδεσμευτούν από κάθε εγκόσμια φροντίδα και να αφοσιωθούν πλήρως στον καλέσαντα Κύριο, είναι το γεγονός των Ιακώβου και Ιωάννου, οι οποίοι μετά την κλήση τους «…ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών ακολούθησαν αυτώ» (Ματθ. δ’, 22).
Ποιος όμως είναι ο ρόλος του Αποστόλου; Στους χρόνους του Κυρίου, Απόστολος λέγεται αυτός, ο οποίος αποστέλλεται από κάποιο σημαντικό πρόσωπο (π.χ. βασιλέα) ως αντιπρόσωπος, προκειμένου να επιτελέσει κάποιο σπουδαίο έργο στο όνομα του αποστέλλοντος.
Με αυτή την έννοια, πρώτος Απόστολος του Ουρανίου Βασιλέως για την επιτέλεση του έργου της σωτηρίας του κόσμου, είναι αυτός ο ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός[4].
Αφού ο Κύριος ολοκλήρωσε το επίγειο μέρος της δίκης Του αποστολής, ανέθεσε την συνέχιση της στους Δώδεκα Μαθητές πού επέλεξε, λέγοντας τους: «…καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς» (Ιωάν. κ’, 21), «Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (Μάρκ. ιστ’, 15).
Για να φανεί ότι το έργο της σωτηρίας του κόσμου, πού με αυταπάρνηση και ζήλο μεγάλο επετέλεσαν οι άγιοι Απόστολοι, δεν ήταν ανθρώπινο, αλλά έργο του Τριαδικού Θεού, «…τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη, και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα καταισχύνη τα ισχυρά» (Α’ Κορ. α’, 27 – 28).
Βλέπουμε, λοιπόν, δώδεκα σχεδόν αγράμματους και κατά πλειονότητα ψαράδες στο επάγγελμα ανθρώπους να αναλαμβάνουν μια αποστολή, η οποία όχι μόνο για τα δικά τους, αλλά και γενικώς για τα ανθρώπινα μέτρα είναι ακατόρθωτη! Όταν όμως την ημέρα της Πεντηκοστής κατέρχεται και τους πλημμυρίζει το Άγιον Πνεύμα (βλ. Πράξ β’, 1 – 5), τότε «η Θεία Χάρις η τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληροϋσα»[5] τους μεταβάλλει σε Αποστόλους, άξιους συνεχιστές του έργου του πρώτου Αποστόλου και Σωτήρος Χριστού.
Έτσι, οι αλιείς των ψαριών έγιναν -κατά την πρόρρηση του Κυρίου- «αλιείς ανθρώπων» (Ματθ. δ’, 19) και με το αγκίστρι του λόγου ανέσυραν από τον βυθό της πλάνης αμέτρητα λογικά ψάρια, τους πλανεμένους ανθρώπους. Αυτό συνέβη, διότι ο λόγος των Αποστόλων δεν ήταν πλέον λόγος ανθρώπων και μάλιστα αγραμμάτων, αλλά λόγος Θεού. «Ου γαρ υμείς έστε οι λαλούντες, αλλά το Πνεύμα του Πατρός υμών το λαλούν εν υμίν» (Ματθ. ι’, 20), τους βεβαίωσε ο Κύριος.
Παρά το γεγονός ότι ήσαν άσημοι, πάμπτωχοι, άοπλοι, αδύναμοι, «ως πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι’, 16) και έγιναν «θέατρον… τω κόσμω. και αγγέλοις και ανθρώποις» (Α’ Κορ. δ’, 9)· παρά το γεγονός ότι επιτελούσαν το αποστολικό τους έργο πεινασμένοι, διψασμένοι, κουρελιασμένοι, ξυλοδαρμένοι, «λοιδορούμενοι», «διωκόμενοι», «βλασφημούμενοι»· παρά το γεγονός ότι κατήντησαν να θεωρούνται «ως  περικαθάρματα του κόσμου» και «πάντων περίψημα»[6], με το κήρυγμα τους «μάλλον δε προσετίθεντο πιστεύοντες τω Κυρίω πλήθη ανδρών τε και γυναικών» (Πράξ. ε’, 14).
Στην αθρόα προσέλευση του λαού στην Εκκλησία, εκτός από το κήρυγμα των Αποστόλων, συνέβαλε το πλήθος των σημείων (θαυμάτων), τα οποία αυτοί τελούσαν, αφού ο Κύριος τους έδωσε το χάρισμα, λέγοντας: «Ασθενούντας θεραπεύετε, λεπρούς καθαρίζετε, νεκρούς εγείρετε, δαιμόνια εκβάλλετε» (Ματθ. ι’, 8).
Ο Κύριος όμως δεν προίκισε τους Αποστόλους μόνο με το χάρισμα των «σημείων», αλλά με όλη την εξουσίαν, πού ο Ίδιος είχε λάβει «εν ούρανω και επί γης» (Ματθ. κη’, 18). Έτσι, βλέπουμε να τους κάνει μετόχους στο δικαίωμα του «δεσμείν και λύειν», πού άνηκε μέχρι τότε αποκλειστικά στον Θεό: «Όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» (Ματθ. ιη’, 18).
Με όλα αυτά τα χαρίσματα και την εξουσία προικισμένοι οι άγιοι Απόστολοι, καθοδηγούμενοι συνεχώς από το Άγιον Πνεύμα, οργάνωσαν το Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, χειροτονώντας κατά τόπους επισκόπους, πρεσβυτέρους και διακόνους «ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού» (Πράξ. κ’, 28).
Έδειξαν, τέλος, με την συγκρότηση της Αποστολικής λεγομένης Συνόδου (βλ. Πράξ. ιε’, 1 – 21) τον τρόπο επιλύσεως των θεμάτων πίστεως και κανονικής τάξεως, τα οποία κατά καιρούς ανακύπτουν στην Εκκλησία. Η Αποστολική Σύνοδος έγινε το πρότυπο για την συγκρότηση στη συνέχεια των Τοπικών και κυρίως των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες «εν Αγίω Πνεύματι» διετύπωσαν τα Δόγματα της Πίστεως και τους Ιερούς Κανόνες, οι οποίοι ρυθμίζουν τα θέματα διοικήσεως και πνευματικής ζωής της Εκκλησίας.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι το Άγιον Πνεύμα, το οποίο καθοδηγούσε τους Αποστόλους «εις πάσαν την αλήθειαν» (Τωάν. ιστ’, 13) και τους εστήριζε στην δύσκολη, αλλά σωτήρια αποστολή τους, είχε ήδη προτυπώσει και προεικονίσει αυτούς και το έργο τους στην Παλαιά Διαθήκη με πολλούς τύπους. Ας δούμε μερικούς:
Οι δώδεκα υιοί του Ιακώβ, οι κατά σάρκα γενάρχες του Ισραηλιτικού λαού, προτύπωσαν τους Δώδεκα Αποστόλους, οι οποίοι με το ευαγγελικό κήρυγμα γέννησαν εν Χριστώ (βλ. Α’ Κορ. δ’, 15) και έγιναν κατά πνεύμα γενάρχες του νέου Τσραήλ, του πλήθους δηλαδή των πιστών της Εκκλησίας.
Δώδεκα ήσαν οι πηγές των υδάτων στην όαση Αιλείμ (βλ. Έξοδ. ιε’, 27)[7], όπου κατεσκήνωσε ερχόμενος από την Αίγυπτο ο λαός του Ισραήλ και από αυτές ήπιε και ξεδίψασε. Πηγές πνευματικού ύδατος έγιναν οι Δώδεκα Απόστολοι, πού ξεδίψασαν με τα νάματα του θείου λόγου την ανθρωπότητα.
Δώδεκα ήσαν οι χάλκινοι βόες (βόδια) (βλ. Γ’ Βασιλ. ξ’, 30)[8], πάνω στους οποίους στηριζόταν ιι χάλκινη θάλασσα στον ναό του Σολομώντος και προτύπωναν τους Αποστόλους, οι οποίοι ως «λογικοί βόες» εγεώργησαν με το άροτρο του Σταυρού ολόκληρη την γη, για να καρποφορήσει η σωτηρία των ανθρώπων.
Δώδεκα ήσαν και οι κώδωνες (βλ. Έξοδ. κη’, 29 – 30) στην στολή του Αρχιερέως (πού ιερουργούσε στο ναό του Σολομώντος), ο ήχος των οποίων προτύπωνε το κήρυγμα των Δώδεκα Αποστόλων, με το οποίο καθιερώθηκε στην γη η «εν πνεύματι και αληθεία» προσκύνηση και λατρεία του Θεού.
Μετά από αυτή τη σύντομη αναφορά στις προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης, δεν μένει παρά να κλείσουμε με τους εγκωμιαστικούς λόγους προς τους Αποστόλους ενός εκκλησιαστικού ρήτορα, λέγοντας μαζί του:
«Χαίρετε πύλαι της άνω Σιών, ας αληθώς ηγάπησεν ο Κύριος υπέρ πάντα τα σκηνώματα Ιακώβ[9]. Χαίρετε των του κόσμου κτισμάτων η απαρχή, των δαιμόνων η συντριβή, των πιστών η καταφυγή… των πλανωμένων οι οδηγοί, των εσκοτισμένων οι φωτισταί, των αρρωστούντων οι ιαταί· χαίρετε και ικετεύσατε τον πάσης παρακλήσεως και χάριτος Θεόν… την οικείαν επισκέψασθαι κληρονομίαν… και θείναι… τους άρχοντας εν ειρήνη, ώστε εμπλιισθήναι την σύμπασαν γην της επιγνώσεως Αυτού… και προσκυνείν τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, τη μια Θεότητι και Βασιλεία και Δυνάμει νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν»[10].
Σημειώσεις:
  1. Βλ. Α’ Κορ. δ’. 1.
  2. Εννοεί τους ακροώμενους και δεχόμενους την διδασκαλία Του.
  3. Τον καλούμενο και Ναθαναήλ στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου (βλ. Ιωάν. α’, 46).
  4. «Όθεν. αδελφοί άγιοι…. κατανοήσατε τον απόστολον και αρχιερέα της ομολογίας ημών Χριστόν Ιησούν, πιστόν όντα τω ποιήσαντι αυτόν» (Εβρ. γ’, 1 – 2).
  5. Ευχή χειροτονίας των κληρικών.
  6. Όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος εξ ονόματος και των λοιπών Αποστόλων (βλ. Α’ Κορ. δ’, 11 – 13).
  7. Εκεί ήσαν και εβδομήντα στελέχη φοινίκων πού προεικόνιζαν τους άλλους Εβδομήντα Αποστόλους (βλ. Λουκ. ι’, 1 – 12).
  8. «Θάλασσα» ήταν μία τεράστια χάλκινη δεξαμενή νερού για τις ανάγκες του Ναού.
  9. Βλ. Αποκ. Ιωάν. κα’, 12 – 14 και Ψαλμός πστ’ (86), 2.
  10. Νικήτα Ρήτορος του Παφλαγόνος, Εγκώμιον εις τους Αγίους Ενδόξους και Πανευφήμους Δώδεκα Αποστόλους. Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμος ΣΤ. σελ. 493.
Πηγή: Ορθόδοξο Πνευματικό Έντυπο «Παρέμβαση Εκκλησιαστική», Απρίλιος – Ιούνιος 2012, Έτος 5ο, Τεύχος 19ο, Εκδότης Γραφείο Εκκλησιαστικής Κατηχήσεως και Διακονίας Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, Λευκωσία

Πῶς ἰσορροποῦμε; Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης






1) Ἀγαποῦμε τὸν Θεό.

2) Ἀγαποῦμε τὸν ἀδελφό μας.

3) Ἀποφεύγουμε τὶς διαμάχες, τὶς μνησικακίες καὶ τὸ μῖσος.

4) Τὸ βλέμμα μας τὸ καθαρίζουμε ἀπὸ τὴν περιέργεια καὶ τὴν ἐπιθυμία

5) Δὲν ὁρκιζόμαστε οὔτε στ’ ἀλήθεια οὔτε στὰ ψέμματα.

6) Δὲν εἴμαστε ἐκδικητικοὶ καὶ δὲν ἀνταποδίδουμε κακὸ στὸ κακό.

7) Δὲν πηγαίνουμε τοὺς ἀδελφούς μας στὰ δικαστήρια, ὅπου θὰ κριθοῦν πιθανὸν ἀπὸ κοσμικοὺς ἀνθρώπους.

8) Δὲν κατακρίνουμε.

9) Συγχωροῦμε τὰ σφάλματα τῶν ἀδελφῶν μας ὥστε νὰ συγχωρέσει καὶ τὰ δικά μας ὁ Θεός.

10) Οἱ ἐλεημοσύνες, οἱ προσευχὲς καὶ οἱ νηστεῖες δὲν γίνονται ὑποκριτικὰ ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καρδιά μας.

11) Δὲν στοχεύουμε σὲ ἐπίγειους θησαυροὺς, ἀλλὰ σὲ οὐράνιους. Καλύτερο θὰ ἦταν οἱ πλούσιοι νὰ κλαῖνε γιὰ τὰ πλούτη τους καὶ νὰ μὴν ὑπολογίζουν σ’ αὐτά.

12) Δὲν δείχνουμε μέριμνα γιὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, οὔτε δείχνουμε ἀγάπη γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὰ κοσμικὰ πράγματα· ἐπιζητοῦμε μᾶλλον τὰ οὐράνια ἀγαθά.

13) Δὲν ὑπερηφανευόμαστε, ἀλλὰ μένουμε ταπεινοί.

14) Δείχνουμε ὑπομονὴ στὶς θλίψεις.

15) Δὲν ἀγαποῦμε τὶς κοσμικὲς φροντίδες καὶ τὶς ὑλικὲς ἀπολαύσεις. Προσπαθοῦμε νὰ μὴ ζοῦμε μὲ ἀμέλεια καὶ πνευματικὴ ραθυμία, ἀλλὰ μὲ πνευματικὴ ἐγρήγορση καὶ ἑτοιμότητα κοιτάζοντας τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας.

16) Μετανοοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας.

17) Προσπαθοῦμε νὰ ξεπεράσουμε στὰ καλὰ ἔργα τοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἄλλως δὲν θὰ γευθοῦμε τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι ἁμαρτάνοντας θὰ τιμωρηθοῦμε βαρύτερα ἀπὸ κάποιον ἄπιστο.

 
*********


(Ἁπλοποιημένη μορφὴ κειμένου τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου περὶ τῶν βασικῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ καλύτερος καθρέφτης, ὁ καθρέφτης τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἔρχονται τὰ προβλήματα, τὰ ψυχικὰ καὶ τὰ κοινωνικὰ, ἐκεῖ ρίχνουμε τὴν ματιά μας γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ βροῦμε τὴν ἰσορροπία μας· τὶ μᾶς φταίει.) 

Στὴ μνήμη τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου - π. Ἀντώνιος Πινακούλας




Α. ΠΡΟΛΟΓΟΣ

1. Ἡ θέση τῆς γιορτῆς στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος

2. Ἀναφορὰ στὴν ἑορτὴ καὶ ἀναγγελία τοῦ θέματος


1. Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, γιορτάζουμε σήμερα τοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο. Γιατί σὰν σήμερα μαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ γιορτή τους, ἂν καὶ ἀκίνητη, ὁλοκληρώνει τὶς ἑορτὲς τοῦ Πάσχα. Ἀρχίσαμε νὰ προετοιμαζόμαστε γι' αὐτὴν νηστεύοντας ἀπὸ τὴν ἑπομένη τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πάντων.

2. Τί σημαίνει ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος μαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ; Γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, χρειάζεται πρῶτα νὰ μάθουμε ποιὰ εἶναι ἡ μαρτυρία τους. Ἀκούσαμε στὸ Εὐαγγέλιο τὸ ἐπεισόδιο ἐκεῖνο ὅπου ὁ Χριστὸς ρωτάει τοὺς μαθητὲς του τί νομίζουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος καὶ ποιὰ γνώμη ἔχουν ἐκεῖνοι γι' αὐτόν. Κι ἐκεῖ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὁμολογεῖ καὶ λέει ὅτι «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ». Αὐτὴ ἦταν ἡ μαρτυρία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Ὁ εὐαγγελιστὴς συνεχίζει γράφοντας ὅτι ὁ Χριστὸς τὸν ἐπαίνεσε καὶ τοῦ εἶπε ὅτι πάνω σ' αὐτὸ ποὺ εἶπες ἐγὼ θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία. Οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος καὶ οἱ ἄλλοι αὐτὸ μαρτύρησαν καθ' ὅλη τὴ ζωή τους καὶ γι' αὐτὸ τὸ λόγο πέθαναν μαρτυρικά. Αὐτὴ ἦταν ἡ μαρτυρία τους.


Β. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

1. Τί εἶναι μαρτυρία;

2. Τὸ μαρτύριο τῶν Ἀποστόλων

1. Τί σημαίνει ὅτι γίνομαι μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ; Ὅταν ὁ Χριστὸς ρώτησε τοὺς μαθητὲς «Ποιὸς λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι ἐγώ;», ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν ὅτι «Λένε πὼς εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι ὅτι εἶσαι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὅτι εἶσαι ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες». Μὲ λίγα λόγια τοῦ εἶπαν πὼς οἱ ἄνθρωποι εἶχαν τὴν καλύτερη γνώμη γιὰ Ἐκεῖνον χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅμως τὴν ἀλήθεια. Τὴν ἀλήθεια τὴ γνώριζαν μόνο οἱ Ἀπόστολοι. Ὅταν ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε ὅτι «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ», ὁ Χριστὸς τὸν διαβεβαίωσε ὅτι αὐτὸ τοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ οὐράνιος Πατέρας. Ὅτι δηλαδὴ αὐτὸ εἶναι ἕνα μυστικὸ ποὺ τοῦ τὸ μαρτύρησε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἀὐτὸ τὸ μυστικὸ δὲν τὸ μάθανε οἱ Μαθητὲς τυχαῖα. Δὲν τὸ ἄκουσαν κάπου ποὺ κυκλοφοροῦσε σὰν εἴδηση. Διαβάζουμε στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ γιὰ τοὺς ἁγίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅτι «οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως» (Ἑβρ. 11, 39). Γιὰ ὅλους αὐτοὺς δίδεται ἡ μαρτυρία ὅτι ἦταν πιστοί. Καὶ βέβαια ἐκεῖνος ποὺ μαρτυρεῖ γιὰ τὴν πίστη τῶν ἁγίων περισσότερο ἀπὸ ὅλους εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀπόλυτος καὶ μοναδικὸς μάρτυρας πάντων τῶν ἀνθρώπων καὶ πάντων τῶν γεγονότων. Ἡ πίστη λοιπὸν τῶν μαθητῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ προϋπόθεση τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Πίστεψαν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ περίμεναν καὶ σιγουρεύτηκαν ὅτι εἶναι ἴδιος ποὺ θὰ ξανάρθει.

Τί περιέχει τὸ μυστικό; Πρῶτα ἀπ' ὅλα περιέχει τὸ τί εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ πῶς διακρίνεται ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον. Τὸ δεύτερο ποὺ περιέχει εἶναι μία ἀπαίτηση ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ μυστικὸ γι' αὐτὸν ποὺ τὸ μαθαίνει. Τὸ μυστικὸ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ μάθουν καὶ ἄλλοι. Ἐὰν εἶναι δυνατόν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Αὐτὸ τὸ μυστικὸ δὲν εἶναι σὰν τὰ ἄλλα μυστικά, ποὺ ὅποιος τὰ μαθαίνει τὰ κρύβει γιὰ νὰ μὴν τὰ μάθουν ἄλλοι. Ἐπίσης ὅποιος τὸ μαθαίνει δὲν τὸ μαθαίνει σὰν εἴδηση ἤ σὰν πληροφορία, ἀλλὰ ὅπως τὸ ἔμαθε ὁ ἀπόστολος Πέτρος: ὡς ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ἔτσι ὅσοι καὶ ἂν τὸ μάθουν, αὐτὸ θὰ παραμένει μυστικό, ἐπειδὴ εἶναι μυστικὸς ὁ τρόπος ποὺ ἀποκαλύπτεται. Ὅσο καὶ ἂν τὸ γνωρίσουν, αὐτὸ θὰ παραμένει ἄγνωστο ἐὰν καθένας ποὺ τὸ γνωρίζει δὲν τὸ ζήσει προσωπικά, ἐὰν δὲν τὸ βιώσει βαθιὰ μὲ τὴν καρδιά του.

2. Τὸ νὰ γνωρίσουν καὶ ἄλλοι τὸ μυστικὸ συνεπάγεται γιὰ τὸν κάτοχό του μία εὐθύνη. Μπροστὰ σ' αὐτὴν τὴ εὐθύνη δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὄχι, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸ σημαίνει μεγάλες θυσίες, ἴσως καὶ τὸν θάνατο. Ἡ εὐθύνη αὐτὴ ὁδήγησε τοὺς Ἀποστόλους μέχρι τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.

Ὁδήγησε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Παῦλο στὴ Ρώμη καὶ στὸν μαρτυρικὸ θάνατο. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι μαρτύρησαν στὴ Ρώμη, ἦταν πολὺ λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ ἤξεραν γιὰ ποιὸ λόγο μαρτύρησαν καὶ γιατί πέθαναν. Ἦταν οἱ χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μιὰ πολὺ μικρὴ ὁμάδα ἀνθρώπων ποὺ ἤξεραν τοὺς Ἀποστόλους. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νόμισαν πὼς δίκαια τιμωρήθηκαν, κάποια παράβαση εἶχαν κάνει καί, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦν, δικάστηκαν καὶ τιμωρήθηκαν. Κι ὅταν ἀκούγανε ὅτι τιμωρήθηκαν γιὰ κάποιες ἰδέες ποὺ εἶχαν στὸ μυαλό τους, θὰ σκέφτονταν αὐτὰ ποὺ γράφει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὅτι πέθαναν τζάμπα. «Ἐδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι, καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν καὶ ἡ ἀφ' ἡμῶν πορεία σύντριμμα» (Σοφ. Σολ. 2, 2-3). Ἡ ζωὴ τους ἦταν μία συμφορὰ καὶ τὸ τέλος τους μία καταστροφή, σὰν ἕνα πράγμα ποὺ γίνεται συντρίμμια καὶ δὲν μένει τίποτα ἀπ' αὐτό, ἕνας θάνατος χωρὶς ἀξία. Ἔτσι εἶπαν οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν στὸ μυαλό τους ἰδέες καὶ μάλιστα ἐπικίνδυνες γιὰ τὴν κοινωνία καὶ τὸ κράτος. Καὶ καλά τοὺς ἔκαναν καὶ τοὺς ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ μέση. Ἔτσι σκέφτονταν.
Ὅμως, ἐνῶ αὐτοὶ μιλοῦσαν γιὰ τὸν ἴδιο θάνατο, ὅπως μιλοῦσαν καὶ οἱ χριστιανοὶ γιὰ τὸ θάνατο τῶν Ἀποστόλων, μόνο οἱ χριστιανοὶ μαρτυροῦσαν γι' αὐτό. Ἐπειδὴ μόνο οἱ χριστιανοὶ γνώριζαν τὸ μυστικό τους. Κι ἐκεῖνοι μετέφεραν τὴ μαρτυρία τους στοὺς ἑπόμενους, μέχρις ἐμᾶς. Γιατί μόνο αὐτοὶ γνώριζαν τὸ μυστικό τους ποὺ ἦταν τὸ ἴδιο μὲ αὐτὸ τῶν Ἀποστόλων. Ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, ἡ μαρτυρία δὲν εἶναι μία πληροφορία. Δὲν εἶναι κάτι ποὺ μεταδίδεται ὡς γνώση. Εἶναι κάτι διαφορετικό. Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ μαρτυρήσει γι' αὐτοὺς ποὺ μαρτύρησαν δεσμεύεται νὰ μᾶς μεταφέρει τὸ μυστικό τους. Εἶναι κάποιος ποὺ συμμετέχει σ' αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνοι ἔζησαν.


Γ. ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ


1. Σύνδεση μὲ τὰ προηγούμενα
2. Ἡ δική μας μαρτυρία

3. Ἡ δική μας γιορτὴ



1. Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ σήμερα λένε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος μαρτύρησαν γιὰ τὸν Χριστό; Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποῦ συνεχίζουν τὴ μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων; Εἴμαστε ἐμεῖς. Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτό; Θυμόσαστε, στὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅταν συμβαίνουν ὅλα ἐκεῖνα τὰ κακά, ἔρχεται ἕνας δοῦλος γιὰ νὰ πεῖ στὸν Ἰὼβ ὅτι ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὰ παιδιά σου «ξαφνικὰ φύσηξε ἄνεμος δυνατὸς ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τῆς ἐρήμου, χτύπησε τὸ σπίτι ἀπὸ παντοῦ καὶ τὸ γκρέμισε. Τὰ παιδιὰ πλακώθηκαν στὰ ἐρείπια καὶ σκοτώθηκαν καὶ μόνο ἐγὼ κατάφερα νὰ γλιτώσω γιὰ νὰ σοῦ φέρω τὰ νέα» (Ἰὼβ 1, 19). Αὐτὸς ποὺ γλίτωσε ἀπὸ τὸν ἴδιο θάνατο, αὐτὸς ποὺ ἐπέζησε, τὴν ὥρα ποὺ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰὼβ πέθαιναν, αὐτὸς μετέφερε τὴ μαρτυρία. Μετέφερε κάτι ποὺ τὸ εἶχε μέσα του, ποὺ τὸ ζοῦσε ὁ ἴδιος, ἦταν κάτι ζωντανό, κάτι ποὺ τὸν εἶχε συνταράξει. «Ἐγὼ γλίτωσα καὶ ἦρθα νὰ σᾶς πῶ». Κάπως ἔτσι λοιπὸν καὶ οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ μαρτυροῦσαν γιὰ τὸ μαρτύριο τῶν Ἀποστόλων. Τὸ ἴδιο συνέβη σ' αὐτοὺς καὶ στοὺς Ἀποστόλους. Ἦταν κάτι τὸ κοινό. Ζοῦσαν τὴν ἴδια ἐμπειρία στὴν ὁποία τοὺς ὁδήγησε ἡ πίστη στὸ Χριστὸ μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε.

2. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο μποροῦμε νὰ δοκιμάσουμε τὴ δική μας κατάσταση. Μποροῦμε νὰ θέσουμε στὸν ἑαυτό μας τὸ ἐρώτημα. Βγαίνοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ὅπου συναζόμαστε, θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαντήσουμε στὸ Χριστὸ μὲ τὰ λόγια ποὺ ἀπάντησε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος; Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, πρῶτα πρέπει νὰ ξεχωρίσουμε τὴ μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων ἀπὸ τὸ μαρτύριό τους. Τὸ μαρτύριό τους, ὁ θάνατός τους, μποροῦσε καὶ νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ ἐὰν ἦταν ἄλλες οἱ πολιτικὲς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς. Ἀντίθετα, ἡ μαρτυρία τους εἶναι κάτι ποὺ ἔχει μόνιμη καὶ διαρκὴ σημασία. Εἶναι κάτι ποὺ προσδιορίζει τὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν. Χωρὶς τὴ μαρτυρία χριστιανοὶ δὲν ὑπάρχουν. Μπορεῖ νὰ εἴμαστε καλοὶ ἄνθρωποι, μπορεῖ νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ καλὰ πράγματα, ἀλλὰ ἐὰν δὲν μεταφέρουμε στὸν κόσμο ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, τότε δὲν πιστεύουμε στὸ Θεό. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, πρέπει νὰ προσανατολιστοῦμε, ὅσο εἶναι δυνατό, στὴ ζωὴ τῶν Ἀποστόλων. Πίστη καὶ ἀφοσίωση στὸ πρόσωπό του, τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, συνείδηση ὅτι ἀνήκουμε σ' αὐτοὺς ποὺ κάλεσε ὁ Θεὸς καὶ ἀποτελοῦμε μαζί τους τὴν Ἐκκλησία του.


3. Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, γιορτάζουμε σήμερα τὸ μαρτύριο τῶν Ἀποστόλων, ποὺ στὴ σκέψη μας τὸ θεωροῦμε δεδομένο. Σὰν κάτι ποὺ ἦταν αὐτονόητο γι' αὐτοὺς καὶ σχεδὸν ὑποχρεωτικό. Ἐμεῖς πανηγυρίζουμε γι' αὐτό, εἶναι μία χαρούμενη μέρα γιὰ ἐμᾶς. Πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ἔχουν τὸ ὄνομά τους, εἶναι ἀκόμα πιὸ πολὺ χαρούμενοι γιατί ἔχουν τὴ γιορτή τους. Ἔχει σημασία ὅμως ἂν μᾶς συνδέει κάτι μὲ τὴ μαρτυρία τους. Μὲ αὐτὸ ποὺ τοὺς ὁδήγησε στὸ μαρτύριο. Ἐὰν μᾶς συνδέει κάτι μὲ τὸ δικό τους μυστικό, μὲ τὴ δική τους δέσμευση ἀπέναντι στὸ Θεό, τότε μποροῦμε νὰ γιορτάζουμε κι ἐμεῖς, ὅπως θέλει ὁ Θεὸς καὶ ὅπως ταιριάζει στοὺς Ἀποστόλους. Ἐὰν δηλαδή, ὅπως ἐκεῖνοι γνώρισαν τὸν Χριστὸ ὡς ἀληθινὸ Θεὸ καὶ αὐτὸ τὸ ὁμολογοῦσαν δημόσια κι αὐτὸ ἔγινε ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς τους, ἔτσι κι ἐμεῖς ποὺ βαπτιστήκαμε στὸ ὄνομά του καὶ γίναμε χριστιανοὶ καὶ συναζόμαστε ἐδῶ κάθε Κυριακή, ἔχουμε τὴν ἴδια δέσμευση ἀπέναντί του. Ἐὰν αἰσθανόμαστε τὴν ἴδια εὐθύνη ἀπέναντι στοὺς ἀδελφούς μας κι ἀπέναντι στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Νὰ μεταφέρουμε τὴν ἴδια μαρτυρία.


Δ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

1. Περίληψη προηγουμένων

2. Προτροπὴ


1.
 Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐγὼ μαρτυρῶ τὴν ἀλήθεια». Καὶ πρὸς τοὺς Φαρισαίους εἶπε: «Ἐσεῖς αὐτὴ τὴν ἀλήθεια δὲν τὴ λαμβάνετε. Δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει στὶς καρδιές σας. Γιατί; Γιατί εἶστε μακριὰ ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.» Ἀντίθετα, οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος, ποὺ τὸ μαρτύριό τους γιορτάζουμε σήμερα, ἀξιώθηκαν νὰ γίνουν μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μιλοῦν οἱ γενιὲς τῶν χριστιανῶν γι' αὐτοὺς δύο χιλιάδες χρόνια τώρα. Αὐτὸ ἔγινε γιατί ἔβαλαν βαθιὰ μέσα στὴν καρδιὰ τοὺς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ γνωρίσουν τὸν Χριστὸ ὡς ἀληθινὸ Θεὸ ποὺ τὸ βεβαίωσε μέσα τους ὁ ἴδιος ὁ οὐράνιος Πατέρας. Ἀπέναντι σ' αὐτὸ τὸ μυστικὸ δεσμεύτηκαν καὶ τὸ μετέφεραν στὴ Ρώμη γιὰ νὰ τὸ γνωρίσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.

2. Ἀλλοίμονο σέ μᾶς, ἐὰν ἡ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ, ἡ μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων, ἡ μαρτυρία τῶν μεγάλων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου δὲν παραλαμβάνεται. Ἀλλοίμονό μας, ἐὰν δὲν ὑποψιαζόμαστε κἄν τὴν ὕπαρξή της καὶ τὴν μπερδεύουμε μὲ ἄλλα πράγματα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μποροῦμε νὰ μαρτυρήσουμε στὸν κόσμο γιὰ τὸ Χριστό. Τότε πιὰ ὡς Χριστιανοὶ θὰ ἔχουμε μόνο τὸ ὄνομα καὶ θὰ εἴμαστε πολὺ μακριὰ ἀπ' αὐτὸ ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Ἀλλὰ μὲ τὶς εὐχὲς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς κάνει μάρτυρές Του, ὅπως Ἐκεῖνος θέλει. Ἀμήν!

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος Α.Α.Γκλαβίνας







Ὁ Παῦλος γεννήθηκε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας (Πρ. 22, 3) ἀπὸ Ἑβραίους γονεῖς τῆς φυλῆς Βενιαμὶν (Ρωμ. 11, 1. Φιλιππ. 3, 6). Ὡς πρὸς τὴν ἐξήγηση τοῦ νόμου ἀνῆκε στοὺς Φαρισαίους (Φιλιππ. 3, 6), ἦταν ρωμαῖος πολίτης (Πρ. 16, 37-38), πολίτης τῆς ξακουστῆς πόλης Ταρσοῦ (Πρ. 21, 39). Τὸ ἑβραϊκό του ὄνομα ἦταν Σαούλ.

Ὁ Ἱερώνυμος ἀναφέρει ὅτι ὁ Παῦλος, κατὰ παράδοση, καταγόταν ἀπὸ τὰ Γίσχαλα τῆς Παλαιστίνης. Τοῦτο πιθανῶς νὰ σημαίνει ὅτι κάποιος πρόγονὸς του καταγόταν ἀπὸ τὰ Γίσχαλα.

Στὴν Ταρσό, ποὺ ἦταν τότε κέντρο ἑλληνικῆς παιδείας καὶ στωικῆς φιλοσοφίας, διδάχτηκε ὁ Παῦλος τὰ ἑλληνικὰ καὶ γνώρισε τὴν ἑλληνικὴ σκέψη. Γι' αὐτὸ ὅταν μιλάει στοὺς Ἀθηναίους φέρνει στὸ νοῦ τους ἐκφράσεις γνωστὲς σ' αὐτούς, μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες θέλει νὰ περάσει τὸ μήνυμά του καὶ νὰ δώσει ἕνα παράδειγμα γιὰ τὸν τρόπο διοχέτευσης τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος.

Ἡ ἑβραϊκή του καταγωγή, ἡ ἑλληνική του παιδεία καὶ ἡ ἰδιότητά του ὡς ρωμαίου πολίτη καθιστοῦσαν τὸν Παῦλο ἴσως τὸν πιὸ κατάλληλο κήρυκα τῶν χριστιανικῶν ἰδεῶν στὸν κόσμο τῆς ἐποχῆς του. Ὁ κοσμοπολιτισμὸς του ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ γίνει τακτικὸς ἐπισκέπτης τῆς ἰουδαϊκῆς συναγωγῆς τῆς Ταρσοῦ καὶ φανατικὸς ὑποστηρικτὴς τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου καὶ τῶν ὁραματισμῶν τῶν ὁμοφύλων του: διδάχτηκα μὲ ἀκρίβεια τὸ νόμο τῶν πατέρων μας, ἀγωνίστηκα μὲ ζῆλο γιὰ τὸ Θεὸ (Πρ. 22, 3) καὶ ἤμουν ἄμεμπτος σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν τήρηση τοῦ νόμου (Φιλιπ. 3, 6). Σ' αὐτὸ συνέτεινε περισσότερο καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι νωρὶς πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ σπουδάσει τὸ νόμο κοντὰ στοὺς ραββίνους.

Οἱ εὔποροι, ὅπως φαίνεται, γονεῖς του θέλησαν ὄχι μόνο νὰ τὸν μορφώσουν περισσότερο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἴσως ἀπὸ ἐπιδράσεις ποὺ μποροῦσαν νὰ ἀσκήσουν ἐπάνω του τὰ φιλοσοφικὰ ρεύματα ποὺ διακινοῦνταν στὴν Ταρσὸ καὶ τὸ εἰδωλολατρικὸ καὶ ἑλληνιστικὸ περιβάλλον καθὼς καὶ ἡ διάδοση τῶν μυστηριακῶν θρησκειῶν.

Στὰ Ἱεροσόλυμα ἔμενε καὶ ἡ ἀδελφή τοῦ Παύλου, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς Πράξεις, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὸν ἀνεψιὸ του (Πρ. 23, 16). Στὴν πόλη αὐτὴ ἔγινε μαθητὴς τοῦ Γαμαλιὴλ (Πρ. 22, 3), βυθίστηκε στὴ μελέτη τῆς νομικῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης τοῦ ραββινισμοῦ καὶ καυχόταν ὅτι αὐτὸς ὁ Ἰουδαῖος τῆς διασπορᾶς πρόκοβε στὸν Ἰουδαϊσμὸ πιὸ πολὺ ἀπὸ πολλοὺς συνομήλικους συμπατριῶτες του, γιατί εἶχε μεγαλύτερο ζῆλο γιὰ τὶς προγονικές του παραδόσεις (Γαλ. 1, 14).

Ὁ Παῦλος φαίνεται ὅτι ἔμεινε διὰ βίου ἄγαμος, γιατί αὐτὸ ποὺ γράφει πρὸς τοὺς Κορινθίους (1 Κορ. 9, 5), μήπως δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ ἔχω μαζί μου στὰ ταξίδια «ἀδελφὴ γυναίκα», ὅπως κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι καὶ τὰ ἀδέρφια τοῦ Κυρίου καὶ ὁ Κηφᾶς; σημαίνει μᾶλλον τὸ δικαίωμα νὰ τὸν συνοδεύει στὶς ἱεραποστολικές του περιοδεῖες μία γυναίκα, χριστιανὴ ἀδερφή, γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετεῖ, ὥστε ὁ ἴδιος νὰ ἐπιδίδεται ἀνενόχλητα στὸ ἔργο του. ’λλωστε εἶχε, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει, ἀρρώστια ἀθεράπευτη ποὺ καὶ αὐτὴ ἴσως δὲν τὸν ἐπέτρεπε νὰ δημιουργήσει οἰκογένεια: Γιὰ νὰ μὴν περηφανεύομαι, ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε μία ἀρρώστια, ἕνα ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ νὰ μὲ ταλαιπωρεῖ. Γι' αὐτὴ τὴν ἀρρώστια τρεῖς φορὲς παρακάλεσα τὸν Κύριο νὰ τὴ διώξει ἀπὸ πάνω μου. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν: «Σοῦ ἀρκεῖ ἡ δωρεά μου, γιατί ἡ δύναμή μου φανερώνεται στὴν πληρότητά της μέσα σ' αὐτὴ τὴν ἀδυναμία σου» (2 Κορ. 12, 7-9).

Ἡ γέννησή του τοποθετεῖται μεταξύ τοῦ 5 καὶ 15 μ.Χ. Στὴν Ἱερουσαλὴμ πρέπει νὰ ἦρθε γύρω στὸ 30 καὶ δὲν εἶναι βέβαιο ἂν γνώρισε τὸ Χριστὸ κατ' ἄνθρωπο (πρβλ. 2 Κορ. 5, 16).

Στὸ λιθοβολισμὸ τοῦ Στεφάνου ὁ νεανίας καλούμενος Σαῦλο ς ἦταν παρὼν καὶ ὄχι μόνο στὰ πόδια του ἄφησαν οἱ λιθοβολήσαντες τὸ Στέφανο Ἰουδαῖοι τὰ ἱμάτιά τους ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ἐπικροτοῦσε τὴ θανάτωση τοῦ Στεφάνου (Πρ. 7, 59-60). Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία αὐτὴ ὁ Παῦλος φανατίστηκε ἀκόμη περισσότερο ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ρήμαζε τὴν Ἐκκλησία, ἔμπαινε μὲ τὴ βία στὰ σπίτια, ἔσερνε ἔξω ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ τοὺς ἔριχνε στὴ φυλακὴ (Πρ. 8, 3).

Σὲ μία τέτοια στιγμὴ παροξυσμοῦ, τὸ 34, τὸν κάλεσε ὁ Χριστὸς κοντά του καὶ ἀπὸ ἐχθρό του (πρβλ. Ρωμ. 5, 10) τὸν ἔκαμε ἐκείνη τὴ στιγμὴ σκεῦος ἐκλογῆς (Πρ. 9, 15). Τὸ ὅραμα τοῦ Παύλου στὸ δρόμο πρὸς τὴ Δαμασκὸ (Πρ. 9, 1-29. 22, 3-21. 26, 9-20• πρβλ. Γαλ. 1, 13-16. 1 Κορ. 15, 8. Φιλιππ. 3, 12. Ἐφ. 3, 3), ὅπου πήγαινε νὰ συλλάβει χριστιανούς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νὰ τοὺς φέρει στὰ Ἱεροσόλυμα (Πρ. 9, 1 ἑξ.), ἀποτελεῖ συγκλονιστικὸ γεγονὸς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἡ Δαμασκὸς σημάδεψε καίρια τὴ ζωὴ τοῦ Παύλου καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη τῆς μεταστροφῆς του ἄρχισε γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ θετικὴ μέτρηση.

Στὴ Δαμασκὸ ὁ Παῦλος βαφτίστηκε καὶ κατηχήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνανία (Πρ. 9, 17-19) καὶ ἀναχώρησε στὴν Ἀραβία (Γαλ. 1, 17), ἴσως γιὰ λόγους ἀσφάλειας.

Ἀπὸ τὴν Ἀραβία (τὸ βασίλειο τῶν Ναβαταίων στὰ νότια τῆς Δαμασκοῦ) γύρισε καὶ πάλι στὴ Δαμασκὸ (Γαλ. 1, 17), ὅπου γιὰ τρία χρόνια ἐργάστηκε ἱεραποστολικά, ἀπὸ τὸ 34 μέχρι τὸ 37. Ἐξαιτίας τῶν ἐπιβουλῶν τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον του ἀναγκάστηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ (Πρ. 9, 23-25) καὶ στὴ φυγὴ του αὐτὴ συντέλεσε καὶ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέθας, βασιλιὰς τῶν Ναβαταίων, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν πιάσει (2 Κορ. 11, 32-33).

Τὸ 37 πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν Πέτρο καὶ ἐκεῖ ἔμεινε 15 ἡμέρες. Τότε γνώρισε, ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, μόνο τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο (Γαλ. 1, 18-19). Ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μαθαίνουμε ὅτι ὁ Βαρνάβας ἔκαμε γνωστὸ τὸν Παῦλο στοὺς χριστιανικοὺς κύκλους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ στοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ πιστέψουν ὅτι ὁ Παῦλος ἦταν πιὰ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐνῶ ὁ Παῦλος προσπαθοῦσε νὰ συνδεθεῖ μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ τὸν φοβοῦνταν (Πρ. 9, 26). Στὶς λίγες ἡμέρες τῆς παραμονῆς του στὰ Ἱεροσόλυμα, συζητοῦσε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς ἑλληνιστὲς Ἰουδαίους ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν φονεύσουν• γι' αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ τὸν πῆγαν μέχρι τὴν Καισάρεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἐξαπέστειλαν στὴν πατρίδα του Ταρσὸ (Πρ. 9, 26-30).

Γιὰ τὴ δράση τοῦ Παύλου στὶς περιοχὲς τῆς Συρίας καὶ Κιλικίας (Γαλ. 1,21), στὴ δεκαετία ἀπὸ τὸ 37 μέχρι τὸ 47, γιὰ τὴν ὁποία ἄκουγαν οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ δόξαζαν τὸ Θεό, πὼς αὐτὸς ποὺ κάποτε τὶς καταδίωκε καὶ τώρα κηρύττει τὴν πίστη ποὺ ἄλλοτε προσπαθοῦσε νὰ ἐξαφανίσει (Γαλ. 1, 22-23), δὲν γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο.

Ἀργότερα ὁ Βαρνάβας βρῆκε τὸν Παῦλο στὴν Ταρσὸ καὶ τὸν ἔφερε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἀφοσιώθηκαν γιὰ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο στὸ κήρυγμα κυρίως ἀνάμεσα στοὺς Ἐθνικοὺς (Πρ. 11, 25-26).

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας πῆγαν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ μεταφέρουν τὴ βοήθεια τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀντιοχείας πρὸς τοὺς ἀδελφούς τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ ὑπόφεραν ἀπὸ τὸ λιμὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κλαυδίου (Πρ. Π, 27-30). Στὴν ἐπιστροφή τους στὴν Ἀντιόχεια πῆραν μαζί τους καὶ τὸ Μάρκο (Πρ. 12, 25). Ἴσως ὁ Παῦλος ἔκαμε ἀκόμη ἕνα ταξίδι στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ τὸ Βαρνάβα καὶ τὸν Τίτο (Γαλ. 2, 1 ἐξ.)

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ἄρχισε τὸ τεράστιο ἔργο τοῦ Παύλου μὲ τὴν πρώτη ἀποστολικὴ περιοδεία (47-48), στὴν ὁποία τὸν ἔστειλε μαζὶ μὲ τὸ Βαρνάβα ἡ χριστιανικὴ κοινότητα τῆς Ἀντιόχειας (Πρ. 13, 2-3).

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια κατέβηκαν στὴ Σελεύκεια, ἀπέπλευσαν στὴν Κύπρο καὶ δίδαξαν στὴ Σαλαμίνα, στὶς ἑβραϊκὲς συναγωγές. Κοντὰ τους ἦταν καὶ ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Βαρνάβα, ὁ Μάρκος. Πέρασαν τὸ νησὶ μέχρι τὴν Πάφο• ἐδῶ πίστεψε ὁ ἀνθύπατος Σέργιος Παῦλος καὶ τιμωρήθηκε ὁ μάγος Ἐλίμας (Βαριησοῦς), Ἰουδαῖος ψευδοπροφήτης. Ἀπὸ τὴν Πάφο πῆγαν στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας. Ἀπὸ ἐδῶ τοὺς ἐγκατέλειψε ὁ Μάρκος, ποὺ γύρισε στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας ἦταν ὁ ἑπόμενος σταθμὸς τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα. Στὴν πόλη αὐτὴ κήρυξαν ὄχι μόνο στὴ συναγωγὴ ἀλλὰ καὶ στοὺς Ἐθνικοὺς ποὺ ἦταν προσήλυτοι στὸν Ἰουδαϊσμό. Ἡ παρουσία τους στὴν Ἀντιόχεια ἦταν ἐντυπωσιακή, ὥστε οἱ Ἰουδαῖοι ξεσήκωσαν ἐναντίον τους τὸν κόσμο καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς πόλης. Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἀναγκάστηκαν τότε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Ἀντιόχεια καὶ νὰ πᾶνε στὸ Ἰκόνιο (Πρ. 13, 4-52). Καὶ ἐδῶ ὅμως τοὺς ἀκολούθησαν πολλοὶ Ἰουδαῖοι καὶ Ἐθνικοὶ ἀλλὰ καὶ πάλι ἐκδιώχτηκαν, ὁπότε ἀναγκάστηκαν νὰ καταφύγουν στὶς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστρα καὶ Δέρβη καὶ τὰ περίχωρα, κηρύττοντες τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Στὰ Λύστρα ὁ Παῦλος θεράπευσε κάποιο χωλὸ ἀπὸ γεννησιμιοῦ του. Οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ τὸ Ἰκόνιο, ἀφοῦ ξεσήκωσαν τὸ λαὸ τῶν Λύστρων, λιθοβόλησαν τὸν Παῦλο μέχρι θανάτου καὶ τὸν μετέφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας πῆγαν στὴ Δέρβη, ὅπου ἄγρευσαν ἀρκετούς. Ἀπὸ τὴ Δέρβη ἐπέστρεψαν στὰ Λύστρα, στὸ Ἰκόνιο καὶ τὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ στηρίζουν τοὺς πιστεύσαντες καὶ νὰ χειροτονήσουν γὶ αὐτοὺς Πρεσβυτέρους σὲ κάθε Ἐκκλησία. Μέσω τῆς Πισιδίας ἦρθαν στὴν Παμφυλία, κήρυξαν στὴν Πέργη καὶ κατέβηκαν στὴν Ἀττάλεια.

Ὕστερα ἀπὸ τὴν περιοδεία αὐτή, ποὺ εἶχε στόχο τὶς μεγάλες ἰουδαϊκὲς κοινότητες τῆς Κύπρου καὶ Ἀσίας καὶ σὲ δεύτερο λόγο τοὺς Ἐθνικούς, πρὸς τοὺς ὁποίους στρεφόταν ὁ Παῦλος μέσω τῶν Ἐθνικῶν προσηλύτων, ξαναγύρισαν στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας (Πρ. 14, 1-26).

Ἡ περιοδεία αὐτή, ποὺ ἦταν γεμάτη διωγμοὺς καὶ ταλαιπωρίες (2 Τιμ. 3, 11), πέτυχε γιατί δημιουργήθηκαν πολλὲς χριστιανικὲς κοινότητες κυρίως ἀνάμεσα στοὺς Ἐθνικούς.

Στὴν Ἀντιόχεια ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἔμειναν ἀρκετὸ καιρὸ μὲ τοὺς Χριστιανοὺς (Πρ. 14, 28). Τὸ 49 ὁ Παῦλος ἔλαβε μέρος στὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο στὰ Ἱεροσόλυμα.

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ξεκίνησε καὶ πάλι ὁ Παῦλος γιὰ τὴ δεύτερη περιοδεία του (49-52)• αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως εἶχε ὡς συνοδὸ τὸ Σίλα καὶ ὄχι τὸ Βαρνάβα. Ὁ Βαρνάβας δὲ δέχτηκε νὰ λάβει μέρος στὴν περιοδεία αὐτή, γιατί ὁ Παῦλος ἀρνήθηκε νὰ πάρουν μαζί τους τὸ Μάρκο, ποὺ τοὺς ἄφησε στὴ διάρκεια τῆς πρώτης περιοδείας καὶ γύρισε στὴν Ἀντιόχεια. Ὕστερα ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ ὁ Βαρνάβας πῆρε τὸ Μάρκο καὶ πῆγαν στὴν Κύπρο (Πρ. 15, 35-40).

Ὁ Παῦλος μὲ τὸ Σίλα πέρασαν τὴ Συρία καὶ Κιλικία, στηρίζοντες τὶς Ἐκκλησίες στὶς χῶρες αὐτὲς (Πρ. 15, 41) καὶ ἔφτασαν στὴ Δέρβη καὶ στὰ Λύστρα. Ἀπὸ τὴν πόλη αὐτὴ παρέλαβαν μαζί τους τὸν Τιμόθεο, ἀφοῦ τὸν περιέτεμαν γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν ἔτσι τοὺς Ἰουδαίους τῶν περιοχῶν ἐκείνων. Στὴ συνέχεια πέρασαν ἀπὸ τὴ Φρυγία καὶ τὴ Γαλατικὴ χώρα, τὴ χώρα δηλ. τῶν παλαιῶν Γαλατῶν (Πρ. 16, 1-6). Ἐδῶ ὁ Παῦλος ἀσθένησε, ἀναγκάστηκε ἔτσι νὰ μείνει κοντὰ στοὺς Γαλάτες καὶ νὰ κηρύξει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ (Γαλ. 4, 13-15). Μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ ὁ Παῦλος, ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος παρέκαμψαν τὴ Μυσία καὶ ἀπέφυγαν τὴ Βιθυνία, κατέβηκαν στὴν Τρωάδα. Ἐδῶ προστέθηκε στὴ συνοδεία τους καὶ ὁ Λουκᾶς.

Ἐνῶ ὁ σκοπὸς τοῦ Παύλου, στὴ δεύτερή του αὐτὴ περιοδεία, ἦταν νὰ ἐπισκεφθεῖ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ εἶχε ἱδρύσει πιὸ μπροστὰ καὶ νὰ ἰδεῖ πῶς ἔχουν, τώρα, μὲ τὸν ἐρχομό του στὴν Τρωάδα, ἡ τωρινὴ περιοδεία του θὰ πάρει ἄλλη μορφὴ καὶ οἱ διαστάσεις της θὰ διευρυνθοῦν.

Ὕστερα ἀπὸ ἕνα νυχτερινὸ ὅραμα ἦρθε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς συνεργάτες του μέσω Σαμοθράκης στὴ Νεάπολη τῆς Μακεδονίας καὶ ἀπὸ τὴ Νεάπολη στοὺς Φιλίππους. Τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν Ἀσία στὴν Εὐρώπη ἦταν ἕνα σημαντικὸ γεγονὸς στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν κόσμο.

Στοὺς Φιλίππους ἔμειναν μερικὲς ἡμέρες καὶ βάφτισαν τὴ Λυδία καὶ τοὺς δικούς της. Ἡ θεραπεία ὅμως μιᾶς μαντευόμενης δούλης, ποὺ ἔφερνε πολλὰ κέρδη στοὺς κυρίους της, ἔγινε αἰτία νὰ ραβδιστοῦν καὶ νὰ μποῦν στὴ φυλακὴ γιὰ ἀντιρωμαϊκὲς δῆθεν ἐνέργειες. Οἱ κατηγορίες, ποὺ τοὺς προσάπτονται, ὅταν ὁδηγοῦνται βιαίως στὴν ἀγορὰ γιὰ νὰ παρουσιαστοῦν στὶς ἀρχές, εἶναι ὅτι ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνεργάτες τους εἶναι Ἰουδαῖοι καὶ προκαλοῦν ταραχὲς στὴν πόλη, θέλοντας νὰ εἰσαγάγουν ἔθιμα ποὺ δὲν ἐπιτρέπονταν νὰ τὰ δεχτοῦν ἢ νὰ τὰ τηροῦν ὅσοι ἦταν Ρωμαῖοι. Ἔτσι οἱ Ρωμαῖοι ἄρχοντες τῶν Φιλίππων ὑποκύπτουν στὸ ἀντιϊουδαϊκὸ πνεῦμα τῶν πολιτῶν καὶ τιμωροῦν τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνεργάτες του ὡς Ἰουδαίους, χωρὶς κἄν νὰ ὑποψιάζονται ὅτι τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων ξεπέρασε τοὺς Ἰουδαίους καὶ τὸ μωσαϊκὸ νόμο καὶ γι' αὐτὸ ἀποτελοῦσε πρόκληση καὶ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους.

Οἱ φυλακισμένοι Ἀπόστολοι ἐλευθερώθηκαν μὲ θαυμαστὸ τρόπο καὶ αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ βαπτιστοῦν Χριστιανοὶ ὁ φύλακάς τους μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς δικούς του (Πρ. 16, 7-40).

Ἀπὸ τοὺς Φιλίππους, μέσω τῆς Ἀμφίπολης καὶ τῆς Ἀπολλωνίας, ὁ Παῦλος μὲ τὸ Σίλα καὶ τὸν Τιμόθεο ἦρθαν στὴ Θεσσαλονίκη, ρωμαϊκὴ ἀποικία μὲ δικαιώματα ἐλεύθερης πόλης, πρωτεύουσα τῆς μεγάλης σὲ ἔκταση ρωμαϊκῆς ἐπαρχίας τῆς Μακεδονίας, πόλη πλούσια καὶ σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ τὸ ἐμπόριο, τὶς συγκοινωνίες καὶ τὴν πνευματικὴ κίνηση. Ὁ Λουκᾶς δὲν τοὺς συνόδεψε ὥς τὴ Θεσσαλονίκη• ἔμεινε στοὺς Φιλίππους.

Στὴ Θεσσαλονίκη ὁ Παῦλος κήρυξε στὴ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων ἐπὶ τρία συνεχόμενα Σάββατα, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν παρέμεινε στὴν πόλη αὐτὴ περισσότερο χρόνο ἀπὸ τρεῖς ἑβδομάδες. Ἴσως τὰ λόγια τοῦ Παύλου (1 Θεσσ. 1, 7-8 καὶ Φιλιππ. 4, 16) προϋποθέτουν περισσότερο χρόνο δράσης τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ δράση αὐτὴ τοῦ Παύλου προκαλεῖ τοὺς Ἰουδαίους τῆς Θεσσαλονίκης, ποὺ δημιουργοῦν ἀναταραχὴ καὶ κατηγοροῦν τοὺς Ἀποστόλους. Ἔτσι οἱ ἀρχὲς τῆς πόλης, οἱ πολιτάρχες, ἑτοιμάζονται νὰ ἐπέμβουν, ὀπότε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς συνοδοὺς του ἀναγκάζονται νὰ φύγουν νύχτα στὴ Βέροια.

Ἡ ὀλιγόχρονη μὰ καρποφόρα παραμονὴ τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη συνοδεύτηκε ἀπὸ πόνους προσωπικοὺς καὶ οἱ Θεσσαλονικεῖς, ποὺ πίστεψαν στὸ κήρυγμά του καὶ ἀποτέλεσαν τὴν πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα τῆς πόλης αὐτῆς, δοκίμασαν πολλὴ θλίψη καὶ σκληρὸ διωγμό. Σ' αὐτὲς τὶς σκέψεις μᾶς ὁδηγοῦν τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Παύλου: κάτω ἀπὸ σκληρὸ διωγμὸ ἀποδεχτήκατε τὸ κήρυγμα (1 Θέσσ. 1, 6), ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε θάρρος, ὥστε νὰ σᾶς κηρύξουμε τὸ Εὐαγγέλιό του μέσα ἀπὸ πολλὲς δυσκολίες (1 Θεσσ. 2, 2) ἐσεῖς, ἀδελφοὶ μιμηθήκατε ἐκεῖνες τὶς ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ ποὺ βρίσκονται στὴν Ἰουδαία καὶ πιστεύουν στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γιατί κι ἐσεῖς πάθατε τὰ ἴδια ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες σας, ὅπως κι ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους (1 Θεσσ. 2, 14).

Στὴ Βέροια τὰ ἀποτελέσματα τοῦ κηρύγματός του ἦταν εὐχάριστα καὶ οἱ Ἰουδαῖοι τῆς πόλης αὐτῆς, πιὸ εὐγενεῖς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τῆς Θεσσαλονίκης, δέχτηκαν τὸ κήρυγμά του πρόθυμα, ὅπως καὶ πολλὲς Ἑλληνίδες καὶ Ἕλληνες ἐπίσημοι. Οἱ σκληροὶ ὅμως Ἰουδαῖοι τῆς Θεσσαλονίκης ἔφτασαν στὴ Βέροια καὶ ἀνάγκασαν μερικοὺς Χριστιανοὺς νὰ συνοδέψουν τὸν Παῦλο μέχρι τὴ θάλασσα γιὰ νὰ φύγει μ' αὐτοὺς γιὰ τὴν Ἀθήνα (Πρ. 17, 1-14). Στὴ Βέροια ἔμειναν ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος.

Στὴν Ἀθήνα δὲν εἶχε τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου μεγάλες ἐπιτυχίες (Πρ. 17, 16-34), γι' αὐτὸ σκεφτόταν πῶς νὰ πάει στὴν Κόρινθο, μήπως καὶ ἐκεῖ ἔχει τὴν ἴδια τύχη (1 Κορ. 2, 3). Στὸν ' Ἄρειο Πάγο ὁ Παῦλος «ἀνακρίθηκε» ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους, χλευάστηκε καὶ ἀποπέμφθηκε μὲ προοπτικὴ νὰ ξαναανακριθεῖ, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν πρώτη ἐπαφή τους μὲ τὸν Παῦλο οἱ Ἀθηναῖοι δὲν πολυκατάλαβαν τί τοὺς ἔλεγε καὶ θεώρησαν τὰ λόγια του καὶ τὸ κήρυγμά του σπερμολογίες (παραμύθια).

Στὴν Κόρινθο ἔμεινε ἐνάμιση χρόνο κοντὰ στοὺς σκηνοποιοὺς Ἀκύλα καὶ Πρίσκιλλα, ποὺ εἶχαν ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἰταλία ἐξαιτίας τοῦ Κλαυδίου, ὁ ὁποῖος ἐδίωξε ὅλους τους Ἰουδαίους ἀπὸ τὴ Ρώμη. Κάθε Σάββατο ὁ Παῦλος κήρυττε στὴ συναγωγή, διαλεγόταν μὲ τοὺς Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες προσηλύτους, καὶ τοὺς ἔπειθε. Ἔτσι στὴν Κόρινθο τὸ κήρυγμά του εἶχε σημαντικὴ ἐπιτυχία. Κοντὰ του τώρα ἦρθαν ἀπὸ τὴ Βέροια ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος, ποὺ εἶχαν εἰδοποιηθεῖ ἀπὸ τὸν Παῦλο μὲ τοὺς Βεροιῶτες συνοδοὺς τοῦ Παύλου, ὅταν αὐτοὶ ἄφησαν τὸν Παῦλο στὴν Ἀθήνα καὶ γύρισαν στὴν πατρίδα τους (Πρ. 17, 15. 1 Θεσσ. 3, 1-2. Πρ. 18, 5). Τὰ νέα ἀπὸ τὴ Μακεδονία ἦταν εὐχάριστα (ἡ πίστη στερεωνόταν) καὶ δυσάρεστα (ἡ συμπεριφορὰ τῶν Ἰουδαίων ἀπέναντι στοὺς Χριστιανοὺς ἦταν σκληρή).

Ὁ Παῦλος ἀλλάζει πιὰ στὴν Κόρινθο τακτική, ἐγκαταλείπει τὴ συναγωγὴ καὶ στρέφεται πρὸς τοὺς Ἐθνικούς. Ὁ ἀρχισυνάγωγος Κρίσπος μὲ ὅλους τοὺς δικούς του καὶ πολλοὶ Κορίνθιοι πίστεψαν στὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου.

Καὶ ἐδῶ ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι δὲν τὸν ἄφησαν ἥσυχο• τὸν ὁδήγησαν στὸν ἀνθύπατο τῆς Ἀχαΐας Γαλλίωνα, ποὺ ἦρθε τὸ 51, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι προσπαθεῖ νὰ πείσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λατρεύουν τὸ Θεὸ μὲ τρόπο ποὺ εἶναι ἀντίθετος στὸ νόμο (Πρ. 18, 13). Ἡ στάση ὅμως τοῦ Γαλλίωνα, νὰ μὴ δώσει σημασία στὶς αἰτιάσεις τῶν Ἰουδαίων, ἦταν ἐνισχυτικὴ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Παύλου. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ τελικὰ πλήρωσε γιὰ ὅλα αὐτὰ ἦταν ὁ ἀρχισυνάγωγος Σωσθένης, ποὺ ἔφαγε ἀρκετὸ ξύλο ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους μπροστὰ στὸ δικαστήριο: Ὁ Γαλλίων εἶπε στοὺς ἰουδαίους: Ἂν ἦταν γιὰ κανένα ἀδίκημα ἢ γιὰ ἕνα κακούργημα δόλιο, θὰ ἦταν λογικὸ νὰ σᾶς ἀκούσω, ἰουδαῖοι. Ἐφόσον ὅμως πρόκειται γιὰ θέματα διδασκαλίας καὶ ὀνομάτων καὶ νόμου δικοῦ σας, τακτοποιῆστε τα μόνοι σας. Δικαστὴς ἐγὼ αὐτῶν τῶν ζητημάτων δὲ θέλω νὰ εἶμαι. Καὶ τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὸ δικαστήριο. Τότε ὅλοι ἔπιασαν τὸ Σωσθένη τὸν ἀρχισυνάγωγο καὶ τὸν χτυποῦσαν μπροστὰ στὸ δικαστήριο. Ὁ Γαλλίων ὅμως δὲ νοιαζόταν καθόλου γι' αὐτὰ (Πρ.18, 14-17).

Ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἔμεινε ἀρκετὲς ἀκόμη ἡμέρες στὴν Κόρινθο, καὶ ἀφοῦ εἶχε γράψει τὶς δύο ἐπιστολές του πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς (τὸ 50 καὶ τὸ 51), ἔφυγε γιὰ τὴν Ἔφεσο, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Ἀκύλα καὶ τὴν Πρίσκιλλα (Πρ. 18, 18). Στὴν Ἔφεσο ὁ Παῦλος διαλέχτηκε στὴ συναγωγὴ μὲ τοὺς Ἰουδαίους.

Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο κατέβηκε στὴν Καισάρεια, πῆγε, πιθανῶς, γιὰ λίγο στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐπέστρεψε στὴ βάση τῶν ἐξορμήσεών του, στὴν Ἀντιόχεια (Πρ. 18, 1-23). Φαίνεται ὅτι ἐπῆλθε κάποια διάσταση ἀνάμεσα στὸν Παῦλο καὶ τὸ Σίλα καὶ ἴσως ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ὁ Σίλας δὲ συνοδεύει τὸν Παῦλο στὸ ἔργο του καὶ ἐμφανίζεται ὡς συνοδὸς καὶ γραμματέας τοῦ Πέτρου (1 Πέτρου 5, 12).

Ὁ Παῦλος, πιστὸς στὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε στοὺς Ἐφεσίους ὅτι θὰ τοὺς ξαναδεῖ (Πρ. 18, 21) ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ πέρασε ἀπὸ τὴ Γαλατικὴ χώρα καὶ τὴ Φρυγία γιὰ νὰ ἐνδυναμώσει τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ τρίτη ἱεραποστολική του πορεία (52-56).

Στὴν Ἔφεσο ἐργάζονταν μὲ ζῆλο δύο ἰδιαίτερα γνωστοί του, ὁ Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα, καὶ τὸ ζεῦγος αὐτὸ διαφώτισε σωστὰ τὸν Ἰουδαῖο Ἀπολλώ, λόγιο ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ποὺ ἦταν δυνατὸς γνώστης τῶν Γραφῶν καὶ δίδασκε στὴ συναγωγή. Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ὁ Ἀπολλὼς πῆγε στὴν Ἀχαΐα, σταλμένος ἀπὸ τοὺς Ἐφεσίους Χριστιανοὺς (Πρ. 18, 23-28). Ὅταν ὁ Ἀπολλὼς ἦταν στὴν Κόρινθο τότε ὁ Παῦλος ἔφτασε στὴν Ἔφεσο, ἀφοῦ πρῶτα πέρασε ἀπὸ τὰ ἐνδότερα μέρη.

Στὴν Ἔφεσο βάφτισε ὁ Παῦλος 12 μαθητὲς ποὺ εἶχαν βαφτιστεῖ προηγουμένως στὸ βάφτισμα τοῦ Ἰωάννη. Ἐπὶ τρεῖς μῆνες ὁ Παῦλος δίδασκε στὴ συναγωγὴ καὶ ὕστερα, ἀφοῦ συνάντησε δυσκολίες, περιόρισε τὴ διδασκαλία του στοὺς Χριστιανοὺς ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ σ' ὅσους ἔρχονταν στὴ σχολὴ κάποιου Τυράννου. Αὐτὸ κράτησε δύο ὁλόκληρα χρόνια καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ ἄκουσαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ὅλοι ὅσοι κατοικοῦσαν στὴν ἐπαρχία τῆς Ἀσίας, Ἰουδαῖοι καὶ Ἕλληνες. Ὁ Παῦλος στὴν Ἔφεσο ἀντιμετώπισε πρώην ὀπαδοὺς τῆς αἵρεσης τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου, ἀβάπτιστους μαθητὲς ποὺ ἀγνοοῦσαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καθὼς καὶ τοὺς ἑφτὰ ἐξορκιστές, γιοὺς τοῦ Ἰουδαίου ἀρχιερέα Σκευᾶ, ποὺ θαυματουργοῦσαν στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ (Πρ. 19, 1-16).

Στὸ διάστημα τῶν τριῶν ἐτῶν ποὺ ἔμεινε ὁ Παῦλος στὴν Ἔφεσο, ἔγιναν πολλὰ ποὺ δὲν ἀναφέρονται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Τίποτα δὲν ἀναφέρεται γιὰ τὶς σχέσεις του μὲ τὶς Ἐκκλησίες τῆς Γαλατίας. Ἔπειτα δὲν ἀναφέρεται τὸ ἐνδιάμεσο ταξίδι του στὴν Κόρινθο, ὅπου κακοποιήθηκε καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει ἀμέσως στὴν Ἔφεσο. Οὔτε γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὸ Ἰλλυρικὸ (Ρωμ. 15, 19).

Στὶς ἐπιστολές του πρὸς τοὺς Κορινθίους (1 Κορ. 15, 32, 2 Κορ. 1, 8-10) ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὅτι πάλαιψε μὲ τὰ θηρία στὴν Ἔφεσο καὶ ἀντιμετώπισε βέβαιο θάνατο καὶ ἴσως τὸν ἔσωσε ἡ αὐτοθυσία τοῦ Ἀκύλλα καὶ τῆς Πρίσκιλλας (Ρωμ. 16, 3-4). Ἴσως αὐτὰ νὰ σημαίνουν ὅτι κατὰ τὰ τρία χρόνια της παραμονῆς του στὴν Ἔφεσο πέρασε ἕνα διάστημα στὴ φυλακή. Ἂν αὐτὸ εἶναι γεγονός, τότε πολὺ πιθανὸ οἱ ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας (Φιλιππισίους, Κολοσσαεῖς, Φιλήμονα ) νὰ γράφτηκαν ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ ὄχι ὕστερα ἀπὸ πέντε περίπου χρόνια ἀπὸ τὴ Ρώμη, ὅπως δέχεται ἡ παράδοση. Στὴν Ἔφεσο γράφτηκε καὶ ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Γαλάτες.

Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ἔγραψε ὁ Παῦλος ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κορινθίους, γιὰ τὴ χαλαρότητα τῶν ἠθῶν, ποὺ δὲ σώζεται (1 Κορ. 5, 9). Οἱ Κορίνθιοι ἀπάντησαν μὲ ἐπιστολὴ (1 Κορ. 7, 1. 16, 17) καὶ ἔθεσαν διάφορα προβλήματα. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ὁ Παῦλος πληροφορήθηκε ἀπὸ τὴν Κορίνθια Χλόη (1 Κορ. 1,11) γιὰ τὶς ἔριδες στὴν Κόρινθο. Σ' αὐτὰ ἀπάντησε ὁ Παῦλος μὲ τὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους. Μὲ αὐτὴ ἀγγέλλεται μετάβαση τοῦ Τιμοθέου στὴν Κόρινθο (1 Κορ. 16, 10) καθὼς καὶ δικό του ταξίδι κοντά τους γιὰ δεύτερη φορά. Στὴν Κόρινθο ὁ Παῦλος ὑπέστη ἀτιμωτικὴ προσβολὴ ἀπὸ κάποιο μέλος τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Παῦλος ἤθελε νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία καὶ Ἀχαΐα καὶ νὰ μεταβεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ μεταβεῖ στὴν ἄγνωστή του ἀκόμη Ρώμη (Πρ. 19, 21). Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἔστειλε στὴ Μακεδονία τοὺς συνεργάτες του Τιμόθεο καὶ Ἔραστο, αὐτὸς ὅμως καθυστέρησε λίγο στὴν ἐπαρχία τῆς Ἀσίας (Πρ. 19, 22). Γι' αὐτὸ τὸ ταξίδι, ποὺ ἦταν σύντομο καὶ ποὺ τὸ ἔκαμε πιθανῶς διὰ θαλάσσης, τίποτα δὲν μᾶς ἀναφέρουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.

Μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἔφεσο, ἐξαιτίας τῆς δραστηριότητάς του κατὰ τῶν εἰδώλων, συνάντησε τὴν ἀντίδραση τοῦ λαοῦ ποὺ ξεσήκωσε ὁ ἀργυροκόπος Δημήτριος καὶ ὅσοι ἦταν δεμένοι συμφεροντολογικὰ μὲ τὴ λατρεία τῆς θεᾶς Ἄρτεμης στὴν πόλη αὐτὴ (Πρ. 19, 24). Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Παῦλος ἀποχαιρέτησε τοὺς μαθητές του καὶ ἔφυγε γιὰ τὴ Μακεδονία (Πρ. 20, 1). Στὴν Τρωάδα περίμενε μὲ ἀγωνία τὸν Τίτο, στὸν ὁποῖο προηγουμένως εἶχε δώσει ὁδηγίες νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία καὶ νὰ συναντηθοῦν στὴν ξακουστὴ αὐτὴ πόλη. Ἐπειδὴ ὁ Τίτος ἄργησε νὰ ἔρθει, ξεκίνησε ὁ Παῦλος γεμάτος ἀνησυχία γιὰ τὴ Μακεδονία. Ἀπὸ τὸν Τίτο, ποὺ τελικὰ τὸν συνάντησε, ἔμαθε ὅτι τὰ περισσότερα μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου ἦταν μὲ τὸ μέρος του. Ἐπίσης ἔμαθε ὅτι ὑπῆρχε πάλι ἀντίδραση ἀπὸ τοὺς Ἰουδαΐζοντες, ποὺ μαζεύτηκαν στὴν Κόρινθο γιὰ νὰ ἐνισχύσουν ἴσως τὴν προϋπάρχουσα μερίδα τοῦ Κηφᾶ. Μὲ αὐτὰ τὰ νέα τοῦ Τίτου ὁ Παῦλος ἔγραψε δεύτερη, αὐστηρὴ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κορινθίους καὶ τὴν ἔστειλε μὲ τὸν Τίτο καὶ μὲ δύο ἄλλους ἀδελφοὺς (2 Κορ. 8, 16 ἑξ.). Οἱ τρεῖς αὐτοὶ μαθητὲς θὰ συγκέντρωναν καὶ τὴ λογία τῆς Κορίνθου, πρὶν νὰ φτάσει ὁ ἴδιος ἐκεῖ (2 Κορ. 9, 1 ἐξ.).

Τώρα εἶναι ἡ τρίτη φορὰ ποὺ ὁ Παῦλος ἐπισκέπτεται τὴν Κόρινθο, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει (2 Κορ. 2, 1. 12, 14. 13, 1). Στὴν Κόρινθο ἔμεινε τρεῖς μῆνες. Τὸ χειμώνα τοῦ 56 ἔγραψε τὴν ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Ρωμαίους, κινδύνεψε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἀντὶ νὰ πάει κατευθείαν στὴ Συρία ἔκρινε σκόπιμο νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία.

Στὴν ἀκολουθία τοῦ Παύλου ἦταν τώρα ὁ Σώπατρος ἀπὸ τὴ Βέροια, ὁ Ἀρίσταρχος καὶ Σεκοῦνδος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ὁ Γάϊος ἀπὸ τὴ Δέρβη καὶ ὁ Τυχικὸς καὶ ὁ Τρόφιμος ἀπὸ τὴν Ἀσία. Ὅλοι αὐτοὶ ἔφυγαν πιὸ μπροστὰ καὶ περίμεναν στὴν Τρωάδα τὸν Παῦλο μὲ τὸ Λουκᾶ νὰ ἔρθουν ἀπὸ τοὺς Φιλίππους.

Ἀπὸ τὴν Τρωάδα, ὕστερα ἀπὸ παραμονὴ ἑπτὰ ἡμερῶν, ὁ Παῦλος πῆγε μὲ τὰ πόδια στὴν Ἄσσο, ἐνῶ οἱ συνοδοὶ του πῆγαν στὴν Ἄσσο μὲ πλοῖο γιὰ νὰ παραλάβουν τὸν Παῦλο. Ἀπὸ τὴν Ἄσσο ὅλοι μαζὶ πῆγαν στὴ Μυτιλήνη, πέρασαν ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Χίο, σταμάτησαν στὴ Σάμο, ἔμειναν στὸ ἀκρωτήριο Τρωγύλλιο καὶ ἔπειτα πῆγαν στὴ Μίλητο (Πρ. 20, 13-15).

Δὲ θέλησε ὁ Παῦλος νὰ μεταβεῖ στὴν Ἔφεσο γιὰ νὰ μὴ χρονοτριβήσει στὴν Ἀσία, ἀφοῦ ἐπειγόταν νὰ βρίσκεται τὴν Πεντηκοστή τοῦ 57 στὰ Ἱεροσόλυμα (Πρ. 20, 1-16). Στὴ Μίλητο μίλησε ὁ Παῦλος πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους καὶ ὁ λόγος του αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι τὸ καθημερινὸ ἐντρύφημα τῶν κληρικῶν μας (Πρ. 20, 17-35).

Μὲ πλοῖο ἔφυγαν ἀπὸ τὴ Μίλητο (Πρ. 20, 38), πέρασαν τὴν Κῶ, τὴ Ρόδο καὶ ἔφτασαν στὰ Πάταρα. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆραν ἄλλο πλοῖο φορτηγό, ποὺ πήγαινε γιὰ τὴ Φοινίκη, προσπέρασαν τὴν Κύπρο καὶ κατέβηκαν στὴν Τύρο, ὅπου ἔμειναν ἑπτὰ ἡμέρες κοντὰ στοὺς Χριστιανούς. Μὲ πλοῖο ἀπὸ ἐκεῖ πῆγαν στὴν Καισάρεια καὶ κατέλυσαν στὸ σπίτι τοῦ διακόνου Φιλίππου. Ἐδῶ ὁ προφήτης Ἄγαβος εἶπε στὸν Παῦλο ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα θὰ τὸν συλλάβουν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς Ρωμαίους. Ὁ Παῦλος ὅμως παρὰ τὶς παρακλήσεις τῶν συνοδῶν του καὶ τῶν Χριστιανῶν τῆς Καισάρειας ἀποφάσισε νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ πάθει γιὰ τὸ Χριστὸ (Πρ. 21,1-14).

Στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ξεσηκώθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι, σώθηκε ὁ Παῦλος ἀπὸ βέβαιο θάνατο ἀπὸ τὸ Ρωμαῖο χιλίαρχο Κλαύδιο Λυσία, ποὺ τὸν ἔστειλε μὲ συνοδεία στὴν ἕδρα τοῦ Ρωμαίου διοικητῆ τῆς Καισαρείας Φήλικα (Πρ. 21, 15-23, 33).

Ὁ Φήλικας κράτησε τὸν Παῦλο στὴ φυλακὴ δύο χρόνια, ἀπὸ τὸ 57 μέχρι τὸ 59 (Πρ. 23, 34-24, 27). Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως ζήτησαν ἀπὸ τὸ διάδοχο τοῦ Φήλικα Πόρκιο Φῆστο νὰ τοὺς παραδώσει τὸν Παῦλο γιὰ νὰ τὸν δικάσουν στὰ Ἱεροσόλυμα. Τότε ὁ Παῦλος ἀπαίτησε νὰ δικαστεῖ, ὡς ρωμαῖος πολίτης ποὺ ἦταν, πρὸ τοῦ βήματος τοῦ καίσαρα (Πρ. 25, 1-26, 32).

Τὸ ταξίδι τοῦ Παύλου γιὰ τὴ Ρώμη, στὸ ὁποῖο τὸν συνόδεψαν οἱ συνεργάτες του Λουκᾶς καὶ Ἀρίσταρχος, ἀρχίζει ἀπὸ τὶς Πράξεις 27, 1 ἑξ. Ἡ Σιδώνα καὶ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας ἦταν οἱ δύο πρῶτοι σταθμοί. Στὰ Μύρα ἄλλαξαν πλοῖο καὶ μὲ τὸ νέο προσάραξαν στοὺς Καλοὺς Λιμένες τῆς Κρήτης. Ὁ ἑπόμενος σταθμὸς ἦταν τὸ νησὶ Μελίτη. Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς μῆνες μὲ ἄλλο πλοῖο πῆγαν στὶς Συρακοῦσες, ὅπου ἔμειναν τρεῖς ἡμέρες. Τὸ Ρήγιο καὶ οἱ Ποτίολοι ἦταν οἱ δύο ἄλλοι σύντομοι σταθμοί. Ὁ τελευταῖος σταθμὸς ἦταν ἡ Ρώμη. Οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ρώμης, ὅταν ἔμαθαν τὸν ἐρχομὸ τοῦ Παύλου, βγῆκαν μέχρι τὸν Ἄππιο Φόρο καὶ τὶς Τρεῖς Ταβέρνες γιὰ νὰ τὸν προϋπαντήσουν.

Στὴ Ρώμη ἐπέτρεψαν τὸν Παῦλο νὰ μείνει σὲ ἰδιωτικὸ κατάλυμα μαζὶ μὲ τὸ στρατιώτη ποὺ τὸν φύλαγε. Ὁ Παῦλος ἔμεινε μία ὁλόκληρη διετία (59-61) σὲ ἰδιαίτερη νοικιασμένη κατοικία, ὅπου δεχόταν ὅλους ὅσοι τὸν ἐπισκέπτονταν, κήρυττε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δίδασκε γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ ὅλη τὴν παρρησία καὶ χωρὶς κανένα ἐμπόδιο (Πρ. 28, 30-31). Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τελειώνει ἡ διήγηση τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων.

Ἀπὸ τὴν παραμονὴ αὐτὴ τοῦ Παύλου στὴ Ρώμη προέρχεται ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Ἐφεσίους καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση καὶ οἱ ἄλλες ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας, ὅπως λέγονται.

Φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος, ἀφοῦ δικάστηκε καὶ ἀπαλλάχτηκε, ἐπιχείρησε καὶ τέταρτη περιοδεία (61-64;). Κατὰ τὸν Κλήμεντα Ρώμης (Πρὸς Κορινθίους 5, 7), ὁ Παῦλος ταξίδεψε μέχρις ἐσχάτων της Δύσεως, ποὺ γιὰ μερικοὺς νοεῖται ἡ Ἱσπανία, ἐνῶ ἀπὸ τὶς ποιμαντικὲς ἐπιστολὲς (1 καὶ 2 Τιμόθεο καὶ Τίτο) φαίνεται ὅτι ταξίδεψε στὴν Ἀνατολὴ (Μ. Ἀσία, Κρήτη, Μακεδονία, Ἰλλυρικὸ) γιὰ νὰ καταλήξει πάλι στὴ Ρώμη, πιθανῶς τὸν Ἰούλιο τοῦ 64.

Ὁ διωγμὸς τοῦ Νέρωνα βρῆκε τὸν Παῦλο στὴ Ρώμη καὶ οἱ διαβολὲς τῶν Ἰουδαίων καὶ Ἰουδαιοχριστιανῶν τῆς Ρώμης ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ὅτι ἦταν δῆθεν ὑπαίτιοι γιὰ τὴν πυρκαϊὰ τῆς Ρώμης, εἶχαν στόχο νὰ στρέψουν τὴ μανία τοῦ ἀνισόρροπου αὐτοκράτορα ἐναντίον τους.

Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος δὲ γλίτωσαν τὸ θάνατο. Ἔτσι πρέπει νὰ δεχτοῦμε ὅτι ὁ Παῦλος θανατώθηκε τὸ φθινόπωρο καὶ μάλιστα τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 64.

Ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος κάνει ἕνα σύντομο ἀπολογισμὸ τῶν δυσκολιῶν ποὺ συνάντησε, μιλώντας γιὰ τὸν ἑαυτό του στοὺς Κορινθίους: Μόχθησα πιὸ πολὺ ἀπὸ αὐτοὺς (τοὺς ψευτοαποστόλους), φυλακίστηκα περισσότερες φορές, μὲ χτύπησαν μὲ ἀφάνταστη ἀγριότητα, κινδύνεψα πολλὲς φορὲς νὰ θανατωθῶ. Πέντε φορὲς μαστιγώθηκα ἀπὸ Ἰουδαίους μὲ τὰ τριάντα ἐννιὰ μαστιγώματα. Τρεῖς φορὲς μὲ τιμώρησαν μὲ ραβδισμούς, μία φορὰ μὲ λιθοβόλησαν, τρεῖς φορὲς ναυάγησα, ἕνα μερόνυχτο ἔμεινα ναυαγὸς στὸ πέλαγος. Ἔκανα πολλὲς κοπιαστικὲς ὁδοιπορίες, διάβηκα ἐπικίνδυνα ποτάμια, κινδύνεψα ἀπὸ ληστές, κινδύνεψα ἀπὸ τοὺς ὁμογενεῖς μου Ἰουδαίους, κινδύνεψα ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, πέρασα κινδύνους σὲ πόλεις, κινδύνους σὲ ἐρημιές, κινδύνους στὴ θάλασσα, κινδύνεψα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ὑποκρίνονταν τοὺς ἀδερφούς. Κοπίασα καὶ μόχθησα πολύ, ξαγρύπνησα πολλὲς φορές, πείνασα, δίψασα, πολλὲς φορές μοῦ ἔλειψε ἐντελῶς τὸ φαγητό, ξεπάγιασα καὶ δὲν εἶχα ροῦχα νὰ φορέσω. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα εἶχα καὶ τὴν καθημερινὴ πίεση τῶν ἐχθρῶν μου καὶ τὴ φροντίδα γιὰ ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Ποιανοῦ ἡ πίστη ἀσθενεῖ καὶ δὲν ἀσθενῶ κι ἐγώ; Ποιὸς ὑποκύπτει στὸν πειρασμὸ καὶ δὲν ὑποφέρω κι ἐγώ; Ἂν πρέπει νὰ καυχηθῶ, θὰ καυχηθῶ γιὰ τὰ παθήματά μου. Ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ - ἂς εἶναι εὐλογημένο τὸ ὄνομά του στοὺς αἰῶνες - ξέρει ὅτι δὲ λέω ψέματα (2 Κορ. 11, 23-31).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...