Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Οκτωβρίου 06, 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ` ΛΟΥΚΑ εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Παροναξίας


ΚΥΡΙΑΚΗ Γ` ΛΟΥΚΑ
Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Τρίτη Κυριακή του Λουκά σήμερα, αγαπητοί. Ο Χριστός μας αφού εθεράπευσε τον δούλο του πιστού Εκατόνταρχου, έφυγε από την Καπερναούμ και τράβηξε για τη Ναϊν, κοντά στη Ναζαρέτ και στο Θαβώριον όρος. Και τον ακολούθησαν πολλοί, και μαθητές καιν λαός. Αυτός είναι ο Ιησούς. Εκείνος ο οποίος πάντοτε μας ελκύει, και κανένας δεν Τον προσπερνάει αδιάφορος. 
Και καθώς έμπαιναν στην πύλη της Ναΐν συναπαντήθηκαν με μια κηδεία. Είχε πεθάνει στην πόλη της ομορφιάς –Ναΐν σημαίνει ωραιότης- ένας νέος, που τον είχε μονάκριβο η χήρα μητέρα του. Και συνόδευε το ξόδι λαός πολύς, συμπαθώντας και συμπαριστάμενος στη δυο φορές ορφανεμένη και χήρα γυναίκα. Είναι καλό στον πόνο του άλλου να κλαίμε και εμείς. Είναι καλό στον πόνο του άλλου να είμαστε κοντά του.
Ο Χριστός μας βλέποντας αυτό το θλιβερό σύνολο και περισσότερο τη χαροκαμένη και καταπονημένη μάνα, την ευσπλαχνίστηκε. Τόσος λαός την ευσπλαχνίστηκε και η πηγή της ευσπλαχνίας να μην την ευσπλαχνιστεί; Πλησιάζει λοιπόν στο φέρετρο του νεκρού, και σταμάτησαν οι τέσσερις που τον μετέφεραν. ..
Και είχε πριν πει βέβαια, ο Ιησούς στην μητέρα να μην κλαίει. Μα μπορούσε να μην κλαίει αφού είχε πεθαμένο μονάκριβο παιδί; Δεν απαγορεύεται να κλαίμε τους κεκοιμημένους μας. Δεν είναι όμως καλό η απελπισία, που μας φέρνει στα άκρα, και μας παραλύει και μας φτάνει στην απιστία. Καλό είναι να εμπιστευόμαστε τον Θεό σε όλες τις ενέργειες Του, ακόμα και στο θάνατο. Εκείνος ξέρει, και να Τον παρακαλούμε.
Σταμάτησαν λοιπόν, οι μεταφέροντες τον νεκρόν, κι ο Ιησούς άγγιξε τον πεθαμένο και του φώναξε:   «Νεαρέ, σε σένα μιλάω, σήκω επάνω». Και ανεκάθησεν ο νεκρός. Ανασηκώθηκε και εκάθησε πάνω στο φέρετρο. Και ύστερα ο Χριστός τον παρέδωσε στη μητέρα του, ενώ μπορούσε να τον κρατήσει και να τον κάνει μαθητή, ή να τον επιδεικνύει ως τρόπαιον και ως λάφυρον. Τον έδωσε σε κείνη , γιατί τον είχε ανάγκη. Να παρηγορείται και να έχει την προστασία του, και τον ίσκιο του, να έχει και εκείνη κάποιον να αγαπάει , για να ζει και να υπάρχει. Αυτός είναι ο Ιησούς. Μας αγαπάει και μέχρι αναστάσεως. Και μας φροντίζει κατά την καρδίαν μας και κατά τις πραγματικές και ουσιαστικές μας ανάγκες.
Εδώ έχουμε ανάσταση! Ο Ιησούς ότι άγγιξε, το ανέστησε. Άγγιξε πεθαμένον, τον ανέστησε. Άγγιξε παράλυτο, τον εσήκωσε, τον ανόρθωσε. Άγγιξε άρρωστο, του πήρε την αρρώστια, αφού «Αυτός τας ασθενείας ημών έλαβε, και τας νόσους εβάστασε», κατά τον μεγάλο Ησαΐα.
Κι ο απλός κόσμος, οι μαθητές, το πλήθος αυτών των μαρτύρων της νεκραναστάσεως, την οποία έκαμε ο Χριστός, πως αισθάνθηκαν; Πως ένοιωσαν; Τους κατέλαβε φόβος και δέος από την παρουσία του Κυρίου και από το μέγα θαύμα. Και εδόξασαν τον Θεόν, και είπαν ότι : «μεγάλος Προφήτης εφάνη ανάμεσα μας». Είχε χρόνια να φανεί προφήτης, ο Ιωάννης ήταν, αλλά και εκείνος έφυγε μαρτυρικά. Και πως «επεσκέφθη ο Θεός τον λαόν του». Ήσαν οι Ιουδαίοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα. Και τώρα αισθάνθηκαν τον δικό και καταδικό τους άνθρωπο, τον παντοδύναμο και συνάμα φιλάνθρωπο και εύσπλαχνο Χριστό μας.  
Συμφέρει και εμάς αγαπητοί, να ακολουθούμε πάντοτε τον Κύριο, να υποτασσόμεθα στο θέλημά Του και στις βουλές Του, και να τον αγαπάμε ολόψυχα και να αφηνόμαστε σε Εκείνον, ο Οποίος είναι και η Οδός και η Αλήθεια και η Ανάσταση.

Κυριακή Γ Λουκά εκ της Ιεράς Μητρόπολεως Χίου Ψαρρών και Οινουσσών


E-mailΕκτύπωσηPDF
G_LoukaΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Ἀριθμός 1
Κυριακή 7 Ὀκτωβρίου 2012
Γ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ζ΄11-16)
Τό σημερινό ἱερόν Εὐαγγέλιον, ἀδελφοί μου, θίγει ἕνα ζήτημα, θά ἔλεγε κανείς, δραματικό. Γιατί κάθε ἄνθρωπος, ὅταν βρεθῇ μπροστά στό θάνατο προσφιλοῦς του προσώπου σπαράσσεται ἡ καρδιά του, κλαίει, ὀδύρεται, καί μερικές φορές, ὄχι σπάνιες, πεθαίνουν ἄνθρωποι μπροστά στό φέρετρο τοῦ δικοῦ τους ἀνθρώπου, ἀπό λύπη.
Ἡ σημερινή περίπτωση εἶναι ἀπό τίς πιό τραγικές. Μιά χήρα μάνα ὁδηγεῖ τό νεκρό παιδί της, τό μοναδικό παιδί της, στόν τάφο. Ἡ σπαρασσόμενη μάνα συναντᾶ στήν ἐκφορά τοῦ παιδιοῦ της τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καί Αὐτός τῆς λέγει:«Μή κλαῖε». Δηλαδή, σταμάτα νά κλαῖς. Μήν ἀμφιβάλλετε, ὅτι ὅλοι ὅσοι ἦσαν παρόντες θά θεώρησαν τόν λόγον παράλογον. Ἀλλ’ ὅμως ὄχι. Ὁ λόγος αὐτός ἐπαναλαμβάνεται καί σήμερα. Ὁ Χριστός καί σήμερα μᾶς λέγει: «Μή κλαῖε». Δηλαδή, μπροστά στό φέρετρο προσφιλῶν μας προσώπων δέν πρέπει νά εἴμεθα ἀπαρηγόρητοι, ἀπελπισμένοι. Γιατί;
Α΄ Γιατί ὁ θάνατος, κατά τόν χριστιανισμόν, εἶναι ὕπνος, γι αὐτό καί οἱ τόποι, πού τοποθετοῦν οἱ χριστιανοί τούς νεκρούς λέγονται Κοιμητήρια καί ὁ θάνατος κοίμηση. Κοιμᾶται τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἡ ψυχή του, τό καί σπουδαιότερο, ζῇ στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου βεβαίως διαλύεται, ἀλλ’ ὅμως μία τῶν ἡμερῶν θά ἀναστηθῇ, θά ἐπανέλθῃ στή ζωή. Γι αὐτό καί λέμε, ὅτι τό σῶμα κοιμᾶται, ἀφοῦ μιά μέρα αὐτό τό σῶμα θά ἀναστηθῆ. Τό λέμε ἄλλωστε καί στό Σύμβολο τῆς πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Τό εἶπε καί ὁ Κύριός μας στό Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως: «Ὅταν θά ἔλθῃ μέ ὅλη Του τήν δόξα θά συναχθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πού ἔζησαν ὅλες τίς ἐποχές, καί θά κριθοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Λοιπόν; Καί ἐσεῖς κι ἐγώ καί τά συγγενικά μας πρόσωπα μιά μέρα θά φύγουμε ἀπό τήν ζωήν αὐτήν. Θά κοιμηθοῦμε ἕναν ὕπνο, πού θά διαρκέσῃ ὄχι μερικές ὧρες, ἀλλά χρόνια πολλά, ἴσως καί αἰῶνες. Μιά μέρα ὅμως θά ξυπνήσωμε, θά ἐπανέλθωμε στή ζωή. Νά, λοιπόν, γιατί ὁ Χριστός μας λέγει, ὅτι πρέπει νά μήν ἀπελπιζώμαστε, νά μήν κλαῖμε. Καί
Β΄ Ὁ θάνατος εἶναι προσωρινός χωρισμός. Ποῦ εἶναι προσφιλῆ πρόσωπα, πού ἀγαπήσαμε; Ἔφυγαν ἀπό τήν ζωήν αὐτήν καί μᾶς ἄφησαν τήν ἀγαθή ἀνάμνησή τους. Αὔριο θά φύγομε καί ἐμεῖς. Ποῦ πηγαίνομε; Πηγαίνομε νά συναντήσομε τούς συγγενεῖς, τούς φίλους μας, τούς γονεῖς καί τούς ἀδελφούς μας. Ὅλοι αὐτοί καί ἐμεῖς θά συναντηθοῦμε, ἄν καί κατά τήν ἐδῶ παραμονή μας ζήσαμε κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ἐφ’ ὅσον ζήσαμε κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅλοι μαζί ἐμεῖς καί ἡ οἰκογένειά μας θά ζήσωμε πλησίον τοῦ Θεοῦ εὐτυχεῖς. Νά θυμηθοῦμε τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου. Ἐκεῖ φαίνεται, ὅτι ὁ πλούσιος γνώρισε στήν ἄλλη ζωή τόν Λάζαρο, γνώρισε μάλιστα καί τόν Ἀβραάμ, πού δέν εἶχε δεῖ ποτέ. Μάλιστα ὁ πλούσιος καί ὁ Ἀβραάμ συνεζήτησαν. Νά θυμηθοῦμε τήν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, ὅπου ὁ Κύριος συζητεῖ μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλίαν. Λοιπόν; Λοιπόν ὁ πιστός πιστεύει, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνας προσωρινός χωρισμός. Τί εἶναι οἱ λίγες δεκαετίες τῆς ζωῆς μας; Δέν εἶναι οὔτε ἕνα σπυρί ἄμμου μπροστά στήν αἰωνιότητα. Νά, λοιπόν, γιατί δέν πρέπει νά κλαῖμε.
Ἀδελφοί μου, ὁ ἄνθρωπος πού χάνει τόν συνάνθρωπό του δέν εἶναι ἀναίσθητος δέν εἶναι σκληρός μπροστά στή θλῖψη. Δέν διδάσκει αὐτό ὁ χριστιανισμός. Ὁ θάνατος εἶναι ἕνα πολύ, μά πολύ, θλιβερό γεγονός. Ναί εἶναι. Ἐδῶ ὅμως εἶναι τό θαῦμα. Ὁ χριστιανός τό ξεπερνᾶ μέ τήν πίστη καί ἐνῶ μέ μιά γαλήνια θλῖψη ἀποχαιρετᾶ τό προσφιλές του πρόσωπον ἐπαναλαμβάνει: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Γι αὐτό δέν κλαίει. Γένοιτο

Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 7,11-16) ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΗΡΕΙΑ «Καὶ αὕτη ἦν χήρα» (Λουκ. 7,12) +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνου


Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 7,11-16)

ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΗΡΕΙΑ

«Καὶ αὕτη ἦν χήρα» (Λουκ. 7,12)
ΤΑ βιβλία τοῦ κόσμου, ἀγαπητοί μου, οἱ ἱ­στορίες, μιλᾶνε γιὰ μεγάλα πρόσωπα καὶ κατορθώματα. Τὸ Εὐαγγέλιο μιλάει γιὰ ταπεινοὺς ἀν­θρώπους τῆς ἀρετῆς. Ἀπόδειξις ἡ σημερι­νὴ περικοπή. Μι­λάει γιὰ μιὰ ἡρωίδα. Παντρεύ­τηκε νέα, ἀλλὰ σύν­τομα ὁ ἄντρας της πέθανε. Τὸ εὐαγγέ­λιο μὲ μιὰ λέξι περιγράφει τὴν τρα­γῳδία της· «καὶ αὕτη ἦν χήρα», λέει (Λουκ. 7,12).
Ἡ χήρα αὐτὴ εἶχε ἕνα ἀγόρι μονάκριβο· ἦ­ταν ἡ παρηγοριὰ κ᾽ ἐλπίδα της. Ἀλλὰ τὸ παιδὶ ἀρρώστησε. Αὐτὴ ἔκανε τὸ πᾶν· ξενύ­χτησε, ἔ­τρεξε, προσ­ευχήθη­κε. Μὰ οἱ βουλὲς τοῦ Θεοῦ ἀνεξ­ιχνίαστες· ὁ χάρος ἦρθε καὶ τὸ πῆρε. Ἕ­να ἀ­στροπελέκι ἔ­πεσε καὶ πῆρε τὸν ἄντρα της, δεύ­τερο τώρα πέφτει καὶ παίρνει τὸ παιδί της. Κλαῖ­νε μαζί της ὅλοι καθὼς τὴν συνοδεύουν.
Θεέ μου, θὰ σκεφθῆτε, δὲν εἶνε ἄδικο αὐ­τό;… Μὴν τὸ πῆτε. Ξαφνικὰ τὰ δάκρυα σταμα­τοῦν, ὁ θρῆνος γυρίζει σὲ χαρά. Τὸ παιδὶ ἀναστήθη­­κε! Τί; Παράξενο φαίνεται. Δυσ­πιστοῦμε, εἴ­μα­στε ἄπιστοι σήμερα. Φτάσαμε στὰ χρόνια ποὺ προέβλεψε ὁ Χριστός (βλ. Λουκ. 18,8). Τότε ὅμως ὅλοι εἶδαν τὴν ἀ­νάστασι τοῦ παιδιοῦ.
Ἄπιστε, θέλεις ἀπόδειξι τῆς ἀναστάσεως; Οἱ γεωργοὶ τώρα μὲ τὰ πρωτοβρόχια σπέρνουν τὴ γῆ. Τί εἶνε κάθε αὐλάκι; Ἕνας τάφος. Μέσα σ᾽ αὐτὸν θάβεται ὄχι ἕ­να κορμὶ ἀλλ᾽ ὁ σπόρος. Αὐτὸς σαπίζει, ὅ­πως τὸ σῶμα στὸν τά­φο, κι ἀ­πὸ τὸ σάπιο σπόρο βγαίνει νέα ζωή. Δὲν εἶ­νε αὐτὸ εἰκόνα τῆς ἀ­ναστάσε­ως; Ἀπορῶ πῶς ὑ­πάρχουν ἄπιστοι. Αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὸ σπόρο, ἀφοῦ σαπίσῃ, νὰ βγαίνῃ σὲ νέα ζωή, ὁ ἴδιος εἶ­­­πε στὸ παιδὶ «Σήκω ἐ­πάνω», καὶ σηκώθηκε· ὁ ἴδι­­ος εἶπε στὸ Λάζαρο «Δεῦ­ρο ἔξω» (Ἰωάν. 11,43)· ὁ ἴδι­ος στὸ τέλος θὰ κάνῃ καὶ τὴν κοινὴ ἀνάστασι.

* * *

Μποροῦμε νὰ ποῦμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἀνάστασι τοῦ παιδιοῦ ἐπιβράβευ­σε τὴν ἀρετὴ τῆς μητέρας. Ποιά ἀρετή;
Ὅταν πέθανε ὁ ἄντρας της, δὲν σκέφτηκε τὸ εὔκολο. Οἱ περισσότερες σήμερα, μόλις πεθά­νῃ ὁ ἄντρας τους κ᾽ ἐνῷ δὲν ἔχει λειώσει ἀκόμα τὸ κορμὶ μέσα στὸν τάφο, ζητοῦν νέο γαμπρό. Ἔτσι ἔκανε αὐτή;
Θὰ πῆτε· Ὅ­ποια ἢ ὅποιος χηρεύσῃ σὲ νεα­ρὰ ἡλικία εἶνε ἁμαρτία νὰ ξαναπαντρευτῇ; Δὲν εἶνε, δὲν ἀπαγορεύεται. Ἐπι­τρέ­πεται δεύτερος γάμος, καὶ σὲ σπάνιες περιπτώσεις τρίτος. Πέ­ρα τούτου ὅμως ὄχι. Μόνο οἱ φράγκοι ἐπιτρέ­πουν τέταρτο γάμο· καὶ ὡρισμένοι, γιὰ νὰ παντρευτοῦν, ἀλλάζουν καὶ πίστι καὶ πᾶνε σ᾽ αὐ­τούς. Ἡ Ἐκκλησία μας αὐτὸ δὲν τὸ ἐπιτρέπει.
Δὲ λέμε λοιπὸν ὅτι ἀπαγορεύεται ἄλλος γά­μος. Τί λέμε· ὅτι γάμος – διαμάντι εἶ­νε ὁ πρῶτος. Αὐτός εἶνε εὐλογημένος. Φαίνεται κι ἀπὸ τὸ κείμενο τῆς ἀκολουθίας· διαφέρουν τὰ λόγια ποὺ λέει ἡ Ἐκκλησία στὸν πρῶτο γάμο ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Τὸν πρῶτο τὸν εὐλογεῖ, τὸ δεύτερο τὸν παραχωρεῖ, τὸν τρίτο τὸν ἐπιτιμᾷ. Ὁ πρῶτος λοιπὸν γάμος εἶνε ὁ εὐλογημένος.
Ἂν πάρουμε τὰ δικαιολογητικά, ποὺ προσ­κομίζουν οἱ μελλόνυμφοι γιὰ τὴν ἄδεια γάμου, βλέπουμε νὰ γράφουν, ὅτι ὁ ἄντρας καὶ ἡ γυναίκα «ἔρχονται σὲ πρῶτο γάμο». Σήμερα ὅ­μως, πολὺ συχνά, αὐτὸ εἶνε ἕνα ψέμα. Πρὸ ἑ­κατὸ ἐτῶν ἡ βεβαίωσις αὐτὴ ἦταν ἀληθινή· ὁ ἄντρας μιά γυναῖκα γνώριζε στὸν κόσμο, καὶ τὴν ἀγαποῦσε. Τώρα; «Ἔρχεται», λέει, «σὲ πρῶ­το γάμο». Ἐννοεῖ μὲ στεφάνια· χωρὶς στεφάνια ὅμως πόσοι «γάμοι» ἔχουν προηγηθῆ;…
Κάποτε ἦρθε στὴ μητρόπολι κάποιος γιὰ νὰ πάρῃ ἄδεια γάμου. Τὸν ἤξερα, κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἤ­θελα νὰ τὸν ντροπιάσω τὸν πῆρα ἰδιαιτέρως. ―Θέλω νὰ μοῦ πῇς εἰλικρι­νῶς· ―Παντρεύεσαι πρώτη φορά; ―Ναί, βέβαια. ―Ἐννοεῖς πρώ­­τη φορὰ μὲ στεφάνι. Δὲ μοῦ λές, πόσες γυ­ναῖ­κες πάνω – κάτω ἔχεις παντρευτῆ μέχρι τώρα μὲ τὸ γαϊδουρινὸ «γάμο»; Ζορίστηκε, κοκκίνισε, τέλος λέει· ―Ξέρω κ᾽ ἐγώ; 15, 20, 30… ―Μπρά­βο, λέω· καὶ μοῦ ᾽ρχεσαι τώρα νὰ σὲ στεφανώσω; Ἡ Ἐκκλησία στεφανώνει ἐκεῖ­νον ποὺ εἶνε καθαρὸς καὶ γνωρίζει πρώτη φο­ρὰ τὴ γυναῖκα, καὶ τὴ λαχταράει μετὰ μέχρι τὸ θάνα­το. Ὅταν ἕνας ἔχῃ μπουχτίσει τὶς γυναῖ­κες, πῶς ν᾽ ἀγαπήσῃ; Γι᾽ αὐτὸ ἔχουμε τόσα διαζύγια.
Ὅταν λοιπὸν λέμε γάμο, ἐννοοῦμε τὸν πρῶ­το, τὸν πραγματικό, ὄχι τὸν ἄλλο τὸν ψεύτικο. Μὰ ἔχει σημασία; θὰ πῇς. Μεγάλη σημασία, ἀ­γαπητέ μου. Ὑπόθεσε ὅτι ἔχουμε δύο ποτά­μια, κοντὰ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Τὸ ἕνα ἔ­χει νερὸ κρύσταλλο· πίνεις καὶ δροσίζεσαι. Στὸ ἄλλο ῥί­χνουν τὶς ἀκαθαρσίες καὶ τὰ λύματα. Σὲ ρω­τῶ· εἶνε καλὸ τὰ δύο ποτάμια νὰ τὰ σμίξουμε; Ὄχι βέβαια· διότι τότε τὸ καθαρὸ νερὸ θὰ χα­θῇ. Καὶ στὸ γάμο, ἂν ἡ κόρη εἶνε καθαρὴ καὶ τὴν πάρῃ ἕνας ἀκάθαρτος, τὴ λέρωσε κι αὐτήν.
Γονεῖς ποὺ ἔχετε κορίτσια, προσέξτε πολύ. Νὰ ἐξετάσετε τὸ παρελθὸν τοῦ γαμπροῦ· κι ἂν μάθετε ὅτι εἶχε σχέσι μὲ ἄλλες γυναῖ­κες, μὴν τοῦ δώσετε τὸ κορίτσι σας, διότι θὰ γίνῃ δυστυχισμένο· ἂς εἶνε πλούσιος, ἐπιστή­μονας, γιατρός, δικηγόρος, ὅ,τι καὶ νά ᾽νε. Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῶν Πρεσπῶν ἦταν ἕνα καλὸ κορίτσι. Ἀγάπησε ἕνα τσοπᾶνο, καὶ τὴν ἀγάπησε κι αὐτός. Καθαροὶ καὶ οἱ δύο, μὲ ἁγνὸ ἔ­ρωτα. Ἀλλὰ νά καὶ φτάνει ἀ­εροπορικῶς ἀπ᾽ τὸ Σικά­γο ἕνας Ἀμερικᾶνος. Ντυμένος ἄψογα, μὲ γρα­βάτα κ.τ.λ., ἦρθε μὲ αὐτοκίνητο. Θάμπωσε τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα, καὶ τί κάνουν· διώχνουν τὸν τσοπᾶνο καὶ παίρνουν τὸν Ἀμερι­κᾶνο. Τὸ χωριὸ καλοτύχιζε· Μπράβο ἡ Μαρία πῆρε πλούσιο, θὰ ζήσῃ καλά. Τί, τὸν τσοπᾶνο τώρα;… Ἔτσι ὁ τσοπᾶνος περιφρονήθηκε. Στὸν πατέρα ἐγὼ εἶπα ἰδιαιτέρως· ―Κοίταξε καλά, ὁ Ἀμερικᾶνος δὲ μοῦ φαίνεται καλός. ―Ὄχι, δεσπότη, τί εἶν᾽ αὐτὰ ποὺ λές; εἶνε εὐ­γενικὸ παιδί, μιλάει καλά, ξέρει ἀγγλικά· ἔπειτα, μὲ τὰ λεφτὰ ποὺ ἔχει, θὰ ζήσῃ ἡ κόρη μας καλά… Ἀφοῦ πέρασαν ἕνα – δυὸ μῆνες, φτάνει τηλεγράφημα ἀπ᾽ τὸ Σικάγο· «Πατέρα, ἔλα νὰ μὲ πάρῃς, κινδυνεύω…». Ὅπως ἐξακριβώ­θηκε, ὁ κύριος αὐτὸς εἶχε ζήσει βίον καὶ πολιτείαν μὲ γυναῖκες Ἀμερικᾶνες καὶ Πορτογαλέζες. Πῶς αὐτὸς νὰ κάνῃ οἰκογένεια;
Γι᾽ αὐτὸ κ᾽ ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ δὲν πρέπει νὰ δίνουμε ἄδεια γάμου χωρὶς ἔρευνα· γιὰ νὰ λέμε ἀλήθεια καὶ νὰ μὴ γινώμεθα θεομπαῖ­χτες καὶ λέμε ψέματα μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ πρῶτος γάμος εἶνε χρυσάφι, οἱ ἄλλοι εἶνε ψεύτικα νομίσματα.
 Καὶ γιὰ νὰ εἴμεθα δίκαιοι, αὐτὰ ποὺ εἴπαμε γιὰ τὸν ἄντρα, ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴ γυναῖκα. Κ᾽ ἐσὺ ὁ νέος ποὺ πρόκειται νὰ παντρευτῇς, πρόσεξε καλά. Ἂν αὐτὴ ἡ κοπέλλα γυρίζῃ δεξιὰ κι ἀριστερὰ μὲ τ᾽ αὐτοκίνητα κ᾽ ἔχῃ σχέσι μὲ ἄλλους ἄντρες, ἂν βάφεται κ᾽ ἐπιδεικνύεται, μὴ τὴν πάρῃς· θὰ κλάψῃς πικρά.
Αὐτὰ εἶνε μερικὲς σκέψεις ἐπάνω στὸ ῥητὸ «καὶ αὕτη ἦν χήρα».

* * *

Ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου δὲν γνώρισε, ἀγαπητοί μου, ἄλλον ἄντρα. Ἔμεινε πιστὴ στὴ μνήμη τοῦ συζύγου της. Πέθανε ἐ­κεῖνος; δὲν ἀποφάσισε νὰ πάρῃ ἄλλον.
―Τί εἶν᾽ αὐτὰ ποὺ μᾶς λὲς τώρα; θὰ πῆτε. Ἂν δὲν θέλετε ν᾽ ἀκούσετε ἐμένα, τότε πηγαίνετε στὸ δάσος νὰ σᾶς διδάξῃ ἕνα πουλί – δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ποιό πουλί; Τὸ τρυγόνι. Εἶνε πιστὸ στὸ ταίρι του. Σκότωσε ὁ κυνηγὸς τὸ ἀρσενικό; τὸ θηλυκὸ δὲ ζευγαρώνει μὲ ἄλλο· σκοτώθηκε τὸ θηλυκό; τὸ ἀρσενικὸ δὲν πάει μὲ ἄλλο· μόνο ἀλλάζει πλέον φωνὴ καὶ τραγουδάει λυπητερὰ ὅσο ζήσῃ. Κ᾽ ἐσένα, πέθανε ἡ γυναίκα σου; μὴ ζητᾷς ἄλλη· πέθανε ὁ ἄντρας σου; μὴ ζητᾷς ἄλλον. 
Ἡ χήρα τοῦ εὐαγγελίου θὰ σκέφτηκε γιὰ τὸ μονάκριβο παιδί της· Ἂν πάρω ἄλλον ἄν­τρα, πῶς θὰ τὸν δῇ τὸ παιδί μου;… Δυστυχισμένα τὰ παιδιὰ ποὺ μπῆκε στὸ σπίτι πατρυιός! Μέσα στοὺς ἑκατὸ πατρυιοὺς ἕναν θὰ βρῇς ν᾽ ἀγαπάῃ τὰ παιδιὰ τῆς γυναίκας του ὅπως τὰ δικά του. Καὶ δυστυχισμένα τὰ παιδιὰ ποὺ ἔχουν μητρυιά· μέσα στὶς χίλιες, μητρυιὲς μία θὰ βρῇς ν᾽ ἀγαπήσῃ τὰ παιδιὰ τοῦ ἀντρός της – ἡ μάνα δὲν ἀντικαθίσταται. Βιβλίο ὁλόκληρο θὰ μποροῦσε νὰ γραφῇ γιὰ τὰ βάσανα ποὺ περνοῦν παιδιὰ σὲ χέρια μητρυιῶν. Γι᾽ αὐτὸ μυαλωμένος ἄντρας μὲ παιδιὰ δὲν παίρνει ἄλλη γυναῖκα, καὶ μυαλωμένη γυναίκα μὲ παιδιὰ δὲν παίρνει ἄλλον ἄντρα.
Ἔτσι σκέφτηκε ἡ χήρα τοῦ σημερινοῦ εὐ­αγγελίου καὶ γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὶς θυσίες της ὁ Χριστὸς ἀνέστησε τὸ παιδί της.
«Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», λέμε στὸ ἑνδέκατο ἄρθρο τοῦ «Πιστεύω»· περιμένω ν᾽ ἀναστηθῶ. Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας. Ὁ ὕπνος εἶνε ἕνας μικρὸς θάνατος καὶ ὁ θάνατος ἕνας μεγάλος ὕπνος, ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Γι᾽ αὐτὸ μὴν κλαῖμε τοὺς νεκρούς. Κοιμῶνται. Μιὰ μέρα θὰ ξυπνήσουν, κ᾽ ἐκεῖ στοὺς οὐρανούς, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους, θὰ εἴμεθα ὅλοι μία οἰκογένεια, ἕνας λαός, μία βασιλεία, ἕνας παράδεισος, στὸν ὁποῖο θὰ δοξάζουμε Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ἡ ὁποία ἔγινε στον ἱερό ναὸ τoυ Ἁγιου Χριστοφόρου στον Ἁγιο Χριστοφόρου – Ἑορδαίας 7-10-1973)

Κυριακή γ΄ Λουκά π. Χρήστος Πιτυρίνης


evagelistis_loykasΜέσα στα πολλά θαυμαστά γεγονότα πουτέλεσε ο Χριστός στους ανθρώπους,εξαιρετική θέση έχουν οι αναστάσεις των νεκρών. Είναι ο υιός της χήρας του σημερινού Ευαγγελίου, η κόρη του Ιαείρου,ο φίλος Του Λάζαρος, οι νεκροί κατά την σταύρωση του Χριστού, όταν «πολλσώματα τν κεκοιμημένων, μετ τνγερσιν ατο εσλθον ες τν γίαν πόλιν κα νεφανίσθησαν πολλος» και τέλος η ανάσταση του Ιδίου του εαυτού Του. Και είναι σημαντικές αυτές οι αναστάσεις, γιατί ακριβώς εκφράζουν την εξουσία του Χριστού ως Θεού, επάνω στη ζωή και το θάνατο. Αυτός άλλωστε έχει στα χέρια Του την ζωή μας και Αυτός έχει την εξουσία να την δίνει και να την παίρνει. Μιλώντας δε για το γεγονός του θανάτου, έτσι καθώς τοναντικρύζουμε στον υιό της χήρας στην πόλη Ναΐν, κατανοούμε πως πρόκειται για έναμεγάλο μυστήριο.  
Ο θάνατος είναι το μεγάλο μυστήριο! Μονάχα που αυτό μας φοβίζει και, σαν κάποιες φορές το σκεπτόμαστε, μας παγώνει το αίμα και νεκρώνει την ύπαρξή μας. Και παρότι καθημερινά τονίζουμε στο σύμβολο της πίστεώς μας «προσδοκώ ανάστασιννεκρών», εντούτοις μοιάζουμε με αυτούς που πέραν του θανάτου και της πλάκας του τάφου, «δεν ελπίζουμε πια σε τίποτε». Νομίζουμε πως όλα τελειώνουν εδώ και δεν περιμένουμε τίποτε. Γι αυτό «πολλοί κλαίνε και σκοτώνονται και χάνουν τα λογικά τους και το χειρότερο είναι ότι τα βάζουν με το Θεό». Όλη αυτή ησυμπεριφορά απλά μας λέει πως οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν σχέση με το χριστιανισμό, και ας λένε πως πιστεύουν. Στο θάνατο ενός ανθρώπου βέβαια και θα λυπηθούμε και θα κλαύσουμε, γιατί αυτό είναι και ανθρώπινο και φυσικό. «Αλλά δεν πρέπει να αφήνουμε να μας πνίγει ο πόνος και να μας θολώνει τα λογικά μαςη λύπη».
Γιατί οι νεκροί μας φεύγουν μεν, αλλά δεν χάνονται. Αυτοί πηγαίνουν μπροστά καιεμείς τους ακολουθούμε, για να του ξαναβρούμε. Ο Χριστός με τις αναστάσεις αυτές, και κυρίως με τη δική Του ανάσταση, επιθυμεί να τονίσει πως δεν υπάρχουν νεκροί. Ναι! ακριβώς έτσι! Το λέει άλλωστε ο Ίδιος πως «ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών,αλλά ζώντων». Έτσι, κάθε φορά που ο Χριστός μιλάει για θάνατο, μιλάει για ύπνοκαι βεβαιώνει πως όσοι φεύγουν απ’ αυτή την ζωή, δεν πεθαίνουν, αλλά κοιμούνται. Με αυτό τον τρόπο και σ’ αυτή τη βάση ο Χριστός σήκωσε τον πεθαμένο υιό της χήρας λέγοντάς του: «νεανίσκε, σε σένα μιλώ, σήκω επάνω!». Είναι σάν να κοιμάται και τον ξυπνάει. Του μιλάει και εκείνος ακούει και σηκώνεται απ’ τον βαθύύπνο του.
Όλα αυτά τα θαυμαστά γεγονότα, δύσκολα τα’ ακούει ο σύγχρονος άνθρωπος και λιγότερο τα πιστεύει. Ακούγοντας για το θάνατο και την Ανάσταση αποφεύγει και να τα ονομάσει, τον μεν πρώτο, γιατί τον φοβάται και τον τρέμει, την δε δεύτερη, γιατί δεν την πιστεύει. Αφού είναι σημείο των καιρών οι άνθρωποι να αρνούνται ότι δενεννοούν και να κάνουν αρνητική κριτική σε κάθε σέβασμα της Εκκλησίας που τους φαίνεται ενοχλητικό. Μα εδώ μας μιλάει ο ίδιος ο Θεός. Σ’ αυτά τα λόγια Του δεν καθόμαστε να ρωτήσουμε η να ερευνήσουμε το πως αυτά μπορούν να πραγματωθούν. Ούτε το γιατί πρέπει να γίνουν. Εμείς οφείλουμε να ακούμε το λόγο του Πατέρα μας, που γνωρίζει το πως και το γιατί, να τον δεχόμαστε και να τον εμπιστεύομαστε.Άλλωστε ο Χριστός, που γνώρισε τον άλλο κόσμο με το θάνατό Του, γυρνώντας πάλι στη ζωή με την Ανάστασή Του, μας αποκάλυψε στο Ευαγγέλιό Του πως για τους πιστούς ανθρώπους δεν υπάρχει θάνατος.
 Αντιθέτως μάλιστα μας μιλάει για τη ζωή και φέρνει το χαρμόσυνο μήνυμα της σωτηρίας και της διάσωσης για όλους μας. Εμείς οι χριστιανοί έχουμε υποχρέωση να πιστεύουμε ότι η Εκκλησία, όχι ως πρόσωπα αλλά ως σύνολο, μας διδάσκει. Αυτή γνωρίζει και κατέχει ολόκληρη την αλήθεια της αποκαλύψεως του Χριστού. Γιατί τελικά η Εκκλησία είναι «κήρυγμα γεγονότων, αναποσπάστως συνδεδεμένων προς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού». Ο θάνατος λοιπόν, κατά τον λόγο του Χριστού, είναι μια μετάβαση προς τη ζωή, γι’ αυτό από τέλος γίνεται τελείωση· απόσιωπή γίνεται ζωή· από νέκρωση γίνεται ανάσταση! «Το θάνατο στο σημείο η τον νικάμε η μας νικά». Τον νικούμε τελικά και η νίκη αυτή επιτυγχάνεται μόνο δια του Χριστού και της Αναστάσεώς Του. Αγαπητοί μου αδελφοί, το να φοβούμαστε και να λυπούμαστε, όταν αντικρύζουμε το θάνατο, είναι και ανθρώπινο και φυσικό.  
Από το σημείο όμως αυτό, μέχρι του σημείου να κυριεύομαστε από τον τρόμο και τηναπελπισία, να τα χάνουμε και να θολώνει η ύπαρξή μας, είναι τεράστια η απόσταση. Και δεν είναι ούτε σωστή αλλά και χριστιανική. Διαφορετικά πορεύομαστε ως μηέχοντες ελπίδα, κατά τον απόστολο Παύλο. Προ πάντων όμως, οφείλουμε να μηναπομακρυνόμαστε από την Εκκλησία, όπως συνηθίζουν μερικοί, όταν έχουν πένθος, να σταματούνε να πηγαίνουν στο Ναό. Αν είναι ανάγκη για όλους μας να βρισκόμαστε στην Εκκλησία, πολύ περισσότερο όταν έχουμε πένθος. Γιατί στηνΕκκλησία ηρεμεί η ψυχή, γαληνεύει η ύπαρξή μας, αφού είναι το υπήνεμο λιμάνι· ηπαρηγοριά και το στήριγμά μας· θερμαίνει με τη ζεστασιά της και μας φωτίζει το νου. Μέσα δε στο φωτισμό της ψυχής και στη θερμότητα της καρδιάς, κρύβεται ολόκληρη η πίστη, η αγάπη και η ελπίδα μας· ότι δεν υπάρχει πια θάνατος, παρά μόνο η ζωή ηαιώνιος, έτσι καθώς μας τη δώρησε ο Χριστός. Αμήν

απρόβλεπτος… π. Ηλίας Υφαντής


Ναΐν σημαίνει όμορφη.
Και στους όμορφους τόπους, συμβαίνουν και όμορφα πράγματα: Γάμοι, χαρές, ξεφαντώματα, γιορτές…
Αλλά μπορεί να συμβαίνουν και άσχημα: Μίση, φθόνοι, αδικίες, καυγάδες, αρρώστιες.
Και σίγουρα θα τoν επισκέπτεται και ο πλέον ανεπιθύμητος επισκέπτης, που είναι ο θάνατος.
Αφού είναι για όλους αναπόφευκτος. Αλλά και απρόβλεπτος.
Γιατί δεν ξέρουμε το πότε, πού και πώς θα μας επισκεφτεί.
Κι ενώ περιμένουμε να μας πάρει στα πιο βαθιά γεράματα, εκείνος μπορεί να μας προτιμήσει στο άνθος της ηλικίας μας.…
Όπως το γιο της χήρας της Ναΐν.
Που δεν αρκέστηκε μόνο στο ότι πήρε τον πατέρα του. Αλλά πήρε και το γιο. Για να αφαιρέσει απ’ τη μάνα του και το τελευταίο της αποκούμπι. Και το οποιοδήποτε νόημα στη ζωή της.
Έτσι, ώστε να είναι πιο πεθαμένη κι απ’ το πεθαμένο παιδί της.
Μάταια η χήρα γονάτισε και προσευχήθηκε και παρακάλεσε το Θεό να τη βοηθήσει. Ο Θεός, ενόσω χαροπάλευε το παιδί της, σιωπούσε.
Αλλά, εκτός απ’ το θάνατο, και ο Θεός είναι απρόβλεπτος.
Και να που έρχεται να τη συναντήσει, όταν το ξόδι του παιδιού της πορεύεται προς την τελευταία του κατοικία:
«Μην κλαις»! της είπε.
Κι εκείνη θα τον κοίταξε απορημένη, σαν να του ’λεγε:
Τι λες άνθρωπέ μου! Σε τι μπορώ, πλέον, να ελπίζω πια, για να μην κλαίω”!
Αλλά εκείνος, χωρίς να δώσει σημασία στις όποιες, ενδεχομένως, ενδόμυχες σκέψεις της, έπιασε το παιδί από το χέρι και του είπε:
«Νεαρέ, σήκω επάνω»!
Κι ο νεαρός σηκώθηκε και κοίταζε απορημένος για όσα συνέβαιναν γύρω του:
Όπου η μητέρα του απ’ τα παραμιλητά της απόγνωσης πέρασε στο παραλήρημα της χαράς.
Κάποιοι έτρεχαν πανικόβλητοι, καθώς είδαν το νεκρό παιδί να σηκώνεται. Κι άλλοι κι αυτοί με δέος, αλλά πιο ψύχραιμοι, εκδήλωναν με κάθε τρόπο το θαυμασμό τους.
Δεν θα πω τίποτε σ’ αυτούς, που αμφισβητούν το θαύμα.
Παρότι ζούμε και κολυμπάμε μέσα στο θαύμα. Κι αν δεν το βλέπομε, είναι γιατί ουσιαστικά είμαστε πεθαμένοι, παρότι είμαστε υπερβέβαιοι για τη ζωντάνια μας.
Ή, τουλάχιστο κοιμισμένοι, καθώς θα μας έλεγε ο Ηράκλειτος.
Παρότι μπορεί να καυχόμαστε ότι είμαστε ξύπνιοι. Και μάλιστα παρά πολύ ξύπνιοι.…
Θα πω όμως σ’ αυτούς, που πιστεύουν στο θαύμα, αλλά δυσκολεύονται να πιστέψουν στην ανάσταση των νεκρών ότι:
Σε κάθε περίπτωση ο Θεός είναι απρόβλεπτος.
Και απρόβλεπτος θα είναι και για μας. Που μπορεί να μη μας επαναφέρει ξανά σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, αλλά που μπορεί να μας αναστήσει σε μια διαφορετική κατάσταση ζωής και πραγματικότητας.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ, στη «Φιλοσοφία και Φιλολογία» του, αναφέρεται σε ένα σχετικό με την καθολική ανάσταση όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ:
«Υπήρχε μια πεδιάδα με οστά αποξηραμένα, λέει ο προφήτης.

Και είπα: «Οστά σηκωθείτε»!
Και πάνω στα οστά ήρθανε νεύρα και σάρκα πάνω στα νεύρα και δέρμα πάνω από τη σάρκα.

Και φώναξα: «Πνεύμα έλα απ’ τους τέσσερις ανέμους, φύσηξε, για να ξαναζωντανέψουν αυτοί οι νεκροί. Και η πνοή μπήκε μέσα τους και σηκώθηκαν κι έγινε ένας στρατός κι ένας λαός…».

Και βέβαια το όραμα αυτό, στη μεταφυσική του διάσταση, μας μιλάει για την ανάσταση των νεκρών. Οπότε και θα πάρουμε απρόβλεπτες απαντήσεις στα σχετικά με τη μετά θάνατον πραγματικότητα ερωτηματικά, που μας απασχολούν…
Αλλά παράλληλα αποκαλύπτει, πριν απ’ τη μεταφυσική και την κοινωνική ανάσταση.
Όχι μόνο, δηλαδή, των νεκρών ανθρώπων, αλλά και των νεκρών λαών.
Όπως τώρα δα είναι και ο δικός μας. Που, όχι μόνο τον χλευάζουν, αλλά και τον ακρωτηριάζουν βάναυσα. Κι αυτός άνευρος και αναίσθητος τα υπομένει όλα…
Άμποτε να γίνουμε όλοι μας απρόβλεπτοι. Και να αποτινάξουμε το λήθαργο και την υπνηλία, που χάλκευσαν σε βάρος μας τα ντόπια και ξένα παχύδερμα καθάρματα.
Και, με τη βοήθεια του απρόβλεπτου Θεού, να τους στείλουμε στην κόλαση, που εκείνοι χτίζουν σε βάρος μας…
παπα-Ηλίας

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ ( Λκ. ζ' 11-16 ) "Νεανίσκε, σοί λέγω, εγέρθητι"


ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ ( Λκ. ζ' 11-16 )

"Νεανίσκε, σοί λέγω, εγέρθητι"

      Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι παρμένη από το 7ο κεφάλαιο του Κατά Λουκάν Ιερού Ευαγγελίου. Στους στίχους αυτούς περιγράφεται η ανάσταση του γιου μιας χήρας από την πόλη της Ναΐν, η οποία βρίσκεται νοτιοδυτικά και όχι πολύ μακριά από την πόλη της Καπερναούμ όπου βρισκόταν προηγουμένως ο Ιησούς Χριστός. 
     Φεύγοντας, λοιπόν, ο Ιησούς Χριστός από την πόλη της Καπερναούμ, όπου είχε θεραπεύσει το δούλο του εκατοντάρχου, έρχεται στην πόλη της Ναΐν μαζί με αρκετούς μαθητές του και πολύ κόσμο που τον ακολουθούσε. 
      Καθώς πλησίαζαν στην είσοδο της πόλης συνάντησαν μια νεκρική πομπή που μετέφερε ένα νεαρό νεκρό. Ο νεαρός αυτός ήταν ο μονάκριβος γιος μιας μάνας, η οποία ήταν χήρα. Όταν είδε τη σκηνή αυτή ο Κύριος ευσπλαχνίστηκε τη χήρα αυτή και της είπε να μην κλαίει. Ακολούθως προχώρησε προς το νεαρό και αφού ακούμπησε τη σορό, του είπε: «Νεαρέ σε διατάζω να σηκωθείς». 
"Η Ανάστασις του γιού της χήρας της Ναΐν"
       Αμέσως ο νεκρός σηκώθηκε και άρχισε να μιλάει. Τότε ο Κύριος τον παρέδωσε στη μητέρα του. Όλοι όσοι βρισκόντουσαν εκεί κυριεύτηκαν από μεγάλο δέος και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας ότι εμφανίστηκε μεγάλος προφήτης αναμεσά μας και ο Θεός ήρθε να σώσει το λαό του. Αυτή η φήμη για τον Ιησού, διαδόθηκε σ ολόκληρη την Ιουδαία και τα περιχωρά της.
     Το θαύμα αυτό της ανάστασης του γιού της χήρας στη Ναΐν μας το περιγράφει μόνο ο Ευαγγελιστής Λουκάς και εντάσσεται στη Γαλιλαϊκή δράση του Ιησού Χριστού. Μέσα από το θαύμα αυτό, αλλά και γενικότερα μέσα από όλα τα θαύματα του Ιησού Χριστού, αποκαλύπτεται στους ανθρώπους η θεότητα του αλλά και η εξουσία σε όλη την κτίση ακόμα και στον θάνατο. Φαίνεται ακόμη η έναρξη της βασιλείας του Θεού, αλλά και το σχέδιο για τη σωτηρία των ανθρώπων.
"Η Ανάστασις της κόρης του Ιαείρου"
      Ο Ιησούς Χριστός κατά την επί γης παρουσία του, επιτέλεσε τρία θαύματα που αφορούν ανάσταση νεκρών. Ανέστησε το γιό της χήρας στη Ναΐν, την κόρη του αρχισυναγώγου Ιαείρου, και τον φίλο του τον Λάζαρο. Το μεγαλύτερο όμως από όλα τα θαύματα που επιτέλεσε και που έχει ιδιαίτερη σημασία και για τον καθένα από εμάς, είναι η Ανάσταση του ιδίου του Ιησού Χριστού, με την οποία μας ελευθέρωσε από τα δεσμά του θανάτου και μας χάρισε την αιώνια ζωή.
      Ένα σημαντικό πράγμα που πρέπει να παρατηρήσουμε και στις τρείς αναστάσεις νεκρών που έκανε ο Ιησούς Χριστός, είναι η δύναμη και η εξουσία του κατά του θανάτου  Αυτό μας φανερώνει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο υιός του Θεού, είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο οποίος ήρθε στον κόσμο για να σώσει τον άνθρωπο. 
"Η Ανάστασις του Λαζάρου"
        Οι παρευρισκόμενοι εκεί όταν είδαν τον νεκρό ν’ ανασταίνεται και να μιλάει, έλεγαν ότι «προφήτης μέγας εγήγερτε εν ημίν». Αυτό μας δείχνει ότι γνώριζαν την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης, και τις δύο νεκραναστάσεις που προηγήθηκαν. Η μία από τον προφήτη Ηλία, ο οποίος ανέστησε τον υιό της χήρας στα Σάρεττα της Συδονίας (Γ’ Βασ. 17,20-23) και η άλλη από τον προφήτη Ελισσαίο, ο οποίος ανέστησε τον γιό της Σωμανίτισας (Δ’ Βασ. 4, 33-36). Αυτές όμως οι νεκραναστάσεις από τους προφήτες έγιναν αφού προηγήθηκε θερμή προσευχή προς τον Θεό. Οι νεκραναστάσεις που επιτέλεσε ο Ιησούς Χριστός έγιναν με τη δική του εξουσία γι αυτό και προκαλούσαν το φόβο ανάμεσα στο πλήθος.
        Μέσα από το σημερινό Ευαγγέλιο, μπορούμε να δούμε τη διάσταση που έχει ο θάνατος και κατ’ επέκταση ο πόνος ο οποίος προκαλείται μέσα απ΄ αυτόν. Βλέπουμε την χήρα μάνα να πλήττεται για δεύτερη φορά από το θάνατο, αφού προηγουμένως είχε ξαναζήσει το θάνατο του συζύγου της. Αυτό όμως σιγά σιγά κατάφερε να το ξεπεράσει, έχοντας ως παρηγοριά τον μονογενή υιό της. Τώρα που χάνει κι αυτόν, ο πόνος είναι αβάσταχτος. 
"Η Ανάστασις του Κυρίου"
         Μπορούμε ν’ αντιληφθούμε το δράμα που περνά αυτή η γυναίκα, βλέποντας και σήμερα μανάδες που χάνουν τα παιδιά τους. Έχουμε συνηθίσει τα παιδιά να κηδεύουν τους γονείς τους. Αρκετές φορές όμως βλέπουμε να συμβαίνει το αντίθετο, οι γονείς να κηδεύουν τα παιδιά τους και να βρίσκονται αντιμέτωποι με αυτή την απαρηγόρητη κατάσταση. 
        Αυτή η συνάντηση του Ιησού Χριστού με τη νεκρική πομπή και τη τελική έκβαση της πορείας, δηλαδή την ανάσταση του νεκρού νέου, φανερώνει τη νίκη της ζωής κατά του θανάτου. Ο Ιησούς Χριστός, είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Η εκφορά του νεκρού από την πόλη, φανερώνει τη νίκη του θανάτου πάνω στον άνθρωπο, η οποία αποτελεί μια παρά φύση κατάσταση. Η κατάσταση αυτή λαμβάνει τέλος, όταν συναντηθεί μαζί με την πηγή της ζωής, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Εκεί ο θάνατος παύει να υπάρχει και επικρατεί η ζωή.
Η Ανάστασις του Χριστού μας οδηγεί
και στην δική μας Ανάσταση.
       Ο πόνος και ο θάνατος αποτελούν δεδομένα, τα οποία είναι αδύνατο να τ’ αποφύγουμε. Κάποια στιγμή της ζωής μας όλοι θα βρεθούμε αντιμέτωποι μ’ αυτά. Η παρουσία του Ιησού Χριστού στη ζωή μας, αποτελεί την πηγή της ελπίδας και τη βεβαιότητα της Ανάστασης. Αυτή η εμπειρία της Ανάστασης, οδηγεί στην υπέρβαση του θανάτου. 
        Αυτό που απομένει σ’ εμάς, είναι με πίστη και εμπιστοσύνη να του αναθέτουμε τη ζωή μας, μέχρι την ημέρα της κοινής αναστάσεως μας.
ΑΜΉΝ.

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ’ ΛΟΥΚΑ Πῶς θὰ βρῶ τὸν Θεό; - ἀγάπησε κάποιον καὶ θὰ τὸν βρῆς .Ἀπὸ τὸν πατέρα Παναγιώτη Γκέζο




Οἱ Χριστιανοὶ τὴς Ἰουδαίας βρίσκονταν σὲ δύσκολη θέση λόγω τῶν διωγμῶν ποὺ ξεσηκώθηκαν ἐναντίον τους κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἄλλους φυλάκιζαν – καὶ ἑπομένως δὲν μποροῦσαν νὰ ἐργάζονται, γιὰ νὰ ἐξοικονομοῦν τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ επιβίωση τους. Ἀπὸ ἄλλους ἄρπαζαν τὶς περιουσίες, καὶ ἔτσι καὶ οἱ ἴδιοι στεροῦνταν καὶ τοὺς ἄλλους δὲν μποροῦσαν νὰ βοηθήσουν. Εἶχαν καὶ αὐτοὶ ἀνάγκη βοηθείας. Στὴν κρίσιμη ἐκείνη περίσταση ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀργάνωσε τὴν περίφημη λογία, τὴ συνεισφαρὰ δηλαδὴ τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἰουδαίας. Καὶ νὰ λοιπὸν, γράφοντας πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῆς ἀρχαίας Κορίνθου, προσπαθεῖ νὰ τοὺς φιλοτιμήσει, γιὰ νὰ προσφέρουν ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα καὶ νὰ ἀνακουφίσουν τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ εἶχαν ἀνάγκη. Χρησιμοποιεῖ μάλιστα ἕνα πολὺ παραστατικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὴ γεωργικὴ ζωή, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Νὰ δοῦμε τί τοὺς λέει.
Ὁ γεωργὸς ποὺ σπέρνει τὸν σπόρο μὲ τσιγγουνιὰ πολὺ λίγο καρπὸ θὰ θερίσει, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει ἄφθονο σπόρο, ἄφθονο καρπὸ θὰ μαζέψει. Κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς σποράς ἀδειάζουν οἱ ἀποθήκες. Μετὰ ὅμως ἀπὸ λίγους μῆνες, τὴν ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ καὶ τῆς συγκομιδῆς, θὰ γεμίσουν καὶ πάλι μὲ ἄφθονο καρπὸ ἀπὸ τὸν σπόρο ποὺ ἔσπειραν στοὺς ἀγρούς. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς γίνεται καὶ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη. Ἐκεῖνος ποὺ δίνει στοὺς φτωχοὺς ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ που ἔχει, μοιάζει μὲ τὸν γεωργὸ ποὺ σπέρνει. Φαίνεται ὅτι χάνει ἐκεῖνα ποὺ δίνει ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα θὰ θερίσει πολλαπλάσια καὶ ἄν ὄχι στὴν παροῦσα ζωή, ὁπωσδήποτε στὴν αἰώνια ζωή.
Γιὰ νὰ εὐλογεῖται ὅμως ἡ ἐλεημοσύνη ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν πρέπει νὰ γίνεται μὲ λύπη καὶ ἀναγκαστικὰ ἀλλὰ μὲ προθυμία καὶ εὐχαρίστηση. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ἐκεῖνον ποὺ προσφέρει τὴν ἐλεημοσύνη μὲ τὴν καρδιά του.
Μὴν ξεχνᾶτε, ἀδελφοί μου, γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι ἡ πρόθυμη ἐλεημοσύνη εἶναι χάρη καὶ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Νὰ ζητᾶτε λοιπὸν ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ κάθε χάριτος, νὰ σᾶς ἀξιώνει νὰ εἶστε σὲ θέση νὰ ἐλεεῖτε αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Ἐὰν τὸ κάνετε αὐτὸ, θὰ σᾶς δίνει ὁ πανάγαθος Κύριος τὰ ἀπαραίτητα ὑλικὰ ἀγαθὰ, ὥστε νὰ κάνετε μὲ τὸ παραπάνω κάθε ἀγαθὸ ἔργο. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ ἐφαρμοστεῖ καὶ σὲ σᾶς ἐκεῖνο ποὺ λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ:
Ὁ πιστὸς καὶ εὐσεβὴς ἄνθρωπος μοίρασε ἄφθονα καὶ πλουσιοπάροχα, σκόρπισε στοὺς πτωχοὺς ἀπὸ τὰ ἀγαθά του. Αὐτὴ ὅμως ἡ ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης ἐπαινεῖται καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ θὰ ἀμειφθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν Θεό μὲ αἰώνιες ἀμοιβές (Ψαλμ, ρια’ [111] 9). Εὔχομαι λοιπόν, γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, εὔχομαι καὶ παρακαλῶ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος εὐλογεῖ τοῦς καρποῦς τῆς γῆς, νὰ ἔχετε ὄχι μόνο ἀρκετὸ καρπὸ γιὰ τὴν συντήρηση σας ὁλόκληρο τὸ ἔτος, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ σπείρετε, γιὰ νὰ ἔχετε συγκομιδὴ καὶ τὸ ἐπόμενο ἔτος.
Εὐχομαι νὰ σᾶς δώσει ὁ Θεὸς πλούσια τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ νὰ αὐξήσει τοὺς καρποὺς τῆς ἐλεημοσύνης σας. Ὁ Θεὸς εἶναι ἱκανὸς νὰ δώσει καὶ σ’ ἐμᾶς ὅλα τὰ ἀπαραίτητα ἀγαθά, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ἀνταποκρινόμαστε ὄχι μόνο στις δικές μας ἀνάγκες ἀλλὰ καὶ στὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ, ἔχοντας δηλαδὴ πλούσια τὴ θεία εὐλογία, θὰ κάνετε κάθε καλὸ ἔργο μὲ γενναιοδωρία. Εἰδικὰ στὴ συνεισφορὰ γιὰ τὴν βοήθεια τῶν πτωχῶν Χριστιανῶν νὰ προσφέρετε πολλὰ, ὥστε νὰ ἀναπέμπονται πολλὲς καὶ θερμὲς εὐχαριστίες στὸν Θεὸ.
Ὅμως στὴν ἐποχή μας οἱ ἄνθρωποι αἰσθάνονται περισσότερο τὴν ἀνάγκη τους νὰ ἀγαπηθοῦν ἀπὸ τοὺς ἄλλους παρὰ τὴν ἀνάγκη τους νὰ ἀγαπήσουν τοὺς ἄλλους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐπιζητοῦμε ὅλοι ξέφρενα τὴν ἀγάπη καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει κανεὶς νὰ τὴν προσφέρει, γιατὶ δὲν εὑρίσκουμε τὴν ἀγάπη ὅταν τὴ ζητοῦμε ἀλλὰ ὅταν τὴν προσφέρουμε καὶ ὅταν εὑρισκουμε τὴν ἀγάπη ἀγαπώντας τοὺς ἄλλους εὑρίσκουμε τὸν Θεό.


Πηγὴ: Ἀρχιμ. Χ. Ν. ΠΑΠΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
Εν Βάρη, 7/10/2012

Κυριακή Γ΄ Λουκά Ο νικητής του Θανάτου

Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της  Κυριακής Γ΄ Λουκά μας  μιλάει για την ανάσταση του μικρού παιδιού μιας  χήρας γυναίκας  στην πύλη της πόλεως Ναϊν της Γαλιλαίας. Ο νικητής του θανάτου, ο Ιησούς Χριστός, συναντά μπροστά Του τον θάνατο και προσφέρει τη φράση που διαβάζουμε στην περικοπή: «Νεανίσκε, σοί λέγω, εγέρθητι». Είναι η πρόσκληση της ζωής προς τον ηττημένο από τον θάνατο άνθρωπο, η ελπιδοφόρα και γεμάτη ζωή προσταγή του Χριστού, η αλήθεια της αναστάσεως.  Ο θάνατος είναι η σημαντικότερη αγωνία του κόσμου. Το μυστήριο του παραμένει οντολογική πραγματικότητα που αγγίζει κάθε ανθρώπινο όν και θέτει σε αμφιβολία το νόημα της ζωής γενικότερα. Λόγω της αμαρτίας, οι προπάτορες μας έχασαν την ωραιότητα της αθανασίας, που τους είχε δοθεί στην αρχή της δημιουργίας. Κατεστάθησαν υποκείμενοι στον θάνατο μετά την αμαρτία του Αδάμ. Η φύση της καταστάσεως του ανθρώπου γίνεται θνητή από την αμαρτία  που είναι καρπός ανυπακοής. Η αποξένωση από τον Θεό είναι ο πνευματικός θάνατος, και η κατάρρευση της υλικής πλευράς του ανθρώπου είναι ο φυσικός θάνατος. Ο Χριστός ανασχηματίζει την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, αφού προσέλαβε κατά την σάρκωση Του ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, χωρίς όμως αμαρτία, και είναι η γεννώσα αρχή της ζωής που ενώνει τις χωρισμένες αναλογίες του σώματος και της ψυχής.  Έτσι, αρχίζει ο «της κακίας αφανισμός, και η του θανάτου κατάλυσης»(άγιος  Γρηγόριος  Νύσσης). Μόνο η αθανασία του Θεού μπορεί να εγγυηθεί την αθανασία της θνητής φύσεως του ανθρώπου, αφού το «θνητόν εν τω αθανάτω γενόμενον αθανασίας εγένετο». Ο Χριστός δηλαδή έδωσε τον Εαυτό Του ως λύτρο για χάρη αυτών που βρίσκονταν υπό την εξουσία του θανάτου, για να καταργήσει αυτόν που είχε το κράτος του θανάτου, τον διάβολο. Η αληθινή αποτροπή του θανάτου πραγματοποιείται με την Ανάσταση του Χριστού. Γι’ αυτό ο θάνατος είναι πλέον ένας τοκετός που μας ανοίγει την αληθινή ζωή. Είναι η αληθινή γέννησης. Γιατί όμως σήμερα ο άνθρωπος φοβάται τον θάνατο; Ο άγιος Γρηγόριος  Νύσσης μας λέει: « Συμβαίνει ότι και με τους δεσμώτες, που είναι συνηθισμένοι στο σκοτάδι τους και δεν συνειδητοποιούν τη δυστυχία της καταστάσεως τους. Έτσι και ο άνθρωπος, γελασμένος από τις ηδονές των αισθήσεων, τις θεωρεί πραγματικά αγαθά και φοβάται να τις στερηθεί». Όποιος βρίσκεται κοντά στον Αναστημένο Χριστό και ζει την παρουσία Του μέσα στην Εκκλησία, ουσιαστικά και όχι τυπικά, αυτός δεν αγωνιά μπροστά στον θάνατο και δεν φοβάται.  Με τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας μεταδίδεται στους ανθρώπους η νίκη επάνω στην αμαρτία και τον θάνατο, ακριβώς επειδή αυτή η νίκη πραγματοποιείται μέσα στον Χριστό. Με το μυστήριο του βαπτίσματος ο άνθρωπος λαμβάνει τη σφραγίδα της αθανασίας. Η έννοια του θανάτου μετά το βάπτισμα αλλάζει για τον βαπτισμένο, αφού, μιμούμενος τον θάνατο του Χριστού, ανίσταται μαζί με τον Χριστό και υψώνεται στην κοινωνία της θεότητος. Στο «βάπτισμα των δακρύων», το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως, θανατώνουμε τις αμαρτίες μας και συντρίβουμε αδιάκοπα τον θάνατό μας. Στο μυστήριο της Θείας Λειτουργίας κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου, που είναι «Φάρμακο αθανασίας» και «αντίδοτον του μη αποθανείν» (άγιος Ιγνάτιος Θεοφόρος) και μετέχουμε στην αθανασία του Χριστού, προγευόμενοι της γλυκύτητος της μελλούσης ζωής. Γι’ αυτό και οι Χριστιανοί θεωρούμε τον θάνατο ύπνο, προσδοκώντας, όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, «ανάστασιν νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνος». Αμήν.

Αποστολικό ανάγνωσμα Κυριακής Γ' Λουκά: Ομιλία περί ελεημοσύνης (Αρχιεπίσκοπος Αστραχάν και Σταυρουπόλεως Νικηφόρος Θεοτόκης)



(B΄ Κορινθ. 9, 6-11)

- Ελεημοσύνη: νομοθεσία Θεού, αρετή αρεστή στο Θεό και δια αυτήν λαμβάνουμε πολλές ανταποδόσεις

- Ποιές παγίδες στείνει ο διάβολος στους ελεήμονες για να χάσουν τον μισθό τους από την άσκηση της αρετής;

- Για ποιά λύπη μιλούσε ο θείος απόστολος όταν παρέδωσε τους περί ελεημοσύνης κανόνες; Ποιά λύπη μολύνει της ελεημοσύνης την θυσία;

- Η ντροπή ή η ενόχληση από πτωχόν μπορεί να αποτελούν αιτίες ελεημοσύνης; Είναι σε αυτές τις περιπτώσεις η ελεημοσύνη ευπρόσδεκτη από τον Θεό;

- Γιατί η ντροπή ως αιτία ελεημοσύνης είναι στην πραγματικότητα αδικία;

- Ποιά εντολή παραβαίνουμε όταν αιτία της ελεημοσύνης είναι η ενόχληση απ'τον πτωχόν;

- Η ελεημοσύνη δώρο Θεού που ανταποδίδουμε.

- Τί σημασία έχει η αιτία της ελεημοσύνης από την στιγμή που ο πτωχός παρηγορείται και η ανάγκη του καλύπτεται;

- Ποιός είναι ο πραγματικός σκοπός της ελεημοσύνης; 



Διαβάστε ολόκληρο τον λόγο από το "Κυριακοδρόμιο εις τας Πράξεις των Αποστόλων", του Νικηφόρου Θεοτόκη (τόμ. 2ος, σελ. 5 - Έκδοσις 1840), πατώντας 
εδώ

Κυριακή Γ΄ Λουκά – Η ανάσταση του γιού της χήρας της Ναΐν Στέργιος Σάκκος




Λκ 7,11-16
Η ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν (7,11-17)
Ο εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὅπως ἤδη λέχθηκε, μέ ἰδιάζουσα εὐαισθησία διασώζει στό Εὐαγγέλιό του κάθε λέξη, κίνηση καί περιστατικό ἀπό τήν ἐπίγεια δράση τοῦ ᾿Ιησοῦ πού προβάλλει τή θεϊκή εὐσπλαγχνία καί φιλανθρωπία. Μέσα σ᾿ αὐτό τό πλαίσιο ἐξιστορεῖ καί τήν ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας στήν πόλη Ναΐν, τήν ὁποία δέν ἀναφέρουν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές. 
 7,11. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. 
 ῾Η φράση καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς φανερώνει ὅτι ἡ διήγηση ἀκολουθεῖ χρονικά τήν προηγούμενη, ἀλλά δέν συνδέεται ἐννοιολογικά μαζί της. ῾Ο Κύριος ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναῒν γιά νά ἀντιμετωπίσει τόν ἀνθρώπινο σπαραγμό μπροστά στό ἀμείλικτο γεγονός τοῦ θανάτου. 

 Τό ὄνομα τῆς πόλεως «Ναΐν», πού σημαίνει «ὡραία», «καλλονή», φανερώνει τήν ἰδιαίτερη ὀμορφιά τῆς πόλεως. Καί σήμερα ὑπάρχουν χωριά μέ παρόμοια ὀνόματα, Καλλονή, Πανόραμα, Καλλιθέα. ῾Η Ναΐν ἦταν πόλη τῆς Γαλιλαίας, κτισμένη στήν ὄχθη τοῦ χειμάρρου Κισών ὄχι μακριά ἀπό τήν μεγάλη κοιλάδα ᾿Εσδραλών. Τά ἐρείπιά της βρέθηκαν κοντά στήν Καπερναούμ, νοτιοανατολικά τῆς Ναζαρέτ. ᾿Ανῆκε στήν φυλή ᾿Ισσάχαρ. 
 Στόν δρόμο γιά τήν Ναΐν ὁ ᾿Ιησοῦς βάδιζε μέ μεγάλη συνοδία. Πολλοί μαθητές παρακολουθοῦσαν τακτικά τήν διδασκαλία του, ἀλλά δέν εἶχαν ὅλοι τήν ἴδια σχέση μαζί του. Μέ κριτήριο τόν βαθμό σχέσεως πού διατηροῦσαν οἱ μαθητές μέ τόν ᾿Ιησοῦ μποροῦν νά καταταγοῦν σέ τρεῖς κύκλους· τῶν δώδεκα, τῶν ἑβδομήκοντα καί ἕναν εὐρύτερο. Οἱ δώδεκα, ὅταν τόν γνώρισαν, τά ἄφησαν ὅλα, τήν δουλειά τους καί τήν οἰκογένειά τους, καί τόν ἀκολούθησαν στήν δημόσια δράση του. Γιά τούς ἑβδομήκοντα δέν γνωρίζουμε πολλά στοιχεῖα παρά μόνον ὅτι συχνά ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο. ῾Ο εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει ὅτι ὁ Κύριος τούς ἔστειλε νά κηρύξουν στήν Παλαιστίνη (βλ. 10,1). Στόν τρίτο κύκλο, τέλος, ἀνῆκαν ἐκεῖνοι πού κατά καιρούς τόν ἀκολουθοῦσαν στίς περιοδεῖες του. ῾Ο Λουκᾶς κάνει σαφῆ διάκριση ἀνάμεσα σέ ὅλους αὐτούς πού παρακολουθοῦσαν τακτικά τίς ὁμιλίες τοῦ ᾿Ιησοῦ καί τούς ὁποίους ἀποκαλεῖ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καί στό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων πού τυχαῖα ἤ ἀπό περιέργεια βρισκόταν κοντά του καί χαρακτηρίζεται ὡς ὄχλος. 
 7,12. ῾Ως δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. 
 Καθώς πλησιάζει τῇ πύλῃ τῆς πόλεως ὁ ᾿Ιησοῦς συναντᾶ κηδεία. Τά νεκροταφεῖα τῶν ῾Εβραίων ὅπως καί τῶν ῾Ελλήνων στήν ἀρχαιότητα ἦταν ἔξω ἀπό τήν πόλη, κοντά στά τείχη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ τό νεκροταφεῖο τῶν Γαδαρηνῶν (βλ. Λκ 8,27) καί ὁ Κεραμεικός τῆς ἀρχαίας ᾿Αθήνας. ῎Εξω ἀπό τίς ἀρχαῖες πόλεις, ἐπίσης, ἑνωμένοι μέ τά τείχη ἦταν οἱ τόποι τῶν ἐμποροπανηγύρεων καί ὁ ἱππόδρομος. 
 Κοντά στήν πύλη τῆς Ναΐν, λοιπόν, ὁ ᾿Ιησοῦς βρέθηκε μπροστά σέ μιά πολύ θλιβερή σκηνή. Μέ συντομία ἀλλά καί ζωηρότητα τήν περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς· ἐξεκομίζετο -τό ρῆμα «ἐκκομίζω» συνήθως σημαίνει τήν ἐκφορά νεκροῦ- τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα. ῾Η ἐκφορά τοῦ νεκροῦ γινόταν κατά κανόνα πάνω σ᾿ ἕνα εἶδος φορείου, τό νεκροκρέβατο, καί ὅλοι μποροῦσαν νά βλέπουν τήν σορό. Μπροστά ἀπό τόν νεκρό πήγαιναν οἱ γυναῖκες θρηνώντας. 
 Κάθε κηδεία περιέχει ὀδύνη. Αὐτή ὅμως τήν ὁποία συνάντησε ὁ ᾿Ιησοῦς ἦταν ὀδυνηρότερη ἀπό τίς συνηθισμένες. Νεκρός ἦταν ὁ μονάκριβος γιός μιᾶς χήρας μάνας. Σπάραζε ἀπό τόν πόνο ἡ δυστυχισμένη γυναίκα, καθώς ξεπροβοδοῦσε τό νεαρό βλαστάρι της στό ἄνθος τῆς ἡλικίας του· αὐτόν πού εἶχε ἀπορροφήσει ὅλη της τήν μητρική στοργή καί ἀγάπη· αὐτόν πού μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της ἦταν ἡ μόνη χαρά καί συντροφιά της, ὅλη ἡ οἰκογένειά της καί ἡ μοναδική βακτηρία τῶν γηρατειῶν της.
 Στήν σκληρότερη ὥρα τῆς ζωῆς της, καθώς ἡ χαροκαμένη μάνα ἔμενε τελείως ἔρημη στόν κόσμο καί βαθειά πληγωμένη, ἔτρεξε νά τῆς συμπαρασταθεῖ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανός, σχεδόν ὅλη ἡ πόλη. Τό σημεῖο πού ἀκολούθησε, ἑπομένως, ἔγινε μπροστά σέ πολλούς μάρτυρες, ὥστε νά μήν μπορεῖ κανείς νά τό ἀμφισβητήσε. 
 7,13. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε. 
 ᾿Ανάμεσα σέ ἐκείνους πού ἔσμιγαν τά δάκρυά τους μέ τόν θρῆνο τῆς ἀπαρηγόρητης μάνας βρέθηκε καί ὁ ᾿Ιησοῦς. Συμμερίζεται κι αὐτός τόν πόνο της, συγκινεῖται βαθειά, ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ. Στό πρόσωπό της βλέπει ὅλη τήν ἀνθρωπότητα νά πληρώνει ἀκριβά τό τίμημα τῆς ἀποστασίας της. Παρά τά ἀγαθά καί τά ἐπιτεύγματά της μένει σέ κάθε ἐποχή φαρμακωμένη ἀπό τόν θάνατο, ἐνῶ ὁ Θεός ἀπό ἀγάπη τήν δημιούργησε γιά τήν ἀθανασία καί τήν αἰώνια μακαριότητα. 
 ῾Η συμπόνια τοῦ Κυρίου δέν ἦταν σάν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Κανείς δέν θά ἀποτολμοῦσε νά παρηγορήσει τήν γυναίκα ἐκείνη. Στό πρῶτο πλῆγμα τῆς χηρείας της ἐρχόταν νά προστεθεῖ δεύτερη ἀβάσταχτη συμφορά. Τί νά τῆς ἔλεγαν γιά νά τήν στηρίξουν; ῾Ο Κύριος ὅμως στρέφεται μέ ὅλη του τήν συμπάθεια πρός αὐτήν, δίχως κανείς νά τοῦ τό ἔχει ζητήσει, καί μέ τρυφερότητα τῆς λέγει· μὴ κλαῖε. Μόνον Αὐτός ὡς Θεός μπορεῖ νά πεῖ ἕναν τέτοιο λόγο, διότι, ὅπως ἀποδεικνύει ἡ συνέχεια τῆς διηγήσεως, κρατᾶ στά χέρια του τήν ζωή καί τόν θάνατο. 
7,14. καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. 
 ῾Ο Κύριος δέν περιορίσθηκε στά λόγια. ῎Εκανε, ἐπιπλέον, μία κίνηση·  ἥψατο τῆς σοροῦ, δηλαδή ἔπιασε τό φέρετρο ἐμποδίζοντας τούς μεταφορεῖς νά προχωρήσουν. «Σορός» λεγόταν τό σκεῦος, φέρετρο, νεκροκρέβατο στό ὁποῖο τοποθετοῦνταν ὁ νεκρός καί ὄχι τό σῶμα, ὅπως ἐπικράτησε νά λέγεται σήμερα. ῾Ο Κύριος προχωρεῖ καί ἀγγίζει τό φέρετρο. ῾Ο νόμος, βέβαια, δέν ἐπέτρεπε νά ἀγγίζουν οἱ ἰουδαῖοι καθετί πού εἶχε σχέση μέ νεκρό, διότι αὐτό μετέδιδε λευιτική, δηλαδή τυπική ἀκαθαρσία (βλ. ᾿Αρ 19,11). ῾Ο Κύριος, ἐντούτοις, ὅπως ἤδη λέχθηκε (βλ. σχόλια στό 5,13 καί στό 6,5), δέν δεσμεύεται ἀπό τόν νόμο πού ὁ ἴδιος νομοθέτησε. Τό ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅτι καί κανείς δέν τοῦ προβάλλει ἀντίσταση. ῏Ηταν ἐπιβλητικός ὡς ἄνθρωπος ὁ ᾿Ιησοῦς, ἱκανός νά πείθει καί νά κυριαρχεῖ ἀκόμη καί στίς πιό δύσκολες καί ἰδιάζουσες στιγμές. ῎Ετσι ἦταν ὁ ἄνθρωπος πρίν ἀπό τήν πτώση, ὁ πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐξουσιάζει ὅλη τήν κτίση (Γέ 1,26). 
 ῾Ως ἐξουσιαστής τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου ὁ ᾿Ιησοῦς ἀκουμπᾶ τήν σορό μεταγγίζοντας τήν ζωή, καί μέ στοργή ἀπευθύνει πρός τόν νεκρό νέο τό πρόσταγμά του· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Τό χέρι του ἀνορθώνει τόν νεκρό, ἡ φωνή του κάνει τήν ψυχή νά ἐπιστρέψει στό σῶμα. «Οὐ λόγῳ δὲ θαυματουργεῖ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς σοροῦ ἅπτεται· ἵνα μάθωμεν ὅτι τὸ σῶμα αὐτοῦ σῶμα ζωῆς ἐστιν», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. ῞Οπως ὁ σίδηρος, ὅταν ἔλθει σέ ἐπαφή μέ τήν φωτιά, ἀποκτᾶ τήν ἐνέργειά της, ἔτσι καί ἡ ἁγία σάρκα τοῦ Κυρίου, ἐφόσον ἑνώθηκε μέ τήν θεότητα, ἀπέκτησε τήν ἐνέργειά της, νά μεταδίδει ζωή. ῾Ο Κύριος ἐδῶ ἀποκαλύπτει στήν πράξη αὐτό πού θά διακηρύξει ἀργότερα· «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή» (᾿Ιω 11,25). 
 Οἱ νεκραναστάσεις πού ἀναφέρονται στήν Παλαιά Διαθήκη (βλ. Γ´ Βα 17,19-22· Δ´ Βα 4,34-36) ἔγιναν μετά ἀπό ἐναγώνια προσευχή τῶν προφητῶν καί θερμή ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Στό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ᾿Αποστόλων βλέπουμε ὅτι μέ τόν ἴδιο τρόπο ἀνέστησε ὁ ἀπόστολος Πέτρος τήν Ταβιθά (9,40). ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός ὅμως ἐπιτελεῖ νεκραναστάσεις δίνοντας μόνο μία προσταγή (βλ. Μρ 5,41· Λκ 8,54· ᾿Ιω 11,43). Καλεῖ τούς νεκρούς ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή σάν νά τούς καλεῖ νά ξυπνήσουν ἀπό τόν ὕπνο. ᾿Αποδεικνύει ἔτσι ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἐξουσιαστής τῆς ζωῆς καί νικητής τοῦ θανάτου. Ταυτόχρονα, προμηνύει τήν ἀνάστασή του καί τήν κοινή ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν. 
 7,15. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. 
 ᾿Από τούς ἑλληνιστικούς χρόνους μέχρι καί σήμερα μέ τό ρῆμα «ἀνεκάθισεν» οἱ γιατροί δηλώνουν ὅτι ὁ ἀσθενής πού ἦταν ξαπλωμένος στό κρεβάτι σηκώθηκε σέ στάση καθιστική. Τό ὅτι ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς (πρβλ. Πρξ 9,40) καὶ ἤρξατο λαλεῖν ἀποτελεῖ τό κυριώτερο τεκμήριο ὅτι δέν πρόκειται γιά παιχνίδι τῆς φαντασίας ἀλλά γιά πραγματική ἀνάσταση. ᾿Αξίζει νά ὑπογραμμισθεῖ τό λιτό καί ἀπέριττο ὕφος πού διατηρεῖ ὁ Λουκᾶς στήν περιγραφή ἑνός τόσο σπουδαίου καί ὑπερφυσικοῦ γεγονότος.
῾Η φράση καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ τονίζει ὅτι ὁ Κύριος κρατοῦσε στά χέρια του τήν ζωή τοῦ νέου. Τοῦ ἀνῆκε καί θά μποροῦσε νά τοῦ ζητήσει νά προστεθεῖ στήν ἀκολουθία του. Τόν παραδίδει ὅμως στήν μητέρα του. Τόν ἀφήνει κοντά στήν πονεμένη χήρα ὡς στήριγμα καί παρηγοριά της.
7,16. ῎Ελαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
Μόλις εἶδαν ἀναστημένο τόν νέο, κυριεύθηκαν ἀπό φόβο ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι. Δέος καταλαμβάνει τόν ἄνθρωπο, ὅταν ἀντιληφθεῖ ὅτι κοντά του ἐνεργεῖ μία ὑπεράνθρωπη καί ὑπερφυσική δύναμη. Εἶναι τό ἴδιο αἴσθημα πού δοκίμασαν ὁ Ζαχαρίας, ἡ παρθένος Μαρία καί οἱ βοσκοί μπροστά στήν παρουσία ἀγγέλου, καθώς ἐπίσης καί ὁ Πέτρος μετά ἀπό τό σημεῖο τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας (βλ. Λκ 1,13· 1,30· 2,9-10· 5,8-10). ῾Η ἐπιτέλεση ἑνός θαύματος δηλώνει πάντοτε τήν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγαπητική του παρουσία στήν ὥρα τῆς δοκιμασίας. 
 ῾Η φράση προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν θυμίζει τήν ὑπόσχεση τοῦ Μωυσῆ στό Δευτερονόμιο· «Προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε» (18,15), ἡ ὁποία ἀναφέρεται στόν Μεσσία. ῾Η ἀνάσταση τοῦ νέου ἦταν μία ἔνδειξη ὅτι αὐτός πού τήν ἐπιτέλεσε δέν ἦταν ἄλλος παρά ἐκεῖνος ὁ προφήτης γιά τόν ὁποῖο μίλησε τότε ὁ Μωυσῆς. ῾Η παρουσία προφήτη σημαίνει γιά τήν ἐκλεκτή μερίδα τοῦ ᾿Ισραήλ ὅτι ὁ Θεός θυμήθηκε καί πάλι τόν λαό του. Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ φράση ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ, ἡ ὁποία ὑπαινίσσεται καί τό μακροχρόνιο διάστημα ἀπό τόν προφήτη Μαλαχία ὥς τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, κατά τό ὁποῖο δέν εἶχε ἐμφανισθεῖ ἄλλος προφήτης (βλ. σχόλια στό 3,3). 
Ἀπό τό βιβλίο του μακαριστού Στεργίου Σάκκου "ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ", τόμος Α΄ , σελ. 294-299.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...