Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιανουαρίου 12, 2013

Η συμμετοχή του παιδιού με προβλήματα συμπεριφοράς στη Θεία Λειτουργία


PB250024

Κωνσταντίνος Ντίνας
Ειδικός παιδαγωγός


Στον χώρο της ειδικής αγωγής τα τελευταία χρόνια λαμβάνει σάρκα και οστά το κίνημα της ένταξης. Στη βάση της ένταξης το άτομο με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε όλες τις δραστηριότητες που έχουν και τα άτομα χωρίς ειδικές ανάγκες.
Εδώ ο αναγνώστης ιερέας θα μειδιάσει. Τίποτα καινούριο για την Εκκλησία μας η οποία εντάσσει εξ’ αρχής στο πλήρωμά της όποιον έχει λάβει μέρος στο μυστήριο της βάπτισης.
Στην πράξη όμως μπορούν να δημιουργηθούν προβλήματα.
Για παράδειγμα η παρουσία ενός παιδιού με αυτιστικές συμπεριφορές που μπορεί να αρχίζει να αυτοτραυματίζεται κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας ή να επιτεθεί σε κάποιον ή να αρχίζει να κραυγάζει μπορεί να δημιουργήσει ενόχληση στο ποίμνιο να φέρει σε αμηχανία τους γονείς του κλπ.
Η παρουσία ενός παιδιού με σύνδρομο Prader Willi στο οποίο δύσκολα επέρχεται κορεσμός από την τροφή μπορεί να μας αναστατώσει ειδικά αν βρίσκεται κοντά στα πρόσφορα.
Η οικογένεια αισθάνεται ήδη αποκλεισμένη και αμήχανη με τις συμπεριφορές του παιδιού.
Έτσι κινδυνεύουμε να τους χάσουμε από την συμμετοχή στη θεία λειτουργία και οι ίδιοι να βιώσουν αισθήματα πικρίας. Τι μπορούμε να κάνουμε;
Πρόληψη 
Α. Αν για παράδειγμα η θέαση τροφής προκαλεί προβλήματα συμπεριφοράς να μην είναι παρών στο τέλος της θείας λειτουργίας όταν μοιράζουμε το αντίδωρο. Aς το πάρει η μητέρα του και ας του το δώσει όποτε κρίνει αυτή.  
Β. Αν η πολυκοσμία ενοχλεί-πολύ συχνά τα παιδιά με αυτιστικές συμπεριφορές-να έρχονται στην εκκλησία για λίγο στην αρχή της θείας λειτουργίας ή όταν η εκκλησία είναι άδεια δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον ιερέα να γνωρίσει το παιδί να αναπτύξει μια φιλική σχέση μαζί του. Παράλληλα δίνοντας την ευκαιρία στο παιδί σιγά σιγά να μάθει τον χώρο.
Γ. Καλός ενισχυτής για ένα παιδί με αυτιστικές συμπεριφορές είναι ο οπτικός ενισχυτής (μια εικονίτσα για παράδειγμα) οι εικόνες της εκκλησίας μας αλλά και οι απαλοί ήχοι της εκκλησιαστικής μουσικής.
Δ. Καλό είναι η οικογένεια να κάθεται στα πίσω καθίσματα κοντά σε μια έξοδο ώστε αν για κάποιο λόγο διαταράσσεται το παιδί να βγαίνουν έξω ώστε να μην ενοχλούν την θεία λειτουργία.
Ε. Δεδομένου ότι πολλά παιδιά με αναπτυξιακές διαταραχές έχουν υπερευαισθησία στον ήχο (π.χ. στον αυτισμό 40% των παιδιών σε άλλα σύνδρομα μέχρι και 95%) δεν θα τα πάμε στη λειτουργία της Αναστάσεως στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου στην Ομόνοια. Σταδιακά θα γίνει η εισαγωγή.
Ζ. Σε άλλα παιδιά με αυτιστικές συμπεριφορές μπορεί να αρέσει ο δυνατός φωτισμός σε άλλα όχι. Πολλά μπορεί να ενοχλούνται από οσμές, συνωστισμό, άλλα μπορεί να είναι υπερκινητικά άλλα όχι.
Σε συνεργασία λοιπόν με τους γονείς θα καθορίσουμε πότε μπορούν να έρχονται και τι πρέπει να αποφύγουμε ώστε να μην αισθανθούν αποκλεισμένοι.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ "ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ" - ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ



 

Ερμηνεία του «Κύριε ελέησον»
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Τόμος Ε'

Συνοπτικά σχόλια

Και αυτό το μικρό κείμενο, που πραγματεύεται με χαριτωμένη απλότητα για την μονολόγιστη ευχή, παραδίδεται από τους συλλέκτες των πατερικών κειμένων της Φιλοκαλίας ανωνύμως και μέσα από τις προθέσεις τους να γνωσθεί και να καλλιεργείται από τον λαόν του Θεού η γλυκύτατη νοερά προσευχή. Για να θεμελιώσει δε την αναγκαιότητα της εκζητήσεως του θείου ελέους, ο συντάκτης του μικρού αυτού δοκιμίου ανατρέχει στην εποχή των Αποστόλων, που παρέδωσαν την ευχή, συμφώνως και προς άλλους διδασκάλους της νοεράς προσευχής. Παρ' ότι περιέχει απόψεις κοινές πλέον, γύρω από την ευχή του Ιησού, όμως, στην απλότητα του, οικοδομεί, πείθει, κατανύσσει με την ιδιαίτερη χάρη του, οπότε και με αυτό επιτυγχάνεται ο σκοπός των εκδοτών της Φιλοκαλίας, ώστε να δικαιούται να ενσωματωθεί σ' αυτή.
 
 
Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και συντομότερα «Κύριε ελέησον», από τον καιρό των Αποστόλων χαρίστηκε στους Χριστιανούς και ορίστηκε να το λένε ακατάπαυστα, όπως και το λένε. Τι σημαίνει όμως τούτο το «Κύριε ελέησον», είναι πολύ λίγοι σήμερα που το ξέρουν, κι έτσι φωνάζουν καθημερινά ανωφελώς, αλλοίμονο, και ματαίως το «Κύριε ελέησον», και το έλεος του Κυρίου δεν το λαβαίνουν γιατί δεν ξέρουν τι ζητούν. Γι' αυτό πρέπει να ξέρομε πως ο Υιός και Λόγος του Θεού, αφότου σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος και υπέμεινε τόσα πάθη και σταυρώθηκε και χύνοντας το πανάγιο αίμα Του εξαγόρασε τον άνθρωπο από τα χέρια του διαβόλου, από τότε έγινε Κύριος και εξουσιαστής της ανθρώπινης φύσεως. Και προτού βέβαια σαρκωθεί ήταν Κύριος όλων των κτισμάτων, ορατών και αοράτων, ως δημιουργός και ποιητής τους, όμως των ανθρώπων και των δαιμόνων που δε θέλησαν από μόνοι τους να τον έχουν Κύριο και εξουσιαστή τους, δεν ήταν και Αυτός Κύριος τους, ο Κύριος όλου του κόσμου. Ο πανάγαθος Θεός δηλαδή, και τους Αγγέλους και τους ανθρώπους τους έκανε αυτεξούσιους και τους χάρισε το λογικό, να έχουν γνώση και διάκριση• γι' αυτό, ως δίκαιος που είναι και αληθινός, δε θέλησε να τους αφαιρέσει το αυτεξούσιο και να τους εξουσιάζει με τη βία και χωρίς τη θέλησή τους. Αλλά εκείνους που θέλουν να είναι κάτω από την εξουσία και διακυβέρνησή Του, εκείνους ο Θεός και τους εξουσιάζει και τους κυβερνά• εκείνους πάλι που δε θέλουν, τους αφήνει να κάνουν το θέλημα τους, ως αυτεξούσιοι που είναι. Για τούτο και τον Αδάμ που πλανήθηκε από τον αποστάτη διάβολο κι έγινε κι αυτός αποστάτης του Θεού και δε θέλησε να υπακούσει στην εντολή Του, τον άφησε ο Θεός στο αυτεξούσιό του και δε θέλησε να τον εξουσιάζει τυραννικά.
  
 
Αλλά ο φθονερός διάβολος που τον πλάνησε εξαρχής, δεν έπαψε κι έπειτα να τον πλανά, ώσπου τον έκανε παρόμοιο στην αλογία με τα κτήνη τα ανόητα και ζούσε πλέον σαν ζώο άλογο και ανόητο. Μα ο πολυέλεος Θεός τον σπλαχνίστηκε τελικά κι έτσι χαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη1 κι έγινε άνθρωπος για τον άνθρωπο• και με το πανάχραντο αίμα Του τον λύτρωσε από τη δουλεία της αμαρτίας και δια μέσου του ιερού Ευαγγελίου τον οδήγησε πως να ζει θεάρεστα. Και, κατά τον Θεολόγο Ιωάννη, μας έδωσε εξουσία να γίνομε τέκνα Θεού2 και με το θειο βάπτισμα μας αναγέννησε και μας ανέπλασε και με τα άχραντά Του μυστήρια τρέφει καθημερινά την ψυχή μας και τη ζωογονεί. Και μ' ένα λόγο, με την άκρα Του σοφία βρήκε τον τρόπο να μένει πάντοτε αχώριστος μ' εμάς κι εμείς με Αυτόν, για να μην έχει πλέον καθόλου τόπο σ' εμάς ο διάβολος. Ορισμένοι όμως από τους Χριστιανούς, ύστερα από τόσες χάριτες που αξιώθηκαν και υστέρα από τόσες ευεργεσίες που έλαβαν από τον Δεσπότη Χριστό, πλανήθηκαν πάλι από το διάβολο και εξαιτίας του κόσμου και της σάρκας ξεμάκρυναν από το Θεό και κατακυριεύονται από την αμαρτία και από το διάβολο κάνοντας τα θελήματά του. Όμως δεν είναι τελείως αναίσθητοι ώστε να μην αισθάνονται το κακό που έπαθαν. Καταλαβαίνουν το σφάλμα τους και γνωρίζουν την υποδούλωσή τους, αλλά δεν μπορούν αυτοί μόνοι τους να γλυτώσουν και γι' αυτό προστρέχουν στο Θεό και φωνάζουν το «Κύριε ελέησον» για να τους ευσπλαχνιστεί ο πολυέλεος Κύριος και να τους ελεήσει, να τους δεχτεί σαν τον άσωτο υιό3 και να τους δώσει πάλι τη θεία χάρη Του και μέσω αυτής να γλυτώσουν από τη δουλεία της αμαρτίας, ν' απομακρυνθούν από τους δαίμονες και να λάβουν πάλι την ελευθερία τους, για να μπορέσουν με τον τρόπο αυτό να ζήσουν θεάρεστα και να φυλάξουν τις εντολές του Θεού. Αυτοί λοιπόν οι Χριστιανοί που, όπως είπαμε, με τέτοιο σκοπό φωνάζουν το «Κύριε ελέησον», αυτοί θα επιτύχουν εξάπαντος και το έλεος του πανάγαθου Θεού και θα λάβουν τη χάρη Του να ελευθερωθούν από τη δουλεία της αμαρτίας και να σωθούν. Εκείνοι όμως που δεν έχουν είδηση από αυτά που είπαμε, μήτε γνωρίζουν τη συμφορά τους που είναι καταδουλωμένοι στα θελήματα της σάρκας και στα κοσμικά πράγματα, μήτε έχουν ευκαιρία να συλλογιστούν την υποδούλωση τους, αλλά χωρίς τέτοιο σκοπό φωνάζουν μόνο το «Κύριε ελέησον», περισσότερο από συνήθεια, αυτοί πως είναι δυνατό να λάβουν το έλεος του Θεού; Και μάλιστα τέτοιο θαυμάσιο και άπειρο έλεος; Γιατί είναι καλύτερα να μη λάβουν το έλεος του Θεού, παρά να το λάβουν και πάλι να το χάσουν, επειδή τότε είναι διπλό το φταίξιμο τους. Άλλωστε, αν κανείς δώσει κανένα πετράδι πολύτιμο στα χέρια μικρού παιδιού ή κανενός αγροίκου άνθρωπου που να μην ξέρει τι αξίζει, και αυτοί το πάρουν στα χέρια τους και το χάσουν, είναι φανερό πως δεν το έχασαν εκείνοι αλλά αυτός που τους το έδωσε.
 

Και για να καταλάβεις καλύτερα τα λεγόμενα, συλλογίσου πως στον κόσμο τούτο εκείνος που είναι άπορος και φτωχός και θέλει να πάρει ελεημοσύνη από κάποιο πλούσιο, πηγαίνει και του λέει «ελέησον με», δηλαδή «λυπήσου με για τη φτώχεια μου και δος μου τα αναγκαία». Και πάλι, εκείνος που έχει χρέος και θέλει να του το χαρίσει ο δανειστής του, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «λυπήσου με για την ανέχειά μου και χάρισέ μου αυτό που σου χρωστώ». Όμοια και ο φταίχτης, θέλοντας να τον συγχωρήσει εκείνος στον οποίο έφταιξε, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «συγχώρεσέ με για ό,τι σου έκανα». Από την άλλη μεριά, ο αμαρτωλός φωνάζει στο Θεό το «Κύριε ελέησον» και δεν ξέρει μήτε τι λέει, μήτε γιατί το λέει, αλλά μήτε τι είναι το έλεος του Θεού που τον παρακαλεί να του το δώσει, μήτε σε τι τον συμφέρει το έλεος που ζητά, και μόνο από συνήθεια φωνάζει «Κύριε ελέησον», χωρίς να ξέρει τίποτε. Πως λοιπόν να του δώσει ο Θεός το έλεός Του, αφού αυτός, καθώς δεν το ξέρει, το καταφρονεί και πάλι το χάνει σύντομα και αμαρτάνει περισσότερο; Το έλεος του Θεού δεν είναι άλλο, παρά η χάρη του Παναγίου Πνεύματος, την οποία πρέπει να ζητούμε από το Θεό εμείς οι αμαρτωλοί και να φωνάζομε ακατάπαυστα το «Κύριε ελέησον», δηλαδή «λυπήσου με, Κύριε μου, τον αμαρτωλό, στην ελεεινή κατάσταση που βρίσκομαι, και δέξου με πάλι στη χάρη Σου• δος μου πνεύμα δυνάμεως, για να με δυναμώσει ν' αντισταθώ στους πειρασμούς του διαβόλου και στην κακή συνήθεια της αμαρτίας• δος μου πνεύμα σωφρονισμού, για να σωφρονιστώ, να έρθω σε αίσθηση του εαυτού μου και να διορθωθώ• δος μου πνεύμα φόβου, για να σε φοβούμαι και να φυλάγω τις εντολές Σου• δος μου πνεύμα αγάπης για να σε αγαπώ και να μην απομακρύνομαι πλέον από κοντά Σου• δος μου πνεύμα ειρήνης, για να φυλάγει την ψυχή μου ειρηνική και να συγκεντρώνω όλους μου τους λογισμούς και να είμαι ήσυχος και ατάραχος• δος μου πνεύμα καθαρότητας, για να με φυλάγει καθαρό από κάθε μολυσμό• δος μου πνεύμα πραότητας, για να είμαι ήμερος στους αδελφούς μου Χριστιανούς και να απέχω από το θυμό• δος μου πνεύμα ταπεινοφροσύνης, για να μη φαντάζομαι τα υψηλά και υπερηφανεύομαι».
Εκείνος λοιπόν που γνωρίζει την ανάγκη που έχει από όλα αυτά και τα ζητά από τον πολυέλεο Θεό, φωνάζοντας το «Κύριε ελέησον», αυτός βεβαιότατα θα λάβει εκείνο που ζητά και θα επιτύχει το έλεος και τη θεία χάρη του Κυρίου. Όποιος όμως δεν ξέρει τίποτε από αυτά που είπαμε, αλλά από συνήθεια μόνο φωνάζει το «Κύριε ελέησον», αυτός δεν είναι δυνατό να λάβει ποτέ το έλεος του Θεού• γιατί και πρωτύτερα έλαβε πολλές χάριτες από το Θεό μα δεν τις αναγνώρισε, μήτε ευχαρίστησε το Θεό που του τις έδωσε. Αυτός έλαβε το έλεος του Θεού όταν πλάστηκε κι έγινε άνθρωπος• έλαβε το έλεος του Θεού όταν αναπλάστηκε με το άγιο βάπτισμα κι έγινε ορθόδοξος Χριστιανός• έλαβε το έλεος του Θεού όταν γλύτωσε από τόσους κινδύνους ψυχικούς και σωματικούς που δοκίμασε στη ζωή του• έλαβε το έλεος του Θεού τόσες φορές που αξιώθηκε να κοινωνήσει τα άχραντα μυστήρια• έλαβε το έλεος του Θεού όσες φορές αμάρτησε στο Θεό και τον πίκρανε με τις αμαρτίες του και δεν εξολοθρεύτηκε, μήτε τιμωρήθηκε παιδαγωγικά όπως του έπρεπε* έλαβε το έλεος του Θεού όταν με διάφορους τρόπους ευεργετήθηκε από το Θεό και δεν το αναγνώρισε, αλλά όλα τα λησμόνησε και δε φρόντισε καθόλου για τη σωτηρία του. Αυτός λοιπόν ο Χριστιανός πως να λάβει το έλεος του Θεού χωρίς να το αισθάνεται και χωρίς να γνωρίζει πως δέχεται τέτοια χάρη από το Θεό, καθώς είπαμε, μήτε να ξέρει τι λέει, αλλά να φωνάζει μόνο το «Κύριε ελέησον» χωρίς κανένα στόχο και σκοπό, εκτός από μόνη τη συνήθεια;


1. Ψαλμ. 17, 10.
2. Ιω. 1,12.
3. Λουκ. 15, 20.

Η προσευχή της Αγάπης



Κύριε...
Κάνε με όργανο της ειρήνης.
Κάνε στη θέση του μίσους
Να βάζω την αγάπη.
Στη θέση της ύβρης
Να βάζω την συγγνώμη.
Στη θέση της πλάνης
Να βάζω την πίστη.
Στη θέση της διχόνοιας
Να βάζω την ένωση.
Στη θέση της απελπισίας
Να βάζω την ελπίδα.
Στη θέση της λύπης
Να δίνω τη χαρά.
Κύριε...
Κάνε να μη ζητώ τόσο να παρηγορηθώ
Όσο να παρηγορώ.
Να μη ζητώ τόσο να αγαπούμαι, όσο να αγαπώ.
Γιατί όταν δίνουμε λαβαίνουμε.
Όταν λησμονούμε τον εαυτό μας, τον ξαναβρίσκουμε.
Όταν συγχωρούμε λαβαίνουμε την άφεση.
Όταν αποθνήσκουμε, βρίσκουμε την αιώνια ζωή.

ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ Μητροπολίτου Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως Ἱερεμίου


ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ 

Μητροπολίτου Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως ερεμίου

1. Τὸ πολυτιμότερο πράγμα, ἀδελφοὶ χριστιανοί, εἶναι ἡ πίστη μας, ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας. Ἡ πίστη μας αὐτὴ εἶναι θεία ἀποκάλυψη. Δὲν εἶναι δηλαδὴ ἐφεύρημα τῶν παπάδων καὶ τῶν δεσποτάδων, δὲν εἶναι ἀνακάλυψη ἀνθρώπινου νοῦ, ἀλλὰ εἶναι ἀποκάλυψη. Ἀποκάλυψη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σαρκώθηκε καὶ ἦρθε σὲ μᾶς καὶ μᾶς τὴν φανέρωσε. Καὶ ἡ πίστη μας αὐτὴ ἔφτασε σὲ μᾶς μὲ ἀγῶνες καὶ θυσίες πολλές, χωρὶς κἂν νὰ ἀλλοιωθεῖ οὔτε στὸ παραμικρό. Αὐτό, χριστιανοί μου, εἶναι θαῦμα.
.           Γιὰ νὰ καταλάβετε τὸ θαῦμα αὐτό, φανταστεῖτε κάποιον νὰ κρατᾶ στὰ χέρια του μία γυάλα γεμάτη μὲ ἕνα πολύτιμο ὑγρό, νὰ περπατάει σὲ ἕναν ὀλισθηρὸ δρόμο καὶ γύρω του ἄνθρωποι νὰ τὸν σπρώχνουν καὶ νὰ τὸν πιέζουν συνεχῶς γιὰ νὰ τοῦ πέσει ἡ γυάλα καὶ νὰ τοῦ χυθεῖ τὸ ὑγρό. Καὶ ὅμως ὁ ἄνθρωπος αὐτός, μὲ τὰ τόσα ἐμπόδια ἀπὸ τοὺς γύρω του, περπάτησε τὸν μακρὺ – μακρὺ ὀλισθηρὸ δρόμο του, χωρὶς νὰ τοῦ χυθεῖ οὔτε μία σταγόνα ἀπὸ τὸ πολύτιμο καὶ ἀκριβὸ ὑγρὸ ποὺ κρατοῦσε.
.           Αὐτὸ εἶναι ἡ πίστη μας, ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας, ἀδελφοί μου χριστιανοί. Τὴν πολέμησαν πολλοί, βασάνισαν τοὺς πιστούς, βάλθηκαν νὰ τὴν ἐξαφανίσουν ἢ νὰ τὴν νοθεύσουν καὶ ὅμως ἡ πίστη μας κρατήθηκε ἀναλλοίωτη, ὅπως τὴν παρέδωσε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στοὺς Ἀποστόλους Του καὶ ὅπως αὐτοὶ τὴν παρέδωσαν στοὺς διαδόχους τους. Χωρὶς νὰ χυθεῖ οὔτε μία σταγόνα, χωρὶς δηλαδὴ νὰ παραλλαγεῖ «οὔτε μία κεραία οὔτε ἕνα ἰῶτα» ἀπὸ τὰ δόγματά της. Ἡ γυάλα – τὸ ποτήρι δόθηκε ἀπὸ χέρι σὲ χέρι, ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, καὶ ἔφτασε μέχρι τὰ δικά μας χέρια, ὅπως ἀκριβῶς δόθηκε ἀπὸ τὸ πρῶτο χέρι. Αὐτὸ ὅμως, χριστιανοί μου, δημιουργεῖ καὶ σὲ μᾶς τὴν ὑποχρέωση νὰ παραδώσουμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας ὅπως καὶ τὴν παραλάβαμε, δηλαδὴ χωρὶς νὰ τὴν παραλλάξουμε καὶ νὰ τὴν ἀλλοιώσουμε οὔτε στὸ παραμικρό. Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας εἶναι σὰν τὸ μάτι μας. Τὸ μάτι μας δὲν δέχεται μέσα του οὔτε μία τρίχα. Ἔτσι καὶ ἡ πίστη μας δὲν δέχεται οὔτε ἕνα «γιώτα».

 2. Καὶ ἐπειδὴ ἡ σειρὰ τῶν μαθημάτων μας εἶναι γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα, ναί, γιὰ ἕνα «ι» (γιῶτα) δόθηκαν μεγάλες μάχες στὴν Ἐκκλησία μας. Καὶ τὸ ἐξηγῶ αὐτό: Πιστεύουμε, Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον. Ὥστε λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ΟΜΟΟΥΣΙΟΣ μὲ τὸν Πατέρα. Θεὸς ὁ Πατέρας, Θεὸς ὁμοούσιος καὶ ὁ Υἱός, Θεὸς ὁμοούσιος καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Οἱ αἱρετικοὶ ἀρειανοὶ στὴ λέξη ὁμοούσιος, ἔβαζαν ἕνα «γιώτα» καὶ διάβαζαν ὁμΟΙούσιος. Οἱ ὀρθόδοξοι ἔλεγαν τὸν Χριστό, ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα, ὅπως ἔτσι εἶναι. Οἱ αἱρετικοὶ ὅμως τὸν ἔλεγαν ὁμΟΙούσιο. Δηλαδὴ ἡ διαφορά μας ἦταν σὲ ἕνα «γιῶτα». Καὶ ὅμως, χριστιανοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας γι᾽ αὐτὸ τὸ «γιῶτα» ἔδωσε πολλὲς καὶ σκληρὲς μάχες. Γιατί, ἂν ποῦμε τὸν Χριστὸ ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα, ὅπως τὸν λέμε οἱ ὀρθόδοξοι, τότε τὸν ὁμολογοῦμε γιὰ Θεό.  Ἂν ὅμως τὸν ποῦμε ὁμΟΙούσιο μὲ τὸν Πατέρα, τότε τὸν δεχόμαστε ὡς ἄνθρωπο ποὺ ὁμοιάζει μὲ τὸν Θεό, ὄχι ὅμως Θεό, ποὺ ἔχει τὴν ἴδια οὐσία μὲ Αὐτόν, δηλαδὴ ΟΜΟΟΥΣΙΟ.

 3. λη  πίστη μας, δελφοί μου χριστιανοί, ξεκινάει π τί Θε χουμε. Καὶ ὁ Θεός μας εἴπαμε εἶναι Τριαδικός: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιος καὶ ἀχώριστος. Εἶναι ὁ γλυκὸς Θεός, «ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν», ὅπως Τὸν ψάλλουμε στὴν Ἐκκλησία μας. Εἶναι ὁ Θεός μας, πού, ἂν καὶ εἴμαστε παραβάτες τῶν ἐντολῶν Του, ὅμως τοῦ λέμε τὸ «Κύριε ἐλέησέ μας» καὶ τοῦ μιλᾶμε ἐλεύθερα. Τοῦ λέμε τὸν πόνο μας, ἀκόμη καὶ τὸ παράπονό μας. Γλυκὸς Θεός! «Ἰησοῦ γλυκύτατε Χριστέ, Ἰησοῦ μακρόθυμε»!
.           Καὶ ὅλο αὐτὸ εἶναι γιατί, ὅπως εἴπαμε στὰ μαθήματά μας, οἱ ἅγιοι Πατέρες κάνουν διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεό, ὥστε: Ἂν καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ᾽ρθοῦμε σὲ κοινωνία μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ὅμως ὁ Θεὸς μὲ τὶς θεῖες Του ἐνέργειες μᾶς ἀγκαλιάζει καὶ μᾶς λούζει καὶ εἶναι πολὺ κοντά μας. Εἶναι μέσα μας! Καὶ ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι μιλᾶμε γιὰ ἐν- Τριάδωση καὶ ἐν-Χρίστωση. Μέσα μας ἔχουμε τὸν Θεό μας!  Θες μως τν Φραγκο- λατίνων, τν Ρωμαιοκαθολικν δηλαδή, πως λέγονται, εναι φρικτός. Δὲν μπορῶ νὰ προσευχηθῶ σὲ ἕναν τέτοιο Θεό, ὅπως τὸν δέχονται οἱ Παπικοί.
.           Οἱ Παπικοὶ δὲν δέχονται τὴν διάκριση οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεό, ὅπως κάνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ἀλλὰ δέχονται ἕναν Θεὸ ὡς οὐσία μόνο. Δηλαδή, οἱ Παπικοὶ ἔχουν ἕνα Θεὸ μὲ τὸν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει κοινωνία. Πραγματικά, ἂν ὁ Θεὸς εἶναι οὐσία μόνο, τότε δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουμε κοινωνία μαζί Του, γιατί δὲν μποροῦμε νὰ μετέχουμε στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Δν τν θέλουμε τν Θε τν Δυτικν. Δν εναι καλς Θεός. Ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ δικά τους τὰ παιδιὰ δὲν τὸν θέλουν καὶ δὲν τὸν δέχονται αὐτὸν τὸν Θεό, γι᾽ αὐτὸ καὶ μὲ πανώ στοὺς δρόμους τὰ παιδιὰ τῶν Δυτικῶν διαλαλοῦν καὶ λέγουν: «ΠΕΘΑΝΕ Ο ΘΕΟΣ»!…Ποιὸς Θεὸς πέθανε; Ὁ Θεὸς τῶν Δυτικῶν, ὅπως τοὺς τὸν δίνουν οἱ Πάπες τους. Καλ τος τ λεγε  δικός μας γιος Γρηγόριος  Παλαμς, ποκήρυττε Θε χι μόνο μ θεία οσία, λλ κα μ θεες νέργειες. λεγε στος Δυτικούς: «Θες νενέργητος, ρα ΘΕΟΣ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ»! Ἡ ἄλλη δὲ πλάνη τῶν Παπικῶν περὶ τοῦ Φιλιόκβε, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχουμε μιλήσει, μπερδεύει ἀκόμη περισσότερο τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κάνει περισσότερο ἀποκρουστική. Τί Θεὸ τέλος πάντων ἔχουν αὐτοὶ οἱ Παπικοί;!…

 4. Τὸ Τριαδικὸ δόγμα, ἀδελφοὶ χριστιανοί, ὅπως καὶ ὅλα τὰ δόγματα, μᾶς δόθηκαν ὄχι γιὰ νὰ γνωρίζουμε θεωρητικὰ ὁρισμένες ἀλήθειες, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς γίνονται οἱ ἀλήθειες αὐτὲς ζωή. Καὶ ἡ ἑνότητα τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ὁμοούσιον δηλαδὴ τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μᾶς διδάσκει καὶ μᾶς ἐπιβάλλει καὶ τὴν δική μας ἑνότητα ὡς χριστιανῶν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν παρακαλοῦσε τὸν Πατέρα Του γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν ἰδικῶν Του καὶ γιὰ τὴν ἑνότητα μεταξύ τους, ἀναφέρθηκε στὴν ἑνότητα τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος (βλ. Ἰωάν. ιζ´ 11). Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴν Θεία Λειτουργία, γιὰ νὰ ὁμολογήσουν οἱ χριστιανοὶ τὴν πίστη τους στὸν Θεό, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ ἱερέας τοὺς λέει πρῶτα τὸ «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους». Γι᾽ αὐτὸ πάλι καὶ ἀββάδες, Ρῶσοι συνήθως, ἀφιερώνουν κάποιο Μοναστήρι ποὺ κτίζουν στὴν Ἁγία Τριάδα, γιὰ νὰ εἶναι ἀγαπημένοι καὶ ἑνωμένοι οἱ Μοναχοὶ ποὺ θὰ ἀσκοῦνται σ᾽ αὐτό.

 Μὲ πολλὲς εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως Ἱερεμίας

πηγή

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡ. ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ [Ἐφ. δ´ 7-13] Ο ΚΑΤΑΡΤΙΣΜΟΣ ΜΑΣ «Πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων»


ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡ. ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ
[Ἐφ. δ´ 7-13]

Ο ΚΑΤΑΡΤΙΣΜΟΣ ΜΑΣ
«Πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων»

τοῦ περιοδ. «ΖΩΗ»
 ἀρ. τ. 4264, Ἰαν. 2013

        Ὁ Κύριος καὶ Λυτρωτής µας ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία Του στὴν γῆ. Καὶ µοίρασε πλούσια τὶς δωρεές Του. Ἀνέδειξε καὶ ἔδωσε µέσα σ᾽ αὐτὴ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Προφῆτες ποὺ θὰ παρουσιάσουν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης ἔδωσε τοὺς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, τοὺς ποιµένες καὶ διδασκάλους, ποὺ θὰ καθοδηγοῦν τὸν καθένα ξεχωριστὰ καὶ ὅλους µαζὶ τοὺς Χριστιανούς.

.           Καὶ ὅλα αὐτά, µᾶς τονίζει στὴν σηµερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, µᾶς τὰ ἔδωσε γιὰ ἕνα µεγάλο σκοπό: «πρὸς τὸν καταρτισµὸν τῶν ἁγίων», δηλαδὴ γιὰ νὰ καταρτίζονται, νὰ οἰκοδοµοῦνται πνευµατικά, νὰ προοδεύουν καὶ νὰ τελειοποιοῦνται στὴν ἀρετὴ οἱ πιστοὶ στὴν χριστιανικὴ ζωή.
.           Πῶς θὰ ἐπιτύχουµε αὐτὸ τὸν πνευµατικὸ καταρτισµό µας;

*  *  *

Α) Μὲ σοβαρότητα κι ἀποφασιστικότητα.

 .           Πρῶτα-πρῶτα χρειάζεται νὰ καταλάβουµε ὅτι πρέπει νὰ πάρουµε στὰ σοβαρὰ αὐτὴ τὴν ὑπόθεση τοῦ πνευµατικοῦ µας καταρτισµοῦ. Ὁ χριστιανικός µας καταρτισµὸς εἶναι πολὺ σπουδαία ὑπόθεση. Δὲν εἶναι παιγνίδι οὔτε ψυχαγωγία. Εἶναι σκληρὴ ἐργασία, συνεχὴς καὶ ἐντατικὴ πάνω στὸν ἑαυτό µας. Γιατί ὁ κακοµαθηµένος ἑαυτός µας ἀντιστέκεται, γλιστράει, µᾶς ξεγελάει. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος µᾶς προτρέπει: «Μετὰ φόβου καὶ τρόµου» νὰ ἐργαζόµαστε γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουµε τὴν σωτηρία µας. Εἶναι ὁ πρῶτος καὶ κύριος σκοπὸς τῆς ζωῆς µας. Χρειάζεται λοιπόν, νὰ ἐπισηµάνουµε τὰ ἀδύνατα σηµεῖα ποὺ ἔχει. Καὶ τότε µὲ ὑποµονὴ καὶ ἐπιµονή, ἀλλὰ καὶ µὲ αὐστηρὴ αὐτοκριτικὴ νὰ προχωρήσουµε ἀποφασιστικὰ στὴν διόρθωσή του.

Β) Μὲ τὴν συµπαράσταση τῶν ἄλλων.

.           Στὴν προσπάθειά µας αὐτή, πολὺ θὰ µᾶς βοηθήσει ἡ παρουσία καὶ βοήθεια πνευµατικῶν ἀδελφῶν. Ἐµεῖς φυσικὰ θὰ προσπαθοῦµε µὲ ὅλες µας τὶς δυνάµεις, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουµε κόπους καὶ θυσίες γιὰ τὸν καταρτισµό µας. Θὰ κάνουµε ὅ,τι µποροῦµε. Ὅµως πάντοτε ὑπάρχει ὁ ὑποκειµενικὸς παράγων. Δηλαδὴ τὸν ἑαυτό µας τὸν δικαιολογοῦµε πολλὲς φορὲς καὶ τοῦ χαριζόµαστε.
.           Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, νὰ ζητᾶµε τὴν βοήθεια καὶ νὰ δεχόµαστε τὶς ὑποδείξεις πνευµατικῶν ἀδελφῶν. Αὐτοὶ µᾶς βλέπουν πιὸ ἀντικειµενικὰ καὶ γι᾽ αὐτὸ πιὸ σωστά.

Γ) Οἱ πνευµατικοί µας πατέρες.

.           Ἀκόµη θὰ πρέπει νὰ τονίσουµε, πὼς εἶναι ἀπαραίτητοι γιὰ τὸν πνευµατικό µας καταρτισµό, οἱ ποιµένες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ συνετοὶ καὶ σώφρονες πνευµατικοὶ ὁδηγοί. «Οἱ ἀληθεύοντες ἐν δόγµασι καὶ βίῳ καὶ λόγῳ».
.           Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ στρατηγὸς τοῦ πνευµατικοῦ ἀγώνα, ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος, τονίζει τὴν ἀνάγκη ποιµένων καὶ διδασκάλων «πρὸς τὸν καταρτισµὸν τῶν ἁγίων». Καὶ ὄχι µόνο τονίζει, ἀλλὰ ὅπως γράφει στοὺς Θεσσαλονικεῖς, «παρακαλοῦµε νύχτα καὶ ἡµέρα τὸν Θεὸ νὰ φέρει τὶς περιστάσεις νὰ δοῦµε τὸ πρόσωπό σας καὶ καταρτίσαι τὰ ὑστερήµατα τῆς πίστεως ὑµῶν» (Α´ Θεσ. γ´ 10).

*  *  *

.           Ἀλλὰ δὲν φτάνει µόνο ἡ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν καταρτισµό του. Ταυτόχρονα εἶναι ἀπαραίτητn ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς αὐτὴ τίποτε δὲν γίνεται. Ὁ Κύριος εἶχε τονίσει: «χωρὶς ἐµοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰω. ιε´ 5).
.           Ἡ θεία Χάρη µᾶς δίνεται µὲ τὴν συµµετοχή µας στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας µας. Εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὸν πνευµατικό µας καταρτισµό. Παίρνουµε  µ᾽ αὐτή τὴν θεία βοήθεια καὶ νικᾶµε τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναµίες µας. Νικᾶµε τὸν ἴδιο τὸν πονηρό.
.           Ἂς ζητᾶµε τὴν θεία Χάρη µὲ θερµὴ προσευχή. Ἂς τὴν παίρνουµε τακτικὰ µὲ τὰ ἅγια Μυστήρια. Καὶ ἂς προσφέρουµε ὅλη µας τὴν θέληση καὶ τὴν προσπάθειά µας στόν Κύριο γιὰ τὸν πνευµατικό μας καταρτισµό.

2ο Γράμμα από τις φυλακές του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος και Μητροπολίτου Σκοπίων κ. Ιωάννη


Ιωάννης
ελέω Θεού, αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και μητροπολίτης Σκοπίων, προς την Εκκλησίαν εις την οποίαν από Θεού ετοποθετήθη ως Αρχιποιμήν Αυτής και προς πάσας τας ανά την οικουμένην Εκκλησίας συναγομένας εν ενί του Χριστού Σώματι και εν Πνεύματι Αγίω συνδεδεμένας, από τας φυλακάς της πόλεως των Σκοπίων, όπου έχει εγκλειστεί για έκτη φορά κατά τα δέκα τελευταία έτη εκπέμπει αυτήν
την Δευτέραν, από φυλακάς, Εγκύκλιον επιστολήν,
Όταν αποκτήσωμεν την αγάπη του Χριστού και την αρετή, τότε αξίζει να υποστούμε ακόμη και διωγμούς ένεκεν Αυτού, αν χρειαστεί και εξορία να ανεχτούμε, αλλά και έτοιμοι να ακούσουμε γιά τους εαυτούς μας τις πιο απρεπείς συκοφαντίες, και ακόμη, να χαιρόμαστε για όλα αυτά, λέει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας. Όταν μέσα στον άνθρωπο ανάψει αυτή η αγάπη του Θεού και όταν οι αρετές λάμψουν μέσα του, τότε ο άνθρωπος είναι έτοιμος όχι μόνον να υποφέρει βάσανα, όχι μόνον να υπομένει φαύλα έργα εναντίον του και δεσμά εγκλεισμού, αλλά είναι ακόμη έτοιμος και να χαίρεται για όλα αυτά. Η χαρά όμως αυτή δεν διαδίδεται ανάλογα με το πόσο την αξίζει κάποιος, δεν αποτελεί επ’ ουδενί ανταμοιβή για τις ασκήσεις, αλλά είναι χάρις, υπέροχη και τέλεια δωρεά του ελέους του Θεού που Αυτός μόνος ο Πατήρ ευδοκεί, όπως εισέλθωμεν εις την χαράν του Κυρίου ημών (Ματθ. 25,21-23). Διότι, εκείνοι που εισήλθαν εις την χαράν του Πατρός, χαίρονται με την χαράν του Χριστού και έτσι, εκείνο το οποίον χαροποιεί τον Χριστόν, Αυτός κάνει να χαίρονται με αυτό και εκείνοι που είναι δικοί Του, ενώ ουσιαστικά ο Ίδιος χαίρεται εν Αυτώ.
Επειδή Εσείς, οι οποίοι είσαστε εν τω Σώματι Αυτού και χαίρεστε με τη χαρά του Χριστού, εύκολα θα αναγνωρίσετε τη χαρά με την οποίαν χαρήκαμε εκ νέου εγκλωβισμένοι στα δεσμά ένεκεν Αυτού, σε Εσάς απευθύνομεν την Δευτέραν κατά σειράν αυτήν Εγκύκλιον επιστολήν, γεγραμμένην μέσα εις τας φυλακάς, διά να Σας παρακαλέσω μεν, όπως διατηρείτε εις την μνήμην Τμών τα δεσμά ημών και όπως μην αισχύνεσθε ένεκεν ημών, διότι και περαιτέρω υπ’ αυτά παραμένομεν.
Όταν ο θείος Παύλος ζητά από τον Τιμόθεο να μην εντραπεί για το μαρτύριόν του (Β’ Τιμοθ. 1,8), δεν το κάνει αυτό για να τον επικρίνει επειδή αισχυνόταν αυτός από τα δεσμά του Παύλου, αλλά το έκανε για να τον ενθαρρύνει, έτσι ώστε και ο ίδιος να δεχθεί να υποφέρει τα δικά του δεινά, εάν και εφ’ όσον βρεθεί στην ίδια κατάσταση. Εάν λοιπόν, έως κάποιου σημείου, θα ήταν επιτρεπτό στον Παύλο να έχει έστω και την ελάχιστην αμφιβολίαν και υποψίαν έναντι κάποιων οι οποίοι ακόμη δεν ήταν σταθεροί εις την πίστην, κι είχαν ανάγκη ακόμη όχι από στερεά τροφή αλλά από βρεφικό γάλα (Α’ Κορ. 3,2), δεδομένου του ότι στην πρώτη του απολογία στο δικαστήριο κανείς δεν του είχε συμπαρασταθεί αλλά όλοι τον είχαν εγκαταλείψει (Β’ Τιμοθ. 4,16), και γι’ αυτό λέει στον Τιμόθεο ότι το Πνεύμα το οποίον ο Θεός μάς έδωσε δεν είναι πνεύμα φόβου αλλά πνεύμα δυνάμεως, αγάπης και σοφίας (Β’ Τιμοθ. 1,2), εις ημάς δεν είναι επιτρεπτή καμία αμφιβολία έναντι Υμών, διότι Εσείς μας υποστηρίξατε και κατά την πρώτην και κατά την δευτέραν, όσο και σε όλες κατά σειράν μέχρι και αυτήν την έκτην απολογίαν της πίστεως ημών, ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων της ΠΓΔΜ.
Ως εκ τούτου, αυτήν την επιστολήν δεν την αναγράφομεν διά να ενθαρύνωμεν την ανδρείαν Υμών εν τη πίστη, η οποία αποδείχθηκε ημίν μέσω των μαρτυριών Υμών και κατά τας προηγούμενας φοράς, καθ’ ον χρόνον τελούσαμεν υπό κράτησιν, παρά, την αποστέλλομεν προς Υμάς, όπως μοιρασθώμεν μεθ’ Υμών την χαράν με την οποίαν ο Κύριος μάς χαροποίησε, χαράν η οποία πηγάζει από τα δεσμά του Χριστού, και με την οποίαν χαίρεται καθείς, όστις και ο ίδιος υπομένει τοιαύτα με τον έναν ή τον άλλον τρόπον. Εκείνοι όμως οι οποίοι θα αγαπήσουν τα δεσμά Αυτού έναντι κάθε είδους φυσικής ελευθερίας, θα καταλάβουν και την δική μας χαρά, χαράν με την οποίαν χαίρεται η καρδία ημών όταν φέρομεν εις την μνήμην μας Εσάς και την μέριμναν Τμών δι’ ημάς. Διότι, κανείς άλλος εκτός από εκείνον που επλήγη από την τρελή αγάπη του Θεού δεν δύναται να ανακαλύπτει και να αναγνωρίζει αυτήν την χαράν, η οποία εκχέεται από τα πάθη, από τη λύπη, τις δυσκολίες, τις φυλακίσεις, τις διώξεις ή τις εξορίες. Εκείνος όμως, που άνοιξε την καρδιά του στο έλεος του Θεού και επέτρεψε να τον τραυματίσει αυτή η ανείπωτη αγάπη, όχι μόνον επιτρέπει αυτή να τον πληγώνει συχνά, αλλά τις πληγές που δέχεται από αυτήν την αγάπη τις εκτιμά περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο.
Εκείνοι δε, οι οποίοι γνωρίζουν ότι οι πειρασμοί που υπομένει κανείς ένεκεν του Χριστού αυξάνουν το χάρισμα της χαράς, αυτοί ζηλεύουν τα δεσμά με τα οποία είμαστε δεμένοι στη φυλακή των Σκοπίων, μάλιστα όχι με αρρωστημένη ζήλεια αλλά με συναγωνιστικό καλό ζήλο και αυτός ο ζήλος δεν είναι ίδιος με εκείνων που με κάθε τρόπο προσπαθούν να μας αποτρέψουν από τον σκοπόν μας, ο οποίος δεν είναι άλλος από την ίδιαν την ενότητα της Εκκλησίας. Οι μεν πρώτοι, ζηλεύουν άδολα, με ζήλεια που φαίνεται ότι είναι ζήλος προς τον Θεόν, οι δε άλλοι, ζηλεύουν ημάς με κακεντρέχεια και απροκάλυπτη επιθυμία να κάνουν κακό, υποτιμώντας ακόμη και τα δεινά του Χριστού, μόνον και μόνον επειδή σε αυτήν την στιγμή αυτά έγιναν και δικά μας πάθη.
Τι λοιπόν; Ένα είναι το ζητούμενον, λέει ο απόστολος: «πλήν παντί τρόπω, είτε προφάσει, είτε αληθεία, Χριστός καταγγέλλεται» (Φιλ. 1,18). Όποιος μπορεί να καταλάβει, θα καταλάβει και εκείνο που ακολουθεί: «Έμοί γαρ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Φιλ. 1,21).
Μπορεί να εκληφθεί ο θάνατος ως κέρδος μόνον εάν προηγουμένως με χαρά αποδεχθεί κάποιος και τις δυσβάσταχτες ταπεινώσεις, τους λοιδωρισμούς, τις βλασφημίες και συκοφαντίες, τους διωγμούς και τις φυλακίσεις διά Χριστόν (Α’ Κορ. 4,9-13)· Και αυτό, εάν και εφόσον, στην αδικία που υπομένει δεν απαντάει εκδικητικά, με οργή, με μίσος, πεπεισμένος για της αρετές του. Διότι, κάθε είδος αρετής ξευτίζει όταν έρθει σε επαφή με το μίσος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ο απόστολος προτρέπει τους Κορινθίους στους λοιδωρισμούς να απαντούν με ευλογία, στους διωγμούς με ανοχή και στις βλασφημίες με λόγους φιλικούς.
Όπλον στον πνευματικόν αγώνα αποτελεί η αδυναμία του σταυρού· όπλο για το οποίο οι περισσότεροι σε αυτόν τον κόσμο δεν πιστεύουν ότι είναι νικηφόρο. Στην ουσία όμως, όταν όλα δείχνουν ότι απωλέσαμε όλη μας τη δύναμη, τότε είμαστε αληθινά δυνατοί (Β’ Κορ. 12,10). Γι’ αυτό εμάς, που επιλέξαμε αυτόν τον αγώνα, μας θεωρούν μωρούς, όπως ακριβώς συνέβαινε και στα χρόνια των αποστόλων (Α’ Κορ. 1,23-24). Ποιος, όμως, υπέφερε περισσότερα δεινά από τον ίδιο τον θείον Παύλο; Φυλακισμένος πολλές φορές, ραβδισμένος με ασύλληπτη αυστηρότητα, πολλάκις εν κινδύνοις ακόμη και εις θάνατον. Διήλθε όλων των ειδών τους πειρασμούς, εν ξηρά, εν ερήμω, εν θαλάσση (Β’ Κορ. 11,23-29). Όμως δεν προκάλεσαν όλ’ αυτά, το να χαραχθεί βαθιά μέσα του η πεποίθησις, ότι οι δοκιμασίες οδηγούν στην υπομονή, η υπομονή στο δοκιμασμένο χαρακτήρα και ο δοκιμασμένος χαρακτήρας στην ελπίδα. Η ελπίδα τελικά δεν απογοητεύει (Ρωμ. 5,3-5).
Μπορεί, άραγε, να βρεθεί κανείς κακοπροαίρετος που θα πει ότι ο Απόστολος Παύλος ήταν μακράν του Θεού και ότι η οργή του Θεού στράφηκε εναντίον του, και ότι γι΄αυτό του συνέβησαν όλα τα παραπάνω; Αντιθέτως, όλα αυτά εκείνος τα υπομένει με χαρά, λόγω ακριβώς της ζωντανής και φανερής παρουσίας του Θεού σ’ Αυτόν. «Αρκεί σοι η χάρις μου», του λέει, διότι «η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» (Β’Κορ.12,9). Μακάριος ο υπομένων τους πειρασμούς με ελπίδα. Διότι, εάν τους υπομείνει με αταλάντευτη την πίστη εις τα επαγγελλόμενα, «λήψεται τον στέφανον της ζωής, όν επηγγείλατο ο Κύριος τοις αγαπώσιν αυτόν» (Ιακωβ. 1,12).
Κανένας όμως πειρασμός δεν είναι επάνω από τα όρια αντοχής αυτού που δοκιμάζεται. Ο Θεός, που είναι καρδιογνώστης και ετάζων τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, που γνωρίζει τις πνευματικές δυνάμεις και ικανότητες του καθενός ξεχωριστά, δεν επιτρέπει στους πειρασμούς που αντιμετωπίζουμε να υπερβαίνουν τα όρια της ανθεκτικότητος ημών. Εκείνος που πιστεύει, σε κάθε δοκιμασία που του δίδεται να αντιμετωπίσει, ταυτόχρονα λαμβάνει και την δύναμιν να την υπερβεί (Α’ Κορ. 10,13). Αυτή η υπέρβασις, εντούτοις, δεν είναι πάντοτε ορατή στην αρχή της δοκιμασίας. Είναι κεκρυμμένη μέσα σε ένα πλέγμα υπομονής και ελπίδος, και αποκαλύπτεται μόνον όταν φανούμε υπομονετικοί ως προς τα ελπιζόμενα (Ιακωβ. 1,4).
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι ο Θεός εκείνος ο Οποίος μας θέτει εις πειρασμόν. Εις πειρασμόν οδηγούμεθα υπό της προς λάθος κατεύθυνση στραμμένης ιδίας επιθυμίας (Ιακωβ. 1,13-14). Αλλά, σε πειρασμούς, και χωρίς την συμμετοχή της θελήσεώς μας, δύνανται να μας οδηγήσουν και εκείνοι οι οποίοι μας ζηλεύουν, που μας μισούν ή έχουν για σκοπό τους να αφαιρέσουν από εμάς την περιουσία μας. Κάποιες φορές λοιπόν, χωρίς αυτό να είναι θέλημα Θεού αλλά ούτε και εξαιτίας δικής μας υπαιτιότητος, υποφέρουμε διάφορους πειρασμούς· σε αυτές τις περιπτώσεις, ο στέφανος που προορίζεται για εμάς θα είναι κατά πολύ ενδοξότερος από εκείνον που θα στεφώμασταν, εάν αντέχαμε κάποια δοκιμασία στην οποία υποπέσαμε εξαιτίας της εσφαλμένα παρασυρόμενης ημών βουλήσεως. Όταν οι άλλοι μας παρασύρουν στο πειρασμό, τότε αυτό μπορεί να ονομαστεί πάθος. Ο μισθός, δηλαδή, για τα υπομείναντα πάθη τα οποία ανεχθήκαμε με ευχαριστία και χωρίς γογγυσμούς, χωρίς να καταβληθούμε από μίσος προς εκείνους που μας έσπρωξαν στο ακούσιον πάθος και τα ανεπιθύμητα δεινά, θα είναι μεγαλύτερος και από εκείνον που χαρίζεται για την ενάρετη και στολισμένη με κάθε αγαθοεργία ζωή κάποιου.
Παράδειγμα όλων αυτών είναι ο μακάριος Ιώβ. Πότε αυτός αποδείχθηκε περισσότερο άξιος για το στέφανο; όταν διέπρεψε με έργα αγαθά όπως η φιλοξενία, η συμπόνοια, οι ελεημοσύνες, οι φιλανθρωπίες, η δικαιοσύνη, η φιλοπονία, η πραότητα, η σοφία, η εγκράτεια και πολλά άλλα; ή μήπως, όταν φάνηκε υπομονετικός στα δεινά τα οποία επ’ ουδενί δεν άξιζε, δεχόμενος επιθέσεις από διαβολική ζήλεια και μόνον; Οπωσδήπωτε, οι αγαθοεργίες του Ιώβ είναι αναμφισβήτητες και υπέρ αρκετές για την απόκτηση του στεφάνου, όμως η υπομονή των αδίκως προκληθέντων αυτώ παθημάτων αναδεικνύει τον Ιώβ ακόμη πιο άξιο. Η υπομονή των παθών αποτελεί το δυσκολότερο μέρος του αγώνος μας, κατά το οποίον για τη νίκη, πέραν της μεγάλης επιμονής και καρτερίας, είναι απαραίτητη και η ανυπολόγιστη αγάπη προς τον Θεόν.
Όταν υποφέρουμε αδίκως και ένεκεν της αγάπης του Χριστού, στην ουσία γινόμαστε συμμέτοχοι των αδίκων Αυτού παθών, αλλά συνάμα και Εκείνος γίνεται μέτοχος του δικού μας πόνου. Τοιαύτη ακριβώς συσσωμάτωση μετά του Χριστού είναι που μας δίδει και την μεγαλύτερη παρηγορίαν στα πάθη μας. Η ζωή μας είναι κεκρυμμένη στην ζωή του Χριστού και ημείς ήδη έχουμε αποθάνει εν Χριστώ (Κολ. 3,3), όπως και ο Ίδιος έχει αποθάνει για εμάς εφάπαξ. Εντούτοις, όταν οι πολιτικές αρχές στην πατρίδα μας συνειδητοποίησαν ότι για εκείνον που έχει αποθάνει εν Χριστώ και εκ νέου έχει γεννηθεί ως αιχμάλωτος της αγάπης Αυτού, η κάθειρξη σε φυλακές δεν μπορεί να προξενήσει ούτε πόνο ούτε πληγές, αποφάσισαν να επιτεθούν στους πιο αγαπημένους, στους αξιοσέβαστους Επισκόπους και τους ευλαβεστάτους ιερείς, στους μοναχούς και τις μοναχές, χωρίς να εξαιρέσουν ούτε το λογικόν ποίμνιον, μεταξύ αυτού και ανήμπορους ηλικιωμένους ανθρώπους. Τους σέρνουν σε δικαστικές αγωγές με κατηγορίες εναντίων των, προκειμένου να τους καταστήσουν συμμέτοχους κακών για τα οποία πρώτον ημάς, ψευδώς και χωρίς καμία τύψη συνειδήσεως κατηγόρησαν και επιβάρυναν. Τοιουτοτρόπως, εξισώθησαν με εκείνους τους διώκτες της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων, γενόμενοι και οι αυτοί διώκτες του Ιδίου του Χριστού, διότι εκείνος που καταδιώκει τα μέλη του Σώματος Αυτού, που δεν είναι άλλο από την Εκκλησίαν Του, διώκει Αυτόν τον Ίδιον τον Κύριον ημών, ο Οποίος κατοικεί μέσα εις τον καθένα από εμάς ξεχωριστά και μέσα σε όλους εμάς μαζί.
Εάν τα δεσμά της φυλακής δεν μας έχουν καταβάλει με την βαρύτητά τους, ο πόνος για τα δεινά στα οποία υποβλήθηκαν οι αδελφοί ημών αρχιερείς, οι κληρικοί, οι μοναχοί και ο πιστός καθ’ ημάς λαός του Θεού, μας έχουν κόψει σαν το πιο κοφτερό δρεπάνι και έχουν ενχύσει εις τα σπλάχνα ημών πικρόν ποτήριον όξους και χολής. Ασυγκρίτως οδυνηρότερη είναι η πληγή που προκλήθηκε εις ημάς από τα δεινά αυτών που αγαπούμε, από την πληγή για τα δικά μας πάθη. Διότι, όντως, σε εκείνον που είναι εν Χριστώ νεκρός, η αγάπη ακριβώς προς τα αγαπημένα του πρόσωπα δεν του επιτρέπει αληθώς και καθ’ ολοκληρίαν να αποθάνει. Ο αγαπών, θέτει εαυτόν εις διάθεσιν εκείνου που αγαπάει, καρτερώντας την στιγμή που, αν χρειαστεί, και θα αποθάνει χάριν αυτού. Έτσι μας δίδαξε ο Σωτήρ ημών, όταν μας είπε, ότι μείζον αυτού δεν υφίσταται, από το να δίδουμε την ίδια μας τη ζωή για εκείνους που αγαπούμε (Ιωαν. 15,13).
Μας είπε όμως και το εξής: «Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μή δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. 10,28). Δεν δύνανται οι διώκτες ημών να βλάψουν τις ψυχές μας, αν και ήδη έχουν καταφέρει να βλάψουν την σωματική υγεία κάποιων από εμάς. Δεν κατάφεραν όμως, με τη δύναμη της εξουσίας, να μας ταλαντεύσουν εις την πίστην προς Εκείνον που προσδωκούμε να έλθει για να μας ενδύσει το νέο σώμα, αυτό που είναι αντάξιο των ανεκτίμητων ψυχών μας, με τις οποίες μας προίκησε ο Κύριος. Και όταν είναι ο Θεός μεθ’ ημών, τις δύναται εναντίον ημών; Δεν εφείσθη, όμως, ο Θεός, ούτε του μονογενούς Αυτού Υιού, μας θυμίζει ο ιερώτατος Παύλος, και παρέδωκεν Αυτόν θανάτω δι’ ημάς. Συνεπώς, αδελφοί μου, εάν δι’ ημάς παραδίδει τον Τιόν Του τον αγαπητόν εις το πάθος, αυτό σημαίνει ότι δεν θα παραμείνει αδιάφορος και αδρανής ούτε όταν κάποιος αποπειραθεί να αγγίξει όχι μόνον το σώμα μας, αλλά και την ψυχή μας.
Έχουν την δύναμιν οι διώκτες ημών ψευδώς να μας ενοχοποιήσουν και με τον πιο απρεπή τρόπο να μας συκοφαντήσουν, μπορούν να μας δικάσουν και να μας καταδικάσουν, μπορούν να μας φυλακίσουν και διώξουν, μπορούν με τη δύναμη του εξαναγκασμού σε κάτι στο οποίο μπορεί να καταφεύγει κάθε ανεύθυνη γήινη εξουσία, να πολλαπλασιάσουν τα σωματικά μας βάσανα έως τα όρια της ανθεκτικότητός μας. Μπορούν, όμως, έτσι άραγε, να μας χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού; Δύνανται, μήπως, τα δεινά, οι απειλες, οι διώξεις, η πείνα, η γύμνια, οι κίνδυνοι, ή ακόμη και αυτός ο μαρτυρικός θάνατος, να μας χωρίσουν από τον Χριστό; –ρωτάει ο απόστολος Παύλος τους Ρωμαίους. Και απαντάει έτσι όπως θα απαντούσε κάθε ένας από εμάς, τους χτυπημένους και σκλαβωμένους από την τρελή αγάπη του Θεού «πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε άρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ουτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ουτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης τού Θεού της έν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. 8,38-39)·
Γι΄ αυτό, μην ανησυχείτε υπέρ του δέοντος, αδελφοί, ούτε για τα δικά μας δεσμά ούτε για τους διωγμούς εναντίον μας, των οποίων το τέλος δεν λέει να φανεί στον ορίζοντα. Γιατί δεν έχουμε εδώ μόνιμη πολιτεία αλλά λαχταρούμε την μελλοντική (Εβρ. 13,14)· Ας μην Σας ανησυχούν ούτε οι ψευδείς κατηγορίες με τις οποίες κάποιους από Εσάς σας αντιμετωπίζουν σαν συμμέτοχους στις συκοφαντίες εναντίον ημών, θέλοντας έτσι να εντροπιάσουν την αφοσίωσήν μας στον Θεό και την Εκκλησία. Ο Κύριος μάς διδάσκει να μην μεριμνούμεν για το τι θα απολογηθούμε όταν μας παραδώσουν στα δικαστήρια. Αυτός θα μας φωτίσει εκείνη την ώρα τι να είπωμεν, διότι δεν θα είμαστε εμείς εκείνοι που θα μιλούμε ενώπιον των δικαστών, αλλά το Πνεύμα του Πατρός ημών το λαλούν εν ημίν (Ματθ. 10,19-20). Για εμάς που είμαστε στην Εκκλησία και προικιστήκαμε από το Θεό με όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, επειδή η συμμετοχή έστω και σε ένα μέρος και μόνον του πιο μικρού χαρίσματος είναι αρκετό να μας καταστήσει κοινωνούς των μεγαλυτέρων δωρεών του Θεού, είναι χαρακτηριστικό να λέμε μόνον την αλήθεια, διότι αυτή για εμάς σημαίνει την ίδια τη ζωή. Εντούτοις, δεχτείτε σαν κάποια εκ των προτέρων γνώση, και την καθόλου μικρή δική μας εμπειρία από τα δικαστήρια της πατρίδος μας και τις εναντίον ημών άδικες και παράνομες αποφάσεις τους. Όταν οι δικαστικές αποφάσεις είναι υπό επιρροή από τις πολιτικές καταστάσεις, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλες τις σχετικές με την Ορθόδοξο Αρχιεπισκοπή Αχρίδος δικαστικές διαδικασίες τα τελευταία δέκα χρόνια, τότε η δικαιοσύνη στερείται της αισθήσεως του δικαίου και η αλήθεια ουσιαστικά παραγνωρίζεται. Και παρ’ όλο που έχουν θεσμοθετηθεί για να κρίνουν με βάση το δίκαιο και την αλήθεια, τα δικαστήρια που κρίνουν εμάς, είναι σαν να έθεσαν για σκοπό τους να κάνουν ακριβώς το αντίθετο.
Ως εκ τούτου, είναι δυνατόν να μας δημιουργηθεί η εντύπωσις, ότι από μια τέτοια εν γένει κατάσταση δεν διαφαίνεται καμία διέξοδος. Αλλ’ όμως, δεν υπάρχει χώρος για απογοήτευση. Εμείς είμεθα πήλινα δοχεία αδύναμοι, ευθραύστοι, φτωχοί για κάποιους ίσως μηδαμινοί και ανάξιοι. Για το Θεό, όμως, έχουμε ανεκτίμητη αξία (Β’ Κορ. 4, 7-8). Ας επιρρίψομεν επ’ Αυτόν πάσαν τήν μέριμναν ημών, διότι Αυτός νοιάζεται και ενδιαφέρεται δι ημάς (Α’ Πετρ. 5,7). Όσο·περισσότερο συμμετέχουμε εις τα πάθη του Χριστού, τόσο περισσότερο έχουμε τη δική Του στήριξη. Ακόμα και τότε όταν περνάμε μέσα από λύπες εξαιτίας αναξιοπαθούντων δεινών που μας βρίσκουν στη ζωή, αυτό συμβαίνει ένεκεν της υποστηρίξεως και της σωτηρίας μας. Κι όταν ο Θεός στηρίζει κάποιον που πάσχει, δι’ αυτού στηρίζει και εκείνους που μέσω των δεσμών της αγάπης συμμετέχουν στα δεινά του αναξιοπαθούντος.
Όπως οι Κορίνθιοι, μέσω των δεσμών της αγάπης, συνέπασχον με τον απόστολο Παύλο, και ως εκ τούτου, εύλογα Εκείνος ανέμενε να βοηθηθούν αυτοί από τον Θεόν (Β’ Κορ. 1,3-11), ούτως και ημείς ικετεύομεν τον Κύριον και αναμένομεν να Σας αναζωπυρώσει την πίστη εις την επαγγελία Αυτού, να Σας κραταιώνει και να Σας παρηγορεί στον αγώνα με τις δοκιμασίες στις οποίες Σας έσπρωξε η κακία των σχισματικών και να Σας ρυσθεί οριστικώς από αυτά που θα μπορούσαν να υπερβούν τις δυνάμεις Σας εις το να αντέξετε και να νικήσετε.
Αλλά σε εκείνους που γεύτηκαν τον πόνο που προκαλούν τα βάσανα στα οποία τους έριξε ο φθόνος των εχθρών τους, δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις γιατί είναι «αγαθόν πεποιθέναι επί Κύριον ή πεποιθέναι επ’ άνθρωπον» (Ψαλ. 117,8), όπως είναι καλύτερο και το να αναζητούμε καταφύγιο στο Θεό παρά να ελπίζουμε μόνον στους ανθρώπους και στους κοσμοκράτορες του αιώνος τούτου (Ψαλ. 117,8-9). Η ωμότητα και η αναισθησία των ανθρώπων μπορούν συχνά να είναι χειρότερες και από εκείνη την κακία του διαβόλου, και γι’ αυτό ο θεόπνευστος Δαυίδ επιλέγει ως καλύτερο το να πέσει κανείς στα χέρια του Θεού, ακόμη κι αν πρόκειται για θεία τιμωρία, παρά να πέσει στα χέρια ανθρώπων και να γίνει έρμαιο της εκδίκησης τους (Β’ Σαμ. 24,12).
Οι υποσχέσεις που δίνει ο άνθρωπος είναι άστατες και συχνά εξαρτώνται από το ατομικό συμφέρον. Οι υποσχέσεις που επαγγέλλεται ο Θεός εκπληρώνονται σίγουρα, κάθε μια στην ώρα της, όταν ο Κύριος αποφασίσει ότι είναι το πιο ωφέλιμο. Εκείνο που ο Θεός υπόσχεται το σφραγίζει και το υπογράφει με το αίμα που έχυσε στο σταυρό. Γι’ αυτό, όταν μας έρχεται να αναστενάξουμε βαθιά, θλιμμένοι από το βάρος των δυσκολιών, αισθανόμενοι ότι δεν έχουμε κανένα άλλο στήριγμα παρά μόνον τον Θεό, αναστενάζουμε αλλά χωρίς να απελπιζόμαστε, διότι «τί γάρ μοι υπάρχει εν τω ουρανώ, και παρά σού τί ηθέλησα επί της γής;» (Ψαλ. 72,25).
Ο Θεός ημών, εντούτοις, θα εισακούσει και θα παρηγορήσει σίγουρα ημάς, ιδιαιτέρως δε, εφόσον καταφέραμε να εφαρμόσουμε εκείνο το τελειώτερο το οποίο εντέλλεται ημίν, να αγαπούμε τους εχθρούς μας (Ματθ. 5,44). Να προσεύχεσθε για το καλό των διωκτών Υμών, να ζητάτε την ευλογία του Θεού γί αυτούς, και όχι να τους καταριέστε (Ρωμ. 12,14). Ω, ποία μεγαλειότης, ω, ποία τελειότης! Το να σεβόμαστε τις αρχές του κράτους φαίνεται κάπως φυσικό ύστερα από αυτό που λέει ο απόστολος των εθνών στους Ρωμαίους, (Ρωμ. 13,1-7), ακόμη και το να προσευχόμαστε για τους έχοντας την εξουσία (Α’ Τιμ. 2,2), αλλά το να προσευχόμαστε για τους εχθρούς, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των αρχόντων που είναι εχθρικά διακείμενοι προς την Εκκλησία, ε, αυτό πια, είναι παράδοξο! Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι άραγε γεμάτη η Εκκλησία μας από διαφόρων ειδών παράδοξα; Δεν είναι ακατανόητα παράδοξον η ενσάρκωση της υποστάσεως του Υιού του Θεού; Δεν είναι παράδοξον η άσπορος σύλληψις του Χριστού και η υπέρ φύσιν γέννησίς Του από Παρθένο; Δεν είναι άραγε παράδοξον το ότι τρώγοντας ψωμί και πίνοντας κρασί γινόμαστε μέλη του Σώματος του Χριστού και με αυτό και μέτοχοι της εν Θεώ ζωής;
Οπότε, το να αγαπάει κάποιος τους εχθρούς του, και να ζητάει το έλεος του Θεού γί αυτούς είναι όντως παράδοξον. Όμως, ακριβώς αυτή η παραδοξότητα είναι που μας κάνει να ομοιάζουμε με τον Ίδιον τον Θεόν. Η κρίσις και η εκδίκησις είναι του Θεού. Εκείνος είπε ότι σε Αυτόν ανήκουν η εκδίκησις και η ανταπόδωσις. Ο Κύριος θα δικαιώσει τον αδικημένον (Δευτ. 32,35-36) και είναι φοβερό να πέσει κανείς στα χέρια του αληθινού Θεού (Εβρ. 10, 31)· Αυτός δεν τιμωρεί πάντοτε τους αδίκους· αλλά ακόμη, κι όταν τους τιμωρεί δεν το κάνει πάντοτε με ορατό τον τρόπο. Διότι, εάν τιμωρούσε όλους τους ενόχους κατά τάξην, και εάν το έκανε αυτό με ορατό τρόπο, τί θα απέμενε να συντελεστεί για την τελευταία Κρίση;
Σε τούτον τον κόσμο, αγαπημένοι μας αδελφοί, υποφέρουν και οι καλοί και οι κακοί. Αλλά, αν και τα παθήματα είναι ίδια, και για αυτούς που κατά κάποιο τρόπο τα αξίζουν και για εκείνους που δεν έχουν καμία υπαιτιότητα, εντούτοις, η διάκρισις μεταξύ των μεν και των δε, δεν εξαφανίζεται, λέει ο ιερός Αυγουστίνος. Υπάρχει διαφορά μεταξύ αυτών που υποφέρουν, ακόμη κι αν ο τρόπος που υποφέρουν τα δεινά είναι όμοιος, έστω και ο πόνος ακόμη να είναι ίδιος, όμως ούτε η καταδίκη, αλλά ούτε η βοήθεια που είναι του Θεού είναι ίδιες. Όπως ακριβώς μέσα στην ίδια φωτιά ο χρυσός αστράφτει ενώ τα άχυρα καίγονται, ή όπως κάτω από το ίδιο αλώνι, τα στάχυα κόβονται ενώ το σιτάρι αλωνίζεται, έτσι και όταν η ίδια δύναμη χτυπάει, τους μεν καλούς τους δοκιμάζει, τους καθαρίζει, τους διορθώνει, τους δε κακούς τους τιμωρεί, τους συντρίβει και τους διαλύει. Έτσι, κατά τον ίδιο πειρασμό, οι κακοί καταρώνται και βλασφημούν τον Θεό ενώ οι καλοί προσεύχονται και Τον δοξολογούν. Δεν είναι, λοιπόν, πρωτίστως σημαντικό το ποια και πόσα είναι τα βάσανα, αλλά το ποιος και πώς τα υπομένει.
Εν τέλει, δεν είναι, άραγε, περισσότερο μακάριοι εκείνοι ακριβώς οι ονειδιζόμενοι, οι δεδιωγμένοι και υβριζόμενοι με ψευδείς και πονηρές κατηγορίες ένεκεν του Χριστού (Ματθ. 5,11); Το αποκορύφωμα όλων των μακαρισμών δεν είναι στην πραότητα, ούτε στην καθαρότητα της καρδίας, ούτε ακόμη, στην ειρήνη της ψυχής και στην μετάδοση αυτής, ούτε καν, στην δικαιοσύνη. Το αποκορύφωμα είναι στο χάρισμα του να υπομένει κάποιος την αδικία, τους ονειδισμούς, τους διωγμούς και τις συκοφαντίες χάριν της ζωής εν Χριστώ. Κι όταν ο άνθρωπος αγγίξει αυτήν την κορυφή τότε η χαρά μόνη της τον επισκέπτεται, μη ερχόμενη αυτή κατ’ αναλογίαν με τα έργα, ούτε πάλι ως αμοιβή για τους μεγάλους άθλους και τις αρνήσεις, αλλ’ όπως είπαμε στην αρχή, έρχεται ως χάρις, ως υπέροχο και τέλειο δώρο του ελέους του Θεού.
Αυτή η εγκύκλιος επιστολή, αγαπημένοι μας εν Χριστώ αδελφοί και αδελφές, είναι γραμμένη στο κελί των προφυλακισμένων των φυλακών των Σκοπίων όπου είμεθα εγκλεισμένοι ήδη εδώ και δέκα μήνες. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες κρατούμεθα είναι ωμές και απάνθρωπες. Κατά τους θερινούς μήνες, σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας δεν είχαμε νερό, με λίγη τροφή και κανενός είδους ιατρική παρακολούθηση. Κλειδωμένοι για 23 ώρες και με μία μόνον ώρα παραμονής στον καθαρό αέρα την ημέρα. Κάθε τι που λαμβάνουμε περνάει από ενδελεχή έλεγχο και για οτιδήποτε είναι γραμμένο σε ξένη γλώσσα περιμένουμε μήνες την άδεια από το δικαστήριο για να μας παραδοθεί. Παρ’ όλα αυτά, ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού και διαθέτει χαρίσματα ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται στις εξωτερικές συνθήκες, και έτσι, κάθε προφυλακισμένος, αργά ή γρήγορα, αποδέχεται την ωμά διαγραφόμενη πραγματικότητα και ζει σ’ αυτήν και μαζί μ’ αυτήν. Οι περισσότεροι από τους προφυλακισμένους δεν έχουν καταδικαστεί, αυτοί ή περιμένουν την ημέρα της δίκης τους ή την απόφαση της καταδίκης τους. Αυτή ακριβώς η αβεβαιότητα είναι το πιο δύσκολο πράγμα στην προφυλάκιση. Ο άνθρωπος μπορεί να συνηθίσει τον αποπνικτικά μικρό χώρο του κελίου των ελάχιστων τετραγωνικών μέτρων να τον μοιράζει και με άλλους συγκρατούμενους του, μπορεί να προσαρμοστεί και σε μια ζωή μέσα σε τέσσερις υγρούς και μουχλιασμένους τοίχους, ακόμη και η έλλειψη τροφής και ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως δεν μπορούν να τον πτοήσουν τόσο, όσο έχει τη δύναμη αυτό να το κάνει και να τον πτοήσει η αναμονή της εκδικάσεως της υποθέσεώς του και η δικαστική απόφασις.
Η κατάστασις των προφυλακισμένων ίσως μπορεί να συγκριθεί με αυτήν των εγκληματιών που μετά τον θάνατο τους αναμένουν την προσωρινή τους καταδίκη. Αυτοί, αργότερα, ύστερα από την τελική κρίση, θα εκτίσουν την ποινή τους, αλλά η ίδια η αναμονή της ποινής είναι ήδη ποινή. Εάν θα μπορέσουμε να ισχυριστούμε για τους εγκληματίες, ότι και πριν από την δίκαια απόφαση για την κόλαση ήδη την περιμένουν αυτή σε ένα είδος κολάσεως, τότε για τους προφυλακισμένους μπορούμε να πούμε, ότι τελούν υπό δεσμά, συχνά πιο βαριά από εκείνα που θα αντιμετωπίσουν ύστερα από την εκδίκαση και την απόφαση.
Ύστερα από όλα αυτά, θα θέλαμε μόνον να Σας παρακαλέσουμε έτσι όπως ο Απόστολος Παύλος παρακαλεί τους φωτισμένους «μιμνήσκεσθε των δεσμίων ως συνδεδεμένοι, των κακοχουμένων ώς και αυτοί όντες εν σώματι» (Εβρ. 13,3)
Ενθυμήσθε ημάς αλλά μην μεριμνάτε υπέρ του δέοντος περί ημών. Τα άδικα δεσμά ελευθέρωσαν πολλούς από τις αμαρτίες τους, τις εκούσιες και τις ακούσιες. Έτσι και τα δικά μας αυτά δεσμά και δεινά, εάν τα υπομένουμε εξ αιτίας κάποιας αμαρτίας με την οποίαν κάποιον αδικήσαμε ή βλάψαμε, είναι δίκαια. Εάν πάλι, δεν υποφέρουμε εξ αιτίας κάποιων δικών μας αμαρτιών, τότε αυτοί οι πόνοι και τα βάσανα που υπομένουμε θα συντελέσουν μόνον εις το εκτυπώτερον μετασχείν του Χριστού και Υμών. Τα από αδικία πάθη, εν Χριστώ αγαπημένοι αδελφοί, είναι ο συντομότερος δρόμος προς τα βάθη της θεογνωσίας. Οπωσδήποτε, όταν τα πάθη αυτά γίνουν αποδεκτά εκουσίως, χωρίς εναντιώσεις και αντιρρήσεις και όταν υποστούν με χαρά. Με τα παθήματα και τις συμφορές που μας βρίσκουν, ιδιαιτέρως δε, εάν αυτά είναι αναξιοπαθούντα βάσανα, ανακαλύπτουμε και αληθινά επιβεβαιώνουμε το κατά πόσον είμεθα πλησίον του Θεού, ή καλύτερα, το πόσον Αυτός μας πλησίασε.
Ημείς πλησιάζουμε Αυτού, όταν με τα παθήματα μας συμμετέχουμε στη δική Του θυσία για τη ζωή του κόσμου. Μόνον η δική μας θυσία δεν είναι αρκετή για την συμφιλίωσή μας με το Θεό. Γι’ αυτό και ήταν απαραίτητη η θυσία του Χριστού. Όμως, η θυσία που εμείς προσφέρουμε, κάποτε μπορεί να μας συμφιλιώσει μεταξύ μας. Εάν αυτή η δική μας ελάχιστη θυσία, την οποίαν εκουσίως και εθελουσίως προσφέρομεν εις τον Θεόν, συντελέσει εις το να επέλθει πλήρης συμφιλίωσις μετά των σχισματικών και εις την υπέρβασιν του υπάρχοντος σχίσματος, τότε όλα όσα υπομένουμε τα δέκα τελευταία χρόνια, μεταξύ των άλλων μερικές διώξεις, εξορίες και μεγάλο αριθμό φυλακίσεων, ας είναι από εμάς μόνον ένα μικρό λιθαράκι προς εκείνο το οποίον είναι το πιο πολύτιμο για την Εκκλησίαν, και αυτό είναι η Ενότητά Της.
Έτι ευχόμεθα, προς τον Θεόν και Πατέρα, να Σας ενισχύει και να Σας στερεώνει στην ενότητα μετά του αγαπημένου Αυτού Υιού, ώστε συναζόμενοι εν ενί Σώματι συνεργεία του Αγίου Πνεύματος, από κοινού να δοξάζομεν τον εν Τριάδι Θεόν, αναμένοντας την παρουσία του Χριστού, διότι εν Αυτώ απεθάνομεν, και η ζωή ημών κέκρυπται σύν τω Χριστώ εν τω Θεώ. Και όταν ο Χριστός φανερωθεί, η ζωή ημών, τότε και ημείς συν Αυτώ θα φανερωθούμε δοξασμένοι στην παρουσία Του (Κολ. 3,3-4).
08 / 21 Σεπτεμβρίου 2012
Γέννησις της Θεοτόκου
Τμήμα προφυλακίσεως του ποινικού σωφρονιστικού ιδρύματος
Φυλακών Σκοπίων
Ο υπέρ Υμών ευχέτης προς Κύριον
Ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και
Μητροπολίτης Σκοπίων
Ιωάννης

Απορώ, πως μερικοί δίνουν τόση σημασία στην ανθρώπινη δόξα και όχι στην δόξα του Θεού που μας περιμένει.

Αξιώματα και ανθρώπινη δόξα

Απορώ, πως μερικοί δίνουν τόση σημασία στην ανθρώπινη δόξα και όχι στην δόξα του Θεού που μας περιμένει, όταν «των ανθρώπων την δόξαν φύγωμεν». Σε τι θα μας ωφελήση, αν αποκτήσουμε και το πιο μεγάλο αξίωμα που υ πάρχει και μας εγκωμιάζη όλος ο κόσμος; Θα μας οδηγήσουν στον Παράδεισο τα εγκώμια του κόσμου ή θα μας ωθήσουν στην κόλαση; Τι είπε ο Χριστός; «Δόξαν παρά ανθρώπων ου λαμβάνω»Σε τι θα με ωφελούσε αν μπορούσα να γίνω από μοναχός ιερομόναχος, δεσπότης, πατριάρχης; Θα με βοηθούσαν τα αξιώματα να σωθώ ή θα ήταν μεγάλο βάρος σε έναν αδύνατο Παΐσιο και θα με γκρέμιζαν στην κόλαση; Εάν δεν υπήρχε άλλη ζωή, μπορούσε να δικαιολογηθή μια τέτοια ανοησία, Ένας όμως που επιδιώκει την σωτηρία της ψυχής του όλα τα βλέπει «σκύβαλα»και δεν επιδιώκει αξιώματα.

Ο Μωυσής, παρ’ όλο που ήταν απεσταλμένος από τον Θεό να ελευθερώση τον λαό του Ισραήλ, δεν αξιώθηκε να πάη στην Γη της Επαγγελίας, γιατί έφθασε σε σημείο να αγανακτήση κατά του Θεού εξ αιτίας του λαού. Ζούσε συνέχεια μέσα στην γκρίνια του λαού και μια φορά αγανάκτησε. «Μου ζητούν νερό, είπε. Που να τους βρω νερό;»Μα πριν από λίγο χτύπησες την πέτρα και έβγαλες νερό και τους έδωσες! Δύσκολο ήταν; Αλλά είχε μπλέξει με τα θέματα, με τις υποθέσεις του λαού και ξέχασε πόσο νερό είχε βγάλει νωρίτερα, και από τις πολλές σκοτούρες που είχε, δεν το κατάλαβε, για να ζητήση συγχώρεση από τον Θεό. Αν ζητούσε συγχώρεση, θα τον συγχωρούσε ο Θεός. Το να μην πάη στην Γη της Επαγγελίας ήταν ένας μικρός κανόνας από τον Θεό, ένα επιτίμιο για την αγανάκτησή του. Φυσικά ο Θεός τον πήρε στον Παράδεισο και τον τίμησε με το να τον στείλη μαζί με τον Προφήτη Ηλία στο Όρος Θαβώρ, στην Μεταμόρφωση του Κυρίου. Όλα αυτά βοηθούν να καταλάβουμε πόσο μεγάλο εμπόδιο γίνεται το αξίωμα με τις ευθύνες για την πορεία ενός Χριστιανού προς τον Παράδεισο.
  
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ

ΓΙΑ ΤΟ "ΑΥΡΙΟ" ΦΡΟΝΤΙΖΕΙ Ο ΘΕΟΣ



Το  αύριο κατάντησε ένας εφιάλτης στη ζωή των περισσοτέρων
 ανθρώπων. Μας απασχολεί το αύριο, μας φοβίζει το μέλλον. 
Πολλοί άνθρωποι το αντιμετωπίζουν με φόβο και αγωνία!
Απασχολεί το αύριο τον πατέρα και  τη μάνα. Τι να γίνουν τα
 παιδιά τους; Θα μπορέσουν να τα ζήσουν και να τα 
μεγαλώσουν; Θα μπορέσουν να τα μορφώσουν και να 
τα αποκαταστήσουν;
Τι θα γίνει αύριο, αναρωτιέται ο νέος.
Τι θα γίνει αύριο, αναρωτιέται ο γέροντας και η γερόντισσα. 
Αν αρρωστήσω, αν μείνω μόνος, αν με εγκαταλείψουν τα 
παιδιά μου; Αυτό το αν, απασχολεί τους περισσότερους 
ανθρώπους. Ο κάθε άνθρωπος αισθάνεται ανασφαλή τον
 εαυτό του για το αύριο. Ποιος μας εξασφαλίζει το μέλλον, 
το αύριο;
Την απάντηση μας τη δίνει εκείνος που έκανε το σήμερα
 και το αύριο. Ο Κύριος είπε: «μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες,
 τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλλώμεθα; 
Πάντα γαρ τάυτα τα έθνη επιζητεί, οίδε ο πατήρ υμών
 ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων».(Ματθ. 6,31)
Η ανησυχία μας για το αύριο οφείλεται στην έλλειψη 
εμπιστοσύνης στο Θεό. Το παράδειγμα του Κυρίου
 είναι πολύ πειστικό.
Αυτός που μεριμνά για τα άνθη του αγρού, αυτός που 
φροντίζει για τα πετεινά του ουρανού, είναι ποτέ 
δυνατό να αδιαφορήσει για τα παιδιά του;
Έχουμε ξεχάσει, έχουμε λησμονήσει, οι περισσότεροι
 άνθρωποι, ότι έχουμε πατέρα στον ουρανό. 
Σε απασχόλησε ποτέ εάν αύριο θα βγει ο ήλιος, 
εάν θα έχει οξυγόνο για να αναπνεύσεις;
Γιατί γνωρίζεις πολύ καλά, ότι αυτός που έβγαλε τον
 ήλιο χθες και έδωσε το οξυγόνο σήμερα, θα το κάνει 
και αύριο. Διότι γνωρίζει ότι το έχουμε ανάγκη.
Πού οφείλεται η ανησυχία αυτή για το αύριο;
Οφείλεται κατά μέγα μέρος στην έλλειψη
 εμπιστοσύνης στο Θεό.
Είδες ποτέ το παιδί σου να ανησυχεί για το
 αύριο; Ποτέ! Γιατί άραγε; Διότι γνωρίζει ότι
 έχει πατέρα που φροντίζει για αυτό.
Γιατί εμείς λησμονούμε ότι έχουμε πατέρα που
μεριμνά και φροντίζει για μας; Για μια ματιά στο
 παρελθόν της ζωής σου. Δεν πέρασες δυσκολίες,
 δεν βρέθηκες πολλές φορές σε αδιέξοδο και όμως
 ο Θεός δεν σε εγκατέλειψε,
δεν σε άφησε.
Πόσες φορές δεν είδες το χέρι του Θεού να 
απλώνεται επάνω σου!
Γιατί τώρα ανησυχείς, γιατί αγωνιάς, γιατί
χάνεις τον ύπνο σου; Άλλαξε ο Θεός; 
Λιγόστευσε η δύναμη του; Μη γένοιτο!
Ο Θεός εξακολουθεί να είναι ο πατέρας σου. 
Σε σκέπτεται, σε αγαπά, σε παρακολουθεί. 
Το αύριο ανήκει στο Θεό. Στα χέρια Του βρίσκεται
 η ζωή μας, η υγεία μας, τα παιδιά μας.
Εμπιστεύσου το Θεό. Άφησε τη ζωή σου στα χέρια Του.
 Μην ανησυχείς για το αύριο, για το μέλλον.
Ο Θεός θα σε αναλάβει κάτω από τη σκέπη του. 
Βέβαια εμπιστοσύνη στο Θεό δεν σημαίνει μοιρολατρεία,
 σταύρωμα των χεριών. Ο γεωργός θα σπείρει το χωράφι 
του, αλλά ο Θεός
θα βρέξει για να καρποφορήσει.
 Εμείς θα σκεφτούμε, θα σχεδιάσουμε. 
Αλλά ο Θεός θα πραγματοποιήσει. 
Ο προφήτης λέγει:
«Εάν μη Κύριος οικοδομήσει οίκον, εις μάτην
 εκοπίασαν οι οικοδομούντες» (Ψαλμός 126,1)
Με αυτό το πνεύμα, με αυτή την πίστη,
 ο πιστός άνθρωπος εμπιστεύεται το παρόν και
 το μέλλον στα χέρια του Θεού.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...