Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 01, 2013

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ





 Ἐπειδή λοιπόν θεωρῶ τολμηρό τό νά ἀπευθύνω λόγο πρός Ἁγιορεῖτες Μοναχούς, τά ὅσα, 

τιμιώτατοι Γέροντες, θά πῶ δέν θά ἀπευθύνονται πρός Σᾶς, ἀλλά θά
εἶναι σέ Σᾶς μία ἐξομολογητική κατάθεση. Διαβάζουμε, Πατέρες καί Ἀδελφοί καί
εὐλαβεῖς προσκυνητές, διαβάζουμε, λέγω, στό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων
καί στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἦταν θεοφόρος
– εἶχε μάλιστα καί θεοπτία – ὅμως, γιά τό κήρυγμα πού κήρυττε, δέν ἀρκέστηκε
στήν προσωπική του μαρτυρία, ἀλλά ἐπῆγε στά Ἰεροσόλυμα καί ἐκεῖ, ἐνώπιον τῶν
ἁγίων Ἀποστόλων, ἔκανε κατάθεση τοῦ κηρύγματός του. Λοιπόν, Ἅγιε Καθηγούμενε
τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μονῆς, ἐπειδή ἐπιμένετε νά ἀπευθύνω λόγον ὠφελείας, δέν θά τό
πράξω ἀκριβῶς αὐτό, ἀλλά, πρός Σᾶς καί πρός ὅλη τήν ἐδῶ ἱερά Σύναξη τῶν Πατέρων

 καί τῶν Ἀδελφῶν, θά καταθέσω ἐξομολογητικά τό κήρυγμά μου, πού κηρύττω
στόν κόσμο, ὅπου διακονῶ.


Ὁ κόσμος, Πατέρες καί Ἀδελφοί, κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ. Ἡ ἁμαρτία στόν κόσμο
εἶναι πλεονάζουσα καί καιρό μέ τόν καιρό γίνεται ἀκόμη πιό ἁμαρτία, γίνεται «ἔτι
ἁμαρτωλός», ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἀλλά – πρός παρηγορία τό λέγω –
στόν κόσμο ὑπάρχει καί ἀρετή. Εἶναι τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ τό εὐλογημένο, οἱ εὐσε-
βεῖς καί ὀρθόδοξοι χριστιανοί, πού ἀγαποῦν τόν Χριστό μας καί ἀγωνίζονται νά τηροῦν
τάς ἁγίας Του ἐντολάς. Ἀπό τήν μιά μεριά λοιπόν στόν κόσμο εἶναι πλεονάζουσα
ἁμαρτία, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη μεριά εἶναι στόν κόσμο καί ἡ ἀρετή πολύ μεγάλη. Αὐτό
τό λέγει τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου. Λέγει ὁ ἄγγελος: «Ὁ ρυπαρός
ρυπανθήτω ἔτι», ἀλλά καί «ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀποκ. 22,11). Αὐτά τά δύο
ρεύματα, τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁμαρτίας, ὑπῆρχαν καί στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή, καί
ὅσο πλησίαζαν τά χρόνια τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ, γίνονταν ἀκόμη πιό ἰσχυρά. Τό
πόσο θολό ἦταν τό ρεῦμα τῆς ἁμαρτίας μᾶς τό λέγει τό κεφ. 1 τῆς πρός Ρωμαίους
ἐπιστολῆς. Καί τό πόσο ὑψηλά ἔφθασε ἡ ἀρετή τίς παραμονές τῆς ἐλεύσεως τοῦ
Χριστοῦ – ὑψηλότερα δέν μποροῦσε νά φθάσει! – μᾶς τό ἐκφράζει τό πρόσωπο τῆς
Παναγίας μας. Αὐτά τά δύο ρεύματα πάλι, τῆς ἀρετῆς καί τῆς κακίας, ὑπάρχουν
καί σήμερα καί ὅσο πορευόμεθα πρός τήν Δευτέρα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ Παρουσία, θά
γίνονται ἀκόμη ἰσχυρότερα. Γι᾽ αὐτό, ξαναλέγω, καί τό βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης, ἐκεῖ
πού εἶπε τά παραπάνω λόγια, γιά τήν αὔξηση δηλαδή τῆς ἀρετῆς καί τῆς κακίας,
λέγει «ὁ καιρός ἐγγύς ἐστιν»· καί παρουσιάζει αὐτόν τόν Ἰησοῦ Χριστό νά λέγει:
«Ἰδού ἔρχομαι ταχύ» (Ἀποκ. 22,10.7).




Στόν κόσμο λοιπόν πού διακονῶ, ἅγιοι Πατέρες, εἶναι πολλοί μέν οἱ ἄνθρωποι τῆς
ἀνομίας, πού ἀσχημίζουν καί ρυπαίνουν τήν κοινωνία, ἀλλά εἶναι καί τό μικρό ποίμνιο
τοῦ Χριστοῦ τό εὐλογημένο, τό «λεῖμμα», πού λέγουν οἱ προφῆτες, τό «σπέρμα»,
πού λέγει ὁ Ἠσαΐας: «Καί εἰ μή Κύριος Σαβαώθ ἐγκατέλιπεν ἡμῖν σπέρμα, ὡς Σό-
δομα ἄν ἐγενήθημεν καί ὡς Γόμορρα ἄν ὡμοιώθημεν» (Ἠσ. 1,9).




 Ὅμως, Τιμιώτατε Γέροντα, καί λοιποί Πατέρες, στόν κόσμο ἔχει γίνει μιά
ζημιά, ἀφήσαμε ὅλοι νά γίνει ἡ ζημιά αὐτή. Ἔχει θολωθεῖ ἡ ὀρθόδοξη πνευματικό-
τητα. Τόν ξέρετε καλά καί σεῖς οἱ Ἁγιορεῖτες τόν κόσμο, γιατί πολλοί ἀπό τόν κόσμο
καταφεύγουν ἐδῶ στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά ἐξομολογηθοῦν καί νά βροῦν πνευματική
καθοδήγηση. Τό ὅτι δέ οἱ χριστιανοί φεύγουν ἀπό τόν κόσμο καί ἔρχονται ἐδῶ, στό
Ἅγιον Ὄρος, γιά ἐξομολόγηση, αὐτό σημαίνει ὅτι ἀπογοητεύονται ἀπό μᾶς πού τούς
διακονοῦμε ἤ, τουλάχιστον, ἐνόησαν ἀπό μᾶς ὅτι δέν γνωρίζουμε τήν μέθοδο τῆς κα-
θάρσεως τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη· ὅτι, τέλος πάντων, δέν εἴμαστε ἐπιστήμονες θε-
ράποντες ἰατροί τῶν ψυχικῶν νοσημάτων. Γνωρίζετε λοιπόν καί σεῖς, Ἅγιε
Καθηγούμενε, γνωρίζετε, λέγω, τήν ἐπικρατούσα στόν κόσμο λανθασμένη πνευμα-
τικότητα. Τήν εἶπα λανθασμένη, γιατί ἡ πνευματικότητα τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου
δέν ἀκολουθεῖ τήν γραμμή τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά μιά ἄλλη, μιά τεθλασμένη
γραμμή, πού δέν πηγαίνει πρός τήν θέωση. Στόν κόσμο λέγεται καί πολυλέγεται ὅτι
φτάνει νά εἶσαι καλός ἄνθρωπος. Καί τῆς Ἐκκλησίας τό ἔργο νομίζουν ὅτι εἶναι τό
νά κάνει γενικά καλούς ἀνθρώπους. Ἀλλά τούς λέω – κατάθεση τοῦ κηρύγματός μου
κάνω τούτη τήν ὥρα, ὅπως εἶπα – ὅτι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, κύριοι, ὄχι δέν εἶναι
νά κάνει καλούς ἀνθρώπους. Καλούς ἀνθρώπους ἔκανε καί ἡ σχολή τοῦ Πλάτωνα
καί τοῦ Ἀριστοτέλη. Καί σέ μία ποδοσφαιρική ἀκόμη ὁμάδα ὁ προπονητής δέν λέει
στούς παῖκτες νά εἶναι κακοί ἄνθρωποι, ἀλλά τούς λέγει καί αὐτός νά εἶναι καλοί
ἄνθρωποι. Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ὅμως, κύριοι, εἶναι νά κάνει θεοφόρους ἀνθρώπους.
Νά κάνει ἁγίους ἀνθρώπους.

 Ἐδῶ τώρα, Ἅγιε Γέροντα, ἀφοῦ καθόρισα τόν σκοπό τῆς σωστῆς ὀρθοδόξου
πνευματικότητος, πού εἶναι ἡ ἁγιότητα, τώρα θέλω νά κάνω τήν κατάθεση τοῦ κηρύγματός μου, πού ὁδεύει σ᾽ αὐτόν τόν σκοπό. Τό κήρυγμά μου εἶναι διάφορο κάθε
φορά, ἀλλά στρέφεται πάντοτε γύρω ἀπό τό ἴδιο διάγραμμα. Καί ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ
Αἰτωλός, ὅπως φαίνεται ἀπό τίς ποικίλες καί διάφορες διδαχές του, εἶχε ἕνα βασικό
διάγραμμα, γύρω ἀπό τό ὁποῖο ἔπλεκε κάθε φορά τήν σοφή του διδαχή.
Κατά πρῶτον λέγω στό κήρυγμά μου ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό
εἶναι ἡ ἀξία μας, τούς λέγω. Καί τί εἶναι ὁ Θεός, γιά νά βροῦμε τί εἶναι καί ὁ ἄνθρωπος, ἡ εἰκόνα Του; Τόση πολλή ἄγνοια, Πατέρες, περί Θεοῦ ὑπάρχει στόν κόσμο,
ὥστε, ἄν πᾶτε στήν Ὁμόνοια καί ἐρωτήσετε ἕνα μπουλούκι ἀνθρώπων τί εἶναι ὁ Θεός,
θά σᾶς ἀπαντήσουν ὅτι ὁ Θεός εἶναι μία «ἀνώτερη δύναμη». Καί ἐγώ, γιά νά ἀποκρούσω τήν ἔννοια αὐτή τοῦ Θεοῦ, τούς λέγω δυναμικά: Δέν τήν θέλω αὐτή τήν δύναμη. «Ἀνώτερη δύναμη» εἶναι καί τό ἠλεκτρικό ρεῦμα, πού ἄν τό ἀγγίξεις, σέ κάνει
κάρβουνο. «Ἀνώτερη δύναμη» εἶναι καί ὁ ἀέρας, πού γίνεται ἀνεμοστρόβιλος, καί ξε-
ριζώνει δέντρα. Ὄχι, ὁ Θεός μας δέν εἶναι αὐτό! Ὁ Θεός μας κατά τήν Ἁγία Γραφή
εἶναι Πρόσωπο καί Ἀγάπη. Καί ἀφοῦ ὁ Θεός, λέγω στό κήρυγμά μου, εἶναι Πρόσωπο
καί Ἀγάπη, ἄρα καί ὁ ἄνθρωπος, λέγω, πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί αὐτός
πρόσωπο καί ἀγάπη. Καί ἄρα ἡ σχέση μας καί ἡ κοινωνία μας μέ τόν Θεό καί τούς
ἀνθρώπους πρέπει νά εἶναι προσωπική καί ἀγαπητική.
Σάν πρόσωπο καί ἀγάπη πού εἶναι ὁ Θεός ἀλλά καί ἡμεῖς, πρέπει νά ἔχουμε ἀγαπητική, νά ἔχουμε ἐρωτική κοινωνία μαζί Του. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τούς λέγω, μιλᾶνε
γιά ἔρωτα Θεοῦ. «Ἔθελξας πόθῳ με, Χριστέ, καί ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι»!
Καί ἐδῶ βρίσκω τήν μεγάλη ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου, τοῦ συγχρόνου κό-
σμου. Ἡ μεγάλη ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων σήμερα, ἡ μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες,
εἶναι ὅτι δέν ἀγαποῦν θερμά, δέν ἀγαποῦν ἐρωτικά τόν Χριστό. Μιλᾶνε γιά ἀγάπες,
ἀγάπες καί γιά ἀηδῆ ἀκόμη πράγματα, τραγουδᾶνε τίς ἀγάπες τους, ὑψώνουν τά
μεγάφωνά τους στήν διαπασῶν, ἀλλά δέν μιλᾶνε γιά ἀγάπη Χριστοῦ, δέν μιλᾶνε γιά
θεῖο ἔρωτα. Αὐτό δέ, τό ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου ἐνθουσιάζονται καί θυσιάζονται
ἀκόμη γιά εὐτελῆ πράγματα, ὥστε νά κάνουν καί τά φούτ-μπώλ θεό καί εἴδωλο, καί
τόν ἀληθινό Θεό, τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, νά Τόν περιφρονοῦν καί νά Τόν
ὑβρίζουν, αὐτό, λέγω στά κηρύγματά μου, εἶναι ἡ ἀποστασία καί ἡ εἰδωλολατρία τοῦ
συγχρόνου κόσμου.




 Ἀρχίζω λοιπόν τά κηρύγματά μου ἀπό τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά τούς λέγω ἔπειτα ὅτι, ἐπειδή συνέβη ἡ θλιβερή πτώση, ὁ ἄνθρωπος εἶναι τώρα
μαυρισμένη καί τσακισμένη εἰκόνα. Στέκομαι σ᾽ αὐτό, γιατί νομίζω ὅτι πρέπει νά
καταλάβουμε καλά ὅτι εἴμεθα πεπτωκότες. Καί ἄν ἐπιθυμοῦμε τήν ἀνόρθωσή μας
πρέπει νά ἀρχίσουμε ἀπό τήν πτώση μας. Καί τά δικά μας ἁμαρτήματα καί τῶν
ἄλλων ἀνθρώπων τά ἁμαρτήματα πρέπει νά τά ἑρμηνεύουμε ἀπό τήν συμβάσα πτώση,
ἀπό τήν ἁμαρτία δηλαδή τῶν πρωτοπλάστων. Ἔτσι θά εἴμεθα καί συμπαθεῖς πρός
τούς ἄλλους γιά τά λάθη τους. Δέν φταῖνε αὐτοί, ἡ πτώση τά φταίει! Αὐτό δέ πού
τήν «ἔπαθε» κατά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ «νοῦς» του. Μιλάω τακτικά
στόν κόσμο γιά τόν νοῦ, χωρίς νά μπορῶ ὅμως νά τό καθορίσω ἀκριβῶς τί εἶναι αὐτός.
Τόν παριστάνω σάν ἕνα ὄργανο πού ἔβαλε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, γιά νά ἐπικοινωνεῖ
αὐτός μαζί Του. Ὅπως ἔχουμε τά αὐτιά, γιά νά ἀκοῦμε τούς ἤχους τοῦ ἔξω κόσμου,
καί ὅπως ἔχουμε τά μάτια, γιά νά βλέπουμε τά ὡραῖα τῆς κτίσεως, ἔτσι μᾶς ἔδωσε
ὁ Θεός καί τόν νοῦ, γιά νά ἐπικοινωνοῦμε μαζί Του. Πάντως ὁ νοῦς στήν πατερική
Θεολογία δέν ταυτίζεται μέ τήν λογική. Λαθεύουν μερικοί θεολόγοι πού δέν ἔχουν
κάνει τό ξεκαθάρισμα αὐτό καί δέν ἔχουν διαχωρίσει αὐτά τά δύο, τόν νοῦ καί τήν
λογική. Ἐγώ στά κηρύγματά μου τό διαχωρίζω. Μπορεῖ ἕνας, λέγω, νά ἔχει δυνατή
λογική, νά λύνει ἀλγεβρικά προβλήματα, νά κάνει ἔρευνες καί ἀνακαλύψεις καί ὅμως

νά ἔχει «μπαφιασμένο» νοῦ καί ἀδύνατη θέληση καί νά μή μπορεῖ νά κόψει οὔτε ἕνα
του ἐλάττωμα, οὔτε ἕνα βρωμόχορτο, πού τό λένε τσιγάρο. Ἄλλο νοῦς λοιπόν καί
ἄλλο λογική. Καί ἐπειδή δέν μποροῦμε νά καθορίσουμε ἀκριβῶς, ὅπως εἶπα, τό τί
εἶναι νοῦς, γι᾽ αὐτό αὐτός δηλώνεται καί μέ ἄλλες λέξεις: Μέ τό πνεῦμα, τήν ψυχή
καί τήν καρδιά.


 Ἡ πτώση λοιπόν, γιά τήν ὁποία μιλῶ συχνά στά κηρύγματά μου, εἶναι πτώση
τοῦ νοῦ. Ἐνῶ στόν παράδεισο, στήν προ-πτωτική κατάσταση, ὁ νοῦς στρεφόταν πρός
τόν Θεό, μέ τήν πτώση ὁ νοῦς στράφηκε πρός τήν κτίση. Ὁ ἄνθρωπος πίστεψε στήν
συμβουλή τοῦ ὄφεως ὅτι θά θεωθεῖ τάχα, ἄν γευθεῖ τόν ἀπηγορευμένο καρπό. Ἔτσι
ἔγινε ἕνα «βραχυκύκλωμα» τοῦ νοῦ. Ὁ νοῦς χάλασε καί μέ χαλασμένο καλώδιο δέν
μποροῦμε νά ἔχουμε φῶς· μέ θολωμένο νοῦ δέν μποροῦμε νά κοινωνήσουμε μέ τόν
Θεό. Γι᾽ αὐτό λέγω στά κηρύγματά μου, σεβαστοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί, ὅτι ἡ
ἀνόρθωσή μας ἀπό τήν πτώση πρέπει νά ἀρχίσει μέ τήν θεραπεία τοῦ νοῦ.

 Νά πετύχουμε δηλαδή τό νά κλίνουμε τόν νοῦ στόν Θεό, ὅπως ἔτσι ἦταν ἀπό τήν ἀρχή. Μοῦ
ἀρέσει νά παριστάνω τόν νοῦ σάν βελόνα. Αὐτή ἡ βελόνα, τούς λέγω, νά κλίνει σταθερά
στόν Θεό. Καί ἀναφέρω ἐδῶ τό ψαλμικό λόγιο: «Πνεῦμα εὐθές», νοῦ δηλαδή ὁ ὁποῖος
νά μήν κινεῖται πέρα-δῶθε, ἀλλά αὐτή ἡ βελόνα νά στρέφεται σταθερά πρός τόν Θεό.
Τέτοιο πνεῦμα παρακαλεῖ ὁ Ψαλμωδός τόν Θεό νά βάλει μέσα στά ἔγκατά του,
«ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου», λέγει.

 Εἶναι μιά ἐπιστήμη αὐτό, λέγω στούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, τό πῶς ὁ νοῦς,
ὁ κολλημένος μέ τήν πτώση στά σαρκικά καί τά ὑλικά, πῶς αὐτός τώρα θά

 ἀποσπαστεῖ ἀπό αὐτά καί θά στραφεῖ σταθερά πρός τόν Θεό. Καί τήν ἐπιστήμη αὐτή
ἐγώ, ἄν καί ἐπίσκοπος, δέν τήν γνωρίζω. Οὔτε ἐγώ προσωπικά μπορῶ νά πῶ ὅτι
ἔχω θεραπευμένο νοῦ, οὔτε καί ἄλλους μπορῶ νά θεραπεύσω. Τότε, ἄν οἱ ἴδιοι δέν
εἴμεθα θεραπευμένοι καί ἄν δέν γνωρίζουμε καί τήν ἐπιστήμη γιά νά θεραπεύσουμε
τούς ἄλλους, τί πνευματικοί πατέρες καί τί ποιμένες εἴμαστε; Ἀφῆστε τα! Τήν ἐπιστήμη αὐτή, ὦ σεβασμία χορεία τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, τήν γνωρίζετε Σεῖς. Τήν
γνωρίζετε ὄχι μόνον ἀπό τήν μελέτη τῶν πατερικῶν κειμένων, πού εἶναι κείμενα θεραπευτικά τῶν ψυχικῶν νοσημάτων, ἀλλά τήν γνωρίζετε κυρίως ἐμπειρικά, ἀπό τόν
ἀγώνα σας γιά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη. Γι᾽ αὐτό καί εἶπα ἀπό τήν
ἀρχή ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι Πανεπιστήμιο τῶν θεολογικῶν μαθημάτων καί ἡμεῖς,
οἱ ἀπό τόν κόσμο ἐρχόμενοι, εἴμεθα μαθητές Σας καί πρέπει νά θέτουμε φυλακή στό
στόμα μας καί νά μήν τολμοῦμε νά κηρύττουμε πρός Σᾶς.

  Ὡς πρῶτο λοιπόν καί βασικό στήν πνευματική μας πορεία τονίζω, Πατέρες,
τήν θεραπεία τοῦ νοῦ, τήν ἀνόρθωσή του ἀπό τήν πτώση, τόν φωτισμό του ἀπό τόν
σκοτασμό του, τόν καθαρμό του. Αὐτό εἶναι πολύ ἀναγκαῖο, τονίζω συχνά στά κηρύγματά μου, γιά νά πετύχουμε τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο εἴμαστε πλασμένοι. Καί ὁ
σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἤλθαμε στόν κόσμο εἶναι νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό. Ὁ κύριος
σκοπός μας εἶναι νά βροῦμε τόν Θεό καί νά ἑνωθοῦμε μαζί του. Πολύ τό τονίζω, Γέροντα, αὐτό, ἐπειδή ξέρω ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου μεριμνοῦν καί τυρβάζουν γιά
ἄλλα πράγματα καί θέματα: Γιά τά ἐμπορικά τους, γιά τά πολιτικά καί πολιτιστικά
τους, γιά τά ποδοσφαιρικά τους καί γιά πολλά ἄλλα. Καί τά θεωροῦν ὅλα αὐτά ὡς
σκοπούς τους καί λησμονοῦν τόν πραγματικό τους σκοπό, πού εἶναι τό νά βροῦν τόν
Θεό καί νά ἑνωθοῦν μαζί Του. «Θέωση», τούς λέγω, λέγεται ἡ ἕνωσή μας μέ τόν
Θεό· γιατί ὅταν ἕνα πράγμα ἑνώνεται μέ τό ἄλλο, τό κατώτερο παίρνει τό ὄνομα ἀπό
τό ἀνώτερο. Ἔτσι, γιά παράδειγμα, ὅταν ὁ σίδηρος ἑνώνεται μέ τήν φωτιά, λέμε ὅτι
«πυροῦται» ὁ σίδηρος.
Ἀλλά, ὅταν λέγω αὐτό στό κήρυγμά μου, ὅτι δηλαδή ὁ σκοπός μας εἶναι νά ἑνωθοῦμε

 μέ τόν Θεό, τούς λέγω ἔπειτα, τό ἑξῆς φοβερό: Προσέχετε, τούς λέγω, γιατί
γιά τόν Θεό, πού τά μπορεῖ ὅλα, ἕνα δέν τό μπορεῖ! Ξαφνιάζονται ὅταν τό ἀκοῦν τόν
λόγο αὐτόν. Ναί!, τούς ξαναλέγω. Ἕνα ὁ παντοδύναμος Θεός δέν τό μπορεῖ! Τί δέν
μπορεῖ ὁ Θεός; Δέν μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ ἀκάθαρτο!!! Αὐτή τήν ἀλήθεια τήν λέγει ὁ
ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ὁμιλία του Εἰς τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Καί
συμπεραίνω στό κήρυγμά μου: Ἀφοῦ ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου, χριστιανοί μου, εἶναι
νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, διά δέ τόν Θεό εἶναι ἀδύνατο νά ἑνωθεῖ μέ ἀκάθαρτο, ἄρα –
πέστε μου ἐσεῖς τό συμπέρασμα – , ἄρα, λέγω, πρέπει νά καθαρίσουμε τήν ψυχή μας,
γιά νά μπορέσουμε νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό. Μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ
ἐννοῶ, Πατέρες μου, νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό καί ὄχι ἀσφαλῶς μέ τήν οὐσία τοῦ
Θεοῦ, πού εἶναι ἀδύνατον καί εἶναι βλάσφημο νά τό πεῖ κανείς.

 Τήν κάθαρση λοιπόν τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη τονίζω στόν κόσμο, γιατί ὁ Κύριός
μας εἶπε – τούς λέγω, «οἱ καθαροί στήν καρδιά θά δοῦν τόν Θεό» (Ματθ. 5,8). Καί
συνεχίζω τό κήρυγμά μου λέγοντάς τους: Πῶς θά πετύχουμε, χριστιανοί μου, τόν
καθαρμό μας ἀπό τά πάθη; Ἀκοῦστε νά σᾶς πῶ. Τά παιδιά σας γιά νά μάθουν ἀγγλικά
κάνουν exercises· οἱ ἀθλητές πάλι καί σεῖς, γιά νά ἀποκτήσετε γερό σῶμα κάνετε
ἀσκήσεις. Ἔτσι καί στά πνευματικά. Γιά νά ἀποκτήσουμε τόν καθαρμό τῆς ψυχῆς
μας, πρέπει νά κάνουμε πνευματικές ἀσκήσεις. Δηλαδή, τούς λέγω, πέστε μου τήν
λέξη· πρέπει νά γίνουμε «ἀσκητές», ἀφοῦ πρέπει νά κάνουμε ἄσκηση γιά τόν καθαρμό
μας. Βέβαια, τούς λέγω, δέν εἶναι ἡ ἄσκηση τῶν μοναχῶν μόνον ἔργο, ἀλλά ὅλοι οἱ
χριστιανοί πρέπει νά εἶναι ἀσκητές. Δέν κήρυξε ὁ Χριστός δύο Εὐαγγέλια, ἕνα γιά
τούς μοναχούς καί ἕνα γιά τούς λαϊκούς. Ἕνα Εὐαγγέλιο ὑπάρχει, τό ὁποῖο ὅλοι
πρέπει νά ἐφαρμόσουμε, γιά νά σωθοῦμε, γιά νά δοῦμε τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ μέ

 καθαρότητα. Καί ὡς ἀπόδειξη γι᾽ αὐτό πού τούς λέγω, ὅτι δηλαδή καί οἱ λαϊκοί 
χριστιανοί πρέπει νά ἀγωνίζονται καί αὐτοί νά σηκώνουν τόν ζυγό τοῦ Σταυροῦ, πού
αἴρουν οἱ μοναχοί μας, τούς λέγω στήν συνέχεια: Τόν λόγο του ὁ Κύριος νά ἄρουμε
τόν Σταυρό Του, δέν τόν εἶπε μόνο στόν στενό κύκλο τῶν μαθητῶν Του, ἀλλά τόν
εἶπε σέ ὅλους τούς ἀκολούθους Του· γιατί λέει τό Εὐαγγέλιο ὅτι ὁ Χριστός, ὅταν εἶπε
τό «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ
καί ἀκολουθείτω μοι», τό εἶπε, ἀφοῦ κάλεσε πρῶτα καί τούς μαθητές Του καί ὅλους
τούς ἀκροατές Του (βλ. Μάρκ. 8,34). Γιά νά τούς πείσω πάλι ὅτι πρέπει καί αὐτοί,
οἱ λαϊκοί στόν κόσμο, νά ζοῦν καί αὐτοί σάν μοναχοί, τούς λέγω: Τρία πράγματα,
χριστιανοί μου, τρία καί ἱερά πράγματα εἶναι ὁ μοναχισμός μας. Εἶναι ἡ ὑπακοή,
εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη καί εἶναι καί ἡ παρθενία. Ἀλλά αὐτά τά τρία πράγματα, χριστια-
νοί, εἶναι καί γιά σᾶς καί ὄχι μόνο γιά τούς μοναχούς. Γιατί, ἀκοῦστε: Ἡ προσευχή
«Πάτερ ἡμῶν» εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς ἤ εἶναι καί γιά σᾶς τούς λαϊκούς; 

Βεβαίως εἶναι προσευχή γιά ὅλα τά παιδιά τοῦ Θεοῦ τό «Πάτερ ἡμῶν». Λοιπόν: Τό
«Πάτερ ἡμῶν» λέγει· «Γενηθήτω τό θέλημά Σου». Αὐτό εἶναι ἡ ἀρετή τῆς ὑπακοῆς.
Τό δικό Σου θέλημα νά γίνει, Θεέ μου, καί ὄχι τό δικό μου. Παρακάτω τό «Πάτερ
ἡμῶν» λέγει· «Τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον». Αὐτό εἶναι ἡ ἀρετή
τῆς ἀκτημοσύνης. Δέν ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό σπιταρῶνες καί μεγαθήρια! Δέν ζητᾶμε
νά κερδίσουμε τόν πρῶτο λαχνό τοῦ λαχείου, ἀλλά ζητᾶμε ἕνα κομμάτι ψωμί, γιά νά
περάσουμε τήν ἡμέρα. «Τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον». Καί στό
τέλος τό «Πάτερ ἡμῶν» ἔχει τό αἴτημα «ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ». Εἶναι
εὐχή παρθενίας αὐτό. Βλέπετε λοιπόν, χριστιανοί μου, λέγω, ὅτι τό τρίπτυχο τοῦ 

μοναχισμοῦ, τήν ὑπακοή, τήν ἀκτημοσύνη καί τήν παρθενία, πρέπει νά τό ἐξασκοῦν
καί οἱ λαϊκοί καί ὄχι μόνον οἱ μοναχοί; Κηρύττω λοιπόν, Πατέρες καί Ἀδελφοί τοῦ
Ἁγίου Ὄρους, κηρύττω καί στούς λαϊκούς ὡς ἀναγκαία τήν ἄσκηση γιά τήν σωτηρία
μας. Καί μάλιστα τήν κηρύττω μέ ἰσχυρά τήν φωνή, γιά νά τήν παραστήσω ὡς
ἀναγκαία γιά τήν σωτηρία μας. Τούς λέγω: Ὁ Κύριός μας εἶπε ὅτι ἡ ὁδός γιά τήν
σωτηρία μας εἶναι «στενή καί τεθλιμμένη». Λοιπόν· ἄνθρωποι, πού παχύνετε τήν σάρκα 

μέ τήν γαστριμαργία, σκεφθεῖτε ὅτι «στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός». Δέν χωρᾶτε! 
Γυναῖκες μέ τά φανταχτερά φορέματα, τά κοσμήματα καί τά «λούσα», πετάξατέ τα!
 Εἶναι στενό τό πέρασμα. Δέν χωρᾶτε!
Ἀλλά ἐδῶ, ἅγιοι Πατέρες καί Ἀδελφοί, πρέπει νά σταματήσω, γιατί ὁ ἅγιος Καθηγούμενος

 μοῦ λέγει ὅτι ἔχει ἔλθει ἤδη τό πλοῖο γιά τήν Ἱερισσό καί πρέπει νά φεύγουμε. 
Εὐχαριστῶ τήν Κυρία Θεοτόκο πού μέ ἔφερε στόν παράδεισό σας, στήν
εὐλογημένη σας συνοδεία. Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τά δῶρα πού μοῦ ἐδώσατε, ἀλλά

 ἰδιαίτερα εὐχαριστῶ γιά τήν πνευματική χαρά καί ὠφέλεια πού μοῦ προσφέρατε 
μέ τό νά δῶ τά ἱερά πρόσωπά σας, στά ὁποῖα λάμπει ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς σας, καί μέ
τό νά ἀπολαύσω τήν ἁγία σας βιοτή καί πολιτεία. 


Ζητῶ τήν εὐχή Σας, ἅγιε Καθηγούμενε τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μονῆς, καί ἀπό Σᾶς 

ἅγιε Γέροντα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Καρακάλου, καί τήν εὐχή ὅλων σας, ἅγιοι Πατέρες 
καί Ἀδελφοί. Στόν κόσμο πού πηγαίνω εἶναι πολλοί οἱ πειρασμοί καί οἱ κίνδυνοι καί
 ὡς φυλαχτό ἐναντίον τους θέλω νά ἔχω τήν εὐχή Σας

Ἐπίσκοπος Ἰερεμίας Φούντας, Μητροπολίτης Ἱ. Μ. Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως

πηγή

Η Υπαπαντή του Σωτήρος Χριστού! +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος



  • ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑ­παπαντῆς. Τέτοια μέρα στὴν Κωνσταν­τινούπολι, στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν (ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ ψάλαμε τὸ «Τῇ ὑ­περ­μάχῳ…») πή­γαινε ὁ λαὸς καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ παρακαλοῦ­σαν τὸ Θεό. Τότε, ποὺ οἱ ἄνθρωποι πίστευ­αν, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐτιμᾶτο ἰδιαιτέρως.

  • Τί ἑορτάζουμε σήμερα. Σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριὸ ζοῦσε μιὰ πολὺ φτωχιὰ μάνα. Γέννησε τὸ μο­νάκρι­βο παιδί της ὄχι σὲ σπίτι οὔτε κἂν σὲ κα­λύβα ἀλλὰ μέσα σ᾽ ἕνασταῦλο. ῾Ρουχαλάκια νὰ τὸ σκεπάσῃ δὲν εἶχε· τὸ ἀκούμπησε πάνω στὰ ἄχυρα. Ἐνῷ ἔκανε κρύο, θερμάστρα δὲν εἶχαν· τὰ ζῷα, τὸ βόδι καὶ τὸ γαϊδουράκι, ἦρ­θαν κοντὰ στὸ βρέφος καὶ μὲ τὴν ἀνάσα τους ζέσταναν τὸ κορμάκι του. Ὅλοι καταλαβαίνετε, ὅτι τὸ παιδάκι αὐ­τὸ ἦταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ μάνα ἡ Παναγία Θεοτόκος. Κανείς δὲν τοὺς ἔδινε σημασία. Ὅπως καὶ μέχρι σήμερα· οἱ ἄν­θρωποι προσέχουν κάποιον ὅ­ταν ἔχῃ τὸ πορτοφόλι του γεμᾶτο, ὅ­ταν κατέχῃ περιουσία. Σ᾽ ἕνα φτωχὸ ἄν­θρωπο δὲ δίνουν μεγάλη ἀξία. Κανείς λοιπὸν δὲν πρόσεξε καὶ τὴ φτωχιὰ αὐτὴ μάνα ποὺ κρατοῦσε στὴν ἀγ­καλιὰ τὸ βρέφος της. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ σαράντα μέρες φανερώθηκε ποιά ἦταν αὐτὴ καὶ ποιός ἦταν τὸ βρέφος ἐκεῖνο.
  • Σύμφωνα μὲ τὸ Μωσαϊκὸ νόμο, ποὺ κ’ ἐ­μεῖς τὸν τηροῦμε, κάθε μάνα ὅταν γεννοῦσε τὸ πρῶτο της ἀρσενικὸ παιδί, ὕστερα ἀπὸ σαράν­τα μέρες ἔπρεπε νὰ τὸ πάῃ στὸ ναό. Κι ἂν ἦ­ταν πλούσια, ἔπρεπε νὰ θυσιάσῃ ἕνα ἀρνάκι· ἂν ἦταν φτωχιά, ἕνα ζευγάρι τρυ­γό­νια ἢ περιστέρια, γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸ Θεό. Γιατὶ τὰ παιδιὰ ἔρχον­ται ἀπὸ τὸ Θεό, ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀν­θρώπους. Ἡ Παναγία μας λοιπόν, ποὺ δὲ μπο­ροῦσε νὰ προσφέρῃ κάτι ἄλλο, ἀγόρασε ἕνα ζευγάρι περιστέρια καὶ τὰ πῆγε μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Ἰω­σὴφ στὸ ναὸ τοῦ Σολο­μῶντος, ἔχον­τας στὴν ἀγκαλιὰ τὸ βρέφος της, τὸ Χριστό.
  • Ἔφθασαν κι ἀνέβηκαν τὰ σκαλιά. Ὅταν μπῆ­καν στὸ ναό, βρέθηκε μπροστά τους ἕνας γέροντας μὲ ἄσπρα μαλλιὰ ἀ­κουμπισμένος στὸ ῥαβδί του, ὁ Συμεών. Πολλὲς μανάδες πλούσιες εἶχαν φέρει τὰ βρέφη τους στὸ ναό. Σὲ καμμιά ἀπ’ αὐτὲς δὲν εἶχε δώσει ἰδιαίτερη σημασία. Μόλις ὅμως εἶδε τὴ φτωχιὰ αὐτή, τὴν ὑ­ποδέχθηκε μὲ τιμὴ μεγάλη. Μὲ τρεμάμενα χέ­ρια πῆρε τὸ βρέφος στὴν ἀγκαλιά του, ὕψω­σε τὰ μάτια στὸ Θεό, καὶ εἶπε ἐ­κεῖνο ποὺ ἀκοῦ­με στὴν ἐκκλησία στὸ τέλος τοῦ ἑσπερινοῦ· «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα…» (Λουκ. 2,29). Εἶνε τὰ λόγια τοῦ Συμεών. Εἶχε διαβάσει τὰ βιβλία τῶν προφητῶν, εἶδε ἐκεῖ ὅτι μιὰ μέρα θὰ ᾽ρθῇ ὁ Μεσσίας, καὶ λαχταροῦσε νὰ τὸν δῇ. Κι ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ τὸν δῇ καὶ νὰ τὸν πάρῃ στὴν ἀγκαλιά του. Γι’ αὐτὸ λέει· Τώρα, Κύριε, ἔγινε αὐτὸ ποὺ ποθοῦσα· ἂς πεθάνω.
  • Μετὰ ὁ γέροντας στράφηκε στὴν Παναγία· Αὐτὸ τὸ παιδὶ ποὺ κρατᾷς στὰ χέρια σου, τῆς εἶπε, θὰ χωρίσῃ τὸν κόσμο σὲ δυὸ μεγάλες πα­ρατάξεις. Θὰ εἶνε «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἄλλοι θὰ τὸν πιστεύουν, θὰ θυσιάζουν καὶ τὴ ζωή τους γι᾽ αὐτόν, κι ἄλλοι θὰ τὸν μισοῦν καὶ θὰ τὸν πολεμοῦν μὲ λύσσα· ἀπὸ τὴ μιὰ θὰ εἶνε οἱ ἄπιστοι, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ πιστοί. Μὰ στὸ τέλος δὲ θὰ νικήσουν οἱ ἄ­πιστοι, οἱ ἄθεοι, οἱ ἀντίχριστοι· θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός, αὐτὸ τὸ βρέφος ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο τόσο ταπεινά. Τέτοιο νόημα εἶχαν τὰ λόγια τοῦ Συμεὼν ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ εἶνε «εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστα­σιν πολλῶν… καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Κ’ ἐσένα, εἶπε στὴν Παναγία, μαχαί­ρι δίκοπο θὰ περάσῃ τὴν καρδιά σου, θὰ πονέ­σῃς πολύ (ἔ.ἀ. 2,35). Καὶ ἦρθε πράγματι ἡ Μεγάλη Παρασκευή, ποὺ ἡ Παναγία εἶδε τὸ παιδί της στὸ σταυρό. Πόσο πόνο αἰσθάνθηκε μόνο οἱ μανάδες μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν.
  • Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Συμεὼν τὴν ὥρα ἐκείνη στὸ ναὸ βρέ­­θηκε καὶ μιὰ γερόντισσα προχωρημένης ἡλικίας, ὀγδον­­τατεσσάρων χρονῶν, ἡ Ἄν­να. Παρθένο κορίτσι εἶχε παν­τρευτῆ, ἔζησε ἑ­φτὰ χρόνια μὲ τὸν ἄντρα της, κι ὅταν ἐκεῖνος πέθανε δὲν πῆρε πλέον ἄλλον· ἔμεινε χήρα πιστὴ στὴ μνήμη του. Ἀπὸ τότε κάθε μέρα πρωῒ – βράδυ πήγαινε στὸ ναό, νήστευε καὶ προσ­ευχόταν. Τὴν ἀξίωσε λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ δῇ κι αὐτὴ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ δοξολογήσῃ τὸ Θεό.


  • * * *


  • Αὐτὴ εἶνε μὲ λίγα λόγια ἡ σημερινὴ ἑορτή. Τί μᾶς διδάσκει;
  • ⃝ Πρῶτον. Ὅπως ἡ Παναγία ἔφερε τὸ παιδί της στὸ Θεό ―ποὺ αὐ­τὸ γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν ἦ­ταν ἀναγκαῖο―, ἔτσι κάθε μάνα πρέπει νὰ δί­νῃ σωστὴ ἀνατρο­φὴ στὸ παιδί της. Οἱ πρῶ­τες λέ­ξεις ποὺ θὰ τοῦ μάθῃ νὰ εἶνε Θεός, Χρι­στός, Παναγία. Νὰ παίρνῃ τὸ χεράκι του καὶ νὰ σημει­ώνῃ τὸ σταυρό, νὰ τοῦ δείξῃ νὰ γονα­τίζῃ μπρο­στὰ στὴν εἰ­κόνα καὶ νὰ κά­νῃ προσ­ευχή. Νὰ τὸ πηγαίνῃ στὴν ἐκκλησία. Τώρα ὁ κόσμος ἄλλαξε· πηγαίνουν οἰκογενεια­κῶς στὸν κινηματογρά­φο, στὸ γήπεδο, στὰ θέατρα, στὰ κέν­τρα· τὴν Κυρια­κὴ ὁ ἄντρας πάει γιὰ κυνήγι, ἡ γυναί­κα ἀσχολεῖ­ται μὲ ἄλ­λες δουλειές. Ἡ Παναγία ὅμως σαράντισε τὸ παιδί της. Ἔννοια σου, μά­να· ἂν δὲ μάθῃς τὸ παιδί σου ν᾽ ἀ­γαπάῃ τὸ Θεό, θὰ ᾽ρθῇ ὥρα ποὺ θὰ σὲ ποτίσῃ φαρμά­κι. Παιδιὰ ποὺ δὲν ἀγαποῦν τὸ Θεό, δὲ θ᾽ ἀγαπήσουν οὔτε τὸν πατέ­ρα τους. Γονεῖς, συνηθί­στε νὰ ἐκ­κλησιά­ζε­στε οἰ­κο­γενειακῶς, νὰ προσεύχεστε οἰκογενεια­κῶς, νὰ κάθεστε στὸ τραπέζι οἰκογενειακῶς.
  • ⃝ Τὸ δεύτερο. Μέσα στὸ ναὸ δὲ βλέπουμε μό­νο τὴν Παναγία καὶ τὸ Χριστό· βλέπουμε καὶ τοὺς γέρους, τὸν Συμεὼν καὶ τὴν Ἄννα τὴν πρε­σβύτιδα. Θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν· Γέροι ἄνθρωποι εἴμαστε, δὲ βαστᾶμε, ἂς μείνουμε στὸ σπίτι σήμερα ποὺ κάνει κρύο, κοντὰ στὸ τζάκι… Δὲν τὸ εἶπαν. Εἶχαν ζῆλο καὶ πήγαιναν. Καὶ τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ δοῦνε τὸ Χριστό. Ἔτσι νὰ κάνουμε κ’ ἐμεῖς. Ὅλη τὴ βδομάδα δουλειά, σὰν τὰ μυρμήγκια. Κυριακὴ πρωῒ ὅμως, μόλις χτυπᾷ ἡ καμπάνα, νὰ τρέχουμε στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε, νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεός του. Ἐν τούτοις δὲν συμβαίνει αὐτό. Οἱ ἐκκλησιὲς εἶνε ἔρημες. Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ Χριστιανοὺς δυὸ – τρεῖς ἐκκλησιάζον­ται, οἱ ἄλλοι ἀπουσιάζουν. Γι’ αὐτὸ ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα μᾶς φωνάζουν σήμερα· Γέροι – γρι­ές, μικροὶ – μεγάλοι, ὅλοι στὴν ἐκκλησιά! Θὰ μοῦ πῆτε· Καλά, ὁ Συμεὼν πῆγε στὸ ναὸ κι ἀ­ξιώθηκε νὰ πάρῃ στὴν ἀγκαλιά του τὸ Χριστό· ἂν πάω ἐγὼ στὴν ἐκκλησιά, τί θὰ καταλάβω; Νά ᾽ξερα, ὅτι θὰ πάρω κ’ ἐγὼ τὸ Χριστὸ στὴν ἀγκαλιά μου… Ὦ Χριστιανέ μου! ἂν πιστεύ­ῃς, ὄχι στὴν ἀγκαλιά σου, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιά σου παίρνεις τὸ Χριστὸ ὅταν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία. Τὰ παλαιὰ τὰ χρόνια, ὅταν ἔ­βγαιναν τὰ ἅγια, γονάτιζαν ὅλοι καὶ ἡ καρδιά τους χτυποῦσε καὶ κλαίγανε. Γιατί; Γιατὶ τὸ ψωμάκι πάνω στὴν ἁγία τράπεζα καὶ τὸ κρασάκι μέσ᾽ στὸ δισκοπότηρο, ἂν πιστεύῃς, εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός! Δὲν τὸ πιστεύεις; τότε βγὲς κ’ ἐσὺ ἔξω, πήγαινε στὸ καφενεῖο, παῖξε τὸ κομπολόι σου, παῖξε πρέφα, κάνε ὅ,τι θέ’ς. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς τὰ βρωμερὰ σκουλή­κια ὁ Χριστός. Καὶ ὅλοι μας νὰ τὸν ἀρνηθοῦ­­με, ἀναρίθμητοι ἄγγελοι μέρα – νύχτα τὸν δοξολογοῦν κι αὐτὲς οἱ πέτρες οἱ ἄψυχες θὰ φω­νάζουν ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ἂν τὸ πιστεύῃς λοιπόν, μεῖνε στὴν ἐκκλησία. Μὴ χασμουριέσαι, γιατὶ εἶνε ἁμαρτία. Μὴ λές, πότε νὰ τελειώσῃ. Τὸ μυαλό σου νά ᾽νε ἐκεῖ στὰ ἅγια. Διότι ὅποιος κοινωνάει, ἔχει τὸ Χρι­στὸ ὄχι πιὰ στὴν ἀγκαλιὰ ὅπως ὁ Συμεών, ἀλ­λὰ μέσ᾽ στὴν ψυχή του, στὴν καρδιά του, μέσ᾽ στὸ αἷμα του, μέσ᾽ στὸ εἶναι του. Αὐτὸ ποὺ ἀ­πολαμβάνουμε οἱ Χριστιανοὶ στὴν Ἐκκλησία εἶνε πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀπήλαυσε ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα στὸ ναό. Ἐδῶ γίνεται τὸ θαῦμα, ἡ ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ σὲ κάθε θεία λειτουργία.


  • * * *


  • Δὲν εἴμαστε ἄξιοι ν’ ἀντικρύ­σουμε τὰ τελού­μενα μυστήρια. Ἄχ, μάτια ἁ­μαρτωλά, χέρια ἁρπακτικά, κορμιὰ ποὺ κάνετε ἀτιμίες!… Ὅ­λοι ἂς σκύψουμε τὸ κεφάλι. Ἔπρεπε ἡ Ἐκ­κλη­σία, ὅπως τὴν παλιὰ ἐποχή, νὰ κρατάῃ κόσκινο. «Ὅσοι πιστοί»! Τότε ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ θὰ μένανε πέντε. Οἱ ἄλλοι; ὅποιος βλαστημάει, ὅποιος κλέβει, ὅποιος μοιχεύει, ὅποιος παίζει τυχερὰ παιχνίδια, ὅποιος ψευδορκεῖ…, δὲν θὰ εἶχαν εἴσοδο. «Ὅσοι εἶνε πιστοί», ναί· ὅσοι ἄ­πιστοι, ὄχι. Δὲν μπορεῖς ἔτσι νὰ μπαί­νῃς στὴν ἐκκλησία, ὅπου γίνεται τὸ θαῦ­μα. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. λειτ.). Πρέπει νὰ καθα­ριστοῦμε καὶ νὰ ὑψωθοῦμε, γιὰ νὰ κοινωνήσου­με τὸν Κύριο, στὸν ὁποῖο ὀφείλουμε τὰ πάντα.
  • Ἀδέρφια μου, κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας μὲ βουλοκέρι· μὴν ἀκοῦτε τί λένε οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ἄπιστοι, μὴ ἀπατᾶσθε. Πολλὰ θὰ δοῦμε, ἀλλὰ στὸ τέλος δὲ θὰ νικήσουν αὐτοί, θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός, νὰ εἶστε βέβαιοι γι’ αὐτό. Κλάψτε γιὰ τ’ ἁμαρτήματά σας, κρατῆστε τὴν πίστι σας, ζῆ­στε μὲ ἁγνὸ αἴσθημα, μὲ τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ παιδιά σας. Προχω­ρῆστε ἀφωσιωμένοι στὸν Κύριο ὁ­λο­ψύχως. Καὶ εὔχομαι νὰ εἶστε εὐλογημένοι, ἑνωμένοι καὶ πάντα ἀγαπημένοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ σωτῆρι ἡμῶν· ἀμήν.


  • † ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


  • Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου, ποὺ ἔγινε στὸ ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος (Ἁγ. Ἰγνατίου) Σ. Σ. Βεύης – Φλωρίνης τὴν 2-2-1968

Η «ΑΜΑΡΤΙΑ» ΤΟΥ ΓΕΡΟ-ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΥ ΧΤΥΠΗΣΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ!


Ένας ευλογημένος αγιορείτης μοναχός, ο γερο Αυγουστίνος ο Ρώσος (1882-1965), ήταν πολύ ενάρετος, πολύ ταπεινός και πολύ αγωνιστής.

Κάποτε παρουσιάστηκε ο διάβολος μέσα στο κελί του σαν σκύλος φοβερός.


Πετούσε φωτιές από το στόμα και όρμησε πάνω στο γέροντα για νά τον πνίξει, επειδή, όπως του είπε, καιγόταν από τις προσευχές του.

Ο γερο-Αυγουστίνος τον άρπαξε και τον πέταξε στον τοίχο φωνάζοντας:
Κακέ διάβολε, γιατί πολεμάς τα πλάσματα του Θεού;

Ο διάβολος, κατατρομαγμένος απ' την αναπάντεχη υποδοχή, έγινε άφαντος.

Ύστερα όμως ο αγαθότατος και απλούστατος γέροντας είχε τύψεις, επειδή... χτύπησε το διάβολο !
Περίμενε με αγωνία πότε νά φωτίσει, για νά πάει στον πνευματικό του νά εξομολογηθεί το "αμάρτημα" του.

Πραγματικά, μόλις φώτισε πήγε στην Προβάτα (μιάμιση ώρα απόσταση από το κελί του), όπου ήταν ο πνευματικός του, και εξομολογήθηκε.

Ό πνευματικός μου όμως ήταν πολύ συγκαταβατικός", διηγιόταν αργότερα ο γέροντας, "και δεν μου έβαλε κανένα κανόνα, αλλά μου είπε νά κοινωνήσω. Εγώ, από τη χαρά μου, όλη τη νύχτα έκανα κομποσχοίνι, και μετά πήγα στη θεία λειτουργία και κοινώνησα.

Όταν ο παπάς έβαζε την άγία λαβίδα ατό στόμα μου, είδα την άγία Κοινωνία κομμάτι κρέας και αίμα! Και τη μασούσα για νά την καταπιώ! Παράλληλα ένιωθα και μία μεγάλη αγαλλίαση, πού δεν μπορούσα νά την αντέξω.

Από τα μάτια μου έτρεχαν γλυκά δάκρυα, και το κεφάλι μου φώτιζε σαν λάμπα.

Έφυγα γρήγορα για νά μη με δουν οι πατέρες, και την ευχαριστία για τη Θεία Μετάληψη τη διάβασα μόνος μου στο κελί μου".

ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου Αττικής
πηγή

ο παπά -Χολέβας μια άγνωστη σε πολλούς μορφή της ιστορίας


πηγή

Ένα από τα λαμπερά σύμβολα της Εθνικής Αντίστασης,
αντάρτης ιερωμένος, ο πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος  Κ. Χολέβας.   Γνωστός ευρύτερα ως Παπά-χολέβας, έδρασε στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο «Παπαφλέσσας». 
Ο παπά-Δημήτρης Χολέβας γεννήθηκε το 1907 σε ένα χωριό της Φθιώτιδας, την Τσούκα και μεγάλωσε στη Μακρακώμη. Σπούδασε Φιλολογία-Αρχαιολογία στα Πανεπιστήμια Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Το 1938 χειροτονήθηκε ιερέας στην Λαμία και έγινε εφημέριος στη Ν. Μαγνησία Λαμίας. Το 1942 οργανώθηκε στο ΕΑΜ και πολέμησε τους Γερμανούς κατακτητές από τις γραμμές του ΕΛΑΣ. Το 1943 αναλαμβάνει την οργάνωση του κλήρου οργάνωσε συνέδριο στην Σπερχειάδα Φθιώτιδος με Ιερείς και εκπροσώπους από σχεδόν όλες τι ελεύθερες περιοχές και συγκροτεί την Παγκληρική Ένωση Ορθοδόξου κλήρου με 4.000 μέλη , και εξελέγη Γενικός Γραμματέας της. 
Αθήνα 1946.
 Έπαιξε ένα ζωτικό ρόλο στην οργάνωση της Εθνικής Αλληλεγγύης, που έσωσε μεγάλο μέρος του πληθυσμού από την πείνα και το θάνατο.
Εξελέγη εθνοσύμβουλος της ΠΕΑΕΑ και υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιερέας στη XIII Μεραρχία του ΕΛΑΣ.
Συμμετείχε σε στρατιωτικές  δράσεις π.χ. ανατίναξης του τρένου και της Γέφυρας στο Δεριλί (περιοχή Περιβόλι  Δομοκού Κεντρική Ελλάδα) κλπ.
Μετά την απελευθέρωση η μοίρα του παπά-Χολέβα ήταν εκείνη των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Διώξεις, κατατρεγμοί, εξορίες. Το 1945 το Συνοδικό Δικαστήριο τον καταδικάζει σε τριετή αργία.  
Υπηρέτησε από το  1948 ως καθηγητής φιλόλογος   Λαύριο, Λέρο, Αρχάγγελο Ρόδου και Νίκαια Πειραιώς με αξιοσημείωτη δραστηριότητα σε πολλούς τομείς. 
Ήταν μέλος των οργανώσεων: Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση, Κίνηση για την Ειρήνη και Εθνική Ανεξαρτησία, Εθνικό Συμβούλιο Ειρήνης, Πνευματικό Κέντρο Αγίων Αναργύρων. Εξελέγη Δημοτικός Σύμβουλος Αγίων Αναργύρων. Στα τέλη του Βίου του(2001) , απενεμήθη από την Ιερά Σύνοδο ο Χρυσός Σταυρός του Αποστόλου Παύλου και Ευεργετήριον Γράμμα δια αναγνώριση των υπηρεσιών του στην Πατρίδα. 

Τυπικόν της 2ας Φεβρουαρίου 2013


Σάββατον: Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ 
                      ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. 
 
Τῇ Παρασκευῇ ἑσπέρας: Θ΄ ΩΡΑ.
Ἀπολυτίκια: 1.– «Οὐράνιος χορός...». 2.– Δόξα· «Ὁ μάρτυς σου, Κύριε...».
Κοντάκιον: «Ὡς ἀγκάλας σήμερον...».
Ἀπόλυσις: Μικρά.
ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
Προοιμιακός.
Εἰς τό· «Κύριε, ἐκέκραξα...».
Ἑσπέρια: Τά 3 Στιχηρά Ἰδιόμελα τῆς Ἑορτῆς· «Λέγε, Συμεών... 
– Δέχου, Συμεών... – Δεῦτε καί ἡμεῖς...» εἰς 6, ἅπαντα ἐκ δευτέρου.
Δόξα, Καί νῦν: Τό Ἰδιόμελον τῆς Ἑορτῆς· «Ἀνοιγέσθω ἡ πύλη...».
Εἴσοδος: «Φῶς ἱλαρόν...». Τό Προκείμενον τῆς ἡμέρας καί τά Ἀναγνώσματα.
Ἀπόστιχα: Τά 3 Στιχηρά Ἰδιόμελα τῆς Ἑορτῆς· 
«Κατακόσμησον τόν νυμφῶνά σου, Σιών... – Τόν ἐκλάμψαντα πρό αἰώνων... 
– Τόν ὀχούμενον ἐν ἅρμασι...», μετά τῶν πρό αὐτῶν στίχων εἰς τά δύο τελευταῖα:
 α΄.– «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα, κατά τό ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ·
 ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου, ὅ ἡτοίμασας κατά πρόσωπον 
πάντων τῶν λαῶν». β΄.– «Φῶς, εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καί δόξαν λαοῦ σου, Ἰσραήλ».
Δόξα, Καί νῦν: Τό Ἰδιόμελον αὐτῶν· «Ὁ τοῖς Χερουβίμ ἐποχούμενος...».
Τρισάγιον.
Ἀπολυτίκιον: Τῆς Ἑορτῆς· «Χαῖρε, κεχαριτωμένη...», τρίς.
Ἀπόλυσις: «Ὁ ἐν ἀγκάλαις τοῦ δικαίου Συμεών βασταχθῆναι καταδεξάμενος
 διά τήν ἡμῶν σωτηρίαν, Χριστός ὁ ἀληθινός Θεός...».
Τῷ Σαββάτῳ πρωΐ: ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚΟΝ
 Μετά τόν Ν΄ Ψαλμόν, τά διά τήν Λιτήν Στιχηρά Ἰδιόμελα τῆς Ἑορτῆς· 
«Ὁ παλαιός ἡμερῶν...», κτλ. μετά τοῦ Δόξα, Καί νῦν αὐτῶν. Τρισ­άγιον 
καί τό Ἀπολυτίκιον τῆς Ἑορτῆς· «Χαῖρε, κεχαριτωμένη...».
ΟΡΘΡΟΣ
Ἑξάψαλμος.
Εἰς τό· «Θεός Κύριος...».
Ἀπολυτίκιον: Τῆς Ἑορτῆς· «Χαῖρε, κεχαριτωμένη...», τρίς.
Καθίσματα: Τῆς Ἑορτῆς τῆς α΄ καί β΄ Στιχολογίας καί τό μετά τόν Πολυέλεον, 
ὡς ἐν τῷ Μηναίῳ, ἅπαντα ἐκ δευτέρου.
Ἀναβαθμοί: Τό α΄ Ἀντίφωνον τοῦ δ΄ ἤχου· «Ἐκ νεότητός μου...».
Προκείμενον: «Μνησθήσομαι τοῦ ὀνόματός σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καί γενεᾷ».
Στίχος: «Ἐξηρεύξατο ἡ καρδία μου λόγον ἀγαθόν· λέγω ἐγώ τά ἔργα μου τῷ βασιλεῖ».
Εὐαγγέλιον Ὄρθρου: Τῆς Ἑορτῆς· «Ἦν ἄνθρωπος ἐν Ἰερουσαλήμ...» (Λουκ. β΄ 25-33).
Ὁ Ν΄ Ψαλμός: (Χῦμα). Δόξα· «Ταῖς τῆς Θεοτόκου...». Καί νῦν, τό αὐτό καί τό
 Ἰδιόμελον· «Ἀνοιγέσθω ἡ πύλη...».
Κανών: Τῆς Ἑορτῆς· «Ῥανάτωσαν ὕδωρ νεφέλαι...», μετά τῶν Εἱρμῶν αὐτοῦ μετά
 στίχου· «Δόξα σοι, ὁ Θεός ἡμῶν, δόξα σοι» καί εἰς τά δύο τελευταῖα Δόξα, Καί νῦν, εἰς 6.
Ἀπό γ΄ ᾨδῆς·
Μεσῴδιον Κάθισμα: Τῆς Ἑορτῆς· «Ἐν τῷ ὄρει τῷ Σινᾷ...», ἅπαξ.
Ἀφ’ ς΄ ᾿Ωδῆς·
Κοντάκιον – Οἶκος: Τῆς Ἑορτῆς.
Συναξάριον: Τῆς ἡμέρας.
Καταβασίαι: «Χέρσον ἀβυσσοτόκον...».
Ἡ Τιμιωτέρα: Οὐ στιχολογεῖται ἀντ’ αὐτῆς τά Μεγαλυνάρια τῆς Ἑορτῆς·
«Ἀκατάληπτόν ἐστι...» μέχρι καί τοῦ στίχου· «Κατελθόντ’ ἐξ οὐρανοῦ...»,
 ἀπό δέ τοῦ στίχου· «Λάμπρυνόν μου τήν ψυχήν...», ἀνά Τροπάριον τῆς θ΄ 
᾿Ωδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ Εἱρμοῦ καί τοῦ α΄ Τροπαρίου δευτερουμένων.
Εἱρμός θ΄ Ὠδῆς: «Θεοτόκε ἡ ἐλπίς... – Ἐν νόμῳ, σκιᾷ καί γράμματι...».
Ἐξαποστειλάριον: Τό Αὐτόμελον τῆς Ἑορτῆς· «Ἐν Πνεύματι τῷ ἱερῷ...», τρίς.
Αἶνοι: Τά 3 Στιχηρά Προσόμοια τῆς Ἑορτῆς· «Νόμον τόν ἐν γράμματι... 
– Φῶς εἰς ἀποκάλυψιν... – Κόλπων τοῦ Γεννήτορος...» εἰς 4, τό πρῶτον δίς.
Δόξα, Καί νῦν: Τό Ἰδιόμελον αὐτῶν· «Ὁ ἐν χερσί πρεσβυτικαῖς...».
Δοξολογία: Μεγάλη.
        «Χαῖρε, κεχαριτωμένη...». 
ΕΙΣ ΤΗΝ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΝ
Ἀντίφωνα: Τῆς Ἑορτῆς.
Ἀντίφωνον α΄.
Ἦχος β΄.
«Ἐξηρεύξατο ἡ καρδία μου λόγον ἀγαθόν.
Ἡ γλῶσσά μου κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου.
Ἐξεχύθη χάρις ἐν χείλεσί σου.
Διά τοῦτο εὐλόγησέ σε ὁ Θεός εἰς τόν αἰῶνα.
Δόξα...Καί νῦν...».    
Ἀντίφωνον β΄.
Ἦχος ὁ αὐτός.
«Περίζωσαι τήν ῥομφαίαν σου ἐπί τόν μηρόν σου δυνατέ.
Καί ἔντεινε καί κατευοδοῦ καί βασίλευε.
Τά βέλη σου ἠκονημένα δυνατέ· λαοί ὑποκάτω σου πεσοῦνται.
Ῥάβδος εὐθύτητος ἡ ῥάβδος τῆς βασιλείας σου
Δόξα...Καί νῦν...Ὁ Μονογενής Υἱός...».   
Ἀντίφωνον γ΄.
Ἦχος α΄.
«Ἄκουσον, θύγατερ, καί ἴδε, καί κλῖνον τό οὖς σου.     
Τό πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν οἱ πλούσιοι τοῦ λαοῦ.
Μνησθήσομαι τοῦ ὀνόματός σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καί γενεᾷ».                    
Εἴσοδος.
Εἰσοδικόν,Ἦχος β΄: «Ἐγνώρισε Κύριος τό Σωτήριον αὑτοῦ ἐναντίον πάντων τῶν ἐθνῶν. Σῶσον ἡμᾶς, Υἱέ Θεοῦ, ὁ ἐν ἀγκάλαις τοῦ δικαίου Συμεών βασταχθείς, ψάλλοντάς σοι, Ἀλληλούϊα».
Μετά τήν Εἴσοδον.
Ἀπολυτίκιον: Τῆς Ἑορτῆς· «Χαῖρε, κεχαριτωμένη...».
Κοντάκιον: Ὁμοίως· «Ὁ μήτραν παρθενικήν...».
Τρισάγιον.
Ἀπόστολος: Τῆς Ἑορτῆς· «Χωρίς πάσης ἀντιλογίας...» (Ἑβρ. ζ΄ 7-17).
Εὐαγγέλιον: Ὁμοίως· «Ἀνήγαγον οἱ γονεῖς τό παιδίον Ἰησοῦν...» (Λουκ. β΄ 22-40).
Εἰς τό Ἐξαιρέτως: «Θεοτόκε ἡ ἐλπίς... – Ἐν νόμῳ, σκιᾷ καί γράμ­ματι...».
Κοινωνικόν: «Ποτήριον σωτηρίου...».
«Εἴδομεν τό φῶς...», κτλ.
Ἀπόλυσις: Ἡ τοῦ Ἑσπερινοῦ.
 

Σκέψεις για την Υπαπαντή (Του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου)


“Ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου”
1. Η εορτή της Υπαπαντής 40 ημέρας μετά τα Χριστούγεννα ολοκληρώνει τον χρόνο των Χριστουγέννων, αφήνοντας ένα αίσθημα βαθιάς και καθαρής χαράς. Η εικόνα του πρεσβύτη Συμεών που συναντά το Χριστό, είναι μία από τις συγκλονιστικότερες εικόνες της Αγίας Γραφής, αλλά και του κόσμου. Από την μία ο Ιησούς- βρέφος, η νέα ζωή, η Ζωή γενικά που φέρνει ο Θεός στον άνθρωπο, και από την άλλη ο πρεσβύτης Συμεών, το λυχνάρι που σβήνει, τα γηρατειά, το τέλος της ζωής. Η αρχή και το τέλος ενώνονται σε μια συνάντηση που προξενεί ανείπωτη χαρά…
2. Η εικόνα του Συμεών είναι πράγματι συγκλονιστική. Είναι αυτός που περιμένει να συναντήσει Εκείνον που αγαπά, αλλά και τον αγαπά. Όλη του η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από αυτή τη λαχτάρα της συνάντησης. Η προσευχή του, η σκέψη του, η προσδοκία του είχε κατεύθυνση αυτή τη συνάντηση με τη σωτηρία, τη συνάντηση με την Αγάπη. Και πραγματικά, όταν έρθει αυτή η συνάντηση, τότε δεν υπάρχει άλλος λόγος ζωής, ακριβώς διότι η Ζωή πλέον κατοικεί μέσα στον άνθρωπο αυτό και τίποτε δεν το φοβίζει, ούτε ο θάνατος…
3. Γεννώνται πολλά ερωτήματα από αυτή την εικόνα για μας. Είναι η ζωή μας προσανατολισμένη στη συνάντηση με το Χριστό; Λαχταρούμε την ώρα και τη στιγμή που θα τον κοινωνήσουμε; Υπερβαίνουμε μέσα από την αγάπη Του τον φόβο, ακόμα και του θανάτου; Συναντούμε τον Άλλο και γινόμαστε φίλοι μαζί του, διαλύοντας με τη χάρη του Θεού ό,τι μας χωρίζει από αυτόν (κατάκριση, εγωισμός, κλειστή καρδιά, αμαρτία);
4. Ο κόσμος μας ζει σήμερα την απομάκρυνση. Ελάχιστοι προσμένουν τη συνάντηση, την υπαπαντή, είτε με το Θεό είτε με το συνάνθρωπο. Κυβερνούν οι βόμβες της αποξένωσης. Τα γηρατειά και ο θάνατος αποτελούν εχθρούς του ανθρώπου. Κι εμείς ζούμε στον ατομισμό μας, κλεισμένοι στον κόσμο μας. Έχουμε όμως δυνάμεις. Αρκεί να βάλουμε στη ζωή μας αυτή την προσδοκία της συνάντησης.
5. Αυτή η συνάντηση Συμεών και Ιησού γίνεται στο Ναό. Έτσι και σήμερα. Στην Εκκλησία γίνεται η μεγάλη συνάντηση, της αγάπης, της ενότητας και της κοινωνίας. Στο ποτήρι της ζωής συναντιόμαστε εν αγάπη με τον Κύριό μας, αλλά και ταυτόχρονα βιώνουμε την συνάντηση με τους άλλους. Στον αποξενωμένο κόσμο μας η συνάντηση στην κοινότητα της Εκκλησία αποτελεί την μεγάλη ελπίδα. Όπου κλήρος και λαός, Επίσκοποι, πρεσβύτεροι και άνθρωποι, πλούσιοι και πένητες, άγιοι και αμαρτωλοί συναντούμε το Χριστό και λαμβάνουμε το σωτήριον αλλά και το φως εις αποκάλυψιν εθνών.
6. Ας προσανατολίσουμε λοιπόν έργοις και ου λόγοις την ζωή μας σ’ αυτή τη συνάντηση, κι ας είμαστε σίγουροι ότι η αγάπη του Χριστού θα εμβάλλει έξω το φόβο, κάθε φόβο και κάθε αποξένωση.
Βιβλιογραφία π. Αλεξάνδρου Smeman, Εορτολόγιο

Ἡ Ὑπαπαντὴ - Περιγραφή τῆς εἰκόνας





Παλαιὸς Μητροπολιτικὸς Ναὸς Ἁγίου Μηνᾶ.
Ἡ Ὑπαπαντὴ (Ἐργο Γεωργίου Καστροφυλάκου 1746) 

Ὁ ἁγιογράφος τῆς εἰκόνας τῆς Ὑπαπαντῆς τοποθετεῖ τή σκηνή στό ναό, μπροστά στό Ἅγιο Βῆμα χριστιανικῆς ἐκκλησίας. Διακρίνονται τό βημόθυρο, ἡ Ἁγία Τράπεζα, τό θολωτό κιβώριο, ποῦ τό στηρίζουν τέσσερις κολόνες. Ὅπως παρατηρήθηκε, «οἱ κολόνες φαίνονται ἐπάνω ἀπό τούς φωτοστεφάνους μέ τρόπον ὥστε νά ἐπισημαίνονται οἱ μορφές καί σύγχρονα νά συνεχίζονται οἱ ὄρθιες τάσεις στή σύνθεση». Ἡ Θεοτόκος «λυγερόσωμος ὡς νεαρά κυπάρισσος» ἁπλώνει τά χέρια της γιά νά παραλάβει τό Βρέφος ἀπό τό Συμεών. Ἐκεῖνος μέ τά δύο του χέρια σκεπασμένα κρατεῖ τό Βρέφος ποῦ μέ ἁπλωμένο τό δεξί του χέρι καί κοιτάζοντας τήν Παναγία λαχταράει νά πέσει στήν ἀγκαλιά της. Ἡ σεβάσμια καί ἅγια μορφή τοῦ Συμεών ἐντυπωσιάζει. «Ἡ κεφαλή του εἶναι μακρόμαλλη καί ἀναμαλλιασμένη, μέ τούς πλοκάμους συνεστραμμένους ὡς ὀφίδια, τό γένειόν του ἀναταραγμένον, τό πρόσωπόν του σεβάσμιον κατά πολλά καί πατριαρχικόν, οἱ πόδες του λυγισμένοι, πατοῦν ἐπάνω εἰς τό ὑποπόδιον κλονιζόμενοι. Τά ὄμματα του εἶναι ὡσάν δακρυσμένα, καί φαίνεται ὡς νά λέγη' «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα» (Φ. Κόντογλου).

Ἀξίζει νά παρατηρηθεῖ πώς ἐνῶ ἡ εἰκόνα παρουσιάζει τή σκηνή σαράντα μέρες μετά τή Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, τό νήπιο δέν παρουσιάζεται σπαργανωμένο. Ἔχει φωτοστέφανο, κρατάει στό χέρι εἰλητό, ἔχει βασιλική καί θεϊκή ἐμφάνιση. Αὐτό δέ γίνεται χωρίς λόγο. Τό Παιδί εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, «μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός», ὁ Θεάνθρωπος. Εἶναι «ὁ ἄναρχος Λόγος τοῦ Πατρός, ἀρχήν λαβών χρονικήν, μή ἐκστάς τῆς αὐτοῦ Θεότητος», «ὁ ὀχούμενος ἐν ἅρμασι Χερουβίμ καί ὑμνούμενος ἐν ᾄσμασι Σεραφίμ», ὅπως λένε τά τροπάρια τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς.


Πίσω ἀπό τή Θεοτόκο στέκει ἡ προφῆτις Ἄννα. Ἡ στάση της προδίδει τό προφητικό της χάρισμα. Τό ἕνα της χέρι εἶναι ὑψωμένο σέ σχῆμα ὁμιλίας καί τό ἄλλο, τό ἀριστερό, κρατάει ἀνοιχτό εἰλητάριο πού γράφει σέ μικρά μαῦρα κεφαλαῖα' «Τοῦτο τό Βρέφος οὐρανόν καί γῆν ἐστερέωσεν». Τό κεφάλι της μέ μελετημένη κλίση εἶναι γυρισμένο πρός τόν Ἰωσήφ «πού ἔρχεται πίσω της, σάν ν’ ἀπευθύνει σ’ αὐτόν τόν προφητικό λόγο, ἐνῶ κοιτάζει τό θεατή».

Ὑπαπαντὴ (1700-1750), Ἁγιογράφος Ἰωάννης

Στήν ἄκρη ἀριστερά ὁ Ἰωσήφ προχωρεῖ κρατώντας πάνω στήν πτυχή τοῦ ἐνδύματός του (σ’ ἄλλες εἰκόνες μέσα σέ κλουβί) τά δύο τρυγόνια ἤ τά δύο περιστεράκια. Τά πουλιά αὐτά, ὅπως λέει τό παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπό ὕμνο τοῦ ἑσπερινοῦ της ἑορτῆς, συμβόλιζαν τούς ἀπό τούς Ἰουδαίους καί ἐθνικούς χριστιανούς, καθώς καί τίς δύο διαθῆκες, τήν Παλαιά καί τήν Καινή, τῶν ὁποίων ἀρχηγός εἶναι ὁ Χριστός. «Ὁ τοῖς Χερουβίμ ἐποχούμενος καί ὑμνούμενος ὑπό τῶν Σεραφίμ, σήμερον τῷ θείῳ ἱερῷ κατά νόμον προσφερόμενος, πρεσβυτικαῖς ἐνθρονίζεται ἀγκάλαις' καί ὑπό Ἰωσήφ εἰσδέχεται δῶρα θεοπρεπῶς, ὡς ζεῦγος τρυγόνων τήν ἀμίαντον Ἐκκλησίαν καί τῶν ἐθνῶν τόν νεόλεκτον (= νεοσύλεκτο) λαόν' περιστερῶν δέ δύο νεοσσούς, ὡς ἀρχηγός Παλαιᾶς τέ καί Καινῆς...» (Δοξαστικό στιχηρῶν). Παρόμοια λένε καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιά τό συμβολισμό τῶν πουλιῶν αὐτῶν

ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ Υπαπαντής του Κυρίου


Ψαλλόμενα ἐν τή θ΄ ὠδή - Ἦχος γ΄
Ἀκατάληπτόν ἐστι, τό τελούμενον ἐν σοῖ,
καί Ἀγγέλοις καί βροτοῖς, Μητροπάρθενε ἁγνή.
(Εἶναι ἀδύνατο νά καταλάβουν καί οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι αὐτό πού συμβαίνει καί τελεῖται μέσα Σου, Θεοτόκε, Μητροπάρθενε καί ἁγνή).

Ἀγκαλίζεται χερσίν, ὁ Πρεσβύτης Συμεών,
τόν τοῦ νόμου Ποιητήν, καί Δεσπότην τοῦ παντός.
(Μέ τά χέρια τοῦ ὁ γέροντας Συμεών ἀγκαλιάζει Αὐτόν, πού ἔδωκε στούς ἀνθρώπους τόν νόμο, δηλαδή τόν Δεσπότη καί Κύριo τοῦ παντός).

Βουληθεῖς ὁ Πλαστουργός, ἴνα σώση τόν Ἀδάμ,
μήτραν ὤκησε τήν σήν, τῆς Παρθένου καί ἁγνῆς.
(Ἐπειδή ὁ Θεός καί πλάστης τοῦ ἀνθρώπου θέλησε νά σώσει τόν Ἀδάμ, κατοίκησε μέσα στή δική Σου μήτρα, σέ ἐσένα τήν Παρθένο καί ἁγνή).

Γένος ἅπαν τῶν βροτῶν, μακαρίζει σέ Ἁγνή,
καί δοξάζει σέ πιστῶς, ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
(Ὅλο τό γένος τῶν ἀνθρώπων Σέ καλοτυχίζει καί Σέ δοξάζει, Ἁγνή Θεοτόκε μέ πίστη, γιατί εἶσαι ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ).

Δεῦτε ἴδετε Χριστόν, τόν Δεσπότην τοῦ παντός,
ὄν βαστάζει Συμεών, σήμερον ἐν τῷ ναῶ.
(Ἐλᾶτε νά δεῖτε τόν Χριστό, τόν Δεσπότη τοῦ παντός, νά Τόν κρατᾶ στά χέρια του ὁ Συμεών, σήμερα στόν ναό).

Ἐπιβλέπεις πρός τήν γῆν, καί ποιεῖς τρέμειν αὐτήν,
καί πῶς γέρων κεκμηκῶς, σέ κατέχει ἐν χερσί;
(Ἕνα Σου βλέμμα ρίχνεις πάνω στή γῆ καί τήν κάνεις νά τρέμει καί πῶς τώρα ἕνας κατάκοπος γέροντας Σέ κρατάει στά χέρια του;)

Ζήσας ἔτη Συμεών, ἕως εἶδε τόν Χριστόν,
καί ἐβόα πρός αὐτόν, Νῦν ἀπόλυσιν ζητῶ.
(Ὁ Συμεών ἔζησε πολλά χρόνια μέχρις ὅτου εἶδε τόν Χριστό, καί μέ δυνατή φωνή τοῦ εἶπε: Τώρα εὐχαριστημένος πού Σέ εἶδα Σου ζητῶ νά μέ ἀπολύσεις ἀπό τούτη τή ζωή).

Ἡ λαβίς ἡ μυστική, ἡ τόν ἄνθρακα Χριστόν,
συλλαβοῦσα ἐν γαστρι, σύ ὑπάρχεις Μαριάμ.
(Σύ Παρθένε Μαρία εἶσαι ἡ μυστική λαβίδα, πού μέσα Σου συνέλαβες τόν Χριστό, πού εἶναι ὡς Θεός, ἄνθρακας γιά τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο).

Θέλων ἐνηνθρώπησας, ὁ προάναρχος Θεός,
καί ναῶ προσφέρεσαι, τεσσαρακονθήμερος.
(Μέ τή θέλησή Σου ἔγινες ἄνθρωπος Σύ πού εἶσαι Θεός πρό πάντων τῶν αἰώνων καί μέ τή θέλησή Σου, τηρώντας τίς διατάξεις τοῦ νόμου, προσφέρεσαι στό ναό σάν βρέφος σαράντα ἡμερῶν).

Κατελθόντ’ ἐξ οὐρανοῦ, τόν Δεσπότην τοῦ παντός,
ὑπεδέξατο αὐτόν, Συμεών ὁ Ἱερεύς.
(Ὅταν κατέβηκε ἀπό τούς οὐρανούς ὁ Δεσπότης τοῦ κόσμου ὅλου, τόν ὑποδέχθηκε στόν ναό ὁ Συμεών ὁ ἱερεύς).

Λάμπρυνόν μου τήν ψυχήν, καί τό φῶς τό αἰσθητόν,
ὅπως ἴδω καθαρῶς, καί κηρύξω σέ Θεόν.
(Δῶσε λάμψη στήν ψυχή μου καί καθάρισε τό φῶς τῶν αἰσθήσεών μου, γιά νά Σέ ἰδῶ ξεκάθαρα καί νά Σέ κηρύξω σάν Θεό).

Μητροπάρθενε ἁγνή, τί προσφέρεις τῷ ναῶ,
νέον βρέφος ἀποδούς, ἐν ἀγκάλαις Συμεών;
(Θεοτόκε, μητέρα καί παρθένε, τί προσφέρεις στόν ναό, δίνοντας στά χέρια τοῦ Συμεών ἕνα νέο Βρέφος σαράντα ἡμερῶν;)

Νῦν ἀπόλυσιν ζητῶ, ἀπό σου τοῦ Πλαστουργοῦ,
ὅτι εἶδον σέ Χριστέ, τό σωτήριόν μου φῶς.
(Τώρα πιά ζητῶ ἀπό Σένα πού μέ ἔπλασες μέ τά χέρια Σου, νά μέ ἀπολύσεις ἀπό τούτη τή ζωή, γιατί εἶδα Ἐσένα, πού εἶσαι τό Φῶς πού σώζει ὅλους τους ἀνθρώπους ἀλλά καί ἐμένα).

Ὄν οἱ ἄνω λειτουργοί, τρόμω λιτανεύουσι,
κάτω νῦν ὁ Συμεών, ἀγκαλίζεται χερσί.
(Αὐτόν πού οἱ οὐράνιοι λειτουργοί, δηλαδή οἱ ἄγγελοι, μέ τρόμο τόν λατρεύουν καί ὑπηρετοῦν, ἐδῶ κάτω στή γῆ ὁ Συμεών ἀγκαλιάζει μέ τά χέρια του).

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι
Ἡ τή φύσει μέν Μονάς, τοῖς προσώποις δέ Τριάς,
φύλαττε τούς δούλους σου, τούς πιστεύοντας εἰς σέ.
(Ἁγία Τρίας, πού εἶσαι κατά τήν φύση Σου μονάδα ἀλλά κατά τά πρόσωπα, πού σέ ἀποτελοῦν τριάδα, φύλαγε τούς δούλους Σου, πού πιστεύουν σέ Σένα).

Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν
Θεοτόκε ἡ ἐλπίς, πάντων τῶν Χριστιανῶν,
Σκέπε, φρούρει, φύλαττε, τούς ἐλπίζοντας εἰς σέ.
(Θεοτόκε, σύ ἡ ἐλπίδα ὅλων τῶν Χριστιανῶν, σκέπασε, φρούρησε καί φύλαγε ὅλους, ὅσοι ἐλπίζουν σέ Σένα).

Ὁ Εἱρμός
Ἐν νόμω σκιά καί γράμματι, τύπον κατίδωμεν οἱ πιστοί, πᾶν ἄρσεν τό τήν μήτραν διανοῖγον, ἅγιον Θεῶ, διό πρωτότοκον Λόγον, Πατρός Ἀνάρχου Υἱόν, πρωτοτοκούμενον Μητρί, ἀπειράνδρω μεγαλύνωμεν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...