Ἐπειδή λοιπόν θεωρῶ τολμηρό τό νά ἀπευθύνω λόγο πρός Ἁγιορεῖτες Μοναχούς, τά ὅσα,
τιμιώτατοι Γέροντες, θά πῶ δέν θά ἀπευθύνονται πρός Σᾶς, ἀλλά θά
εἶναι σέ Σᾶς μία ἐξομολογητική κατάθεση. Διαβάζουμε, Πατέρες καί Ἀδελφοί καί
εὐλαβεῖς προσκυνητές, διαβάζουμε, λέγω, στό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων
καί στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἦταν θεοφόρος
– εἶχε μάλιστα καί θεοπτία – ὅμως, γιά τό κήρυγμα πού κήρυττε, δέν ἀρκέστηκε
στήν προσωπική του μαρτυρία, ἀλλά ἐπῆγε στά Ἰεροσόλυμα καί ἐκεῖ, ἐνώπιον τῶν
ἁγίων Ἀποστόλων, ἔκανε κατάθεση τοῦ κηρύγματός του. Λοιπόν, Ἅγιε Καθηγούμενε
τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μονῆς, ἐπειδή ἐπιμένετε νά ἀπευθύνω λόγον ὠφελείας, δέν θά τό
πράξω ἀκριβῶς αὐτό, ἀλλά, πρός Σᾶς καί πρός ὅλη τήν ἐδῶ ἱερά Σύναξη τῶν Πατέρων
καί τῶν Ἀδελφῶν, θά καταθέσω ἐξομολογητικά τό κήρυγμά μου, πού κηρύττω
στόν κόσμο, ὅπου διακονῶ.
Ὁ κόσμος, Πατέρες καί Ἀδελφοί, κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ. Ἡ ἁμαρτία στόν κόσμο
εἶναι πλεονάζουσα καί καιρό μέ τόν καιρό γίνεται ἀκόμη πιό ἁμαρτία, γίνεται «ἔτι
ἁμαρτωλός», ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἀλλά – πρός παρηγορία τό λέγω –
στόν κόσμο ὑπάρχει καί ἀρετή. Εἶναι τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ τό εὐλογημένο, οἱ εὐσε-
βεῖς καί ὀρθόδοξοι χριστιανοί, πού ἀγαποῦν τόν Χριστό μας καί ἀγωνίζονται νά τηροῦν
τάς ἁγίας Του ἐντολάς. Ἀπό τήν μιά μεριά λοιπόν στόν κόσμο εἶναι πλεονάζουσα
ἁμαρτία, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη μεριά εἶναι στόν κόσμο καί ἡ ἀρετή πολύ μεγάλη. Αὐτό
τό λέγει τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου. Λέγει ὁ ἄγγελος: «Ὁ ρυπαρός
ρυπανθήτω ἔτι», ἀλλά καί «ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀποκ. 22,11). Αὐτά τά δύο
ρεύματα, τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁμαρτίας, ὑπῆρχαν καί στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή, καί
ὅσο πλησίαζαν τά χρόνια τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ, γίνονταν ἀκόμη πιό ἰσχυρά. Τό
πόσο θολό ἦταν τό ρεῦμα τῆς ἁμαρτίας μᾶς τό λέγει τό κεφ. 1 τῆς πρός Ρωμαίους
ἐπιστολῆς. Καί τό πόσο ὑψηλά ἔφθασε ἡ ἀρετή τίς παραμονές τῆς ἐλεύσεως τοῦ
Χριστοῦ – ὑψηλότερα δέν μποροῦσε νά φθάσει! – μᾶς τό ἐκφράζει τό πρόσωπο τῆς
Παναγίας μας. Αὐτά τά δύο ρεύματα πάλι, τῆς ἀρετῆς καί τῆς κακίας, ὑπάρχουν
καί σήμερα καί ὅσο πορευόμεθα πρός τήν Δευτέρα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ Παρουσία, θά
γίνονται ἀκόμη ἰσχυρότερα. Γι᾽ αὐτό, ξαναλέγω, καί τό βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης, ἐκεῖ
πού εἶπε τά παραπάνω λόγια, γιά τήν αὔξηση δηλαδή τῆς ἀρετῆς καί τῆς κακίας,
λέγει «ὁ καιρός ἐγγύς ἐστιν»· καί παρουσιάζει αὐτόν τόν Ἰησοῦ Χριστό νά λέγει:
«Ἰδού ἔρχομαι ταχύ» (Ἀποκ. 22,10.7).
Στόν κόσμο λοιπόν πού διακονῶ, ἅγιοι Πατέρες, εἶναι πολλοί μέν οἱ ἄνθρωποι τῆς
ἀνομίας, πού ἀσχημίζουν καί ρυπαίνουν τήν κοινωνία, ἀλλά εἶναι καί τό μικρό ποίμνιο
τοῦ Χριστοῦ τό εὐλογημένο, τό «λεῖμμα», πού λέγουν οἱ προφῆτες, τό «σπέρμα»,
πού λέγει ὁ Ἠσαΐας: «Καί εἰ μή Κύριος Σαβαώθ ἐγκατέλιπεν ἡμῖν σπέρμα, ὡς Σό-
δομα ἄν ἐγενήθημεν καί ὡς Γόμορρα ἄν ὡμοιώθημεν» (Ἠσ. 1,9).
Ὅμως, Τιμιώτατε Γέροντα, καί λοιποί Πατέρες, στόν κόσμο ἔχει γίνει μιά
ζημιά, ἀφήσαμε ὅλοι νά γίνει ἡ ζημιά αὐτή. Ἔχει θολωθεῖ ἡ ὀρθόδοξη πνευματικό-
τητα. Τόν ξέρετε καλά καί σεῖς οἱ Ἁγιορεῖτες τόν κόσμο, γιατί πολλοί ἀπό τόν κόσμο
καταφεύγουν ἐδῶ στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά ἐξομολογηθοῦν καί νά βροῦν πνευματική
καθοδήγηση. Τό ὅτι δέ οἱ χριστιανοί φεύγουν ἀπό τόν κόσμο καί ἔρχονται ἐδῶ, στό
Ἅγιον Ὄρος, γιά ἐξομολόγηση, αὐτό σημαίνει ὅτι ἀπογοητεύονται ἀπό μᾶς πού τούς
διακονοῦμε ἤ, τουλάχιστον, ἐνόησαν ἀπό μᾶς ὅτι δέν γνωρίζουμε τήν μέθοδο τῆς κα-
θάρσεως τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη· ὅτι, τέλος πάντων, δέν εἴμαστε ἐπιστήμονες θε-
ράποντες ἰατροί τῶν ψυχικῶν νοσημάτων. Γνωρίζετε λοιπόν καί σεῖς, Ἅγιε
Καθηγούμενε, γνωρίζετε, λέγω, τήν ἐπικρατούσα στόν κόσμο λανθασμένη πνευμα-
τικότητα. Τήν εἶπα λανθασμένη, γιατί ἡ πνευματικότητα τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου
δέν ἀκολουθεῖ τήν γραμμή τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά μιά ἄλλη, μιά τεθλασμένη
γραμμή, πού δέν πηγαίνει πρός τήν θέωση. Στόν κόσμο λέγεται καί πολυλέγεται ὅτι
φτάνει νά εἶσαι καλός ἄνθρωπος. Καί τῆς Ἐκκλησίας τό ἔργο νομίζουν ὅτι εἶναι τό
νά κάνει γενικά καλούς ἀνθρώπους. Ἀλλά τούς λέω – κατάθεση τοῦ κηρύγματός μου
κάνω τούτη τήν ὥρα, ὅπως εἶπα – ὅτι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, κύριοι, ὄχι δέν εἶναι
νά κάνει καλούς ἀνθρώπους. Καλούς ἀνθρώπους ἔκανε καί ἡ σχολή τοῦ Πλάτωνα
καί τοῦ Ἀριστοτέλη. Καί σέ μία ποδοσφαιρική ἀκόμη ὁμάδα ὁ προπονητής δέν λέει
στούς παῖκτες νά εἶναι κακοί ἄνθρωποι, ἀλλά τούς λέγει καί αὐτός νά εἶναι καλοί
ἄνθρωποι. Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ὅμως, κύριοι, εἶναι νά κάνει θεοφόρους ἀνθρώπους.
Νά κάνει ἁγίους ἀνθρώπους.
Ἐδῶ τώρα, Ἅγιε Γέροντα, ἀφοῦ καθόρισα τόν σκοπό τῆς σωστῆς ὀρθοδόξου
πνευματικότητος, πού εἶναι ἡ ἁγιότητα, τώρα θέλω νά κάνω τήν κατάθεση τοῦ κηρύγματός μου, πού ὁδεύει σ᾽ αὐτόν τόν σκοπό. Τό κήρυγμά μου εἶναι διάφορο κάθε
φορά, ἀλλά στρέφεται πάντοτε γύρω ἀπό τό ἴδιο διάγραμμα. Καί ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ
Αἰτωλός, ὅπως φαίνεται ἀπό τίς ποικίλες καί διάφορες διδαχές του, εἶχε ἕνα βασικό
διάγραμμα, γύρω ἀπό τό ὁποῖο ἔπλεκε κάθε φορά τήν σοφή του διδαχή.
Κατά πρῶτον λέγω στό κήρυγμά μου ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό
εἶναι ἡ ἀξία μας, τούς λέγω. Καί τί εἶναι ὁ Θεός, γιά νά βροῦμε τί εἶναι καί ὁ ἄνθρωπος, ἡ εἰκόνα Του; Τόση πολλή ἄγνοια, Πατέρες, περί Θεοῦ ὑπάρχει στόν κόσμο,
ὥστε, ἄν πᾶτε στήν Ὁμόνοια καί ἐρωτήσετε ἕνα μπουλούκι ἀνθρώπων τί εἶναι ὁ Θεός,
θά σᾶς ἀπαντήσουν ὅτι ὁ Θεός εἶναι μία «ἀνώτερη δύναμη». Καί ἐγώ, γιά νά ἀποκρούσω τήν ἔννοια αὐτή τοῦ Θεοῦ, τούς λέγω δυναμικά: Δέν τήν θέλω αὐτή τήν δύναμη. «Ἀνώτερη δύναμη» εἶναι καί τό ἠλεκτρικό ρεῦμα, πού ἄν τό ἀγγίξεις, σέ κάνει
κάρβουνο. «Ἀνώτερη δύναμη» εἶναι καί ὁ ἀέρας, πού γίνεται ἀνεμοστρόβιλος, καί ξε-
ριζώνει δέντρα. Ὄχι, ὁ Θεός μας δέν εἶναι αὐτό! Ὁ Θεός μας κατά τήν Ἁγία Γραφή
εἶναι Πρόσωπο καί Ἀγάπη. Καί ἀφοῦ ὁ Θεός, λέγω στό κήρυγμά μου, εἶναι Πρόσωπο
καί Ἀγάπη, ἄρα καί ὁ ἄνθρωπος, λέγω, πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί αὐτός
πρόσωπο καί ἀγάπη. Καί ἄρα ἡ σχέση μας καί ἡ κοινωνία μας μέ τόν Θεό καί τούς
ἀνθρώπους πρέπει νά εἶναι προσωπική καί ἀγαπητική.
Σάν πρόσωπο καί ἀγάπη πού εἶναι ὁ Θεός ἀλλά καί ἡμεῖς, πρέπει νά ἔχουμε ἀγαπητική, νά ἔχουμε ἐρωτική κοινωνία μαζί Του. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τούς λέγω, μιλᾶνε
γιά ἔρωτα Θεοῦ. «Ἔθελξας πόθῳ με, Χριστέ, καί ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι»!
Καί ἐδῶ βρίσκω τήν μεγάλη ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου, τοῦ συγχρόνου κό-
σμου. Ἡ μεγάλη ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων σήμερα, ἡ μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες,
εἶναι ὅτι δέν ἀγαποῦν θερμά, δέν ἀγαποῦν ἐρωτικά τόν Χριστό. Μιλᾶνε γιά ἀγάπες,
ἀγάπες καί γιά ἀηδῆ ἀκόμη πράγματα, τραγουδᾶνε τίς ἀγάπες τους, ὑψώνουν τά
μεγάφωνά τους στήν διαπασῶν, ἀλλά δέν μιλᾶνε γιά ἀγάπη Χριστοῦ, δέν μιλᾶνε γιά
θεῖο ἔρωτα. Αὐτό δέ, τό ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου ἐνθουσιάζονται καί θυσιάζονται
ἀκόμη γιά εὐτελῆ πράγματα, ὥστε νά κάνουν καί τά φούτ-μπώλ θεό καί εἴδωλο, καί
τόν ἀληθινό Θεό, τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, νά Τόν περιφρονοῦν καί νά Τόν
ὑβρίζουν, αὐτό, λέγω στά κηρύγματά μου, εἶναι ἡ ἀποστασία καί ἡ εἰδωλολατρία τοῦ
συγχρόνου κόσμου.
Ἀρχίζω λοιπόν τά κηρύγματά μου ἀπό τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά τούς λέγω ἔπειτα ὅτι, ἐπειδή συνέβη ἡ θλιβερή πτώση, ὁ ἄνθρωπος εἶναι τώρα
μαυρισμένη καί τσακισμένη εἰκόνα. Στέκομαι σ᾽ αὐτό, γιατί νομίζω ὅτι πρέπει νά
καταλάβουμε καλά ὅτι εἴμεθα πεπτωκότες. Καί ἄν ἐπιθυμοῦμε τήν ἀνόρθωσή μας
πρέπει νά ἀρχίσουμε ἀπό τήν πτώση μας. Καί τά δικά μας ἁμαρτήματα καί τῶν
ἄλλων ἀνθρώπων τά ἁμαρτήματα πρέπει νά τά ἑρμηνεύουμε ἀπό τήν συμβάσα πτώση,
ἀπό τήν ἁμαρτία δηλαδή τῶν πρωτοπλάστων. Ἔτσι θά εἴμεθα καί συμπαθεῖς πρός
τούς ἄλλους γιά τά λάθη τους. Δέν φταῖνε αὐτοί, ἡ πτώση τά φταίει! Αὐτό δέ πού
τήν «ἔπαθε» κατά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ «νοῦς» του. Μιλάω τακτικά
στόν κόσμο γιά τόν νοῦ, χωρίς νά μπορῶ ὅμως νά τό καθορίσω ἀκριβῶς τί εἶναι αὐτός.
Τόν παριστάνω σάν ἕνα ὄργανο πού ἔβαλε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, γιά νά ἐπικοινωνεῖ
αὐτός μαζί Του. Ὅπως ἔχουμε τά αὐτιά, γιά νά ἀκοῦμε τούς ἤχους τοῦ ἔξω κόσμου,
καί ὅπως ἔχουμε τά μάτια, γιά νά βλέπουμε τά ὡραῖα τῆς κτίσεως, ἔτσι μᾶς ἔδωσε
ὁ Θεός καί τόν νοῦ, γιά νά ἐπικοινωνοῦμε μαζί Του. Πάντως ὁ νοῦς στήν πατερική
Θεολογία δέν ταυτίζεται μέ τήν λογική. Λαθεύουν μερικοί θεολόγοι πού δέν ἔχουν
κάνει τό ξεκαθάρισμα αὐτό καί δέν ἔχουν διαχωρίσει αὐτά τά δύο, τόν νοῦ καί τήν
λογική. Ἐγώ στά κηρύγματά μου τό διαχωρίζω. Μπορεῖ ἕνας, λέγω, νά ἔχει δυνατή
λογική, νά λύνει ἀλγεβρικά προβλήματα, νά κάνει ἔρευνες καί ἀνακαλύψεις καί ὅμως
νά ἔχει «μπαφιασμένο» νοῦ καί ἀδύνατη θέληση καί νά μή μπορεῖ νά κόψει οὔτε ἕνα
του ἐλάττωμα, οὔτε ἕνα βρωμόχορτο, πού τό λένε τσιγάρο. Ἄλλο νοῦς λοιπόν καί
ἄλλο λογική. Καί ἐπειδή δέν μποροῦμε νά καθορίσουμε ἀκριβῶς, ὅπως εἶπα, τό τί
εἶναι νοῦς, γι᾽ αὐτό αὐτός δηλώνεται καί μέ ἄλλες λέξεις: Μέ τό πνεῦμα, τήν ψυχή
καί τήν καρδιά.
Ἡ πτώση λοιπόν, γιά τήν ὁποία μιλῶ συχνά στά κηρύγματά μου, εἶναι πτώση
τοῦ νοῦ. Ἐνῶ στόν παράδεισο, στήν προ-πτωτική κατάσταση, ὁ νοῦς στρεφόταν πρός
τόν Θεό, μέ τήν πτώση ὁ νοῦς στράφηκε πρός τήν κτίση. Ὁ ἄνθρωπος πίστεψε στήν
συμβουλή τοῦ ὄφεως ὅτι θά θεωθεῖ τάχα, ἄν γευθεῖ τόν ἀπηγορευμένο καρπό. Ἔτσι
ἔγινε ἕνα «βραχυκύκλωμα» τοῦ νοῦ. Ὁ νοῦς χάλασε καί μέ χαλασμένο καλώδιο δέν
μποροῦμε νά ἔχουμε φῶς· μέ θολωμένο νοῦ δέν μποροῦμε νά κοινωνήσουμε μέ τόν
Θεό. Γι᾽ αὐτό λέγω στά κηρύγματά μου, σεβαστοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί, ὅτι ἡ
ἀνόρθωσή μας ἀπό τήν πτώση πρέπει νά ἀρχίσει μέ τήν θεραπεία τοῦ νοῦ.
Νά πετύχουμε δηλαδή τό νά κλίνουμε τόν νοῦ στόν Θεό, ὅπως ἔτσι ἦταν ἀπό τήν ἀρχή. Μοῦ
ἀρέσει νά παριστάνω τόν νοῦ σάν βελόνα. Αὐτή ἡ βελόνα, τούς λέγω, νά κλίνει σταθερά
στόν Θεό. Καί ἀναφέρω ἐδῶ τό ψαλμικό λόγιο: «Πνεῦμα εὐθές», νοῦ δηλαδή ὁ ὁποῖος
νά μήν κινεῖται πέρα-δῶθε, ἀλλά αὐτή ἡ βελόνα νά στρέφεται σταθερά πρός τόν Θεό.
Τέτοιο πνεῦμα παρακαλεῖ ὁ Ψαλμωδός τόν Θεό νά βάλει μέσα στά ἔγκατά του,
«ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου», λέγει.
Εἶναι μιά ἐπιστήμη αὐτό, λέγω στούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, τό πῶς ὁ νοῦς,
ὁ κολλημένος μέ τήν πτώση στά σαρκικά καί τά ὑλικά, πῶς αὐτός τώρα θά
ἀποσπαστεῖ ἀπό αὐτά καί θά στραφεῖ σταθερά πρός τόν Θεό. Καί τήν ἐπιστήμη αὐτή
ἐγώ, ἄν καί ἐπίσκοπος, δέν τήν γνωρίζω. Οὔτε ἐγώ προσωπικά μπορῶ νά πῶ ὅτι
ἔχω θεραπευμένο νοῦ, οὔτε καί ἄλλους μπορῶ νά θεραπεύσω. Τότε, ἄν οἱ ἴδιοι δέν
εἴμεθα θεραπευμένοι καί ἄν δέν γνωρίζουμε καί τήν ἐπιστήμη γιά νά θεραπεύσουμε
τούς ἄλλους, τί πνευματικοί πατέρες καί τί ποιμένες εἴμαστε; Ἀφῆστε τα! Τήν ἐπιστήμη αὐτή, ὦ σεβασμία χορεία τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, τήν γνωρίζετε Σεῖς. Τήν
γνωρίζετε ὄχι μόνον ἀπό τήν μελέτη τῶν πατερικῶν κειμένων, πού εἶναι κείμενα θεραπευτικά τῶν ψυχικῶν νοσημάτων, ἀλλά τήν γνωρίζετε κυρίως ἐμπειρικά, ἀπό τόν
ἀγώνα σας γιά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη. Γι᾽ αὐτό καί εἶπα ἀπό τήν
ἀρχή ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι Πανεπιστήμιο τῶν θεολογικῶν μαθημάτων καί ἡμεῖς,
οἱ ἀπό τόν κόσμο ἐρχόμενοι, εἴμεθα μαθητές Σας καί πρέπει νά θέτουμε φυλακή στό
στόμα μας καί νά μήν τολμοῦμε νά κηρύττουμε πρός Σᾶς.
Ὡς πρῶτο λοιπόν καί βασικό στήν πνευματική μας πορεία τονίζω, Πατέρες,
τήν θεραπεία τοῦ νοῦ, τήν ἀνόρθωσή του ἀπό τήν πτώση, τόν φωτισμό του ἀπό τόν
σκοτασμό του, τόν καθαρμό του. Αὐτό εἶναι πολύ ἀναγκαῖο, τονίζω συχνά στά κηρύγματά μου, γιά νά πετύχουμε τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο εἴμαστε πλασμένοι. Καί ὁ
σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἤλθαμε στόν κόσμο εἶναι νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό. Ὁ κύριος
σκοπός μας εἶναι νά βροῦμε τόν Θεό καί νά ἑνωθοῦμε μαζί του. Πολύ τό τονίζω, Γέροντα, αὐτό, ἐπειδή ξέρω ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου μεριμνοῦν καί τυρβάζουν γιά
ἄλλα πράγματα καί θέματα: Γιά τά ἐμπορικά τους, γιά τά πολιτικά καί πολιτιστικά
τους, γιά τά ποδοσφαιρικά τους καί γιά πολλά ἄλλα. Καί τά θεωροῦν ὅλα αὐτά ὡς
σκοπούς τους καί λησμονοῦν τόν πραγματικό τους σκοπό, πού εἶναι τό νά βροῦν τόν
Θεό καί νά ἑνωθοῦν μαζί Του. «Θέωση», τούς λέγω, λέγεται ἡ ἕνωσή μας μέ τόν
Θεό· γιατί ὅταν ἕνα πράγμα ἑνώνεται μέ τό ἄλλο, τό κατώτερο παίρνει τό ὄνομα ἀπό
τό ἀνώτερο. Ἔτσι, γιά παράδειγμα, ὅταν ὁ σίδηρος ἑνώνεται μέ τήν φωτιά, λέμε ὅτι
«πυροῦται» ὁ σίδηρος.
Ἀλλά, ὅταν λέγω αὐτό στό κήρυγμά μου, ὅτι δηλαδή ὁ σκοπός μας εἶναι νά ἑνωθοῦμε
μέ τόν Θεό, τούς λέγω ἔπειτα, τό ἑξῆς φοβερό: Προσέχετε, τούς λέγω, γιατί
γιά τόν Θεό, πού τά μπορεῖ ὅλα, ἕνα δέν τό μπορεῖ! Ξαφνιάζονται ὅταν τό ἀκοῦν τόν
λόγο αὐτόν. Ναί!, τούς ξαναλέγω. Ἕνα ὁ παντοδύναμος Θεός δέν τό μπορεῖ! Τί δέν
μπορεῖ ὁ Θεός; Δέν μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ ἀκάθαρτο!!! Αὐτή τήν ἀλήθεια τήν λέγει ὁ
ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ὁμιλία του Εἰς τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Καί
συμπεραίνω στό κήρυγμά μου: Ἀφοῦ ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου, χριστιανοί μου, εἶναι
νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, διά δέ τόν Θεό εἶναι ἀδύνατο νά ἑνωθεῖ μέ ἀκάθαρτο, ἄρα –
πέστε μου ἐσεῖς τό συμπέρασμα – , ἄρα, λέγω, πρέπει νά καθαρίσουμε τήν ψυχή μας,
γιά νά μπορέσουμε νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό. Μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ
ἐννοῶ, Πατέρες μου, νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό καί ὄχι ἀσφαλῶς μέ τήν οὐσία τοῦ
Θεοῦ, πού εἶναι ἀδύνατον καί εἶναι βλάσφημο νά τό πεῖ κανείς.
Τήν κάθαρση λοιπόν τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη τονίζω στόν κόσμο, γιατί ὁ Κύριός
μας εἶπε – τούς λέγω, «οἱ καθαροί στήν καρδιά θά δοῦν τόν Θεό» (Ματθ. 5,8). Καί
συνεχίζω τό κήρυγμά μου λέγοντάς τους: Πῶς θά πετύχουμε, χριστιανοί μου, τόν
καθαρμό μας ἀπό τά πάθη; Ἀκοῦστε νά σᾶς πῶ. Τά παιδιά σας γιά νά μάθουν ἀγγλικά
κάνουν exercises· οἱ ἀθλητές πάλι καί σεῖς, γιά νά ἀποκτήσετε γερό σῶμα κάνετε
ἀσκήσεις. Ἔτσι καί στά πνευματικά. Γιά νά ἀποκτήσουμε τόν καθαρμό τῆς ψυχῆς
μας, πρέπει νά κάνουμε πνευματικές ἀσκήσεις. Δηλαδή, τούς λέγω, πέστε μου τήν
λέξη· πρέπει νά γίνουμε «ἀσκητές», ἀφοῦ πρέπει νά κάνουμε ἄσκηση γιά τόν καθαρμό
μας. Βέβαια, τούς λέγω, δέν εἶναι ἡ ἄσκηση τῶν μοναχῶν μόνον ἔργο, ἀλλά ὅλοι οἱ
χριστιανοί πρέπει νά εἶναι ἀσκητές. Δέν κήρυξε ὁ Χριστός δύο Εὐαγγέλια, ἕνα γιά
τούς μοναχούς καί ἕνα γιά τούς λαϊκούς. Ἕνα Εὐαγγέλιο ὑπάρχει, τό ὁποῖο ὅλοι
πρέπει νά ἐφαρμόσουμε, γιά νά σωθοῦμε, γιά νά δοῦμε τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ μέ
καθαρότητα. Καί ὡς ἀπόδειξη γι᾽ αὐτό πού τούς λέγω, ὅτι δηλαδή καί οἱ λαϊκοί
χριστιανοί πρέπει νά ἀγωνίζονται καί αὐτοί νά σηκώνουν τόν ζυγό τοῦ Σταυροῦ, πού
αἴρουν οἱ μοναχοί μας, τούς λέγω στήν συνέχεια: Τόν λόγο του ὁ Κύριος νά ἄρουμε
τόν Σταυρό Του, δέν τόν εἶπε μόνο στόν στενό κύκλο τῶν μαθητῶν Του, ἀλλά τόν
εἶπε σέ ὅλους τούς ἀκολούθους Του· γιατί λέει τό Εὐαγγέλιο ὅτι ὁ Χριστός, ὅταν εἶπε
τό «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ
καί ἀκολουθείτω μοι», τό εἶπε, ἀφοῦ κάλεσε πρῶτα καί τούς μαθητές Του καί ὅλους
τούς ἀκροατές Του (βλ. Μάρκ. 8,34). Γιά νά τούς πείσω πάλι ὅτι πρέπει καί αὐτοί,
οἱ λαϊκοί στόν κόσμο, νά ζοῦν καί αὐτοί σάν μοναχοί, τούς λέγω: Τρία πράγματα,
χριστιανοί μου, τρία καί ἱερά πράγματα εἶναι ὁ μοναχισμός μας. Εἶναι ἡ ὑπακοή,
εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη καί εἶναι καί ἡ παρθενία. Ἀλλά αὐτά τά τρία πράγματα, χριστια-
νοί, εἶναι καί γιά σᾶς καί ὄχι μόνο γιά τούς μοναχούς. Γιατί, ἀκοῦστε: Ἡ προσευχή
«Πάτερ ἡμῶν» εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς ἤ εἶναι καί γιά σᾶς τούς λαϊκούς;
Βεβαίως εἶναι προσευχή γιά ὅλα τά παιδιά τοῦ Θεοῦ τό «Πάτερ ἡμῶν». Λοιπόν: Τό
«Πάτερ ἡμῶν» λέγει· «Γενηθήτω τό θέλημά Σου». Αὐτό εἶναι ἡ ἀρετή τῆς ὑπακοῆς.
Τό δικό Σου θέλημα νά γίνει, Θεέ μου, καί ὄχι τό δικό μου. Παρακάτω τό «Πάτερ
ἡμῶν» λέγει· «Τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον». Αὐτό εἶναι ἡ ἀρετή
τῆς ἀκτημοσύνης. Δέν ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό σπιταρῶνες καί μεγαθήρια! Δέν ζητᾶμε
νά κερδίσουμε τόν πρῶτο λαχνό τοῦ λαχείου, ἀλλά ζητᾶμε ἕνα κομμάτι ψωμί, γιά νά
περάσουμε τήν ἡμέρα. «Τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον». Καί στό
τέλος τό «Πάτερ ἡμῶν» ἔχει τό αἴτημα «ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ». Εἶναι
εὐχή παρθενίας αὐτό. Βλέπετε λοιπόν, χριστιανοί μου, λέγω, ὅτι τό τρίπτυχο τοῦ
μοναχισμοῦ, τήν ὑπακοή, τήν ἀκτημοσύνη καί τήν παρθενία, πρέπει νά τό ἐξασκοῦν
καί οἱ λαϊκοί καί ὄχι μόνον οἱ μοναχοί; Κηρύττω λοιπόν, Πατέρες καί Ἀδελφοί τοῦ
Ἁγίου Ὄρους, κηρύττω καί στούς λαϊκούς ὡς ἀναγκαία τήν ἄσκηση γιά τήν σωτηρία
μας. Καί μάλιστα τήν κηρύττω μέ ἰσχυρά τήν φωνή, γιά νά τήν παραστήσω ὡς
ἀναγκαία γιά τήν σωτηρία μας. Τούς λέγω: Ὁ Κύριός μας εἶπε ὅτι ἡ ὁδός γιά τήν
σωτηρία μας εἶναι «στενή καί τεθλιμμένη». Λοιπόν· ἄνθρωποι, πού παχύνετε τήν σάρκα
μέ τήν γαστριμαργία, σκεφθεῖτε ὅτι «στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός». Δέν χωρᾶτε!
Γυναῖκες μέ τά φανταχτερά φορέματα, τά κοσμήματα καί τά «λούσα», πετάξατέ τα!
Εἶναι στενό τό πέρασμα. Δέν χωρᾶτε!
Ἀλλά ἐδῶ, ἅγιοι Πατέρες καί Ἀδελφοί, πρέπει νά σταματήσω, γιατί ὁ ἅγιος Καθηγούμενος
μοῦ λέγει ὅτι ἔχει ἔλθει ἤδη τό πλοῖο γιά τήν Ἱερισσό καί πρέπει νά φεύγουμε.
Εὐχαριστῶ τήν Κυρία Θεοτόκο πού μέ ἔφερε στόν παράδεισό σας, στήν
εὐλογημένη σας συνοδεία. Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τά δῶρα πού μοῦ ἐδώσατε, ἀλλά
ἰδιαίτερα εὐχαριστῶ γιά τήν πνευματική χαρά καί ὠφέλεια πού μοῦ προσφέρατε
μέ τό νά δῶ τά ἱερά πρόσωπά σας, στά ὁποῖα λάμπει ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς σας, καί μέ
τό νά ἀπολαύσω τήν ἁγία σας βιοτή καί πολιτεία.
Ζητῶ τήν εὐχή Σας, ἅγιε Καθηγούμενε τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μονῆς, καί ἀπό Σᾶς
ἅγιε Γέροντα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Καρακάλου, καί τήν εὐχή ὅλων σας, ἅγιοι Πατέρες
καί Ἀδελφοί. Στόν κόσμο πού πηγαίνω εἶναι πολλοί οἱ πειρασμοί καί οἱ κίνδυνοι καί
ὡς φυλαχτό ἐναντίον τους θέλω νά ἔχω τήν εὐχή Σας
Ἐπίσκοπος Ἰερεμίας Φούντας, Μητροπολίτης Ἱ. Μ. Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως
πηγή